Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.
Η συνέχεια της διάσημης σειράς βιβλίων έρχεται στα βιβλιοπωλεία στις 4 Αυγούστου με τίτλο «Midnight Sun» και αφηγείται την ιστορία του «Λυκόφωτος» από την πλευρά του Edward Cullen.
"Bella is with Edward. She's a part of this family, and we protect our family."
Carlisle Cullen, Twilight
Character of the Week
Rosalie Lillian Hale
(born 1915 in Rochester, New York) is a member of the Olympic coven.
She is the wife of Emmett Cullen and the adoptive daughter of Carlisle and Esme Cullen, as well as the adoptive sister of Jasper Hale (in Forks, she and Jasper pretend to be twins), Alice, and Edward Cullen.
Rosalie is the adoptive sister-in-law of Bella Swan and adoptive aunt of Renesmee Cullen, as well as the ex-fiancée of Royce King II.
Στο κατώφλι µιας νέας εποχής για τη Ροδεσία, η Μάντριγκαλ, έχοντας χάσει τον άντρα της λίγες µονάχα ώρες µετά τον γάµο τους, θρήνησε βαθιά την απώλειά του και αποφάσισε να ζήσει µε τη θύµησή του. Όµως δεν φαντάστηκε ποτέ πως θα της ζητούσαν να πάρει τη θέση της συζύγου του βασιλιά.
Ο βασιλιάς Έντουαρντ, αφού γνώρισε την απόλυτη ευτυχία δίπλα στη γυναίκα που λάτρεψε όσο καµία, την Άµπερλιν, δέχτηκε το σκληρότερο χτύπηµα της µοίρας όταν εκείνη πέθανε πριν προλάβει να φέρει στον κόσµο το παιδί τους. Ωστόσο, προκειµένου ν' ανταποκριθεί στα βασιλικά του καθήκοντα και να χαρίσει έναν διάδοχο στη Ροδεσία, είναι υποχρεωµένος να παντρευτεί ξανά και απ' όλες τις υποψήφιες επιλέγει τη Μάντριγκαλ.
Μήπως όµως το όνοµα της νέας του συζύγου κουβαλά µια σκοτεινή µοίρα; Άραγε υπάρχει ελπίδα να αλλάξει το πεπρωµένο; Θα καταφέρει η Μάντριγκαλ να ξυπνήσει την αγάπη στην καρδιά του άντρα και βασιλιά της; Κι εκείνος θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τα αισθήµατά του πριν χάσει τα πάντα για άλλη µια φορά;
αρχισσα να γραφω μία ιστορία που έχει σχέσει με βαμπ, (η πρώτη που γράφω με βρικόλακες) και είπα να αρχίσω να την ανεβάζω, και βλέπουμε.
Κυνηγητό στα σκοτεινά μυστικά
Πρόλογος
Τρέχω, τρέχω εδώ μέσα στο σκοτάδι μήπως και γλιτώσω από τον κυνηγό μου. Δεν μπορώ άλλο νιώθω τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν. Σε λίγο θα με πιάσει, σε λίγο θα με νεκρή. Η ανάσα μου βγαίνει με δυσκολία, ακούω τα κόκκαλα μου να τρίζουν, η καρδιά μου χτυπάει τόσο γρήγορα που νομίζεις πως θα σπάσει. Όμως, συνεχίζω να τρέχω, είναι η μόνη μου ελπίδα, για να σωθώ. Περνάω από σκοτεινά σοκάκια, από χωματόδρομους, έχω πέσει τόσες φορές, τα χέρια μου είναι γεμάτα αίμα, και τα πόδια μου παντού γδαρμένα, δεν έχω άλλη δύναμη. Τον ακούω όλο και πιο κοντά μου, να ουρλιάζει με λύσσα, στο θήραμα του, εμένα. Δεν υπάρχει σωτηρία από αυτό το φρικτό τέρας. ‘Σωτηρία’, η μόνη λέξη που υπάρχει στο μυαλό μου αυτήν την στιγμή. Παίζει μαζί μου, το ξέρω, μπορεί να με πιάσει όποτε θέλει, είναι πολύ πιο γρήγορος. Το ξέρω. Γιατί; Πολύ απλά, γιατί δεν είναι άνθρωπος. Και τι είναι; Αυτό δεν το ξέρω. Αρχίζω να πέφτω. Ακούω μια φωνή, αντρική είναι, δεν ανήκει σε εκείνον. Βλέπω 4 φιγούρες, να στέκονται μπροστά μου, σαν να με προστατεύουν. Από κάποιο μέρος, εμφανίζεται μία 5η φιγούρα, έρχεται προς το μέρος μου, τα μάτια μου είναι θολά, δεν μπορώ να δω ποια είναι. «Κλείσε τα μάτια σου.» μου λέει τρυφερά, και με παίρνει στην αγκαλιά της. Είναι παγωμένη, όμως δεν απομακρύνομαι, δεν έχω την δύναμη αλλά ούτε και την θέληση για να το κάνω, νιώθω ασφάλεια εκεί. «Σε λίγο θα τελειώσουν όλα.» Μου ψιθυρίζει στο αυτί. Προσπαθώ, αλλά δεν μπορώ να την πιστέψω. Ακούω φωνές, ακούω κάποιον να ουρλιάζει, είναι ο σωτήρας μου, πληγώθηκε. Η κοπέλα δίπλα μου, κάνει μία απότομη κίνηση, σαν να θέλει να σηκωθεί. «Μείνε μαζί της, σε χρειάζεται.» Ακούω κάποιον να της λέει. Δεν μπορώ να ακούσω τίποτα άλλο πλέον, τα βλέφαρά μου είναι βαριά, τα πάντα γύρω μου σκοτεινιάζουν, και βυθίζομαι στο τίποτα.
Έχει επεξεργασθεί από τον/την LaDy_SoVeReigN στις Πεμ 29 Ιουλ 2010 - 11:35, 1 φορά
LaDy_SoVeReigN Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 28 Τόπος : Στον κόσμο τον Anime!! Αριθμός μηνυμάτων : 1666 Registration date : 09/08/2009
Τα μάτια μου είναι βαριά αλλά αυτό δεν με εμποδίζει να ακούω τι γίνεται γύρω μου. Κάποιος μου κρατάει το χέρι, η ανάσα του είναι πολύ γρήγορη. Κάποιος άλλος περπατάει βιαστικά μέσα στο δωμάτιο. «Πάω στοίχημα πως σε λίγο θα ανοίξει τα μάτια της, μάλιστα με ακούει ήδη.» είπε μία γυναικεία φωνή που μου φαινόταν αμυδρά γνωστή. «Ηρέμισε Άλβιν, θα είναι μια χαρά.» Είπε μία ναζιάρικη και ζεστή γυναικεία φωνή. Έκανα άλλη μία προσπάθεια να ανοίξω τα μάτια μου. Επιτυχία. Ώσπου να συνηθίσουν τα μάτια μου στο λιγοστό φως που υπήρχε μέσα στο δωμάτιο, άρχισα να περιεργάζομαι τον χώρο γύρω μου. Πρέπει να βρισκόμουν ξαπλωμένη πάνω σε ένα κρεβάτι, οι τοίχοι του δωματίου ήταν στις αποχρώσεις του μωβ και του μαύρου. Κοίταξα την κοπέλα που περιφερόταν στο δωμάτιο, μικροσκοπική, με μαύρα κυματιστά μακριά μαλλιά, και καταγάλανα μάτια. Άπλωσα το χέρι μου προς το μέρος της, μιας και ήταν η μόνη κίνηση που είχα την δύναμη να κάνω. Πριν προλάβω να κάνω το οτιδήποτε άλλο, με αγκάλιασε με υπερβολικά γρήγορη ταχύτητα. «Ε, ευχαριστώ, για όλα.» Ψιθύρισα προσπαθώντας να πάρω ανάσα. Καθώς πρόσεξα ότι δεν την ένιωθα όσο κρύα την ένιωθα την προηγούμενη νύχτα. «Είναι ζωντανή.» Τσίριξε η κοπέλα και απομακρύνθηκε από κοντά μου χοροπηδώντας. Γύρισα να κοιτάξω τον νεαρό που τόσην ώρα δεν είχε αφήσει το χέρι μου. Είχε ξανθά ανάκατα μαλλιά και πράσινα μάτια, ήταν μία οπτασία. Δεν μπορούσα να ξεκολλήσω το βλέμμα μου από πάνω του, και αυτός το δικό του, από πάνω μου. Με κοιτούσε σαν να μην πίστευε πως θα με έβλεπε ζωντανή. Σήκωσα το ελεύθερο χέρι μου για άλλη μια φορά πλησιάζοντας το μάγουλό του, με μία γρήγορη κίνηση, πείρε τον καρπό μου, στον δικό του και τον έφερε κοντά στα χείλι του. Μείναμε να κοιτάμε ο ένας τον άλλον, ώσπου ακούστηκε και πάλι εκείνη η γυναικεία μελωδική φωνή. Γύρισα το κεφάλι μου, και αντίκρισα μία ψιλή ξανθιά κοπέλα, με καστανά μάτια. «Μήπως να της εξηγούσε κάποιος τι έχει συμβεί?» Είπε, και ένας νεαρός, που ήταν σχεδόν ίδιος με την άλλη κοπέλα, αυτήν που αντίκρισα πρώτη μόλις άνοιξα τα μάτια μου, πήγε από πίσω από την ξανθιά και την αγκάλιασε από την μέση. «Θα της πω εγώ.» Προσφέρθηκε η γλυκύτατη μαυρομάλλα κοπέλα. «Όχι Μέρι, καλύτερα να της πει ο Άλβιν.» Είπε ένας άντρας με καστανά μαλλιά και, ΜΩΒ μάτια? «Καλά, Ρον, τότε καλύτερα να τους αφήσουμε μόνους.» Είπε η Μέρι και τράβηξε τον Ρον έξω από το δωμάτιο. Έπειτα από λίγο τους ακολούθησαν και οι άλλοι 2. «I Can’t take my eyes of you.» σιγοτραγούδησα κοιτώντας τον στα μάτια. «Ούτε εγώ μπορώ.» Μου είπε και χαμογέλασε, χαϊδεύοντας με το χέρι του το μάγουλό μου. «Εσύ είσαι ο Άλβιν?» Τον ρώτησα, αν και από ότι φαινόταν αυτός ήταν. «Εμ, ναι.» Είπε φέρνοντας το χέρι του πίσω από τα μαλλιά του, καθαρό σημάδι αμηχανίας. «Δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς έχει γίνει.» Τόλμησα να πω, κοιτώντας με ένα βλέμμα που εξέφραζε πολλά. Σκηνές από την προηγούμενη νύχτα ήρθαν στο μυαλό μου. Δεν ήταν δυνατόν να γλίτωσα από αυτό το φρικιαστικό απαίσιο τέρας. Δεν το χωρούσε ανθρώπινος νους. Όσες ώρες τα σκεφτόμουν αυτά, ο Άλβιν έκοβε βόλτες ανήσυχος μέσα στο δωμάτιο. «Τι έγινε?» Τον ρώτησα με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου. «Συγνώμη, εγώ φταίω, εγώ φταίω για όλα.» έλεγε και ξανάλεγε συνέχεια, πανικοβλημένος. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και με υπεράνθρωπη ταχύτητα έφτασα δίπλα του. «Πως, πως το έκανα, αυτό?» Ρώτησα καθώς επεξεργαζόμουν τον ‘εαυτό μου’. «Και για αυτό, εγώ φταίω, δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να σωθείς. Και έπρεπε, έπρεπε να ζήσεις, δεν μπορούσες να πεθάνεις, δεν γινόταν, και…» Είπε με μία ανάσα κοιτώντας με στα μάτια. Είχε πόνο μέσα του, και λύπη, αλλά ακόμα δεν μπορούσα να καταλάβω το γιατί. Πείρα τα χέρια του στα δικά μου, και γύρισα να τον κοιτάξω. «Ηρέμισε, απλώς πες μου τι συνέβη, την προηγούμενη νύχτα, και το πώς σώθηκα.» Πήρε μία βαθιά ανάσα, και ξεκίνησε. «Τρέχαμε μέσα στο δάσος, με την Μέρι, τον Ρόν, την Λίλιαν, και τον Χάρη.» έκανε μία μικρή παύση για να με κοιτάξει, έπειτα συνέχισε με σκυφτό κεφάλι. «Ξαφνικά ακούσαμε κάποιον να φωνάζει, δεν του δώσαμε σημασία, αλλά μετά ακούστηκε και άλλος να φωνάζει, και άλλος, και άλλος, πολύ μαζί. Άρχισα να τρέχω προς τα εκεί από όπου ακούγονταν οι φωνές, δεν ήξερα αν με ακολουθούσαν οι υπόλοιποι, εγώ απλώς έτρεχα. Όταν έφτασα, είδα ένα αναποδογυρισμένο τρένο, και ανθρώπους να τρέχουν ουρλιάζοντας, για να σωθούν, από κάποιον σαν και εμένα.» «Τι, εννοείς. Τι είσαι?» Τον ρώτησα φοβισμένη ενώ απομακρυνόμουν από κοντά του. Δεν έκανε καμία προσπάθεια να με πλησιάσει, και απλώς συνέχισε. «Μόνο ένα άτομο ξεχώριζε, εσύ, ήσουν ψύχραιμη και απλός έτρεχες όσο πιο γρήγορα μπορούσες για να γλιτώσεις, όμως εκείνος σε εντόπισε και άρχισε να σε κυνηγάει μέσα στο σκοτεινά μονοπάτια. Θα μπορούσε να σε είχε φτάσει αμέσως, όμως ήθελε να παίξει μαζί σου, με τον φόβο σου, με την κούραση σου.» Σταμάτησε και κοίταξε με πόνο την απόσταση μεταξύ μας. «Πήγα να τρέξω από πίσω του για να τον σταματήσω, όμως ένιωσα κάποιον να με τραβάει, γύρισα και είδα τον Ρον και τον Χάρη να με κρατάνε γερά. Φοβόμουν για σένα, για το τι θα απογίνεις, γιατί το έβλεπα, ήσουν διαφορετική, ένιωθα διαφορετικά για ‘σένα, όπως δεν έχω ξανανιώσει ποτέ για άνθρωπο.» Πήρε μία ανάσα και έκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να φέρει στο νου του την χθεσινή βραδιά. «Η Μέρι όμως κατάλαβε πως ένιωθα, πάντα με καταλάβαινε, με ένα μόνο της βλέμμα. Τους είπε να με αφήσουν, στην αρχή ‘φέρανε αντιρρήσεις, αλλά τελικά το έκαναν, άρχισα να τρέχω όσο πιο γρήγορα γινόταν, ένιωθα πως όλο και πιο πολύ οι δυνάμεις σου σε εγκατέλειπαν. Όταν σας έφτασα, είδα εσένα να είσαι πεσμένη στο πάτωμα και αυτόν να σε πλησιάζει απειλητικά. Έτρεξα προς το μέρος του, και τον τράβηξα μακριά σου…» «Πως? Πως το έκανες αυτό?» Τον ρώτησα έκπληκτη και συνάμα πιο φοβισμένη από πριν. «Για να καταλάβεις μην διακόπτεις.» Μου είπε με μία άγρια φωνή και με ανάγκασε να σωπάσω. Κουλουριάστηκα δίπλα στον τοίχο, ακριβώς απέναντι του, αγκαλιάζοντας με τα χέρια μου τα γόνατά μου.» «Η Μέρι έτρεξε κοντά σου, είναι η μόνη από εμάς, που έχει τόση αυτοσυγκράτηση, ώστε να είναι κοντά σε αίμα και να μην ενοχλείται. Είχες χτυπήσει το κεφάλι σου άσχημα. Και κάποια στιγμή έχασες τις αισθήσεις σου, εγώ μαζί με τον Ρον, τον Χάρη και την Λίλιαν, προσπαθήσαμε να τον ‘νικήσουμε’ και τα καταφέραμε.» Πήγα να τον διακόψω, όμως σταμάτησα. «Εσύ δεν συνερχόσουν με τίποτα, οι παλμοί τις καρδιάς σου όλο και έπεφταν, δεν θα τα κατάφερνες, το έβλεπα, όλοι το βλέπαμε. Γι αυτό το έκανα, μόνο γι αυτό.» Μου είπε και έκρυψε με τα χέρια του το πρόσωπό του. Για μια στιγμή όλος ο φόβος που με είχε κατακλίσει προηγουμένως, εξαφανίστηκε. Σηκώθηκα όρθια και τον πλησίασα, τράβηξα τα χέρια του για να μπορέσω να τον δω. Το θέαμα όμως που αντίκρισα ήταν τόσο φρικιαστικό, που με ανάγκασε να επιστρέψω στην γωνία μου, διπλάσια τρομαγμένη. Τα μάτια του ήταν πρησμένα, και από εκεί κυλούσε σαν δάκρια, ένα κόκκινο υγρό, αίμα. Ακούστηκε ένα υπόκωφο ‘κρακ’ και είδα τους πάνω του κυνόδοντες να μεγαλώνουν. Με κοίταξε έτσι φοβισμένη που ήμουν, και βγήκε γρήγορα από το δωμάτιο.
LaDy_SoVeReigN Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 28 Τόπος : Στον κόσμο τον Anime!! Αριθμός μηνυμάτων : 1666 Registration date : 09/08/2009
Κάθισα στο πάτωμα χτυπώντας με δύναμη το κεφάλι μου στον τοίχο. Δηλαδή, αυτός τι είναι, εγώ, εγώ τι είμαι, αυτή η ιστορία, το μόνο που κατάφερε ήταν να με μπερδέψει ακόμα περισσότερο. Μέσα μπήκε η Μέρι, ήρθε και κάθισε δίπλα μου χωρίς να μιλάει. Μάλλον περίμενε εμένα, να την ρωτήσω όταν θα ήμουν έτοιμη. «Ωραία, πες μου λοιπόν, πες μου τι στο διάτονο είμαι, Τι είστε ρε? Τα πάντα.» Είπα φωνάζοντας σχεδόν. Εκείνη γύρισε και με κοίταξε με ένα ήρεμο βλέμμα, το ίδιο ήρεμη ήταν και η φωνή της. «Βρικόλακες.» Απάντησε απλά χωρίς να πάρει το βλέμμα της από το δικό μου. «Τι, τι πράγμα?» Είπα τραυλίζοντας. «Βρικόλακες.» Επανέλαβε, με τον ίδιο τόνο στην φωνή της. «Δηλαδή, μου λες τώρα, ότι αυτός που αναποδογύρισε το τρένο είναι βρικόλακας, αυτός που με κυνήγησε, βρικόλακας, αυτοί που με έσωσαν, βρικόλακες, και εγώ, βρικόλακας?» Είπα ουρλιάζοντας, υπερβολική πληροφόρηση σε μία μέρα, δεν θα την άντεχα. Άκουσα και πάλι αυτό το υπόκωφο ‘κρακ’ και ένιωσα τους δικούς μου κυνόδοντες να μεγαλώνουν όπως και προηγουμένως του Άλβιν. Σηκώθηκα όρθια, και έπεσα με δύναμη στο μοναδικό κρεβάτι του δωματίου. Άρχισα να κλαίω όσο πιο βουβά γινόταν. Μάλλον τώρα θα είχα γίνει και εγώ μέσα στα αίματα. Ένιωσα κάποιον να έρχεται και να κάθεται δίπλα μου, αλλά δεν κουνήθηκα. Με τράβηξε στην αγκαλιά του, και μόνο τότε τον πρόσεξα. «Συγνώμη Κλειώ, εγώ φταίω για όλα, το ξέρω.» Μου είπε και μου χάιδεψε τα μαλλιά. «Το ότι καταλαβαίνεις το σφάλμα σου, και το ότι λυπάσαι για αυτό, δεν αλλάζει τίποτα ρε Άλβιν, εγώ παραμένω ένα αναθεματισμένο βαμπίρ, και εσύ παραμένεις κάποιος που μου στέρησε ότι ποιο πολύτιμο είχα, την ανθρώπινη ζωή μου.» Είπα και απομακρύνθηκα από κοντά του. Σκούπισα τα μάτια μου, και προς μεγάλη μου έκπληξη δεν ήταν ματωμένα όπως προηγουμένως του Άλβιν. Ο Άλβιν, με κοίταξε με πόνο και βγήκε γρήγορα από το δωμάτιο. Τον πλήγωσα, το ξέρω, όμως και εγώ πονούσα μέσα μου, γιατί, δεν θα ξαναέβλεπα τους γονείς μου, ο λόγος? Ήταν σίγουρα νεκροί, αλλά αυτό που με πόναγε περισσότερο, ήταν το ότι δεν θα ξαναέβλεπα τον αδερφό μου, ο λόγος? Γιατί ήταν άνθρωπος και ήμουν επικίνδυνη για εκείνον. Βγήκα έξω από το δωμάτιο σκουπίζοντας τα δάκρυα μου, χωρίς να καταλαβαίνω, γιατί ακόμα έκλαιγα σαν άνθρωπος, και περπάτησα με βιαστικό βήμα στον μακρύ διάδρομο. Πριν προλάβω να αντιδράσω ένιωσα κάποιον να με τραβάει μέσα σε ένα δωμάτιο. «Κοίτα, ήθελε να στο δείξει η Μέρι, αλλά με αυτά που έγιναν… Πήγε να ηρεμίσει τον Άλβιν, οπότε αναγκάστηκα να το κάνω εγώ.» Είπε και ανασήκωσε τους ώμους του. Κοίταξα τον χώρο γύρω μου. Ήταν σαν μια τεράστια ντουλάπα, γεμάτη με ρούχα, φορέματα, παπούτσια, και φυσικά δεν έλειπαν οι καθρέφτες. Πλησίασα τον κεντρικό καθρέφτη από περιέργεια, για να δω πόσο είχα αλλάξει. Άρχισα να περιεργάζομαι με το βλέμμα μου το παράξενο είδωλο. Φορούσα ακόμα τα χθεσινοβραδινά ρούχα, ήταν σκισμένα παντού, και τσαλακωμένα. Τα μαλλιά μου, ήταν λίγο πιο ανοιχτόχρωμα από ότι παλιότερα, και πλησίαζαν το καστανόξανθο, η επιδερμίδα μου είχε γίνει πιο λευκή, αλλά ακόμα υπήρχε ένα ρόδισμα, και τα μάτια μου… Έβγαλα μια πνιχτή κραυγή καθώς κοίταξα τα μάτια μου. Γύρισα και είδα τον Ρον να γελάει σαν παλαβός. «Τα μάτια μου…» Είπα επιστρέφοντας το βλέμμα μου στον καθρέφτη. «Ναι…» Με παρότρυνε να συνεχίσω, καθώς το διασκέδαζε. «Είναι Μωβ.» «Ναι, το ξέρω.» Είπε και προσπάθησε να συγκρατηθεί από το να αρχίσει και πάλι να γελάει. Γύρισα και τον κοίταξα με ειρωνικό ύφος. «Χαίρομαι που σε διασκεδάζω, Ρον, αλλά να σου υπενθυμίσω ότι έχουμε το ίδιο χρώμα.» Του είπα και εκείνος έπεσε κάτω από τα γέλια, τι σπαστικός που ήταν, θεέ μου. «Κι αυτό το ξέρω.» Είπε χωρίς όμως να σταματήσει να γελάει. «Και τότε που είναι το αστείο?» Είπα και πήγα από πάνω του βάζοντας τα χέρια μου στην μέση μου κοιτώντας τον με δολοφονικό βλέμμα. Σταμάτησε να γελάει αλλά παρέμεινε ξαπλωμένος στο πάτωμα. «Έπρεπε να δεις την έκφρασή σου, πώπω, χαίρομαι που τελικά δεν σε έφερε η Μέρη, θα έχανα όλη την διασκεδάσει.» Είπε καταπίνοντας ένα γελάκι. Εγώ ξεφύσηξα και άπλωσα το χέρι μου για να τον βοηθήσω να σηκωθεί. Εκείνος μου έδωσε το δικό του και με ένα σάλτο βρέθηκε μπροστά μου. «Τατάν.» Είπε με ένα χαμόγελο ως τα αφτιά. «Καλά, πάντα τόσο εκνευριστικός είσαι?» Τον ρώτησα καθώς κατευθυνόμουν προς την έξοδο του δωματίου. «Όχι, έχω υπάρξει και χειρότερος.» Είπε γελώντας. «Χα, χα, αστείοο.» «Το ξέρω, γι αυτό γελάω.» «Α καλά, εσύ πρέπει να σουν καθυστερημένο όταν σε αλλάξανε δεν εξηγείτε αλλιώς.» «Χμ, ίσως.» Είπε σκεπτικός. «Ααααα.» Είπα κάνοντας μία κίνηση με τα χέρια μου σαν να λέω, ‘γιατί σε εμένα?’ «Πραγματικά, το σκέφτεσαι?» «Ναι γιατί όχι?» «Α, καλά, άστο. Λοιπόν, μπορείς να με πας στον Άλβιν?» «Αχ, ναι θα ναι και η Μέρι εκεί.» Είπε και μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω.
LaDy_SoVeReigN Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 28 Τόπος : Στον κόσμο τον Anime!! Αριθμός μηνυμάτων : 1666 Registration date : 09/08/2009
Άρχισε να τρέχει ώσπου σταμάτησε απότομα μπροστά από μία τεράστια επιβλητική πόρτα. Δίπλα υπήρχε ένας καλόγερος με 3 ασημένιες ζώνες, τράβηξε τις 2, και μου έδωσε την μία, μου έκανε νόημα πως έπρεπε να την δέσω γύρω από την μέση μου, και αυτό έκανα. «Για ποιον λόγο?» Τον ρώτησα καθώς την έβαζα. «Άμα δεν θες να γίνεις ψητή στον ήλιο, καλύτερα να την φορέσεις, αλλιώς…» Είπε, και άνοιξε την πόρτα και βγήκαμε έξω, ο ήλιος με τύφλωνε, τόσο δυνατός ήταν σε σχέση με το σκοτεινό σπίτι. Άρχισε να προχωράει βιαστικά γύρω από το κτήριο, ώσπου τον είδα, καθόταν σε ένα παγκάκι και η Μέρι ήταν δίπλα του και τον είχε στην αγκαλιά της, μόλις μας είδε, σηκώθηκε όρθια και πήγε προς το μέρος του Ρον, αφού τον φίλησε τον τράβηξε και έφυγαν. Μάλλον για να μας αφήσουν μόνους, αλλά και να μείνουν και αυτοί λίγο μόνοι τους. Πήγα και κάθισα δίπλα του, κανένας από τους δυο μας δεν μιλούσε, ώσπου εκείνος, διέκοψε την σιωπή. «Το ξέρω, είμαι πολύ εγωιστής, αλλά το έκανα γιατί δεν μπορούσα να επιβιώσω χωρίς εσένα, και ήλπιζα ότι έτσι ένιωθες και εσύ, αλλά από ότι φαίνεται…» Είπε και πήγε να σηκωθεί για να φύγει. Εγώ έδρασα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, έπιασα το χέρι του, και βρέθηκα μπροστά του αμέσως. «Περίμενε.» Του είπα και τον κοίταξα γλυκά. Εκείνος δεν απάντησε, μόνο με κοιτούσε. «Μπορεί, να έχω θυμώσει, που με άλλαξες, μπορεί να πονώ που έγινε αυτό, αλλά τα συναισθήματά μου για σένα δεν έχουν αλλάξει, και ούτε πρόκειται…» Δεν πρόλαβα καν να τελειώσω την πρότασή μου, έσκυψε και ακούμπησε τα χείλι του στα δικά μου. Ήμουν σίγουρη πως αν η καρδιά μου δεν είχε σταματήσει, τώρα θα χτύπαγε σαν τρελή. Απομακρύνθηκε γρήγορα και με κοίταξε, σαστισμένος, μπορώ να πω. «Τι έγινε?» Τον ρώτησα εγώ νιώθοντας ακόμα την γεύση των χειλιών του πάνω στα δικά μου. Μέχρι να μου απαντήσει άρχισα να παρατηρώ τον κήπο στον οποίο βρισκόμασταν. Ήταν καταπράσινος, γεμάτος δέντρα, φυτεμένος με γρασίδι. Γύρω, γύρω, βρίσκονταν μαρμάρινα παγκάκια, σαν αυτό που καθόμασταν πριν λίγο ο Άλβιν και εγώ, ενώ κάτω από ένα τεράστιο δέντρο υπήρχε μία πανέμορφη πέτρινη βρυσούλα, το μέρος ήταν σαν παράδεισος. Όση ώρα τα σκεφτόμουν όλα αυτά, ο Άλβιν είχε έρθει κοντά μου και οσφριζόταν τον αέρα γύρω του. «Τι έγινε?» Επανέλαβα την ερώτηση μου. «Μυρίζεις σαν άνθρωπος, και, ακούς αυτόν τον αδύναμο ρυθμικό ήχο?» Με ρώτησε και με πλησίασε ξανά κρατώντας τα χέρια μου. Η αλήθεια ήταν ότι όντως τον άκουγα αλλά δεν ήξερα τι ήταν, ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό μου, άθελά μου. Ο Άλβιν το απομάκρυνε από τα μάτια μου, και με κοίταξε διπλάσια άφωνος από πριν. «Δάκρυα ανθρώπου.» Είπαμε με μια φωνή. «Το ήξερες?» Με ρώτησε με κατηγορηματική φωνή. Σαν να μου έλεγε, ‘γιατί δεν μου πες τίποτα?’ «Εμ, ναι, όταν είχα ξαπλώσει στο κρεβάτι, πιο πριν, και έκλαιγα, τότε το είδα.» Είπα νιώθοντας τα μάγουλά μου να καίνε. Εκείνος με πλησίασε και άγγιξε το ένα από αυτά. «Έχεις κοκκινίσει.» Μου είπε χαμογελώντας. «Αυτό είναι, φυσιολογικό?» Τον ρώτησα στραβοκαταπίνοντας. «Εμ, δεν θα το ‘λεγα.» Πριν προλάβει να πει τίποτε άλλο μπροστά μας βρέθηκε ένας άντρας, με καστανό μακρύ μαλλί και καστανά μάτια, ήταν αρκετά πιο ψηλός και από τους δυο μας, και το βλέμμα του ήταν πολύ αυστηρό, πρέπει να ήταν πολύ μεγάλος, φαινόταν στην πείρα του. «Αυτό, που είναι η Κλειώ, είναι κάτι σπάνιο μεν, αλλά όχι ανύπαρκτο. Η μεταμόρφωσή της δεν έχει ολοκληρωθεί, τελείως, και ούτε θα ολοκληρωθεί ποτέ. Δεν ελκύεται στο αίμα, αν και μπορεί άνετα να πιει αν το θελήσει, παρά μόνο στα ανθρώπινα φαγητά, κλαίει σαν άνθρωπος, μοιάζει με άνθρωπο, αν εξαιρέσουμε τα μάτια, αν και αυτό διορθώνεται με δυο φακούς επαφής. Επίσης δεν καίγετε στον ήλιο, άμα δεν φοράει την ζώνη.» Είπε και με μία του κίνηση τράβηξε την ζώνη από την μέση μου. Έπειτα συνέχισε. «Στο μόνο που διαφέρει από άνθρωπο, είναι η υπερφυσική ταχύτητα, η δύναμη, και η τέλεια ακοή και όσφρηση όπως επίσης και το να βλέπει τέλεια, πάντα και παντού.» Τελείωσε τον μονόλογό του ο περίεργος άντρας και σταύρωσε τα χέρια του πάνω στην κοιλιά του. «Ωραία όλα αυτά, αλλά ποιος είσαι?» Τον ρώτησα ανασηκώνοντας το ένα μου φρύδι. «Είναι ο Κράκερ, ο ανώτερος ας πούμε τις φαμίλιας μας.» Μου απάντησε ο Άλβιν και με αγκάλιασε από τους ώμους. «Δηλαδή εγώ είμαι κάτι ανάμεσα σε βαμπίρ και άνθρωπο?» Τον ρώτησα ανεβάζοντας την φωνή μου μία οκτάβα. «Και όχι μόνο.» Είπε ξανά ο Κράκερ, κοιτώντας με αφ υψηλού. «Δηλαδή, και τι άλλο.» «Τα μάτια σου, τα έχεις προσέξει?» «Εννοείται…» «Πρόσεξες πως και ο Ρον έχει τα ίδια, σωστά?» «Εμ, ναι…» «Αυτό σημαίνει, 1ον ότι κατάγεστε από την ίδια αρχαία οικογένεια εδώ και αιώνες, και δεύτερον ότι έχετε ένα ‘χάρισμα’ μία δυνατότητα ας πούμε, που δεν έχουμε οι υπόλοιποι...»
LaDy_SoVeReigN Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 28 Τόπος : Στον κόσμο τον Anime!! Αριθμός μηνυμάτων : 1666 Registration date : 09/08/2009
Είχα μείνει να τον κοιτάω, περιμένοντας τον να συνεχίσει την πρότασή του. «Μπορείτε, να μεταφέρεστε από ένα μέρος σε ένα άλλο, και να… να πραγματοποιείτε ευχές, αλλά αυτό είναι πολύ δύσκολο, και επικίνδυνο, είστε πολύ εξουθενωμένοι μετά, και όταν εννοώ να πραγματοποιείτε ευχές, δεν εννοώ κάτι σαν τζίνι, είναι κάτι που το χρησιμοποιείτε μόνο σε σπάνιες καταστάσεις, και συνήθως μόνο για το αν το θέμα, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, έτσι ώστε να κινδυνέψετε και οι ίδιοι για να το κάνετε.» Είπε και με τον ίδιο τρόπο που εμφανίστηκε, έτσι εξαφανίστηκε από μπροστά μας. Ο Άλβιν με πλησίασε και πάλι και κόλλησε το σώμα του πάνω στο δικό μου πλησιάζοντας επικίνδυνα τα χείλι του στα δικά μου. «Όχι τόσο γρήγορα κύριε, ακόμα δεν ξέρω σχεδόν τίποτα για σένα.» Είπα και απομακρύνθηκα ελαφρώς από κοντά του. Εκείνος με κοίταξε με ένα ειρωνικό χαμόγελο και μου είπε. «Ωραία λοιπόν, Με λένε Άλβιν, ανήκω στην φαμίλια των Στανκόφσκι, είμαι βρικόλακας εδώ και 204 χρόνια και άλλαξα σε ηλικία 19 ετών, σειρά σου τώρα.» Μου είπε και με κοίταξε ανασηκώνοντας το φρύδι του. «Ωραία, με λένε Κλειώ, ανήκω στην φαμίλια Στανκό-κάτι.» «Στανκόφσκι.» Είπε ο Άλβιν πνίγοντας ένα γελάκι. «Ναι, αυτό, είμαι βρικόλακας μόλις 1 ημέρα, και άλλαξα σε ηλικία 17 ετών.» Του είπα και χαμογέλασα ικανοποιημένη. Με πλησίασε και πάλι αλλά του έκοψα την φόρα, ξεφύσηξε, και στράφηκε και πάλι σε μένα. «Τι είναι αυτήν την φορά?» «Μία, ερωτησούλα. Κοιμόμαστε?» Τον ρώτησα με την απορία ζωγραφισμένη στα μάτια μου. «Εμείς προσωπικά όχι, εσύ λογικά ναι.» Είπε και πριν προλάβω να πω τίποτα με τράβηξε στην αγκαλιά του. «Τώρα, για τιμωρία σου που με αποφεύγεις…» Είπε και με φίλησε ξανά στα χείλι. Ένιωσα και πάλι την καρδιά μου, αν και υπερβολικά αδύναμη, έτοιμη να γίνει χίλια κομμάτια. Απομάκρυνε λίγο το πρόσωπό του και με κοίταξε. «Τόσο πολύ σε αναστατώνω πια?» Με ρώτησε με ύφος. «Όχι, μόνο με τρομάζεις.» Του αντιγύρισα εγώ και εκείνος μαζεύτηκε. «Εμ, εμείς θα πάμε για κυνήγι, αν θες μπορείς να ‘ρθεις, αλλιώς φτιάξε κάτι να φας από την κουζίνα, έχουμε διάφορα εκεί, τα ανανεώνει συνέχεια ο Κράκερ, γιατί κατά καιρούς, φιλοξενούμε κάποιους φίλους του, ανθρώπους, και κάτι θα πρέπει να φάνε.» Μου εξήγησε και μπήκε τρέχοντας μέσα στο σπίτι. Εγώ σηκώθηκα αργά και προχώρησα με σταθερά βήματα προς την είσοδο του σπιτιού. Όταν μπήκα μέσα τους είδα όλους να παίρνουν από μία ζώνη στο χέρι τους, και να την βάζουν στην μέση τους. Η Λίλιαν, με τράβηξε και με πήγε σε ένα δωμάτιο που έμοιαζε με κουζίνα, είχε ψυγείο, φούρνο, και ένα μικρό τραπέζι με δύο καρέκλες. «Φαγητό, φάε ότι βρεις βασικά. Κοίτα, θα σου πω κάτι. Το ξέρω ότι δεν το επέλεξες αυτό που είσαι όπως εγώ, αλλά προσπάθησε να συμβιβαστείς με αυτό γιατί γύρω σου βρίσκονται άτομα που σε αγαπούν.» Μου πε και με άφησε μόνη μου στο δωμάτιο. Δηλαδή εκείνη το είχε επιλέξει? Πως θα μπορούσε κάποιος να θέλει κάτι τέτοιο? Άκουσα την πόρτα να κλείνει και να με βγάζει από τις περίπλοκες σκέψεις μου. Η αλήθεια ήταν ότι δεν πεινούσα, αλλά από περιέργεια και μόνο άνοιξα το ψυγείο. Μέσα υπήρχαν τυριά, αλλαντικά, λαχανικά, και πολλά άλλα. Το ξανάκλεισα και κάθισα στην καρέκλα μου, έκλεισα τα μάτια μου και στο μυαλό μου βρισκόταν μόνο η εικόνα του. Χαμογέλασα αυθόρμητα καθώς θυμόμουν το φιλί που ανταλλάξαμε προηγουμένως, άγγιξα ενστικτωδώς τα χείλι μου και ένιωσα τα μάγουλα μου να καίνε. Πριν, προλάβω να καταλάβω το πώς και το γιατί, βρέθηκα σε ένα σκοτεινό δρόμο, δεν έμοιαζε να βρισκόταν στην Ελλάδα, μάλλον Αγγλία θα τον χαρακτήριζα. Άκουσα φωνές, κάποιος ζητούσε βοήθεια, με το χαρακτηριστικό αγγλικό ‘ΗΕLΡ’, έτρεξα προς το μέρος που ακουγόντουσαν οι φωνές, και είδα τον Άλβιν να κρατάει σφιχτά ένα νεαρό αγόρι, γύρω στα 15 υπέθεσα, και να…, δεν μπορούσα να βλέπω. Έτρεξα και τον έσπρωξα με δύναμη μακριά από το μικρό παιδί. Ο Άλβιν με κοίταξε ξαφνιασμένος, και σκούπισε γρήγορα το πρόσωπό του. Το αγόρι, ήταν λερωμένο με αίμα, παντού γύρω από τον λαιμό του, αλλά είχε ακόμα τις αισθήσεις του. «Είναι μόνο ένα μικρό παιδί, Άλβιν? Στην ηλικία του αδερφού μου.» Του είπα και τον κοίταξα με απέχθεια. «Συγνώμη, Κλειώ, αυτή είναι η φύση μου.» «Στην φύση σου όμως μπορείς να ξεχωρίζεις τους αθώους από τους μη αθώους, και να αφήνεις τους 1ους ήσυχους.» Κοίταξα και πάλι το παιδί στην αγκαλιά μου που με κοίταγε με ένα βλέμμα γεμάτο ευγνωμοσύνη. «Ηρέμισε, όλα θα πάνε καλά.» Του είπα και τον φίλησα στο μέτωπο. Δεν νομίζω να κατάλαβε τι του είπα, αλλά μου χαμογέλασε. Η μυρωδιά του αίματος ήταν πολύ δυνατή, ένιωθα ένα μικρό κάψιμο στο λαιμό μου, αλλά τίποτα το υπερβολικό. «Και τι θα κάνεις τώρα. Θα κάθεσαι να τον κοιτάς να πεθαίνει από αιμορραγία?» Με ρώτησε ο Άλβιν με ένα ειρωνικό ύφος. «όχι, δεν θα τον αφήσω να πεθάνει.» «Και τι θα κάνεις, μήπως θα τον αλλάξεις? Για να τον κάνεις κάτι που ούτε εσύ ήθελες να γίνεις?» ήθελε να με γεμίσει με τύψεις, το έβλεπα, αλλά δεν ήταν ο εαυτός του, η μυρωδιά του αίματος τον είχε τρελάνει. «Είναι η μόνη λύση.» Του απάντησα, έπειτα στράφηκα στον μικρό. «I know that you are a vampire, I was doing a search about your kind, I wanted to be one of you.» Μου είπε και χαμογέλασε δειλά. Ήταν λες και είχε καταλάβει την όλη μου συζήτηση με τον Άλβιν, σαν να με επιβεβαίωνε ότι μπορώ να τον αλλάξω, μόνο που δεν ήξερα το πώς. «Πως, μπορώ να τον αλλάξω?» «Δεν μπορείς. Θα τον αλλάξω εγώ, αλλά, σε παρακαλώ, μην κοιτάς.» Με παρακάλεσε και μου έκανε νόημα να γυρίσω από την άλλη, δεν κατάλαβα το γιατί, αλλά σύντομα το ανακάλυψα, το παιδί για να αλλάξει έπρεπε να πονέσει, να πονέσει πολύ, μπορεί να μην έβλεπα, αλλά άκουγα. Οι φωνές σταμάτησαν απότομα. Γύρισα επιφυλακτικά το κεφάλι μου για να δω το μικρό παιδί λιπόθυμο. «Ορίστε, τώρα βρίσκεται στην διαδικασία της αλλαγής, ευχαριστημένη?» Με ρώτησε άγρια ο Άλβιν. «Άμα δεν τον είχες, δεν, τέλος πάντων δεν του το είχες κάνει αυτό, δεν θα είχα γίνει όλα αυτά.» Δεν μπορούσα να πω εύκολα την φράση, πιεις το αίμα του, διότι, ένιωθα μια αναγούλα και μόνο να την σκέφτομαι. Κατευθύνθηκα προς το αγόρι και το σήκωσα στην αγκαλιά μου, έπειτα χωρίς να δώσω σημασία στον Άλβιν που με κοιτούσε περίεργα σκέφτηκα όσο πιο έντονα μπορούσα το σπίτι τον Στανκόφσκι. Αφού σκέφτηκα έντονα τον Άλβιν για να έρθω, λογικά θα έπρεπε το ίδιο έντονα να σκεφτώ το σπίτι για να πάω πίσω.
LaDy_SoVeReigN Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 28 Τόπος : Στον κόσμο τον Anime!! Αριθμός μηνυμάτων : 1666 Registration date : 09/08/2009
Αυτήν την φορά τα κατάφερα αμέσως, ένιωσα έναν υπερβολικό πόνο στο κεφάλι μου, και μόλις άνοιξα τα μάτια μου, βρισκόμουν στην αυλή του σπιτιού. Είχε πλέον νυχτώσει. Μπήκα μέσα γρήγορα και προσπάθησα να προσανατολιστώ. Βρήκα που ήταν το δωμάτιο της κουζίνας και περπάτησα ακριβώς στον αντίθετο διάδρομο, έτσι ώστε βρέθηκα έξω από το δωμάτιο ‘ντουλάπα’ έστριψα αριστερά και προχώρησα μέχρι το τέρμα του διαδρόμου έχοντας ακόμη το μικρό παιδί στα χέρια μου. Μόλις έφτασα στο τέρμα, άνοιξα προσεχτικά την πόρτα και μπήκα μέσα. Το δωμάτιο, ήταν ακριβώς όπως το είχα αφήσει. Κράτησα με το ένα μου χέρι το άτυχο αγόρι και με το άλλο έστρωσα καλύτερα το μονό κρεβάτι. Έπειτα ξάπλωσα πάνω του το αγόρι. Για αρκετή ώρα καθόμουν και το κοίταγα, ήταν σαν να κοιμόταν. Πήγα προς την πόρτα του δωματίου. «Δεν θα αργήσω.» Ψιθύρισα, αν και ήξερα ότι δεν με άκουγε. Βγήκα γρήγορα από το δωμάτιο και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιο ‘ντουλάπα’. Μπήκα μέσα και άρχισα να σκαλίζω τα ρούχα, βρήκα μία κοντομάνικη μαύρη αγορίστικη μπλούζα, που θα του ήταν στα μέτρα του, ή τουλάχιστο έτσι ήλπιζα, και ένα τζιν. Θα ήθελε να αλλάξει την επόμενη ημέρα που θα ‘ξυπνούσε’. Ξανακοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Έδειχνα χάλια, είχα μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, και έδειχνα υπερβολικά κουρασμένη, ήμουν βρόμικη από το χθεσινό τρέξιμο, τα μαλλιά μου ήταν σε μία απαίσια κατάσταση, το ίδιο και τα ρούχα μου. Έψαξα και βρήκα μία κόκκινη τιραντέ μπλούζα, και ένα τζιν σορτσάκι. Πήρα και κάτι καθαρά εσώρουχα από ένα συρτάρι και βγήκα έξω από το δωμάτιο. Περιπλανήθηκα για λίγη ώρα στους διαδρόμους μέχρι που βρήκα ένα, αρκετά μεγάλο μπορώ να πω, μπάνιο. Μπήκα μέσα και άναψα το φως. Έκλεισα γρήγορα την πόρτα από πίσω μου και αφού γέμισα την μπανιέρα μέχρι πάνω, αφαίρεσα βιαστικά τα ρούχα μου και μπήκα μέσα. Χαλάρωσα τους μυς μου μέσα στο ζεστό νερό και αφέθηκα για μερικά λεπτά για να μπορέσω να χαλαρώσω, χωρίς να σκέφτομαι, και να προβληματίζομαι για τίποτα. Μετά από λίγα λεπτά και αφότου πλύθηκα, με σαπούνι, και ξεπλύθηκα, βγήκα έξω από την μπανιέρα τυλίγοντας μία πετσέτα γύρω από το σώμα μου. Έριξα τα ‘βρόμικα’ ρούχα μου στον κάδο των άπλυτων και φόρεσα τα καθαρά μου. Στέγνωσα όσο μπορούσα τα μαλλιά μου με μια πετσέτα και πήγα πάλι στο δωμάτιο ‘ντουλάπα’. ‘Αυτό το μέρος βλέπω να γίνεται το αγαπημένο μου.’ Σκέφτηκα και άρχισα να μαζεύω το χάος που είχα δημιουργήσει προηγουμένως. Κρέμασα τα σακάκια και τα φουστάνια, δίπλωσα τις μπλούζες και τα παντελόνια, και τοποθέτησα στις παπουτσοθήκες τα πεταμένα παπούτσια. Το αποτέλεσμα μπορούσες να το πεις ικανοποιητικό. Πείρα, τα ρούχα που είχα βγάλει για το μικρό και πήγα πάλι στο δωμάτιο που βρισκόταν εκείνος. Άφησα τα ρούχα στην άκρη του κρεβατιού και πήγα και κάθισα ακριβώς δίπλα του. Κοίταξα προσεχτικά το νεανικό του πρόσωπο. Ήταν πολύ όμορφος, και είχε μία γλυκύτητα… Τα μαλλιά του ήταν μαύρα, κατάμαυρα, και ήταν πολύ χλωμός, οπότε σε αυτό δεν θα άλλαζε πολύ κατά την διάρκεια της μεταμορφώσεις του. Τα μάτια του, δεν μπορούσα να ξέρω τι χρώμα είχαν, διότι η μόνη φορά που τα πρόσεξα, ήταν όταν μου μίλησε, και εγώ ήμουν αγχωμένη. Είχε τόσο υπέροχη χροιά στην φωνή του, και η προφορά του… Όμως όχι, δεν έπρεπε να σκέφτομαι έτσι, είχα τον Άλβιν τώρα. Και… Άκουσα θορύβους έξω από το δωμάτιο. Πρέπει να είχαν γυρίσει. Δεν ήθελα να μιλήσω με τον Άλβιν, όχι ακόμα, δεν ήμουν έτοιμη. Ξάπλωσα γρήγορα δίπλα στο νεαρό αγόρι και το αγκάλιασα σφιχτά από την μέση. Έκλεισα τα μάτια μου λίγα δευτερόλεπτα προτού ανοίξει η πόρτα. «Σςςς, Άλβιν, κάνε ησυχία, κοιμάται, θα την ξυπνήσεις. Άσε την κιθάρα του παιδιού στην άκρη και φύγε.» Άκουσα την φωνή της Μέρι να λέει. Μέσα μπήκε κάποιος με βιαστικά βήματα. Πλησίασε προς το μέρος μου, και με φίλησε απαλά στο μέτωπο. Έπειτα βγήκε γρήγορα από το δωμάτιο. «Εντάξει Κλειώ, μπορείς να κουνηθείς τώρα.» Είπε και πλησίασε προς το μέρος μου. Εγώ άνοιξα τα μάτια μου και την κοίταξα. «Πως το ‘ξερες?» Την ρώτησα χωρίς να φύγω από την θέση στην οποία βρισκόμουν. «Όλα τα ξέρω εγώ. Όπως ότι φόρεσες, ρούχα μου χωρίς να με ρωτήσεις.» Είπε κάνοντας την θυμωμένη. «Συγνώμη άλλη φορά θα φροντίσω να βάλω ρούχα της Λίλιαν.» Της απάντησα βγάζοντας της την γλώσσα σαν μικρό παιδί. «Χρειάζεσαι όμως πραγματικά ύπνο, σε αφήνω καλύτερα. Άντε καληνύχτα.» Μου είπε και βγήκε από το δωμάτιο. Μέχρι να με πάρει ο ύπνος σκεφτόμουν διάφορα πράγματα, η κύρια μου απορία, υπήρχαν και άλλες κρεβατοκάμαρες μέσα στο σπίτι? Αλλά λογικά θα υπήρχαν, αφού από ότι μου πε ο Άλβιν ερχόντουσαν κατά καιρούς άνθρωποι εδώ. Και με αυτές τις σκέψεις αφέθηκα στην αγκαλιά του Μορφέα. Το πρωί ξύπνησα καθώς άκουσα μουσική να τυλίγει το δωμάτιο.
So maybe it's true That I can't live without you And maybe two is better than one But there's so much time To figure out the rest of my life And you've already got me coming undone And I'm thinking two is better than one
I remember every look upon your face The way you roll your eyes The way you taste You make it hard for breathing 'Cause when I close my eyes and drift away I think of you and everything's okay I'm finally now believing
That maybe it's true That I can't live without you And maybe two is better than one But there's so much time To figure out the rest of my life And you've already got me coming undone And I'm thinking two is better than one
Άκουσα τους στοίχους από ένα από τα αγαπημένα μου τραγούδια. Άνοιξα σιγά, σιγά τα μάτια μου και άρχισα να ψάχνω την πηγή της μουσικής. Δεν άργησα και πολύ να το βρω. Το αγόρι από εχθές, καθόταν στην άκρη του κρεβατιού κρατώντας μία κιθάρα και τραγουδούσε. Είχε πολύ γλυκιά φωνή. Ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό μου. Χωρίς να σηκωθώ πλησίασα πιο πολύ το αγόρι. Εκείνος σταμάτησε απότομα και γύρισε να με κοιτάξει. «Did I woke you?» Με ρώτησε με την τόσο γλυκιά φωνή του και εγώ απλώς του χαμογέλασα. Κάθισα δίπλα του στο κρεβάτι πριν του απαντήσω. «Yes, but it doesn’t matter. That’s one of my favorites songs, and you have a wonderful voice.» τον επαίνεσα. Είχα τόσο ανάγκη να του ζητήσω συγνώμη για ότι συνέβηκε την προηγούμενη νύχτα. «I’m sorry, about last night.» «Not be sorry, I like this. They told me about what are you, because, I really couldn’t understand why you were sleeping.» Μου πε και γέλασε. «Can I ask you for something?» Με ρώτησε μετά από λίγο. «Yeah, of course.» «Could you teach me Greek?» Η αλήθεια ήταν πως δεν περίμενα αυτήν την ερώτηση. «Sure» Του απάντησα και εκείνος με αγκάλιασε, δεν φαινόταν να τον ενοχλούσε η μυρωδιά μου. Τουλάχιστον όχι όσο ενοχλούσε τον Άλβιν. Όταν απομακρύνθηκε, επιτέλους είχα την ευκαιρία να δω το χρώμα των ματιών του. Είχαν αυτό το σκούρο μπλε, το μπλε της θάλασσας, όχι το γαλάζιο του ουρανού. Άκουσα βήματα έξω από το δωμάτιο, και κάποιος άνοιξε την πόρτα. Ήταν ο Άλβιν, μπήκε μέσα με αποφασιστικά βήματα. «Βλέπω γνωριστήκατε έτσι? Αλλά όλη νύχτα κοιμόσασταν αγκαλίτσα, πώς να μην γνωριζόσασταν.» Τον άκουσα να λέει με όλο κακία στην φωνή του. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχε πάθει. Εγώ σηκώθηκα και πήγα δίπλα του. «Τι έχεις πάθει?» Τον ρώτησα θυμωμένη. «Απλώς για άλλη μια φορά έκανα κάτι που σε πλήγωσε. Δεν είμαι αρκετά καλός για σένα Κλειώ.» Είπε και πήγε να φύγει. «Δεν έχεις να πας πουθενά.» Είπα και βρέθηκα μπροστά του. Εκείνος με αγκάλιασε από την μέση και έσκυψε και με φίλησε με πάθος. Φιλιόμασταν, καθώς οι γλώσσες μας χορεύανε σε αυτόν τον ξέφρενο ρυθμό. Όταν απομακρύνθηκε με κοίταξε στα μάτια και έσκυψε προς το αυτί μου. «Δεν θα πάω πουθενά, παρά μόνο αν μου το ζητήσεις εσύ.» Μου ψιθύρισε και με αγκάλιασε πιο σφιχτά. Εγώ κούρνιασα το κεφάλι μου στο στήθος του και γύρισα να κοιτάξω τον μικρό, κούρδιζε την κιθάρα του, έχοντας ένα βλέμμα πονεμένο. Ο Άλβιν, με τράβηξε απαλά και βγήκαμε έξω από το δωμάτιο, αγκαλιασμένοι.
LaDy_SoVeReigN Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 28 Τόπος : Στον κόσμο τον Anime!! Αριθμός μηνυμάτων : 1666 Registration date : 09/08/2009
Μόλις βγήκαμε έξω, άκουσα κάτι σαν να σπάνε πράγματα και θυμωμένες κραυγές. Ακουγόντουσαν από το δωμάτιο που μόλις είχαμε βγει. Ο Άλβιν με έσπρωξε και πήγε να μπει μέσα. «Όχι Άλβιν, άστο, θα το χειριστώ εγώ.» Του είπα και του χαμογέλασα γλυκά. «Δεν μου αρέσει ο τρόπος που σε κοιτάει ο τύπος. Κάνει λες και θέλει να σε φάει.» Είπε και κοίταξε την πόρτα θυμωμένος. «Μπορώ να χειριστώ έναν 15χροννο σε παρακαλώ.» Του είπα και του έκανα νόημα να φύγει. «Καλά, αλλά πρόσεχε..» Υποχώρησε τελικά. Έσκυψε, με φίλησε στα μαλλιά και έφυγε. Όταν απομακρύνθηκε αρκετά εγώ μπήκα μέσα. Είδα, το αγόρι να χτυπιέται με δύναμη στο πάτωμα και να βρίζει, φωνάζοντας στα αγγλικά. Εγώ έτρεξα κοντά του και τον σταμάτησα. «Hey, what’s going on here?» Του είπα κάνοντας την θυμωμένη. Στην πραγματικότητα, περισσότερο είχα ανησυχήσει παρά θυμώσει. «I, am sorry. I, don’t know, why…» Είπε κοιτώντας με απολογητικά. «Oh, it doesn’t matter. Come here.» Του είπα και τον αγκάλιασα σφιχτά. Εκείνος αν και ξαφνιασμένος ανταπέδωσε στην αγκαλιά μου. «So, we have lots to say, first of all, I am Clio, I am seventeen, and I am only two days a vampire.» Είπα και εκείνος άρχισε να γελάει, προφανώς με την προφορά μου. Με αποτέλεσμα να με παρασύρει και εμένα και να γελάμε με τις ώρες. Όταν επιτέλους ηρεμίσαμε μου είπε και εκείνος. «I am Jayson, and I am sixteen, and I am only one day vampire.» Είπε και γέλασε, καθώς ξάπλωνε πίσω στο πάτωμα. Εγώ ξάπλωσα δίπλα του. Ώστε λοιπόν ήταν 16, και δεν του το χα. «So, when is my first lesson?» Με ρώτησε γελώντας. «Now?» Του είπα εγώ με την απαίσια προφορά μου, εκείνος με κοίταξε για λίγο έκπληκτος και μετά κάθισε οκλαδόν, εγώ κάθισα απέναντί του, και αρχίσαμε, μάθαινε πολύ γρήγορα, σαν βαμπίρ, είχε αυξημένες αισθήσεις και ήταν και πολύ πιο έξυπνος. Μέσα σε μία ώρα, είχε μάθει παραπάνω από τα βασικά. Κάνα δυο μαθήματα και θα ‘ταν just perfect. «Λοιπόν, πως τι πάω?» Με ρώτησε με την τόσο αστεία προφορά του και εγώ ασυνείδητα άρχισα να γελάω. «Τι? Τόσε αστείο είμαι πια?» Είπε και με κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο απορία. «Όχι, όχι. Απλώς…» Είπα και προσπάθησα να σταματήσω να γελάω. «Έλα τώρα, δεν μπορεί να με τόοοσο funny…» Είπε και κράτησε με τα χέρια του και τα δύο δικά μου, αναγκάζοντας με να γυρίσω να τον κοιτάξω. Με κοίταγε στα μάτια. Ήταν τόσο γλυκός. Αμέσως απομακρύνθηκα γρήγορα και σηκώθηκα όρθια. «Εμ, πρέπει να φύγω, θα με ψάχνει και ο Άλβιν.» Του είπα και πριν προλάβει αν πει τίποτα βγήκα έξω από το δωμάτιο. Μα τι πήγαινα να κάνω? Είχα τον Άλβιν, και τον αγαπούσα, τον αγαπούσα? Αυτή η ερώτηση με προβλημάτισε. Μα φυσικά και τον αγαπούσα, ήταν ο λόγος της ύπαρξης μου. Συνέχισα για πολύ ώρα τον μονόλογο του μυαλού μου με τον εαυτό μου καθώς περπάταγα γρήγορα στον διάδρομο.. Μπήκα σε ένα δωμάτιο νομίζοντας πως ήταν η ‘ντουλάπα’, αλλά έκανα λάθος. Ήταν ένα, σαλόνι μπορώ να πω. Οι τοίχοι του, βρίσκονταν σε αποχρώσεις του κόκκινου, και του μπορντό. Στην μέση του δωματίου βρισκόταν ένας, τεράστιος, κυκλικός καναπές, μαύρος, και απέναντί του, ήταν ένα τεράστιο τζάκι. Πήγα και κάθισα στην άκρη του καναπέ, καθώς κοίταζα τις φλόγες του να αλλάζουν χρώμα, μπλε, κόκκινο, πορτοκαλί. Στο σπίτι μου, μου άρεσε να κάθομαι μπροστά από το τζάκι μας, τα κρύα βράδια και να παρατηρώ τις φλόγες, καθώς ξεχνιόμουν από τα προβλήματά μου. Και σήμερα είχα πολλά… Οι φλόγες με είχαν μαγνητίσει, μου θύμιζαν τόσα πολλά. Σαν ταινία πέρασαν από μπροστά μου οι αναμνήσεις. Εγώ με τον αδερφό μου, μικρά παίζαμε μπροστά από το τζάκι και ο πατέρας μας γελούσε, καθώς η μητέρα μας, έφτιαχνε ζεστούς λουκουμάδες. Ξαφνικά η ανάμνηση άλλαξε, ήμουν πλέον εγώ στο δωμάτιο, μαζί με το πρώτο μου αγόρι τον Φίλλιπο, σε ηλικία 15 ετών, καθόμασταν αγκαλιά και κοιτάγαμε τις φλόγες, μετά ξανά άλλαξε, ήμασταν όλη η οικογένεια στο σαλόνι και καθόμασταν, ο πατέρας διάβαζε μία εφημερίδα, η μητέρα μου ένα περιοδικό, και εγώ με τον αδερφό μου απλώς μιλούσαμε και γελούσαμε. Ήταν η τελευταία φορά που καθίσαμε έτσι όλοι μαζί, ήταν το βράδυ πριν το ‘ταξίδι’ με το τρένο, πριν το τέλος. Ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια μου και κατέβηκε έως τον λαιμό μου. Οι αναμνήσεις, πονούσαν, πονούσαν πολύ, και το κακό είναι ότι, μου λείπουν, οι γονείς μου είναι σίγουρα νεκροί, ενώ αγνοώ την τύχη του αδερφού μου. Πλέον τα δάκρυά μου ήταν ανεξέλεγκτα έτρεχαν ασταμάτητα από τα μάτια μου. Για μια στιγμή σκέφτηκα πως θα μπορούσε να ήταν χειρότερα, πως μπορεί να ήμουν κανονικός βρικόλακας, θα ήταν όλα πολύ πιο δύσκολα, και πρώτα, πρώτα, για την δικιά μου ψυχολογία. Συνέχισα να κάθομαι στην θέση μου μπροστά στο αναμμένο τζάκι και να κλαίω. Σιχάθηκα να κλαψουρίζω σαν μωρό συνέχεια, όμως δεν μπορώ και τίποτα άλλο να κάνω. Άκουσα, την πόρτα να ανοίγει και μετά να κλίνει με πάταγο, δεν με ενδιέφερε ποιος ήταν, απλώς να έφευγε γρήγορα, ήθελα να συνεχίσω να κάθομαι μόνη μου, με τον πόνο μου.
LaDy_SoVeReigN Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 28 Τόπος : Στον κόσμο τον Anime!! Αριθμός μηνυμάτων : 1666 Registration date : 09/08/2009
Ένιωσα κάποιον να έρχεται και να κάθεται δίπλα μου στον καναπέ, δεν γύρισα να τον κοιτάξω, παρά συνέχισα να βλέπω τις φλόγες που χόρευαν μπροστά μου, ώρες, ώρες, εύχομαι να μπορούσα να καώ στον ήλιο, να έβγαινα απλά έξω και μετά από λίγες στιγμές πόνου, να ηρεμούσα, για πάντα. «Τι, έχεις?»Άκουσα τον Τζέισον να με ρωτάει. Εγώ δεν απάντησα έκανα πως δεν άκουγα. «Δεν φεύγω αν δεν μου πεις.» Είπε αποφασιστικά. Εγώ κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου, καθώς άλλο ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό μου. Ξαφνικά ένιωσα δύο δυνατά χέρια να πιάνουν το πρόσωπό μου και να με αναγκάζουν να τον κοιτάξω. «Μην κλαις?» Μου πε και με το χέρι του απομάκρυνε τα δάκρυα που είχαν απομείνει στα μάτια μου. «Τζέισον, δεν ξέρεις τον λόγο, οπότε…» Του είπα και έσκυψα το κεφάλι μου. «Μα γι αυτό είμαι εδώ, για να μάθω γιατι you are crying.» Είπε και σήκωσε και πάλι το πρόσωπό μου. Τον κοίταξα στα μάτια, και είδα την απορία και τον πόνο χαραγμένο εκεί, βαθιά, μέσα στο απέραντο μπλε, των ματιών του. «Δεν, δεν είναι κάτι σημαντικό, απλώς, απλώς είναι…» Είπα και ξέσπασα σε λυγμούς, εκείνος με πείρε στην αγκαλιά του για να με καθησυχάσει, χαϊδεύοντας μου τα μαλλιά και λέγοντας μου λόγια γλυκά. Τότε άκουσα για δεύτερη φορά την πόρτα να ανοίγει. «Ώστε τώρα ήμαστε και αγκαλίτσα έτσι?» Άκουσα τον Άλβιν να λέει, γύρισα και τον κοίταξα με μάτια πρησμένα από το κλάμα, αλλά αυτός συνέχισε. «Και μην μου πεις, ‘Άλβιν δεν είναι αυτό που νομίζεις,’ γιατί ξέρω πολύ καλά ότι είναι αυτό. Σου αρέσει ο μικρός έ? Γι αυτό είστε συνέχεια μαζί ε?» «Όχι, me and Clio, είμαστε only φίλοι.» Είπε ο Τζέισον χωρίς να με βγάλει από την αγκαλιά του. «Και οι φίλοι είναι συνέχεια μαζί ε? Και κοιμούνται αγκαλίτσα, σωστά?» Ε, ως εδώ ήταν. Σηκώθηκα όρθια και πήγα κοντά του. «Ναι, οι φίλοι είναι πάντα δίπλα σου, να σε παρηγορήσουν όταν κλαις, να σε ζεστάνουν όταν κρυώνεις, να σου πουν μία καλή κουβέντα όταν νιώθεις μειωμένη, ανίκανη για το οτιδήποτε. Κάτι που κανονικά κάνει και ο σύντροφος, κάτι που δεν κάνεις εσύ. Και αν βλέπεις Άλβιν, ο Τζέισον είναι δίπλα μου να με παρηγορήσει, για κάτι που εσύ φταις, για την χαμένη μου οικογένεια, για κάτι που μου στέρησες ΕΣΥ.» Είχα φτάσει εκτός εαυτού πια. Βγήκα έξω από το δωμάτιο, καθώς τα δάκρυά μου γινόντουσαν πιο έντονα. Έτρεξα ώσπου βγήκα έξω. Έτρεχα με ταχύτητα φωτός, τα δάκρυά μου, είχαν πια στεγνώσει, από την δύναμη που ο αέρας, χτύπαγε στο πρόσωπό μου. Κάποια στιγμή, καθώς τα πόδια μου πονούσαν από το πολύωρο τρέξιμο, σταμάτησα. Δεν ήξερα που βρισκόμουν, πάντως ήταν αρκετά εξοχικά. Πήγα και κάθισα κάτω από ένα δέντρο, για να έχω σκιά. Μα γιατί το έκανε αυτό συνέχεια? Ήξερε πόσο πονούσα, παρόλα αυτά όμως συνέχιζε, συνέχιζε να με κάνει να πονάω πιο πολύ. Ο Τζέισον από την άλλη, ήταν σαν δώρο θεού, 1 μέρα τον ξέρω, και όμως, είναι δίπλα μου, και μου απαλύνει τον πόνο, ακόμα και όταν δεν ξέρει τον λόγο, απλώς είναι εκεί, και με τα λόγια του, με καθησυχάζει. Δεν ξέρω τι να κάνω πια, το στομάχι μου διαμαρτύρεται, έχω να φάω 3 μέρες, δεν του δίνω σημασία, ξαπλώνω κάτω από τον ίσκιο του δέντρου και κοιτάω τους σχηματισμούς που αποκτούν τα σύννεφα στον ουρανό. Βλέπω, ένα μωρό, χα, να και μία ομπρέλα, περίεργο πράγμα η ατμόσφαιρα, μακάρι να μπορούσα να πετάξω εκεί ψηλά, και να μην ξανακατέβω ποτέ. Με αυτές τις σκέψεις αποκοιμήθηκα. Είχα ανήσυχο ύπνο, και με την σειρά τους, ανήσυχα όνειρα. Είδα ξανά την σκηνή στο τρένο. Άκουγα μουσική από το mp4 μου, όταν ξαφνικά ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος, έβγαλα τα ακουστικά μου και τότε όλο το τρένο βγήκε από τις γραμμές του, οι άνθρωποι ήταν πανικόβλητοι, ακόμα και οι γονείς μου, εγώ είχα μία παράξενη ψυχραιμία. Ώσπου ξαφνικά το τρένο γύρισε ανάποδα. Κάποιος μπήκε μέσα, δε μπόρεσα να δω πρόσωπο, έτρεχε τόσο γρήγορα, και σωριάζονταν πτώματα το ένα μετά το άλλο. Έσφιξα με πόνο τα μάτια μου καθώς θυμήθηκα τα πτώματα των γωνιών μου. Ήμουν η μόνη που επέζησε, ήμουνα σε μία γωνία και καθόμουνα αμίλητη, άρχισε να έρχεται προς το μέρος μου, εγώ περίμενα για τον θάνατο. Όμως εκείνη την στιγμή γέλασε και έσπασε ένα παράθυρο. «Φύγε μικρή, θέλω να παίξουμε λίγο.» Μου είπε γελώντας. Δεν περίμενα να μου το πει και δεύτερη φορά, βγήκα από το παράθυρο και άρχισα να τρέχω. Ένιωθα φριχτά, γιατί να ήμουν εγώ η τυχερή, γιατί να είχα επιζήσει μόνο εγώ. Θυμάμαι την προηγούμενη ημέρα, που πήγαμε και αφήσαμε τον αδερφό μου στον φίλο του. Είχαμε μόλις τσακωθεί, και δεν πρόλαβα να του πω, πόσο πολύ τον αγαπούσα. Ξύπνησα απότομα καθώς σκεφτόμουν το πρόσωπό του, καθώς άλλο ένα δάκρυ κύλισε στο μάγουλο μου. Το απομάκρυνα γρήγορα και σηκώθηκα όρθια. Αρκετά κάθισα εδώ, έπρεπε να επιστρέψω πίσω, θα έχουν ανησυχήσει. Όμως, δεν ήξερα καν που ήμουν. Άρα, όσο και αν πονούσε, έπρεπε και πάλι να διακτινιστώ. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου, και σκέφτηκα όσο πιο αισθητά γινόταν το σπίτι. Ένιωσα και πάλι αυτόν τον πόνο να κατακλύζει όλο μου το κεφάλι και γονάτισα καθώς φώναζα. Άκουσα κάποιον να φωνάζει το όνομά μου, αλλά δεν άκουγα τι έλεγε, είχα πάθει κάτι σαν κρίση, ήμουν ξαπλωμένη στο πάτωμα και κρατούσα το κεφάλι μου και με τα δύο μου χέρια φωνάζοντας, δεν άντεχα, ένιωθα έναν οξύ ήχο να τρυπάει τα αυτιά μου, και όλο μου το σώμα να μουδιάζει. Ήταν σκοτεινά, δεν μπορούσα να ανοίξω τα μάτια μου, το μόνο που μου είχε απομείνει ήταν ο ήχος της φωνής μου, ο οποίος σιγά, σιγά άρχισε να σβήνει, να βραχνιάζει. Φώναζα και χτυπιόμουν με τόση μανία. Μου φάνηκε πως μάλιστα χτύπησα κάποιον, ώσπου ξαφνικά ένιωσα κάποιον να πιάνει με τα παγωμένα του χέρια το πρόσωπό μου, και όλος ο πόνος, αυτός ο οξύς ήχος, όλα αυτά, σταμάτησαν.
LaDy_SoVeReigN Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 28 Τόπος : Στον κόσμο τον Anime!! Αριθμός μηνυμάτων : 1666 Registration date : 09/08/2009
"Κλειώ, are you ok?" Άκουσα την φωνή του Τζέισον να λέει. Άνοξα τα μάτια μου, και τον είδα να στέκεται ακριβώς μπροστά μου κρατόντας μου το πρόσωπο. Εγώ βρισκόμουν ξαπλωμένη ακριβώς έξω από το 'σπίτι' στον κήπο. "Το κεφάλι μου." Είπα καθώς ανασικώθηκα λίγο, και κάθισα καθιστή πάνω στο καταπράσινο γρασίδι. "Λογικό είναι." Άκουσα κάπιον να λέει και γύρισα και είδα τον Ρον. ¨Τι είναι λογικό?" Τον ρώτησα γεμάτη απορία. "Το ότι σε πονάει το κεφάλι σου. Άκου μικρή, δεν πρέπει, ποτέ, μα ποτέ, να διακτινίζεσαι όταν βρίσκεσαι σε ψυχολογική φόρτιση, γι αυτό το έπαθες αυτό. Κατάλαβες? Α και επίσης, ο ομορφονιός σου έχει εξαφανιστεί εδ΄ς και 6 ώρες, και δεν ξέρουμε που βρίσκεται, και το χειρότερο, δεν μπορώ να διακτυνιστώ για να πάω σε αυτόν, σαν κάτι να με μπλοκάρει, και αυτό συμβένει μόνο..." Δεν μπρόλαβε να τελειώσει την πρότασή του, και η Μέρι βρέθηκε μπροστά του. "Νομίζω πως τις είπες αρκετά, αν δεν κάνω λάθος, καλύτερα να αφήσουμε την Κλειώ να ξεκουραστεί." Είπε και τράβηξε τον Ρον, μακρυά από εμάς μέχρι που εξαφανίστηκαν. "Καλύτερα να πάω για ύπνο, πέρασα μια κουραστική ημέρα." Είπα στον Τζέισον και εκείνος με βοήθισε να σηκωθώ. "Κι εγώ αυτό πιστεύω. Καλύτερα όμως να βάλεις πιτζάμες, θες βοήθεια?" Μου πε και με κοίταξε με ένα πονηρό βλέμμα, αλλά ήξερα ότι το έκανε για πλάκα. "Μπα, τα καταφέρνω και μόνη μου." Του είπα με τον ίδιο τρόπο, και πήγα τρέχοντας μέσα στο σπίτι, αφού διάλεξα ένα ζευγάρι πιτζάμες, να βάλω, έκανα ένα γρήγορο ντους, και έπιτα πήγα να ξαπλώσω. Στο δωμάτιο ήταν ήδη ο Τζέισον, και, τι προτότιπο, κούρδιζε την κιθάρα του. "Λοιπόν, αύριο θα σου κάνω πάλι ΄μάθημα, αν μου ορκιστείς ότι θα μου μάθεις κιθάρα." Του πα καθώς πήγα και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Εκείνος γύρισσε και με κοίταξε, με ορθάνοικτα μάτια, και έγνεψε θετικά. "Ξέρεις, ο Άλβιν..." "Δεν με ενδιαφέρει, έχω τελειώσει πια μαζί του. Και... Απλώς μην μου τον θυμίζεις, γιατί εγώ φταίω που εξαφανίστηκε." Είπα και μαζεύτικα σαν μία μπάλλα στην άκρη του κρεβατιού. "Ηρέμισε, θα τον..." Προσπάθισε να με 'παρηγορήσει' "Τι εννοούσε πριν ο Ρον?" Δεν πρέπει να περίμενε αυτήν την ερώτηση και κατέβσε το κεφάλι του κοιτόντας αμήχανα το πάτωμα. "Τζέισον, σε παρακαλώ..." Του είπα και πήγα και τον αγκάλιασα από την μέση βάζοντας το κεφάλι μου στον ώμο του. "Εννοούσε, πως αυτό συνήθως συμβαίνει μόνο όταν κάποιος, είναι... νεκρός." Εγώ απομακρύνθηκα από κοντά του απότομα και τον κοίταξα στα μάτια. Ένιωσα τα μάτια μου για άλλη μια φορά να βουρκώνουν, αλλά αυτήν την φορά αιχμαλώτησα τα δάκρυα μου, σφαλίζοντας με τα βλέφαρά μου τα μάτια μου. Αφού ηρέμισα λίγο προσπάθησα να μιλήσω, αλλά ήμουν τόσο θυμωμένη, με τον εαυτό μου, με τον 'θεό' αν υπίρχε κάτι τέτοιο. "Γιατί ρε γ@μώτο, ΓΙΑΤΙ? Μου τα πήρες όλα, δεν σου έφτανε, έπρεπε να μου πάρεις και το τελευταίο στοιχείο χαράς μέσα μου?" Φώναζα και κοιτούσα το ταβάνι με χέρια σηκομένα, πραγματικά η κατάστασή μου ήταν τραγική, άμα κάποιος με έβλεπε θα με περνούσε για τρελή. "ΓΙΑΤΙΙΙΙΙ?" Συνέχισα να φωνάζω. Ο Τζέισον ήρθε προς το μέρος μου και με έβαλε με βία στην αγκαλιά του. Τελικά, όσο και αν δεν το ήθελα, τα δάκρυά μου, άρχισαν να κυλούν και πάλι, καυτά πάνω στην μπλούζα του, Τζέισον. "Γιατί, γιατί σε εμένα? Δεν είχα κάνει τίποτα." Έλεγα ανάμεσα στους λιγμούς μου. "Σςςς, εσύ δεν φταις σε τίποτα. Αυτός είναι...... και θέλει να σε κάνει να πονάς. Όμως είμαι εγώ εδώ, δεν έχω φύγει ακόμα, και ούτε πρόκειται. Είμαι εδώ." Μου έλεγε καθώς μου χάιδευε τα μαλλιά, μπορώ να πω πως με καθυσίχαζε αρκετά, αλλά ο πόνος μέσα μου, ακόμα υπίρχε. Γιατί να συνέβεναν όλα αυτά σε εμένα? Γιατί? "Θέλω να πεθάνω." Του είπα καθώς είχα γατζωθεί από την μπλούζα του. Μόλις το είπα αυτό, ο Τζέισον έπιασε το πρόσωπό μου και με ανάγκασε να τον κοιτάξω στα μάτια. "Μην το ξαναπείς αυτό. Το κατάλαβες?" Είπε κοιτώντας με αγρια, και συνάμα αγχωμένα και πονεμένα. "Δεν έχει απόμείνει τίποτα πια εδώ για εμένα, μόνο πόνος." Του απάντησα. Εκείνος με τράβηξε και πάλι στην αγκαλιά του. "Έχεις, τη Μέρι, και την Λίλιαν, που σε αγαπάνε, έχεις, τον Χάρη, και εξάλου, άμα, πεθάνεις, εσύ, πιον θα πειράζει ο Ρον?" Με ρώτησε καθώς ένιωθα καθαρά τους λυγμούς που δεν άφηναν να φύγουν από μέσα του. "Και άμα πάθεις κάτι εσύ, εγώ τι θα κάνω, πιος θα μου μαθένει ελληνικά, ε? Σε πιον θα κάνω μαθήματα κιθάρας?" Μου είπε φιλώντας μου τα μαλλιά. "Ελληνικά μπορεί να σου μάθει η Μέρι, και η Λίλιαν, θα χερόταν πολύ αν μάθενε κιθάρα." Συνέχισα εγώ. Ξέρω, έλεγα βλακείες, όμως πονούσα, προσπαθούσα να απαλίνω τον πόνο μου. "Σταμάτα να επιμένεις, σου λέω, δεν θα σε αφήσω να πάθεις κακό." Είπε αναγκάζοντας με να τον κοιτάξω. Έπειτα έσκυψε και κόλισε με βία τα χείλι του πάνω στα δικά μου. Ένιωσα κάθε μέλος του σώματός μου να μουδιάζει, η καρδιά μου ήταν έτοιμη να βγει έξω από το σώμα μου. Όμως απομακρύνθικα, κοίταξα το πρόσωπό του,και απομάκρυνα τα αιμάτινα δάκρυά του με το χέρι μου. "Για, γιατί το έκανες αυτό?" "Εσύ γιατί με έσωσες από τον Άλβιν?" "Ε, επειδή, δεν, να..." "Γι αυτό το έκανα αυτό, Είμαι ερωτευμένος μαζί σου Κλειώ, από όταν σε είδα που ζήτισες από τον Άλβιν να φύγει από κοντά μου. Από εκείνο το πρώτο βλέμμα που έριξες επάνω μου. Το ξέρω πως δεν νιώθεις το ίδιο για μένα, μα..." "Δεν, δεν ξέρω τι νώθω, πραγματικά Τζέισον, υπερβολική πληροφόριση για μια μέρα, και δεν ξέρω, δεν, δεν θέλω να σε χάσω αλλά..." "Ναι, καταλαβένω. Καλύτερα κοιμίσου, και όταν θα ξ΄ρεις και εσύ θα μου πεις." Μου είπε, έπιτα με έβαλε και ξάπλωσα στο κρεβάτι και αυτός ξάπλωσε δίπλα μου και με πείρε στην αγκαλιά του...
LaDy_SoVeReigN Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 28 Τόπος : Στον κόσμο τον Anime!! Αριθμός μηνυμάτων : 1666 Registration date : 09/08/2009
Όταν ξύπνησα το πρωί, το δωμάτιο ήταν άδιο. Σηκώθηκα γρήγορα όρθια και φόρεσα τα ρούχα μου Καθώς πήγαινα να βγω έξω από το δωμάτιο άκουσα 2 άτομα να μιλάνε, με ένταση. Αναγνώρησα τις φωνές, ήταν η Μέρι και ο Τζέισον. "Γιατί της το κάνεις αυτό? Ξέρεις πως αγαπάει τον αδερφό μου, όσο τίποτα άλλο στον κόσμο, γιατί λοιπόν την κάνεις να υποφέρει έτσι?" "Δεν, δεν ήθελα να την κάνω να υποφέρει, αλλά Μέρι δεν ξέρεις πως νιώθω..." "Γιατί, ξέρεις εσύ, πως νιώθει εκείνη? Ε? Την ρώτησες για τα αισθίματά της? Ο Άλβιν, έχει εξαφανιστεί, ο Χάρης και η Λίλιαν λοίπουν από εχθές ψάχνωντάς τον και δεν υπάρχουν σημεία ζωής, και το χειρότερο? Όταν έφυγε, για να ψάξει την Κλειώ, δεν φορούσε την ζώνη του. Δεν ξέρουμε τι έχει απογίνει." Ένας αφόρητος πόνος με διαπέρασε και με ανάγκασε να βγάλω μία διαπεραστική κραυγή, δεν μπορύσε να συμβαίνει αυτό, δεν μπορούσε ο Άλβιν, να ήταν νεκρός. Κόλισα το σώμα μου με δύναμη στον τοίχο καθώς ένιωθα τον πόνο να μεγαλώνει όλο και περισσότερο. Άκουσα από έξω 2 άτομα να τρέχουν με κατεύθινση το δωμάτιο. Μπήκαν μέσα, και είδα την Μέρι και τον Τζέισον. Ο Τζέισον πήγε να έρθει κοντά μου, αλλά η Μέρι τον σταμάτησε, έπειτα ήρθε και με αγκάλιασε σφιχτά. "Λυπάμε, δεν ήθελα να τα ακούσεις όλα αυτά. Θέλω να ξέρεις πως ακόμα υπάρχει ελπίδα να 'ναι ζωντανός. Σε παρακαλώ ηρέμισε, έχεις περάσει και εσύ πολλά και..." "Μέρι, σταμάτα να κάνεις πως καταλαβένεις. Γιατί δεν καταλαβένεις. Εγώ φταίω, για οτιδίποτε και αν έχει πάθει ο Άλβιν εγώ φταίω. Και η τύχη του αγνοείται. Επίσεις, αν είναι ζωντανός, δεν θα θέλει να με ξαναδεί μπροστά του. Οπότε τι το ψάχνουμε..." "Κλειώ, απλώς ηρέμισε." "Όχι, δεν ηρεμώ. Θέλω να πεθάνω το καταλαβένεις? Υποφέρω από τότε που άρχισε η 'δεύτερη' ζωή μου. Δεν αντέχω άλλο πόνο Μέρι, όχι πια. Φτάνει ο πόνος. Θέλω και λίγο γαλλήνη να νιώσω μέσα μου."Απάντησα και γύρισα το κεφάλι μου από την άλλη μεριά. "Σας, αφήνω μόνους." Είε η Μέρι και βγήκε έξω από το δωμάτιο. "Πονάω ρε Τζές, πονάω πολύ." Του είπα καθώς ερχόταν και κάθισε δίπλα μου. "Το ξέρω Κλειώ, το ξέρω. Αλλά τι μπορώ να κάνω για να συ ελατωθεί ο πόνος. Πες μου τι, και θα το κάνω." "Οτιδήποτε, αρκεί να είσαι κοντά μου και να με στηρίζεις." Του απάντησα και γύρισα να τον κοιτάξω. Και εκείνος για δεύτερη φορά έπιασε με τα χε΄ρια του το πρόσωπό μου και με φίλησε με πάθος. Αυτήν την φορά ανταποκρίθικα. Ήταν το μόνο που μπορούσα να κανω για να ξεχαστώ. Τώρα όλα ήταν καθαρά. Τον αγαπούσα τον Τζέισον, περισσότερο από ότι νόμιζα. Όμως πονούσα για τον Άλβιν. Με τον Τζέισον όμως υπίρχε κάτι διαφορετικό ανάμεσά μας, υπίρχε εμπιστοσύνη, συμπαράσταση, φιλία, και αγάπη. Το φιλί μας, έγεινε πιο απαιτιτικό. Τύλιξε τα χέρια του γύρω από την μέση μου και εγώ τα δικά μου γύρω από τον λαιμό του. Σηκώθηκε όρθιος και με πείρε στην αγκαλιά του χωρίς να διακόψουμε το φιλί μας. Με μετέφερε μέχρι το κρεβάτι όπου και με ξάπλωσε, έπειτα εκείνος ανέβηκε από πάνω μου και άρχισε να με φιλάει στο λαιμό. Άρχισε να κατεβένει προς τα κάτω. Ναι, τον ήθελα, τον ήθελα πολύ. Ομως όχι τόσο γρήγορα, δεν έπρεπε, δεν ήταν σωστό. "Όχι Τζες, σταμάτα." Τον σταμάτησα και μαζεύτικα στην άκρη του κρεβατιού. Εκείνος σταμάτησε αμέσως και ήρθε και κάθισε δίπλα μου. "Συγνώμη, παρασύρθικα, ήταν πολύ ανώριμο εκ μέρους μου. Με, με συγχωρείς." Είπε και έσκυψε το κεφάλι του. Εγώ γύρισα και τον κοίταξα. "Δεν φταις εσύ, εγώ απλώς, έπρεπε να σε σταματίσω πιο πριν. Κοίτα, σε θέλω Τζέισον, και... πραγματικά, νιώθω κάτι πολύ δυνατό για σένα, όταν βρίσκομαι μαζί σου, όλα τα προβλήμματα μου, εξαφανίζονται. Είσαι τα πάντα για μένα. Ναι, τον αγαπάω τον Άλβιν, ίσως περισσότερο από όσο αγαπάω εσένα, αλλά ο Άλβιν μόνο πόνο μου έχει προσφέρει, ενώ εσύ, μόνο αγάπη." Του είπα, έπειτα τράβηξα το πρόσωπό του και τον φίλησα με πάθος. Και τελικά, όσο και αν στην αρχή δεν το ήθελα, καταλείξαμε να γίνουμε ένα.
Σπόιλερ:
Κορίτσια μην ανυσιχείται, σας υπόσχομαι πως ο Άλβιν, δεν είναι νεκρός, όμως, δεν λέω τίποτε άλλο. Ξέρω αυτό είναι το μικρότερο κομμάτι που έχω ανεβάσει έως τώρα, αλλά, δεν προλαβένω για περισσότερο...
LaDy_SoVeReigN Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 28 Τόπος : Στον κόσμο τον Anime!! Αριθμός μηνυμάτων : 1666 Registration date : 09/08/2009
Καθώς άνοιγα τα μάτια μου ένιωθα όλο μου τον κόσμο να έχει πάρει πια μια σειρά. Τώρα ήξερα που άνοιγα. Ναι, δεν ήθελα να γίνει τόσο γρήγορα, αλλά... Σηκώθηκα απότομα από το κρεβάτι καθώς συνιδιτοποίησα, ότι δεν βρισκόταν δίπλα μου. Έβαλα, ότι ρούχα βρήκα μπροστά μου και βγήκα έξω από το δωμάτιο. Εκεί όμως. είχα μία δυσσάρεστη έκπλιξη. "Πίσω στο δωμάτιο, ΤΩΡΑ." Είδα μία έξαλη Μέρι μπροστά στην πορτα να μου φωνάζει. Εγώ έσκυψα το κεφάλι, κάνοντας μεταβολή και μπένοντας και πάλι μέσα στο δωμάτιο. "Άκου να σου πω, αν θεωρούσες τον αδερφό μου ένα παιχνιδάκι, και μόλις δεν το χρειαζόσουν το πέταξες έκανες πολύ μεγάλο λάθος, δεσποινίς, ο θεός να σε κάνει δεσποινίς." "Δεν έφταιγα, κοίτα, δεν ήθελα να γίνει κάτι τέτιο. Αλλά, δεν μπορείς να καταλάβεις, τώρα, για πρώτη φορά μετά την αλλαγή μου, νιώθω πως πλέον βρήκα που ανήκω, και, σε χρειάζομαι σε αυτό..." "Τότε, βρες κάποιο άλλο κορόιδο, Κλειώ." Είπε ηρωνικά καθός βγήκε εξω από το δωμάτιο κοπανόντας την πόρτα. Ωραία, τώρα έχασα και την Μέρι, τέλεια. Δεν πέρασαν ούτε πέντε λεπτά και μέσα μπήκε ο Ρον. "Ρον, ξέρεις, εγώ, δεν..." "Κοίτα, Κλειώ. Σε συμπαθώ, είσαι καλή κοπέλα, αλλ΄αυτό που έκανες, δεν ήταν ωραίο, καθόλου ωραίο. Και μην αρχίσεις τις δικαιολογίες, απλώς ήρθα να σου πω, πως τώρα έχεις μείνει μόνη σου σε τούτο το παιχνίδι Κλειώ. Συγνώμη." Είπε και βγήκε και αυτός με την σειρά του από το δωμάτιο. Κάθισσα στο κρεβάι κρατόντας με το κεφάλι μου το πρόσωπό μου. 1 δευτερόλεπτο μετά άκουσα την πόρτα να ανοίγει και μέσα να μπένει κάποιος. "Αν ήρθες για να μου πεις, πόσο βλαμμένη είμαι, και να μου πεις πως έχω μείνει μόνη μου τότε καλύτερα πέστα γήγορα και φύγε, γιατί τα έχω ακούσει ήδη δύο φορές σήμερα." Πριν προλάβω να τελειώσω, κάπιος, ή μάλλον κάποια τράβηξε τα χέρια μου από το πρόσωπο μου και με τράβηξε στην αγκαλιά της. Απομακρύνθικα και την κοίταξα, ήταν η Λίλιαν. "Δεν ήρθα για να σου πω, ούτε πόσο βλαμένη είσαι ούτε πως έχεις μείνει μόνη σου. Ήρθα για να σου πω, πως καταλαβένω ακριβώς τι περνάς, και πως είμαι μαζί σου." Είπε και μου χαμογέλασε πλατιά. Έπειτα σηκώθηκε όρθια και έφυγε από το δωμάτιο τουλάχιστον είχα κάπιον σε αυτό το σπίτι, εκτός από τον Τζέισον, που με καταλάβενε. Βγήκα έξω από το δωμάτιο και στην συνέχεια, έξω από το σπίτι. Δεν χρειάστικε να προχωρίσω πολύ και είδα τον Τζέισον να κάθετε σε ένα παγκάκι.Τον πλησίασα με γρήγορα βήματα και κάθισα δίπλα του. Γύρισε και με κοίταξε με ένα ανέκφραστο βλέμμα που με τρόμαζε. "Συγνώμη Κλειώ. Παρασύρθικα. Μου είπες πως δεν ήθελες, αλλά εγώ δεν σε άκουσα. Και τώρα χάρης σε εμένα η Μέρι και ο Ρον δεν σου μιλάνε και..." Δεν τον άφησα να συνεχίσει, και ούτε μπορούσα νατον ακούω να κατηγορεί για τα πάντα τον εαυτό του. Έσκυψα και ακούμπησα απαλά τα χείλι μου στα δικά του. Έπειτα απομακρύνθικα και τον κοίταξα. "Δεν φταις για όλα εσύ Τζέισον. Γι αυτό σταμάτα να κατηγορείς τον εαυτό σου." Είπα και του χαμογέλασα πρωτού με ξαναφιλήσει με πάθος. ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ Οι μέρες περνούσαν γρήγορα, είχαν περάσει πλέον πέντε μήνες από την εξαφάνιση του Άλβιν και την σχέση μου με τον Τζέισον. Με την Μέρι ήμασταν σαν άγνωστες, με πονούσε αυτό, πολύ... Με την Λίλιαν είχαμε δεθεί ακόμα περισσότερο. Όμως ήταν κάτι που με είχε αναστατώσει και εμένα, αλλά και την Λίλιαν. Είχα ζαλάδες, τάσεις για εμετούς, και η κοιλιά μου είχε μεγαλώσει κατά πολύ. Και αυτό, μόνο ένα πράγμα μπορεί να σήμενε. Η Λίλιαν, έλεγε πως ήταν αδύνατον, ο Κράκεr, έλεγε πως αυτό ήταν σίγουρα, ο Τζέισον ήταν σε ένα κλίμα ανάμεσα χαράς και έκπλιξης και εγώ... εγώ ήθελα για άλλη μια φορά να άνοιγε η γη και να με καταπιεί, για πάντα... Καθώς ξύπνισα μία μέρα άκουσα χαρωπές ζητωκραυγιές και συγκινιμένες φωνές. Βγήκα γρήγορα από το δωμάτιο και έτρεξα προς την είσοδο, και εκεί, είδα μπροστά στην πόρτα να στέκεται ο άγγελος μου, ο Άλβιν. Αμέσως όλοι σταμάτισαν να μιλάνε και έφυγαν από το δωμάτιο, αφήνοντας μας μόνους, προς έκπλιξης μου, έφυγε και ο Τζέισον, αν και λίγο επιφιλακτικά. "Γεια σου Κλειώ." Μου είπε απλά, χωρις να με κοιτάξει στα μάτια. Εγώ τον πλησίασα και καθώς έκανα τα χέρια μου γροθιες, άρχισα να τον χτυπώ με μανία, ήξερα πως δεν πονούσε ούτε στο ελάχιστο, αλλά με εκτόνωνε. "Τολμάς να μου πεις 'Γεια σου Κλειώ' μετά από τόσο καιρό? Τολμάς να επιστρέφεις, ενώ σε είχα για νεκρό? Ε? νοιάστηκες καθόλου για μένα. Αν θα άντεχα κι άλλο πόνο? Αλλά όχι, εσένα σε ενδιέφερε μόνο ο εαυτούληγς σου." "Έχεις δίκιο, σε ότι και να μου πεις, έχεις δίκιο. Το μόνο καλό είναι ότι ξαναέφτιαξες την ζωή σου." Είπε στραβοκαταπίνοντας. "Δεν έχεις δικαίομα να μιλάς για μένα ή για την ζωή μου, δεν έχεις κανένα δικαίομα." Και τότε έγεινε κάτι που δεν περίμενα να γίνει. Μέσα στο δωμάτιο μπήκε η Μέρι και ο Ρον. Ο Ρον, έτρεξε και τράβηξε τα χέρια μου μέσα στα δικά του. "Κλειώ, σε παρακαλώ. Δεν κάνει να συνχίζεσαι στην κατάστασή σου." Μου είπε η Μέρι και βρέθηκε δίπλα μου στο λεπτό. Έπειτα αφού χαμογέλασε, με αγκάλιασε σφιχτά. "Πόσο μου είχε λείψει αυτή η αγκαλιά. Συγνώμη γλυκιά μου. Συγνώη. Δεν ήθελα να τσακωθούμε. Συγνώμη." Μου είπε καθώς τα αιμάτινα δάκρυά της λέκιαζαν την άσπρη μπλούζα μου. Αλλά εμένα δεν με ένοιαζε. Ήμασταν και πάλι 'αδερφές'. "Όσο για σένα Άλβιν. Μην τολμίσεις να την ξαναπληγώσεις, το ακούς? Και μην νομίζεις πως επειδή γύρισες θα σε δεχτεί με χαρά πίσω. Είναι με τον Τζέισον τώρα πια, και περιμένει και παιδί. Οπότε..." "Δεν ήρθα πίσω για να διεκδικίσω την Κλειώ. Το ξέρω, πως σε αυτό το παιχνίδι είμαι εγώ ο χαμένος. Ήρθα πίσω,για να της σταθώ δίπλα της έστω σαν φίλος, και για να την προιδοποιήσω πως οι συγκενείς του βρικόλακα που πήγε να την σκοτώσει, κι τελικά τον σκοτώσαμε. Ψάχνουν να την βρουν. Και με την σειρά τους να την σκοτώσουν. Ήρθα εδώ, γιατί πρόκειται να γίνει μία τεράστια μάχη, στην οποία είμαι πρόθιμος να θυσιαστώ αν χρειαστεί... "Τότε καλύτερα να το πεις στον Κράκερ, γιατί σε δύο μήνες θα είναι εδώ." Είπε η Μέρι σκευτική. "Μα, πως το ξέρεις?" Την ρώτησα με την απορρία, και τον φόβο ζωγραφισμένο στα μάτια μου. "Απλή διαίσθιση" Είπε και με ένα χαριτομένο σάλτο απομακρίνθικε μαζί με τον Ρον αφήνοντας στο δωμάτιο μόνο εμένα και τον Άλβιν.
LaDy_SoVeReigN Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 28 Τόπος : Στον κόσμο τον Anime!! Αριθμός μηνυμάτων : 1666 Registration date : 09/08/2009
«Λοιπόν, Κλειώ, είσαι με τον Τζέισον τώρα ε?» «Ναι, και να μην σε νοιάζει.» «Κοίτα, προσπαθώ, να είμαστε τουλάχιστον φίλοι, γι αυτό, σε παρακαλώ.» Είπε και με πλησίασε. Έπειτα με τράβηξε μέσα στην αγκαλιά του. Την είχα ανάγκη αυτήν την αγκαλιά. Γαντζώθηκα πάνω του και αυτός έσκυψε και με φίλησε στα μαλλιά. Όχι, όσο και να τον ήθελα, δεν θα έκανα ξανά το ίδιο λάθος, δεν θα ήμουνα και πάλι μαζί του. «Κχμ, Κχμ. Συγνώμη που διακόπτω αυτήν την τόσο τρυφερή στιγμή σας, αλλά ο Κράκερ θέλει να μιλήσει με τον Άλβιν.» Ακούστηκε ο Τζέισον να λέει, λίγα μέτρα, μόλις μακριά μας. Απομακρύνθηκα από τον Άλβιν και πήγα προς το μέρος του. «Τζες, δεν είναι αυτό που νομί…» «Το ξέρω Κλειώ, σου έχω εμπιστοσύνη.» Είπε και αφότου με φίλησε με τράβηξε απαλά από το χέρι. «Κοίτα, Κλειώ, σε αυτήν την μάχη, υπάρχει μία τεράστια πιθανότητα να σκοτωθώ, θέλω, να μου υποσχεθείς, πως θα προσέχεις την μικρή μας, εντάξει?» Μου είπε κρατώντας μου τα χέρια και κοιτώντας με στα μάτια. «Δεν, πρόκειται να πάθεις τίποτα Τζες, γιατί άμα πάθεις, τότε…» «Άκου με Κλειώ. Αύριο φεύγω. Μαζί με τους υπόλοιπους, εκτός του Άλβιν, και της Μέρι, για να πάμε να βρούμε αυτούς, πριν έρθουν να μας βρουν, εκείνοι, και κινδυνέψεις, εσύ, και το παιδί. Γι αυτό, σε παρακαλώ, υποσχέσου μου, ότι θα προσέχεις όσο λείπω.» «Στο, στο υπόσχομαι.» Είπα κοιτώντας τον στα μάτια. Δεν θα το άντεχα άμα μου τον έπαιρνε και αυτόν. Πραγματικά δεν θα το άντεχα. «Ε, μην μου στεναχωριέσαι. Εντάξει? Δεν θέλω να σε λυπημένη.» Εγώ απλώς του χαμογέλασα βεβιασμένα, και τον αγκάλιασα σφιχτά. «Λοιπόν, τι θα ‘θελες να κάνουμε τώρα?» Μου είπε πιάνοντας με από το χέρι και πηγαίνοντας προς το δωμάτιο. «Τι θα έλεγες για ένα μάθημα κιθάρας…» Του είπα, και αυτός γέλασε. «Σύμφωνοι.» Μου είπε και με σήκωσε στην αγκαλιά του. Έπειτα έτρεξε όσο πιο γρήγορα γινότανε και μπήκε μέσα στο δωματιάκι. Με άφησε και κάθισα στο κρεβάτι και έβγαλε την κιθάρα του από την θήκη της. Άρχισε να παίζει μια γνωστή μελωδία, και χάθηκα στους στοίχους της, καθώς άρχισα να τραγουδάω.
I can honestly say You've been on my mind Since I woke up today, up today I look at your photograph all the time These memories come back to life And I don't mind
I remember when we kissed I still feel it on my lips The time that you danced with me With no music playing I remember those simple things I remember 'till I cry But the one thing I wish I'd forget The memory I wanna forget is goodbye
I woke up this morning And played our song And through my tears I sang along I picked up the phone and then Put it down Cause I know I'm wasting my time And I don't mind
I remember when we kissed I still feel it on my lips The time that you danced with me With no music playing I remember those simple things I remember 'till I cry But the one thing I wish I'd forget The memory I wanna forget
Suddenly my cell phone's blowing up With your ring tone I hesitate but answer it anyway You sound so alone And I'm surprised to hear you say
You remember when we kissed you still feel it on your lips The time that you danced with me With no music playing You remember those simple things We talked 'till we cried You said that your biggest regret The one thing you wish I'd forget saying goodbye
Saying goodbye Oh, Goodbye
Καθώς τελείωνε το τραγούδι, περισσότερα δάκρυα αυλάκωναν το πρόσωπό μου. Μόλις τελείωσε το τραγούδι, άφησε την κιθάρα του στην άκρη και έπιασε με τα δυο του χέρια το πρόσωπό μου καθώς απομάκρυνε τα δάκρυα από τα μάτια μου. «We won’t say goodbye honey, not now.» Μου είπε και έσκυψε και με φίλησε. Όχι, δεν θα λέγαμε αντίο τώρα, αλλά σε λίγο καιρό. Το ήξερα, το goodbye ήταν κοντά και όχι μόνο για εκείνον, αλλά και για μένα. Όταν απομακρυνθήκαμε μου χαμογέλασε γλυκά καθώς χάιδεψε με το χέρι του το μάγουλό μου. Ξαφνικά η πόρτα του δωματίου άνοιξε και μπήκε μέσα ο Χάρης. «Έλα, Τζές, πρέπει να φύγουμε. Οι μόνοι που θα μείνουν εδώ για να προστατεύσουν την Κλειώ είναι η Μέρι και ο Άλβιν.» Σηκώθηκα όρθια και πήγα μπροστά του. «Γιατί το κάνετε αυτό? Γιατί θέλετε να με προστατεύσετε, κινδυνεύοντας την ίδια σας την ζωή? Μην το κάνετε. Μπορώ να πάω εγώ σε αυτούς, και όλα θα λυθούν.» «Κλειώ, ακούς τι λες? Δεν έχεις να πας πουθενά, θα καθίσεις εδώ που βρίσκεσαι. Και ρωτάς γιατί το κάνουμε αυτό? Τι εννοείς γιατί το κάνουμε? Είσαι μία από εμάς Κλειώ. Το ίδιο θα κάναμε για τον καθένα άμα κινδύνευε.» «Ναι όμως, δεν με ξέρετε ούτε 6 μήνες καλά, καλά, να εννοώ…» «Εννοείς ότι λες βλακείες. Κλειώ άκουσε με. Θα κάνουμε τα πάντα για να βγει αυτό το πλασματάκι, αλλά και εσύ ζωντανοί από αυτήν την ιστορία.» Είπε καθώς κοιτούσε μία εμένα και μία την κοιλιά μου. Η αλήθεια είναι ότι τους είχε ενθουσιάσει όλους πολύ αυτή η ιστορία με το μωρό. Ενώ εμένα, με είχε, πώς να το πω, αηδιάσει. Δεν λέω, το αγαπούσα, πως ήταν δυνατόν να γινόταν το αντίθετο. Αλλά δεν νοιαζόμουν για αυτό όπως νοιάζονται όλες οι μητέρες στον κόσμο. Ίσως, να με είχε πιάσει, να ήταν μία παρενέργεια της εγκυμοσύνης, δεν ξέρω… Από της σκέψης μου με έβγαλε η φωνή του Τζέισον. «Κλειώ μου, είσαι καλά?» Με ρώτησε καθώς με τράβηξε στην αγκαλιά του. «Ναι, ναι μια χαρά. Απλώς ανησυχώ. Αν πάθει ο οποιοσδήποτε κάτι. Τότε… Δεν ξέρω τι θα κάνω.» «Σςςςς όλα θα πάνε καλά. Κανείς δεν θα πάθει τίποτα. Στο υπόσχομαι.» Όσο και αν προσπαθούσα να πιστέψω στα λόγια του, δεν μπορούσε. Ήξερα πως δεν θα την βγάζαμε καθαρή από αυτήν την ιστορία, ήμουν σίγουρη. Και δυστυχώς είχα δίκιο.
LaDy_SoVeReigN Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 28 Τόπος : Στον κόσμο τον Anime!! Αριθμός μηνυμάτων : 1666 Registration date : 09/08/2009
Βρισκόμουν με την Μέρι και τον Άλβιν έξω στον κήπο και κάναμε χαζομάρες, με τον Άλβιν τα είχαμε ξαναβρεί, όχι ως ζευγάρι, όχι με τίποτα, μόνο ως φίλοι. Κάθε μέρα ανησυχούσα όλο και περισσότερο, 1μισι μήνας είχε περάσει, και δεν είχα ακόμη νέα του. «Θα πάω να τους βρω.» Είπα και γύρισαν και οι 2 να με κοιτάξουν. «Δεν υπάρχει περίπτωση να…» Είπε η Μέρι, και εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε μπροστά μας ο Ρον. «Ρον.» Είπε η Μέρι και έτρεξε και τον αγκάλιασε. Εκείνος την φύλλισε. Όταν απομακρύνθηκε ο ένας από τον άλλον κατάφερα να τον παρατηρήσω καλύτερα, τα ρούχα του ήταν σκισμένα, και ήταν χτυπημένος παντού. «Κλειώ, πρέπει, να έρθεις μαζί μου. Ο Τζέισον δεν είναι καλά. Έχει τραυματιστεί άσχημα, έλα.» Είπε και μου πρόσφερε το χέρι του για να σηκωθώ. Εγώ κοίταξα τρομοκρατημένη τον Άλβιν και την Μέρι. «Θα έρθουμε και εμείς.» Είπε ο Άλβιν. «Έγινε, απλώς κρατηθείτε σφιχτά επάνω μου.» Είπε ο Ρον, και μόλις πιάστηκα πάνω του, ένιωσα και πάλι να στροβιλίζομαι στο σκοτάδι, έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου, και όταν τα άνοιξα βρισκόμουν σε μία ξεραμένη περιοχή, σκοτεινή, είδα πιο πέρα, την Λίλιαν να βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν βρικόλακα διπλάσιο από εκείνην. Δεν πρόλαβα να δω περισσότερα γιατί ο Ρον μας οδήγησε σε μία σκηνή. Μόλις μπήκα μέσα, είδα τον Τζέισον να βρίσκεται ξαπλωμένος, ενώ αίμα έτρεχε από το ένα του πλευρό, έτρεξα γρήγορα δίπλα του. «Τζες, Τζες, τι έγινε, τι σου συνέβη.» «Στο είπα πως δεν λέγαμε τότε το αντίο.» Μου είπε και μου χαμογέλασε. «Τι έπαθες, ποιος σου το έκανε αυτό?» «Μην νοιάζεσαι. Σε παρακαλώ, ηρέμισε.» Μου είπε προσπαθώντας να με κοιτάξει. Έσκυψα και τον φίλησα ζεστά στα χείλι. «Δεν θα πάθεις τίποτα, στο υπόσχομαι, θα ζήσεις, μην ανησυχείς.» «Δεν είναι έτσι και το ξέρεις Κλειώ. Σε παρακαλώ, ορκίσου μου ότι θα φροντίσεις το παιδί μας, να μεγαλώσει ήρεμο από όλα αυτά. Σε παρακαλώ.» Είπε και ένιωσα το χέρι του να φεύγει από το δικό μου. «Στο ορκίζομαι, στο ορκίζομαι αγάπη μου.» Του είπα και φίλησα το χέρι του. « Θα σε περιμένω. Σε αγαπάω, να το ξέρεις.» Είπε και ένιωσα το χέρι του να βαραίνει, και να πέφτει. «ΟΧΙ.» Ούρλιαξα και άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Ο Άλβιν ήρθε δίπλα μου και με αγκάλιασε, εγώ όμως συνέχισα να χτυπιέμαι και να φωνάζω, όσο και αν προσπαθούσε να με ηρεμίσει. Ξαφνικά μέσα στην σκηνή μπήκε ένα ψιλός άντρας. «Αυτή είναι, πιάστε την.» Είπε και όρμισαν μέσα και άλλοι, σαν και αυτόν, σπρώξανε τον Άλβιν μακριά μου, ο ένας κρατούσε ένα σπαθί. Το σήκωσε ψηλά, και την στιγμή που πήγε να το προσγειώσει επάνω μου, ήμουν χαρούμενη, θα πήγαινα κοντά του. Όμως όχι, μπροστά μου μπήκε η Λίλιαν, και έπεσε δίπλα μου νεκρή. «Όχι, Λίλιαν, Όχι και εσύ, σε παρακαλώ, πες μου ότι είσαι ξύπνια,» είπα καθώς την ταρακουνούσα. Όμως τίποτα, καμία απάντηση. Ό άντρας σήκωσε ξανά το ξίφος του, όμως την τελευταία στιγμή κάποιος τον μαχαίρωσε από πίσω και έπεσε δίπλα μου και αυτός, άψυχος. Σήκωσα το κεφάλι μου, και είδα τον Χάρη, χτυπημένο άσχημα στο πλευρό του, να κρατάει με δυσκολία το σπαθί του, καθώς χτύπαγε ξανά και ξανά το άψυχο σώμα του άντρα. «Είναι νεκρός Χάρη, σταμάτα.» Του είπα και εκείνος σταμάτησε, πέταξε το σπαθί του στην άκρη και γονάτισε δίπλα στο νεκρό σώμα της Λίλιαν. «Αγάπη μου, είμαι εδώ, δίπλα σου, σε λίγο θα ήμαστε και πάλι μαζί, κάνε υπομονή.» Είπε ξαπλώνοντας δίπλα της, ενώ το αίμα συνέχιζε να κυλάει ακατάπαυστα από το πλευρό του. Και έτσι ξαφνικά σταμάτησε και αυτός να μιλάει, να κουνιέται, να αναπνέει, να ζει. 3 άτομα πεθάνανε για χάρη μου. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα τον Κράκερ να χτυπάει αι να σκοτώνει όταν τελευταίο που είχε απομείνει από εκείνους. Έτρεξε κοντά μας. «Κλειώ κορίτσι μου, είσαι καλά?» Με ρώτησε, εγώ δεν είχα την δύναμη να απαντήσω, κοιτούσα τα πτώματα των 2 φίλων μου, και του Τζέισον. Δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα από τα μάτια μου. «Πάρτε την από εδώ.» Είπε ο Κράκερ απευθυνόμενος στους άλλους 3. Η Μέρι ήρθε για να με τραβήξει μακριά από την Λίλιαν και τον Χάρη. «Όχι, άσε με, άσε με να πεθάνω κι εγώ. Εγώ φταίω, θυσιάστηκαν για μένα. Άσε με.» Φώναζα ενώ δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου. Τελικά κατάφερε και με τράβηξε μακριά τους, τραβώντας με στην αγκαλιά της. Έκλαιγα με λυγμούς, το ίδιο και εκείνη. Ο Ρον και ο Άλβιν, ήρθαν και μας αγκάλιασαν και οι 2, αν δεν βρισκόμασταν σε αυτήν την θέση, θα γέλαγα, και θα έλεγα οικογενειακή αγκαλιά, όμως τώρα, ο πόνος ήταν αφόρητος. Χειρότερος και από όταν με άλλαξε ο Άλβιν, χειρότερος, και από όταν εξαφανίστηκε. Έτσι όπως ήμασταν αγκαλιασμένοι, ένιωσα πάλι τα πάντα γύρω μου να σκοτεινιάζουν και να γυρνάμε γύρω, γύρω. Πάλι ο Ρον μας διανικτίνιζε πίσω. Μόλις φτάσαμε στον κήπο του σπιτιού, έπεσα στο γρασίδι κλαίγοντας. «Ήταν λάθος μου, δεν έπρεπε να την πάω εκεί.» Έλεγε ο Ρον καθώς προσπαθούσε να ηρεμίσει την Μέρι. Ο Άλβιν ήρθε και με αγκάλιασε. «Ηρέμισε, σε παρακαλώ, σκέψου το παιδί σου. Του το υποσχέθηκες.» Μου είπε. «Μου λες να ηρεμίσω? Πως είναι δυνατόν. 3 άτομα, 3 άτομα που αγαπούσα, πέθαναν μπροστά στα μάτια μου. Θυσιάστηκαν για μένα. Και εσύ μου λες να ηρεμίσω? Εγώ φταίω, εγώ φταίω για όλα.
Σπόιλερ:
Αν και δεν υπήρχε κανένα σχόλειο, βάζω ακόμα λίγο, και αν δεν σας αρέσει την σταματάω.
LaDy_SoVeReigN Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 28 Τόπος : Στον κόσμο τον Anime!! Αριθμός μηνυμάτων : 1666 Registration date : 09/08/2009
«Ναι, σου λέω να ηρεμίσεις, ξέρω, δεν είναι εύκολο, αλλά πρέπει ρε γαμώτο μου. Πρέπει, κάντο για τον Τζέισον, για την Λίλιαν και τον Χάρη, για το παιδί σου… Για… για μένα.» «Συγνώμη Άλβιν, αλλά δεν γίνεται.» Είπα και εκείνη την στιγμή ένιωσα έναν αφόρητο πόνο στην κοιλιά μου. Άρχισα να χάνω τις αισθήσεις μου, καθώς είδα το αίμα να βγαίνει ασταμάτητα από μέσα μου. Άκουσα φωνές, μπερδεμένες, και μετά πόνο, πόνο πολύ. Ένιωσα να με μετακινούν. Και μετά από σκοτάδι και πόνο, άκουσα ένα κλάμα, το μόνο που με κράτησε για λίγα λεπτά ακόμα στην ζωή. Άνοιξα περισσότερο τα μάτια μου, και είδα την Μέρι να κρατάει στην αγκαλιά της ένα μικροσκοπικό πλασματάκι και να προσπαθεί να το ησυχάσει. «Δώστο μου λίγο» Κατάφερα να προφέρω με δυσκολία. Είδα τον Άλβιν να με κοιτάει ανήσυχος, μέχρι που το πείρα στην αγκαλιά μου, ήταν κορίτσι, όπως πίστευε και ο Τζέισον. Το κοίταξα στα μάτια, ήταν τόσο όμορφη. Τα μάτια της, ήταν στις αποχρώσεις του πράσινου. Δεν μπορούσα να καταλάβω όμως ακριβώς, γιατί ήταν πολύ μωρό ακόμα, είχε κάτι λίγα μαλάκια στο κεφαλάκι του, και με κοιτούσε γελαστό. Ένιωθα σιγά σιγά τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν, και τότε θυμήθηκα κάτι, που είχα ξεχάσει εδώ και πολύ καιρό. Κάτι που μου είχε πει ο Κράκερ κάποτε, κάτι, που έπρεπε να κάνω πριν πάω να συναντήσω τον Τζέισον. Αυτήν την ευχή, την μοναδική ευχή, που μπορούσα να πραγματοποιήσω, θα με εξασθενούσε περισσότερο, θα πέθαινα χωρίς πόνο, και το μωρό μου θα μεγάλωνε σωστά. Το μόνο που ήθελα. Κράτησα πιο σφιχτά την κόρη μου στην αγκαλιά μου, και με όλη μου την δύναμη που μου είχε απομείνει πρόφερα αυτά τα λόγια. «Εύχομαι και θέλω, ικετεύω και πονώ για αυτό, Ο Άλβιν, η Μέρι και ο Ρον, να γίνουν ξανά άνθρωποι, να αφήσουν πίσω την αθάνατη ζωή τους, και να συνεχίσουν από εκεί που είχαν σταματήσει. Για να προσέξουν, και να μεγαλώσουν σωστά την κόρη μου. Εύχομαι να καταλάβουν τον λόγο που το έκανα. Και να ξέρουν πως τους αγαπώ.» Μόλις τελείωσα, τους είδα όλους να περιτριγυρίζονται από ένα δυνατό λευκό φως. Για αρκετά λεπτά με κοιτούσαν έκπληκτοι, και μόλις το φως έσβησα, όλοι έδειχναν τόσο διαφορετικοί, και τόσο ίδιοι συγχρόνως. Είχαν πια ένα πιο σκούρο χρώμα στο δέρμα τους, τα μάτια τους ήταν πιο φωτεινά, και μύριζαν, τόσο ανθρώπινοι. Με κοιτούσαν γελαστοί και λυπημένοι συγχρόνως. Στράφηκα στον Άλβιν, καθώς έβλεπα, πως είχα μόλις λίγα λεπτά στην διάθεση μου. «Θέλω να την ονομάσεις Καρολίνα, και να την προσέχεις, πολύ.» Είπα και προσπάθησα να χαμογελάσω. «Αυτό που έκανες, ήταν το πιο χαζό πράγμα στον κόσμο, αλλά και το πιο γενναίο.» Είπε και έσκυψε και με φίλησε στο μέτωπο. «Τα συναισθήματα μου για σένα δεν έχουν αλλάξει Κλειώ, και ούτε άλλαξαν ποτέ. Να το ξέρεις, ελπίζω να βρεις την ευτυχία εκεί που θα πας τώρα. Έχε καλό ταξίδι, και θα την προσέχω.» Μου είπε και καθώς πείρε την μικρή μου στην αγκαλιά του, ένιωσα το σώμα μου να χαλαρώνει και την ψυχή μου να βγαίνει από αυτό. Ο πόνος είχε σβήσει. Καθώς άνοιξα τα μάτια μου, ένιωσα ένα ζεστό αέρα να χαϊδεύει τα μαλλιά μου. Συνειδητοποίησα πως ήμουν ξαπλωμένη στην μέση ενός μεγάλου πράσινου λιβαδιού. Γεμάτο μαργαρίτες. Ένιωσα κάποιον να με αγκαλιάζει και το μόνο που πρόλαβα να δω, ήταν μία τούφα από ξανθά μαλλιά. Απομακρύνθηκα απαλά και κοίταξα το άτομο που προηγούμενος με είχε σφίξει στην αγκαλιά του. «Λίλιαν.» Είπα και την ξαναγκάλιασα. Εκείνη γέλασε και χάιδεψε τα μαλλιά μου. «Είδαμε τι έκανες εκεί κάτω. Και πρέπει να ξέρεις πως, ήταν το σωστό.» Μου είπε γελώντας καμπανιστά. Όρθιος, λίγο πιο πίσω από εκείνην βρισκόταν ο Χάρης, σηκώθηκα όρθια και έπεσα με φόρα στην αγκαλιά του. Εκείνος γέλασε και με έσφιξε πάνω του. «Δεν πίστευα πως θα σου είπαμε τόσο, δεν είχες δα και τόσο καιρό να μας δεις.» Είπε καθώς απομακρυνόμουν. Τότε τους είδα και τους δύο να κοιτάνε προς ένα σημείο. Άκουσα τα γνώριμα βήματά του, προτού μυρίσω την μυρωδιά του. Γύρισα και κοίταξα τα πανέμορφα μάτια του, με λατρεία. Έτρεξε προς το μέρος μου και με αγκάλιασε σφιχτά κάνοντάς με γύρους. «Γιατί το έκανες αυτό, γιατί το έκανες αυτό στο εαυτό σου? Θα μπορούσες να ευχηθείς να γίνεις καλά, και θα μεγάλωνες την κόρη μας και…» «Και θα ζούσα μέσα στον πόνο, πονώντας και τους γύρω μου. Ήταν το σωστότερο που μπορούσα να κάνω Τζες, και εκτός από αυτό, η Καρολίνα θα μεγαλώσει φυσιολογικά, θα είναι σαν φυσιολογικό παιδί. Και αν κάποτε παρουσιαστεί έστω και κάτι που να την κάνει να μοιάζει λίγο με βρικόλακα, ο Άλβιν, η Μέρι, και ο Ρον θα είναι δίπλα της να την βοηθήσουν. » «Είσαι σίγουρη, για την απόφασή σου, να, να την προσέχει?» κατάλαβα αμέσως ποιον εννοούσε και γέλασα. «Για τον Άλβιν εννοείς? Μην ανησυχείς, πραγματικά θα την προσέχει, και θα είναι μια χαρά.» Τότε άκουσα 2 φωνές πίσω μου, που περίμενα πως δεν θα ξανα ακούσω ποτέ στην ζωή μου. «Κλειώ.» «Κλειώ καρδιά μου, εσύ είσαι?» Γύρισα και κοίταξα τους γονείς μου έκπληκτη. Ήταν ίδιοι όπως και την τελευταία φορά που τους είδα. Τότε άκουσα άλλη μία φορά, αγορίστικη. «Τελικά αδερφούλα δεν μας την γλίτωσες.» Κοίταξα τον μικρό μου αδερφό διπλάσια έκπληκτη. Τελικά δεν τα είχε καταφέρει. Ποιος ξέρει τι έπαθε, και έχασε την ζωή του. «Λοιπόν μικρή, δεν θα μας αγκαλιάσεις?» Άκουσα τον πατέρα μου να λέει. Έτρεξα με δάκρυα στα μάτια και έπεσα μέσα την ζεστή αγκαλιά του. Μου είχε λείψει τόσο πολύ. «Κοριτσάκι μου, μας έλειψες τόσο πολύ.» Είπε καθώς χάιδευε τα μαλλιά μου. Σειρά είχε η μητέρα μου. Με αγκάλιασε σφιχτά, γεμάτη συγκίνηση, και στο τέλος με φίλησε στο μέτωπο. Έπειτα στράφηκα στο αδερφό μου. Τον έσφιξα στην αγκαλιά μου με τα καυτά μου δάκρυα να κυλάνε από τα μάτια μου. «Ει, ψηλή, θα με σκάσεις.» Είπε χωρίς να προσπαθήσει να με διώξει μακριά του. Γέλασα ελαφρά και απομακρύνθηκα. «Κλασικός Τζέιμς.» Είπα ανακατεύοντας τα μαλλιά του. «Ήρθαμε, να πάρουμε εσένα και τους φίλους σου, πίσω, στις ψυχές, στο σπίτι μας.» Μου είπε η μητέρα μου χαμογελώντας. Γύρισα και κοίταξα προς το μέρος του Τζέιμς, ο οποίος ήρθε δίπλα μου και έπιασε το χέρι μου. «Τότε θα έρθουμε.» Είπα και αφού σιγουρεύτηκα ότι και ο Χάρης με την Λίλιαν βρισκόντουσαν δίπλα μας, ακολούθησα την οικογένεια μου, με αποφασιστικό βήμα. Προχωρούσα ευθεία, χωρίς να είμαι αγχωμένη. Σκέφτηκα πως, μετά από τόσο καιρό ένιωσα και πάλι χαρούμενη. Τι γλυκό συναίσθημα. Πέρασα την αόρατη πύλη που πέρασαν και οι γονείς μου, ξέροντας πως δεν θα ξαναγύρναγα ποτέ πίσω, αλλά πάντα θα παρακολουθούσα τους από κάτω, αυτούς που είχα αφήσει πίσω. Ένας αναστεναγμός έφυγε από τα χείλι μου, καθώς άφηνα την παλιά μου ζωή πίσω, γυρνώντας σελίδα και ξεκινώντας μία άλλη ζωή, διαφορετική, χαρούμενη, γλυκιά. Και πάνω από όλα, χωρίς πόνο. Τελειώνοντας το κυνηγητό που είχα ξεκινήσει, μέσα στα σκοτεινά μυστικά, τα σκοτεινά μυστικά ενός βρικόλακα.
Σπόιλερ:
Ελπίζω να σας άρεσε. Πείτε μου το οτηδίποτε δεν σας άρεσε, και το οτιδήποτε με το οποίο είστε κατά. ϊσως να συνεχίσω την ιστορία, αργότερα, από την μεριά της πλέον έφηβη κόρη της, αλλά δεν ξέρω, θα δω, αναλόγως από τις ιδέες μου, και την δική σας υποστύριξη
LaDy_SoVeReigN Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 28 Τόπος : Στον κόσμο τον Anime!! Αριθμός μηνυμάτων : 1666 Registration date : 09/08/2009
Είχαν περάσει 16 χρόνια από την γέννηση της Καρολίνας, ή αλλιώς Κάρο, όπως προτιμούσαμε να την φωνάζουμε. Είχαμε μετακομίσει σε μία περιοχή της Ιταλίας, είχαμε αποφασίσει με την Μέρι και τον Ρόν, ότι έτσι θα ήταν καλύτερο, να πηγαίναμε κάπου από το οποίο δεν θα καταγόταν κανένας από εμάς. Παρόλα αυτά, τόσα χρόνια που είχαμε ζήσει είχαμε επισκεφθεί και αυτήν την χώρα, ξέραμε αρκετά Ιταλικά, οπότε, τι άλλο να ζητούσαμε? Η Καρολίνα μεγάλωνε έχοντας και τους 3 μας, δίπλα της. Κατά την ιστορία που της είχαμε πλάσει, για να την προστατεύσουμε, εγώ ήμουν ο πατέρας της, και η μητέρα της, είχε σκοτωθεί πριν από χρόνια σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Η Μέρι ήταν αδερφή μου, και ο Ρον, ο άντρας της. Ξέρω, τις είχαμε πει πολλά ψέματα, αλλά ήταν για το καλό της. Την αγαπούσαμε όλοι πολύ. Πάρα πολύ, υπερβολικά πολύ. Θυμάμαι, όποτε ερχόταν από το νηπιαγωγείο στο σπίτι κλαμένη, και εγώ με την Μέρι λείπαμε στην δουλειά, και ήταν εκεί μόνο ο Ρον, πως την έπαιρνε από το χεράκι και πήγαινε αμέσως να κάνει παρατήρηση στην δασκάλα της. Και στο δημοτικό, όταν απέκτησε της πρώτες της φίλες, πήγαινε και ζητούσε την συμβουλή της Μέρι συνέχεια, και εκείνη πάντα την βοηθούσε. Και στο γυμνάσιο, όταν είχε την πρώτη της σχέση με αγόρι, εγώ ήμουν εκεί για να την υποστηρίξω στο οτιδήποτε. Θα μπορούσατε να πείτε ότι ήταν ευτυχισμένη. Αλλά το έβλεπα, υπήρχε κάτι που την πονούσε, ένα κενό μέσα της. Γιατί ;
Σπόιλερ:
θα βάλω κομμάτι τέλει αυγούστου, άρχές σεπτέμβρη
LaDy_SoVeReigN Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 28 Τόπος : Στον κόσμο τον Anime!! Αριθμός μηνυμάτων : 1666 Registration date : 09/08/2009