Bella And Edward
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.



 
ΦόρουμΠόρταλΕικονοθήκηΑναζήτησηLatest imagesΣύνδεσηΕγγραφή
Η συνέχεια της διάσημης σειράς βιβλίων έρχεται στα βιβλιοπωλεία στις 4 Αυγούστου με τίτλο «Midnight Sun» και αφηγείται την ιστορία του «Λυκόφωτος» από την πλευρά του Edward Cullen.
Πρόσφατα Θέματα
» Ashley's Greene blog
Αντίθετοι Ρόλοι I_icon_minitimeΠαρ 17 Μαρ 2023 - 15:11 από Marzaki Cullen

» Τι ακουτε αυτη την στιγμη;
Αντίθετοι Ρόλοι I_icon_minitimeΠαρ 4 Ιουν 2021 - 15:08 από April

» Bella And Edward - 11 χρόνια μετά
Αντίθετοι Ρόλοι I_icon_minitimeΤετ 6 Ιαν 2021 - 20:34 από Marzaki Cullen

» Συζήτηση για το Midnight Sun
Αντίθετοι Ρόλοι I_icon_minitimeΚυρ 13 Δεκ 2020 - 17:38 από Katrin

» Robert Pattinson
Αντίθετοι Ρόλοι I_icon_minitimeΔευ 7 Σεπ 2020 - 21:40 από $ofi@ + Edward

» Infernal Devices - Κουρδιστός 'Αγγελος
Αντίθετοι Ρόλοι I_icon_minitimeΠαρ 8 Μάης 2020 - 1:03 από evi

» Wallpapers by twins
Αντίθετοι Ρόλοι I_icon_minitimeΔευ 4 Μάης 2020 - 13:25 από Zafrina

» Twilight the movie
Αντίθετοι Ρόλοι I_icon_minitimeΚυρ 3 Μάης 2020 - 12:07 από hiddenfantasy

» Vampire Diaries - TV Series
Αντίθετοι Ρόλοι I_icon_minitimeΔευ 13 Απρ 2020 - 12:11 από Zafrina

» New Moon the movie
Αντίθετοι Ρόλοι I_icon_minitimeΠαρ 10 Απρ 2020 - 12:49 από Zafrina

Παρόμοια θέματα
    Quote of the Week
    "Bella is with Edward. She's a part of this family, and we protect our family."

    Carlisle Cullen, Twilight
    Character of the Week
    Rosalie Lillian Hale

    (born 1915 in Rochester, New York) is a member of the Olympic coven.

    She is the wife of Emmett Cullen and the adoptive daughter of Carlisle and Esme Cullen, as well as the adoptive sister of Jasper Hale (in Forks, she and Jasper pretend to be twins), Alice, and Edward Cullen.

    Rosalie is the adoptive sister-in-law of Bella Swan and adoptive aunt of Renesmee Cullen, as well as the ex-fiancée of Royce King II.
    Νοέμβριος 2024
    ΔευΤριΤετΠεμΠαρΣαβΚυρ
        123
    45678910
    11121314151617
    18192021222324
    252627282930 
    ΗμερολόγιοΗμερολόγιο
    Bella & Edward Playlist
    Το μαργαριτάρι της Ροδεσίας

    Στο κατώφλι µιας νέας εποχής για τη Ροδεσία, η Μάντριγκαλ, έχοντας χάσει τον άντρα της λίγες µονάχα ώρες µετά τον γάµο τους, θρήνησε βαθιά την απώλειά του και αποφάσισε να ζήσει µε τη θύµησή του. Όµως δεν φαντάστηκε ποτέ πως θα της ζητούσαν να πάρει τη θέση της συζύγου του βασιλιά.

    Ο βασιλιάς Έντουαρντ, αφού γνώρισε την απόλυτη ευτυχία δίπλα στη γυναίκα που λάτρεψε όσο καµία, την Άµπερλιν, δέχτηκε το σκληρότερο χτύπηµα της µοίρας όταν εκείνη πέθανε πριν προλάβει να φέρει στον κόσµο το παιδί τους. Ωστόσο, προκειµένου ν' ανταποκριθεί στα βασιλικά του καθήκοντα και να χαρίσει έναν διάδοχο στη Ροδεσία, είναι υποχρεωµένος να παντρευτεί ξανά και απ' όλες τις υποψήφιες επιλέγει τη Μάντριγκαλ.

    Μήπως όµως το όνοµα της νέας του συζύγου κουβαλά µια σκοτεινή µοίρα; Άραγε υπάρχει ελπίδα να αλλάξει το πεπρωµένο; Θα καταφέρει η Μάντριγκαλ να ξυπνήσει την αγάπη στην καρδιά του άντρα και βασιλιά της; Κι εκείνος θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τα αισθήµατά του πριν χάσει τα πάντα για άλλη µια φορά;

    Συγγραφέας ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΜΑΡΙΑ
    Εκδότης ΩΚΕΑΝΙΔΑ


     

     Αντίθετοι Ρόλοι

    Πήγαινε κάτω 
    ΣυγγραφέαςΜήνυμα
    Deppy
    Eclipse Bitten
    Eclipse Bitten
    Deppy


    Θηλυκό Ζυγός
    Ηλικία : 29
    Τόπος : Αθήνα
    Αριθμός μηνυμάτων : 433
    Registration date : 13/09/2009

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

    Αντίθετοι Ρόλοι Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Αντίθετοι Ρόλοι   Αντίθετοι Ρόλοι I_icon_minitimeΚυρ 27 Ιουν 2010 - 16:29





    Κεφάλαιο 1 :Το ατύχημα

    <Αγάπη μου, πρέπει να φύγουμε! Έχουμε αργήσει!> είπε ο πατέρας μου.
    <Αμέσως γλυκέ μου!> του απάντησε η μητέρα μου μιλώντας του τόσο γλυκά όπως πάντα!
    Θα πήγαιναν σε μια δεξίωση μιας οικογενειακής φίλης. Βαριόμουν τις κουβέντες των μεγάλων και έτσι αποφάσισα να μείνω στο σπίτι . Όταν έφυγαν άνοιξα την τηλεόραση αλλά δεν είχε τίποτα σπουδαίο και την έκλεισα σχεδόν αμέσως. Πήρα τηλέφωνο τον κολλητό μου για να βρεθούμε όμως εκείνος είχε βγει με την κοπέλα του. Εγώ δεν είχα καμία σοβαρή σχέση τον τελευταίο χρόνο, όχι ότι είχα ποτέ στη ζωή μου, οπότε διάβασα ένα βιβλίο, παράγγειλα πίτσα και στο τέλος κοιμήθηκα.
    Ήταν 2:30 πμ όταν χτύπησε το κουδούνι. Αμέσως σηκώθηκα από το κρεβάτι και πήγα να ανοίξω την πόρτα σκεπτόμενος ότι οι γονείς μου είχαν απλά ξεχάσει τα κλειδιά τους , μόλις όμως άνοιξα την πόρτα και είδα τον αστυφύλακα ξαφνιάστηκα. Όταν είδα το απολογητικό πρόσωπό του το μυαλό μου πήγε στο κακό.
    <Τι συμβαίνει;> ρώτησα απορημένος.
    <Κύριε Έντουαρντ, πολύ φοβάμαι ότι έχω δυσάρεστα νέα για εσάς.> Με κοίταζε με ένα βλέμμα σαν να με λυπόταν.
    <Μην με κρατάτε σε αγονία κύριε, σας παρακαλώ πείτε μου τί συμβαίνει κάτι άσχημο με τους γονείς μου;> ούτε που ήθελα να σκέπτομαι κάτι τέτοιο.
    <Πολύ φοβάμαι ότι θα σε στενοχωρήσω αγόρι μου, οι γονείς σου είχαν ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο... >
    Και πριν καλά καλά ολοκληρώσει την πρότασή του γουρλώνω τα μάτια μου και φωνάζω <τίιιιιιιιιιι>
    <Ηρέμισε αγόρι μου> μου είπε ο αστυφύλακας και με έπιασε από τον ώμο για να μην πέσω. Μόλις άκουσα αυτά τα απαίσια λόγια ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί . Ένοιωθα ότι όλος ο κόσμος μου γκρεμιζόταν, ότι αναμνήσεις είχα με τους γονείς μου περνούσαν από το μυαλό μου, παρόλο που δεν ήθελα να τις σκέπτομαι γιατί στεναχωριόμουν ακόμα πιο πολύ.
    <Παιδί μου είσαι καλά;> άκουσα μια φωνή να λέει και με έβγαλε από τον ειρμό των σκέψεών μου, πιθανότατα ήταν ο αστυφύλακας.
    <Μήπως θα μπορούσα να περάσω μέσα;> με ρώτησε.
    <Φυσικά, περάστε. Παρακαλώ πείτε μου τί ακριβώς συμβαίνει γιατί από τα λίγα που μου έχετε πει κοντεύω να τρελαθώ. Τί έγινε με του γονείς μου;>
    <Φοβάμαι ότι οι γονείς σου είναι νεκροί.>
    <Μα... πως... πότε...;>
    <Πριν λίγες ώρες, στην κεντρική λεωφόρο, τράκαραν με ένα φορτηγό , η μητέρα σου πέθανε πριν λίγα λεπτά στο δρόμο προς το νοσοκομείο και ο πατέρας σου από έμφραγμα από το σοκ καθώς οδηγούσε ο ίδιος.> μόλις τελείωσε με κοίταξε σαν να μου έλεγε ‘λυπάμαι πολύ, ξέρω πως είναι’. Μετά από μια σύντομη παύση μίλησε αστυνόμος
    <Θα ήθελα να ρωτήσω αν υπάρχει κάποιος άλλος συγγενής;>
    <Ναι, η θεία μου, αδερφή του πατέρα μου. Γιατί ρωτάτε;>
    <Φαντάζομαι ότι θα είναι πιο δύσκολο για εσένα να κανονίσεις τα απαραίτητα και έτσι φαντάστηκα να το κάνει κάποιος άλλος συγγενής. Θα μπορούσες να της πεις να περάσει από το αστυνομικό τμήμα , όποιο είναι κοντά της για τις διαδικασίες;>
    <Ναι, θα της το πω.>
    <Εγώ να πηγαίνω να σε αφήσω να ηρεμήσεις. Ε, Έντουαρντ είπαμε;>
    <Ναι;>
    <Θα ήταν καλύτερο να μην μείνεις μόνος σου για σήμερα τουλάχιστον.>
    <Εντάξει , θα... το κανονίσω>
    <Και πάλι συλλυπητήρια>
    <Ευχαριστώ> Αμέσως μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω του κάθισα στον καναπέ και φυσικά δεν είχα ύπνο άλλωστε πως ήταν δυνατόν να μπορώ να κοιμηθώ μετά από αυτό που είχα ακούσει.
    Τηλεφώνησα στην θεία μου να έρθει από εδώ. Δεν ήμουν απολύτως σίγουρος που της τηλεφωνούσα, απλά το έκανα ασυναίσθητα . Της τηλεφώνησα και το πρώτο πράγμα που με ρώτησε ήταν τί συνέβαινε , προσπάθησα να μην φαίνομαι χάλια αλλά μάλλον δεν τα κατάφερα και πολύ καλά. Δεν θέλω να στενοχωριέται και για εμένα. Έχει που έχει τα δικά της τώρα έγινε αυτό και με τους γονείς μου και το μόνο που δεν χρειάζομαι αυτή τη στιγμή να νιώθω τύψεις για την θεία.
    Μετά από λίγες ώρες ήταν κι ’ολας στο σπίτι.
    <Έντουαρντ τι συμβαίνει; Δεν σε άκουσα καθόλου καλά στο τηλέφωνο;> με ρώτησε αμέσως μόλις άνοιξα την πόρτα.
    <Έλα θεία πέρνα μέσα έχω να σου πω κάτι πολύ δυσάρεστο.>
    <Οχ Έντουαρντ μην με βάζεις σε αγωνία , πού είναι η μητέρα σου και ο πατέρας σου; Μόνος σου είσαι;...>
    <Σε παρακαλώ θεία περίμενε να τελειώσω και ρωτάς μετά ό,τι θες.> πάλι άρχισε να πολυλογεί. Το κάνει πάντα όταν αγχώνεται αλλά πως θα της έλεγα αυτό που έπρεπε να της πω;
    <Άκου θεία, έχει γίνει κάτι το οποίο με έχει κάνει τόσο χάλια που με βλέπεις. Από τότε που το έμαθα θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Μην πεις τίποτα περίμενε να τελειώσω. Πριν λίγες ώρες με επισπεύτηκε ένας αστυνομικός και μου είπε.. . Πως ... Η μαμά και ο μπαμπάς να ... Είχαν ένα ατύχημα και πως ... Να είναι νεκ...ροί.> μόλις τελείωσα την πρόταση συνειδητοποίησα πόσο οδυνηρό είναι να το λέω. Είχα κλειστά μάτια και προσπαθούσα να μην το σκέπτομαι, μου ήταν πολύ δύσκολο να πω την λέξη τώρα. Ακόμα δεν το είχα καταλάβει τί θα γινόταν σε λίγες ώρες; Ένα ουρλιαχτό με αποσυντόνισε. Η θεία μου ούρλιαζε αλλά εγώ τώρα το κατάλαβα.
    <Θεία, θεία! Σύνελθε! Θεία σε χρειάζομαι τώρα μαζί μου! Θεία!> άρχιζα να φωνάζω και εγώ μήπως και με ακούσει. Ευτυχώς σταμάτησε κατευθείαν με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και μου είπε
    < Αγοράκι μου, συγγνώμη! Το ξέρω τώρα χρειάζεσαι κάποιον να σε αγαπάει και να σε φροντίζει!>
    < Ευχαριστώ θεία> ήταν το μόνο που μπόρεσα να πω πριν αρχίσω να δακρύζω.
    <Μην κλαις αγοράκι μου, ρουμπινάκι μου!> έτσι με έλεγε η μαμά μου όταν ήμουν μικρός ρουμπινάκι της και μπιζουδάκι της . Πόσο θα μου λείψουν! Η ζωή μου δεν θα είναι ποτέ η ίδια, ποτέ ξανά!
    <Θεία θα μείνεις εδώ το βράδυ; Εκτός το ότι μου το ζήτησε ο αστυνομικός πραγματικά θέλω να μείνεις.>
    <Φυσικά και θα μείνω.>
    <A, θεία ο αστυνόμος μου είπε να πας αύριο από εκεί. Θέλει να κανονίσετε κάτι. Πάω να ξαπλώσω. Καληνύχτα ή μάλλον καλημέρα.> την χαιρέτησα και πήγα στο δωμάτιό μου. Ήταν νωρίς το πρωί αλλά δεν νύσταζα και έτσι απλά ξάπλωσα στο κρεβάτι μου. Δεν είχα και πολύ καλή διάθεση και σκεπτόμουν τί θα έκανα από εδώ και πέρα, φυσικά δεν είχα και πολλές επιλογές. Για αρχή σκέπτομαι να μετακομίσω κάπου αλλού γιατί δεν αντέχω όλες αυτές τις αναμνήσεις ακόμα και τώρα που έχω την θεία μου. Αύριο έχω σχολείο αλλά δεν ξέρω αν θα πάω τελικά. Δεν έχω όρεξη για τίποτα. Σκέπτομαι να κάτσω το πρωί με ένα χάρτη και να δω που θα πάω τελικά. Μπορεί και στο εξωτερικό, μπορεί να πάω στην Ευρώπη σε καμία μικρή χώρα για να ξεχαστώ! Σίγουρα θα μου λείψουν όλοι τους ο κολλητός μου, η θεία μου, τα ξαδέρφια μου αλλά μάλλον είναι το καλύτερο για εμένα. Εγώ σκεπτόμουν και οι ώρες περνούσαν και σηκώθηκα καθώς βαριόμουν στο κρεβάτι. Όταν μπήκα στην κουζίνα με περίμενε το πρωινό μου πάνω στο τραπέζι. Καφές, κουλουράκια σοκολάτας, αυγά με μπέικον και ένα σημείωμα που έλεγε:
    <Καλημέρα κουκλάκι μου, έχω πάει στο αστυνομικό τμήμα, σου έχω φτιάξει πρωινό, σε παρακαλώ φάε κάτι, μην μείνεις νηστικός. Θα γυρίσω σύντομα. Σ’ αγαπάμε όλοι πολύ πολύ. Η θεία.>
    Δεν είχα όρεξη και είπα να φάω σε λίγο. Κάθισα στον καναπέ και άνοιξα την τηλεόραση. Τι σύμπτωση όλα τα κανάλια έλεγαν για ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα που είχε γίνει τα χαράματα. Την έκλεισα αμέσως. Δεν ήθελα να δω. Πάντα τα ίδια, όταν γινόταν κάποιο δυστύχημα για μέρες όλα τα κανάλια για αυτό το θέμα θα μιλάνε. Μα γιατί βασανίζουν έτσι τους ανθρώπους; Δεν καταλαβαίνουν ότι θέλουμε την ησυχία μας για να ξεχαστούμε; Ο πόνος που νιώθω αυτές τις ημέρες είναι αβάστακτος γιατί μας κάνουν να το υποφέρουμε αυτό, ακόμα δεν καταλαβαίνω. Προσπάθησα να μην το σκέπτομαι και πήγα να κάνω ένα κρύο ντους μήπως και συνέλθω. Καθώς με χτύπαγε το κρύο νερό ένιωθα μια ανακούφιση, σαν να έφευγε ένα βάρος από πάνω μου, σαν όλα μου τα προβλήματα να εξαφανίζονταν μόνο μιας. Κάθισα αρκετή ώρα κάτω από το ντους. Οι σταγόνες έπεφταν πάνω μου σαν να ήθελαν να αφήσουν σημάδια στο σώμα μου. Έτσι ένιωθα τις σκέψεις μου να με μαστιγώνουν αλλά όπως αυτές κυλούσαν από το πρόσωπό μου, τα χέρια μου, το στήθος μου έτσι έφευγαν και οι σκέψεις μου! Ήταν μεγάλη ανακούφιση για εμένα αλλά όταν τελείωσα το μπάνιο μου όλα επανήλθαν στη μνήμη μου και ένιωσα πάλι κουρασμένος. Όλα αυτά τα συναισθήματα ανακατεμένα μέσα στο κεφάλι μου. Δεν υπάρχει όμως κάτι που να μπορώ να κάνω για να τον απαλύνω, εκείνοι χάθηκαν και δεν ξέρω για πόσο θα αντέξω....
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Deppy
    Eclipse Bitten
    Eclipse Bitten
    Deppy


    Θηλυκό Ζυγός
    Ηλικία : 29
    Τόπος : Αθήνα
    Αριθμός μηνυμάτων : 433
    Registration date : 13/09/2009

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

    Αντίθετοι Ρόλοι Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Αντίθετοι Ρόλοι   Αντίθετοι Ρόλοι I_icon_minitimeΤρι 13 Ιουλ 2010 - 17:16

    Κεφάλαιο 2 :Η κηδεία


    Η μεγάλη μέρα θα έφτανε σε λίγες μέρες , η χειρότερη μέρα της ζωής μου, η κηδεία των γονιών μου, και πολύ φοβάμαι ότι αυτό που λένε για τους άντρες ότι δεν κλαίνε εγώ σήμερα θα το διαψεύσω! Τι να κάνω, μόνο για χάρη τους θα πάω γιατί νομίζω πως αυτό θα ήθελαν και εκείνοι! Η θεία μου είχε αναλάβει όλα τα απαιτούμενα για αυτή την τελετή. Ήμασταν σε έναν υπαίθριο χώρο και άρχισε να μαζεύεται κόσμος. Είχαν έρθει όλοι οι συμμαθητές μου και μπορώ να πως αυτό το γεγονός με χαροποίησε γιατί συνειδητοποίησα πως έχω κάποιους ανθρώπους να στηρίζομαι και τελικά τα πράγματα μετά από λίγο καιρό θα ήταν όντως καλύτερα! η τελετή άρχισε και για τέλος η θεία μου με παρακάλεσε να εκφωνήσω εγώ τον αποχαιρετιστήριο λόγο! Δεν μπορούσα να το αρνηθώ γιατί το είχα και εγώ ανάγκη. Ξεκίνησε η τελετή. Ο χώρος ήταν πολύ όμορφα διακοσμημένος, πραγματικά η θεία μου είχε κάνει πολύ καλή δουλειά. Ο καιρός ήταν πολύ καλύτερος από ότι τον περίμενα, είχε λιακάδα και ελάχιστα σύννεφα οπότε η τελευταία τους μέρα θα ήταν ωραία σε αντίθεση με τα συναισθήματά μου. Υπήρχαν παντού κρίνοι, τα αγαπημένα λουλούδια της μαμάς, και μαργαρίτες, τα αγαπημένα λουλούδια του μπαμπά. Ο ιερέας άρχισε να ψέλνει και τα λόγια του ήταν πολύ συγκινητικά ομολογουμένως. Εγώ έμεινα σε μια φράση που είπε « η ζωή είναι ένα ταξίδι που κάποτε τελειώνει και πρέπει να κρατήσεις μέσα σου μόνο τα όμορφα μέρη που έχεις επισκεφτεί γιατί αλλιώς μελαγχολείς» και πραγματικά αυτό ίσχυε με εμένα. Όπως ήμουν χαμένος στις σκέψεις μου σήκωσα απότομα το κεφάλι μου και παρατήρησα ότι όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα επάνω μου. Τα συναισθήματά τους ήταν μπερδεμένα κάποιοι ήταν λυπημένοι για τους γονείς μου και άλλοι λυπόντουσαν εμένα. Με κοιτούσαν σαν να ήμουν ένα ανυπεράσπιστο πεντάχρονο χωρίς φίλους ή άλλους συγγενείς. Αυτή η ατμόσφαιρα με έπνιγε και ήθελα να φύγω ουρλιάζοντας. Δεν ήθελα κανείς να με λυπάται. Φυσικά υπήρχαν και άτομα σε αυτόν το χώρο που είχαν έρθει απλά και μόνο για συμπαράσταση χωρίς ιδιαίτερα έντονα συναισθήματα ζωγραφισμένα στα πρόσωπά τους. Αμέσως μετά διάφοροι φίλοι και συγγενείς είπαν δύο λόγια για τους γονείς μου και ξαφνικά χωρίς να έχω καταλάβει πως είχε περάσει η ώρα έπρεπε να εκφωνήσω και εγώ δειλά δειλά τον λόγο μου, ο οποίος τελείωσε με την εξής φράση : «Μαμά μπαμπά πάντα θα σας σκέπτομαι και θα σας αγαπώ» δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο αλλά τί να κάνουμε, προτίμησα κάτι απλό και συμβολικό παρά κάτι πολύ εξεζητημένο που να καταντάει βαρετό. Αφού τελείωσα τον λόγο μου η θεία μου έτρεξε και με φίλησε.
    «Ο λόγος σου ήταν τόσο συγκινητικός και οι δυο θα ήταν τόσο περήφανοι για εσένα. Να ξέρεις πως για ότι θελήσεις και εγώ και όλοι οι φίλοι σου θα είμαστε δίπλα σου»
    Και τότε με πλησίασε η φίλη μου Σάμ και η θεία μου πολύ διακριτικά, όπως πάντα, έφυγε.
    « Ο Έντουαρντ λυπάμαι τόσο πολύ! Πώς είσαι;»
    «Μπορώ να πω καλά, τουλάχιστον το προσπαθώ»
    «Και θα έλεγα αρκετά καλά μέχρι στιγμής. Σκοπεύεις να έρθεις σχολείο ή δεν αισθάνεσαι εντάξει ακόμη;»
    « Εεμμμμ.... βασικά δεν ξέρω αν θα ξαναέρθω σχολείο, σκέπτομαι να πάω ένα ταξιδάκι για λίγο για να ξεχαστώ. Ξέρεις τώρα.» ή και για πάντα σκέφτηκα από μέσα μου.
    «Μα θα χάσεις τη χρονιά.»
    «Θα συνεχίσω του χρόνου. Ένας χρόνος δεν πειράζει.»
    «Εντάξει ότι πεις εσύ δεν θα σου φωνάξω. Τί θα κάνεις τώρα;»
    «Λέω να πάω στο σπίτι να χαλαρώσω!»
    « Εντάξει όπως θες. Μη χαθούμε όποτε μπορέσεις πάρε με να βρεθούμε. Γεια.»
    Πήγα στο σπίτι και μόλις άνοιξα την πόρτα όλα αυτά τα δυσάρεστα συναισθήματα με κατέκλισαν για άλλη μία φορά. Αποφάσισα να φανώ δυνατός και να πάω να αδειάσω το δωμάτιό τους. Πρώτα όμως προσπάθησα να εξαφανίσω όλες τις φωτογραφίες από το σαλόνι. Τις κοίταγα μία μία πριν τις βάλλω στο κουτί με τις παλιές φωτογραφίες. Ήταν πολύ πιο δύσκολο από ’τι φανταζόμουν. Τα παράτησα στη μέση και έφυγα. Πήγα μια βόλτα στο πάρκο, δυο τετράγωνα πιο κάτω. Τώρα ο καιρός δεν ήταν τόσο καλός όσο το πρωί, είχε συννεφιά και ετοιμαζόταν να βρέξει. Πρώτη φορά μου άρεσε αυτός ο καιρός. Πάντα μου άρεσε ο ήλιος και η ζέστη μα τώρα μου άρεσε ο βροχερός καιρός. Μάλλον οι προτιμήσεις μου άλλαξαν πριν από λίγες μέρες. Εκεί στο πάρκο, αρχικά υπήρχαν ζευγάρια που έκαναν ποδήλατο και μικρές ομάδες από κορίτσια και αγόρια, πιθανόν συμφοιτητές γιατί δεν φαίνονταν και τόσο μικροί, που έκαναν πικνίκ. Μερικά κορίτσια γύρισαν και με κοίταξαν, άγνωστες, σαν να με προσκαλούσαν και εμένα στο πλουσιοπάροχο πικνίκ τους αλλά εγώ δεν τους έδινα σημασία έκανα απλά τη βόλτα μου προσπαθώντας να ξεχαστώ. Φαντάστηκα τί θα μου έλεγε ο κολλητός μου. «Έλα ρε Έντουαρντ μην ξεχνάς πως πρέπει να ‘διευρύνουμε’ τους κοινωνικούς μας ορίζοντες» και γέλασα με αυτή τη σκέψη με. Καθώς προχωρούσα πιο βαθιά μέσα στο πάρκο έβλεπα οικογένειες να παίζουν αμέριμνοι οι γονείς με τα παιδιά τους και να γελούν διασκεδάζοντας. Τους προσπέρασα και συνέχισα τη βόλτα μου που μέχρι στιγμής δεν ήταν και πάρα πολύ ευχάριστη. Περπάταγα κοιτάζοντας κάτω στις πλάκες σκεπτόμενος ότι έπρεπε να γυρίσω και να τελειώσω τη δουλειά που είχα αφήσει στη μέση. Τότε ξαφνικά άκουσα μια κάποιον να φωνάζει το άνομά μου. Τότε γύρισα και τι να δω ήταν εκείνη. Μου είχε στρίψει τελείως πριν λίγο είδα να την θάβουν και τώρα με φώναζε κουνώντας πέρα δόθε το χέρι της. Κούνησα απότομα το κεφάλι μου κλείνοντας τα μάτια και όταν τα ξανάνοιξα δεν ήταν εκεί. Μήπως τελικά το πάρκο δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα; Μήπως είχα τρελαθεί στα αλήθεια; Μήπως έπρεπε να πάω σε κανέναν ψυχολόγο για το θέμα μου; Πάντως ένα ήταν το σίγουρο έπρεπε να φύγω από το πάρκο. Έφυγα κυνηγημένος από τις εικόνες του πάρκου και του μυαλού μου. Γύρισα στο σπίτι ελπίζοντας πως αυτή τη φορά θα κατάφερνα να μαζέψω τα πράγματά τους. Με μεγάλη δυσκολία τελείωσα με τις φωτογραφίες του σαλονιού και ανέβηκα στον επάνω όροφο. Πήγα αργά αργά, καθώς δεν βιαζόμουν καθόλου να μπω για πρώτη φορά μετά τον θάνατό τους στο δωμάτιο τους. Η πόρτα του ήταν στο τέλος του διαδρόμου. Εκεί ήταν ο μοναδικός χώρος που τώρα φοβόμουν περισσότερο από όλα τα μέρη μέσα στο σπίτι γιατί δεν ήξερα πως θα αντιδρούσα όταν έμπαινα μέσα. Άνοιξα την πόρτα και έκανα ένα βήμα. Ακόμη και τώρα που έλειπαν το δωμάτιο ήταν πλημμυρισμένο με θετική αύρα και φυσικά τακτοποιημένο και περιποιημένο όπως κάθε φορά άλλωστε. Ήταν βαμμένο με ένα απαλό κίτρινο και όλα τα έπιπλα συνδυάζονταν σε αυτές τις αποχρώσεις. Το κρεβάτι τους ήταν λίγο μεγαλύτερο από διπλό γιατί ο μπαμπάς στριφογυρνούσε στον ύπνο του με αποτέλεσμα να χρειάζονται πολύ χώρο και οι δυο. Στην αρχή δίστασα στην πόρτα. Φοβόμουν μην αρχίσω να τους βλέπω πάλι και πανικοβλήθηκα λιγάκι. Ήξερα ένα παιδί στο σχολείο μου που είχε χάσει τους γονείς του κα οι υπόλοιποι συγγενείς τον πήγαν σε ψυχολόγο γιατί δεν μπορούσε να ξεπεράσει το σοκ. Δεν ήθελα τα πράγματα να γίνονταν έτσι και με εμένα. Αποφάσισα λοιπόν να μπω μέσα χωρίς άλλους δισταγμούς. Ξεκίνησα από το κομοδίνο της μαμάς μάζεψα τη φωτογραφία και τη έβαλα σε μία κούτα. Όταν συνειδητοποίησα πως εγώ ήμουν στην εικόνα την έβγαλα και την άφησα δίπλα στην κούτα. Συνέχισα αδειάζοντας όλο το κομοδίνο της μαμάς και μετά συνέχισα με το κομοδίνο του μπαμπά. Εκεί υπήρχαν πάρα πολλά χαρτιά και δεν τα πείραξα μπορεί να μου χρειάζονταν αργότερα. Αφού τελείωσα και με το κομοδίνο του μπαμπά και μάζεψα όλα τα ρούχα τους. Σκέφτηκα να τα δώσω σε κανένα ίδρυμα αυτοί θα ήξεραν πως να αξιοποιήσουν. Όλα ήταν εντάξει τώρα και κατέβηκα κάτω στο σαλόνι. Άνοιξα την τηλεόραση αλλά δεν είχε τίποτα και την έκλεισα πολύ γρήγορα. Τότε άκουσα ένα γουργουρητό που προερχόταν από το στομάχι μου. Είχα πολύ ώρα να φάω και πεινούσα πολύ. Πήγα στην κουζίνα και έφτιαξα ένα τοστ να φάω. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο αλλά με χόρτασε. Τότε χτύπησε το τηλέφωνο. «Παρακαλώ... Έλα θεία τί είναι;.... Πότε, τώρα;... Και πρέπει να έρθω και εγώ δεν γίνεται να πας μόνη σου;... Ναι αλλά.... όλα απανωτά σήμερα πρέπει να γίνουν;.... Καλά σε κανένα μισάωρο θα είμαι εκεί. Γεια.» ήταν η θεία μου και μου είπε πως έπρεπε να πάμε στον δικηγόρο. Την κάλεσε και της είπε πως πρόκειται για τη διαθήκη των γονιών μου. Μα ήταν δυνατόν να είχαν κάνει από τώρα τη διαθήκη τους; Ήταν πολύ νέοι για να σκέπτονται τέτοια πράγματα! Χωρίς βέβαια να πω τίποτα περισσότερο είπα στη θεία πως θα πήγαινα και εγώ. Τί άλλο μπορούσα να κάνω. Ανέβηκα στο δωμάτιό μου και ντύθηκα. Έβαλα ένα απλό τζιν και μία κοντομάνικη μπλούζα. Φαντάστηκα πως ο δικηγόρος δεν θα με παρεξηγούσε αν ντυνόμουν έτσι απλά. Βγήκα από το σπίτι και πήρα ένα ταξί. Με πήγε κατευθείαν στο γραφείο του δικηγόρου. Ανέβηκα πάνω και περίμενα στο σαλόνι μαζί με τη θεία μου που περίμενε ήδη εκεί.
    « θεία τι μου είπες στο τηλέφωνο; Υπάρχει περίπτωση τόσο νέοι οι γονείς μου να είχαν κάνει διαθήκη;»
    « Πολύ πιθανό. Οι γονείς σου ήταν προαιρετικοί άνθρωποι και πάντα σκέπτονταν και το μετά.»
    « Ναι αλλά μου φαίνεται πολύ παράξενο.»
    « Δεν πειράζει. Δεν είναι και τίποτα σπουδαίο απλά ο δικηγόρος θα μας ενημερώσει για τα περιουσιακά σου στοιχεία.»
    « Μα δεν με νοιάζει έχω αποφασίσει τι θα κάνω από εδώ και πέρα.»
    « Λοιπόν θα μου πεις;»
    « Ναι αλλά μην φωνάξεις γιατί θα γίνουμε ρεζίλι. Υποσχέσου αλλιώς δεν σου λέω.»
    « Εντάξει σου υπόσχομαι να μην φωνάξω ότι και αν μου πεις.»
    « Λοιπόν να έχω αποφασίσει να πάω ένα ταξίδι στην Ευρώπη για λίγο έτσι για να ξεχαστώ, και θα ξαναγυρίσω όσο πιο γρήγορα μπορώ.»
    « Μα τί είναι αυτά που λες παιδάκι μου έχεις τρελαθεί τελείως εμένα δεν με σκέπτεσαι καθόλου που θα πεθάνω από την αγωνία μου για το πως θα είσαι ολομόναχος σε μια ξένη ήπειρο;» μιλούσε σιγά ώστε να μην μπορεί να μας ακούσει η γραμματέας αλλά αρκετά δυνατά ώστε να την ακούω ξεκάθαρα εγώ.
    « Συγνώμη είναι η σειρά σας. Μπορείτε να μπείτε. Περάστε» μας είπε πολύ ευγενικά η γραμματέας και εμείς διακόψαμε την διαφωνία μας!


    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Deppy
    Eclipse Bitten
    Eclipse Bitten
    Deppy


    Θηλυκό Ζυγός
    Ηλικία : 29
    Τόπος : Αθήνα
    Αριθμός μηνυμάτων : 433
    Registration date : 13/09/2009

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

    Αντίθετοι Ρόλοι Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Αντίθετοι Ρόλοι   Αντίθετοι Ρόλοι I_icon_minitimeΚυρ 25 Ιουλ 2010 - 18:37

    Κεφάλαιο 3ο: Η διαθήκη


    « Καλησπέρα σας κύριε Μέισεν, παρακαλώ περάστε μέσα.»

    « Καλησπέρα σας κύριε Έργουιν τι συμβαίνει. Για πια διαθήκη μιλήσατε στη θεία μου;»

    « Μα φυσικά για την διαθήκη που μου είχαν υπαγορεύσει οι γονείς σας πριν από λίγους μήνες. Δεν έχετε καμία γνώση επί του θέματος;»

    « Όχι, δυστυχώς δεν γνωρίζω τίποτα για αυτή τη διαθήκη και ούτε η θεία μου γνωρίζει κάτι πάνω σε αυτό το θέμα.»
    κοίταξα τη θεία μου και περίμενα να επιβεβαιώσει τα λόγια μου στον κύριο Έργουιν που ήταν ο οικογενειακός μας δικηγόρος, για αυτό νομίζω παραξενεύτηκε που δεν είχα ιδέα για τη διαθήκη, γιατί γνώριζε πολύ καλά τους γονείς μου.

    « Ναι όντως αυτό μπορώ να το επιβεβαιώσω κι εγώ κύριε Έργουιν. Τώρα μήπως μπορείτε να μας πείτε για αυτή τη ‘μυστική ΄ διαθήκη τέλος πάντων, ας μην το αναλύσουμε περισσότερο αυτή τη στιγμή.»

    « Ναι, ναι έχετε δίκιο. Ας αρχίσω. Λοιπόν όπως σας προείπα ο κύρος και η κυρία Μέισεν πριν από ακριβώς δύο μήνες και δεκαέξι ημέρες μου ανακοίνωσαν πως επιθυμούσαν να κάνουν τη διαθήκη τους για κάθε ενδεχόμενο. Έτσι λοιπόν ήλθαν στο γραφείο μου και ξεκινήσαμε τις διαδικασίες. Λοιπόν σε εσάς κύριε Έντουαρντ αφήνουν ένα σπίτι στο Φόρκς και το σπίτι σας εδώ στο Σικάγο και ένα χρηματικό ποσό που αγγίζει τα 100.000 δολάρια.»

    « Τί, πού βρήκαν οι γονείς μου τόσα λεφτά;»

    « Αυτό κύριε Έντουαρντ δεν μπορώ να σας το απαντήσω. Αυτό που μπορώ να σας πω είναι πως αυτά τα χρήματα δεν συμπεριλαμβάνονται στο οικονομικό ποσό των ακινήτων. Με πιο απλά λόγια τα λεφτά αυτά, τα 100.000 δολάρια βρίσκονται στην Εθνική τράπεζα και μπορείτε να τα διαχειριστείτε από την ηλικία των δεκαεφτά ετών! Και φυσικά δεν είναι μόνο αυτά αφήνουν και στη θεία σας 40.000 δολάρια. Σας αγαπούσε πολύ ο αδερφός σας ξέρετε κυρία μου.» είπε στη θεία μου και την είδα που βούρκωσε. Είχα μείνει άναυδος και δεν μπορούσα να καταλάβω πού είχαν βρει τόσα λεφτά οι γονείς μου και για εμένα αλλά και για τη θεία μου.
    « Και εγώ τον αγαπούσα πολύ τον αδερφό μου ξέρετε.»
    προσπάθησε να πει η θεία μου κλαίγοντας.

    « Έλα θεία σε παρακαλώ μην κλαίς.» προσπάθησα να την ηρεμήσω.

    « Θέλετε να σας φέρω ένα ποτήρι νερό; Είστε καλά»

    « Εντάξει, είμαι καλά.» είπε σκουπίζοντας τα δάκρυά της και μετά μας χαμογέλασε.

    « Να σας ρωτήσω κ. Έργουιν αυτό το σπίτι που είπατε πού βρίσκεται;» μόλις μου ήρθε μία ιδέα και δεν ήταν και καθόλου άσχημη! Έτσι θα ευχαριστούσα και τους γονείς μου για τη διαθήκη που μου άφησαν μιας και δεν θα έμενα στο πατρικό μας σπίτι. Θα πήγαινα εκεί αντί για να πάω στην Ευρώπη και θα συνέχιζα και το σχολείο. Έτσι θα ευχαριστούσα και τη θεία μου.

    « Στο Φόρκς, είναι μια μικρή πολιτεία της Ουάσιγκτον. Ο καιρός είναι βροχερός και ο ήλιος βγαίνει σπάνια εκεί.»

    « Μάλιστα. Ευχαριστώ πολύ για τις πληροφορίες.»

    « Δεν κάνει τίποτα αγόρι μου. Έχω περάσει εκεί τα Χριστούγεννα του 2006 και μπορώ να σου πω κάποια πράγματα. Δεν μου είναι κόπος. Α, Έντουαρντ, πριν φύγεις θέλω να σου πω την τελευταία επιθυμία των γονιών σου. Να είσαι πάντα ο εαυτός σου και να προσέχεις πάντα τον εαυτό σου αν εκείνοι δεν είναι εδώ για να το κάνουν αυτοί.»

    « Ευχαριστώ κύριε Έργουιν. Θα το θυμάμαι.»

    Είναι ότι πιο συγκινητικό που μου είχαν πει ποτέ οι γονείς μου, έ εντάξει δια μέσου διερμηνέα αλλά αυτό δεν ήταν πρόβλημα. Ο πατέρας μου ήταν πολύ κλειστός άνθρωπος δεν του άρεσε να μιλάει για τα συναισθήματά του και αν γινόταν ποτέ αυτό θα ήταν επειδή ήταν συναισθηματικά φορτισμένος. Αυτό μου είχε πει η μητέρα μου ότι της άρεσε πάνω του, το ότι ήταν αυθεντικός χωρίς πολλά λόγια απλά κρατούσε την ουσία των πραγμάτων!

    Φύγαμε από το δικηγορικό γραφείο του κ. Έργουιν και η ώρα ήταν 8:00 μμ. Πήγαμε μαζί με τη θεία μου στο σπίτι και καθίσαμε στην κουζίνα να φάμε. Η θεία ζέστανε στο φούρνο μικροκυμάτων το φαγητό από το μεσημέρι για να δειπνήσουμε μαζί.

    « Λοιπόν, γιατί έκανες τόσες πολλές ερωτήσεις στον δικηγόρο και τί στο καλό μου έλεγες πριν μας φωνάξει ο δικηγόρος;»

    « ‘Ε ένα , ένα. Πρώτον ότι είπα στο γραφείο πριν ξέχνα το...» με διέκοψε για να κάνει την ερώτησή της ανενόχλητη και φυσικά με μάλωσε και λίγο.

    « Τί πάει να πει να το ξεχάσω! Πες μου τι εννοούσες πριν και τι εννοείς τώρα.»

    « Λοιπόν άκου θεία, πριν εννοούσα ότι σκόπευα να πάω ένα ταξίδι για λίγο στην Ευρώπη αλλά μετά από την ανακοίνωση της διαθήκη αποφάσισα να πάω στο Φόρκς αντί για την Ευρώπη και έτσι όχι μόνο θα ευχαριστήσω τους γονείς μου για το δώρο που μου έκανα και θα συνεχίσω και το σχολείο μου. Εντάξει;» τη ρώτησα με ένα παιδικό ύφος όπως θα έκανε και ένα παιδάκι πέντε χρονών όταν ζητούσε από τη μαμά του να του κάνει μία χάρη!

    « Εντάξει και μπορείς να κάνεις ότι θες και με τη ζωή σου και με τα λεφτά σου.» είπε και κοίταξε με νόημα.

    «Το ξέρω δεν χρειάζεται να μου το πεις θεία και εκτός από την μετακόμιση δεν έχω σκεφτεί τι θα κάνω με τα λεφτά.» είπα και σηκώθηκα από το τραπέζι. Έβαλα το πιάτο μου μέσα στον νεροχύτη για να μην τα κάνει όλα η θεία μου και τη φίλησα στο μάγουλο.

    « Πάω επάνω να κάνω την αίτηση για το σχολείο του Φόρκς στον υπολογιστή. Μετά θα κάνω ένα μπάνιο και θα πέσω για ύπνο. Εσύ τί θα κάνεις θα μείνεις ή θα φύγεις;»

    « Λέω να πάω στο σπίτι. Τώρα τελευταία έχω παραμελήσει και τον άντρα μου και τα παιδιά μου. Όχι ότι δεν αξίζεις και εσύ λίγο προσοχή...» είπε και μου έπιασε το χέρι « αλλά πρέπει να φροντίσω και αυτούς λίγο!»

    « Όπως νομίζεις. Καληνύχτα.»

    Ήταν πολύ νωρίς για να κοιμηθώ οπότε έστειλα e-mail στο παλιό μου σχολείο ζητώντας να στείλουν τους βαθμούς μου και ότι άλλο χρειαζόταν στο σχολείο του Φόρκς. Ακόμη έστειλα ένα e-mail στο σχολείο του Φόρκς κάνοντας αίτηση για να πάω εκεί παρόλο που ήταν μέσα χειμώνα. Θα με δέχονταν λόγω των άριστων βαθμών μου. Τουλάχιστον έτσι ελπίζω. Αφού τελείωσα με τις αιτήσεις άφησα τον υπολογιστή ανοιχτό και αποφάσισα να κάνω ένα μπάνιο. Ένοιωθα τόσο κουρασμένος που ένα μπάνιο θα ήταν ότι πρέπει για να χαλαρώσω. Άρπαξα μία πετσέτα από τα φρεσκοπλυμένα ρούχα, αυτό το θέμα το είχε αναλάβει η θεία αποκλειστικά, και κατευθύνθηκα προς το μπάνιο. Άνοιξα την πόρτα και ένα άρωμα λεβάντας με πλημμύρισε. Ήταν το αγαπημένο άρωμα της μαμάς και η θεία είχε αποφασίσει προφανώς να αποκτήσει τις ίδιες συνήθειες.

    Δεν θα μου ήταν καθόλου δύσκολο να φύγω από εδώ αλλά έτσι έπρεπε αν ήθελα να συνεχίσω τη ζωή μου χωρίς να με κυριεύουν οι σκέψεις μου για τους γονείς μου. Άνοιξα τη βρύση του μπάνιου και ζεστό νερό έτρεξε. Ήταν πάρα πολύ ανακουφιστικό αυτό το μπάνιο τελικά. Είχα γεμίσει τη μπανιέρα, στο μεγάλο μπάνιο φυσικά, με αχνιστό νερό χωρίς σαπουνάδα και άλατα. Ήταν το καλύτερο μπάνιο που είχα αυτές τις μέρες.

    Έφυγα από το μπάνιο και έβαλα μία παλιά φόρμα από κάτω και άφησα το στήθος μου γυμνό. Ξάπλωσα ανάσκελα πάνω στο κρεβάτι μου και σκεπτόμουν διάφορα για το ταξίδι μου όπως πότε θα γινόταν και τι έπρεπε να πάρω μαζί μου, τι θα έκανα αυτό εδώ το σπίτι και τα σχετικά… εκεί που καθόμουν σκεπτόμενος το ταξίδι μου άκουσα έναν ήχο από τον υπολογιστή μου. Μόλις μου είχαν έρθει δύο e-mail. Το πρώτο ήταν από το Φόρκς και έλεγε ότι με δέχτηκαν στο σχολείο τους. Το δεύτερο ήταν από το παλιό μου σχολείο και έλεγε πως οι βαθμοί μου και όλα τα απαραίτητα είχαν ήδη σταλεί στο Φόρκς. Ωραία, τώρα ήταν όλα έτοιμα και μπορούσα και από αύριο κιόλας να ξεκινήσω το ταξίδι μου. Ήταν νωρίς και αποφάσισα να πάρω ένα τηλέφωνο στο Φόρκς και να ρωτήσω αν ήξεραν σε τι κατάσταση βρισκόταν το σπίτι μου.

    Έψαξα στον τηλεφωνικό κατάλογο και βρήκα το τηλέφωνο του αστυνομικού τμήματος στο Φόρκς.

    «Αστυνομικό τμήμα Φόρκς παρακαλώ;»

    «Ναι γεια σας λέγομαι Έντουαρντ Μέισεν και θα ήθελα να μάθω για ένα σπίτι στο Φόρκς κάπου μέσα στο δάσος μου είπαν πως βρίσκεται.»

    «Ξέρετε κύριε Μέισεν αυτό το σπίτι είναι αγορασμένο και δεν πωλείται.»

    « Ναι το ξέρω και παρακαλώ μιλάτε μου στον ενικό. Εγώ είμαι ο ιδιοκτήτης»

    « Α, εντάξει. Εγώ είμαι ο διοικητής Σουάν. Έντουαρντ είπαμε;»

    «Ναι. Ήθελα να ρωτήσω σε τι κατάσταση είναι και αν μπορεί να μείνει κανείς εκεί.»

    «Ξέρεις αγόρι μου το σπίτι θέλει πολύ δουλειά για να γίνει κατοικήσιμο και δεν υπάρχει κάποιο ξενοδοχείο εδώ κοντά για να μείνεις.»

    « Ξέρετε πρέπει να μετακομίσω εκεί το γρηγορότερο δυνατό. Μάλιστα έχω κάνει αίτηση για το λύκειο σας και με έχουν δεχθεί. Και εκτός από αυτό θα ήθελα και για άλλους προσωπικούς λόγους να μετακομίσω εκεί τόσο γρήγορα.»

    «Ξέρεις θα μπορούσες αν ήθελες να μείνεις μαζί μου όσο κατασκευάζεται το σπίτι σου. Το σπίτι μου είναι κοντά στο σχολείο. Αν θες φυσικά. Το λέω γιατί εδώ είμαστε μία μικρή κοινωνία και φιλοξενούμε τους φοιτητές και τους μαθητές στην περίπτωσή σου στα σπίτια μας. Εγώ είμαι ο διοικητής της αστυνομίας. Αν ήθελες θα μπορούσα να μιλήσω στον δήμαρχο για να μείνεις εκεί. »

    «Όχι όχι μην ξεσηκώσουμε όλη τη πολιτεία στο πόδι. Θα μπορούσα να μείνω σε εσάς αν δεν υπάρχει πρόβλημα.»

    «Όπως θες.»

    «Αύριο θα είμαι εκεί. Το απόγευμα θα έρθω.»

    «Θα σε περιμένω στο αεροδρόμιο.»

    «Ευχαριστώ πολύ.»

    «Δεν κάνει τίποτα. Καληνύχτα.»

    «Καληνύχτα.»

    Έκλεισα το τηλέφωνο ευχαριστημένος με την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα. Θα πήγαινα αύριο κιόλας στο Φόρκς και θα συνέχιζα τη ζωή μου σαν κανονικός άνθρωπος.

    Πήρα τη θεία μου να της ανακοινώσω την απόφασή μου για να μην με ψάξει αύριο και δεν με βρει.

    Την ενημέρωσα αμέσως και ξάπλωσα στο κρεβάτι να κοιμηθώ ευχαριστημένος και γαλήνιος. Κοιμήθηκα σαν πουλάκι μετά από πολύ καιρό.

    Το πρωί που ξύπνησα έφτιαξα τη βαλίτσα μου και φυσικά πήρα όλα τα ρούχα μου και όλα τα απαραίτητα πράγματα μιας και δεν θα ξαναρχόμουν σε αυτό το σπίτι.

    Μου ήταν τόσο δύσκολο να φύγω από αυτό το σπίτι. Εδώ είχα μεγαλώσει. Σε αυτό το σπίτι έκανα τα πρώτα μου βήματα, τα πάρτι μου όλες μου οι αναμνήσεις είτε ήταν καλές είτε ήταν κακές.

    Ήρθε και η θεία μου μετά από λίγο για να με συνοδεύσει στο αεροδρόμιο και να είχε την ευκαιρία να με αποχαιρετήσει. Έβγαλε εκείνη τα εισιτήρια για εμένα και για αρκετή ώρα με φιλούσε και έκλαιγε στην αγκαλιά μου.

    «Αχ θα μου λείψεις πάρα πολύ. Να με παίρνεις κάθε μέρα τηλέφωνο και να προσέχεις. Από τη μία χαίρομαι που θα μείνεις στο σπίτι του διοικητή της αστυνομίας γιατί σίγουρα θα έχει όπλο και θα μπορεί να σε προστατεύσει αλλά από την άλλη θα μένεις με έναν ξένο άνθρωπο. Δεν ξέρω.»

    «Ω θεία μην αρχίζεις σε παρακαλώ. Ο διοικητής Σουάν είναι πολύ καλός άνθρωπος. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας.»

    «Εντάξει, εντάξει. Καλά να περάσεις και να διαβάζεις, ε!»

    «Μην στενοχωριέσαι. Άντε, γεια πρέπει να φύγω θα χάσω το αεροπλάνο.»

    Είπα και τη φίλησα στο μάγουλο το ίδιο έκανε και εκείνη και άρχισε να κλαίει πάλι. Τη χαιρέτησα και έφυγα βιαστικά. Ας μην ξεχνάμε ότι κάτι καινούριο με περίμενε στο Φόρκς για να το ανακαλύψω!
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Deppy
    Eclipse Bitten
    Eclipse Bitten
    Deppy


    Θηλυκό Ζυγός
    Ηλικία : 29
    Τόπος : Αθήνα
    Αριθμός μηνυμάτων : 433
    Registration date : 13/09/2009

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

    Αντίθετοι Ρόλοι Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Αντίθετοι Ρόλοι   Αντίθετοι Ρόλοι I_icon_minitimeΚυρ 25 Ιουλ 2010 - 18:45

    Κεφάλαιο 4ο: Μετακόμιση στο Φόρκς

    Το αεροπλάνο μου μόλις απογειώθηκε και η θέα ήταν μαγευτική. Ήθελα να το τραβήξω φωτογραφία για να το έχω ενθύμιο από τον παλιό μου τόπο και να μην ξεχάσω ποτέ την καταγωγή μου.

    Το ταξίδι μου ήταν ευχάριστο και μου φάνηκε ότι η ώρα πέρασε πολύ γρήγορα μέσα στο αεροπλάνο. Άκουγα μουσική και διάβαζα ένα βιβλίο που ήταν πολύ ανάλαφρο.
    Είχαμε μία πολύ ομαλή προσγείωση. Πήρα τις βαλίτσες μου και βγήκα έξω για να βρω τον διοικητή. Λογικά ήταν αυτός που περίμενε έξω από ένα περιπολικό.

    «Καλησπέρα, είστε ο διοικητής Σουάν;»

    «Ναι. Εσύ είσαι ο Έντουαρντ να υποθέσω!»

    «Ναι χαίρομαι που σας γνωρίζω από κοντά.»

    «Και εγώ Έντουαρντ. Πάμε;»

    «Ναι, πάμε.»

    Στο δρόμο δεν είπαμε και πολλά. Μιλήσαμε λίγο όταν φτάναμε στο Φόρκς.

    «Λοιπόν Έντουαρντ θα μείνεις στο δωμάτιο της κόρης μου. Σπουδάζει στην Ευρώπη τώρα οπότε έχω ένα δωμάτιο κενό.»

    «Να ρωτήσω κάτι χωρίς παρεξήγηση. Δεν νομίζω να είναι κοριτσίστικο το δωμάτιο έτσι;»

    «Όχι. Το έχω διαμορφώσει καταλλήλως από τη στιγμή που συμφωνήσαμε πως θα έρθεις. Μην ανησυχείς.»

    «Μα πώς πρόλαβες μέσα σε μία μέρα;»

    «Ε είχα και βοήθεια από έναν φίλο. Τον Μπίλι Μπλάκ. Θα τον γνωρίσεις. Έχει και έναν γιο. Τον Τζέικομπ. Είναι 16 χρονών αλλά δεν του φαίνεται πίστεψέ με!»

    Είπε και του ξέφυγε ένα γελάκι. Μάλλον θα σκέφτηκε κάτι σχετικό με αυτό το παιδί.
    Αμέσως μετά φτάσαμε στο σπίτι. Δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο αλλά ήταν αρκετά ικανοποιητικό. Μου έδειξε το δωμάτιο και μπορώ να πω πως δεν ήταν κοριτσίστικο τελικά. Όταν τακτοποιήθηκα ο Τσάρλι με φώναξε για να γνωρίσω τον καλύτερό του φίλο τον Μπίλι και τον γιο του τον Τζέικομπ.
    Πωπω αυτό το παιδί όντως ήταν θεόρατο. Σιγά μην ήταν 16 χρονών. Αυτός 25 έδειχνε τόσο φουσκωμένος και ψηλός που ήταν.

    «Μπίλι, Τζέικ από εδώ ο Έντουαρντ, ο φιλοξενούμενός μου. Έντουαρντ από εδώ ο φίλος μου Μπίλι και ο γιος του Τζέικ.»

    « Γειά σου φίλε.» μου είπε ο Τζέικ και μου έδωσε το χέρι του. Αυτός έκαιγε.

    « Τζέικ μήπως έχεις πυρετό; Εσύ καις.»

    « Όχι μην αγχώνεσαι.» είπε και γέλασε δυνατά. «Απλά είμαι λίγο πιο ζεστός από το φυσιολογικό. Έτσι είμαστε τα παιδιά στον καταυλισμό.»

    «Εντάξει θα το θυμάμαι. Μήπως θα ήθελες να έρθεις μαζί μου σε λιγάκι να πάμε να δούμε για αμάξια; Θέλω να αγοράσω ένα ξέρεις!»

    « Φυσικά και θα έρθω. Θα πάμε με τη μηχανή μου. Δεν νομίζω να σε πειράζει;»

    «Όχι κανένα πρόβλημα.»

    Είπαμε και μπήκαμε όλοι μέσα στο σπίτι. Εκεί ο Τσάρλι μας διηγήθηκε τη σημερινή του μέρα. Είχα εμφανιστεί κάτι αρκούδες στο δάσος με αποτέλεσμα να βρεθούν νεκροί κάποιοι πεζοπόροι. Μόλις το είπε αυτό είδα τον Τζέικ που έσφιξε τα χέρια του. Μπορεί να είχε πεθάνει κάποιος δικός του. Και τότε θυμήθηκα τους γονείς μου αλλά αμέσως σκέφτηκα πως θα ήταν περήφανοι για εμένα και αμέσως έφυγαν όλες οι αρνητικές σκέψεις μου. Μετά από μισή ώρα φύγαμε με τον Τζέικ και πήγαμε με τη μηχανή του στο Πόρτ Άντζελες για να δούμε για αμάξια. Ο Τζέικ με πήγε σε έναν γνωστό του και θα μου έκανε καλύτερη τιμή. Όχι ότι με ένοιαζε το χρηματικό ποσό, αλλά έτσι θα γνώριζα περισσότερο κόσμο και θα προσαρμοζόμουν πιο γρήγορα.

    «Λοιπόν φίλε για τι αμάξι ενδιαφέρεσαι;»

    « Έλεγα για ένα Βόλβο.»

    «Μάλιστα. Και τι μοντέλο συγκεκριμένα.»

    «Δεν έχω κάτι στο μυαλό μου συγκεκριμένα, να ίσως αυτό εκεί στην άκρη να είναι ότι πρέπει για εμένα.»

    «Καλή επιλογή. Αυτό το συγκεκριμένο κάνει 10.000 δολάρια αλλά για χάρη του φίλου μου στο αφήνω 7.000 δολάρια.»

    «Νομίζω κλείσαμε.»

    «Πολύ καλά, πότε θα μπορώ να τον πάρω;»

    «Από αύριο θα μπορείς να το έχεις!»

    «Τέλεια. Ευχαριστώ. Τα χρήματα θα στα δώσω από τώρα.»

    «Όπως θες.»

    Σε λίγη ώρα είχαμε τελειώσει με τα διαδικαστικά και φύγαμε με τον Τζέικ και επιστρέψαμε στο Φόρκς. Πήγαμε μία βόλτα εκεί στον καταυλισμό και ο Τζέικ μου γνώρισε του φίλους του. Πραγματικά όλα τα παιδιά των Κουιλαγιούτ ήταν πανύψηλα και πολύ γυμνασμένα. Εκεί γνώρισα τον Σαμ που ήταν κάτι σαν ο μεγαλύτερος και σοφότερος της παρέας, κάτι σαν ο αρχηγός. Ακόμη γνώρισα τον Πολ, τον Έμπρι, τον Κουίλ, τον Σεθ, την Λία, την Έμιλι και πολλά άλλα παιδιά. Ήταν όλοι τόσο δεμένοι μεταξύ τους σαν μία οικογένεια. Σπάνια έβλεπες κάτι τέτοιο.

    «Λοιπόν τι σε έκανε να έρθεις στο Φόρκς;»

    «Απλά, να μετά τον θάνατο των γονιών μου κληρονόμησα ένα σπίτι εδώ και αποφάσισα να μετακομίσω.»

    «Ω, λυπάμαι. Και πού είναι το σπίτι που θα μείνεις στο μέλλον;»

    «Κάπου μέσα στο δάσος μου είπε ο Τσάρλι. Θες να έρθεις μαζί μου μετά, έτσι για παρέα;»

    «Μπα έχω κάτι δουλίτσες να κάνω!»

    «Μήπως ξέρεις πώς θα πάω εκεί;»

    «Είναι λίγο μακριά. Ακριβώς στο τέλος της Λεωφόρου θα πάρεις το δρομάκι στα αριστερά σου και αυτό θα σε βγάλει ακριβώς στο σπίτι σου. Αν θες μπορείς να πάρεις το αμάξι μου και μου το φέρνεις αργότερα. Και όταν το φέρεις θα σε γυρίσω εγώ στο σπίτι του Τσάρλι.»

    «Εντάξει. Λοιπόν τα λέμε σε λίγο.»

    «Τα κλειδιά είναι πάνω στο τραπεζάκι.»

    «Ευχαριστώ. Γεια»

    «Γεια»

    Χαιρέτησα τον Τζέικ και έφυγα λίγο βιαστικά γιατί φοβόμουν πως θα νύχτωνε και δεν θα προλάβαινα να δω το σπίτι.

    Ευτυχώς έφτασα έγκαιρα στο σπίτι όμως καθώς έμπαινα στο εσωτερικό είχα την αίσθηση ότι κάποιος με παρακολουθούσε αλλά δεν έδωσα σημασία. Σίγουρα ήταν της φαντασίας μου.
    Το σπίτι τελικά όντως δεν ήταν και τόσο καλό ακόμα για να κατοικηθεί. Ήταν ένα ξύλινο σπίτι. Του έλειπαν βέβαια κάποια ξύλα και έτσι θα έπρεπε σίγουρα να προστεθούν μερικά και να μπει επένδυση γύρω γύρω για να μην περνάει ο αέρας και για να μην χαλάει το ξύλο φυσικά. Ο χώρος που μου ανήκε ήταν περιφραγμένος με ένα συρματόπλεγμα το οποίο θα αντικαθιστούσα με έναν περίτεχνο κλασικό ξύλινο φράχτη.

    Στο εσωτερικό τώρα του σπιτιού αυτού υπήρχαν δύο πατώματα. Στον κάτω όροφο βρισκόταν ένας ξεχαρβαλωμένος καναπές και ένα σπασμένο τραπεζάκι. Το δωμάτιο ήταν πολύ μεγάλο και μόνο αυτά τα δύο έπιπλα ήταν πολύ λίγα για να το γεμίσουν. Ενωμένη με το σαλόνι ήταν μία απλή κουζινούλα με ένα παλιό τραπέζι και δύο καρέκλες. Σίγουρα ήθελε πιο πολλά πράγματα για να θεωρηθεί ικανοποιητική. Ακόμη στον κάτω όροφο βρισκόταν και ένα μπάνιο. Το συγκεκριμένο θέλει πολλές αλλαγές. Αφού αξιολόγησα τον κάτω όροφο ανέβηκα τις σκάλες, οι οποίες δεν ήταν και πολύ γερές μιας και έτριζαν, αλλά αυτό δεν αποτελούσε πολύ μεγάλο πρόβλημα.
    Στο πάνω όροφο τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα. Υπήρχαν δύο κρεβατοκάμαρες, ένα άδειο δωμάτιο και ένα μικρό μπάνιο. Τα δύο υπνοδωμάτια είχαν από ένα διπλό κρεβάτι το καθένα και από μία μικρή ντουλάπα. Το μπάνιο που ήταν σαφώς μικρότερο από αυτό του κάτω ορόφου αλλά σε καλύτερη κατάσταση. Είχε έναν νιπτήρα και μία τουαλέτα.

    Το σπίτι με λίγη δουλειά θα μπορούσε να γίνει πολύ πολύ ωραίο. Απλό και διαχρονικό.
    Κατέβηκα πάλι στον κάτω όροφο και πρόσεξα πως υπήρχε και μία πίσω πόρτα. Την άνοιξα και βγήκα στην βεράντα. Από εκεί μπορούσες να δεις μία τεράστια αυλή. Προχώρησα και είδα ότι πάνω στο τραπεζάκι της βεράντας υπήρχε ένα γράμμα. Ο φάκελος έλεγε το όνομά μου από έξω. Τον άνοιξα γρήγορα και διάβασα τι έλεγε.

    «Αγαπητέ μας γιέ, αν διαβάζεις αυτό το γράμμα πάει να

    πει ότι έχεις μάθει για τη διαθήκη, πράγμα που

    σημαίνει πως εμείς δεν είμαστε πια κοντά σου. Ξέρουμε

    ότι το σπίτι θέλει πολύ δουλειά και ελπίζουμε να μην

    χρειαστεί να την κάνεις εσύ, αλλά εμείς για εσένα.

    Ελπίζουμε να σου αρέσει και να το ευχαριστηθείς είτε

    είναι η μόνιμη κατοικία σου είτε χρησιμοποιείς το σπίτι

    σαν εξοχικό. Σε αγαπάμε πολύ

    Οι γονείς σου.»

    Αυτά μου έγραφαν οι γονείς μου στο γράμμα και καθώς το διάβαζα ευχόμουν και εγώ όσα εύχονταν και εκείνοι. Στενοχωρήθηκα πολύ όταν διάβασα αυτό το γράμμα. Όσα ήθελα να ξεχάσω ξαναήρθαν στη μνήμη μου. Φυσικά σε αυτά δεν συμπεριλαμβάνονταν και οι γονείς μου απλά όλα τα άσχημα. Αυτοί δεν θα μπορούσαν να ήταν ποτέ κάτι άσχημο στη ζωή μου. Πόσο πολύ τους αγαπούσα και φυσικά κα εκείνοι το ίδιο.

    Μετά από όλα αυτά γύρισα στο σπίτι του Τσάρλι. Ήταν πολύ κεφάτος σήμερα και πιάσαμε την κουβέντα.

    «Πώς πήγε με το αμάξι σήμερα;»

    «Μία χαρά. Βρήκα και αμάξι και πήγα και από το σπίτι μου μετά να του ρίξω μια ματιά. Ε, θέλει λίγη δουλίτσα ακόμα αλλά πιστεύω να το τελειώσω σύντομα.»

    «Αν χρειαστείς βοήθεια αρκεί να μου τη ζητήσεις. Για ό, τι χρειαστείς.»

    «Ευχαριστώ για όλα Τσάρλι.»

    «Τίποτα μικρέ.» είπε και αφοσιώθηκε στο παιχνίδι στην τηλεόραση.

    Ο Τσάρλι ήταν φανατικός με το ποδόσφαιρο και δε έχανε κανένα παιχνίδι και για κανέναν λόγο.
    Ανέβηκα στο δωμάτιό μου και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Πόσο γρήγορα είχε περάσει η μέρα, ούτε που το κατάλαβα. Κοίταξα έξω από το παράθυρο και χάζεψα στη θέα μπροστά μου. Αυτό το δωμάτιο είχε τέλεια θέα και μπορούσες να ξεχαστείς και να χαλαρώσεις. Κάτι που δεν μπορούσε να γίνει στις μεγάλες πόλεις φυσικά.

    Αύριο θα πήγαινα σχολείο στο Φορκς. Δεν ήξερα κανέναν εκεί και αυτό ήταν ένα μικρό προβληματάκι. Αλλά δεν θα είχα πρόβλημα να γνωρίσω καινούρια πρόσωπα και να κάνω ακόμα περισσότερους φίλους. Ήμουν κοινωνικό άτομο ούτως ή άλλως.

    Καθώς σκεφτόμουν την αυριανή μου μέρα με πήρε ο ύπνος. Ήμουν πολύ κουρασμένος και δεν είχα κάτσει ούτε για ένα λεπτό σήμερα.

    Αύριο άρχιζε η καθημερινή μου ζωή στο Φόρκς.
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Deppy
    Eclipse Bitten
    Eclipse Bitten
    Deppy


    Θηλυκό Ζυγός
    Ηλικία : 29
    Τόπος : Αθήνα
    Αριθμός μηνυμάτων : 433
    Registration date : 13/09/2009

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

    Αντίθετοι Ρόλοι Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Αντίθετοι Ρόλοι   Αντίθετοι Ρόλοι I_icon_minitimeΠεμ 12 Αυγ 2010 - 15:11

    Κεφάλαιο 5ο: Η συνάντηση


    Σήμερα θα πήγαινα σχολείο και πιστεύω πως δεν θα ήταν δύσκολο να παρακολουθήσω τα μαθήματα. Στο παλιό μου σχολείο ήμασταν αρκετά μπροστά στην ύλη. Οπότε θα ήταν αρκετά εύκολο να συμβαδίσω με τα υπόλοιπα παιδιά της τάξης.

    Ξύπνησα αρκετά νωρίς για να πλυθώ, να φάω πρωινό και να μην αργήσω και στο σχολείο. Σήμερα προσφέρθηκε να με πάει ο Τζέικ μέχρι εκεί και μετά να φύγει για το δικό του σχολείο. Θα περνούσε να με πάρει και να πάμε στο φίλο του να μου δώσει το αμάξι.

    Ήμουν έτοιμος και κατέβηκα στην κουζίνα να φάω πρωινό.

    «Για δες το παλικάρι!» μου είπε ο Τσάρλι. «Έτοιμος για το καινούριο σου σχολείο βλέπω!»

    «Πανέτοιμος. Ελπίζω να τα πάω καλά γιατί είμαι καινούριος εδώ.»

    «Μην ανησυχείς μικρέ. Θα κάψεις καρδιές. Σίγουρα.»

    «Καλά καλά!» είπα και γέλασα λιγάκι.

    Τότε ακούστηκε η κόρνα από το αυτοκίνητο του Τζέικ που με περίμενε από έξω.

    «Γεια σου Τσάρλι. Τα λέμε μετά!»

    Του είπα και έφυγα από το σπίτι βιαστικά για να μην περιμένει ο Τζέικ πολύ ώρα. Με περίμενε ακριβώς μπροστά από την είσοδο του σπιτιού. Μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε.

    Σε λίγα λεπτά βρισκόμασταν ήδη στις εγκαταστάσεις του σχολείου του Φόρκς. Ήταν πολύ πιο μεγάλο από όσο το περίμενα. Χαιρέτησα τον φίλο μου και προχώρησα μέσα στο προαύλιο. Καθώς προχωρούσα με πλησίασε μία παρέα παιδιών και μου συστήθηκαν.

    «Καλημέρα. Εσύ πρέπει να είσαι ο Έντουαρντ Μέισεν;»

    «Εμμμ… ναι εγώ είμαι.»

    «Χάρηκα πολύ. Με λένε Τζέσικα. Από εδώ η φίλη μου Λόρεν, η Άντζελα, ο Έρικ, ο Μάικ και ο Μπέν. Αυτή είναι η παρέα μας. Είσαι ευπρόσδεκτος!»

    Είπε και μου χάρισε ένα τεράστιο χαμόγελο. Μόλις τελείωσε την πρότασή της χτύπησε το κουδούνι και απομακρύνθηκε μαζί με τον Μάικ για να πάνε στην τάξη τους. Εγώ μαζί με την Άντζελα και τον Μπεν είχαμε Αγγλικά και η Λόρεν με τον Έρικ είχαν Μαθηματικά.

    «Μην την παρεξηγείς απλά η Τζέσικα ενθουσιάζεται πολύ εύκολα.» μου είπε η Άντζελα χαμογελώντας φιλικά καθώς πηγέναμε στην τάξη μας.

    «Κατάλαβα! Λοιπόν Άντζελα είπαμε, ε; Χάρηκα.»

    «Και εγώ. Πάντως το ότι είσαι ευπρόσδεκτος υσχεί. Εξάλου όλα τα παιδιά της παρέας συμφωνούμε σε αυτό.»

    «Βλέπω είχατε συζητήσει από καιρό τον ερχομό μου. Πόσο καιρό το ξέρετε; Μόλις χθες συνεννοήθηκα με τον Τσάρλι!»

    «Και εμείς χθες το μάθαμε. Βλέπεις τα νέα μαθαίνονται γρήγορα εδώ. Η Τζέσικα που έτυχε να βρήσκεται στο τμήμα όταν μιλούσες με τον διοικητή φυσικά αμέσος μετά φρόντισε να ενημερώσει όλα τα παιδιά του σχολείου για τον ‘καινούριο’. Ξέρεις»

    «Υπέροχα και εγώ που ήθελα να περάσω απαρατήρητος. Δεν πειράζει όμως υποθέτω!»

    «Κοίτα η Τζέσικα και η Λόρεν μπορεί να σου κάνουν τη ζωή λίγο δύσκολη αλλά κατά τα άλλα θα ζήσεις.» μου είπε και ακριβώς εκείνη τη στιγμή φτάσαμε στο μάθημά μας.

    Μπήκαμε μαζί στην τάξη χασκογελώντας και από πίσω μας ο Μπέν. Οι καινούριοι φίλοι μου με σύστησαν στον κύριο Μέισον και εκείνος με τη σειρά του στην υπόλοιπη τάξη.

    Η ώρα πέρασε πολύ αργά στα Αγλικά. Τα μερισσότερα βιβλία εγώ τα είχα ήδη διαβάσει αλλά δεν με πείραζε μια επανάληψη. Θα ζητούσα από τη θεία μου να μου στείλει τις σημειώσεις μου από τα προηγούμενα μου μαθήματα. Μια κλεφτή ματία δεν έβλαψε ποτέ κανέναν.

    Θυμήθηκα την θεία μου και την παλία μου ζωή. Εκτός από τους συγγενείς μου δεν αισθάνθηκα να μου λείπει τίποτα άλλο.

    Ξαφνικά πετάγεται μπροστά μου η Τζέσικα και τρόμαξα.

    «Πώς σου φάνηκε η τάξη των Αγγλικών;» ειπε και κόλλησε το ώμο της πάνω στον δικό μου με αποτέλεσμα να περπατάμε ο ένας δίπλα στον άλλο. Προσπάθησα όσο πιο διακριτικά μπορούσα να απομακρηνθώ και νομίζω πως δεν το πρόσεξε.

    «Μια χαρά, αν εξερέσεις ότι όλοι εκεί με ήξεραν ενώ εγώ όχι!» της είπα κοιτάζωντάς την με νόημα.

    «Η Άντζελα στο είπε; Να δεν μπορούσα να μην το πω. Είναι το γεγονός της χρονιάς.» μου είπε και χαμογέλασε αθώα.

    «Λοιπόν το επόμενο μάθημα σου πιό είναι; Μπορεί και να είμαστε μαζί!» είπε και είδα τον ενθουσιασμό της.

    «Εμμ, Ισπανικά.»

    «Τέλεια» τσίριξε. «Είμαστε μαζί. Ακολούθησέ με»

    «Ό,τι πεις»

    Σε λίγα λεπτάκια είχαμε φτάσει στα Ισπανικά. Η Τζέσικα κάθησε δίπλα μου και μου μιλούσε ασταμάτητα. Τουλάχιστων όταν δεν πρόσεχε η καθηγήτρια. Αυτό το κορίτσι μιλούσε υπερβολικά πολύ. Και από ότι ειχα καταλάβει δεν θα με άφηνε ήσυχο ούτε ένα λεπτό.

    Μετά από μια ατελείωτη ώρα στα Ισπανικά θα πηγέναμε στην τρραπεζαρία για μεσημεριανό. Επιτέλους θα μιλούσα και με μερικά αγόρια της ηλικίας μου εκτός από τη Τέσικα.

    Ο Μάικ με προσκάλεσε στο ίδιο τραπέζι με εκείνον και την παρέα του από αγόρια. Πρόθημα κατευθύθηκα προς το τραπέζι των νέων μου φίλων και πριν καλά καλά το καταλάβω η Τζέσικα τραβώντας το χέρι της Άντζελας κάθησε στο ίδιο τραπέζι πολύ πιο πριν από εμένα.

    «Υπάρχει μια θεσούλα και για εμάς Μάικ;» τον ρώτησε με ένα αρκετά παιχνιδιάρικο ύφος.

    Το στόμα του Μάικ άνοιξε μάταια όμως. Δεν μπόρεσε να μιλήσει απλά έκλεισε το στόμα του μετά από λίγο και κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.

    Από αυτά τα λίγα κατάλαβα πως ο Μάικ ήταν πολύ τσιμπημένος με την Τζέσικα η οποία το ήξερε και το εκμεταλλευόταν.

    «Ευχαριστούμε!» του είπε και του έκλεισε το μάτι. Τον έπαιζε τον καημένο τον Μάικ στα δάχτυλα του ενός χεριού της. Γυναίκες!

    Με αυτή τη σκέψη κοίταξα κατευθείαν την Άντζελα η οποία κοιτούσε εμένα με ένα απολογητικό βλέμμα και νομίζω ψιθύρισε τη λέξη ‘συγγνώμη’. Τόσο διαφορετική από τη φίλη της. Η Άντζελα καταλάβαινε που είναι επιθυμητή και που ανεπιθύμητη.

    Αρχίσαμε να τρώμε και να γελάμε με τα αστεία των παιδιών. Περνούσα πολύ καλά μέχρι που κάτι κέντρισε την προσοχή μου. Μία παρέα παιδιών μπήκε ακριβώς εκείνη τη στιγμή στην τραπεζαρία.

    Ήταν όλοι τους πολύ όμορφοι. Και τα αγόρια αλλά και τα κορίτσια. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στο τελευταίο άτομο που μπήκε μέσα. Ήταν ότι πιο όμορφο είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Ένα κορίτσι αλλά όχι σαν τα συνηθισμένα. Ήταν... απερίγραπτη.

    Τα μαλλιά της καστανά με άψογες σπαστές μπούκλες έλαμπαν καθώς εκείνη προχορούσε. Εκτός από τα τέλεια μαλλιά της που ανέμιζαν σε κάθε της κίνηση το δέρμα της κάπως χλομό αλλά κατά τα άλλα εξίσου υπέροχο και αυτό όπως και κάθε τι πάνω της. Τα μάτια της ένα χρυσό ανοιχτό χρώμα. Τα χείλη της σε τέλειες αναλογίες το άνω χείλος με το κάτω χείλος της στο χρώμα του σάπιου μήλου.

    Το σώμα της αδύνατο αλλά και γραμμωμένο χωρίς να φαίνεται πάρα πολύ γυμνασμένη. Ότι χρειάζεται για να είναι υπέροχη και να μαγνητίζει τα βλέμματα όλων.

    Φορούσε ένα μακρύ λινό παντελόνι στο χρώμα της άμμου και από επάνω ένα μελί μπλουζάκι με διάφορα παράξενα σχέδια. Δεν ήξερα από μόδα αλλά επάνω της όλα έδειχνα υπέροχα.

    Παρατήρησα και τους υπόλοιπους και κατά κάποιον τρόπο έμοιαζαν μεταξύ τους. Το δέρμα όλων τους ήταν χλωμό, τα μάτια τους είχαν το ίδιο χρώμα και όλοι τους ήταν πολύ όμορφοι όχι βέβαια σε σίγκριση με την κοπέλα που μου έιχε κάνει εντύπωση. Πρέπει να ήταν η μικρότερη από όλους.

    Αφθόρμητα ρώτησα τα παιδιά για αυτούς.

    «Ποιοί είναι αυτοί;»

    «Αυτοί είναι οι Κάλεν. Τα θετά παιδιά του δόκτορα Κάλεν και της γυναίκας του.»

    «Ααα, μάλιστα»

    «Έχεις χαζέψει ε; Λογικό και τι δεν έχουμε κάνει για να τους προσελκίσουμε και να κάνουμε παρέα. Αλλά βλέπεις οι Κάλεν πάνε μαζί μόνο.» μου είπε ο Έρικ.

    «Μόνο μαζί όμως στην κυριολεξία. Βλέπεις την ξανθιά και τον σωματαρά δίπλα της;» με ρώτησε η Τσέσικα που πήρε και εκείνη μέρος στη συζήτηση.

    «Αυτοί είναι η Ρόζαλι και ο Έμετ και είναι αρραβωνισμένοι. Η κοπέλα από πίσω με τα μαύρα μαλλιά και ο τύπος που μοιάζει να μην κουνιέται καθόλου είναι η Άλις και ο Τζάσπερ. Ο Τζάσπερ μοιάζει να πονάει συνέχια δεν ξέρω γιατί...»

    Η Τζέσικα φλιαρούσε και δεν μου έλεγε αυτά που ήθελα να μάθω, για τη κοπέλα πιο πίσω. Σκέφτηκα να την ρωτλησω εγώ αλλά τη άκουσα να λέει για αυτή και περίμενα να συνεχίσει.

    «...και η κοπέλα στο τέλος είναι η Μπέλλα Κάλεν, η μικρότερη και η μόνη χωρίς ταίρι σε αυτή την οικογένεια. Μάλλον δεν της αρέσει κανείς από τα μέρη μας.» είπε και έκανε μια γκριμάτσα απαξίωσης. Τι ζηλιάρα που ήταν.

    Σηκωθήκαμε όλοι για να πάμε στα μαθήματά μας και εγώ το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πότε θα μιλούσα στην Μπέλλα Κάλεν.
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Deppy
    Eclipse Bitten
    Eclipse Bitten
    Deppy


    Θηλυκό Ζυγός
    Ηλικία : 29
    Τόπος : Αθήνα
    Αριθμός μηνυμάτων : 433
    Registration date : 13/09/2009

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

    Αντίθετοι Ρόλοι Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Αντίθετοι Ρόλοι   Αντίθετοι Ρόλοι I_icon_minitimeΠεμ 26 Αυγ 2010 - 15:28

    Κεφάλαιο 6ο: Παλιές Ιστορίες


    Δεν σταμάτησα ούτε λεπτό να σκέπτομαι το κορίτσι που είχα δει στην τραπεζαρία. Την Μπέλλα Κάλεν. Από τη στιγμή που την είδα δεν μπόρεσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της. Καθόταν με την οικογένεια της στο πιο απόμερο τραπέζι. Δεν κοίταζε προς το μέρος μου και έτσι είχα την ευκαιρία να χαζεύω το πρόσωπό της, τα υπέροχα μάτια της, τα χείλη της...

    Ξαφνικά γύρισε το κεφάλι της απότομα προς το μέρος μου και με κοίταξε με ένα ύφος που ποτέ δεν θα μπορούσα να φανταστώ σε ένα τέτοιο πρόσωπο. Με κοίταξε άγρια και επιθετικά. Σαν μια άγρια τίγρης έτοιμη να επιτεθεί στο θήραμα της.

    Είχα ακινητοποιηθεί στη θέση μου. Τα χέρια μου είχαν γίνει δύο σφιχτές γροθιές και δεν καταλάβαινα γιατί το έκανε αυτό. Το στόμα μου είχε ανοίξει και δεν μπορούσα να σταματήσω να την κοιτάζω.

    Πετάχτηκε από την καρέκλα της και βγήκε με απότομες και νευρικές κινήσεις από την τραπεζαρία. Σιγά σιγά τη ακολούθησε και η υπόλοιπη οικογένειά της.

    Προφανώς με είχαν καταλάβει όλοι πως ενδιαφερόμουν για αυτό το κορίτσι και δεν με ένοιαζε για να πω την αλήθεια. Μπορεί να μην ενδιαφερόταν για κανένα αγόρι αλλά αυτό δεν μου απαγόρευε να κάνω και εγώ την προσπάθειά μου. Δεν θα έχανα τίποτα αντιθέτως ίσως και να κέρδιζα κάτι πολύ σημαντικό.

    Παρατήρησα πως η τραπεζαρία άδειαζε και οι φίλοι μου ήταν ήδη όρθιοι.

    «Λοιπόν θα έρθεις Έντουαρντ ή θα κάτσεις εδώ να παρακολουθείς τα άδεια τραπέζια;» με ρώτησε η Τζέσικα με ένα πολύ ειρωνικό τόνο στη φωνή της. Το είχε παρακάνει αυτή η κοπέλα. Δεν της είχα δώσει κανένα δικαίωμα να μου μιλάει με αυτό το ύφος. Δεν την γνώριζα και πολύ καιρό άλλωστε.

    «Μην τον σκοτώσεις κιόλας Τζες.» είπε η Λόρεν και ήρθε στο πλάι μου.

    «Έχουμε μαζί βιολογία τώρα.» είπε και ένα τεράστιο χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη της.
    «Τέλεια» είπε η Τζες και κατσούφιασε. «Εγώ έχω γυμναστική. Θα τα πούμε μετά Έντουαρντ. Γεια σας παιδιά» μας χαιρέτησε όλους και έφυγε. Εμένα με χαιρέτησε ξεχωριστά φυσικά.

    Πάντα μπορούσα να καταλαβαίνω τους ανθρώπους πολύ εύκολα σαν να διάβαζα το μυαλό τους. Τόσο απλά. Και αυτό που έβλεπα εδώ ήταν πως η Τζέσικα θα σκοτωνόταν με την Λόρεν για το πια θα με πρωτοπάρει.

    Η Λόρεν με καθοδήγησε στην επόμενη αίθουσα ξεναγώντας με και συστήνοντας μου όσους βλέπαμε μπροστά μας.

    Μπορώ να πω πως η Λόρεν ήταν πολύ κοινωνική και είχε πολλούς γνωστούς και από μικρότερες τάξεις. Αυτό ήταν καλό για εκείνη φυσικά.

    Μετά από έναν μακρύ διάδρομο φτάσαμε στην τάξη μας.

    Μόλις μπήκα μέσα ένοιωσα τη δροσιά στην ατμόσφαιρα. Το κλίμα εδώ στο Φόρκς είναι βροχερό αλλά προσωπικά δεν πειράζει καθόλου η βροχή. Με ηρεμεί και με γαληνεύει. Συγκεντρώνομαι στο ρυθμό της και ξεχνιέμαι.

    Και τότε την αντίκρισα για δεύτερη φορά καθόταν στο τρίτο θρανίο στον τρίτο διάδρομο δίπλα στο παράθυρο. Κοιτούσε έξω χαμογελώντας. Την παρακολουθούσα καθώς προχωρούσα στην τάξη και νομίζω πως κατάλαβε πως το έκανε γιατί σταμάτησε να χαμογελάει και κοίταξε κάτω στα βιβλία της. Έσφιξε τα χέρια της σε γροθιές όπως είχε κάνει και την προηγούμενη φορά. Αυτή η κοπέλα αντιδρούσε με τον ίδιο τρόπο όταν με έβλεπε. Σαν να συγκρατούσε τα νεύρα της για να μην με σκοτώσει. Σαν να ήταν μανιακός δολοφόνος και δεν μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό της.

    Με κοίταξε βλοσυρά και αυτή τη φορά νόμιζα πως θα με σκότωνε στα αλήθεια. Μα τι μου συνέβαινε και δεν φοβόμουν. Όχι δεν φοβόμουν. Δεν με ένοιαζε αν με σκότωνε αρκεί να το έκανε αυτή και δεν θα έφερνα καμία αντίσταση. Μα τι μου συνέβαινε και δεν φοβόμουν αυτό το κορίτσι παρόλο που κάτι μέσα μου μού έλεγε ότι μπορεί και να ήταν η αιτία του θανάτου μου. Γύρισε απότομα το κεφάλι της και ούτε καν που με ξανακοίταξε καθ’ όλη τη διάρκεια του μαθήματος.

    Καθόμουν δίπλα της γιατί δεν υπήρχε άλλη κενή θέση αλλά μου άρεσε αυτό. Μύριζε τόσο ωραία που ανέπνεα μόνο από τη μύτη. Μπορεί κάτι τέτοιο να θεωρείτε αρρωστημένο και τρελό αλλά από τη στιγμή που την είχα δει εγώ είχα γίνει άρρωστος και τρελός για αυτή. Θα της μιλούσα και ας μην μου έδινε καμία σημασία. Απλά θα ήξερα πως είχα προσπαθήσει.

    Το μάθημα πέρασε πολύ αργά. Δεν με κοίταξε καθόλου. Ούτε μία φορά και με στενοχώρησε πολύ αυτό. Τουλάχιστον πριν με κοίταζε και ας μην ήταν και το πιο χαρούμενο βλέμμα της. Τουλάχιστον ασχολιόταν μαζί μου τότε.

    Δεν ήξερα πως να της πιάσω κουβέντα και αποφάσισα ότι κάτι τέτοιο δεν μπορούσε σίγουρα να γίνει μέσα στην τάξη. Ίσως της μιλούσα στο μεσημεριανό αλλά ήταν συνέχεια με την οικογένειά της όπως μου είχε πει η Τζέσικα. Πρέπει να την πετύχω κάπου μόνη της.

    Ένας δυνατός θόρυβος με έβγαλε απότομα από τις σκέψεις μου. Ήταν το κουδούνι και πριν καλά, καλά το καταλάβω η Μπέλλα σηκώθηκε και έφυγε από την τάξη τρέχοντας.

    Περίμενα στην καρέκλα μου ανήμπορος να κάνω οποιαδήποτε κίνηση.

    Η Λόρεν είχε έρθει δίπλα μου και μου κουνούσε το χέρι της μπροστά στα μάτια μου.

    «Έ, Έντουαρντ, είσαι καλά, πού χαζεύεις;»

    «Έεε, συγνώμη δεν σε κατάλαβα! Λοιπόν τι μάθημα έχεις μετά;»

    «Εγώ έχω Πολιτική και Κοινωνική Αγωγή και εσύ απ’ ότι βλέπω έχεις γυμναστική. Θες να σε πάω μέχρι εκεί η θα πας μόνος σου.»

    «Πιστεύω πως θα το βρω, μην σε βάζω σε κόπο. Δεν χρειάζεται.»

    «Σιγά τον κόπο χαρά μου να σε ξεναγήσω στο σχολείο μας.»

    «Όπως θες. Δεν επιμένω!»

    Περπατήσαμε μαζί μέχρι την αίθουσα γυμναστικής και δεν περίμενα να το πω από την πρώτη μέρα αλλά νομίζω ότι κάποιοι με συμπαθούσαν εδώ.

    Σε αντίθεση με κάποιους άλλους που ήθελαν το κεφάλι μου σε πιάτο αν κρίνω από τις εκφράσεις τους. Και φυσικά αναφέρομαι στην μια και μοναδική Μπέλλα Κάλεν. Πότε άραγε θα ήταν η καλύτερη ώρα για να της μιλήσω; Η μάλλον θα είχα ποτέ την ευκαιρία να της μιλήσω.

    Καθώς έκανα όλες αυτές τις σκέψεις έφτασα στην αίθουσα γυμναστικής. Μπορώ να πω πως ήμουν καλός στα αθλήματα με βοηθούσε και το σωματότροπο μου και έτσι τα κατάφερνα!

    Έβαλα την φόρμα μου και βγήκα στο γήπεδο. Εκεί αναγνώρισα αρκετά παιδιά. Παίξαμε μπάσκετ για πρώτη μέρα και η ομάδα μου νίκησε για λίγους πόντους! Ήταν ένα πολύ ωραίο παιχνίδι και όλοι το ευχαριστηθήκαμε.

    Και αυτή η μέρα τελείωσε και μπορούσα να πάω στο σπίτι μου και να δω τι μπορώ να κάνω για να γίνει ένα ωραίο νεανικό σπίτι.

    Ο Μάικ με πλησίασε και επιτέλους θα είχα μια κουβέντα με ένα αγόρι της ηλικίας μου. Όχι ότι δεν περνούσα καλά και με τα κορίτσια αλλά ήταν κάπως διαφορετικά.

    «Λοιπόν που θα πας τώρα; Στο σπίτι του διοικητή;»

    «Όχι, θα περάσω από το δικό μου σπίτι για να δω τί μπορώ να κάνω για να το φτιάξω.»

    «Τέλεια ε; Εννοώ να έχεις ένα δικό σου σπίτι!»

    «Ναι καλά είναι αλλά θα προτιμούσα να ήμουν ακόμα έστω για λίγο με τους γονείς μου.»

    «Ω... Συγνώμη αν σου ξαναθύμισα δυσάρεστα πράγματα.»

    «Δεν πειράζει.»

    «Θα σε πείραζε αν ερχόμουν μαζί σου;»

    «Όχι αλλά να...το σπίτι είναι ακόμα πολύ χάλια»

    «Μα δεν πειράζει. Σιγά το πράγμα.»

    «Όπως θες. Απλά ακολούθησέ με. Έχεις το δικό σου αμάξι ή θες να έρθεις με το δικό μου;»

    «Έχω το δικό μου. Απλά ακολουθώ.» είπε και γελάσαμε μαζί καθώς επανέλαβε τα λόγια μου.

    Επιτέλους φτάσαμε στο σπίτι και με το άνοιξε την πόρτα του ο Μάικ χαμογέλασε.

    «Ωχ φίλε, όντως θέλει πολύ δουλειά.»

    «Ναι, το ξέρω.» του απάντησα αναστενάζοντας. «Έλα πάμε μέσα να το δεις.»

    Μετά από λίγα λεπτά, αφού τον ξενάγησα ο Μάικ και του είπα πως σκεπτόμουν να το κάνω ο Μάικ φαινόταν ενθουσιασμένος.

    «Πραγματικά θα γίνει πολύ ωραίο. Ελπίζω να δέχεσαι επισκέψεις για να βλέπουμε κανέναν αγώνα αντροπαρέα έτσι;»

    «Αυτό εννοείτε! Άλλωστε γιατί θα πάρω πλάσμα τηλεόραση.»

    «Τέλεια.» είπε και κατάλαβα αμέσως τον ενθουσιασμό του.

    «Ξέρεις Έντουαρντ πέρα από το ποτάμι μένουν οι Κάλεν.»

    «Αλήθεια;» αυτά ήταν τα πιο ωραία νέα που είχα ακούσει.

    «Ναι. Σε είδα πως κοίταζες την Μπέλλα και πραγματικά είναι πολύ ωραία αλλά μην χάνεις τον χρόνο σου δεν την ενδιαφέρουν τα αγόρια του Φόρκς μάλλον.

    «Ω έλα Μάικ. Άλλωστε εγώ δεν είμαι αγόρι του Φόρκς.» είπα και γελάσαμε.

    «Ναι, σωστό και αυτό. Απλά ξέρεις εδώ τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά με τους Κάλεν.»

    «Τί εννοείς δηλαδή;»

    «Να, υπάρχουν πολλές φήμες για τους Κάλεν και για κάποια άλλα παιδιά στον καταυλισμό.»

    «Ω έλα τώρα, τα γνώρισα τα παιδιά και μου φάνηκαν μια χαρά.»

    «Ναι αλλά δεν παρατήρησες πόσο ανεπτυγμένα είναι για την ηλικία τους. Όπως σου προείπα υπάρχουν φήμες και για τους δύο. Πάμε έξω να κάτσουμε και να στα πω.»

    Βγήκαμε έξω και κάτσαμε στην ξύλινη βεράντα της πίσω αυλής. Ο Μάικ πήρε μια σοβαρή έκφραση και ξεκίνησε να μιλάει.

    «Λοιπόν πριν από καιρό άρχισαν οι εξαφανίσεις εδώ στα δάση του Φόρκς. Κάποιοι είπαν ότι είδαν τεράστιους λύκους να περιφέρονται εδώ και εκεί χωρίς βέβαια να πειράζουν κανέναν. Αυτές οι εξαφανίσεις λοιπόν και η άφιξη των τεράστιων λύκων έγιναν όταν ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στη μικρή μας πόλη οι Κάλεν. Πολλοί ισχυρίζονται ότι αυτοί φταίνε και για τα δύο. Μια φορά μια ξαδέρφη της μητέρας μου που είχε έρθει να μας επισκεφτεί από την Πορτογαλία μας είπε διάφορες και τρομακτικές ιστορίες και για τους δύο. Μας είπε ότι οι Κάλεν ήταν κάτι σαν βρικόλακες και τα παιδιά στον καταυλισμό οι λυκάνθρωποι που προστάτευαν το ανθρώπινο είδος από τους βρικόλακες. Αλλά κάτι δεν ταίριαζε με τα μάτια τους μας είχε πει. Οι βρικόλακες που έπιναν ανθρώπινο αίμα είχαν κόκκινα μάτια αλλά αυτοί είχαν χρυσαφί. Τότε μας αποκάλυψε ότι οι Κάλεν μπορεί να είχαν διαφορετική διατροφή. Σύμφωνα με τους μύθους της Πορτογαλίας αυτοί οι βρικόλακες τρέφονταν με αίμα ζώων για αυτό και το διαφορετικό χρώμα ματιών. Αλλά όλα αυτά εμένα μου φάνηκαν ανοησίες και απλά χαζοί μύθοι. Δεν μπορεί να ήταν αλήθεια αυτά που έλεγε.»

    Είχα μείνει άφωνος. Όλα αυτά που έλεγε ο Μάικ δεν μπορεί να ήταν αλήθεια.

    «Μα δεν γίνονται αυτά.» είπα σαστισμένος.

    «Το ξέρω, και ούτε εγώ τα πιστεύω αλλά υπάρχουν πολλοί που όχι μόνο τα πιστεύουν αλλά τα υποστηρίζουν και συμπεριφέρονται όχι και τόσο καλά στους Κάλεν ούτε στα παιδιά βέβαια εκεί κάτω. Πιστεύουν πως σαν λυκάνθρωποι δεν μπορούν να συγκρατηθούν και πως μπορεί να τους κάνουν κακό. Με αυτό που θα σου πω τώρα θα γελάσεις αλλά κάποιοι κυκλοφορούν με ασημένιους σταυρούς και στα σπίτια τους κρεμάνε σκόρδα και κάνουν όλα αυτά που βλέπουμε στις ταινίες να αποφύγουν τους βρικόλακες και τους λυκάνθρωπους.» και τότε πραγματικά έβαλα τα κλάματα από τα γέλια.

    «Δεν το πιστεύω πως υπάρχουν τόσο προληπτικοί άνθρωποι σήμερα.» είπα ακόμα γελώντας.

    «Ούτε και εγώ. Λοιπόν εγώ πρέπει να φύγω τώρα. Τα λέμε αύριο στο σχολείο. Γεια.»

    «Εντάξει. Τα λέμε αύριο.»

    Ο Μάικ έφυγε και εγώ κάθισα στο σπίτι μου για να σκεφτώ όσα είχε πει ο φίλος μου.

    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Deppy
    Eclipse Bitten
    Eclipse Bitten
    Deppy


    Θηλυκό Ζυγός
    Ηλικία : 29
    Τόπος : Αθήνα
    Αριθμός μηνυμάτων : 433
    Registration date : 13/09/2009

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

    Αντίθετοι Ρόλοι Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: (αυτο το κεφαλαιο ειναι αφιερομαινο στην αδερφη μου που ελπιζω εστω και μεσα απο το συγγραμα μου να εκπλήρωσα ενα μερος του ονειρου της)   Αντίθετοι Ρόλοι I_icon_minitimeΠαρ 3 Σεπ 2010 - 18:16

    Κεφάλαιο 7ο: Υποψίες


    Καθόμουν στο σπίτι μου, στη βεράντα μου και σκεπτόμουν όσα μου είχε πει ο Μάικ. Φυσικά και δεν πίστεψα τίποτα από όλα εκείνα τα παλαβά πράγματα. Ήταν όλα τόσο εξωφρενικά και δεν υπήρχε καμία περίπτωση να ίσχυε κάτι τέτοιο.

    Ζούμε στον 21ο αιώνα δεν μπορεί να είναι αληθινά αυτά τα πλάσματα, πόσο μάλλον να επηρεάζονται και από τα σκόρδα και το λιβάνι και το ασήμι.

    Τι χαζομάρες σκεπτόμουν όλη αυτή την ώρα.

    Αποφάσισα να φύγω και να πάω στο σπίτι που κατοικούσα προσωρινά.

    Μπήκα στο αυτοκίνητό μου και πάτησα το γκάζι με δύναμη.

    Σε λίγα λεπτά είχα φτάσει κιόλας στο σπίτι. Πάρκαρα στη συνηθισμένη θέση που μου είχε παραχωρήσει ο Τσάρλι για όσο θα έμενα μαζί του και μπήκα με βαριά βήματα μέσα.

    «Καλώς τον. Τί ύφος είναι αυτό; Τί έγινε;»

    «Τίποτα απλά είμαι λίγο κουρασμένος. Πάω να ξαπλώσω.»

    «Εντάξει αλλά να ξέρεις το βράδυ θα έρθει ο Μπίλι με τον Τζέικ για να δούμε τον αγώνα στην τηλεόραση.»

    «Κατά τί ώρα θα έρθουν;»

    «Το παιχνίδι αρχίζει στις 9:00, νομίζω πως θα έρθουν κατά τις 8:30. να είσαι έτοιμος. Μέχρι τότε αν κοιμάσαι καλή ξεκούραση.»

    «Θα είμαι έτοιμος για το παιχνίδι. Καλή ξεκούραση και σε εσένα Τσάρλι. »

    «Ευχαριστώ.»

    Ήταν μία κουραστική μέρα και ήμουν μόνο στην αρχή αυτής της νέας ζωής.

    Μπήκα στο δωμάτιό μου και ξάπλωσα στο μονό κρεβάτι μου. Στο πατρικό μου σπίτι είχα ένα τεράστιο δωμάτιο με διπλό κρεβάτι και δικό μου μπάνιο.

    Αλλά και εδώ αισθανόμουν όπως και στο παλιό μου δωμάτιο. Αισθανόμουν ο εαυτός μου. Αισθανόμουν ωραία.

    Και κάπου εκεί νομίζω πως ξεκίνησε το όνειρό μου.

    Ήταν σκοτεινά και κρύωνα πολύ. Φορούσα μόνο ένα παλιό τζιν και ένα κοντομάνικο μπλουζάκι. Ήμουν σε ένα ξέφωτο αλλά πρέπει να ήταν φθινόπωρο γιατί το χώμα ήταν καφέ.
    Περπατούσα ατσούμπαλα και συνέχεια έπεφτα κάτω σκοντάφτοντας. Αλλά γρήγορα ξανασηκωνόμουν και συνέχιζα. Μετά από λίγα βήματα άρχισα να τρέχω και βρέθηκα μέσα στο δάσος.

    Κάποιος με ακολουθούσε και ήθελα να του ξεφύγω παρόλο που κάτι μου έλεγε ότι δεν θα τα κατάφερνα.

    Ξαφνικά μπροστά μου εμφανίζεται η Μπέλλα Κάλεν με κατακόκκινα μάτια. Δέσποζε μπροστά μου. Τα μαλλιά της ανέμιζαν καστανά και μεταξένια. Τα κόκκινα χείλη της ίδια με τα κόκκινα μάτια της έδειχναν πανέμορφα πάνω στο κάτασπρο δέρμα της.

    Το σώμα της στις τέλειες αναλογίες. Φορούσε ένα κοντό μαύρο φουστάνι από μετάξι που κάλυπτε ελάχιστα το κορμί της.

    Με κοιτούσε με ένα παράξενο ύφος και με είχε μαγνητίσει. Τα πόδια μου δεν μπορούσαν να κουνηθούν.

    Με κοιτάει και μου χαμογελάει. Τα κάτασπρα δόντια της κάνουν την εμφάνισή τους και τότε ήταν τα πόδια μου δεν με κρατούσαν πια.

    Έπεσα κάτω στο χώμα, πάνω στα ξερά φύλλα. Με πλησίασε. Ήταν ξυπόλυτη αλλά τα πόδια της δεν είχαν ούτε μία γρατζουνιά από τα πεσμένα κλαριά που θα έπρεπε να τα είχαν γεμίσει πληγές.

    Ήρθε και στάθηκε μπροστά μου ακόμα χαμογελώντας. Και τότε την είδα να ορμάει στο λαιμό μου.

    Ξύπνησα λουσμένος από τον ιδρώτα. Τα λόγια του Μάικ τελικά με είχα επηρεάσει αλλά δεν το είχα καταλάβει ακόμα.

    Κοίταξα το ρολόι μου. Ευτυχώς ήταν νωρίς ακόμα. Πήγα στο μπάνιο και πλύθηκα και μόλις άκουσα το στομάχι μου να παραπονιέται αποφάσισα να φάω κάτι πριν έρθουν οι επισκέπτες μας.
    Κατέβηκα στην κουζίνα και έφτιαξα ένα σάντουιτς. Και εγώ και ο Τσάρλι ήμασταν χάλια σε ότι αφορά την κουζίνα.

    Ο Τσάρλι κοιμόταν στον καναπέ και έκανα όσο πιο σιγά μπορούσα για να μην τον ξυπνήσω.

    Έφτιαξα το απογευματινό μου και επέστρεψα στο δωμάτιό μου.

    Δεν ήξερα τι να κάνω και η αλήθεια ήταν ότι ανυπομονούσα για την σημερινή μας συνάντηση με τον Τζέικ. Ίσως και να τον ρωτούσα για αυτούς τους μύθους που είχαν βγάλει ρίζες μέσα στο μυαλό μου. Δεν μπορούσα να ξέρω αν όλα ήταν αλήθεια ή ψέματα. Μέσα μου κάτι πίστευε πως ήταν αλήθεια αλλά ήθελα να το πιστεύω, ήθελα να ήταν αλήθεια; Δεν μπορούσα να απαντήσω ακόμα στον εαυτό μου. Το μόνο σίγουρο ήταν πως ήμουν ερωτευμένος με αυτό το κορίτσι και ότι και αν ήταν εμένα θα μου άρεσε και θα το δεχόμουν. Το είχα καταλάβει από την αρχή ότι ήταν ξεχωριστή αλλά τώρα συνειδητοποιούσα πόσο ξεχωριστή ήταν.

    Αποφάσισα να διαβάσω για αύριο μιας και μετά δεν θα είχα καθόλου χρόνο.

    Τα μαθήματα μου απέσπασαν την προσοχή και ήμουν πολύ συγκεντρωμένος. Ήθελα να τα πάω καλά ώστε να περάσω σε μία καλή σχολή και να σπουδάσω αυτό που ήθελα. Φυσικά δεν είχα αποφασίσει ακόμα τι θα ήταν αυτό που ήθελα.

    Ξεκίνησα να ετοιμάζομαι. Μετά από το διάβασμα μου ήθελα να ξεφύγω και να περάσω λίγο χρόνο στον αληθινό κόσμο που μέχρι τώρα πίστευα.

    Μόλις ετοιμάστηκα κατέβηκα κάτω για να ξυπνήσω τον Τσάρλι. Τελικά δεν χρειάστηκε μιας και είχε ήδη σηκωθεί και ετοίμαζε και εκείνος το απογευματινό του.

    «Πρέπει να ήσουν πολύ κουρασμένος. Έπεσες ξερός και ροχαλίζεις πολύ.»

    «Συγνώμη αν σε ξύπνησα αλλά πείνασα και ούτως η άλλως σε λίγο θα ξυπνούσα έτσι και αλλιώς.»

    «Δεν με ξύπνησες. Διάβαζα εδώ και αρκετή ώρα και ερχόμουν να σε ξυπνήσω αλλά με πρόλαβες.

    «Σε λίγο θα έρθουν. Μπορείς να παραγγέλλεις εσύ τις πίτσες μέχρι να ετοιμαστώ;»

    «Φυσικά. Α, Τσάρλι έχουμε ξεμείνει από μπύρες να πάω να πάρω;»

    «Αν μπορείς γιατί έχω πει στον Μπίλι να μην φέρει τίποτα.»

    «Έφυγα!» του φώναξα καθώς ανέβαινε τις σκάλες.

    Πήρα τα κλειδιά από το τραπεζάκι και πήγα για μπύρες. Σε λίγα λεπτά είχα φτάσει στο μίνι-μάρκετ. Πήρα τρις εξάδες και έφυγα.

    Έφτασα στο σπίτι όπου με περίμεναν οι άλλοι. Ο Τζέικ με τον πατέρα του μόλις είχαν φτάσει.
    Μπήκα στο σπίτι, έβαλα τις μπύρες στο ψυγείο και κράτησα τέσσερις απ’ έξω για εμάς.

    Το βράδυ μας πέρασε πολύ ωραία. Γελάσαμε, η ομάδα που υποστηρίζαμε εγώ και ο Τζέικ νίκησε και πειράζαμε τον πατέρα του και τον Τσάρλι μετά, φάγαμε, ήπιαμε και αποφασίσαμε να το ξανακάνουμε πολύ σύντομα.

    Εγώ και ο Τζέικ αποφασίσαμε να πάμε μια βόλτα μετά και ο Μπίλι να πήγαινε σπίτι με τον Τσάρλι.
    Πήγαμε στο Πόρτ Άντζελες με το μηχανάκι του φίλου μου. Είχαμε γίνει καλοί φίλοι και περνούσαμε καλά. Σαν φυσιολογικοί άνθρωποι. Πως ήταν δυνατόν να ήταν λυκάνθρωπος ένας τέτοιος άνθρωπος;

    Θα τον ρωτούσα για όλα αυτά αλλά όχι σήμερα.

    Μιλήσαμε για διάφορα πράγματα και αυτό που με παραξένεψε πολύ είναι που ο Τζέικ μου μίλησε για ένα κορίτσι. Την έλεγαν Μάγκι και ήταν η αδερφή του Πολ. Ο Τζέικ μου εξήγησε πως τώρα είχε γυρίσει με την μητέρα της από τον Καναδά. Η μητέρα της είχε μια πολύ σημαντική δουλειά και πήρε και την Μάγκι μαζί της. Έλειπαν πολλά χρόνια και τώρα που γύρισαν ήταν κάτι σαν κεραυνοβόλος έρωτας. Έρωτας με την πρώτη ματιά. Και έτσι μου θύμισε την Μπέλλα και αυθόρμητα αναστέναξα.

    «Τί έγινε και αναστενάζεις;» με ρώτησε ακόμα σκεπτόμενος την Μάγκι.

    «Τίποτα απλά η ιστορία σας μου θύμισε εμένα και μία κοπέλα. Ειδικά το τελευταίο κομμάτι.»

    «Για πες ποιά είναι; Από το Φόρκς;»

    «Εδώ μένει αλλά δεν έχει γεννηθεί κιόλας εδώ.»

    «Ωχ, λέγε ποιά είναι και μην με βασανίζεις τώρα!»

    «Είναι η Μπέλλα Κάλεν.»

    «Τί;» φώναξε και νομίζω πως τώρα μας κοίταζε όλο το μαγαζί.

    «Μπορείς να μην φωνάζεις; Τί έπαθες;»

    «Οι Κάλεν δεν είναι καθόλου καλή παρέα. Πες ότι περνάς όλο τον χρόνο μαζί τους;» ρώτησε με εμφανή ανησυχία στη φωνή του.

    «Βασικά δεν το ξέρει ακόμα απλά είμαι ερωτευμένος μαζί της. Και γιατί δεν είναι καλή παρέα...» είχα νευριάσει τώρα και μιλούσα χωρίς να σκέπτομαι τι λέω. «Μην μου πεις και εσύ ότι πιστεύεις στους βρικόλακες και στους λυκάνθρωπους;»

    «Που ξέρεις για τους βρικόλακες και τους λυκάνθρωπους;» είπε σοκαρισμένος αυτή τη φορά.

    «Τί εννοείς που το ξέρω, δηλαδή είναι αλήθεια;»

    «Εμμμ, όχι φυσικά και δεν είναι αλλά ποιός σου το είπε;»

    «Φίλε με τρομάζεις. Κάνεις λες και πρέπει να με σκοτώσεις επειδή έμαθα για ένα απόρρητο θέμα.»

    «Μην είσαι χαζός. Απλά θέλω να μάθω ποιός τα λέει.»

    «Μου το είπε ο Μάικ. Λέει ότι όλα αυτά για τους λύκους και τους βρικόλακες του τα είπε μια θεία του που ζει στην Πορτογαλία όταν ήρθε να τους επισκεφτεί.»

    «Μάλιστα. Νομίζω πως πρέπει να γυρίσουμε πίσω. Είναι αργά.»

    «Όπως θες.» του είπα και φύγαμε γρήγορα.

    Με άφησε στο σπίτι και εκείνος έφυγε πολύ βιαστικά μπορώ να πω για τον καταυλισμό.
    Στο σπίτι ο Τσάρλι ροχάλιζε και εγώ πήγα κατευθείαν στο δωμάτιό μου για να ξαπλώσω. Μήπως τελικά όλα αυτά για τους βρικόλακες δεν ήταν και τόσο ψέματα;

    Και αυτή ήταν η τελευταία μου σκέψη μιας και ήμουν πολύ κουρασμένος.

    Φυσικά τα όνειρα συνεχίστηκαν.

    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Deppy
    Eclipse Bitten
    Eclipse Bitten
    Deppy


    Θηλυκό Ζυγός
    Ηλικία : 29
    Τόπος : Αθήνα
    Αριθμός μηνυμάτων : 433
    Registration date : 13/09/2009

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

    Αντίθετοι Ρόλοι Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Αντίθετοι Ρόλοι   Αντίθετοι Ρόλοι I_icon_minitimeΤρι 7 Σεπ 2010 - 16:48


    Κεφάλαιο 8ο: Ο κόσμος μου

    Αυτή τη φορά στο όνειρό μου βρισκόμουν σε ένα φωτεινό λιβάδι. Νομίζω πως ήταν ακριβώς το ίδιο με το προηγούμενο όνειρο αλλά πιο φωτεινό. Ήταν άνοιξη και τα δέντρα ήταν γεμάτα φύλλα. Τα λουλούδια όλα ανθισμένα. Παντού υπήρχαν βιολέτες και άλλα πράσινα χόρτα που το έκαναν ένα απλό αλλά ονειρεμένο τοπίο.

    Βρισκόμουν στο κέντρο του λιβαδιού ξαπλωμένος ανάσκελα και κοιτούσα τον ουρανό. Ήταν καταγάλανος με ελάχιστα σύννεφα και πάνω απ’ όλα πανέμορφος.

    Αλλά δεν ήμουν μόνος μου. Ένα κορίτσι καθόταν ακριβώς δίπλα μου κοιτάζοντας επίμονα το πρόσωπό μου. Και φυσικά ήταν η Μπέλλα Κάλεν, μόνο που σε αυτό το όνειρο είχε ένα χρυσαφί χρώμα στα μάτια και ήταν ήρεμη και φιλική.

    Αυτό ήταν ένα ήρεμο και όμορφο όνειρο το οποίο απόλαυσα στο έπακρον.

    Σήμερα είναι Παρασκευή και ανυπομονούσα για το Σαββατοκύριακο. Θα πηγαίναμε βόλτα με τα παιδιά από το σχολείο στο Λα Πους, εκεί που έμενε και ο Τζέικ οπότε θα έβλεπα και τον φίλο μου για να τον ρωτήσω για την χθεσινή του συμπεριφορά.

    Μετά από εκείνο το βράδυ υποψίες φώλιασαν μέσα στο μυαλό μου που με απασχολούσαν αρκετά.
    Αν όντως υπήρχαν αυτά τα πλάσματα και αν όντως ένα από αυτά ήταν και ο φίλος μου και το κορίτσι που αγαπούσα και πόσο μάλλον ολόκληρη η οικογένειά της το πιθανότερο ήταν να μπω στο τρελοκομείο και κανένας δεν θα με πίστευε αν προσπαθούσα να εξηγήσω για πιο λόγο πίστευα όλα αυτά.

    Κατέβηκα για να πάρω το πρωινό μου και να φύγω για το σχολείο μου.

    «Φαίνεσαι καλύτερα σήμερα… πρέπει να κοιμήθηκες καλά. Περάσατε καλά με τον Τζέικ;»

    «Ναι περάσαμε πολύ καλά και όντως κοιμήθηκα πολύ καλύτερα.» είπα και τεντώθηκα.

    «Ξέρεις δεν σε έχω ρωτήσει όλο αυτόν τον καιρό και δεν ήθελα να φανώ αδιάκριτος αν δεν θες να μου πεις…»

    «Τσάρλι ρώτα ό,τι θες!»

    «Αναρωτιόμουν πως τα πάς με τα παιδιά στο σχολείο.»

    «Α, μια χαρά. Κάποια παιδιά μάλιστα μου πρότειναν να γίνω ‘μέλος’ της παρέας τους και γενικά μιλάω με όλους, όσους ξέρω τουλάχιστον.»

    «Μια χαρά.»

    «Ναι. Μάλιστα ο Μάικ μου πρότεινε να πάω μαζί τους στο Λα Πους το Σάββατο για camping και θα φύγουμε Κυριακή βράδυ. Δεν σε πειράζει φαντάζομαι;»

    «Γιατί να με πειράζει;» με ρώτησε χωρίς να καταλαβαίνει τι λέω.

    «Να μήπως ήθελες παρέα ή…»

    «Δουλεύω πολύ μικρέ και άλλωστε τι να κάνεις εσύ με έναν γέρο σαν εμένα;»

    «Ω μην λες βλακείες. Εσύ, αν θες, βάζεις κάτω δύο εικοσάρηδες.»

    «Αλλά δεν τους βάζω γιατί δεν θέλω όχι για κανέναν άλλο λόγο.» μου είπε και κανένας δεν μπόρεσε να κρατηθεί και να μην γελάσει.

    «Αμ, θα το ξέρω από εδώ και πέρα. Πρέπει να φύγω αλλιώς θα αργήσω. Τα λέμε.»

    «Εντάξει.»

    Έφυγα από την κουζίνα, άρπαξα την τσάντα μου από το χολ και πήγα στο αμάξι μου.
    Σήμερα είχε πολύ κρύο και υγρασία. Ο καιρός ήταν συννεφιασμένος και σύντομα θα έβρεχε.
    Άνοιξα το καλοριφέρ στο αυτοκίνητό μου και μετά το ράδιο. Έψαξα στους σταθμούς αλλά δεν μου άρεσε τίποτα και αποφάσισα να ακούσω ένα CD. Δεν ήταν τίποτα σπουδαίο αλλά πολύ καλύτερο από το ράδιο, που δε έπιανε και πολύ καλά εδώ.

    Επιτέλους έφτασα στο σχολείο. Σήμερα η διαδρομή μου φάνηκε πολύ μεγάλη σαν ο χρόνος να κυλούσε επίτηδες αργά για να με βασανίσει.

    Όλα τα παιδιά στο προαύλιο συζητούσαν και περπατούσαν προς το κτίριο.

    Η παρέα μου ήταν κατενθουσιασμένη με το αυριανό μας camping. Ο Μάικ κανόνιζε πως θα κοιμηθούμε στις σκηνές.

    «Λοιπόν εγώ έχω μια μεγάλη για τέσσερα άτομα και σε αυτήν θα κοιμηθούμε τα αγόρια.»

    «Πολύ συντηρητικός δεν είσαι Μάικ.» του επισήμανε η Τζέσικα.

    «Όχι δεν είμαι. Έχουμε μόνο δύο σκηνές για τέσσερα άτομα και δεν θα κοιμηθούμε αλλιώς.» της το ξέκοψε κατευθείαν.

    «Ω έλα τώρα Τζες μην κάνεις σαν καμία χαζή έφηβη. Θα κοιμηθούμε όπως λέει ο Μάικ.» της απάντησε πιο ήρεμα ο Έρικ.

    «Καλά, καλά.»

    Απέστρεψε το βλέμμα της και ξεκίνησε να μιλάει με τα άλλα κορίτσια για το τι ρούχα να πάρουν μαζί τους.

    «Λοιπόν έχετε όλοι sleeping bangs;»

    «Εγώ δεν έχω αλλά σκεπτόμουν να περάσω μετά από το μαγαζί των γονιών σου και να προμηθευτώ με τα απαραίτητα.» του είπα και έλαβα και εγώ μέρος στην οργάνωση του camping.

    «Ωραία. Εγώ και ο Μπέν έχουμε. Και μάλιστα λέμε να φέρουμε τα φαγητά και συγκεκριμένα τα κρέατα για να τα ψήσουμε σαν κανονικό camping. Τι λέτε;» μας πρότεινε ο Έρικ.

    «Μου φαίνεται μια χαρά αλλά τα υπόλοιπα τα λέμε στο μεσημεριανό. Πάμε γιατί θα αργήσουμε.»

    «Ναι πάμε.»

    Φύγαμε πολύ γρήγορα για την τάξη γιατί με την κουβέντα αφαιρεθήκαμε και δεν θέλαμε να χάσουμε το μάθημά μας. Βέβαια όλοι ήμασταν απορροφημένοι στις σκέψεις μας, αλλά μάλλον σκεπτόμασταν το ίδιο πράγμα. Την επερχόμενη εκδρομή μας.

    Και η μέρα ήταν ατελείωτη μέχρι την στιγμή που μπήκα στην τραπεζαρία.
    Ήταν εκεί φυσικά τρώγοντας με την οικογένειά της. Βέβαια το τρώγοντας ήταν σχετικό γιατί παρόλο που ο δίσκος της ήταν γεμάτος εκείνη ούτε που τον είχε αγγίξει και το ίδιο είχε κάνει και η υπόλοιπη οικογένειά της.

    Την παρατηρούσα καθώς προχωρούσαμε προς το τραπέζι μας.

    «Έντουαρντ μας ακούς;» φώναξε η Τζέσικα.

    «Ε, ναι. Τι λέγατε;»

    «Λέγαμε για το πώς θα πάμε εκεί και να μπορείς να πάρεις και εσύ μερικούς από εμάς αλλά δεν φαίνεται να μας πρόσεχες και πολύ.»

    «Ναι αφαιρέθηκα συγνώμη. Μπορώ να πάρω μερικούς αν θέλετε.»

    «Ωραία τι λες να πάρεις εμένα την Άντζελα και τον Έρικ;»

    «Φυσικά και οι υπόλοιποι;»

    «Με το αμάξι του Μάικ. Ωραία όλα είναι έτοιμα. Θα περάσουμε τέλεια.»

    «Αυτό είναι σίγουρο!» είπε η Λόρεν και κοίταξε την Τζέσικα με νόημα και της έκλεισε το μάτι. Κάτι είχαν συνεννοηθεί αλλά δεν ήξερα τι ήταν αυτό.

    Μιλήσαμε και γελάσαμε με τα σχόλια της Τζέσικα και του Μάικ για την εκδρομή. Ακόμη μιλήσαμε και για τις υπόλοιπες λεπτομέρειες σε σχέση με το camping μας. Εγώ συνέχεια παρακολουθούσα την πιο όμορφη κοπέλα του σχολείου και το μόνο που ήθελα ήταν να την ακούω να μιλάει. Αυτό ήθελα προς το παρόν.

    Την έβλεπα ευδιάθετη σήμερα. Γελούσε και εκείνη με την οικογένειά της οπότε θα ήταν φιλική σήμερα σκέφτηκα, μαζί μου.

    Σηκωθήκαμε όλοι για να πάμε στο μάθημά μας. Εγώ είχα βιολογία τώρα και σίγουρα θα την έβλεπα και θα της μιλούσα.

    Τελευταία οι σκέψεις μου γυρνούσαν γύρω από ένα όνομα. Μπέλλα Κάλεν. Αυτό το κορίτσι κυριολεκτικά μου είχε πάρει τα μυαλά.

    Έφτασα επιτέλους στη αίθουσα και τη είδα να κάθεται στην θέση της. Πλησίασα και κάθισα και εγώ στην θέση μου δίπλα της.

    «Καλημέρα.» της είπα και μου φάνηκε πως χαμογέλασε.

    «Καλημέρα.» μου απάντησε και όταν άκουσα την φωνή της νόμιζα ότι θα λιποθυμούσα. Τα χέρια της ήταν σφιγμένα δίπλα στο σώμα της αλλά τουλάχιστον μου μιλούσε τώρα.

    «Δεν είσαι θυμωμένη μαζί μου;» την ρώτησα. Η ερώτησή μου πρέπει να την παραξένεψε πολύ γιατί το βλέμμα της ήταν πολύ μπερδεμένο.

    «Γιατί το λες αυτό.» με ρώτησε και με κοίταξε έντονα στα μάτια. Ήταν τα πιο όμορφα μάτια που με είχαν κοιτάξει έτσι.

    «Να γιατί όλο αυτόν τον καιρό μου συμπεριφερόσουν σαν να ήθελες να με σκοτώσεις.»

    «Όχι δεν το θέλω αυτό.» μου είπε πολύ σοβαρά.

    «Να απλά νόμιζα πως με μισούσες για κάποιο λόγο και δεν ήξερα ποιος είναι αυτός.»

    «Δεν σε μισώ, αλλά ας μην το συζητήσουμε εδώ, τώρα, αυτό.» μου απάντησε και γύρισε το κεφάλι της προς την έδρα του καθηγητή.

    Δεν της απάντησα γιατί φαντάστηκα πως θα ήθελε να παρακολουθήσει στο μάθημα, αλλά ο καθηγητής μάς είπε πως θα πηγαίναμε έξω, κάτι σαν περιβαλλοντική εκδρομή για την ώρα του. Οπότε θα είχα χρόνο να της μιλήσω λίγο ακόμα.

    Ο καθηγητής μας πήγε σε ένα θερμοκήπιο για να μελετήσουμε τα φυτά και την φωτοσύνθεση. Μας είπε να χωριστούμε σε ζευγάρια και να παρατηρήσουμε τα διάφορα φυτά.

    Εγώ πήγα μαζί με την Μπέλλα αφού καθόμασταν στο ίδιο θρανίο.

    «Λοιπόν γιατί μετακόμισες στο Φόρκς;» με ρώτησε ξαφνικά και αιφνιδιάστηκα από την ερώτησή της. Ήθελε να μάθει για εμένα.

    «Ας πούμε ότι αποφάσισα να αλλάξω περιβάλλον μετά από ένα άσχημο συμβάν που έγινε πρόσφατα.»

    «Και δεν θες να μου μιλήσεις για αυτό;»

    «Απλά είναι μια πολύ μεγάλη ιστορία.»

    «Μπορώ να ακούω για ώρες. Αν δεν σε φέρνω σε δύσκολη θέση φυσικά.» μου είπε και μου χαμογέλασε. Με αυτό το χαμόγελα θα μπορούσα να κάνω ό,τι και αν μου ζητούσε.

    «Να, πριν λίγο καιρό οι γονείς μου είχαν ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο και έφυγαν από τη ζωή δυστυχώς. Μου άφησαν ένα σπίτι εδώ και κάποια χρήματα στην τράπεζα.»

    «Και αποφάσισες να έρθεις εδώ γιατί δεν είχες κανέναν άλλον δικό σου εκεί;»

    «Όχι απλά μου ήταν δύσκολο να βρίσκομαι εκεί. Ξέρεις πολλές αναμνήσεις μαζί. Έχω τη θεία μου και τον θείο μου και τα ξαδέρφια μου αλλά και πάλι μου ήταν πολύ δύσκολο. Και έτσι ήρθα να ζήσω εδώ.»

    «Ναι αλλά δεν μένεις στο σπίτι σου.»

    «Και που ξέρεις πιο είναι το σπίτι μου;» πως ήξερε ότι δεν έμενα σπίτι και το έλεγε με τόση σιγουριά.

    «Όλοι ξέρουμε ότι μένεις με τον διοικητή. Και πως το σπίτι σου είναι υπό κατασκευή.» φαινόταν ανακουφισμένη. Σαν να επρόκειτο να αποκαλυφθεί και το διόρθωσε την τελευταία στιγμή.

    «Ναι αυτό είναι αλήθεια. Μέχρι να το επισκευάσω ο διοικητής προσφέρθηκε να με φιλοξενήσει.»

    «Και λυπάμαι για τους γονείς σου. Δεν ήθελα να στα θυμίσω.»

    «Ευχαριστώ και δεν πειράζει. Τι θα έλεγες να βγαίναμε κάποια μέρα να μιλήσουμε, για πιο χαρούμενα πράγματα φυσικά.» μήπως ήταν πολύ γρήγορα, μήπως την είχα τρομάξει, μήπως την είχα φέρει σε δύσκολη θέση; Αχ γιατί αργούσε να απαντήσει;

    «Εμμ, δεν ξέρω αν θα ήταν καλό να βγούμε εμείς οι δύο.» είπε επιτέλους και αναστέναξε. Πριν προλάβω να της απαντήσω έφυγε και δυστυχώς ο καθηγητής μας ανακοινώσε πως έπρεπε να φύγουμε ακριβώς εκείνη την ώρα.

    Δεν ήμασταν στο ίδιο λεωφορείο και δεν μου δόθηκε η ευκαιρία να μιλήσουμε ξανά μετά το τέλος του σχολείου.

    Μπορεί να την είχα τρομάξει με όλη αυτή τη βιασύνη. Ακόμα δεν την ήξερα και της είχα προτείνει να βγούμε. Γιατί το έκανα αυτό, γιατί;

    Όταν μου μίλησε ήταν τόσο όμορφη και φιλική και με αυτό το χαμόγελο της ξεχνούσα τι ήθελα να πω και τι ήθελα να κάνω. Και θα μπορούσα να κάνω ό,τι μου ζητήσει μόνο και μόνο με ένα χαμόγελο. Ήταν ίδια με το όνειρό μου σήμερα, ήρεμη και φιλική και πιθανότατα την είχα τρομάξει με τις ανόητες ερωτήσεις μου και με το παρελθόν μου και δεν θα ήθελε να μου ξαναμιλήσει τώρα πια!

    «Τελικά θα περάσεις από το μαγαζί;» με ρώτησε ο Μάικ καθώς κατεβαίναμε από το λεωφορείο και με αποσυντόνισε.

    «Ναι αφού σου είπα πως πρέπει να αγοράσω μερικά πραγματάκια.»

    «Καλά λοιπόν. Πάμε.»

    «Φύγαμε.»

    Η Λόρεν έπιασε τον ώμο μου για να στηριχτεί και να κατέβει από το λεωφορείο.

    «Που πάτε εσείς οι δύο τόσο βιαστικά;»

    «Πάω για να αγοράσω τα απαραίτητα για το camping μας.» της απάντησα.

    «Να έρθω και εγώ. Λατρεύω τα ψώνια και όλο και κάτι θα βρω που να μην το έχω!»

    «Και δεν έρχεσαι.» της είπε αδιάφορα ο Μάικ.

    Έτσι λοιπόν πήγαμε όλοι μαζί για το μαγαζί. Εκεί ψώνισα τα απαραίτητα σε αντίθεση με την Λόρεν η οποία ψώνισε ότι βρήκε μπροστά της.

    Ήταν μια πολύ κουραστική μέρα και όταν γύρισα σπίτι αισθανόμουν απλά ανακουφισμένος.

    Διάβασα για το σχολείο μιας και δεν θα μπορούσα να διαβάσω όλο το Σαββατοκύριακο.
    Η υπόλοιπη μέρα πέρασε πολύ αργά. Έφαγα, ξεκουράστηκα, διάβασα, μίλησα λίγο με τον Τσάρλι και έτσι απλά κύλισε η μέρα μου.

    Ξάπλωσα στο κρεβάτι μου άκουσα λίγη μουσική σκέπτόμενος το επόμενο διήμερο.
    Μετά έπεσα για ύπνο και μεταφέρθηκα στον κόσμο μου όπου μπορούσα να ζήσω όπως εγώ ήθελα και με όποιον ήθελα, όπου μπορούσα να ονειρευτώ και να ζήσω με το ένα και μοναδικό άτομο που σκεπτόμουν τελευταία. Την Μπέλλα Κάλεν.

    «Καληνύχτα.»

    Είπα και φαντάστηκα πως με άκουγε.

    «Καληνύχτα» μου απάντησε και τώρα ήξερα πως ήμουν στον κόσμο μου.
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Deppy
    Eclipse Bitten
    Eclipse Bitten
    Deppy


    Θηλυκό Ζυγός
    Ηλικία : 29
    Τόπος : Αθήνα
    Αριθμός μηνυμάτων : 433
    Registration date : 13/09/2009

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

    Αντίθετοι Ρόλοι Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Αντίθετοι Ρόλοι   Αντίθετοι Ρόλοι I_icon_minitimeΚυρ 7 Νοε 2010 - 20:42

    Κεφάλαιο 9ο:

    Σήμερα ήταν θα ήταν μια φοβερή μέρα, καθώς και ολόκληρο το σαββατοκύριακο. Θα περνούσα όλο το διήμερο με την παρέα μου για camping. Αλλά το μόνο μειονέκτημα αυτής της εκδρομής ήταν η απουσία της Μπέλας. Θα την έβλεπα στο σχολείο την Δευτέρα και αυτό κάπως με παρηγορούσε.

    Καθώς σκεπτόμουν τι θα της πω, μάζευα και την βαλίτσα μου. Δεν ήθελα να αργήσω στο ραντεβού μου. Είχαμε συνεννοηθεί να βρεθούμε όλοι στο σχολείο και από εκεί να φύγουμε όλοι μαζί για την παραλία.

    Κατέβηκα στην κουζίνα για να φάω ένα καλό πρωινό, μιας και όλη μέρα θα στήνουμε τις σκηνές και γενικά θα είμαστε απασχολημένοι με το μικρό ελεύθερο camping μας.

    Μπήκα στο αμάξι μου και έβαλα μπρος. Άναψα και το καλοριφέρ γιατί έκανε λίγο κρύο και δεν ήθελα να αρρωστήσει κανείς και να τρέχουμε στο νοσοκομείο. Έβαλα ένα cd να παίζει και μόλις έφτασα έξω από το σχολείο διαπίστωσα πως ήμουν ο πρώτος. Έτσι αποφάσισα να περιμένω στο αμάξι μέχρι να έρθουν οι φίλοι μου.

    Περίμενα περίπου πέντε λεπτά και ο Μάικ εμφανίστηκε. Σε λίγα λεπτά όλοι ήμασταν συγκεντρωμένοι και πολύ ενθουσιασμένοι.

    Τα κορίτσια συζητούσαν για τα ρούχα και τα αξεσουάρ που είχαν πάρει μαζί τους και εμείς για το τέλειο μπάρμπεκιου που θα κάναμε.

    Μετά από λίγα λεπτά και αφού όλοι ήμασταν έτοιμοι για μία ακόμη περιπέτεια ( βασικά ήταν η πρώτη μου περιπέτεια στο Φόρκς) μπήκαμε στα αμάξια και φύγαμε για το Λα Πους.

    Ο Έρικ κάθισε στην θέση του συνοδηγού και η Άντζελα στο πίσω κάθισμα. Για λίγο δεν μιλούσε κανένας μας αλλά η Άντζελα έκανε το πρώτο βήμα.

    «Λοιπόν είμαι σίγουρη ότι θα το λατρέψεις το μέρος Έντουαρντ. Είναι όλα τόσο όμορφα. Το κατάλληλο μέρος για camping.»

    «Είμαι σίγουρος. Και χαίρομαι που θα πάω μαζί σας παιδιά.»

    «Και εμείς χαιρόμαστε φίλε.» μου είπε ο Έρικ. «Και θέλουμε να σου πούμε και κάτι άλλο. Ξέρεις μιλούσαμε για το σπίτι που φτιάχνεις και είπαμε μήπως ήθελες βοήθεια. Θα έρθουν όλοι, αν θες και εσύ, να βοηθήσουν για να τελειώσει ακόμα πιο γρήγορα.»

    «Αυτό είναι πολύ ευγενικό εκ μέρους σας, σίγουρα θα χρειαστώ ένα χεράκι με το σπίτι.»

    «Όχι ένα αλλά πολλά χεράκια πρέπει να πεις καλύτερα.»

    «Ναι μάλλον αυτό έπρεπε να πω!»

    Η Άντζελα είναι το πιο αστείο κορίτσι που είχα γνωρίσει σε αντίθεση με την Τζέσικα και την Λόρεν. Δεν λέω πως δεν είναι αστείες αλλά είναι τελείως διαφορετικές.

    Τα κορίτσια δεν είχαν αυτοσαρκασμό και προτιμούσαν αν μιλάνε μόνο για κοριτσίστικα θέματα λες και τίποτα άλλο στη γη δεν τις απασχολούσε. Σε αντίθεση με την Άντζελα η οποία δεν φοβόταν να κάνει πλάκα με τον εαυτό της και να ασχοληθεί και με εμάς τα αγόρια. Τα κατωτέρου επιπέδου εξυπνάδας!

    Η ώρα μας στο αμάξι πέρασε πολύ γρήγορα και ευχάριστα. Και επιτέλους είχαμε φτάσει στην παραλία.

    Κατεβήκαμε από τα αμάξια και ξεφορτώσαμε τα πράγματα. Ήταν πολλά και μόνο για να τα κατεβάσουμε από τα αμάξια στην ακτή κάναμε 20 ολόκληρα λεπτά.

    Μετά ξεκίνησε το διασκεδαστικό κομμάτι του camping. Το στήσιμο των σκηνών. Είχαμε δύο μεγάλες για να κοιμόμαστε και άλλη μία μικρή για τα πράγματά μας.

    «Θα ξεκινήσουμε καμία ώρα;» ρώτησε ανυπόμονα ο Μάικ. Ήταν ειδικός στο στήσιμο των σκηνών και ανυπομονούσε να μας εκπλήξει με τις ικανότητές του.

    «Αμέσως κύριε.» είπε ο Μπέν και τον χαιρέτησε στρατιωτικά. Πραγματικά ο τρόπος του ήταν μοναδικός. Μόνο που δεν πέσαμε κάτω από τα γέλια.

    «Καλά, καλά. Κοροϊδεύεται εσείς, αλλά αν δεν ξεκινήσουμε θα μας πάρει το ξημέρωμα!»

    «Μάλλον έχει δίκιο ο Μάικ και σίγουρα δεν θέλω να κοιμηθώ στο κρύο.» εξήγησε η Λόρεν και η Τζέσικα κούνησε το κεφάλι της συμφωνώντας με την φίλη της.

    «Λοιπόν αν δεν θέλετε να κοιμηθείτε στο κρύο ξεκινήστε να στήνετε την σκηνή σας...» απευθύνθηκα στα κορίτσια «...και εμείς την δικιά μας.» απευθυνόμενος στα αγόρια αυτή τη φορά.

    Φυσικά δεν το σκεφτήκαμε παραπάνω και ξεκινήσαμε το στήσιμο.

    Μετά από λίγα λεπτά τα κορίτσια είχαν τελειώσει ήδη με την σκηνή τους και ο Μάικ, που ήθελε να τα κάνει όλα μόνος του, ήταν στα μισά. Τότε άρχισαν να γελούν και να περιπαίζουν τον Μάικ. Τα υπόλοιπα αγόρια είχαμε αναλάβει το στήσιμο της μικρότερης σκηνής και τα είχαμε καταφέρει μια χαρά και σίγουρα πολύ καλύτερα από τον Μάικ.

    «Κορίτσια μην πειράζετε τον φίλο μου γιατί θα έχετε να κάνετε μαζί μου!» είπε ο Έρικ προσποιούμενος τον θυμωμένο.

    «Ευχαριστώ που με υποστηρίζεις Έρικ.»

    «Δεν κάνει τίποτα αλλά καλύτερα να αφήσεις την δουλεία σου στο μαγαζί με τα ορειβατικά είδη και να βρεις κάπου αλλού δουλειά. Σε ένα σουπερ μάρκετ καλύτερα ας πούμε.»

    «Χα, χα. Πολύ αστείο Έρικ. Σιγά μην με υποστήριζες.»

    «Ναι, μην στεναχωριέσαι τόσο, θα πάθεις κατάθλιψη!» του απάντησε ο Έρικ. Θα μπορούσαμε να τους ακούμε ώρες να παριστάνουν πως τσακώνονται αλλά είχαμε και άλλες δουλειές να κανονίσουμε.
    Ήταν ήδη μεσημέρι και όλοι μας πεινούσαμε σαν λύκοι. Ξαφνικά, με την τελευταία μου σκέψη ο Τζέικομπ και οι παρέα του εμφανίστηκαν και μου φάνηκε τόσο ειρωνικό που άρχισα να γελάω μόνος μου. Όλοι γύρισα και κοίταξαν απορημένοι αλλά δεν έδωσαν σημασία.

    «Γεια σου Έντουαρντ.» με χαιρέτησε.

    «Γεια σου Τζέικ. Πως και από εδώ;»

    «Απλά ήρθαμε για βόλτα. Άλλωστε εδώ είναι τα λημέρια μας, το ξέχασες?»

    «Ε, ναι. Σωστά.» και άρχισαν οι συστάσεις.

    Αφού όλοι γνωρίστηκαν με όλους, αποφασίσαμε πως είναι η κατάλληλη ώρα να τσιμπήσουμε κάτι. Βέβαια προσκαλέσαμε και τα παιδιά του καταυλισμού στο μεσημεριανό και στο βραδινό μας μπάρμπεκιου. Δεν μπορούσαν να κάτσουν το μεσημέρι αλλά υποσχέθηκαν πως θα ερχόντουσαν το βράδυ. Τους αποχαιρετήσαμε και αρχίσαμε να φτιάχνουμε νοστιμότατα σάντουιτς με φυστικοβούτυρο. Τα σάντουιτς ήταν υπό την επιμέλεια των κοριτσιών αποκλειστικά. Οπότε εμείς στήσαμε το τραπέζι, τις καρέκλες και ότι άλλο έπρεπε να ετοιμαστεί.

    Η ώρα πέρασε πολύ γρήγορα. Χαζολογούσαμε και πειράζαμε ο ένας τον άλλον. Δεν καταλάβαμε για πότε είχε νυχτώσει.

    «Μάικ, μήπως πρέπει να αρχίσουμε να ανάβουμε την φωτιά; Αν θέλουμε όλα να είναι έτοιμα στην σωστή ώρα νομίζω θα ήταν καλά να ξεκινήσουμε τις ετοιμασίες.»

    «Ναι, μάλλον έχεις δίκιο Έντουαρντ. Άντζελα θα βάλεις αλάτι, ρίγανη, πιπέρι στα κρέατα και ό,τι άλλο χρειάζεται όσο εμείς ανάβουμε την φωτιά;»

    «Φυσικά! Κορίτσια θα με βοηθήσετε; Είστε σίγουροι ότι τα κρέατα φτάνουν για όλους μας, μαζί και τους φίλους του Έντουαρντ;»

    «Μην ανησυχείς Άντζελα. Δεν θα τους προσκαλούσα αν δεν έφτανα. Το είχα φανταστεί ότι μπορεί να έρχονταν και όλα τα αγόρια συμβάλλαμε στην αγορά των κρεάτων ώστε να μην βρεθούμε προ εκπλήξεως.»

    «Καλή σκέψη. Ας πιάσουμε δουλειά τώρα.»

    Η φωτιά όπου θα ψήναμε τα φαγητά ήταν έτοιμη και η φωτιά που θα ζεσταινόμασταν γύρω της μόλις είχε αρχίσει να φουντώνει. Τα κορίτσια είχαν βάλει μικρά κεράκια, νομίζω πως η Λόρεν τα είχε πει ρεσό, γύρω, γύρω από τη φωτιά μας σε ένα μεγαλύτερο κύκλο φυσικά έτσι ώστε εμείς να βρισκόμαστε ανάμεσα στα κεράκια και στην μεγάλη φωτιά.

    Έπρεπε να τους το αναγνωρίσω πως είχαν διαμορφώσει ένα πολύ όμορφο σκηνικό. Οι φίλοι μου από το Λα Πους μόλις έφτανα και είδα κάποια πρόσωπα καινούρια.

    Αμέσως αναγνώρισα την Μάγκι. Ήταν ψηλή και αδύνατη, γυμνασμένη όμως όχι αδύνατη σαν καλαμάκι αλλά ούτε και υπερβολικά γυμνασμένη. Όσο ακριβώς χρειάζεται για να δείχνει αδύνατη και ταυτόχρονα ζουμερή. Μου θύμισε την Μπέλλα η οποία είχε τις τέλειες αναλογίες.

    Τα μαλλιά της Μάγκι ήταν καστανά σκούρα όπως και τα μάτια της ήταν μελί, σκούρα και αυτά βέβαια. Είχε πολύ ωραία χαρακτηριστικά προσώπου που την κολάκευαν.

    Ήταν χαλαρή στο πλάι του φίλου μου και μπορούσα να διακρίνω την ανυπομονησία της.

    «Λοιπόν Έντουαρντ από εδώ η Μάγκι. Μάγκι από εδώ ο Έντουαρντ.» μας σύστησε ο Τζέικ με εμφανή ενθουσιασμό.

    «Χαίρομαι που σε γνωρίζω Έντουαρντ. Έχω ακούσει πολλά για εσένα.» είπε πρόσχαρα και μου έδωσε το χέρι της. Της ανταπέδωσα την χειρονομία.

    «Και εγώ χαίρομαι που σε γνωρίζω Μάγκι.» της απάντησα φιλικά.

    «Μήπως θέλετε λίγη βοήθεια;» με ρώτησε ο Τζέικ.

    «Μάλλον όχι. Απλώς κάτσε και απόλαυσε τη βραδιά φίλε μου.»

    «Μάλλον αυτό θα κάνω. Ωραία το φτιάξατε το μέρος.»

    «Για την σκηνική επιμέλεια φρόντισαν τα κορίτσια. Σε αυτές δώσε συγχαρητήρια.»

    «Πάω αμέσως! Θα έρθεις Μάγκι;»

    «Λέω να μιλήσω λίγο με τον Έντουαρντ. Αν δε έχεις κάποια δουλειά να κάνεις φυσικά.» μου είπε.

    «Εμ, έχω λίγο χρόνο.»

    «Πολύ καλά λοιπόν. Σας αφήνω.» μας είπε ο Τζέικ και έφυγε φωνάζοντας τα κορίτσια για να τα συγχαρεί.

    «Ο Τζέικ μου έχει μιλήσει πολύ για εσένα.»

    «Ό,τι και αν σου έχει πει είναι ψέμα.» γελάσαμε με το αστείο μου. «Πλάκα κάνω φυσικά.»

    «Ναι το κατάλαβα, σε συμπαθεί πολύ ξέρεις. Ανυπομονούσε να σε γνωρίσω.»

    «Σημαίνεις πολλά για αυτόν και ήθελε να γνωρίσω το κορίτσι του.»

    «Ναι. Είμαστε πολύ, πολύ δεμένοι.»

    «Φαίνεται από τον τρόπο που σε κοιτάζει. Εσείς στο Λα Πους ερωτεύεστε πολύ έντονα.»
    «Ναι, το έχουμε αυτό.»

    «Ξέρεις Μάγκι ήθελα να σε ρωτήσω μήπως ξέρεις για κάτι φήμες που άκουσα τώρα τελευταία. Έχει σχέση με λυκάνθρωπους και βρικόλακες.»

    «Θα με κάνεις να μην κοιμάμαι το βράδυ αν συνεχίσεις με αυτές τις ιστορίες.» μου είπε χαμογελαστά.

    «Δηλαδή δεν τα πιστεύεις;»

    «Κοίτα Έντουαρντ, καλύτερα να ρωτήσεις τον Τζέικ για αυτές τις ‘φήμες’. Εγώ το μόνο που μπορώ να σου πω, σαν συμβουλή, είναι πρόσεχε με ποιούς κάνεις παρέα! Πάω να κάτσω με τα υπόλοιπα παιδιά τώρα αν δεν σε πειράζει.»

    «Κανένα πρόβλημα.» της είπα προσπαθώντας να καταλάβω τί εννοούσε.

    «Έντουαρντ, έρχεσαι να με βοηθήσεις λίγο εδώ πέρα.» μου φώναξε ο Μπέν που ήταν σκυμμένος πάνω από την ψησταριά με τον Μάικ και τον Έρικ.

    «Έρχομαι.» του φώναξα και έτρεξα να δω τι χρειάζονταν.

    Τα κρέατα ήταν έτοιμα και ήθελαν παραπάνω χέρια για να τα μοιράσουν. Όλοι ήταν καθισμένοι γύρω από τη φωτιά. Καθόμασταν ανάμεικτα και μιλούσαμε φιλικά τρώγοντας και πίνοντας τις μπύρες μας.

    Ήταν ένα πολύ ωραίο βράδυ. Είχε πανσέληνο και όλα ήταν τόσο φωτεινά. Ο Μάικ καθόταν δίπλα μου από την αριστερή πλευρά και ο Τζέικ από την δεξιά . Ασυναίσθητα, μόλις έκανε την εμφάνισή του το φεγγάρι και χρωμάτισε την θάλασσα, η Τζέσικα έγειρε το κεφάλι της στον ώμο του Μάικ και η Μάγκι στον ώμο του Τζέικ.

    Βρισκόμουνα ανάμεσα σε δύο ζευγάρια. Μόνο που το ένα δεν το ήξερε ακόμα. Όλοι χάζευαν την υπέροχη θέα μπροστά μας αμίλητοι. Τα βλέμματα όλων μας μαγνητισμένα από το φεγγαρόφωτο αρνούνταν να στραφούν αλλού.

    Μετά από λίγα λεπτά πρόσεξα πως ο Τζέικ και η Μάγκι κοιτάζονταν στα μάτια. Το ίδιο και ο Σαμ με την Έμιλι. Το ίδιο και κάποια άλλα παιδιά από την παρέα του Τζέικ.

    Ο Μάικ χάιδευε τον ώμο της Τζέσικα. Απέναντι από εμένα, πέρα από τη φωτιά καθόντουσαν ο η Άντζελα αγκαλιά στον Έρικ.

    Οι περισσότεροι είχαν βρει το ταίρι τους και ήταν τόσο όμορφοι και ταιριαστοί σα ζευγάρια. Αλλά κάτι έλειπε. Κάτι μέσα μου έλειπε και ήξερα πολύ καλά τι ήταν αυτό. Ήταν η Μπέλλα. Θα ήθελα τόσο πολύ να την είχα στην αγκαλιά μου και να χαζεύαμε το θέαμα. Όμως αυτό δεν είναι δυνατόν. Πρώτον γιατί δεν ήταν εδώ και δεύτερον γιατί δεν ήξερα κατά πόσο εκείνη ήθελε να γίνει αυτό δυνατό.

    Μετά από κάμποση ώρα τα παιδιά από τον καταυλισμό έφυγαν και οι υπόλοιποι βολευτήκαμε στις σκηνές μας για να κοιμηθούμε.

    Τα όνειρά μου ήταν γαλήνια εκείνο το βράδυ. Μόλις όμως ξύπνησα θυμήθηκα αυτά που μου είπε η Μάγκι χθες. Ήταν πολύ νωρίς και βγήκα αθόρυβα από την σκηνή για να μην ξυπνήσω κανέναν και κάθισα στην άμμο κοντά στην θάλασσα. Ξάπλωσα με ανοιχτά τα μάτια ανάσκελα κοιτάζοντας τα σύννεφα και ακούγοντας τα κύματα να σκάνε πάνω στα βράχια ακριβώς δίπλα μου.

    Τί σήμαιναν τα λόγια της; Για ποιούς φίλους μου μιλούσε ακριβώς; Για τα παιδιά από το Φόρκς; Για την Μπέλλα και την οικογένειά της; Για τα παιδιά από το Λα Πους; Ήταν δυνατόν να μιλάει αρνητικά για το αγόρι της και τους φίλους τους;

    Δεν μπορούσα να απαντήσω σε καμία από τις ερωτήσεις μου. Η κουβέντα μου με τον Τζέικομπ έπρεπε να γίνει άμεσα.

    Και τί θα του έλεγα που να πάρει η οργή; Ξέρεις φίλε μου νομίζω πως είσαι λυκάνθρωπος εσύ και όλοι οι φίλοι σου και πως το κορίτσι που αγαπάω είναι βρικόλακας. Αυτό θα του έλεγα; Και αν όλα αυτά ήταν απλά βλακείες που είχαν ριζώσει βαθιά μέσα στο μυαλό μου;

    Δεν ήξερα πως να αντιμετωπίσω αυτήν την κατάσταση μέχρι που η Άντζελα σαν από μηχανής θεός κάθισε δίπλα μου.

    «Δεν χωρούσατε στην σκηνή και είπες να κοιμηθείς έξω;» με ρώτησε γελώντας με την σκέψη της. Γέλασα και εγώ μαζί της.

    «Όχι απλά ξύπνησα και έφυγα από την σκηνή για να μην ξυπνήσω και τους άλλους. Εσύ πως και ξύπνησες;»

    «Είμαι πρωινός τύπος. Εξάλλου μου αρέσει να ακούω τους ήχους της θάλασσας και είπα να τους απολαύσω πριν σηκωθούν όλοι και έχει πολύ φασαρία.»

    «Καλά έκανες.»

    «Σου λείπει;»

    «Ε; Ποιός να μου λείπει;»

    «Έλα Έντουαρντ, από τα αγόρια μπορείς να κρυφτείς αλλά τα κορίτσια το καταλαβαίνουν όταν σε κάποιο αγόρι του λείπει κάτι. Και αυτό το κάτι είναι ένα κορίτσι.»

    «Ε....»

    «Δεν χρειάζεται να μου πεις κάτι. Τα καταλαβαίνω. Αλλά αυτό το κορίτσι σε απασχολεί πολύ και για να σταματήσει αυτό πρέπει να κάνεις κάτι. Στα κορίτσια αρέσει όταν το αγόρι κάνει το πρώτο βήμα και ας λένε όλες για τη μοντέρνα εποχή που ζούμε.»

    «Άντζελα, να σε ρωτήσω κάτι;»

    «Φυσικά, ό,τι θες.»

    «Μιας και έχεις καταλάβει πως κάποια κοπέλα μου αρέσει και νομίζω πως έχεις καταλάβει και ποιά ακριβώς είναι αυτή, θέλω να σε ρωτήσω τί ξέρεις για τους Κάλεν;»

    «Το φανταστικά πως θα με ρωτούσες κάτι σχετικά με την Μπέλλα. Λοιπόν άκου την ιστορία που ξέρω.» ανασηκώθηκα και κάθισα οκλαδόν απέναντί της. Το ίδιο έκανε και εκείνη. «Η ιστορία που ξέρω ξεκινάει λίγα χρόνια πριν. Οι Κάλεν ήρθαν στο Φόρκς πριν από περίπου τρία χρόνια. Μπορεί και πιο λίγα για κάτι μήνες. Ζούσαν στον Καναδά για αρκετά χρόνια. Όλα τα παιδιά του Δόκτωρ Κάλεν είναι υιοθετημένα. Ακούγεται πως πρώτα υιοθέτησαν τον Τζάσπερ και την Ρόζαλι που είναι αδέρφια όταν ήταν πολύ μικρά ακόμα. Μετά ακολούθησε η Άλις και ο Έμετ. Τελευταία υιοθέτησαν την Μπέλλα σε ηλικία 10 χρονών περίπου. Είχαν πάει ταξίδι στην Ευρώπη και καθώς επισκέφτηκαν ένα ορφανοτροφείο αποφάσισαν να την υιοθετήσουν. Λένε πως τους μάγεψε όχι μόνο η ομορφιά της αλλά επίσης επειδή ήταν πολύ φρόνιμη και υπάκουη. Η κυρία Κάλεν θα την λάτρευε ούτως ή άλλως. Αγαπάει πολύ τα παιδιά μιας και έχει χάσει ένα παιδί πριν καταλάβουν με τον σύζυγό της πως δεν μπορούν να κάνουν δικά τους. Αφού λοιπόν επέστρεψαν από την Ευρώπη μαζί με την Μπέλλα έζησαν στη Νέα Υόρκη. Η θέση του γιατρού στο Φόρκς ήταν άδεια και όλη η οικογένεια είχε κουραστεί να ζει στις μεγάλες πόλεις. Έτσι αποφάσισαν να μετακομίσουν εδώ. Αυτά ξέρω για τους Κάλεν.»

    «Μάλιστα.»

    «Και δεν έχει ψάξει κανένας τους για τους πραγματικούς τους γονείς;»

    «Μα δεν το βλέπεις Έντουαρντ πόσο ευτυχισμένοι είναι; Γιατί να βάλουν τους εαυτούς τους σε μία τέτοια διαδικασία όταν ο Δόκτωρ Κάλεν και η γυναίκα του τους αγαπούν τόσο πολύ;»

    «Δεν ξέρω απλά έκανα μία υπόθεση.»

    «Ξέρεις η Τζέσικα θεωρεί περίεργο το ότι είναι μαζί σαν ζευγάρια τα παιδιά. Εγώ όμως τους καταλαβαίνω. Εκτός από το ότι όλοι τους είναι απίστευτα όμορφοι, και ποιός δεν θα τους ερωτευόταν, είναι μαζί σε όλα και στα καλά που λέμε και στα κακά. Οπότε είναι λογικό να θέλουν να είναι μαζί δεμένοι με έναν διαφορετικό τρόπο. Πού ξέρεις πως νιώθουν αυτά τα παιδιά;»

    «Σε αυτό έχεις δίκιο. Και μου λείπει πάρα πολύ η Μπέλλα αυτή τη στιγμή και θέλω να μάθω τι σκέπτεται για το μέλλον της και όλα όσα θέλει να κάνει με την οικογένειά της. Και δεν ξέρω πως να την πλησιάσω! Αυτό είναι όλο.»

    «Την έχω δει πως σε κοιτάει. Και νομίζω πως της αρέσεις. Αν και δεν έχω μεγάλη πείρα στις σχέσεις.»

    «Μιας και που το ανέφερες σε είδα χθες στην αγκαλιά του Έρικ. Τρέχει κάτι μεταξύ σας; Αν θες μου λες.»

    «Ξέρεις ο Έρικ μου άρεσε εδώ και πολύ καιρό απλά έπρεπε να κάνω κάτι για να το καταλάβει και χθες βρήκα την κατάλληλη στιγμή. Από εδώ και πέρα θα δείξει πως θα εξελιχθούν τα πράγματα. Ε, μην πεις σε κανέναν για αυτά που σου λέω και ιδικά στον Έρικ.»

    «Μην ανησυχείς. Δεν θα πω τίποτα όπως δε θα έλεγες και εσύ. Θα είναι το μυστικό μας η σημερινή κουβέντα.»

    «Τέλεια.» μου είπε και έκλεισε τα μάτια της απολαμβάνοντας τον ήχο της θάλασσας.

    Κοίταξα το ρολόι μου και ήταν οχτώ η ώρα. Δεν είχα καταλάβει πόσο γρήγορα πέρασε το πρωινό μου και μέσα σε λίγες ώρες όλοι ήταν ξύπνοι.

    Πήγαμε και κάτσαμε μαζί τους για να φάμε πρωινό και να συνεχίσουμε την μέρα μας. Μερικοί από εμάς ήθελαν να πάνε για εξερεύνηση στο δάσος όχι πολύ μέσα όμως. Πήγα και εγώ μαζί τους για μία μικρή εξερεύνηση.

    Όταν γυρίσαμε όλοι ήταν ενθουσιασμένοι.

    Η μέρα ήταν πολύ καλή για μία χειμωνιάτικη μέρα στο Φόρκς. Είχε ήλιο και έτσι μπορέσαμε να απολαύσουμε έναν μεσημεριανό ύπνο στην αμμουδιά και ένα υπέροχο ηλιοβασίλεμα.

    Πριν καν το καταλάβουμε έπρεπε να φύγουμε. Αρχίσαμε να ξεστήνουμε τις σκηνές, να μαζεύουμε τα πράγματα και να τα τοποθετούμε μέσα στα αμάξια. Τα μαζέψαμε πιο γρήγορα από ότι όταν τα στήναμε.

    Επιβιβαστήκαμε στα αμάξια και πήραμε τον δρόμο της επιστροφής.

    Άφησα την Άντζελα στο σπίτι της και μετά τον Έρικ στο δικό του. Επιτέλους είχα γυρίσει στο σπίτι.

    Μετά από ένα σύντομο διάλογο με τον Τσάρλι και αφού του περιέγραψα το Σαββατοκύριακό μου μπήκα στο ντους για ένα σύντομο μπάνιο. Με χαλάρωσε και έτσι έπεσα στο κρεβάτι χωρίς να έχω κάτι άλλο να κάνω. Σκεπτόμουν πως μόνο λίγες ώρες με χώριζαν από το να δω την Μπέλλα. Είχα μιλήσει για αυτήν στην Άντζελα και μπορώ να πω πως μου έφυγε ένα βάρος. Με καταλάβαινε όταν της μιλούσα. Όχι ότι είχαμε μιλήσει πολλές φορές αλλά μπορούσα να διακρίνω πόσο καλή ήταν όχι μόνο στο να ακούει αλλά και στο να συμβουλεύει. Και είχα σκοπό να κάνω αυτό που μου είχε πει.

    Θα έκανα εγώ το πρώτο βήμα αύριο κιόλας!
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
     
    Αντίθετοι Ρόλοι
    Επιστροφή στην κορυφή 
    Σελίδα 1 από 1
     Παρόμοια θέματα
    -

    Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτήΔεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
    Bella And Edward :: Midnight Inspirations :: Fanfictions-
    Μετάβαση σε: