Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.
Η συνέχεια της διάσημης σειράς βιβλίων έρχεται στα βιβλιοπωλεία στις 4 Αυγούστου με τίτλο «Midnight Sun» και αφηγείται την ιστορία του «Λυκόφωτος» από την πλευρά του Edward Cullen.
"Bella is with Edward. She's a part of this family, and we protect our family."
Carlisle Cullen, Twilight
Character of the Week
Rosalie Lillian Hale
(born 1915 in Rochester, New York) is a member of the Olympic coven.
She is the wife of Emmett Cullen and the adoptive daughter of Carlisle and Esme Cullen, as well as the adoptive sister of Jasper Hale (in Forks, she and Jasper pretend to be twins), Alice, and Edward Cullen.
Rosalie is the adoptive sister-in-law of Bella Swan and adoptive aunt of Renesmee Cullen, as well as the ex-fiancée of Royce King II.
Στο κατώφλι µιας νέας εποχής για τη Ροδεσία, η Μάντριγκαλ, έχοντας χάσει τον άντρα της λίγες µονάχα ώρες µετά τον γάµο τους, θρήνησε βαθιά την απώλειά του και αποφάσισε να ζήσει µε τη θύµησή του. Όµως δεν φαντάστηκε ποτέ πως θα της ζητούσαν να πάρει τη θέση της συζύγου του βασιλιά.
Ο βασιλιάς Έντουαρντ, αφού γνώρισε την απόλυτη ευτυχία δίπλα στη γυναίκα που λάτρεψε όσο καµία, την Άµπερλιν, δέχτηκε το σκληρότερο χτύπηµα της µοίρας όταν εκείνη πέθανε πριν προλάβει να φέρει στον κόσµο το παιδί τους. Ωστόσο, προκειµένου ν' ανταποκριθεί στα βασιλικά του καθήκοντα και να χαρίσει έναν διάδοχο στη Ροδεσία, είναι υποχρεωµένος να παντρευτεί ξανά και απ' όλες τις υποψήφιες επιλέγει τη Μάντριγκαλ.
Μήπως όµως το όνοµα της νέας του συζύγου κουβαλά µια σκοτεινή µοίρα; Άραγε υπάρχει ελπίδα να αλλάξει το πεπρωµένο; Θα καταφέρει η Μάντριγκαλ να ξυπνήσει την αγάπη στην καρδιά του άντρα και βασιλιά της; Κι εκείνος θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τα αισθήµατά του πριν χάσει τα πάντα για άλλη µια φορά;
Θέμα: "Χαραυγή" by Dukicca Κυρ 25 Ιουλ 2010 - 19:03
Μετα απο παρα πολυ καιρο αποφασισα παλι να γραψω. Με τη βοηθεια μια πολυ καλης μου φιλης λοιπον γραψαμε 5 κεφαλαια τα οποια ελπιζω πολυ πολυ, να σας αρεσουν!
Κεφάλαιο 11ο : Κρυφές σκέψεις
Προσπάθησα, με δυσκολία, να γευτώ ξανά την απαίσια μυρωδιά του. Όσο όμως κι αν το σιχαινόμουν ήξερα ότι πρέπει να το κάνω, όχι προς δικό μου όφελος φυσικά. Η κόρη μου είχε ήδη αποκτήσει έναν πιστό φίλο, κι αυτό και μόνο μου έφτανε, ώστε να κάνω έστω και μια προσπάθεια να τον εντοπίσω. Η μυρωδιά γινόταν όλο και πιο έντονη καθώς περπατούσα μέσα στο δάσος. Οι πατημασιές του διακρίνονταν καθαρά πάνω στο υγρό χώμα και σε κάποια σημεία σταματούσαν, σε κάποια άλλα πάλι ξεκινούσαν, προφανώς για να με μπερδέψουν. Ήξερε ότι θα ερχόμουν. Τον ήξερα πολύ καλύτερα όμως απ’ όσο ήξερε εκείνος τον ίδιο του τον εαυτό. Μπορούσα να φανταστώ που κρυβόταν.
«Τζέικ! Ξέρω ότι κρύβεσαι πίσω από τους θάμνους, βγες σε παρακαλώ έξω πρέπει να μιλήσουμε.» είπα, ξέροντας ότι εκείνος μπορούσε να με ακούσει. Τα φυλλώματα στους θάμνους κουνήθηκαν γρήγορα, και ένα καστανό, μεγάλο, τριχωτό πόδι εμφανίστηκε. Βγήκε από τους θάμνους ο Τζέικομπ του Σαμ, όχι ο δικός μου.
«Μπορείς σε παρακαλώ να πάρεις την ανθρώπινη μορφή σου; Αισθάνομαι πιο οικεία μαζί σου, έτσι. Πρέπει να μιλήσουμε για κάποια πράγματα.» .
Με κοίταξε θλιμμένα για λίγο, βγάζοντας ένα δυσαρεστημένο ουρλιαχτό και έφυγε. Περίμενα με αγωνία να δω τι θα κάνει , αν θα γυρίσει ή όχι. Και μετά από λίγα δευτερόλεπτα σκέψεων εμφανίστηκε μπροστά μου, με την ανθρώπινη μορφή του.
«Συγγνώμη για όλη αυτή την αναστάτωση που δημιούργησα στην οικογένεια σου. Όμως επιτέλους και εσύ και ο Έντουαρντ, πρέπει να καταλάβετε ότι τα αισθήματα μου για τη Ρένεσμι δεν είναι τίποτε άλλο εκτός από προστατευτικά.»
«Το ξέρω Τζέικ, απλά..κατάλαβε με.. είναι πολύ δύσκολο για μένα. Αν ήσουν εσύ στη θέση μου, πως θα αντιδρούσες;»
«Δεν ξέρω πως θα αντιδρούσα και ούτε θέλω να μάθω. Καταλαβαίνω ότι είναι δύσκολο για σένα και περισσότερο για τον Έντουαρντ που με μισεί τόσο πολύ. Αλλά δεν μπορούμε να είμαστε χωριστά με τη Ρένεσμι. Όπως ακριβώς και εσύ δεν μπορείς να είσαι μακριά από τον Έντουαρντ ούτε για ένα λεπτό.»
Τον κοίταξα με κατανόηση. Αυτά που έλεγε μου φαίνονταν κατά κάποιο τρόπο γνωστά...Λογικά. Έτσι ένιωθα κι εγώ πριν από καιρό. Ακόμα και τώρα.
«Κοίτα… Καταλαβαίνω απόλυτα πως νιώθεις… Και εξαιτίας αυτού θα πρέπει να κάνω μια παραχώρηση… όχι μόνο επειδή είσαι ο καλύτερος φίλος μου, αλλά επειδή βλέπω πόσο τη χρειάζεσαι και σε χρειάζεται.»
«Η μεταμόρφωση σε άλλαξε.. Δεν ήσουν έτσι..Παλιότερα ήσουν πολύ πεισματάρα.. Χαίρομαι γι’ αυτό. Αλλά Μπέλλα.. Δεν μπορώ να πιστέψω πως δέχτηκες να γίνεις μια από αυτούς. Και τελικά έγινες. Τουλάχιστον ξέρω ότι για πάντα θα υπάρχεις. Μόνο αυτό μου φτάνει.» είπε και χαμογέλασε δειλά.
Ένιωθα μεγάλη ασφάλεια μαζί του. Και τον εμπιστευόμουν για την κόρη μου. Ήθελα να έχει κάποιον τον οποίο θα μπορούσε να εμπιστεύεται απόλυτα και να τον αγαπάει. Ήθελα να έχει μια μεγάλη οικογένεια, με μέλη αγαπημένα όχι εχθρούς. Ήθελα να έχω καταφέρει να τους ενώσω κάπως. Οι σκέψεις αυτές με κυνηγούσαν και στοίχειωναν το μυαλό μου, καθ’ όλη τη διάρκεια της επιστροφής μας στο σπίτι. Ο Τζέικ παρέμενε σιωπηλός το ίδιο και εγώ. Τα γεγονότα είχαν επηρεάσει όλη την οικογένεια και κυρίως τον Έντουαρντ ο οποίος ήταν ακόμα πολύ θυμωμένος. Προσπαθούσε να μη το δείχνει αλλά το πρόσωπο του ήταν τόσο εκφραστικό που, τουλάχιστον εγώ, μπορούσα να καταλάβω ποιά ήταν η κατάστασή του οποιαδήποτε στιγμή. Η Ρόζαλι από την άλλη ένιωθε δικαιωμένη. Το βλέμμα της ήταν ,όπως πάντα, άδειο.
«Ξαναγύρισες βλέπω..» είπε με υποτιμητικό τόνο, «Θέλεις κι άλλο καυγά λύκε; Ξέρεις δεν έχω πολύ χρόνο και δεν υπάρχει λόγος να τον διαθέτω σε καυγάδες. Οπότε σταμάτα επιτέλους να έρχεσαι στο σπίτι μου για να αποφύγουμε τέτοιου είδους γεγονότα!»
«Ρόζαλι σε παρακαλώ.» είπα εγώ, προσπαθώντας να ηρεμίσω λίγο την κατάσταση.
«Αν μπορούσες να ζητήσεις συγγνώμη από τον Τζέικ και εκείνος από σένα τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα.»
Η Ρόζαλι ξεφύσηξε δυσαρεστημένα, αλλά μου φάνηκε πως τελικά θα ζητούσε συγγνώμη.
«Πολύ καλά λοιπόν. Μόνο και μόνο για χάρη σου και για χάρη της Ρένεσμι. Συγγνώμη, σκύλε..»
«Συγγνώμη..βδέλλα.» είπε με ύφος κενό, ο Τζέικ.
Όλη αυτή την ώρα παρατηρούσα τον Έντουαρντ, ο οποίος παρόλο που δεν το έδειχνε ήταν σίγουρα πολύ νευριασμένος. Κουνούσε νευρικά το πόδι του πάνω κάτω και το βλέμμα του ήταν γεμάτο μίσος. Πήγα δίπλα του και του έπιασα το χέρι. Δεν ήταν τόσο κρύο όσο παλιά. Γύρισε και με κοίταξε, και το βλέμμα του δεν ήταν πια γεμάτο μίσος, παρά μόνο αγάπη για μένα και την κόρη μας. Του ανταπέδωσα το βλέμμα, κάτι που ήταν αναπόφευκτο για μένα όταν με κοιτούσε έτσι. Είχαμε χαθεί ο ένας στα μάτια του άλλου. Δεν μιλούσαμε εμείς παρά μόνο τα συναισθήματά μας.
«Εγώ πρέπει να πηγαίνω. Με περιμένει ο Σαμ να συζητήσουμε για θέματα της αγέλης.»
Ένα μόνο πράγμα αναρωτιόμουν συνέχεια. Γιατί πάντα αυτός ο «άνθρωπος» έπρεπε να χαλάει τις ρομαντικές στιγμές μου; Ήταν ένα ερώτημα το οποίο δεν κατάφερα ποτέ να απαντήσω με σιγουριά.
«Αντίο Τζέικ, θα τα πούμε σύντομα.» του είπα και τον αποχαιρέτησα. Εκείνος έδωσε ένα μεγάλο φιλί στη Ρένεσμι και έφυγε βιαστικά προς το σπίτι της Έμιλι.
Πήρα τη Ρένεσμι στη αγκαλιά μου, που κοιμόταν ήδη, και μαζί με τον Έντουαρντ πήγαμε να τη βάλουμε στο κρεβάτι της. Αφού τη βάλαμε στο κρεβάτι της, πήγαμε στο δωμάτιο μας και ξαπλώσαμε στο κρεβάτι αγκαλιασμένοι.
«Έντουαρντ, δεν θέλω να θυμώνεις και να στεναχωριέσαι με τη συμπεριφορά του Τζέικ. Ανέκαθεν ήταν οξύθυμος αλλά σαν λύκος είναι λίγο περισσότερο οφείλω να ομολογήσω. Πραγματικά η Ρένεσμι τον έχει ανάγκη κι’ ας είναι πολύ μικρή και δεν μπορεί να το συνειδητοποιήσει ακόμα. Τον βλέπω από το πώς συμπεριφέρεται και από το πόσο τον ζητάει. Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Και αν τον πάρουμε από κοντά της ξέρεις ότι θα είναι δυστυχισμένη. Ξέρεις ότι οι Βολτούρι θα μάθουν για την κόρη μας και θα έρθουν να μας αναζητήσουν. Σε μια τέτοια περίπτωση ο Τζέικομπ θα ήταν πολύ χρήσιμος, εννοώντας φυσικά ότι θα μπορεί να την προστατεύσει σε μια αναμενόμενη επίθεση εναντίον της.»
«Μπέλλα δεν σκέφτεσαι υπερβολικά πολλά πράγματα; Με τρελαίνει που δεν μπορώ να δω μέσα στο μυαλό σου, να ακούσω όλα αυτά που σκέφτεσαι μόνο και μόνο για να σε καθησυχάσω. Γιατί όλα αυτά που σκέφτεσαι δεν πρόκειται ποτέ να γίνουν αφού θα υπάρχουμε εμείς εκεί για να προστατεύουμε τη Ρένεσμι.» είπε και με φίλησε. Και μόνο ένα του άγγιγμα με έκανε να ξεχάσω τα πάντα και να νιώθω ασφάλεια μέσα στην αγκαλιά του. Τώρα ήξερα πως αφού ήξερε πώς να προστατεύει εμένα, θα ήξερε και πώς να προστατεύει τη Ρένεσμι.
«Τι θα έλεγες να πήγαινες για κυνήγι με τον Έμετ και τον Τζάσπερ; Νομίζω πως σου χρειάζεται.» είπα θέλοντας να τον διώξω για λίγη ώρα από το σπίτι.
«Εσύ είσαι η νεογέννητη εγώ θα πηγαίνω για κυνήγι; Έχουν αντιστραφεί οι ρόλοι μου φαίνεται. Θέλεις να μας διώξεις;»
«Όχι βέβαια. Ξέρεις πόσο θέλω να είμαι μαζί σας. Και ιδιαίτερα μαζί σου.» είπα και τον κοίταξα με ένα βλέμμα όλο νόημα.
«Χαίρομαι που δεν μπορείς να διαβάσεις τις σκέψεις μου. Και τώρα που είμαι μια από σας και πριν που ήμουν άνθρωπος είναι πολύ ευχάριστο αυτό. Για πολλούς και διάφορους λόγους.»
«Δηλαδή τι είδους σκέψεις κάνεις;» είπε και με κοίταξε με ένα δόλιο χαμόγελο.
«Πονηρές. Έλεος Έντουαρντ το μόνο που θέλω και σκέφτομαι , τώρα, είναι να φύγει το μαύρο χρώμα από τα όμορφα μάτια σου.»
«Εντάξει λοιπόν. Δεν θα σου χαλάσω το χατίρι. Θα πάω.»
«Μα δεν το κάνεις για μένα. Τελοσπάντων πήγαινε τώρα.» είπα και του έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο. Αναστέναξε και γέλασε σιγανά. Ώρες ώρες ευχόμουν να μπορούσα και εγώ να δω μέσα στο μυαλό του.
Μόλις άκουσα το αυτοκίνητο να φεύγει, άνοιξα την πόρτα του δωματίου και κατέβηκα γρήγορα τη σκάλα η οποία οδηγούσε στο σαλόνι. Εκεί βρήκα την Άλις να κοιτάει κάτι περιοδικά μόδας, όπως πάντα. Την πλησίασα αργά γιατί είχα σχεδιάσει να τη ρωτήσω κάτι πάρα πολύ σοβαρό. Γι’ αυτό το λόγο κιόλας είχα διώξει και τον Έντουαρντ από το σπίτι.
«Άλις..;» είπα και η Άλις με διέκοψε κατευθείαν.
«Μπέλλα παρακολουθώ τις αποφάσεις τους εδώ και καιρό και δεν έχουν κάνει καμία τέτοια σκέψη ούτε έχουν πάρει καμία απολύτως απόφαση. Να είσαι σίγουρη πως μόλις το κάνουν θα είσαι η πρώτη που θα το μάθεις.»
«Ευχαριστώ Άλις. Είσαι η καλύτερη αδερφή που θα μπορούσα να είχα ποτέ.»
«Ωω Μπέλλα κι εγώ σ’ αγαπάω.» μου είπε και με αγκάλιασε. Προφανώς η Άλις είχε σκεφτεί να ελέγχει τις σκέψεις τους πριν από μένα. Όχι μόνο για τη Ρένεσμι αλλά και για την ασφάλεια της οικογένειας μας.
Dukicca Twilight Human
Ηλικία : 29 Τόπος : Αθήνα Αριθμός μηνυμάτων : 59 Registration date : 13/07/2009
Η Άλις κι εγώ αποφασίσαμε, μιας και καθόμασταν και δεν κάναμε τίποτα, να πάμε μια βόλτα στα μαγαζιά με τη Ρένεσμι αφού ξυπνούσε, για να δει και τον κόσμο των ανθρώπων .Έτσι πήγαμε στο Πορτ Άντζελες και αγοράσαμε πολλά παιχνίδια και ρούχα όχι μόνο για τη Ρένεσμι αλλά και για μας, μετά από την πολύωρη επιμονή της Άλις. Αυτή η συνεχής ανανέωση της γκαρνταρόμπας ήταν για μένα απλά μια πολύ μεγάλη σπατάλη. Φυσικά η Εσμέ είχε αφιερώσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό σε φιλανθρωπίες.
Καθώς γυρίζαμε παρακάλεσα την Άλις, πριν φτάσουμε πολύ κοντά στο σπίτι και ο Έντουαρντ μπορούσε να ακούσει τις σκέψεις της, να μην σκέφτεται την προηγούμενη κουβέντα μας μπροστά του. Επιτέλους φτάσαμε στο σπίτι και ο Έντουαρντ με ένα απορημένο ύφος μας περίμενε στο καναπέ. Πήγα επάνω στο δωμάτιο μας να αφήσω τα πράγματα που είχαμε αγοράσει και εκείνος με ακολούθησε. Πριν προλάβω να τοποθετήσω στις θέσεις τους τα πράγματα εκείνος τα πήρε από το χέρι μου και τα άφησε δίπλα στο κρεβάτι μας.
«Τι είναι αυτό που μου κρύβει η Άλις; Είμαι σίγουρος ότι ξέρεις.» είπε και με κοίταξε επίμονα μέσα στα μάτια.
«Μα φυσικά και ξέρω. Αλλά δεν πρόκειται να σου πω.» είπα και του έδωσα ένα όχι μεγάλης διάρκειας φιλί στο στόμα.
Τώρα που είχα αλλάξει, ήταν εξαιρετικά εύκολο να λέω ψέματα στον καθένα χωρίς να το δείχνω. Όμως στον Έντουαρντ δεν θα μπορούσα να πω ποτέ, γιατί μεταξύ μας ήθελα να υπάρχει μια σχέση εμπιστοσύνης και ειλικρίνειας. Και νομίζω το ίδιο ήθελε και εκείνος. Οπότε δεν μπορούσα να του πω ότι δεν γνώριζα για αυτό που έκρυβε η Άλις. Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήθελα να ξέρει τι ήταν. Θα νευρίαζε ξανά και δεν το ήθελα αυτό. Επέμεινε περίπου για την επόμενη μισή ώρα να του πω το κρυφό μυστικό μας. Όταν τελικά έπεισε τον εαυτό του ότι δεν θα του έλεγα σταμάτησε τελείως να μιλάει. Προσπάθησα να του μιλήσω και να του εξηγήσω πως είχαν τα πράγματα αλλά δεν με άκουσε. Αργά το βράδυ, εγώ καθόμουν στη βιβλιοθήκη και διάβαζα τα βιβλία του Κάρλαϊλ. Τα περισσότερα ήταν σχετικά με το είδος μας, άλλα πάλι ήταν βιβλία ιατρικής που προφανώς εκείνος χρειαζόταν. Είχε επίσης πολλά μυθιστορήματα, τα οποία ήταν γραμμένα από συγγραφείς που δεν γνώριζα. Ίσως ήταν γραμμένα από άλλους βρικόλακες. Η πόρτα χτύπησε ρυθμικά κάποια στιγμή και τότε εμφανίστηκε ο Έντουαρντ με τη Ρένεσμι στην αγκαλιά του. Ήταν τόσο όμορφο να τους βλέπεις μαζί. Αυτή η εικόνα μου έφερε στο μυαλό τη στιγμή που εκείνος είχε πει να βγάλουμε αυτό το «τερατάκι» από μέσα μου. Πόσο λάθος είχε κάνει τελικά. Την αγάπησε πολύ από όταν γεννήθηκε και είχαν δεθεί σαν να γνωρίζονταν χρόνια. Ίσως βοηθούσε το ότι μπορούσε να δει μέσα στο μυαλό της και εκείνη στο δικό του. Έτσι επικοινωνούσαν και τα μυαλά και των δύο «μιλούσαν». Ήταν εκπληκτική αυτή η δυνατότητα που είχε. Να μπορεί να διαβάζει το μυαλό των άλλων. Και ειδικά της Ρένεσμι. Θα ήθελα να την είχα εγώ αυτή τη δυνατότητα. Ο καθένας είχε κάτι διαφορετικό που μπορούσε να κάνει. Κι εγώ μπορούσα να συμβάλλω στην προστασία της κόρης μου.
«Γειά..» είπε δειλά, διακόπτοντας τις σκέψεις μου.
«Συμβαίνει κάτι; Φαίνεσαι κάπως.. λυπημένος να το πω;» είπα προσπαθώντας να καταλάβω τι είχε συμβεί.
«Όχι δεν συμβαίνει κάτι.. Απλά νόμιζα ότι ήμασταν απόλυτα ειλικρινείς μεταξύ μας.»
«Φυσικά και είμαστε. Δεν σου είπα ψέματα. Απλά δεν μπορώ να σου πω τι κρύβει η Άλις, αυτό είναι όλο. Κι εγώ θέλω να είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σου. Και είμαι και το ξέρω πως είσαι κι εσύ. Έτσι δεν είναι;»
«Φυσικά και είναι έτσι. Είναι απόλυτα σωστό αυτό που λες.»
«Δεν θέλω να μην δε με εμπιστεύεσαι. Σου λέω πάντα την αλήθεια. Και δεν θέλω να αρχίσουμε να μαλώνουμε λες και είμαστε πολλά χρόνια παντρεμένοι και ζηλεύουμε ο ένας τον άλλο. Το υπόσχεσαι;»
«Το υπόσχομαι.» είπε με σιγουριά. «Ήθελα να σε ρωτήσω κάτι..».
«Ότι θες.» είπα περιμένοντας να ακούσω τι είχε να πει.
«Για να επανορθώσω για ότι έγινε σήμερα, ήθελα να πάμε αύριο με τη Ρένεσμι μια βόλτα στο δάσος. Όχι για πολύ, έτσι απλά για να δει το λιβάδι μας.»
Το σκέφτηκα για λίγο. Θα ήταν ωραίο να γνωρίσει η Ρένεσμι εκείνο το περιβόητο λιβάδι. Το πιο όμορφο μέρος μετά την ψυχή της. Ένα μέρος γεμάτο ευτυχία και αναμνήσεις.
«Πολύ ωραία σκέψη. Φυσικά και να πάμε!» συμφώνησα πρόθυμα.
«Ωραία, χαίρομαι γι’ αυτό. Τώρα παρ’ την, σε ζητούσε πολύ ώρα.» είπε και μου έβαλε την κόρη μας, προστατευτικά όπως πάντα, στην αγκαλιά μου.
Δεν της μίλησα. Είδα πόσο χαρούμενη ήταν από το υπέροχο χαμόγελο που σχημάτιζαν τα χείλη της. Κάθισε αναπαυτικά στην αγκαλιά μου και έκλεισε τα σοκολατένια μάτια της, ίδια με αυτά που είχα κάποτε εγώ. Από όταν έμαθα ότι ήμουν έγκυος ήθελα το παιδί μου, ότι και να ήταν, να έμοιαζε σ’ αυτόν. Και τελικά αυτό έγινε. Ήταν πολύ ευχάριστο που κάθε φορά που την κοιτούσα έβλεπα στα μάτια της το πρόσωπο του Έντουαρντ. Τον έβλεπα παντού. Στα μαλλιά της, στο σχήμα των ματιών της, στο πρόσωπό της, στο χρώμα του δέρματός της. Παντού και πάντα. Νωρίς το πρωί, όταν η Ρένεσμι ξύπνησε, την ντύσαμε μαζί με τον Έντουαρντ με το πιο όμορφο φόρεμα που είχε, παρόλο που πηγαίναμε στο δάσος και αν λερωνόταν η θεία της θα μας σκότωνε και τους τρείς μαζί. Όταν κατεβήκαμε στον κάτω όροφο, σχόλια θαυμασμού πλημύρισαν το δωμάτιο, και η Ρένεσμι που πια καταλάβαινε όσα λέγαμε, κοκκίνισε.
«Εμείς πάμε μια βόλτα στο δάσος. Η Ρένεσμι θα έχει την ευκαιρία να δει τη φύση από πολύ μικρή έτσι.» ανακοίνωσε ο Έντουαρντ στη οικογένεια.
«Εντάξει παιδί μου. Να προσέχετε και να μην απομακρυνθείτε πάρα πολύ. Η Ρένεσμι θα θέλει σε λίγο να φάει.» είπε η Εσμέ, θέλοντας όπως πάντα να μας προστατεύσει.
«Η μητέρα της νομίζω θα μπορέσει να σκοτώσει κάποιο ελάφι για χάρη της.» είπε και με κοίταξε με εκείνο το στραβό χαμόγελο που με έκανε κάθε φορά να λιώνω από ευτυχία.
«Μη διανοηθείς να σκοτώσεις τίποτα. Τα ρούχα σου θα λερωθούν και οι λεκέδες αυτοί δεν θα βγουν με τίποτα.» με μάλωσε ψεύτικα η Άλις.
«Μη φοβάσαι, δεν είχα σκοπό να κάνω τίποτα τέτοιο.» την καθησύχασα και εκείνη χαμογέλασε.
Όταν φύγαμε από το σπίτι, η Ρένεσμι που είχε πια μάθει να περπατάει, άρχισε να τρέχει ανάμεσα στα δέντρα, να κυνηγάει τα πουλιά, να κόβει τα λουλούδια και να μου τα δίνει. Κατευθυνθήκαμε προς το λιβάδι μας, το οποίο ήταν πιο όμορφο από ποτέ, την χειρότερη εποχή του χρόνου. Ψηλά δέντρα κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του σκιάζοντας τα διάφορα αγριολούλουδα, βράχια ήταν σκορπισμένα στον απέραντο χώρο και το υγρό γρασίδι κάλυπτε σχεδόν ολόκληρο το τοπίο. Η θέα, ήταν πραγματικά μαγευτική και σε αυτό συνέβαλλε και η συντροφιά μου. Ο Έντουαρντ κι εγώ παρατηρούσαμε τη Ρένεσμι που είχε πλέον εξοικειωθεί με το περιβάλλον αυτό. Ο Έντουαρντ γύρισε και με κοίταξε με ένα βλέμμα με το οποίο δεν με είχε ποτέ ξανακοιτάξει. Τα χρυσαφί μάτια του με κοίταζαν γεμάτα πόθο, γεμάτα αγάπη. Ήταν λες και δεν με είχε ποτέ ξανακοιτάξει. Σαν να με ήθελε απεγνωσμένα. Άρχισα να τον φιλάω με πάθος και τότε ξέχασα τα πάντα. Ποια ήμουν, τι έκανα, που ήμουν.
«Σ ’αγαπώ περισσότερο από την ίδια μου τη ζωή.» του είπα ανάμεσα στα φιλιά.
«Εγώ.. δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο. Δεν υπάρχει καμία λέξη για να σου περιγράψω τι νιώθω για σένα.» είπε και με φίλησε ξανά.
Όταν πλησιάζαμε ο ένας τον άλλο, η έλξη ήταν αναμενόμενη. Ήταν σαν να άκουγες δύο κομμένα ηλεκτρικά καλώδια τα οποία ενώνονταν μεταξύ τους. Έτσι ακριβώς ήταν. Συμπληρώναμε ο ένας τον άλλο. Ήμασταν απόλυτα κατάλληλοι ο ένας για τον άλλο. Ακούστηκαν ήχοι ανάμεσα στα δέντρα αλλά αυτό δεν με πτόησε. Συνέχισα να τον φιλάω με περισσότερο πάθος αυτή τη φορά. Μετά από αρκετή ώρα εκείνος χώρισε τα καλώδια που μας ένωναν τα οποία σίγουρα θα ξαναενώνονταν πολύ σύντομα. Καθίσαμε πάνω στο γρασίδι για λίγο αγκαλιασμένοι, μετά από λίγο όμως, εκείνος σηκώθηκε ξαφνικά σαν κάτι να θυμήθηκε.
«Τι έγινε;» ρώτησα απορημένη.
«Που είναι η Ρένεσμι;» είπε γεμάτος αγωνία.
«Τι εννοείς που είναι η Ρένεσμι;» ρώτησα ενώ ήμουν στα πρόθυρα νευρικής κρίσης.
«Μπέλλα η Ρένεσμι δεν είναι εδώ. Δεν είναι εδώ.» είπε με σπασμένη φωνή.
Προσπάθησα να τη βρω ανάμεσα στα φυλλώματα τρομαγμένη μήπως είχε πάθει κάτι κακό. Το τηλέφωνο του Έντουαρντ χτύπησε ξαφνικά και έτρεξα κοντά του. Ίσως η Άλις κάτι να είχε δει.
«Ναι, Άλις τι συμβαίνει; Ναι θα έρθουμε, τώρα. Σε πέντε λεπτά.» είπε και έκλεισε το τηλέφωνο. Τα χέρια του έτρεμαν. Δεν τον είχα ξαναδεί έτσι.
«Τι έγινε, τι είπε;»
«Έχει να μας πει κάτι πάρα πολύ σοβαρό, σχετικό με την.. απαγωγή.. της Ρένεσμι.» είπε και κόντεψε να καταρρεύσει.
«Τι; Ποια απαγωγή, τι είναι αυτά που λες; Ποιος θα ήθελε να απαγάγει τη Ρένεσμι; Τι συμβαίνει τελοσπάντων;» είπα και αυτή τη στιγμή θα μπορούσα να κλάψω αν δεν ήμουν βρικόλακας.
«Πάμε γρήγορα στο σπίτι. Θα μάθουμε σύντομα τι έχει συμβεί.» είπε σοβαρά.
Καθώς τρέχαμε, η ζωή μετά τη γέννηση της κόρης μου πέρασε μπροστά από τα μάτια μου σαν να τη ζούσα τώρα. Όταν φτάσαμε σπίτι, ο Έντουαρντ άνοιξε με δύναμη την πόρτα και τρέξαμε μέσα. Όλη η οικογένεια ήταν μαζεμένη στο σαλόνι, και φαίνονταν έκπληκτοι. Η Άλις φαινόταν πιο ανήσυχη από όλους.
«Τι στο διάολο συμβαίνει Άλις;» είπε ο Έντουαρντ τρομερά σαστισμένος.
«Καθίστε. Θέλω να σας πω κάτι πάρα πολύ σοβαρό.» είπε και μας πρότεινε να καθίσουμε απέναντι της. « Λοιπόν.. Η απόφαση είχε παρθεί εδώ και πολύ καιρό.. Με λίγα λόγια η απαγωγή έγινε από τους Βολτούρι. Δεν ξέρω γιατί δεν μπόρεσα να το δω..Δεν ξέρω γιατί το έκαναν.»
«Έτσι θα φτάσουν πιο κοντά σε μας.. Θέλουν να αφανίσουν τη φατρία των Κάλεν.. Γι’ αυτό το έκαναν. Ξέρουν ότι θα κάνουμε τα πάντα γι’ αυτή. Αυτό είναι το μόνο που θέλουν. Το μόνο.» είπε η Ρόζαλι, που φαινόταν απόλυτα σίγουρη γι’ αυτό που έλεγε.
«Τι; Θέλεις να πεις ότι θα σκοτώσουν τη Ρένεσμι επειδή είναι μοναδική; Γιατί δεν ήρθαν κατευθείαν σε μας; Γιατί να πάρουν το μωρό μου;» άρχισα να μονολογώ.
Ποτέ δεν είχα ξανανιώσει έτσι. Ένιωθα σαν να είχα χάσει τα πάντα. Ότι είχα και δεν είχα. Πήγα τρέχοντας στο δωμάτιο μου και ευχήθηκα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να μην είχαν κάνει κακό στο παιδί μου, το πιο υπέροχο όνειρο που υπήρχε στη ζωή μου.
Dukicca Twilight Human
Ηλικία : 29 Τόπος : Αθήνα Αριθμός μηνυμάτων : 59 Registration date : 13/07/2009
Είχε περάσει περισσότερο από ένας χρόνος από τότε. Όλη η οικογένεια ήταν ακόμα αναστατωμένη και ψυχολογικά και σωματικά. Εγώ πάλι σωματικά δεν ήμουν καθόλου. Ψυχολογικά ήμουν σίγουρα. Με τον Έντουαρντ είχαμε πάει στο νησί μου, γιατί εκεί ήταν το μέρος όπου ήθελα να βρίσκομαι. Εκεί είχα περάσει τις ωραιότερες στιγμές της ζωής μου, που τώρα, έρχονταν σε αντίθεση με τις χειρότερες.
Οι μέρες περνούσαν γρήγορα, ενώ εγώ δεν καταλάβαινα ποτέ τι ώρα ή τι μέρα ήταν. Καθόμουν σχεδόν όλη μέρα κουλουριασμένη στο κρεβάτι και τη σκεφτόμουν. Δεν είχα ξανανιώσει έτσι τον πόνο. Ούτε όταν εκείνος είχε φύγει. Τώρα είχα χάσει τα πάντα. Δεν ήθελα πια να υπάρχω αν εκείνη δεν ήταν μαζί μου. Την έψαξα πολύ. Μαζί με όλη την οικογένεια. Όμως κανένας μας δεν μπόρεσε να την βρει. Η Άλις δεν μπορούσε να δει που είχαν πάει. Και κανένας δεν μπορούσε να εξηγήσει το γιατί. Κι έτσι σταματήσαμε να προσπαθούμε για λίγο. Βέβαια οι έρευνες θα ξανάρχιζαν . Όμως κανένας μας δεν σταμάτησε να ελπίζει, και ιδιαίτερα εγώ. Ποτέ δεν θα παύαμε να την ψάχνουμε.
Τον Έντουαρντ πάλι δεν τον είχα ξαναδεί έτσι. Είχε αγαπήσει τόσο αυτό το μωρό, που ούτε όρεξη για κυνήγι δεν είχε. Δεν ήξερα πώς να το εξηγήσω αυτό. Δεν μιλούσαμε ο ένας στον άλλο και πολύ τώρα τελευταία. Εγώ στο κρεβάτι και εκείνος στο σαλόνι καθισμένος στον καναπέ. Δεν βλεπόμασταν και πάρα πολύ. Μου είχε υποσχεθεί φυσικά ότι θα έκανε τα πάντα για να τη βρει. Ένιωθε πως ήταν δικό του φταίξιμο η εξαφάνιση επειδή και μόνο παρασυρθήκαμε και το μυαλό του δεν βρισκόταν στο μυαλό της Ρένεσμι. Και κανένας δεν μπορούσε να του αλλάξει γνώμη. Και το μόνο που ήθελα ήταν να το πιστέψω. Όχι ότι θα μου έλεγε ψέματα. Απλά υπήρχε περίπτωση να μην τη βρίσκαμε και ποτέ.
Ο Κάρλαϊλ είχε αφοσιωθεί τόσο στην Ιατρική για να ξεχνάει για λίγο όσα είχαν συμβεί. Αλλά ούτε και εκείνος ξεχνούσε. Η Εσμέ δεν είχε όρεξη πια για φιλανθρωπίες. Δεν πήγαινε σε εράνους και συσσίτια πια, ούτε βοηθούσε άστεγους και ορφανά παιδιά πια, όπως συνήθιζε να κάνει.
Η Άλις είχε παρατήσει τελείως τη μόδα και δεν σχεδίαζε ρούχα πια. Δεν διοργάνωσε κανένα πάρτι και άλλες δεξιώσεις μετά την εξαφάνιση. Ο Τζάσπερ περνούσε τον περισσότερο χρόνο του προσπαθώντας να βρει ένα τρόπο να πάρουμε πίσω τη Ρένεσμι. Όμως κανένα σχέδιο του δεν θα είχε επιτυχία.
Ο Έμετ δεν είχε όρεξη για αστεία και σχεδόν κάθε μέρα τον έβρισκες στο ίδιο σημείο. Καθισμένο στην τραπεζαρία με τα χέρια πάνω στο κεφάλι του. Η Ρόζαλι προσπαθούσε όσο καιρό ήμασταν στο σπίτι στο Φόρκς να με παρηγορήσει, αλλά ουσιαστικά αυτή ήταν που χρειαζόταν παρηγοριά . Ήταν στην ίδια περίπου κατάσταση που ήμουν κι εγώ.
Στον Τσάρλι είχαμε πει πως είχαμε φύγει στην Ελβετία επειδή ο Έντουαρντ είχε βρει ένα πολύ καλό πανεπιστήμιο για να σπουδάσει εκεί, και επειδή εγώ έπρεπε να το βοηθήσω δεν του τηλεφωνούσα και πολύ, για να μην ακούσει πως ήμουν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Έτσι κι αλλιώς εκείνος είχε καλύτερα πράγματα να κάνει τώρα παρά να ασχολείται μαζί μου. Είχε γίνει ζευγάρι με τη Σου, τη μητέρα της Λία και του Σεθ. Και δεν μετάνιωνε γι’ αυτό επειδή ο πατέρας τους ήταν πολύ καλός φίλος του. Δεν ήξερε τι είχε συμβεί, και ούτε θα το μάθαινε ποτέ.
Ο Τζέικ τελικά δεν είχε παρά μόνο φιλικά αισθήματα για τη Ρένεσμι. Τελικά αποτύπωσε μια κοπέλα από τον καταυλισμό. Την έλεγαν Κέκοα και ήταν η μητέρα της ήταν από τη Χαβάη. Ο πατέρας της τη γνώρισε σε ένα ταξίδι που είχε κάνει στη Χαβάη και από τότε δεν χώρισαν ποτέ. Προφανώς έτσι θα γινόταν και με τον Τζέικ. Εκείνη φυσικά καταλάβαινε τον πόνο μου και δεν κατηγορούσε τον Τζέικ που ασχολούνταν συνεχώς με τη δική μου οικογένεια. Σχεδόν κάθε μέρα τηλεφωνούσε στους υπόλοιπους Κάλεν για να μάθει αν είχαν καμία εξέλιξη. Αλλά βέβαια πάντοτε έπαιρνε αρνητική απάντηση. Η υπόλοιπη αγέλη προσπαθούσε κι εκείνη να βρει ένα τρόπο διάσωσης. Αλλά εγώ και πάλι πίστευα ότι κανένα σχέδιο δεν θα πετύχαινε.
Η σημερινή μέρα ήταν λίγο πιο δύσκολη για όλους από τις υπόλοιπες μέρες. Όμως για μένα ήταν η πιο δύσκολη από όλες. Σήμερα ήταν τα γενέθλια της. Και εκείνη δεν ήταν μαζί μας για να γιορτάσουμε τον ένα χρόνο ζωής της.
Καθόμουν ξανά στο κρεβάτι, κουλουριασμένη όπως πάντα. Αρνιόμουν να μιλήσω στον καθένα, οτιδήποτε και να συνέβαινε. Είχα πάντοτε την αίσθηση ότι τίποτα δεν της είχε συμβεί και ότι εκεί που ήταν θα ήταν σίγουρα ευτυχισμένη. Βέβαια δεν ήξερα αν θα την είχαν σκοτώσει. Ίσως να το μετάνιωσαν, ίσως και όχι. Τίποτα δεν μπορούσα να πω με σιγουριά. Από τις προηγούμενες μετρήσεις τώρα σίγουρα θα έπρεπε να ήταν δεκαπέντε χρονών. Στην πραγματικότητα όμως και όχι στον κόσμο τον βρικολάκων ήταν μόνο ενός.
Καθώς συλλογιζόμουν το παιδί μου, ο Έντουαρντ μπήκε μέσα στο δωμάτιο φωνάζοντας το όνομα μου, έχοντας ένα χαμόγελο στα χείλη του. Αρχικά παραξενεύτηκα όμως αμέσως μετά κατάλαβα ότι ο ένας χρόνος που πέρασε άξιζε τελικά. Το χαμόγελο του Έντουαρντ σήμαινε πως κάτι καλό είχε συμβεί.
«Μπέλλα, Μπέλλα, σήκω από το κρεβάτι αμέσως και έλα να μαζέψουμε τα πράγματά μας. Γυρίζουμε στο Φόρκς.» είπε και είχε ακόμα αυτό το μυστήριο χαμόγελο στα χείλη. Πόσο μου είχε λείψει αυτό το μοναδικό χαμόγελο.
«Τι συμβαίνει; Βρήκατε τη Ρένεσμι;» είπα και πετάχτηκα από το κρεβάτι.
«Όχι η Ρένεσμι δεν βρέθηκε, αλλά ξέρουμε που είναι και σίγουρα είναι καλά!» .
Μόλις άκουσα πως η Ρένεσμι δεν βρέθηκε απογοητεύτηκα. Όμως όταν μου είπε πως ξέρει που είναι και πως είναι καλά ένα αίσθημα ευτυχίας με πλημμύρισε και άρχισα να μαζεύω με απίστευτη μανία τα πράγματα μου, ώστε να γυρίσω όσο πιο γρήγορα μπορούσα στο Φόρκς για να μάθω περισσότερα.
Στο αεροπλάνο καθώς πηγαίναμε σπίτι επικρατούσε ησυχία. Υπήρχαν φυσικά παντού παιδάκια που φώναζαν και έκλαιγαν. Το ζήλεψα αυτό. Ήταν με την οικογένεια τους και παρόλο που έκλαιγαν εκείνη την ώρα φαίνονταν ευτυχισμένα. Τελικά τη σιωπή μεταξύ του Έντουαρντ και εμένα την έσπασα πρώτη εγώ.
«Μπορείς να μου εξηγήσεις τι ακριβώς έχει συμβεί;»
«Από όσα μου είπε η Άλις στο τηλέφωνο κατάλαβα ότι ανακάλυψε που ακριβώς έχουν πάει και πως ο Άρο πρόκειται να δώσει στη Ρένεσμι το μενταγιόν που της είχες φτιάξει με τη φωτογραφία μας.»
«Σίγουρα αστειεύεσαι.» είπα έτοιμη να εκραγώ από θυμό.
«Όχι δεν αστειεύομαι.»
«Έντουαρντ καταλαβαίνεις τη σοβαρότητα της κατάστασης; Της πήραν το μενταγιόν όταν ήταν τόσο μικρή που ούτε καν ήξερε ότι υπήρχε. Τώρα δεν θα μας θυμάται. Της στέρησαν το προτέρημα να θυμάται τους γονείς της. Τώρα δεν πρόκειται να μας ακολουθήσει ότι και αν κάνουμε. Είναι ένα πορτρέτο οικογένειας γι’ αυτήν. Αυτόν θεωρεί πατέρα της.» είπα με κυρίευσε ένα αίσθημα αηδίας όταν είπα ότι θεωρούσε τον Άρο πατέρα της.
« Δεν είναι σίγουρο αυτό. Δεν πρόκειται να μη δεν θυμάται τίποτα. Μπέλλα σε παρακαλώ μη γίνεσαι παρανοϊκή.» είπε πολύ ψύχραιμα.
Δεν μίλησα. Προτίμησα να ησυχάσω μέχρι να πηγαίναμε στο σπίτι. Και επιτέλους θα μαθαίναμε που είχαν πάει και είχαμε χάσει τελείως τα ίχνη τους.
Όταν φτάσαμε στο σπίτι όλη η υπόλοιπη οικογένεια μας περίμενε εναγωνίως στο καθιστικό. Αφού μας αγκάλιασαν, μετά από αρκετό καιρό, καθίσαμε όλοι στην τραπεζαρία να ακούσουμε τι είχε συμβεί τελικά.
«Λοιπόν.» ξεκίνησε η Άλις, «Όλο αυτό τον καιρό κάναμε απίστευτες προσπάθειες να βρούμε τη Ρένεσμι. Πριν από περίπου τέσσερις ώρες ο Φίλιξ αποκάλυψε καταλάθος που βρίσκονται. Και επειδή ξέρουν τώρα πια ότι δεν υπάρχει νόημα να το κρύβουν, ο Άρο με άφησε να μπω στο μυαλό του. Και τότε είδα πως θα δώσει το μενταγιόν στη Ρένεσμι και θα της εξηγήσει τα πάντα για εμάς και την απαγωγή της. Βρίσκονται στην Αίγυπτο και συγκεκριμένα στην Αλεξάνδρεια και ζουν σε κάποιο απομακρυσμένο σημείο. Επίσης είδα πως ο Άρο αγαπάει πολύ τη Ρένεσμι και τη θεωρεί κόρη του, και γι’ αυτό το λόγο αποφάσισε να μην την κρατήσει άλλο στο σκοτάδι και να της πει όλη την αλήθεια, μόνο και μόνο για να είναι αυτή ευτυχισμένη.» είπε και όλοι χαμογέλασαν. Αντιθέτως εγώ εκνευρίστηκα ακόμα πιο πολύ.
«Τι; Πως είναι δυνατόν να θεωρεί κόρη του, το δικό μου παιδί; Πως γίνεται να την αγαπάει περισσότερο από ότι εγώ; Μου τη στέρησε έναν ολόκληρο χρόνο και τώρα θεωρεί πως θα περιμένω μέχρι να μου τη δώσει όποτε θέλει εκείνος;» είπα και είχα θυμώσει τόσο πολύ που έτρεμα ολόκληρη. Μπορούσα ακόμα και τώρα να πάω στην Αίγυπτο και να σκοτώσω όποιον και οτιδήποτε μπει εμπόδιο στο να πάρω πίσω το παιδί μου.
«Αγάπη μου προσπάθησε να ηρεμίσεις.» μου είπε και μετά απευθύνθηκε σε ολόκληρη την οικογένεια του.
«Νομίζω πως ήρθε η ώρα να καταστρώσουμε ένα σχέδιο.».
Dukicca Twilight Human
Ηλικία : 29 Τόπος : Αθήνα Αριθμός μηνυμάτων : 59 Registration date : 13/07/2009
Σήμερα ήταν τα γενέθλια μου. Ήμουν πολύ τυχερή που θα τα περνούσα με την οικογένεια μου. Και ευτυχώς είχα μια. Εδώ μου φέρονταν σαν να ήταν η πραγματική μου οικογένεια , παρόλο που δεν ήξερα πως είχα έρθει σε αυτό τον κόσμο. Έβλεπα ότι ήμουν διαφορετική από τους άλλους και δεν τολμούσα να ρωτήσω τον Άρο πως είχα έρθει εδώ. Ήξερα ότι με αγαπούσε ,τον θεωρούσα πατέρα μου και δεν με ενδιέφερε αν είχα κάποιον άλλο πατέρα. Ήταν ότι καλύτερο θα μπορούσα να έχω. Προφανώς για να με είχε ο Άρο, οι πραγματικοί μου γονείς δεν θα με ήθελαν. Βέβαια δεν ήθελα να ξέρω τι ακριβώς είχε συμβεί. Ήμουν ευτυχισμένη εδώ.
Ο Άρο, ο Φίλιξ και ο Μάρκος ήταν πολύ καλοί μαζί μου. Τους αγαπούσα πολύ και με έκαναν να νιώθω πολύ άνετα όποτε βρισκόμουν μαζί τους. Ο Άρο με εμπιστευόταν για τα πάντα και μου έλεγε τα πάντα. Εκτός από πράγματα που δεν ήθελα να ξέρω. Ο Φίλιξ ήταν σαν μεγάλος αδερφός για μένα. Με πρόσεχε, μου μάθαινε πράγματα και με βοήθησε πολύ στο να εξερευνήσω τον εαυτό μου. Μου είχαν πει πως ήμουν μοναδική στο είδος μου, και οποιοδήποτε σημείο επάνω μου ήταν κάτι καινούριο γι’ αυτούς. Όταν έμαθα τον τρόπο ζωής τους, κάτι μέσα μου, μου έλεγε πως αυτό ήταν τελείως λάθος και ότι για κάποιο ανεξήγητο λόγο έπρεπε να κυνηγάω μόνο ζώα. Αυτό το σεβάστηκε ο Άρο και ποτέ δεν με πίεσε να ακολουθήσω αυτό που εκείνοι πίστευαν πως έπρεπε να κάνω.
Ο Κάιος και η Τζέιν ήταν αυτοί που δεν έτρεφαν καμία ιδιαίτερη συμπάθεια για μένα. Δεν μου φέρονταν και πολύ καλά και συνήθως με έβαζαν να κάνω όλες τις δουλειές που αυτοί έπρεπε να κάνουν. Ο Άρο ήταν παρ’ όλα αυτά πολύ αυστηρός μαζί τους σε ότι είχε να κάνει σχέση με μένα. Η Τζέιν ήταν κάπως περίεργη. Ποτέ δεν μου είπε έστω ένα καλό λόγο και από ότι είχα καταλάβει με ζήλευε θανάσιμα. Και νομίζω πως ήξερα το γιατί.
Ο Άλεκ μου συμπεριφερόταν καλύτερα από τον καθένα. Τον περισσότερο χρόνο του τον περνούσε μαζί μου και δεν τον ενδιέφερε για το τι έλεγε η αδερφή του. Εγώ καθόμουν και διάβαζα, επειδή ο Άρο πίστευε ότι έπρεπε να μορφωθώ είχε προσλάβει μια καθηγήτρια του είδους μας φυσικά, και ο Άλεκ με βοηθούσε παρόλο που όλα αυτά τα έβρισκε πολύ βαρετά. Μου αφιέρωνε πολύ χρόνο και μπορώ να πω πως τα αισθήματα που έτρεφα γι’ αυτόν ήταν κάτι περισσότερο από φιλικά. Δεν ξέρω ακόμα τα αισθήματα του για μένα, πάντως από όσο μου έχει δώσει να καταλάβω πρέπει να είναι κάτι παραπάνω από φιλικά, πράγμα που το ευχόμουν.
Γενικότερα η ζωή μου στην Αίγυπτο δεν ήταν και πολύ ενδιαφέρουσα. Μάθαινα πολλά πράγματα και είχα γνωρίσει πολλούς ανθρώπους, αλλά θα προτιμούσα να εξερευνήσω τον κόσμο. Εδώ δεν είχα αυτή τη δυνατότητα. Ο Άρο ήταν πολύ προστατευτικός μαζί μου και δεν ήθελε να πηγαίνω πουθενά μόνη. Δεν με πείραζε αυτό γιατί ήξερα πως μου είχε αδυναμία και το μόνο που ήθελε ήταν να ήμουν καλά προστατευμένη.
Όσον αφορά το χάρισμά μου, ήταν κάτι λίγο δύσκολο για μένα, ιδιαίτερα στην περίπτωση του Άλεκ. Απέφευγα να τον αγγίζω γιατί οτιδήποτε σκεφτόμουν, σίγουρα θα το έβλεπε. Και ό, τι σκεφτόμουν είχε να κάνει με αυτόν. Φυσικά ο Άρο ήξερε τα αισθήματα μου για τον Άλεκ, εξαιτίας του δικού του χαρίσματος αλλά δεν είχε θίξει ποτέ αυτό το θέμα. Και νομίζω πως δε τον ενοχλούσε που ένιωθα κάτι τέτοιο για εκείνον.
Η σημερινή μέρα δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο, όπως θα έπρεπε να είναι. Ήταν όπως οι υπόλοιπες μέρες. Ένα συννεφιασμένο, μουντό πρωινό , κάτι ασυνήθιστο για την Αίγυπτο. Τα περισσότερα μέλη της οικογένειας ήταν ακόμα κλεισμένα στα δωμάτιά τους, όπως κι εγώ. Καθόμουν στο πέτρινο δωμάτιο μου, χτισμένο όπως ο υπόλοιπος πύργος. Ήταν ένα σπίτι πολύ μεσαιωνικό. Στο πιο απομακρυσμένο σημείο, μέσα στο δάσος. Κανένας δεν μπορούσε να μας δει εκεί. Γι’ αυτό το λόγο το επέλεξε και ο Άρο, ο οποίος σήμερα κάτι μου ετοίμαζε και δεν ήξερα τι θα μπορούσε να ήταν αυτό. Καθώς σκεφτόμουν και προσπαθούσα να βρω τι θα μπορούσε αυτό να ήταν, χτύπησε η πόρτα και μέσα μπήκε ο Άλεκ.
«Χρόνια πολλά Ρένεσμι.» είπε και τα χείλη του σχημάτισαν το πιο όμορφο χαμόγελο που είχα δει ποτέ.
«Σ’ ευχαριστώ πολύ.» είπα και χαμογέλασα κι εγώ δειλά. Δε φανταζόμουν ποτέ πως θα ένιωθα έτσι. Ήταν κάτι τελείως καινούριο για μένα.
Με πλησίασε αργά και με φίλησε στο μάγουλο. Εγώ αμέσως κοκκίνισα και σκέφτηκα τι θα μπορούσε να είχε δει όταν με άγγιξε.
«Τόσο μοναδική.» είπε και μου χάιδεψε το μάγουλο.
Τότε κατάλαβα ότι κι εκείνος ένιωθε κάτι για μένα και στη σκέψη αυτή κατέβασα το κεφάλι μου ντροπαλά. Εκείνος έπιασε το πρόσωπο μου με τα χέρια του, το σήκωσε ώστε να μπορώ να τον κοιτάξω και με φίλησε απαλά στα χείλη. Σε όλους, τα κόκκινα μάτια με τρόμαζαν. Στα δικά του κόκκινα μάτια όμως έβλεπα μόνο την αγάπη. Σταμάτησε να με φιλάει και για λίγο με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια. Τότε αυτόματα τα χέρια μου κλείδωσαν πίσω στο λαιμό του και άρχισα να τον φιλάω κι εγώ. Δεν είχε σημασία που η μέρα ήταν συννεφιασμένη, μέσα στο δωμάτιο μου ο ήλιος μπορούσε να περάσει και τα πιο πυκνά σύννεφα, και έτσι επικρατούσε μόνο το φως. Ήταν το ωραιότερο πρωινό που είχα ποτέ.
«Θα σε περιμένουμε στη μεγάλη αίθουσα. Αυτό είναι ένα δώρο για σένα από τον Μάρκο» είπε και μου έδωσε ένα μεγάλο κουτί.
«Θα ετοιμαστώ και θα έρθω. Πήγαινε εσύ.» είπα και επειδή δεν μπόρεσα να αντισταθώ, του χαμογέλασα ξανά.
Όταν έφυγε ο Άλεκ από το δωμάτιο, άνοιξα το μεγάλο κουτί. Μέσα υπήρχε ένα υπέροχο άσπρο φόρεμα με κεντημένα γαλάζια λουλούδια. Έδενε στη μέση με μία γαλάζια κορδέλα και από τη μέση και κάτω άνοιγε λίγο. Είχε επίσης μικρά δαντελένια μανίκια που τύλιγαν απαλά το μπράτσο. Θεώρησα ότι θα ήταν ευγνώμων ο Μάρκος αν το φορούσα σήμερα. Καθώς χτένιζα τα μαλλιά μου, η πόρτα ξαναχτύπησε.
«Περάστε.» είπα.
«Χρόνια πολλά Ρένεσμι.» είπε κοφτά η Τζέιν.
«Ευχαριστώ Τζέιν.» της είπα χαμογελαστά όπως πάντα. Δεν ήθελα να της δείξω ότι κι εγώ δεν τη συμπαθούσα.
«Σήμερα ο Άρο σου ετοιμάζει μια έκπληξη, που ίσως να μην σου αρέσει και πολύ.» είπε και χαμογέλασε ικανοποιητικά.
«Ευχαριστώ για την προειδοποίηση Τζέιν. Θα το θυμάμαι.»
«Εε, ναι. Σ’ αφήνω τώρα να ετοιμαστείς. Είναι η μεγάλη μέρα, όλοι σε περιμένουν. Μην αργήσεις πολύ.» είπε ειρωνικά και έφυγε από το δωμάτιο.
Δεν της έδωσα σημασία. Ήξερα ότι η Τζέιν με μισούσε και ήθελε συνεχώς να με υποβιβάζει. Κάθε φορά που με κοιτούσε μου έδειχνε πόσο πολύ με αντιπαθούσε. Παρόλο που ο Άλεκ ήταν ο αδερφός της δεν έμοιαζαν σε τίποτα. Όταν με κοιτούσε εκείνος, στα μάτια του διέκρινα μόνο την αγάπη και τη συμπόνια ενώ όταν εκείνη με κοιτούσε έβλεπα μόνο το μίσος και τη ζήλια. Δεν μπορούσα ούτε ήθελα να κάνω κάτι γι’ αυτό.
Όταν ετοιμάστηκα, έφυγα από το δωμάτιο και προσπάθησα να φανώ χαρούμενη. Δεν συνάντησα κανένα στο δρόμο και φαντάστηκα ότι όλοι θα ήταν μαζεμένοι στη μεγάλη αίθουσα. Με το που άνοιξα την πόρτα είδα όλη την οικογένεια μου μαζεμένη.
«Χρόνια πολλά Ρένεσμι!» είπαν όλοι συγχρονισμένα άλλοι χαρούμενα και άλλοι μόνο και μόνο από υποχρέωση.
Αφού με χαιρέτησαν όλοι, έφυγαν ένας ένας διακριτικά. Δεν μπορούσα να φανταστώ για ποιο λόγο έφυγαν όλοι, μέχρι που ο Άρο άρχισε να μου μιλάει.
«Αγαπητή μου Ρένεσμι, ξέρεις πόσο χαρούμενος είμαι που βρίσκεσαι εδώ μαζί μας. Ελπίζω να έκανα τη ζωή σου όσο πιο εύκολη και ευτυχισμένη θα μπορούσε να είναι. Το έκανα αυτό έτσι;» αναρωτήθηκε.
«Φυσικά και το έκανες. Είσαι ο καλύτερος πατέρας που θα μπορούσα να είχα ποτέ. Είμαι πολύ ευτυχισμένη εδώ.» είπα χωρίς να είμαι σίγουρη γι’ αυτό το τελευταίο.
«Βλέπω πως η Τζέιν σου φέρεται λίγο άκαρδα και πραγματικά στεναχωριέμαι γι’ αυτό. Πρέπει να κάνω κάτι με αυτήν. Ξέρεις ότι σας αγαπάω και τις δύο και καμιά δεν θέλω να νιώθει άσχημα. Θέλω να είστε αγαπημένες.» είπε δείχνοντας πολύ λυπημένος.
«Δεν νομίζω ότι μπορεί η σχέση μας να γίνει καλύτερη από ότι είναι. Έχω προσπαθήσει πολλές φορές να την πλησιάσω, όμως πάντοτε εκείνη μου δείχνει πόσο με μισεί. Δεν ξέρω τι της έχω κάνει και για ποιο λόγο με αντιπαθεί τόσο.»
«Τελοσπάντων, τελοσπάντων ας μη μιλάμε άλλο για τη Τζέιν. Ας μη χαλάσουμε τα γενέθλια σου. Τώρα θα ήθελα να σου δώσω το δικό μου δώρο. Ότι και να μάθεις σήμερα θέλω να ξέρεις πως ότι κάνω το κάνω για το καλό σου. Επειδή σε αγαπάω πολύ κόρη μου.» είπε και μου χάιδεψε τα μαλλιά.
«Μα τι θέλεις να μου πεις; Και η Τζέιν πριν μου είπε ότι μου ετοιμάζεις μια έκπληξη που μπορεί να μην μου αρέσει. Τι συμβαίνει λοιπόν;»
«Θα σου πω μία ιστορία. Μια πολύ μεγάλη ιστορία που αφορά τους πραγματικούς σου γονείς.» είπε και τότε ανατρίχιασα ολόκληρη στο άκουσμα της λέξης γονείς.
«Λοιπόν, πριν από περίπου ενάμιση χρόνο γεννήθηκες εσύ με μεγάλη δυσκολία από όσο ξέρω, σε μια μικρή πολιτεία της Ουάσινγκτον, στο Φορκς. Οι γονείς σου γνωρίστηκαν στο σχολείο εκεί και ερωτεύτηκαν αμέσως. Η μητέρα σου ήταν άνθρωπος και ο πατέρας σου σαν εμάς, μόνο που εκείνος και η οικογένειά του σέβονταν το ανθρώπινο είδος. Πρώτη φορά γνώρισα τον πατέρα σου όταν είχε έρθει στην Ιταλία, όπου ζούσαμε, και μας ζήτησε να τον σκοτώσουμε επειδή νόμιζε ότι η μητέρα σου, που ήταν ακόμα άνθρωπος, ήταν νεκρή. Εκείνη όμως δεν ήταν νεκρή και ήρθε στην Ιταλία, γνωρίζοντας ότι θα μπορούσε να πεθάνει, μόνο και μόνο για να σώσει τον πατέρα σου. Ήταν πολύ δεμένοι μεταξύ τους, που είχα παραξενευτεί πως ένας βρικόλακας μπορούσε να αγαπά τόσο δυνατά έναν άνθρωπο. Για τον πατέρα σου ήταν πολύ δύσκολο να βρίσκεται κοντά της, όμως η μεγάλη αγάπη που έτρεφε γι’ αυτήν κατάφερε να νικήσει την ανάγκη του να πιεί το αίμα της. Τελικά κανένας δεν έπαθε τίποτα, επειδή υποσχέθηκαν ότι η μητέρα σου θα γινόταν βρικόλακας. Ένας άνθρωπος δεν ήταν δυνατό να γνωρίζει τόσα πολλά όσα γνώριζε εκείνη για το είδος μας. Ήταν μια απειλή. Τους αφήσαμε να φύγουν ασφαλείς μόνο και μόνο για να δούμε πως θα εξελιχθεί η σχέση ανάμεσα τους. Μετά λοιπόν το γάμο τους πήγαν σε ένα νησί για το μήνα του μέλιτος , το οποίο ο πατέρας σου είχε ονομάσει Νησί της Μπέλλα, έτσι έλεγαν τη μητέρα σου. Εκεί συνέβης εσύ. Όταν το έμαθε ο Έντουαρντ, ο πατέρας σου, πίστεψε ότι ήσουν απλά ένα τέρας που θα σκότωνε τη μητέρα σου. Όμως εκείνη αρνήθηκε κατηγορηματικά να σε βγάλουν από μέσα της. Πίστευε πως εσύ θα ήσουν ο συνδετικός κρίκος που θα σφράγιζε για πάντα την αγάπη τους. Βλέπεις οι γυναίκες του είδους μας δεν μπορούν να δημιουργήσουν μια νέα ζωή, αφού μένουν παγωμένες όταν το δηλητήριο εισέρχεται στο σώμα τους. Η πραγματική σου οικογένεια αποτελείται από οχτώ άτομα και από πολλούς φίλους, τους οποίους σου στερήσαμε εμείς για ένα χρόνο. Στην αρχή οι προθέσεις μας δεν ήταν να σε κρατήσουμε εδώ αλλά να σε σκοτώσουμε. Όμως όταν είδαμε πόσο γλυκιά και ξεχωριστή ήσουν δεν μπορέσαμε να αντισταθούμε στην πρόκληση να σε κρατήσουμε μαζί μας. Σε πήραμε από τους γονείς σου και φύγαμε από την Ιταλία όπου ήταν το σπίτι μας και ήρθαμε στην Αίγυπτο ώστε κανένας να μην μπορούσε να σε βρει. Βλέπεις η θεία σου η Άλις μπορεί να προβλέπει το μέλλον και γι’ αυτό φύγαμε, για να μην μας βρουν. Δεν σκεφτόμασταν τίποτα που είχε να κάνει σχέση με το μέρος που βρισκόμασταν, αλλά ο Φίλιξ αποκάλυψε που ήμασταν. Ελπίζω να μας συγχωρέσεις που σου στερήσαμε την πραγματική σου οικογένεια.» είπε και μου έπιασε το χέρι, το άνοιξε και έβαλε μέσα ένα χρυσό μενταγιόν, μια καρδιά.
«Άνοιξέ τη.» είπε.
Την άνοιξα δειλά, δειλά και μέσα της αντίκρισα μια πανευτυχή οικογένεια.
«Αυτή είναι η μητέρα σου, ο πατέρας σου και εσύ. Από την άλλη μεριά βρίσκεται η υπόλοιπη οικογένεια σου. Ο Κάρλαϊλ και η Εσμέ, ο παππούς και η γιαγιά σου..» είπε δείχνοντας μου με το δάχτυλο τους πραγματικούς μου συγγενείς.
«Οι θείοι σου Άλις και Τζάσπερ, Ρόζαλι και Έμετ. Και ο λυκάνθρωπος καλύτερος φίλος σου Τζέικομπ.» είπε κοιτάζοντας με, περιμένοντας να πω κάτι.
Όλη αυτή την ώρα τον παρακολουθούσα άναυδη. Όταν κατάλαβα ότι είχε τελειώσει όλα αυτά που είχε να μου πει, έσφιξα το μενταγιόν στο χέρι μου και έφυγα τρέχοντας από τη μεγάλη αίθουσα, για να κλειστώ στο δωμάτιο μου.
Κλείδωσα την πόρτα, ώστε κανένας να μην μπορεί να με ενοχλήσει, και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου. Τουλάχιστον είχα τη δυνατότητα του να μπορώ να κλάψω. Άρχισα να κλαίω, καθώς έβλεπα την φωτογραφία που απεικόνιζε την υπέροχη οικογένεια μου που τόσο καιρό μου είχαν στερήσει. Η μητέρα μου ήταν τόσο όμορφη, αλλά βέβαια εγώ έμοιαζα πάρα πολύ στον πατέρα μου. Στη φωτογραφία κανένας από τους δύο γονείς μου δεν κοίταζε το φακό. Και οι δύο κοίταζαν εμένα, και μόνο από το βλέμμα τους κατάλαβα πόσο πολύ με αγαπούσαν. Και έτσι άλλαξα τη γνώμη που είχα σχηματίσει γι’ αυτούς. Φαντάζομαι πόσο δύσκολο έπρεπε να ήταν για την οικογένεια μου να με αποχωριστεί. Και ιδιαίτερα για τους γονείς μου.
Ένα χτύπημα στην πόρτα διέκοψε τις σκέψεις μου. Δεν σηκώθηκα να ανοίξω, δεν ήθελα να μιλήσω σε κανένα.
«Ρένεσμι, άνοιξέ μου σε παρακαλώ.» αναγνώρισα τη φωνή του Άλεκ.
«Φύγε δεν θέλω να μιλήσω σε κανέναν!» είπα απότομα.
«Μα δεν σου έδωσα ακόμα το δώρο μου. Έλα άνοιξε μου.» είπε τόσο γλυκά που δεν μπορούσα να μη δεν του ανοίξω.
Άνοιξα την πόρτα, και εκείνος μόλις με είδε πήρε ένα θλιμμένο ύφος. Με τον μαντήλι που είχε κρυμμένο στην τσέπη του παλτού του που είχε κεντημένα τα αρχικά του, και μου σκούπισε τα μάτια. Καθίσαμε στο κρεβάτι και με πήρε στην αγκαλιά του.
«Άνοιξε το. Ελπίζω να σου αρέσει. Είναι κάτι για σένα, πολύ συμβολικό.» είπε και χαμογέλασε.
Πήρα το κουτί στα χέρια μου, το οποίο ήταν τυλιγμένο με μια χρυσή κορδέλα. Πριν ανοίξω το κουτί, ήθελα να κάνω μία ερώτηση στον Άλεκ τώρα που είχα μάθει όλη την αλήθεια.
«Εσύ τα ήξερες όλα αυτά;»
«Ναι τα ήξερα.» είπε με απολογητικό ύφος. «Αλλά σ’ αγαπώ τόσο πολύ και δεν θέλω να στεναχωριέσαι. Δεν ήθελα να σε πληγώσω.»
«Δεν ήθελες αλλά τα κατάφερες. Και τώρα μπορείς να πηγαίνεις σε παρακαλώ; Θέλω να μείνω μόνη.» είπα και έφυγα από την αγκαλιά του. Εκείνος πήγε να με φιλήσει, όμως εγώ γύρισα αρνητικά το κεφάλι μου και εκείνος με φίλησε στο μέτωπο.
«Να θυμάσαι πως σ’ αγαπώ και δεν θέλω να σε κάνω να αισθάνεσαι άσχημα.» είπε και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Το ήξερα ότι το εννοούσε αλλά ήμουν τόσο θυμωμένη εκείνη τη στιγμή. Ήθελα να μείνω μόνη μου και να σκεφτώ την οικογένεια μου. Σκεφτόμουν τη μητέρα μου και πόσο θα υπέφερε με την απουσία μου. Δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτούς παρόλο που ήταν οι βιολογική μου οικογένεια. Ήθελα να μάθω τα πάντα γι’ αυτούς, πως ζουν, πως περνάνε τη μέρα τους. Οτιδήποτε.
Έπαψα να σκέφτομαι για λίγο τους γονείς μου, και αφοσιώθηκα λίγο στο δώρο του Άλεκ. Ήταν ένα όχι και πολύ μικρό κουτί, άσπρο, δεμένο με μια χρυσή κορδέλα. Τράβηξα την κορδέλα και άνοιξα το κουτί. Μέσα υπήρχε ένα ασημένιο βραχιόλι από το οποίο κρεμόταν μια διαμαντένια καρδιά και ένα γράμμα. Άνοιξα το φάκελο και αμέσως αναγνώρισα το γραφικό χαρακτήρα το υ Άλεκ.
«Αυτό το βραχιόλι είναι κάτι πολύ ιδιαίτερο παρόλο που δεν το
ξέρεις. Αυτό το βραχιόλι είναι παρόμοιο με αυτό που είχε δώσει ο
πατέρας σου στη μητέρα σου. Συμβολίζει την αγάπη που ένιωθε ο
πατέρας σου για εκείνη. Έτσι νιώθω κι εγώ. Να ξέρεις πως είσαι
μοναδική. Θα σ’ αγαπώ πάντοτε.
Άλεκ»
Μόλις τελείωσα με το γράμμα, συγκινημένη, πήγα τρέχοντας στο δωμάτιο του Άλεκ. Χτύπησα δειλά την πόρτα, και μόνο όταν εκείνος μου είπε να περάσω μέσα, μπήκα.
«Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ. Σημαίνει πολλά για μένα.» είπα και χαμογέλασα ντροπαλά.
«Δεν κάνει τίποτα. Δεν είσαι πια θυμωμένη;» είπε αλλάζοντας θέμα.
«Δεν θα πάψω ποτέ να είμαι θυμωμένη. Δεν θα ξεχάσω το ότι μου στερήσατε την οικογένεια μου. Όμως αν δεν το είχατε κάνει αυτό δεν θα είχαμε γνωριστεί και δεν θα είχαμε… έρθει τόσο κοντά.»
«Καταλαβαίνω τι θες να πεις. Δεν περίμενα ότι αυτό που είχαμε κάνει θα είχε τέτοια εξέλιξη. Πάντως είμαι πολύ ικανοποιημένος που έγιναν έτσι τα πράγματα.» είπε και έπιασε το χέρι μου.
«Άλεκ..» είπα ντροπαλά και τον κοίταξα βαθιά στα μάτια, «Θέλω να τους γνωρίσω.»Στην αρχή με κοίταξε παραξενεμένος.
«Όπως θες εσύ.» μου είπε τελικά.
«Αλήθεια;» είπα έκπληκτη.
«Αν το εγκρίνει και ο Άρο.. Εγώ δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα. Είναι πιο σωστό να γυρίσεις στην οικογένεια σου..» είπε και είδα ότι η τελευταία κουβέντα τον συνέτριψε.
Έβαλα το πρόσωπο του στα χέρια μου και με ειλικρίνεια στα μάτια του είπα:
«Θέλω να γνωρίσω την οικογένεια μου. Όμως σε καμία περίπτωση δεν θέλω να αφήσω εσένα, το μοναδικό πλάσμα που με έκανε πραγματικά ευτυχισμένη.»
«Ξέρεις ότι με αυτά που μου λες μου δίνεις θάρρος;»
«Και κακό είναι αυτό;» είπα γλυκά και πονηρά ταυτοχρόνως.
«Όχι βέβαια. Απλά σκεφτόμουν πολύ καιρό αυτή τη στιγμή. Και τώρα σε έχω εδώ στην αγκαλιά μου.. Από όταν ήρθες εδώ ένιωθα διαφορετικά για σένα. Πολύ προστατευτικά. Και όταν μεγάλωσες και είδα πόσο όμορφη και ξεχωριστή είσαι, τότε σε ερωτεύτηκα. Είναι πολύ δύσκολο να τα λέω όλα αυτά ξέρεις.. Σε καμία δεν τα χω ξαναπεί.» είπε ντροπαλά.
Γέλασα και τον φίλησα.
«Μπορούμε να πάμε τώρα στο Άρο σε παρακαλώ; Πρέπει να του μιλήσω.»
«Ναι, πάμε.» είπε και κρατώντας το χέρι μου, με οδήγησε προς τη μεγάλη αίθουσα όπου βρισκόταν μαζεμένοι οι Αφέντες.
Dukicca Twilight Human
Ηλικία : 29 Τόπος : Αθήνα Αριθμός μηνυμάτων : 59 Registration date : 13/07/2009
Όλοι οι Αφέντες ήταν μαζεμένοι στη μεγάλη αίθουσα. Και φυσικά όπου βρισκόταν ο Άρο βρισκόταν και η Τζέιν, η οποία τώρα χαμογελούσε ευχαριστημένη από το προηγούμενο γεγονός. Ο Άλεκ με ακολούθησε, ακόμα κρατώντας το χέρι μου. Μόλις η Τζέιν είδε ότι ο Άλεκ με κρατούσε, σήκωσε απότομα τα μάτια της και κοίταξε βαθιά μέσα στα δικά μου. Για μια στιγμή νόμισα ότι θα χρησιμοποιούσε το χάρισμα της εναντίον μου. Γύρισα και κοίταξα τον Άλεκ ο οποίος σίγουρα θα με προστάτευε από τη μοχθηρή αδερφή του. Εκείνος κοιτούσε την Τζέιν έτοιμος να της επιτεθεί σε οποιαδήποτε κίνηση της. Πλησίασα τον Άρο, χωρίς να τον φοβάμαι, όπως έκαναν οι περισσότεροι εδώ μέσα και ετοιμάστηκα να του μιλήσω και όχι απλά να του δείξω τις σκέψεις μου, ώστε όλοι να μπορέσουν να με ακούσουν.
«Θέλω να πάω πίσω στην οικογένεια μου.»
«Δεν υπάρχει περίπτωση.» είπε αυστηρά ο Άρο.
«Με κράτησες ένα χρόνο φυλακισμένη και τώρα μου απαγορεύεις να δω την πραγματική μου οικογένεια;»
«Δεν θα πας. Τελείωσε.»
«Τι νομίζεις πως είσαι; Πατέρας μου; Σε θεωρούσα έτσι μέχρι σήμερα το πρωί. Τώρα είσαι απλά ένας μεγάλος υποκριτής για μένα.» είπα κοφτά.
«Είμαι ο πατέρας σου. Είμαι αυτός που τόσο καιρό σε μεγάλωνε, σου έδωσα σπίτι, σου έδωσα τα πάντα! Αχάριστη!»
«Τόσο καιρό μπορεί να με μεγάλωνες και να μου έδινες ό, τι χρειαζόμουν αλλά μου στέρησες το δικό μου σπίτι και τη δική μου οικογένεια! Αυτό δεν θα σου το συγχωρήσω ποτέ!» είπα εξοργισμένη τώρα. Ο Άρο έκανε πίσω και έκατσε στο θρόνο του.
Μπορεί να τον είχα πληγώσει με όσα είχα πει, αλλά ήταν η πραγματικότητα και δεν μετάνιωσα που τα είπα. Ο Άλεκ μου κρατούσε ακόμα το χέρι και προσπαθούσε να με ηρεμίσει. Κανένας άλλος δεν μιλούσε έτσι στον Άρο.
Όταν η Τζέιν είδε ότι ο Άρο υποχωρούσε, είπε να πάρει εκείνη την κατάσταση στα χέρια της.
«Πάψε να είσαι τόσο αυθάδης! Και μίλα καλύτερα στο Αφέντη!» είπε και ήρθε προς το μέρος μου.
«Τζέιν μην ανακατεύεσαι, δεν είναι δικό σου θέμα.» είπα απότομα.
«Δεν είναι δικό μου θέμα; Ήρθες εδώ και διέλυσες τη σχέση μου με τον αδερφό μου!» μου είπε φωνάζοντας.
«Δεν φταίω εγώ που χάλασε η σχέση σου με τον αδερφό σου. Αν προσπαθούσες να είσαι πιο καλή μαζί μου δεν θα είχαν καταλήξει έτσι τα πράγματα.»
Η Τζέιν έτρεμε ολόκληρη. Τα μάτια της πέταγαν σπίθες. Ήταν έτοιμη να με κάνει να υποφέρω με τις ικανότητές της. Εκείνη τη στιγμή ο Άλεκ μπήκε μπροστά μου προστατεύοντας με.
«Τζέιν κάνε στην άκρη και ηρέμισε.» της είπε.
«Να ηρεμίσω; Μη μου λες να ηρεμίσω εσύ! Προδότη!»
«Δεν πρόδωσα κανέναν Τζέιν και το ξέρεις. Πάψε να είσαι τόσο εγωίστρια. Και προσπάθησε να είσαι περισσότερο κοινωνική.»
Δεν ήθελα να ακούω τον Άλεκ να μαλώνει με την αδερφή του. Ένιωθα πολύ άσχημα. Άφησα το χέρι του και βγήκα από την αίθουσα. Πήγα στη λίμνη που βρισκόταν στην πίσω αυλή του πύργου. Η λίμνη ήταν και σήμερα ντυμένη με το πρασινωπό χρώμα της και στολισμένη με νούφαρα και καλαμιές. Γύρω από την λίμνη υψώνονταν τεράστιοι φοίνικες και διάφορα άλλα δέντρα που επισκίαζαν τον περίγυρο της λίμνης. Ήταν πολύ όμορφα και γαλήνια. Κάθισα στο πέτρινο παγκάκι, που ο Άρο είχε φτιάξει ειδικά για μένα.
Πήρα το μενταγιόν στα χέρια μου και ξανακοίταξα την εικόνα της οικογένειας μου. Τώρα που την ξαναέβλεπα τα πρόσωπα μου φαίνονταν οικεία και γνωστά. Ξαφνικά, εκεί που σκεφτόμουν τους δικούς μου, μια φωνή μέσα στο μυαλό μου φώναζε το όνομα μου. Στην αρχή δεν καταλάβαινα τι γινόταν. Μετά ήταν σαν να γνώριζα τη φωνή που μου μιλούσε. Δεν μπορούσα να την ταιριάξω με καμία φωνή που γνώριζα.
«Ρένεσμι; Είμαι ο πατέρας σου.» μίλησε η φωνή μέσα στο μυαλό μου.
«Τι; Μπαμπά;» σκέφτηκα.
«Ναι, εγώ είμαι. Με ακούς;» είπε η φωνή παραξενεμένη.
«Ναι. Εσύ πως με ακούς;»
«Το χάρισμα μου, είναι να ακούω τις σκέψεις των άλλων. Και όταν με σκέφτεσαι και σε σκέφτομαι, τότε μπορούμε να επικοινωνούμε μέσω του μυαλού μας.» παραδέχτηκε.
«Δηλαδή είσαι σίγουρα ο μπαμπάς μου;»
«Ναι Ρένεσμι μου, εγώ είμαι.»
«Αχ μπαμπά.. νιώθω πολύ μόνη. Όταν ο Άρο μου είπε όλη την αλήθεια για εσάς, θύμωσα πάρα πολύ. Θέλω να έρθω πίσω σε σας αλλά εκείνος δεν με αφήνει.» σκέφτηκα.
«Δεν σε αφήνει να έρθεις πίσω σε εμάς; Αυτό δεν είναι λογικό. Πίστευα ότι ήταν πιο καταδεχτικός. Μάλλον πρέπει να του κάνουμε μια επίσκεψη. Και σύντομα. Αλλά θα χρειαστούμε και τη βοήθεια σου γι’ αυτό.» μου ζήτησε.
«Φυσικά μπαμπά. Ότι θέλεις. Τώρα πες μου για εσάς. Για τη μαμά, πως ζείτε, πως είναι η καθημερινή σας ζωή;» ζήτησα να μάθω.
«Βέβαια θα σου πω. Ό, τι θες να μάθεις.» «Θα πρέπει πρώτα εγώ να σου πω κάτι..» σκέφτηκα ντροπαλά.
«Ό, τι θέλεις.» με παρότρυνε .
«Ξέρεις τον Άλεκ έτσι;»
«Φυσικά και τον γνωρίζω. Τι συμβαίνει;» αναρωτήθηκε.
«Με αυτόν να.. έχουμε αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση..»
«Ιδιαίτερη;»
«Πώς να στο πω.. είμαστε..ερωτευμένοι, νομίζω..»
«Ερωτευμένοι.» επανέλαβε.
«Ναι.. είναι κακό αυτό;»
«Δεν ξέρω αν είναι κακό. Αν τα αισθήματα του για σένα είναι αληθινά, τότε δεν είναι καθόλου κακό. Ελπίζω πως είναι έτσι.» παραδέχτηκε, « Α..η μητέρα σου μου ζήτησε να σου πω πως σε αγαπάει πάρα πολύ και ότι θα κάνει τα πάντα για να σε ξαναπάρει κοντά της.»
«Κι εγώ ελπίζω να είναι έτσι.. Και πες στη μαμά πως παρόλο που δεν την ξέρω και δεν την έχω δει ποτέ από κοντά, βαθιά μέσα μου την αγαπάω κι εγώ πάρα πολύ και ότι θα κάνω οτιδήποτε για να γυρίσω πίσω. Ακόμα και αν χρειαστεί να φύγω κρυφά από εδώ.»
«Ρένεσμι.. Εμείς δεν θέλαμε να σε αφήσουμε να φύγεις. Αυτοί που θεωρείς οικογένειά σου και τα δολοπλόκα σχέδιά τους φταίνε γι’ αυτό που έγινε. Σου ζητώ συγγνώμη εκ μέρους όλης της οικογένειας που το αφήσαμε έτσι. Έπρεπε να σε είχαμε πάρει πιο νωρίς. Συγγνώμη.» απολογήθηκε η φωνή του πατέρα μου μέσα στο μυαλό μου.
«Δεν πειράζει.. Ούτως ή άλλως εγώ εδώ πέρασα πολύ καλά. Μου φέρονταν, σχεδόν όλοι, μια χαρά. Ο Άρο με είχε σαν κόρη του, ξέρεις, μόνο η Τζέιν και ο Κάιος μου φέρονταν απαίσια. Όμως τώρα θέλω να γυρίσω πίσω σε σας. Πρέπει να βρούμε κάποιο τρόπο.»
«Αυτό άστο επάνω μας. Θα βρούμε ένα τρόπο να σε βγάλουμε από κει, και να απαλλαγούμε μια για πάντα από αυτούς.» είπε η φωνή αποφασισμένη για όλα.
«Δεν χρειάζεται να απαλλαγούμε. Μια συμφωνία νομίζω είναι υπεραρκετή. Δεν χρειάζεται να τους αφανίσουμε. Κι αυτοί παίζουν ένα πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Αν θυμάσαι καλά, αυτοί με μεγάλωσαν. Και πολύ καλά.» σκέφτηκα δικαιολογώντας τους.
«Νομίζω πως έχεις δίκιο. Δεν είναι ανάγκη να πολεμήσουμε, ή κάτι παρόμοιο. Υπάρχουν πολλοί άλλοι τρόποι να έρθεις πίσω χωρίς οι σχέσεις μας με τη Βασιλική Οικογένεια να μην είναι καλές. Ελπίζω να κρατήσουμε αυτή την επαφή μέχρι να γυρίσεις πίσω. Έχεις να γνωρίσεις πολλά ακόμα άτομα. Και να θυμάσαι πως σ’ αγαπάμε πολύ όλοι.»
«Μπορώ να νιώσω την αγάπη σας. Και σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό. Ζήσατε λίγο μαζί μου αλλά μ’ αγαπήσατε πολύ.. Και ιδιαίτερα εσύ, απ’ όσο έμαθα. Είμαι πολύ χαρούμενη γι’ αυτό.» σκέφτηκα ευχαριστημένη.
«Ρένεσμι εγώ.. Ζητώ συγγνώμη γι’ αυτό. Δεν ήξερα πόσο ξεχωριστή είσαι. Ελπίζω κάποτε να μπορέσεις να με συγχωρέσεις. Δεν μπόρεσα ποτέ να φανταστώ, ότι θα αγαπήσω κάποιο πλάσμα τόσο πολύ όσο αγαπώ τη μητέρα σου. Όμως έγινε. Είμαι ευτυχισμένος που υπάρχεις εσύ να φωτίζεις τη ζωή μου.» σκέφτηκε η φωνή, εκφράζοντας τη χαρά της.
«Τώρα μπορεί η ζωή σου να είναι αρκετά συννεφιασμένη, όμως στο υπόσχομαι ότι θα γυρίσω και ο ήλιος θα φωτίσει την ψυχή σου ξανά. Χαίρομαι που σε γνώρισα, έστω και μέσω του μυαλού μου.» παραδέχτηκα.
«Ελπίζω να μιλήσουμε και αύριο. Θα σε σκέφτομαι συνέχεια. Σ’ αγαπάμε πολύ άγγελε μας.» σκέφτηκε η φωνή συγκινημένη.
«Φυσικά και θα μιλήσουμε. Θα σας σκέφτομαι κάθε λεπτό. Κι εγώ σας αγαπώ κι ας είστε κατά κάποιο τρόπο ξένοι. Αντίο.» σκέφτηκα με νοσταλγία.
«Αντίο κόρη μου.» είπε η φωνή.
Η παράξενη αυτή συνομιλία με τον πατέρα μου, μου έδωσε ελπίδες. Μπορούσα να κάνω τα πάντα τώρα που τους είχα σχεδόν γνωρίσει. Και τώρα ήμουν κάπως ευτυχισμένη. Θα έφευγα από εδώ. Ίσως μόνη, ίσως και όχι, αλλά το σίγουρο ήταν ότι θα έφευγα. Και δεν θα μετάνιωνα ποτέ γι’ αυτό. Δεν έπρεπε να μου είχαν στερήσει τον κόσμο μου, και να με αναγκάσουν να ζήσω στο δικό τους. Δεν έπρεπε, παρόλο που με πήραν από τους γονείς μου, μερικοί να μου φερθούν σαν να ήμουν σκουπίδι. Δεν έπρεπε τόσο καιρό να ήμουν κολλημένη σε μια ψεύτικη ζωή, νομίζοντας πως αυτοί με αγαπούν. Ίσως κάποιοι, ναι, να μ’ αγαπούσαν. Όμως αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά σ’ αυτό που μου είχαν κάνει. Δεν ήθελα να τους εκδικηθώ. Ήθελα να κάνω τον Άρο να νιώσει απλά την απώλεια, όπως έκανε τους γονείς μου να νιώσουν. Και ήλπιζα να τα καταφέρω.
Ίσως ο Άρο να προσπαθούσε να με σκοτώσει. Μπορεί εκείνος να ήταν πιο δυνατός στα χέρια, εγώ όμως ήμουν πιο δυνατή στην ψυχή. Ήξερα πώς να ελπίζω, είχα μάθει ότι όταν θέλω κάτι πρέπει να το πιστέψω πολύ για να συμβεί. Και αυτό θα έκανα. Θα έκανα τα πάντα για να γυρίσω πίσω.
Dukicca Twilight Human
Ηλικία : 29 Τόπος : Αθήνα Αριθμός μηνυμάτων : 59 Registration date : 13/07/2009
Η ψυχολογική μου κατάσταση αυτές τις μέρες δεν ήταν και η καλύτερη. Ο Άρο δεν μου μιλούσε όπως έκανε παλιότερα, ο Κάιος, ο Μάρκος και ο Φίλιξ αδιαφορούσαν τελείως για μένα και η Τζέιν όπως πάντα με υποβίβαζε. Τουλάχιστον είχα τον Άλεκ, που μου συμπεριφερόταν καλύτερα από ποτέ. Σίγουρα η σχέση μας δεν θα ήταν εφήμερη, παρόλο που η αδερφή του συνεχώς προσπαθούσε να του αλλάξει τη γνώμη που είχε σχηματίσει για μένα. Συνεχώς ήταν μαζί μου, και το ότι έπρεπε να βρίσκεται μαζί με τους υπόλοιπους δεν τον πτόησε. Ήξερα πως θα με ακολουθούσε παντού. Δεν το απαίτησα αυτό. Αλλά ήταν τόσο πεισματάρης και ξεροκέφαλος που δεν είχα τη δυνατότητα να του αλλάξω γνώμη.
Τώρα πια το άφηνα να βλέπει τις σκέψεις μου. Δεν φοβόμουν μήπως δει κάτι που ήθελα να κρύψω. Έτσι κι αλλιώς, κι εκείνος παρόμοια πράγματα σκεφτόταν. Ένιωθα μεγάλη έλξη γι’ αυτόν και επειδή δεν ήξερα πως αλλιώς να του το δείξω, τον άφηνα να με αγγίζει ώστε μόνος του να καταλάβει πόσο με τραβούσε ο χαρακτήρας και ο εαυτός του.
Τώρα που είχα γνωρίσει και την πραγματική που οικογένεια, δεν με ενδιέφερε πόσο με υποβίβαζαν ή πόσο αδιαφορούσαν για μένα. Είχα πλάσματα που πραγματικά ανησυχούσαν για την κατάσταση μου και με αγαπούσαν. Η μητέρα μου ήταν ένα ξεχωριστό κομμάτι στη ζωή μου. Ανεξάρτητα από το αν δεν είχα μιλήσει ποτέ μαζί της, ο πατέρας μου, μού έδινε κάθε φορά που τα πνεύματά μας συναντιούνταν να καταλάβω πόσο πολύ εκείνη με αγαπούσε. Ήμουν κάτι πολύ νέο γι’ αυτήν, κάτι πρωτόγνωρο που όμως το είχε αγαπήσει από την πρώτη στιγμή που βρισκόταν μέσα της. Χαιρόμουν που με αγαπούσε τόσο πολύ. Και η αγάπη της ήταν ακλόνητη, αχανής, χωρίς κανένα όριο. Και το κατανοούσα αυτό απόλυτα.
Καθόμουν στο δωμάτιο μου, πάνω στο κρεβάτι μου και κοιτούσα προσηλωμένη τη φωτογραφία της οικογένειας μου, και ιδιαίτερα τη μητέρα μου. Ξέρω ότι για μένα αυτή η γυναίκα σήμαινε πολλά περισσότερα . Και τώρα που την κοιτούσα, τη ένιωθα εδώ δίπλα μου, να σπάει τα μοναξιά μου. Σε αυτή τη σκέψη το πρόσωπο μου στολίστηκε με ένα χαμόγελο. Έπιασα το μενταγιόν, σαν να ήθελα να τον προστατέψω από κάτι. Και εκείνη τη στιγμή, την ένιωσα τόσο ζωντανή. Σαν να ένιωθα την ανάσα της στο λαιμό μου καθώς με αγκάλιαζε. Τη σκέφτομαι πολλές φορές, και τα συναισθήματα είναι κάθε φορά τόσο περίπλοκα. Πολλές φορές ένα δάκρυ κυλάει από τα μάτια μου όταν σκέφτομαι εκείνη. Ένα δάκρυ χαράς και φόβου. Χαράς επειδή κατάφερα επιτέλους να γνωρίσω το μοναδικό πλάσμα που πραγματικά συνδέομαι μαζί του, και φόβου επειδή ίσως ποτέ δεν θα καταφέρω να δω αυτό που με κάνει να νιώθω τόσο τυχερή.
Αν τα έλεγα όλα αυτά στον Άρο ίσως να με άφηνε να φύγω. Ίσως να τον συγκινούσα, μπορεί με δόλιο τρόπο, αλλά και πάλι ότι θα έλεγα το ένιωθα. Δεν θα μου επέτρεπε να του μιλήσω. Η Τζέιν σίγουρα θα γελούσε από μέσα της. Αλλά δεν με ένοιαζε τι πίστευαν. Θα του μιλούσα όπως και να είχε. Θα προσπαθούσα ξανά και ξανά.
Βγήκα στο διάδρομο που οδηγούσε στη Μεγάλη Αίθουσα. Περπατούσα αποφασιστικά, χωρίς να δίνω σε κανέναν σημασία. Άνοιξα με δύναμη την πόρτα που χώριζε τη σάλα από την Αίθουσα με του Θρόνους. Μπήκα μέσα και βρήκα τον Άρο να διαβάζει.
«Τι θα ήθελες αγαπητή μου;» με ρώτησε έκπληκτος. Παραξενεύτηκα που μου μιλούσε ακόμα έτσι.
«Θέλω να σου μιλήσω.» είπα απότομα.
«Μάλιστα. Φαντάζομαι πως είναι το γνωστό θέμα.» είπε σίγουρος.
«Αυτό είναι.»
«Ξέρεις, πρώτη φορά βλέπω κάποιον να θέλει κάτι τόσο πολύ. Και όταν θέλουμε κάτι πάρα πολύ, ολόκληρο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσουμε. Είμαι σίγουρος πως το γνωρίζεις αυτό από τα μαθήματα σου.»
«Φυσικά. Αλλά το θέμα είναι, πως μπορεί ολόκληρο το σύμπαν να συνωμοτήσει για να αποκτήσω αυτό που θέλω, αλλά σε αυτό πρέπει να συμβάλεις κι εσύ. Γιατί είσαι ένα μικρό κομμάτι ενός μεγάλου σύμπαντος.» είπα προσπαθώντας να τον πείσω να με βοηθήσει.
«Ρένεσμι καλή μου.. Εγώ δεν θέλω να σε αποχωριστώ, γι’ αυτό δεν θέλω να φύγεις. Αν πας εκεί θα κολλήσεις μαζί τους και δεν θα θέλεις να γυρίσεις πίσω.»
«Δεν θα μείνω για πάντα εδώ και αυτό το ξέρεις καλά. Δεν θέλω να ζω εδώ! Θέλω εκείνους. Θέλω να ζήσω μαζί τους.» φώναξα.
«Ηρέμισε αγαπητή μου, αλλιώς ξέρεις τι πρόκειται να συμβεί.»
Αυτό το έλεγε κάθε φορά που έλεγα κάτι που τον προσέβαλλε. Θα έφερνε τη Τζέιν. Και θα με έκανε πάλι να υποφέρω.
«Δεν σε φοβάμαι.» είπα με απόλυτη σιγουριά.
«Το ξέρεις πως με φοβάσαι. Μπορεί να μην είμαι σαδιστής αλλά κάποιος άλλος είναι. Και πολύ φοβάμαι πως χρειαστεί να έρθει τελικά. Είμαι απόλυτα σίγουρος πως φοβάσαι και αυτόν, τον άλλο. Την αγαπητή μου Τζέιν.» είπε και γέλασε δυνατά.
Αυτό το χρόνο, εκτός από το να μου φέρεται καλά, έκανε και αυτό. Πίστευε πως αν υπέφερα για λίγο, θα άλλαζαν τα πάντα στο μυαλό μου και δεν θα του ξαναφώναζα ή δεν θα τον ξαναπροσέβαλλα.
«Φώναξέ την. Ούτε αυτήν φοβάμαι.»
«Όπως θες λοιπόν.» είπε και χαμογέλασε. «Εσείς οι δύο, φωνάξτε τη Τζέιν.» είπε στους δύο φρουρούς που στέκονταν δεξιά και αριστερά της μεγάλης πόρτας. Οι δύο φρουροί υπάκουσαν αμέσως, βγήκαν από το πέτρινο δωμάτιο και κατευθύνθηκαν προς το δεξιό διάδρομο που οδηγούσε στο δωμάτιο της Τζέιν.
«Σε λίγα λεπτά θα βρίσκεται εδώ. Λυπάμαι που αναγκάζομαι να το κάνω αυτό Ρένεσμι, αλλά δεν έχω άλλη επιλογή. Πρέπει επιτέλους να μάθεις πώς να συμπεριφέρεσαι σε ανώτερούς σου. Σου έδωσα την ευκαιρία να δεθείς συναισθηματικά μαζί μου, αλλά εσύ το παράκανες. Δεν μπορείς να μου μιλάς όπως εσύ θέλεις και το ξέρεις. Έχω κάνει πολλές παραχωρήσεις για χάρη σου, αλλά ως εδώ. Δεν θα κάνω άλλες. Αν αυτή η συμπεριφορά συνεχιστεί, νομίζω πως θα πρέπει να σε κλειδώσω στο δωμάτιο σου και να σου ανοίγω μόνο όταν υπάρχει μεγάλη ανάγκη.» είπε αγανακτισμένος.
«Δεν θα το κάνεις.» είπα και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.
«Αν συνεχίσεις έτσι.. Λυπάμαι πάρα πολύ Ρένεσμι.» είπε με ψεύτικο λυπημένο πρόσωπο.
Η πόρτα καθώς άνοιγε έκανε έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Η Τζέιν, όπως πάντα εντυπωσιακή, μπήκε μέσα και περπάτησε γρήγορα προς το μέρος μου.
«Τι συμβαίνει Αφέντη; Μου είπαν ότι με φωνάξατε.» είπε. Μιλάει πάντα στον πληθυντικό, στον Αφέντη, σκέφτηκα και έκανα μια πολύ ειρωνική γκριμάτσα. Η Τζέιν, που σίγουρα με είχε δει, γύρισε και με κοίταξε απότομα.
«Πολύ φοβάμαι αγαπητή μου, ότι πρέπει να δώσουμε άλλο ένα μικρό μάθημα στη μικρή μου κόρη.» είπε χαμογελώντας.
«Δεν είμαι κόρη σου!» φώναξα.
«Πάψε πια ξεδιάντροπη!» είπε η Τζέιν γυρίζοντας προς το μέρος μου και δίνοντας μου ένα χαστούκι. Το κεφάλι μου γύρισε απότομα προς το μέρος της. Τα μάτια μου δάκρυσαν αμέσως. Δεν ήξερα τι να πω.
«Δεν είπα να της κάνεις αυτό.» είπε ο Άρο και κούνησε το κεφάλι του.
«Συγγνώμη Αφέντη, δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τον εαυτό μου. Μπορώ να αρχίσω τώρα;» ρώτησε και χαμογέλασε στην ιδέα του ότι θα με κάνει να πονάω. Θα υπέμενα όμως τον πόνο. Θα πονούσα σιωπηλά.
«Φυσικά καλή μου, όποτε εσύ θέλεις.» είπε και κάθισε ξανά στο θρόνο του. «Όχι για πολύ όμως. Ξέρεις.»
«Μάλιστα Αφέντη.» απάντησε εκείνη. «Αυτό θα πονέσει λίγο περισσότερο.» Ώστε έτσι νόμιζε. Πως πονούσε λίγο περισσότερο. Πόσο λάθος έκανε. Ο πόνος που προκαλούσε αυτό το πλάσμα δεν συγκρινόταν με κανέναν άλλο.
Με κοίταξε μέσα στα μάτια και μετά το μόνο πράγμα που ένιωσα ήταν πόνος σε ολόκληρο το σώμα μου. Έπεσα κάτω μα δε φώναξα. Δάκρυα κυλούσαν γρήγορα, το ένα μετά το άλλο από τα μάτια μου. Τραντάχτηκα στο πάτωμα. Και μετά ο πόνος έφυγε. Δεν ένιωθα τίποτα.
«Εξαίσια! Ήσουν καταπληκτική αγαπητή μου, μπορείς να πηγαίνεις.» είπε ο Άρο στη Τζέιν.
«Όπως θέλετε Αφέντη.» είπε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.
«Λυπάμαι γι’ αυτό γλυκιά μου. Πάντως είναι καλύτερα όταν δεν φωνάζεις.» είπε και γέλασε πάλι δυνατά.
Σηκώθηκα από το μαρμάρινο πάτωμα, όπου βρισκόμουν και πήγα πιο κοντά του.
«Τι είναι τόσο αστείο;» ρώτησα προσβεβλημένη.
«Εσύ καλή μου. Σταμάτα να είσαι τόσο συντηρητική. Απόκτησε πια λίγο χιούμορ.»
«Η ζωή μου δεν είναι καθόλου αστεία. Δεν πρέπει να γελάς με αυτά που μου κάνεις.» είπα έτοιμη να κλάψω ξανά.
«Όπως σου είπα και πριν, εσύ με ανάγκασες. Εσύ έδωσες την αφορμή.»
«Αφού μου απαγορεύεις να κάνω αυτό που θέλω, τι θέλεις να κάνω;»
«Δεν θέλω να κάνεις τίποτα. Να μένεις και να μελετάς στο δωμάτιο σου. Είναι το μοναδικό πράγμα που θα έπρεπε να κάνεις στην ηλικία σου. Και οι κρυφές συναντήσεις με τον Άλεκ να διακοπούν. Μην νομίζετε ότι δεν καταλαβαίνω τι κάνετε πίσω από την πλάτη μου. Οι φρουροί μου λένε τα πάντα.» είπε και κοίταξε τους δύο φρουρούς στην πόρτα.
«Δεν ξέρεις πως είναι να αγαπάς. Δεν ξέρεις τίποτα. Είσαι ένα τίποτα που νομίζει πως είναι τα πάντα. Δεν μπορώ να πιστέψω πως μπορείς να ζεις. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί υπάρχεις.»
«Όντως. Ποτέ δεν έχω αγαπήσει. Μήπως θα ήθελες να μου εξηγήσεις πως είναι να αγαπάς;» είπε χαμογελώντας. Ίσως να ήθελε να ελέγξει αν πρόσεχα ή αν διάβαζα τα μαθήματα μου. Τα περισσότερα βιβλία που μου έδιναν για αγάπη μιλούσαν. Πιθανόν νόμιζε ότι ήξερα.
Στην αρχή δεν μίλησα. Με ρώτησε κάτι πολύ δύσκολο. Άραγε ήξερα τι ήταν η αγάπη; Το σκέφτηκα λίγο και μετά μίλησα ξανά.
«Όταν αγαπάς.. δεν φοβάσαι. Νομίζω πως κανένας δεν μπορεί να περιγράψει την αγάπη. Όσο και αν κάποιος την έχει νιώσει, δεν θα μπορέσει ποτέ να πει πως είναι να αγαπάς. Υπάρχουν πολλά να πεις για την αγάπη. Όμως τίποτα δεν εκφράζει το τι νιώθεις κάθε φορά που κοιτάς αυτό που αγαπάς. Το τι νιώθεις κάθε φορά που φιλάς αυτό που αγαπάς. Δεν ξέρω τι ακριβώς σημαίνει αγάπη. Το μόνο που ξέρω, είναι ότι νιώθω την αγάπη κάθε φορά που είμαι μαζί του. Νιώθω κάτι που εκείνη τη στιγμή με κάνει ευτυχισμένη. Και είμαι ευγνώμων που υπάρχει αυτός για να φωτίζει έστω για λίγο τη μαύρη ζωή που μου δώσατε.» είπα και κατέβασα το κεφάλι μου. Φάνηκε σκεπτικός για λίγο. Δεν μιλούσε για αρκετή ώρα. Αλλά έπειτα από λίγο, έσπασε ξανά τη σιωπή.
«Μάλιστα. Συμφωνώ σε αυτό. Δεν μπορείς να περιγράψεις την αγάπη. Η αγάπη ξέρεις δίνεται πάντα ελεύθερα, πρόθυμα, απροσδόκητα. Δίνεται πολλές φορές όταν ο άλλος δεν τη βλέπει και δεν την εκτιμά. Αγαπάμε γιατί έτσι νιώθουμε, όχι επειδή κάποιος μας επιβάλει να αγαπήσουμε. Δεν είπα να πάψεις να τον αγαπάς, αφού το νιώθεις. Είπα απλά να σταματήσουν οι κρυφές συναντήσεις. Μπορείτε να δημοσιοποιήσετε τον έρωτα σας. Αν γίνει αυτό, τότε κάντε ότι θέλετε.» είπε με μεγάλη ειλικρίνεια στα μάτια.
«Αν γίνει αυτό δεν νομίζω να υπάρξει κάποια καλή εξέλιξη.»
«Εννοείς την αδερφή του; Μη φοβάσαι, αυτήν θα την κανονίσω εγώ. Και τώρα αμέσως αν θέλεις.»
«Δεν έχει σημασία τι θέλω εγώ.»
«Φυσικά και έχει. Μη λες ανοησίες.» είπε και φώναξε πάλι τους δύο φρουρούς.
«Όχι μην το κάνεις.» είπα απότομα, αφού το σκέφτηκα λίγο. «Θα της μιλήσω εγώ» είπα χωρίς να ξέρω τι θα μπορούσε να με περιμένει. Δεν ήμουν σίγουρη αν πραγματικά ήθελα να το κάνω αυτό.
«Πολύ καλά. Και μη ξανακούσω ότι θέλεις να γυρίσεις πίσω. Ούτως η άλλως γι’ αυτό δεν είχες έρθει;»
«Ναι, γι’ αυτό είχα έρθει.» είπα ξέροντας ότι δεν υπήρχε περίπτωση να αλλάξει γνώμη.
«Δεν υπάρχει λοιπόν νόημα να το συζητάμε αφού δεν θα πας. Τώρα σε παρακαλώ, πήγαινε στο δωμάτιο σου, διάβαζα ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο» είπε ψάχνοντας το βιβλίο του.
Δεν μίλησα άλλο, έτσι κι αλλιώς δεν είχε κανένα νόημα πια. Έπρεπε να φύγω κρυφά χωρίς να το μάθουν. Θα έπρεπε να οργανώσουμε κάποιο σχέδιο.
Περπάτησα στο αριστερό, μακρύ διάδρομο. Σκέφτηκα ότι θα ήταν καλό να μιλήσω στη Τζέιν τώρα, κι έτσι πήρα την αντίθετη κατεύθυνση. Χτύπησα την ξύλινη πόρτα που οδηγούσε στο δωμάτιο της, ένα δωμάτιο τεράστιο με ένα επίσης τεράστιο ξύλινο κρεβάτι. Καμία σχέση με το δικό μου.
«Περάστε» είπε ψυχρά όπως πάντα.
Αναστέναξα βαριά και μπήκα μέσα. Εκείνη φάνηκε έκπληκτη που με είδε μπροστά της.
«Λέγε γρήγορα τι θέλεις, δεν έχω πολύ χρόνο.» είπε και σηκώθηκε από την πολυθρόνα που καθόταν.
«Εγώ και ο αδερφός σου..» πήγα να πω.
«Ξέρω ξέρω. Μου το είπε εκείνος.» είπε και έκανε μια γκριμάτσα.
«Και τι έχεις να πεις;»
«Σαν τι να έχω να πω δηλαδή; Κάνετε ανοησίες Ρένεσμι και το ξέρεις. Δε συμφωνώ καθόλου με αυτή τη σχέση!» φώναξε.
«Δε συμφωνείς επειδή τον θέλεις μόνο δικό σου γι’ αυτό! Θέλεις να ακολουθάει συνεχώς εσένα, τον διατάζεις και δεν τον αφήνεις να κάνει τίποτα μόνος του.» φώναξα κι εγώ.
«Πάψε πια, δεν μπορώ να σε ακούω! Φύγε από εδώ και γρήγορα. Δεν θα συμμορφωθείς ποτέ απ’ ότι φαίνεται. Έξω!» είπε και με έδιωξε, σπρώχνοντας με από το δωμάτιο.
Ήξερα ότι δεν θα είχε κανένα αποτέλεσμα. Όμως εγώ δεν θα το έβαζα κάτω. Θα έκανα τα πάντα για να περάσει το δικό μου. Δεν θα έκανα αυτό που είχαν επιλέξει αυτοί για μένα. Θα ζούσα τη ζωή μου, όπως θα επέλεγα εγώ να τη ζήσω. Δεν θα έμενα σε μια ζωή που όλες οι σχέσεις μου ήταν σχεδόν κατεστραμμένες. Θα ακολουθούσα την καρδιά μου όπου και αν αυτή με πήγαινε.
Dukicca Twilight Human
Ηλικία : 29 Τόπος : Αθήνα Αριθμός μηνυμάτων : 59 Registration date : 13/07/2009
«Αυτό αποκλείεται να γίνει!» φώναξε ο Έντουαρντ και χτύπησε με δύναμη το χέρι του στο γυάλινο τραπέζι. Παρόλο που είχε τόση δύναμη, δεν το ένοιαζε αν θα έσπαγε. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως σκεφτόταν. Δεν επιδείκνυε τα χρήματα που διέθετε αλλά δεν τον ένοιαζε αν ξόδευε περισσότερα από όσα ήταν απαραίτητα. Δεν είχε πει τίποτα ακόμα και όταν η Άλις είχε αγοράσει ολόκληρο βουνό ρούχων για τη Ρένεσμι, από τα πιο ακριβά καταστήματα. Ρένεσμι.. σκέφτηκα. Η εικόνα της μικρής, αθώας κόρης μου βυθίστηκε για ακόμη μια φορά στο μυαλό μου. Θα είχε μεγαλώσει τώρα. Ήθελα τόσο πολύ να τη δω. Τόσο πολύ να την αγγίξω. Κι όμως ήταν τόσο μακριά. Πολύ πιο μακριά από μένα.
«Αγόρι μου, σε παρακαλώ, ηρέμισε και κάθισε να το συζητήσουμε.». Η ήρεμη φωνή του Κάρλαϊλ εισέβαλλε στις μελαγχολικές μου σκέψεις. Εδώ και ώρα προσπαθούσε να πείσει τον Έντουαρντ να μην επιτεθεί στου Βολτούρι, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
«Πως μου το ζητάς αυτό; Εδώ και ένα χρόνο το παιδί μου βρίσκεται στα χέρια… άξεστων πλασμάτων και μου ζητάς να ηρεμίσω; Τόσο καιρό έκανα υπομονή να μην πάω και την πάρω από εκείνο το άθλιο μέρος. Αλλά τώρα δεν θα υποκύψω. Δεν θα κάνω ότι λέει η λογική. Θα κάνω ότι μου λέει η παγωμένη μου καρδιά.» είπε και κάθισε σε μια από τις άδειες καρέκλες. Το κεφάλι του χώθηκε μέσα στα χέρια του. Έμεινε έτσι για αρκετή ώρα, ώσπου ο πατέρας του αποφάσισε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή να του ξαναμιλήσει.
«Μπορείς να σκεφτείς τι θα συμβεί αν το κάνεις αυτό;»
«Το πολύ πολύ να με σκοτώσουν. Δεν με νοιάζει.» είπε αδιάφορα εκείνος.
«Το πολύ πολύ; Δεν θα σκοτώσουν μόνο εσένα Έντουαρντ. Μπορεί να έκαναν πριν από καιρό μια υποχώρηση για τη Ρένεσμι, όμως τώρα ούτε αυτοί θα υποκύψουν. Μαζί με εσένα θα χαθεί και η κόρη σου.» είπε εκείνος με απόλυτη ηρεμία ξανά, όμως το βλέμμα του φανέρωνε την αγωνία που έκρυβε η καρδιά του.
«Κι εγώ θα χαθώ.» είπα με σκυμμένο κεφάλι. Ένιωθα τα πρόσωπα τους να με κοιτούν με ύφος παγωμένο, γεμάτο κατανόηση.
«Μπέλλα δεν θα χαθεί κανένας. Κανένας δεν θα πεθάνει.» είπε και γαλήνη κυριάρχησε τα μάτια του.
«Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα και το ξέρεις. Είναι πιο ισχυροί από μας Έντουαρντ. Αν ,υποθετικά μιλώντας, κάνεις αυτό που λες τότε και οι δύο θα..» είπα και σταμάτησα εκεί. Ήξερα πως όλοι είχαν καταλάβει τι εννοούσα.
«Γιατί πρέπει πάντα να είσαι τόσο απαισιόδοξη; Από τότε που σε γνώρισα έτσι είσαι. Σκέψου θετικά μια φορά Μπέλλα. Σε παρακαλώ κάντο για μένα.»
«Το παρελθόν δεν έχει σημασία πια για μένα. Και ξέρεις καλά πως δεν ήμουν πάντα έτσι. Οι καταστάσεις με έχουν κάνει να σκέφτομαι αρνητικά για πολλά πράγματα. Και δεν πρέπει τώρα να ασχολούμαστε με πράγματα που σε ενόχλησαν όταν με γνώρισες.» είπα ειρωνικά και γύρισα από την άλλη μεριά το κεφάλι μου.
«Είπα ποτέ ότι με ενόχλησε κάτι επάνω σου;» είπε, μάλλον ενοχλημένος.
«Έτσι δείχνεις Έντουαρντ. Όμως δεν έχει σημασία. Πρέπει να πάρουμε το παιδί μας ξέρεις.»
«Μπέλλα εγώ αγαπώ τα πάντα πάνω σου. Και την απαισιοδοξία σου, κι αυτή την αγαπώ. Κάθε κομμάτι σου Μπέλλα.» είπε και έπιασε τα χέρια μου.
«Δεν σου ζήτησα να απολογηθείς για κάτι. Ξέρω ότι έχω και μειονεκτήματα. Δεν χρειάζεται να τα ανέχεσαι και αυτά.»
«Αφήστε τα μέλια για αργότερα. Έχουμε δουλειά εδώ.» είπε η Άλις και πετάχτηκε μπροστά μας.
«Τι έγινε αδελφέ; Καβγαδάκια με τη γυναίκα σου ακόμα δεν παντρευτήκατε;» είπε ο Έμετ, με ένα μυστήριο χαμόγελο να κρέμεται από τα χείλη του.
«Έμετ τι λες;» είπε η Ρόζαλι και τον έσπρωξε γελώντας.
«Δεν είναι ώρα για αστεία παιδιά. Έχουμε πολύ σοβαρή δουλειά εδώ.» είπε ο Κάρλαϊλ σοβαρός αλλά ταυτόχρονα στοργικός.
«Ο Έμετ και η Ρόζαλι σοβάρεψαν αμέσως, και εγώ και ο Έντουαρντ γυρίσαμε στις θέσεις μας. Καθίσαμε ξανά όλοι μαζί.
«Λοιπόν. Πρέπει να βρούμε ένα τρόπο.»
«Εγώ σας είπα. Δεν θα κάτσω άλλο με σταυρωμένα τα χέρια. Θα πάω να την πάρω μόνος μου.»
«Έντουαρντ σταμάτα πια να είσαι τόσο πεισματάρης. Σου είπα πως αυτό δεν πρόκειται να γίνει. Αν πάμε να τη ζητήσουμε- .» προσπάθησε να πει ο Κάρλαϊλ αλλά πάλι ο Έντουαρντ τον διέκοψε.
«Αν πάμε να τη ζητήσουμε τι θα γίνει; Θα μας τη δώσουν; Έτσι νομίζετε; Κάνετε μεγάλο λάθος. Αυτοί την κρατούν εκεί για να διαφημίζουν την οικογένεια τους που έχει σπάνια μέλη. Και όχι μόνο δεν θα μας τη δώσουν αν τους τη ζητήσουμε, αλλά θα φύγουν ξανά για κάποια άλλη χώρα και δεν θα τους βρούμε ποτέ.»
«Συμφωνώ Έντουαρντ. Όμως δεν ξέρεις ποτέ πως θα αντιδράσουν. Δεν ξέρεις τι θα κάνουν αν προσπαθήσουμε να την πάρουμε. Θα μας σκοτώσουν Έντουαρντ. Και όσα είχατε ονειρευτεί θα πάνε χαμένα.»
Είχε απόλυτο δίκιο ο Κάρλαϊλ. Και πάλι όμως δεν μπορούσαμε να κάτσουμε έτσι. Έπρεπε να την πάρουμε πίσω. Αν αντιδρούσαν βίαια θα πηγαίναμε αλλού. Θα εξαφανιζόμασταν. Και πάλι όμως αυτοί θα κινούσαν γη και ουρανό για να μας βρουν.
«Ξέρετε πως της φέρονται;» είπε εκείνος αηδιασμένος.
«Τι εννοείς Έντουαρντ;» είπα ξαφνιασμένη. «Πως της φέρονται;»
«Μπέλλα.. κάθε φορά που φωνάζει στον Άρο εκείνος.. φωνάζει αυτή την απαίσια τη Τζέιν. Την κάνει να πονάει Μπέλλα. Πρέπει να τους σκοτώσουμε. Μόνο αυτό λύνει το πρόβλημα. Μόνο αυτό.» επανέλαβε εκείνος.
Δεν ήθελα να πιστέψω αυτό που της έκαναν. Σίγουρα η Τζέιν θα ευχαριστιόταν όταν το έκανε. Μόνο και μόνο επειδή μισούσε εμένα. Θα μισούσε λοιπόν και κάθε δικό μου κομμάτι. Θα ήθελε να καταστρέψει ό, τι μου άνηκε. Έτσι και εγώ έπρεπε να καταστρέψω ότι άνηκε σε εκείνη. Τον αδερφό της ίσως; Ναι αυτός ήταν το κατάλληλο θύμα.
«Τι σκέφτεσαι Μπέλλα;» με ρώτησε ο Έντουαρντ.
«Πως θα σκοτώσω τον Άλεκ.» είπα αφοσιωμένη στα σχέδια μου.
«Τι δουλειά έχει ο Άλεκ;» ρώτησε απορημένος.
«Αφού η Τζέιν προσπαθεί να καταστρέψει κάτι δικό μου και το χαίρεται, αποφάσισα να καταστρέψω και εγώ ότι είναι δικό της. Και το καταλληλότερο που μπορώ να καταστρέψω είναι ο Άλεκ.»
«Όχι τον Άλεκ, Μπέλλα.» είπε αποφασισμένος να με αποτρέψει.
«Γιατί όχι Έντουαρντ; Δεν πιστεύω να εγκρίνεις αυτό που κάνουν;»
«Φυσικά και όχι Μπέλλα. Αλλά ο Άλεκ δεν φταίει σε κάτι. Αντιθέτως είναι διατεθειμένος να συνεργαστεί μαζί μας.»
«Τι;» ρώτησα τρομερά παραξενεμένη. Ο Άλεκ ποτέ δεν θα δεχόταν να μας βοηθήσει σε κάτι. Πόσο μάλλον για το να φυγαδεύσουμε τη Ρένεσμι. «Ο Άλεκ και η Ρένεσμι, Μπέλλα, είναι.. Πώς να σου πω.. Ερωτευμένοι.» είπε με βλέμμα άδειο, σκοτεινό.
«Τι;» επανέλαβα. Τα είχα χάσει. Αποκλείεται το δικό μου παιδί να ερωτευόταν τον εχθρό μου. Δεν θα το επέτρεπα αυτό.
«Δεν στο είχα πει τόσο καιρό.. γιατί δεν ήξερα πως θα αντιδρούσες.» απολογήθηκε.
«Πως θέλεις να αντιδράσω; Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό Έντουαρντ; Παίζει μαζί της αυτός. Θέλει να την κάνει να τον εμπιστευτεί και να τον ακολουθήσει οπουδήποτε. Μόνο αυτό θέλει.» είπα και σηκώθηκα από το τραπέζι, χτυπώντας και εγώ τα χέρια μου στην επιφάνεια του ακριβού γυαλιού. Τώρα καταλάβαινα γιατί ο Έντουαρντ το έκανε αυτό. Δεν με ενδιέφερε εκείνη την ώρα για το τραπέζι.
«Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Τα αισθήματα του είναι απολύτως αγνά Μπέλλα. Αγαπά τη Ρένεσμι όπως αγαπώ εγώ εσένα.» είπε και κατάλαβα τι εννοούσε.
«Δεν θα ξαναυπάρξει τέτοια αγάπη.» είπα και χαμογέλασα αθώα.
«Μην το λες. Παρόλο που είναι, εχθρός μας, αγαπάει την κόρη μας με τον τρόπο που αγαπώ εγώ εσένα.» είπε και μου ανταπέδωσε το χαμόγελο.
«Μα πως Έντουαρντ; Η Τζέιν έχει πολύ μεγάλη επιρροή επάνω του. Θα έπρεπε να τη μισεί. Δεν το καταλαβαίνω αυτό.» είπα και αναστέναξα απογοητευμένα.
«Μπέλλα κουράστηκε. Δεν μπορεί να ανεχτεί άλλο την οικογένεια που υποτίθεται ότι έχει. Δεν θέλει να ζει άλλο με τον τρόπο που διάλεξαν αυτοί γι’ αυτόν. Και στη Ρένεσμι βρήκε τα πάντα. Τη ζωή που θέλει να ζήσει. Και τώρα ζητά από μας να τον συγχωρέσουμε. Δεν ξέρεις πόσα σχέδια έχει κάνει στο μυαλό του για τη μέρα που θα μας το ζητήσει.» είπε και γέλασε.
Ίσως όντως να ήταν ο κατάλληλος για τη Ρένεσμι. Όμως.. μου φαινόταν τόσο λάθος. Δεν ήθελα να δεχτώ αυτή τη σχέση. Αυτό μου θύμισε τον πατέρα μου. Ούτε εκείνος αποδεχόταν τη δική μου. Και ένιωθα άσχημα γι’ αυτό. Δεν ήθελα να το νιώθει και η δική μου κόρη. Έτσι έπρεπε να το αποδεχτώ, χωρίς ποτέ να δείξω ότι δεν το ενέκρινα, εκτός και αν εκείνος έδειχνε στην κόρη μου τον καλύτερο εαυτό του.
«Έχουμε ξεφύγει τελείως από το θέμα.» φώναξε η Άλις χαρούμενα. Προφανώς είχε χαρεί με τα κατορθώματα της ανιψιάς της.
«Έχει δίκιο η Άλις παιδιά. Πρέπει να βρούμε ένα τρόπο να πάρουμε το παιδί.» είπε η Εσμί, που τόση ώρα καθόταν αμίλητη στο κάθισμα της.
Γυρίσαμε και την κοιτάξαμε όλοι μαζί, συγχρονισμένα. Δεν είχε μιλήσει καθόλου τον τελευταίο καιρό. Για τίποτα. Καθόταν στον καναπέ του καθιστικού και κοιτούσε το δάσος που εκτυλισσόταν μπροστά της. Κοιτούσε την απεραντοσύνη του κόσμου. Σκεφτόταν πως ίσως κάπου σ αυτή την απεραντοσύνη βρισκόταν το μοναδικό εγγόνι της. Εγγόνι- τι παράξενο να το λες γι’ αυτήν. Ήταν τόσο νέα. Τώρα όμως η όψη της ήταν ωχρή. Σαν νεκρή ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας. Δεν μπορούσε να ξεπεράσει την εξαφάνιση της Ρένεσμι. Δεν ήθελε να πιστέψει τι συνέβαινε. Ήταν κάτι που της είχε δώσει χρώμα στη νεκρή ζωή της. Και τώρα δεν υπήρχε αυτή η αχτίδα φωτός να ξαναφωτίσει την πληγωμένη της καρδιά. Συμπόνεσε μαζί μου, με παρηγόρησε, προσπάθησε να δώσει φως και στη δική μου ζωή λέγοντας μου πως είχε φανταστεί το μέλλον μας, μαζί σαν οικογένεια. Όμως ούτε εγώ, ούτε εκείνη καταφέραμε να αναδυθούμε από αυτό. Κανένας δεν μπόρεσε να ζήσει ελπίζοντας για πάντα. Κάποτε οι ελπίδες θα τέλειωναν. Όμως για μας τώρα οι ελπίδες ξαναέβρισκαν τις ψυχές μας.
«Πιστεύω πως πρέπει να κάνουμε αυτό που είπε ο Έντουαρντ. Να τους επιτεθούμε. Να μαζέψουμε και του υπόλοιπους. Είναι η μόνη μας ελπίδα.» είπε η Εσμί και το πρόσωπο της φωτίστηκε.
«Εσμί μην-.» πρόλαβε να πει ο Κάρλαϊλ.
Δεν θα μπορούσε ούτε εκείνη να μεταπείσει. Κανένας δεν θα υπέκυπτε στην μεγαλειότητα τους. Κανένας δεν θα φοβόταν.
«Κάρλαϊλ δεν φοβάμαι τίποτα. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να κάνω τα πάντα γι’ αυτό το παιδί. Δεν θα αντέξω αν χάσω και αυτό. Δεν θα μπορέσω Κάρλαϊλ. Πρέπει να κάνουμε ότι μπορούμε. Της αξίζει. Η ελευθερία είναι το μόνο που χρειάζεται τώρα. Και θέλω να της το δώσω.»
«Πολύ καλά λοιπόν. Θα το κάνουμε με τον τρόπο σας. Όμως να ξέρετε πως αν η Βασιλική οικογένεια αφανιστεί τα πράγματα θα γίνουν πολύ δύσκολα για όλους.» μας προειδοποίησε.
«Δεν με ενδιαφέρει τι θα συμβεί. Αρκεί να πάρω το παιδί μου. Δεν φοβάμαι κανένα τους. Είναι χρέος μου να την προστατέψω και θα το κάνω για όσο υπάρχω. Θα ζήσει την υπόλοιπη ζωή της με αληθινά πλάσματα και όχι με υποκριτές όπως είχε μάθει. Θα της δώσω μια ζωή που θα της αξίζει, όχι βασανιστήρια. Δεν είχα ονειρευτεί αυτό εγώ για την κόρη μου. Θα την κάνω να νιώσει την αγάπη των πραγματικών γονιών της. Γιατί τη θέλω πίσω.» είπα και σώπασαν όλοι. Τώρα πια, ήμασταν έτοιμοι να πάρουμε πίσω το χαμένο μας παιδί.
"Χαραυγή" by Dukicca
Σελίδα 1 από 1
Παρόμοια θέματα
Παρόμοια θέματα
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης