Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.
Η συνέχεια της διάσημης σειράς βιβλίων έρχεται στα βιβλιοπωλεία στις 4 Αυγούστου με τίτλο «Midnight Sun» και αφηγείται την ιστορία του «Λυκόφωτος» από την πλευρά του Edward Cullen.
"Bella is with Edward. She's a part of this family, and we protect our family."
Carlisle Cullen, Twilight
Character of the Week
Rosalie Lillian Hale
(born 1915 in Rochester, New York) is a member of the Olympic coven.
She is the wife of Emmett Cullen and the adoptive daughter of Carlisle and Esme Cullen, as well as the adoptive sister of Jasper Hale (in Forks, she and Jasper pretend to be twins), Alice, and Edward Cullen.
Rosalie is the adoptive sister-in-law of Bella Swan and adoptive aunt of Renesmee Cullen, as well as the ex-fiancée of Royce King II.
Στο κατώφλι µιας νέας εποχής για τη Ροδεσία, η Μάντριγκαλ, έχοντας χάσει τον άντρα της λίγες µονάχα ώρες µετά τον γάµο τους, θρήνησε βαθιά την απώλειά του και αποφάσισε να ζήσει µε τη θύµησή του. Όµως δεν φαντάστηκε ποτέ πως θα της ζητούσαν να πάρει τη θέση της συζύγου του βασιλιά.
Ο βασιλιάς Έντουαρντ, αφού γνώρισε την απόλυτη ευτυχία δίπλα στη γυναίκα που λάτρεψε όσο καµία, την Άµπερλιν, δέχτηκε το σκληρότερο χτύπηµα της µοίρας όταν εκείνη πέθανε πριν προλάβει να φέρει στον κόσµο το παιδί τους. Ωστόσο, προκειµένου ν' ανταποκριθεί στα βασιλικά του καθήκοντα και να χαρίσει έναν διάδοχο στη Ροδεσία, είναι υποχρεωµένος να παντρευτεί ξανά και απ' όλες τις υποψήφιες επιλέγει τη Μάντριγκαλ.
Μήπως όµως το όνοµα της νέας του συζύγου κουβαλά µια σκοτεινή µοίρα; Άραγε υπάρχει ελπίδα να αλλάξει το πεπρωµένο; Θα καταφέρει η Μάντριγκαλ να ξυπνήσει την αγάπη στην καρδιά του άντρα και βασιλιά της; Κι εκείνος θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τα αισθήµατά του πριν χάσει τα πάντα για άλλη µια φορά;
Άλλη μια μέρα ξεκινά, κοιτάζω γύρο μου και κάποιο παιδάκι μου χαμογελά «καλημέρα» του λέω γλυκά, μου χαμογελά και συνεχίζει την πορεία του. Ήταν η πρώτη μου μέρα στην δουλειά και δεν ήθελα να αργήσω. Έβαλα μπρος το αμάξι και ξεκίνησα. Όταν έφτασα μια γλυκιά κοπέλα στην είσοδο με υποδέχτηκε. «καλημέρα σας, πως μπορώ να σας εξυπηρετήσω?» «καλημέρα σας, λέγομαι Μπέλα Σουαν, είμαι η καινούργια κοπέλα στο τμήμα της λογοτεχνίας?» «αααααα φυσικά καλή μου, φυσικά, εγώ είμαι η Μπρέντα Σοβάλ, έλα μαζί μου θα σε πάω στο τμήμα σου να σου δείξω και τα κατατόπια» Ξεκινήσαμε μαζί και ανεβήκαμε προς τον πρώτο όροφο. Η δημοτική βιβλιοθήκη ήταν το καμάρι αυτής της πόλης και όλοι οι φοιτητές άλλα και απλός κόσμος πέρναγαν πολλές ώρες εδώ, είτε για να χαλαρώσουν διαβάζοντας κάποιο βιβλίο, είτε για να κάνουν έρευνα για τα μαθήματα τους και γενικά ήταν πάντα γεμάτο ζωή. Ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο και άνοιξε την πόρτα με ένα κλειδί. «γιατί είναι κλειδωμένη?» αναρωτήθηκα «Έχει σπάνια βιβλία μέσα και χωρίς κάποιον υπεύθυνο δεν το αφήνουμε ποτέ ανοιχτό. Φυσικά τώρα αυτήν είναι δική σου δουλειά. Θα πρέπει πάντα να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά και αν κάποιος δανίζετε ένα βιβλίο, να το χιλιοτσεκάρεις με όλα του τα στοιχεία. Έλα θα σου δείξω ότι χρειάζεται να ξέρεις» με πήγε στο γραφείο μου και ενθουσιάστηκα, δεν ήταν πολύ μικρό ούτε πολύ μεγάλο άλλα ήταν πολύ ζεστό. Με έβαλε να κάτσω στην καρέκλα και άρχισε να μου εξηγεί όλα όσα έπρεπε να ξέρω και όλες τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα μου. Με τα απο λίγο με άφησε να κατατοπιστώ στην βιβλιοθήκη και με άφησε να ξεκινήσω την δουλειά μου, λέγοντας μου να την καλέσω αν τίποτα χρειαστώ. Αφού τακτοποίησα τα πράγματα μου και έλεγξα τον υπολογιστή με τις εκκρεμότητες που είχαν μείνει, πήρα το καροτσάκι με τα γεμάτα βιβλία και άρχισα να γυρίζω στους διαδρόμους για να τα τακτοποιήσω. Η αίθουσα απο ότι μου είχε πει η Μπρέντα ήταν για αρκετό καιρό κλειστή και έτσι δεν άργησε να γεμίζει με κόσμο που ήθελε να την επισκεφτεί. Καθώς έβαζα τα βιβλία στην θέση τους, ένιωσα μια αύρα να περνά στον πλαϊνό διάδρομο. Ήμουν συνηθισμένη σε αυτά καθώς απο μικρή ένιωθα αύρες. Η γιαγιά μου μου είχε εξηγήσει σε αρκετά νεαρή ηλικία ότι έχω το χάρισμα να βλέπω τις πληγωμένες αύρες των νεκρών και εμφανίζονται σε μένα για να μου ζητήσουν βοήθεια. Στην αρχή το είχα δεχτεί με ευκολία εφόσον είχα την γιαγιά μου δίπλα μου να με στηρίζει, άλλα όλα αυτά ανατράπηκαν με τα χρόνια και τότε άρχισα να τους αγνοώ. Συνέχιζα να βάζω τα βιβλία στην θέση τους, προσπαθώντας να καταπνίξω την περιέργεια μου στην περίεργη αύρα που ένιωσα. Πάντα έκανα την αδιάφορη, πάντα συνέχιζα να κάνω ότι και πριν ώστε να μην καταλάβουν οι αύρες ότι μπορώ να της δω, πάντα με την ελπίδα ότι δεν θα με πλησιάσουν ώστε να μου ζητήσουν καμία χάρη. Το ξέρω ότι ήμουν εγωίστρια, αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, παρόλο που το είχα αποδεχτεί, παρόλο που ήξερα ότι δεν πρόκειται να με πειράξουν, πάντα φοβόμουν και ας μην το παραδεχόμουν. Έφτασα στον πιο μεγάλο και στον πιο σημαντικό διάδρομο όλου του τμήματος μου ή καλύτερα να πω όλου του κτηρίου. Εδώ φυλάσσονταν με μεγάλη προσοχή τα μεγαλύτερα και τα καλύτερα έργα όλον τον εποχών, τα πιο σπάνια από όλα. Αν και δεν είχα τίποτα να αφήσω εδώ γιατί δεν επιτρεπόταν να φύγουν απο εδώ χωρίς την επίβλεψη κάποιου, ωστόσο κάτι με έκανε να θέλω να το δω από κοντά, να τα κοιτάξω να τα ακουμπήσω, λες και ήταν θησαυρός. Ήταν θησαυρός ο πιο σπάνιος από όλους τους θησαυρούς του κόσμου. Απο τότε που άρχισε η ζωή μου να αλλαζει, τα βιβλία ήταν για μένα πια όλη μου η ζωή. Ζούσα μέσα απο αυτά και ένιωθα ότι αν κάποιος μου τα στερούσε, απλός θα σταμάταγα να ζω. Είχα διαβάσει πάαααρα πολλά βιβλία και πάντα ένιωθα ότι δεν ήταν αρκετά. Αυτά εδώ όμως με μάγεψαν. Περπατούσα στον διάδρομο μαγεμένη και ασυναίσθητα ακούμπησα δειλά το δάχτυλο μου σε έναν απο τους τόμους μιας τεράστιας συλλογής. Το δάχτυλό μου ακούμπησε την ράχη του βιβλίου ακριβός εκεί που αναγραφόταν το «Ε» με χρυσά γράμματα. Ξαφνικά ένιωσα έναν πόνο και έπεσα στο πάτωμα. Συνήλθα κατευθείαν και κοίταξα γύρο μου. Η αύρα που είχα δει και πριν ήταν στην αρχή του διαδρόμου και κοιτούσε προς το μέρος μου. Είχα δει πολλές αύρες όλα αυτά τα χρόνια, αλλά τέτοια αύρα δεν είχα δει ξανά ποτέ μου. Ήταν η πιο φωτεινή η πιο ζωντανή η πιο ζεστή αύρα που με έκανε κοιτώντας την να πλημμυρίζει την καρδιά μου με ηρεμία και ζεστασιά. Πήρα τα μάτια μου γρήγορα απο πάνω της για να μην καταλάβει ότι την κοιτάω και κοίταξα γύρο μου. Δίπλα μου ήταν πεσμένο ένα βιβλίο. Γέλασα και έκανα να σηκωθώ αλλά τότε κατάλαβα τον οξύ πόνο στο κεφάλι μου. «συγνώμη, συγνώμη» άκουσα να λέει μια αγχωμένη φωνή. «δεν πειράζει» είπα εγώ χαμογελώντας προς το κορίτσι που στεκόταν μπροστά μου με μάτια γεμάτα αγονία και άγχος «ένα ατύχημα ήταν, δεν έγινε τίποτα» της είπα όσο πιο γλυκά και ζεστά μπορούσα για να την ηρεμήσω «να σας βοηθήσω να σηκωθείτε?» ρώτησε «ναι αν είναι εύκολο» Την άφησα να με βοηθήσει και όταν σηκώθηκα όρθια δεν πίστευα στα μάτια μου απο αυτό που αντίκρισα. Η ίδια αύρα ερχόταν όλο και πιο κοντά. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά σε γρήγορους ρυθμούς. Όχι οχι, σκέφτηκα, όχι δεν θα σου κάνω πάλι την χάρη δεν θα σε αφήσω να μου μιλήσεις, σε παρακαλώ, μην μου μιλήσεις, δεν θέλω, δεν μπορώ «είσαι καλά?» άκουσα το κορίτσι να με ρωτάει Γύρισα και την κοίταξα στα μάτια «εε ναι ναι μια χαρά ευχαριστώ» είπα και την τράβηξα απο το χέρι να βγούμε απο τον διάδρομο και να πάμε προς τα τραπέζια ανάγνωσης για να κάτσω και να ηρεμήσω. Μόλις έκατσα «είσαι σίγουρη ανησυχώ, σε βλέπω πανιασμένη, θέλεις να σου φέρω κάτι, οτιδήποτε, σε παρακαλώ» «όχι όχι ευχαριστώ» είπα απολογητικά, τι να της έλεγα ότι πάνιασα γιατί είδα ένα φάντασμα??? «θα βάλω το βιβλίο στην θέση του και θα πάω στο γραφείο μου, σε παρακαλώ δεν έγινε τίποτα είμαι μια χαρά» είπα ψέματα καθώς ο πόνος στο κεφάλι μου με είχε διαλύσει. «είστε σίγουρη?» με ξαναρώτησε με μεγάλη ανησυχία «ναι ευχαριστώ, πήγαινε να συνεχίσεις αυτό που έκανες και αν χρειαστείς βοήθεια μην διστάσεις να μου την ζητήσεις» τις είπα και με όλη την δύναμη που μου είχε απομείνει της χάρισα το πιο ζεστό μου χαμόγελο. Έγνεψε μια φορά και χωρίς να παίρνει τα μάτια της απο πάνω μου άρχισε πάλι να πηγαίνει στον πίσω διάδρομο απο τον διάδρομο που ήμασταν πριν. Μόλις μπήκε στον διάδρομο και με ελευθέρωσε απο την ματιά της, έβαλα το χέρι μου στο κεφάλι μου να δω σε τι κατάσταση ήταν. Στο σημείο που με είχε χτυπήσει το βιβλίο ήταν λίγο ευαίσθητο άλλα δεν είχε ούτε καρούμπαλο ούτε αίμα. Πήρα μια ανάσα και σηκώθηκα για να δω αν μπορούσα να κινηθώ. Ο πόνος ήταν πολύς αλλά τουλάχιστον ήταν μόνο αυτό. Έριξα μια ματιά γύρο μου και όλα ήταν ήσυχα και η αύρα που είχα δει πριν αρκετά μακριά μου. Ούφ σκέφτηκα ευτυχώς. Πήγα έβαλα το βιβλίο στην θέση του και πήγα με το καροτσάκι των βιβλίων στο γραφείο μου. Άνοιξα την τσάντα μου και έβγαλα τα παυσίπονα και ήπια δύο για να ηρεμήσω.
Η υπόλοιπη μέρα κύλησε ομαλά. Αν και πονούσα όχι αρκετά χάρις τα παυσίπονα, έκανα την δουλειά μου αρκετά ικανοποιητικά. Μόλις το συνειδητοποίησα χαμογέλασα με αυτοπεποίθηση και σηκώθηκα να κάνω άλλη μια βόλτα στους διαδρόμους, για να βάλω και τα υπόλοιπα βιβλία που είχαν μείνει απο πριν στο καροτσάκι. Μέσα στην αίθουσα επικρατούσε ησυχία, ο περισσότερος κόσμος είχε φύγει μιας και πλησίαζε η ώρα που η βιβλιοθήκη θα έκλεινε και είχαν απομείνει μόνο δύο κυρίες σε μεγάλη ηλικία και ένα μικρό αγοράκι που μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Ήταν πολύ μικρός για να είναι εδώ μόνος τους, πρέπει να ήταν 10 με 12 χρονών υπολόγισα. Κοίταξα γύρο μου αλλά εκτός απο τους τρεις τους δεν ήταν κανείς άλλος. Μάλλον θα ήταν με μία απο της μεγαλύτερες κυρίες που καθόντουσαν πιο μακριά σκέφτηκα και συνέχισα για να τακτοποιήσω τα βιβλία. Η αύρα φυσικά ήταν εκεί, την ένιωθα να κινήτε παράλληλα με εμένα άλλα πάντα απο την απέναντι μεριά των διαδρόμων. Τουλάχιστον αφήνει μια απόσταση σκέφτηκα, ίσως βαρεθεί και να φύγει, έλεγα με ελπίδα. Είχα περπατήσει αρκετούς διαδρόμους μακριά απο το μικρό αγόρι ώσπου άξαφνα άκουσα το κλάμα του. Έτρεξα αμέσως κοντά του. «τι έγινε, τι συμβαίνει?» τον ρώτησα γεμάτη αγονία παίρνοντας τον τρυφερά στην αγκαλιά μου. Αρπάχτηκε απο το λαιμό μου και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Μου σπάραξε την καρδιά. «σε παρακαλώ μίλα μου, τι σου συμβαίνει?» του είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα χαϊδεύοντας τα μαλλιά του για να τον ηρεμήσω. «η η μαμά μου» μου είπε με διακοπές απο τα αναφιλητά «τι η μαμά σου, καρδούλα μου, που είναι είναι εδώ? Θες να την βρω?» «δεν δεν ξέρω που είναι»μου είπε με μεγάλο κόπο «με άφησε εδώ για να περιμένω μέχρι να τελειώσει τα ψώνια της και είπε ότι θα έρθει να με πάρει αλλά έχει περάσει τόση ώρα και δεν ήρθε, φοβάμαι, φοβάμαι πολύ» μου είπε και ξέσπασε πάλι σε κλάματα Χωρίς να τα χάσω τον πήρα στην αγκαλιά μου και τον πήγα στο γραφείο μου χωρίς να τον αφήνω απο την αγκαλιά μου έκατσα στην καρέκλα μου και τον έβαλα να καθίσει στα γόνατα μου, προσπαθώντας να τον ηρεμήσω μάταια. «έλα καρδιά μου μην μου κλαις» τον παρακάλεσα «θα δεις θα έρθει, μην μου κλαις» αλλά δεν σταμάτησε να με κρατάει αγκαλιά και να κλαίει «άκου τι θα κάνουμε, σε μια ώρα η βιβλιοθήκη θα κλήση, οπότε εμείς θα κάτσουμε εδώ και θα ζωγραφίσουμε κάτι όμορφο για να περάσει η ώρα μας και θα την περιμένουμε μαζί, αν δεν έρθει μέχρι το κλείσιμο, σου υπόσχομαι ότι θα κάτσω μαζί σου έξω μέχρι να έρθει, δεν θα σε αφήσω αν δεν την βρούμε, εντάξει??» Σήκωσε το κεφαλάκι του απο τον όμο μου και με κοίταξε με παράπονο στα μάτια «μου το υπόσχεσαι?» με ρώτησε πιο ήρεμο τώρα «φυσικά, με έναν όρο όμως» «τι τι όρο» είπε γεμάτος αγονία «με τον όρο ότι θα μου κάνεις την πιο όμορφη ζωγραφιά που έχεις κάνει μέχρι τώρα και θα μου την χαρίσεις για να σε θυμάμαι» Έσκασε ένα γλυκό χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά και τα μάτια του έλαμψαν «έγινε, αλλά και εσύ θα μου κάνεις μια για να την έχω μαζί μου για να σε θυμάμαι» «έγινε» του είπα και εγώ και τέντωσα το χέρι μου για να σφραγίσουμε την συμφωνία μας «κόλα πέντε» του είπα και άρχισε να γελάει «πως σε λένε?» «Έρνεστ» μου είπε «εμένα Μπέλα» του είπα και μου χαμογέλασε Τον έβαλα να κάτσει στην θέση μου και πήρα απο δίπλα μια άλλη καρέκλα και αρχίσαμε να ζωγραφίζουμε μανιωδώς «εεε μην κλέβεις» του είπα και έκανα πως κρύβω την ζωγραφιά μου για να μην την δει, άρχισε να γελάει και έσκυψε στην ζωγραφιά του με μανία για να φτιάξει κάτι όμορφο για να με εντυπωσιάσει. Η ώρα περνούσε και δεν εμφανιζόταν κανείς, πραγματικά είχα αρχίσει να ανησυχώ. Μα πως είναι δυνατών να σκέφτηκε η μητέρα του να κάνει κάτι τέτοιο, σκέφτηκα. Αλλά ποτέ στην ζωή μου δεν ήμουν κριτής και ποτέ δεν έκρινα τους άλλους για τις πράξεις τους. Οπότε όταν θα εμφανιζόταν η μητέρα του, είχα αποφασίσει να τον παραδώσω σε εκείνη χωρίς να της πω κουβέντα. Η αύρα πάντα εκεί, πάντα σιωπηλή και ακίνητη μας κοίταζε απο μακριά. Μα τι θέλειιιιιι, ούρλιαξα μέσα μου, γιατί δεν φεύγει όπως κάνουν πάντα??? Αναρωτήθηκα με ένταση. Ήμουν σίγουρη ότι με αυτήν την αύρα δεν θα την γλίτωνα, αργά ή γρήγορα θα έκανε την κίνηση της για να μου μιλήσει. Ας το έκανε τουλάχιστον όταν θα ήμουν μόνη, παρακαλούσα, αρκετά ρεζίλη είχα γίνει με παρόμοια σκηνικά στο παρελθόν, δεν θα άντεχα πάλι να με δουν να φωνάζω και να ουρλιάζω μόνη μου καθώς οι άλλοι δεν μπορούν να δουν αυτό που βλέπω εγώ. Η ώρα πέρασε και έπρεπε να κλείσω, οι κυρίες είχαν φύγει πριν απο λίγο οπότε δεν είχα άλλη επιλογή «τελείωσες?» τον ρώτησα «ναι εσύ?» μου είπε «ναι και εγώ, οπότε με το τρία θα αποκαλύψουμε τις ζωγραφιές μας οκ?» «ναι» «ένααααα, δύοοοοοο, τρία» είπα και γυρίσαμε τις ζωγραφιές μας ταυτόχρονα Είχα πάθει πλάκα «τι είναι αυτό?» τον ρώτησα «αυτή είσαι εσύ και αυτός ο φύλακας άγγελος σου, ξέρεις σε προσέχει για να μην πάθεις τίποτα κακό, γιατί αν πάθεις κάτι τότε εμείς θα χάσουμε κάτι πολύτιμο, εσένα» είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό, δεν μπορούσα να πιστέψω ούτε στα αυτιά μου, αλλά ούτε στα μάτια μου. Απορροφημένη απο την ζωγραφιά και τα λόγια του μικρού δεν είχα παρατηρήσει το πόσο κοντά ήταν πλέον η περίεργη αύρα που με είχε στοιχειώσει απο το πρωί. Μόλις το συνειδητοποίησα, πήρα μια κοφτή ανάσα και με όση ψυχραιμία μου είχε απομείνει, σηκώθηκα με γρήγορες κινήσεις και άρχισα να μαζεύω τα πράγματα μου. «σ σε ευχαριστώ πάρα πολύ μικρούλι μου γι αυτό, πάρε και την δική μου να την έχεις και να με θυμάσαι και πάμε τώρα να σε κεράσω μια ζεστή σοκολάτα όσο θα περιμένουμε την μαμά σου, ναι?» «εντάξει» μου είπε με έναν αναστεναγμό Πήρα το πρόσωπο του στα χέρια μου και τον κοίταξα στα μάτια «μην φοβάσαι, δεν θα σε αφήσω μέχρι να έρθει και πάλι κοντά σου» «σε ευχαριστώ, είσαι ο φύλακας άγγελος μου, δεν απορώ γιατί ο δικός σου σε προσέχει τόσο πολύ απο το πρωί» Έμεινα κόκαλο «ίσως γιατί είμαι πολύ αδέξια» είπα και του έκλεισα το μάτι για να ελαφρήνω την ατμόσφαιρα και γιανα σταματήσω αυτό το θέμα εκεί, ελπίζοντας. «βλέπεις, συνέχισα, είμαι πολύ σκουντούφλο» είπα και ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια Τον φίλησα στο κεφάλι μαλακά και πήρα το χέρι του για να βγούμε έξω, στο κατώφλι όμως θυμήθηκα ότι δεν είχα τα κλειδιά. «περίμενε λίγο εδώ για να φέρω τα κλειδιά, εντάξει?» «θα είμαι ο φρουρός της αίθουσας δεν θα μπει και δεν θα βγει κανένας απο εδώ» μου είπε αυστηρά μένοντας μπροστά στην πόρτα και σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος με μια άγρια αυστηρότητα στο βλέμμα του. «αυτός είσαι, με τέτοιο φύλακα ποιος θα τολμήσει να μπει» του είπα και του χάιδεψα παιχνιδιάρικα τα μαλλιά «Μπρέντα εγώ τελείωσα, θα κλειδώσεις εσύ ή εγώ?» «άσε θα κλειδώσω εγώ, αύριο θα έρθει η επιτηρήτρια για να συζητήσετε και μετά θα σου τα δώσει εκείνη, εντάξει?» «εντάξει κανένα πρόβλημα, θα έρθεις τώρα?» «ναι» είπε και ξεκινήσαμε να ανεβαίνουμε τις σκάλες «τι γίνετε εδώ?» άκουσα πίσω μου την Μπρέντα να φωνάζει «αυτός είναι ο Έρνεστ, η μητέρα του τον άφησε στην αίθουσα και δεν έχει έρθει ακόμα να τον πάρει» «μα είναι δυνατόν??? Τι σόι μ-« «ο Έρνεστ όπως βλέπεις» την διέκοψα απότομα κάνοντας νόημα με τα μάτια μου να το σταματήσει για να μην τρομάξει το παιδί « είναι ένα σοβαρό παιδί και αρκετά μεγάλος για την ηλικία του και μπορεί να περνάει μερικές όρες διαβάζοντας μαζί με τους ενήλικες. Έτσι Έρνεστ?» είπα γυρίζοντας προς το μέρος του «ναι» είπε μελαγχολικά «έλα πάμε έχω ανάγκη απο μια ζεστή σοκολάτα και ένα υπέροχο φρεσκοψημένο κρουασαν, τι λες θα μου κάνεις παρέα?» τον ρώτησα και αμέσως άστραψαν τα μάτια του. Τον πήρα και φύγαμε πριν προλάβει η Μπρέντα να αρχίσει να πετάει διάφορα μπροστά στο παιδί και το κάνει να αισθανθεί χειρότερα. Μπήκαμε στην καφετέρια που ήταν ακριβός απέναντι απο την βιβλιοθήκη και διάλεξα ένα τραπέζι ακριβός στο παράθυρο για να μπορούμε να κοιτάμε έξω μήπως φανεί η μητέρα του. Μόλις παραγγείλαμε «επειδή εγώ δεν γνωρίζω την μαμά σου, να κοιτάς απέναντι μήπως την δεις να έρχεται για να προλάβουμε να της κάνουμε νόημα για να μας δει, εντάξει?» «εντάξει» μου είπε θλιμμένα Δεν άντεξα και εκεί που καθόμουν απέναντι του τώρα άλλαξα θέση, έκατσα δίπλα του και τον πήρα αγκαλιά «σε παρακαλώ μη μου στεναχωριέσαι, θα δεις θα έρθει και όλα θα ξεχαστούν» «πρέπει να έχεις σχηματίσει πολύ άσχημη γνώμη γι αυτήν εε?» «φυσικά και όχι ματάκια μου γιατί να το κάνω αυτό απο την στιγμή που δεν την ξέρω. Είμαι σίγουρη ότι θα υπάρχει ένας πολύ σοβαρός λόγος που δεν εμφανίστηκε ακόμα» «πι πιστεύεις ότι μπορεί να έχει πάθει κάτι?» με ρώτησε με κομμένη την ανάσα. Φτουυυυ τι το ήθελα και το άνοιγαααα «όχι όχι φυσικά και όχι απλός ότι κάτι την καθυστέρησε» είπα και δάγκωσα τα χίλια μου χωρίς φυσικά να έχω καταφέρει να σώσω την κατάσταση και τότε σκέφτηκα «για πες μου θυμάσαι που μένεις? Έχεις κάποιο τηλέφωνο που μπορούμε να την πάρουμε?» «ναι μου το έχει σημειώσει εδώ, για ώρα ανάγκης» είπε και έβγαλε ένα χαρτάκι απο την τσέπη του μπουφάν του. «Έρνεστ τελικά είσαι άτυχος, έτυχες στην πιο χαζή φύλακα άγγελο που θα μπορούσες ποτέ να τύχης, πως δεν το σκέφτηκα πιο πριν» είπα και γελάσαμε μαζί «δεν είσαι χαζή απλά πολύ αγχωμένη, το καταλαβαίνω» Μα πόσο έξυπνο παιδί ήταν αυτό, πέταγε την μια ατάκα μετά την άλλη αφήνοντας με άφωνη. «θα πάω μέχρι το μπαρ να ζητήσω να πάρω ένα τηλέφωνο, θα είμαι εκεί απέναντη, αν με χρειαστείς έλα να με βρεις εντάξει?» Κούνησε το κεφάλι και έτρεξα να πάρω τηλέφωνο Μετά απο αρκετές κλήσεις «εμπροςςςςς» μια ταραγμένη και ξεψυχισμένη φωνή απάντησε «ναι γεια σας ήσαστε η μητέρα του Έρνεστ?» ρώτησα καθώς απο την ταραχή μου ξέχασα να ρωτήσω τον Έρνεστ πως λένε την μητέρα του «ναι ναι πείτε μου σας παρακαλώ ότι είναι καλά, σας παρακαλώ είναι το μονάκριβό μου σας παρακαλώ μην του κάνετε κακό» απο αυτά που μου έλεγε κατάλαβα ότι ήταν σε πανικό «σας παρακαλώ ηρεμήστε, με λένε Μπέλα Σουάν και δουλεύω στην βιβλιοθήκη, ο Έρνεστ είναι μια χαρά και είναι δίπλα μου θέλετε να του μιλήσετε» κλάματα και ευχαριστίες απο την άλλη μεριά της γραμμής «κυρία κυρία με ακούτε??» «ναι ναι χίλια συγνώμη δεν ξέρω τι να πω, χίλια συγνώμη, που που ήσαστε??» «ήμαστε στην καφετέρια απέναντι ακριβός απο την βιβλιοθήκη, επειδή όμως δεν σας ακούω καλά θα θέλετε να σας τον φέρω κάπου εγώ?» «δεν θέλω να σας βάλω σε κόπο» «κανένας κόπος πες τε μου που είσαστε και τον φέρνω αμέσως» Αφού μου δίνει την διεύθυνση «Έρνεστ, βρήκα την μαμά σου, είναι μια χαρά και μου έδωσε την διεύθυνση για να σε πάω, θες να πάρουμε το κρουασαν σου μαζί?» Έτρεξε και έπεσε στην αγκαλιά μου με κλάματα «ευχαριστώ, ευχαριστώ» έλεγε κλαίγοντας «έκατσα κάτω στα γόνατα και του σήκωσα το μουτράκι «εεεε τι είπαμε, δεν είπαμε ότι είμαι ο φύλακας άγγελος σου, και σε προσέχω για να μην πάθεις τίποτα κακό, γιατί αν πάθεις κάτι τότε εμείς θα χάσουμε κάτι πολύτιμο, εσένα» του είπα επαναλαμβάνοντας τα λόγια που είχε πει πριν. Τον φίλησα απαλά στο μέτωπο του και έκανα να σηκοθώ για να φύγουμε. Την ώρα που σικωνόμουνα η αύρα που με είχε στοιχειώσει από το πρωί ήταν ακριβός πίσω απο το αγοράκι. Ενστικτωδώς ενώ ήξερα ότι δεν είχα κανέναν λόγο να φοβάμαι άρπαξα τον μικρό στην αγκαλιά μου και κοίταξα την αύρα βλοσυρά, θέλοντας να του δείξω, να μείνει μακριά μας. Ο πιτσιρίκος μου τράβηξε το μανίκι και γύρισα να τον κοιτάξω. Μου έκανε νόημα να μου πει κάτι στο αυτί. «δεν είναι εδώ για κακό, σε προστατεύει» το κοίταξα στα μάτια για μια στιγμή και τότε αποφασιστικά είπα «πάμε» και πήρα το παλτό μου και το μπουφάν του και τον έβγαλα απο την καφετέρια και τον πήγα στο αυτοκίνητο μου. Δεν είχα καταλάβει ότι σχεδόν έτρεχα. Τα νεύρα μου είχαν χτυπήσει κόκκινο, η αντοχές μου είχαν μηδενιστή. Μα τι στο καλό ήθελε?? Γιατί δεν με αφήνει ήσυχη όπως και οι υπόλοιποι??? Και που στο καλό ήξερε ο μικρός για όλα αυτά?? Φυσικά με μία απόκλιση, αυτό ήταν ένα φάντασμα όπως και όλα τα άλλα που είχα δει και όχι ένα φύλακας άγγελος όπως πίστευε ο μικρός μου.
Έχει επεξεργασθεί από τον/την xrysanthi στις Παρ 26 Νοε 2010 - 12:32, 2 φορές συνολικά
xrysanthi The Volturi
Ηλικία : 46 Τόπος : Αθήνα Αριθμός μηνυμάτων : 8719 Registration date : 08/11/2010
Ξεκινήσαμε για το σπίτι του. «γιατί έχεις τέτοια άρνηση?» μου πέταξε ξαφνικά «συγνώμη?» του είπα σοκαρισμένη «ξέρω πως τον είδες και εσύ, σε είδα στην καφετέρια πως τον κοίταζες μην μου το αρνήσε» «δεν ξέρω γιατί πράγμα μιλάς» «Μπέλα άκουσε με, απο τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου βλέπω ότι και εσύ. Μέχρι και πριν μερικά χρόνια αυτό με τρόμαζε, μέχρι που μίλησα μαζί τους και τότε κατάλαβα ότι δεν έχω τίποτα να φοβηθώ, είναι μέρος της ζωής μας και απλά υπάρχουν όπως και εμείς» «Έρνεστ» είπα ξεψυχισμένα δεν το αντέχω αυτό δεν αντέχωωωωω «άκουσε με, μπορεί να είμαι πολύ μικρότερος σου, αλλά απο ότι φαίνεται εγώ έχω δεχτεί και έχω αποδεχτεί τις καταστάσεις καλύτερα απο εσένα, ναι δεν λέω τα φαντάσματα με τρομάζουν και μένα, όχι όλα άλλα τα περισσότερα είναι τρομακτικά, όμως αν μιλήσεις μαζί τους θα καταλάβεις ότι απλά είναι βασανισμένα και όχι τέρατα. Υπάρχουν όμως και οι άλλοι» «οι άλλοι ποιοι άλλοι?» «σαν αυτόν που σε παρακολουθεί απο το πρωί» «δεν νομίζω ότι καταλαβαίνω» «αυτοί είναι άγγελοι, έρχονται σπάνια και συνήθως δεν είναι για καλό» «πως το καταλαβαίνεις αυτό και πως τα ξέρεις όλα αυτά? Και τι εννοείς δεν έρχονται για καλό» είχα αρχίσει να μπαίνω πάλι στο μονοπάτι της παράνοιας, ένιωθα την κρίση ιστερίας να πλησιάζει όλο και πιο πολύ και ήθελα να ξεφύγω, όχι δεν με ενδιέφερε ποιοι ήταν αυτοί δεν ήθελα να μάθω, όχι πάλι, δεν θα τους επέτρεπα πάλι να μου χαλάσουν την ζωή πάνω που είχα μπει σε μία σειρά Πριν προλάβω όμως να του πω ότι δεν με ενδιαφέρει να μάθω άρχισε να με βομβαρδίζει με πληροφορίες. «οι αύρες των νεκρών των βασανισμένων ψυχών που βρίσκονται ανάμεσα μας είναι πιο διάφανες και αν τους κοιτάξεις, αν θελήσεις να τους δεις, τους βλέπεις όπως ήταν την τελευταία στιγμή που η ψυχή τους βγήκε απο το σώμα τους, ενώ οι άγγελοι έχουν πιο φωτεινή αύρα, αν τους κοιτάξεις καλά η αύρα τους σε θαμπώνει και σε ακινητοποιεί κάνοντας σε να νιώθεις ηρεμία και γαλήνη, αλλά αν θελήσεις να τους δεις ποτέ δεν σου αποκαλύπτουν το πρόσωπο τους, πάντα βλέπεις μόνο τις αύρες τους και τίποτα άλλο.» πόσα απο αυτά είχα νιώσει το πρωί και πόσα μου θύμιζε απο την παλιά μου ζωή. Αποφάσισα να τον αφήσει να συνεχίσει «και πως τα ξέρεις όλα αυτά εσύ?» «όταν αποφάσισα να αντιμετωπίσω τον φόβο μου άφησα το φάντασμα που γύριζε συνέχεια στο δωμάτιο μου να μου αποκαλύψει το πρόσωπο του, τρόμαξα τόσο πολύ που η μαμά μου με πήγε στο νοσοκομείο. Άλλα μετά αποφάσισα ότι πρέπει να δω, δεν μπορούσα να ζω άλλο στον φόβο και έτσι το άφησα να μου πει τον λόγο που με ακολουθούσε. Τότε ανακάλυψα ότι αυτό που ήθελε μόνο ήταν βοήθεια και τίποτα άλλο. Με αυτόν τον τρόπο ξεπέρασα τον φόβο και τώρα μπορώ να είμαι πιο ήρεμος. Όταν πέθαινε η γιαγιά μου όμως είδα την αύρα ενός αγγέλου και αμέσως κατάλαβα ότι ήταν κάτι το διαφορετικό. Έδιωξα την μαμά μου με τρόπο και προσπάθησα να τον δω, άλλα δεν μου έδειξε το πρόσωπο του, κάτι όμως τον έκανε να μου μιλήσει. Τον ρώτησα τι ήταν και γιατί ήταν εκεί και μου είπε ότι είναι άγγελος που ήρθε να βοηθήσει την γιαγιά μου να περάσει στο φως.» Είχα μείνει με ανοιχτό το στόμα, χωρίς να το σκεφτώ έκανα δεξιά και σταμάτησα στο πρώτο άνοιγμα που βρήκα, παλεύοντας να βρω την αναπνοή μου. «μην φοβάσαι, δεν θα σε αφήσει να φύγεις, θέλεις να σε προστατέψει, κάτι σε σένα τον έκανε να σταματήσει και τώρα ψάχνει τρόπο να βρει πως μπορεί να σε σώσει.» «τι είναι αυτά που λες, καταλαβαίνεις τις λες???» φώναξα πανικόβλητη και καθός γύρισα να τον κοιτάξω τον είδα που ζάρωσε στην θέση του τρομαγμένος «συγνώμη, συγνώμη, δεν δεν» έλεγα μετανιωμένη και άρχισα να κλαίω Έβαλε απαλά το χεράκι του στον όμο μου και μου είπε «καταλαβαίνω πως ακούγετε άλλα σου λέω την αλήθεια, του μίλησα την ώρα που τηλεφωνούσες στην μαμά μου, είναι πολύ στεναχωρημένος για σένα και θέλει να σε βοηθήσει» Γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια «μα εγώ είμαι μια χαρά, πως γίνετε να μου λες ότι οτι οτι τι???» «ότι το πρωί που έπεσε το βιβλίο στο κεφάλι σου σου έκανε μεγάλη ζημια και κανονικά τώρα θα πρέπει να ήσουν ήδη νεκρή, αλλά εσύ τελευταία στιγμή βρήκες την δύναμη και το ξεπέρασες, άλλα Μπέλα δεν θα κρατήσει για πολύ, κάποια στιγμή θα καταρρεύσεις και τότε, θα σε επισκεφτεί για να σε βοηθήσει» Δεν μπορούσα να πιστέψω τι μου έλεγε, πως μπορούσα να τα πιστέψω όλα αυτά Αποφάσισα ότι δεν ήθελα να ξέρω τίποτα άλλο, αποφάσισα ότι αν συνεχίσω να τον αγνοώ όπως και το πρωί θα με αφήσει ήσυχη, ήμουν πάλι στην άρνηση. Αποφασιστικά έβαλα μπρος πάλι την μηχανή και ξεκίνησα για το σπίτι του χωρίς κουβέντα. Την ώρα που φτάσαμε μου είπε «το να συνεχίζεις την άρνηση, δεν βοηθάει σε τίποτα, θα έρθει Μπέλα και τότε δεν θα μπορείς να κάνεις τίποτα, μίλησε του, μπορεί να σε βοηθήσει, δεν θέλω να σε χάσω σε παρακαλώ» είπε και ένα δάκρυ κύλισε στα μάτια του Ήμουν σε κατάσταση αμόκ, κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά χωρίς να μπορώ να πω κάτι άλλο και του έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο. «να προσέχεις» του είπα και έβαλα πάλι μπρος την μηχανή, δεν είχα την δύναμη να μιλήσω άλλο, δεν είχα την δύναμη να τον πάω στο σπίτι να βεβαιωθώ ότι θα είναι καλά, δεν είχα άλλη δύναμη για τίποτα, έπρεπε να μείνω μόνη μου. Ο Έρνεστ το κατάλαβε και άνοιξε την πόρτα να φύγει «και εσύ» μου είπε και έφυγε
Έχει επεξεργασθεί από τον/την xrysanthi στις Παρ 26 Νοε 2010 - 12:32, 1 φορά
xrysanthi The Volturi
Ηλικία : 46 Τόπος : Αθήνα Αριθμός μηνυμάτων : 8719 Registration date : 08/11/2010
Έβαλα όπισθεν για να φύγω και ένιωσα κάτι να με αγγίζει. Γύρισα να δω νομίζοντας ότι είναι ο Έρνεστ και τότε είδα πάλι την αύρα του. Έκλεισα τα μάτια γύρισα το κεφάλι μου προς τον καθρέφτη και άρχισα να οδηγώ με μεγάλη ταχύτητα. Νιώθοντας ότι έτσι θα ξέφευγα απο αυτόν, άλλα εκείνος παρέμενε εκεί. Έφτασα στο σπίτι χωρίς να ξέρω το πως. Έπρεπε να ξεφύγω, ήθελα να ξεφύγω απο όλα και απο όλους, αν ήρθε να με πάρει ας το κάνει επιτέλους, δεν αντέχω άλλοοοοοο φώναζα και ούρλιαζα μέσα μου, αλλά δεν του μίλησα. Μπήκα στο σπίτι τρέχοντας και κοπανώντας την πόρτα. Ανέβηκα στο δωμάτιο μου και άφησα τα πράγματα μου, πήρα το mp4 πήγα στο μπάνιο και άνοιξα την βρύση να γεμίσω την μπανιέρα, ενώ ταυτόχρονα άρχισα να βγάζω τα ρούχα μου. Μπήκα μέσα και έκλεισα τα μάτια για να απομονωθώ. Το ζεστό νερό και η μουσική σιγά σιγά με χαλάρωναν άλλα όχι αρκετά για να αντιμετωπίσω την αλήθεια. Τα λόγια του Έρνεστ ερχόντουσαν ξανά και ξανά στ αυτιά μου. Ένιωθα την παρουσία του άλλα δεν το έδειχνα. Συνέχισα να χαλαρώνω μέχρι που άρχισε το νερό να κρυώνει, τότε κατάλαβα ότι ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσω την αλήθεια. Άνοιξα τα μάτια μου δειλά και δεν ήταν εδώ. Πήρα μια ανάσα και σηκώθηκα. Αφού ντύθηκα και στέγνωσα τα μαλλιά μου αποφάσισα να φτιάξω και κάτι για να φάω. Αφού θα φύγω ε ας φύγω τουλάχιστον χορτάτη. Σκέφτηκα και άρχισα να γελάω μόνη μου. Αυτό πρέπει να τον αιφνιδίασε γιατί ξαφνικά ένιωσα την παρουσία του πίσω μου. Κατέβηκα κάτω αγνοώντας των και άρχισα να μαγειρεύω, μμμμ, παστίτσιο το αγαπημένο μου σκέφτηκα, άμα είναι να φύγω τουλάχιστον ας απολαύσω το αγαπημένο μου φαγητό. Και άρχισα πάλι να γελάω πιο δυνατά. Το έβλεπα το ένιωθα, αντί να ηρεμώ άρχιζε να με πιάνει κρίση υστερίας, αλλά το μόνο που ήθελα να κάνω ήταν να γελάω, τι περίεργο. Αφού ετοίμασα το φαγητό και το έβαλα στον φούρνο σκέφτηκα να ανοίξω και ένα κρασί. Ποτέ δεν έπινα άλλα λέω το απαιτεί η στιγμή. Και άλλη μια δόση υστερικού γέλιου ξεκινάει. Χαχααχα «που να πιω κι όλας» είπα δυνατά και συνέχιζα να γελάω κλείνοντας τον φούρνο και βγάζοντας έξω το μοσχομυριστό φαγητό που ήταν έτοιμο. «μπορώ να μάθω το αστείο?» άκουσα μια φωνή πίσω μου Έφυγε και το ταψί έφυγαν και όλα απο την τρομάρα μου. Κοκάλωσα στην θέση μου. «μπορώ να μάθω το αστείο? Σε παρακαλώ?» ξανά άκουσα την φωνή πίσω μου Γύρισα αργά ακουμπώντας στον πάγκο της κουζίνας, για να μην πέσω και τότε τον αντίκρισα. Ήταν ένας πραγματικός άγγελος. Ήταν ότι πιο όμορφο έχω δει ποτέ στην ζωή μου. Με καστανόξανθα μαλλιά και καταπράσινα μάτια, ένα κεφάλι πιο ψηλός απο μένα. Με κοίταζε αρκετά εξαγριωμένος. Είναι δυνατόν οι άγγελοι να νευριάζουν. Μάλλον όχι άλλα φαίνεται ότι εγώ είχα καταφέρει να το κάνω. Πιο ήρεμα και με γαλήνια χαρακτηριστικά λέει «σε παρακαλώ πρέπει να με καλέσεις, σε παρακαλώ κάντο τώρα γιατί δεν έχουμε πολύ χρόνο, σε παρακαλώ» μου είπε κοιτώντας με στα μάτια και γυρίζοντας ξανά στην μορφή που ήταν πριν. Έμεινα στην θέση που ήμουν ακόμα παγωμένη. Μέχρι που ένιωσα το κάψιμο στα γυμνά μου πόδια και κοίταξα το πάτωμα. « δεν το πιστεύωωωω όχι, όχι δεν το πιστεύωωωω, έκανα τόση ώρα να το φτιάξω και τώρα θα μείνω νηστικιά, δεν μπορώ να το πιστέψω» τσίριζα και τράβαγα τα μαλλιά μου απο την απελπισία. Νευριασμένα άρχισα να πηγαίνω στην αποθήκη για να πάρω την σκούπα και την σφουγγαρίστρα για να τα μαζέψω, αγνοώντας τον και πάλι, αρκετά εκνευρισμένη γι αυτό που μου είχε κάνει. Άρχιζα να τα μαζεύω σφίγγοντας τα δόντια για να μην αρχίσω να βρίζω. Ένιωθα αρκετά εκνευρισμένη και φυσικά όχι για το φαΐ άλλα για ότι είχε συμβεί. Πως μπορεί να το κάνει αυτό έλεγα, γιατί δεν κάνει την δουλειά του να τελειώνουμε, δεν αντέχω άλλοοοοοο. Αφού τα μάζεψα, πήρα το κρασί και ένα ποτήρι και πήγα στο σαλόνι, αφού δεν θα φάω τουλάχιστον ας ποιώ για να ξεχάσω. Έβαλα την μουσική πιο δυνατά απο ότι συνήθως, γέμισα το ποτήρι μου και έκατσα στον καναπέ. Ήπια μια γουλιά και έβαλα το κεφάλι μου πίσω κλείνοντας τα μάτια μου.
Έχει επεξεργασθεί από τον/την xrysanthi στις Παρ 26 Νοε 2010 - 12:33, 1 φορά
xrysanthi The Volturi
Ηλικία : 46 Τόπος : Αθήνα Αριθμός μηνυμάτων : 8719 Registration date : 08/11/2010
«Μπέλα γιατί μου το κάνεις αυτό??» άκουσα την φωνή του πάλι Όλη αυτήν την ώρα με παρακολουθούσε και απο τις κινήσεις του καταλάβαινα ότι ήταν αρκετά νευρικός, αλλά για να μου μιλήσει για δεύτερη φορά, προφανώς - με την ανθρώπινη μορφή του- θα πρέπει να ήταν φανερά στα όρια του. «Μπέλααα δεν έχουμε αρκετό χρόνο σε παρακαλώωωω» «ωραία» είπα και σήκωσα το κεφάλι για να πιω άλλη μια γουλιά κοιτώντας τον ειρωνικά στα μάτια «σε ευχαριστώ» μου είπε και με ξάφνιασε «εεε????» ήταν το μόνο που κατάφερα να πω «απο την στιγμή που με κοίταξες στα μάτια είναι σαν να με καλείς, με αυτόν τον τρόπο μου δείχνεις ότι δέχεσαι ότι είμαι εδώ και με βλέπεις, άρα ότι με αποδέχεσαι» είπε και συνέχιζα να τον κοιτάω σαν χαζή. Πήρα μια ανάσα και έριξα πίσω το κεφάλι μου κοιτώντας το ταβάνι προσπαθώντας πάλι να τον αγνοήσω. «όσο και να προσπαθείς τώρα να με αγνοήσεις είναι πλέον αργά, με έχεις καλέσει άρα τώρα θα με ακούσεις θες δεν θες» Άρχισα να χτυπάω το πόδι μου στον ρυθμό του τραγουδιού και να σιγοτραγουδάω τους στοίχους. Η μουσική ξαφνικά σταματάει και εγώ πετάγομαι απάνω τρομερά εκνευρισμένη «τι θεςςςςςςςςςςς, τι θεςςςςςςςςςς πια» του φώναζα τώρα «καταρχήν να ηρεμήσεις και μετά να με αφήσεις να σου μιλήσω» Έκλεισα τα μάτια μου με τα χέρια μου και έκατσα στο πάτωμα «δεν υπάρχεις δεν υπάρχεις δεν υπάρχεις» άρχισα να φωνάζω και τα πρώτα δάκρυα άρχισαν να κυλούν. «είναι ψέμα Μπέλα είναι ψέμα μην σε κάνουν να χάσεις το μυαλό σου, είναι ψέμααα» είπα και άρχισα να κλαίω με λυγμούς. Ένιωσα κάτι να με ακουμπά στα χέρια «Μπέλα δεν μπορείς να ζεις άλλο στην άρνηση, πρέπει να το αποδεχτείς, είναι χάρισμα όχι κατάρα όπως το νιώθεις εσύ, μπορείς να προσφέρεις γαλήνη και» «ΑΚΟΥΣ ΤΙ ΛΕΣ ΠΕΣ ΜΟΥ ΑΚΟΥΣ ΤΙ ΛΕΣ» και κοίταξα γύρο μου και μου κόπηκε η ανάσα Όλα τα φαντάσματα που τόσα χρόνια αγνοούσα ήταν όλα εδώ. Έκλεισα πάλι τα μάτια και έλεγα στον εαυτό μου «Μπέλα όνειρο είναι ξύπνα σε παρακαλώ ξύπνα, δεν υπάρχουν, δεν υπάρχουν, ξύπναααα» «Μπέλα δεν είναι όνειρο δώσε μου μια ευκαιρία να σου μιλήσω. Όλοι όσοι είναι εδώ περιμένουν να τους δώσεις μια ευκαιρία, μια ευκαιρία να τους δεις, μια ευκαιρία για να τους αποδεχτείς και μια ευκαιρία για να τους βοηθήσεις να βρουν την γαλήνη. Και αυτοί μέσω εμένα σου δίνουν σε αντάλλαγμα μια δεύτερη ευκαιρία στην ζωή, ώστε η σημερινή μέρα να μην είναι η τελευταία σου.» Είχα βάλει το κεφάλι μου στα πόδια μου και έκλαιγα έχοντας αγκαλιά τα πόδια μου και κούναγα το κεφάλι. «όχι δεν υπάρχουν, όχι δεν θα μου το ξανακάνουν» έλεγα «Μπέλα δεν θέλουν το κακό σου άλλα λίγη απο την μεγαλοψυχία που κρύβεις μέσα σου, πλάσματα σαν εσένα σπανίζουν και είναι μετρημένα στα δάχτυλα σε όλη την γη. Μόνο όσοι γεννιούνται με τέτοια καρδιά σαν την δική σου» «είναι καταδικασμένοι» συμπλήρωσα εγώ «είναι ευλογημένοι, σαν εσένα» συνέχισε εκείνος «Μπέλα πρέπει να καταλάβεις ότι μόνο το χάρισμα σου μπορεί να σε σώσει αυτήν την στιγμή, σε παρακαλώ πρέπει να τους αποδεχτείς, πρέπει να το κάνεις, σε παρακαλώ. Σήκωσε το κεφάλι σου αποδέξου τους και εγώ θα σου χαρίσω την ζωή» «ξέρεις τι μου ζητάς? Καταλαβαίνεις τι μου λες?» του είπα σχεδόν ψιθυριστά «πρέπει να σταματήσεις να ζεις στην άρνηση, Μπέλα σε παρακαλώ» «νομίζεις ότι πάντα ζούσα στην άρνηση? Πιστεύεις ότι ποτέ δεν τους αποδέχτηκα?» είπα και σήκωσα το κεφάλι μου να τον αντιμετωπίσω «επειδή τους αποδέχτηκα, έχασα τα πάντα, επειδή τους αποδέχτηκα είμαι τώρα....» «δεν χρειάζεται να μου πεις τίποτα γιατί ξέρω τα πάντα για σένα, ξέρω ακριβός τι σου έχει συμβεί και» «ξέρεις τι πέρασα? Ξέρεις τι μου έχει συμβεί? Μου λες ότι ξέρεις και μου ζητάς να κάνω το ίδιο λάθος?? Είναι δυνατών??» «Μπέλα άκουσε με» «ΟΧΙ ΕΣΥ ΘΑ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕΙΣ, ΓΙΑΤΙ ΠΡΟΦΑΝΟΣ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ, Η ΑΝ ΞΕΡΕΙΣ ΤΟΤΕ ΕΔΩΜΕΣΑ ΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΤΥΦΛΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΤΕ, ΑΥΤΟΣ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ» φώναξα εξαγριωμένη. «σε παρ» πήγε να πει άλλα τον διέκοψα για άλλη μια φορά, κάνοντας πως δεν είχε μιλήσει ποτέ «αφού προφανώς δεν ξέρεις ή δεν έχεις δει τίποτα άπο όσα θα έπρεπε να δεις τότε άσε με τουλάχιστον να σου ανοίξω εγώ τα μάτια» είπα και χωρίς να περιμένω απάντηση ξεκίνησα Δεν θα το έκανα ποτέ άλλα σήμερα ένιωσα ότι πρέπει επιτέλους να τα πω, πρέπει να τα βγάλω απο μέσα μου, δεν με ένοιαζε ποιος οι ποιοι είναι αυτοί που με ακούνε άλλα σήμερα είτε θα ζούσα μετά απο αυτό είτε θα πέθαινα, έπρεπε επιτέλους να τα βγάλω απο μέσα μου. «το πρώτο φάντασμα το είδα στην ηλικία των 4ρων, ήταν ένα κοριτσάκι στην ίδια ηλικία με μένα και είχε πεθάνει απο τροχαίο, εγώ δεν ήξερα δεν καταλάβαινα και συνέχιζα να παίζω μαζί της. Η μαμά μου που με είδε να μιλάω και να χορεύω με τον αέρα τρόμαξε και άρχισε να με ρωτάει τι κάνω, της είπα ότι έπαιζα με την Μελένια και εκείνη σοκαρίστηκε. Στην αρχή προσπαθούσε να μου εξηγήσει ότι η Μελένια δεν ήταν πια μαζί μας και ότι είχε πεθάνει, όμως εγώ σε εκείνη την ηλικία δεν καταλάβαινα τι ακριβός εννοούσε, εφόσον την έβλεπα της μιλούσα και παίζαμε μαζί, πως μπορούσα να το πιστέψω. Η μαμά αφού δεν τα κατάφερε, φώναξε την γιαγιά μου. Εκείνη πάντα τα πίστευε όλα αυτά και το είδε όπως και εσύ σαν χάρισμα. Μου είπε ότι και εκείνη το είχε όταν ήταν μικρή άλλα το έχασε μεγαλώνοντας γιατί το αγνοούσε. Άλλα είπε ότι εγώ είμαι δυνατή και θα τα καταφέρω, μάλιστα θα με βοηθούσε να τα καταφέρω και εγώ την άκουσα. Η Μελένια ήταν η πρώτη που βοήθησα μαζί με την γιαγιά μου. Όμως αυτό ήταν η αρχή του τέλους μου. Η μαμά μου δεν το δέχτηκε ποτέ και μάλιστα στα 5τα μου γενέθλια πάνω σε μία συζήτηση που είχα με την γιαγιά, η μαμά μου νευρίασε και άρχισε να φωνάζει εξαγριωμένη. {αν τολμήσετε να μιλήσετε γι αυτά δεν θα σας ξαναμιλήσω ποτέ} ούρλιαζε, μαμααα της έλεγα κλαίγοντας άλλα εκείνη ήταν ανένδοτη, {άκου να σου πω μικρή αν δεν κάνεις αυτό που σου λέω θα σταματήσω να σε αγαπώ και θα σε αγνοώ για πάντα} γκρεμίστηκε όλος μου ο κόσμος, με έβαλε σε τέτοιο δίλημμα που με έκανε για μια βδομάδα να μείνω μέσα στο δωμάτιο μου ξαπλωμένη και απομονωμένη απο όλο τον κόσμο. Ένα βράδυ κρυφά ήρθε η γιαγιά μου και μου είπε ότι δεν χρειάζεται να ανησυχώ τόσο πολύ, μπορούσαμε να συνεχίσουμε κρυφά και να είναι όλοι ευτυχισμένοι. Την εμπιστευόμουν τυφλά και έκανα πάντα ότι μου έλεγε. Για τα επόμενα δύο χρόνια έτσι κάναμε και όντως ήταν και η μαμά καλά και η γιαγιά μου. Όμως ένα ήρθε κοντά μου όταν ήμουν στο μάθημα στο σχολείο και τελείως αφελέστατα εγώ προδόθηκα μπροστά σε όλους μου τους συμμαθητές και την δασκάλα μου. Η δασκάλα όπως ήταν φυσικό κάλεσε την μαμά μου και της τα είπε όλα. Όταν γυρίσαμε σπίτι έγινε ο μεγαλύτερος καυγάς όλων, μάζεψε τα πράγματα μου και με έδιωξε απο το σπίτι λέγοντας μου ότι δεν είμαι κόρη της, ότι δεν με αναγνωρίζει και ότι δεν με αγαπάει. Ήμουν μόλις 7 χρονών το καταλαβαίνεις?? 7 χρονών παιδάκι όταν έφαγα το πρώτο μου χαστούκι και μου λες ότι ξέρεις??? Τίποτα δεν ξέρεις. Με πήρε η γιαγιά μου για να με μεγαλώσει και την έχασα όταν ήμουν 10χρονών. 10 χρονών που έφαγα το δεύτερο χαστούκι. Η μητέρα μου δεν με δέχτηκε ποτέ και με βάλανε σε ορφανοτροφείο. Ήμουν 10 χρονών ανάμεσα σε δύο ζωές εγώ να δίνω την αγάπη μου και απο παντού να εισπράττω την απόρριψη. Στο ορφανοτροφείο δεν άργησα να καταλάβουν ότι ήμουν διαφορετική. Μέχρι και στο κρεβάτι μου φωτιά βάλανε την ώρα που κοιμόμουν για να με πειράξουν. Και εγώ έσφιγγα τα δόντια και συνέχιζα. Τι κέρδισα όμως εγώ μου λες??? Τι ακριβός κέρδισα??» Κατέβασε το κεφάλι ηττημένος, ήξερε ότι είχα δίκιο, το ήξερε απο την αρχή άλλα λόγο της κατάστασης είχε την ελπίδα όλα αυτά να μην με επηρεάσουν στην απόφαση που έπρεπε να πάρω. Το είδα στο βλέμμα του ότι με συμπονούσε και η καρδιά μου σκίρτησε, ήθελα να του πω ότι δεν έχουν πια σημασία, ήθελα να τον παρηγορήσω και να του πω να μην στεναχωριέται, αλλά δεν έπρεπε να του το δείξω, δεν έπρεπε να κάνω πίσω, γιατί για μένα δεν είχαν πια σημασία, μετά απο πολλά χρόνια ήμουν πια καλά, είχα αποδεχθεί αυτό που ήμουν και θα το αποδεχόμουν ακόμα και τώρα, άλλα ήμουν πια κουρασμένη, ήμουν πια απελπισμένη και έτσι του έδωσα τους τελικούς λόγους που δεν ήθελα πια να το κάνω. «Το μόνο που ζητούσα ήταν λίγη αγάπη, το μόνο που ζήτησα ήταν λίγη κατανόηση, το μόνο που ήθελα ήταν κάποιον να είναι δίπλα μου και να με αγαπήσει γι αυτό που ήμουν, να με δεχτεί όπως ήμουν, έναν κάποιον οποιοδήποτε να μπορέσω να μιλήσω για την αλήθεια μου, τίποτα άλλο δεν ζητούσα, τίποτα άλλο δεν με ενδιέφερε και όλα θα τα ξεχνούσα, θα έσφιγγα τα δόντια και θα τα κατάφερνα, ήθελα να προσφέρω, άλλα κάθε φορά η προσφορά μου με οδηγούσε όλο και πιο βαθιά, μέχρι που με κλείσανε σε μια κλινική. Ήμουν 14 χρονών και με κλείσανε σε μια κλινική μαζί με ένα σωρό ενήλικες τρελούς, να με χλευάζουν και να με κάνουν να νιώθω κάθε μέρα χειρότερα και απο την προηγούμενη. Κάθε μέρα έχανα και κάτι απο μένα κάθε μέρα έχανα την αξιοπρέπειά μου τον ίδιο μου τον εαυτό. Ήμουν 14 χρονών όταν οι νοσοκόμοι για το καλό μου με κακοποίησαν. Ήμουν 14 χρονών όταν έχασα μέχρι και το ίδιο μου το μυαλό. Και μου λες ότι ξέρεις???? Όχι Λορέντζο συγνώμη άλλα αν όντως ξέρεις τότε σίγουρα είσαι τυφλός.» «πως με είπες??» Γύρισα και τον κοίταξα «Λορέντζο?» ρώτησα δειλά «πως πως ξέρεις το όνομα μου??» «εεε το ξέρω? Δεν ξέρω, δεν ξέρω τι εννοείς» «Μπέλα δεν σου ανάφερα το όνομα μου και εσύ με αποκάλεσες με αυτό» «καιιιιι» «αφήστε μας» γύρισε προς τα φαντάσματα που ήταν γύρο μας και εκείνα εξαφανίστηκαν στην στιγμή «εεε τι τι συμβαίνει?» είπα νευρικά «θέλω να με ακούσεις προσεκτικά, θέλω να μείνεις ψύχραιμη και να με ακούσεις με προσοχή, είναι σχεδόν σπάνιο κάποιος να βρει το όνομα του φύλακα άγγελου του άλλα εσύ το έκανες, δεν έχει σημασία πως άλλα συνέβη και αυτό αλλάζει όλα τα δεδομένα.» «δεν νομίζω ότι καταλαβαίνω» «υπάρχουν πολύ λίγοι τρόποι να αγγίξεις την ψυχή του φύλακα άγγελου σου και ένας απο αυτούς είναι να του αποκαλύψεις το όνομα του.» «πως μπορεί να ξέρω το όνομα σου, πράγματι δεν μου το είπες ποτέ» «αυτό σημαίνει Μπέλα ότι άγγιξα την καρδιά σου, ότι με εμπιστευτικές και πίστεψες σε μένα, έτσι θυμήθηκες πως με λένε» «θυμήθηκα? Πως" «όταν η μητέρα σου έμεινε έγκυος σε εσένα μου ανατέθηκε να είμαι ο φύλακας άγγελος σου, όταν γεννήθηκες σου ψιθύρισα το όνομα μου και θα μπορούσες να το θυμηθείς μόνο αν άγγιζα την καρδιά σου, μόνο αν με εμπιστευόσουν και πίστευες σε μένα, πράγμα που έγινε, οπότε τώρα αλλάζουν όλα τα δεδομένα» «γιατί?» «γιατί τώρα δεν χρειάζεται αντάλλαγμα για να σου χαρίσω την ζωή.» «συγνώμη άλλα τα έχω λίγο χαμένα, τι εννοείς?» «άκουσε με προσεκτικά, αν αγγίξεις τον φύλακα άγγελο σου τότε έχεις το δικαίωμα να του ζητήσεις μια τελευταία επιθυμία» Μου είπε και με κοίταξε με νόημα μέσα στα μάτια προσπαθώντας να μου περάσει κάποιο μήνυμα, μόνο που εγώ ήμουν τόσο μπερδεμένη και ταραγμένη που δεν το έπιανα εκείνη την στιγμή «τελευταία επιθυμία?» «ναι Μπέλα τελευταία επιθυμία» «και μπορώ να ζητήσω ότι θέλω? Ότι ότι θέλω?» «ναι Μπέλα, Ο Τ Ι θες» είπε τονίζοντας τις λέξεις Ακούμπησα το σαγόνι μου ξανά στα γόνατα μου και επεξεργάστηκα αυτό που μου είπε. Ξέρω ότι εννοούσε, σχεδόν παρακαλούσε να του ζητήσω μια δεύτερη ευκαιρία, να του ζητήσω να μου χαρίσει την ζωή, αλλά εγώ δεν ήταν αυτό ακριβός που ήθελα. Σήκωσα το κεφάλι μου και με σοβαρό ύφος τον κοίταξα βαθιά στα μάτια και πολύ αργά του είπα «πολύ ωραία τότε...... έκανα μια παύση πήρα μια ανάσα και συνέχισα ........ τότε επιθυμώ λίγη αγάπη και τίποτα άλλο» Με κοίταζε με το στόμα ανοικτό χωρίς να μπορεί να πιστέψει αυτό που μόλις ξεφούρνισα. Έκλεισε τα μάτια σκύβοντας κάτω το κεφάλι και πέρασε το χέρι του μέσα στα μαλλιά του. Έμεινε έτσι για αρκετά λεπτά χωρίς να μιλάει. Εγώ περίμενα χωρίς να ξέρω τι. Τότε ήρθε πιο κοντά μου έκατσε κάτω απηυδισμένος, έπιασε τα χέρια μου με το ένα του χέρι ενώ το άλλο του χέρι το έβαλε τρυφερά στο μάγουλο μου. «Μπέλα σε παρακαλώωωω» είπε ξεψυχισμένα και αδύναμα «για ποιο πράγμα» «σε παρακαλώ κάνε μια προσπάθεια για μένα να σκεφτείς λογικά, δεν έχουμε άλλο χρόνο, έχεις καταφέρει το ακατόρθωτο, ήμαστε στην κόψη του ξυραφιού και εγώ έχω εξαντλήσει, όλες μου τις ευκαιρίες που θα μπορούσα να σου δώσω για να μπορέσω να σε κρατήσω ζωντανή και όλες τις έχεις απορρίψει, είναι η τελευταία σου ευκαιρία, γι αυτό σε παρακαλώ κάνε μια προσπάθεια να σκεφτείς λογικά και να μου ζητήσεις την τελευταία σου επιθυμία.» Με κοίταξε μέσα στα μάτια παρακλητικά. Ελευθέρωσα το ένα μου χέρι και το έβαλα πάνω στο μάγουλο του και τον κοίταξα πολύ σοβαρά καθώς εξέφραζα την τελευταία μου επιθυμία όπως μου είχε ζητήσει. «η τελευταία μου επιθυμία είναι» είπα και έκλεισα τα μάτια και πήρα μια βαθιά αναπνοή «να μην ζήσω άλλη μια μέρα χωρίς να έχω κάποιον δίπλα μου που να με αγαπά γι αυτό που είμαι, που να με αγαπά αληθινά. Αυτή είναι η μόνη ευχή που μπορώ να κάνω» είπα και σιγά σιγά άνοιξα τα μάτια. Με κοίταζε ανέκφραστος, μόνο με κοίταζε, χωρίς να πιστέψει φαντάστηκα αυτά που μόλις είχα πει. Ξαφνικά και με χωρίς προειδοποίηση όρμησε και με φίλησε. Αιφνιδιάστηκα άλλα έμεινα ακίνητη χωρίς να ξέρω το γιατί. Αυτό δεν ήταν ένα φιλί σαν όλα τα άλλα, ακουμπούσε μόνο τα χίλια του στα δικά μου και τίποτα άλλο απλός τα ακουμπούσε και εγώ ένιωθα το σώμα μου και το μυαλό μου να μουδιάζει. Δεν μπορούσα να σκεφτώ δεν μπορούσα να αντιδράσω. Ο πόνος στο κεφάλι σιγά σιγά υποχωρούσε και καθώς περνούσε η ώρα ένιωθα ζωή ξανά μέσα μου. Όπως ξαφνικά με φίλησε, έτσι ξαφνικά με άφησε και γύρισε στην προηγούμενη θέση και με τον αντίχειρα του μου χάιδευε απαλά το μάγουλο μου και με κοιτούσε βαθιά στα μάτια περιμένοντας λογικά την αντίδραση μου.
Έχει επεξεργασθεί από τον/την xrysanthi στις Παρ 26 Νοε 2010 - 12:36, 1 φορά
xrysanthi The Volturi
Ηλικία : 46 Τόπος : Αθήνα Αριθμός μηνυμάτων : 8719 Registration date : 08/11/2010
Άνοιξα τα μάτια μου που είχα τόση ώρα κλειστά και τον κοίταξα και εγώ χωρίς να μιλάω. Και τις σκέψεις μου ένα κουβάρι. «σε ευχαριστώ» ήταν το μόνο που κατάφερα να πω «έχεις καταλάβει τι έχει συμβεί?» «σε ευχαριστώ που μου εκπλήρωσες την ευχή μου» του είπα και τον ξάφνιασα τελείως «Μπέλα δεν σου εκπλήρωσα ακόμα την ευχή» «για μένα είναι σαν να το έκανες και γι αυτό σε ευχαριστώ» «Μπέλα ειλικρινά με εσένα σηκώνω τα χέρια ψιλά, πως θεωρείς ότι την εκπλήρωσα» «πολύ απλά, είπες ότι είσαι δίπλα μου από την ημέρα που γεννήθηκα, από το πρωί προσπαθείς με χίλιους δύο τρόπους να μου σώσεις την ζωή πράμα που σημαίνει ότι ενδιαφέρεσαι για μένα, όταν είπα στην ευχή μου αγάπη, εννοούσα ακριβός αυτό, το μόνο που ζητούσα πάντα ήταν ακριβός αυτό. Δεν ξέρω τι έκανες και δεν ξέρω αν θα ζήσω μόνο για λίγες ακόμα ώρες ή για αρκετά χρόνια ακόμα. Αυτό που ξέρω είναι ότι αν όντως σκεφτόμουν λίγο λογικά όπως μου ζήτησες, τότε θα έβλεπα ότι η ευχή μου είχε πραγματοποιηθεί από την μέρα που γεννήθηκα και ζητώ συγνώμη γι αυτό. Σου ζητώ συγνώμη αν σε απογοήτευσα και σε ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιά μου που είσαι εδώ για μένα. Τώρα μπορώ να φύγω ξέροντας ότι δεν θα είμαι μόνη μου» Με κοίταζε χωρίς μιλιά, θα πρέπει να τον είχα εξαγριώσει πάρα πολύ αλλά το πρόσωπο του ήταν ήρεμο, ανέκφραστο, δεν πρόδιδε τίποτε ώστε να μπορέσω να καταλάβω τι μπορεί να σκεφτόταν. Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια αναπνοή και άρχισε να κουνάει το κεφάλι πέρα δώθε. «είσαι το πιο παράξενο πλάσμα στο κόσμο, μέσα σε μία αιωνιότητα δεν πιστεύω ποτέ κανείς σαν και εμένα να έχει αντιμετωπίσει κάποιον άνθρωπο σαν και εσένα» έκανε μια παύση και αργά σήκωσε το κεφάλι του και άνοιξε τα μάτια του. «Μπέλα μόλις σου χάρισα την ζωή γιατί με έκανες με χίλιους τρόπους να πιστεύω ότι η ζωή σου είναι πολύ πολύτιμη για να χαθεί από τώρα, γιατί αξίζεις πολλά περισσότερα και πάνω από όλα γιατί αξίζεις όσο τίποτα να εκπληρωθεί η ευχή σου και χωρίς ζωή η ευχή θα πήγαινε χαμένη.» Τον κοίταζα σαν χαζή, τι είχε πει μόλις τώρα, μου χάρισε την ζωή? Και χωρίς το αντάλλαγμα που μου είχε ζητήσει πριν, μου χάρισε την ζωή και θα μου χαρίσει και την ευχή μου. Οκ που είναι ο ζουρλομανδύας, τώρα είναι σίγουρο ότι ονειρεύομαι, είναι σίγουρο ότι αν είμαι ζωντανή δεν θα υπήρχε περίπτωση αυτό να είναι αληθινό ήμουν σίγουρη ότι, τρελαίνομαι, δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Περίμενε υπομονετικά να πω κάτι. Αλλά τι, τι να πω. «συγνώμη» είπα και έκλεισα τα μάτια. Ένα δάκρυ κύλησε και μου το σκούπισε απαλά «έχεις βάλει σκοπό της ζωής σου να με τρελάνεις??» ρώτησε χαμογελώντας «τώρα γιατί μου ζητάς συγνώμη??» «δεν νιώθεις προδομένος? Δεν νιώθεις ότι σε κορόιδεψα?» «Μπέλαααα»είχε ξεπεράσει πια τα όρια της ηρεμίας του, του τα είχα εξαντλήσει πια, αυτό μπορούσα να το καταλάβω. «όχι δεν νιώθω τίποτα απο όλα αυτά, για την ακρίβεια δεν μετανιώνω καθόλου που ήρθαν έτσι τα πράγματα» «και τώρα θα πρέπει να ανοίξω τα μάτια μου και να τους δω?» είπα με ένα τρέμουλο στην φωνή μου. Ο μεγαλύτερος μου φόβος. «δεν είσαι πλέον αναγκασμένη να το κάνεις, αν θέλεις κάποια στιγμή να το κάνεις , μπορείς να το κάνεις άλλα μόνο γιατί εσύ θα το θέλεις και όχι γιατί είναι το αντάλλαγμα. Θα σε παρακαλούσα να το κάνεις κάποια στιγμή που θα ένιωθες έτοιμη. Άλλα μετά από όλα αυτά είμαι σίγουρος ότι θα ήταν χαμένος κόπος» είπε και γέλασε «όχι όχι θα θα το κάνω» «τι?» «θα θα το κάνω, αφού μου το ζητάς θα το κάνω, αλλά θέλω λίγο χρόνο σε παρακαλώ?» Αν μπορούσε να βγάλει αφρούς απο τα αυτά πραγματικά θα το έκανε, είχε σαστίσει το έβλεπα και παρόλα αυτά ακόμα προσπαθούσε να είναι έστω και φαινομενικά ήρεμος. «γιατίιιιιι, γιατίι να το κάνεις τώρα?» «έδωσες τα πάντα για μένα, είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω εγώ για σένα έστω και αν είναι αργά......... συγνώμη» «μην ζητάς συγνώμη σε παρακαλώ. Πραγματικά δεν θέλω να πάρεις πίσω τίποτα από όσα είπες αυτό το βράδυ. Δεν μετανιώνω ούτε θα μετανιώσω ποτέ για ότι έκανα. Πάρε τον χρόνο σου και όταν νιώσεις δυνατή κάνε αυτό που προστάζει η καρδιά σου, μόνο αυτό το αντάλλαγμα θέλω από εσένα και τίποτα άλλο» Τον κοιτούσα με ευγνωμοσύνη επιτέλους κάποιος κατάλαβε, κάποιος κατανοούσε και μου ζητούσε αυτό ακριβός που ήθελα και εγώ. Δεν τους αρνιόμουν γιατί δεν ήθελα να τους βοηθήσω άλλα γιατί με είχαν κάνει να χάσω τα λογικά μου, με είχαν κάνει να χάσω την καρδιά μου και το μόνο που ζητούσα ήταν λίγη κατανόηση και λίγη αγάπη για να βρω την δύναμη να συνεχίσω «ξέρω ότι μπορεί να φανεί ακραίο, αλλά μπορώ να σου ζητήσω κάτι?» «τι θες?» «εε αφορά την ευχή μου» «δεν μπορείς πλέον να την αλλάξεις» «δεν θέλω να την αλλάξω θέλω απλός να σου ζητήσω να θεωρήσεις ότι την έχεις εκπληρώσει, έχεις κάνει τόσα πολλά για μένα που» έβαλε το χέρι του στο στόμα μου και με διέκοψε «η ευχή είναι ευχή και μάλιστα όταν η ευχή είναι τελευταία επιθυμία δεν μπορεί κανείς να την αγνόησή» Γέλασα θλιμμένα, «ναι άλλα με δεδομένου ότι μιλάμε για μένα δεν μπορώ να φανταστώ έναν τρόπο για να εκπληρωθεί ή να εκπληρωθεί με διαφορετικό τρόπο» «και όμως υπάρχει διαφορετικός τρόπος, απλά θα πρέπει να με καθοδηγήσεις» «τι εννοείς» «πρέπει να μου πεις ποιαν αγάπη θεωρείς δυνατότερη από όλες» «δεν νομίζω ότι καταλαβαίνω ακριβός» «υπάρχουν πολλών ειδών αγάπες, για παράδειγμα η γονική, η αδελφική, η φιλική και ου το καθεξής, εσύ πια αγάπη θεωρείς ότι σε καλύπτει ώστε να πραγματοποιηθεί η ευχή σου» Το σκέφτηκα για μια στιγμή. Πραγματικά όλα αυτά τα χρόνια αποζητούσα την αγάπη, την γονική, την φιλική ίσως και την ερωτική αν υπήρχε περίπτωση να συμβεί ποτέ αυτό, αλλά όλα αυτά μετά από όσα είχα περάσει τα ένιωθα και τα θεωρούσα πολύ περιστασιακά σύμφωνα με τα δικά μου βιώματα, οπότε αποφάσισα την πιο δυνατή αγάπη που υπάρχει από όλες «την γονική» του είπα «δηλαδή εννοείς την αγάπη της μητέρας σου?» «όχι όχι αυτή, αυτήν θέλω να την κερδίσω μόνη μου.» «τότε τι εννοείς» «η πιο δυνατή αγάπη από όλες για μένα είναι η αγάπη ενός παιδιού και ακόμα πιο δυνατή αγάπη θεωρώ ότι είναι η αγάπη του ίδιου σου του παιδιού. Δες εμένα, η μητέρα μου με έδιωξε από το σπίτι σε ηλικία 7 χρονών και όμως εγώ ακόμα βαθιά μέσα μου την αγαπάω και την συγχωρώ. Οπότε ναι μόνο αυτή η αγάπη μπορεί να με γεμίσεις» Έμεινε ακίνητος καθώς το σκεφτόταν ενώ τα μάτια του γέμισαν με τρυφερότητα και συγκίνηση στο άκουσμα τον λέξεων μου. Σηκώθηκε αργά και πήγε προς το παράθυρο χωρίς να μιλά Μα τι σκεφτόταν? «Μπέλα» είπε αργά χωρίς να με κοιτάει «σε όλη μου την αιωνιότητα έχω το δικαίωμα να δώσω το φιλί της ζωής μόνο μια φόρα και όποτε καταλαβαίνεις ότι θα πρέπει να αξίζει πάρα πολύ η ψυχή που θα την κερδίσει για να του την δώσω και εσύ με έκανες να πιστέψω ότι πραγματικά άξιζες περισσότερο από τον οπουδήποτε να την κερδίσεις και την κέρδισες......... έκανε μια παύση χωρίς να με κοιτάει ακόμα........ σε όλη μου την αιωνιότητα θα μπορούσε ποτέ να μην συμβεί κάποιος θνητός να αγγίξει την καρδιά μου, να πιστέψει τόσο πολύ σε μένα και να με εμπιστευτεί, ώστε να θυμηθεί το όνομα μου και να κερδίσει την τελευταία του επιθυμία και όμως εσύ το κατάφερες......... άλλη μια παύση και πιο αργά πρόσθεσε τέλος .......... σε όλη μου την αιωνιότητα δικαιούμαι να αποκτήσω μόνο μια φορά αυτό που δεν απέκτησα ως θνητός....... την τελευταία μου επιθυμία ........ και πολύ πιο αργά ...... η δική μου επιθυμία πριν πεθάνω ήταν η ίδια επιθυμία με την δική σου άλλα εγώ δεν είχα άλλη ζωή Μπέλα οπότε η δική μου επιθυμία έμεινε χωρίς να εκπληρωθεί. Η δική μου τελευταία επιθυμία ήταν να νιώσω την αγάπη μέσα από το ίδιο μου το παιδί, αλλά έφυγα πριν προλάβω να το δω, έφυγα πριν προλάβει να γεννηθεί και δεν την γνώρισα ποτέ μου αυτήν την αγάπη....... και ........ σκέφτομαι αν εσύ θα ήθελες να μου κάνεις αυτήν την τιμή .......... να μου κάνεις την τιμή να την βιώσω μέσα από το δικό μας το παιδί» είπε σχεδόν ψιθυριστά και γύρισε και με κοίταξε μέσα στα μάτια. Τον κοίταζα χαμένη μέσα στις σκέψης μου, χαμένη μέσα στα ίδια του τα λόγια. Μου ζητούσε τι? Να εκπληρώσω την ευχή μου πως? Κάνοντας του την τιμή? Δηλαδή να μεγαλώσω το δικό του το παιδί? Μα πως? Αυτός είναι ένας άγγελος εγώ μια θνητή. «δεν καταλαβαίνω» είπα χωρίς να καταλάβω ότι το είπα φωναχτά Ήρθε κοντά μου και γονάτισε μπροστά μου, πήρε τα χέρια μου στα δύο του χέρια και μου είπε «ποτέ δεν με έχει αγγίξει τόσο πολύ κάποιος όσο εσύ, Μπέλα σε ζω από κοντά όλα αυτά τα χρόνια και πάντα έβλεπα ότι ήσουν κάτι το ξεχωριστό, κάτι το διαφορετικό, αλλά πάντα είχα μια αποστολή να φέρω εις πέρας που ποτέ δεν κοίταξα τόσο βαθιά στην ψυχή σου ώστε να δω όλα όσα είδα σήμερα. Είχες απόλυτο δίκιο όταν μου φώναζες ότι ήμουν τυφλός. Ναι ήμουν τυφλός όσο αφορά εσένα και θα ήμουν τυφλός αν δεν έπαιρνες την απόφαση να με εμπιστευτείς και να μου πεις με θάρρος την δική σου αλήθεια. Δεν είναι ότι δεν ήξερα ότι τα είχες περάσει είναι ότι σε έβλεπα πάντα δυνατή με ένα μοναδικό τρόπο να ξεπερνάς όλα όσα σε πλήγωναν όλα όσα σου σακάτευαν την ψυχή και όμως εσύ έβρισκες πάντα την δύναμη να σταθείς όρθια, να σταθείς στα πόδια σου χωρίς να αφήνεις κανέναν να δει το πόσο σε έχουν καταστρέψει όλα αυτά. Με την δύναμη της ψυχής σου με έκανες τυφλό Μπέλα, με έκανες να πιστέψω ότι όντως τα ξεπερνούσες, με έκανες να πιστέψω ότι όντως τα άφηνες πίσω σου και έκανες μια νέα αρχή. Το λάθος είναι καθαρά δικό μου που δεν είδα το πόσο επιφανειακά ήταν όλα αυτά. Έπρεπε να δω τον πόνο σου Μπέλα έπρεπε να σε είχα βοηθήσει πιο νωρίς άλλα ήμουν τυφλός και σου ζητώ συγνώμη.» «μου ζητάς συγνώμη? Γιατί? Εσύ ήσουν ο μοναδικός αν και με την απουσία σου, ήσουν ο μοναδικός που πίστευες πάντα σε μένα και ήσουν πάντα εκεί και ας μην το ήξερα, ακόμα και η γιαγιά μου δεν μου έχει σταθεί τόσο όσο εσύ σήμερα, που ήταν η μοναδική που πίστευα ότι καταλάβαινε όσα εγώ περνούσα, ακόμα όμως και εκείνη ποτέ δεν με κατάλαβε όσο εσύ» του είπα και σήκωσα το χέρι μου δειλά να του χαϊδέψω το μάγουλο για να τον παρηγορήσω. Όχι αυτό δεν μπορούσα να το δεχτώ, ήταν ο μόνος που δεν με έκρινε, ο μόνος που πίστεψε τόσο πολύ, ο μόνο που με άκουσε και ήταν ακόμα εκεί για να με παρηγορήσει. Όχι δεν θα δεχόμουνα να νιώσει τύψεις για όλα αυτά, ήταν δικά μου πάθη και εκείνος ήταν ο μόνο που δεν έφταιγε γι αυτό. Στο άγγιγμα μου έκλεισε τα μάτια και έσκασε ένα θλιμμένο χαμόγελο. «όχι δεν θέλω να νιώθεις άσχημα...... του είπα...... δεν θέλω να νιώθεις τυφλός, κάνεις δεν με πίστεψε όσο εσύ και δεν σου επιτρέπω να νιώθεις τύψεις για τα δικά μου πάθη» Άνοιξε τα μάτια και ένιωθα ότι αν μπορούσε να κλάψει θα το έκανε «σε παρακαλώ» του είπα όσο πιο ζεστά μπορούσα Έγνευσε μια φορά και με κοίταξε πολύ σοβαρά και μου είπε «και εγώ σε παρακαλώ να με αφήσεις να εκπληρώσω την τελευταία μου επιθυμία μαζί σου» τον χάιδεψα απαλά στο μάγουλο και του είπα «θα είναι μεγάλη μου τιμή» Αργά και διστακτικά άρχισε να με πλησιάζει, δεν τον αποθάρρυνα και τότε έβαλε το χέρι του στον αυχένα μου και με τράβηξε κοντά του και άρχισε να με φιλάει. Δεν έχω ξανανιώσει ποτέ τόση ζεστασιά μέσα σε ένα φιλί δεν έχω νιώσει ποτέ τέτοια αγάπη σε μια τόσο τρυφερή αγκαλιά, έβαλα τα χέρια μου διστακτικά στον ώμο του και τον άφησα να με παρασύρει μέσα σε αυτήν θαλπωρή.
cathy18 Twilight Human
Ηλικία : 44 Τόπος : ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ Αριθμός μηνυμάτων : 11 Registration date : 13/09/2010
Άνοιξα δειλά τα μάτια μου, προσπαθώντας να καταλάβω τι ήταν αλήθεια και τι όχι. Δεν με ένοιαζε. Αυθόρμητα είπα δυνατά. «καλημέρα άγγελε μου» και χαμογέλασα. Ανακάθισα στο κρεβάτι μάζεψα τα πόδια μου στο στήθος και έγειρα το κεφάλι μου στα γόνατα μου κοιτώντας έξω από το παράθυρο. Ήταν μια νέα ημέρα, ηλιόλουστη χαμογελαστή, εγώ ήμουν χαμογελαστή, αισιόδοξη. Ήταν μια νέα ημέρα για μένα, η πρώτη μέρα της ανάστασης μου, της ανάστασης της καρδιά μου. Ήξερα ότι θα έπρεπε αργά η γρήγορα να αντιμετωπίσω την μοίρα μου και για πρώτη φορά δεν με ένοιαζε ίσα ίσα το καλοδεχόμουν. Ήξερα ότι ίσως για την υπόλοιπη ζωή μου μπορεί να έμενα εγώ τα βιβλία μου και το μικρό μου αγγελάκι, αλλά ούτε αυτό με ενοχλούσε. Ήξερα ότι άγγελος μου θα είναι πάντα εδώ δίπλα μου σε όλες μου τις στιγμές, δίπλα μου σε κάθε μου βήμα και δεν με ένοιαζε τίποτα άλλο. Μπορεί να μην τον ξαναέβλεπα ποτέ, μπορεί να μην τον ξαναένιωθα ποτέ, άλλα ήξερα ότι ακόμα και τώρα είναι κάπου εδώ, ακόμα και τώρα κάθετε σε μια γωνία και με βλέπει, ακόμα και τώρα νοιάζεται για μένα και με αγαπά και αυτό μου φτάνει. Μου φτάνει για να μου δώσει την δύναμη που χρειάζομαι για να συνεχίσω, μου φτάνει για να μου δίνει μια καινούργια αναπνοή. Είναι και θα είναι πάντα δίπλα μου και αυτό είναι το μόνο που μου αρκεί.
Ένας μήνας πέρασε απο εκείνη την βραδιά και εγώ κάθε μέρα γινόμουν και πιο ευτυχισμένη. Ξύπναγα το πρωί πήγαινα στην βιβλιοθήκη, άφηνα τα πράγματα μου στο γραφείο και έτρεχα στον διάδρομο του αγγέλου μου. Καθόμουν μπροστά στον τόμο που είχα αγγίξει εκείνη την πρώτη ημέρα, χάιδευα απαλά το χρυσό γράμμα με το αρχικό του, χαμογελούσα και ξεκίναγα την δουλειά. Γύριζα στο σπίτι έτρωγα έπαιρνα ένα βιβλίο και καθόμουν και το διάβαζα στο σαλόνι μου πάντα στην ίδια θέση που είχα κάτσει και εκείνη την βραδιά. Το διάβαζα και μόλις κουραζόμουν πήγαινα για ύπνο. Κάθε μέρα έκανα το ίδιο, κάποιος που θα μπορούσε να το δει θα φάνταζε στα μάτια του ότι ήταν μια ρουτίνα, στα δικά μου μάτια όμως φάνταζε ευτυχία. Κάθε μέρα ένιωθα και πιο γεμάτη κάθε μέρα ένιωθα και πιο ζωντανή. Δεν τον ξαναείδα ποτέ, δεν τον ξαναένιωσα ποτέ και όμως ήξερα ότι ήταν πάντα εκεί δίπλα μου και αυτό με έκανε κάθε μέρα όλο και πιο δυνατή. Άλλη μια μέρα ξεκινά. Ανοίγω τα μάτια μου και χαμογελώ. «καλημέρα άγγελε μου» λέω και τρέχω να ντυθώ. Η ανάγκη μου να βρεθώ στον διάδρομο μας, ήταν τόσο μεγάλη, που κάθε μέρα έφτανα και πιο νωρίς στην δουλειά. Όπως κάθε μέρα έτσι και σήμερα άφησα τα πράγματα μου και έτρεξα στον διάδρομο του αγγέλου μου. Χάιδεψα το χρυσό γράμμα, αναστέναξα με ανακούφιση και γύρισα στο γραφείο μου να ξεκινήσω την δουλειά μου. Ήταν μια ήσυχη μέρα και όλα κυλούσε ομαλά. Καθώς τακτοποιούσα τα συρτάρια μου έπεσε στο βλέμμα μου η ζωγραφιά του Έρνεστ. Την είχα αφήσει εκεί για να την έχω κοντά μου, αλλά είχα πολύ καιρό να την δω. Την κοίταζα με λατρεία, την κοίταζα με αγάπη, αυτό το μικρό πλασματάκι μου είχε χαρίσει την ζωή, γιατί αν δεν ήταν εκείνος ήμουν σίγουρη ότι δεν θα άφηνα ποτέ τον άγγελο μου να μου μιλήσει. Εκείνη την ημέρα άφησα τον άγγελο μου να μου μιλήσει γιατί με είχε παρακαλέσει εκείνος. Την επόμενη ημέρα απο εκείνη είχα πάει ξανά στο σπίτι του Έρνεστ για να δω αν ήταν καλά. Μάλλον για να δει ότι κράτησα την υπόσχεση μου. Όταν η μητέρα του με αντίκρησε πάγωσε. «παρακαλώ?» «γεια σας είμαι η Μπέλα Σουάν» «εσυυυυυυυυυυυυυυυυ» είπε εξαγριωμένη «με συγχωρείτε άλλα δεν καταλαβαίνω. Εγώ είμαι αυτή που σας έφερε τον γιο σας εχθές!» τις είπα ήρεμα άλλα και σοκαρισμένα από την αντίδραση της «εσυυυυυυυυυυυυυυ» φώναξε πάλι «έξω απο το σπίτι μου εξωωωωω» και έκανε να κλείσει την πόρτα Την κράτησα τελευταία στιγμή και προσπάθησα να την εμποδίσω να την κλείσει. Μα τι είχα κάνει για να εισπράττω πάντα τέτοια απόρριψη, τι είχα κάνει για να μου φέρονται όλοι με τόσο κακία. Έπρεπε να μάθω. «σας παρακαλώ, σας παρακαλώ τι σας έκανα???» ρώταγα φανερά πληγωμένη «δεν θέλω να σε ξαναδώ μπροστά μου, δεν θέλω να έχεις καμιά επαφή με τον παιδί μου το ακούςςςςςς» φώναζε με τρομερό μίσος στα μάτια της. Ο Έρνεστ που είχε καταλάβει τι είχε συμβεί έτρεξε προς το μέρος μου την παραμέρισε και ρίχτηκε στην αγκαλιά μου «σε ευχαριστώ, σε ευχαριστώ που με άκουσες» έλεγε κλαίγοντας «μέσα εσύ» έλεγε η μητέρα του και τον τράβαγε από το χέρι, αλλά εκείνος αντιστεκόταν «μια στιγμή» είπα απότομα και την ακινητοποίησα Έσκυψα κάτω και πήρα στα χέρια μου το μικρό του προσωπάκι «είμαι καλά και είμαι εδώ, δεν θέλω να ανησυχείς για μένα και θα είμαι εδώ όποτε με χρειαστείς» είπα και έσκυψα να τον φιλήσω στο μέτωπο του. «η μητέρα σου είναι και θα είναι πάντα, ο άνθρωπος θα σε αγαπά περισσότερο στην ζωή σου και θα την αγαπάς και εσύ πάντα με τον ίδιο τρόπο. Μην αφήνεις τα λόγια να σε επηρεάζουν. Πήγαινε κοντά της και άσε την καρδιά σου να σε οδηγήσει στην αλήθεια» είπα και σηκώθηκα αργά του έπιασα το χέρι και τον παρέδωσα στην μαμά του. «σου υποσχέθηκα να σε παραδώσω σε εκείνη με ασφάλεια, γι αυτό είμαι σήμερα εδώ, για να εκπληρώσω την υπόσχεση μου» του έδωσα άλλο ένα φιλί στα μαλλιά και έφυγα χωρίς να περιμένω ανταπόκριση. Από εκείνη την ημέρα δεν τον ξαναείδα, άλλα ήταν πάντα στην σκέψη μου πριν κοιμηθώ προσέυχοντας να είναι καλά. Μόνο αυτό να είναι καλά. Κάτι απο την αίθουσα μου απέσπασε την προσοχή. Σηκώθηκα αργά και πήγα για να το ελέγξω. Καθώς προχωρούσα προς τα τραπέζια ανάγνωσης πάγωσα. Είδα μια αύρα σαν την αύρα του άγγελου μου άλλα ήξερα ότι δεν ήταν εκείνος, αυτή η αύρα ήταν φωτεινή άλλα δεν ήταν ίδια. Κατάλαβα αμέσως ότι κάποιος είναι πολύ κοντά στον θάνατο. Χωρίς να χάσω την ψυχραιμία μου άρχισα να κοιτάω γύρο μου για να δω αν υπήρχε κάποιος που να μην ήταν καλά και τότε είδα ένα παλικάρι πιο μικρό από μένα, μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή να έχει κοκκινίσει και να προσπαθεί μάταια να πάρει ανάσα. Δεν σκέφτηκα τίποτα απλά άρχισα να τρέχω. Λίγο πριν λιποθυμήσει τον κράτησα και πολύ απαλά τον έβαλα στο πάτωμα να ξαπλώσει. Με το ένα μου χέρι κρατούσα σφιχτά το δικό του και με το άλλο το μέτωπο του. «άκουσε με, άνοιξε τα μάτια σου και κοίταξε με» τον πρόσταξα αγχωμένη «άκουσε με, πρέπει να με βοηθήσεις μόνο έτσι θα μπορέσεις να βρεις την ανάσα σου» Άνοιξε τα μάτια με δυσκολία και η ματιά του αιχμαλωτίστηκε στην δική μου, αμέσως ένιωσα το χέρι του που όλη αυτήν την στιγμή ήταν σφιγμένο να χαλαρώνει. «ωραία .... είπα πιο ήρεμα.... ακόλουθα την αναπνοή μου και προσπάθησε να συγχρονιστείς με μένα» άρχισα να αναπνέω αργά και σταθερά προσπαθώντας να τον καθοδηγήσω. Ήταν δύσκολο άλλα μπόρεσε να βάλει λίγο αέρα στα πνευμόνια του και να μιλήσει με μεγάλη δυσκολία «το χάπι, στην τσέπη» «ένα ποτήρι νερό και ένα ασθενοφόρο» φώναξα ενώ ταυτόχρονα έψαχνα της τσέπες του με το ένα χέρι μου ενώ με το άλλο συνέχιζα να του κρατάω το μέτωπο και με την αναπνοή μου συνέχιζα να τον καθοδηγώ ώστε να μην ξαναχάσει τον έλεγχο του. Το τι γινόταν γύρο μου δεν είχα ιδέα, εγώ πάλευα και θα πάλευα μέχρι ο άγγελος του να έρθει να τον πάρει η να τα παρατήσει. Ευχόμουν να τα παρατήσει ήταν τόσο νέος, ήταν τόσο άδικο. Ήξερα ότι εκείνος δεν θα ήταν τόσο τυχερός όσο εγώ και γι αυτό πάλευα εγώ για εκείνον. Βρήκα γρήγορα το χάπι και του έδωσα ένα σηκώνοντας τον απαλά. Ένα χέρι μου έδωσε το νερό και προσπάθησα να τον κάνω να πιει έστω και μια γουλιά. Κούνησε το κεφάλι για να καταλάβω ότι ήταν αρκετό και τον άφησα πάλι στο πάτωμα συνεχίζοντας πάντα να του δίνω ρυθμό με την αναπνοή μου. Τα λεπτά περνούσαν άλλα εκείνος παρέμενε στην ίδια κατάσταση. Η αναπνοές που έπαιρνε ήταν τρομερά λίγες, αλλά τουλάχιστον δεν τα παρατούσε. Ούτε και εγώ. Έβλεπα την αύρα του αγγέλου του να πλησιάζει και με έπιανε απελπισία. «όχι όχι ακόμα» είπα κοιτώντας τον στα μάτια «δώστου μια ευκαιρία» παρακάλεσα. Η αύρα ακινητοποιήθηκε άλλα δεν απομακρύνθηκε. Κατάλαβα ότι είχα πολύ λίγο χρόνο. Την ίδια στιγμή μπήκανε μέσα οι τραυματιοφορείς με ένα μπουκάλι οξυγόνο. Του φόρεσαν την μάσκα και έκαναν την κίνηση να με απομακρύνουν. Το παιδί απελπισμένα κούναγε το κεφάλι. «Αφήστε με μόνο να του δίνω τον ρυθμό.» παρακάλεσα «εντάξει» είπε ο ένας και πήγα από πάνω του και συνέχιζα να του δίνω τον ρυθμό. Τον σηκώσανε και άρχισαν να τον μεταφέρουν προς την έξοδο. Καθώς περνάγαμε από το γραφείο μου, σκέφτηκα να πάρω τα πράγματα μου. «Συνεχίστε και θα σας βρω στην είσοδο» τους είπα και το χέρι του αγοριού με έπιασε πιο δυνατά. «μην φοβάσαι, δεν σε αφήνω, μόνο μέχρι να περάσετε τις σκάλες και πάλι θα είμαι δίπλα σου.» έγνεψε και με άφησε Έτρεξα στην καρέκλα μου, άρπαξα την τσάντα μου και την στιγμή που πήγα να πάρω το μπουφάν ένιωσα την αύρα του να με ακινητοποιεί. Σήκωσα τα μάτια και τον είδα, ήθελα να του πω τόσα πολλά. «συγνώμη» ψιθύρισα απολογητικά και άρπαξα το μπουφάν και έτρεξα κοντά τους. «θα συνοδεύσω τον νεαρό στο νοσοκομείο» είπα στην Μπρέντα που με κοίταζε με μάτια γουρλωμένα « βάλε κάποιον να με αντικαταστήσει, δεν ξέρω πόση ώρα θα κάνω» και χωρίς να περιμένω απάντηση βγήκα στον δρόμο και έτρεξα στο ασθενοφόρο που εκείνη την στιγμή έκλειναν τις πόρτες του. «μια στιγμή» φώναξα και όρμισα μέσα στο ασθενοφόρο, αφήνοντας άφωνο τον τραυματιοφορέα. Έκατσα αμέσως κάτω, έπιασα το χέρι του και συνέχισα να του δίνω τον ρυθμό όπως και πριν. Αμέσως ένιωσα την διαφορά, στον νεαρό. Αν κρίνο από το πόσο κοντά ήταν τώρα η αύρα του άγγελου του, τότε ήμουν σίγουρη ότι ήταν λίγο πριν τα παρατήσει. Μόλις ένιωσε το άγγιγμα μου, ηρέμησε, αιχμαλώτισε την ματιά του στην δική μου και άρχισε πάλι να προσπαθεί. Φτάσαμε στο νοσοκομείο πολύ γρήγορα και αμέσως μας οδήγησαν στα χειρουργεία. Δεν άφηνα το χέρι μου απο το δικό του μέχρι που με σταμάτησαν έξω απο τις πόρτες. «με συγχωρείτε αλλά εδώ πρέπει να μας αφήσετε» είπε ο ένας αυστηρά και δεν έφερα αντίρρηση Μόλις έκανα να απομακρυνθώ όμως ο νεαρός με σταμάτησε «σε ευχαριστώ» μου είπε ξεψυχισμένα «κοίτα να βάλεις τα δυνατά σου να ζήσεις» του είπα κάπως αυστηρά Χαμογέλασε και μου άφησε το χέρι. Περίμενε και εγώ πόσες ώρες έξω απο την πόρτα ελπίζοντας κάποιος να βγει να με ενημερώσει. Είχα απελπιστεί. Έκατσα σε μια καρέκλα κρατώντας το κεφάλι μου στα χέρια μου. Προσπαθούσα να ηρεμήσω. «εσείς ήσαστε η κοπέλα που έσωσε τον νεαρό?» άκουσα μια φωνή δίπλα μου Αυτόματα πετάχτηκα απάνω και τον ρώτησα χωρίς αναπνοή «είναι καλά, πες τε μου, είναι καλά, θα ζήσει??» Έβαλε το χέρι του στον ώμο μου και με κοίταξε στα μάτια «θα ζήσει, αν και είναι σε πολύ κρίσιμη κατάσταση χάρις σε σας θα ζήσει» Πήρα μια ανάσα ανακουφισμένη «τι εννοείτε χάρις εμένα?» «χάρις στην ψυχραιμία και την αποφασιστικότητα σας του χαρίσατε την ζωή» «δεν καταλαβαίνω» είπα μπερδεμένη «ο γιατρός του ασθενοφόρου με ενημέρωσε ότι δεν πίστευε ότι θα κατάφερνε να φτάσει μέχρι το νοσοκομείο και όμως άντεξε τόσες ώρες χειρουργείου χωρίς να τα παρατήσει η καρδιά του» «μπορώ να τον δω?»ρώτησα δειλά «έχει συνέλθει από την νάρκωση άλλα είναι πολύ αδύναμος και ταλαιπωρημένος, αλλά εφόσον του σώσατε την ζωή τότε δεν μπορώ να σας το αρνηθώ. Μόνο μην τον κάνετε να μιλήσει πρέπει να τον αφήσετε να κοιμηθεί. Θα ήθελα αν γίνετε να συμπληρώσετε και κάποια χαρτιά» «εε εγώ, δεν ξέρω καν ποιος είναι» «τότε αυτό είναι πρόβλημα, αν μπορείτε ζητήστε του να σας δώσει ένα τηλέφωνο για να ειδοποιήσουμε κάποιον δικό του. Άλλα μην τον ζορίσετε παραπάνω. Πρέπει να ξεκουραστεί» «ναι ναι καταλαβαίνω δεν θα τον ανησυχήσω σας το υπόσχομαι, μόνο να δω ότι είναι καλά» μόνο να δω αν ο άγγελος του έχει φύγει. Είπα από μέσα μου «εντάξει πάμε» είπε και με οδήγησε στον θάλαμο που τον είχαν βάλει Μου δώσανε να φορέσω μια ρόμπα, ένα σκουφί και με έβαλαν να απολυμάνω τα χέρια μου και με άφησαν να μπω. Μπήκα με κομμένη την ανάσα, ήταν πιο άσπρος και από νεκρός, ήταν τόσο ακίνητος που αν δεν άκουγα τον άρρυθμο χτύπο του μηχανήματος που έλεγχες τους χτύπους της καρδιάς του θα ορκιζόμουν ότι είχε φύγει. Κοίταξα γύρο μου και τότε τον είδα. Ο φύλακας άγγελος του ήταν ακόμα εκεί. Έσκυψα το κεφάλι και ένα δάκρυ κύλισε. Δεν τα είχα καταφέρει. Έκατσα ξέπνοα στην καρέκλα που ήταν δίπλα στο κρεβάτι, πήρα το χέρι του απαλά στα δύο μου χέρια και με τρεμάμενη φωνή του ζήτησα συγνώμη. Οι χτύποι τις καρδιάς του άλλαξαν ρυθμό, έγιναν πιο ήρεμοι και πιο ρυθμική. Ένα απαλό άγγιγμα ένιωσα τότε στον ώμο μου και μια απαλή φωνή άκουσα να μου λέει «μην ζητάς συγνώμη, σήμερα του χάρισες την ζωή» άκουσα μέσα στην σκέψη μου και ήξερα ότι δεν ήταν δική μου σκέψη. Γύρισα αυτόματα προς την αύρα του αγγέλου «θα ζήσει??» είπα ξέπνοα και τον κοίταξα παρακλητικά για να μου απαντήσει «χάρις εσένα ναι» «τότε γιατί είσαι εδώ?» τον ρώτησα σοκαρισμένη «για να σου πω να μην φοβάσαι, έβλεπα ότι ένιωσες τύψης νομίζοντας ότι έκανες κάτι λάθος και απλά ήθελα να σου πω ότι έκανες μόνο το σωστό» «τι εννοείς να μην φοβάμαι?» «κάνε αυτό που προστάζει η καρδιά σου» είπε και εξαφανίστηκε κάνε αυτό που προστάζει η καρδιά σου, κάνε αυτό που προστάζει η καρδιά σου επαναλαμβανόταν η φράση μέσα στο μυαλό μου, ήταν τα ίδια λόγια που μου είχε πει ο άγγελος μου, το μοναδικό αντάλλαγμα που μου είχε ζητήσει. Κοίταξα γύρο μου και δεν ήταν κανείς, αλλά μετά από ενάμιση μήνα ένιωθα την παρουσία του πιο αισθητή από ποτέ. Δεν μου αποκαλυπτόταν όπως πριν την ώρα που με άγγιξε, αλλά ήξερα ότι ήταν πολύ κοντά μου, δεν τον έβλεπα άλλα τον ένιωθα. Την στιγμή που με άγγιξε, νόμιζα ότι ήθελε να με σταματήσει, αλλά τώρα κατάλαβα ότι ήθελε να μου δώσει κουράγιο, κουράγιο για να παλέψω για να καταφέρω να κάνω αυτό που μου πρόσταξε η καρδιά μου, να καταφέρω να παλέψω για αυτό το άγνωστο παιδί ώστε να έχει την ευκαιρία να ζήσει. Το χέρι του νεαρού κουνήθηκε μέσα στα δικά μου και με έβγαλε από τις σκέψης μου. Σηκώθηκα αργά για να τον κοιτάξω. «δεν κάνει να μιλάς» του είπα όσο πιο ήρεμα και μαλακά μπορούσα «όταν είσαι έτοιμος, θα ήθελα να μου δώσει ένα τηλέφωνο για να μπορέσω να ειδοποιήσω τους δικούς σου» Άνοιξε τα μάτια πολύ αργά και με φωνή που δεν ακουγόταν είπε «μη φύγεις» «θα είμαι εδώ, μην φοβάσαι, δεν θα σε αφήσω, ξεκουράσου τώρα και όταν θα είσαι έτοιμος θα μου πεις» Έκλεισε τα μάτια και άφησε έναν αναστεναγμό. Έκατσα στην καρέκλα και δεν ξανακουνήθηκα, ένιωσα όλο μου το σώμα να είναι αδύναμο και κουρασμένο Έγειρα το κεφάλι μου πάνω στα χέρια μου και αποκοιμήθηκα.
Έχει επεξεργασθεί από τον/την xrysanthi στις Παρ 26 Νοε 2010 - 12:38, 1 φορά
xrysanthi The Volturi
Ηλικία : 46 Τόπος : Αθήνα Αριθμός μηνυμάτων : 8719 Registration date : 08/11/2010
Ένιωσα κάτι να κινείτε. Σήκωσα το κεφάλι μου τρομαγμένη και τότε είδα που είχε τα μάτια ανοιχτά και χαμογελούσε «γεια σου» είπε με αδύναμη άλλα με σταθερή φωνή «συγνώμη με πήρε ο ύπνος, πως είσαι?» «χάρις σε σένα καλά» Γέλασα νευρικά και έσκυψα το κεφάλι καθώς κοκκίνισα. «μήπως θυμάσαι κάποιο τηλέφωνο για να ειδοποιήσω τους δικούς σου?» «ναι» «πες μου» είπα και αυτόματα έκανα να βγάλω το κινητό από την τσάντα μου Μου είπε τον αριθμό και τον κάλεσα «ναι» απάντησε μια τρομαγμένη γυναικεία φωνή «ναι γεια σας» «γεια σας» είπε διστακτικά «είμαι η Μπέλα Σουάν και πήρα να σας ενημερώσω για τον» του έκανα νόημα «Μπιλ» είπε ψιθυριστά «εε για τον Μπιλ» είπα και εγώ αυτόματα «τον Μπιλ? Που είναι είναι καλά, έπρεπε να είναι εδώ από ώρα και ανησυχώ» «καταρχήν θέλω να ηρεμήσετε, σας παρακαλώ, τώρα είναι καλά» «τώρα είναι καλά??» με διέκοψε «τι εννοείτε τώρα, που είναι πες τε μου σας παρακαλώ μην με κρατάτε σε αγωνία» «κοιτάξτε, είναι στο νοσοκομείο, είναι σε κρίσιμη κατάσταση άλλα έχει διαφύγει τον κίνδυνο, σας το εγγυώμαι αυτό, θα γίνει καλά» «στο στο νοσοκομείο? Σε ποιο νοσοκομείο? Πες τε μου» Τις λέω το νοσοκομείο, της εξήγησα που να μας βρει και έκλεισα το τηλέφωνο. «είναι στον δρόμο, δεν χρειάζεται να ανησυχείς άλλο, κλείσε τα μάτια και ξεκουράσου, εντάξει?» «μην φύγεις» «δεν θα φύγω, σου υπόσχομαι μέχρι να έρθει η κοπέλα ότι δεν θα σε αφήσω μόνο σου, κλείσε τα μάτια σου πρέπει να ξεκουραστείς» Έκλεισε τα μάτια και με έναν αναστεναγμό έγειρε το κεφάλι και άρχισε να χαλαρώνει. «σε ευχαριστώ» είπε καθώς τον έπαιρνε ο ύπνος Μετά απο λίγο χτύπησε η πόρτα. Η κοπέλα που μίλαγα πριν, φαντάστηκα, μπήκε μέσα σαν σίφουνας και σταμάτησε λίγο πριν φτάσει κοντά του, κοιτώντας με ένταση τα χέρια μου που ακόμα τον κρατούσα «κοιμάται?» είπε με την πιο χαμηλή φωνή που είχε για να μην τον ενοχλήσει, αλλά απο την έκφραση της κατάλαβα ότι ήταν τρομερά ενοχλημένη. «ναι» είπα και εγώ χαμηλόφωνα και σηκώθηκα για να της δώσω την θέση μου και να φύγω. Με κοίταζε καθώς έκανα να φύγω και ήταν παγωμένη λες και προσπαθούσε να πάρει μια απόφαση σε στάση έτοιμη να μου χημίξει «κάθισε δίπλα του σε έχει ανάγκη» της είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα για να της δώσω να καταλάβει ότι δεν είναι αυτό που νομίζει Δεν περίμενα απάντηση και πήγα προς την πόρτα μόλις ακούμπησα το πόμολο «περίμενε» είπε πιο δυνατά και άρχισε να έρχεται προς τα μένα Βγήκα έξω γιατί κατάλαβα ότι δεν με θέλει για καλό και δεν ήθελα να ανησυχήσουμε άδικα το κακόμοιρο τον Μπιλ Αφού έφτασα στον απέναντι τοίχο άφησα το παλτό μου και την τσάντα μου στην καρέκλα και γύρισα να την αντιμετωπίσω. «πες μου» τις είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα «τι δουλειά έχεις μαζί του μου λες?? Και με πιο δικαίωμα του κρατάς το χέρι με τόση τρυφερότητα» σήκωσα της παλάμες μου μπροστά της και την έκανα να σταματήσει, ήταν φανερό ότι αν την άφηνα θα μου ορμούσε. «σε παρακαλώ προσπάθησε να ηρεμήσεις και να κάνεις μια προσπάθεια να με ακούσεις» «να ηρεμήσω??? Μου ζητάς να ηρεμήσω??? Σας πιάνω σε τρυφερό τετατετ και μου ζητάς να ηρεμήσω??? Μήπως θα μου πεις τώρα και ότι δεν είναι αυτό που νομίζω???» είπε με ειρωνικά «άκουσε με σε παρακαλώ» είχαν αρχίσει η δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν, δεν το άντεχα όλο αυτό, ένιωθα ότι κάτι δεν πάει καλά και ότι από στιγμή σε στιγμή θα καταρρεύσω. «δουλεύω στην δημοτική βιβλιοθήκη» «δεν μπα να δουλεύεις και όπου θες τι με νοιάζει εμένα» με διέκοψε με θράσος άλλα εγώ συνέχισα σαν να μην είχε μιλήσει ποτέ «βρήκα τον Μπιλ έτοιμο να λιποθυμήσει και χωρίς αναπνοή και τον βοήθησα μέχρι να έρθουμε στο νοσοκομείο και τον περίμενα μέχρι να συνέλθει για να μου δώσει ένα τηλέφωνο για να ειδοποιήσω κάποιον δικό του. Αυτό είναι όλο» «που τα πουλάς αυτά μου λεςςςςς» είπε εξαγριωμένη Δεν είχα άλλες δυνάμεις, τα λόγια της με πλήγωναν, δεν είχα άλλο κουράγιο για να δικαιολογηθώ, να δικαιολογήσω τι? Ότι για άλλη μια φορά έκανα αυτό που ένιωθα ότι ήταν σωστό και για άλλη μια φορά όπως και η μαμά του Μπομπ με κάνουν να νιώθω ότι έκανα την χειρότερη πράξη??? Ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν και ένιωσα το σώμα μου να πέφτει Ένιωσα την γνωστή ζεστασιά που ένιωθα πάντα στο άγγιγμα του και ξαφνικά κάτι άρχισε να μου καίει την μύτη. «κυρία, κυρία με ακούτε?» άκουγα μια φωνή από μακριά «ναι» είπα αδύναμα και άνοιξα σιγά σιγά τα μάτια Αφού με βοήθησε να σηκωθώ και να κάτσω σε μια καρέκλα, είδα την νοσοκόμα να με κοιτάει στα μάτια «είσαστε καλά?» «ναι, ναι ευχαριστώ» είπα πιο σταθερά «τι συνέβη?» «λιποθυμήσατε» είπε πάλι η νοσοκόμα «ναι πες μας ότι είσαι έγκυος κι όλας να μας τρελάνεις τελείως» άκουσα την οργισμένη φωνή της κοπέλας και γύρισα να την κοιτάξω ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια. Η νοσοκόμα γύρισε και αυτή και την κοίταξε με αυστηρό ύφος. «σας παρακαλώ μπορείτε να μας αφήσετε μόνες μας» ξεφύσησε τρομερά ενοχλημένη και έφυγε νευριασμένα «πως νιώθετε?» με ρώτησε με ενδιαφέρων «όχι όχι είμαι καλά αλήθεια, αλλάαα» σκεφτόμουνα «υπάρχει υποψία εγκυμοσύνης?» μου είπε με ένα ευγενικό χαμόγελο Έγνευσα σαστισμένη «ελάτε μαζί μου» είπε και με βοήθησε να σηκωθώ μαλακά και να βγάλω την ρόμπα και το σκουφί που είχα φορέσει για να μπω στον θάλαμο του Μπιλ. Με πήγε σε ένα εργαστήριο και μου εξήγησε ότι εδώ μπορώ να δώσω αίμα και σε μία ώρα να έχω τα αποτελέσματα, αν βγει θετικό να πάω στην γραμματέα μπροστά και να ζητήσω να μου κάνουν υπέρηχο. Την ευχαρίστησα και πήγα να δώσω αίμα. Το χέρι μου έτρεμε, έτρεμα ολόκληρη. Ήξερα ότι ήταν σίγουρο, αλλά στην υποψία ότι μπορεί και να μην ήταν με έκανε φοβάμαι. Πήγα στην καφετέρια να πάρω μια σοκολάτα για να χαλαρώσω. Καθόμουν στο τραπέζι κοιτάζοντας το κενό. Κόσμος πήγαινε και ερχόταν αλλά εγώ δεν έβλεπα κανέναν. Κρατούσα το ζεστό φλιτζάνι στα χέρια μου και κοιτούσα το σκούρο χρώμα της σοκολάτας χωρίς να κουνιέμαι. Ή ώρα περνούσε άλλα εγώ είχα παγώσει εκεί. Ένιωσα πάλι την παρουσία του. Δεν κουνήθηκα. Φοβόμουν ότι αν θα κουνηθώ ή θα κάνω την κίνηση να τον αναζητήσω εκείνος θα απομακρυνόταν πάλι και εγώ τον είχα τόσο ανάγκη. Κοίταξα το ρολόι του κινητού και συνειδητοποίησα ότι είχαν περάσει δύο ώρες. Ξαφνικά πετάχτηκα απάνω και άρχισα να πηγαίνω πάλι προς τα εργαστήρια. Ρώτησα της πληροφορίες και μου έδωσαν το χαρτί. Έτρεμα, δεν ήξερα αν ήθελα να το ανοίξω. Έκατσα σε μια καρέκλα και κοίταζα τον κλειστό φάκελο χωρίς να τον ανοίγω. Ένιωσα ξανά την παρουσία του. «Δεν μπορώ» Ψιθύρισα. «Φοβάμαι» τότε ένιωσα το άγγιγμα του, κοίταξα τα χέρια μου άλλα δεν είδα τίποτα, δεν εμφανίστηκε απλά με άγγιξε για να μου δώσει κουράγιο. Πήρα μια ανάσα και την άφησα όσο πιο ήρεμα μπορούσα και άνοιξα τον φάκελο. Είχε τόσα νούμερα δεν καταλάβαινα τίποτα. Τώρα τι, τι σημαίνουν όλα αυτά? Γύρισα πίσω στις πληροφορίες. «σας παρακαλώ μπορείτε να με βοηθήσετε» είπα στην κοπέλα «φυσικά , τι θα ήθελες» «μπορείτε να μου πείτε τι σημαίνουν όλα αυτά τα νούμερα?» «πρώτη φορά?» ρώτησε χαμογελώντας «ναι» είπα και κοκκίνισα «δώσε μου να δω» είπε πολύ ευγενικά και το κοίταξε πολύ γρήγορα «συγχαρητήρια» μου λέει «είναι θετικό» και για δεύτερη φορά όλα σκοτείνιασαν Είχα συσσωρεύσει τόση ένταση και τόσο άγχος από το πρωί που οι δυνάμεις μου με είχαν εγκαταλείψει. «κυρία, κυρία με ακούτε?» έλεγε η κοπέλα Ανακάθισα ανοίγοντας τα μάτια μου και πιάνοντας το κεφάλι μου, με βοήθησε να σηκωθώ και με κοίταξε στα μάτια «τώρα θα πρέπει να προσέχεις πολύ, δεν πρέπει να στρεσάρεις τον εαυτό σου έτσι, είσαι κατάχλομη, πως νιώθεις» «μπερδεμένη» ομολόγησα «δεν το περίμενες?» «όχι όχι δεν είναι αυτό, απλά δεν ξέρω, δεν ξέρω» είπα μπερδεμένα «έλα να σε βάλω να κάτσεις να πάρεις μια ανάσα και μόλις είσαι έτοιμη πες μου να σε πάω να κάνεις τον υπέρηχο» «μπορείς να με πας τώρα?» «είσαι σίγουρη?» «ναι είμαι σίγουρη, δεν θέλω να κάτσω να το σκεφτώ, θέλω να το κάνω τώρα» «οκ πάμε τότε» είπε και με οδήγησε σε μια αίθουσα. Με έβαλε σε ένα μικρό δωματιάκι και μου είπε να ξεντυθώ και να πάρω μια ρόμπα απο το ράφι να την φορέσω και μόλις ήμουν έτοιμη να χτυπήσω την πόρτα που ήταν απο την απέναντι μεριά. Αφού μου έδωσε τις οδηγίες, με χάιδεψε απαλά στον ώμο και με άφησε μόνη μου. Είχα σαστίσει, δεν ξέρω γιατί φοβόμουν τόσο πολύ, αλλά δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. «μην με αφήσεις μόνη μου» ψιθύρισα και άρχισα αργά άλλα σταθερά να βγάζω τα ρούχα μου χωρίς να περιμένω απάντηση. Χτύπησα την πόρτα και περίμενα «περάστε» ακούστηκε η φωνή και τότε πήρα μια βαθιά ανάσα και μπήκα. Ο υπέρηχογραφιστής ήταν πολύ ευγενικός και με έκανε αμέσως να χαλαρώσω, έβλεπε τον πανικό στα μάτια μου και μου εξηγούσε την διαδικασία ήρεμα και απλά σαν να μιλούσε σε κάποιο νήπιο για να τα καταλάβω, όσο η νοσοκόμα με ετοίμαζε. Όμως όσο ηρεμία και να μου έδιναν εγώ ακόμα έτρεμα. «χαλαρώστε και ξεκινάμε» είπε Έκλεισα τα μάτια και πήρα μια βαθιά ανάσα, ένιωσα το χέρι του απαλό και ζεστό σαν πούπουλο στον ώμο μου, άνοιξα τα μάτια μου είδα την αύρα του και χαμογέλασα. «είμαι έτοιμη» είπα αποφασιστικά Δεν ήθελα να πάρω τα μάτια μου απο πάνω του. Είχα τόσο καιρό να τον δω. «θα θέλατε να το δείτε και εσείς?» με ρώτησε ο υπέρηχογραφιστής «ναι ναι» είπα σαστισμένη και γύρισα προς την οθόνη Στην αρχή όλα μου φαινόντουσαν ίδια δεν καταλάβαινα τίποτα Τότε άρχισε να μου εξηγεί «Εδώ είναι η καρδιά του» έδειξε με το χέρι του στην οθόνη, «θες να την ακούσεις?» έγνευσα μηχανικά άλλα ουσιαστικά δεν τον άκουγα. Είχα καρφώσει τα μάτια μου στην οθόνη και προσπαθούσα να καταλάβω τι έβλεπα, ήταν δυνατόν αυτό που έβλεπα να είναι αλήθεια? Άκουσα τότε το χτύπο της καρδιά του. Ήταν σαν καλπασμός αλόγου, τόσο γρήγορος άλλα και τόσο μαγευτικός. Ο άγγελος μου, μου έσφιξε τον ώμο. Κατάλαβα ότι είχε συγκινηθεί και είχε σαστίσει όσο και εγώ. Ο υπέρηχος τελείωσε και με έστειλαν να πάω πάλι να αλλάξω και μου είπαν να περιμένω στην γραμματεία για να μου δώσουν τον φάκελο μου. Πήγα μηχανικά στο δωματιάκι και πήρα μια ανάσα. Όλα γύρο μου γύριζαν έκατσα κάτω και άφησα τα δάκρυα να κυλήσουν. Ένιωθα τόσο όμορφα, ήμουν τόσο ευτυχισμένη. Ένιωσα πάλι το χέρι του να με ακουμπά και μια φωνή μέσα στην σκέψη μου είπε «σε ευχαριστώ» ήταν η δική του σκέψη και όχι η δική μου, δεν τον άκουσα να μου μιλά απλός άκουγα την σκέψη του μέσα από την δική μου. Κούνησα το κεφάλι και πάλεψα να βρω την φωνή μου αλλά δεν τα κατάφερα. Πήρα βαθιές αναπνοές και σηκώθηκα. Είμαι δυνατή για τα πάντα είπα και άρχισα να αλλάζω. Πριν βγω όμως από το δωματιάκι με το χέρι στο πόμολο σταμάτησα και χωρίς να γυρίσω του είπα ψιθυριστά. «εγώ σε ευχαριστώ» Άνοιξα την πόρτα και πήγα πάλι στην γραμματέα, με άλλον αέρα πιο σίγουρη για τον εαυτό μου από ποτέ. «πως πήγε?» με ρώτησε μόλις με είδε «μαγευτικά» της είπα με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη «το φαντάζομαι» είπε και μου έκλεισε το μάτι και μου έδωσε τον φάκελο και το χαρτί για να πάω στο ταμείο να πληρώσω τις εξετάσεις. Πήρα αριθμό προτεραιότητας και έκατσα σε μια καρέκλα να περιμένω την σειρά μου. Άνοιξα τον φάκελο και εκεί το είδα. Μια μικρή κουκιδίτσα, τόσο μικρή και όμως τόσο ζωντανή. Τότε όμως κατάλαβα και την διαφορά. Ήταν φωτογραφία από τον υπέρηχο άλλα αυτό που έβλεπα τώρα ήταν τελείως διαφορετικό με αυτό που κοίταζα στην οθόνη, τόσο ίδια και τόσο διαφορετικά. «37» άκουσα ήταν το νούμερο μου Σηκώθηκα κλείνοντας τον φάκελο και πήγα να πληρώσω.
xrysanthi The Volturi
Ηλικία : 46 Τόπος : Αθήνα Αριθμός μηνυμάτων : 8719 Registration date : 08/11/2010
Μόλις βγήκα από το νοσοκομείο ένα χέρι με άρπαξε και με γύρισε βίαια προς τα πίσω «που νομίζεις ότι πας? Δεν τελείωσα ακόμα μαζί σου» άκουσα την εξαγριωμένη φωνή της κοπέλας του Μπιλ. «φεύγω» της είπα ήρεμα και τράβηξα το χέρι μου από το σφιχτό της κράτημα «οοο δεν νομίζω τόσο εύκολα» και καρφώνει τα μάτια της στον φάκελο που κρατούσα «θα φύγεις έτσι απλά χωρίς να του πεις τα χαρμόσυνα νέα?» «δεν νομίζω ότι σε αφορά» «δεν με αφορά?» είπε και έκανε την κίνηση να αρπάξει τον φάκελο Αμέσως τραβήχτηκα πίσω «μην τολμήσεις» είπα τρομερά εξαγριωμένη και με το αίμα να ανεβαίνει επικίνδυνα στο κεφάλι μου Ένιωσα το χέρι του πάλι στον ώμο μου, ήθελε να με ηρεμήσει. Πήρα μια ανάσα και είπα πιο απαλά «άκουσε με, για τελευταία φορά, τον Μπιλ τον είδα πρώτη φορά την ώρα που έπεφτε αναίσθητος στην αίθουσα της βιβλιοθήκης όπου δουλεύω, ένιωσα την υποχρέωση να τον βοηθήσω και το έκανα, αν ρωτήσεις τον γιατρό του, τότε θα μάθεις ότι αν δεν ήμουν εκεί τώρα ο Μπιλ θα ήταν νεκρός» στο άκουσμα της λέξης πάγωσε και έσπασε Συνέχισα πιο ήρεμα «τον ρώτησα να μου δώσει ένα τηλέφωνο για να ειδοποιήσω κάποιον δικό του και μου έδωσε το δικό σου, αυτό και μόνο θα έπρεπε να σε κάνει να καταλάβεις το πόσο σημαντική είσαι για εκείνον και με το να σκέφτεσαι ότι σκέφτεσαι για εκείνον το μόνο που κάνεις είναι να τον προσβάλλεις και να τον μειώνεις. Μην του το κάνεις αυτό, άνοιξε τα μάτια σου και δες την αλήθεια. Αν αυτή που ήθελε κοντά του σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή είσαι εσύ, τότε εσύ είσαι το πιο σημαντικό πλάσμα για εκείνον στον κόσμο» «και το χέρι αφού σας είδα» είπε αδύναμα πια και κατάλαβα ότι είχε καταλάβει άλλα ο εγωισμός δεν την άφηνε να το δει. «του κράταγα το χέρι γιατί φοβόταν, έφτασε στον θάνατο και γύρισε πίσω, ήθελε από κάπου να κρατηθεί και εγώ απλός του το πρόσφερα μέχρι να έρθεις εσύ για να τον στηρίξεις» «έτσι απλά?» είπε δύσπιστα «έτσι απλά» της είπα χαμογελώντας «μην αφήνεις τον εγωισμό σου να σε τυφλώνει, σε έχει ανάγκη πήγαινε κοντά του και γίνε το στήριγμα του, δεν ζητάει τίποτα περισσότερο από αυτό» «συγνώμη» είπε άλλα έβλεπα στο βλέμμα της ότι δεν με είχε πιστέψει εντελώς, ήθελε να με πιστέψει άλλα ο εγωισμός δεν την άφηνε «μίλα με τον γιατρό του και θα πιστής» της είπα και άρχισα να φεύγω Βρήκα γρήγορα ένα ταξί και μπήκα μέσα, έφτασα στην βιβλιοθήκη και ήταν κλειστή. Τι ώρα να έχει πάει, αναρωτήθηκα. Έβγαλα το κινητό μου απο την τσάντα και κοίταξα. 7 το απόγευμα. Αν είναι δυνατών πως πέρασαν τόσες ώρες. Πήγα στο αμάξι μου και έβαλα μπρος, θα έπρεπε να πάω σπίτι, τόσο ένταση τόσο κούραση με είχαν εξαντλήσει, αλλά δεν ήθελα να πάω, όχι ακόμα. Ήταν η πιο περίεργη άλλα και η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου και ήθελα να την μοιραστώ με κάποιον αλλά με ποιον? Δεν είχα κανέναν. Λάθος. Σκέφτηκα έχω. Έβαλα πρώτη και ξεκίνησα, σε λίγο έστριψα στο στενό που οδηγούσε στο σπίτι του Ερνέστο, πάρκαρα το αμάξι έξω από το σπίτι, έσβησα την μηχανή και με θάρρος και δύναμη ξεκίνησα για το σπίτι του. Χτύπησα την πόρτα και περίμενα. Όταν άνοιξε η πόρτα είδα την μητέρα του να με κοιτάει με γουρλωμένα μάτια, πριν προλάβει όμως να κάνει την οποιαδήποτε κίνηση, ακούμπησα το χέρι μου στο χέρι που κρατούσε την πόρτα και την είπα «ξέρω ότι δεν θέλετε να με ξαναδείτε και ίσως να έχετε δίκιο, ξέρω ότι δεν θέλετε να με ακούσετε, άλλα θα ήθελα να σας παρακαλέσω να μου δώσετε ένα μόνο λεπτό, ένα λεπτό να σας πω τον λόγο που είμαι εδώ και μετά σας υπόσχομαι ότι αν δεν θέλετε να με ξαναδείτε, θα φύγω και δεν θα ξαναγυρίσω ποτέ» Με κοίταζε στα μάτια αναποφάσιστη άλλα δεν έκανε την κίνηση να κλείσει την πόρτα και μια ελπίδα γεννήθηκε μέσα μου. Κοίταξε πίσω της ήρθε προς το μέρος μου και έκλεισε την πόρτα πίσω της απαλά. «έχεις μόνο ένα λεπτό, δεν νομίζω ότι θα αλλάξει κάτι άλλα νομίζω ότι μπορώ να σου το δώσω αφού εσύ είσαι αυτή που τον βρήκες εκείνη την ημέρα» «σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ πάρα πολύ μόνο αυτό ζητάω» Μου έκανε νόημα να την ακολουθήσω και κάτσαμε σε έναν καναπέ στην βεράντα «σε ακούω τότε» Πήρα μια βαθιά ανάσα και άρχισα «η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να καταλάβω τι μπορεί να σας έκανε να έχετε αυτήν την αντίδραση απέναντι μου, αλλά ποτέ δεν ήμουν κριτής και δεν θα σας κρίνω ούτε και τώρα. Το μόνο που θέλω να ξέρετε είναι ότι όσο και να σας φαίνεται παράξενο εγώ αγαπώ τον Ερνέστο πολύ βαθιά, αν και τον γνώρισα μόνο για μερικές ώρες, πραγματικά τον αγαπώ, ήταν ο μόνος που μου στάθηκε τόσο πολύ και που με έκανε να ανοίξω τα μάτια μου. Πρέπει να είσαστε πολύ υπερήφανη για εκείνον παρόλο το νεαρό της ηλικίας του είναι τρομερά έξυπνος και ωρίμως ίσως και πιο ωρίμως και από εμένα την ίδια........ χαμογέλασα δειλά....... Κυρία σας παρακαλώ, έχω περάσει τόσα πολλά και ο γιος σας είναι ο μοναδικός που με έκανε να νιώσω ότι υπάρχω και ότι δεν είμαι απλός μια φιγούρα που απλά υπάρχει σε αυτόν τον κόσμο» Έβαλα απαλά το χέρι μου πάνω στα σφιγμένα μπλεγμένα χέρια της και την κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια παρακλητικά. Πήρε μια ανάσα και όλη η ένταση της εξανεμίστηκε, κοίταξε μια φορά τα χέρια μας και μια φορά τον φάκελο που είχα αφήσει δίπλα μου με τον υπέρηχο, γύρισε αργά και με κοίταξε πάλι μέσα στα μάτια και μου είπε όσο πιο ήρεμα της επέτρεπε ο εγωισμός της. «κατανοώ απόλυτα όσα μου είπες........ άλλα πρέπει να με καταλάβεις, πρέπει να καταλάβεις ότι σαν μητέρα του θέλω μόνο το καλύτερο για εκείνον και η ψυχική του ηρεμία είναι τα πάντα για μένα........... από ότι βλέπω σε λίγο καιρό θα είσαι και εσύ στην θέση μου και ίσως τότε να με καταλάβεις, να καταλάβεις γιατί πρέπει να το αρνηθώ» «καταλαβαίνω, πιστέψτε με σας καταλαβαίνω περισσότερο από όσο νομίζετε» είπα και έσκυψα το κεφάλι «ωστόσο θα μπορούσα να σας ζητήσω κάτι πριν φύγω?» «αν μπορώ φυσικά» «μπορείτε να του δώσετε ένα φιλί από μένα? Δεν με νοιάζει αν θα του πείτε ποτέ γι αυτήν μας την συνάντηση, απλά θέλω να του στείλετε την αγάπη μου έστω και σιωπηλά. Μπορείτε να το κάνετε αυτό? Σας παρακαλώ είναι πολύ σημαντικό για μένα» Σηκώθηκε αργά και κινήθηκε προς την πόρτα και την άνοιξε άλλα κοντοστάθηκε. Γύρισε αργά προς το μέρος μου, εγώ δεν είχα κουνηθεί καθόλου. «έλα...... είπε ξαφνικά....... μάλλον έχετε πολλά να πείτε» και όλος μου ο κόσμος φωτίστηκε, δεν το περίμενα αυτό, δεν ήξερα πως να αντιδράσω Ήρθε πάλι κοντά μου έσκυψε και με έπιασε από το χέρι «σε είχα αδικήσει και σου ζητώ συγνώμη» Μου χάρισε το πιο ζεστό της χαμόγελο και με παρέσυρε να σηκωθώ, πήρα τον φάκελο μου και μπήκαμε στο σπίτι, μου έδωσε οδηγίες για το που ήταν το δωμάτιο του και με άφησε μόνη μου. Ανέβηκα με τρεμάμενα πόδια τις σκάλες και έφτασα μπροστά στην πόρτα του δωματίου του, σήκωσα το χέρι για να χτυπήσω και ξαφνικά άνοιξε και ο Έρνεστ έπεσε στην αγκαλιά μου, έκατσα κάτω και τον πήρα και εγώ αγκαλιά και τον κράτησα σφιχτά. «άργησες» μου είπε παραπονιάρικα «το ξέρω καρδιά μου και σου ζητώ συγνώμη που ήμουν τόσο διλή» «έλα έχουμε πολλά να πούμε» έιπε και με τράβηξε για να σηκωθώ και να πάμε μέσα Συζητήσαμε για τα πάντα, εκείνος με άκουγε με μεγάλη ευλάβεια και έκανε τα σχόλια του με μεγάλη αυστηρότητα διορθώνοντας οτιδήποτε τον ενοχλούσε. Γελάγαμε και αγκαλιαζόμασταν κάθε λίγο και λιγάκι και ήμασταν τόσο χαρούμενη που είχαμε ο ένας τον άλλον «είσαι η καλύτερη μου φίλη, είσαι πραγματικά ένας φύλακας άγγελος και είναι πολύ τυχεροί όλοι όσοι σε έχουν δίπλα τους» Κούνησα το κεφάλι μου χαμογελώντας «και εσύ είσαι ο μοναδικός και ο καλύτερος μου φίλος, ο φύλακας άγγελος της ψυχής μου και σ αγαπώ με όλη την δύναμη της καρδιά μου» «καλά τώρα λες ψέματα» «όχι δεν λέω, πραγματικά το πιστεύω» «καλά ίσως και να έχεις δίκιο» «ίσως?» «ίσως, γιατί ο πραγματικός σου φύλακας άγγελος, είναι ο φύλακας άγγελος της καρδιάς σου» Κοκκίνισα και έσκυψα το κεφάλι, του είχα πει τα πάντα, ήξερα ο άγγελος μου δεν θα θύμωνε γι αυτό, γιατί αυτό το παιδί ήταν μοναδικό και ήταν ο μόνος που θα μπορούσα ποτέ να μοιραστώ μαζί του την αλήθεια και εκείνος μέσα από τα λόγια μου κατάλαβε ότι η αγάπη που έτρεφα για τον φύλακα άγγελο μου δεν ήταν αγάπη ευγνωμοσύνης αλλά αγάπη αγνή, αγάπη αληθινή, αγάπη δυνατή. «ίσως και να έχεις δίκιο» ομολόγησα δειλά «ίσως??? Μπέλα αυτό είναι εκπληκτικό, είναι υπέροχο, είναι......» «είναι ίσως και λάθος, εσύ καλύτερα από όλους ξέρεις τους κανόνες, κατάφερες να τους μάθεις δεν ξέρω και εγώ πως αλλά όλα δείχνουν ότι το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να τον αγαπώ και να το έχω μόνο στην καρδιά μου και στο μυαλό μου περιμένοντας μόνο το τέλος μου για να τον δω και να του μιλήσω για άλλη μια τελευταία φορά» «σου είναι λίγο? Νομίζεις ότι όλο αυτό δεν φτάνει?» «θα έφτανε αν ήταν διαφορετικά τα πράγματα» «δηλαδή?» «έχω μια αποστολή να εκπληρώσω, το να γεννήσω το παιδί του από μόνο του δεν εκπληρώνει την δική του ευχή και αυτό με βασανίζει, με αγχώνει. Πως θα καταφέρω να κάνω το μικρό μου να του δείξει την αγάπη του ώστε να εκπληρώσει την ευχή του? Είμαι τόσο μπερδεμένη τόσο αγχωμένη, αν ήξερα, αν υπήρχε κάποιος τρόπος να δω πως εκείνος σκέφτεται ή πως περιμένει να του ανταποδοθεί αυτή η αγάπη, τότε ναι μόνο η σκέψη ότι είναι δίπλα μου, μου φτάνει. Μόνο να ήξερα ότι, ότι κάνω το κάνω σωστά τότε ναι, θα μπορούσα να περιμένω για πάντα να περιμένω μόνο για την τελευταία μου ανάσα για να τον ξαναδώ, μόνο να τον δω για τελευταία φορά και μετά να φύγω ευτυχισμένη.» «αυτό είναι όλο?» είπε και έσκασε στα γέλια, έπεσε πάνω στο κρεβάτι και χτυπιόταν και εγώ τον κοίταζα και δεν ήξερα πως να αντιδράσω «που είναι το αστείο μου λες?» είπα και καλά θυμωμένη άλλα παρασύρθηκα τόσο πολύ από το γέλιο του που άρχισα να γελάω και εγώ μαζί του. Αφού άρχισε να ηρεμεί και να παίρνει ανάσες για να ηρεμήσει είπε με μεγάλη προσπάθεια «δεν δεν απορώ, γιατί εμφανίστηκε μπροστά σου, δεν απορώ γιατί τα έδωσε όλα σε σένα και σίγουρα δεν απορώ πια γιατί προσπάθησε τόσο πολύ να σώσει την ζωή σου. Μπέλα εσύ θα μας τρελάνεις πραγματικά, έχεις καταφέρει το ακατόρθωτο το καταλαβαίνεις?» «τι εννοείς» ρώτησα απορημένη «δεν νομίζω να υπάρχει άλλο πλάσμα σε ολόκληρο τον πλανήτη που να σκέφτεται όπως εσύ και να έχει όλους τους άλλους πάνω από όλους, πάνω από τον ίδιο του τον εαυτό. Έχεις περάσει τόσα πολλά και όμως η ψυχή σου δεν αλλοιώθηκε ούτε στο ελάχιστο, είναι αγνή όπως την πρώτη μέρα που γεννήθηκες, γι αυτό και δεν έχασες το χάρισμα σου όλα αυτά τα χρόνια παρόλο που τους αγνοείς, παρόλο που δεν το παραδέχεσαι ακόμα και τώρα ανησυχείς για εκείνους, ανησυχείς για οποιονδήποτε σε έχει ανάγκη ακόμα και χωρίς να τον ξέρεις, ανησυχείς ακόμα και για τον φύλακα άγγελο σου, παρόλο που ξέρεις ότι είναι δίπλα σου για να προστατεύει την δική σου ψυχή και όχι το αντίστροφο και όμως εσύ αγωνίας να προστατέψεις την δική του» «και είναι κακό αυτό?» «κακό ......... είπε και γέλασε...... Μπέλα αυτό είναι εκπληκτικόοοοοο. Το μόνο που θες είναι με κάποιο τρόπο να επικοινωνήσεις μαζί του?» «ναι μόνο αυτό» «τότε άκου υπάρχει τρόπος άλλα δεν σου εγγυώμαι ότι θα πετύχει» «δεν καταλαβαίνω αφού δεν επιτρέπετε να εμφανιστεί μπροστά μου, πραγματικά απορώ που εμφανίστηκε σήμερα άλλα και πάλι δεν νομίζω ότι θα ξαναγίνει και αν γίνει δεν θα μπορεί να μου απαντήσει ή να μου δείξει αν αυτό που κάνω το κάνω σωστά για εκείνον» «εσύ η ίδια δεν είπες ότι σου μίλησαν μέσο της σκέψης σου στο νοσοκομείο?» «ναι άλλα δεν εμφανίστηκαν ξανά και δεν πιστεύω ότι θα του επιτρέψουν να το ξανακάνει» «Μπέλα είσαι τόσο έξυπνη και τόσο χαζή ώρες ώρες» «έλααα» του είπα και τον έσπρωξα απαλά «μη με δουλεύεις» «μα δεν σε δουλεύω, δεν απορείς πως έχω μάθει τόσα πολλά γι αυτούς παρόλο που δεν έχω δει ποτέ τον δικό μου άγγελο?» «απορώ άλλα δεν θέλω να σε πιέσω να μου πεις γιατί ξέρω ότι υπάρχουν απαγορεύσεις και το σέβομαι αυτό» Κούνησε το κεφάλι και χαμογέλασε «είσαι απίστευτη......... λοιπών επειδή εσύ φαίνεσαι να μην έχεις καθόλου περιέργεια» «έχω πως δεν έχω άλλα» «και επειδή εμένα με τρώει η περιέργεια να μάθω κι άλλα, θα σου πω, όσα μπορώ να σου πω και μετά εσύ εκμεταλλεύσουτα όπως καταλαβαίνεις. Φυσικά με έναν όρο» «όρο τι όρο?» «θα μου λες τα πάντα» είπε και γελάσαμε μαζί «ότι θα μου επιτρέπει σου υπόσχομαι να το κάνω» είπα σοβαρά με το ένα χέρι στην καρδιά και το άλλο ψιλά. Και γελάσαμε ταυτόχρονα «εντάξει, εντάξει σε πιστεύω. Λοιπόν άκου υπάρχει ένας τρόπος να του μιλήσεις άλλα δεν σου υπόσχομαι ότι θα πετύχει, εγώ κατάφερα μετά από πολύ κόπο να βρω την σωστή ερώτηση ώστε να πίσω τον δικό μου άγγελο να μου απαντήσει, εσύ μπορεί να είσαι πιο τυχερή και να τα καταφέρεις πιο γρήγορα από ότι εγώ.» «δεν καταλαβαίνω» «οι φύλακες άγγελοι εμφανίζονται όπως ο δικός σου σήμερα σε εμάς που μπορούμε να τους δούμε, μόνο όταν καταφέρνουμε να τους αγγίξουμε την ψυχή, άρα σήμερα το έκανε γιατί τον άγγιξες. Πολύ σπάνια μεταφέρουν την σκέψη τους, όταν καταφέρνουμε να τους βγάλουμε κάποιο ανθρώπινο συναίσθημα, πίστεψε με πολύ σπάνιο και σχεδόν ακατόρθωτο μπορώ να πω και τέλος οι άγγελοι μπορούν να μας μιλήσουν μέσα από τα όνειρα μας, απατώντας μόνο σε μια ερώτηση μας την φορά και μόνο αν αυτή η ερώτηση είναι πολύ σημαντική για να απαντηθεί» Δεν μίλησα, έκατσα μόνο και σκεφτόμουν όλα αυτά που μου είχε πει. «προσπάθησε δεν έχεις τίποτα να χάσεις» «πως να το κάνω αυτό?» «την ώρα που θα ξαπλώσεις να κοιμηθείς, έχε στην σκέψη σου μόνο σε εκείνον και πριν κοιμηθείς κάνε του την ερώτηση που θες και άσε να σε παρασύρουν τα όνειρα σου.» «πιστεύεις ότι θα πετύχει?» «δεν μπορώ να σου το εγγυηθώ, αλλά εσύ μέχρι σήμερα έχεις καταφέρει όσα κανείς άλλος που είναι σαν και εμάς, γιατί να μην καταφέρεις και αυτό?» «πως μπορείς να το ξέρεις αυτό?» «ποιο?» «ότι έχω καταφέρει όσα κανείς άλλος?» «απλά το ξέρω» και μου έκλεισε το μάτι Τακ τακ τακ, ακούστηκε η πόρτα και άνοιξε ταυτόχρονα «ξέρω ότι ολόκληρη η μέρα δεν φτάνει για σας, αλλά είναι 9:30 η ώρα και ο Ερνέστο πρέπει να ετοιμαστεί για ύπνο «ναι ναι φυσικά, φυσικά, συγνώμη αν» άρχισα να λέω καθώς πετάχτηκα απάνω και ταυτόχρονα μάζευα τα πράγματα μου για να φύγω. «μην ταράζεσαι καλή απλός αύριο έχει σχολείο και είναι ώρα να ξεκουραστεί» με διέκοψε «ναι φυσικά» είπα αυτόματα και γύρισα προς τον Ερνέστο τον πήρα μια αγκαλιά και τον φίλησα στα μαλλιά του «σε ευχαριστώ για όλα» «το Σάββατο έλα από το πρωί για να έχουμε όλη την ημέρα μπροστά μας ναι????» «αν πρώτα το επιτρέπει η μητέρα σου φυσικά, θα είναι μεγάλη μου χαρά να ξανά έρθω» γύρισα προς την μητέρα της και με ένα παρακλητικό και παραπονιάρικο ύφος ενός μικρού παιδιού την κοίταξα στα μάτια. «πόσο χρονών είπαμε ότι είσαι?» είπε και έσκασε στα γέλια «εεε 27» είπα εγώ νευρικά «δεν μοιάζεις μεγαλύτερη από 10 χρονών πάντως δεν απορώ γιατί ο καλύτερος σου φίλος είναι ο 10 χρόνος γιος μου» και γελάσαμε όλοι μαζί. Κατεβήκαμε κάτω και έφτασα στην πόρτα και την άνοιξα. Γύρισα προς την κυρία και της έδωσα το χέρι μου. «δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο σημαντική είναι για μένα η αγάπη και η κατανόηση του γιου σας και πραγματικά δεν έχω λόγια να σας ευχαριστήσω για ότι κάνατε για μένα. Θα σας το χρωστάω για όλη μου την ζωή» «δεν έκανα τίποτα καλή μου και συγνώμη που δεν με άφηνε ο εγωισμός νωρίτερα να δω το πόσο αγνή και βασανισμένη κοπέλα είσαι. Νομίζω και ελπίζω να έχω δίκιο, ότι μόνο καλό θα του κάνει αυτή η φιλία και ας είναι τόσο παράξενη στα δικά μας μάτια, αλλά πιστεύω ότι μαζί σου θα μπορέσει να βρει πιο σωστά τον δρόμο του χωρίς να τον κάνει να χάσει το μυαλό ή την τόσο τρυφερή ψυχή του. Μου έδωσες μεγάλο κουράγιο όταν σε άκουσα να μου μιλάς, δεν μπορώ να ξέρω τι έχεις περάσει άλλα μέσα από τον γιο μου μπορώ στο ελάχιστο να καταλάβω και εφόσον είσαι εδώ όρθια και με τόση δύναμη στην καρδιά σου καταλαβαίνω ότι τίποτα πια δεν είναι ακατόρθωτο» «ξέρετε?» «φυσικά, τα πάντα» «και δεν σας ενοχλεί?» «να με ενοχλεί? Όχι δεν με ενοχλεί, πάντα το έβλεπα σαν χαρισματικό παιδί, πάντα ήξερα από την πρώτη μέρα που γεννήθηκε ότι ήταν διαφορετικός και ευλογημένος και πάντα ήμουν υπερήφανη για εκείνον» «δεν καταλαβαίνω και τότε γιατί?» «γιατί σου φέρθηκα όπως σου φέρθηκα?» «ναι» «γιατί Μπέλα δεν ήταν λίγοι οι επιτήδειοι που θέλησαν να τον εκμεταλλευτούν, δεν ήταν λίγοι αυτοί που ήρθαν να τον κατηγορήσουν ή να τον κοροϊδέψουν γι αυτό που είναι. Μέχρι σήμερα έχουμε αλλάξει 3 σχολεία γιατί όλοι του οι συμμαθητές του, του φερόντουσαν τόσο άσχημα που το κακόμοιρο το αγοράκι μου έπεφτε κάθε μέρα στην κατάθλιψη. Μου μίλησε για σένα άλλα με όσα έχουν συμβεί φοβήθηκα ότι και εσύ ήσουν μια από αυτούς και ότι το μόνο που ήθελες ήταν να τον εκμεταλλευτείς και να του καταστρέψεις περισσότερο την ψυχή του και συγνώμη γι αυτό, συγνώμη που σε έκρινα πριν καν σε αφήσω να μου μιλήσεις. Ακόμα φοβόμουν ότι ίσως ήρθες για να με κρίνεις και να με κατηγορήσεις για την πράξη μου εκείνη την ημέρα, αλλά εσύ δεν ανέφερες καν το θέμα σαν να μην είχε συμβεί ποτέ και αυτό με έκανε να καταλάβω ότι πραγματικά το εννοούσες όταν έλεγες ότι δεν είσαι κριτής και ότι δεν θα με κρίνεις» «δεν ξέρω τι να πω» ομολόγησα «δεν χρειάζεται να πεις τίποτα. Πήγαινε να ξεκουραστείς και το Σάββατο σε περιμένουμε με ανοιχτή την αγκαλιά μας να σε καλωσορίσουμε στην οικογένεια μας όπως σου αρμόζει» έπεσα στην αγκαλιά της σαν μικρό παιδί. Ένιωσα εκείνη την στιγμή ότι ήμουν πάλι 7 χρονών και ότι γύρισα στην αγκαλιά της ίδιας μου της μητέρας και άρχισα να κλαίω «μην κλαις καλή μου, μόνο να χαμογελάς, το μικράκι σου σε θέλει ευτυχισμένη» «σας ευχαριστώ, σας ευχαριστώ πάρα πολύ» «καταρχήν σταμάτα τον πληθυντικό με κάνεις να νιώθω γριά και έχουμε μόνο 10 χρόνια διαφορά, το όνομα μου είναι Βίβιαν» «Βίβιαν» είπα και έφυγα από την αγκαλιά της και της έδωσα το χέρι μου ενώ με το άλλο προσπαθούσα να σκουπίσω τα δάκρυα μου και να της χαρίσω το πιο γλυκό χαμόγελο μου «είναι τιμή μου που σε γνωρίζω και θα κάνω τα πάντα για να μην προδώσω ποτέ την εμπιστοσύνη σου» «θα σε δούμε το Σάββατο ναι?» «οπωσδήποτε» «καλό σου βράδυ γλυκιά μου» «καλό σου βράδυ» απάντησα και έφυγα σχεδόν χοροπηδώντας από το σπίτι τους
xrysanthi The Volturi
Ηλικία : 46 Τόπος : Αθήνα Αριθμός μηνυμάτων : 8719 Registration date : 08/11/2010
Μπήκα στο σπίτι, έκλεισα την πόρτα και ακούμπησα επάνω της κοιτάζοντας μπροστά μου τον διάδρομο. Ξαφνικά άρχισα να γελάω, να γελάω με την καρδιά μου και να χορεύω. Ένιωθα ευτυχισμένη, ένιωθα ολοκληρωμένη, για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια ήμουν τόσο χαρούμενη, ένιωθα τον άγγελο μου να μου χαμογελά. Άξαφνα σταμάτησα, ήταν 10 η ώρα το βράδυ, είχα περάσει μια πολύ μεγάλη και εξαντλητική μέρα άλλα εγώ ήμουν γεμάτη ενέργεια. Ένιωθα ότι έχω να κάνω τόσα πολλά. Άπλωσα ένα μεγάλο χαμόγελο και πήγα στο δωμάτιο μου, άφησα τα πράγματα μου και πήγα να κάνω ένα μπάνιο να χαλαρώσω. Έβαλα τα ακουστικά στ’ αυτιά μου και άρχισα να ψάχνω για τα πιο χαρούμενα τραγούδια που είχα αποθηκευμένα. Συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν και πολλά και τότε σκέφτηκα, αυτό που θα κάνω τώρα είναι να κάνω μια λίστα, μια λίστα με τα πράγματα που θα πρέπει να αλλάξω στην ζωή μου. Ένιωθα καλά, ήμουν καλά, ένιωθα ότι μου είχαν χαρίσει όλον τον κόσμο. Βγήκα από το μπάνιο, έβαλα την φόρμα μου και κατέβηκα στην κουζίνα χοροπηδώντας. «μμμμ τι να φτιάξουμε σήμερα για να φάμε?» τον ρώτησα σαν να είναι εδώ χωρίς να περιμένω απάντηση «ξέρω...... αναφώνησα...... τι θα έλεγες να φτιάξω εκείνο το παστίτσιο που δεν μπορέσαμε να φάμε ποτέ???» είπα και χαμογέλασα Έπιασα κατευθείαν δουλειά και όταν ήρθε η ώρα να το κλείσω και να το βγάλω από τον φούρνο γύρισα προς το σημείο που είχε εμφανιστεί πρώτη φορά και παιχνιδιάρικα του είπα «τώρα θα βγάλω το ταψί από τον φούρνο. Μη με τρομάξεις πάλι σαν την άλλη φορά και μας αφήσεις νηστικούς εντάξει???» και του γέλασα Δεν τον έβλεπα, δεν τον ένιωθα, άλλα ήξερα ότι ήταν εκεί και ότι μου χαμογελούσε. Έβγαλα το ταψί και το έβαλα στον μπάγκο «μμμμ τι μυρωδιά θεέ μου, το πέτυχα αυτήν την φορά, ένα ή δυο κομμάτια για σένα?? Καλύτερα δυο, θα δεις ότι όταν θα αρχίσεις να το τρως δεν θα θες να σταματήσεις» είπα και άρχισα να χαμογελάω Ετοίμασα το τραπέζι έβαλα το φαγητό στα πιάτα, άναψα και το κεράκι που είχα στην μέση του τραπεζιού, γέμισα και τα ποτήρια μας με κρασί και νερό και έκατσα για να το απολαύσω. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει σαν τρελή. Γέλασα σήκωσα το ποτήρι με το κρασί κοίταξα την άδεια καρέκλα και είπα «στην υγειά μας άγγελε μου» Μύρισα το άρωμα του κρασιού, ίπια μια μικρή γουλιά και άρχισα να τρώω με ένα τεράστιο χαμόγελο. Μίλαγα ασταμάτητα σε όλο το γεύμα, του μίλαγα για τα πάντα για όλα όσα είχαν συμβεί μέσα στην ημέρα αυτή, τονίζοντας του τα συναισθήματα που μου είχαν δημιουργήσει όλες αυτές οι καταστάσεις, ήξερα ότι ήταν μαζί μου όλη την ημέρα και ότι ήξερε ότι είχε γίνει αλλά εγώ είχα την ανάγκη να του δείξω το πως με είχαν επηρεάσει όλα αυτά, ήθελα να του δείξω το πόσο δυνατή και γενναία με έκαναν να νιώθω. Ένιωθα ότι ήμασταν όλοι μαζί, ένιωθα ότι ήταν το πρώτο μας δείπνο, μόνο εμείς οι τρεις. Έφαγα αργά πάντα κοιτώντας την άδεια του καρέκλα και μιλώντας του με ένα τεράστιο χαμόγελο. Μάζεψα τα πιάτα, τα έπλυνα, πήρα το ποτήρι με το κρασί όπως κάθε βράδυ και πήγα να κάτσω στο συνηθισμένο μέρος στον καναπέ μου. Έβαλα μια απαλή μουσική πήρα στα χέρια μου το βιβλίο που διάβαζα της τελευταίες μέρες, έκατσα στον καναπέ το άνοιξα αλλά δεν μπορούσα να διαβάσω ούτε μια γραμμή. Δεν είχα όρεξη να διαβάσω, έκλεισα το βιβλίο το άφησα δίπλα μου, πήρα πάλι το κρασί στο χέρι μου, μύρισα το άρωμα του έβρεξα μόνο τα χίλια μου για να το γευτώ και έριξα πίσω το κεφάλι μου κλείνοντας απαλά τα μάτια μου και ασυναίσθητα άρχισα να χαϊδεύω την κοιλιά μου. Οι αναμνήσεις εκείνης της πρώτης ημέρας που τον είχα δει, πλημμύρισαν το μυαλό μου και με έκαναν να χαμογελάσω. Ήμουν τόσο ευτυχισμένη, έβλεπα ξανά το πρόσωπο του, αναλλοίωτο στον καιρό σαν να είχα μόλις 10 λεπτά που τον είδα για τελευταία φορά, ήταν εκεί στις σκέψεις μου, ήταν εκεί δίπλα μου και ας μην τον ένιωθα, ήξερα ότι ήταν εκεί και η καρδιά μου χτύπαγε ρυθμικά με εφορία. Άνοιξα τα μάτια μου και ήμουν στο κρεβάτι. Τι μα πως? Σκέφτηκα σηκώθηκα και κατέβηκα κάτω το ποτήρι μου ήταν ακουμπισμένο στο τραπεζάκι του σαλονιού άλλα πάνω στον καναπέ είδα ότι υπήρχε μια στεγνή κηλίδα από το κρασί, κοίταξα και το μπλουζάκι μου και είδα ότι ήταν και εκείνο λερωμένο. Έκατσα στον καναπέ και αφηρημένα χάιδευα το ξεραμένο κρασί πάνω στον καναπέ και άρχισα να χαμογελώ, με είχε πάρει ο ύπνος και με πήγε στο κρεβάτι μου, δεν μπορούσα να το πιστέψω, αγκάλιασα τα μπράτσα μου για να αγγίξω τα σημεία που με είχε ακουμπήσει και έκλεισα τα μάτια χαμογελώντας. Ήταν 5 η ώρα το πρωί και σκέφτηκα να κοιμηθώ λίγο ακόμα. Ανέβηκα ξανά επάνω και ξάπλωσα, όπως έγυρα το κεφάλι μου στο πλάι θυμήθηκα τα λόγια του Έρνεστ. «μπορείς να του μιλήσεις μέσα απο τα όνειρα σου, αλλά μπορεί να σου απαντήσει μόνο σε μια ερώτηση κάθε φορά» έκλεισα τα μάτια και άρχισα να σκέφτομαι τι να τον ρωτήσω, τι ήθελα να μάθω. Άνοιξα τα μάτια χάιδεψα το κενό μαξιλάρι και έκανα την ερώτηση μου «είσαι χαρούμενος?» έκλεισα τα μάτια και αποκοιμήθηκα Όταν τα άνοιξα ήμουν στην μέση ενός λιβαδιού, πλούσια χρώματα και αρώματα μου ζέσταιναν την καρδιά, ήμουν καθιστή με τα χέρια προς τα πίσω και είχα αφήσει το κεφάλι μου να πέσει πίσω απολαμβάνοντας τις ηλιαχτίδες που μου ζεσταίνουν και μου χαϊδεύουν το πρόσωπο μου. Ένα άγγιγμα απαλό ένιωσα στα μαλλιά μου και μου κόπηκε η ανάσα. Άνοιξα αργά τα μάτια μου και ήταν εκεί, χαμογέλασα απαλά άλλα δεν κουνήθηκα, φοβόμουν ότι αν κουνηθώ ή αν πω κάτι θα εξαφανιστεί και εγώ ήθελα μόνο να τον κοιτάω όσο περισσότερο μπορούσα. «ήθελες κάτι να με ρωτήσεις?» μου είπε με την βελούδινη φωνή του και ένα χαμόγελο σχημάτισε στα χίλια του Ήθελα να βάλω τα κλάματα, δεν μπορούσα να το πιστέψω. «είσαι χαρούμενος?» ήταν το μόνο που μπορεσα να πω Γέλασε απαλά «είμαι άγγελος Ίρις όχι άνθρωπος, οι σκέψης μου, η αντιδράσεις μου και όλο μου το είναι αντιδρούν πολύ διαφορετικά απο ότι των ανθρώπων. Τα ανθρώπινα συναισθήματα έχουν χαθεί για να αντικατασταθούν με τα αγγελικά. Όμως ναι, σήμερα ναι, είμαι χαρούμενος, είναι παράξενο για μένα να έχω ένα ανθρώπινο συναίσθημα. Όμως ναι είμαι χαρούμενος και δεν είμαι μόνο χαρούμενος για σένα, άλλα για πρώτη φορά μετά απο ....... αρκετό καιρό, είμαι χαρούμενος και για μένα» Του χαμογέλασα και με πολύ αργές κινήσεις σήκωσα το χέρι μου και προσπάθησα να φτάσω πιο κοντά του. Ήθελα μόνο να τον ακουμπήσω, είχα την ανάγκη να νιώσω ότι ήταν αληθινός. Όμως με σταμάτησε με ένα κούνημα του κεφαλιού του. Μου χάιδεψε απαλά τα μαλλιά και ένα αεράκι τον έκανε να απλωθεί παντού, σαν να ήταν φτιαγμένος απο χρωματιστή άμο που το αεράκι τον σκόρπισε. Άνοιξα τα μάτια και κοίταξα έξω απο το παράθυρο και είδα το μπλοκ μου πάνω στο γραφείο. Σηκώθηκα άνοιξα το φως πήρα το μπλοκ στο κρεβάτι και ένα καρβουνάκι και άρχισα με μανία να ζωγραφίζω το πρόσωπο του. Ή αποτύπωση του προσώπου του ήταν εκπληκτική, την απομάκρυνα με τα χέρια μου και την κοίταζα με δάκρυα στα μάτια, τα έκλεισα πήρα μια ανάσα και τα άνοιξα άλλη μια φορά για να την θαυμάσω. Η ζωγραφιά ήταν πλέων μια μουτζούρα σαν κάποιος να έβαλε το χέρι του και το πέρασε απο την μία άκρη ως την άλλη. Μελαγχόλησα άλλα δεν θύμωσα, ίσως να μην έπρεπε να το κάνω σκέφτηκα. Έφερα το μπλοκ κοντά μου και το φίλησα, σήκωσα το κεφάλι ψιλά και είπα «καλημέρα άγγελε μου» σηκώθηκα και έβαλα το μπλοκ πάνω στο γραφείο μου όρθιο, σαν να είναι μια ζωγραφιά ή μια φωτογραφία που ήθελα να έχω εκεί για να την κοιτώ κάθε μερα. Δεν με ένοιαζε που ήταν πια μουτζούρα, έστω και έτσι ήθελα να το έχω εκεί. Πήρα στα χέρια μου τον φάκελο που μου είχαν δώσει εχθές και έβγαλα τις φωτογραφίες απο την τελίτσα μας. Διάλεξα την πιο κοντινή, την απομόνωσα, την φίλησα απαλά και την κόλησα πάνω στην σελίδα που ήταν πριν η ζωγραφιά του. Αναστέναξα, χαμογέλασα και σηκώθηκα να ετοιμαστώ για την δουλειά.
xrysanthi The Volturi
Ηλικία : 46 Τόπος : Αθήνα Αριθμός μηνυμάτων : 8719 Registration date : 08/11/2010
Δύο μέρες, σκέφτηκα καθώς οδηγούσα, δύο μέρες και θα πάω στον φιλαράκο μου, θα περάσουν γρήγορα. Έφτασα στην δουλειά με την καλύτερη διάθεση. «καλημέρα Μπρέντα μου τι κάνεις?» καλημέρισα την Μπρέντα ακουμπώντας παιχνιδιάρικα την μύτη της με το δάχτυλό μου και με ένα τεράστιο χαμόγελο κίνησα προς τις σκάλες για να ανέβω επάνω χοροπηδώντας. Όταν έφτασα στην πόρτα έψαξα για το κλειδί και η ματιά μου έπεσε στην Μπρέντα που είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό κοκαλωμένη. «ωραία μέρα σήμερα δεν συμφωνείς?» της φώναξα για να με ακούσει «εεεε ναι ναι» είπε αυτόματα ακόμα παγωμένη Μπήκα μέσα άφησα τα πράγματα μου και έτρεξα γρήγορα στον διάδρομο του αγγέλου μου, χάιδεψα το χρυσό γράμμα και χαμογέλασα. «σε ευχαριστώ» ψιθύρισα και γύρισα στον γραφείο μου, να ξεκινήσω την δουλειά. Το μεσημεράκι άνοιξε η πόρτα και είδα την Μπρέντα να έρχεται με δύο φλιτζάνια με σοκολάτα «μμμμμ, το άρωμα της σοκολάτας μου έσπασε την μύτη» της είπα και της χαμογέλασα «σε ευχαριστώ που με θυμήθηκες» Άφησε τα φλιτζάνια στο γραφείο έσυρε την καρέκλα της δίπλα μου πήρε τα χέρια μου στα χέρια της και με ανάγκασε να γυρίσω όλο μου το σώμα προς τα εκείνη «και τώρα πες τα μου όλα, δεν φεύγω από εδώ αν δεν μου πεις τι συμβαίνει» Ωχ τι είναι αυτό, σάστισα, τι εννοεί, τι θέλει να της πω, τι λένε τώρα. Σταμάτα μην φρικάρεις. Σκέφτηκα απότομα, πάρε μια ανάσα και ρώτα την τι θέλει από εσένα. «τι τι εννοείς??» είπα τρομοκρατημένα «οοοοοοοοοο έλα τώρα, είσαι εδώ 1,5 μήνα, σε παρατηρώ κάθε μέρα και πάντα είσαι μετρημένη και σοβαρή και σήμερα έρχεσαι με το χαμόγελο στα χείλη και χοροπηδάς και με ρωτάς και τι εννοώ? Μμμμ κάτι μου μυρίζει εδώ. Λεγε τι συμβαίνει?» «πραγματικά Μπρέντα δεν καταλαβαίνω τι εννοείς» «ουφφφ εσύ θα με σκάσεις, τι συμβαίνει παιδί μου, έγινε τίποτα καλό? Υπάρχει πρόσωπο πίσω από αυτό το χαμόγελο? Κάνει καλό σεξ τουλάχιστον? Μα τι ρωτάω με τέτοιο χαμόγελο σίγουρα θα κάνει» είπε και άρχισε να γελά Είχε αρχίσει να με βομβαρδίζει και εγώ είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό «Μπρέντααααα τι λες για πια με πέρασες???» είπα και κοκκίνισα μέχρι τα αυτιά «συγνώμη αν σε πρόσβαλα» είπε ειρωνικά και σηκώθηκε να φύγει «στάσου Μπρέντα, σε παρακαλώ μην θυμώνεις» Δεν μου έδωσε όμως σημασία και έφυγε Έκατσα στην καρέκλα και δεν πίστευα ότι είχε συμβεί, μα τι είπα? Τι έκανα που την πείραξε τόσο? Κούνησα το κεφάλι και μια φωνή μου απόσπασε την προσοχή «συγνώμη θα μπορούσατε να με βοηθήσετε?» μου είπε μια κοπέλα έστρεψα εκεί την προσοχή μου ξεχνώντας για λίγο την Μπρέντα. Στο κλείσιμο ετοιμάστηκα να φύγω, πήρα την τσάντα μου και γύρισα προς την πόρτα και κοκάλωσα. «συγνώμη δεν έπρεπε να σου φερθώ έτσι» έλεγε απολογητικά η Μπρέντα «έλα εδώ» της είπα και την τράβηξα να καθίσει στην καρέκλα δίπλα μου «ειλικρινά Μπρέντα δεν μπορώ να καταλάβω τι έγινε πριν? Τι είπα που σε πείραξε τόσο?» «δεν ήταν αυτό που είπες Ίρις άλλα ο τρόπος που το είπες» «ο τρόπος?» «ναι ο τρόπος...... είπε απότομα άλλα πήρε μια ανάσα και συνέχισε πιο ομαλά........ θα ήταν κακό να ήταν όντως μια καλή νύχτα γεμάτη πάθος ο λόγος που θα σε έκανε να έχεις τέτοια καλή διάθεση?» «όχι Μπρέντα φυσικά και όχι, απλός αυτό που περιγράφεις δεν είμαι εγώ» «οοοοοοο έλα τώρα μην μας πεις ότι είσαι και παρθένα» Θα έπρεπε να θιχτώ και ίσως να με πονέσουν τα λόγια της άλλα εμένα μου φάνηκε τόσο κωμικό όλο αυτό που άρχισα να ξεσπάω σε γέλια «τώρα γιατί γελάς» είπε τρομερά ενοχλημένη «συγνώμη, συγνώμη. ..... είπα προσπαθώντας πάλι να βρω την φωνή μου......... είναι είναι το το» και συνέχισα να γελάω Εκείνη τρομερά εκνευρισμένη έκανε την κίνηση να φύγει και την έπιασα απο το χέρι. «σε παρακαλώ μην θυμώνεις σε παρακαλώ» Με ένα ξεφύσημα έκατσε πάλι στην καρέκλα και με κοίταξε με αυστηρό ύφος «θα μου πεις?» «ναι ναι θα σου πω. Καταρχήν να ξεκαθαρίσουμε ότι φυσικά και δεν είμαι παρθένα, απλός αυτός ο τρόπος ζωής δεν είναι για μένα» «δεν καταλαβαίνω, είσαι τόσο περίεργη» «ναι ίσως στα μάτια των άλλων να είμαι άλλα υπάρχει σοβαρός λόγος που έχω επιλέξει αυτήν την ζωή» «και πάλι δεν» «άκουσε με, στα 14 μου με έκλεισαν σε μια νευρολογική κλινική νομίζοντας ότι έχω χάσει το μυαλό μου, φυσικά εγώ ήμουν καλά άλλα δεν μπορούσα να πείσω κανέναν όσο και να το προσπάθησα, η ιδιαιτερότητα μου τους έπειθε πάντα για το αντίθετο» «ω Ίρις συγνώμη δεν» «άσε με να ολοκληρώσω» «εντάξει δεν ξαναμιλάω, πες μου» «έμεινα μέσα 2 χρόνια και κάθε μέρα που περνούσε με κάνανε να χάνω το μυαλό μου, κάθε μέρα που περνούσε για το δικό μου καλό, βιάζανε την ψυχή και το κορμί μου, και κάθε μέρα που περνούσε εγώ προσπαθούσα να βρω τρόπους για να ξεφύγω και τα κατάφερα. Όμως καταλαβαίνεις ότι τα σημάδια που μου αφήσανε δεν μπόρεσα ποτέ να τα ξεπεράσω. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαίρομαι για σένα, που είσαι τόσο κοινωνική και διαχυτική με τους ανθρώπους, πως καταφέρνεις να τους μιλάς με τόση άνεση, άλλα Μπρέντα εγώ δεν μπορώ να το κάνω αυτό, ακόμα και μετά απο τόσα χρόνια δεν μπορώ να αφήσω τον εαυτό μου να παρασυρθεί, στην σκέψη και μόνο ότι ένας άντρας θα με αγγίξει με κάνει να πονάω και να...» «μην συνεχίζεις, σε παρακαλώ, μην συνεχίζεις, καταλαβαίνω, πραγματικά καταλαβαίνω και σου ζητάω συγνώμη για όλα αυτά, σου ζητάω συγνώμη που σε έκρινα τόσο αυστηρά χωρίς καν να σε γνωρίζω. Απλός κατάλαβε με και εσύ, είσαι τόσο καλή με όλους τόσο αγνή και αθώα, που στα σημερινά δεδομένα στα μάτια μας φαντάζεις, πολύ καλή για να είσαι αληθινή» Γέλασα αδύναμα και έσκυψα το κεφάλι κοκκινίζοντας «δεν είμαι τόσο καλή όσο μου πιστώνεις» «τώρα πραγματικά με βγάζεις απο τα ρούχα μου» «τέλος πάντων, ήμαστε εντάξει τώρα?» «αν με συγχωρέσεις ναι» «Μπρέντα δεν έχω κάτι να σου συγχωρέσω, δεν ήξερες και ήταν λογικό να σχηματίσεις λάθος εντύπωση για μένα, πως μπορούσες άλλωστε να ξέρεις. Σε παρακαλώ πες μου ότι θα το ξεχάσουμε και ότι θα ήμαστε καλά» «τέλος το σημερινό δεν έγινε ποτέ........ το σκέφτηκε για λίγο και συνέχισε ....... λάθος, το σημερινό έγινε για να δημιουργήσει μια νέα φιλία. Σου υπόσχομαι να μην σε κρίνω ποτέ ξανά και πραγματικά θα ήθελα να με θεωρείς απο εδώ και πέρα φίλη σου» «με μεγάλη μου χαρά» της είπα και της άνοιξα την αγκαλιά μου «τώρα θα μου πεις που οφείλετε αυτό το χαμόγελο?» Χαμογέλασα «δεν τα παρατάς έτσι εύκολα ε??» «οοοοο έλα τώρα τι σόι φίλες ήμαστε αν δεν μοιραζόμαστε τις υπέροχες στιγμές μας» «οκ τότε θα σου πω αλλά κακομοίρα μου τσιμουδιά μέχρι να δω τι θα κάνω οκ??» Έκανε την χαρακτηριστική κίνηση σφραγίζοντας το στόμα της και περίμενε υπομονετικά «είναι λίγο δύσκολο για μένα να το εκφράσω με λόγια, η αλήθεια είναι ότι δεν το έχω πιστέψει ακόμα» την κοίταξα με παραπονιάρικο ύφος, πήρα μια βαθιά ανάσα και συνέχισα «είμαι έγκυος και εχθές ξαναβρήκα τον καλύτερο μου φίλο και αυτά τα δύο με κάνουν να νιώθω τόσο ευτυχισμένη» Έμεινε άφωνη «είσ είσαι έγκυος? Μα πως αφού τώρα μου» «ξέρω τι σου είπα και είναι η αλήθεια, απλός πριν ενάμιση μήνα ακριβός την ημέρα που ήρθα στην δουλειά για πρώτη φορά, έγινε κάτι που δεν το περίμενα ποτέ, γνώρισα τον έρωτα της ζωής μου και εκείνη την βραδιά μου χάρισε αυτό το πλασματάκι.» «αυτό είναι εκπληκτικόοοοο, είναι φοβερόοοο, έχω χάσει τα λόγια μου, είμαι τόσο χαρούμενη για σένα» με άρπαξε στην αγκαλιά της και φυσικά άρχισε να με βομβαρδίζει «πες τα μου όλα, πως είναι, πως τον λένε, ήσαστε μαζί, θα παντρευτείτε?» είχε γυρίσει στην αρχική της θέση και περίμενε με αγωνία να της πω όλη την ιστορία αλλά φυσικά κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό και μελαγχόλησα «μη μου πεις ότι το κάθαρμα σε παράτησε» είπε έξω φρενών παρερμηνεύοντας την έκφραση μου «όχι όχι ήταν, είναι και θα είναι πάντα κοντά μας, όμως» δίστασα, πως θα τις το εξηγούσα όλο αυτό «όμως τι? Έλα Ίρις μη με κρατάς σε αγωνία, θα σκάσω» «να απλά είναι τελείως διαφορετικά τα πράγματα για μας και δεν ξέρω με ποιο τρόπο μπορώ να σου το εξηγήσω» «με όποιο τρόπο μπορείς» με παρότρυνε «πραγματικά δεν μπορώ Μπρέντα μην με πιέζεις...... είπα και ένα δάκρυ άρχισε να κυλάει στα μάτια μου....... δεν μπορείς να φανταστείς πόσο θα ήθελα να σου τα πω, άλλα δεν γίνετε, είναι τόσα πολλά και δεν είμαι σίγουρη αν επιτρέπετε να τα αποκαλύψω και δεν θέλω να προδώσω την εμπιστοσύνη του. Μπορείς σε παρακαλώ να με καταλάβεις έστω και λίγο σε τι δύσκολη θέση βρίσκομαι» Το σκέφτηκε για λίγο και τότε με ρώτησε «εσύ είσαι ευτυχισμένη με αυτήν την κατάσταση, εννοώ μπορείς να το αντέξεις όλο αυτό? Και με το μωρό?» «ναι είμαι ευτυχισμένη, δεν έχω νιώσει μεγαλύτερη ευτυχία στην ζωή μου και θα το αντέξω, πρέπει να το αντέξω, είναι τα πάντα για μένα και εκείνος και το μικρό μας. Όσο για το μωρό θα το μεγαλώσω μόνη μου» «πραγματικά σου εύχομαι καλή δύναμη γιατί θα την χρειαστείς, φαντάζομαι εσύ καλύτερα απο μένα ξέρεις πολύ καλά σε τι κοινωνία ζούμε και το πως μπορούν οι καταστάσεις να σε φέρουν σε αδιέξοδο» «το ξέρω και πραγματικά τρέμω και μόνο στην σκέψη αυτήν, άλλα πρέπει να τα καταφέρω Μπρέντα, πρέπει και για μένα άλλα και για εκείνον, πρέπει να φανώ δυνατή και να τα αντιμετωπίσω» «να ξέρεις ότι θα σε βοηθήσω σε ότι χρειαστείς, ότι περνάει απο το χέρι μου θα το κάνω, θέλω να μου έχεις εμπιστοσύνη και τώρα που το θυμάμαι μην το πεις ακόμα στην προϊσταμένη» «γιατί?» «γιατί σίγουρα θα σε διώξει» «θα θα με διώξει? Μπρέντα όχι δεν μπορεί να με διώξει, δεν γίνετε να με διώξει, αν με διώξει τι θα κάνω??» είχε αρχίσει να με πιάνει πανικός «μην ταράζεσαι Ίρις μου σε παρακαλώ, κάτι θα βρούμε να το αποφύγουμε, κάποια λύση θα υπάρχει, πρέπει να υπάρχει....... είπε σκεπτικά........ δώσε μου μερικές μέρες να δω πως μπορούμε να το χειριστούμε, εντάξει???? Μέχρι την Δευτέρα σου υπόσχομαι ότι θα την έχω βρει» κούνησα το κεφάλι μην μπορώντας να κάνω τίποτα άλλο «έλα πρέπει να πας σπίτι να ξεκουραστείς, όλα αυτά δεν σου κάνουν καλό. Θα σε πάρω το απόγευμα να σου πω αν έχω κάποιο νέο και θα τα πούμε, εντάξει» «ναι θα περιμένω» είπα τελείως αφηρημένα Σηκωθήκαμε απο τις καρέκλες μας πήρα τα πράγματα μου και φύγαμε. Όλο το απόγευμα ήμουν πολύ νευρική, δεν ήξερα τι να κάνω, τι να σκεφτώ. Αν έχανα την δουλειά μου πως θα τα έβγαζα πέρα? Το κινητό μου απέσπασε την προσοχή «εμπρός» «Ίρις? Εγώ είμαι η Μπρέντα, δεν μπορώ να σου μιλήσω αυτήν την στιγμή άλλα σου υπόσχομαι ότι είμαι πολύ κοντά στον να βρούμε τον τρόπο να μην σε απολύσουν. Ξεκουράσου εσύ και μην σκέφτεσαι τίποτα άστα όλα απάνω μου, θα τα πούμε αύριο στην δουλειά. γειαααα» είπε με μια ανάσα και μου έκλεισε το τηλέφωνο «γεια» είπα αφηρημένα και έμεινα να κοιτώ το κινητό Ήξερα ότι θα έπρεπε να με ηρεμήσουν στα λόγια της άλλα εγώ ήμουν τόσο ταραγμένη Αποφάσισα να κάνω ένα μπάνιο και να κοιμηθώ, δεν είχα κουράγιο για τίποτα άλλο. Όλη αυτή η ένταση με είχε εξαντλήσει. Έκατσα στο κρεβάτι, τελείως μπερδεμένη, δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχε συμβεί. Όλα τα πράγματα γύρο μου, είχαν αλλάξει τόσο πολύ. Από την μια στιγμή στην άλλη όλα ήταν τόσο διαφορετικά «δεν καταλαβαίνω, δεν καταλαβαίνω τίποτα» μονολογούσα «πως έχουν ανατραπεί όλα? Πρώτα η κοπέλα του Μπιλ, μετά η μαμά του Έρνεστ και τώρα η Μπρέντα..... κούνησα το κεφάλι μου... ακόμα και εσύ απο την μια στιγμή στην άλλη άλλαξες γνώμη για μένα. Τι άλλαξε? Τι είναι αυτό που έτσι ξαφνικά σας κάνει να νιώθετε την ανάγκη να με στηρίζετε τόσο πολύ?» Έκλεισα τα μάτια και αποκοιμήθηκα Ήμουν και πάλι στο λιβάδι μας, τα ίδια χρώματα, οι ίδιες μυρωδιές να μου πλημμυρίζουν της αισθήσεις και υπέροχος ήλιος να μου χαϊδεύει το πρόσωπο και να με ζεσταίνει. Όλα ήταν τα ίδια όπως και εχθές και όμως όλα ήταν τόσο διαφορετικά. Ένιωσα το απαλό άγγιγμα του στα μαλλιά μου και άνοιξα τα μάτια μου γεμάτα απορία «τι άλλαξε?» ήταν το μόνο που τον ρώτησα «πρέπει να δώσεις για να πάρεις» είπε ενώ ταυτόχρονα έβαλε το χέρι του απαλά πάνω στην καρδιά μου, μου χάιδεψε πάλι τα μαλλιά και ο άνεμος τον σκόρπισε γύρο μου.
xrysanthi The Volturi
Ηλικία : 46 Τόπος : Αθήνα Αριθμός μηνυμάτων : 8719 Registration date : 08/11/2010
Ξύπνησα και ήμουν τόσο νευρική, γύρισα το κεφάλι μου να δω την μουτζούρα μου και την τελίτσα μου και χαμογέλασα. «καλημέρα αγγελάκια μου» σηκώθηκα αργά και έφερα τα πόδια μου στο στήθος μου και τα αγκάλιασα «πρέπει να δώσεις για να πάρεις» άκουγα ξανά και ξανά μέσα στης σκέψης μου την φωνή του Τι σημαίνει τώρα αυτό? πρέπει να δώσω για να πάρω?? Σηκώθηκα απο το κρεβάτι με έναν αναστεναγμό και ετοιμάστηκα και έφυγα για την δουλειά πιο μπερδεμένη απο ποτέ. Στην είσοδο η Μπρέντα με σταμάτησε παίρνοντας με μια μεγάλη αγκαλιά. «εσύ θέλω να μου χαμογελάς όπως εχθές και όλα τα άλλα θα τα αφήσεις απάνω μου εντάξει? Μην δω ξανά αυτήν την κατσούφικη φάτσα γιατί θα σε δείρω κακομοίρα μου, τ’ ακούς?» πήγα να την διακόψω και με σταμάτησε «αααα εσύ τώρα θα πρέπει να φροντίσεις να είσαι χαρούμενη και ευτυχισμένη για το...... κοίταξε αριστερά και δεξιά για να βεβαιωθεί ότι δεν μας ακούει κανείς και συνέχισε...... τέλος πάντων ξέρεις γιατί. Πάρε την ζεστή σοκολατίτσα σου και ανέβα απάνω, τώρα απο ποτέ πρέπει να αποδείξεις το πόσο αξίζεις αυτήν την θέση, όλα τα άλλα άστα απάνω μου» είπε και με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια «σε ευχαριστώ» ψιθύρισα και ένα δάκρυ έκανε δειλά την εμφάνιση του «επ τι είπαμε??? Γρήγορα μπρος στρώσου στην δουλειά και στο διάλυμα θα ανέβω επάνω να σε τσεκάρω, κακομοίρα μου αν δεν δω το χθεσινό σου χαμόγελο θα γίνει χαμός» Γέλασα με το δήθεν αυστηρό της ύφος και ακολούθησα τις οδηγίες της Άφησα τα πράγματα και την ζεστή μου σοκολάτα στο γραφείο και έτρεξα στον διάδρομο του αγγέλου μου και χάιδεψα απαλά το αρχικό του στο βιβλίο. Γύρισα να πάρω τον δρόμο για το γραφείο μου και πάγωσα. Μια αύρα είχε κάνει την εμφάνιση της στην αρχή του διαδρόμου. Έσκυψα το κεφάλι και προσπαθούσα να σκεφτώ τι να κάνω, ήμουν έτοιμη? Μήπως αυτό εννοούσε ο άγγελος μου εχθές το βράδυ? Ακούμπησα την πλάτη μου στην βιβλιοθήκη και άφησα το σώμα μου να πέσει, τι να κάνω??? Άρχισα να αναρωτιέμαι, δεν ξέρω αν είμαι έτοιμη να το αντιμετωπίσω όλο αυτό. Δεν είναι ότι δεν θέλω, άλλωστε το έχω υποσχεθεί, άλλα δεν ξέρω αν είμαι έτοιμη ακόμα γι αυτό. Σηκώθηκα και πήγα προς το μέρος του χωρίς να το κοιτάω, όταν έφτασα στο σημείο που το είχα δει σταμάτησα και σήκωσα αργά την ματιά μου προς τα πάνω. Δεν υπήρχε κανείς. Περίεργο. Προχώρησα πιο μπροστά κοίταξα καλά καλά όλους τους διαδρόμους, η αύρα πουθενά. Τι έγινε τώρα? Αναρωτήθηκα, συνήθως με κυνηγούν μέρες πριν τα παρατήσουν. Ανασήκωσα τους ώμους και πήγα στο γραφείο μου να πιάσω δουλειά. Αν θα έρθει πάλι θα δω τι θα κάνω. Σκέφτηκα και άρχισα να τακτοποιώ τα πράγματα μου. Το μεσημέρι ήρθε η Μπρέντα να με ελέγξει, είδε ότι δεν ήμουν όπως εχθές, άλλα δεν με πίεσε, μου έδωσε ένα φιλί και έφυγε. Γύρισα στο σπίτι ακόμα αρκετά μπερδεμένη, αύριο όμως ήταν η μέρα που θα συναντούσα τον Έρνεστ και την μητέρα του και αυτό με έκανε να έχω καλύτερη διάθεση. Καθόμουν στην κουζίνα και σκεφτόμουν τι να τους πάρω για αύριο. Καθώς τακτοποιούσα τα πλυμένα πιάτα στην θέση τους, είδα ένα τσέρκι σε σχήμα καρδιάς και αυτό μου έδωσε μια ιδέα. Τα παράτησα όλα και πήγα στο σούπερ μάρκετ να πάρω υλικά για να φτιάξω μια τούρτα που είχα καιρό να κάνω. Αφού γύρισα έπιασα κατευθείαν δουλειά και όταν τελείωσα έκατσα να απολαύσω το αριστούργημα μου. Κοίταξα γύρο μου και γινόταν χαμός. Έβαλα τα γέλια και άρχισα να μαζεύω. Ξεθεωμένη έκανα ένα μπάνιο και έπεσα κατευθείαν στο κρεβάτι. Δεν έκλεισα τα μάτια μου καθόμουν και κοίταζα το άδειο μαξιλάρι που ήταν δίπλα μου το χάιδευα απαλά και έκλεισα τα μάτια. Λίγο πριν κοιμηθώ είπα απλά «μου λείπεις». Ήταν ένας ύπνος χωρίς όνειρα, σηκώθηκα το πρωί καλημέρισα τα αγγελούδια μου και έτρεξα να ετοιμαστώ για να πάω στο σπίτι του Έρνεστ. Όταν έφτασα δεν ήμουν σίγουρη αν ήταν ακόμα νωρίς, κοίταξα το ρολόι μου και ήταν 9 το πρωί. Δεν ήξερα τι να κάνω. Εκείνη την στιγμή άνοιξε η πόρτα και βγήκε ο Έρνεστ έξω τρέχοντας προς τα μένα. Βγήκα και εγώ από το αυτοκίνητο και αγκαλιαστήκαμε σφιχτά και αρχίσαμε να γυρίζουμε γύρο γύρο. «Έρνεστ» φώναξε η μητέρα του από την πόρτα και απότομα και οι δύο ακινητοποιηθήκαμε και κάτσαμε προσοχή. Βλέποντας η μητέρα του αυτήν την σκηνή λύθηκε στα γέλια και ήρθε κοντά μας. Πήγε από πίσω μας βάζοντας τα χέρια της στους ώμους μας και έκανε την κίνηση να μας πάει προς το σπίτι «ελάτε πιτσιρικάκια μου ώρα για πρωινό» είπε και έκανε την κίνηση να μας ωθήσει προς την πόρτα «μια στιγμή» είπα εγώ και έτρεξα προς το αυτοκίνητο, πήρα την τούρτα και ξαναπήγα δίπλα της, έβαλε το χέρι της πάλι στον ώμο μου και άρχισε να μας οδηγεί προς τα μέσα «τι είναι αυτό?» «σήμερα είναι τα γενέθλια μου και σκέφτηκα τι καλύτερο να τα γιορτάσω μαζί σας» Μου χάρισε το πιο γλυκό της χαμόγελο και πήγαμε στην κουζίνα. Κάτσαμε στις καρέκλες και οι μυρωδιές από τα υπέροχα εδέσματα που είχε αφήσει πάνω στο τραπέζι μου άνοιξαν την όρεξη. «έχεις φάει πρωινό» «να πω την αλήθεια ανυπομονούσα τόσο πολύ να έρθω που το ξέχασα» είπα κοκκινίζοντας Γέλασε απαλά έβαλε την τούρτα στο ψυγείο και έκατσε μαζί μας. «καλή μας όρεξη» είπε και αρχίσαμε να τρώμε, να μιλάμε και να γελάμε ασταμάτητα. Είπαμε τόσα πολλά. Όλη η ημέρα κύλισε τόσο ξένοιαστη, εγώ και ο Έρνεστ κάναμε σαν μικρά παιδιά, εκείνος ήταν άλλα εγώ μαζί του όπως είπε και η Βίβιαν δεν έμοιαζα μεγαλύτερη του. Παίζαμε και γελάγαμε σαν μικρά παιδιά και η Βίβιαν που και που μας χαλιναγωγούσε λέγοντας και τονίζοντας να προσέχουμε για να μην χτυπήσω και να μην κουραστώ αλλά εγώ ένιωθα τόσο καλά που ξέχναγα τελείως ότι ήμουν έγκυος και ότι έπρεπε να προσέχω. Λίγο πριν το μεσημεριανό μας έστειλε στο δωμάτιο του Έρνεστ για να ησυχάσουμε και να μπορέσει να συγκεντρωθεί να φτιάξει το φαΐ για να φάμε. Την ρώτησα αν θέλει βοήθεια και εκείνη μου είπε απλά «έχετε πολλά να πείτε» και με έσπρωξε απαλά προς τις σκάλες για να ανέβω επάνω. Όταν βρεθήκαμε μόνοι μας αρχίσαμε να διηγούμαστε ο ένας στον άλλο πως περάσαμε της δύο μέρες που περάσαν αφήνοντας στο τέλος το όνειρο μου. «Τι μπορεί να εννοούσε? Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω» «τι δεν μπορείς να καταλάβεις?» «τι εννοεί» «τι νομίζεις ότι έκανε την μητέρα μου να αλλάξει γνώμη, ή την φίλη σου την Μπρέντα?» «πραγματικά είμαι τόσο μπερδεμένη που δεν μπορώ να καταλάβω τι ήταν τελικά αυτό που της έκανε να αλλάξουν γνώμη» «η αλήθεια σου Ίρις» «η αλήθεια μου? Τι εννοείς» «ότι τους άνοιξες την καρδιά σου, τους άφησες να δουν τον πόνο σου, να δούνε την ψυχή σου, τους άφησες να δουν πια πραγματικά είσαι» «και που κολλάει αυτό που είπε ο άγγελος μου με αυτό?» «αυτό που εννοούσε είναι, να μην φοβάσαι να πεις αυτό που νιώθεις. Όλα αυτά τα χρόνια όσο και να σε μειώνανε όσο και να σε πληγώνανε, εσύ έσκηβες το κεφάλι και δεν μιλούσες μόνο και μόνο γιατί πίστευες ότι αν τους άφηνες να δουν πόσο σε πληγώνανε θα σε πληγώνανε περισσότερο. Όμως είχες άδικο. Μόνο αν δείξεις στον άλλο πως πραγματικά σε κάνει να νιώθεις, τότε θα καταλάβει πόσο άδικο έχει και έτσι δεν θα σε αδικούν, όπως κάνανε όλα αυτά τα χρόνια.» «ναι μάλλον τώρα καταλαβαίνω» «παιδιαααααα» ακούσαμε την φωνή της Βίβιαν και σκάσαμε στα γέλια «άντε πάμε» είπε ο Έρνεστ και με έπιασε από το χέρι και κατεβήκαμε στην κουζίνα. Η Βίβιαν είναι εκπληκτική μαγείρισσα, φάγαμε το φαγητό πολύ γρήγορα μιλώντας και γελώντας όλη την ώρα. Αφού φάγαμε, μαζέψαμε και πλύναμε όλα τα πιάτα η Βίβιαν έφερε την τούρτα και έβγαλε δύο κεριά απο το συρτάρι «27 σωστά???» «ναι» πήγα να πω άλλα με διέκοψε το Έρνεστ «μαμάααα ξέχασες την ηλικία της Ίρις??? Σήμερα κλείνει τα 7» είπε και μου έκλεισε το μάτι Ένα δάκρυ κύλισε στα μάτια μου. Αυτό το παιδί ήταν 17 χρόνια μικρότερος μου και όμως ήταν ακριβός η σκέψη μου. Σήμερα ένιωσα και πάλι ότι ήταν τα έβδομα γενέθλια μου. Ένιωσα την καρδιά μου να ξαναγίνεται 7 χρονών και εδώ ακριβώς ένιωθα ότι ήταν η οικογένεια μου. Ήρθε κοντά μου μου ζήτησε να τον πάρω αγκαλιά και μου σκούπισε τα μάτια. «άκου μικρή κλαψιάρα, αν συνεχίσεις έτσι δεν θα σε ξαναπαίξω.............. είπε με τόσο ανάλαφρη καρδιά................. μην ξεχνάς ότι είμαι 3 χρόνια μεγαλύτερος σου οπότε από εδώ και πέρα θα κάνεις ότι σου λέω εγώ, σύμφωνοι???» «σύμφωνοι» είπα και σκούπισα τα μάτια μου «έτσι μπράβο, τώρα χάρισε μας το πιο όμορφο χαμόγελο σου και κάνε μια ευχή» Έκλεισα τα μάτια σφιχτά και ευχήθηκα με όλη μου την καρδιά................ όλοι όσοι αγαπώ να είναι καλά................. τίποτα άλλο δεν ήθελα. Άνοιξα τα μάτια του χάρισα το πιο μεγάλο μου χαμόγελο και έσβησα το κερί. Όλοι γελάσαμε και συνεχίσαμε από εκεί που είχαμε μείνει. Όταν τελειώσαμε και με το γλυκό, η μητέρα του Έρνεστ πήγε να τον ετοιμάσει για ύπνο. Αυτό να πω την αλήθεια μου φάνηκε τόσο παράξενο. Ο Έρνεστ ήταν ένα πολύ ανεξάρτητο και ώριμο παιδί, δεν θα περίμενα ποτέ ότι θα ήθελε την μητέρα του να τον φροντίζει για κάτι τόσο απλό άλλα δεν είπα τίποτα. Όσο ετοιμαζόντουσαν πήγα στην τουαλέτα να φρεσκαριστώ, όταν βγήκα πέρασα απο την πόρτα του δωματίου του και έμεινα εκεί μαγεμένη απο την σκηνή που διαδραματιζόταν μπροστά μου. Η Βίβιαν ήταν καθισμένη στο πάτωμα, κράταγε με ευλάβεια τα δύο χέρια του Έρνεστ τον κοίταζε μέσα στα μάτια και του σιγοτραγουδούσε ένα τραγούδι που δεν είχα ξανά ακούσει. Τα λόγια ήταν μαγευτικά μιλάγανε για αγάπη, και η μουσική ήταν τόσο ήρεμη και μελωδική που ηρεμούσε την ψυχή σου. Καθόμουν εκεί και δεν μου έκανε καρδιά να πάρω το βλέμμα μου από πάνω τους. Όταν τελείωσε γύρισαν και με κοιτάγανε στα μάτια, εγώ κοκκίνισα και έκανα να φύγω. «Ίρις?» με φώναξε ο μικρός μου «ναι?» «θα μείνεις?» «φυσικά αν το θες» Γέλασε και μου έστειλε ένα φιλί με το χέρι του «θα σε δω όταν ξυπνήσω» Η Βίβιαν τον φίλησε τρυφερά στο μέτωπο και του είπε να κλείσει τα μάτια για να κοιμηθεί. Έκλεισε την πόρτα και ήρθε κοντά μου «είσαι κουρασμένη? Θες να σου ετοιμάσω να κοιμηθείς?» «όχι όχι μην μπαίνεις στον κόπο για μένα, είμαι καλά, για να πω την αλήθεια δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που είχα να νιώσω τόσο ζωντάνια» Μου χαμογέλασε και με τράβηξε προς την κουζίνα Έφτιαξε έναν καφέ για εκείνη και μια ζεστή σοκολάτα για μένα. «που το ξέρεις?» την ρώτησα απορημένη «απλός το ξέρω» μου είπε και μου έκλεισε το μάτι Αφού ήπιαμε λίγο από τα ροφήματα μας και μιλήσαμε για άσχετα θέματα, ξαφνικά γύρισε και μου είπε «πραγματικά μου κάνει εντύπωση που ακόμα δεν με έχεις ρωτήσει για εκείνη την ημέρα, δεν σε τρώει η περιέργεια για το τι είχε συμβεί?» «Βίβιαν δεν χρειάζεται να» «και όμως χρειάζεται» «να ξέρεις ότι εγώ δεν θα σε κρίνω, άλλα αν θες να το μοιραστείς μαζί μου» «η αλήθεια είναι ότι δεν έχω κάποια δικαιολογία για να σου πω» «δεν νομίζω ότι καταλαβαίνω» «καλύτερα να το πάρω από την αρχή. Εκείνη την ημέρα είχαμε έρθει με τον Έρνεστ στην βιβλιοθήκη για να δανειστώ ένα βιβλίο από το ιατρικό τμήμα που είναι στον τρίτο όροφο. Όταν περάσαμε από το τμήμα σου, ο Έρνεστ κοντοστάθηκε άλλα όχι τόσο ώστε να το καταλάβω εκείνη την στιγμή, όταν φτάσαμε στον όροφο και πήγα στην κοπέλα να ζητήσω πληροφορίες, ο Έρνεστ μου είπε ότι θέλει τουαλέτα και του είπα ότι θα τον περιμένω εκεί που ήμουν για να μην χαθούμε και έφυγε. Ο Έρνεστ είχε νιώσει την αύρα του αγγέλου σου και έτρεξε γρήγορα να δει τι συμβαίνει, όταν έφτασε σε σένα σε βρήκε ακίνητη στο πάτωμα και τον άγγελο σου να έρχεται κοντά σου, όταν σε είδε αμέσως το ένιωσε και κοίταξε στα μάτια τον άγγελο σου ώστε να τον δει και να του μιλήσει, όμως εκείνος κοίταζε μόνο εσένα και δεν τον άφησε να τον δει. Τον έπιασε φόβος ότι δεν θα σε προλάβαινε και ήρθε κοντά σου σε σκούντηξε και έφυγε για να μην τον δεις, εσύ συνήλθες και μόλις κοίταξες τον άγγελο σου, ο Έρνεστ κατάλαβε ότι ήσουν σαν και εκείνον και αυτό του έδωσε μεγαλύτερη δύναμη, κουράγιο και ελπίδα ώστε να συνεχίσει το σχέδιο του» «το ένιωσε? Τον θάνατο μου? Ποιο σχέδιο? Έχω μπερδευτεί δεν καταλαβαίνω τίποτα» «λίγο υπομονή καρδιά μου και θα καταλάβεις» «συγνώμη συνέχισε παρακαλώ» «όσο εσύ μίλαγες με την κοπέλα και προσπαθούσες να συνέλθεις, ο Έρνεστ πήγε να αντιμετωπίσει τον άγγελο σου, άλλα δεν του αποκαλυπτόταν, δεν ανταποκρινόταν, ο άγγελος σου είχε μάτια μόνο για σένα, αυτό τον εξόργισε και πριν φύγει να γυρίσει σε μένα, του είπε «να αφήσεις ήσυχη την μαμά μου» ένιωσε αμέσως την αλλαγή στην αύρα του αγγέλου σου και κατάλαβε ότι είχε χρόνο για να ολοκληρώσει αυτό που είχε σκεφτεί από την αρχή» «τι του είπε?» «σε παρακαλώ άσε με να ολοκληρώσω και θα καταλάβεις» Ένευσα σοκαρισμένη άλλα δεν μίλησα «ήρθε με βρήκε και όταν φτάσαμε σπίτι, το έσκασε για να γυρίσει σε σένα. Σε παρακολουθούσε όλη μέρα ο άγγελος σου δεν τα έβαζε κάτω άλλα ούτε και εκείνος, έκανε το κόλπο με το πληγωμένο αγόρι για να δει πως θα αντιδράσεις – φυσικά ήταν σίγουρος ότι εσύ θα έδινες τα πάντα για εκείνον – άλλα το έκανε πιο πολύ για να μπορέσει με κάποιο τρόπο να σου μιλήσει για να σου εξηγήσει τι συμβαίνει και να σε βοηθήσει ώστε να βρεθεί κάποιος τρόπος για να μπορέσεις να μείνεις ζωντανή. Όταν πήγατε στο καφέ και πήγες να πάρεις τηλέφωνο, έκανε άλλη μια προσπάθεια να μιλήσει στον άγγελο σου και τα κατάφερε, ο άγγελος σου του είπε να μην φοβάται και ο μικρός μου κατάλαβε ότι θα τον βοηθήσει» «μα γιατί? Γιατί να τα κάνει όλα αυτά για μένα? Δεν καταλαβαίνω» «γιατί θέλει εσύ να είσαι αυτή που θα με διαδεχτεί» «να σε διαδεχτώ? Όχι Βίβιαν όχι, δεν θα μπορούσα ποτέ να» «άκουσε με, ένα μήνα πριν από εκείνη την ημέρα είχα κάνει κάτι εξετάσεις και οι γιατροί με ενημέρωσαν ότι έχω το πολύ 2 χρόνια ζωής» «2 χρόνια? ......... είπα και σφιχτηκε η καρδιά μου......... ο Βίβιαν με συγχωρείς πρέπει να είναι τόσο» «όχι πια» «τι εννοείς?» «όταν το έμαθα έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ο μικρός μου θα έμενε μόνος και απροστάτευτος με τον πατέρα του για τα επόμενα χρόνια της ζωής του, βλέπεις ο πατέρας του είναι κάθετος για το χάρισμα του μικρού μου και το κακόμοιρο το παιδί μου έχει φάει πολύ ξύλο μόνο και μόνο γι αυτό, δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι η υπόλοιπη του ζωή θα είναι κάπως έτσι και γι αυτό όταν μου είπαν ότι θα φύγω δεν ήξερα τι να κάνω, πως θα μπορούσα να αφήσω αυτό το μικρό πλασματάκι στα χέρια του, θα του σακατέψει την ψυχή, θα τον κάνει να χάσει το μυαλό του. Βλέπεις οι γονείς μου δεν ζουν και δεν έχω άλλα αδέλφια και η μόνη επιλογή είναι να πάρει την κηδεμονία εκείνος ή οι γονείς του που πίστεψε με δεν είναι καλύτεροι από αυτόν. Όταν τον έφερες σπίτι παραξενεύτηκα που δεν ήρθες να μου τον φέρεις, άλλα όταν ο Έρνεστ μου εξήγησε τι είχε συμβεί, σάστισα, δεν είχα καταλάβει ότι ο μικρός μου ήξερε, ήταν η πρώτη φορά που δεν του είπα τίποτα και όμως εκείνος ήξερε τα πάντα. Όμως δεν ήταν σίγουρος ότι θα πετύχει και τον είδα ότι η αγωνία τον έκανε να πονά και να λυγά. Εγώ δεν ήξερα τι να κάνω, από την μια ήθελα να πιστέψω όπως και εκείνος άλλα από την άλλη με έπιασε μια παράφορη ζήλια, ζήλια γιατί εσύ μέσα σε λίγες ώρες είχες κερδίσει την καρδιά του τόσο πολύ και ζήλια γιατί εσύ θα ήσουν αυτή που θα τον έβλεπε να μεγαλώνει και να εισπράττει όλη του την αγάπη» Με κοίταζε μέσα στα μάτια και περίμενε την αντίδραση μου Εγώ είχα παγώσει στην θέση μου και προσπαθούσα να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά. Τα λόγια του Έρνεστ, του αγγέλου μου και της Βίβιαν είχαν πλημμυρίσει τις σκέψεις μου και προσπαθούσα να καταλάβω τι είχε συμβεί. «Βιβιαν εγώ.......εγώ........... δεν νομίζω, ότι εγώ είμαι η καλύτερη επιλογή του» είπα με δισταγμό Το πρόσωπο της Βίβιαν άλλαξε κατευθείαν και έγινε πιο σκληρό «ναι φυσικά δεν είσαι υποχρεωμένη να κάνεις κάτι τέτοιο και με δεδομένου του ότι περιμένεις παιδί σίγουρα, το να φορτωθείς άλλο ένα θα σου είναι βάρος» είπε απότομα ραγίζοντας μου την καρδιά «Βίβιαν όχι, όχι σε παρακαλώ δεν εννοούσα κάτι τέτοιο, με παρεξήγησες» είπα τρομερά πληγωμένη και μετανιωμένη που της είπα αυτά τα λόγια χωρίς να τα σκεφτώ «τότε τι εννοείς» είπε πολύ σκληρά «Βίβιαν ...... είπα πιο ήρεμα...... μπορεί να μην το ξέρεις ή να μην πιστεύεις το πόσο βαθιά αγαπώ τον Έρνεστ και θα ήταν τιμή μου να τον έχω κοντά μου όταν εσύ....... ψιθύρισα άλλα δεν μπόρεσα να πω την λέξη δυνατά....... άλλα κατάλαβε με, είμαι εντελώς μόνη μου, με κόπο κατάφερα να αποκτήσω το σπίτι που έχω και είναι πολύ μικρό και η δουλειά μου δεν μου αποφέρει πολλά» «δηλαδή όλο σου το πρόβλημα είναι τα λεφτά?» είπε ακόμα πιο σκληρά «όχι, Βίβιαν................ είπα απελπισμένα και ένας πόνος στο στήθος με έκανε να δακρύσω........ άσε με να σου εξηγήσω» «μην κλαις καρδιά μου, σε παρακαλώ, συγνώμη αν το έκανα πάλι, πάλι σε έκρινα χωρίς να σε αφήσω να μου πεις τις σκέψεις σου. Πες μου τι εννοείς, σου υπόσχομαι να μην σε διακόψω» είπε τρομερά μετανιωμένη βλέποντας πόσο τα λόγια της με είχαν πληγώσει Πήρα μια ανάσα για να ηρεμήσω και συνέχισα «αυτό που θέλω να πω Βίβιαν είναι ότι καταρχήν λυπάμαι, λυπάμαι τόσο πολύ γι αυτό που σε έχει βρει και θέλω να ξέρεις ότι, θα κάνω τα πάντα, ότι περνάει απο το χέρι μου για να το αντιμετωπίσεις και θα είμαι πάντα δίπλα σου και θα σου σταθώ σε ότι χρειαστείς. Αν όμως δεν τα καταφέρουμε, αν έρθει η στιγμή που ο μικρός μας θα μείνει μόνος του, φοβάμαι ότι δεν θα μπορώ να του προσφέρω όσα του αξίζουν, φοβάμαι ότι δεν θα μπορώ να είμαι για εκείνων αυτό που είσαι εσύ. Πάλεψα πολύ για να φτάσω ως εδώ και τα κατάφερα, άλλα δυστυχώς δεν είναι τίποτα σίγουρο σε αυτήν την ζωή, την Δευτέρα δεν ξέρω καν αν θα έχω ακόμα την δουλειά μου και φοβάμαι Βίβιαν φοβάμαι πολύ, έχω μέσα μου ένα πλασματάκι που περιμένει να του χαρίσω τον κόσμο και φοβάμαι ότι δεν θα είμαι ικανή να το κάνω για εκείνο πόσο μάλλον και για τους δύο. Η ευτυχία που ένιωσα με τύφλωσε Βίβιαν, είχα τόσα χρόνια να νιώσω τόσο ευτυχισμένη που με έκαναν τυφλή, τυφλή να δω την πραγματικότητα, τυφλή να δω την αλήθεια. Ήθελα να ζήσω τόσο πολύ αυτό το όνειρο που δεν σκέφτηκα καν πως θα μπορέσω να τα καταφέρω, πως θα μπορέσω νααα» φέρω εις πέρας την αποστολή μου είπα βουβά «καλή μου..... είπε και ήρθε αμέσως να με πάρει μια αγκαλιά........ νομίζεις ότι θα τον άφηνα έτσι απλά χωρίς να τον εξασφαλίσω ώστε να έχει όσα θα ήθελα να έχει αν ήμουν εγώ εδώ?» «Βίβιαν όχι, με τίποτα, με τίποτα δεν θα μπορέσω να δεχτώ κάτι τέτοιο» «δεν σου ζητάω τίποτα να δεχτείς, το μόνο που θέλω είναι να του προσφέρεις την αγάπη σου, την κατανόηση σου και την υποστήριξη σου για να ζήσει μια ζωή όπως εκείνος την έχει φανταστεί, χωρίς να νιώθει ότι αυτό που κάνει, αυτό που είναι είναι λάθος και μόνο εσύ μπορείς να του το προσφέρεις αυτό πίστεψε με. Η ζήλια με τύφλωσε και δεν άφησα τον εαυτό μου να δει αυτό που είδε ο Έρνεστ σε σένα, άλλα τώρα ξέρω ότι το ένστικτο του ήταν για άλλη μια φορά σωστό» «το ένστικτο του?» «δεν το έχεις καταλάβει?» «να καταλάβω τι?» «μάλλον αυτό είναι καλό να το συζητήσεις μαζί του, ίσως εγώ να σε μπερδέψω περισσότερο» «όπως νομίζεις, δεν θα σε πιέσω, άλλα χρειάζομαι λίγο χρόνο Βίβιαν. Καταλαβαίνεις πόσο απότομα μου ήρθαν όλα αυτά και καταλαβαίνεις ότι χρειάζομαι λίγο χρόνο για να τα σκεφτώ. Δεν είναι ότι δεν θέλω να τον έχω κοντά μου, είναι ότι φοβάμαι ότι δεν θα μπορώ» «ας αφήσουμε καλύτερα την κουβέντα μας για άλλη στιγμή, σε καταλαβαίνω απόλυτα και πραγματικά σε κατανοώ, άλλα όπως είπες και εσύ καλύτερα να αφήσουμε λίγο τον χρόνο να κάνει την δουλειά του και να τα δούμε όλα πιο ήρεμα ξανά όταν θα ήμαστε έτοιμη» «μόνο αυτό ζητάω και εγώ» «θα σου ζητήσω μόνο να μην αναφέρεις τίποτα στον μικρό, επέμενε να μην σου πω τίποτα άλλα εγώ δεν ήθελα να δεθεί μαζί σου αν πρώτα δεν ήμουν σίγουρη ότι εσύ δεν θα τον αφήσεις. Καταλαβαίνεις έτσι δεν είναι?» «φυσικά και καταλαβαίνω, δεν πρόκειται να πω τίποτα σου το υπόσχομαι» «καλά δεν θα αργήσει και πολύ να το καταλάβει μόνος του άλλα άστον εκείνον να κάνει την αρχή και τότε θα μάθεις πολλά περισσότερα πράγματα που θα σε ξαφνιάσουν» «σου το υπόσχομαι»
Όλο το υπόλοιπο απόγευμα πέρασε στο ίδιο χαλαρό και χαρούμενο κλήμα που είχαμε το πρωί, άλλα γρήγορα ένιωσα την κούραση να με κάνει αδύναμη και έτσι αποφάσισα ότι όσο όμορφη και να ήταν αυτή η μέρα έπρεπε κάποια στιγμή να τελειώσει. Αφού τους αποχαιρέτησα κίνησα για το σπίτι. Όταν έφτασα έκανα ένα μπάνιο για να χαλαρώσω, ήμουν τόσο κουρασμένη που έπεσα κατευθείαν στο κρεβάτι και τότε όλα όσα είχα μάθει άρχισαν να μου πλημμυρίζουν τις σκέψεις και να με γεμίζουν με ανησυχίες άλλα πριν βάλω τις σκέψεις μου σε μία σειρά αποκοιμήθηκα.
Το όνειρο μου σήμερα ήταν πιο φωτεινό και πιο χαρούμενο, όλα γύρο μου ήταν λαμπερά όλες μου οι αισθήσεις ήταν λαμπερές. Ένιωθα την ίδια ανησυχία που ένιωθα και πριν κοιμηθώ άλλα το όνειρο μου με έκανε να νιώθω τόσο όμορφα τόσο γαλήνια. Άνοιξα τα μάτια μου να τον αναζητήσω άλλα δεν ήταν εκεί, δεν του είχα κάνει κάποια ερώτηση και εκείνος δεν εμφανίστηκε για να μου την απαντήσει, όμως κάτι άλλο κάτι το διαφορετικό μου απόσπασε την προσοχή. Ήμουν ακόμα καθισμένη και κοίταγα, ώσπου μια μικρή φωτεινή αύρα άρχισε να έρχεται κοντά μου, ήταν τόσο μικρή σαν μια τελίτσα, άπλωσα το χέρι μου μπροστά και με ανοιχτή την παλάμη περίμενα ακίνητη να με πλησίαση. Η φωτεινή αύρα ήρθε και ακούμπησε απαλά στην χούφτα μου και τότε ένιωσα την ενέργεια της. Ήταν η τελίτσα μου αυτή μικρή ζωή που βρίσκετε μέσα μου, ήταν εδώ στο όνειρο μου να μου κάνει παρέα για να μην είμαι μόνη. Με μια κίνηση έφυγε ψιλά και τότε άρχισε να γυρνά γύρο απο μένα παιχνιδιάρικα. Δεν μπορούσα να αντισταθώ σε ένα χαμόγελο, την κοίταζα και ένιωθα εφορία, την κοίταζα και ένιωθα τόσο όμορφα που άρχισα να γελώ από υπερηφάνεια.
Άνοιξα τα μάτια μου και είχα κοκαλώσει απο το σοκ και απο το δέος που είχα νιώσει απο αυτό το όνειρο. Άξαφνα άκουσα πάλι στις σκέψεις μου τα λόγια του «πρέπει να δώσεις για να πάρεις» Και έκανα την σύνδεση αυτόματα. Στα μάτια μου ήρθε η εικόνα του υπερήχου και το πόσο διαφορετικό ήταν στις φωτογραφίες που μου είχαν δώσει. Στην οθόνη γύρο απο την τελίτσα μου υπήρχε μια φωτεινή αύρα, ενώ στις φωτογραφίες όχι. Στο όνειρο μου η τελίτσα μου ήταν μια αύρα φωτεινή που έπαιζε παιχνιδιάρικα γύρο μου. Ο Έρνεστ απο την στιγμή που με είδε με ήθελε να πάρω εγώ την θέση της μητέρας του όταν εκείνη θα χαθεί. Τα λόγια του αγγέλου μου άρχισαν πάλι να επαναλαμβάνονται στην σκέψη μου «πρέπει να δώσεις για να πάρεις» «πρέπει να δώσεις για να πάρεις» «πρέπει να δώσεις για να πάρεις» ΟΧΙΙΙΙΙΙ, ΟΧΙΙΙΙΙΙ, ο μικρός μου είχε κάνει λάθος ΟΧΙΙΙΙ, ΟΧΙΙΙΙ, ούρλιαξα μέσα μου και τα δάκρυα μούσκεψαν τα μάγουλα μου. Είχα κάνει λάθος, ο Έρνεστ έκανε λάθος. Η τελευταία ανθρώπινη επιθυμία του ήταν να βιώσει την αγάπη του ίδιου του, του παιδιού, ενώ η δική μου να βιώσω την αγάπη ενός παιδιού. ΟΧΙΙΙΙΙ, ΟΧΙΙΙΙΙ, δεν θα μου το πάρεις, ΟΧΙΙΙ, ΟΧΙΙΙΙ, ΟΧΙ ΑΥΤΟΟΟΟΟΟ. Σκεφτόμουν και άρχισα να κλαίω ασταμάτητα. Ένιωσα το χέρι του απαλά να με ακουμπά στον ώμο και πετάχτηκα απάνω «ΟΧΙΙΙΙΙΙ μην με ακουμπάς, μην τολμήσεις να με ακουμπήσεις ξανά, φύγεεεεε φύγεεε απο εδώ, είσαι ένας ψεύτης, είσαι είσαι................... ούρλιαζα τώρα.................... φύγεεεεεεεεεε και μην ξαναγυρίσεις, δεν σε θέλω στην ζωή μου, μου είπες ψέματαααααααααα με έκανες να πιστέψω ότι θα είμαι ευτυχισμένη, με έκανες να πιστέψω ότι θα έχω κάτι δικό μου για πάντα, με έκανες να πιστέψω ένα ψέμαααααααα» ούρλιαξα και έπεσα πάλι στο κρεβάτι και έκλαιγα λυγίζοντας στον πόνο.
xrysanthi The Volturi
Ηλικία : 46 Τόπος : Αθήνα Αριθμός μηνυμάτων : 8719 Registration date : 08/11/2010
Ένας μήνας είχε περάσει απο τότε, πόσο άλλαξαν όλα σε μια στιγμή. Δεν έχασα την δουλειά μου χάρις στην Μπρέντα και έτσι τουλάχιστον μπόρεσα από κάπου να κρατηθώ. Δεν είχα κουράγιο να αντικρίσω ξανά τον Έρνεστ, δεν μπορούσα να του πω τι είχε συμβεί, γιατί φοβόμουν ότι αν θα το έκανα θα ήταν σαν να το δεχόμουν και δεν μπορούσα, δεν ήθελα να το δεχτώ. Μιλάγαμε κάθε μέρα στο τηλέφωνο. Και οι δύο κατάλαβαν αμέσως ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, όμως ποτέ δεν με πίεσαν να τους πω τίποτα και ήμουν ευγνώμον και στου δύο γι αυτό. «χρειάζομαι λίγο χρόνο να τακτοποιήσω κάποιες προσωπικές μου υποθέσεις» ήταν το μόνο που είπα στην Βίβιαν όταν μιλήσαμε την ίδια μέρα και εκείνη το δέχτηκε χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις. «σου υπόσχομαι, σου ορκίζομαι ότι θα κάνω τα πάντα για σας, σε ότι με χρειαστείτε. Δεν θα αφήσω ποτέ μόνο του το αγοράκι μας. Σου το ορκίζομαι. Άλλα χρειάζομαι λίγο χρόνο Βίβιαν σε παρακαλώ» «όσο χρόνο θέλεις καρδιά μου. Εμείς θα ήμαστε πάντα εδώ για σένα» «σε ευχαριστώ» είπα μέσα από τους λυγμούς μου και έκλεισα το τηλέφωνο για να μην με ρωτήσει τίποτα παραπάνω. Το ίδιο βράδυ τον είδα πάλι στον ύπνο μου είχε έρθει στο λιβάδι μας άλλα δεν μου μιλούσε περίμενε απο μένα να κάνω την πρώτη κίνηση. Καθόμουν στο χορτάρι αγκαλιάζοντας τα πόδια μου και κοιτούσα την φωτεινή αύρα της τελίτσας μου να γυρίζει παιχνιδιάρικα εδώ και εκεί αλλά εγώ την κοίταζα άδεια, τους κοίταζα χωρίς συναισθήματα. Η καρδιά μου είχε γίνει χίλια κομμάτια, ήθελα να του μιλήσω ήθελα να του πω πόσο με είχε πονέσει η προδοσία του, να τον παρακαλέσω να μην μου το κάνει αυτό, να το παρακαλέσω να μην μου το πάρει αλλά καθόμουν εκεί ακίνητη κοιτάζοντας τους μόνο άδεια και κενή. Την στιγμή που ένιωθα ότι αρχίζω να ξυπνάω μόνο κατάλαβα ότι ίσως αυτή να είναι η τελευταία φορά που έβλεπα αυτό το όνειρο και άρχισα με μανία να προσπαθώ να το κρατήσω όσο περισσότερο μπορώ. «θα μου το στερήσεις?» κατάφερα να πω μόνο μέσα απο τα δάκρυα μου Τότε ήρθε κοντά μου ακούμπησε απαλά το χέρι του στα μαλλιά μου και είπε «η απάντηση βρίσκετε μέσα σου» και χάθηκε με το φύσημα του ανέμου Σηκώθηκα πανικόβλητη και κοίταξα γύρο μου ψάχνοντας μάταια να τον βρω, προσπαθώντας μάταια να τον νιώσω, ένα σημάδι ήθελα μόνο για να πιστέψω ότι δεν με είχε ακούσει, ότι θα ήταν ακόμα εδώ, δίπλα μου, ήθελα να μου πει ότι ήταν ψέμα, ήθελα απο κάπου να πιαστώ άλλα δεν ήταν πουθενά ήμουν μόνη μου για άλλη μια φορά, εγώ και οι σκέψεις μου ξανά να πρέπει να αντιμετωπίσω ότι και αν ήταν αυτό που θα μου συμβεί. Ένιωθα σαν άγαλμα, ακίνητη χωρίς συναισθήματα. Το μυαλό μου δεν αντιδρούσε ούτε οι ίδιες μου οι αισθήσεις. Το χτύπημα του τηλεφώνου με έκανε να αντιδράσω και έτρεξα να το σηκώσω. «Ίριςςς , Ίριςςς είσαι καλά?» άκουγα την πανικοβλημένη φωνή της Μπρέντας «εεε δεν ξέρω, τι τι ώρα είναι?» «Ίρις τι συμβαίνει είσαι καλά ανησυχώ» «ναι ναι καλά είμαι συγνώμη πρέπει να με πήρε ο ύπνος, θα ντυθώ και θα έρθω αμέσως» «αν δεν νιώθεις καλά καλύτερα να κάτσεις σπίτι να ξεκουραστείς, θα σε καλύψω εγώ» Το σκέφτηκα για λίγο, ήθελα να μείνω ήθελα να ξεκουραστώ, όλα αυτά με είχαν κάνει κομμάτια, άλλα ήξερα ότι αν έμενα έστω και ένα λεπτό παραπάνω μόνη μου εδώ θα έχανα το μυαλό μου. «όχι όχι καλά είμαι συγνώμη με πήρε ο ύπνος έρχομαι αμέσως» της είπα ψέματα και ήμουν σίγουρη ότι δεν με είχε πιστέψει «όπως νομίζεις, θα σε δω σε λίγο» είπε και έκλεισε την γραμμή Ντύθηκα και έφυγα σαν κυνηγημένη, όταν έφτασα στην δουλειά ευχαρίστησα την Μπρέντα για το τηλεφώνημα και έφυγα να πάω στο γραφείο μου, ελπίζοντας ότι δεν θα με πιέσει να της πω για το τι μου συμβαίνει. Ανέβηκα επάνω άφησα τα πράγματα και κίνησα ως συνήθως να πάω στον διάδρομο του αγγέλου μου αλλά όταν έφτασα στάθηκα στην γωνία του διαδρόμου Ήθελα σαν τρελή να πάω κοντά του, ήθελα σαν τρελή να ακουμπήσω το χρυσό γράμμα του, άλλα δεν το έκανα. Έκατσα εκεί κοίταξα το χρυσό γράμμα στο βιβλίο το χάιδεψα νοητά και γύρισα στην θέση μου. Το μεσημέρι φυσικά η Μπρέντα ήρθε να ζητήσει εξηγήσεις άλλα απογοητεύτηκε γρήγορα όταν είδε ότι δεν ήμουν διατεθειμένη να της δώσω τίποτα. Δεν μπορούσα να δώσω τίποτα άλλο. Ένιωθα ότι τα είχα δώσει όλα, ότι ήμουν ένα άδειο κουφάρι, πιο άδειο και απο ποτέ. Για άλλη μια φορά απομονώθηκα, για άλλη μια φορά βρισκόμουνα στην άρνηση, για άλλη μια φορά έγινα τυφλή. Ένας μήνας πέρασε απο τότε, ένα μήνα τώρα τον αγνοούσα. Ένα μήνα τώρα το ίδιο όνειρο ξανά και ξανά. Εγώ στο λιβάδι να κάθομαι κάτω αγκαλιάζοντας τα πόδια μου και να κοιτάω μακριά – να τους αγνοώ. Μέρα με την ημέρα η μορφή του ξεθώριαζε. Πάντα ήταν εκεί αλλά πάντα σιωπηλός. Μέρα με την ημέρα έφευγε όλο και ποιο μακριά μου και εγώ τον άφηνα δεν αντιδρούσα, έβλεπα ότι έφευγε και εγώ τον αγνοούσα. Το σημερινό μου όνειρο ήταν και πάλι το ίδιο, η μικρή αύρα του μωρού μου έπαιζε δίπλα μου παιχνιδιάρικα μέσα στα λουλούδια και εγώ απλά το κοίταζα, ένιωθα όμως ότι κάτι είχε αλλάξει ένιωθα πιο άδεια απο ποτέ. Κοίταξα να βρω τον άγγελο μου και κατάλαβα ότι δεν ήταν πουθενά. Μια αγωνία με έκανε να τον αναζητήσω με έναν πόνο στην καρδιά άρχισα να τον ψάχνω, άλλα εκείνος δεν ήταν πουθενά. Ξύπνησα με την καρδιά μου να είναι χίλια κομμάτια, είχα γυρίσει πάλι στην αρχή. Είχα κάνει πάλι λάθος. Με τρόμο σηκώθηκα απο το κρεβάτι και άρπαξα στα χέρια μου το μπλοκ που είχα αποτυπώσει την μορφή του, η σελίδα ήταν κενή, ήταν άδεια, λες και δεν είχα ζωγραφίσει ποτέ τίποτα πάνω σε αυτήν. Ντύθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα και έφυγα να πάω στην βιβλιοθήκη. Έτρεχα σαν μανιακή, σαν κυνηγημένη και έφτασα χωρίς να καταλάβω το πως. Πέρασα σαν σίφουνας απο την είσοδο αγνοώντας τις φωνές της Μπρέντα και έτρεξα να ανέβω τα σκαλιά. Ξεκλείδωσα και πήγα κατευθείαν στον διάδρομο που τον είδα για πρώτη φορά. Τα μάτια μου έψαχναν το βιβλίο με το αρχικό του αλλά δεν ήταν πουθενά. Το μέρος που έπρεπε να ήταν, ήταν άδειο, παγωμένο, όπως η ίδια μου η καρδιά. Λύγισα, άφησα το σώμα μου να πέσει, ήμουν πιο φάντασμα και από τα ίδια τα φαντάσματα που έβλεπα. Άδεια κενή με απλανές βλέμμα. Δεν ένιωθα τίποτα. «Ίρις – Ίριις – με ακούς?» άκουγα την φωνή της Μπρέντας άλλα δεν μπορούσα να αντιδράσω. «η απάντηση βρίσκετε μέσα σου» ήταν το μόνο που άκουγα μέσα στο μυαλό μου, τα λόγια που μου είχε πει εκείνη την βραδιά «Ίριςςςςςςς»τσίριζε τώρα η Μπρέντα ταρακουνώντας με Άφησα τα μάτια μου να την δουν, όλη αυτήν την ώρα ήταν μπροστά μου άλλα δεν την έβλεπα, δεν έβλεπα τίποτα, παρά μόνο το κενό «Ίρις θα με τρελάνεις σύνελθε, πες μου τι συμβαίνει» «τον έχασα» είπα ξεψυχισμένα «τον έδιωξα, πως πως μπόρεσα να το κάνω αυτό πως μπόρεσα να αφήσω τον εαυτό μου να τον ξεχάσει» και άρχισα κλαίγοντας και ουρλιάζοντας να βγαίνω στην επιφάνεια «ποιον Ίρις για ποιον μιλάς?» «πως μπόρεσαααααα» και έπεσα στην αγκαλιά της για να ζητήσω παρηγοριά «Ίρις» ήταν το μόνο που κατάφερε να πει και άρχισε να μου χαϊδεύει την πλάτη και να με παρηγορεί «η απάντηση βρίσκετε μέσα σου» ήρθε πάλι σαν απάντηση τα λόγια που μου είχε πει εκείνη την ημέρα και μια αύρα που πέρασε απο την πλαϊνό διάδρομο με έκανε να γυρίσω το κεφάλι μου προς το μέρος της Σηκώθηκα και άρχισα να τρέχω προς την κατεύθυνση που είδα την αύρα, έπρεπε να την δω, ήξερα ότι δεν είναι εκείνος άλλα έπρεπε να την δω. Έφτασα στο τέλος του διαδρόμου και γύρισα προς την κατεύθυνση που την είχα δει. Ήταν εκεί ένιωσε την παρουσία μου και σταμάτησε. Με δειλά βήματα πήγα κοντά της και την ένιωσα να γυρίζει προς το μέρος μου. Έκλεισα τα μάτια. Τα είχα καταστρέψει όλα είχα αφήσει τον εαυτό μου να τον ξεχάσει, όμως ποτέ δεν θα αφήσω τον εαυτό μου να ξεχάσει τι έκανε για μένα. Είχα δώσει μια υπόσχεση, το μόνο που μου ζήτησε ήταν να ακολουθήσω την καρδιά μου και όταν είμαι έτοιμη να τους αντιμετωπίσω. Άνοιξα τα μάτια μου αποφασιστικά και σκέφτηκα. Τώρα είναι η ώρα να του το ανταποδώσω. Ένιωθα την Μπρέντα να είναι πίσω μου παγωμένη οπότε δεν μπορούσα να ρισκάρω να μιλήσω. Θυμήθηκα που μου είχε πει. Με κοίταξες στα μάτια, άρα με αποδέχτηκες. Πήρα μια βαθιά ανάσα και κοίταξα την αύρα που ήταν μπροστά μου κατευθείαν μέσα στην ψυχή της «σε πιστεύω» ψιθύρισα μέσα μου και τότε το είδα να μου αποκαλύπτετε. Ήταν το πιο ταλαιπωρημένο, το πιο βασανισμένο φάντασμα που είχα αντικρίσει όλα αυτά τα χρόνια. Πανικοβλήθηκα άλλα δεν τα έχασα. Του χάρισα το πιο γλυκό και το πιο ζεστό μου χαμόγελο και τότε είδα την αύρα του να γαληνεύει «θα σε βοηθήσω» του ψιθύρισα ελπίζοντας η Μπρέντα να μην το ακούσει. Τότε ένιωσα ένα χέρι στον ώμο μου να με αναγκάζει να γυρίσω προς τα πίσω «Ίρις είσαι καλά, κοντεύεις να με τρελάνεις, είμαι στο τσακ να σε πάρω σηκωτή και να σε πάω κατευθείαν σε καμιά κλινική» Αυτό ήταν όλο, μόνο μια λέξη έφτασε για να με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Θα έπρεπε να με τρομάξει αυτή η λέξη μόνο στο άκουσμα της, άλλα όχι τώρα, όχι αυτήν την στιγμή, τώρα περισσότερο απο ποτέ με έκανε πιο δυνατή, με έκανε πιο αποφασισμένη, έδωσε τα πάντα σε μένα, τώρα ήρθε η ώρα να του το ανταποδώσω και εγώ. Με ένα γλυκό χαμόγελο και σταθερό βλέμμα, της είπα βάζοντας το χέρι μου πάνω στο δικό της «είμαι καλά, συγνώμη αν σε τρόμαξα άλλα είμαι καλά, ένα όνειρο ήταν μόνο που με τρόμαξε, άλλα τώρα είμαι καλά» Στο άγγιγμα μου μαλάκωσε και ενώ δεν είπα κάτι που θα μπορούσε να την κάνει να το πιστέψει, εκείνη άξαφνα μου είπε «συγνώμη Ίρις που δεν είχα καταλάβει, πόσο δύσκολες στιγμές περνούσες, δεν θα σε πιέσω να μου πεις τι συμβαίνει άλλα να ξέρεις ότι είμαι εδώ για σένα για ότι χρειαστείς» Της χάρισα το πιο γλυκό μου χαμόγελο και είπα «έλα έχουμε δουλειά να κάνουμε» και της έκλεισα το μάτι και την τράβηξα προς την είσοδο για να γυρίσουμε στις θέσεις μας. Προχωρώντας στον διάδρομο και λίγο πριν φτάσουμε στο γραφείο μου θυμήθηκα ότι είχα αφήσει τα πράγματα μου στον διάδρομο του αγγέλου μου. «Πήγαινε στην θέση σου και εγώ θα φέρω καφεδάκι να πιούμε» «είσαι σίγουρη ότι θες να σε αφήσω μόνη??» «δεν είμαι μόνη χαζούλα» της είπα και χάιδεψα την κοιλιά μου Γέλασε απαλά και γύρισε να φύγει «εγώ τον πίνω γλυκό» μου είπε και βγήκε από την πόρτα Γύρισα με αργά αλλά σταθερά βήματα πάλι πίσω στον διάδρομο του αγγέλου μου Έκατσα κάτω για να τα μαζέψω και η ίδια φράση ήρθε πάλι στο μυαλό μου «η απάντηση βρίσκετε μέσα σου» και τότε ήξερα, τότε κατάλαβα, ένιωσα φόβο για κάτι τόσο φανερό. Πως είναι δυνατόν να πιστέψω ότι θα μπορούσε ποτέ να μου πάρει το αγγελούδι μου? Αν το πάρει δεν θα εκπληρώσει την ευχή μου. Όχι δεν ήταν λοιπόν αυτή η ερώτηση που του είχα κάνει. Η ερώτηση που διατύπωσα εκείνη την ημέρα ήταν τελείως διαφορετική απο αυτήν που εξέφρασα με λόγια. Δεν τον ρώταγα αν θα μου πάρει τον άγγελο μου, δηλαδή το παιδί μας, άλλα αν θα μου στερήσει τον ίδιο του τον εαυτό και η απάντηση βρισκόταν πάντα μέσα μου. Δεν μπορεί να μου στερήσει κάτι που είναι για πάντα δικό μου. Ο κάθε άνθρωπος έχει και τον προσωπικό του φύλακα άγγελο, δεν τον γνωρίζει ποτέ παρά μόνο όταν έρχεται η ώρα να πεθάνει. Εγώ πιο τυχερή απο όλους τους ανθρώπους όχι μόνο τον γνώρισα άλλα μπόρεσα να και να τον νιώσω έστω και στα όνειρα μου, να είναι πάντα εκεί δίπλα μου να με φροντίζει και να νοιάζεται για μένα. Η απάντηση βρισκότανε μέσα μου αλλά εγώ για άλλη μια φορά έκλεισα τα μάτια και την αγνόησα και άφησα τον εγωισμό μου να επιτρέψει στην άρνηση να φωλιάσει για άλλη μια φορά μέσα μου. Όχι πια. Ξέρω πια είμαι, ξέρω τι μπορώ να κάνω, ξέρω ότι έχω υποχρέωση στον ίδιο μου τον εαυτό να φανώ δυνατή και να συνεχίσω. Ξέρω ότι δεν ήμουν και δεν θα είμαι ποτέ μόνη, γιατί έχω αυτό που δεν έχει κανείς άλλος σε ολόκληρο τον πλανήτη. Την απόλυτη αγάπη του, την πιο αγνή και την πιο αληθινή. Σηκώθηκα αποφασιστικά παίρνοντας τα πράγματα μου στο χέρι και σήκωσα το βλέμμα να αντικρίσω το άδειο σημείο που ήταν πριν το βιβλίο με το αρχικό του. Το βιβλίο ήταν εκεί, ήμουν σίγουρη ότι θα ήταν. Γιατί ήξερα ότι πλέον είχα βγει από το σκοτάδι και πλέον είχα αφήσει τον εαυτό μου να δει, να δει την αλήθεια. Χαμογέλασα με ευτυχία, άγγιξα το χρυσό γράμμα και είπα «σε ευχαριστώ άγγελε μου, δεν θα σε ξεχάσω ποτέ».
Φύλακας άγγελος
Σελίδα 1 από 1
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης