Bella And Edward
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.



 
ΦόρουμΠόρταλΕικονοθήκηΑναζήτησηLatest imagesΣύνδεσηΕγγραφή
Η συνέχεια της διάσημης σειράς βιβλίων έρχεται στα βιβλιοπωλεία στις 4 Αυγούστου με τίτλο «Midnight Sun» και αφηγείται την ιστορία του «Λυκόφωτος» από την πλευρά του Edward Cullen.
Πρόσφατα Θέματα
» Ashley's Greene blog
Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία I_icon_minitimeΠαρ 17 Μαρ 2023 - 15:11 από Marzaki Cullen

» Τι ακουτε αυτη την στιγμη;
Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία I_icon_minitimeΠαρ 4 Ιουν 2021 - 15:08 από April

» Bella And Edward - 11 χρόνια μετά
Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία I_icon_minitimeΤετ 6 Ιαν 2021 - 20:34 από Marzaki Cullen

» Συζήτηση για το Midnight Sun
Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία I_icon_minitimeΚυρ 13 Δεκ 2020 - 17:38 από Katrin

» Robert Pattinson
Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία I_icon_minitimeΔευ 7 Σεπ 2020 - 21:40 από $ofi@ + Edward

» Infernal Devices - Κουρδιστός 'Αγγελος
Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία I_icon_minitimeΠαρ 8 Μάης 2020 - 1:03 από evi

» Wallpapers by twins
Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία I_icon_minitimeΔευ 4 Μάης 2020 - 13:25 από Zafrina

» Twilight the movie
Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία I_icon_minitimeΚυρ 3 Μάης 2020 - 12:07 από hiddenfantasy

» Vampire Diaries - TV Series
Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία I_icon_minitimeΔευ 13 Απρ 2020 - 12:11 από Zafrina

» New Moon the movie
Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία I_icon_minitimeΠαρ 10 Απρ 2020 - 12:49 από Zafrina

Παρόμοια θέματα
    Quote of the Week
    "Bella is with Edward. She's a part of this family, and we protect our family."

    Carlisle Cullen, Twilight
    Character of the Week
    Rosalie Lillian Hale

    (born 1915 in Rochester, New York) is a member of the Olympic coven.

    She is the wife of Emmett Cullen and the adoptive daughter of Carlisle and Esme Cullen, as well as the adoptive sister of Jasper Hale (in Forks, she and Jasper pretend to be twins), Alice, and Edward Cullen.

    Rosalie is the adoptive sister-in-law of Bella Swan and adoptive aunt of Renesmee Cullen, as well as the ex-fiancée of Royce King II.
    Νοέμβριος 2024
    ΔευΤριΤετΠεμΠαρΣαβΚυρ
        123
    45678910
    11121314151617
    18192021222324
    252627282930 
    ΗμερολόγιοΗμερολόγιο
    Bella & Edward Playlist
    Το μαργαριτάρι της Ροδεσίας

    Στο κατώφλι µιας νέας εποχής για τη Ροδεσία, η Μάντριγκαλ, έχοντας χάσει τον άντρα της λίγες µονάχα ώρες µετά τον γάµο τους, θρήνησε βαθιά την απώλειά του και αποφάσισε να ζήσει µε τη θύµησή του. Όµως δεν φαντάστηκε ποτέ πως θα της ζητούσαν να πάρει τη θέση της συζύγου του βασιλιά.

    Ο βασιλιάς Έντουαρντ, αφού γνώρισε την απόλυτη ευτυχία δίπλα στη γυναίκα που λάτρεψε όσο καµία, την ¶µπερλιν, δέχτηκε το σκληρότερο χτύπηµα της µοίρας όταν εκείνη πέθανε πριν προλάβει να φέρει στον κόσµο το παιδί τους. Ωστόσο, προκειµένου ν' ανταποκριθεί στα βασιλικά του καθήκοντα και να χαρίσει έναν διάδοχο στη Ροδεσία, είναι υποχρεωµένος να παντρευτεί ξανά και απ' όλες τις υποψήφιες επιλέγει τη Μάντριγκαλ.

    Μήπως όµως το όνοµα της νέας του συζύγου κουβαλά µια σκοτεινή µοίρα; ¶ραγε υπάρχει ελπίδα να αλλάξει το πεπρωµένο; Θα καταφέρει η Μάντριγκαλ να ξυπνήσει την αγάπη στην καρδιά του άντρα και βασιλιά της; Κι εκείνος θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τα αισθήµατά του πριν χάσει τα πάντα για άλλη µια φορά;

    Συγγραφέας ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΜΑΡΙΑ
    Εκδότης ΩΚΕΑΝΙΔΑ


     

     Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία

    Πήγαινε κάτω 
    ΣυγγραφέαςΜήνυμα
    Hollysort
    New Moon Victim
    New Moon Victim
    Hollysort


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 47
    Αριθμός μηνυμάτων : 271
    Registration date : 10/05/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία   Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία I_icon_minitimeΔευ 28 Ιουν 2010 - 12:08





    Η θάλασσα απλωνόταν μπροστά μου σαν ένα απέραντο, γαλάζιο χαλί. Η κρυστάλλινη, διάφανη επιφάνεια ανατρίχιαζε από το ράθυμο αεράκι που κουβαλούσε την αλμυρή της γεύση στο πρόσωπό μου. Πήρα μια βαριά ανάσα, κάπως έτσι πρέπει να είναι οι διακοπές. Να μοιάζουν απόλυτα μ’ αυτό το γλυκό, καλοκαιρινό απόγευμα, να έχουν την ίδια μυρωδιά, την ίδια αίσθηση της ακατανίκητης τεμπελιάς που ξεκλειδώνει μια μια τις άμυνες και τις προφάσεις του συμβατικού εαυτού μας.
    Δεν έπρεπε να κατέβω στη θάλασσα για καφέ, και το ήξερα. Ήταν μια από κείνες τις μικρές λεπτομέρειες που φρόντιζα να προσέχω, για να αποφύγω δυσάρεστες συναντήσεις. Ήταν ένας άγραφος νόμος ,όπως και ορισμένα άλλα μέρη, η παραλία ήταν ένα μέρος που απέφευγα, εφόσον μπορούσα. Παρ’ όλα αυτά, αυτή τη φορά υπέκυψα στην πιεστική ανάγκη να βγω από το σπίτι, και μπαίνοντας στο αυτοκίνητο, να μην πάρω τα βουνά. Έπρεπε κάπως να αδειάσω το κεφάλι μου από τις σκέψεις που με βασάνιζαν, χρειαζόμουν απεγνωσμένα λίγη ηρεμία. Η εικόνα της άρρωστης μάνας μου με στοίχειωνε, ο πόνος της με πονούσε. Δεν μπορούσα άλλο την απελπισία, το αδιέξοδο. Δεν υπέφερα την ανημπόρια μου να κάνω περισσότερα, να κάνω αυτό που έπρεπε. Τι έπρεπε να κάνω; Αυτή η ερώτηση αιωρείτο στο παρασκήνιο όλων μου των σκέψεων τις λίγες στιγμές που δεν ήταν αυτή πρώτη, να ζητά απαντήσεις.
    Το σπίτι με βάραινε σαν ταφόπλακα, έπρεπε να αποδράσω. Αλλά πάλι, δεν ήθελα να οδηγήσω πολύ: όταν οδηγώ, σκέφτομαι ακόμη πιο εντατικά.
    Λογάριασα τις πιθανότητες και κατέληξα ότι θα έπρεπε να σπάσει ο διάολος όλα του τα πόδια για να πέσω πάνω στο κακό συναπάντημα. Η πιθανότητα ήταν εξαιρετικά μικρή. Όχι μηδαμινή, όχι αμελητέα, αλλά οπωσδήποτε ελάχιστη. Θα έπαιρνα το ρίσκο και θα κατέβαινα στη θάλασσα για καφέ. Δεν θα καταντούσα σε αυτό το βαθμό υστερική. Εξάλλου δεν σύχναζε στο μέρος που σκόπευα να πάω.
    Δεν πέρασαν λίγα λεπτά από την ώρα που μπήκα στο αυτοκίνητο, και βρισκόμουν απλωμένη στην άνετη πολυθρόνα μου, με το καινούργιο βιβλίο που αδημονούσα να διαβάσω, αποφασισμένη να ξεκουράσω το μυαλό μου πάσει θυσία. ¶λλη μια βαθιά ανάσα έκλεισα τα μάτια και αφουγκράστηκα το χαλαρό πλατσούρισμα του νερού λίγα μέτρα από τα πόδια μου. Ένιωσα να πέφτουν από πάνω μου οι σκιές κι οι έννοιες σαν πέτρες και να κυλάνε στο νερό. Ανακούφιση.
    Ο σερβιτόρος κατέφτασε κεφάτος. Παρήγγειλα έναν παραδοσιακό, παλιομοδίτικο φραπέ. Δεν άντεχα τα τρέντι και δηλητηριώδη μαυροζούμια που ήταν της μόδας. Η ανάγκη μου για χαλάρωση απλοποιούσε τα πάντα , ακόμη και την επιλογή του καφέ.
    Βολεύτηκα λίγο καλύτερα στη θέση μου. Κοίταξα όσο πιο μακριά μπορούσα στον ορίζοντα κι ευχήθηκα να πετούσα σαν τα πουλιά, να βρισκόμουν εκεί, στον γαλάζιο ουρανό του απομεσήμερου και να γευόμουν αυτή την ελευθερία που μόνο να φανταστώ μπορούσα. Πάσχισα να αποτυπώσω κάθε λεπτομέρεια του τοπίου κι έτσι να κρατήσω το μυαλό μου απασχολημένο για μερικές στιγμές. Έπρεπε να κλείσω κάθε πηγή ανησυχίας, φόβου, λύπης, να προσποιηθώ ότι δεν υπήρχε τίποτα άλλο, παρά μόνο ο παιχνιδιάρης ουρανός πάνω από την πλατιά θάλασσα.
    Πήρα με λαχτάρα το βιβλίο μου και χάιδεψα το εξώφυλλο. Βιαζόμουν τόσο πολύ να το διαβάσω ώστε δεν περίμενα την ελληνική μετάφραση: είχα πάρει το αγγλικό πρωτότυπο. Όμως δεν είχα ακόμη την απαιτούμενη ηρεμία για να ξεκινήσω το διάβασμα. Μέσα μου μαίνονταν τα τελευταία υπολείμματα έντασης. Έκλεισα τα μάτια και πρόσταξα τον εαυτό μου νοερά να τα αγνοήσει.
    Ο σερβιτόρος επέστρεψε σχετικά γρήγορα, κουβαλώντας τον καφέ μου. Λογικό ήταν- όταν κάθισα στην καφετέρια δεν υπήρχαν και πολλοί πελάτες: δυο τρεις αργόσχολοι παππούδες που ρέμβαζαν στην άλλη γωνία κι εγώ. Καθώς ακούμπησε το ποτήρι στο τραπέζι, έσκυψε λίγο πιο κοντά μου και μουρμούρισε ευγενικά:
    «Ο καφές είναι κερασμένος.»
    Κοίταξα ερωτηματικά το σερβιτόρο, κι εκείνος ένευσε απαντώντας στην ερώτηση που δεν είχα προλάβει να διατυπώσω, δείχνοντας πίσω μου. Γύρισα μπερδεμένη προς την κατεύθυνση που μου υπέδειξε, κι ένιωσα όλο το αίμα να στραγγίζει από το πρόσωπό μου. Αν αυτό που συνέβαινε δεν ήταν τόσο απροκάλυπτα προφανές, τότε θα ορκιζόμουν ότι κάποιος μου σκάρωσε κάποιο κακόγουστο αστείο.
    Στο μικρό υπαίθριο μπαρ στεκόταν μια ανησυχητικά γνώριμη φιγούρα. Η πρώτη μου σκέψη ήταν άρνηση. Όχι, δεν ήταν δυνατό. Δεν ήταν δυνατό την μια και μοναδική φορά που ήρθα σε αυτή την καταραμένη καφετέρια να πέσω πάνω του. Δεν ήταν δυνατό να είναι αυτός εκεί απέναντι. Δεν ήταν δυνατό, να με κοιτάει λες και δεν υπήρχε κανένας άλλος εκτός από εμάς τους δυο εκεί. Δεν ήταν δυνατό να μου συμβαίνει αυτό το πράγμα.
    Και τώρα τι; Μια επείγουσα φωνή με ξύπνησε από το λήθαργο που είχα πέσει και με επανέφερε στην δυσάρεστη πραγματικότητα. Χίλιες αντιφατικές σκέψεις διάβηκαν το μυαλό μου σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, αλλά υπερίσχυσε η πιο λογική, η αναπόφευκτη. Θα έπρεπε να του μιλήσω. Αν και θα προτιμούσα να τον περιλούσω με τον καφέ που με είχε κεράσει. Όμως δεν μπορούσα.
    Το πρόσωπό μου ήταν μάλλον έκπληκτο, αλλά η πρόσφατη συνειδητοποίηση της κατάστασης μαλάκωσε την έκφραση μου: ένιωσα τις παγωμένες γραμμές του να γίνονται πιο εύκαμπτες και η στάση μου έγινε πιο δεκτική.
    Το κατάλαβε κι εκείνος εκείνη τη στιγμή σηκώθηκε και με πλησίασε αποφασιστικά. Μου χαμογέλασε λίγο με ένα μικρό, σοβαρό χαμόγελο – ό,τι κι αν είχε βάλει στο νου του, ήταν πλέον αδύνατο να το αποφύγω. Με έπνιξε μια στιγμιαία αγανάκτηση, αλλά δεν είχα το χρόνο να την αξιολογήσω.
    «Μπορώ να καθίσω;»
    Η φωνή του ήταν όπως τη θυμόμουν. Μόνο που δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη, και έτσι έγνεψα καταφατικά, χωρίς να πάρω ούτε μια στιγμή τα μάτια μου από τα δικά του. Η απορία μου κατανίκησε κάθε άλλη παράλογη αντίδραση που θα μπορούσα να έχω. Θα ήθελα να ρωτήσω τι σημαίνουν όλα αυτά αλλά ακόμη δεν είχα ανακτήσει την ικανότητα ομιλίας.
    Τράβηξε απαλά την πολυθρόνα που ήταν απέναντι μου και κάθισε. ¶φησε να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα, μήπως και ανοίξω εγώ την κουβέντα, αλλά δεν επρόκειτο να τον διευκολύνω σε ό,τι κι αν σκεφτόταν. Θα έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνος του. Η ιδέα να σηκωθώ να φύγω, όσο ελκυστική κι αν ήταν, ήταν πια εκπρόθεσμη.
    «Λοιπόν, τι κάνεις;» με ρώτησε με ένα ίχνος ανυπομονησίας στη φωνή του.
    «Καλά» ψέλλισα διστακτικά, όπως όταν απευθυνόμαστε σε κάποιον πνευματικά διαταραγμένο ή σε κάποιον που κρατάει ένα ρόπαλο και σκοπεύει να επιτεθεί την επόμενη στιγμή. Η καχυποψία μου δεν τον πτόησε μου έριξε ένα ήρεμο βλέμμα και μια ανεξήγητη ικανοποίηση χαράχτηκε στις γωνίες των χειλιών του. Μου χαμογέλασε με καλοσύνη κι αυτό με εξόργισε ακόμη περισσότερο. Δεν ήμουν συνηθισμένη να μου συμπεριφέρεται με αυτό τον τρόπο. Είχε περάσει τόσος καιρός που μεταξύ μας ανθούσε μια βίαιη αντιπάθεια, μια αμοιβαία, αμφίπλευρη άπωση που την καλλιεργούσαμε κι οι δυο με επιμέλεια, και που την αφήναμε να εκδηλωθεί με κάθε κόσμιο και συγκαλυμμένο τρόπο: μια ισχυρή απέχθεια που μονο εγώ κι αυτός ξέραμε ότι υπάρχει, και που την επιβεβαιώναμε σε κάθε ευκαιρία που μας δινόταν. Κι ήταν υπέροχο να ξέρω ότι του ήμουν τόσο δυσάρεστη όσο δυσάρεστος μου ήταν κι αυτός. Ήταν παρήγορο να του εμπνέω ένα οποιοδήποτε αίσθημα, πολύ καλύτερο παρά να του είμαι αδιάφορη.
    Τι να του έλεγα; Ότι μετά από όλο αυτόν τον καιρό που προσποιούμαστε ότι δεν υπάρχει ο ένας για τον άλλο, δεν μπορούσα να καταλάβω τι στην ευχή περίμενε; Να μιλάμε σαν παλιόφιλοι; Ε, μάλλον αυτό έπρεπε να του πω. Αλλά συγκράτησα το επικείμενο ξέσπασμα και συνέχισα να του ανταποδίδω το βλέμμα επιφυλακτικά. Τα μάτια του με κοίταζαν διερευνητικά, κι αισθανόμουν λες και έψαχναν να βρουν τρωτά σημεία. Ένας παλμός από ένα παλιό, ανεπιθύμητο αίσθημα τράνταξε την καρδιά μου και για μια στιγμή ήθελα όσο τίποτα στον κόσμο να απλώσω το χέρι μου να τον αγγίξω, να δω αν ήταν αληθινός ή πλάσμα της φαντασίας μου.
    Λες κι η ίδια έλξη να επηρέαζε κι εκείνον, έγειρε πιο κοντά μου.
    «Ήθελα να μιλήσουμε» επέμεινε κι η καλοσύνη που ακτινοβολούσαν τα μάτια του, γλύκανε τη φωνή του και ισοπέδωσε τις άμυνές μου. Ή επρόκειτο για κάποιο σατανικό σχέδιο ή είχα τρελαθεί τελείως. Σε κάθε περίπτωση, ήμουν αβοήθητη απέναντι στην επιρροή του.
    «Γιατί;»
    Είχα αρχίσει να πιστεύω ότι θα με θεωρούσε ανόητη που του απηύθυνα μόνο μονολεκτικές φράσεις, αλλά αυτό το γιατί περιείχε συμπυκνωμένες όλες τις ερωτήσεις που ήθελα να του κάνω, και το κατάλαβε. Να πάρει η ευχή, ήταν ανάγκη να τα καταλαβαίνει όλα;
    «Γιατί έχουμε αφήσει κάποιες εκκρεμότητες» είπε βαρυσήμαντα. «Και γιατί έχουν προκύψει καινούργια ζητήματα» συμπλήρωσε διστακτικά.
    Ο σερβιτόρος πλησίασε ξανά, και του έφερε ένα φρέντο καπουτσίνο. Αχ, πόσο ήθελα να τον χύσει όλον πάνω του, όπως κι εκείνη την πρώτη φορά.
    «Δε νομίζω ότι έχουμε αφήσει καμιά εκκρεμότητα» είπα δηκτικά, και ευτυχώς η φωνή μου δεν με πρόδωσε: ήταν όσο αυστηρή χρειαζόμουν.
    «Επειδή σου έκανα το χατίρι, δε σημαίνει ότι συμφωνούσα κιόλας, ξέρεις» μου αντιγύρισε λιγάκι τσαντισμένος. «Εγώ δεν ήθελα να είμαστε έτσι. Σου είχα ζητήσει να είμαστε φίλοι. Να μιλάμε.»
    «Και τι καλό θα έβγαινε απ’ αυτό;» αρπάχτηκα με τη σειρά μου. «Τι νόημα θα είχε;» Ήθελα να του πω κι άλλα, όμως δάγκωσα τη γλώσσα μου και σώπασα. Ας απαντούσε εκείνος στις ερωτήσεις.
    «Τι νόημα θα είχε, ε;» ξεφύσηξε νευρικά. «Δεν κατάλαβες τίποτα, λοιπόν; Τίποτα;»
    «Νομίζω ότι κατάλαβα όλα όσα μου είπες.» απάντησα πεισματικά. « Και, γενικά» συνέχισα με κακεντρέχεια «νομίζω ότι πάντα είχα καλύτερη επίγνωση της κατάστασης από εσένα.»
    Πείσμα αναμεμιγμένο με κάτι άλλο που δεν μπορούσα να διακρίνω σκλήρυναν την έκφραση του. Ήταν εκείνη η ίδια έκφραση που είχε και πριν ένα χρόνο, όταν μου ζητούσε να μείνουμε φίλοι. Δεν το άντεχα ούτε τώρα, όπως δεν το είχα αντέξει ούτε τότε. Έβλεπα ότι είχε προσπαθήσει να με κρατήσει, με κάποιο τρόπο. Κάτι μέσα του τον υποχρέωνε να με κρατήσει. Αλλά είχε κι άλλες υποχρεώσεις, πιο δεσμευτικές.
    «Η κατάσταση άλλαξε» είπε κοφτά. Τα μαύρα μάτια του με κοίταζαν πυρετικά ενώ προσπαθούσε να χαμογελάσει. «Τα εμπόδια που…είχες επισημάνει, δεν υπάρχουν πια.»
    Δεν μπορούσα να επεξεργαστώ τη νέα πληροφορία. Το μυαλό μου κλείδωσε τις λέξεις του και έμεινα να τον κοιτάζω αποσβολωμένη.
    «Η κατάσταση άλλαξε» ξαναείπε . «Κι εγώ δεν μπορούσα πια να αφήσω να περνάει ο καιρός χωρίς να ξέρω τι σκέφτεσαι.»
    Ήθελα να λιποθυμήσω, αλλά αυτό μάλλον δε θα βοηθούσε την κατάσταση. Ήθελα να μην αφήσω την ελπίδα να φουντώσει μέσα μου, αλλά ήταν αδύνατο.
    «Τι εννοείς άλλαξε;» κατάφερα να ψελλίσω. Ο κόσμος είχε γυρίσει ανάποδα. Μια ζεστή, ακατανίκητη τρέλα πλημμύρισε τις φλέβες μου και πάσχισα να την τιθασεύσω.
    «Πάντα γκρίνιαζες πως δε σου αρέσει να βγαίνεις με αρραβωνιασμένους άντρες» αστειεύτηκε. «Τώρα που δεν ανήκω σ’ αυτή την κατηγορία, ελπίζω να με κάνεις παρέα.»
    Δεν ανήκε σε αυτήν την κατηγορία; Από πότε; Η τρέλα διεκδίκησε μεγαλύτερο μερίδιο από τον ετοιμόρροπο ψυχισμό μου. Και τι μου ζητούσε; Να περνάμε χρόνο μαζί;
    Η παρόρμηση να του πω ότι δεν ήθελα τίποτα άλλο τόσο πολύ σε όλη μου τη ζωή ήταν σχεδόν επώδυνη. Ήταν εξίσου δυνατή με τον θυμό και την οργή μου που με πρόσταζαν να του φωνάξω να πάει να πνιγεί. Αλλά συγκρατήθηκα. Κατάπια την σύγκρουση που πάλευε να με σκίσει στα δυο. Εκείνος δεν ξέρω τι είδε στο πρόσωπο μου, αν διάβασε την απόγνωση και την οδύνη που με βασάνιζαν, αν ένιωσε το άγχος μου και τη μικρή, νεογέννητη χαρά μου που κινδύνευε να χαθεί, όμως κάτι τον έκανε να πλησιάσει ακόμη πιο πολύ. Θα πέθαινα πριν προλάβω να τ’ ακούσω όλα;
    «Είσαι ανυπόφορα πεισματάρα» μου πέταξε ξαφνικά. «Ένα χρόνο τώρα με ταλαιπωρείς απίστευτα. Πάντα υποψιαζόμουν ότι δε με συμπαθούσες, αλλά πλέον είμαι σίγουρος. Πώς μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό; Δεν κατάλαβες τίποτα για μένα; Δεν εννοούσες τίποτα απ’ όσα μου είπες εσύ; Αν νοιαζόσουν λιγάκι, στ’ αλήθεια, δεν θα μου γυρνούσες την πλάτη, δε θα έφευγες όπως έφυγες.» Η ένταση που έβγαινε από μέσα του με χτυπούσε κατά κύματα. Έκλεισα τα αυτιά μου στις σειρήνες. Αναζήτησα το παλιό καλό πείσμα που με είχε κρατήσει στα πόδια μου όλο αυτό τον καιρό, που μου κρατούσε συντροφιά όταν απελπιζόμουν, που με έσπρωχνε μακριά του, σαν το πιο ισχυρό ένστικτο αυτοσυντήρησης. Αλλά το μυαλό μου σπαρταρούσε αβοήθητο. Ήμουν κι εγώ αβοήθητη απέναντι σε αυτή την αναπάντεχη κρίση.
    «Έφυγες χωρίς να ρίξεις ούτε μια ματιά πίσω σου.» συνέχισε με πίκρα. «Μ’ άφησες να στέκομαι σαν βλάκας εκεί, καταμεσής του κόσμου, κι έφυγες.»
    «Δεν καταλαβαίνω... Δε βλέπω για ποιο λόγο σε ενόχλησε το ότι έφυγα. Τι έπρεπε να κάνω, κατά τη γνώμη σου;» Ήταν η δική μου σειρά να νιώσω πικραμένη. «Έκανα ό,τι έκανα για να διορθώσω τα πράγματα, όχι για να σε προσβάλλω κατά κανένα τρόπο. Και, στο κάτω κάτω, το δέχτηκες. Το δέχτηκες γιατί έτσι ήταν το σωστό. Και δε με σταμάτησες.» Μετάνιωσα για τις τελευταίες μου λέξεις. Ήταν σαν να του έλεγα ότι περίμενα να με σταματήσει. Αλλά η αλήθεια ήταν ότι τότε ήλπιζα να το κάνει. Και δεν το έκανε.
    «Ναι, λες και θα μπορούσα να σε σταματήσω. Λες και θα είχε κανένα αποτέλεσμα.» Κοίταξε μακριά για λίγες στιγμές και μετά ξαναγύρισε σε μένα. «Είχες δίκιο, πρέπει να το παραδεχτώ, γιατί δε θέλω να νομίζεις ότι είμαι τελείως χωρίς ηθικές αρχές. Δεν έπρεπε να μπω σε αυτή την διαδικασία από την αρχή. Όσο κι αν προσπάθησες να πάρεις την ευθύνη μόνη σου, ο μεγάλος φταίχτης είμαι εγώ. Αλλά ό,τι κι αν κάνω, δεν μπορώ να αισθανθώ τύψεις για όσα έγιναν. Αν δε γίνονταν όλα αυτά, δε θα ήξερα τον εαυτό μου πραγματικά. Ούτε κι εσένα. Κι αυτό θα ήταν το χειρότερο.»
    Τι μου έλεγε;
    «Μόνο πες μου ότι δεν είναι πολύ αργά.» Ήταν παράκληση; ήταν απαίτηση;
    Τον κοίταξα και προσπάθησα να είμαι ψύχραιμη. Είχα τόσα πολλά να σκεφτώ σε τόση λίγη ώρα, κι εκείνος ήταν εκεί και περίμενε απαντήσεις. Κι εγώ βούλιαζα σε ένα ωκεανό ευτυχίας που έμοιαζε παράλογα δανεική αλλά και ανεξήγητα δικιά μου, αλλά και πάλι-όχι! Δεν θα ενέδιδα έτσι εύκολα. Είχε πολλά να εξηγήσει ακόμα. Είχε να εξηγήσει τα πάντα.
    «Δεν είναι πολύ αργά για ποιο πράγμα;» απαίτησα να μάθω. Είχα πονέσει πολύ για χάρη του. Δεν θα υποχωρούσα σε τίποτα. Ούτε θα θεωρούσα τίποτα δεδομένο.
    Δίστασε λίγο, ίσως ψάχνοντας να βρει τα κατάλληλα λόγια.
    «Είναι πολύ αργά για να συνεχίσουμε αυτό που… είχαμε;»
    «Δεν είχαμε ποτέ τίποτα.» Α, η παλιά έχθρα γύρισε, πικρή, ανελέητη.
    «Τώρα λέμε και ψέμματα;» με πείραξε αλλά δε φάνηκε να το διασκεδάζει και τόσο. «Κοίτα, ξέρω ότι ήμουν αδικαιολόγητος. Αλλά, πρέπει να δείξεις λίγη κατανόηση. Στο κάτω κάτω κι εσύ είχες συμφωνήσει ότι ήταν μια αλλόκοτη κατάσταση.». Εδώ δεν είχα καμιά εξυπνάδα να του πετάξω στα μούτρα. Ήμουν αξιολύπητη. Ήθελα να τον ρίξω στο νερό και να σηκωθώ να φύγω. Ήθελα να του πω ναι σε όλα και να σηκωθώ να φύγω μαζί του. Ήμουν τρελή.
    «Και λοιπόν;» είπα περιφρονητικά «Ναι, ήταν μια αλλόκοτη κατάσταση. Ναι, εγώ πρώτη το παραδέχτηκα, εγώ το ξεκίνησα, εγώ φταίω για όλα. Και ζήτησα συγνώμη, πόσες χιλιάδες φορές, για το λάθος. Έκανα ένα λάθος. Τι πρέπει να γίνει πια; Τι περιμένεις από μένα;». Ήμουν εξουθενωμένη από την αναβίωση του παρελθόντος.
    «Θα ήταν μια καλή αρχή να έπαυες να το θεωρείς λάθος.»
    Είχα μείνει ακίνητη, πετρωμένη. Δεν μπορούσα να μιλήσω πια. Κάρφωσα τα μάτια μου στο βιβλίο μου.
    «Εσύ τι το θεωρείς; Μια εμπνευσμένη στιγμή;»
    Τον άκουσα που μετακινήθηκε, τον ένιωσα να με πλησιάζει, αλλά δε σήκωσα τα μάτια μου από το εξώφυλλο του βιβλίου μου. Ο πέμπτος Χαρι Πότερ μου παραστεκόταν σιωπηλά.
    «Εγώ δεν έχω μετανιώσει για τίποτα.»
    Εξακολουθούσα να αποφεύγω το βλέμμα του.
    «Ούτε για τα βασανιστήρια στα οποία με υπέβαλλες έχω μετανιώσει. Μπορώ να πω ότι ήταν ενδιαφέροντα».
    ¶θελα μου γέλασα.
    «Ποια βασανιστήρια;»
    «Κάποτε θα σου εξηγήσω…αν με αφήσεις.»



    Έχει επεξεργασθεί από τον/την Hollysort στις Τρι 6 Ιουλ 2010 - 12:53, 1 φορά
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Hollysort
    New Moon Victim
    New Moon Victim
    Hollysort


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 47
    Αριθμός μηνυμάτων : 271
    Registration date : 10/05/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία   Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία I_icon_minitimeΤετ 30 Ιουν 2010 - 10:12

    Ξαφνικά η υπομονή μου εξατμίστηκε.
    «Γιατί δε μου λες τι ακριβώς θέλεις; Εγώ…εγώ ποτέ δε ζήτησα κάτι. Το μόνο που έκανα ήταν μια μικρή κατάχρηση του χρόνου σου. Αλλά μια κατάχρηση που δε σου την επέβαλλα. Ό,τι έγινε, έγινε με την άδεια και τη σύμφωνη γνώμη σου. Κι όπως άρχισε, έτσι τελείωσε. Τώρα, μετά από τόσο καιρό, τι θέλεις από μένα;»
    «Είναι αργά;» επέμεινε, επιστρέφοντας στην αρχική του ερώτηση.
    «Αργά για ποιο πράγμα;» επανέλαβα κι εγώ μηχανικά.
    «Υπάρχει κάποιος άλλος;» μου αντιγύρισε απότομα. Δεν περίμενα την ερώτησή του. Δεν ήθελα να απαντήσω. Όχι γιατί υπήρχε κάποιος άλλος, αλλά επειδή ακριβώς δεν υπήρχε. Θα ήθελα τόσο πολύ να έχω προχωρήσει παρακάτω, να μην υπάρχει θέση στη ζωή μου γι’ αυτόν, ούτε για την ανάμνηση του ακόμα. Θα ήθελα να μπορούσα να τον απορρίψω, να τον κάνω να πονέσει όσο είχα πονέσει κι εγώ.
    «Δεν είμαι ανόητος» συνέχισε το ίδιο απότομα. «ώστε να πιστέψω ότι όσοι άντρες βρέθηκαν μπροστά σου θα ήταν όλοι ανεξαιρέτως κουφοί και τυφλοί. Και δεν μπορώ να φανταστώ ότι δε βρέθηκε ένας ή περισσότεροι, πρόθυμοι να κάνουν τα πάντα για σένα.»
    Ούτε κι αυτό το ξέσπασμα περίμενα. Η έκπληξη με έκανε να σηκώσω το βλέμμα. Τα μάτια του στραφτάλιζαν πυρετικά, επιθετικά. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που αισθάνθηκα την παρόρμηση να τον φιλήσω. Να πέσω στην αγκαλιά του και να τον κρατήσω σφιχτά. Πίεσα τον εαυτό μου να συνέλθει. Η καρδιά μου, το σώμα μου, τα άδεια μου χέρια, πονούσαν. Η ανάσα μου έβγαινε με κόπο. Στ’ αλήθεια εννοούσε αυτά που μου έλεγε;
    «Πες μου» επέμεινε άγρια.
    «Μου συνέβησαν πολλά αυτή τη χρονιά» παραδέχτηκα ηττημένη. «Δεν είχα χρόνο ή διάθεση για τέτοιες ασχολίες.» συμπλήρωσα πεισματάρικα.
    Η έκφραση του δεν μαλάκωσε.
    «Πες μου ότι έχω μια ευκαιρία να διορθώσω τα λάθη μου.»
    Ήταν σαν χειρουργείο χωρίς αναισθησιολόγο.
    «Ποτέ δεν είπα ότι έκανες κάποιο λάθος.»
    Φάνηκε να γίνεται έξαλλος.
    «Ποτέ δεν είπες τίποτα, ποτέ δε ζήτησες τίποτα!» με μάλωσε δυνατά και οι παππούδες μας κοίταξαν καχύποπτα. Εκείνος δεν έδωσε σημασία και συνέχισε. «Έρχεσαι μια μέρα και κάνεις τη ζωή μου άνω κάτω, και μετά φεύγεις λες και δε συνέβη τίποτα! Και μη ζητήσεις ξανά συγνώμη για την ενόχληση! Δε θέλω τις συγνώμες σου!»
    «Και τι θέλεις, λοιπόν;» Η φωνή μου έτρεμε από την ταπείνωση: ώστε δεν έφτανε η συγνώμη μου; Όχι, δεν έφτανε, το ήξερα κι εγώ αυτό.
    «Θέλω να ξεκινήσουμε απ’ την αρχή.» απάντησε πιο ήρεμα αυτή τη φορά. «Είμαι περίεργος για ένα πράγμα.»
    «Για ποιο πράγμα είσαι περίεργος;» δεν άντεξα να μην τον ρωτήσω.
    «Πώς ξέφυγες από τις αλάνθαστες ανακριτικές τεχνικές μου την άλλη φορά» μου πέταξε παιχνιδιάρικα. «Κανείς δε μου έχει γλιτώσει μέχρι τώρα.»
    «Ομολογουμένως, ήσουν πολύ καλός.» συμφώνησα μαζί του.
    «Κι όμως, εσύ δεν είχες υποχωρήσει ούτε χιλιοστό. Βράχος.»
    «Αυτός ήταν ο σκοπός.»
    «Λυπάμαι που το λέω αυτό για τον εαυτό μου, αλλά δε νομίζω ότι θα κατάφερνα να διαλευκάνω το μυστήριο που σε περιέβαλλε αν μου είχες δώσει ένα ελάχιστο στοιχείο.» είπε σκεφτικά.
    «Αυτό δεν μπορούσα να το ξέρω.»
    Η αλλαγή στο θέμα της συζήτησης, αν και κατ’ αρχήν έμοιαζε ανακουφιστική, με έκανε κάπως επιφυλακτική.
    «Ξέρεις, ακόμη κι αν μου έλεγες τα πάντα για σένα, δε θα μπορούσα να το πιστέψω ότι ήσουν εσύ.»
    Αυτή η παραδοχή από μέρους του έμοιαζε κάπως περίεργη.
    «Τι εννοείς;»
    «Θυμάσαι που σου είπα ότι δε σε αναγνώρισα τότε;» Η φωνή του ήταν σφιγμένη. Έγνεψα καταφατικά και επικεντρώθηκα στο να δείχνω ουδέτερη.
    «Δε σου είπα την αλήθεια.»
    Δεν ήξερα πώς να χωνέψω αυτή την καινούρια παραδοχή εκ μέρους του. Είχε καμιά σημασία, πέρα από το να επιβεβαιώσει τις υποψίες που ήδη είχα; Τι άλλαζε; Τίποτα. Έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα. Ήταν μια καλή επιλογή δεδομένων των συνθηκών τότε.
    Δεν απάντησα κι εκείνος πήρε τη σιωπή μου ως ένδειξη σοβαρού σκεπτικισμού.
    «Δεν ήταν στις προθέσεις μου να σου πω ψέμματα, αλλά εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε σωστό» ξεκίνησε να μου εξηγεί, αλλά τον διέκοψα ανυπόμονα. Δε μου άρεσε αυτή η συζήτηση.
    «Δεν υπάρχει λόγος να μου τα πεις όλα αυτά. Καταλαβαίνω απόλυτα τη στάση σου. Δε χρειάζεται να μου πεις τίποτα.»
    «Κοίτα, δεν ήθελα να σου πω ψέμματα. Ήθελα να σου ζητήσω συγνώμη γι’ αυτό. Όμως, εσένα δε σε ενοχλεί; Που δεν ήμουν ειλικρινής, θέλω να πω.» Γνήσια απορία αντανακλούσε στην έκφραση του και θυμήθηκα ότι του τόνιζα επανειλημμένως ότι έστω κι αν δεν του τα είχα πει όλα, σαφώς δεν είχα πει ποτέ ούτε ένα ψέμμα.
    Πήρα μια βαθιά ανάσα, αποφασισμένη να αφήσω αυτό το θέμα πίσω, αν όχι για πάντα, τουλάχιστον για την ώρα.
    «Σου είπα, δεν υπάρχει λόγος να το συζητάμε. Ούτως ή άλλως, δεν αλλάζει τίποτα.» Ξαφνικά ένιωσα απόμακρη. «Πιστεύω…πιστεύω ότι έκανες ό,τι ήταν καλύτερο.»
    «Ίσως. ¶λλα όμως δεν είναι μόνο αυτό. Ή, τέλος πάντων, δεν είναι αυτό που προσπαθώ να σου πω.»
    Ξεφύσηξα άθελά μου. Αυτή η κουβέντα ήταν πιο πιεστική για μένα απ’ όσο περίμενα και όσο περνούσε η ώρα, ένιωθα καταβεβλημένη. Οι αντιστάσεις μου κατέρρεαν, σε λίγο θα κατέρρεα κι εγώ.
    «Δεν θα πίστευα ποτέ ότι ήσουν εσύ γιατί ήσουν πάντα τόσο αδιάφορη απέναντι μου παλιά» συνέχισε κάπως νευρικά. «Με αγνοούσες απόλυτα. Δε μπορείς να φανταστείς την έκπληξή μου εκείνη τη μέρα.»
    «Αν ήσουν έκπληκτος, πάντως, δε φάνηκε καθόλου. Η ψυχραιμία σου ήταν παροιμιώδης».
    «Η ηλιθιότητά μου ήταν παροιμιώδης.»
    Σκεφτόμουν σοβαρά να συμφωνήσω μαζί του και μεγαλόφωνα, αλλά τελικά αποφάσισα να φανώ ευγενική. Ξαφνικά, τα γεγονότα εκείνης της αποφράδας μέρας έμοιαζαν ανούσια. Ήταν μια αποτυχημένη μέρα, γενικά, αλλά κι ακόμη περισσότερο γιατί άνοιξε τις πόρτες της προσωπικής μου κόλασης. Δεν ήθελα να αναλύσω περαιτέρω τις λεπτομέρειες. Μια άλλη ερώτηση ζωτικής σημασίας τριβέλιζε το μυαλό μου κι έπρεπε να απαντηθεί άμεσα.
    «Πώς βρέθηκες εδώ μεσημεριάτικα;». Ας ξεκινούσα από πιο ασφαλές θέμα.
    «Αυτό σκεφτόμουν κι εγώ για σένα» είπε γελώντας. «Έρχομαι εδώ καμιά φορά αυτή την ώρα που δεν έχει πολύ κόσμο. Αλλά δε σε έχω δει ποτέ. Σήμερα ήταν η τυχερή μου μέρα, φαίνεται.»
    ¶ραγε ήταν κι η δική μου; Μπορεί ναι, μπορεί κι όχι.
    «Και…πώς κι αποφάσισες να μου μιλήσεις;»
    Έκανε μια αστεία γκριμάτσα.
    «Θα σου εξηγήσω» ξεκίνησε με σοβαροφανές ύφος. «Υπάρχουν ορισμένες προϋποθέσεις για να μπορέσεις να μιλήσεις με κάποιον. Για παράδειγμα να τον βρεις κάπου. Κι έπειτα, να είναι διατεθειμένος κι εκείνος να σου μιλήσει, ή έστω να μην εξαφανίζεται την επόμενη στιγμή σα μαγική εικόνα…» Γύρισε και με κοίταξε σκεφτικά. «Ήμουν στο αυτοκίνητο όταν σε είδα που κατευθυνόσουν προς τη συγκεκριμένη καφετέρια και τότε πήρα την απόφασή μου. Ήλπιζα ότι θα αναγκαζόσουν να κρατήσεις τα προσχήματα και δε θα έφευγες.»
    Πρέπει να ήμουν κόκκινη σαν παντζάρι.
    «Λοιπόν» είπα με άθελά μου σπασμένη φωνή «δε μου είχες δώσει την εντύπωση ότι ήθελες κουβέντα.»
    «Ούτε κι εσύ ήσουν ακριβώς λαλίστατη.»
    «Ναι…» συμφώνησα αφηρημένα και συνέχισα αμέσως «όμως, για ποιο πράγμα ακριβώς ήθελες να μιλήσουμε; Εκτός από το να μου κάνεις παράπονα.»
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Hollysort
    New Moon Victim
    New Moon Victim
    Hollysort


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 47
    Αριθμός μηνυμάτων : 271
    Registration date : 10/05/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία   Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία I_icon_minitimeΤετ 30 Ιουν 2010 - 12:28

    Πήρε τον καφέ του και με κοίταξε καχύποπτα.
    «Αν πέσει πάνω μου καφές, αλίμονό σου!»
    Γέλασα κάνοντας την ανήξερη.
    «Γιατί αλίμονό μου;»
    «Ξέρεις εσύ.»
    Συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν τόσο τσιτωμένη όσο στην αρχή. Κακό αυτό, είπα στον εαυτό μου.
    «Λοιπόν;» επέμεινα.
    «Λοιπόν, μου συνέβη κάτι σοβαρό και χρειάζομαι τη βοήθεια σου.»
    Τον κοίταξα μπερδεμένη.
    «Τι σου συνέβη;» Είχα αρχίσει να πιστεύω ότι δε μπορούσα να παρακολουθήσω πλέον τη συζήτηση.
    «Συνειδητοποίησα ότι είναι απόλυτη ανάγκη να σε βλέπω. Συχνά. »
    Δεν υπήρχε καμιά απάντηση σ’ αυτό.
    «Και να σε ακούω.»
    Παρομοίως.
    «Και να μαλώνουμε καμιά φορά, δε με πειράζει.»
    Θα ήθελα να μπορούσα να τον πλησιάσω, αλλά κάτι με έσπρωξε μερικά εκατοστά πίσω.
    «Και πώς θα γίνει αυτό;» μουρμούρισα με πολύ κόπο. «Θέλω να πω, δεν είσαι πια…;» Δε μπορούσα να συνεχίσω, δε μπορούσα να πω τη λέξη.
    «Είναι ίσως το πρώτο πράγμα που σου ανέφερα σήμερα, αλλά, ξέροντας σε όπως σε ξέρω μόνο εγώ σ’ όλο τον κόσμο, μάλλον θα πρέπει να το επαναλαμβάνω τακτικά. Όχι, είμαι ελεύθερος. Ξέρεις, δεν μπορούσα να συνεχίσω, μετά. Προσπάθησα για λίγο καιρό μήπως κατάφερνα να σώσω την κατάσταση, αλλά δε γινόταν. Είχα φύγει από αυτή τη σχέση πλέον και δε μπορούσα να γυρίσω. Θα ήταν άδικο για εκείνη.» Είχε λυπηθεί για την απόφασή του, το έβλεπα. Ένιωσα ένα κέντρισμα ενοχής. Εγώ έφταιγα και γι’ αυτό.
    «Τι είναι πάλι;» με ρώτησε γκρινιάρικα.
    «Δεν είμαι περήφανη που έγινα η αιτία για… όλα αυτά.»
    «Μμμμ, μπορείς να επανορθώσεις, αν το θες. Δεν είναι σωστό να με ταλαιπωρείς άλλο.»
    Α, ώστε εγώ τον ταλαιπωρούσα;
    Ανάμικτα αισθήματα καθρεφτίζονταν στο πρόσωπό του αλλά όλα στριφογύριζαν γύρω από ένα μικρό τρυφερό χαμόγελο, και ξαφνικά σηκώθηκε από την θέση του και κάθισε στην πολυθρόνα δίπλα μου.
    «Βαρέθηκα να κάθομαι τόσο μακριά σου.» είπε χαρούμενα. «Αυτό λέω να αλλάξει, από τώρα και στο εξής.»
    ¶νοιξα το στόμα μου να πω κάτι, αλλά με πρόλαβε. «Είτε το θέλεις, είτε όχι.» Ούτε την επόμενη λέξη με άφησε να αρθρώσω. «Το θέλεις;»
    «Θα το αντέξω» μουρμούρισα και του έσκασα ένα αθέλητο χαμόγελο. Η καρδιά μου χτυπούσε άρρυθμα, ακανόνιστα, εκκωφαντικά. Πώς ήταν δυνατό να μην την ακούει;
    Με κοίταξε με προσδοκία. Ήταν δίπλα μου, πιο κοντά μου απ’ όσο είχα ποτέ ελπίσει ή φανταστεί. Ένιωθα τα μάτια μου να αποκτούν δική τους ζωή, να προσπαθούν να παγιδεύσουν κάθε κίνηση, κάθε λεπτομέρεια του προσώπου του και περισσότερο από κάθε τι, να βυθίζονται αχόρταγα μες στα δικά του.
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Hollysort
    New Moon Victim
    New Moon Victim
    Hollysort


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 47
    Αριθμός μηνυμάτων : 271
    Registration date : 10/05/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία   Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία I_icon_minitimeΠεμ 1 Ιουλ 2010 - 11:50

    «Σκεφτόμουν να κάνω πνευματώδες χιούμορ, αλλά τελικά άλλαξα γνώμη.» Σήκωσε το χέρι του και τύλιξε μια μπούκλα από τα μαλλιά μου στα δάχτυλά του. «Μη μου ξαναφύγεις.» ψιθύρισε με ένταση.
    Μπορούσα να είμαι ειλικρινής απέναντί του; Μπορούσα να ανοίξω την καρδιά μου και πω όλα όσα ήθελα; Ποτέ δε θα ήμουν σίγουρη. Ήθελα να τον διαβεβαιώσω ότι τα πάντα ήταν στο δικό του χέρι, ότι αν ήθελε να με κρατήσει, δεν υπήρχε τίποτα, μα τίποτα να με πάρει μακριά του. Αλλά ήταν πολύ νωρίς ακόμη. Το μυαλό μου δεν μπορούσε να αφομοιώσει τα δεδομένα, και η φωνή της λογικής πάσχιζε να υπερισχύσει. Η φωνή της λογικής, η φωνή της αυτοσυντήρησης. Τι θα κάνεις αν όλα αυτά δεν είναι τόσο ρόδινα όσο μοιάζουν; Ναι, είναι δω, και δεν ξέρω πώς ή γιατί, αλλά σου δίνει όλα όσα πέρασαν ποτέ απ’ το μυαλό σου, όσα επιθύμησες ποτέ, όσα ευχήθηκες κι όσα δε φαντάστηκες ποτέ σου. Είναι αλήθεια ή εικονική πραγματικότητα; Όταν ξυπνήσεις, γιατί το δίχως άλλο κοιμάσαι, τι θα κάνεις; Σκέψου, σκέψου…
    Ήταν αρκετή ώρα που δεν είχα συναίσθηση του περιβάλλοντος. Δεν έβλεπα αν ήταν μέρα ή νύχτα, αν έκανε ζέστη ή κρύο, αν υπήρχαν γύρω μας άλλοι άνθρωποι, αν είχε ξεσπάσει μπόρα ή αν είχε σκάσει δίπλα μας ατομική βόμβα. Ξαφνικά κοίταξα γύρω μου και είδα ότι τα τραπεζάκια είχαν αρχίσει να γεμίζουν, καθώς το απόγευμα περνούσε. Έκανε ζέστη, τι περίεργο!
    «Τι σκέφτεσαι;»
    Ακόμα έπαιζε με τα μαλλιά μου.
    «Τίποτα συγκεκριμένο.» Δεν έλεγα ψέμματα. Σκεφτόμουν είκοσι πέντε πράγματα ταυτόχρονα.
    «Ελπίζω να μην είναι ώρα να φύγεις.» Με κοίταξε ανήσυχα.
    «Όχι». Δεν ήθελε να φύγω. Αυτό ήταν καλό.
    «Θα… βγούμε το βράδυ;»
    Γύρισα και τον κοίταξα άφωνη. Ένιωσα τα μάτια μου να διαστέλλονται, ένιωσα την καρδιά μου σταματάει. Πάντα μεταξύ μας υπήρχε μια περίεργη οικειότητα παρούσα, και ξαφνικά αυτό το ζεστό αίσθημα γιγαντώθηκε και με κατέκλυσε. Ήθελε να με ξαναδεί. Ένιωσα το σφυγμό μου να σφυροκοπάει ξανά στις φλέβες μου. Τι άλλο κρατούσε κρυμμένο για μένα; Ποτέ τα μάτια του δεν ήταν πιο τρυφερά, ποτέ δεν αγκιστρώνονταν στο δικό μου βλέμμα με τόσες χιλιάδες σημεία επαφής. Αυτός θα σε πεθάνει, γκρίνιαξε η φωνή της λογικής. Ω, ναι, συμφώνησα μαζί της.
    «Πού…πού θα πάμε;» Ήταν αυτή η σωστή απάντηση;
    Έσκυψε πιο κοντά μου, και σχεδόν μπορούσα να αισθανθώ τη ζεστασιά του, το άρωμα του. Είναι απολύτως βέβαιο ότι αυτός θα με πεθάνει. Δεν άφηνε τα μάτια μου από τα δικά του.
    «Λέω να αυτοσχεδιάσω» είπε υπνωτιστικά και συνέχισε μετά από μια απειροελάχιστη παύση. «Η ουσία είναι ότι θα είσαι μαζί μου.»
    Το κινητό του χτύπησε με έναν κοφτό, χαρούμενο ήχο. Απρόθυμα, απομακρύνθηκε μερικά εκατοστά για να το φτάσει. Δεν παρακολούθησα την συνομιλία που ακολούθησε, εξάλλου τα επαγγελματικά του δε με ενδιέφεραν εκείνη τη στιγμή. Απλά ευχόμουν να τελειώσει γρήγορα η κουβέντα. Ήταν απορίας άξιο πώς τα λίγα λεπτά που δεν ασχολείτο μαζί μου ένιωθα τελείως παραμελημένη. Χα, ήδη σου λείπει. Ανόητη! Κάγχασε ο δεύτερος, κυνικός εαυτός μου. Σαν να ήθελαν να με διαψεύσουν, το επόμενο δευτερόλεπτο τα δάχτυλα του χάιδεψαν απαλά το μάγουλό μου. Έπρεπε να τραβηχτώ μακριά; Ακόμη κι αν ήθελα, δε θα μπορούσα. Κανείς δε μπορεί να απομακρυνθεί από την πηγή του ρεύματος όταν παθαίνει ηλεκτροσόκ. ¶φησε το κινητό στο τραπέζι. Δεν τον άκουσα που το έκλεινε.
    «Δε μπορώ να καταλάβω πώς με ξετρύπωσε αυτός ο απίστευτος τύπος!» γκρίνιαξε με μισή φωνή.
    «Πρέπει να φύγεις;» Ξαφνικά κατάλαβα τι είχε συμβεί. Εκείνο όμως που δεν κατάλαβα ήταν τι θα ακολουθούσε. Δεν μπόρεσα να προβλέψω την επόμενη κίνησή του. Απλά έγειρε κοντά μου, πήρε το πρόσωπό μου στα χέρια του και με φίλησε απαλά.
    «Συγνώμη για την έλλειψη υπομονής» μουρμούρισε παιχνιδιάρικα «αλλά νομίζω ότι τόσα χρόνια πρέπει να είναι αρκετά πια.» Με κοίταξε μερικές ατελείωτες στιγμές. «Είναι απαίσιο που πρέπει να φύγω. Αλλά θα σε ξαναδώ απόψε.»
    Δεν υπήρχε περίπτωση να μπορέσω να μιλήσω, μόνο να συμφωνήσω μαζί του γνέφοντας αργά.
    «Να τα πούμε στις εννιά;» με ρώτησε με τα χείλη του να ακουμπούν στο μάγουλό μου.
    «Στις εννιά… είναι εντάξει» συλλάβισα με δυσκολία.
    «Θα περάσω να σε πάρω. Να είμαι σίγουρος ότι δε θα μου το σκάσεις.» Μου έκλεισε το μάτι και σηκώθηκε.
    «Ξέρεις που είναι το σπίτι μου;» θυμήθηκα να ρωτήσω ένα δευτερόλεπτο πριν φύγει.
    «Ξέρω τα πάντα για σένα» μου απάντησε πονηρά. «Στις εννιά, να είσαι έτοιμη.»
    Μου τσίμπησε χαϊδευτικά το μάγουλο και έφυγε.
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Hollysort
    New Moon Victim
    New Moon Victim
    Hollysort


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 47
    Αριθμός μηνυμάτων : 271
    Registration date : 10/05/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία   Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία I_icon_minitimeΠαρ 2 Ιουλ 2010 - 11:22

    Στις εννιά, να είσαι έτοιμη.
    Μάλιστα. Εύκολο να το λες.
    Η τελευταία του φράση αντηχούσε στο άδειο μου μυαλό σαν καμπάνα. Δυστυχώς, δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκεί. Καμιά εγκεφαλική δραστηριότητα. Μάταια προσπάθησα να συγκεντρωθώ, να κάνω μια επανεκτίμηση των γεγονότων. Ήταν αδύνατο. Έτσι συμφιλιώθηκα με την ανάγκη μου να μείνω για λίγη ώρα βουβή κι ακίνητη, με τα απομεινάρια της ύπαρξής μου να επιπλέουν σε έναν χλιαρό ωκεανό αναλγησίας. Τα φαντάστηκα όλα αυτά; Το άγγιγμά του είχε αφήσει την καυτή του ανάμνηση πάνω στο δέρμα μου, το φιλί του έκανε τα χείλη μου να πονούν, μέσα μου είχε ανάψει η φλόγα της προσμονής. Λες και γύρισα ξαφνικά σελίδα, λες και σβήστηκαν όλα όσα είχαν να κάνουν με μένα, το παρελθόν και το παρόν μου. Όχι, δεν τα φαντάστηκα. Ποτέ τα όνειρά μου δεν είχαν υπάρξει τόσο όμορφα.
    Πήρα με τρεμάμενα χέρια το βιβλίο και άνοιξα την πρώτη σελίδα. Τα γράμματα χόρευαν μπροστά στα μάτια μου, οι λέξεις ήταν άγνωστες. Κοίταξα γύρω μου προσεκτικά. Τίποτα δε φαινόταν να έχει αλλάξει. ¶νθρωποι πηγαινοέρχονταν ανέμελα, η μουσική έπαιζε χαμηλόφωνα - μα καλά, τόση ώρα έπαιζε μουσική; - χαλαρές συζητήσεις βούιζαν γύρω μου, και δεν υπήρχε κανένα σημάδι ότι έφτασε η Δευτέρα Παρουσία. Βούλιαξα εξαντλημένη στην καρέκλα μου. Η καρδιά μου που τόση ώρα ήταν σιωπηλή, χτυπούσε σε έναν επιταχυνόμενο ρυθμό. Πρακτικά, είχα ταχυκαρδία. Θεέ μου, πώς θα οδηγήσω πίσω στο σπίτι; Πήρα μερικές βαθιές ανάσες, αλλά δε βοήθησαν καθόλου. Ο καφές του βρισκόταν πάνω στο τραπέζι. ¶λλη μια απόδειξη ότι δεν κοιμόμουν. Βέβαια, θα μπορούσαν να με έχουν απαγάγει εξωγήινοι και να βιώνω νέες εμπειρίες σε ένα άγνωστο, παράλληλο σύμπαν. Αν έτσι είναι η ζωή στον ¶ρη, δε θέλω να γυρίσω πίσω.
    Δεν ήθελα να με συνεπάρει ο ενθουσιασμός. Αντιστεκόμουν στην ύπουλη μαγεία που με είχε τυλίξει, προσπαθούσα να εκλογικεύσω όσα είχαν συμβεί, προσπαθούσα να βρω πού ήταν η παγίδα. Πρέπει να υπάρχει κάτι κακό σ’ όλη την ιστορία. Δε μπορεί, δεν είναι δυνατόν.Παλιές, ανεπιθύμητες ανασφάλειες τρύπωσαν στο μυαλό μου. Φόβοι που είχα παλέψει να ξεπεράσω, φόβοι που είχα πολεμήσει αλλά δεν είχα νικήσει. Ανόητες σκέψεις δηλητηρίασαν τη χαρά μου. Όμως, παραδόξως, τίποτα δεν μπορούσε να σβήσει την αίσθηση του φιλιού του από τα μουδιασμένα μου χείλη.
    Ο ήλιος έγερνε προς τη δύση, βάφοντας με τα πιο απίστευτα χρώματα τα λίγα σύννεφα στον ουρανό. Ένας νέος πανικός με κατέβαλλε. Τι ώρα είναι; Αν είναι δυνατόν, επτά και μισή! Ένα κουβάρι ασυνάρτητες σκέψεις τυλίχτηκε γύρω από την κεντρική ιδέα: πρέπει να γυρίσω σπίτι, πρέπει να ετοιμαστώ!
    Ο ήχος του κινητού μου διέκοψε το παραλήρημά μου και βιάστηκα να το ψαρέψω μέσα από την υπερβολικά γεμάτη τσάντα μου. Το νούμερο δεν ήταν καταχωρημένο στον κατάλογο, αλλά ήταν περίεργα γνωστό. Συνειδητοποίησα τίνος ήτανε ακριβώς τη στιγμή που άκουσα τη φωνή του στην άλλη άκρη της γραμμής.
    «Γεια σου.»
    «Γεια σου.» Η πρωτοτυπία των απαντήσεων μου τα έσπαγε γενικώς.
    «Ήθελα να βεβαιωθώ ότι το νούμερο που είχα ήταν σωστό. Ανησυχούσα μήπως το κινητό σου ήταν απόρρητο. Πού βρίσκεσαι;»
    «Τώρα φεύγω για το σπίτι.»
    «Ακόμη στην καφετέρια είσαι;» Ακουγόταν κάπως ανήσυχος.
    «Ναι, αλλά φεύγω. Γιατί; Συμβαίνει κάτι;» ζήτησα να μάθω εξίσου αναστατωμένη. Λες να αναβάλλει το αποψινό;
    « Τίποτα, απλά ήθελα να δω τι κάνεις.» Ο δεκαεξάχρονος εαυτός μου ούρλιαζε από έξαψη. Ο κυνικός δικηγόρος του διαβόλου το είχε βουλώσει. « Στις εννέα, θα είμαι έξω από το σπίτι σου. Μη με στήσεις.» με προειδοποίησε.
    Γιατί να μην μπορώ να βρω ένα θέμα συζήτησης; Γιατί είχα κολλήσει τόσο πολύ; Δεν ήθελα να κλείσει το τηλέφωνο, έπρεπε να συνεχίσει να μου μιλάει.
    «Τελείωσες με τη δουλειά που είχες;»
    «Ναι, ευτυχώς. Συγνώμη που έφυγα, πραγματικά δεν μπορούσα να το αναβάλλω για κάποια άλλη στιγμή. Υπόσχομαι να επανορθώσω.» ¶κουγα το χαμόγελο του στις τελευταίες λέξεις. «Μήπως θέλεις να έρθω να σε πάρω;» πρόσθεσε ξαφνικά. «Είμαι σχεδόν δίπλα.»
    «Σ’ ευχαριστώ, αλλά έχω έρθει με το αυτοκίνητο μου.» Κρίμα.
    «Κρίμα.» Μήπως είχα μιλήσει δυνατά;
    «Πού θα πάμε το βράδυ; Αποφάσισες;»
    «Θα σου πω όταν συναντηθούμε.»
    «Εντάξει. Πρέπει να ξεκινήσω τώρα, αν θέλεις να μην αργήσω.»
    «Να προσέχεις στο δρόμο.» Κι εσύ. Μπορούσα να ακούω τη φωνή του για πάντα. Ας μου έλεγε ό,τι ήθελε. Ας μου τραγουδούσε και τον Εθνικό Ύμνο.
    Σ’ όλο το δρόμο προσπαθούσα να αποφασίσω τι θα φορέσω, και κάθε λεπτό ανησυχούσα όλο και περισσότερο μήπως τα κάνω θάλασσα. Όταν έφτασα στο σπίτι, υπήρχε ησυχία. Η μητέρα μου κοιμόταν ήσυχη στο δωμάτιό της. Έκανα ένα βιαστικό ντους, καθώς τα χρονικά περιθώρια είχαν γίνει πιεστικά. Όταν κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη, είδα έναν άλλον άνθρωπο απέναντί μου. Γέλασα όταν συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχε καμιά ανάγκη να βαφτώ: το φιλί του είχε δώσει χρώμα στα μάγουλα και στα χείλη μου, τα μάτια μου έλαμπαν από χαρά, η έκφρασή μου ήταν αλλιώτικη, λες κι είχα κάνει επείγον λίφτινγκ.
    Ντύθηκα σχετικά απλά και έτσι τελείωσα νωρίτερα απ’ ότι υπολόγιζα. Είχα δέκα λεπτά ως τις εννέα, και κάθισα για λίγο στη βεράντα να περιμένω.
    ¶ραγε θα φανεί; Πραγματικά δεν ήξερα τι να περιμένω. Με μας, τίποτα δεν είχε γίνει με βάση την πεπατημένη. Η πορεία μας ήταν αντιφατική, γεμάτη απροσδόκητα γεγονότα. Δεν μπορούσα να βάλω ένα πλαίσιο και να σκεφτώ πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα στο εξής. Δε μπορούσα να συγκρατήσω τον εαυτό μου πια. Θα ενέδιδα σε κάθε πειρασμό.
    ¶κουσα τον θόρυβο ενός αυτοκινήτου που πλησίαζε. Ήρθε! Ταυτόχρονα το κινητό μου χτύπησε. Απάντησα πριν προλάβει να χτυπήσει δεύτερη φορά.
    «Ήρθα λιγάκι νωρίτερα. Είσαι έτοιμη;»
    «Κατεβαίνω.»
    Μου είχε μείνει μια τόση δα αξιοπρέπεια και δεν κατέβηκα τη σκάλα πετώντας ή χοροπηδώντας. Πήρα μια βαθιά ανάσα και προε-τοίμασα τον εαυτό μου για να τον αντικρύσω. Πάντα μου προκαλού-σε αντικρουόμενα, επώδυνα συναισθήματα, σαν να ράγιζα μέσα μου.
    Ήταν εκεί. Είχε βγει από το αυτοκίνητο και με περίμενε, με την πλάτη του στην πόρτα του συνοδηγού. Ήταν κι αυτός ντυμένος απλά, αλλά είχε αλλάξει και φορούσε ένα γαλάζιο πουκάμισο και τζιν παντελόνι. Είναι όμορφος, παραδέχτηκαν μαζί η φωνή της λογικής κι η φωνή της καρδιάς μου. Εκείνη τη στιγμή, μου χαμογέλασε, λες κι ήθελε να επιβεβαιώσει τις σκέψεις μου. Κούνησα το χέρι μου χαιρετώντας τον αδέξια. Κοντοστάθηκα, φοβούμενη πως θα παραπατήσω.
    «Καλώς την.»
    «Γεια σου και πάλι.»
    «Δε μου το ‘σκασες, τελικά»
    «Ήσουν αποφασισμένος να μην το επιτρέψεις, αυτή τη φορά.»
    Μου άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού.
    «Πάμε;»
    Πλησίασα τρέμοντας. Τον κοίταξα με αμφιβολία, κι εκείνος μου ανταπέδωσε το βλέμμα τρυφερά. Δεν ήξερε ότι μπορεί να σταματούσε η καρδιά μου εκείνη τη στιγμή; Δεν ήξερε τι περνούσα, τι τιμωρία επί γης ήταν για μένα η ύπαρξή του; Δεν ήξερε ότι ζούσα και υπέφερα γι’ αυτόν κάθε λεπτό, κάθε ώρα; Τι νόμιζε, στ’ αλήθεια; Ότι ήταν απλά ένα εφηβικό καπρίτσιο;
    Μπήκα στο αυτοκίνητο σχεδόν μηχανικά, προσπαθώντας στα ελάχιστα δευτερόλεπτα μέχρι να έρθει, να ανασυντάξω το παράλυτο μυαλό μου. Μπορούσα να αισθανθώ το άρωμά του στο μικρό χώρο του αμαξιού. Καθώς κάθισε στη θέση του οδηγού, ξαφνικά ξύπνησα.
    «Λοιπόν, πού θα πάμε;»
    «Να το αφήσω για έκπληξη; Είναι ένα μέρος που μου αρέσει πολύ.»
    «Εντάξει, αλλά μου έχεις εξάψει την περιέργεια.»
    Έβαλε μπρος τη μηχανή.
    «Είσαι πολύ όμορφη απόψε».
    «Σ’ ευχαριστώ». Και κατακόκκινη απ’ την ντροπή μου, επίσης.
    «Μάλιστα, σκεφτόμουν» ξεκίνησε να λέει καθώς το χέρι του χάιδεψε απαλά τα μαλλιά μου «ότι είναι πολύ δύσκολο να το αγνοήσω.»
    Ένιωσα τη θέρμη του σώματός του τόσο κοντά στο δικό μου, και όπως σήκωσα τα μάτια μου , τα δικά του ήταν μόλις λίγα εκατοστά πιο μακριά.
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Hollysort
    New Moon Victim
    New Moon Victim
    Hollysort


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 47
    Αριθμός μηνυμάτων : 271
    Registration date : 10/05/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία   Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία I_icon_minitimeΔευ 5 Ιουλ 2010 - 9:37

    Το μέτωπό του άγγιξε το δικό μου, το πρόσωπό του λίγα μόλις χιλιοστά μακριά μου, και τα χείλη του αναζήτησαν τα δικά μου ανυπόμονα. Πώς να του αντισταθώ;
    «Αυτό που μας συμβαίνει» ψιθύρισε πνιχτά «δεν μπορώ να το ελέγξω πια. Δεν μπορώ να κρατηθώ άλλο μακριά σου, δεν μπορώ να μη σε αγγίζω.» Δεν ξέρεις πόσο σε καταλαβαίνω, ομολόγησα μέσα μου. Προσπάθησα να απομακρυνθώ από το ζεστό του κράτημα, αλλά δεν άντεχα. Αχ, είμαι αξιολύπητη, κλάφτηκα μόνη μου, κι εκείνη τη στιγμή κατάλαβα ότι δεν είχε νόημα πια να κάνω τη σκληρή, ούτε την απόμακρη. Ούτως ή άλλως, τα αισθήματά μου τα ήξερε, ή τα μάντευε. Απλά δεν ήθελα να δείχνω απολύτως απελπισμένη. Ή έστω πιο απελπισμένη από αυτόν. Έσφιξα τα δόντια και τραβήχτηκα από την αγκαλιά του.
    «Δεν ξέρω…δεν ξέρω αν είναι σωστά όλα αυτά» μπόρεσα να μουρμουρίσω συγχυσμένα. «Δεν ξέρω πια τι είναι καλό για μένα, πόσο μάλλον για σένα. Δεν πρέπει να κάνουμε κι άλλα λάθη. Δεν θα το αντέξω.»
    «Μη φοβάσαι» με καθησύχασε «μη φοβάσαι, εγώ είμαι αποφασισμένος για όλα». Δάγκωσε το χείλος του και χαμογέλασε αινιγματικά. «Δεν θα σου πω απόψε μέχρι πού μπορώ να φτάσω, αν μου το ζητήσεις, γιατί δε θέλω να σε τρομάξω. Να ξέρεις μόνο ότι ποτέ δε θα σε πληγώσω ξανά, τουλάχιστον όχι σκόπιμα. Όχι αν μπορώ να το εμποδίσω.»
    Ήταν ειλικρινής, ή μήπως η ανάγκη να τον πιστέψω αλλοίωνε τις αισθήσεις μου; Ένιωθα τον εαυτό μου να υποχωρεί, να γίνεται ένα μαζί του και είχα τρομοκρατηθεί στην ιδέα του τι θα μπορούσε να συμβεί. Το πρόσωπό του, τόσο γνώριμο, αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού μου, δηλητήριο στο μυαλό μου, το πρόσωπο ενός αγαπημένου δήμιου.
    «Μην ανησυχείς.» Με έσφιξε ακόμη μια φορά στην αγκαλιά του. «Όλα θα πάνε καλά.»
    Ξεκινήσαμε αλλά δεν πρόσεχα το δρόμο. Τα πάντα έμοιαζαν ίδια: τα σπίτια, τα φώτα, οι άνθρωποι. Όμορφα, αλλά αδιάφορα, στροβιλίζονταν στην πυρετώδη παραζάλη μου, περνούσαν μπρος μου σαν διάττοντες αστέρες που φώτιζαν για μια στιγμή τον ουρανό και χάνονταν. Το φως, ο ήλιος, ήταν άλλος.
    «Έλειπες πολύ καιρό.» Δεν ήταν ερώτηση.
    «Αρκετό» παραδέχτηκα, και τον κοίταξα ερωτηματικά.
    «Το αυτοκίνητό σου έλειπε.» εξήγησε.
    «Με…με παρακολουθούσες;» τραύλισα έκπληκτη.
    «Φυσικά» απάντησε με άνεση.
    Τον κοίταξα άναυδη.
    «Ήταν πολύ πιο περίπλοκο απ’ ότι νομίζεις.» συνέχισε γελώντας. «Αν εξαιρέσουμε την ευνόητη δυσκολία που δημιουργούσε η παρατεταμένη απουσία σου, ήταν και το γεγονός ότι κι όταν ερχόσουν, εξαφανιζόσουν. Δεν ήξερα πού να ψάξω, και τις ελαχιστότατες φορές που σε εντόπιζα, μου γύριζες επιδεικτικά την πλάτη και χανόσουν.» Στο πρόσωπο του ζωγραφίστηκε κωμική αγανάκτηση.
    Γέλασα με το ύφος του και, περιέργως, χάρηκα που τον είχα ταλαιπωρήσει. Πάντα ένιωθα αδικημένη σε αυτή την κατάσταση. Πίστευα ότι ήμουν ανέκαθεν ο αδύναμος κρίκος: εγώ είχα τα αισθήματα, κι εκείνος τα αγνοούσε ή τα απέρριπτε. Τι καλά που δεν ήταν ακριβώς έτσι!
    «Λείπαμε τακτικά λόγω κάποιων προβλημάτων υγείας της μητέρας μου» εξήγησα συνοπτικά.
    «Λυπάμαι, ελπίζω να είναι καλά τώρα.»
    «Είναι όσο καλύτερα θα μπορούσε, δεδομένης της ασθένειας που έχει.» είπα στεγνά. Με κοίταξε συνοφρυωμένος και κατάλαβε όσα υπονοούσε η απάντηση μου. Δεν είπε τίποτα, λες κι ήξερε ότι μισούσα τα λόγια παρηγοριάς. Απλά έσφιξε απαλά το χέρι μου.
    Έριξα μια ματιά έξω από το αυτοκίνητο και είδα ότι βρισκόμαστε σε κάποια αραιοκατοικημένη περιοχή, στο πιο ψηλό σημείο της πόλης, κοντά στο Κάστρο. Εισέπνευσα τον δροσερό αέρα που ερχόταν από το ανοιχτό παράθυρο το άρωμα των πεύκων ήταν υπέροχο.
    «Κοντεύουμε.» με πληροφόρησε. Ο τόνος της φωνής του έδειχνε ανυπομονησία.
    Φτάσαμε στο Κάστρο, ένα ρομαντικό κατάλοιπο του αρχαίου φρουρίου της πόλης, που δέσποζε επιβλητικό στους πρόποδες του βουνού. Υπήρχε ένα άνοιγμα στην είσοδο που χρησιμοποιείτο ως παρκινγκ, και ακριβώς δίπλα, στο πιο απόκρημνο σημείο, υπήρχε ένα πολύ ωραίο κέντρο, που εξυπηρετούσε ταυτόχρονα το ρόλο καφετέριας, τζελατερίας, εστιατορίου και μπαρ, τις προχωρημένες ώρες της μέρας.
    «Σου αρέσει εδώ;»
    «Πάρα πολύ» ομολόγησα με ενθουσιασμό. «Το Κάστρο είναι από τα αγαπημένα μου σημεία στην πόλη.»
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Hollysort
    New Moon Victim
    New Moon Victim
    Hollysort


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 47
    Αριθμός μηνυμάτων : 271
    Registration date : 10/05/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία   Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία I_icon_minitimeΤρι 6 Ιουλ 2010 - 12:52

    Βγήκαμε από το αυτοκίνητο και προχωρήσαμε αργά. Απέναντι, στον ουρανό, η πανσέληνος έλουζε με το αργυρό της φως την γλυκιά αυγουστιάτικη νύχτα.
    «Είναι απ’ τα λίγα μέρη όπου δεν έχουμε βρεθεί ποτέ μαζί.» σχολίασε ανάλαφρα.
    « Απόψε όμως διορθώσαμε αυτή την αισχρή παράλειψη.»
    «Καλή αρχή.»
    Με οδήγησε στην είσοδο του κέντρου. Προχωρήσαμε αμίλητοι για λίγο, κι εκείνος με πήρε από τους ώμους και με κατεύθυνε προς το μεγάλο μπαλκόνι που ανοιγόταν προς την πόλη.
    «Από εκεί θα έχουμε την πιο ωραία θέα.»
    Λίγα βήματα ακόμη. Στην άκρη του μπαλκονιού υπήρχε ένα τραπεζάκι, περιέργως άδειο. Ήταν ακόμη νωρίς για να μαζέψει πολύ κόσμο το συγκεκριμένο μαγαζί, αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ γιατί ,όποιος ερχόταν πρώτος, δεν θα επέλεγε να καθίσει εκεί. Μετά παρατήρησα το μικρό καρτελάκι που έγραφε ότι το τραπέζι ήταν ρεζερβέ.
    «Δεν υπήρχε περίπτωση να μη σε φέρω εδώ.» ήρθε η εξήγηση από ψηλά. Καλά, ήταν ένα κεφάλι πιο ψηλός από μένα; Μάλλον πάντα υπερεκτιμούσα το δικό μου ύψος.
    «Είναι καταπληκτικά.»
    Η πόλη ξεδιπλωνόταν απρόσμενα στα πόδια μας και τα χιλιάδες φώτα της τρεμόπαιζαν ζωηρά. Αλλά ήταν η μοναδική προοπτική που σου επέτρεπε η συγκεκριμένη τοποθεσία, η ευχέρεια να χωρέσεις σ’ ένα βλέμμα τόσο πολύ ουρανό, βουνό και γη ταυτόχρονα που σε μάγευε περισσότερο από το κάθε τι. Από το κάθε τι; Δε νομίζω!
    Συνειδητοποίησα ότι υπήρχε ένας αναπαυτικός καναπές που ήταν και το μοναδικό διαθέσιμο κάθισμα και για τους δυο μας. Κοκκίνισα αλλά ευτυχώς δε φαινόταν στο σκοτάδι. Στο τραπέζι υπήρχαν δυο μεγάλα κεριά αναμμένα. Το φως τους ήταν μάλλον διακοσμητικό. Από κάπου ακουγόταν μουσική.
    «Ας καθίσουμε» πρότεινε ζωηρά εκείνος και με έσπρωξε απαλά πιο κοντά στον καναπέ.
    Αισθανόμουν κάπως αβέβαιη όταν υπάκουσα πειθήνια και θρονιάστηκα στον καναπέ και τον κοίταξα με αμφιβολία. Έμοιαζε χαρούμενος, καθώς ήρθε δίπλα μου το επόμενο δευτερόλεπτο. Έσκυψε στ’ αυτί μου και ψιθύρισε το όνομά μου. Ακουγόταν αλλιώς όταν το έλεγε αυτός. Περισσότερο σαν έκφραση λατρείας παρά σαν όνομα.
    «Ναι;» του απάντησα περιπαικτικά.
    Κάρφωσε τα μάτια του στα δικά μου και μου χαμογέλασε.
    «Τα πάντα θα αλλάξουν» υποσχέθηκε. «Είσαι εδώ, μαζί μου. Αφού κατόρθωσα αυτό, όλα τα άλλα είναι παιχνίδι.»
    «Μπορεί τα πράγματα να μην είναι και τόσο εύκολα. Μπορεί να μην είμαι τόσο καλή όσο νομίζεις. Μπορεί να είμαι απαίσια.» τον απείλησα.
    «Χειρότερη απ’ ό,τι ήδη είσαι;» Σήκωσε το φρύδι του και με κοίταξε προκλητικά. «Γίνεται;»
    «Δεν μπορώ να καταλάβω τι σε κάνει να το λες αυτό.»
    Ήταν λίγο περίεργα. Προσπαθούσαμε να είμαστε χαλαροί, θέλαμε να είμαστε χαλαροί, να κουβεντιάσουμε, αλλά ταυτόχρονα ήταν αδύνατο. Κοιταχτήκαμε αναζητώντας τη λύση στο πρόβλημα, αλλά δεν υπήρχε τίποτα να κάνουμε εκείνη τη στιγμή. Δεν ήθελα να μιλήσω, δεν ήθελα να πω τίποτα. Οι σκέψεις μου αντιμάχονταν τα συναισθήματα, και δεν μπορούσα να είμαι ο συνηθισμένος εαυτός μου.
    «Έχω ιδία πείρα.» συνέχισε να με πειράζει.
    «Και τότε, τι κάνεις εδώ;» ρώτησα μισοαστεία μισοσοβαρά.
    Αντί για άλλη απάντηση, μετακινήθηκε λιγο πιο κοντά μου και πέρασε το χέρι του γύρω μου. Έμοιαζε παραδόξως σωστή κίνηση. Εκεί ήταν η σωστή μου θέση. Το ενοχλητικό βουητό από σκέψεις που θόλωνε το μυαλό μου σώπασε. Οι αισθήσεις μου οξύνθηκαν, τα πάντα γύρω μου έγιναν κρυστάλλινα, καθαρά.
    Με τράβηξε απαλά ακόμα πιο κοντά του.
    «Θέλω να μάθω πιο πολλά για σένα. Θέλω να μάθω όλα όσα δε μου έχεις πει.»
    Βούλιαξα ενστικτωδώς στην αγκαλιά του.
    «Ρώτησε με ό,τι θέλεις.»
    «Όχι, όχι έτσι» μου χαμογέλασε. «Θα μου τα πεις όλα μόνη σου, με τον καιρό. Τέλος η ανάκριση. Πλέον θα παραχωρείς πληροφορίες οικιοθελώς.»
    «Δεν είμαι και πολύ ομιλητική σήμερα, το ξέρω» απολογήθηκα βιαστικά.
    «Τι συνέβη στην γλυκιά μου γλωσσοκοπάνα;»
    «Βρίσκεται σε κατάσταση σοκ.»
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Hollysort
    New Moon Victim
    New Moon Victim
    Hollysort


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 47
    Αριθμός μηνυμάτων : 271
    Registration date : 10/05/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία   Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία I_icon_minitimeΤετ 7 Ιουλ 2010 - 11:34

    «Δεν περίμενες ότι θα βρισκόμουν ξανά μπροστά σου, ε;»
    «Όχι, πώς θα ήταν δυνατόν;»
    «Κι όμως…» ξεκίνησε να λέει, αλλά σταμάτησε.
    «Ακόμα δεν είμαι σίγουρη για το τι ακριβώς συμβαίνει.»
    Τα χέρια του σφίχτηκαν γύρω μου, κι ένιωσα την ζεστή πίεση των χειλιών του στο μάγουλό μου.
    «Και για μένα ήταν έκπληξη. Φοβόμουν μήπως με έλουζες με κείνον τον καφέ.» Γέλασε και ένιωσα την ανάσα του στο δέρμα μου. «Και μετά μη με ρίξεις στη θάλασσα. Γενικά, είχες πολύ εχθρικό ύφος. Ήμουν προετοιμασμένος για βιαιοπραγίες.»
    «Τόσο κακιά φαινόμουν;»
    «Μμμ»
    «Κι εσύ, γιατί…γιατί επέμεινες;»
    «Γιατί ο επιμένων νικά.»
    «Νίκησες, λες;»
    «Νίκησα;»
    «Εξαρτάται.»
    «Από τι;»
    «Από το τι θες.»
    «Ας πούμε…ότι θέλω ο,τιδήποτε θελήσεις εσύ να μου δώσεις. Ή μάλλον, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, θα ήθελα πίσω όλα όσα κάποτε μου έδωσες…κι εγώ…όχι, δεν μπορώ να πω ότι δεν τα δέχτηκα.» Οι αναμνήσεις με κατέκλυσαν, πιο οδυνηρές από ποτέ. Δεν τολμούσα ούτε να αναπνεύσω, το κάθε καρδιοχτύπι ήταν μαρτύριο. Ξανά. «Απλά» συνέχισε «δεν μπορούσα να στα ανταποδώσω, στην πράξη.»
    «Και τώρα;» Η φωνή μου ακουγόταν ξένη στ’ αυτιά μου. Περισσότερο από το κάθε τι όλα αυτά τα ατελείωτα χρόνια μοναξιάς, με είχε κουράσει η ανασφάλεια, η ανικανοποίητη ανάγκη μου για επιβεβαίωση, η μόνιμη αίσθηση ότι ό,τι κι αν έκανα, όσο καλή ή κακή κι αν ήμουν, δεν θα ήμουν ποτέ αρκετή γι’ αυτόν. Ένιωσα το πρόσωπό μου να με προδίδει, ένιωσα τη θλίψη μου να παίρνει σχήμα στην έκφρασή μου.
    «Τώρα;» γέλασε πειρακτικά. «Τώρα θα πρέπει να με υποστείς.»
    Το δικό μου χαμόγελο δεν έφτανε μέχρι την καρδιά μου.
    «Αν το θες ακόμη.» συμπλήρωσε.
    «Ξέρεις..» ξεκίνησα διστακτικά «ίσως γελάσεις με αυτά που θα σου πω, ή ίσως απογοητευτείς, ή ακόμη ίσως και να αλλάξεις γνώμη, αν το σκεφτείς καλύτερα.»
    «Για πες.» Έδειχνε να το διασκεδάζει.
    «Ίσως…ίσως να μην είμαι καλή επιλογή για σένα.»
    Έσμιξε τα φρύδια του. Ήθελε να γελάσει, αλλά κρατιόταν.
    «Η γενικότερη κατάστασή μου - η οικογενειακή θέλω να πω – μπορεί, λίαν επιεικώς, να χαρακτηριστεί θλιβερή. Υπάρχουν πολλά προβλήματα και δεν… δεν είμαι πάντα στα καλύτερά μου. Δεν βλέπω για ποιο λόγο θα ήθελες να…» Δεν μπορούσα να ολοκληρώσω τη φράση μου, δεν εύρισκα τις σωστές λέξεις. «Πολλά προβλήματα…πολλά προβλήματα.» Κούνησα το κεφάλι μου απελπισμένα. Όμως εκείνος δε φάνηκε να πτοείται. Γέλασε, αλλά με λιγότερο κέφι από πριν.
    «Αν θες να με διώξεις, πρέπει να σκεφτείς μια καλύτερη δικαιολογία.» δήλωσε κάθετα.
    «Δικαιολογία;» Γέλασα κι εγώ πικρά. Δικαιολογία για να τον διώξω;
    «Δεν ξέρω για ποιο λόγο νομίζεις ότι είμαι τόσο ρηχός.» Ακουγόταν λίγο ενοχλημένος. «Αλλά, με τον καιρό, θα δεις ότι μπορείς να με εμπιστεύεσαι.»
    Ύστερα σκέφτηκα και κάτι ακόμη. «Κι επίσης» συνέχισα «δεν μπορώ να αλλάξω.» Δείλιασα, αλλά έπρεπε να το ξεφουρνίσω κι αυτό, μιας κι έκανα την αρχή.
    «Να αλλάξεις;» ¶ραγε θα έπαυε να με παίρνει στα σοβαρά; «Τι να αλλάξεις;»
    «Δεν μπορώ να αλλάξω αυτό που είμαι. Θα είμαι πάντα έτσι.»
    «Παλαβή, εννοείς;»
    «Ναι, μάλλον» Δεν μπόρεσα να μην γελάσω κι εγώ τώρα.
    «Και δε θέλεις να αλλάξεις;»
    «Δεν μπορώ να αλλάξω. Αυτή θα είμαι πάντα.»
    «Μου υπόσχεσαι να μην αλλάξεις; Ποτέ;» Το ελεύθερο χέρι του χάιδεψε τα μαλλιά μου.
    «Είναι από τα λίγα πράγματα για τα οποία μπορώ να εγγυηθώ.»
    «Ωραία» ψιθύρισε «σ’ αυτό βασίζομαι». Πήρε το πρόσωπό μου στα χέρια του και με φίλησε, για πρώτη φορά κτητικά, άπληστα. Για πρώτη φορά, τον αγκάλιασα κι εγώ και χάθηκα μέσα στην υπέροχη ζεστασιά του. Ένιωσε την ανταπόκριση μου και με τράβηξε – αν είναι δυνατόν!- ακόμα πιο κοντά του. Αναστέναξα, νικημένη από τα αισθήματα που κυρίευαν την ραγισμένη μου καρδιά.
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Hollysort
    New Moon Victim
    New Moon Victim
    Hollysort


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 47
    Αριθμός μηνυμάτων : 271
    Registration date : 10/05/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία   Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία I_icon_minitimeΠεμ 8 Ιουλ 2010 - 10:27

    Τους επόμενους μήνες, κάθε πρωί ξυπνούσα πάντοτε με την ίδια αγωνία. Την ώρα που άνοιγα τα μάτια μου, κοιτούσα γύρω μου με τον παράλογο φόβο ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει, ότι όλα ήταν ένα μεγάλο όνειρο που θα με άφηνε ξανά έρμαιο στην παγερή μοναξιά μου. Και μόνο όταν χτυπούσε το κινητό μου, κάθε πρωί, την ίδια ώρα, κι ήταν αυτός να με καλημερίσει, μόνο τότε, συνερχόμουν και ευχαριστούσα το Θεό για την καλή μου τύχη.
    Αρνιόμουν κατηγορηματικά να σκεφτώ τίποτα περισσότερο από αυτό που είχα. Ζούσα την κάθε στιγμή και δεν ήθελα ούτε καν να υποψιαστώ για ποιο λόγο τα πράγματα θα μπορούσαν να πάρουν άλλη τροπή. Είμαστε επιτέλους μαζί, κι έπαιρνα νέα δύναμη από τη σύνδεσή μας. Οι πληγές άρχισαν να επουλώνονται, και για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, άρχισα να ελπίζω και να κάνω σχέδια για το μέλλον. Έκανα σχέδια και για μας; Όχι, ποτέ. Είχα γίνει προληπτική και, λες και οι σκέψεις θα μπορούσαν να προσκαλέσουν την κακή τύχη πάνω μας, τις απέφευγα επιμελώς.
    Εξάλλου, δεν υπήρχε τίποτα που να μην το έχω. Εκείνος ήταν ο παράδεισος μου πάνω στη γη, εκείνος ήταν ο ήλιος μου, η ανάσα μου, ο ένας και μοναδικός λόγος να ζω. Εκείνος, γιατί με άφηνε να είμαι μέρος από τη δική του ζωή και γιατί, για κάποιο λόγο που το μυαλό μου δεν μπορούσε να συλλάβει, ισχυριζόταν ότι ήμουν κι εγώ το ίδιο σημαντική γι’ αυτόν. Και με διεκδικούσε, κάθε μέρα με το ίδιο σθένος, και μου ζητούσε να του επιβεβαιώνω ότι ήμουν δική του –λες και δεν το ήξερε!
    Πάντα στεκόμουν διστακτική απέναντι στις νέες προοπτικές που ανοίγονταν για μας. Ανησυχούσα μήπως αισθανθεί ότι τον πιέζω, μήπως το βάρος της νοσηρής λατρείας μου - που πάσχιζα να κρατήσω κρυφή - του φανεί αβάσταχτο, κι έτσι δεν έπαιρνα πρωτοβουλίες. Καμιά φορά μου γκρίνιαζε ότι δεν έδειχνα τον δέοντα ενθουσιασμό. Αλλά τι θα έλεγε, άραγε, αν ήξερε πώς το κάθε δευτερόλεπτο από εκείνο το βράδυ, ήταν για μένα ένα μικρό θαύμα; Θα παραπονιόταν και τότε;
    Εξακολουθούσαμε να βγαίνουμε ραντεβού σαν σχολιαρόπαιδα. Η σχέση μας δεν είχε προχωρήσει σε πιο …διαπροσωπικά επίπεδα, και μολονότι δεν υπήρχε περίπτωση να το θίξω, είχα αρχίσει να ανησυχώ. Από τη μια πλευρά, βέβαια, το εύρισκα ιπποτικό, αλλά, από την άλλη δεν μπορούσα να μην σκέφτομαι μήπως δεν με ήθελε αρκετά. Εκείνος, αν και με κρατούσε κολλημένη πάνω του διαρκώς – και γι’ αυτό μου είχε βγάλει και το παρατσούκλι «το μικρό μου αυτοκόλλητο» - δεν έκανε την παραμικρή νύξη. ¶φηνα κι εγώ το θέμα στην αναμονή.
    Κάποια μέρα ήρθε να με πάρει από τη δουλειά, πράγμα που δεν συνήθιζε, κυρίως γιατί η δική του δουλειά τελείωνε αργότερα.
    «Γεια σου, κοριτσάκι» με χαιρέτησε όταν μπήκα στο αυτοκίνητο. «Δεν έχει φιλάκι σήμερα;»
    Τεντώθηκα προς το μέρος του και τον φίλησα πεταχτά.
    «Τι κάνεις εδώ τέτοια ώρα;» Δεν μπόρεσα να κρατηθώ και τον ξαναφίλησα.
    «Θέλω να πάμε μια βόλτα» μου χαμογέλασε.
    «Κι η δουλειά σου;»
    «Πήρα άδεια από το αφεντικό.» Δηλαδή από τον εαυτό του.
    «Αρχίζω να συμπαθώ το αφεντικό σου όλο και περισσότερο.»
    «Είναι καλός τύπος.»
    «Θα πάμε μακριά;» επανέφερα το θέμα της βόλτας.
    «Ε, όχι και πολύ. Θέλω να σου δείξω κάτι.»
    «Τι;»
    Δεν απάντησε. Με κοίταξε με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα και μου έπιασε το χέρι σφιχτά και το τράβηξε κοντά του.
    «Θα δεις.»
    Πράγματι, σε δέκα λεπτά φτάσαμε στον άγνωστο προορισμό μας. Πάρκαρε το αυτοκίνητο στο πεζοδρόμιο έξω από μια καινούργια πολυκατοικία και βγήκαμε. Με πήρε από το χέρι και με τράβηξε προς την είσοδο.
    «Τι είναι εδώ;» ρώτησα με περιέργεια.
    «Πάμε» επέμεινε εκείνος και με τράβηξε ξανά.
    Τον ακολούθησα απορημένη. Μπήκαμε στην είσοδο και προχωρήσαμε στο ασανσέρ. Όταν έκλεισε η πόρτα, με αγκάλιασε και κοιταχτήκαμε στον καθρέφτη.
    «Πώς γίνεται να είσαι κάθε μέρα όμορφη;»
    Αντί για άλλη απάντηση χώθηκα στην αγκαλιά του και τον έσφιξα πάνω μου. Πάτησε το κουμπί του πέμπτου ορόφου.
    «Μένει κάποιος γνωστός σου εδώ;» ρώτησα με το πρόσωπο μέσα στο άνοιγμα του πουκαμίσου του.
    «Όχι ακόμα»
    Τι περίεργα πράγματα μου λέει σήμερα;
    Με ένα ανεπαίσθητο τράνταγμα, το ασανσέρ σταμάτησε.
    Βγήκαμε και με κατεύθυνε προς τη μια από τις δυο πόρτες του ορόφου.
    «Φτάσαμε» ανακοίνωσε θριαμβευτικά.
    «Πού φτάσαμε;»
    Έβγαλε ένα κλειδί κι άνοιξε την πόρτα. Ένα μεγάλο, τελείως άδειο δωμάτιο απλώθηκε μπρος μου. Απέναντι, υπήρχε μια μεγάλη τζαμαρία, που έβλεπε στο μπαλκόνι. Το φως έμπαινε άπλετο και σκορπιζόταν ανεμπόδιστα στο χώρο.
    Τον κοίταξα χωρίς να καταλαβαίνω.
    Ξαφνικά τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση μου και με σήκωσε. Τα πόδια μου δεν πατούσαν στο πάτωμα, κι εκείνος με μια χορευτική κίνηση μπήκε στο δωμάτιο. Δε με άφησε κάτω, μόνο με τράβηξε πιο κοντά του και με φίλησε πολύ τρυφερά, πολλές φορές.
    «Καλώς ήρθες» μουρμούρισε πάνω στα χείλη μου και άρχισε να με γυρίζει γύρω γύρω. Κάτι στον τρόπο του με συνεπήρε, και παρότι δεν ήξερα τι ακριβώς συνέβαινε, άρχισα να γελάω χαρούμενη.
    «Σου αρέσει;» Ένιωθα τη φωνή του να πάλλεται από προσμονή.
    Τον κοίταξα παραξενεμένη και ένευσα καταφατικά. Του χαμογέλασα, για να τον ενθαρρύνω να μου πει επιτέλους περί τίνος επρόκειτο.
    «Το αγόρασα πριν λίγες μέρες.» μου μαρτύρησε τελικά. Τα μάτια του έπαιζαν σκανταλιάρικα. Είχα μείνει να τον κοιτάω εμβρόντητη. «Πάμε να δούμε και το υπόλοιπο;»
    Με κρατούσε αγκαλιά καθώς με γύριζε από δωμάτιο σε δωμάτιο. Ήμουν βουβή από την έκπληξη και κοίταζα γύρω μου το όμορφο σπίτι σα χαμένη. Δεν ήξερα τι να πω, μόνο κόλλησα πάνω του και τον άφησα να με οδηγεί.
    «Όπως βλέπεις, λείπουν τα έπιπλα.» κατέληξε τελικά, όταν επιστρέψαμε στο χώρο που ήταν μάλλον το καθιστικό. Γύρισε και μου χαμογέλασε. «Θα με βοηθήσεις να το επιπλώσω; Οι γυναίκες πάντα ξέρουν καλύτερα αυτά τα θέματα.»
    Ένιωσα μια στιγμιαία ανακούφιση αλλά δεν ήμουν κι ακριβώς σίγουρη αν ήταν σωστό.
    «Ναι, μα…» πήγα να πω, αλλά με έκοψε βιαστικά.
    «Δεν έχει μα»
    «Δεν…ίσως...η μητέρα σου…» τραύλισα ακατάληπτα.
    «Η μητέρα μου, και οι δικοί μου εν γένει, χάρηκαν που επιτέλους θα με ξεφορτωθούν από το σπίτι. Μου είπαν να κάνω ό,τι θέλω. Με διέταξαν, είναι ο ακριβής όρος. Κι εγώ, θέλω να φτιάξουμε το σπίτι μαζί. Τι λες;» Το φιλί στον κρόταφό μου δε βοηθούσε και πολύ.
    «Εντάξει» συμφώνησα μετά από τον ανυπόφορο καταναγκασμό των χειλιών του. «Θα σου κάνω το χατήρι.»
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Hollysort
    New Moon Victim
    New Moon Victim
    Hollysort


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 47
    Αριθμός μηνυμάτων : 271
    Registration date : 10/05/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία   Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία I_icon_minitimeΠεμ 8 Ιουλ 2010 - 13:12

    Πέρασε ένας μήνας ακόμη, που τον ξοδέψαμε γυρίζοντας μέσα σε μαγαζιά με έπιπλα και γενικά, κάθε λογής είδη σπιτιού, από μαχαιροπήρουνα μέχρι κουρτίνες. Αφιερώναμε όλο τον ελεύθερο χρόνο μας στο σπίτι, μετρώντας και γράφοντας, και κάνοντας σχέδια. Προσπαθούσα να είμαι ουδέτερη, δεν ήθελα να παρανοήσω το ρόλο μου σ’ αυτή την υπόθεση. Απλά τον βοηθάω να φτιάξει το σπίτι, επαναλάμβανα κάθε μέρα στον εαυτό μου. Εκείνος έμοιαζε απόλυτα ευχαριστημένος με τις προτάσεις μου- θα ήταν ικανοποιημένος ακόμα κι αν του έλεγα να κρεμάσει ένα μωρό ελέφαντα από το ταβάνι!
    Τελικά, όταν ο μήνας πέρασε, το σπίτι ήταν πλέον έτοιμο. Όσο κι αν είχα επιμείνει να το αποφύγω, εξακολουθούσε να μοιάζει με ένα κουκλόσπιτο τεραστίων διαστάσεων: το δικό μου, όμορφο κουκλόσπιτο. Μια ύπουλη σκέψη τρύπωσε στο μυαλό μου αλλά την έδιωξα θυμωμένη. Δεν μπορούσα να ζητήσω τόσα πολλά.
    ………………………………………………………………………………………
    Εκείνο το βράδυ του Δεκέμβρη ήμουν μέχρι αργά έξω, αναγκασμένη να συμμετάσχω σε μια εκδήλωση σχετική με τη δουλειά μου. Έπρεπε να κάνω και μια παρουσίαση σε powerpoint, οπότε είχα φορτωθεί και το λάπτοπ, μαζί με άπειρα χαρτιά και βιβλία. Είχαμε πει να βγούμε για φαγητό το βράδυ για να γιορτάσουμε την μετακόμιση στο καινούργιο του σπίτι, και κοίταζα ανυπόμονα το ρολόι μου, μετρώντας τα λεπτά ώσπου να φτάσει η ώρα να τον δω.
    Όταν επιτέλους τελείωσα με τις σαχλές υποχρεώσεις μου, τον πήρα τηλέφωνο για να κανονίσουμε τη συνέχεια.
    «Πειράζει να μην βγούμε απόψε;» με ρώτησε απολογητικά. «Έχω λίγη δουλίτσα ακόμη και είμαι πάρα πολύ κουρασμένος.»
    Ένιωσα τον παγερό αέρα που φυσούσε να διαπερνά το στήθος μου και να σφίγγει την καρδιά μου. Τόσο καιρό, ποτέ δεν είχε αναβάλλει μια συνάντησή μας. Μια πλημμύρα από κάτι πικρό ανέβηκε στο λαιμό μου.
    «Φυσικά» του απάντησα χωρίς καθυστέρηση, ίσως μάλιστα και υπερβολικά γρήγορα. ¶ραγε ακουγόμουν όσο άνετη έπρεπε;
    «Θέλεις να έρθεις σπίτι; Να δούμε καμιά ταινία;» συμπλήρωσε καλοπροαίρετα. «Μπορούμε να παραγγείλουμε φαγητό, να κάνουμε εγκαίνια στην τραπεζαρία.»
    Τι έπρεπε να πω; Να αρνηθώ ευγενικά ή να δεχτώ χωρίς δεύτερη σκέψη;
    «Μα…» τραύλισα «μήπως θέλεις να ξεκουραστείς;»
    «Πάρε ένα ταξί κι έλα.» με πίεσε. « Μην κάνεις πάνω από δέκα λεπτά.»
    «Σίγουρα;» επέμεινα εγώ. «Θέλω να πω….»
    «Σε περιμένω.»
    Ε, ακόμα και οι δυνατοί λυγίζουν κάποτε. Κι εγώ ποτέ δεν είχα ισχυριστεί ότι μπορούσα να αρνηθώ την πρόσκλησή του.
    Ευτυχώς βρήκα αμέσως ταξί, γιατί έριχνε ένα ελαφρύ χιονόνερο και έκανε πολύ κρύο, κι εγώ κουβαλούσα πολλά. Η πόλη ήταν τόσο όμορφη στολισμένη με τα χριστουγεννιάτικα φώτα. Η καρδιά μου γύριζε σιγά σιγά στο ρυθμό της ξανά. Οι σκέψεις μου γαλήνεψαν. Όχι, ήθελε να συναντηθούμε απόψε. Η πικρή γεύση της παρολίγον απόρριψης άρχισε να ξεχνιέται.
    Φτάσαμε πριν καλά καλά το καταλάβω. Χτύπησα το κουδούνι και έσφιξα στο χέρι μου το μικρό μου δώρο. Δεν ήθελα να το ψάχνω μέσα στα ποικίλα συμπράγκαλα που είχα μαζί μου. Δεν ήμουν και πολύ θρησκευτικός τύπος, αλλά παραδόξως, ένιωθα ότι ένα καινούργιο σπίτι έπρεπε να έχει μια εικόνα της Παναγίας κάπου. Είχα βρει ένα όμορφο αντίγραφο μιας αναγεννησιακής Μαντόνας. Ταίριαζε φανταστικά με οποιοδήποτε δωμάτιο του σπιτιού αποφάσιζε να τη βάλει - αν ήθελε.
    Η πόρτα άνοιξε και πορεύτηκα με κόπο προς το ασανσέρ. Λίγες στιγμές ακόμη, λίγη υπομονή ακόμη και θα έφτανα σπίτι. Όχι, όχι, μάλωσα τον εαυτό μου, μην σκέφτεσαι αυτή τη λέξη. Και σε κείνα τα κλάσματα του δευτερολέπτου, συνειδητοποίησα ότι πονούσα γιατί ήθελα τόσο πολύ να είναι εκεί και το δικό μου σπίτι. Εκεί όπου ήταν αυτός.
    Έκανα τα τελευταία βήματα προς την πόρτα του σχεδόν υπνωτισμένη. Και πριν προλάβω να χτυπήσω, η πόρτα του άνοιξε και τον είδα, να στέκεται χαμογελαστός στο κατώφλι.
    «Καλησπέρα» του είπα με την πιο ευχάριστη φωνή που μπορούσα να επιστρατεύσω εκείνη τη στιγμή.
    «Ήρθες, κοριτσάκι μου;» Η ερώτηση ήταν προφανώς περιττή, αλλά η αγκαλιά που την συνόδευε ήταν απολύτως αναγκαία. Με φίλησε απαλά στο μέτωπο και με ξεφόρτωσε από το λάπτοπ κι ό,τι άλλο μπορούσε να αποδεσμεύσει από τα χέρια μου. Κράτησα πεισματικά το δώρο μου, για να του το δώσω μόνη μου.
    «Έλα γρήγορα μέσα, η μύτη σου είναι παγωμένη» αστειεύτηκε και με τράβηξε μέσα.
    Η ζέστη του σπιτιού ήταν παραπάνω από ευπρόσδεκτη. Στην είσοδο δέσποζε το μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο που είχε απαιτήσει να στολίσουμε. Τα φωτάκια τρεμόπαιζαν πίσω από τα χρυσά και κόκκινα στολίδια.
    ¶φησε τα πράγματά μου βιαστικά και γύρισε πίσω πριν το καταλάβω. Δεν είχα συνέλθει ακόμα από το κρύο. Μου πήρε το παλτό μου και προχωρήσαμε προς το καθιστικό.
    «Πώς πέρασες στο συνέδριο;» ρώτησε με ενδιαφέρον.
    «Καλά ήταν» είπα μηχανικά. «Ξέρεις, τα γνωστά.»
    «Με την παρουσίαση; Έσκισες φαντάζομαι.»
    «Ναι, πολλές χαρτοπετσέτες.»
    Με κάθισε στον καναπέ και γονάτισε μπροστά μου.
    «Αν με αφήσεις να δουλέψω για πέντε λεπτά, υπόσχομαι να μην σε αφήσω ούτε δευτερόλεπτο το υπόλοιπο βράδυ.»
    Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του και τον τράβηξα κοντά μου. Αν δεν τον φιλούσα εκείνη τη στιγμή, η πνευματική μου υγεία κινδύνευε σοβαρά.
    «Ακούγεται δίκαιο.» Η φωνή μου ήταν βραχνή.
    «Ξεκουράσου λιγάκι μέχρι να έρθω…σκέψου και τι θέλεις να φάμε.» μουρμούρισε εξίσου ξέπνοος με μένα.
    «Εντάξει.» συμφώνησα ζαλισμένη. Έκλεισα τα μάτια γιατί δεν ήθελα να μου φύγει, έστω και για λίγο. Βούλιαξα στον φαρδύ, σκούρο μπλε καναπέ με το τηλεκοντρόλ στο χέρι. Τον άκουσα που κάθισε στο γραφείο του, στο διπλανό δωμάτιο. Τα πλήκτρα του υπολογιστή του χτυπούσαν ρυθμικά.
    ¶λλαξα μερικά κανάλια αλλά δε βρήκα τίποτα ενδιαφέρον. Έπεσα πάνω σε μια εκπομπή με συνταγές για μελομακάρονα, και την άφησα να παίζει τιμής ένεκεν.
    Ένιωσα δυο χέρια να με παίρνουν αγκαλιά και να με σηκώνουν απαλά. Έτριψα τα μάτια μου με τις γροθιές μου και προσπάθησα να διώξω τη νύστα από τα βαριά μου βλέφαρα. Τα χέρια με απίθωσαν απαλά σε μια μαλακή επιφάνεια.
    «Με πήρε ο ύπνος;» ρώτησα γκρινιάρικα.
    «Θα έλεγα πως ναι.» Η φωνή του ακουγόταν τόσο τρυφερή. Το πρόσωπό του ήταν ακριβώς από πάνω μου.
    ¶νοιξα τα μάτια μου λίγο καλύτερα και είδα ότι με είχε φέρει στην κρεβατοκάμαρα. ¶γγιξα με τα δάχτυλα μου το απαλό πάπλωμα που κάλυπτε το διπλό κρεββάτι και πήρα μια βαθειά ανάσα.
    Εκείνος ήταν ξαπλωμένος δίπλα μου κι εξακολουθούσε να με κρατάει αγκαλιά. Τα μάτια μας διασταυρώθηκαν και η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε την ίδια στιγμή. Δεν υπήρξε χρόνος να σκεφτώ, ούτε εγω ούτε κι εκείνος. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Και κείνη την νύχτα, με έκανε δική του για πάντα.
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Hollysort
    New Moon Victim
    New Moon Victim
    Hollysort


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 47
    Αριθμός μηνυμάτων : 271
    Registration date : 10/05/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία   Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία I_icon_minitimeΠαρ 9 Ιουλ 2010 - 13:11

    Όταν ξύπνησα, ήταν ακόμη σκοτεινά. Αισθανόμουν ζεστή κι ευτυχισμένη, και απόλυτα ήρεμη. Πού είμαι; Η αίσθηση του χώρου δε θύμιζε το δωμάτιο μου, κι αυτό το κρεββάτι δεν ήταν το κρεββάτι μου. Σιγά σιγά άρχισα να αποκτώ καλύτερη συναίσθηση και αναμνήσεις της προηγούμενης νύχτας κατέκλυσαν το μυαλό μου. ¶νοιξα τα μάτια μου διάπλατα και συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν μόνη κάτω από τα αφράτα σκεπάσματα. Το πρόσωπό μου ακουμπούσε απαλά στο στήθος του και τα σώματά μας ήταν σφιχταγκαλιασμένα, δεμένα σε ένα τρυφερό σύμπλεγμα. Ανέπνεα την γλυκιά του ανάσα, άκουγα το σταθερό χτύπο της καρδιάς του, κολυμπούσα στον ωκεανό της ζεστασιάς που εξέπεμπε το δέρμα του. Ανίκανη να βρω κάτι κακό για να ανησυχήσω, απλά έκρυψα το πρόσωπό μου πιο βαθιά στην αγκαλιά του , αναζητώντας περισσότερα σημεία επαφής μαζί του. Εκείνος ένιωσε την κίνησή μου, και άλλαξε θέση ελαφρά για να διευκολύνει την προσπάθειά μου.
    «Κοιμήσου λίγο ακόμη» μουρμούρισε «Είναι Σάββατο πρωί.»
    Αντί για άλλη απάντηση, φίλησα απαλά τον ώμο του και τον έσφιξα πάνω μου. Δεν έπρεπε να τελειώσει αυτή η μαγική στιγμή, δεν έπρεπε να βγω από αυτόν τον παράδεισο όπου μπορούσα να τον αγαπάω τόσο πολύ. Έκλεισα ξανά τα μάτια. Ένιωθα ανακούφιση που τον τελευταίο καιρό ήμουν μόνη μου στο σπίτι. Η μητέρα μου έμενε στο σπίτι της αδελφής μου, γιατί έτσι ήταν πιο κοντά στο νοσοκομείο. Κανείς δε θα ανησυχούσε για την απουσία μου.
    Η ήρεμη αναπνοή του με νανούριζε, αλλά δεν κατάφερα να κοιμηθώ. Το πρώτο φως της μέρας τρύπωσε τεμπέλικα από το παράθυρο και με ξύπνησε για τα καλά, αλλά δεν κουνήθηκα από τη θέση μου.
    «Καλημέρα, αγαπούλα». Τα χείλη του χάιδεψαν το λαιμό μου κι ένιωσα τα γένια του να με γρατζουνάνε. «Κοιμήθηκες ωραία στο κρεββάτι μας;»
    Μας; Ακουγόταν θεϊκό στ’ αυτιά μου αυτό το πρώτο πληθυντικό, αλλά προσποιήθηκα ότι δεν το αντιλήφθηκα. Μαζί σου θα κοιμόμουν ωραία και στο πάτωμα, θέλησα να απαντήσω, αλλά αρκέστηκα στο να μουγκρίσω καταφατικά. Γύρισε ανάσκελα και τεντώθηκε. Με κοίταξε με ένα απροσδιόριστο βλέμμα: τρυφερό και σκανταλιάρικο και ανήσυχο μαζί.
    «Εσύ;» τον ρώτησα, ξαφνικά χάνοντας όλη μου τη σιγουριά.
    «Λοιπόν, ο ύπνος είναι ένα από τα πράγματα που μπορεί να κάνει κανείς εδώ πάνω, και σίγουρα δεν είναι το καλύτερο. Όχι από αυτά που έχω εγώ υπόψη μου τουλάχιστον. Αλλά, εν πάσει περιπτώσει, κοιμήθηκα καλά.»
    Μου ανακάτωσε τα μαλλιά.
    «Ξέρεις, δεν ήταν στα χθεσινοβραδινά μου σχέδια να σε αποπλανήσω.» είπε απολογητικά. «Σήμερα, φυσικά, μετανιώνω που άφησα τόσο καιρό να περάσει μέχρι να το κάνω. Βέβαια, υπήρχε λόγος…» Σταμάτησε, σαν να μην ήξερε αν έπρεπε να συνεχίσει, ή όχι.
    «Λόγος; Για ποιο πράγμα;» Τύλιξα προσεκτικά γύρω μου το πάπλωμα, νιώθοντας ξαφνικά ντροπή για τη γύμνια μου.
    «Ήθελα να σου μιλήσω για κάποια πράγματα πρώτα.» Έμοιαζε κάπως απογοητευμένος. Προσπάθησα να είμαι ψύχραιμη, αλλά ένιωθα ότι ο κόσμος κατέρρεε και σύντομα, δεν θα έδειχνα και τόσο άνετη.
    «Θα μου μιλήσεις τώρα γι’ αυτά;» Η φωνή μου ήταν ασταθής.
    Γύρισε απότομα προς το μέρος μου και με αγκάλιασε ξανά.
    «Όχι, όχι» είπε γρήγορα «δεν είναι τίποτα κακό…χαζούλα, μη στενοχωριέσαι.» Με φίλησε για να με καθησυχάσει, κι έμοιαζε πιο συγχυσμένος κι από εμένα. «Ήθελα μόνο να βρω μια πιο κατάλληλη στιγμή, και πίστευα ότι χθες το βράδυ…αλλά πάλι, ίσως δεν υπάρχει άλλη στιγμή πιο κατάλληλη από αυτή.»
    Τον κοίταξα δυστυχισμένα.
    «Ήθελα να σε ρωτήσω κάτι.» Η φωνή του ήταν ψιθυριστή.
    Περίμενα την ερώτηση.
    «Ή ,μάλλον, να σου ζητήσω κάτι.»
    Πες το, λοιπόν!«Θα έρθεις να μείνεις μαζί μου; Εδώ;»
    Ένιωσα τα μάτια μου να διαστέλλονται από έκπληξη, και ξαφνικά παρέλυσα τελείως. Τον κοίταξα μερικές στιγμές μένοντας ακίνητη, ούτε να αναπνεύσω δε μπορούσα. Τα μπράτσα του με τράνταξαν ελαφρά, λες κι έβλεπε πως είχα πέσει σε κώμα και προσπαθούσε να με συνεφέρει.
    «Εδώ;» ψέλλισα. «Μαζί σου;»
    Χαμογέλασε καλοσυνάτα.
    Χώθηκα βίαια μέσα στην αγκαλιά του, παρακαλώντας βουβά να καταλάβει από μόνος του την ανάγκη μου γι’ αυτόν.
    «Aυτό να το θεωρήσω ως ¨ναι¨;» γέλασε μέσα στα μαλλιά μου.
    Σήκωσα απρόθυμα το κεφάλι, και ξεστόμισα την μόνη ένσταση που είχα.
    «Και τι θα πω στους δικούς μου; Δεν είναι δα και τόσο προχωρημένοι…Αλλά πάλι, τι σημασία έχει;» Οι τελευταίες λέξεις απευθύνταν μόνο στον εαυτό μου.
    «Κανείς δε μπορεί να σου απαγορέψει να μείνεις στο σπίτι του άντρα σου, ξέρεις.»
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Hollysort
    New Moon Victim
    New Moon Victim
    Hollysort


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 47
    Αριθμός μηνυμάτων : 271
    Registration date : 10/05/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία   Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία I_icon_minitimeΔευ 12 Ιουλ 2010 - 11:07

    Ένας ακατάληπτος ήχος βγήκε από το λαρύγγι μου, και ανοιγόκλεισα τα μάτια μπερδεμένη. Τα μάτια του ήταν ειλικρινή, πρόθυμα. Τα χέρια του δυνατά γύρω μου, με κρατούσαν γερά στο στήθος του. Ένα μικρό πετάρισμα μέσα μου απείλησε να εξελιχθεί σε γοερά κλάματα, αλλά έπνιξα τον προδοτικό λυγμό πριν φτάσει στα χείλη μου. Τα δάχτυλά μου άγγιξαν το πρόσωπό του ευλαβικά.
    «Τι…τι είπες;» Αχ, πού είχαν πάει όλες οι καλές ατάκες; Θα σ’ αγαπώ μέχρι το τέλος του κόσμου.
    «Λέω, δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς για την κοινωνική κατακραυγή. Αν με παντρευτείς, κανένας δε θα έχει αντίρρηση να μείνεις μαζί μου. Το αντίθετο πάλι θα ήταν πρόβλημα.» Μισοέκλεισε τα μάτια και με κοίταξε με ενδιαφέρον.
    «Α» Η καρδιά μου χτυπούσε φρενιασμένα, επώδυνα. «Δεν…νόμιζα πως δεν κατάλαβα τι μου είπες.»
    «Επιπλέον» συνέχισε ακάθεκτος ενώ με ακινητοποιούσε με το βάρος του «με έχεις εκθέσει ανεπανόρθωτα. Πρέπει να αποκαταστήσεις την τιμή μου.»
    «Εγώ;» Το σάστισμά μου ήταν άνευ προηγουμένου.
    «Λοιπόν;»
    Έψαξα τα μάτια του με τα δικά μου.
    «Σοβαρολογείς;»
    «Φυσικά.»
    Ξαφνικά ένιωσα απόλυτα ήρεμη.
    «Το ξέρεις ότι είμαι τρελή για σένα, ε;» τον κατηγόρησα. «Το ξέρεις πως ό,τι κι αν γίνει, εγώ θα σ’ αγαπάω πάντα, το ίδιο δυνατά. Το ξέρεις ότι πια δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα.»
    «Τα αισθήματα είναι αμοιβαία.» Αμοιβαία; Είναι δυνατόν;
    «Αν όντως έτσι είναι τα πράγματα, κι αν εννοείς αυτό που μου είπες, τότε ξέρεις και την απάντηση.»
    Τα χείλη του βρήκαν τα δικά μου πριν προλάβω να τελειώσω τα λόγια μου. Τον ένιωσα να κινείται πάνω στο σώμα μου διεκδικητικά, θριαμβευτικά.
    «Έρχομαι» μουρμούρισε πνιχτά καθώς με άφησε απροειδοποίητα και σηκώθηκε από το κρεββάτι. Η αναπνοή μου έβγαινε βαριά καθώς προσπαθούσα να ανασυγκροτήσω την σκέψη μου. Εκείνος βγήκε για μια στιγμή από το δωμάτιο κι επέστρεψε αμέσως. Χώθηκε κάτω από σκεπάσματα και βρέθηκε ξανά γύρω μου.
    «Την επόμενη φορά που θα κάνουμε έρωτα» είπε αποφασιστικά «θα φοράς το δαχτυλίδι μου.» Τότε, είδα το μικρό κουτάκι στο χέρι του. Οι επόμενες στιγμές πέρασαν μπρος μου σα σκηνές ταινίας. Και βρέθηκα με ένα πανέμορφο δαχτυλίδι στο αριστερό μου χέρι. Το κοίταγα αμίλητη. Αλλά, τίποτα, τίποτα δεν μπορούσε να με χαροποιήσει περισσότερο, όσο η δική του παρουσία στη ζωή μου. Με ή χωρίς δαχτυλίδια. Ε, δεν είναι κι άσχημο! με ειρωνεύτηκε μια φωνούλα στο μυαλό μου. Σε λίγο θα μας πεις ότι δε σου αρέσει κιόλας!
    «Σου αρέσει;» Η φωνή του αντήχησε παράδοξα σοβαρή. Ένας κατακλυσμός από καινούρια αισθήματα με συνεπήρε. Τον αγκάλιασα και τον φίλησα με όλη τη λαχτάρα που μόνο αυτός γεννούσε μέσα μου.
    «Είναι πανέμορφο.» του ομολόγησα «Σ’ ευχαριστώ»
    «Η ευχαρίστηση είναι όλη δική μου.» Με έσφιξε πάνω του ακόμη μια φορά και με κράτησε για λίγη ώρα έτσι, ώσπου να καταλαγιάσει η αναστάτωση που μας είχε κυριεύσει και τους δύο.
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Hollysort
    New Moon Victim
    New Moon Victim
    Hollysort


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 47
    Αριθμός μηνυμάτων : 271
    Registration date : 10/05/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία   Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία I_icon_minitimeΔευ 12 Ιουλ 2010 - 12:23

    «Πότε;» με ρώτησε ήσυχα ενώ χάιδευε τα μαλλιά μου.
    «Τι πράγμα;»
    «Πότε θα παντρευτούμε;»
    «Πότε θα παντρευτούμε;» Γύρισα και τον κοίταξα με απορία.
    «Ναι, πότε λες;»
    «Με βρίσκεις απροετοίμαστη» αποκρίθηκα γελώντας αμήχανα «Δεν ξέρω…είναι τόσα πολλά που πρέπει να σκεφτούμε.»
    «Δεν υπάρχει τίποτα να σκεφτούμε.» μου αντιγύρισε. Υπήρχε κάτι στον τόνο του που με έκανε να ανησυχήσω.
    «Για πότε λες εσύ;» Ας δούμε τι έχει βάλει στο μυαλό του.
    «Κοίταξε, ο γάμος και όσα τον αφορούν είναι πρωτίστως γυναικεία θέματα.»
    «Αν ήταν έτσι, θα έπρεπε να σου είχα κάνει εγώ την πρόταση γάμου.»
    «Από τη δική μου την πλευρά, θέλω να πάμε σε μια εκκλησία να παντρευτούμε. Δε με νοιάζουν οι λοιπές υπερπαραγωγές. Αυτές θα γίνουν για δικό σου χατήρι.»
    «Και ποιος σου είπε ότι εμένα μου αρέσουν οι υπερπαραγωγές; Δεν είμαι τέτοιος τύπος και το ξέρεις.»
    «Κάθε γυναίκα ονειρεύεται κάπως το γάμο της. Εσύ γιατί να αποτελείς εξαίρεση;»
    «Δεν ξέρω. Πίστεψε με, πάντως. Το πανηγύρι στο οποίο φαντάζομαι ότι αναφέρεσαι μου είναι παντελώς αδιάφορο. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στο δικό μου γάμο.»
    Το ύφος του ήταν δύσπιστο. Κάτι μου έλεγε ότι είχε κακή πείρα σχετικά.
    «Κάπου το υποψιαζόμουν.» είπε αργά. «Αλλά, έχεις δικαίωμα σε έναν όμορφο, παραδοσιακό γάμο, με φρου φρου κι αρώματα.»
    «Γιατί τόση στενοχώρια για το πώς θα είναι ο γάμος μας;» είπα ξαφνικά. «Μήπως θα παντρευτούμε απόψε; Έχουμε καιρό να το σκεφτούμε.»
    Με φίλησε παιχνιδιάρικα στο λαιμό. «Κι αν σου έλεγα να παντρευτούμε απόψε;»
    Αναστέναξα θεατρικά.
    «Τι κρίμα να μην το έχεις σκεφτεί νωρίτερα. Να βγάλεις τις άδειες.»
    «Δηλαδή, μόνο αυτό μας εμποδίζει;»
    «Δεν έχουμε και κουμπάρο.»
    «Έχουμε, αλλά νομίζει ότι απόψε θα πάμε για καφέ. Δεν ξέρει ότι πρόκειται να μας παντρέψει.»
    Γέλασα, σκεπτόμενη την έκπληξη του κολλητού του, αν του ανακοίνωνε κάτι τέτοιο.
    «Γιατί γελάς;» με ρώτησε με μυστηριώδες ύφος. «Θες να δεις τις άδειες για να το πιστέψεις;»
    «Καλά» συγκατένευσα «μην ξεχνάς, δεν έχουμε βρει εκκλησία.»
    «Έτσι λες;»
    «Ε, τώρα, τι θες να μου πεις;» γέλασα «ότι το μόνο που μένει είναι να βρω εγώ νυφικό κι εσύ κοστούμι;»
    «Εεε…ναι, μάλλον. Α, και ανθοδέσμη.»
    «Τι….αστειεύεσαι, έτσι;» είπα χασκογελώντας.
    «Καθόλου. Και μάλιστα επειδή η ώρα περνάει, λέω να σηκωθούμε για πρωινό, διότι με έχεις πεθάνει στην πείνα από χθες το βράδυ, ώστε να ξεκινήσουμε γιατί έχουμε πολλά να κάνουμε.»
    «Μα, τι σε έχει πιάσει;» ρώτησα σοκαρισμένη.
    «Πες πως ζούσαμε σε μια άλλη εποχή, και κλεβόμαστε. Δε θα σε πήγαινα κατ’ ευθείαν στην εκκλησία;»
    «Ναι, αλλά….»
    «Ξέρω ότι είναι απότομο» με πήρε με το καλό. «Αλλά δε με νοιάζει να κρατήσω τους τύπους και τα προσχήματα. Κι απ’ όλο τον κόσμο, ο μόνος άνθρωπος που έχω ανάγκη να έρθει στο γάμο μου είσαι συ. Μόνο εσύ. Γι’ αυτό, αν πράγματι δε σε νοιάζουν κι εσένα οι φιοριτούρες, πάμε να παντρευτούμε. Απόψε.»
    «Μα, καλά…;» Η ιδέα ρίζωσε βίαια στο μυαλό μου. «Ο παπάς; Η εκκλησία;»
    «Σε περιμένουν απόψε στις έξι για τα περαιτέρω.»
    «Και ο κουμπάρος;»
    «Είναι έτοιμος, απλά δεν ξέρει ότι πρέπει να φορέσει κοστούμι και να μας παντρέψει.»
    «Και εμείς; Πώς θα πάμε στην εκκλησία;»
    «Λοιπόν, από το είδος των ερωτήσεων που μου κάνεις, να υποθέσω ότι η απάντηση είναι καταφατική;»
    «Ναι, έτσι νομίζω.» Η απάντηση μου ακούστηκε πολύ σταθερή. Σαν να συζητούσαμε τι να μαγειρέψω για μεσημεριανό, ας πούμε.
    «Τότε, πρέπει να σηκωθούμε» είπε και παρά τα λόγια του με αγκάλιασε. «Πρέπει να βρούμε νυφικό και κοστούμι.» Με φίλησε πολύ έντονα, σα να μην ήθελε να αφήσει από κοντά του.
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Hollysort
    New Moon Victim
    New Moon Victim
    Hollysort


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 47
    Αριθμός μηνυμάτων : 271
    Registration date : 10/05/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία   Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία I_icon_minitimeΤρι 13 Ιουλ 2010 - 9:18

    Ωστόσο, πήρε την απόφαση και απομακρύνθηκε πριν η διάθεσή μας μας παρασύρει σε άλλου είδους ασχολίες.
    «Πρέπει να σηκωθούμε» μονολόγησε, πιο πολύ για να το ακούσει ο ίδιος και γλίστρησε έξω από το κρεββάτι. Του έριξα μια ματιά στα κλεφτά, την ώρα που ψάρευε τα ρούχα του από το πάτωμα και τα πέριξ έπιπλα. Αλήθεια, έπρεπε να σηκωθώ κι εγώ τώρα; Χωρίς να ξεχνάω ούτε στιγμή το προηγούμενο βράδυ, αισθάνθηκα εξαιρετικά αμήχανα. Αλλά, ήταν η ντροπή μου για την αδαμιαία περιβολή μου ή μήπως, η αδυναμία μου να συλλάβω τις αναπάντεχες εξελίξεις στο θέμα της σχέσης μας; Υποχρέωσα τον εαυτό μου να γυρίσει μισή μέρα πίσω, τότε που ακόμα αγωνιούσα για το κάθε λεπτό που περνούσε, τότε που αγκιστρωνόμουν παθιασμένα στην κάθε μικρή στιγμή που είχαμε μαζί, από το φόβο και την ανασφάλεια ότι δε γυρίσει ποτέ ξανά ο χρόνος πίσω, κι ότι ίσως μας φέρνει πιο κοντά στο τέλος. Και τώρα, μέσα σε λίγες ώρες, λες και όλες μου οι λύπες είχαν εξανεμιστεί. Ήμουν απολύτως πλήρης, σε όλα τα επίπεδα, και το μόνο που επιθυμούσα πλέον ήταν να είμαι μαζί του.
    «Μιας και δεν έχεις εδώ τα ρούχα σου ακόμα, θέλεις να φορέσεις ένα ζευγάρι δικές μου πιτζάμες;» με ρώτησε από την πόρτα.
    Έγνεψα καταφατικά.
    «Πάρε όποιες θες από το ντουλάπι.» Μου έκλεισε παιχνιδιάρικα το μάτι και κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα.
    Σηκώθηκα διστακτικά. Κρύωνα λιγάκι, μιας και οι θερμοκρασίες κάτω από το πάπλωμα εδώ και αρκετή ώρα πλησίαζαν εκείνες ατμόλουτρου. Πήρα κάποια ρούχα και κατευθύνθηκα προς το μικρότερο μπάνιο της κρεβατοκάμαρας.
    Όταν βγήκα, επιτέλους έχοντας κάνει μπάνιο, χτενισμένη και ντυμένη με την τεράστια και υπέροχα ζεστή πιτζάμα του, οι σκέψεις μου ήταν πιο εστιασμένες και είχα σχεδόν ξεχάσει την αλλοπρόσαλλη ιδέα του να παντρευτούμε το ίδιο βράδυ. Το δαχτυλίδι έλαμπε συνομωτικά στο δάχτυλό μου. Το χάιδεψα κρυφά, πριν προλάβει να με δει κι εκείνος, λες κι έκανα καμιά ζαβολιά. Ήταν η πολύτιμη άγκυρα που με κρατούσε κοντά του.
    Μπήκα στην κουζίνα και τον βρήκα να κοιτάζει πελαγωμένος το ντουλάπι.
    «Φοβάμαι ότι οι προμήθειες του σπιτιού είναι ανύπαρκτες» μου χαμογέλασε απολογητικά.
    Πλησίασα πίσω του και κοίταξα κι εγώ το εσωτερικό του ντουλαπιού.
    «Κάπως θα τα βολέψουμε» τον παρηγόρησα με το πρόσωπό μου χωμένο στην πλάτη του και τα χέρια μου γύρω του. Ως εδώ ήταν λοιπόν; Αναρωτήθηκε χαιρέκακα ο κυνικός διαβολάκος μέσα μου. Δεν μπορείς να κρατήσεις τα χέρια σου για τον εαυτό σου;
    Όχι.
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Hollysort
    New Moon Victim
    New Moon Victim
    Hollysort


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 47
    Αριθμός μηνυμάτων : 271
    Registration date : 10/05/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία   Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία I_icon_minitimeΤρι 13 Ιουλ 2010 - 10:00

    Βρήκα καφέ, φρυγανιές και μαρμελάδα που εγώ – ποιος άλλος; - είχα προνοήσει να πάρω σε κάποια βιαστική επιδρομή στο σούπερ μάρκετ. Μια πιο προσεκτική αναζήτηση αποκάλυψε ένα κουτί γάλα και μια συσκευασία τσουρεκάκια. Τέλεια.
    Δεν ήταν εύκολο να φτιάξουμε καφέ αγκαλιασμένοι αλλά είχε την πλάκα του. Ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποιούσαμε την κουζίνα και ήξερα ότι δε θα μπορούσε να είναι διαφορετική, ούτε καλύτερη.
    «Και τώρα θα καταστρώσουμε ένα σχέδιο δράσης.» είπε αποφασιστικά όταν καθίσαμε να φάμε. «Η ώρα είναι εννέα. Ίσα ίσα που προλαβαίνουμε.»
    «Ίσα ίσα που προλαβαίνουμε να κάνουμε τι;» ρώτησα απορημένη.
    «Αν προσποιείσαι ότι ξέχασες την πρωινή μας κουβέντα, να σε ενημερώσω ότι εγώ τη θυμάμαι πολύ καλά.» Με κοίταξε δήθεν αυστηρά. «Όπως και την απάντηση που μου έδωσες.»
    «Εννοείς ότι …το εννοούσες;»
    «Και βέβαια.» μου απάντησε θιγμένα.
    Έμεινα να τον κοιτάζω βουβή.
    Εκείνος συνέχισε να τρώει ατάραχος.
    «Ξέρεις πού θα πας για νυφικό;» με ρώτησε σε λίγο. «Νομίζω ότι μπορεί να μην έχει τίποτα άλλο αυτός ο γάμος, αλλά νυφικό θα έχει οπωσδήποτε.»
    Έτριψα το μέτωπό μου με το χέρι μου. Είχα την αίσθηση ότι έκανα τσουλήθρα που δε σταματούσε πουθενά. Πήρα μια βαθιά, πανικόβλητη ανάσα κι επανέλαβα το αδύναμο ερώτημά μου.
    «Το εννοούσες;»
    «Ναι, μωρό μου, το εννοούσα.» Η υπομονή του έμοιαζε να τελειώνει. «Εσύ; Το εννοούσες;»
    Ένιωσα τη χαρά να σκιρτάει ανεξέλεγκτα μέσα μου και να φανερώνεται δειλά στην άκρη των χειλιών μου. Λες;
    «Κι εγώ το εννοούσα.» παραδέχτηκα αλλά τότε μόνο συνειδητοποίησα τη νέα πραγματικότητα σε όλες της τις διαστάσεις.
    «Καλώς» είπε κάπως κοφτά και νόμισα ότι είχε παρεξηγηθεί, αλλά μόνο για το ελάχιστο δευτερόλεπτο που χρειαζόταν μέχρι να πεταχτεί από την καρέκλα του και να έρθει να με πιάσει σφιχτά από τους ώμους, λες και παίζαμε κατς.
    «Θα είχαμε πρόβλημα.» μουρμούρισε πειρακτικά. «Δε θα είχα τι να κάνω τις βέρες που αγόρασα.»
    Αντίθετα με τα σιδερένια του μπράτσα που με είχαν ακινητοποιήσει στη θέση μου, τα χείλη του βρήκαν τρυφερά το λαιμό μου. Έγειρα πάνω του, ανίκανη να αντισταθώ στο χάδι του, κι εκείνος μου δάγκωσε πονηρά το αυτί.
    «Ας μην γεμίσω πιπιλιές τη νύφη.» σχολίασε καυστικά. «Τουλάχιστον, όχι ακόμα.»
    Θα μπορούσαμε να περάσουμε όλη τη μέρα σαλιαρίζοντας, αλλά η τρελή παρόρμηση να παντρευτούμε την ίδια μέρα μας κράτησε λιγάκι στα λογικά μας. Χα! Τα λογικά μας; Ποιος λογικός άνθρωπος παντρεύεται έτσι; Ντυθήκαμε βιαστικά, πιο πολύ για να απομακρυνθούμε όσο το δυνατό γρηγορότερα από τη θαλπωρή και τις αμαρτωλές ανέσεις τους σπιτιού μας και φύγαμε για το κέντρο. Ήταν ευτύχημα ότι η αδελφή μου είχε παντρευτεί πριν έξι μήνες. Με λίγη καλή τύχη, θα με εξυπηρετούσαν στο μαγαζί με τα νυφικά και την ψηλομύτα ιδιοκτήτρια.
    Ο …γαμπρός με άφησε στην Ερμού με τη ρητή εντολή να γίνω κούκλα - αν και δεν υπήρχαν περιθώρια να γίνω ακόμη ομορφότερη, τουλάχιστον κατά τη δική του άποψη – κι εκείνος πήγε να πάρει τον δύσμοιρο κουμπάρο και να πάει για κοστούμι. Ο καημένος ο Κώστας! Δεν ήξερε από πού του ήρθε!
    Οι ξινές κυρίες του καταστήματος με τα νυφικά ήταν και το μεγαλύτερο άγχος μου. Έπρεπε πάνω απ’ όλα να τις πείσω πρώτον να με δεχτούν χωρίς ραντεβού, και δεύτερον –και τι ευκολότερον!- να μου βρουν νυφικό για απόψε! Δεν ήμουν ιδιαίτερα αισιόδοξη. Η οικονομική κρίση φαίνεται όμως ότι είχε χτυπήσει την πόρτα του εν λόγω οίκου, κι έτσι όταν την χτύπησα κι εγώ, δειλά και συνεσταλμένα, βρήκα πρόσφορο έδαφος για το άλλοτε ουτοπικό μου αίτημα.

    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Hollysort
    New Moon Victim
    New Moon Victim
    Hollysort


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 47
    Αριθμός μηνυμάτων : 271
    Registration date : 10/05/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία   Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία I_icon_minitimeΤετ 14 Ιουλ 2010 - 8:05

    Οι κυρίες ήταν αντιπαθείς όπως πάντα, αλλά ωστόσο, ενθουσιάστηκαν από την ρομαντική μου περίπτωση κι έσπευσαν να βοηθήσουν. Οι επιλογές ήταν αρκετές για το νούμερό μου, αλλά το ζητούμενο ήταν το φόρεμα να μη χρειαστεί μεταποιήσεις. Δεν θα μπορέσω ποτέ να περιγράψω τι ένιωσα όταν είδα τον εαυτό μου στον καθρέφτη με το λευκό φόρεμα για πρώτη φορά. Ίσως γιατί πάντα υπήρχε ένα παλιό ξεχασμένο όνειρο, όπου πήγαινα νύφη στην εκκλησία και με περίμενε αυτός. Κανένας άλλος. Ήταν δυνατό να ζήσω το όνειρο και στ’ αλήθεια; Τσίμπησα το χέρι μου δυνατά για να ξυπνήσω, αλλά δεν άλλαξε τίποτα. Το νυφικό ήταν άψογο. Ήμουν σίγουρη πως ακόμη κι αν έψαχνα για μήνες, δε θα το πετύχαινα τόσο κοντά στα γούστα μου.
    Πώς ήμουν ακόμη ψύχραιμη;
    Οι καρακάξες προσφέρθηκαν να μου βρουν κομμώτρια, μακιγιέρ και ανθοπώλη για μια ταχεία εξυπηρέτηση. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην τις ξαναπώ καρακάξες, ούτε να το ξανασκεφτώ, έτσι από σκέτη ευγνωμοσύνη. Τελικά, έμειναν τα παπούτσια και κάτι ψιλολόγια, που βρήκα σχετικά εύκολα. Ήταν ήδη δώδεκα η ώρα. Καλά τα είχα καταφέρει. Σωριάστηκα σε ένα κάθισμα στο μαγαζί με τα νυφικά, περιμένοντας να έρθει το μελλοντικό μου έτερον ήμισυ να με παραλάβει, εμένα και τα πολυάριθμα, ογκώδη και βαριά συμπράγκαλα μου. Εκείνος είχε από ώρα τελειώσει κι έπινε τον «τελευταίο του καφέ ως ανύπαντρος με το τσίφτη κουμπάρο του». Ο κουμπάρος από την πλευρά του δεν το είχε αποδεχτεί ακόμα. Συμφωνούσε, βέβαια, μόνο που δεν ήξερε με τι ακριβώς.
    Για λίγα λεπτά, ένιωσα φοβερές αναστολές για την απόφαση που είχα πάρει. Πρώτα απ’ όλα, στενοχωριόμουν επειδή οι συγγενείς μου δεν ήξεραν τίποτα. Η μητέρα μου βέβαια δεν ήταν σε θέση να παραβρεθεί στο μυστήριο, κι η αδερφή μου πάλι, ε λοιπόν, νομίζω θα το διασκέδαζε. Με παρηγόρησε η σκέψη ότι τους έβγαλα από την κούραση και τις έγνοιες οργάνωσης ενός γάμου. Ενός γάμου που, κατά πάσα πιθανότητα δε θα γινόταν σύντομα. Η υγεία της μητέρας μου επιδεινωνόταν αστραπιαία. Κι εγώ, δεν μπορούσα να κάνω πίσω, πρώτα από όλα για μένα. Ήθελα να γίνει αυτός ο γάμος, για όλους τους λόγους. Και σαφώς, θα ήταν πολύ καλύτερα έτσι.
    Στο μυαλό μου ήρθε η εικόνα ενός άλλου γάμου, με φίλους, συγγενείς, αγαπημένα πρόσωπα γύρω μας. Αν και λυπήθηκα λιγάκι, σύντομα το ξέχασα. Έπρεπε να διαλέξω: τώρα και μόνοι μας, ή μετά από , ποιος ξέρει πόσα χρόνια, και με όλους τους άλλους. Η επιλογή ήταν προφανής.
    Το κινητό χτύπησε: είχε έρθει και με περίμενε απ’ έξω. Σηκώθηκα αποφασιστικά. Το πεπρωμένο μου με καλούσε.
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
     
    Ενα ψευτικο τέλος σε μια αληθινή ιστορία
    Επιστροφή στην κορυφή 
    Σελίδα 1 από 1
     Παρόμοια θέματα
    -

    Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτήΔεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
    Bella And Edward :: Midnight Inspirations :: Fanfictions-
    Μετάβαση σε: