Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.
Η συνέχεια της διάσημης σειράς βιβλίων έρχεται στα βιβλιοπωλεία στις 4 Αυγούστου με τίτλο «Midnight Sun» και αφηγείται την ιστορία του «Λυκόφωτος» από την πλευρά του Edward Cullen.
"Bella is with Edward. She's a part of this family, and we protect our family."
Carlisle Cullen, Twilight
Character of the Week
Rosalie Lillian Hale
(born 1915 in Rochester, New York) is a member of the Olympic coven.
She is the wife of Emmett Cullen and the adoptive daughter of Carlisle and Esme Cullen, as well as the adoptive sister of Jasper Hale (in Forks, she and Jasper pretend to be twins), Alice, and Edward Cullen.
Rosalie is the adoptive sister-in-law of Bella Swan and adoptive aunt of Renesmee Cullen, as well as the ex-fiancée of Royce King II.
Στο κατώφλι µιας νέας εποχής για τη Ροδεσία, η Μάντριγκαλ, έχοντας χάσει τον άντρα της λίγες µονάχα ώρες µετά τον γάµο τους, θρήνησε βαθιά την απώλειά του και αποφάσισε να ζήσει µε τη θύµησή του. Όµως δεν φαντάστηκε ποτέ πως θα της ζητούσαν να πάρει τη θέση της συζύγου του βασιλιά.
Ο βασιλιάς Έντουαρντ, αφού γνώρισε την απόλυτη ευτυχία δίπλα στη γυναίκα που λάτρεψε όσο καµία, την Άµπερλιν, δέχτηκε το σκληρότερο χτύπηµα της µοίρας όταν εκείνη πέθανε πριν προλάβει να φέρει στον κόσµο το παιδί τους. Ωστόσο, προκειµένου ν' ανταποκριθεί στα βασιλικά του καθήκοντα και να χαρίσει έναν διάδοχο στη Ροδεσία, είναι υποχρεωµένος να παντρευτεί ξανά και απ' όλες τις υποψήφιες επιλέγει τη Μάντριγκαλ.
Μήπως όµως το όνοµα της νέας του συζύγου κουβαλά µια σκοτεινή µοίρα; Άραγε υπάρχει ελπίδα να αλλάξει το πεπρωµένο; Θα καταφέρει η Μάντριγκαλ να ξυπνήσει την αγάπη στην καρδιά του άντρα και βασιλιά της; Κι εκείνος θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τα αισθήµατά του πριν χάσει τα πάντα για άλλη µια φορά;
Καλησπέρα σε όλους! Όντας έντονα επηρεασμένη από την ταινία Step Up3 που είδα πρόσφατα, μου γεννήθηκε η ιδέα για ένα καινούριο fanfiction με τον τίτλο “Broken Tango”, που θα έχει ως βασικούς πρωταγωνιστές φυσικά, τον Έντουαρντ και την Μπέλα. Κύριο θέμα αυτής της ιστορίας θα είναι ο χορός! Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να ευχαριστήσω πάρα πολύ τη Χρυσάνθη (xrysanthi) που με στήριξε από την αρχή σε αυτήν την ιστορία κι έτσι με την πολύτιμη βοήθειά της, ελπίζω κάθε φορά να απολαμβάνετε τα κεφάλαια! Επίσης, ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους όσους με έχουν στηρίξει στην προηγούμενη ιστορία μου είτε με τα θετικά και υπέροχα σχόλιά τους είτε με τις παρατηρήσεις τους καθώς με την ενθάρρυνσή τους έχω την όρεξη κι έμπνευση να γράψω αυτήν την ιστορία! Και σαφώς, ένα επίσης μεγάλο ευχαριστώ στη Σίσσυ μου (sissaki) που είναι δίπλα μου πάντοτε! Ανυπομονώ κι ευελπιστώ να σας αρέσει! Φιλάκια σε όλους!
Emy+Robert Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 29 Αριθμός μηνυμάτων : 4680 Registration date : 22/08/2010
Ο χορός…όλη μου ζωή! Ένα όνειρο το οποίο στο μυαλό μου φάνταζε άπιαστο. Άλλωστε…ένα μικρό κοριτσάκι που χόρευε στο δωμάτιό του στη θέα των τεσσάρων τοίχων μπροστά από έναν ολόσωμο καθρέφτη, τι πιθανότητες θα είχε, να βρεθεί μπροστά σε εκατομμύρια ανθρώπους με σκοπό το χορό; Τι πιθανότητες θα είχε όταν στη ζωή του θα ήταν ολομόναχο και μάλιστα χωρίς κάποια ψυχολογική υποστήριξη; Όταν…οι γονείς του θα ήταν άλλοτε παρόντες και άλλοτε απόντες από τη ζωή του; Θεωρώ…θα είχε ελάχιστες! Σίγουρα το βασικό συστατικό θα ήταν η θέλησή του και η αγάπη του γι αυτό, όμως…σ’ αυτή τη ζωή…αν είσαι μόνος…οτιδήποτε και να κάνεις, δεν μπορείς να το χαρείς χωρίς την ενθάρρυνση κάποιου δικού σου προσώπου. Παρ’ όλα αυτά όμως…παρά τις δυσκολίες και τους καβγάδες αυτό το μικρό κοριτσάκι κατάφερε με υπομονή κι επιμονή να μπει στην μεγαλύτερη σχολή χορού του κόσμου…το Τζούλιαρντ! Ναι, τα κατάφερα! Είμαι η Ιζαμπέλα Σουάν και πραγματοποίησα τον κρυφό πόθο πολλών ετών στα 20 χρόνια μου! Από πάντα, δεν ήταν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μου η κοινωνικότητα, τα ξενύχτια και η τρελή διασκέδαση. Θυμάμαι πολλές φορές τον εαυτό μου που ενώ συμμαθητές και φίλοι κανόνιζαν την βραδινή έξοδο του Σαββάτου, εγώ έβρισκα δικαιολογίες και έμενα κλεισμένη στο δωμάτιό μου -την προσωπική σχολή χορού μου-, όπως την ονόμαζα, και υιοθετούσα τις νέες φιγούρες όλων των διάσημων χορευτών, από όλα τα είδη. Στα 14 κατάλαβα πως αυτό που πραγματικά ήθελα στη ζωή μου ήταν ο χορός. Ζούσα και ανέπνεα για να χορεύω και να δοκιμάζω τις ικανότητές μου σε κάθε είδος. Όλα αυτά όμως, χωρίς την καθοδήγηση κάποιου δασκάλου και σαφώς, χωρίς την παρότρυνση ή τη συναίνεση των γονέων μου, να παρακολουθήσω κάποια μαθήματα. Όταν τόλμησα να πω τις σκέψεις μου στους γονείς μου, τότε ήταν που τους μίσησα για πάντα. «Δεν θα επιτρέψω ποτέ στην κόρη μου να γίνει χορεύτρια και να παρατήσει ό,τι έχω στήσει και ό,τι έχω καταφέρει τόσα χρόνια. Η εταιρία κάποτε θα περάσει στα χέρια σου Ιζαμπέλα! Πώς θα τη διευθύνεις;», μου είχε φωνάξει ο πατέρας μου, ο Τσάρλι. Μου τόνιζε συνεχώς πως όταν θα ενηλικιωνόμουν θα αναλάμβανα την επιχείρησή του. Μάλιστα με φανταζόταν και διευθύντριά της. «Μπαμπά κατάλαβέ το! Δεν θέλω να δουλέψω εκεί! Πρώτα-πρώτα τι σχέση έχω εγώ με τα αυτοκίνητα; Και επίσης, ποιος σου είπε ότι θέλω να ασχοληθώ;», ξεστόμισα μία φορά. Άξαφνα το χέρι του βρέθηκε επάνω στο μάγουλό μου προκαλώντας μου φριχτή ζάλη. Παρ’ όλα αυτά όμως, δεν είχε αλλάξει τίποτα μέσα μου. Αντιθέτως, ο ασίγαστος πόθος μου απέναντι στο χορό, μεγάλωνε όλο και περισσότερο, ώρα με την ώρα…μέρα με τη μέρα. Έπρεπε να τα καταφέρω! Θα έβαζα κάθε μου δύναμη για να φέρω σε πέρας το στόχο μου. Δεν με ένοιαζε τι έλεγε ο πατέρας μου ή τι υποστήριζε κάποιες φορές η μητέρα μου η Ρενέ. Αποφάσισα να κάνω υπομονή για τα επόμενα χρόνια έως ότου γινόμουν επιτέλους 18, και μετά θα άνοιγα τα φτερά μου και θα πετούσα μακριά από όλους. Μακριά από τον αδιάφορο πατέρα μου που με θυμόταν κατά διαστήματα…και ακόμη, μακριά από την επίσης αδιάφορη μητέρα μου που δεν θυμόταν καν ότι είχε μία κόρη. Με μόνους συνταξιδιώτες την θέληση και το πείσμα μου, μόλις ενηλικιώθηκα, έφυγα από το σπίτι ταξιδεύοντας στη Νέα Υόρκη! Το κέντρο του κόσμου για μένα. Όταν έφτασα εκεί ήμουν ολομόναχη αλλά ακόμα και αυτό δεν έφτανε για να με κάνει να χάσω τα φτερά μου που ήταν έτοιμα να ανοίξουν μπροστά στους νέους ορίζοντες με προορισμό την εκπλήρωση του μοναδικού μου ονείρου. Με τις καταθέσεις που πρόλαβα να κάνω ανάληψη από την τράπεζα, καθώς ο πατέρας μου τις έκλεισε μετά, νοίκιασα ένα μικρό διαμέρισμα και εγγράφτηκα σε μία σχολή χορού κάνοντας τα πρώτα μου βήματα. Θεωρούμουν σχετικά μεγάλη για να αρχίσω το χορό σύμφωνα με τις κοινές πεποιθήσεις, αλλά και σύμφωνα με κάποιους κακοήθεις ανθρώπους που επιδίωκαν με νύχια και με δόντια να μου κλείσουν το δρόμο. Η φυσική μου κατάσταση, την οποία πάσχισα να διατηρήσω όλα αυτά τα χρόνια λόγω της τεράστιας επιθυμίας μου, αλλά και ο σωματότυπός μου, πρόδιδαν πως παρότι την ηλικία μου, ήμουν πανέτοιμη να θέσω σε εφαρμογή και…να εκπληρώσω το όνειρό μου. Για δύο ολόκληρα χρόνια παρακολουθούσα μαθήματα σ’ εκείνη τη Σχολή, ώσπου κατάφερα να κερδίσω την πολυπόθητη υποτροφία φοίτησης…στο Τζούλιαρντ. Το όνειρο κάθε χορευτή σε όλο τον κόσμο, έγινε πραγματικότητα για μένα. Μόλις έμαθα πως με δέχτηκαν, είχε φύγει ένα τεραστίων διαστάσεων βάρος από πάνω μου. Ειλικρινά, για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωθα δυνατή και περήφανη για τον εαυτό μου. Περήφανη! Μία λέξη που όλα τα χρόνια είχε εξαλειφθεί ολότελα από το λεξιλόγιό μου. Ποτέ δεν είχα ακούσει κάτι θετικό από τους δικούς μου…ποτέ δεν είχα νιώσει τη ζεστή αγκαλιά της μητέρας…ποτέ δεν είχε συγκεντρωθεί όλη η οικογένεια γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι για να γιορτάσουμε μαζί τα Χριστούγεννα…ποτέ..! Πάντα το βράδυ πριν κοιμηθώ, προσευχόμουν να γευτώ λίγο ενδιαφέρον από τη μαμά μου…πάντα καθόμουν κλειδωμένη στο δωμάτιο και έκλαιγα από το παράπονο, επειδή αισθανόμουν μόνη…πάντα ήμουν μόνη…Μία λέξη που βρισκόταν στην πρώτη σελίδα του λεξιλογίου μου. Όλα αυτά βέβαια, μέχρι να ανεξαρτητοποιηθώ και να ελευθερωθώ από κάθε τι που μου προκαλούσε πόνο. Το βράδυ πριν από την πρώτη μου μέρα κατά την οποία το όνειρό μου θα έπαιρνε σάρκα και οστά, ήμουν πολύ ανήσυχη. Ανάμεικτα συναισθήματα με κατέκλυζαν…Φόβος για το τι επρόκειτο να συναντήσω εκεί, αμφιβολία για το αν έκανα καλά που το τόλμησα, κάποιες στιγμές χαρά που τα κατάφερα, ενώ κάποιες άλλες δισταγμός. Ξαπλωμένη ανάσκελα στο διπλό μου κρεβάτι με τα λουλουδάτα σκεπάσματα, σκεφτόμουν με λεπτομέρειες την επόμενη μέρα μου. Ο ύπνος με πήρε γύρω στη μία τα ξημερώματα και το πρωί ξύπνησα στις επτά, καθώς θα έπρεπε να ήμουν εκεί μιάμιση ώρα αργότερα. Ένα καλό πρωινό θα ήταν ένας καλός σύμμαχος για να καταφέρει να με κρατήσει για το υπόλοιπο της μέρας. Φόρεσα ένα ανοιχτόχρωμο τζιν παντελόνι σε συνδυασμό με ένα λευκό μπλουζάκι του ενός ώμου και τις λευκές μπαλαρίνες μου. Σε περίπτωση που άρχιζαν τα μαθήματα από εκείνη τη μέρα, πήρα μαζί μου και τα κατάλληλα ρούχα αν χρειαζόταν να αλλάξω, όπως επίσης και τα απαραίτητα χαρτιά και πιστοποιητικά που πιστοποιούσαν την υποτροφία μου. Ελευθέρωσα τα καστανά μου μαλλιά από τη σφιχτή κοτσίδα που ήταν πιασμένα και έπεσαν ελαφρά στους ώμους μου. Πήρα ανά χείρας την τσάντα μου, γέμισα τα πνευμόνια μου με δύναμη και βγήκα έξω από το σπίτι. Σταμάτησα ένα ταξί και ύστερα από δέκα λεπτά περίπου ήμουν έξω από τον προορισμό μου. Δίστασα…Η φιγούρα μου μπροστά στο γιγαντιαίο κτίριο ήταν μικροσκοπική, αόρατη…Η Σχολή εξέδιδε κύρος, ισχύ και επιβλητικότητα. Το σχήμα του κτιρίου ήταν ακανόνιστο και ήταν βαμμένο με ένα ανοιχτό μπεζ χρώμα. Την προσοχή μου τράβηξε η μεγάλη τζαμαρία πάνω στην οποία έγραφε…“The Julliard School”. Ένα κύμα ρίγους με διαπέρασε καθώς διάβαζα ξανά και ξανά την επιγραφή μέχρι να συνειδητοποιήσω πού βρισκόμουν και τι είχα καταφέρει στη ζωή μου. Κάνω λάθος…δε με δέχτηκαν…, έλεγα στον εαυτό μου. Δεν μπορεί μετά από όλα αυτά που πέρασα να…είμαι εδώ…Δεν είναι δυνατόν… Τα μάτια μου γέμισαν με δάκρυα τα οποία έκαναν γρήγορα την εμφάνισή τους στο χλωμό μου πρόσωπο. Στεκόμουν έξω από τη Σχολή αδυνατώντας να μπω μέσα. Κάτι με τραβούσε προς τα έξω…κάτι μου έλεγε να τα παρατήσω…να κάνω πίσω…να κάνω μεταβολή και να χαθώ από εκεί. Όχι…δεν θα σε αφήσω να καταστρέψεις ό,τι πάλεψα να αποκτήσω…Κατάλαβες;… Δεν θα σου το επιτρέψω…!, ψέλλιζα μέσα από τα δάκρυα που ξεχύνονταν σαν πλημμύρα ακατάπαυστα. Θα συνεχίσω…θα δώσω όλο τον εαυτό μου προκειμένου να ολοκληρώσω, να πετύχω το στόχο μου…Κανείς δεν θα με εμποδίσει…Κατάλαβες; Θα τα καταφέρω… Το σώμα μου είχε παραλύσει, η συγκίνηση δεν μου έδινε κουράγιο να σταθώ στα πόδια μου κι έτσι σύρθηκα αργά-αργά στα σκαλοπάτια της Σχολής όπου και κάθισα για λίγα λεπτά μέχρι να ηρεμήσω. Μία γλυκιά κελαηδιστή φωνή ήχησε στα αυτιά μου ύστερα από λίγο. -Με συγχωρείς…Είσαι καλά…;, με ρώτησε με ενδιαφέρον. Σήκωσα τα μάτια μου και αντίκρισα μία αδύνατη, μικροκαμωμένη κοπέλα, με ζηλευτή σιλουέτα, να στέκεται απέναντί μου. Τα μαλλιά της σκούρα καστανά και χτενισμένα ελαφρώς προς τα έξω. Τα μάτια της ανοιχτόχρωμα καφετί, να με κοιτάζουν με προσμονή. -Μήπως…χρειάζεσαι βοήθεια; Θέλεις να σε βοηθήσω σε κάτι;, με ξαναρώτησε με εμφανή περιέργεια. Ένιωσα πολύ άσχημα για την κατάσταση στην οποία είχα περιέλθει. Σκούπισα με γοργές κινήσεις τα δάκρυά μου. -Εεεε…όχι ευχαριστώ πολύ…, τραύλισα. -Είσαι σίγουρη; Δε φαίνεσαι πολύ καλά…Θέλεις να φωνάξω κάποιον μήπως…; -Όχι, αλήθεια…Είμαι καλά…Απλά λιγάκι αγχωμένη γιατί είναι η πρώτη μου μέρα εδώ…, της απάντησα πειστικά. -Καλώς όρισες! Εμένα είναι ο δεύτερος χρόνος μου… Με λένε Άλις…, είπε και μου έτεινε το χέρι της χαρούμενα. -Χάρηκα πολύ Άλις…, απάντησα δίνοντάς της το χέρι μου. Εγώ είμαι η Μπέλα. Ευχαριστώ πολύ για το καλωσόρισμα! -Παρακαλώ…, αποκρίθηκε ζωγραφίζοντας ένα φρέσκο χαμόγελο στο λαμπρό της πρόσωπο. Ξέρεις κανέναν εδώ;, με ρώτησε και κάθισε δίπλα μου. -Όχι…μόνη μου είμαι…, είπα ψυχρά. Ε…εσύ? -Εγώ έχω κάποιους φίλους! Κάποια πολύ καλά παιδιά! Μπέλα…συγγνώμη που ξανά ρωτάω, αλλά…δε σε βλέπω καλά. Θέλεις να μου μιλήσεις γι αυτό που σε απασχολεί; Ξέρω, δεν γνωριζόμαστε, αλλά μπορείς να μου πεις… Έσκυψα το κεφάλι ρίχνοντας το βλέμμα μου κενό, στο πεζοδρόμιο. -Ό,τι κι αν είναι πάντως…μπορείς να στηριχτείς πάνω μου…, μου είπε χαϊδεύοντας απαλά την πλάτη μου. -Άλις…πώς μπορείς και είσαι τόσο καλή? Δε φαντάζεσαι τι κόσμο έχω γνωρίσει., της είπα πικραμένα. -Στο παρελθόν! Τώρα είσαι εδώ και είναι το παρόν!…Φαντάζομαι ότι ήταν…όνειρο ζωής που βρίσκεσαι εδώ… Ένευσα. -Είσαι εδώ λοιπόν, και δεν θα αφήσεις τίποτα να σε πάρει από κάτω. Ξέρεις πόσα παιδιά ανά τον κόσμο αγωνίζονται να κερδίσουν μια θέση εδώ; Αφού κατάφερες εσύ κάτι τέτοιο…κανένας…κανένας δεν θα σου το στερήσει αυτό…Πρέπει να είσαι περήφανη για σένα και να σκέφτεσαι πόσο πιο καλά θα μπορέσεις να τα πας στα μαθήματα. Και σαφώς…ό,τι χρειαστείς εγώ θα είμαι εδώ…Αν το θέλεις…Εντάξει; Μου ήταν τόσο δύσκολο να πιστέψω πως αυτό που έβλεπα στο πρόσωπο της Άλις ήταν αληθινό. Ήταν ο πιο καλοσυνάτος και μεγαλόκαρδος άνθρωπος που είχα γνωρίσει ποτέ μου. -Ναι…, της χαμογέλασα ευδιάθετα. Σ’ ευχαριστώ πολύ. Αν δεν ήσουν εσύ τώρα… -Μπέλα…σε παρακαλώ…! Σε συμπαθώ πάρα πολύ και θα χαρώ επίσης πολύ αν γίνουμε φίλες!, με κοίταξε με γλυκύτητα. -Στο χέρι μας είναι!, απάντησα αμέσως. -Χα χα! Ακριβώς!, γέλασε. Είσαι έτοιμη να μπούμε; Κούνησα θετικά το κεφάλι, σηκωθήκαμε μαζί από τα σκαλιά και κινήσαμε προς τη Σχολή. Προσπεράσαμε το μεγάλο σιντριβάνι ακριβώς μπροστά από την είσοδο και περάσαμε την πανύψηλη γυάλινη πόρτα. Η όλη ατμόσφαιρα μέσα σε εκείνο το μέρος ανατρίχιαζε κάθε σπιθαμή του κορμιού μου. Δεκάδες σπουδαστές πηγαινοέρχονταν μέσα στο χώρο. Άλλοι έτρεχαν με σκοπό να προλάβουν το επόμενο μάθημα, άλλοι κατευθύνονταν στο κυλικείο, άλλοι απλώς ξεκουράζονταν. -Η αίσθηση του να βρίσκεσαι εδώ είναι μοναδική Άλις…, θαύμασα. -Είναι Μπέλα μου…Όποιος έχει την ευκαιρία να βρεθεί εδώ, δεν το μετανιώνει… Με καθοδήγησε στο αρμόδιο γραφείο για την εγγραφή μου και έπειτα αφού έγιναν οι κατάλληλες διαδικασίες…και επίσημα πλέον, φοιτούσα στο Τζούλιαρντ!
Emy+Robert Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 29 Αριθμός μηνυμάτων : 4680 Registration date : 22/08/2010
Η Άλις με βοήθησε πολύ στην προσαρμογή μου την πρώτη μέρα αλλά και στην αναπτέρωση του ηθικού μου, όποτε καταλάβαινε πως το χρειαζόμουν. Ήταν η ιδανική φίλη για τον καθένα, που ακούει τα προβλήματά σου, σε συμβουλεύει και είναι δίπλα σου. Δυστυχώς οι εμπειρίες μου στο θέμα των φίλων δεν ήταν και οι καλύτερες, γι αυτό και στην Άλις ένιωσα πως βρήκα…την αδελφή ψυχή μου από την πρώτη μας κι όλας συνάντηση. Η πρώτη μου μέρα, οφείλω να ομολογήσω, πήγε πολύ καλύτερα από ότι περίμενα. Έκανα την πρώτη μου φίλη, την πρώτη μου ουσιαστική και αληθινή φίλη. Δεν την ήξερα καλά την Άλις, αλλά το ένστικτό μου στην περίπτωσή της, πήγαινε περίφημα. Θα ήταν ανόητο να σκεφτεί κάτι άσχημο κάποιος άνθρωπος για εκείνη. Ευγενική, ζωηρή, χαμογελαστή, πρόθυμη και διαχυτική. Το τελευταίο ίσως κάποιες φορές να μην ήταν καλό, όμως εγώ το έβλεπα σαν πλεονέκτημα επάνω της. Έλεγε ό,τι ένιωθε χωρίς δισταγμό και ανασφάλεια, αντίθετα με μένα που πριν ξεστομίσω μία φράση θα έπρεπε να περάσει από κάθε τμήμα του εγκεφάλου μου, δεκάδες φορές! Ίσως γι αυτό βέβαια να αισθανόμουν έτσι προς το πρόσωπό της και να τη θαύμαζα! Γιατί ήταν εντελώς διαφορετική από εμένα. Το ίδιο κι όλας απόγευμα ήθελε διακαώς να μου γνωρίσει και τους φίλους της, τους οποίους συνήθιζε να συναντά σχεδόν κάθε μέρα σε ένα πανέμορφο πάρκο. -Άλις, μήπως δεν είναι καλή ιδέα να έρθω κι εγώ μαζί σου;, δίστασα. -Μπέλα μου, τι λες; Φυσικά και όχι!, με παρότρυνε. Θα σε λατρέψουν και θα τους λατρέψεις! Είναι σίγουρο!, συνέχισε με τα ενθαρρυντικά σχόλιά της. Καθώς περπατούσαμε κατά μήκος του πλακόστρωτου που απλωνόταν στα πόδια μας, παρακολουθούσα με πολλή προσοχή το περιβάλλον γύρω μου. Τόσα πολλά χρώματα, τόσος πολύς χαμογελαστός κόσμος, τόσο πολύ καθαρό οξυγόνο στην ατμόσφαιρα. Αν και είχα ήδη δύο περίπου χρόνια στη Νέα Υόρκη, σπάνια έβγαινα έξω για βόλτα. Όποιος με ήξερε, ίσως θα με χαρακτήριζε αντικοινωνική, εσωστρεφή…ακόμα και φρικιό, όμως ποτέ δεν έμπαινα στη διαδικασία να επεξεργαστώ καλύτερα τα σχόλιά τους, αν και κάποιες φορές με πλήγωναν… Στην παλιά μου Σχολή ήμουν η πιο απομονωμένη από όλους τους υπόλοιπους, κι αυτό γιατί επικεντρωνόμουν και έριχνα όλο μου το βάρος και την προσοχή στο στόχο μου. Σε αυτό που με γέμιζε, με ευχαριστούσε και με ολοκλήρωνε! Είχα μάτια, σώμα και ψυχή στο χορό και στην υποτροφία που αδημονούσα να μάθω πως κατάφερα να κερδίσω. Ένα καλό βιβλίο και απαλή μουσική ήταν τρόποι που με χαλάρωναν και ειλικρινά δεν επιζητούσα το έξω και το ξεφάντωμα. Παρ’ όλα αυτά όμως υπήρξαν αρκετές φορές που ένιωθα έντονη την ανάγκη για έναν φίλο, μία φίλη...ή ακόμα και για τον Τζέικομπ, που πολλές φορές με είχε στηρίξει στο παρελθόν. Όλο αυτόν τον καιρό μιλούσαμε περιστασιακά από το τηλέφωνο και τον ήθελα όσο τίποτε άλλο κοντά μου. Δεν προσπάθησα όμως να του το ζητήσω, γιατί ήμουν σίγουρη πως θα ερχόταν και θα παρατούσε τα πάντα προκειμένου να είναι κοντά μου. Τα αισθήματα του Τζέικομπ προς το πρόσωπό μου ήταν δυνατά...ήξερα ότι ήταν ερωτευμένος μαζί μου και υπήρχαν στιγμές που κι εγώ ένιωθα το ίδιο! Ο στόχος μου όμως, ήταν σα να μου έβαζε παρωπίδες και όρια, μη αφήνοντάς με να δω παραπέρα ή να κάνω ένα βήμα πιο μπροστά. Έτσι αναγκαζόμουν να εστιάζω μόνο σε εκείνον, παραγκωνίζοντας το οτιδήποτε που ήταν ικανό να μου αποσπάσει την προσοχή και απομακρύνοντας τον οποιονδήποτε που ήθελε να γίνει κομμάτι της ζωής μου, όπως ο Τζέικομπ. Στο τέλος, δεν μετάνιωσα για κάτι όμως! Αν μετάνιωνα θα ήταν σα να έδινα κλωτσιά σε όλα αυτά που πάσχισα να αποκτήσω όλα εκείνα τα χρόνια χωρίς τη βοήθεια κανενός. Όποτε σκεφτόμουν τον Τζέικ, μελαγχολούσα… -Μπέλα…Μπέλα…!, με σκούντησε ελαφρά η Άλις στο μπράτσο. Πού ταξιδεύεις; Ή μάλλον…σε ποιον;, με ρώτησε παιχνιδιάρικα χασκογελώντας. -Σε κανέναν…, απάντησα λιγάκι ένοχα. Κοίταξα με ενθουσιασμό το πάρκο γύρω μας. Ήταν μία τεράστια έκταση γεμάτη πράσινο που το βλέμμα σου χανόταν μέσα του. Δεκάδες μικρά παιδάκια με τους γονείς τους, όπως φαινόταν, έκαναν πικ-νικ απολαμβάνοντας τον ζεστό ήλιο και την υπέροχη μέρα. -Εδώ είμαστε λοιπόν!, μου ψιθύρισε λίγο αργότερα, ενώ πλησιάζαμε μία παρέα αποτελούμενη από έξι άτομα. -Ελπίζω να μην αρχίσατε!, τους είπε μεταξύ σοβαρού κι αστείου. Αλλά βέβαια, χωρίς εμένα, είναι αδύνατον…!, πρόσθεσε μετά ξεσπώντας σε γέλια, το ίδιο και οι φίλοι της. Λοιπόν, να σας συστήσω τη νέα μου συμφοιτήτρια και φίλη, την Μπέλα. Στα πρόσωπα όλων ή καλύτερα των περισσότερων σχηματίστηκε ένα γλυκό χαμόγελο που με έκανε να αισθάνομαι οικεία. -Μπέλα, από εδώ ο Έμετ, η Ρόζαλι, η Άντζελα, η Τζέσικα, ο Άλεκ και ο Έρικ. Παρακολουθούσα τις αντιδράσεις στα πρόσωπά τους καθώς μας σύστηνε η Άλις και παρατήρησα με λύπη πως τα κορίτσια με εξαίρεση την Άντζελα, ήταν εντελώς αδιάφορα. Η Ρόζαλι έπαιζε νευρικά με τις άκρες των μαλλιών της αποφεύγοντας το παραμικρό βλέμμα, ενώ η Τζέσικα με τη σειρά της έστελνε μηνύματα από το κινητό της. Αντιθέτως, όλοι οι υπόλοιποι φαίνονταν χαρούμενοι για τη γνωριμία μας. -Θα αρχίσουμε ή εξαιτίας της φίλης σου θα περιμένουμε κι άλλο;, ρώτησε η Ρόζαλι την Άλις με ολοφάνερη τη δυσαρέσκεια στη φωνή της λόγω της παρουσίας μου. Αντάλλαξαν ένα βλέμμα αμηχανίας όλοι τους και ύστερα ένα απολογητικό με μένα. Αμέσως η Άλις ήρθε και στάθηκε δίπλα μου ακουμπώντας στον ώμο μου. -Φυσικά και θα αρχίσουμε Ρόζαλι!, της απάντησε. Μπέλα, θα συμμετάσχεις κι εσύ; -Εγώ; Δ…δεν ξέρω… -Ωραία! Και η Μπέλα είναι μέσα!, αναφώνησε και έφυγε από κοντά μου πλησιάζοντας τους φίλους της. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα του τι μπορεί να ήταν αυτό για το οποίο μιλούσαν. Τι διοργάνωναν στο οποίο θα μπορούσα να συμμετάσχω εκείνη τη στιγμή και μάλιστα σε ένα πάρκο…; Ο Έμετ είχε αντιληφθεί τον προβληματισμό μου, γι αυτό και κάθισε κοντά μου, εξηγώντας αυτό που επρόκειτο να κάνουμε. -Δεν σε ενημέρωσε η Άλις φαντάζομαι…;, με ρώτησε ευδιάθετα και κάθισε στο παγκάκι με ένα σάλτο. -Όχι…δεν μου είπε τίποτα…, απάντησα εξακολουθώντας να είμαι αγχωμένη. -Κάθε απόγευμα, συναντιόμαστε όλοι μας σ’ αυτό το μέρος μαζί με άλλα παιδιά και χορεύουμε free style βάζοντας στοιχήματα και ποντάροντας στον καλύτερο κατά τη γνώμη μας! Ο χορός για όλους εμάς είναι φιλοσοφία και τρόπος έκφρασης που μας βοηθάει να εκτονώνουμε όσα έχουμε μέσα μας και να περνάμε ευχάριστα! Δεν ξέρω για σένα αλλά εγώ νιώθω μεγάλη ελευθερία όταν χορεύω…, μου είπε και ήμουν βέβαιη πως εννοούσε κάθε του λέξη. -Ακριβώς το ίδιο αισθάνομαι κι εγώ. Αισθάνομαι πως το κέντρο του κόσμου είμαι εγώ, δεν με νοιάζει τίποτα άλλο, εστιάζω την προσοχή μου εκεί και αφήνομαι σε αυτό που αγαπώ…Όμως, δε νομίζω πως μπορώ να πάρω μέρος Έμετ. -Έλα Μπέλα! Δοκίμασε! Πρώτη σου φορά είναι; -Πρώτη μου, ναι. Δεν μπορώ… -Μπέλα δεν είναι τίποτα το σοβαρό ή το τρομακτικό! Ξέρεις να χορεύεις, συνεπώς δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα!, μου είπε ήρεμα χαμογελώντας. -Τι θα πουν όμως… -Κανείς δεν θα πει τίποτα!, με διέκοψε καταλαβαίνοντας σε ποιους αναφερόμουν ή ορθότερα σε ποιες. Είμαι σίγουρος πως θα τους καταπλήξεις όλους!, συνέχισε κλείνοντάς μου το μάτι.Χαμογέλασα νιώθοντας τη φωτιά να ανεβαίνει στα μάγουλά μου. -Εεεε…είπες free style πριν…Τη μουσική πού θα την βρούμε;, ανέφερα με σκοπό να σπάσω την αμηχανία μου. -Αυτό δεν είναι κανένα πρόβλημα! Έχουμε το αυτοκίνητο του Άλεκ που έχει και…πολύ δυνατό ηχοσύστημα!, απάντησε με νόημα. -Δεν είμαι σίγουρη αν μπορώ να συμμετάσχω Έμετ. Μπροστά σε όλους εσάς που είμαι σίγουρη πως χορεύετε τέλεια, εγώ θα είμαι ένα τίποτα! Δεν κάνω πολύ καιρό χορό κι έτσι είμαι πολύ πίσω… -Μπέλα! Το έχεις μέσα σου! Μόνο αυτό αρκεί! Μη σκέφτεσαι τίποτα άλλο! -Παιδιά ελάτε!, μας φώναξε η Άλις! Ξεκινάμε! Με αργά και σταθερά βήματα ακολούθησα τον Έμετ που πλησίασε όλους τους υπόλοιπους. Παρατήρησα πως εκτός της παρέας τους παρευρίσκονταν και ακόμη δεκαπέντε άτομα περίπου! -Άλις…, ψιθύρισα σιγανά. Είσαι σίγουρη; -Απολύτως!, απάντησε με ένα αυτάρεσκο χαμόγελο. Κρύος ιδρώτας κύλησε κατά μήκος της σπονδυλικής μου στήλης. Ο Άλεκ έφτασε με το αυτοκίνητό του και άνοιξε το καπό, από το οποίο ξεπρόβαλε ένα γιγαντιαίο σύστημα ήχου που μόνο από το μέγεθός του καταλάβαινες τον ήχο που θα έβγαζε! -Ξεκινάμε!, ανακοίνωσε ο Έρικ. Όλοι σχημάτισαν έναν κύκλο, στο κέντρο του οποίου βρέθηκε ο ίδιος. Στα πρώτα δευτερόλεπτα της μουσικής που άρχισε να ακούγεται εκκωφαντικά, ξεκίνησε να χορεύει. Ένα συνεσταλμένο και λιγομίλητο παιδί μεταλλάχτηκε στους ήχους της μουσικής του, σε έναν απελευθερωμένο, ανεξάρτητο και δυναμικό νέο. Οι μοναδικές και πρωτότυπες κινήσεις του που προκαλούσαν τον θαυμασμό όλων μας, μας έκαναν επίσης να ζητωκραυγάζουμε υπέρ του αλλά και να μας κόβεται η ανάσα. Ύστερα από λίγο, στον κύκλο μπήκε ένα παιδί που προερχόταν από την άλλη ομάδα χορεύοντας κι εκείνο απόλυτα συγχρονισμένο με τη μουσική. Οι ελιγμοί και η ζωντάνια του μου γεννούσε τα ίδια συναισθήματα με πριν! Θαυμασμό και έκπληξη! -Η σειρά σου Μπέλα μου!, άκουσα την Άλις. Ηρέμησε Μπέλα…, έλεγα στον εαυτό μου. Θα τα πας μια χαρά! Εξάλλου είναι η πρώτη φορά!, προσπαθούσα να με καθησυχάσω. Έκανα μερικά βήματα μπροστά ώστε να μπω στον κύκλο και στάθηκα δυναμικά με το κεφάλι ψηλά περιμένοντας τον ρυθμό της μουσικής. Τα αγόρια της άλλης ομάδας με κοίταξαν εξονυχιστικά από πάνω μέχρι κάτω αφήνοντας έναν μικρό αναστεναγμό να τους ξεφύγει, τη στιγμή που ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό μου από την αντίδρασή τους. Παρέμεινε εκεί, ακόμα κι όταν διάφορα χαμηλόφωνα σχόλια από τη Ρόζαλι πλανιόνταν στον αέρα. Δεν επέτρεψα όμως να με πτοήσουν καθόλου, ειδικότερα στο σημείο που παίχτηκαν οι πρώτες νότες του τραγουδιού.
Ενώ περίμενα πως θα δίσταζα τελευταία στιγμή και θα τα παρατούσα, ένιωσα σα να έπαιρνε όλο μου το σώμα φωτιά από την επιθυμία μου για χορό. Εντελώς συντονισμένη με το ρυθμό, κουνούσα τα σώμα μου φέρνοντας στο μυαλό κάθε χορευτική φιγούρα που είχα παρακολουθήσει ποτέ! Αισθανόμουν τόσο ελεύθερη, χωρίς έγνοιες και προβλήματα. Όλα διαγράφηκαν μονομιάς και αυτό που σκεφτόμουν εκείνη την ώρα ήταν ο χορός! Μόνο ο χορός! Μία κοπέλα εισήλθε στον κύκλο, όταν εγώ έκανα στην άκρη. Η αναμέτρηση θα ήταν ανάμεσά μας! Ήταν ψηλή με μακριά μαύρα μαλλιά που ανέμιζαν και μαστίγωναν το πρόσωπό της σε κάθε έντονη κίνηση. Το πάθος και η ζωντάνια της αποτυπώνονταν στην έκφρασή της και στον τρόπο της. Άραγε εγώ…πώς να ήμουν…;, συλλογίστηκα. -Λοιπόν…νικητές για σήμερα…ο Έρικ και η Μπέλα!, κραύγασε βροντόφωνα ένα ψηλόλιγνο αγόρι με σκούρα επιδερμίδα της «αντίπαλης» ομάδας. Κοίταξα την Άλις σαστισμένη μη μπορώντας να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί ακριβώς. -Μπέλα! Ήσουν απολαυστικότατη! Υπέροχη γλυκιά μου!, με πλησίασε η Άλις αγκαλιάζοντάς με. -Μπράβο Μπέλα! Ήσουν εκθαμβωτική!, είπε ο Έμετ. -Μοναδική!, συνέχισε ο Έρικ. -Με τέλεια κίνηση!, συμπλήρωσε ο Άλεκ. Στράφηκα μπερδεμένη προς την Άλις. -Άλις…δεν κατάλαβα…, ψέλλισα. -Είχες το πιο δυνατό χειροκρότημα και τα πιο πολλά στοιχήματα ήταν επάνω σου! -Αλήθεια…; Χαίρομαι πάρα πολύ!, είπα δίσπιστα χωρίς να το πιστεύω ακόμα. Οι κόποι μου επιβραβεύτηκαν για δεύτερη φορά μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Δεν κέρδισα κάποιο έπαθλο, αλλά μόνο το γεγονός ότι άρεσε αυτό που επέδειξα, ήταν το σημαντικότερο για μένα. Η στάση της Ρόζαλι και της φίλης της παρέμεναν ίδιες προς λύπη μου. Καθώς απομακρυνόμασταν με την Άλις, ένιωθα τα μάτια τους να τρυπούν σαν καρφιά την πλάτη μου. Τις κοίταξα ήρεμα αλλά παρ’ όλα αυτά δεν πήραν το βλέμμα τους από πάνω μου. Ούτε εκείνες, αλλά…ούτε και ο άντρας που στεκόταν λίγο πιο πίσω τους.
Emy+Robert Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 29 Αριθμός μηνυμάτων : 4680 Registration date : 22/08/2010
Ο χρόνος είχε πάψει να μετράει δευτερόλεπτα και η καρδιά μου άρχισε σταδιακά να χάνει έναν-έναν τους χτύπους της. Αδυνατούσα να πιστέψω πως αυτό που έβλεπαν τα μάτια μου ήταν η πραγματικότητα και όχι μια οφθαλμαπάτη. -Εί...είναι αδύνατον..., τραύλισα κοκαλωμένη εστιάζοντας ακόμη περισσότερο στο πρόσωπο που βρισκόταν στην άλλη άκρη του πάρκου. -Τι έγινε?, άκουσα τη φωνή της Άλις. Μπέλα! Μ’ ακούς? Δεν απαντούσα. Δεν μπορούσα να απαντήσω. Παρέμενα βουβή...μπερδεμένη...έκπληκτη. -Είσαι καλά? Πού κοιτάς?, με ξαναρώτησε εξετάζοντας το χώρο γύρω μας με τη ματιά της, με σκοπό να βρει αυτό που αποσπούσε τόσο πολύ την προσοχή μου. -Αρχίζω και ανησυχώ!, μου φώναξε. Οι λέξεις δεν έβγαιναν από τα χείλη μου. Είχαν κολλήσει η μία με την άλλη μη μπορώντας να αποδεσμευτούν και να δημιουργήσουν μία πρόταση, μία φράση. Όταν το βλέμμα του συνάντησε το δικό μου, παρατήρησα έκπληξη στην έκφρασή του. Στεκόταν κι εκείνος ασάλευτος, να με κοιτά αινιγματικά προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει πως με είχε μπροστά του. Τα μικρά κατάμαυρα μάτια του εισχωρούσαν σαν βελόνες στην καρδιά μου. Η σκούρα λαμπερή του επιδερμίδα έκανε αντανάκλαση από το φως του ήλιου θυμίζοντάς μου τις παλιές μέρες στο Φορκς. -Τζ...Τζέικομπ..., πρόφερα αργά και σταθερά το όνομά του. Είχα πολύ καιρό να πω δυνατά αυτό το όνομα. Παρ’ όλα αυτά όμως ήταν βαθιά ριζωμένο μέσα μου, ένα όνομα που δεν είχα διαγράψει στιγμή από το μυαλό μου. -Είναι εδώ?, με ρώτησε η Άλις κατάπληκτη. Έγνεψα μία φορά χωρίς να παίρνω τη ματιά μου από πάνω του, όταν ένιωσα την υγρασία να ανεβαίνει στα μάτια μου. Ο Τζέικομπ. Ο δικός μου Τζέικομπ ήταν εκεί για μένα. Εμφανιζόταν στην πιο δύσκολη φάση της ζωής μου, σαν από μηχανής θεός. Η απόσταση μεταξύ μας μίκραινε, καθώς με πλησίαζε. Στο βλέμμα του ήταν έκδηλος ο ενθουσιασμός, εξαιτίας του ότι δεν περίμενε με τίποτα να με βρει τυχαία στην τεράστια Νέα Υόρκη και μάλιστα σ’ ένα πάρκο. Στο πρόσωπό του διάβαζα καθαρά τη λαχτάρα και την προσμονή καθώς το βήμα του επιτάχυνε τους ρυθμούς του και η δική μου καρδιά ξεκινούσε να χτυπά όπως ένα επίμονο ξυπνητήρι χωρίς να παύει να σταματά. Βρισκόταν δέκα μέτρα μακριά μου όταν κοντοστάθηκε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, με σκοπό να βεβαιωθεί πως με είχε στ’ αλήθεια μπροστά του. -Μπ...Μπέλα!, σχημάτισε το όνομά μου στα σαρκώδη του χείλη. Κούνησα με σπασμωδικές κινήσεις το κεφάλι μου πάνω-κάτω ως επιβεβαίωση, όταν μια σταγόνα από δάκρυ κύλησε στο μάγουλό μου. Χωρίς να χάνει λεπτό, έτρεξε και με πήρε στην αγκαλιά του. Τα συναισθήματα που κατέκλυζαν την καρδιά, την ψυχή, το μυαλό μου...ήταν ανάμεικτα. Βγήκε στην επιφάνεια ο τόσος μεγάλος πόνος που είχα κρυμμένο όλο αυτόν τον καιρό που ήμουν ολομόναχη, αλλά και η τόση μεγάλη ανακούφιση που τον είχα στο πλευρό μου. Τα χέρια μου τυλίγονταν όλο και πιο σφιχτά γύρω του για να μη χαθεί, μην εξαφανισθεί, μη φύγει από δίπλα μου. Τα δάκρυα που ανάβλυζαν από τα μάτια μου έρρεαν ακατάπαυστα, όπως τα ορμητικά νερά ενός ποταμού που χύνονται με δύναμη από έναν καταρράκτη. -Μπέλα! Μπέλα! Δεν το πιστεύω αυτό!, έλεγε συνέχεια δίνοντας φιλιά στο μέτωπό μου. -Ούτε...ούτε εγώ...Ακούω από κοντά...τη...φωνή σου..., ψέλλιζα μέσα από τους λυγμούς μου. -Μην κλαις...Είμαι εδώ τώρα! Σε παρακαλώ..., μου ζήτησε παρακλητικά. Αχ Μπέλα..., αποκρίθηκε απελευθερώνοντάς με από τη δυνατή του αγκαλιά. Δεν άλλαξες καθόλου., συμπέρανε περιεργάζοντάς με καλύτερα. Η Άλις που όλη αυτήν την ώρα ήταν μπροστά, είχε μείνει αμίλητη και σοκαρισμένη παράλληλα. -Ω...συγγνώμη Άλις!, γύρισα προς το μέρος της. Από εδώ...ο Τζέικομπ., είπα στρέφοντας το βλέμμα μου σ’ εκείνον με συγκίνηση. -Όχι, όχι...μην το σκέφτεσαι Μπέλα!, είπε όντας ακόμη συγκλονισμένη. -Χάρηκα πολύ Άλις!, της είπε τείνοντάς της το χέρι του. -Κι εγώ Τζέικομπ!, είπε εκείνη χαμογελώντας. Σας αφήνω τώρα. Μπέλα εμείς θα μιλήσουμε. Ήσουν υπέροχη σήμερα! Η πιο τυχερή σου μέρα!, αποκρίθηκε με γλυκύτητα. -Σ’ ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου Άλις! Θα τα πούμε!, της υποσχέθηκα. Έπειτα μείναμε οι δυο μας. Μου ήταν ακόμη πολύ δύσκολο να διανοηθώ την ύπαρξή του εκεί. Επαναλάμβανα συνεχώς το όνομά του από μέσα μου για να καταφέρω επιτέλους να συνειδητοποιήσω την κατάσταση. -Τζέικομπ...πώς...? -Ήθελα να σε δω., με διέκοψε. Ήθελα να σε δω Μπέλα! Γι αυτό το λόγο ήρθα. -Ναι, αλλά... -Δεν έχει «αλλά»! Άφησε πίσω κάθε σου ανασφάλεια! Λοιπόν...πες τα μου όλα!, με παρότρυνε με ενδιαφέρον, κρατώντας με από τη μέση τρυφερά. -Όλα όλα?, τον ρώτησα παιχνιδιάρικα. -Όλα!, μου απάντησε χαμογελώντας. Ο Τζέικομπ ήταν ένας άνθρωπος που θα έκανε τα πάντα προκειμένου να ευχαριστήσει τον άλλο και να τον κάνει να νιώσει όμορφα. Αν ήταν ο άλλος χαρούμενος, θα ήταν κι εκείνος, ενώ αν ήταν λυπημένος, θα έβρισκε μεμιάς έναν τρόπο ούτως ώστε να τον παρακινήσει να χαμογελάσει ξανά. Πήγαμε μια μεγάλη βόλτα σε δρόμους της Νέας Υόρκης που δεν είχα επισκεφτεί ούτε εγώ ποτέ μου, εξιστορώντας ό,τι είχε συμβεί αυτά τα δύο χρόνια που ξεκίνησα τη νέα μου ζωή, μακριά από καταστάσεις και πρόσωπα που με εξανάγκαζαν να μένω πίσω. Του είπα επίσης, για τη Σχολή, τη γνωριμία μου με την Άλις και τέλος, το «διαγωνισμό» free style χορού στο πάρκο, όπου και κατάφερα να κερδίσω, γεγονός που με γέμιζε ικανοποίηση λόγω όλων αυτών που υπέμεινα για να φτάσω στο στόχο μου. Χωρίς να το καταλάβουμε είχε κι όλας νυχτώσει, όμως το πιο περίεργο ήταν πως βρισκόμασταν λίγο πιο μακριά από το διαμέρισμά μου. -Τζέικομπ...θα έρθεις σπίτι?, τον ρώτησα με έναν τόνο δισταγμού. -Έχω...τα πράγματά μου στο ξενοδοχείο, αλλά αν το θέλεις..., απάντησε συγκρατημένα. Ένευσα καταφατικά με μεγάλη χαρά κι έτσι ύστερα από λίγο βρεθήκαμε στον χώρο μου. Συζητήσαμε για πολλά θέματα αναφερόμενοι και σε αναμνήσεις του παρελθόντος στο Φορκς, αλλά και για τα δικά του νέα. Βοηθούσε τον πατέρα του στην οικογενειακή τους επιχείρηση, στο πόστο των οικονομικών και από τον τρόπο που μιλούσε για τη δουλειά του, με έκανε να καταλάβω πως την αγαπούσε πολύ. Ήταν κάτι που τον γέμιζε και τον ευχαριστούσε. Άλλωστε, από μικρός φαινόταν πως θα ακολουθούσε τα χνάρια του πατέρα του. Για τα προσωπικά του δε στάθηκε πολύ. Όταν επιχείρησα να ανοίξω τη συζήτηση σχετικά με αυτό το θέμα, το πρόσωπό του σκοτείνιασε για μια στιγμή δίνοντάς μου την εντύπωση πως ήταν βαθιά πληγωμένος. Έτσι λοιπόν, δεν έμεινα παραπάνω εκεί. Η ώρα κύλησε σα νερό, ενώ κουβεντιάζαμε αναπολώντας τα παιδικά μας χρόνια. Κάτι που δεν περίμενα, ήταν αυτό που προέκυψε τη στιγμή που τον καληνύχτισα. Σηκώθηκε και ελαφρά πίεσε τα χείλη του στα δικά μου, αλλά...δεν ανταποκρίθηκα. Τραβήχτηκα αμέσως, λέγοντας για μία ακόμη φορά ένα ξερό «καληνύχτα...» και πήγα στο δωμάτιό μου. Την ίδια στιγμή ένιωσα φρικτά για την αντίδρασή μου. Σκεφτόμουν πως δεν θα έπρεπε να του φερθώ έτσι. Εκείνος ήταν τόσο καλός μαζί μου κι εγώ, πράττοντας κατά αυτόν τον τρόπο, ήταν σαν να τον απομάκρυνα από μένα, κάτι που δεν θα έκανα ποτέ και για κανέναν λόγο. Από τη μία πλευρά, μετάνιωσα που δεν αφέθηκα στο φιλί του, όμως από την άλλη, δεν ήμουν έτοιμη ακόμη μέσα μου. Αγαπούσα τον Τζέικομπ, νοιαζόμουν για εκείνον, τον συμμεριζόμουν, μα...δεν ήταν αυτό που επιθυμούσα εκείνον τον καιρό. Κύρια προτεραιότητά μου ήταν η Σχολή και η εκπλήρωση του ονείρου μου και δυστυχώς...κανένας άλλος. Το επόμενο πρωί, αν και αρκετά φοβισμένη από τη δική του αντίδραση αυτή τη φορά, αφού ετοιμάστηκα, πήγα να του φτιάξω πρωινό σε περίπτωση που δεν είχε ξυπνήσει. Προς έκπληξή μου όχι μόνο είχε ξυπνήσει, αλλά είχε ετοιμάσει μάλιστα ένα τραπέζι γεμάτο κάθε λογής εδέσματα. -Καλημέρα!, αναφώνησε καθώς γέμιζε ένα ποτήρι με φρεσκοστημμένο χυμό. -Καλημέρα. Τζέικομπ, τι είναι όλα αυτά?, ρώτησα άναυδη κάνοντας ένα γύρο από το τραπέζι. -Μμμμ...δε βλέπεις? Κάτσε να φας κάτι πριν πας στη Σχολή!, μου είπε αφήνοντας ένα φιλί στο μάγουλό μου και κάθισε στην καρέκλα. -Ναι...ε...ευχαριστώ., τραύλισα. Δεν μου θύμωσες?, τον ρώτησα διστακτικά. -Έγινε κάτι για να θυμώσω?, μου απάντησε ευθύς. Κάτσε τώρα, σε παρακαλώ..., χαμογέλασε. Έκανα όπως μου είπε απολαμβάνοντας ό,τι είχε ετοιμάσει για μένα. Το γεγονός ότι δεν είχε θυμώσει γι αυτό που συνέβη το προηγούμενο βράδυ, με καθησύχαζε αρκετά. Δεν ήθελα να τον αποχωριστώ τότε που τον είχα επιτέλους κοντά μου, εξαιτίας ενός ανόητου περιστατικού. Γιατί ανόητου? Γιατί...εν τέλει είχα μετανιώσει. Ύστερα από όλα αυτά που μου προσέφερε ο Τζέικομπ, τη ζεστή του αγκαλιά όταν πληγωμένη και τσακισμένη του μιλούσα για τον πόνο στην ζωή μου, την κατανόηση και τη συμπόνια που άντλησα από εκείνον για όλα αυτά που του είχα πει, την ψυχολογική υποστήριξη και τη συνεχή υπενθύμισή του πως όλα θα πάνε καλά και τέλος το γλυκό φιλί του, παρ’ όλο που δεν πρόλαβα να το αισθανθώ ολοκληρωτικά. Θα χαρακτηριζόμουν πολύ αχάριστη και εγωίστρια αν δεν εκτιμούσα κάθε τι που έκανε και θυσίασε για μένα. Αυτό δεν θα το επέτρεπα στον εαυτό μου, γιατί πολύ απλά δεν ήμουν ούτε αχάριστη ούτε εγωίστρια, και μάλιστα αναγνώριζα τις πράξεις του Τζέικομπ και στο τότε παρελθόν και στις μέρες εκείνες. -Εμ...Τζέικομπ, εγώ πρέπει να φύγω τώρα, γιατί έχω μάθημα. Συγγνώμη..., του είπα δειλά. Ήθελα όσο τίποτε άλλο να μείνω εκεί και να περάσουμε μαζί την υπόλοιπη μέρα, αλλά η Σχολή προείχε, καθώς θα είχα το πρώτο μου μάθημα. -Μη νιώθεις τύψεις Μπέλα. Δεν πειράζει, φυσικά και καταλαβαίνω. Εξάλλου εγώ ήρθα απρόσκλητος χωρίς να σε ειδοποήσω. Άρα λοιπόν, εγώ είμαι αυτός που θα πρέπει να σου ζητήσει συγγνώμη!, αποκρίθηκε ζωγραφίζοντας ένα πλατύ χαμόγελο στο στρογγυλό πρόσωπό του. Έκανε το γύρο του τραπεζιού και στάθηκε μπροστά μου φέρνοντας απαλά στη χούφτα του τα δυο μου χέρια. -Θέλω να ξέρεις...πως θα είμαι πάντα δίπλα σου. Για ό,τι χρειαστείς, εγώ θα είμαι εδώ. Μου υπόσχεσαι ότι θα στηρίζεσαι σε μένα?, με ρώτησε με το βλέμμα του να τρυπάει το δικό μου. Ομολογώ να πω πως ήμουν εντελώς απροετοίμαστη γι αυτό που συνέβη. Έγνεψα μια φορά αποσβολωμένη χωρίς να μιλάω παρά μόνο να τον κοιτάζω στα μάτια. Ναι Μπέλα...το αξίζει..., ψιθύρισε μια χαμηλή φωνούλα στην άκρη του μυαλού μου. Έκλεισα τα μάτια και με αργούς ρυθμούς έψαξα τα χείλη του με τα ακροδάχτυλά μου και όταν τα ένιωσα, έσκυψα σιγά-σιγά και εναπόθεσα ένα πεταχτό φιλί επάνω τους. -Το υπόσχομαι., αποκρίθηκα έπειτα. Η παρουσία του Τζέικομπ μου έκανε καλό εκείνο το πρωί. Ξεκίνησα ευδιάθετα και με κέφι τη μέρα μου, κάτι που έτσι κι αλλιώς βέβαια, θα απαιτούσα από τον εαυτό μου. Εκείνος έφυγε για το ξενοδοχείο του κι εγώ με τη σειρά μου πήρα το δρόμο για τη Σχολή. Θα έλεγα ακράδαντα ψέμματα, αν ισχυριζόμουν πως δεν τον σκεφτόμουν σε όλη τη διαδρομή. Σαν ένα παιδί που του χάρισαν το πιο πολυπόθητο δώρο, περπατούσα κοιτάζοντας και χαμογελώντας στους άγνωστους περαστικούς, κάποιοι από τους οποίους με παρατηρούσαν με ένα ανεξιχνίαστο βλέμμα. Σίγουρα αυτό που θα τους περνούσε από το μυαλό, θα ήταν είτε ότι μόλις είχα βγει από το ψυχιατρείο είτε ότι το είχα σκάσει από εκεί. Το πρώτο μου μάθημα ξεκίνησε πολύ καλύτερα από ότι περίμενα. Από τα τρία βασικά μαθήματα -μπαλέτο, σύγχρονος χορός και χορός σε ζευγάρια- θα αρχίζαμε με το πρώτο. Αν και η μεγάλη μου αγάπη ήταν το ελεύθερο είδος, κάθε φορά η θέα μιας μπαλαρίνας μου έκοβε την ανάσα. Οι εξευγενισμένες κινήσεις και συνάμα, οι λεπτές και απαλές που απαιτεί ο χορός αυτός, μαγνήτιζαν την προσοχή μου και υποσυνείδητα ονειρευόμουν τον εαυτό μου στη θέση αυτού που χόρευε τόσο εκλεπτυσμένα. Τα περισσότερα παιδιά στο τμήμα μου ήταν σε αρκετά υψηλό επίπεδο από άποψη τεχνικής κι έτσι η καθηγήτρια δεν επικεντρώθηκε τόσο σε αυτό, όσο στην έκφραση του προσώπου μας κατά τη διάρκεια του χορού. Μας τόνιζε πως το μπαλέτο ήταν ο «πρώτος» των χορών και απαιτούσε σοβαρότητα και εξαιρετική προσήλωση και συγκέντρωση. Η χαρά κι ο ενθουσιασμός ανάβλυζαν από μέσα μου και αποτυπώνονταν στο πρόσωπό μου κάθε φορά που σκεφτόμουν ότι τα κατάφερα και ένα μέρος του ονείρου μου είχε πραγματοποιηθεί. Απορροφημένη στις σκέψεις μου την ώρα του διαλείμματος, ένιωσα ένα τσίμπημα στα πλευρά μου και γύρισα να δω ποιος ήταν. Προς έκπληξή μου δεν αντίκρισα κανέναν, ίσως γιατί δεν γύρισα εγκαίρως και δεν πρόλαβα, σκέφτηκα. Δεν έδωσα σημασία και η προσοχή μου ξεστράτισε αλλού, όταν ένιωσα ξανά αυτό το τσίμπημα. -Μπέλααα..., άκουσα τη φωνή της Άλις να ηχεί με κέφι. Εμφανίστηκε μπροστά μου με μια προσποιητή έκφραση ενοχής για το ότι με κορόιδεψε πριν και με έκλεισε στην αγκαλιά της. -Χμ...έχεις κέφια βλέπω σήμερα!, παρατήρησα. -Ενώ εσύ πας πίσω..., μου αντιγύρισε κλείνοντάς μου συνωμοτικά το μάτι. Λοιπόν...θέλω να μάθω κ-ά-θ-ε λεπτομέρεια για ό,τι έγινε χθες., γέλασε ελαφρά. Χαμογέλασα και πάλι χαρωπά, χαμηλώνοντας το κεφάλι μου. -Χριστέ μου! Για να έχεις αυτό το χαζό χαμόγελο όλη την ώρα σημαίνει ότι έγιναν πολλά! Θέλω να μου πεις για όλα! -Άλις! Σσσςς..., της ψιθύρισα τη στιγμή που πέρασε από δίπλα μας η Τζέην, συμμαθήτριά μου και η καλύτερη όλων, όπως είχα ακουστά. -Μη μου πεις ότι τη «φοβάσαι»!, μου είπε σα να το θεωρούσε αυτονόητο. Είσαι πολύ καλύτερη από αυτήν Μπέλα! Όχι μόνο σαν χορεύτρια, αλλά και ως άνθρωπος. Μη δώσεις σημασία σε ό,τι κι αν σου πει και προπάντων, μην επιχειρήσεις να την προσεγγίσεις., με συμβούλεψε. -Η αλήθεια είναι πως δεν άκουσα τα καλύτερα σχετικά με την Τζέην από μια συνομιλία του Μάικ και της Έλεν στο τμήμα μου, αλλά δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη επειδή δεν την ξέρω., αποκρίθηκα προβληματισμένη. Έχει κάνει κάτι και δεν τη συμπαθεί κανείς?, ρώτησα με ενδιαφέρον. -Η συμπεριφορά της είναι η αιτία που δεν τη χωνεύουμε. Είναι άκρως ανταγωνιστική, αδίστακτη και προκειμένου να πετύχει, είναι ικανή να βγάλει με τον όποιο τρόπο, τον οποιονδήποτε που θα βρεθεί στο δρόμο της. Μακριά της λοιπόν Μπέλα!, συνέχισε το ίδιο με σοβαρότητα. Τέλος όμως με αυτήν! Θέλω να τα ακούσω όλα!, με παρότρυνε. Χωρίς καμία παράλειψη της διηγήθηκα τα γεγονότα της προηγούμενης μέρας με τον Τζέικομπ. Το ότι είχα κοντά μου κάποιον με τον οποίο θα μπορούσα να μοιραστώ το οτιδήποτε και αυτός ο κάποιος θα ήταν η Άλις, ήταν το ωραιότερο δώρο. Η επιμονή της βέβαια, ήταν αυτό που με έφερνε στα όριά μου κάποιες φορές, καθώς δεν το έβαζε κάτω μέχρι να συμφωνήσω μαζί της. -Δεν ακούω κουβέντα! Θα πεις και στον Τζέικομπ να έρθει., απάντησε αποφασιστικά και συνέχισε να περπατά με το κεφάλι ψηλά σα να με κατάφερε. -Άλις..., έτρεξα να την προλάβω περνώντας γρήγορα το πεζοδρόμιο. Δεν είπα ότι θα έρθω! Το τηλέφωνό της χτύπησε και με μια κίνηση, αφού έβαλε τα ακουστικά της, το σήκωσε. -Ναι Έμετ...Συνολικά οκτώ άτομα. Εγώ, εσύ, η Ρόζαλι, η Άντζελα, ο Έρικ, η Τζέσικα και η Μπέλα με τον Τζέικομπ... -Άλις!, της φώναξα. Δεν είπα ότι... -Κλείσαμε Έμετ!, είπε σηκώνοντας το χέρι της ψηλά προς τα εμένα. Τα λέμε εκεί!, του είπε πατώντας το πλήκτρο του τερματισμού και βγάζοντας τα ακουστικά. -Άλις..., επέμεινα εγώ. Δεν ξέρω αν... -Δυστυχώς κλείσαμε Μπέλα μου τώρα. Δεν μπορώ να το ακυρώσω..., δικαιολογήθηκε πεταρίζοντας τα μάτια της μερικές φορές. -Είσαι...δαιμόνια!, μουρμούρισα. -Ευχαριστώωω..., είπε χοροπηδώντας. Έλα πιο γρήγορα, γιατί δεν θα προλάβουμε το λεωφορείο και θα αργήσουμε, με αποτέλεσμα να μην προλάβουμε να ετοιμαστούμε για το βράδυ., με έπιασε από το χέρι τρέχοντας προς τη στάση. -Και σατανικήηηη!, τόνισα. -Και πάλι ευχαριστώωω!, απάντησε με περισσότερη ενέργεια. Το στέκι της Άλις και της παρέας της ήταν σε ένα κλαμπ, όπου και συνήθιζαν να πηγαίνουν αρκετά συχνά. Είχε βαλθεί να με πείσει να πάω κι εγώ μαζί τους και μάλιστα να φέρω και τον Τζέικομπ μαζί μου. Της εξήγησα πολλές φορές ότι του Τζέικομπ δεν του άρεσαν πολύ τέτοιου είδους χώροι διασκέδασης κι επιπλέον, ότι δεν θα αισθανόμουν άνετα με τους φίλους της. Στην πρώτη μας κιόλας συνάντηση, μου έδειξαν ολοκάθαρα κάποιοι ότι δεν θα ήθελαν να με ξαναδούν. Δεν δέχτηκε όμως τίποτα από όλα αυτά και με τον δικό της τρόπο μου έδωσε να καταλάβω πως ό,τι κι αν έλεγα, απλά θα της ήταν αδιάφορο. Επιστρέφοντας στο σπίτι, έλαβα ένα τηλεφωνικό μήνυμα από τον Τζέικομπ στο οποίο μου έλεγε πως με μεγάλη του λύπη αναγκάστηκε να φύγει για το Φορκς, διότι είχε προκύψει ένα σοβαρό πρόβλημα στη δουλειά και ήταν αδύνατο να μην είναι εκεί. Αυτό και μόνο, χάλασε όλη τη διάθεση που είχα από το πρωί και που η Άλις φρόντισε δεόντως να κρατήσω όλη την υπόλοιπη μέρα. Κι αν...δεν ξαναγυρίσει...?,αναλογιζόμουν. Γιατί μόλις τείνω να πάρω μια ανάσα ανακούφισης, κάτι να με εμποδίζει και να μην με αφήνει? Μπήκα κάτω από το ντους αφήνοντας κρύο νερό να κυλήσει σε όλο μου το δέρμα, ενώ παράλληλα δάκρυα θλίψης και απογοήτευσης χύνονταν από τα μάτια μου. Ήμουν έτοιμη να τηλεφωνήσω στην Άλις και να της πω πως δε θα πήγαινα, όμως με πρόλαβε εκείνη. Όπως ήταν φυσικό, δεν μου άφησε κανένα περιθώριο για να αντισταθώ κι έτσι τελικώς, υπέκυψα. Τα λόγια της πάντοτε έκρυβαν αλήθειες είτε ήθελα να το παραδεχτώ είτε όχι. «Δεν πρέπει να το βάζεις κάτω Μπέλα. Αν με μια μικρή απογοήτευση και στενοχώρια, αντιδρούμε έτσι, αν γίνει κάτι πολύ χειρότερο, τι θα κάνουμε? Ο Τζέικομπ σ’ αγαπάει. Ήρθε γιατί νοιάζεται για σένα και εννοείται πως δεν είχε προγραμματίσει να φύγει. Προέκυψε δουλειά και δεν πρέπει να κρατάς μούτρα γι αυτό. Το μυστικό στη ζωή είναι όταν πέφτουμε να σηκωνόμαστε και να συνεχίζουμε σα να μη συνέβη τίποτα κι όχι με τα βίας να ορθοποδούμε και να σκεφτόμαστε αυτή την αναποδιά σε όλη την υπόλοιπη ζωή μας. Γιατί...αν συμβεί αυτό, καλώς ή κακώς δεν θα είμαστε σε θέση να συνεχίσουμε, επειδή πολύ απλά δεν θα το έχουμε ξεπεράσει. Και πρέπει να το ξεπεράσουμε. Μπέλα, μην το αφήνεις να σε τρώει αυτό το τερατάκι που λέγεται πόνος. Υποσυνείδητα εσύ το προκαλείς. Έλα σήμερα και στόχευσε να το αποβάλλεις από μέσα σου.» Έπειτα από αυτά που μου είπε, πείστηκα πως όφειλα κάτι τέτοιο στον εαυτό μου. Ζωγραφίζοντας ένα χαμόγελο στο πρόσωπό μου, έσπευσα να ετοιμαστώ νιώθοντας πιο ανανεωμένη. Διάλεξα ένα δερμάτινο μαύρο παντελόνι σε στενή γραμμή, συνδυάζοντάς το με ένα κατακόκκινο στράπλες μπλουζάκι με κεντητές λεπτομέρειες του ίδιου χρώματος. Τα μαλλιά μου ανέμελα έπεσαν στους ώμους μου και η τελευταία πινελιά στο διακριτικό μου μακιγιάζ είχε μπει. Ικανοποιημένη με την εμφάνισή μου και οπλισμένη με αυτοπεποίθηση έφτασα στο κλαμπ, όπου και μπαίνοντας είδα αμέσως την Άλις με τον Έμμετ και τους υπόλοιπους. Η ενέργεια είχε φτάσει ήδη στα ύψη, διότι όταν τους πλησίασα, η Ρόζαλι με τον Έρικ ήταν το κέντρο προσοχής των παρευρισκόμενων, καθώς χόρευαν με δεξιοτεχνία στους ρυθμούς ενός γνωστού τραγουδιού. Η ώρα είχε περάσει ευχάριστα και με πολύ χορό, όταν άκουσα ότι ένα από τα αγαπημένα μου κομμάτια ήταν η επιλογή του dj εκείνη τη στιγμή.
Χωρίς να χάσω την ευκαιρία, πέταξα στην άκρη τα παπούτσια μου και αφέθηκα στη μουσική που ήταν πλέον η μόνη διέξοδός μου στα προβλήματά μου, μαζί με τον χορό. Βλέποντας όλοι την αυτοπεποίθησή μου, έκαναν προς τα πίσω αφήνοντάς μου το περιθώριο να κινηθώ σε περισσότερο χώρο. Όλη η ένταση που μπορεί να έκρυβα βαθιά μέσα μου, ξεχείλισε και πλέον δεν ήθελα να σταματήσω. Όσο περνούσε η ώρα, συνέχιζα με όλο και περισσότερη ενέργεια, όρεξη και με αξεπέραστο ενθουσιασμό. Σαν αστραπή περνούσαν από το μυαλό μου κινήσεις που παροδικά είχα παρακολουθήσει κι έτσι, προσπαθούσα να τις εντάξω στο χορό μου. Η σκέψη μου έτρεχε εκεί. Στο τραγούδι, στον χορό, στις κινήσεις, στην Άλις που με κοιτούσε με ένα βλέμμα απόλυτης ικανοποίησης ενθαρρύνοντάς με να συνεχίσω και τέλος...σε εκείνο το πρόσωπο που αντίκρισα φευγαλέα όση ώρα βρισκόμουν στο κέντρο όλων. Δύο μάτια που δεν ξεκολλούσαν στιγμή από επάνω μου, δύο χείλη που η γραμμή τους ήταν ανασηκωμένη ελαφρά σχηματίζοντας ένα χαμόγελο και...μία κάμερα που ήταν στραμμένη προς το μέρος μου.
Broken Tangο
Σελίδα 1 από 1
Παρόμοια θέματα
Παρόμοια θέματα
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης