Άλλη μία ιστορία που έχω ξεκινήσει εδώ και καιρό και γράφω, αλλα είπα να αρχίσωνα την βάζω εδώ για ναμου πείτε πως σας φαίνεται
.
Κεφάλεο 1ο
Ο νεαρός Ιππέας πίεζε το άλογό του να βιαστεί. Όσο και αν κάθε κύτταρο του κορμιού του τον πονούσε, έπρεπε να φτάσει στο γειτονικό βασίλειο προτού νυχτώσει, αλλιώς όλοι ήταν χαμένοι, είχε πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Χωρίς να κάθεται στην αναπαυτική του σέλα, και με τις πληγές του ανοιχτές, κρατώντας στο δεξί του χέρι το σπαθί του, και με το αριστερό τα χαλινάρια, προσπαθούσε να καθοδηγήσει τον πιστό του φίλο και σύντροφό του, σωστά έτσι ώστε να βρίσκονται εγκαίρως στον προορισμό τους.
Από μακριά άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα μικρά σπίτια του Ράβεντον. Ελπίδα άρχισε να φουντώνει μέσα του, θα τα κατάφερνε, θα τους έσωζε όλους. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο κουρασμένο πρόσωπό του. Όμως δεν έμεινε για πολύ. Λίγο πριν βρεθεί μπροστά στις πύλες του πολυπόθητου σωτήριου κόσμου, βρέθηκε μπροστά σε έναν τεράστιο αγκαθωτό θάμνο, που του έκοβε τον δρόμο. Το βλέμμα του σκοτείνιασε.
Ο μόνος τρόπος για να τον περάσει, ήταν να περπατήσει μόνος του, χωρίς την βοήθεια του πιστού του αλόγου. Με ένα άλμα βρέθηκε στο έδαφος, ένιωσε όλες του τις αρθρώσεις να υποφέρουν από τον πόνο. Έπεσε με δύναμη στα γόνατά του, όμως δεν θα τα παρατούσε, θα έφτανε την αποστολή του εις πέρας. Έσπρωξε αποφασιστικά με τα χέρια του το χωμάτινο έδαφος και σηκώθηκε όρθιος.
Κοίταξε το κουρασμένο ζωντανό, και χάιδεψε την μουσούδα του. Το αγκάλιασε γύρω από τον λαιμό του, καθώς ένα δάκρυ ξέφυγε από τα βουρκωμένα του μάτια. Με δύναμη το σκούπισε μακριά.
«Φύγε Κεραυνέ. Είσαι ελεύθερος, δεν χρειάζεται να μείνεις άλλο μαζί μου.»
Το κατάλευκο άλογο έκανε ένα βήμα πίσω και κοίταξε θλιμμένα τον νεαρό αφέντη του.
«Είπα φύγε!» Βρόντηξε το αγόρι, και το άλογο με ένα τελευταίο βλέμμα αποχαιρετισμού άρχισε να καλπάζει μακριά. Μόλις χάθηκε από τον ορίζοντα το αγόρι σήκωσε με θάρρος το σπαθί του, που βρισκόταν ξαπλωμένο στο άχρωμο χώμα και γύρισε το βλέμμα του στους γιγάντιους θάμνους. Έτρεξε με δύναμη κατά πάνω τους και βγάζοντας μία κραυγή αγανάκτησης, έκοψε το πρώτο κλαδί. Σκηνές από τα μαθήματα μονομαχίας με τον μεγαλύτερο αδερφό του, πέρασαν μπροστά από τα μάτια του και χτύπησε με περισσότερη δύναμη το επόμενο κλαδί.
Ήταν μία συνηθισμένη ημέρα στο βασίλειο του Όροντιθ. Το κάστρο ήταν το ίδιο δραστήριο όπως πάντα. Στην αυλή δύο νεαρά αγόρια, ένα στην ηλικία των 16 και ένα στην ηλικία των 20, μονομαχούσανε, γελώντας, έπρεπε να το κάνουν αυτό κάθε μέρα διότι οι πρίγκιπες, όπως έλεγε ο πατέρας τους, πρέπει να είναι πάντα έτοιμοι για έναν πόλεμο.
Ο Ανρέν πάντα έχανε, ίσως έφταιγε η ηλικία του, ίσως η δύναμη του αδερφού του, τον λόγο δεν τον γνώριζε. Έτσι κι αυτήν την φορά έπεσε με δύναμη στο έδαφος.
Η μικρότερη αδερφή του που παρακολουθούσε όλη αυτήν την ώρα από το παράθυρο του δωματίου της, μέσα στο παλάτι, κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες και βγήκε στην βασιλική αυλή. Αν και ήταν μόλις 15 ετών, είχε μυαλό δεκαεπτάχρονης. Σήκωσε το κεφάλι του αδερφού της και το τοποθέτησε στα λεπτά της γόνατα.
…Το αγόρι στην σκέψη του γλυκού της προσώπου, έκοψε άλλο ένα κλαδί…
Και τότε σάλπιγγες άρχισαν να βουίζουν, στρατιώτες πάνω σε μαύρα σαν τον έβενο άλογα εισβάλαν μέσα στο βασίλειο και ‘καιγαν ότι περνούσε από το διαβα τους.
Μία λέξη, πόλεμος, χαράχτηκε στο μυαλό όλων.
Ο Ανρέν με λύσσα κατέστρεψε και το τελευταίο κομμάτι του θάμνου. Μπροστά του, βρίσκονταν οι πύλες τις σωτηρίας.
Έβαλε όλη του την δύναμη και άρχισε να τρέχει προς τις επιβλητικές πόρτες.
Στις πύλες βρισκόντουσαν δύο φρουροί. Τον κοίταξαν καχύποπτα, από πάνω έως κάτω, λόγο της ρακένδυτης ενδυμασίας του. Το βασιλόπουλο υποκλίθηκε βαθιά προτού μιλήσει.
«Έρχομαι από το μακρινό Όροντιθ, είμαι ένα από τα τρία παιδιά του αξιότιμου βασιλιά Φρεντερίκ. Ξέρω πως η ενδυμασία μου δεν μαρτυράει, ούτε χλιδές, μα ούτε πλούτη, όμως βρίσκομαι εδώ ως αίτηση βοηθείας προς την βασίλισσα, έχω ένα γράμμα από τον άρχοντα και πατέρα μου, για εκείνην.»
«Πως ξέρουμε ότι δεν ψεύδεσαι, μικρό αγόρι?» Ρώτησε κοιτώντας υποτιμητικά, ο ένας φρουρός.
Ο νεαρός Ανρέν έψαξε λίγο στην τσέπη του ξεσκισμένου του παντελονιού και έβγαλε ένα γράμμα, που, αφότου το κράτησε σφιχτά στο χέρι του, το παρέδωσε στον φρουρό.
Το κοίταξε δύσπιστα μα μόλις το γύρισε από την άλλη μεριά και είδε την βασιλική σφραγίδα, το σώμα του κοκάλωσε. Κοίταξε τον Ανρέν και υποκλίθηκε βαθιά μαζί με τον σύντροφό του.
«Συγνώμη κύριε, δεν σας αναγνώρισα.» Είπε ο φρουρός ακόμα σκυμμένος.
«Δεν έχουμε ώρα για αυτά, Πρέπει να με πάτε στην βασίλισσα αμέσως.» Απέτισε το αγόρι. Οι φρουροί σηκώθηκαν όρθιοι και άνοιξαν την επιβλητική πύλη,, καθώς εμφάνισε τα φωτεινά σπίτια που είχε δει και προηγουμένως.
Ο φρουρός με τον οποίο είχε μιλήσει προηγουμένως άρχισε να προχωράει μπροστά για να του δείξει τον δρόμο, ενώ ο άλλος έμεινε στην πύλη. Ο Ανρέν είχε επισκεφθεί άπειρες φορές αυτό το μέρος, όμως πάντα ήταν ως ο προσκεκλημένος και αγαπημένος ανιψιός της βασίλισσας και όχι ως πρόσφυγας, αναζητώντας βοήθεια, γι αυτό ένιωθε πως αυτή ήταν η πρώτη του και μαρτυρική φορά του που έβλεπε το πανύψηλο λευκό κάστρο που δέσποζε μπροστά του.
Ο φρουρός τον οδήγησε μέσα στην αυλή και αφότου υποκλίθηκε ξανά αναχώρησε βιαστικά. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, ακούστηκαν παιδικές κραυγές, και ένα κοριτσάκι στην ηλικία των 6 ετών και ένα αγοράκι στην ηλικία των 3, πήγαν τρέχοντας προς το μέρος του.
Χαμογέλασε βλέποντας ξανά τα μικρά του ξαδερφάκια μετά από τόσο καιρό, και για λίγα δευτερόλεπτα ξεχάστηκε μέσα στις μικροσκοπικές αγκαλιές τους.
Τα μικρά τους χεράκια αντικατέστησαν τα ζεστά, καλοκάγαθα χέρια της μητέρας τους.
«Γλυκό μου αγόρι, τι σου συνέβη, πως είσαι ντυμένος έτσι, έχεις πληγές παντού, έλα να σε περιποιηθούν οι θεραπευτές του παλατιού.»
«Πόλεμος θεία, αυτό έγινε.» Είπε ο πρίγκιπας καθώς απομακρύνθηκε από την αγκαλιά της.
«Τι…τι?»
Γι αυτό έκανα όλο αυτόν τον δρόμο, για να ζητίσω βοήθεια, να και ένα γράμμα από τον πατέρα.» Η βασίλισσα πείρε το γράμμα με τρεμάμενα χέρια. Καθώς άρχισσε να διαβάζει τα μάτια της άνοιγαν και πιο πολύ, κοιτώντας με τρόμο τις λέξεις που βρίσκονταν σκορπισμένες πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί.
Ο φάκελος έπεσε από τα χέρια της καθώς έκανε μεταβολή και μπήκε τρέχοντας μέσα στο παλάτι, φώναξε διαταγές στους υπηρέτες, έστειλε τον άντρα της να ετοιμάσει τον στρατό. Θα πήγαιναν στο Όροντιθ αμέσως. Έδωσε στον Ανρέν καθαρά ρούχα να αλλάξει, και οι υπηρέτες σέλωσαν τα βασιλικά άλογα. Το νεαρό αγόρι άφησε τα μικρά στην αγκαλιά της νταντάς τους, και με ένα σάλτο βρέθηκε στην σέλα του κατάμαυρου αλόγου, ξεκινώντας για άλλη μία φορά το μακρινό ταξίδι, περνώντας μέσα από τον θανατηφόρο θάμνο, τρέχοντας μέσα στην έρημο, χωρίς στάση για την νύχτα, με μόνο τους φως τα άστρα. Έτοιμοι να πολεμήσουν για να σωθούν αυτοί που αγαπούσαν.
Λίγο πριν μπουν μέσα στο κάποτε χαρούμενο βασίλειο, τους περικύκλωσε η μυρωδιά νέκρας. Ήχος, κανείς. Απόλυτη σιγή. Ούτε φωνές, ούτε ακούσματα από συγκρούσεις, μόνο ο ήχος της σιωπής.
Ο Ανρέν κατέβηκε από το επιβλητικό του άλογο και προχώρησε προς την γκρεμισμένη πύλη.
«Αργήσαμε πολύ.» Είπε ο βασιλιάς κοιτώντας γύρω του.
«Ψάξτε για τυχόν επιζώντες.» Φώναξε η βασίλισσα στους στρατιώτες.
Όμως ο Ανρέν δεν άκουγε τίποτα από όλα αυτά. Στεκόταν μαρμαρωμένος μπροστά στην πύλη του πρώην του βασιλείου, του πρώην του σπιτιού. Της τωρινής κολάσεως.
Στάθηκε εκεί μέχρι που άκουσε όλους τους στρατιώτες να λένε πως όλοι είναι νεκροί.
Γύρισε απότομα και τα κατάμαυρα μακριά μαλλιά του ανέμισαν στο απαλό αεράκι της νύχτας.
«Όχι, δεν είναι αλήθεια αυτό.» Φώναξε και άρχισε να τρέχει μέσα στα κατεστραμμένα σπίτια, κοιτώντας αναλυτικά κάθε ξαπλωμένο άνθρωπο, έναν έναν ελέγχοντας αν όντως ήταν νεκροί. Όμως δεν βρήκε τίποτα. Οργή πλημύρισε μέσα του κοιτώντας τα χέρια του και τα ρούχα του γεμάτα από το αίμα αθώων ανθρώπων. Μάζεψε όση δύναμη, σωματική αλλά και ψυχική, του είχε απομείνει και έτρεξε προς το μισογκρεμισμένο παλάτι.
Μπαίνοντας μέσα, στην είσοδο είδε ξαπλωμένη, νεκρή, την μικρή αδύναμη αδερφή του. Μία κραυγή πόνου βγήκε από τον λαιμό του, καθώς κράτησε στα χέρια του το μικροσκοπικό άψυχο σώμα της στην αγκαλιά του. Δάκρυα πλημύρισαν τα καταπράσινά του μάτια καθώς την άφησε και πάλι έτσι κουλουριασμένη στο πάτωμα. Λίγο πιο πέρα κείτονταν νεκροί ο πατέρας του και ο μεγάλος του αδερφός. Απέστρεψε το βλέμμα του καθώς δεν άντεχε να τους δει και αυτούς σε αυτήν την κατάσταση. Προχώρησε προς το δωμάτιο που κάποτε βρισκόταν η μεγάλη σάλα, και εκεί είδε νεκρό όλο το προσωπικό του παλατιού, αλλά σε μια γωνιά βρισκόταν ο χαρακτηριστικός ρουχισμός της μητέρας του. Έπεσε με δύναμη στα γόνατα του καθώς ένας λυγμός ξέφυγε από τα ματωμένα του χείλι. Σηκώθηκε όρθιος, και ήταν έτοιμος να φύγει, όταν σκόνταψε πάνω σε κάτι, ή μάλλον σε κάποιον. Υπέθεσε πως ήταν άλλο ένα από τα νεκρά σώματα, όταν όμως το κοίταξε καλύτερα, είδε ένα νεαρό κορίτσι, περίπου στην ηλικία της αδερφής του, με μάγουλα στο χρώμα του ρώδου, να κρατάει στα χέρια της ένα μενταγιόν πολύτιμο για εκείνην. Δεν θυμόταν να την είχε ξαναδεί, όμως έσκυψε κοντά της και κοίταξε τον σφυγμό της.
Χαρά τον πλημύρισε καθώς ένιωσε τον χαρακτηριστικό παλμό της κάτω από την αφή του, αν και πιο αδύναμο από το φυσιολογικό. Έσκυψε και σήκωσε στα κουρασμένα του μπράτσα το κατάξανθο κορίτσι και βγήκε αποφασιστικά από τα ερείπια του παλατιού. Το κορίτσι άνοιξε τα κουρασμένα του μάτια και τον κοίταξε με κόπο, βλέποντας τον να κοιτάει μπροστά, με ένα πρόσωπο στο οποίο χαρακτηριζόταν η δύναμη. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα πονεμένα της χείλι προτού αποκοιμηθεί, ξέροντας πως πλέον ήταν ασφαλής.
Ο Ανρέν ένιωθε την σταθερή αναπνοή της στο στήθος του, χαρούμενος που βρήκε έστω και έναν ζωντανό μέσα σε όλο αυτόν τον θάνατο.
Η μοναδική επιζών αυτού του καταστροφικού πολέμου. Με αυτές τις σκέψεις βγήκε από την ρημαγμένη πύλη, εκεί που όλοι τον περίμεναν. Βλέποντας όμως το κορίτσι που κρατούσε στην αγκαλιά του, τον κοιτούσαν όλοι άφωνοι.
«Καλύτερα να φεύγαμε θεία. Κάποιος να πάει να μαζέψει τα πτώματα της οικογένειάς μου, εγώ επιστρέφω στο κάστρο, δεν ξέρω πόσο ακόμα θα αντέξει η μικρή.»
Είπε και αφού ακούμπησε απαλά πάνω στο άλογό του το κοιμισμένο κορίτσι, προσεκτικά να μην το ξυπνήσει, καβάλησε και αυτός το κατάμαυρο άλογο, κρατώντας με το δεξί του χέρι τα χαλινάρια και με το αριστερό του αγκάλιαζε το κορίτσι από την μέση, για να μην πέσει.
Χτύπησε ελαφρά με το δεξί του πόδι το άλογο για να του δώσει ώθηση ωα ξεκινήσει.
Το ίδιο ταξίδι, ο ίδιος προορισμός, τα ίδια μέρη, οι ίδιες δοκιμασίες, όμως, διαφορετικός χρόνος, διαφορετικός πόνος, διαφορετικός συναισθηματισμός, διαφορετικές ελπίδες, διαφορετικοί σύντροφοι.