Bella And Edward
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.



 
ΦόρουμΠόρταλΕικονοθήκηΑναζήτησηLatest imagesΣύνδεσηΕγγραφή
Η συνέχεια της διάσημης σειράς βιβλίων έρχεται στα βιβλιοπωλεία στις 4 Αυγούστου με τίτλο «Midnight Sun» και αφηγείται την ιστορία του «Λυκόφωτος» από την πλευρά του Edward Cullen.
Πρόσφατα Θέματα
» Ashley's Greene blog
Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές I_icon_minitimeΠαρ 17 Μαρ 2023 - 15:11 από Marzaki Cullen

» Τι ακουτε αυτη την στιγμη;
Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές I_icon_minitimeΠαρ 4 Ιουν 2021 - 15:08 από April

» Bella And Edward - 11 χρόνια μετά
Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές I_icon_minitimeΤετ 6 Ιαν 2021 - 20:34 από Marzaki Cullen

» Συζήτηση για το Midnight Sun
Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές I_icon_minitimeΚυρ 13 Δεκ 2020 - 17:38 από Katrin

» Robert Pattinson
Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές I_icon_minitimeΔευ 7 Σεπ 2020 - 21:40 από $ofi@ + Edward

» Infernal Devices - Κουρδιστός 'Αγγελος
Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές I_icon_minitimeΠαρ 8 Μάης 2020 - 1:03 από evi

» Wallpapers by twins
Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές I_icon_minitimeΔευ 4 Μάης 2020 - 13:25 από Zafrina

» Twilight the movie
Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές I_icon_minitimeΚυρ 3 Μάης 2020 - 12:07 από hiddenfantasy

» Vampire Diaries - TV Series
Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές I_icon_minitimeΔευ 13 Απρ 2020 - 12:11 από Zafrina

» New Moon the movie
Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές I_icon_minitimeΠαρ 10 Απρ 2020 - 12:49 από Zafrina

Παρόμοια θέματα
    Quote of the Week
    "Bella is with Edward. She's a part of this family, and we protect our family."

    Carlisle Cullen, Twilight
    Character of the Week
    Rosalie Lillian Hale

    (born 1915 in Rochester, New York) is a member of the Olympic coven.

    She is the wife of Emmett Cullen and the adoptive daughter of Carlisle and Esme Cullen, as well as the adoptive sister of Jasper Hale (in Forks, she and Jasper pretend to be twins), Alice, and Edward Cullen.

    Rosalie is the adoptive sister-in-law of Bella Swan and adoptive aunt of Renesmee Cullen, as well as the ex-fiancée of Royce King II.
    Μάης 2024
    ΔευΤριΤετΠεμΠαρΣαβΚυρ
      12345
    6789101112
    13141516171819
    20212223242526
    2728293031  
    ΗμερολόγιοΗμερολόγιο
    Bella & Edward Playlist
    Το μαργαριτάρι της Ροδεσίας

    Στο κατώφλι µιας νέας εποχής για τη Ροδεσία, η Μάντριγκαλ, έχοντας χάσει τον άντρα της λίγες µονάχα ώρες µετά τον γάµο τους, θρήνησε βαθιά την απώλειά του και αποφάσισε να ζήσει µε τη θύµησή του. Όµως δεν φαντάστηκε ποτέ πως θα της ζητούσαν να πάρει τη θέση της συζύγου του βασιλιά.

    Ο βασιλιάς Έντουαρντ, αφού γνώρισε την απόλυτη ευτυχία δίπλα στη γυναίκα που λάτρεψε όσο καµία, την Άµπερλιν, δέχτηκε το σκληρότερο χτύπηµα της µοίρας όταν εκείνη πέθανε πριν προλάβει να φέρει στον κόσµο το παιδί τους. Ωστόσο, προκειµένου ν' ανταποκριθεί στα βασιλικά του καθήκοντα και να χαρίσει έναν διάδοχο στη Ροδεσία, είναι υποχρεωµένος να παντρευτεί ξανά και απ' όλες τις υποψήφιες επιλέγει τη Μάντριγκαλ.

    Μήπως όµως το όνοµα της νέας του συζύγου κουβαλά µια σκοτεινή µοίρα; Άραγε υπάρχει ελπίδα να αλλάξει το πεπρωµένο; Θα καταφέρει η Μάντριγκαλ να ξυπνήσει την αγάπη στην καρδιά του άντρα και βασιλιά της; Κι εκείνος θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τα αισθήµατά του πριν χάσει τα πάντα για άλλη µια φορά;

    Συγγραφέας ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΜΑΡΙΑ
    Εκδότης ΩΚΕΑΝΙΔΑ


     

     Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές

    Πήγαινε κάτω 
    ΣυγγραφέαςΜήνυμα
    WhiteQueen
    Edward's Queen
    WhiteQueen


    Θηλυκό Ιχθύς
    Ηλικία : 45
    Τόπος : Sagaland!
    Αριθμός μηνυμάτων : 8830
    Registration date : 14/09/2008

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές   Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές I_icon_minitimeΠεμ 10 Φεβ 2011 - 21:38




    «H ιστορία συνεχίζεται» by Bella Cullen12

    Τα δάκτυλα μου κτυπούσαν νευρικά πάνω στο γυαλί του τραπεζιού ενώ περίμενα να φορτώσει η ιστοσελίδα του bookcrossing. Είχα να μπω στο site μόλις μια μέρα για να δω τα καινούργια βιβλία που είχαν αφήσει στη περιοχή μου κι όμως μου φαινόταν μια αιωνιότητα. Θυμάμαι όταν είχαν βρει το πρώτο μου βιβλίο. Το είχαν αφήσει πάνω σε ένα παγκάκι. Αμέσως μόλις το έπιασα στα χεριά μου με έβαλε σε σκέψεις. Ποιος ήταν αυτός που το είχε αφήσει εκεί; Ήταν δικό του ή το είχε βρει κι αυτός όπως εγώ; Το συναίσθημα του μυστήριου και της περιεργείας για το «παρελθόν» του βιβλίου είναι απερίγραπτο. Ήταν απίστευτο ότι μέσο αυτού του site μπόρεσα να πάρω και να διαβάσω όλα τα ειδή βιβλίων που ήθελα να διαβάσω. Από τότε που έγινα και εγώ bookcrosser ήμουν σε επιφυλακή για καινούργια βιβλία. Το μόνo πρόβλημα είναι πως οι περισσότεροι τα άφηναν καθημερινές με αποτέλεσμα μέχρι να γυρίσω από το σχολείo και να δω τι καινούργιο υπάρχει να το έχει πάρει κάποιος άλλος. Αλλά όχι σήμερα, σήμερα αισθανόμουν ότι ήταν η τυχερή μου μέρα, ότι θα προλάβαινα ένα βιβλίο.
    Η ιστοσελίδα φόρτωσε και ξεκίνησα να ψάχνω με μανία. Άρχισα να ρολάρω το ποντίκι μου ψάχνοντας μέσα στη χαοτική λίστα με τα ονόματα των περιοχών με αφημένα βιβλία. Ξαφνικά το όνομα της πλατείας της γειτονιάς μου μού τράβηξε την προσοχή. Είχε ένα καινούργιο βιβλίο. Από τότε που είχα γίνει μέλος ποτέ δεν είχαν αφήσει κανένα στην συγκεκριμένη πλατεία, συνήθως τα αφήνουν σε γνωστά σημεία με κόσμο. Πάτησα πάνω στο λινκ και περίμενα να φορτώσει. Μια εικόνα λιτή και διακριτική εμφανίστηκε με τον τίτλο της από δίπλα: «Υπερηφάνεια και προκατάληψη». Για κάποιον περίεργο λόγο ένιωσα μια έλξη γι’ αυτό το βιβλίο. Το βλέμμα μου γλίστρησε λίγο παρακάτω βλέποντας την ημερομηνία και το μέλος που το είχε αφήσει. «Emily Strange 18-2-11 10:00». Ακριβώς πριν μια ώρα. Ένα ρίγος χαράς διαπέρασε όλο μου το σώμα. Αμέσως σηκώθηκα απότομα από το γραφείο. Άρπαξα την τσάντα μου και βγήκα στον δρόμο. Άρχισα να προχωράω με γρήγορα βήματα που εξελιχτήκαν σε τρέξιμο. Φαντάστηκα τον εαυτό μου με αυτό το βιβλίο. Είχα ακούσει πολύ καλά λόγια. Είχα διαβάσει κάποια κομμάτια από εφηβική λογοτεχνία χωρίς να με έχουν ενθουσιάσει, αλλά κάτι μου έλεγε πως αυτό θα ήταν διαφορετικό. Χωρίς να το καταλάβω είχα φτάσει έξω από την πλατεία. Τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν. Ένιωθα πολύ περίεργα λες και ήταν η πρώτη φορά που το έκανα αυτό.

    «Μπορείς να το κάνεις» είπα ενθαρρύνοντας τον εαυτό μου και ωθώντας το σώμα μου μπροστά. Με ασταθή βήματα προχώρησα προς την πλατεία. Και τότε το πήρε το μάτι μου, μοναχικό πάνω σε ένα παγκάκι, φθαρμένο από τον καιρό. Προχώρησα προς το παγκάκι και το έπιασα. Το εξώφυλλό του ήταν τραχύ όμως οι σελίδες του μέσα ήταν μαλακές. Το άνοιξα και έσκυψα μυρίζοντας το: είχε το πιο ωραίο άρωμα από όλα τα βιβλία που είχα διαβάσει. Χωρίς να μπορώ να αντισταθώ κάθισα σε ένα παγκάκι και άρχισα να το διαβάζω. Ξαφνικά το κινητό μου κτύπησε κάνοντας με να αναπηδήσω. Το έβγαλα από την τσέπη μου και είδα το όνομα που αναγραφόταν ‘‘Άλις’’.
    «Παρακαλώ;» «Γεια σου Μπέλλα! Άκου έχω συνταρακτικά νέα. Ο Τζάσπερ και εγώ τα φτιάξαμε» μου είπε με ενθουσιασμό. «Ουάου, αυτό είναι τέλειο!!! Χαίρομαι πολύ για σένα» της είπα. «Ναι άστα αυτά. Κοιτά να βρεις και εσύ έναν. Τέλος πάντων, το θέμα είναι, ο Τζάσπερ με προσκάλεσε στο μασκέ πάρτι γενέθλιων του Έντουαρντ Κάλλεν σήμερα στις 10 και τον ρώτησα αν μπορώ να φέρω και μια φίλη μου και μου είπε ότι δεν έχει πρόβλημα. Λοιπόν τι λες;» είπε με μια ανάσα «Ε, δεν ξέρω. Έχω να διαβάσω το καινούργιο μου βιβλίο...» «Δεν πειράζει πάρε το κι αυτό μαζί απλός θέλω να έρθεις για συμπαράσταση. Έλα πες ναι!!!» κλαψούρισε με ικετευτικό τόνο.
    «Καλά, που θα συναντηθούμε;» ρώτησα «Σπίτι σου, να ετοιμαστούμε κιόλας. Θα μας κάνω τέλειες» «Άλις... δεν θέλω να...» « Δεν έχει σημασία τι θες τώρα, κάποια μέρα θα με ευχαριστείς για όλα αυτά. Μην ρωτήσεις πως αλλά το ξέρω» είπε πονηρά και ήμουν σίγουρη πως είχε πάρει το σοφιστικέ ύφος της. «Καλά, έλα κατά τις 8:30 για να μιλήσουμε και λίγο» «Οκ, φιλάκια. Στο υπόσχομαι, θα περάσεις πολύ καλά σήμερα» είπε την ώρα που μου το έκλεινε. Με την Άλις από μικρές κάνουμε πολύ παρέα. Παρόλο που είμαστε τελείως αντίθετοι χαρακτήρες είμαστε οι καλύτερες φίλες. Πιστεύω πως αυτό είναι που μας ενώνει: το διαφορετικό. Σηκώθηκα από το παγκάκι κουνώντας το κεφάλι μου για να διώξω τις σκέψεις μου. «Έχω πολλά να κάνω» συλλογίστηκα παίρνοντας το δρόμο για το σπίτι μου κρατώντας σφιχτά στο στήθος μου το καινούργιο μου βιβλίο.


    ****************************


    «Και τι ώρα είναι το πάρτι; Μην ξεχνάς πως πρέπει να κρατήσεις τον Τζάκσον σήμερα...» μου είπε η μητέρα μου « Δεν μπορώ να περιμένω μέχρι αργά. Στις δώδεκα πρέπει να βρίσκομαι στο νοσοκομείο για την βραδινή βάρδια. Δεν υπάρχουν περιθώρια να καθυστερήσω. Ειλικρινά Μπέλλα, έτσι και δεν έχεις έρθει μέχρι τις δώδεκα θα φύγω αφήνοντας τον μικρό μόνο του και αν συμβεί κάτι θα είσαι εσύ υπεύθυνη.» συνέχισε με αυστηρό ύφος.
    «Μαμά μην ανησυχείς, θα έχω γυρίσει μέχρι τις δώδεκα. Έτσι και αλλιώς θα βαρεθώ αφού τα μόνα άτομα που θα ξέρω θα είναι η Άλις και ο Τζάσπερ...» «Το ξέρω μωρό μου απλός ανησυχώ λιγάκι. Λογικό δεν είναι;» είπε απολογητικά. Η Ρενέ πάντα προσπαθούσε να ελέγχει τα πάντα σαν μια καλή μαμά, όμως ποτέ δεν την έβλεπα έτσι. Για μένα ήταν κάτι σαν φίλη που με βοηθούσε στις δύσκολες καταστάσεις. «Λοιπόν, με την Άλις θα πας;» «Ναι, θα έρθει όπου να’ναι.» μουρμούρισα κοιτάζοντας το ρoλόι του ξύλινου τοίχου της κουζίνας. ‘‘Ντριιιιιιιιιιιιν’’ ακούστηκε ο οξύς ήχος του κουδουνιού κάνοντας με να πηδήσω τρομαγμένη από την θέση μου. «Καταφωνή» μονολόγησα προχωρώντας προς την πόρτα. «Είσαι έτοιμη;» φώναξε χαρούμενη η Άλις καθώς άνοιγα την εξώπορτα. Στα χέρια της κρατούσε μια βαλίτσα και μια παραγεμισμένη τσάντα που ποιος ξέρει τι θα είχε βάλει εκεί μέσα.
    «Αφού στο υποσχέθηκα μπορώ να κάνω αλλιώς;» της απάντησα με ειρωνικό χαμόγελο. «Σωστό κι αυτό» είπε και μπήκε μέσα κατευθυνόμενη προς το δωμάτιο μου λέγοντας ένα «Γεια σου Ρενέ» προς την κουζίνα και συνεχίζοντας με φόρα χωρίς να περιμένει απάντηση. Μπήκα κι εγώ μέσα και έκλεισα την πόρτα πίσω μου. «Λοιπόν έχεις βρει τι θα ντυθείς στο πάρτι;» ρώτησε πονηρά. Ωχ το πάρτι ήταν μασκέ!!! Το είχα ξεχάσει τελείως... Όλο το απόγευμα ήμουν απορροφημένη στο βιβλίο μου έχοντας ξεχάσει ότι το πάρτι ήταν μασκέ. «Εμμμ, για την ακρίβεια όχι.» είπα βάζοντας αμήχανα μια τούφα από τα μαλλιά μου πίσω από το αυτί μου. «Δεν χρειαζόταν να απαντήσεις. Έτσι κι αλλιώς η ερώτηση ήταν ρητορική. Ήμουν σίγουρη ότι δεν θα είχες βρει τι θα ντυνόσουν όποτε διάλεξα εγώ για σένα.» είπε και το πρόσωπο της φωτίστηκε από υπερηφάνεια. «Άλις χίλια ευχαριστώ. Είσαι η καλύτερη! Τι θα με ντύσεις;» αποκρίθηκα με αγωνία μη μπορώντας να κρύψω την περίεργα μου. «Λοιπόν στην αρχή σκέφτηκα να ντυθείς μάγισσα αλλά άλλαξα γνώμη διότι ήθελα η στολή σου να έχει κάτι το μυστήριο και το γοητευτικό. Έτσι κατέληξα να ντυθείς Μαύρο Φάντασμα και εγώ Άγγελος. Πως σου ακούγεται;» είπε και ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της.

    «Άλις αυτό είναι υπέροχο! Ανυπομονώ να δω το αποτέλεσμα, όχι ότι δεν θα είναι τέλειο όπως πάντα...» « Δεν χρειάζεται να ανησυχείς για τίποτα. Όμως ας μην χασομεράμε. Έχουμε πολύ δουλειά να κάνουμε» είπε χαρούμενα καθώς άδειαζε όλα τα καλλυντικά και τα ρούχα πάνω στο κρεβάτι μου. Μου έδωσε να φορέσω ένα μαύρο κολάν και μια μαύρη μπλούζα. Ύστερα με έβαλε να καθίσω στην καρέκλα μπροστά από τον καθρέφτη και άρχισε να μου βουρτσίζει τα μαλλιά και να μου τα μαζεύει ψηλά. Απορημένη για την προτίμηση της προς το στιλ των μαλλιών μου γύρισα για να την παρατηρήσω, όμως το πρόσωπο της δεν πρόδιδε τίποτα, φαινόταν λες και είχε κάνει ολόκληρη μελέτη για το πως θα έφτιαχνε τα μαλλιά μου. Ύστερα πήρε τα καλλυντικά και άρχισε να με βάφει με δεξιότεχνες κινήσεις. Πήρα μια βαθιά ανάσα. «Ποιος μου είπες ότι κάνει το πάρτι;» την ρώτησα. Λες και δεν ήξερα.

    «Ο Έντουαρντ Κάλλεν. Είναι θεός, όλες στο σχολείο είναι ερωτευμένες μαζί του. Είναι ο τραγουδιστής-κιθαρίστας του συγκροτήματος του σχολείου. Όμως από ότι φαίνεται η φήμη του είναι πολύ μεγάλη για να δείξει ενδιαφέρον για οποιοδήποτε από τα κορίτσια που είναι πρόθυμα να δώσουν τα πάντα για εκείνον.» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Τον Εντουαρντ τον είχα δει ελάχιστες φόρες κι αυτό επειδή για να πάει στις αίθουσες που έχει μάθημα πρέπει να περάσει από την πτέρυγα της τάξης μου. Όντως η ομορφιά του είναι καθηλωτική. Θυμάμαι την πρώτη φορά που τον είχα δει, καθόμουν σε ένα παράθυρο και εκείνος πέρασε από μπροστά μου με την παρέα του γελώντας. Θυμήθηκα τον τρόπο που το χέρι του χάιδεψε τα καστανόξανθα μαλλιά του. Παρά την θέλησή μου μού ξέφευγαν κλεφτές ματιές προς το μέρος του που κάθε τόσο συναντιόντουσαν και πνίγονταν από τα ειρωνικά βλέμματα των φίλων του. Όμως είχα αποφασίσει να μην δώσω σημασία γιατί το μόνο που θα κατάφερνα θα ήταν να πληγωνόμουν. Τύποι σαν κι αυτόν βγαίνουν μόνο με τις διάσημες του σχολείου. Όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές για εκείνον. Ακριβώς ο αντίθετος χαρακτήρας από μένα. «Και έχει σήμερα τα γενέθλια του;» ρώτησα επιφυλακτικά

    «Για την ακρίβεια είναι αύριο αλλά κάνει το πάρτι του σήμερα διότι αύριο θα βγει με φίλους.» είπε με ανέκφραστο πρόσωπο. «Αααα.» μουρμούρισα, πιάνοντας το βιβλίο μου από το κρεβάτι και αρχίζοντας το διάβασμα. «Έτοιμη!» Αναφώνησε η Άλις μετά από λίγη ώρα και γυρνώντας με για να δω τον εαυτό μου στον καθρέφτη. «Είσαι πανέμορφη.» μου είπε. Ο λαιμός μου ήταν τόσο στεγνός από το θέαμα που αντίκρισα που δεν μπορούσα να μιλήσω. Η κοπέλα στον καθρέφτη με κοιτούσε με μάτια γουρλωμένα. Τα μαλλιά της ήταν μαζεμένα ψηλά καθώς το κόκκινο κραγιόν έδινε μια λάμψη και μια γοητεία μέσα στα μαύρα ρούχα και το μαύρο μακιγιάζ. Η σκιά και το eyeliner σκιαγραφούσαν τέλεια τα μάτια της τονίζοντας τα χαρακτηριστικά της. «Σου αρέσει;» με ρώτησε γεμάτη αγωνία. Κούνησα το κεφάλι μου μη εμπιστευόμενη τη φωνή μου. «Αχ Μπέλλα είμαι τόσο χαρούμενη!» είπε αγκαλιάζοντάς με. «Ευχαριστώ» ψιθύρισα με τρεμάμενη, σιγανή φωνή. «Τίποτα» μου είπε. «Πάρε αυτά, φόρεσε τα και θα έρθω σε λίγο να δω πως τα πας, όταν τελειώσω και με το δικό μου βάψιμο» συνέχισε καθώς έφευγε γρήγορα προς το μπάνιο. Στα χέρια μου είχα διάφορα μικροαξεσουάρ: μια κατάμαυρη περούκα η οποία μου έφτανε μέχρι την μέση, δυο δαντελωτά γάντια μέχρι τους αγκώνες, μια μαύρη μάσκα με ένα φτερό και κάτι κοσμήματα ολοκλήρωναν το ντύσιμο μου. Τα φόρεσα και την περίμενα να τελειώσει. «Μπέλλα!» αναφώνησε η Άλις. Γύρισα προς το μέρος της. «Για μια στιγμή δεν σε αναγνώρισα. Θα το ξαναπώ για άλλη μια φορά: είσαι πανέμορφη. Τελικά η στολή βγήκε ακόμα πιο καλή από ότι φανταζόμουν.» είπε με μάτια γεμάτα θαυμασμό. «Και εσύ δεν πας πίσω» της απάντησα κοιτώντας το κατάλευκο φόρεμα της με τα φτερά και το φωτοστέφανο. «Μπορείς να έχεις όλους όσους υπάρχουν στο πάρτι. Το μόνο που σου θέλω είναι να μείνεις μακριά από τον Τζάσπερ.» είπε με ένα χαμόγελο. Γέλασα. Αμέσως ένιωσα ανάλαφρη και ξέγνοιαστη. «Έλα είναι ώρα να φύγουμε» είπε τραβώντας με από το χέρι. Πήρα την τσάντα μου και το βιβλίο μου και κατευθύνθηκα προς την πόρτα. Καθόλη την διαδρομή ήμουν πολύ νευρική σε αντίθεση με την Άλις η οποία χαμογελούσε όλη την ώρα και έκανε λες και πηγαίνει κάθε εβδομάδα σε πάρτι. Πράγμα που κάνει. Λίγα μέτρα πιο κάτω μουσική άρχισε να ακούγεται παρόλο που είχαμε τα παράθυρα κλειστά. «Να ένα καλό» μονολόγησα σαρκαστικά στον εαυτό μου. «Δεν θα χρειαστεί να ρωτήσουμε για το που γίνεται το πάρτι...»

    «Δίκιο έχεις!» είπε γελώντας η Άλις και παρκάροντας έξω από ένα σπίτι σαν παλάτι από το οποίο προερχόταν η μουσική. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα στο πεζοδρόμιο. Το κρύο διαπέρασε όλο μου το σώμα κάνοντας με να αναριγήσω. Έκανα ένα βήμα μπροστά. Η δόνηση της μουσικής έκανε το έδαφος να σείεται. Η Άλις ήρθε πλάι μου και με έπιασε παιχνιδιάρικα αγκαζέ. Πήρα μια βαθιά ανάσα και άρχισα να προχωράω. Η πόρτα ήταν ορθάνοικτη έτσι δεν χρειάστηκε να χτυπήσουμε. Η Άλις σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της ψάχνοντας για τον Τζάσπερ. Το πρόσωπο της φωτίστηκε καθώς τον είδε να κάθεται στην άλλη άκρη του δωματίου με έναν φίλο του. «Πειράζει να σε αφήσω λίγο μόνη σου;» με ρώτησε με ένα ικετευτικό χαμόγελο. «Όχι έτσι και αλλιώς θα καθίσω να διαβάσω.» Η Άλις έγνεψε με το κεφάλι της και εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος. Αναστέναξα και άρχισα να αναζητώ μια γωνιά που να είναι ελεύθερη από ζευγάρια χωρίς επιτυχία. Έτσι χωρίς άλλη επιλογή κατέφυγα στον κήπο σε μια ξαπλώστρα διπλά από την πισίνα και άρχισα να διαβάζω το βιβλίο μου.


    Εντουαρντ POV

    Όλοι στο πάρτι έμοιαζαν να περνάνε καλά. Χόρευαν και γελούσαν. Κάθε τόσο έπρεπε να υποδέχομαι τους καλεσμένους με ένα βεβιασμένο χαμόγελο και ένα ευχαριστώ που είχα βαρεθεί να επαναλαμβάνω. Τα κομπλιμέντα για το πόσο υπέροχο είναι το πάρτι ή για το πόσο εμφανίσιμος ήμουν έπεφταν βροχή. Το είχα βαρεθεί όλο αυτό. Συνεχώς η ίδια ρουτίνα. Δεν μπορώ να πω, στην αρχή η διασημότητα είναι ωραία αλλά μετά η όλη κατάσταση γίνεται πιεστική. Είσαι το κέντρο για τα κουτσομπολιά και το είδωλο όλων των παιδιών του σχολείου. Συνεχώς τα ίδια και τα ίδια. Ήθελα να αλλάξει η ζωή μου να πάρει νόημα. Άμα δεν με είχε πιέσει ο Τζάσπερ δεν θα είχα κάνει το πάρτι. Όμως όπως πάντα με έπεισε λέγοντας μου πως ένα πάρτι είναι ιδανικό για να με συνεφέρει. «Ακόμα να έρθουν οι πίτσες;» με ρώτησε ο Τζάσπερ βγάζοντας με από τις σκέψεις μου. «Έπρεπε να έχουν έρθει έως τώρα» είπε με προβληματισμένο ύφος καθώς κοίταξε το ρόλοι του. Ανασήκωσα τους ώμους. Δεν είχα όρεξη να απαντήσω.

    «Εντ, δεν χρειάζεται να είσαι έτσι.» μου είπε πιάνοντάς με από τους ώμους και ταρακουνώντας με. «Κοιτά γύρω σου. Υπάρχουν τόσα κορίτσια. Κάποια θα σου αρέσει δεν γίνεται.» συνέχισε. «Δεν το νομίζω» απάντησα κουνώντας το κεφάλι μου. Ο Τζάσπερ είχε κολλήσει στον παλιό εαυτό μου. Παλιά θα έκανα αυτό που μου είπε και θα περνούσα καλά. Όχι όμως πια. «Φλε συγγνώμη. Πρέπει να σε αφήσω. Ήρθε η Άλις! Πάντως καλό θα ήταν να πας και να χαιρετήσεις τους καινούργιους καλεσμένους.» είπε με ενθουσιασμό. Χαίρομαι για τον Τζάσπερ. Δεν τον έχω ξαναδεί τόσο ερωτευμένο. Δεν την ξέρω προσωπικά την Άλις αλλά μου φαίνεται πολύ καλός χαρακτήρας. Μπορώ να πω πως ταιριάζει απόλυτα με τον Τζάσπερ. Όλη την υπόλοιπη ώρα προσπαθούσα να βγάλω έναν ψεύτικο ενθουσιασμό χαιρετώντας τους ‘‘καλεσμένους’’ και λέγοντας πόσο πολύ χαιρόμουν που είχαν έρθει στο πάρτι μου. «Έντουαρντ!» μου φώναξε η Τάνια τρέχοντας και αγκαλιάζοντάς με. «Να τα εκατοστίσεις. Ουάου, φάντασμα της όπερας. Σου πάει. Στην αρχή δεν σε αναγνώρισα.» είπε κοιτώντας με στα μάτια καθώς σχολίαζε το ντύσιμο μου. «Τάνια! Ευχαριστώ πολύ! Τι κάνεις εδώ;» ρώτησα απορημένος κοιτάζοντας τα ξανθοκόκκινα μαλλιά της. Με την Τάνια γνωριζόμαστε από μικροί όπως και με τον Τζάσπερ. Είχε φύγει πριν 1 χρόνο για σπουδές στο Λονδίνο και μας επισκεπτόταν μονό τις διακοπές. «Με πήρε ο Τζάσπερ και με ειδοποίησε για το πάρτι. Ανέφερε και κάτι για μια αλλαγή στην συμπεριφορά σου νομίζω...» συνέχισε με σοβαρό ύφος. Δεν απάντησα.

    «Εντουαρντ, τι τρέχει; Την προηγούμενη φορά που σε άφησα ήσουν τόσο χαρούμενος. Χώρισες με την Τζέην;» ρώτησε τρομαγμένη. «Ναι, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Είναι πιο περίπλοκο από όσο νομίζεις» απάντησα περνώντας μηχανικά το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου. «Μπορώ να κρατήσω μυστικά ξέρεις» είπε παιχνιδιάρικα. Κόμπιασα. «Νομίζω πως....... θα αποχωρήσω από το συγκρότημα.» είπα διαλέγοντας προσεκτικά τις κατάλληλες λέξεις. «Τι; Έντουαρντ τι λες; Είσαι στα καλά σου;» «Βαρέθηκα πια. Την διασημότητα, το να είσαι το επίκεντρο, τα πάρτι, τα πάντα, τα βαρέθηκα» είπα λέγοντας για πρώτη φορά δυνατά τις σκέψεις μου σε κάποιον άλλον. «Δεν ξέρω. Ειλικρινά δεν ξέρω τι να σου πω. Εσύ ξέρεις. Άμα αυτό θα σε κάνει και πάλι χαρούμενο. Αλλά σκέψου το καλά πριν πάρεις την απόφαση» Μου απάντησε με νοσταλγικό ύφος. Κουρασμένος από την συζήτηση άφησα το βλέμμα μου να ταξιδέψει έξω στην πισίνα. Η θερμοκρασία ήταν αρκετά χαμηλή έτσι κανένας δεν βρισκόταν έξω εκτός από μια κοπέλα ντυμένη στα μαύρα που καθόταν πάνω σε μια ξαπλώστρα διαβάζοντας ένα βιβλίο. «Τάνια με συγχωρείς λίγο.» Είπα σαν μαγεμένος. Χωρίς να το καταλάβω είχα ανοίξει την μπαλκονόπορτα και βρισκόμουν 5 μετρά μακριά της. Για κάποιον περίεργο λόγο δεν αισθανόμουν το κρύο. Έκανα ένα βήμα μπροστά. ‘‘ Μπορεί να εκνευριστεί άμα την διακόψεις από το βιβλίο της ‘’ συλλογίστηκα. Η μπλούζα της ήταν ξεμανίκωτη και το κολάν της λεπτό χωρίς να την προστατεύουν από το κρύο. Κάθε λίγο ρίγη διαπερνούσαν το σώμα της. Πήρα μια βαθιά ανάσα και την πλησίασα. Δεν είχε καταλάβει την παρουσία μου μέχρι που πήγα μπροστά της ξεροβήχοντας. Αναπήδησε από την θέση της κάνοντάς με να χασκογελάσω. Γύρισε και με κοίταξε στα μάτια κάνοντας με να χάσω τα λογικά μου. Δυο σοκολατί μάτια εμφανίστηκαν μέσα από την μαύρη μάσκα της. Ήμουν σίγουρος ότι είχε κοκκινίσει από την αντίδραση που της προκάλεσα, όμως η μάσκα κάλυπτε τα μαγούλα της. Προσπάθησα να βρω μια έξυπνη ερώτηση όμως χωρίς επιτυχία. «Τι διαβάζεις;» Μόλις που μπορούσα να προφέρω τις λέξεις.

    «Εεεε, ‘’Υπερηφάνεια και προκατάληψη’’ Το τελειώνω». Μου είπε με μια μελωδική φωνή που ζέστανε την καρδιά μου. «Ωραίο είναι;» την ξαναρώτησα. «Ναι. Είναι πολύ ενδιαφέρον» είπε με ένα τεράστιο χαμόγελο. «Λοιπόν από το σχολείο είσαι;» «Ναι» απάντησε κουνώντας καταφατικά το κεφάλι της. «Εσύ;» «Κι εγώ από το σχολείο είμαι» Για κάποιον περίεργο λόγο δεν ήξερα τι να πω σε αυτήν την κοπέλα. Δεν ήταν σαν τα άλλα κορίτσια. Το καταλάβαινες και μονό από το γεγονός ότι αντί να έρθει μέσα στο πάρτι προτίμησε να καθίσει έξω στο κρύο και να διαβάσει το βιβλίο της. Ένα ρίγος διαπέρασε το σώμα της που έκανε τη ξαπλώστρα να κουνηθεί. «Γιατί δεν έρχεσαι μέσα;» την ρώτησα τρομαγμένος για την υγεία της. «Δεν θέλω. Καλά είμαι και εδώ. Μέσα έχει πολύ κόσμο.» είπε συγκρατώντας άλλο ένα ρίγος. Χωρίς δεύτερη σκέψη έβγαλα την κάπα μου και της την πέρασα στους ώμους της σαν κουβέρτα. «Ορίστε καλυτέρα έτσι;» Την ρώτησα.

    «Δεν χρειάζεται.» μου απάντησε. Όμως ήταν εμφανές πως είχε αρχίσει ήδη να ζεσταίνεται. «Δεν πειράζει.» της είπα κοιτώντας την στα μάτια. «Θα μου την δώσεις μετά.» «Ώστε... Μαύρο φάντασμα;» την ρώτησα μαντεύοντας την στολή της. Έγνεψε καταφατικά. «Αχά. Και εσύ άσπρο φάντασμα;» μάντεψε κοιτάζοντας την άσπρη μάσκα μου. «Όχι, βασικά, είμαι φάντασμα της όπερας.» «Αα..» αποκρίθηκε αμήχανα κοιτάζοντας την φωτισμένη πισίνα. «Μονή σου ήρθες; Στο πάρτι εννοώ.» ρώτησα. «Όχι με μια φίλη μου» είπε κοιτώντας μέσα το πάρτι. «Και σε άφησε μόνη σου;» ρώτησα μπερδεμένα. Δεν είχα δει κανέναν να κάθεται μαζί της πριν έρθω. «Όχι, εγώ της είπα να με αφήσει γιατί έτσι και αλλιώς ήθελα να διαβάσω το βιβλίο μου.» απάντησε. Για κάποιον περίεργο λόγο ήμουν σίγουρος ότι μου έλεγε την αλήθεια. Από το πάρτι ακούγονταν όλοι να χρονομετρούν για κάποιον λόγο που δεν μπορούσα να καταλάβω. Ξαφνικά το βιβλίο της πέφτει με έναν γδούπο στο πάτωμα. Το χέρι μου αυτόματα κινήθηκε προς το βιβλίο για να το πιάσει ταυτόχρονα με το δικό της. Τα δάκτυλα της άγγιξαν τα δικά μου ηλεκτρίζοντας όλο μου το σώμα. «9» Συνέχισε η χρονομέτρηση μέσα από το πάρτι. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα πάνω στα δικά μου. «8» Η καρδιά μου κτυπούσε σαν τρελή μέσα στο στήθος μου. «7» Το πρόσωπο της απείχε μονό λίγα εκατοστά από το δικό μου. «6» Η ανάσα της έπεφτε καυτή πάνω στο πρόσωπο μου μέσα στο κρύο κάνοντάς με να χάσω τα λογικά μου. «5» Δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Το βλέμμα μου ταξίδεψε στα μάτια της και υστέρα κατέβηκε στα χείλια της. «4» Προσπαθούσα να καταλάβω για ποιό λόγο χρονομετρούσαν όλοι μέσα στο πάρτι χωρίς να βγάλω άκρη. Ο ήχος όλο και δυνάμωνε. «3» Το χέρι μου ακούμπησε πάνω στο μάγουλο της νιώθοντας την ζεστή της επιδερμίδα.

    «2» Τα χείλια μου ακούμπησαν πάνω στα δικά της. Αισθανόμουν λες και όλο μου το σώμα είχε πάρει φωτιά. Η μπαλκονόπορτα άνοιξε αφήνοντας να βγει ένα κύμα ζεστού αέρα. «1. Χρόνια πολλά Εντουαρντ» φώναξαν όλοι μαζί. Τα χείλια της άφησαν τα δικά μου. Άνοιξα τα μάτια μου και την κοίταξα. Το πρόσωπο της ήταν ταραγμένο. «Εντουαρντ;» με ρώτησε απορημένα. Διστακτικά έβγαλα την μάσκα μου. Τα μάτια της έκπληκτα παρατήρησαν όλο μου το πρόσωπο και υστέρα με κοίταξε στα μάτια. Φαινόταν μπερδεμένη. «Είναι δώδεκα;» ψιθύρισε τρομαγμένη. «Ναι... Γιατί; Τι έπαθες;»

    «Πρέπει να φύγω» μου είπε καθώς σηκωνόταν με δύναμη από την ξαπλώστρα, παίρνοντας την τσάντα της και τρέχοντας μέσα στο πάρτι. «Περίμενε!!!» της φώναξα. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στο βιβλίο της. «Ξέχασες το βιβλίο!!!» ξαναφώναξα καθώς άρχισα να τρέχω πίσω της. Δεν μπορούσε να φύγει. Προσπερνούσα όλους τους καλεσμένους προσπαθώντας να την φτάσω. Δεν ήξερα ούτε καν το όνομά της. Η καρδιά μου κτυπούσε ακανόνιστα. Πέρασα τρέχοντας την εξώπορτα βγαίνοντας στον κήπο. Η μυστηριώδης κοπέλα μπήκε σε ένα αυτοκίνητο που αμέσως έβαλε μπρος και ξεκίνησε. Η αναπνοή μου έβγαινε κοφτή από τα χείλια μου. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που είχε γίνει. Μόλις είχα γνωρίσει την πιο καταπληκτική κοπέλα της ζωής μου και την άφησα να φύγει; Κοίταξα το βιβλίο που είχα στα χεριά μου και άνοιξα την πρώτη του σελίδα. Υπήρχε γραμμένο με μολύβι ένα κείμενο και από κάτω ένα ψευδώνυμο με τα αρχικά «ΜΣ». Πήρα μια βαθιά ανάσα εισπνέοντας τον καθαρό αέρα. Καθώς έμπαινα στο πάρτι ήμουν σίγουρος ότι θα έβρισκα την μυστηριώδη κοπέλα ότι και να γινόταν.


    Μπέλλα POV

    Ήμασταν κοντά στο σπίτι μου. Η φιγούρα των δέντρων έμοιαζε θολή από την ιλιγγιώδη ταχύτητα μας. «Δεν το πιστεύω ότι ήσουν με τον Εντουαρντ Κάλλεν!» φώναξε η Άλις «Και ότι σε φίλησε!» Όντως ήταν απίστευτο αυτό που είχε γίνει σήμερα. Κανείς δεν το περίμενε. Ήθελα να της πω πόσο ωραία ένιωθα μαζί του, το αίσθημα που είχα καθώς τον κοίταζα, την αίσθηση των χειλιών του πάνω στα δικά μου.... Όμως αντί για αυτό την ρώτησα αν μπορούσε να πάει πιο γρήγορα. «Συνήθως εγώ το ρωτάω αυτό» αποκρίθηκε με ένα χαμόγελο βάζοντας πέμπτη.

    Βούλιαξα στην θέση του συνοδηγού και ξαναθυμήθηκα αυτήν την τρελή βράδια. Ήταν αστείο το πως έφυγα. «Το βιβλίο» αναφώνησα. Μέσα σε όλη αυτή την αναστάτωση είχα ξεχάσει το βιβλίο. «Ποιο βιβλίο;» αποκρίθηκε η Άλις «Αυτό το βιβλίο που πήρα σήμερα» είπα βγάζοντας την περούκα και τραβώντας το κορδονάκι λύνοντας την μάσκα. «Θα στο επιστρέψει την Δευτέρα στο σχολείο.» « Πως; Αφού δεν ξέρει ποια είμαι...» είπα απελπισμένη «Σωστά. Τότε πήγαινε ζήτησε του το εσύ» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους της με το ύφος τα-πάντα-λύθηκαν. «Δεν μπορώ...» είπα με έναν κόμπο στο λαιμό. « Γιατί;» ρώτησε κοιτώντας με για ένα δευτερόλεπτο και ύστερα ξαναστρέφοντας την προσοχή της στον δρόμο. «Άμα πάω και του αποκαλύψω ποια είμαι δεν θα ενδιαφερθεί και το μονό που θα κάνει μετά είναι να με γελοιοποιήσει» είπα διώχνοντας την εικόνα από το μυαλό μου. «Δεν το νομίζω Μπέλλα. Από τον τρόπο που σε κοιτούσε μπορεί κανείς να πει πως είναι ερωτευμένος μαζί σου.» «Κάνεις λάθος. Είναι τσιμπημένος με την κοπέλα μαύρο φάντασμα. Όχι με έμενα. Μόλις με δει θα αλλάξει πόλη μόνο και μόνο για να είναι μακριά μου.» «Εσύ ξέρεις» είπε σταματώντας μπροστά από το σπίτι μου. «Καληνύχτα» μουρμούρισα καθώς άνοιξα την πόρτα. Με μεγάλες δρασκελιές έφτασα στο κατώφλι της πόρτας. Την άνοιξα και με ταχύτητα μπήκα στο σπίτι. Έτρεξα πάνω στο δωμάτιο του Τζάκσον όπου και τον βρήκα να παίζει με τα παιχνίδια του. «Μπελς!» αναφώνησε με το που με είδε. «Τι κάνει ο Τζάκσον μου; Παίζει με τα παιχνίδια του;» ρώτησα γαργαλώντας τον. «Ναι παίζει» είπε και χασμουρήθηκε. «Έλα είναι πολύ αργά. Πάμε για ύπνο.» Ύστερα από δέκα λεπτά βρισκόταν στο κρεβάτι του παραδομένος στον ύπνο. Πήγα στο δωμάτιό μου και άρχισα να βγάζω τα ρούχα μου όταν είδα ότι φορούσα την κάπα του Εντουαρντ. Την έβγαλα και την μύρισα περίεργη για να δω αν μύριζε όπως πριν. Προς έκπληξη μου μύριζε ακόμη καλύτερα. Έβαλα τις πιτζάμες μου, αφαίρεσα το μακιγιάζ και έπεσα στο κρεβάτι με την κάπα του αγκαλιά. Έτσι τουλάχιστον είχε εκείνος κάτι δικό μου και εγώ κάτι δικό του. Έκλεισα τα μάτια νιώθοντας κουρασμένη αφήνοντας τον ύπνο να με πάρει.


    *******************************


    Το Σαββατοκύριακο πέρασε γρήγορα δίνοντας την σειρά του στην Δευτέρα. Στο σχολείο όλα κύλησαν χαλαρά. Μέχρι που έφτασε η ώρα του φαγητού. Κάθισα σε ένα τραπέζι με τον δίσκο μου. Η Άλις ήρθε τρέχοντας προς το μέρος μου. «Μπέλλα, δεν θα πιστέψεις τι γίνεται» είπε καθώς καθόταν σε μια καρέκλα απέναντί μου. «Ο Εντουαρντ επειδή ξέρει πως η κοπέλα που μίλησε στο πάρτι του ήταν από το σχολείο μας, κάνει κάτι σαν οντισιόν για να την βρει.» είπε χοροπηδώντας στην θέση της. Προσπάθησα να διατηρηθώ ήρεμη χωρίς επιτυχία. «Και τι θες να κάνω;» είπα με εκνευρισμένο ύφος.

    «Να πας να του μιλήσεις βέβαια.» «Άλις, αυτό καταντάει γελοίο. Να πάω να αποδείξω ότι ήμουν εκείνη η κοπέλα στο πάρτι; Δεν το νομίζω» απάντησα κουνώντας το κεφάλι μου. «Καλά. Όμως Μπέλλα δεν έχεις τίποτα να χάσεις. Σκέψου το» είπε και σηκώθηκε από το τραπέζι. Τις τρεις τελευταίες ώρες είχαμε όλο το σχολείο γιορτή, έτσι δεν χρειαζόταν να βιάζομαι. Με μηχανικές κινήσεις σηκώθηκα πετώντας τα σκουπίδια στον κάδο απορριμμάτων και αφήνοντας τον δίσκο στον πάγκο. Ανέβηκα στην τάξη και πήρα την τσάντα μου. Υστέρα διέσχισα την πτέρυγα της τρίτης λυκείου και κατέβηκα στο προαύλιο. Η μουσική αντηχούσε σε όλο το κτήριο. Σκεφτόμουν τα λόγια της Άλις. Δεν θα έχανα και τίποτα άμα πήγαινα να του μιλήσω. Απ’ την άλλη όμως μπορεί να μην του αρέσω και να μου συμπεριφερθεί σαν σκουπίδι. Αλλά στο πάρτι του ήταν τόσο διαφορετικός από παλιά. Το βλέμμα του ζέσταινε όλο μου το σώμα. Ακόμα και η μυρωδιά του ήταν μεθυστική. Χωρίς να χάσω δεύτερη ευκαιρία άρχισα να τρέχω για να τον βρω. Δεν ήξερα που ήταν. Απλώς έτρεχα. Προσπέρασα την σκηνή της συναυλίας που ήταν περικυκλωμένη από εφήβους και συνέχισα προς το δωμάτιο που ήταν τα παρασκήνια όταν ξαφνικά έπεσα πάνω σε κάποιον. Χωρίς να το καταλάβω βρισκόμουν στο πάτωμα. «Είσαι καλά;» με ρώτησε. Σηκώθηκα ατσούμπαλα.

    «Ναι ευχαριστώ» απάντησα καθώς έσκυβα να πιάσω τα βιβλία που μου είχαν πέσει από την τσάντα μου ταυτόχρονα με εκείνον. Τα δάκτυλα του ακούμπησαν τα δικά μου κάνοντας με να νιώσω ένα οικείο μούδιασμα στο χέρι. Έκπληκτη σήκωσα το κεφάλι μου βλέποντας τον. «Εντουαρντ» είπα τόσο σιγανά που σχεδόν ούτε εγώ η ίδια δεν άκουγα την φωνή μου. «Αυτά τα μάτια...» μουρμούρισε σιγανά. Το χέρι του σηκώθηκε και χάιδεψε το μάγουλό μου κάνοντάς με να ανατριχιάσω. Το βλέμμα του ταξίδεψε στο πρόσωπο μου. Κάτι στην τσάντα μου του τράβηξε την προσοχή. Ακολούθησα το βλέμμα του που παρατηρούσε επίμονα τα αρχικά μου στην τσάντα. «ΜΣ» ψιθύρισε.

    «Μπέλλα Σουάν» απάντησα με τρεμάμενη φωνή. «Μπέλλα» δοκίμασε τον ήχο του ονόματος μου στα χείλη του. «Εσύ είσαι...» είπε στον εαυτό του χαμογελώντας. Περίμενα την αντίδραση του. Επειδή μέχρι αυτή την στιγμή δεν το είχε βάλει στα πόδια δεν σήμαινε ότι δεν μπορούσε να το κάνει τώρα. Όμως αντί για αυτό απλά είπε : «Είσαι πανέμορφη.» Η έκπληξη μου ήταν απερίγραπτη. Τα δάκρυα ανέβαιναν στα μάτια μου ασταμάτητα. «Μην κλαις. Είμαστε φτιαγμένοι για να είμαστε μαζί. Θυμάσαι τι έγινε με την Ελίζαμπεθ και τον Ντάρσι;» ρώτησε σκουπίζοντας ένα δάκρυ μου με την άκρη του δάκτυλου του. «Δεν πρόλαβα να το διαβάσω όλο.» παραδέχτηκα.

    «Καλά θα σου πω εγώ τότε». Χαμογέλασε με το πιο γλυκό στραβό του χαμόγελο. «Παρά τους τελείως διαφορετικούς χαρακτήρες τους ‘’λογοδόθηκαν’’ και έζησαν μαζί.» Έπεσα στην ζεστή αγκαλιά του. Με τις άκρες των δακτύλων του ανασήκωσε το πιγούνι μου και με διστακτικές κινήσεις ακούμπησε τα χείλια του στα δικά μου. Όλο μου το σώμα είχε πάρει φωτιά. Τα χέρια μου κλειδώθηκαν πίσω από το λαιμό του. «Δεν θα σε αφήσω ποτέ να φύγεις. Είσαι το πιο όμορφο πλάσμα που έχω δει ποτέ στην ζωή μου.» είπε καθώς στροβιλιζόμασταν χορεύοντας στον ρυθμό της μουσικής.

    Την επόμενη μέρα γράψαμε στην πρώτη σελίδα του βιβλίου το ψευδώνυμό του δίπλα από το δικό μου. Πήγαμε πιασμένοι από το χέρι και το αφήσαμε στο κέντρο της πόλης. Το βάλαμε κάτω από ένα στρογγυλό δέντρο και καθίσαμε κοιτάζοντας το για λίγη ώρα. Την επόμενη μέρα περάσαμε από το σημείο που είχαμε αφήσει το βιβλίο αλλά δεν ήταν πια εκεί. Προφανώς συνέχιζε την δικιά του ιστορία.



    by Bella Cullen12



    Έχει επεξεργασθεί από τον/την WhiteQueen στις Πεμ 10 Φεβ 2011 - 21:48, 1 φορά
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    http://www.jokastia.blogspot.com
    WhiteQueen
    Edward's Queen
    WhiteQueen


    Θηλυκό Ιχθύς
    Ηλικία : 45
    Τόπος : Sagaland!
    Αριθμός μηνυμάτων : 8830
    Registration date : 14/09/2008

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές   Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές I_icon_minitimeΠεμ 10 Φεβ 2011 - 21:47




    Η παγίδα της αγάπης by Fay1765

    Μπέλλα

    Όπως κάθε μεσημέρι, είχα στρώσει το τραπέζι, τα σερβίτσια του φαγητού και μαζί με τις αδελφές μου, περιμέναμε τον πατέρα μας για να σερβίρω. Η Τζέσικα παραπονιόταν συνεχώς γιατί πεινούσε, ενώ η Ρόζαλι κάθε τόσο ξεφύσαγε υπενθυμίζοντάς μου πως θα αργούσε στο ραντεβού με τις φίλες της αν δεν τρώγαμε σε δέκα λεπτά. Οι αδελφές μου δεν ανησύχησαν καθόλου για την καθυστέρηση του πατέρα μας. Για να ακριβολογώ, δεν έδειξαν το παραμικρό ενδιαφέρον.

    Η αλήθεια είναι ότι είχε αργήσει ασυνήθιστα πολύ αυτή τη φορά. Βέβαια, με είχε ενημερώσει από το προηγούμενο βράδυ ότι είχε μία σοβαρή συνάντηση και πιθανότατα να αργούσε. Το κινητό του ήταν κατειλημμένο, δεν απαντούσε στα μηνύματα μου και στην τελευταία μου κλήση ακούστηκε το ηχητικό μήνυμα «Ο χρήστης έχει το κινητό του απενεργοποιημένο ή πολύ πιθανόν να βρίσκεται εκτός δικτύου.»
    Δεν είχα άλλη λύση από το να τηλεφωνήσω στη γραμματέα του για να με ενημερώσει. Τα νέα δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικά. Με διαβεβαίωσε ότι ο πατέρας μου είχε φύγει από το γραφείο από νωρίς το πρωί και μάλιστα δεν είχε εμφανιστεί ούτε καν στη σύσκεψη.

    «Αχ, μανούλα μου, δώσε μου δύναμη!» Κοίταξα ψηλά στο ταβάνι ικετεύοντας και με την κρυφή ελπίδα ότι θα με βοηθούσε.
    Η μητέρα μου είχε πεθάνει ενώ εγώ ήμουν ακόμη στο νηπιαγωγείο. Οι αδελφές μου είχαν περισσότερες αναμνήσεις από εκείνη. Έλεγαν πως σε αυτές έλειπε περισσότερο ενώ σε εμένα η απουσία της δεν ήταν τόσο αισθητή. Καμιά φορά με κατηγορούσαν και για το θάνατό της, καθώς μετά τη γέννησή μου απέκτησε το πρόβλημα υγείας που της στέρησε τη ζωή. Δεν απαντούσα στις προσβολές τους, ούτε σχολίαζα τις αναμνήσεις τους για χάρη του πατέρα μας. Ήξερα πως δεν ήθελε να μας βλέπει να τσακωνόμαστε, πως ακόμη και μετά από δεκαπέντε χρόνια του έλειπε. Την είχε ανάγκη, όλοι μας την είχαμε ανάγκη.

    Αμέσως μετά το φαγητό η Ρόζαλι φρεσκαρίστηκε και έφυγε τρέχοντας. Από την άλλη, η Τζέσικα προτίμησε να κοιμηθεί για να είναι φρέσκια το βράδυ στο κλαμπ. Επομένως, όλο το άγχος και η αγωνία έπεφταν σε εμένα.
    Προσπάθησα να ηρεμήσω και να σκεφτώ λογικά. Επέμενα να καθησυχάζω τον εαυτό μου επαναλαμβάνοντας από μέσα μου «Όλα θα πάνε καλά, Μπέλλα.» Από την αμηχανία μου το φώναζα όλο και πιο δυνατά ώσπου στο τέλος η φράση να μην έχει κανένα απολύτως νόημα. Έβαλα να δω μια ταινία αλλά και πάλι το μυαλό μου δεν ήταν συγκεντρωμένο στους διαλόγους. Προσπάθησα ξανά και ξανά να του τηλεφωνήσω, να ακούσω την καθησυχαστική φωνή του, δίχως αποτέλεσμα.

    «Ω, έλα τώρα θεία! Όπως πάντα η Μπέλλα υπερβάλλει. Ο μπαμπάς αργεί να γυρίσει γιατί έχει πολλή δουλειά. Αυτό είναι όλο!» Μέσα στην απόγνωσή μου είχα τηλεφωνήσει στη θεία Σου ˙ χρειαζόμουν στήριξη. Η Τζέσικα καθώς κατέβαινε τις σκάλες από το δωμάτιό της άκουσε τη γεμάτη λυγμούς φωνή μου και έσπευσε να ηρεμήσει τη θεία.

    «Είσαι παράφρων;» Με ρώτησε τερματίζοντας την κλήση. «Το κάνεις ολόκληρο θέμα για μια μικρή αργοπορία.» Τα φρύδια της Τζέσικα έγιναν μια ίσια λεπτή γραμμή καθώς συνοφρυώθηκε.
    «Ανησυχώ, Τζέσικα! Κατάλαβέ με, σε παρακαλώ…» Άρχισα και πάλι να κλαίω. Έπεσα στον καναπέ παραδομένη, ηττημένη, μην μπορώντας να συνεχίσω τη συζήτηση.

    «Ωχ, ξέρεις κάτι, Μπέλλα; Κάθισε να κλάψεις μόνη σου. Ή τηλεφώνησε σε εκείνη τη χαζοχαρούμενη φίλη σου…. την Άλις.» Έριξε το τσαντάκι της στον ώμο. «Βρες κάποιον άλλο τέλος πάντων για να μοιραστείς τις υστερίες σου, μικρή. Εγώ σε βαρέθηκα.» Μου έριξε ένα ειρωνικό χαμόγελο και έτρεξε λικνίζοντας τους γοφούς της προς την εξώπορτα. Την έκλεισε με έναν εκκωφαντικό θόρυβο πίσω της κάνοντας το κάδρο που κρεμόταν στο διπλανό τοίχο, να πέσει.

    Οι ώρες συνέχισαν να περνούν βασανιστικά αργά. Ήταν πολύ μετά τα μεσάνυχτα όταν άκουσα κλειδιά. Βρέθηκα σα σίφουνας ακριβώς πίσω από την πόρτα. Κατέβασα το πόμολο και άνοιξα απότομα. Ένας κύριος γύρω στα σαράντα οκτώ, γεμάτος μώλωπες και πληγές να αναβλύζουν αίμα έπεσε στην αγκαλιά μου.
    «Μπαμπά!» Ούρλιαξα. Ήμουν σίγουρη ότι ολόκληρη η γειτονιά άκουσε την τσιρίδα μου.

    Προσπάθησα να τον κουβαλήσω ως το σαλόνι και τον άφησα προσεκτικά στον καναπέ. Έτρεξα να φέρω το φαρμακείο για να περιποιηθώ τις πληγές του. Τα ρούχα του είχαν ένα σκούρο καφέ χρώμα από το ξεραμένο αίμα. Ευτυχώς, δεν είχε χάσει τις αισθήσεις του. Βογκούσε ελαφρά, κατά διαστήματα τιναζόταν από τον πόνο και ψιθύριζε κάποιες ακατανόητες φράσεις.

    «Τι έγινε, μπαμπά μου; Ποιος σου το έκανε αυτό;» Τον είχα βοηθήσει να ξαπλώσει στο κρεβάτι του αφού πρώτα του φόρεσα της πιζάμες του.
    «Κινδυνεύεις, Μπέλλα!» Η φωνή του έβγαινε μετά βίας.
    «Από ποιον;» Κούνησα νευρικά το κεφάλι μου. «Δεν καταλαβαίνω… Ξεκουράσου σήμερα και μιλάμε αύριο πάλι…»
    «Όχι!» Άρπαξε τον καρπό μου τόσο βίαια και απότομα που σχεδόν ένιωσα τα νύχια του να τρυπάνε τη σάρκα μου. «Δεν έχουμε χρόνο, Μπελς! Πρέπει να φύγεις οπωσδήποτε στο εξωτερικό. Θα σε φυγαδεύσω στην Ευρώπη…»
    «Γιατί να το κάνεις αυτό, μπαμπά;»

    «Είναι επίφοβο να μάθεις την αλήθεια.» Το χέρι του χαλάρωσε για λίγο γύρω από τον καρπό μου και εγώ άφησα μια μεγάλη ποσότητα αέρα να δραπετεύσει από τα πνευμόνια μου.
    «Μα αν δεν ξέρω από τι κινδυνεύω, πώς θα προφυλαχτώ, μπαμπά;» Τα λόγια του με μπέρδευαν και ήταν τόσο μυστικοπαθής που είχα αρχίσει να φοβάμαι. «Χθες μου είπες πως είχες μια σοβαρή συνάντηση. Το κινητό σου δεν απαντούσε και δεν είχες δώσει ούτε το παραμικρό σημάδι ζωής.»
    «Άκου, Μπέλλα. Άκου με προσεκτικά διότι τα πράγματα δεν είναι καθόλου αστεία.» Βολεύτηκε καλύτερα στα μαξιλάρια και ξεκίνησε την εξιστόρηση. «Ήμουν σχεδόν στην ηλικία σου όταν γνωριστήκαμε με τη μητέρα σου. Ήταν κεραυνοβόλος έρωτας αλλά καθόλου επιπόλαιος. Με τον καιρό γνωριστήκαμε και αποφασίσαμε να ζήσουμε μαζί φτιάχνοντας μια ευτυχισμένη οικογένεια. Είχαμε ορκιστεί ότι δεν θα επιτρέψουμε να υπάρξουν μυστικά μεταξύ μας.

    »Η μητέρα σου όμως δεν κράτησε το λόγο της, Μπέλλα. Λίγο πριν πεθάνει μου αποκάλυψε πως είχε στην κατοχή της κοσμήματα και κάποια άλλα προσωπικά αντικείμενα που είχε καταχραστεί από μια φίλη της. Μετά το θάνατό της προσπάθησα να απαλλαχτώ από αυτά με κάθε δυνατό τρόπο.
    »Πριν δυο χρόνια, κατάφερα να τα ξεφορτωθώ πληρώνοντας ένα τεράστιο χρηματικό ποσό. Αναγκάστηκα να πάρω δάνεια από τράπεζες, από τοκογλύφους και από γνωστούς. Η εταιρεία έφτασε στα όρια της πτώχευσης. Τότε βρέθηκε κάποιος καλοθελητής που προσφέρθηκε να βοηθήσει εμένα προσωπικά πληρώνοντας όλα μας τα χρέη και αμέσως μετά την υπογραφή των συμφωνητικών άρχισε να με απειλεί και να με εκβιάζει.» Ο πατέρας μου πήρε μια βαθιά ανάσα και ήπιε λίγο από το νερό που είχα αφήσει δίπλα στο κομοδίνο.
    «Πώς σε εκβιάζει, δηλαδή;»

    «Όρος του συμφωνητικού ήταν να σε παντρευτεί ως εγγύηση ότι θα του ξεπληρώσω όλα τα χρωστούμενα.» Στο άκουσμα αυτών των λέξεων γούρλωσα τα μάτια μου. «Ορκίζομαι, Μπελς, δεν είχα προσέξει αυτόν τον όρο. Προτιμώ χίλιες φορές να με κλείσουν στη φυλακή παρά να καταστρέψω τη ζωή σου.»
    «Και αν ξεπληρώσεις το χρέος σου; Τότε θα μας αφήσει ήσυχους;»

    «Ναι. Αλλά είναι αδύνατον να βρω όλα αυτά τα λεφτά. Μιλάμε για εκατομμύρια, Μπέλλα.» Έριξα το κεφάλι μου μέσα στις παλάμες μου. Πήρα μια κοφτή ανάσα σχεδόν σαν αναφιλητό και τότε κατάλαβα πως ανέπνεα με δυσκολία.
    «Υπάρχει λύση, γλυκιά μου. Θα σε στείλω στην Ευρώπη, μακριά από τον κίνδυνο. Δεν είσαι αναγκασμένη να τα υποστείς όλα αυτά.» Είχε αντιληφθεί ότι σκεφτόμουν σοβαρά να κάνω ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να τον απαλλάξω.

    «Ξεκουράσου, απόψε. Αύριο θα συζητήσουμε πιο ήρεμα και θα πάρουμε μια απόφαση.» Χαμογέλασα με ένα προσποιητό χαμόγελο και έσβησα το φως βγαίνοντας από το δωμάτιο.
    Όπως ήταν φυσικό δεν κατάφερα να κοιμηθώ το βράδυ. Έψαξα στη λίστα επαφών του κινητού του πατέρα μου και βρήκα το μοναδικό αριθμό που ήταν καταχωρημένος συνθηματικά. Για μια στιγμή γέλασα και ευχαρίστησα την τύχη μου που επέλεξα να κάνω μερικά μαθήματα ψυχολογίας στη σχολή. Εκεί μας είχαν μάθει αρκετά πράγματα για συμπεριφορές και αντιδράσεις.

    Κάλεσα το νούμερο και περίμενα υπομονετικά να ακούσω τη φωνή της άλλης γραμμής.
    «Φαίνεται ότι σε χτύπησαν πολύ οι φίλοι μου. Κατάφερες να μου τηλεφωνήσεις ύστερα από τρεις ολόκληρες ώρες για να παραπονεθείς; Πόση ώρα ήσουν αναίσθητος;» Μετά από σχεδόν τρία χτυπήματα, η φωνή που απάντησε ακουγόταν τόσο ειρωνική και χλευαστική. Με το μυαλό μου φανταζόμουν έναν μεσήλικα άντρα, τιποτένιο και με ένα περιπαικτικό χαμόγελο στα χείλη, να πίνει το ποτό του καθισμένος χαλαρά στην πολυθρόνα του και μόλις είδε την κλήση, έφτιαξε η διάθεσή του.

    «Είμαι η Μπέλλα.» Τραύλισα.
    «Απίστευτο! Δεν πίστευα πως θα είναι τόσο αποτελεσματικό το σχέδιό μου.» Προφανώς, ήμουν το μοναδικό άτομο που δεν περίμενε να ακούσει. Μετά το άκουσμα του ονόματός μου, πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα ώσπου να μου απαντήσει.
    «Θέλω να συναντηθούμε το συντομότερο.» Είπα κατηγορηματικά.
    «Μμμ… Λατρεύω τις αποφασιστικές γυναίκες! Αύριο στις έντεκα στο γραφείο μου, είναι καλά;» Συνέχισε στον ίδιο τόνο.

    «Θα είμαι εκεί.» Μου έδωσε τη διεύθυνση του γραφείου του και του έκλεισα το τηλέφωνο.
    Την επομένη, ένιωθα τόσο σίγουρη για τον εαυτό μου όσο ποτέ άλλοτε. Είχα φτάσει στο γραφείο του ακριβώς στην ώρα μου, χωρίς βέβαια να ενημερώσω κανέναν από την οικογένειά μου γι’ αυτό.
    Η γραμματέας μου πρόσφερε καφέ και με άφησε να περιμένω για μισή ώρα στην αίθουσα υποδοχής. Αμέσως μετά με συνόδευσε στο γραφείο του άντρα και λίγο πριν κλείσει την πόρτα για να μας αφήσει μόνους μου είπε μια μικρή, προειδοποιητική φράση.

    «Μην τρομάξεις και κυρίως μην τον κοιτάζεις επίμονα!» Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της. Εγώ με τη σειρά μου ένευσα και εκείνη χάθηκε πίσω από την πόρτα κάνοντας μεταβολή.
    Ο χώρος ήταν έτσι διακοσμημένος που έδινε την εντύπωση ενός ιδιοκτήτη φιλότεχνου, με σεβασμό στις τέχνες και τον πολιτισμό. «Σίγουρα είμαι σε λάθος γραφείο.» Σκέφτηκα. Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που κάνει τέτοιες εξωφρενικές προτάσεις να είναι ιδεολόγος;

    «Σε ξαφνιάζει η διακόσμηση;» Ένιωσα μια φωνή στη βάση του λαιμού μου που με έκανε να ανατριχιάσω. Μια φωνή τόσο αισθησιακή που έκρυβε τόση ειρωνεία και λαγνεία ταυτόχρονα.
    «Δεν είμαι εδώ για να συζητήσουμε σχετικά με τη διακόσμηση του γραφείου σας. Ήρθα για να διαπραγματευτώ τους όρους του συμφωνητικού.» Είπα παραμένοντας παγωμένη στη θέση μου.

    «Για να έρχεσαι ως εδώ σημαίνει πως διαθέτεις πολύ μεγάλο θάρρος. Ο πατέρας σου απέφευγε να με συναντά και συνεχώς έστελνε αντιπροσώπους. Αυτό είσαι κι εσύ;» Σχεδόν ψιθύριζε στο αυτί μου. Δεν είχε κουνηθεί ούτε εκατοστό από το σημείο που βρισκόταν πριν. Ένιωθα κάθε του ανάσα στο λοβό του αυτιού μου να με χαλαρώνει και αμέσως μετά να με αγχώνει ακόμη περισσότερο. Η φωνή του ήταν τόσο διαφορετική από κοντά.
    «Ο πατέρας μου δεν ξέρει πως είμαι εδώ.» Ψέλλισα. Δεν το σκέφτηκα ούτε μια στιγμή παραπάνω. Ο πατέρας μου ήταν ο άνθρωπος που με έφερε στη ζωή και είχα υποχρέωση να τον βοηθήσω. Θα θυσιαζόμουν γι’ αυτόν, μου αρκούσε να ξέρω πως είναι ασφαλής.
    «Δε θέλω να σε πιέσω… Πρέπει να ξέρεις όμως, πως αν δε συμφωνήσεις με τους όρους, ο πατέρας σου θα αργήσει πολύ να γυρίσει στο σπίτι την επόμενη φορά. Ποιος ξέρει; Ίσως να μη γυρίσει και ποτέ…» Εξέπνευσε και πάλι απότομα δίπλα από το λαιμό μου.

    «Δεν το θεωρώ απαραίτητο να αρχίζουμε με απειλές. Άλλωστε προβλέπω πως θα ζήσουμε μια ολόκληρη ζωή μαζί.» Ομολογούσα την πικρή αλήθεια. Σιχαινόμουν που ξεστόμιζα κάτι τέτοιο αλλά και πάλι θα έπαιζα το παιχνίδι του.

    «Ήρθες αποφασισμένη να ηττηθείς, λοιπόν.» Επιτέλους, απομακρύνθηκε από πίσω μου και άρχισε να βηματίζει προς την πολυθρόνα του γραφείου του. Ήμουν περίεργη να δω το πρόσωπό του. Ανυπομονούσα να τον κοιτάξω κατάματα και να τον ειρωνευτώ με τον ίδιο τρόπο που με αντιμετώπιζε κι εκείνος.

    Όταν κάθισε στη θέση του ακριβώς απέναντί μου, σάστισα. Ξέχασα την προειδοποίηση της γραμματέως. Ο άντρας που βρισκόταν απέναντί μου ήταν σχεδόν συνομήλικός μου, με πανέμορφα χαρακτηριστικά. Τα αφοπλιστικά σαν τοπάζι μάτια του και τα πυρόξανθα μαλλιά του σε συνδυασμό με τις γωνίες του προσώπου του και το θεληματικό πιγούνι… Ακούγεται σαν ανέκδοτο, φαντάζει τόσο γελοία και συνηθισμένη αυτή η φράση μα αυτός ο άντρας έμοιαζε να μην έχει σχεδόν καμία απολύτως ατέλεια επάνω του. Λέω σχεδόν, γιατί όλα αυτά τα πανέμορφα χαρακτηριστικά επισκιάζονταν από μια τεράστια ουλή στο δεξί του κρόταφο που κατέληγε ως το πιγούνι.

    «Το βλέπεις σαν παιχνίδι, σωστά; Εσύ βάζεις τους κανόνες κι εγώ είμαι το πιόνι. Έχεις δίκιο! Αλλά σε αυτό το παιχνίδι μην πιστέψεις ούτε για ένα λεπτό πως θα είσαι ο νικητής. Θα παλέψουμε στήθος με στήθος.» Μόλις είδα την ουλή θυμήθηκα την προειδοποιητική φράση και ανταπάντησα στην πρόκλησή του.
    «Με κάνεις τόσο χαρούμενο με την αντίδρασή σου. Ειδικά όταν μιλάς για μάχη στήθους με στήθος…» Σχημάτισε για πολλοστή φορά ένα αυτάρεσκο χαμόγελο στα χείλη του. «Θα προσπαθήσω να σε κάνω ευτυχισμένη, γλυκιά μου.»

    Αυτός ο άνθρωπος ήταν ένα πραγματικό τέρας. Η ψυχή του χωρίς αμφιβολία ήταν σάπια.
    «Θα μου κάνεις τη χάρη να υπογράψεις αυτά τα χαρτιά; Μπορείς να τα διαβάσεις αν θέλεις πρώτα. Σε διαβεβαιώνω ότι δεν πρόκειται να σε εξαπατήσω, να το θυμάσαι αυτό.»
    Διάβασα τα χαρτιά που μου έδωσε και κατόπιν τα υπέγραψα. Σηκώθηκε από τη θέση του και μου έτεινε το χέρι του γεμάτος ικανοποίηση.

    «Την επόμενη Κυριακή, θα ονομάζεσαι Ιζαμπέλλα Κάλεν!» Μου έκλεισε το μάτι. «Ξεκίνησε από σήμερα αν θέλεις τις ετοιμασίες του γάμου. Πρόσεχε μόνο να μη μου κουραστείς.» Φίλησε το χέρι μου και με συνόδευσε ως την πόρτα.

    *~*~*~*~*~*~*~*

    Δυστυχώς, η επόμενη Κυριακή έφτασε χωρίς καμία καθυστέρηση. Ο πατέρας μου κατακλυζόταν από ποικιλία συναισθημάτων. Λυπόταν για τον εξαναγκαστικό γάμο μου, ήταν εξοργισμένος με την παγίδα που μας έστησε ο μέλλων σύζυγός μου-του οποίου το όνομα δεν ήξερα-φοβόταν για το μέλλον μου και κυρίως τα είχε βάλει με τον εαυτό του για την τροπή που πήραν τα πράγματα.

    Οι αδελφές μου πετούσαν από χαρά που με ξεφορτώνονταν αλλά ήταν προβληματισμένες γιατί έπρεπε να προσλάβουν οικιακή βοηθό. Θαμπώθηκαν από τα λεφτά του συζύγου μου και φυσικά δεν είχαν ιδέα πώς κατέληξα να παντρεύομαι τόσο ξαφνικά.

    Η τελετή κράτησε τη συνηθισμένη διάρκεια, μόνο που σε ‘μένα φαινόταν πως ο χρόνος κυλούσε με απίστευτα αργούς ρυθμούς. Μετά το τέλος όλου αυτού του θεάτρου, έμαθα πως το όνομα του συζύγου μου είναι Έντουαρντ Κάλεν. Έμαθα επίσης πως αμέσως μετά το τέλος της δεξίωσης θα πήγαινα στο νέο μου σπίτι, εκεί οπού θα ζούσα για το υπόλοιπο της ζωής μου.

    Ο Έντουαρντ ήταν ένας υποκριτής. Έδινε σε όλους να καταλάβουν πως ήμαστε τρελά ερωτευμένοι, αγκαλιάζοντας και φιλώντας με συνεχώς. Χαμογελούσε σε όλους και χωρίς να καταλάβω πώς, με είχε αναγκάσει να δείχνω κι εγώ πραγματικά ευτυχισμένη ενώ πραγματικά έβραζα στο ζουμί μου σαν καβούρι.
    Όταν η δεξίωση τελείωσε, μετά από όλες τις παραδόσεις και τα καθέκαστα που ακολούθησαν, ο Έντουαρντ κι εγώ μπήκαμε στο αυτοκίνητό του με προορισμό την καινούρια μας ζωή. Μέσα στο αυτοκίνητο δεν ήταν τόσο διαχυτικός καθώς η παράσταση είχε τελειώσει. Οδηγούσε συγκρατημένα και τον έπιασα μια δυο φορές με την άκρη του ματιού μου να με κοιτάζει τρυφερά.

    Όχι! Αυτό αποκλείεται! Αυτός ο άντρας σε μισεί, σε εκμεταλλεύεται με κάθε δυνατό τρόπο και προσπαθεί να παίξει με τα συναισθήματα και τα νεύρα σου. Μην ενδώσεις… Μην ενδώσεις!

    Η φωνή ούρλιαζε μέσα στο κεφάλι μου ασταμάτητα. Ο άντρας στη θέση του οδηγού ήταν εχθρός μου. Από εδώ και στο εξής ήμαστε εχθροί μέχρι τελικής πτώσης. Έπρεπε να τον τρελάνω πρώτη εγώ και μετά να του πάρω την περιουσία και να ζήσω ελεύθερη τη ζωή μου. Στην άλλη περίπτωση, θα με τρέλαινε εκείνος και μετά θα παντρευόταν τη Ρόζαλι ή τη Τζέσικα ώσπου να μην αφήσει καμία απόγονο Σουάν. Ο πόλεμος τώρα ξεκινούσε.
    Μόλις φτάσαμε στο σπίτι του, με συνόδευσε στην είσοδο και κρατώντας με στα χέρια του περάσαμε το κατώφλι. Κανείς από τους δυο μας δε μίλησε. Η καμαριέρα μου υπέδειξε το δωμάτιο και χωρίς να κοιτάξω εκείνον ανέβηκα επάνω.

    Στο δωμάτιο βρήκα τα προσωπικά μου αντικείμενα, τα ρούχα και τα αξεσουάρ, τα βιβλία μου, όλα ήταν τα τακτοποιημένα στην εντέλεια. Με σβέλτες κινήσεις ξεφορτώθηκα το νυφικό και το παράτησα με απέχθεια στο σκαμπό της τουαλέτας μου. Φόρεσα μια καθαρή, λευκή νυχτικιά, που δεν ήταν δική μου και ξάπλωσα στο κρεβάτι, το τόσο μαλακό και τεράστιο κρεβάτι που ήταν μόνο για ‘μένα.
    Αρκετή ώρα αργότερα και ο ύπνος δε με είχε πάρει ακόμα. Άκουσα ένα ελαφρύ τρίξιμο στην πόρτα και έκλεισα απότομα τα μάτια μου όπως όταν ήμουν παιδί.

    *~*~*~*~*~*~*~*

    Έντουαρντ

    Πήρα μια βαθιά ανάσα και άνοιξα αργά την πόρτα. Δεν ήθελα να την ξυπνήσω.
    Χρειαζόμουν μόνο να τη δω να κοιμάται, χωρίς καμία ένταση στο βελούδινο πρόσωπό της. Προχώρησα αργά προς το κρεβάτι, φοβούμενος μην τρομάξω την Μπέλλα. Ο σφυγμός μου επιταχύνθηκε καθώς γονάτισα πάνω στο κρεβάτι. Εναπόθεσα το δάχτυλό μου στο μάγουλό της και τη χάιδεψα. Αυτό μου αρκούσε.
    Με αυτό τον τρόπο ένιωθα πως την είχα δική μου, έστω και εγκλωβισμένη μέσα σε μια φυλακή όπως ήταν το σπίτι μου, η ζωή μου, οι όροι μου. Δεν ήμουν κακός. Ο έρωτας με ανάγκασε να γίνω κτήνος απέναντι της.
    Γνώριζα την Μπέλλα από το σχολείο. Ήμαστε σε διαφορετικές τάξεις και έτη. Εμένα με κυνηγούσαν όλα τα κορίτσια, ήμουν το προσωπικό τους είδωλο. Περνούσα τον καιρό μου χαζολογώντας με διάφορες και γρήγορα της βαριόμουν.

    Μετά το τροχαίο που είχαμε και έχασα τους γονείς, το μόνο σημάδι που απέμεινε να με βασανίζει ήταν αυτή η καταραμένη ουλή. Από τότε τα κορίτσια έπαψαν να μου δίνουν σημασία. Όχι πως αυτό το σημάδι ήταν κάτι τρομερό, δε χαλούσε και τόσο την αισθητική, απλά το τέρας που έβλεπα εγώ στον καθρέφτη, όλοι οι γύρω μου το έβλεπαν κυρίως στην ψυχή μου. Εκείνο το αναθεματισμένο τροχαίο με άλλαξε εντελώς.
    Η Μπέλλα δε με κυνήγησε ποτέ, δεν ήταν σαν τις άλλες. Αμφιβάλλω ακόμη κι αν με είχε προσέξει ποτέ. Εγώ όμως ήμουν ερωτευμένος μαζί της και ποτέ δεν κατάφερα να την προσεγγίζω. Απλά δεν τολμούσα, ήξερα πως θα την τρόμαζα.

    Επτά χρόνια μετά το σχολείο, είχα χάσει κάθε ίχνος για το που βρισκόταν εκείνη. Σε αυτό το διάστημα, είχα προσεγγίσει κάποιες κοπέλες που ενδιαφέρονταν μόνο για τα λεφτά μου. Τους προκαλούσα αποστροφή και καταλήγαμε στο ίδιο ακριβώς σημείο. Τις έδιωχνα και κλεινόμουν όλο και περισσότερο στον εαυτό μου.
    Η μητέρα μου είχε τρελαθεί όταν έμαθε πως η καλύτερή της φίλη είχε κλέψει τα κοσμήματά της. Ήταν οικογενειακά κειμήλια με τεράστια συναισθηματική αξία γι’ αυτή. Το βράδυ του δυστυχήματος είχε αποφασίσει να επισκεφθούμε την οικογένεια της φίλης της για να ζητήσει εξηγήσεις. Ήταν και οι δυο τους τόσο νευρικοί που ενώ ο πατέρας μου οδηγούσε, άρχισε να διαπληκτίζεται με τη μητέρα μου και έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου.

    Πριν δυο χρόνια, μέσω του διαχειριστή των οικονομικών μου, έμαθα για κάποια κοσμήματα που κάποιος ήθελε να ξεφορτωθεί. Κάτι σαν να μου έκανε κλικ και αμέσως ξεκίνησα διαδικασίες για να βρεθούν στα χέρια μου. Τότε ήταν που έμαθα πως αυτά ήταν περιουσία της μητέρας μου και πως πίσω από όλα κρυβόταν ο Τσάρλυ Σουάν.

    Έφτιαξα μια καλοστημένη παγίδα, αναγκάζοντας τον Σουάν να πληρώσει. Ήταν ο ηθικός αυτουργός για το θάνατο των γονιών μου και ήθελα να πληρώσει. Έπρεπε να πληρώσει. Αργότερα, έμαθα για την Μπέλλα. Τότε τα σχέδια άλλαξαν και φέρθηκα εγωιστικά.

    Αρχικά σκόπευα να βάλω κάποιους να σκοτώσουν τον Σουάν. Όταν έμαθα όμως πως ήταν πατέρας του μοναδικού μου έρωτα, έδωσα εντολή να τον δείρουν όσο περισσότερο γινόταν. Έστησα μια νέα παγίδα με την οποία ανάγκασα την Μπέλλα να με παντρευτεί.

    Λογικά θα έπρεπε να είμαι χαρούμενος που κατάφερα το στόχο μου. Θα έπρεπε να νιώθω κάποια πληρότητα. Νιώθω κενός. Νιώθω ένα πραγματικό κτήνος, ένας παλιάνθρωπος, ένας εγωιστής. Αν πραγματικά αγαπούσα την Μπέλλα έπρεπε να την αφήσω να φύγει, να σωθεί.

    Έμεινα λίγο ακόμα στο δωμάτιό της και μετά έφυγα όσο αθόρυβα ήρθα.
    Η επόμενη εβδομάδα πέρασε όπως ακριβώς και η πρώτη μέρα του γάμου μας. Ο ένας πήγαινε κόντρα στον άλλο. Η Μπέλλα με κοιτούσε καχύποπτα και περιπαιχτικά. Προσπαθούσε να με αποφεύγει συνεχώς και ήταν πράγματι ξεκαρδιστικό όταν την αιφνιδίαζα με την παρουσία μου. Η στάση μου είχε αλλάξει…

    Μπέλλα

    Η στάση του Έντουαρντ είχε αλλάξει. Με εξέπληττε και με αιφνιδίαζε καθημερινά. Εκείνο το πρώτο βράδυ φοβόμουν για το τι θα μου έκανε όταν μπήκε στο δωμάτιό μου, αλλά νιώθοντας μόνο το βελούδινο άγγιγμα του, με καθησύχασε τόσο πολύ που αποκοιμήθηκα αμέσως.

    Τον υπόλοιπο καιρό ήταν αμίλητος. Είχε περάσει σχεδόν μήνας που ήμαστε παντρεμένοι και δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε μια ουσιαστική κουβέντα. Τις πρώτες μέρες μόνο πηγαίναμε κόντρα ο ένας στον άλλο αλλά στη συνέχεια ο μόνος άνθρωπος με τον οποίο μιλούσα ήταν η υπηρέτρια.

    Η κυρία Κόουπ ήταν αυτή που μου μίλησε για τη ζωή του. Παραξενεύτηκε στην αρχή που ο ίδιος ο Έντουαρντ δεν μου είχε μιλήσει. Μου είπε για το ατύχημα των γονιών του και για πολλές ακόμα αιτίες που τον ανάγκασαν να γίνει τόσο δύστροπος.

    Στην αρχή με διασκέδαζε η ιδέα να αυτοσαρκάζομαι με τη δυστυχία μου για να μην τρελαθώ. Πέθαινα από επιθυμία για να δω τον Έντουαρντ να υποφέρει. Μετά από όσα μου εκμυστηρεύτηκε η κυρία Κόουπ, η στάση μου άλλαξε απέναντί του. Τολμώ να πω πως τον λυπόμουν για τον ανεκπλήρωτο έρωτά του για εκείνη την κοπέλα και της μετέπειτα σχέσεις του που τους ενδιέφεραν μόνο τα λεφτά του.

    Είχα αρχίσει να νιώθω ασφάλεια κοντά του. Δεν με επηρέαζε τόσο εκείνο το μίσος και η απέχθεια που ένιωθα στις αρχές. Ήταν προστατευτικός και φρόντιζε για το παραμικρό χωρίς να αφήνει υπόνοιες ότι νοιάζεται για ‘μένα. Δεν ήταν ο Έντουαρντ που ήθελα να τρελάνω από μίσος αλλά αυτός που ένιωθα την ανάγκη να τρελάνω από αγάπη.

    Εκείνο το βράδυ ήρθε πάλι στο δωμάτιό μου για να με γεμίσει χάδια και να με αποκοιμίσει εν αγνοία του. Πήρε τη συνηθισμένη του θέση πάνω από το πάπλωμα, γερμένος πάνω από το σώμα μου, τόσο ώστε να μην με ακουμπάει. Χάιδευε τα μαλλιά μου και μετά τα μάγουλα και τα χείλη μου. Η αναπνοή μου είχε χάσει τους ρυθμούς της.

    «Γιατί το κάνεις αυτό;» Ρώτησα απαλά πρώτα και κατόπιν άνοιξα τα μάτια μου.
    Εκείνος τινάχτηκε μακριά μου καταλαβαίνοντας πως ήταν ήδη αργά να εξαφανιστεί.
    «Τι προσπαθείς να πετύχεις;» Μιλούσα όσο το δυνατόν πιο ήρεμα προσπαθώντας να μην προβάλλω κανένα συναίσθημα.

    «Καλύτερα να πηγαίνω…» Κατέβηκε από το κρεβάτι.
    «Όχι!» Έπιασα απότομα τον καρπό του. Δεν έδειξε να αντιστέκεται στην πίεσή μου. Αναστέναξε και επέστρεψε στη θέση του.

    «Σήμερα θα ξεκαθαριστούν όλα. Τώρα!» Ένιωσα το βλέμμα του καυτό να εισχωρεί στο δικό μου. «Γιατί μου τα κάνεις όλα αυτά;»
    Χαμήλωσε τα μάτια του και τότε βρήκα την ευκαιρία να αγγίξω το πρόσωπό του για πρώτη φορά.
    «Που να πάρει, Έντουαρντ. Μίλα επιτέλους! Ειρωνέψου με, απείλησέ με, πες ό,τι πραγματικά θέλεις, αρκεί να μου μιλήσεις.» Τα πρώτα δάκρυα έκαναν την εμφάνισή τους και κατρακυλούσαν ασυγκράτητα από τα μάγουλά μου.

    «Μήνες τώρα δε μιλάς. Δε μου δίνεις την παραμικρή σημασία. Αν αυτό είναι το σχέδιό σου, τότε για άλλη μια φορά σε συγχαίρω.» Ξέσπασα σε περισσότερα κλάματα.
    «Μην κλαις, Μπέλλα.» Η φωνή του ακούστηκε παρακλητική, έκρυβε πόνο. «Δεν αντέχω να σε βλέπω έτσι.»
    Πλησίασα σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπό του.

    «Πες μου, γιατί.»
    «Σ’ αγαπάω…» Ψιθύρισε ύστερα από λίγο.

    Κοιταζόμασταν χωρίς να μιλάμε για μερικές στιγμές. Τότε, πήρα το θάρρος και σήκωσα το χέρι μου για να χαϊδέψω το μάγουλό του. Το χέρι μου με δική του βούληση έτρεξε στο σημάδι που του είχε αφήσει το τροχαίο. Ένιωσα την καυτή ανάσα του πάνω στο χέρι μου. Πάλευε με νύχια και με δόντια για να μην εκδηλωθεί. Ήξερα πως με αυτόν τον τρόπο τον βασάνιζα.

    «Ούτε κι εγώ αντέχω να σε βλέπω έτσι. Άφησε ελεύθερο τον εαυτό σου.» Άνοιξε το στόμα του για να πει κάτι αλλά τον πρόλαβα. «Έστω για μία μόνο φορά ...» Έκλεισε σφιχτά τα μάτια του και όταν τα άνοιξε ξανά είχε σχεδόν μεταμορφωθεί. Ο άντρας που πριν καιρό με βασάνιζε ψυχολογικά, αυτός που μισούσα με όλο μου το είναι και θεωρούσα εχθρό μου, με κοιτούσε με ένα βλέμμα λατρείας γεμάτο πόθο.

    Έπεσε λαίμαργα επάνω στα χείλη μου κάνοντάς με να λιώσω και να ανατριχιάσω. Συνδυασμός από χιλιάδες αρώματα με κατέπνιξε, αλλά πιο πολύ από όλες εκείνη η μυρωδιά του λεμονιού και της κανέλας με ανάγκασε να ξεχάσω το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Ξέχασα πως αναπνέουν. Έτρεμα από ικανοποίηση που επιτέλους είχε αφεθεί ελεύθερος και μου επέτρεπε να γνωρίσω τον πραγματικό Έντουαρντ.

    Τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση μου και με τις παλάμες του έκανε άναρχες διαδρομές στο ύψος της πλάτης μου. Αυτό με έκανε να ανατριχιάζω σε σημείο που είχα μουδιάσει. Το στήθος μου ανεβοκατέβαινε γρήγορα ενώ ο Έντουαρντ είχε πλέον αποδεσμεύσει τα χείλη μου και χάριζε υγρά φιλιά στο λαιμό μου.
    Βούλιαζα αργά στα μαξιλάρια που βρίσκονταν πίσω μου, αναγκάζοντας τον Έντουαρντ να με ακολουθήσει με το σώμα του. Γλιστρούσε πάνω στο κορμί μου αφήνοντας ήρεμα όλο το βάρος του ανδρικού του κορμιού.
    Άφησε τη δεξιά ράντα του μπέιμπυ ντολ μου να γύρει στο πλάι. Χάιδεψε τον ώμο μου κοιτώντας με βαθιά με μάτια που δήλωναν δίψα και εσωτερικό φόβο. Φοβόταν τον ίδιο
    του τον εαυτό. Βύθισα το αριστερό μου χέρι στα μαλλιά του θέλοντας να του δώσω να καταλάβει πως δεν τον φοβόμουν. Εγώ ήμουν σίγουρη γι’ αυτό που ένιωθα.

    Έκλεισε τα μάτια του και φίλησε τον ώμο μου. Στη συνέχεια δάγκωσε το λαιμό μου φτάνοντας σιγά σιγά στο στήθος μου. Με κοίταξε ξανά ανήσυχος και αναψοκοκκινισμένος.
    «Είσαι καλά, Μπέλλα;» Η φωνή του ήταν σχεδόν ψίθυρος. «Η καρδιά σου χτυπάει σαν τρελή.» Άφησε ένα γελάκι να φύγει.
    Τότε γέλασα κι εγώ ανάλαφρα όταν είδα να σχηματίζεται στο πρόσωπό του ένα στραβό χαμόγελο, που όμοιό του δεν είδα σε κανέναν άλλο άντρα.

    «Κάνε με δική σου, Έντουαρντ. Μόνο δική σου.» Κοιταζόμασταν σταθερά στα μάτια. Θεέ μου, μακάρι να μην τέλειωνε ποτέ αυτή η στιγμή. Ξεροκατάπια συνειδητοποιώντας τι είχα μόλις ξεστομίσει. Πρώτη φορά μιλούσα έτσι, τόσο τρυφερά και υπαινικτικά σε ένα άντρα. Και αν ο Έντουαρντ άκουσε την επιθυμία μου και ήταν διατεθειμένος να με ευχαριστήσει… αυτό σήμαινε πως θα γινόμουν δική του… Θα του ανήκα ψυχή τε και σώματι. Για πρώτη φορά θα ανήκα σε κάποιον άντρα.

    «Σε παρακαλώ, αγάπη μου.» Ο Έντουαρντ κατέρρευσε μετά από αυτή την προσφώνηση. Πάλευε με τον εαυτό του όλη αυτή την ώρα αλλά δεν του είχε απομείνει άλλη δύναμη. Τραβήχτηκε πίσω και με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια.

    «Αυτό θέλεις πραγματικά;» Ένευσα και μια γρήγορη κίνηση ξεφορτώθηκε την μπλούζα του επιτρέποντας να αποκαλυφτεί το καλογυμνασμένο σώμα του. Έφερα τις παλάμες μου πάνω στο γυμνό του στήθος και το θώπευσα ακριβώς σαν να άγγιζα μετάξι. Πέρασε το χέρι του κάτω από τη μέση μου και έπιασε με τα δάχτυλα του το κορδόνι του κάτω μέρος του μπέιμπυ ντολ μου.

    Τότε έκανα το καταραμένο λάθος να διστάσω. Ο Έντουαρντ έλαβε αυτό το δισταγμό ως μεταμέλεια και σηκώθηκε βαθιά μετανιωμένος για όσα είχαμε κάνει τις τελευταίες στιγμές. Απομακρύνθηκε από πάνω μου και έψαξε την μπλούζα του.

    «Είσαι ελεύθερη να φύγεις. Ειλικρινά, πες στον πατέρα σου πως δε μου χρωστάει τίποτα. Αύριο θα ζητήσω να στείλουν τα πράγματα σου στο σπίτι σου και θα αναλάβω να βγει το διαζύγιο.»
    «Όχι, Έντουαρντ. Δε θέλω να φύγω.» Σύρθηκα επάνω στα σεντόνια ώστε να φτάσω κοντά του.
    «Δεν είσαι αναγκασμένη να μένεις με ένα τέρας, Μπέλλα. Ξέχασε αυτά που σου έκανα. Χα! Λες και είναι εύκολο…» Μουρμούρισε στον εαυτό του.

    «Για ποιο τέρας μου μιλάς, Έντουαρντ;»
    «Με περνάς για χαζό; Νομίζεις πως τότε στο γραφείο μου δεν κατάλαβα το επίμονο βλέμμα σου; Αυτό είναι ένα σημάδι από το οποίο δεν πρόκειται να απαλλαγώ ποτέ, Μπέλλα.» Έδειξε την ουλή του. «Είναι ένα βαθύ τραύμα που αποτελεί μεγάλο ρίσκο αν αποφασίσω να το ξεφορτωθώ. Θα πεθάνω…»
    «Αυτή η ουλή δεν είναι τόσο βαθιά όσο η πίκρα και το μίσος που έχεις μέσα σου,
    Έντουαρντ. Η πραγματική παραμόρφωση… το πραγματικό τέρας, όπως λες, βρίσκεται εδώ.» Με την παλάμη μου ακούμπησα το γυμνό του στήθος ακριβώς στο μέρος της καρδιάς.

    «Είναι καλύτερα να φύγεις. Δε θέλω να σου κάνω άλλο κακό. Δεν μπορώ να γίνω αντάξιός σου.»
    «Με έκανες να σε ερωτευτώ. Κατάφερες να μου δείξεις πως δεν είσαι αυτό που θέλεις να δείχνεις. Είσαι πολύ καλύτερος από αυτό, αγάπη μου.» Τον αγκάλιασα διστακτικά και προς μεγάλη μου έκπληξη, ανταποκρίθηκε.
    «Φύγε για το καλό σου, Μπέλλα.» Με κοίταξε βαθιά στα μάτια. «Σε ικετεύω, ζήσε ευτυχισμένη τη ζωή σου.»
    «Έχω ανάγκη να είμαι μαζί σου, Έντουαρντ. Άφησέ με να αντικαταστήσω στην καρδιά σου εκείνη την κοπέλα που ποτέ δε σε αγάπησε.» Τα μάτια του άνοιξαν γεμάτα έκπληξη όταν άκουσε τις λέξεις μου.
    «Πώς ξέρεις για εκείνη;» Είπε σιγανά σαν να ξεψυχούσε.

    «Η κυρία Κόουπ μου μίλησε γι’ αυτή. Μου μίλησε και για το ατύχημα που είχες με τους γονείς σου… Μου είπε πράγματα που ως γυναίκα σου έπρεπε να ξέρω.» Αχ, Μπέλλα. Δεν ήταν ώρα για παράπονα. Έπρεπε να έχω υπομονή και να δείξω στον Έντουαρντ πόσο όμορφο πράγμα είναι να αγαπάς αληθινά. Μόνο αν γιάτρευα την ψύχη του, θα ζούσαμε ευτυχισμένη.

    Εκείνο το βράδυ, ο Έντουαρντ μου μίλησε για τη ζωή του. Έμαθα για τη μητέρα μου και τη δική του μητέρα, για τα κοσμήματα, για το ατύχημα. Μου μίλησε για εμένα και την αδιαφορία που του εισέπραξε.
    Μα εγώ δεν είχα ιδέα για την ύπαρξή του. Ποτέ του δεν μου έδειξε πως είναι εκεί, πως νιώθει κάτι, αγνοούσα τον τελειόφοιτο με το όνομα Έντουαρντ Κάλεν.

    Από εκείνο το βράδυ άρχισε η ζωή μας. Με τον καιρό έμαθα στον Έντουαρντ πως να απαλλαχτεί από τον παλιό «κακό» εαυτό του. Τον γέμισα με την αγάπη και τη φροντίδα που του άξιζε. Δημιουργήσαμε ένα καλοστημένο σπιτικό και αποκατάστησα τη σχέση του με τον πατέρα μου. Πλέον αντιπροσώπευε τον πρίγκιπα των ονείρων μου, τον ιδανικό σύντροφο και τον τέλειο άντρα που κάθε γυναίκα ήθελε στο πλάι της.
    Στις δεκατέσσερις του Φλεβάρη έφερα στον κόσμο τον καρπό αυτού του έρωτα. Έφτασε στον κόσμο που δημιουργήσαμε ο πατέρας της και εγώ για να μας θυμίζει κάθε τόσο πως η υπομονή, η τρυφερότητα και η κατανόηση είναι στοιχεία του πυρήνα της ψυχής μας που η ύπαρξή τους σε συνδυασμό με τη θέληση μπορούν να φτιάξουν έναν νέο κόσμο. Έναν κόσμο στον οποίο κάθε τι καινούριο είναι εφοδιασμένο με κάτι ιερό, κάτι που χρειάζεται χρόνο και κόπο για να αποκτήσεις. Την αγάπη.

    Η αγάπη ήταν αυτή που γιάτρεψε τις καρδιές μας και κατάφερε να βοηθήσει τον Έντουαρντ να σταθεί δυνατός τις ώρες που έκανε την εγχείρηση στο πρόσωπό του. Πάλεψε για το παιδί μας κι εμένα, άντεξε και πήρε το μεγαλύτερο ρίσκο της ζωής του.

    H ηρεμία της μοναξιάς μας είναι η ύφανση των άκρων ή αρχή μιας εσωτερικής ισορροπίας. Πολλές φορές απελευθερώνει το πόνο της ψυχής μας και κάνει πιο προσιτά τα αμέτρητα όνειρά μας.

    Fay1765
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    http://www.jokastia.blogspot.com
    WhiteQueen
    Edward's Queen
    WhiteQueen


    Θηλυκό Ιχθύς
    Ηλικία : 45
    Τόπος : Sagaland!
    Αριθμός μηνυμάτων : 8830
    Registration date : 14/09/2008

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές   Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές I_icon_minitimeΠεμ 10 Φεβ 2011 - 21:51

    Παραμυθένιος Άγιος Βαλεντίνος by Mrs Alice

    Όταν χτύπησε νωρίς το πρωί το κουδούνι της εξώπορτας και η Τζέσικα όρμησε στο καθιστικό πραγματικά δεν μπορούσα να φανταστώ τι είχε στο μυαλό της.


    «Έχεις κανονίσει κάτι για την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου;» με ρώτησε με το που καθίσαμε στον καναπέ ενώ πρόσεξα ότι τα μάτια της άστραφταν απειλητικά .


    «Εμμ όχι υποθέτω» απάντησα κοιτάζοντας την απορημένα.


    «Τέλεια, θα περάσουμε τρεις υπέροχες μέρες στην Γαλλία!» μου ανακοίνωσε με ένα πλατύ χαμόγελο ενώ εγώ αφού συνήλθα από την αρχική έκπληξη την κοιτούσα με ένα βλέμμα που έδειχνε ότι αμφέβαλλα για την πνευματική της υγεία.


    «Τι;;;» ήταν η μόνη λέξη που κατάφερα να αρθρώσω.


    «Έλα τώρα Μπέλλα, αφού δεν έχεις κάτι άλλο να κάνεις εκείνη την ημέρα, σου προσφέρω ένα ταξίδι με όλα τα έξοδα πληρωμένα, θα περάσουμε τέλεια!
    Λοιπόν τι λες;» με ρώτησε ανυπόμονα.


    Το μόνο περίεργο δεν ήταν η προσφορά της, ένα ταξίδι στην Γαλλία με όλα τα έξοδα πληρωμένα και μάλιστα για την συγκεκριμένη μέρα αλλά και η όλη συμπεριφορά της, το μόνιμο χαμόγελο και η υπερβολικά καλή διάθεση.
    Αμέσως κατάλαβα.


    «Τι συμβαίνει;» την ρώτησα καχύποπτα.


    Αμέσως η καλή της διάθεση κατέρρευσε και το χαμόγελο έδωσε την θέση του σε μια έκφραση απελπισίας.


    «Χωρίσαμε με τον Μάικ» ομολόγησε θλιμμένα κοιτάζοντας περισσότερο το πάτωμα παρά εμένα.


    Έτσι λοιπόν εξηγούνταν όλα, είχαν κανονίσει μαζί το ταξίδι στην Γαλλία για την ημέρα των ερωτευμένων και τώρα είχε μείνει μόνη της.
    Καλά βέβαια ήταν θέμα χρόνου να τα ξαναβρούν γιατί η Τζέσικα με τον Μάικ χωρίζανε σχεδόν κάθε μήνα αλλά σίγουρα δεν θα τα βρίσκανε τόσο εύκολα και σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα και προφανώς δεν ήθελε να χάσει τα εισιτήρια.


    «Τζέσικα δεν νομίζω ότι είναι καλή ιδέα.»


    «Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, δεν θέλω να πάω μόνη μου.»
    κλαψούρισε λυπημένα.


    Όσο και αν η Τζέσικα παρακαλούσε πραγματικά δεν είχα καμία διάθεση να αφήσω το ζεστό και πάνω από όλα ασφαλές δωμάτιο μου και να τρέχω στην Γαλλία αλλά μετά από λίγο εκείνη έβαλε τα κλάματα.
    Αφού της έφτιαξα ένα τσάι και προσπάθησα να την ηρεμήσω πέρασα όλη σχεδόν την υπόλοιπη μέρα ακούγοντας για χιλιοστή φορά όλη την ιστορία της σχέσης της με τον Μάικ και για το πόσο βλάκας είναι εκείνος που προτίμησε να πάει στον αγώνα από το να πάνε μαζί σινεμά.
    Στο τέλος του απογεύματος απίστευτα ζαλισμένη και μην έχοντας άλλη επιλογή της είπα το πολυπόθητο ναι.


    Όταν εκείνη με ανανεωμένη πλέον διάθεση και χαμόγελο έφυγε από το σπίτι μπόρεσα επιτέλους να πάρω το παυσίπονο κατά την μεριά του οποίου έριχνα συχνά κλεφτές ματιές καθ όλη την διάρκεια του μονολόγου της Τζέσικα.
    Ομολογουμένως το να δώσω εξηγήσεις στον Τσάρλι για το ξαφνικό ταξίδι μου δεν ήταν ότι πιο εύκολο.


    «Εμμ θα πάμε με την Τζέσικα στην Γαλλία…. για την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου.»


    «Ε;;;» ρώτησε με γουρλωμένα μάτια ενώ η έκφραση του δεν απείχε πολύ από κάποιον που ετοιμαζόταν να πάθει έμφραγμα.


    «Μεγάλη ιστορία, χώρισε με το αγόρι της.» εξήγησα βιαστικά και εκείνος ξεφύσηξε με ανακούφιση.


    Το ταξίδι κάθε άλλο παρά βολικό ήταν.
    Όλο μου το σώμα πονούσε από την πολύωρη πτήση και το στομάχι μου αρνούνταν να δεχτεί τα λιτά γεύματα που μας πρόσφεραν στο αεροπλάνο.
    Έτρωγα κάθε φορά από λίγο και αυτό με το ζόρι για να γεμίσω με κάτι το στομάχι μου και έπινα τσάι για να χαλαρώσω.


    Η ασταμάτητη φλυαρία και η υπερβολικά καλή διάθεση της Τζέσικα, που είτε οφειλόταν στην μεγάλη ποσότητα καφέ που κατανάλωσε είτε στην απόφαση μου να έρθω τελικά μαζί της, με έκαναν να αναθεωρήσω την συγκεκριμένη απόφαση τουλάχιστον 20 φορές καθ όλη την διάρκεια της πτήσης.


    Το ξενοδοχείο αν και μικρό ήταν απίστευτα όμορφο καθώς συνδύαζε την γραφικότητα με το κομψό γούστο με κάποιες πινελιές από την μοντέρνα εποχή οι οποίες όμως έδεναν αρμονικά με το υπόλοιπο σύνολο.
    Το πρώτο πράγμα που παρατήρησα μόλις μπήκα στο δωμάτιο δεν ήταν ότι ήταν αρκετά άνετο και φωτεινό, όπως το είχε περιγράψει η Τζέσικα από τις φωτογραφίες που είχε δει, αλλά ότι ήταν ο ορισμός της ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου. Στα χρώματα του κόκκινου και του άσπρου, με διπλό κρεβάτι με ουρανό. Κόκκινα τριαντάφυλλα, αρωματικά κεριά, μεγάλες κόκκινες καρδιές και αρκουδάκια με μηνύματα αγάπης και ναζιάρικο βλέμμα κάλυπταν κάθε ελεύθερη επιφάνεια μέσα στο δωμάτιο. Ακόμα και η μπανιέρα από λευκό μάρμαρο ήταν φτιαγμένη για δύο και είχε σχήμα καρδιάς.


    «Τους είπα να τα μαζέψουνε!» γρύλισε απειλητικά η Τζέσικα μόλις τα είδε και παρατώντας τις βαλίτσες που κρατούσε άρχισε να πετάει ότι έβρισκε μπροστά της στον κάδο με τα σκουπίδια.


    «Οκ, θα περιμένω να καθαρίσεις.» ψέλλισα αμήχανα προσπαθώντας να μην προκαλέσω τα ήδη τεντωμένα νεύρα της.


    Ενώ περιεργαζόμουν ένα κυβάκι ζάχαρης από ένα κουτάκι που ήταν πάνω σε ένα σκαλιστό τραπεζάκι, που προφανώς βρισκόταν εκεί για τον καφέ ή το τσάι, εκείνη προσπαθούσε να στριμώξει στον κάδο έναν μεγάλο αρκούδο.
    Ήμουν σίγουρη ότι η πρώτη μας μέρα εκεί θα περνούσε αρκετά βαρετά, η Τζέσικα έδειχνε επιτέλους τα πρώτα σημάδια κούρασης από το πολύωρο ταξίδι κι εγώ χρειαζόμουν ένα καλό γεύμα και αρκετό ύπνο, μέγα λάθος.


    «Μπέλλα! Τι σου χω; Τι σου χω;» την άκουσα μέσα στον ύπνο μου να κελαηδάει χαρούμενα ενώ έκλεινε την πόρτα πίσω της.
    Δεν είχα καταλάβει πότε έφυγε από το δωμάτιο αλλά η επιστροφή της έγινε αισθητή.


    «Τι;» γρύλισα κάτω από τα σκεπάσματα.


    «Σήμερα το βράδυ, Παραμονή της ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου, το ξενοδοχείο διοργανώνει χορό μεταμφιεσμένων με θέμα τον κόσμο των παραμυθιών!» την άκουσα να λέει ενθουσιασμένη και έβγαλα το κεφάλι μου έξω από τα σκεπάσματα.


    «Δεν πιστεύω να νομίζεις ότι…» άρχισα να λέω με απειλητικό τόνο στην φωνή μου αλλά διέκοψα την φράση μου στην μέση.
    Προφανώς ήταν πλέον πολύ αργά.


    Η Τζέσικα στεκόταν χαμογελαστή μπροστά μου κρατώντας δύο στολές που ήταν τακτοποιημένες προσεκτικά μέσα σε διαφανές πλαστικό.
    Κρατούσε από μια στο κάθε χέρι, η πρώτη ήταν ένα μεγαλοπρεπές φόρεμα στις αποχρώσεις του μπλε και η δεύτερη ένα κόκκινο φορεματάκι με μαύρες λεπτομέρειες.


    «Τζέσικα ξέχασε το….» γρύλισα μέσα από το δόντια μου ενώ ήλπιζα να είχε ακούσει την απειλή στην φωνή μου.
    Είχα ξεσπιτωθεί και είχα έρθει μέχρι την Γαλλία για να της κάνω την χάρη αλλά αυτό πήγαινε πολύ.
    Δεν είχα όρεξη για κανέναν χορό και πόσο μάλλον για χορό μεταμφιεσμένων, το μόνο πράγμα που ήθελα ήταν να πέσω να κοιμηθώ και να ξυπνήσω την επόμενη μέρα.
    Αλλά προφανώς η Τζέσικα είχε άλλη άποψη.


    «Α οκ αφού δεν θες να πάς θα πάω μόνη μου.» μουρμούρισε ενοχλημένη και γύρισε από την άλλη.
    Η πλέον κακή της διάθεση και ο ασταμάτητος μονόλογος της για το πόσο γαιδούρι ήταν ο Μάικ δεν με άφησαν να ησυχάσω ούτε στιγμή όλο το απόγευμα.
    Δεν είχα άλλη επιλογή.


    «Εντάξει Τζέσικα θα πάμε.» μούγκρισα κάτω από τα μαξιλάρια και την άκουσα να χτυπάει χαρούμενα παλαμάκια.


    «Τέλεια! Για σένα πήρα την στολή της sexy Κοκκινοσκουφίτσας!» είπε την ώρα που πέταγε στα πόδια του κρεβατιού μου την στολή ενώ δευτερόλεπτα αργότερα είχε πάρει την δική της στολή, που ήταν ένα αρκετά ικανοποιητικό αντίγραφο του φορέματος μιας γνωστής πριγκίπισσας παραμυθιού, και την κοιτούσε πάνω της καμαρώνοντας στον μεγάλο ολόσωμο καθρέπτη.
    Μια ώρα πριν τα μεσάνυχτα στεκόμουν μπροστά στον ίδιο καθρέπτη και κοίταζα εμφανώς ενοχλημένη το είδωλο μου.


    Το κοντό μεταξωτό κόκκινο φόρεμα που φορούσα στο χρώμα του αίματος είχε αποκαλυπτικό βαθύ ντεκολτέ και έναν μαύρο κορσέ που έδενε κάτω από το στήθος μου με μια κόκκινη κορδέλα. Οι μαύρες διαφανείς κάλτσες που έφτανα μέχρι πάνω από τον μηρό με έκαναν να νιώθω περισσότερο άβολα από ότι οι δολοφονικές κόκκινες γόβες που φορούσα.
    Το σύνολο συμπλήρωνε η κλασσική κόκκινη κάπα και το βαθύ κόκκινο κραγιόν που υπήρχε στα χείλη μου.
    Έριξα μια τελευταία ματιά στον καθρέπτη, σήκωσα την κουκούλα μου και έφυγα από το δωμάτιο ενώ μέσα στο μυαλό μου σκεφτόμουν χίλιους και έναν τρόπους να σκοτώσω πρώτα την Τζέσικα και ύστερα τον Μάικ όταν θα επιστρέφαμε στο Φόρκς.


    Ο χώρος ήταν διακοσμημένος απλά αλλά πολύ όμορφα.
    Παντού στην αίθουσα υπήρχαν κόκκινες καρδιές μπαλόνια και μικροί φτερωτοί θεοί του Έρωτα που κρέμονταν από το ταβάνι ενώ το μοναδικό φως ερχόταν από τα δεκάδες αρωματικά κεριά που ήταν σκορπισμένα στον χώρο.
    Μια απαλή μουσική έπαιζε και τα ζευγάρια των μεταμφιεσμένων, πρίγκιπες, πριγκίπισσες, κακές μάγισσες και μάγοι όλοι κινούνταν σαν μαγεμένοι στον ρυθμό της.


    Τριγυρνούσα αρκετή ώρα μέσα στον πλήθος ψάχνοντας για την Τζέσικα όταν έπεσα στην κυριολεξία πάνω του.
    Τα ανακατεμένα μαλλιά στο χρώμα του χαλκού, τα διαπεραστικά καταπράσινα μάτια, τα υπέροχα χείλη, το αριστοτεχνικά σμιλεμένο κορμί, πρέπει να ονειρευόμουν.
    Ήταν απίστευτα όμορφος, ένας αληθινός θεός του Έρωτα.
    Εκείνος με κοιτούσε στην αρχή απορημένος , αμέσως μετά όμως μου χάρισε ένα υπέροχο στραβό χαμόγελο το οποίο μου έκοψε την ανάσα.


    «Συγγνώμη είμαι απρόσεχτος.» είπε με απολογητικό ύφος.


    «Όχι, απλά εγώ έχω την συνήθεια να σκοντάφτω πάνω σε οτιδήποτε υπάρχει στον χώρο.» παραδέχτηκα κοκκινίζοντας.


    Εκείνος αρχικά έδειχνε σαστισμένος σαν να προσπαθούσε να καταλάβει το νόημα πίσω από τα λόγια μου, μετά όμως τα χείλη του σχημάτισαν ένα χαμόγελο.
    Μετά από αυτόν τον πολύ σύντομο διάλογο έμεινα να στέκομαι μπροστά του αμήχανη μην ξέροντας τι να κάνω ενώ ένιωθα το βλέμμα του συνεχώς προσηλωμένο πάνω μου.


    «Θα ήθελες να χορέψουμε;» μου πρότεινε τελικά.


    Εγώ έμεινα να τον κοιτάω έκπληκτη, μετά από λίγες στιγμές όμως αφού κατάφερα να συνέλθω έγνεψα καταφατικά.
    Εκείνος με πλησίασε αργά και αφού έπιασε τρυφερά το χέρι μου με το ένα του χέρι έβαλε το άλλο προσεχτικά γύρω από την μέση μου.
    Κανονικά θα έπρεπε να αρνηθώ, δεδομένου ότι η άθλια αίσθηση ισορροπίας που είχα καθιστούσε έναν χορό εξαιρετικά επικίνδυνο εγχείρημα για μένα και ιδιαίτερα φορώντας ένα ζευγάρι επικίνδυνες γόβες αλλά αισθανόμουν ότι δεν μπορούσα να του αρνηθώ.
    Μόλις πλησιάσαμε κοντά εκείνος άρχισε να περιεργάζεται το πρόσωπο μου, το βλέμμα του στάθηκε στα χείλη μου, στο βαθύ κόκκινο κραγιόν και έπειτα στα μάτια μου.
    Χορεύαμε για αρκετή ώρα, με τα μάτια του καρφωμένα στα δικά μου.
    Ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά στο στήθος μου καθώς το βλέμμα μου με διαπερνούσε ολόκληρη.
    Τελικά δεν άντεξα και έσπασα πρώτη την σιωπή.


    «Τι έχεις ντυθεί;» τον ρώτησα απορημένη.


    Ήμουν τόσο απορροφημένη με το να κοιτάω το υπέροχο πρόσωπο του που μόλις τώρα παρατηρούσα στο μισοσκόταδο ότι φορούσε απλά ένα μαύρο τζίν παντελόνι και ένα μπλε πουκάμισο.
    Εκείνος γέλασε πνιχτά ακούγοντας την ερώτηση μου.


    «Βασικά δεν ήθελα να έρθω αλλά ο Έμετ, ο αδερφός μου, είχε άλλη άποψη και δεν ησυχάζει αν δεν κάνει το δικό του. Οπότε να μαι!
    Τουλάχιστον απέφυγα εκείνη την απαίσια στολή που είχε φέρει.» είπε χαμογελώντας.
    Εγώ γέλασα σιγανά και αναρωτιόμουν ποια στολή θα μπορούσε να δείχνει άσχημη πάνω του.


    «Τώρα όμως υποθέτω ότι είμαι ο κακός λύκος…» συμπλήρωσε κοιτάζοντας με από πάνω μέχρι κάτω.
    Το βλέμμα του έμεινε περισσότερο από ότι έπρεπε σε ορισμένα σημεία και εγώ ένιωσα να κοκκινίζω.
    «Και μάλιστα ένας λύκος που σκέφτεται πολύ κακά πράγματα…» είπε σιγανά αναστενάζοντας ενώ φαινόταν σαν να το έλεγε περισσότερο στον εαυτό του παρά σε εμένα.


    «Σαν τι;» τον ρώτησα σχεδόν προκλητικά.
    Στα αλήθεια δεν ξέρω τι μου ήρθε και το ξεστόμισα αλλά ήθελα να μάθω.


    «Δεν νομίζω ότι είναι καλή ιδέα…» είπε ενώ η έκφραση του πρόδιδε ανησυχία.


    «Πες μου» του είπα μαλακά.


    «Δεν ξέρω…» είπε σκεφτικός.


    «Σε παρακαλώ» επέμεινα κοιτάζοντας τον στα μάτια.


    Εκείνος έμεινε για λίγο σκεπτικός. Μετά με μια κίνηση τράβηξε αργά το σώμα μου κοντά στο δικό του ώστε να κολλήσω σχεδόν πάνω του και μας απομάκρυνε από το πλήθος.
    «Σκέφτομαι πονηρά για την Κοκκινοσκουφίτσα…» μου ψιθύρισε αισθησιακά στο αυτί και ανατρίχιασα ολόκληρη.


    «Πες μου…» τον παρακάλεσα με αδύναμη φωνή.


    «Με προκαλεί το βαθύ κόκκινο των χειλιών της, το μεθυστικό άρωμα στον λαιμό της…» μου ψιθύρισε και ενώ τα έλεγε αυτά χάιδεψε με τον δείκτη του χεριού του το μάγουλο μου, τα χείλη μου, τον λαιμό μου.
    Ήταν απίστευτο αλλά στα σημεία που άγγιζε το δέρμα μου το ένιωθα να παίρνει φωτιά.


    «Συνέχισε…» τον ικέτεψα σχεδόν.


    «Το προκλητικά όμορφο μπούστο της και τα υπέροχα πόδια της…»


    Το δάχτυλο του χάιδεψε απαλά το στήθος μου και ύστερα κατέβηκε προς την μέση μου και άγγιξε απαλά το γυμνό δέρμα στο τελείωμα της φούστας.
    Τα μάτια μου έκλεισαν και έβγαλα έναν πνιχτό αναστεναγμό.
    Μπορούσα κάθε στιγμή να τον νιώσω να με γδύνει με το βλέμμα του.
    Όταν λίγες στιγμές αργότερα άρχισε να με φιλάει με πάθος ένιωσα ότι όλος ο κόσμος γύρω μου χάθηκε και ότι υπήρχε μόνο εκείνος.


    «Ευτυχισμένη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου Κοκκινοσκουφίτσα» μου ψιθύρισε και έπειτα εξαφανίστηκε.


    Όταν επέστρεψα στο δωμάτιο η Τζέσικα δεν είχε έρθει ακόμα.
    Αναστέναξα και πήρα στα χέρια μου το κινητό.
    Τα δάχτυλα μου πληκτρολόγησαν αυτόματα τον αριθμό της.
    Περίμενα αρκετή ώρα αλλά δεν απαντούσε.
    Τερμάτισα την κλήση και πήγα στο μπάνιο για να κάνω ένα ντους και να φορέσω τις πιζάμες μου.
    Όταν αργότερα ξάπλωσα να κοιμηθώ κατάλαβα αμέσως ότι αυτό ήταν αδύνατον.
    Τον σκεφτόμουν συνέχεια.
    Το πρόσωπο του, το βλέμμα του, τα χέρια του γύρω μου, τα χείλη του στα δικά μου…


    Καθώς άγγιζα τα χείλη μου θυμόμουν το φιλί του, εκείνο το μοναδικό φιλί που δώσαμε και δάκρυα έτρεξαν στα μάγουλά μου στην σκέψη ότι δεν θα τον ξαναέβλεπα ποτέ. Με αυτή την σκέψη αποκοιμήθηκα.
    Εκείνο που με ξύπνησε το επόμενο πρωί ήταν η φωνή της Τζέσικα.


    «Πρώτον που ήσουν εξαφανισμένη χθες το βράδυ; Και δεύτερον τι είναι αυτό;» την άκουσα να γκρινιάζει.


    «Τζέσικα σε έψαχνα όλο το βράδυ. Σε πήρα στο κινητό και δεν απαντούσες. Και τι είναι ποιο;» μούγκρισα κάτω από τα σκεπάσματα.


    «Αυτό» είπε τραβώντας μου την κουβέρτα και δείχνοντας μου ένα καλάθι.
    Με μεγάλη περιέργεια ανασηκώθηκα για να επεξεργαστώ το εύρημα καλύτερα.
    Ήταν ένα αρκετά μεγάλο καλάθι με έναν φουντωτό κόκκινο φιόγκο στην λαβή του, μέσα είχε ένα χαριτωμένο αρκουδάκι που κρατούσε έναν κόκκινο φάκελο και ήταν γεμάτο μέχρι πάνω με σοκολατάκια σε σχήμα καρδιάς.


    «Έπεσα τυχαία πάνω σε κάτι γνωστούς από το Φόρκς και τα λέγαμε όλο τα βράδυ.» είπε χαμογελώντας και μετά συμπλήρωσε


    «Εσύ όμως που ήσουν; Και επιπλέον τι είναι αυτό; Χτύπησε την πόρτα νωρίτερα ένας υπάλληλος του ξενοδοχείου και είπε ότι είναι για εδώ.» τελείωσε την φράση της κοιτάζοντας καχύποπτα μια εμένα και μια το καλάθι με τα σοκολατάκια.


    «Σου είπα Τζέσικα, εγώ ήμουν εκεί και σε έψαχνα και δεν ξέρω τι είναι αυτό.» της πέταξα κάπως ενοχλημένη.


    Η Τζέσικα με δύσπιστο ύφος παράτησε προς το παρόν την προσπάθεια να ικανοποιήσει την περιέργεια της και αφού άφησε το καλάθι στο κομοδίνο μου έφυγε από το δωμάτιο.
    Μόλις εκείνη έκλεισε την πόρτα ανίκανη να συγκρατήσω άλλο την περιέργεια μου πλησίασα το καλάθι.
    Πήρα στα χέρια μου τον κόκκινο φάκελο που κρατούσε το αρκουδάκι και τον περιεργάστηκα .


    «Για την Κοκκινοσκουφίτσα»


    διέκρινα τα όμορφα καλλιγραφικά γράμματα στο επάνω μέρος και αυτόματα το χρώμα μου άλλαξε σε βαθύ κόκκινο.
    Ο φάκελος περιείχε ένα κομμάτι χαρτί όμορφα διακοσμημένο στο οποίο ήταν γραμμένα με καλλιγραφικά γράμματα


    Συνάντησε με σήμερα στις 5 το απόγευμα
    Στο Πάρκο της Αγάπης
    Ο Κακός Λύκος


    Το Πάρκο της Αγάπης ήταν μια μεγάλη έκταση η οποία βρισκόταν λίγο πιο έξω από την πόλη και έμοιαζε σαν να είχε βγει από παραμύθι.
    Όταν πέρασα από την μικρή όμορφα διακοσμημένη ξύλινη πύλη, το μοναδικό σημείο εισόδου στον αρκετά ψηλό πέτρινο τοίχο, είχα την αίσθηση ότι βρισκόμουν σε έναν μεγάλο ιδιωτικό κήπο.
    Παντού υπήρχαν πολύχρωμα λουλούδια, τα οποία χρωμάτιζαν με τα αρώματα τους τον αέρα, λιμνούλες με νούφαρα και κύκνους, μικρά αγάλματα με νεράιδες και Έρωτες, σκαλιστά ξύλινα παγκάκια και γραφικά λουλουδιασμένα κιόσκια.


    Ακολούθησα στην τύχη ένα από τα πολλά πέτρινα μονοπάτια που υπήρχαν καθώς αναρωτιόμουν πόση καθημερινή φροντίδα θα απαιτούσε όλος αυτός ο χώρος.
    Περπατούσα για αρκετή ώρα ανάμεσα στα λουλούδια, και κοιμισμένες νεράιδες και μεγάλες ανθισμένες καρδιές όταν άκουσα μια φωνή πίσω μου.


    «Δεν είναι σωστό η Κοκκινοσκουφίτσα να περπατάει μόνη της στο δάσος.» μου ψιθύρισε η φωνή.


    Γύρισα και είδα εκείνον. Ήταν απίστευτο αλλά ήταν ακόμα πιο όμορφος από ότι τον θυμόμουνα, τα πράσινα μάτια του έλαμπαν από χαρά και χαμογελούσε πλατιά.
    Του ανταπέδωσα το χαμόγελο, τα μάγουλα μου πήραν μια απόχρωση του κόκκινου ενώ την ίδια στιγμή αισθανόμουν την καρδιά μου να χάνει χτύπους.


    «Είμαι ο Έντουαρντ Κάλεν» συστήθηκε με χάρη και συμπλήρωσε
    «Και εσύ πρέπει να είσαι η Ιζαμπέλλα Σουάν.»


    «Σκέτο Μπέλλα» τον διόρθωσα.


    «Πως ήξερες;» τον ρώτησα μετά από μια σύντομη παύση.


    «Όποιος θέλει μαθαίνει.» μου απάντησε και το βλέμμα του όταν με κοίταξε με έκανε να αποπροσανατολιστώ για μια στιγμή.


    «Θέλεις να πάμε μια βόλτα;» μου πρότεινε δείχνοντας με το βλέμμα του προς το πάρκο.


    Εγώ έγνεψα και ξεκινήσαμε να περπατάμε.
    Σε όλη την διαδρομή συζητούσαμε.
    Μου μίλησε για τον εαυτό του, για την αγάπη του για την κλασσική μουσική και τα βιβλία, και για τους δεσμούς με την οικογένεια του.
    Για την Άλις και τον Έμετ, τα αδέρφια του, που οργάνωσαν αυτό το οικογενειακό ταξίδι για να μην είναι μόνος του την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου και για το σπίτι που είχαν οι δικοί του αγοράσει πρόσφατα στο Φόρκς.
    Του είπα για τον Τσάρλι, για την σχέση μου με την μητέρα μου και για το πώς η Τζέσικα με είχε σύρει με το ζόρι μέχρι εκεί.
    Εκείνος γέλασε πνιχτά.
    Το Πάρκο ήταν πραγματικά υπέροχο.


    Διανύσαμε με μια μικρή βαρκούλα το Τούνελ της Αγάπης και αργότερα ήπιαμε ζεστή σοκολάτα στην μικρή χαριτωμένη σοκολατερί του Έρωτα.
    Τέλος φτάσαμε σε έναν πανέμορφο καταρράκτη .
    Ήταν ίσως το ομορφότερο αξιοθέατο του πάρκου.
    Φτιαγμένος πάνω σε έναν φυσικό καταπράσινο βράχο έριχνε κρυστάλλινο νερό μαζί με δεκάδες λουλούδια και μικρές κόκκινες καρδούλες σε μια μεγάλη λίμνη στολίζοντας έτσι την επιφάνεια της.


    Ο βυθός της ήταν στρωμένος με μικρές αστραφτερές καρδιές που αντανακλούσαν στο φώς αποκαλύπτοντας τα χρώματα της ίριδας ενώ στις όχθες της υπήρχαν αγάλματα νεράιδων και Ερώτων.
    Μαγεμένη από την ομορφιά του τοπίου και καθώς κανείς άλλος εκτός από εμάς δεν βρισκόταν εκεί πλησίασα για να δω καλύτερα τον καταρράκτη.
    Μετά από μερικά βήματα όμως σκόνταψα, όπως ήταν φυσικό, σε μια μεγάλη πέτρα που βρισκόταν κοντά στην όχθη της λίμνης και πριν ο Έντουαρντ προλάβει να κάνει κάτι βρέθηκα μέσα στο παγωμένο νερό.
    Τον άκουσα να φωνάζει το όνομα μου και μετά άκουσα τον παφλασμό του νερού καθώς έκανε βουτιά.
    Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα με είχε φτάσει και με τραβούσε στην επιφάνεια.


    «Μπέλλα; Μπέλλα είσαι καλά;» με ρωτούσε πανικοβλημένος ενώ προσπαθούσε να με συνεφέρει.


    Μετά από λίγο συνήλθα και διαπίστωσα με έκπληξη ότι βρισκόμουν στην αγκαλιά του μέσα στο νερό.


    «Ναι καλά είμαι» είπα αδύναμα προσπαθώντας να αναπνεύσω με δυσκολία .
    Λίγα λεπτά αργότερα η αναπνοή μου επανήλθε στον κανονικό ρυθμό της και άρχισα να αντιλαμβάνομαι καλύτερα σε ποια κατάσταση βρισκόμασταν.
    Ήμασταν στην μέση μιας λίμνης που ήταν γεμάτη με λουλούδια και κόκκινες καρδιές, δίπλα σε έναν πανέμορφο καταρράκτη, αγκαλιασμένοι σφιχτά, με τα σώματα μας βρεγμένα να έχουν κολλήσει το ένα πάνω στο άλλο.


    «Σε παρακαλώ μην μου το ξανακάνεις ποτέ αυτό αν δεν θέλεις να πάθω καρδιακή προσβολή.» μου γρύλισε με σοβαρό ύφος.
    Ακόμα και θυμωμένος ήταν τόσο όμορφος.
    Έβλεπα το νερό να στάζει από τα χάλκινα μαλλιά του στα υπέροχα χείλη του, στον λαιμό του, στο στέρνο του…
    Ξεροκατάπια καθώς μόλις εκείνη την στιγμή παρατηρούσα ότι το λευκό του πουκάμισο είχε γίνει διάφανες και από κάτω διαγραφόταν το γυμνασμένο σώμα του.


    Το μόνο που μπόρεσα να κάνω ήταν να του γνέψω ως απάντηση καθώς η καρδιά μου επιτάχυνε τους χτύπους.
    Σαν να διάβασε τις σκέψεις μου εκείνη την στιγμή το ύφος του άλλαξε.
    Μπορούσα και πάλι να δω ολοκάθαρα εκείνη την φλόγα του πάθους μέσα στα μάτια του. Τα χείλη του μισάνοιξαν και πλησίασε το πρόσωπο του στο δικό μου. Την επόμενη στιγμή άρχισε να με φιλάει με τόσο πάθος που θα μπορούσε να βάλει φωτιά σε ολόκληρη την λίμνη.
    Τα χείλη του πίεζαν αχόρταγα τα δικά μου και εγώ είχα περάσει τα δάχτυλα μου μέσα στα μαλλιά του.


    Έπειτα το φιλί έγινε πιο απαιτητικό, ένιωθα την γλώσσα μου να ακουμπά τα χείλη του και να παίζει με την δικιά του ενώ η αγκαλιά του γινόταν όλο και πιο σφιχτή. Αυτόματα πέρασα το χέρι μου μέσα από το πουκάμισο του ενώ εκείνος με χάιδευε πάνω από το τζίν. Ύστερα το χέρι του ανέβηκε πιο πάνω στο στήθος μου και μετά βίας μπορούσα να συγκρατήσω τους αναστεναγμούς μου.
    Διέκοψα το φιλί μας για να αναπνεύσω και εκείνος άρχισε αμέσως να φιλάει αχόρταγα τον λαιμό μου.


    «Έχω ένα σοβαρό πρόβλημα» μου είπε λαχανιασμένος ενώ με κοιτούσε στα μάτια και με φίλησε ξανά.
    «Είμαι ερωτευμένος με την Κοκκινοσκουφίτσα» συμπλήρωσε αφού τελείωσε το φιλί μας.


    Καθώς χανόμουν στα μάτια του ένιωσα ότι εκείνη την στιγμή η καρδιά μου θα μπορούσε να σπάσει από ευτυχία.
    Η αντίδραση της Τζέσικα όταν με είδε να γυρίζω στο δωμάτιο βρεγμένη μέχρι το κόκκαλο ήταν η αναμενόμενη.


    «Μπέλλα! Καλά που ήρθες γιατί έχω να σου πω! Ο Μάικ μου έστειλε, το μετάνιωσε λέει και θέλει να τα ξαναβρούμε. Εγώ φυσικά δεν του απάντησα…» άφησε την πρόταση της στην μέση όταν με είδε να μπαίνω στο δωμάτιο.
    «Είμαι σίγουρη ότι πρέπει να υπάρχει κάποια λογική εξήγηση για αυτό δεδομένου ότι έξω δεν υπάρχει ούτε ένα συννεφάκι.» μονολόγησε κοιτάζοντας με, με γουρλωμένα μάτια.


    «Είναι η μέρα του Αγίου Βαλεντίνου!» της απάντησα μισοχαμογελώντας και πήγα κατευθείαν να αλλάξω για να αποφύγω τις ερωτήσεις της.
    Το επόμενο πρωί ξύπνησα απίστευτα χαρούμενη.
    Καλωσόριζα την μέρα επειδή θα τον έβλεπα ξανά.
    Αφού κάθισα για λίγο χουζουρεύοντας κάτω από τα σκεπάσματα σηκώθηκα και πήγα κοντά στο καλάθι με τις σοκολάτες που μου είχε στείλει εκείνος.
    Με αργές κινήσεις έβγαλα το περιτύλιγμα από μια σοκολατένια καρδούλα και την άφησα λιώσει στο στόμα μου. Είχε γέμιση από λικέρ κεράσι.
    Εκείνη ακριβώς την στιγμή μπήκε στο δωμάτιο η Τζέσικα.


    «Καλημέρα!» μου είπε με ασυνήθιστα καλή διάθεση.


    «Καλημέρα» της ανταπέδωσα τον χαιρετισμό.


    Αναρωτιόμουν τι σχεδίαζε αυτή την φορά.


    «Έχω να σου πω! Δεν μπορείς να φανταστείς ποιους είδα πριν λίγο στην τραπεζαρία!»


    Ήταν γνωστό ότι το κουτσομπολιό ήταν μια από τις αγαπημένες ασχολίες της Τζέσικα, πραγματικά όμως δεν με ενδιέφερε αν η Άντζελα έβγαινε τελικά με τον Μπέν ή αν είχαν επιλέξει τον Έρικ για την ομάδα του σχολείου.


    «Ποιους;» ρώτησα με προσποιητό ενδιαφέρον.


    «Θυμάσαι που σου είχα πει ότι είχα συναντήσει εδώ κάποιους γνωστούς από το Φόρκς; Είδα πριν λίγο στην τραπεζαρία την Τάνια Ντέναλι με τον Έντουαρντ Κάλεν! Λες να συμβαίνει τίποτα μεταξύ τους; Εκείνος της κρατούσε τρυφερά το χέρι και εκείνη τον κοιτούσε μέσα στα μάτια!» μου είπε συνωμοτικά αλλά εγώ δεν μπορούσα να την ακούσω, δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα.
    Ανίκανη να σκεφτώ το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να νιώθω τον πόνο να με διαλύει ενώ προσπαθούσα να σταματήσω τα δάκρυα μου.
    Το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω από αυτό το μέρος.


    «Αύριο το πρωί δεν φεύγουμε;» την ρώτησα.


    «Όχι, άλλαξα τα εισιτήρια μας για μεθαύριο για να φύγουμε μαζί με τους Κάλεν. Μου το πρότεινε η Άλις και το βρήκα καλή ιδέα.» είπε χαρούμενα αλλά μόλις κοίταξε το πρόσωπο μου το χαμόγελο της χάθηκε.


    «Εγώ θα φύγω αύριο δεν μπορώ να λείψω άλλο από το σπίτι ο Τσάρλι είναι μόνος του.» της πέταξα θυμωμένα καθώς πήγαινα να πάρω το κινητό μου για να τηλεφωνήσω να μου αλλάξουν το εισιτήριο ενώ προσπαθούσα να κρύψω με τα μαλλιά μου τα δάκρυα που έτρεχαν.


    «Μα Μπέλλα γιατί να μην φύγουμε όλοι μαζί; Αφού το κανονίσαμε.» μου είπε θλιμμένα αλλά αυτή την φορά δεν ήμουν διατεθειμένη να ακούσω κουβέντα.


    «Τζέσικα εγώ θα φύγω αύριο.» της είπα θυμωμένα και άρχισα να ετοιμάζω την βαλίτσα μου πετώντας μέσα ότι έβρισκα μπροστά μου.
    Όλη την υπόλοιπη μέρα δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω.
    Ευτυχώς η Τζέσικα ήταν αρκετά θυμωμένη ώστε να φύγει από το δωμάτιο και να με αφήσει στην ησυχία μου.


    Είχε βραδιάσει όταν τελείωσα με την βαλίτσα και πήγα να κάνω ένα ντους για να αλλάξω και να πέσω να κοιμηθώ.
    Ήθελα τόσο πολύ να κοιμηθώ, ένιωθα κουρασμένη και τα μάτια μου είχαν πρηστεί από το κλάμα.
    Όταν αργότερα βγήκα από το μπάνιο δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που έβλεπα.
    Εκείνος ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου με τα χέρια πίσω από το κεφάλι και μου χαμογελούσε.
    Εγώ απλά είχα μείνει και τον κοιτούσα, ήταν τόσο όμορφος όταν χαμογελούσε.


    «Τι κάνεις εδώ; Πώς μπήκες;» τον ρώτησα έκπληκτη.


    «Από την πόρτα» μου απάντησε γελώντας και μετά συμπλήρωσε «η Τζέσικα μου έδωσε τα κλειδιά της.»


    «Οκ και τι θες;» τον ρώτησα απότομα, μόλις συνήλθα από την αρχική έκπληξη ο πόνος με χτύπησε ξανά.
    Δεν ήθελα να τον δω και ιδιαίτερα δεν ήθελα να του μιλήσω, το μόνο που ήθελα ήταν να φύγει.


    Εκείνος κατάλαβε τον πόνο που έκρυβαν τα λόγια μου και αμέσως τα μάτια του γέμισαν θλίψη, προσπαθούσε να δει τα δικά μου αλλά απέφευγα το βλέμμα του.


    «Μπέλλα η Άλις μου είπε τι σου είπε η Τζέσικα, συναντήθηκαν το απόγευμα στην καφετέρια και της τα είπε όλα, την είχε παραξενέψει με την συμπεριφορά σου και ζήτησε την γνώμη της.» είπε αλλά εγώ δεν ήθελα να τον ακούσω.


    «Πραγματικά δεν με ενδιαφέρει» του πέταξα θυμωμένα.


    Εκείνη την στιγμή τα βλέμμα του σκλήρυνε, σηκώθηκε όρθιος με πλησίασε και με τράβηξε κοντά του σε μια σφιχτή αγκαλιά.


    «Μπέλλα με την Τάνια δεν έχουμε απολύτως τίποτα. Ήρθε μαζί μας στο ταξίδι με την ελπίδα να συμβεί κάτι μεταξύ μας και σήμερα το πρωί στην τραπεζαρία όταν μας είδε η Τζέσικα μου εξομολογούνταν τα συναισθήματα της για μένα, εγώ όμως της είπα ότι δεν νιώθω έτσι, της είπα ότι είμαι ερωτευμένος μαζί σου.» είπε κοιτάζοντας με μέσα στα μάτια ενώ με έσφιγγε στην αγκαλιά του.


    «Αλήθεια λες;» τον ρώτησα μισοθλιμμένα μισοπαραπονιάρικα.


    «Αλήθεια λέω» είπε κοιτάζοντας με στα μάτια.


    Εκείνος πλησίασε το πρόσωπο του κοντά στο δικό μου και λίγες στιγμές αργότερα με σήκωσε στα χέρια του και με έβαλε να καθίσω μέσα στην αγκαλιά του πάνω στο κρεβάτι.
    Πήρε ένα βιβλίο στα χέρια του και το άνοιξε μπροστά μου.
    Ήταν το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας.
    Το άνοιξε στην πρώτη σελίδα, εκεί κάτω από την ζωγραφιά της Κοκκινοσκουφίτσας και την αρχή του παραμυθιού υπήρχε γραμμένη με όμορφα καλλιγραφικά γράμματα μια και μοναδική λέξη


    Σ αγαπώ


    Γύρισα να τον κοιτάξω και μόλις το βλέμμα μου συνάντησε το δικό του ένιωσα σαν να μπορούσα να το δω μέσα στα μάτια του.
    Πήρα στα χέρια μου το πανέμορφο πρόσωπο του και άρχισα να τον φιλάω με πάθος.


    «Είσαι ο κακός λύκος μου» του είπα όταν κατάφερα να πάρω ανάσα από το φιλί μας.
    «Και εσύ είσαι η Κοκκινοσκουφίτσα μου» μου χαμογέλασε εκείνος.
    Μπορούσα να νιώσω την καρδιά στο στήθος του να χτυπάει μαζί με την δικιά μου καρδιά και ένιωθα ότι θα είναι έτσι για πάντα.


    Mrs Alice



    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    http://www.jokastia.blogspot.com
    WhiteQueen
    Edward's Queen
    WhiteQueen


    Θηλυκό Ιχθύς
    Ηλικία : 45
    Τόπος : Sagaland!
    Αριθμός μηνυμάτων : 8830
    Registration date : 14/09/2008

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές   Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές I_icon_minitimeΠεμ 10 Φεβ 2011 - 21:55

    Ο ΔΙΚΟΣ ΣΟΥ ΠΙΣΤΟΣ, ΜΟΛΥΒΕΝΙΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ by Niki

    Θα μπορούσα να μείνω άγρυπνος απλά ακούγοντάς την να ανασαίνει… Βλέποντας την να κοιμάται… Ενώ εκείνη είναι μακριά και ονειρεύεται… Θα μπορούσα να περάσω την ζωή μου σε αυτήν την γλυκιά παράδοση… Θα μπορούσα να μείνω χαμένος σε εκείνη την στιγμή για πάντα…! I don’t want to miss a thing - aerosmith

    Έντουαρντ…

    Είναι τόσο όμορφη όταν κοιμάται, σαν ένας άγγελος που έπεσε από τον ουρανό. Χλωμή και ταλαιπωρημένη σαν ένα πεφταστέρι που ταξίδεψε χιλιάδες μίλια για να προσγειωθεί στον άδικο και σκληρό, ανθρώπινο κόσμο, αλλά πάντα ήλιος στο δικό μου, προσωπικό σύμπαν. Ο καταρράκτης των μαλλιών της σε σκούρο μαονί χρώμα έκανε τέλεια αντίθεση με το λευκό σεντόνι που ήταν τυλιγμένη. Την είχα φανταστεί έτσι χιλιάδες φορές ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου γυμνή, μεθυσμένη από έρωτα παραδομένη στα αισθήματα της για μένα και αυτό που με πόναγε τόσο πολύ ήταν το ότι αυτό το όνειρο μου ποτέ δεν θα γινόταν πραγματικότητα.

    «Σε λατρεύω.» της ψιθύρισα προσευχόμενος να μπορούσε να με ακούσει.

    Καμία ανταπόκριση, κανένας ήχος, καμία κίνηση. Κοιμόταν βαθιά μετά από της αλλεπάλληλες ναρκώσεις, τις εξετάσεις και τις ώρες που πέρασε μέσα στα χειρουργεία. Ήταν εξαντλημένη και ήταν φυσικό αλλά… ήταν καλά. Έτσι ήθελα να πιστεύω και αυτό επαναλάμβανα στον εαυτό μου ξανά και ξανά. Μόλις χτες το βράδυ την είχα σηκώσει στην αγκαλιά μου και την είχα μεταφέρει μισολιπόθυμη, σε αθλία κατάσταση στο πιο κοντινό νοσοκομείο της περιοχής καθώς στον οργανισμό της υπήρχαν πολλές ουσίες και διαφορετικά ήδη αλκοόλ, ήταν εξαντλημένη και καταπονημένη και ψυχολογικά διαταραγμένη από ένα ισχυρό σοκ. Αυτή τουλάχιστον ήταν η διάγνωση των γιατρών που την εξέτασαν. Έκανα έναν μορφασμό καθώς και μόνο η ανάμνηση της χθεσινής νύχτας με πλήγωνε.

    Πόσο πιο όμορφα ήταν τα πράγματα πριν εκείνος μπει στην ζωή της! Με την Μπέλλα σχεδόν δεν ξεκολλούσαμε ο ένας από άλλο και κάθε μέρα περνούσαμε τέλεια. Δεν ήμασταν ζευγάρι. Παρ’ όλο τον πόθο μου για εκείνη δεν είχα κάνει ποτέ το μεγάλο βήμα. Τώρα μετάνιωνα πικρά για το λάθος μου. Βλέποντας την έτσι, η ψυχή μου άδειαζε.

    Προσπάθησα να σκεφτώ κάτι άλλο και ασυναίσθητα το μυαλό μου με μετέφερε στην ανάμνηση της πιο όμορφης μέρας της ζωής μου… Ένα χρόνο πριν… Ήταν αρχές καλοκαιριού όταν πραγματοποιούσαμε την τελευταία εκδρομή της σχολικής χρονιάς… Στο μέρος εκείνο την δεύτερη νύχτα μάθαμε ότι θα γινόταν μία συναυλία ενός πολύ διάσημου συγκροτήματος το οποίο άρεσε πάρα πολύ στην Μπέλλα και έτσι κανόνισα με την υπόλοιπη παρέα να το σκάσουμε από τους καθηγητές και να πάμε εκεί…

    «Που θα πάμε Έντουαρντ;». Ανυπομονούσε γι’ αυτό που της ετοίμαζα.
    «Κάνε υπομονή Μπέλλα θα μάθεις πολύ σύντομα». Της είπα και της έκλεισα τα μάτια με ένα μαντίλι.
    «Είναι απαραίτητο αυτό;» δυσανασχέτησε.
    «Αν δεν στο βάλλω θα βλέπεις την διαδρομή και θα καταλάβεις , οπότε δεν θα είναι έκπληξη». Χαμογέλασε αχνά , αλλά δεν έφερε άλλες αντιρρήσεις. Μόλις φτάσαμε στο μέρος όπου γινόταν η συναυλία , η Μπέλλα σάστισε.
    «Αποκλείεται!! Έκλεισες τα εισιτήρια για εμένα, μπήκες σε τόσο κόπο!».
    «Μπέλλα δεν είναι κόπος μην το ξαναπείς αυτό. Για εσένα θα έκανα τα πάντα, τα πάντα. Με ακούς;». Τόνισα διπλά την λέξη για να δει σε πόσο μεγάλο βαθμό το εννοούσα.
    Άνοιξε το στόμα της για να πει κάτι , αλλά το μετάνιωσε και το μόνο που πρόφερε ήταν ένα συνεσταλμένο «Σ’ ευχαριστώ πολύ».Όλα πήγαιναν υπέροχα και η Μπέλλα ήταν τρελή από χαρά..Ήταν πολύ όμορφα ντυμένη με ένα μαύρο σορτσάκι και γαλάζιο αμάνικο μπλουζάκι από πάνω. Τα μάτια της έλαμπαν… Καθόμασταν στις εξέδρες πίναμε μπύρες και απολαμβάναμε την απαλή τζαζ μουσική… Η Μπέλλα είχε χωθεί μέσα στην αγκαλιά μου και εγώ της σιγοτραγουδούσα τους αγαπημένους της στίχους στο αυτί! Κάποια στιγμή όμως εντελώς απροσδόκητα είδαμε έναν από τους πιο μισητούς καθηγητές μας να μπαίνει στο χώρο. Κρυφτήκαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε ανάμεσα σε κάτι βλαστήμιες και ανισσόροπα, ξέφρενα γέλια… Εγώ και η Μπέλλα χωριστήκαμε από τους υπόλοιπους γιατί θα βγαίναμε από διαφορετικές εισόδους στην προσπάθεια μας να μην μας δουν.

    «Τρέχα μικρή μου!» της είπα και πέρασε μπροστά μου ακριβώς την στιγμή που ο καθηγητής είχε γυρίσει το κεφάλι του για να με κοιτάξει κατευθείαν στα μάτια.
    «Μας είδε;» είπε με κοφτή ανάσα.
    «Σίγουρα αλλά νομίζω ότι τα καταφέραμε και ξεφύγαμε για την ώρα». Στην ατμόσφαιρα υπερίσχυε η υπερένταση και τα έντονα βλέμματα. Φοβήθηκα να μην κάνω καμία απερισκεψία έτσι έκανα μεταβολή και έφυγα επιτόπου. Τρέχαμε και γελούσαμε καθώς παίρναμε διαφορετικό δρόμο από αυτό του ξενοδοχείου… κάποια στιγμή μπροστά μας εμφανίστηκε ένα μικρό πάρκο με μία λιμνούλα στη μέση του και ατελείωτο γκαζόν τριγύρω! Σωριαστήκαμε αυτόματα πάνω του κρατώντας τις κοιλιές μας χωρίς να μπορούμε να πάρουμε ανάσα από τα γέλια και από το τρέξιμο.
    «Πολλά σύννεφα έχει απόψε, δεν νομίζεις; Όμως όλα είναι τόσο ζεστά» έσπασε πρώτη την γαλήνη της στιγμής.
    «Μάλλον θα βρέξει, αλλά δεν με πειράζει! Όταν είμαι μαζί σου όπου και να με βρουν τα καιρικά φαινόμενα δεν έχει σημασία». Μου έδωσε ένα από τα αστραφτερά της χαμόγελα . Εκείνη την στιγμή ζούσα ένα παραμύθι, το δικό μου παραμύθι.
    «Περνάω όμορφα μαζί σου Έντουαρντ».

    Τότε παρά την αφόρητη ζέστη ο ουρανός έστεψε, ένας υπόκωφος ήχος ακούστηκε και έτσι απλά άρχισε να βρέχει! Απάντηση δεν της έδωσα πότε, αν το έκανα θα προδινόμουν εκείνη την στιγμή.
    Δύο λεπτά αργότερα και αφού είχαμε γίνει απολύτως μούσκεμα αποφασίσαμε με λύπη ότι ήταν ώρα να γυρίσουμε πίσω… Εγώ σηκώθηκα πρώτος και της έτεινα το χέρι μου να την βοηθήσω. Το χορτάρι κάτω όμως δεν ήθελε να συνεργαστεί βρεγμένο όπως ήταν. Έβαλα λίγο παραπάνω δύναμη αλλά με το που στάθηκε στα πόδια της η Μπέλλα γλίστρησε και βρέθηκε κατευθείαν στην αγκαλιά μου. Σήκωσε το κεφάλι της για να με κοιτάξει και να μου χαμογελάσει απολογητικά όμως όταν συνειδητοποίησε πόσο κοντά ήταν τα πρόσωπά μας είδα πολύ καλά στα μάτια της την αμηχανία να την κατακλύζει.

    «Με προσέχεις πάντα τόσο πολύ… δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα». Το βλέμμα της πρόδιδε ειλικρίνεια.
    «Για εσένα θα είμαι πάντα εδώ». Άφησα ένα απαλό φιλί σχεδόν μεταξένιο, στο μέτωπο της. Πάνω του όλη η αγάπη μου! Δεν τραβήχτηκε ούτε ένα εκατοστό μακριά μου. Τα σώματα μας ήταν κολλημένα και έτσι μπορούσα να νιώσω τις καρδιές μας να χτυπάνε σε έναν ξέφρενο ρυθμό η μία δίπλα στην άλλη. Έγειρα ελάχιστα αλλά σταθερά το πρόσωπό μου πιο κοντά στο δικό της και εκείνη αντέγραψε την κίνηση μου… Τα χείλη μας σχεδόν ακουμπούσαν… ένα σίγουρο φιλί που…, όμως δεν έγινε ποτέ καθώς μία εύθυμη κραυγή ενός συμμαθητή μας, που ακούστηκε από μακριά, μας έκανε να πεταχτούμε από την θέση μας και να απομακρυνθούμε τουλάχιστον ένα μέτρο... Ύστερα από αυτό δεν έγινε τίποτα σπουδαίο και εγώ και εκείνη δεν αναφερθήκαμε ποτέ σε αυτό…


    Η πόρτα χτύπησε ελαφρώς, βγάζοντας με απότομα από την ονειροπόληση μου και ετοιμάστηκα να παραδώσω την θέση μου στον Διοικητή Σουάν. Μάλλον είχε περάσει η ώρα του επισκεπτηρίου και ποιος ξέρει πόση ώρα ήμουν κλεισμένος σε εκείνο το δωμάτιο, η κάρδια μου ραγισμένη, τα χεριά μου νεκρά και τα μάτια μου προσηλωμένα στο κενό. Γύρισα απότομα μόνο και μόνο για να δω το πιο απαίσιο άτομο της γης να στέκεται μπροστά μου. Οι μυς μου τεντώθηκαν αμέσως και τα χέρια μου σφίχτηκαν σε γροθιές. Κρατήθηκα με το ζόρι να μη του χιμήξω εκεί μέσα μόλις λίγα εκατοστά μακριά της.

    «Τι θες εσύ εδώ; Πως τολμάς;» του είπα μέσα από τα δόντια μου. Δεν είχα σκοπό να του μιλήσω ποτέ ξανά, αλλά στη ζωή συνήθως τα πράγματα δεν έρχονται έτσι όπως τα περιμένουμε.
    Στο πρόσωπο του σχηματίστηκε ένα ειρωνικό χαμόγελο. Αλλά έκανε ένα βήμα πίσω. Καλή κίνηση.

    «Ηρέμησε φίλε.» είπε με το πιο χαλαρό υφάκι. «Απλά ήρθα να δω το κορίτσι μου.» συνέχισε με θράσος καθώς έγερνε για να δει την Μπέλλα πίσω από μένα. Πως γινόταν να είναι τόσο υποκριτής; Αυτή η σκέψη βασάνιζε κάθε εκατοστό του κορμιού μου. Δεν άξιζε αυτή η μεταχείριση στην Μπέλλα.

    «Έχεις κοπέλα.» είπα παγωμένα. «Είσαι αρραβωνιασμένος -και μην το αρνηθείς- με την Ρόζαλη Χέιλ. Κατά την γνώμη μου, σου φτάνει και σου περισσεύει αν και πιστεύω ότι αυτή η υπέροχη κοπέλα δεν είναι για τα μούτρα σου Ρόις.» φάνηκε να ξαφνιάζεται λίγο αλλά δεν ταράχτηκε. Νόμιζε ότι μπορεί να έχει όλο τον κόσμο στα πόδια του , θεωρούσε τους ανθρώπους παιχνιδάκια του , πιστεύοντας ότι μπορούσε να τους εξουσιάζει , πιόνια στην σκακιέρα που είχε φτιάξει και την ονόμαζε ζωή. Υποκριτής , αυτό ήταν.

    «Ούτε αυτή είναι για τα δικά σου ή μήπως νομίζεις ότι θα γυρίσει να σε κοιτάξει ποτέ μόνο και μόνο επειδή σέρνεσαι συνέχεια από πίσω της;» μου πέταξε δηκτικά έσφιξα τα δόντια στην προσπάθεια μου να μην τον χτυπήσω..

    «Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά.» του απάντησα ψυχρά Τα λόγια του με πόνεσαν όμως. Ήταν ένα μέρος της αλήθειας αλλά αφού ο μόνος τρόπος να μείνω κοντά στην Μπέλλα ήταν να είμαστε φίλοι τότε δεν είχα άλλη επιλογή από το να το κάνω όσο καλύτερα γινόταν.
    «Ρόις, καμία δεν σου αξίζει , απορώ τι παθαίνουν μαζί σου, είσαι ένας εγωιστής μόνο το συμφέρον σου κοιτάς. Γιατί δεν το βλέπουν αυτό;». Ήξερα ότι θα νικούσα εύκολα τον αντιπαθητικό και κακομαθημένο τύπο απέναντι μου αλλά δυστυχώς δεν έπρεπε να κάνω κάποια σκηνή που θα αναστάτωνε την Μπέλλα μου. Η Μπέλλα, μόνο αύτη με ένοιαζε τώρα.
    «Βγες έξω τώρα πριν σε βγάλουν έξω τέσσερεις. Εξ’ άλλου δεν νομίζω να θες να συναντηθείς με τον πατέρα της μετά από όλα αυτά που έκανες χτες το βράδυ.»

    «Α, μα ο πατέρας της με είδε και με χαιρέτησε ευγενικότατα! Δεν ξέρει τίποτα και ούτε πρόκειται να μάθει.» είπε με αυτάρεσκο ύφος.

    «Θα μάθει! Θα του τα πει η Μπέλλα όταν ξυπνήσει και αν δεν του τα πει εκείνη θα του τα πω εγώ!»

    «Δεν θα σε αφήσει το μωρό μου έξυπνε Κάλλεν. Θα σου πει να μην το κάνεις και εσύ θα την υπακούσεις γιατί δεν θες να την χάσεις! Και ξέρεις γιατί θα σου το πει; Γιατί το κοριτσάκι την έχει πατήσει μαζί μου, φίλε και αυτό δε μπορείς να το αλλάξεις εσύ και οι καλές προθέσεις σου!»
    Μακάρι εκείνη την στιγμή να άκουγε η Μπέλλα όλη αυτή την συζήτηση. Έτσι θα ξεπερνούσε το ρεμάλι με το οποίο έμπλεξε. Με πονούσε όλο μου το είναι να την βλέπω καταβεβλημένη και ανήμπορη να του αντισταθεί. Σε έναν άνθρωπο που δεν έδειχνε έλεος. Ούτε υπολόγιζε τα αισθήματα κανενός. Απλά κάλυπτε τις δίκες του ανάγκες… Οι άνθρωποι είμαστε τόσο τυφλοί μερικές φορές.

    «Αυτό θα το δούμε… φίλε! Τώρα πάρε δρόμο από εδώ γιατί αν μείνεις λίγο ακόμα θα προστεθείς στην λίστα με τα επείγοντα!» γέλασε αλλά έκανε μεταβολή και εξαφανίστηκε.

    Σε λίγες ώρες η Μπέλλα άνοιξε τα μάτια της… Το αίσθημα του πόνου επανήλθε ακόμα δυνατότερο στην κατάσταση που την έβλεπα , ανίκανος να το σταματήσω το άφησα να ξεχυθεί στο πληγωμένο και άψυχο κορμί μου. Αυτό ήμουν χωρίς την Μπέλλα , ένα κουφάρι χωρίς ζωή. Ο ανεκπλήρωτος έρωτας παρέμενε ριζωμένος βαθιά μέσα μου.


    Μπέλλα…

    Το μόνο που ήθελα ήταν να τελειώσει αυτό το βασανιστήριο. Το μόνο που θυμόμουν από το προηγούμενο βράδυ ήταν ότι η τέλεια νύχτα μου είχε καταστραφεί.
    Ο Ρόις είχε αργήσει να έρθει στο πάρτι που έκανε το Λύκειο μου όπως μου είχε υποσχεθεί και τότε κάπου εκεί μέσα στις συζητήσεις των αγοριών της τάξης μου είχα ακούσει ότι είχε αρραβωνιαστεί και ότι έμενε μαζί με την πολύ όμορφη κοπέλα του. Το γεγονός με πόνεσε όσο τίποτα άλλο καθώς με τον Ρόις βγαίναμε πάρα πολύ τις δυο τελευταίες εβδομάδες και παρόλο που δεν είχαμε προχωρήσει είχαμε ανταλλάξει αρκετά τέλεια φιλιά. Το υπόλοιπο της βραδιάς άρχισα να πίνω και να καπνίζω έντονα παρ’ όλες τις προσπάθειες του Έντουαρντ να με συγκρατήσει.

    Ήμουνα χώμα όταν με πήρε τηλέφωνο και μου είπε να συναντηθούμε έξω από το μπαρ. Βγήκα με δυσκολία προσπαθώντας να μην με πάρει χαμπάρι ο Έντουαρντ γιατί ήξερα ότι δεν θα με άφηνε να πάω και ακόμα και με όσα είχα μάθει για εκείνον πέθαινα να τον δω. Έτσι ήξερα ότι έχανα και την παραμικρή αξιοπρέπεια που μου απέμεινε, για χάρη του έφτασα στο σημείο να πιώ, άρχισα να διαφθείρω τον εαυτό μου και την ψύχη μου.
    Άνοιξα την πόρτα του αμαξιού και με το που μπήκα μέσα του είπα ακριβώς ότι είχα μάθει. «Είσαι ένας ψεύτης» του πέταξα κατάμουτρα.
    «Μπέλλα σε παρακαλώ άκουσε και την δική μου εκδοχή και μετά βγάλε τα συμπεράσματα σου. Μην κρίνεις πριν σου εξηγήσω πως έχει η κατάσταση». Μου πρότεινε να πάμε σε ένα ξενοδοχείο να μιλήσουμε και δέχτηκα εφόσον δεν ήμουν σε κατάσταση να κάνω οτιδήποτε άλλο. Τα παράτησα έτσι απλά , χωρίς να παλέψω . Το ποτό κατέλυε κάθε άμυνα μου.
    Όταν φτάσαμε και επιτέλους ανεβήκαμε πάνω με αγκάλιασε, μου είπε ότι με αγαπούσε πραγματικά και ότι θα χώριζε με την κοπέλα που ο πατέρας του τον ανάγκασε να αρραβωνιαστεί πριν κάτι μήνες. Μου είπε ότι δεν είχε σεξουαλικές σχέσεις μαζί της πια και ότι σύντομα θα την χώριζε για να είναι μαζί μου. Όλα αυτά ακουγόντουσαν γελοία ακόμα και δε εμένα την ίδια, αλλά είχα πολλή ανάγκη να τον πιστέψω. Αυτόν και τα όμορφα λόγια του. Και κάπου εκεί άρχισε να με φιλάει και να μου βγάζει τα ρούχα. Προσπάθησα να αντισταθώ όσο περισσότερο μπορούσα αλλά δεν με άκουγε.

    «Ρόις σταμάτα!» έλεγα με όση δύναμη μου απέμεινε , άλλα δεν μου έδινε καμία σημασία. Τα συμπτώματα αυτά , θα έπρεπε να με είχαν παραξενέψει από την πρώτη στιγμή, τυφλή όμως από ερώτα έπεσα στην παγίδα του. Όταν αγαπάς κάποιον δεν τον πιέζεις, η επίπτωση του αλκοόλ σε συνδυασμό με τα αισθήματα μου, προξένησαν σχεδόν ανεπανόρθωτες συνέπειες μέσα στην καρδία μου.
    «Πρέπει να γίνεις δικιά μου Μπέλλα, κατάλαβε το.» Το έλεγε λες και του είχα γίνει εμμονή , ήθελε απλά να με προσθέσει στην συλλογή του; Δεν με ένοιαζε και πλέον αδιαφορούσα για τα πάντα , αφού αυτός που ήθελα ήταν δίπλα μου.
    Δεν είχα κάνει έρωτα ποτέ μέχρι τότε και δεν ήθελα η πρώτη μου φορά να γίνει έτσι, αλλά έγινε. Είχε περάσει αρκετή ώρα όταν το κινητό του χτύπησε και μου είπε ότι έπρεπε νε να φύγει. Τον ικέτεψα σχεδόν να μην το κάνει μεθυσμένη καθώς ήμουν αλλά δεν έμεινε. Μου πρότεινε να με πάει σπίτι και αρνήθηκα. Ήμουν σε άθλια κατάσταση για να αντιμετωπίσω τον Τσάρλι και έτσι σηκώθηκε και έφυγε. Δεν θυμάμαι καν αν είπε γεια. Σύρθηκα μέχρι την τσάντα μου και πληκτρολόγησα τον αριθμό του Έντουαρντ. Του είπα ξεψυχισμένα το όνομα του ξενοδοχείου και τον αριθμό του δωματίου μου και μετά πρέπει να λιποθύμησα.

    Τα πράγματα έγιναν όπως ακριβώς τα είχε προβλέψει ο Ρόις…..

    Μία εβδομάδα μετά την πιο πενιχρή νύχτα της ζωής μου ξανασυνάντησα τον Ρόις πάλι, σε ένα φτηνό ξενοδοχείο όμως εκείνη την φορά νηφάλια. Η τελευταία φόρα που έπεσα στο λάκο που έσκαψε για μένα. Οι τέλειες δικαιολογίες του, όπως το υποτιθέμενο, τρομερό ατύχημα της αδερφής του καθώς και ο τρόπος που μιλούσε, που με κοίταγε, με μάγεψαν και με την υπόσχεση ότι θα χώριζε καταλήξαμε ξανά στο κρεβάτι. Ήταν καλός στον έρωτα... φαινόταν υπέροχος καθώς μου χάριζε όμορφα λόγια και ατελείωτα χάδια. Περάσαμε αφάνταστες νύχτες και απογεύματα και μεσημέρια και πρωινά έρωτα και εγώ κάθε φορά περίμενα όλο και περισσότερο ενθουσιασμένη για την αγκαλιά του παρά για την εκπλήρωση της υπόσχεσης.
    «Θα γίνεις κάποια στιγμή γυναίκα μου» , έτσι είχε πει. Αυτό καρτερούσα και υπέμενα όλο αυτόν τον καιρό. Όμως σταδιακά έπαψε να με ενδιαφέρει.
    Με τον Έντουαρντ είχαμε κάνει άπειρες συζητήσεις που μάταια προσπαθούσε να με πείσει να χωρίσω με τον Ρόις… Δεν άκουγα, δεν ήθελα να ακούσω… Ήξερα ότι ο Έντουαρντ ήθελε πραγματικά το καλό μου, παρ’ όλο που ήξερα επίσης ότι είχε αισθήματα για εμένα. Και εγώ τον αγαπούσα και πίστευα ότι ήταν ο πιο υπέροχος άνθρωπος του κόσμου αλλά αυτά που ένιωθα δεν θα ήταν αρκετά για εκείνον καθώς ποτέ δεν θα μπορούσα να του δώσω αυτά που είχα για τον Ροις και μόνο. Και αυτό με πλήγωνε και πλήγωνε και εκείνον που προσπάθησε να μου ομολογήσει τα πάντα αρκετές φορές αλλά εγώ δεν τον άφηνα
    Αργά και σταδιακά απομακρυνθήκαμε και όλη μου ή ζωή έγινε ο Ρόις
    Όμως δεν ήθελα να χάσω τον Έντουαρντ… Ήταν πάντα όλα όσα είχα!
    Αν μας έβλεπε κανείς παλιά θα νόμιζε ότι είμαστε ερωτευμένο ζευγαράκι… και θα είχε πέσει πολύ κοντά. Από 6 χρονών παιδιά παίζαμε, διαβάζαμε μαζί, πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο, ύστερα στο γυμνάσιο και έπειτα στο λύκειο. Αν και πηγαίναμε στην ίδια τάξη, ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος αφού είχε χάσει μία χρονιά. Εκείνη ήταν πιο μεγαλόσωμος από μένα και έτσι με φρόντιζε και με προστάτευε πάντα. Πηγαίναμε βόλτες χέρι – χέρι, τηλεφωνιόμαστε μέχρι αργά το βράδυ, μου μάθαινε πιάνο, ζωγραφική, κολύμπι… Όμως τώρα όσο και αν με πονούσε το καλύτερο ήταν να απομακρυνθούμε. Ήταν πλέον ώρα για εκείνον να προχωρήσει με την ζωή του και μου φαινόταν τόσο παράξενο που και μόνο η σκέψη αυτή με πλήγωνε τόσο. Και η ώρα αυτή είχα φτάσει. Το πρωί πριν φύγω για το ξενοδοχείο τον είχα αγκαλιάσει σφιχτά με δάκρυα στα μάτια. Το μόνο που κατάφερα να του πω ήταν «Αντίο.». Εκείνος θα πήγαινε για σπουδές πιάνου και θα γινόταν σπουδαίος, ήταν σίγουρο. Το απόγευμα θα πετούσε για Παρίσι όμως δεν έκατσα μαζί του μέχρι τότε. Δεν θα μπορούσα να τον δω να φεύγει. Με τον Ρόις είχαμε ραντεβού.
    Πάντα ήμουν η τελευταία προτεραιότητα του. Αλλά τι άλλη επιλογή είχα από το να το ανέχομαι; Ανέβηκα τρέχοντας την σκάλα και άνοιξα με ορμή την πόρτα του δωματίου για να δω μία ξανθιά, όμορφη κοπέλα, λίγο πιο μεγάλη σε ηλικία από μένα να στέκεται μπροστά μου. Με υποδέχτηκε με ένα μισό χαμόγελο, μα εγώ όταν την είδα πάγωσα.

    «Πέρασε.» μου είπε και μου έδειξε το κενό που μας χώριζε.

    «Καιρός ήταν! Πάντα τόσο αργείς στα ραντεβού σου εσύ;» είπε με ένα τόνο δυσαρέσκειας.

    «Συγνώμη με ξέρεις;» ρώτησα αλλά την απάντηση την γνώριζα ήδη. Ανασήκωσε τα φρύδια της και μου απάντησε κοφτά.

    «Και φυσικά σε ξέρω, Ιζαμπέλλα Σουάν. Αν είναι δυνατόν να μην ξέρω την ερωμένη του άντρα μου. Ξέρω και εσένα και τις άλλες δύο δύστυχες κοπέλες.» Είπε και αναστέναξε.

    «Τι;» τη ρώτησα σαν χαζή.

    «Α, ναι δεν συστήθηκα. Τι αγένεια! Είμαι η Ρόζαλη Χέιλ.» τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα και βούρκωσαν. Ήταν δυνατόν;

    «Λοιπόν επειδή βλέπω πόσο ξαφνιάστηκες και για να σου αδειάσω την γωνιά γρήγορα, δεν θα με αναγκάσεις να επαναλαμβάνομαι και να κουράζομαι έγκυος γυναίκα, σωστά;»

    «Έγκυος;» τα γόνατα μου λύγησαν αυτόματα και σωριάστηκα πάνω στο κρεβάτι. Εκείνη έκατσε στην απέναντι πολυθρόνα.

    «Ναι, καλά άκουσες. Το παιδί είναι του Ρόις ακόμα και αν σου έχει πει ότι δεν κοιμόμαστε μαζί.» χάιδεψε την ήδη φουσκωμένη κοιλιά της με το χέρι της. «Τα συμπεράσματα δικά σου.» έπειτα ξεφύσησε θυμωμένα.

    «Σε παρακαλώ μην με κοιτάς με αυτό το κακόμοιρο ύφος εμένα! Σε λυπάμαι ήδη αν και δεν θα έπρεπε.» χαμήλωσα το κεφάλι μου.
    «Τώρα συνεχίζω. Ήρθα εδώ για να σου πω να αφήσεις τον μέλλοντα άντρα μου ήσυχο. Να μην τον ξαναδείς. Να μην τον ξανασυναντήσεις. Να μην του ξανατηλεφωνήσεις. Επίσης θέλω την επόμενη φορά που θα τον δεις στον δρόμο να αλλάξεις πεζοδρόμιο.» κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου ξεστομίζοντας ένα λιτό «Υπόσχομαι…» ενώ βίαιοι λυγμοί κινδύνευαν να ξεσπάσουν από μέσα μου.

    «Ωραία. Φεύγω τώρα. Θέλω να ξέρεις ότι αν τηρήσεις την συμφωνία μας δεν θα πω τίποτα, ποτέ και σε κανέναν. Χάρηκα για την… συνεργασία. Αντίο.» άλλο ένα νεύμα. Η πόρτα έκλεισε με ένα δυνατό χτύπο και με άφησε μόνη μου με την ατελείωτη βλακεία μου.

    Πόσο χαμηλά είχα πέσει; Σε πόσο χαμηλό επίπεδο μπορούσε ο έρωτας να κατεβάσει την νοημοσύνη μου; Έκλαιγα… Έκλαιγα δυνατά, ούρλιαζα! Τα όνειρα μου είχαν γίνει εφιάλτες και ο παράδεισος, η προσωπική μου κόλαση… κάποια στιγμή το μάτι μου έπεσε στο ρολόι τοίχου του δωματίου και το σοκ με ταρακούνησε. Τέσσερεις το μεσημέρι. Σε δύο ώρες ο Έντουαρντ πετούσε για Παρίσι. Τότε συνειδητοποίησα ότι τον χρειαζόμουν. Εγωιστικό. Άδικο αλλά τον είχα ανάγκη τώρα πιο πολύ από ποτέ.
    Πήρα το κινητό μου και του έστειλα το ίδιο μήνυμα που του είχα στείλει περίπου 6 μήνες πριν. Σήκωσα το τηλέφωνο του ξενοδοχείου και παράγγειλα το πιο δυνατό τους ποτό. Μέχρι να έρθει ο Έντουαρντ είχα πιει ήδη 2 ποτήρια. Όταν ήρθε βημάτισα με δυσκολία μέχρι την πόρτα του δωματίου μου. Του άνοιξα και εκείνος με σήκωσε επιτόπου στην αγκαλιά του ένα δευτερόλεπτο πριν πέσω στο πάτωμα. Με μετέφερε σιωπηλός μέχρι το κρεβάτι, με έβαλε να ξαπλώσω με σκέπασε και με αγκάλιασε σφιχτά. Ένα δεύτερο ξέσπασμά έκανε το κορμί μου να τραντάζεται ολόκληρο καθώς έκλαιγα ξανά, αυτή τη φορά μέσα στην αγκαλιά του.
    Σκεφτόμουν την ρημαγμένη ζωή μου και έκλαιγα. Έκλαιγα για τον εαυτό μου. Για την καημένη την κοπέλα του Ρόις. Αλλά πάνω και πάρα από όλα για τον Έντουαρντ. Τον Έντουαρντ… την αγαπημένη μου ύπαρξη πάνω στον πλανήτη. Τον δικό μου Έντουαρντ. Τον φύλακα άγγελό μου. Τον Έντουαρντ!
    Πάντα αισθανόμουν περίεργα στο άκουσμα ή έστω στην θύμηση του ονόματος του.

    Τώρα ένιωθα τα χέρια του υπερβολικά ζεστά πάνω στην επιφάνεια της πλάτης μου καθώς και στο δέρμα κάτω από τα μαλλιά μου… Ένα ρίγος διαπέρασε το στομάχι μου όταν τα χείλη του τοποθέτησαν ένα φιλί στην κορυφή του κεφαλιού μου. Έκλεισα τα μάτια μου και σχημάτισα την μορφή του με το μυαλό μου. Εκτός από τα ψυχικά του χαρίσματα, ο Έντουαρντ, ήταν ένας κούκλος. Είχε υπέροχα πράσινα μάτια, χάλκινα μαλλιά, αισθησιακά, λεπτά χείλη… ήταν ψηλός, αδύνατος και αναμφισβήτητα πολύ γυμνασμένος. Ήταν υπέροχός από όλες τις απόψεις.

    Κάθε κοπέλα από όλα τα σχολεία που περάσαμε θα πέθαινε για να είναι μαζί του και εγώ…

    Εγώ δεν πίστευα στην τύχη μου! Πάντα ζούσα με τον φόβο ότι θα με παρατούσε για την όμορφη του σχολείου καθώς ποτέ δεν πίστεψα ούτε έστω για μία μόνο στιγμή ότι ο Έντουαρντ Κάλλεν θα γύριζε να με κοιτάξει. Ή παλιότερα, ήμουν λίγο έως πολύ τσιμπημένη μαζί του όμως εκείνος ποτέ δεν μου εξομολογήθηκε τα συναισθήματα του και μέχρι πρόσφατα πίστευα ότι με βλέπει μόνο σαν φίλη. Όταν έμαθα την αλήθεια ήταν όταν είχα πρωταρχίσει να βλέπω τον Ρόις. Εκείνος βέβαια είχε την ικανότητα να με κάνει να ξεχνάω τα πάντα όταν ήμασταν μαζί. Τα πάντα και τον Έντουαρντ.
    Μετά από όλα όσα πέρασα ο Ρόις κατάφερε να καταστρέψει όλα τα όμορφα αισθήματα μου για εκείνον. Τα είχε κάνει μίσος.
    Πίσω όμως από το θόρυβο που έκανα τα συντρίμμια του έρωτα μου για εκείνον καθώς κατέρρεαν, άκουσα τον δυνατό παλμό της καρδιάς μου να γίνεται ένα με εκείνη του Έντουαρντ. Θεέ μου τι είχα κάνει; Τον είχα αναγκάσει να ζει χρόνια ολόκληρα μέσα στην απόρριψη. Τον είχα κάνει δυστυχισμένο ενώ αυτός μου είχε δώσει όλα όσα είχε.
    Όχι δεν τον λυπόμουν! Πρώτη φορά στην ζωή μου μπόρεσα να δω τόσο καθαρά και να αφήσω την ψυχή μου ελεύθερη να νιώσει και να αφουγκραστεί τα συναισθήματα μου χωρίς φόβο αλλά με πολύ πάθος. Όλα όσα πέρασα απέκτησαν την ιδιότητα ενός ισχυρού ηλεκτροσόκ. Ένα δυνατό χαστούκι, από την μοίρα για να συνέλθω!
    Συνειδητοποίησα ότι ήμασταν και οι δύο δυστυχισμένοι όταν το μόνο που χρειαζόταν να κάνουμε για το αντίθετο ήταν να ήμαστε μαζί. Τον αγαπούσα, τον λάτρευα… περνούσα τέλεια μαζί του και ένιωθα υπέροχα σε κάθε του άγγιγμα τι άλλα στοιχεία χρειαζόμουν για να καταλήξω σε ένα μόνο συμπέρασμα; Εγώ και εκείνος έπρεπε να ενωθούμε και να ξεπεράσουμε όλα.

    Όπως το παραμύθι που μου διάβαζε όταν ήμασταν μικρά στον κήπο του σπιτιού μου και εγώ ξαπλώνοντας ακουμπούσα το κεφάλι μου στην κοιλιά του για μαξιλάρι. Εκείνος ήταν ο πιστός μολυβένιος στρατιώτης μου που ποτέ δεν πρόσεξα πόσο με λάτρευε… πως με κοιτούσε… Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να κάνει αυτό το ταξίδι μακριά μου… απλά να απομακρυνθεί μόνο από δίπλα μου… Όμως δεν ήθελα το παραμύθι να τελειώσει άσχημα… δεν με ένοιαζαν τα δαχτυλίδια και οι χρυσές καρδιές… Ήθελα απλά εγώ και εκείνος να χαθούμε ανάμεσα στις φλόγες του έρωτα μας και μόνο...!

    Άνοιξα τα μάτια μου σκούπισα τα δάκρυα μου και σηκώθηκα στις μύτες για να τον φιλήσω.

    Εκείνος ανταπέδωσε το φιλί στην αρχή διστακτικά και ύστερα πιο έντονα καθώς πέρασε τη γλώσσα του στο στόμα μου για να εμβαθύνει το φιλί. Αργότερα απομάκρυνα τα χείλη μου από το στόμα του μόνο και μόνο για να τα περάσω στην βάση του λαιμού του. Τον ανακάλυπτα, τον μάθαινα, τον λάτρευα κυριολεκτικά και μου φάνηκε σωστό, ότι πιο σωστό είχα κάνει μέχρι τότε. Άνοιξα ένα - ένα τα κουμπιά του πουκαμίσου του. Μετά από κάθε κουμπί τοποθετούσα και ένα φιλί στο δυνατό του στέρνο. Πέρασα το χέρια μου στο πρώτο κουμπί του παντελονιού του όταν έβαλε το χέρι του κάτω από το πιγούνι μου και σήκωσε το κεφάλι μου, αναγκάζοντας με να κοιτάξω το πρόσωπό του.

    Τότε είδα βαθιά μέσα στα μάτια του πόθο, επιθυμία, έρωτα αλλά και αγάπη και τρυφερότητα.
    Δεν ξέρω τι είδε εκείνος στα δικά μου, όμως ότι και να ήταν εκείνο, τον έκανε να με αγκαλιάσει και έπειτα να με ξαναφιλήσει… Τόσο πολύ που οι παλμοί της καρδιάς μου αυξήθηκαν, η ανάσα μου κόπηκε και η κοιλιά μου άρχισε να με καίει και να με πονάει. Τον έσυρα μέχρι το κρεβάτι όπου ξάπλωσα και τον τράβηξα από πάνω μου. Τα σώματα μας ταίριαξαν τέλεια και από εκεί και πέρα κλείδωσαν και έμειναν ενωμένα.
    Χαθήκαμε σε μία σκοτεινή δύνη από πάθος. Σε μια νύχτα με πανσέληνο αλλά χωρίς αστέρια… Εγώ και εκείνος ήμασταν η μόνη συντροφιά στο χλωμό φεγγάρι και εκείνο, ο μόνος μάρτυρας του έρωτα μας…
    Ούτε που κατάλαβα το πότε το λαμπερό φως της ημέρας από το υποτονικό φως που πρόσφερε το πορτατίφ δίπλα μου. Ήμασταν αγκαλιασμένοι, ξαπλωμένοι στο κρεβάτι. Είχα το κεφάλι μου ακουμπισμένο στο στέρνο του και άκουγα την καρδιά του να χτυπάει εξωφρενικά γρήγορα. Όμως η δική μου χτυπούσε γρηγορότερα.

    Σκέφτηκα το αύριο και βούρκωσα. Όταν το πρώτο δάκρυ έσταξε πάνω στο δέρμα του, γύρισε για να δει το πρόσωπό μου.

    «Κλαις; Γιατί κλαις μάτια μου;» με ρώτησε με φωνή γεμάτη αγωνία.

    «Σκέφτομαι το αύριο!» του ανακοίνωσα απλά. Ο Έντουαρντ είχε ήδη χάσει την πτήση του αλλά τι τον εμπόδιζε να πάρει την αμέσως επόμενη; Απρόσμενα έσφιξε τα δόντια του και χαμήλωσε το κεφάλι του.

    «Κατάλαβα, κατάλαβα, δεν χρειάζεται να πεις τίποτα περισσότερο… Μετάνιωσες!» Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα και ένα κύμα χαράς με πλημμύρησε!

    « Όχι, όχι, όχι… Όχι.» του είπα με όλη τη δύναμη της φωνής μου. «Δεν πρόκειται να μετανιώσω ποτέ για αυτό. Για άλλα το έχω ήδη κάνει!»

    «Τότε γιατί-;» δεν τον άφησα να ολοκληρώσει… Οι λέξεις βγήκαν βίαια από το στόμα μου…

    «Γιατί θέλω να ήμαστε μαζί Έντουαρντ! Σε αγαπάω. Δεν μπορώ χωρίς εσένα. Είμαι χαζή. Άργησα να το καταλάβω. Είμαι εγωίστρια και ξεροκέφαλη και φοβητσιάρα. Αλλά είμαι ερωτευμένη με εσένα Έντουαρντ. Επιτέλους το κατάλαβα και τώρα δεν θέλω να σε χάσω. ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ! Δεν θέλω.»

    «Στο Παρίσι θα πάω!» με διέκοψε με την σειρά του. Το ύφος του ήταν σοβαρό και με πλήγωνε ακόμα πιο πολύ.

    «Απλά δεν θα πάω μόνος μου! Θα πάμε μαζί… εκτός και αν δεν θέλεις… αλλά βέβαια εγώ νομίζω ότι θα σου αρέσει πολύ τ-!» τον έπιασα από το πρόσωπο και με τα δύο μου χέρια και τον έφερα κοντά μου για να τον φιλήσω…!

    «Πάντα τόσο πολύ μιλάς εσύ;» τον επέπληξα κάποια στιγμή για να πάρω μία δόση αέρα ανάμεσα από τα φιλιά μας.

    «Ναι και συνηθίζω να φιλάω ακόμα περισσότερο. Α! Μιας και το έφερε η κουβέντα και εγώ σε αγαπάω! Σου υπόσχομαι ότι θα είμαι συνέχεια κοντά σου. Ο δικό σου πιστός μολυβένιος στρατιώτης.»

    ΚΑΙ ΥΣΤΕΡΑ ΧΑΘΗΚΑΝ ΠΑΛΙ…ΜΑΖΙ… ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΤΟΥΣ…!

    niki

    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    http://www.jokastia.blogspot.com
    WhiteQueen
    Edward's Queen
    WhiteQueen


    Θηλυκό Ιχθύς
    Ηλικία : 45
    Τόπος : Sagaland!
    Αριθμός μηνυμάτων : 8830
    Registration date : 14/09/2008

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές   Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές I_icon_minitimeΠεμ 10 Φεβ 2011 - 21:57

    H ΩΡΑΙΑ ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ By Rosalie Hale Cullen

    ''Αν πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις όταν θα έρθει ο θάνατος. (Ψυχικός θάνατος)''

    Δυο κόκκινες σταγόνες χρωμάτισαν το άλλοτε χλωμό και άτονο δάκτυλό μου. Τα μάτια μου σάρωσαν την εικόνα που είχα μπροστά μου, μα μάταια. Δεν μπόρεσα να προσδιορίσω αν έφταιγε η θέα του αίματος, που πάντοτε με έκανε να χάνω τις αισθήσεις μου, η διαπεραστική σαν από σκουριά οσμή του, ή η μορφή του άνδρα που ξεδιπλωνόταν μπροστά μου. Τα πάντα σκοτείνιασαν, και έπειτα .σιγή.


    Πόση χαρά μπορεί να χαρίσει ο ερχομός ενός παιδιού στους μέλλοντες γονείς του; Πόση προσμονή και πόσα συναισθήματα τρέφουν γι αυτό πριν ακόμα έλθει στον κόσμο. Ένα μικρό πλάσμα, έτοιμο να αγαπηθεί, να γνωρίσει τον κόσμο, να λάβει την τρυφερότητα και την προστασία που του πρέπει. Το ζεύγος που φαινομενικά τα είχε όλα, πλούτη, δόξα και τιμή, και ένα ολόκληρο βασίλειο υπό την εξουσία του, ο Τσάρλι και η Ρενέ Σουάν ετοιμάζονταν να τοποθετήσουν το τελευταίο κομμάτι του πάζλ της απόλυτης ,αέναης ευτυχίας τους. Το κομμάτι αυτό, έμελλε να είναι το πιο γλυκό κομμάτι της ζωής τους, αλλά συνάμα και το πιο θλιβερό. Το κομμάτι αυτό, ήμουν εγώ.

    Η φλόγα στο αναμμένο τζάκι απανθράκωνε τα ξύλα, με αργό ,νωχελικό τρόπο. Η μητέρα μου, ξεκίνησε να ανασύρει αναμνήσεις και εικόνες από το κουτί του παρελθόντος. ''Ένα κοριτσάκι με καστανά μαλλιά, και μάτια, στο χρώμα της ζεστής σοκολάτας, κάτισχνο, με λευκό δέρμα, σχεδόν εύθραυστο .Φοβόμασταν να σε ακουμπήσουμε, να σε αγκαλιάσουμε, νομίζαμε ότι θα σου κάνουμε κακό, ότι θα σε θρυμματίσουμε. Ο πατέρας σου έκανε σαν τρελός, σαν έφηβος. ''Ιζαμπέλλα Μαρί Σουάν, κόρη μας.''είπε, με υγρά μάτια από συγκίνηση μόλις σε πρωτοαντίκρισε. Πάντα υπερπροστατευτικός μαζί σου. '' η περιγραφή της Ρενέ ήταν σαφής.

    Υπό άλλες συνθήκες θα μπορούσα να είμαι ένα κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο, που έκανε την ζωή όλων δύσκολη. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ήταν έτσι. Η εξιστόρηση αυτή δεν ήταν παρά μια επιβεβαίωση των εικασιών και των υποψιών μου.

    Η μητέρα μου κρατώντας με στην αγκαλιά της, και δείχνοντάς μου φωτογραφίες συνέχισε την αφήγησή της. Δυο σπίθες πετάχτηκαν από το τζάκι και φώτισαν στιγμιαία το δωμάτιο. Μετά από κλάσματα του δευτερολέπτου τα επίπεδα φωτός επανήλθαν στην πρωτύτερη κατάσταση. Ημίφως, ζέστη γλυκιά, αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων. ''Τρείς μέρες μετά την γέννησή σου, ο πατέρας σου κάλεσε τις τρείς νεράιδες, όπως ύφισται άλλωστε, για να σου ευχηθούν, για καλή τύχη, και μακροζωία.'' Είπε η Ρενέ.

    ''Η Άλις, η Ρόζαλι και η Εσμέ.'' είπα κοιτάζοντας την μητέρα μου στα μάτια. Για κάποιο λόγο ήταν σαν να έβλεπα τα δικά μου μάτια στα μάτια της. Η εξωτερική ομοιότητά μας ήταν εμφανής άλλωστε. '' Ναι...'' απάντησε σχεδόν ψιθυριστά.

    Η Ρόζαλι, πρώτη, κατά την αφήγηση της Ρενέ, ήλθε, με κοίταξε βαθιά στα μάτια με το υπνωτικό της βλέμμα και με μία κίνηση αέρινη αλλά και μεθυστική, έριξε επάνω μου το πρώτο πέπλο. ''Ένα βαθυκόκκινο, πορφυρό βελούδινο ύφασμα, σε τύλιξε απαλά και σου χάρισε με αυτόν τον τρόπο την ομορφιά και την γοητεία.'' Δεύτερη η Άλις, με χάρη, σαν την δροσερή και ανάλαφρη άνοιξη , σαν ηλιαχτίδα, πλησίασε, και έπλεξε με τα κρινοδάχτυλα της, το δεύτερο πέπλο με τρόπο περίτεχνο, γύρω από το πρώτο. '' Η Άλις, με το γαλανό, σαν τον ουρανό , κεντημένο με ασημένια κλωστή των άστρων, πλησίασε σαν αερικό απαλά και σου έδωσε την χάρη και την καλοσύνη.'' Καθώς πλησίασε η Τρίτη νεράιδα, η Εσμέ, το παράθυρο του δωματίου άνοιξε διάπλατα και με έναν γδούπο, το σιδερένιο βαρύ κουρτινόξυλο, μαζί με την κόκκινη κουρτίνα του δωματίου, έπεσαν πάνω στον καθρέφτη που στεκόταν δίπλα στην μητέρα μου και σε μένα. Αρκετά κοντά για να μας σκοτώσει και τις δυο, αρκετά μακριά πάραυτα για να βγούμε αλώβητες από το όλο συμβάν.

    '' Πιστέψαμε πως αυτό ήταν κακή τύχη. Είδα ξαφνικά το είδωλο μου, με εσένα στην αγκαλιά να γκρεμίζεται. Νόμισα πως έχανα την ζωή μου. Νόμισα για μια στιγμή πως θα έχανα και εσένα. Τα ασημένια κομμάτια του θρυμματισμένου καθρέφτη, η κορνίζα του και το κουρτινόξυλο, προσγειώθηκαν χιλιοστά μακριά μας.'' Είπε η Ρενέ. '' Μάμα, είμαι ήδη 17 χρονών, αύριο γίνομαι 18, ενηλικιώνομαι, και αυτήν την ιστορία την έχω ακούσει από το στόμα σου, πολλές φορές. Δεν έγινε τίποτα, είμαστε σώες και αβλαβείς και δεν χρειάζεται να ανησυχείς για μένα. Το ξέρω ότι είμαι απρόσεχτη κάποιες φορές αλλά, έχω μάθει να φυλάγομαι και.''

    ''Υπάρχει ένα τμήμα της ιστορίας Μπέλλα που αγνοείς. Ένα συμβάν που και εγώ και ο πατέρας σου προσπαθήσαμε να σου αποκρύψουμε, να παρακάμψουμε, καθώς πιστεύαμε πως ήταν αδύνατον να συμβεί. Όμως νομίζω πως ήρθε η ώρα να το ακούσεις. Θέλω να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου, να μην πανικοβληθείς.'' Είπε η Ρενέ, με παγερή φωνή. '' Μαμά με τρομάζεις. Πες μου τι είναι; Εσύ; Ο μπαμπάς; Θα γίνει κάτι;''

    ''Μπέλλα, μετά το συμβάν, το ατύχημα με τον καθρέφτη, στο δωμάτιο ήρθε μια γυναίκα. Μια νύμφη της νύχτας, μια μαυροφορεμένη μεν, πανέμορφη δε και σατανική οντότητα. Και το όνομα αυτής, Τάνια. Εκείνη προξένησε το ατύχημα, με σκοπό να θανατώσει εσένα, σε θεωρούσε και σε θεωρεί απειλή.'' Απειλή; Εγώ; Για μία αθάνατη; Τι κακό θα μπορούσα να της προξενήσω.''

    ''Μπέλλα η Τάνια, εκτός από νύμφη της νύχτας, έχει και την ικανότητα, να διαβάζει την σκέψη, και να προβλέπει τα μελλούμενα. Γνωρίζει τι πρόκειται να συμβεί, στο εγγύς, αλλά και στο μακρινό μέλλον. Προβλέπει καταστάσεις και αναλόγως πράττει προς δικό της όφελος.'' Είπε η Ρενέ. Εγώ κοιτώντας την αποσβολωμένη, βαθιά στα μάτια, την άφησα να συνεχίσει. Καταλάβαινα πως κάτι σημαντικό, κάτι τρομερό για μένα επρόκειτο να συμβεί.'' Εκείνη λοιπόν, θύμωσε μαζί μας, καθώς δεν προσκλήθηκε στην ονοματοδοσία σου, και όταν ήρθε και σε αντίκρισε, είχε ένα όραμα, ένα προμήνυμα. Φωτιές ήταν σαν να πετάγονται από τα κόκκινα μάτια της, θυμός και απέχθεια για το βρέφος, ήταν το μόνο που βλέπαμε, το παγερό της ύφος, μπορούσε να θρυμματίσει καθετί, που επρόκειτο να αντιτεθεί στα σατανικά της σχέδια.'' Η φωτιά που δυνάμωσε τώρα στο τζάκι, φώτιζε την μητέρα μου με γλώσσες και χρωματικές αυξομειώσεις στις αποχρώσεις του κόκκινου και του έντονου πορτοκαλί.'' Ως αθάνατη, η Τάνια, είχε πολλούς συντρόφους, όμορφα παλικάρια, χαρισματικά, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν και ευγενείς. Η Τάνια επέλεγε το θύμα-σύντροφό της, και σαν οχιά, τίναζε τα ξανθά της βελούδινα μαλλιά, και σαγήνευε, όποιον και να την κοίταζε. Θα μπορούσα να πω πως επρόκειτο για κάποιο είδος υπνωτισμού. Μόλις ο εκάστοτε άνδρας, ερωτευόταν την Τάνια, αυτή, τον προέτρεπε να την ακολουθήσει βαθιά στο δάσος οπού του αποκάλυπτε το στυγερό της, ανηλεές πρόσωπο. Τους θυσίαζε, έναν προς έναν, για χάρη της διατήρησης της νεότητάς της.'' Είχα κυριολεκτικά, θαμπωθεί από την ιδιόρρυθμη αυτή διήγηση, αλλά ο θαυμασμός αυτός ήταν συνυφασμένος με τον τρόμο που με διακατείχε.

    ''Μαμά, όλα καλά ως εδώ, - τι καλά λέω; Τρόπος του λέγειν. σκέφτηκα μέσα μου- αλλά ο συσχετισμός με μένα που είναι;'' είπα. '' Η Τάνια μόλις σε αντίκρισε, είδε έναν νέο, τον ωραιότερο νέο από όσους είχε ποτέ επιθυμήσει. Πράσινα μάτια, βαθύ υπνωτικό βλέμμα, θάρρος, αρετή και τόλμη, απολλώνιο σώμα. Καμία γυναίκα δεν θα μπορούσε να του αντισταθεί, και η Τάνια το γνώριζε καλά. Αμέσως κατάλαβε πως αυτός θα ήταν ο επόμενος της στόχος, δεν λογάριασε όμως αρχικά, την προτίμηση του νέου. Ο Έντουαρντ, γνώρισε και ερωτεύτηκε εσένα, πράγμα που αποτέλεσε μέγα πλήγμα για τον εγωισμό της Τάνια αφενός, και για την επικείμενη αθανασία της αφετέρου. Εάν κάποιος άνδρας της αντιστεκόταν, εκείνη θα διαλυόταν σε χιλιάδες κομμάτια, όπως και ένας καθρέφτης, όταν σπάει, κατά την διάρκεια μιας αναπάντεχης κρούσης. Έτσι, σε καταράστηκε, και έμελλε στα 18α γενέθλια σου, να θανατωθείς από ένα μόνο βλέμμα της. '' Συγκλονίστηκα σύγκορμη, στο άκουσμα της λέξης '' θανατωθείς'', τα μάτια μου γέμισαν, απευθείας με δάκρυα, που μετά βίας συγκρατούσα.

    Δεν είχα σκεφθεί ποτέ πως θα πέθαινα, αλλά το να πεθαίνεις για κάποιον που αγαπάς, μοιάζει ένας καλός τρόπος. Με την διάφορα του ότι εγώ δεν έχω καν γνωρίσει αυτόν που επρόκειτο να αγαπήσω, και να χαθώ για χάρη του. '' Μπέλλα, δεν θα πεθάνεις. Η Έσμε, δεν είχε κάνει την ευχή της. Δεν μπορούσε να αναιρεθεί, η κατάρα της Τάνια, αλλά αντί να καταδικαστείς σε θάνατο και αιώνια καταδίκη για χάρη της, θα πέσεις σε ύπνο βαθύ, μόλις αντικρίσεις, τα μάτια της. Αυτά μέχρι, να βρεθεί ο κατάλληλος, ο Έντουαρντ, στο βασίλειο και να σε φέρει πίσω στην ζωή από τον λήθαργο.'' Είπε η μητέρα μου και εγώ δεν πίστευα αυτά που άκουγα. ''όχι όχι, μάμα δεν έχουμε πρωταπριλιά, και παρά λίγο να σε πιστέψω, με κατατρόμαξες.'' Είπα προσπαθώντας να την πείσω να μου ομολογήσει την αλήθεια που με συνέφερε προφανώς.

    Όμως η μητέρα μου ήταν απόλυτα σοβαρή. Ήταν προδιαγεγραμμένο. Η μητέρα μου με φίλησε στο μέτωπο, και με καληνύχτισε, βγαίνοντας από το δωμάτιο, κλείνοντας την βαριά πόρτα πίσω της. Έμεινα μόνη, ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και έφερα τα σκεπάσματα έτσι ώστε να με καλύψουν ως τους ώμους. Κοιτώντας το ταβάνι του δωματίου μου, σκέφτηκα τρόπους διαφυγής, τρόπους και μέρη για να κρυφτώ, ακόμα και τρόπους αυτοκτονίας. Αλλά το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. Άπραγη λοιπόν, αποκοιμήθηκα, παραμονή των 18ων γενεθλίων μου.

    Οι ακτίνες του Ήλιου τρεμόπαιξαν στα μάτια μου. Με ζέσταναν ,και οφείλω να ομολογήσω πως θα μου λείψει η ζεστασιά του. Το έχω πάρει πλέον απόφαση. Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου, ντύθηκα μόνη. Φόρεσα ένα απλό μοβ φόρεμα, και άφησα τα μαλλιά μου να πέφτουν φυσικά τους ώμους μου. Έτοιμη πλέον πήρα τον δρόμο για την σάλα.

    Στην μέση της σκάλας, και καθώς κατέβαινα, παραπάτησα, και ένα χέρι ανδρικό με συγκράτησε, από το να πέσω με ορμή στο πάτωμα, περίπου 25 σκαλοπάτια πιο κάτω. Γύρισα να κοιτάξω και το μόνο που είδα ήταν δυο πράσινα μάτια. Μετά, αφού η όψη αυτή σφηνώθηκε στο μυαλό μου, είδα τον άνδρα αυτόν να αλλάζει μορφή, τα πράσινα στο χρώμα του σμαραγδιού μάτια, έπαιρναν σιγά σίγα, μια χαλκοκίτρινη, μετά πορτοκαλί και εν τέλει κόκκινη στο χρώμα του αίματος απόχρωση. Ήμουν σίγουρη. Είχε έρθει η ώρα. Τα ξανθά της μαλλιά, με ακούμπησαν και το γέλιο της, σημάδι ότι είχε επιτύχει τον σκοπό της, αντήχησε γάργαρο και συνάμα διαβολικό στις αίθουσες του παλατιού. Tα λευκά της δόντια ήρθαν σε επαφή με την επιδερμίδα μου, και ένιωσα ευθύς έναν οξύ πόνο. Δυο κόκκινες σταγόνες χρωμάτισαν το άλλοτε χλωμό και άτονο δάκτυλό μου. Τα μάτια μου σάρωσαν την εικόνα που είχα μπροστά μου, μα μάταια. Δεν μπόρεσα να προσδιορίσω αν έφταιγε η θέα του αίματος, που πάντοτε με έκανε να χάνω τις αισθήσεις μου, η διαπεραστική σαν από σκουριά οσμή του, ή η μορφή του άνδρα που εξαφανίστηκε από μπροστά μου. Τα πάντα σκοτείνιασαν, μια έλλειψη, μία απογοήτευση, ένα κενό, και έπειτα.σιγή.



    Μπορούσα να αισθανθώ, να αναπνεύσω, αλλά με τίποτα, να κουνηθώ , να μιλήσω , έστω να ανοίξω τα μάτια μου. Φθινόπωρο , χειμώνας , άνοιξη , καλοκαίρι, και πάλι και πάλι και πάλι η ίδια περιοδική εναλλαγή εποχών, θερμοκρασιών, και υφών. Πιο απαλό περιβάλλον την άνοιξη, βελούδινο καλοκαίρι, υγρό φθινόπωρο και σκληρός, απόκρημνος χειμώνας. Η λύτρωση μου ήταν αυτός, αυτά τα μάτια, που με μάγεψαν, αλλά με εγκλώβισαν εδώ. Έπρεπε να έρθει, έπρεπε να με αισθανθεί. Ήταν καρπικό. Ήταν πεπρωμένο! Ένιωθα γύρω μου να αναπτύσσονται λουλούδια που κατά πάσα πιθανότητα ήταν τριαντάφυλλα, -λόγω οσμής υποθέτω-.

    Δεν ήταν λήθαργος, δεν ήταν κώμα, ήταν λες και ήμουν εγκλωβισμένη, στο μεταίχμιο, ζωής και θανάτου, μια αδρανής συντηρητική κατάσταση, ικανή για να με κάνει να δείχνω νεκρή, αλλά και να με διατηρεί, στην υπάρχουσα κατάσταση μου. Σαν να μην πέρασε μια μέρα από πάνω μου. Οι ζωτικές μου λειτουργιές φαίνονταν κανονικές, αισθανόμουν και αντιλαμβανόμουν τα πάντα, αλλά τα μάτια μου ήταν ερμητικά κλειστά. Τα άκρα και ο κορμός μου δεν υπακούουν στις εντολές μου. Πραγματικά, είμαι καταδικασμένη σε μια αιώνια φυλακή, που περίτεχνα έχρισε η Τάνια για μένα.

    Πόση κακία μπορεί να κρύβει ένας άνθρωπος- η μάλλον ένα πλάσμα, καθώς εν προκειμένω δεν έχουμε να κάνουμε με ανθρώπινη οντότητα, αλλά με κάτι το υπερφυσικό, το ακατανόητο; Γιατί τέτοιο μίσος;

    ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ pov
    Την είδα. Αντίκρισα την κοπέλα που στοίχειωνε τα όνειρα μου από την αρχή της ζωής μου. Είδα αυτά τα ζεστά καφέ μάτια να με κοιτάζουν με απόλυτη ηρεμία. Τα καστανά της μαλλιά έλουζαν τους ώμους της, και έδιναν στο πρόσωπο της μια συμμετρία, μαγευτική.

    Δεν ήταν η φυσική ευμάρεια, ή ο υλικός πλούτος του μέρους που βρισκόμουν, αλλά αυτή , η Ιζαμπέλλα, που ομόρφαινε και έδινε νόημα στον χώρο και στον χρόνο για μένα. Την παρακολουθούσα, το ομολογώ. Καιρό τώρα. Από τότε που καλπάζοντας με το άλογό μου, την συνάντησα τυχαία, να κάνει βαρκάδα με την φίλη της, την Ζαφρίνα, στη Λίμνη κοντά στον πύργο. Εκείνη δεν πρέπει να με πρόσεξε, αλλά η στιγμή αυτή στιγμάτισε την ζωή μου. Πάνω στο διάφανο αδιάφορο φως της ζωής μου, ήρθε και προσέθεσε χρώμα, με έκανε να μην μπορώ να πάρω τα μάτια μου από εκείνη. Όλα τα χρώματα ήταν τα μάτια της, όλες οι μελωδίες, το γέλιο της, όλο το φως, το χαμόγελο της.

    Από τότε πάνε 6 μήνες. 6 μήνες, που νύχτα μέρα, την προσμένω, και την ακολουθώ. Βήμα στο βήμα της, ανάσα στην ανάσα της. Πόσο θα θελα να έχω το θάρρος να της πω τι νιώθω. Ίσως .Ίσως και εκείνη. Μέσα βέβαια στην δειλία μου αυτή, πήρα την απόφαση να απομακρυνθώ από το βασίλειο. Είχα ούτος η άλλως αφήσει στην μέση τις σπουδές μου, και ένας επιμελής φοιτητής δεν ήταν δόκιμο να πράττει έτσι. Η ιατρική σχόλη με περίμενε, και εγώ περίμενα ένα σημάδι της Μπέλλα. Ένα πρωί, πλήρως αποκαρδιωμένος, μάζεψα τα πράγματα μου και γύρισα στην Οξφόρδη. Ο καιρός ήταν μουντός, μονότονη η ζωή και η καθημερινότητα. Μου έλειπε το σπίτι, μου έλειπαν οι γονείς μου , μα περισσότερο μου έλειπε αυτή.

    Τρία χρόνια μετά, με το πτυχίο μου στα χεριά, και την καρδιά στα πόδια, γύρισα στο βασίλειο του Λονδίνου. Περιχαρείς οι γονείς μου, ο Λόρδος και η Λαίδη Μείσεν, για τον γιό τους. Ήμουν επιστήμονας, λαμπρός, γιατρός με ειδικότητα, και είχαν κάθε λόγο να περηφανεύονται για το παλικάρι τους στον κοινωνικό τους κύκλο. Εγώ όμως, είχα άλλες βλέψεις και διαθέσεις. Το τοπίο βέβαια του Λονδίνου έμοιαζε απροσπέλαστο. Το παλάτι από φωτεινό και επιβλητικό που ήταν, έμοιαζε αποκρουστικό και σκοτεινό. Σαν να είχε συμβεί κάτι τρομερό. Μετά από λίγο το έμαθα. Η κόρη του βασιλιά Τσάρλι, και της βασίλισσας Ρενέ, η κοπέλα που συντάραξε και έδωσε νόημα στην ζωή μου, είχε μαγευτεί, και περίμενε κάποιον, για να λύσει τα μάγια. Ποιος θα τολμούσε να στερήσει την ζωή και την ευτυχία από κάτι τόσο όμορφο και ανυπεράσπιστο όπως αυτή; Πως θα μπορούσε να αντισταθεί κάποιος στην αγνή αυτή ομορφιά, και να διαπράξει κάτι τόσο απάνθρωπο; Κάτι τόσο, σκληρό και διαβολικό; Αύτη η σκέψη βασάνιζε το μυαλό μου αρκετές μέρες ώσπου πήρα την απόφαση να πάω στον πύργο και να κάνω τα αδύνατα δυνατά για να ξανα αντικρισω αυτά τα μάτια που έδωσαν νόημα στη ζωή μου.

    Την επομένη μέρα κιόλας, ξεκίνησα να πάω στο κάστρο αποφασισμένος να βάλω ένα τέλος στον εφιάλτη που ζούσε η αγαπημένη μου Μπέλλα. Ο δρόμος για το κάστρο των γονιών της ήταν μακρύς αλλά τίποτα δεν θα με έκανε να λυγίσω. Είχε μεσημεριάσει κιόλας όταν παρατήρησα μια σκιά αρκετά μετρά μπροστά, ήταν μια γυναικά , όσο περισσότερο πλησίαζα τόσο πιο εκθαμβωτικά όμορφη γινόταν! Κανείς και τίποτα δεν μπορούσε να περιγράψει την ομορφιά αυτής της κοπέλας .Είχε υπέροχα μεταξένια μαλλιά στο χρώμα των σταχυών πορσελάνινη επιδερμίδα και ένα σώμα όμοιο ή και καλύτερο της Αφροδίτης, τέλειο σε κάθε λεπτομέρεια. Την κοίταξα και έμεινα άναυδος , ήταν διαβολικά όμορφη. Εκείνη είχε καρφώσει το βλέμμα της πάνω μου λες και βρήκε κάτι το όποιο περίμενε πολλά χρόνια . Ξαφνικά άνοιξε το στόμα της και μία γλυκιά μελωδία αντήχησε στο δάσος . Είχε μαγευτική φωνή και το όμορφο τραγούδι της με παρέσερνε μαζί της .Είχα χάσει την λογική μου , δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτε άλλο παρά αυτήν την εξωπραγματικά όμορφη κοπέλα με την αγγελική φωνή . Όταν σταμάτησε να τραγουδάει το μυαλό μου ξαναγύρισε στην αγάπη της ζωής μου την Μπελά η οποία με χρειάζονταν όσο τίποτε άλλο ''πρέπει να φύγω '' της είπα και βιάστηκα καβάλησα το κατάλευκο άλογο μου,'' μα δεν μπορείς να με αφήσεις '' είπε και με κοίταξε βαθιά αλλά η εικόνα της Μπελά δεν μπορούσε να φύγει από το μυαλό μου ,'' κάποια με χρειάζεται δεν μπορώ να σπαταλώ έτσι τον χρόνο μου '' ,''αντίο '' της είπα και έκανα το άλογο να τρέξει όσο το δυνατόν γίνονταν μακριά της. Προσπάθησα να κάνω σος πιο γρήγορα μπορούσα για να βρεθώ κοντά της , να την βοηθήσω ,να την γιατρέψω και να της εκφράσω όλα τα συναισθήματα τα οποία κατέπνιγα τόσο καιρό όσα ήθελα .

    Όταν έφτασα στο κάστρο τα μάτια μου πήραν μια έκφραση φρίκης .Όλο ο κάστρο ήταν καλυμμένο με αγριοτριανταφυλλιές ήταν τόσο όμορφο και τόσο αποκρουστικό μαζί .Δεν στάθηκα για πολύ στην είσοδο μπήκα κατευθείαν μέσα και έψαξα όλο το κάστρο για να τη βρω παντού υπήρχαν παγωμένοι άνθρωποι, δεν ήταν νεκροί ήταν λες και κάποιος είχε σταματήσει τον χρόνο στο κάστρο όλοι ήταν στην πρωταρχική τους κατάσταση. Όταν έφτασα στις σκάλες πήρα φόρα για να τις ανέβω για να ψάξω τους ορόφους του κάστρου μα ξαφνικά την είδα .Ήταν τόσο όμορφη ακόμη και μετά από τόσο καιρό τόσους χειμώνες τόσα καλοκαιριά ήταν η ίδια, ανέπαφη όπως τότε όταν την είχα πρωτοαντικρίσει στο ποτάμι ακριβώς η ίδια , οι μπούκλες της έπεφταν ανάλαφρα στους ωμούς της , το πορσελάνινο δέρμα της είχε την ίδια εύθραυστη όψη ήταν απλά υπέροχο ,φορούσε ένα υπέροχο μωβ φόρεμα. Ήταν ότι πιο όμορφο είχα δει ποτέ μου, φαινόταν τόσο εύθραυστη. Φοβόμουν να την πιάσω να τη ακουμπήσω νόμιζα ότι θα της έκανα κακό .Την αγκάλιασα με ευλάβεια και την κοίταζα για πολύ ώρα ,δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της , ήθελα τόσο πολύ να της μιλήσω να της εκφράσω όλα αυτά που καταπίεζα τόσο καιρό μέσα μου.

    Πήρα πολύ προσεκτικά το πρόσωπο της στα χέρια μου την πλησίασα και πολύ απαλά ακούμπησα τα χείλη μου στα δικά της .Ξαφνικά τα μάτια της άνοιξαν εκείνα τα μάτια στο χρώμα της ζέστης σοκολάτας με κοίταξαν. Δεν ήξερα τι να της πω τι να κάνω .Εκείνη απλώς με πλησίασε και ακούμπησε τα χείλη της για ακόμη μια φόρα στα δικά μου και μου είπε '' ευχαριστώ που ήρθες , δεν ξέρεις πόσο καιρό σε περίμενα'' κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια της και της απάντησα '' εγώ ευχαριστώ που ήρθες και έδωσες νόημα στην ζωή μου ''εκείνη γέλασε και ήταν σαν να χαμογέλασε όλη η οικούμενη . Την αγαπούσα τόσο πολύ ,δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου μακριά της τότε πήρα το θάρρος και γονάτισα μπροστά της '' Ιζαμπέλλα Μάρυ Σουν δέχεσαι να γίνεις γυναικά μου;'' την ρώτησα και η καρδιά μου κόντευε να σπάσει από την αγωνιά ''ναι δέχομαι ''είπε και αισθάνθηκα μια ασυγκράτητη χαρά να με διακατέχει ''από εδώ και πέρα θα γράψουμε ένα δικό μας παραμύθι όλο χαρά και αγάπη '' της είπα και την φίλησα

    Οι ετοιμασίες του γάμου πήραν παρά πολλές μέρες ,το χειρότερο κομμάτι ήταν την τελευταία μέρα πριν τον γάμο οπού όλοι μου είχαν απαγορεύσει να δω την Μπέλλα .Η αδελφή μου η Τζέιν την είχε πάρει μαζί της στο σπίτι μας και μου είχε απαγορεύσει την είσοδο .Ήμουν πολύ ανυπόμονος για τη μέρα του γάμου μου δεν έβλεπα την ώρα να δεθώ αιώνια με τη μοναδική γυναικά την όποια αγάπησα πραγματικά .

    Την ήμερα του γάμου είχα τρομερό άγχος ήθελα να βρεθώ κοντά στη Μπέλλα . Όταν την είδα μπροστά μου στην εκκλησία δεν μπορούσα να ανασάνω . Ήταν πανέμορφη δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από πάνω της . Ο γάμος ήταν τόσο μακρύς δεν μπορούσα να περιμένω να βρεθώ μόνος μου μαζί της να της δείξω πόσο την αγαπώ .

    Η κοινή μας ζωή ήταν απλά κάτι το υπέροχο δεν μπορούσα να φανταστώ ποτέ στη ζωή μου ότι θα είχα μια τόσο ευτυχισμένος .Κάτι τόσο μικρό και τόσο απλό όπως η ανιδιοτελείς αγάπη μπορεί να δώσει νόημα και υπόσταση στην ζωή σου. Και ζήσαμε για πάντα ευτυχισμένοι στο δικό μας κομμάτι αιωνιότητας.

    Rosalie Hale Cullen




    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    http://www.jokastia.blogspot.com
    WhiteQueen
    Edward's Queen
    WhiteQueen


    Θηλυκό Ιχθύς
    Ηλικία : 45
    Τόπος : Sagaland!
    Αριθμός μηνυμάτων : 8830
    Registration date : 14/09/2008

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές   Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές I_icon_minitimeΠεμ 10 Φεβ 2011 - 22:00

    Η χιονάτη και οι επτά λυκάνθρωποι. by Vlasia


    Περπατάω για ώρα. Πολλή ώρα. Πατώ πάνω σε νωπό χώμα, γεμάτο ρίζες και διάφορα άλλα φυτά που με δυσκολεύουν να διατηρήσω την ισορροπία μου. Γύρω μου δέντρα, ψηλά και κοντά λικνίζονται, ενώ παράλληλα σφυρίζουν, ως ανταπόκριση στο γλυκό αεράκι που τα χαϊδεύει. Το μαγικό τοπίο αγγίζει όλες μου τις αισθήσεις. Από πάνω μου, ο ήλιος έχει χαθεί στο λυκόφως και μόνο λίγες από τις ακτίνες του μου δείχνουν τον δρόμο. Μα ποιόν δρόμο; Είμαι μόνη μου. Χαμένη στο δάσος και προχωρώ προς το άγνωστο. Και είμαι μόνη μου, χωρίς να ξέρω που πηγαίνω. Είμαι μόνη μου. Δάκρυα γεμίζουν το πρόσωπό μου καθώς επιταχύνω. Που πηγαίνω; Είμαι μόνη μου. Μέσα στο λήθαργο διακρίνω ένα φως στο τέλος του δάσους. Ναι, είναι σίγουρα φως. Παρατηρώ καλύτερα και βλέπω ένα σπίτι. Η μυρωδιά του σπιτικού φαγητού κατακλύζει τα ρουθούνια μου και με καθοδηγεί. Ούτε που θυμάμαι πόσο καιρό έχω να φάω. Πεινάω. Το σπίτι όλο και έρχεται πιο κοντά. Βλέπω ήδη τον εαυτό μου να απολαμβάνει όλες του τις παροχές. Πλησιάζω. Είμαι πολύ κοντά και αρχίζω ήδη να διακρίνω τις διάφορες μυρωδιές. Πορτοκάλι, κουλουράκια, ψητό κρέας. Οι περίεργοι ήχοι του στομαχιού μου επιβεβαιώνουν την αρχική μου θεωρία σχετικά με το τελευταίο μου γεύμα. Γεμάτη ελπίδα επιταχύνω περισσότερο, ώστε να φτάσω το στόχο. Ξαφνικά, το φως αρχίζει να χάνεται μέσα στο σκοτάδι και εγώ τρέχω ακόμα πιο γρήγορα για να το προλάβω. Είναι πλέον αργά. Το φως έχει σβήσει. Και είμαι ξανά μόνη μου. Μόνη μου. Τα βλέφαρά μου βαριά και αρχίζω να πέφτω όλο και πιο κάτω, ώσπου χάνομαι.

    ~-~-~-~

    Ανοίγοντας τα μάτια μου μπορούσα να διακρίνω το γλυκό φως του ήλιου να νικάει τις λευκές κουρτίνες και να γεμίζει το δωμάτιο. Γύρω μου πολλά ξύλινα έπιπλα δίνανε μια ζεστή νότα στο μεγάλο δωμάτιο. Η κουβέρτα που με είχε τυλίξει ήταν πορτοκαλί και τόσο ζεστή που ένιωθα το μέτωπο και τα ρούχα μου μουσκεμένα. Τα μαξιλάρια στο λαιμό και τα πόδια μου ξεκούραζαν το κορμί μου, που για κάποιο λόγο ένιωθα ασήκωτο. Μα τι είχε συμβεί; Για μια στιγμή σταμάτησα να σκέφτομαι και το μυαλό μου γέμισε εικόνες. Εμένα να τρέχω στο δάσος προσπαθώντας να τον αποφύγω και ύστερα να χάνομαι μέσα σε αυτό. Είχα μόλις αρχίσει να αντιλαμβάνομαι ότι είχε συμβεί. «Τελικά υπήρχε φως», μουρμούρισα μέσα από τα δόντια μου. Προφανώς δεν το μουρμούρισα αρκετά σιγά και ακούστηκα. Δύο ζευγάρια βαθιά μαύρα μάτια γύρισαν προς το μέρος μου και με κοίταξαν ερευνητικά.
    Ένιωθα τρόμο, ντροπή, υποχρέωση, χαρά και απελπισία ταυτόχρονα. Μα πώς είχα βρεθεί εδώ; Μια αντρική φωνή βάλθηκε να απαντήσει στις σκέψεις μου.

    «Γεια Μπέλλα. Μη φοβάσαι, όλα είναι καλά τώρα.» Αυτός ο περίεργος τύπος, εκτός του ότι με παρηγορούσε, ήξερε και το όνομα μου. Κοκάλωσα.

    «Μα πώς είναι δυνατόν να ξέρεις πως με λένε; Και εσύ ποιος είσαι; Πώς βρέθηκα εδώ;», η φωνή μου ακούστηκε απελπισμένη και μάλλον πιο δυνατή από όσο περίμενα. Ένιωθα το άγχος να με κυριεύει και άρχισα να παίζω ασυναίσθητα με τα χέρια μου. Έπρεπε να νιώσω έντονο πόνο στα δάχτυλά μου για να καταλάβω ότι τα βίαζα με τα νύχια μου. Αυτόματα, ξεμπέρδεψα τα δάχτυλά μου και γύρισα εντελώς προς το μέρος της φωνής, έτοιμη να αντιμετωπίσω την αλήθεια. Το θέαμα που αντίκρισα ήταν σοκαριστικό. Ένας ψηλός άνδρας είχε πλέον σηκωθεί και πλησίαζε το κρεβάτι που ήμουν ξαπλωμένη. Τα μαλλιά του κοντά και άτσαλα, ενώ το υπόλοιπο πρόσωπο έδειχνε αθώο και παιδικό. Ήταν γυμνός από πάνω και μπορούσα να διακρίνω εύκολα το γυμνασμένο σώμα του και τους καλοσχηματισμένους του κοιλιακούς. Τα μακριά του πόδια έντυνε ένα κοντό παντελόνι παραλλαγή, και στο χέρι του είχε ένα μικρό πέτσινο βραχιόλι. Ανεβάζοντας το βλέμμα μου τον είδα να χαμογελάει, ενώ παράλληλα έδειχνε λίγο σαστισμένος με τη συμπεριφορά μου. Μα φυσικά, αφού δεν τον κοιτούσα καθόλου διακριτικά. Παρόλα αυτά, φάνηκε να το διασκεδάζει, καθώς το χαμόγελο όλο και μεγάλωνε. Ώσπου αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή:

    «Αρχικά με λένε Τζέικομπ. Χάρηκα. Εχθές, καθώς είχα βγει στο δάσος σε βρήκα στο χώμα ξαπλωμένη έχοντας χάσει τις αισθήσεις σου. Το βρήκα σωστό λοιπόν, να σε μαζέψω και να σε φέρω στο σπίτι…». Έδειχνε σίγουρος και ειλικρινής, αλλά η αίσθηση ότι βρισκόμουν στο σπίτι ενός αγνώστου μου έφερνε αναγούλα. Έτσι απότομα, πετάχτηκα από το κρεβάτι ζητώντας εξηγήσεις.

    «Και για ποιόν λόγο ακριβώς με μάζεψες όπως λες; Ξέρεις πως μπορεί να με ψάχνουν αυτή τη στιγμή;». Στο μυαλό μου έκανα διάφορα σενάρια, για το ότι με είχε απαγάγει ή ότι ήθελε να με εκμεταλλευτεί. Ένα ρίγος με διαπέρασε σκεπτόμενη πόσο επικίνδυνο μπορεί να ήταν αυτό το μέρος.


    Κοιτώντας με μπερδεμένα μάτια, μου απάντησε με τον ίδιο ήρεμο και ειλικρινή τρόπο:

    « Μπέλλα, είμαι σίγουρος πως σε ψάχνουν. Απλώς το θεώρησα υποχρέωσή μου να σε βοηθήσω. Εξάλλου, τα ρούχα σου ήταν μουσκεμένα από τη βροχή. Είσαι τυχερή που σε έφερα σε ζεστό μέρος και δεν έπαθες τίποτα σοβαρό από το κρύο. Τα ρούχα σου σε λίγο θα έχουν στεγνώσει και θα μπορέσεις να τα βάλεις ξανά».

    Ολοκληρώνοντας τα λόγια του, σχηματίστηκε ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του που με έκανε να νιώσω περισσότερο άβολα. Ήμουν γυμνή; Αμέσως, σήκωσα τα σεντόνια με αγωνία και μια αίσθηση αηδίας. Ανακουφίστηκα όταν αντιλίφθηκα πως το φανελάκι και το κολάν μου ήταν ακόμη στη θέση τους.

    «Και τώρα στο θέμα μας κύριε Τζέικομπ. Απαιτώ να μάθω πώς γνωρίζεις το όνομα μου!». Παρότι είχα ήδη αρχίσει να πείθομαι για την αθώα πρόθεση του Τζέικομπ να με βοηθήσει, ο εγωισμός μου ήταν αρκετά μεγάλος για να το δεχτώ. Έτσι, έπαιξα το τελευταίο μου χαρτί, το οποίο προς μεγάλη μου έκπληξη δεν εξέλαβε την ανταπόκριση που περίμενα. Ο Τζέικομπ, έβαλε φανερά τα γέλια, κάνοντάς με να σαστίσω. Τι έβρισκε τόσο αστείο; Αμέσως, άρπαξε το χέρι μου και κοίταξε τον καρπό μου. Έκανα το ίδιο και ένιωσα τη ντροπή να με κατακλύζει όταν κατάλαβα τι εννοούσε. Μα φυσικά. Το ασημένιο βραχιόλι μου πρόδιδε το όνομά μου στον καθένα, καθώς η μικρή καρδιά που στηριζόταν στην αλυσίδα είχε χαραγμένο το ‘Μπέλλα’ με μεγάλα, καλλιγραφικά γράμματα.

    Ένιωσα το πρόσωπό μου να φλέγεται και σίγουρα είχα γίνει ροζ από ντροπή. Το γέλιο του Τζέικομπ ήρθε ως επιβεβαίωση της θεωρίας μου. Ένα γουργουρητό από το στομάχι μου ακούστηκε για να μου δώσει το αποτελειωτικό χτύπημα. Ένιωθα τόσο τρωτή και ανήμπορη να τα βάλω με τη μοίρα μου, που απλά αποδέχτηκα τη κατάσταση.

    «Σε ευχαριστώ πολύ Τζέικομπ». ένας ακόμη ήχος από το στομάχι μου έκανε ξανά τον Τζέικομπ να γελάσει, αλλά αυτή τη φορά προσπάθησε να συγκρατηθεί και είπε με σχεδόν σοβαρό ύφος:

    «Νομίζω πως πρέπει να πεινάς. Έχω κάτι καλό στη κουζίνα».

    Σιγά σιγά άφησα τη κουβέρτα και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Ακολουθώντας τον παρατηρούσα το σπίτι. Ήταν γενικά ακατάστατο και ρούχα ήταν πεταμένα παντού. Εντυπωσιακό ήταν το γεγονός ότι το σπίτι ήταν τεράστιο και πέρασα από πολλά υπνοδωμάτια ώστε να φτάσω στη κουζίνα.

    «Μένεις μόνος σου εδώ;» . Η περιέργεια είχε χτυπήσει κόκκινο και αυτή ήταν μια από τις πολλές ερωτήσεις που ήθελα να του κάνω.

    «Όχι, έχω άλλα έξι αδέρφια. Είναι στη κουζίνα και τρώνε τώρα, για αυτό δεν τους άκουσες», απάντησε ξανά με ειλικρίνεια. Κόμπιασα στη σκέψη ότι είχα να αντιμετωπίσω άλλους έξι ξένους ανθρώπους. Πέρασε από το μυαλό μου να το βάλω στα πόδια, αλλά αυτό θα ήταν άλλη μια χαζή πράξη για σήμερα. Έτσι, αποφάσισα να το υποστώ.

    Διασχίζοντας τον διάδρομο μπήκαμε σε ένα ακόμη μεγαλύτερο δωμάτιο που από τις μυρωδιές και μόνο μπορούσα να καταλάβω πως ήταν η κουζίνα. Το πρώτο που παρατήρησα ήταν το τεράστιο τραπέζι που περικύκλωναν έξι ογκώδεις άνθρωποι, όμοιοι του Τζέικομπ σε ντύσιμο και εμφάνιση. Όλοι αυτοί έτρωγαν κάτι muffins που έδειχναν λαχταριστά. Παρατήρησα μια μικρή κόντρα μεταξύ δύο από των έξι, η οποία γρήγορα κόπασε με την είσοδό μας. Μπαίνοντας στη κουζίνα επτά ζευγάρια μάτια γύρισαν να με κοιτάξουν. Επτά. Υπήρχε και μια γυναίκα μπροστά από την κουζίνα, η μαγείρισσα λογικά, που είχε κάποιες ουλές στο πρόσωπό της. Παραδόξως, όλοι μου χαμογελούσαν ενώ τους εξερευνούσα και ένιωσα πολύ άσχημα για την καχυποψία μου.

    «Μπέλλα να σου γνωρίσω τα παιδιά. Από εδώ ο Σεθ, το μικρότερο μέλος της οικογένειας». Ο Σεθ μου φάνηκε εξ αρχής πολύ συμπαθής και χαρούμενος και δεν δίστασα να κουνήσω το χέρι μου για να τον χαιρετήσω. Με τον ίδιο τρόπο ανταποκρίθηκε και εκείνος, ο οποίος αμέσως μετά όρμησε στο φαγητό του. Έπειτα, ο Τζέικομπ μου σύστησε τον Σαμ, που ήταν και ο πιο ογκώδης και ήταν ζευγάρι με την Έμιλυ, την κοπέλα με τις ουλές. Γενικά, ο Σαμ φαινόταν ο πιο ώριμος και ο πιο μεγάλος από τα αδέρφια, σαν να είχε τον ρόλο του αρχηγού. Ύστερα γνώρισα τον Πωλ και τον Τζάρεντ, που μου φάνηκαν πολύ δεμένοι και με χαιρέτησαν εξίσου θερμά. Σειρά είχε ο Κόλιν μετά, που ήταν και αυτός εξίσου ογκώδης και ευγενικός. Για το τέλος η Λία, την οποία χαιρέτησα με ιδιαίτερο ενθουσιασμό μιας και ήταν η μόνη γυναίκα από τα αδέρφια, αλλά δεν ανταποκρίθηκε με την ίδια χαρά. Για την ακρίβεια, η όμορφη αυτή γυναίκα, πριν ανταποδώσει τη χειραψία ρώτησε τον Τζέικομπ:

    «Ξέρει;».

    Σαστισμένη κοίταξα τον Τζέικομπ ελπίζοντας να με διαφωτίσει. Επιβεβαιώνοντας την αρχική εικόνα που είχα σχηματίσει για αυτόν, ο Σαμ, σαν αρχηγός, διέταξε τη Λια να ηρεμήσει και κοιτώντας με στα μάτια υποσχέθηκε να τα εξηγήσει όλα.

    «Για πες μας, λοιπόν Μπέλλα, για ποιο λόγο περιπλανιόταν ένα μικρό κορίτσι σαν και εσένα στο δάσος μέσα στη νύχτα;», ρώτησε η Έμιλυ με προθυμία. Ήμουν αποφασισμένη να πω όλη την αλήθεια. Σε αυτούς τους ανθρώπους όφειλα το ότι ήμουν ακόμη ζωντανή.

    Παίρνοντας το μικρό γλυκό που μου προσέφερε η Έμιλυ, έκατσα σε μια από τις καρέκλες και ο Τζέικομπ βολεύτηκε δίπλα μου. Δαγκώνοντας το λαχταριστό κέικ σκεφτόμουν πόσες μέρες πέρασα νηστική. Προφανώς ήταν πολλές, για αυτό και σύντομα ζήτησα και δεύτερο γλυκό. Είχα τόσο αφοσιωθεί στο γεύμα μου, που η Έμιλυ επανέλαβε την ερώτηση που μου είχε κάνει προηγουμένως, την οποία και είχα ξεχάσει καθώς έτρωγα.

    «Λοιπόν Μπέλλα, τι σε έφερε στο δάσος;» .

    Κατάπια τη μεγάλη μπουκιά και γύρισα με τέτοιο τρόπο ώστε να τους κοιτάω όλους.

    «Η αλήθεια είναι πως ήρθα από μόνη μου εδώ. Η ιστορία είναι αρκετά μεγάλη. Μετά τον χαμό της μητέρας μου, ο πατέρας μου έπεσε σε κατάθλιψη. Εγώ πήγαινα ακόμη σχολείο και δεν είχα τη δυνατότητα να τον φροντίζω το ίδιο καλά με τη μαμά μου. Έτσι, ξαναπαντρεύτηκε πρόσφατα. Η μητριά μου ήταν πολύ όμορφη και καλή με όλους, εκτός από εμένα. Ο πατέρας μου με αγαπάει πάρα πολύ και η μητριά μου δεν δεχόταν το ότι αυτή ερχόταν δεύτερη στη ζωή του. Έτσι, με μισούσε. Φυσικά, μπροστά στον πατέρα μου ήταν μέλι γάλα, αλλά όταν αυτός έφευγε άλλαζε εντελώς συμπεριφορά. Πολλές φορές γινότανε βίαιη. Εγώ δίσταζα να το πω στον πατέρα μου, γιατί τον έβλεπα πραγματικά ευτυχισμένο με αυτή τη γυναίκα και δεν ήθελα να είναι ξανά δυστυχισμένος.» Όταν σταμάτησα πλέον να μιλάω παρατήρησα πως και τα οκτώ άτομα που ήταν γύρω μου με άκουγαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

    Ήπια μια γουλιά από τον καφέ που μου είχε ετοιμάσει η Έμιλυ, ώσπου έπρεπε να απαντήσω στην ερώτηση του Σαμ:

    «Πώς σχετίζεται η μητριά σου με το γεγονός ότι βρισκόσουν στο δάσος;» . Ήταν η στιγμή που αναρωτιόμουν αν ήμουν σε θέση να απαντήσω ειλικρινά. Δεδομένου της κατάστασης, αποφάσισα να τους τα πω όλα.

    «Όλα ξεκίνησαν όταν μια ημέρα γύρισα νωρίτερα από το σχολείο, γιατί ένιωθα κάπως αδιάθετη. Γενικά, η μητριά μου φερόταν περίεργα ανά διαστήματα, πράγμα που μόνο εγώ παρατηρούσα, καθώς ο πατέρας μου συνέχιζε να την βλέπει ως τη γυναίκα θαύμα. Εκείνη τη μέρα λοιπόν, ο πατέρας μου έλειπε από το σπίτι, γιατί είχε υπηρεσία. Ο πατέρας μου είναι αστυνομικός. Γυρνώντας νωρίτερα από το σχολείο άκουσα θορύβους από επάνω και έτρεξα φοβισμένη να δω τι συνέβαινε. Το θέαμα ήταν τρομακτικό. Η μητριά μου ήταν στο δωμάτιό μου και το είχε κάνει άνω κάτω, σαν να ήθελε να το καταστρέψει με μίσος.

    Ντουλάπια και συρτάρια ήταν ορθάνοιχτα και όλο το περιεχόμενο βρισκόταν στο πάτωμα. Τα περισσότερα έπιπλα ήταν και αυτά κάτω και κατεστραμμένα. Έτσι, άρχισα να φωνάζω μη πιστεύοντας τι είχε συμβεί και η μητριά μου γύρισε να με κοιτάξει. Σοκαρίστηκα με το χρώμα που είχαν τα μάτια της. Το έντονο χρυσαφί είχε αντικατασταθεί από κατάμαυρα μάτια και το λευκό της δέρμα είχε πλέον έντονους μαύρους κύκλους. Κοιτάζοντάς με στα μάτια σάστισε και αυτή, ώσπου είπε χαρακτηριστικά: ‘Ήρθες νωρίτερα Μπέλλα. Δεν πειράζει. Θα τελειώσουμε μια ώρα αρχύτερα. Όσο χάρηκες να σε αγαπάνε όλοι χάρηκες.’ Ακούγοντας αυτό τρομοκρατήθηκα και το έβαλα στα πόδια. Έτρεξα με όλη μου τη δύναμη προς το δάσος, όμως αυτή με πρόλαβε σε κλάσματα δευτερολέπτου. Με έριξε στο χώμα και ήταν έτοιμη να μου επιτεθεί, όταν κάτι άκουσε μάλλον και έφυγε. Ήμουν τόσο τρομαγμένη που έτρεξα βαθιά στο δάσος. Έτσι, με βρήκατε.»

    Γύρισα να τους κοιτάξω και παρατήρησα πως και πάλι με άκουγαν με ιδιαίτερη προσοχή, όμως κάτι είχε αλλάξει. Κοιτάζονταν μεταξύ τους σαν να συνεννοούνταν με τα μάτια. Προφανώς ο Σαμ παρατήρησε πώς τους κοιτούσα και έσπασε τη σιωπή.

    «Πώς λένε τη μητριά σου, Μπέλλα;» Τι ερώτηση ήταν αυτή;

    «Βικτώρια, Σαμ.» Αυτή μου η απάντηση φάνηκε να τους σόκαρε όλους και πετάχτηκα με τον ήχο που έκανε το χέρι του Τζέικομπ καθώς το χτυπούσε δυνατά στο ξύλινο τραπέζι.

    «Μπέλλα πιστεύεις στα φανταστικά πλάσματα;» Η ερώτηση του Σαμ ήρθε σαν μαχαίρι στη καρδιά. Η εικόνα του Έντουαρντ γέμισε με αναμνήσεις το μυαλό μου. Είχα να τον δω τόσο καιρό, από τότε που εξαφανίστηκα. Σίγουρα θα είχε κινήσει γη και ουρανό για να με βρει. Όμως γιατί δεν ερχόταν; Μου είχε υποσχεθεί πως δεν θα αφήσει τίποτα να μου συμβεί. Γιατί δεν ερχόταν να με πάρει από αυτό το σπίτι; Ισχυριζόταν πως η μυρωδιά μου ήταν τόσο έντονη σε αυτόν που θα με αναγνώριζε ακόμη και αν βρισκόμουν σε άλλη πόλη. Πού ήταν τώρα; Μήπως του είχε συμβεί κάτι κακό; Η φωνή του Τζέικομπ με επανέφερε στη πραγματικότητα. «Μπέλλα; Τι σκέφτεσαι;» Φυσικά, δεν μπορούσα να του απαντήσω.

    «Ναι Σαμ. Πιστεύω στα φανταστικά πλάσματα.»

    «Έχεις δει ποτέ κανένα;» Άλλη μια ερώτηση που δεν μπορούσα να απαντήσω. Είχα υποσχεθεί στον Έντουαρντ και στην οικογένειά του να μη πω τίποτα για την φύση τους ως βρικόλακες.

    «Όχι δεν έχω δει Σαμ».

    «Πολύ φοβάμαι Μπέλλα πως πρέπει να μάθεις όλη την αλήθεια.», είπε ο Τζέικομπ με πικρή φωνή.

    «Είσαι με τα καλά σου Τζέικομπ; Γιατί μια ζωή προσπαθείς να μας καταστρέψεις;», τσίριξε η Λία. Ο Σαμ μπήκε πάλι στη μέση για να ηρεμίσει τα πνεύματα.

    «Λία, Τζέικομπ σταματήστε να μαλώνετε. Η Μπέλλα πρέπει να μάθει όλη την αλήθεια. Ζούσε στο σπίτι μαζί της. Δεν μπορούμε να αφήσουμε κάποιον ανήξερο να κινδυνεύει.»

    Τα λόγια του Σαμ με μπέρδεψαν και τον κοίταξα επίμονα. Σιωπή επικράτησε για λίγο, ώσπου ο Σαμ ξεκίνησε επιτέλους να μιλά.

    «Μπέλλα, η γυναίκα αυτή που παρουσιάστηκε ως μητριά σου δεν είναι άνθρωπος. Είναι βρικόλακας. Ξέρω πως σου φαίνεται απίστευτο, αλλά και στον πραγματικό κόσμο υπάρχουν βρικόλακες. Και δυστυχώς δεν είναι καλοί.»

    Ένιωθα ζαλισμένη. Ήξερε; Πώς ήταν δυνατόν; Ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό μου πως μπορούσε η Βικτώρια να είναι βρικόλακας. Όμως, τώρα όλα τα κομμάτια του πάζλ έδειχναν να μπαίνουν στη σειρά. Έτσι εξηγιόταν η αλλαγή στην εμφάνισή της μέρα με τη μέρα και το γεγονός ότι ποτέ δεν την είχα δει να τρώει, ισχυριζόμενη πως πρόσεχε τη διατροφή της. Ο Έντουαρντ μου είχε πει πως του ήταν δύσκολο να τρώει ανθρώπινο φαγητό. Όλα φαίνονταν λογικά τώρα.

    «Για πιο λόγο να μου επιτεθεί όμως;», σκέφτηκα δυνατά.

    «Αυτό μόνο εσύ το ξέρεις Μπέλλα. Ίσως κάποιο γεγονός στο παρελθόν να την έκανε να σε μισήσει. Σκέψου λίγο καλύτερα», απάντησε με ψυχραιμία ο Σαμ.

    «Δεν μου έρχεται τίποτα», είπα ψέματα. Μα φυσικά και ήξερα. Το τοπίο είχε αρχίσει να ξεκαθαρίζει πλέον εντελώς. Είχε περάσει πολύς καιρός από την φορά που μου επιτέθηκε ο Τζέιμς στη σχολή χορού και ο Έντουαρντ τον σκότωσε. Η Βικτώρια ήταν η τότε κοπέλα του. Για αυτό μου φαινόταν γνωστή η φυσιογνωμία της όταν ο πατέρας μου την έφερε στο σπίτι. Βέβαια, είχε κάνει τις απαραίτητες αλλαγές στην εμφάνισή της, ώστε να μην θυμίζει την πραγματική Βικτώρια. Η Άλις φυσικά δεν μπορούσε να την οραματιστεί, καθώς έλειπε για μεγάλο χρονικό διάστημα στο εξωτερικό με τον Τζάσπερ και είχε άλλα στο μυαλό της. Τον επόμενο γάμο τους δηλαδή. Επίσης, ο Έντουαρντ είχε σταματήσει να με επισκέπτεται στο σπίτι, καθώς η σχέση του με τον πατέρα μου δεν ήταν τόσο φιλική και έτσι δεν μύριζε τη Βικτώρια. Πολλές φορές μου είχε κάνει παράπονα ότι είχα μια περίεργη μυρωδιά, αλλά ποτέ κανείς μας δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Πλέον, υπήρχε μια εξήγηση για όλα. Έχοντας ανακαλύψει τόσα πολλά σε τόσο λίγο χρόνο ένιωσα να πνίγομαι. Για πολλή ώρα κυριαρχούσε ησυχία στο δωμάτιο, ώσπου αποφάσισα να σπάσω τη σιωπή.

    «Εσείς τελικά πώς με βρήκατε, και πώς ξέρετε για τη Βικτώρια;»

    Τα επτά αδέρφια αλληλοκοιτάχτηκαν. Ο Σαμ ξεροκατάπιε και κοιτώντας με βαθιά στα μάτια απάντησε:

    «Μπέλλα, οι βρικόλακες δεν είναι τα μόνα φανταστικά πλάσματα που υπάρχουν. Υπάρχει και άλλη μια κατηγορία. Αυτή των λυκανθρώπων, όπως εμείς. Δικός μας σκοπός είναι να προστατεύουμε το ανθρώπινο είδος. Έτσι, καταλαβαίνοντας πως ήσουν σε κίνδυνο από έναν βρικόλακα πήγαμε να της επιτεθούμε. Αυτή το κατάλαβε και το έβαλε στα πόδια. Μετά εσύ μπήκες στο δάσος, σε βρήκε ο Τζέικομπ και σε έφερε σπίτι.» Ένιωθα να ασφυκτιώ. Οι καινούργιες πληροφορίες ήταν τόσες πολλές που ανακατευόμουν όλο και περισσότερο. Ήταν λυκάνθρωποι; Έτσι λύθηκε ακόμα ένα μυστήριο.

    Φυσικά και γνώριζα για την ύπαρξη λυκανθρώπων και τη συνθήκη που είχε κάνει η οικογένεια του Έντουαρντ με αυτούς. Σύμφωνα με αυτή, απαγορευόταν να περάσουν τα νοητά σύνορα της χώρας των λυκανθρώπων. Για αυτόν τον λόγο δεν ερχόταν ο Έντουαρντ να με σώσει. Πιθανώς ήξερε πως αν περνούσε τα σύνορα η κατάσταση θα χειροτέρευε. Μπορούσα να νιώσω τον πόνο του Έντουαρντ που δεν μπορούσε να με βοηθήσει. Ένιωσα την καρδιά μου να ραγίζει στην εικόνα ενός θλιμμένου Έντουαρντ που δεν ήξερε τι να κάνει για να με σώσει. Έπρεπε να μάθει ότι είμαι καλά. Έπρεπε να αφήσω το σπίτι των λυκανθρώπων και να τρέξω στην αγκαλιά του Έντουαρντ. Εκεί θα ήμουν σίγουρα ασφαλής.

    Πριν προλάβω να ολοκληρώσω τη σκέψη μου είδα τους επτά λύκους να σηκώνονται από τη καρέκλα τους με ένταση και να κοιτάνε γύρω ερευνητικά.

    «Τζέικομπ πάρε τη Μπέλλα και πήγαινέ τη στο δάσος. Όσο πιο μακριά μπορείς. Είναι εδώ.», η φωνή του Σαμ ακούστηκε σαν διαταγή και αμέσως ο Τζέικομπ δίνοντάς μου ένα πανωφόρι με πήρε στα χέρια του και τρέξαμε τόσο γρήγορα που ένιωσα να πετάω. Στο μυαλό μου ήρθε η εικόνα εμένα και του Έντουαρντ να πετάμε με τον ίδιο τρόπο μέσα στο δάσος απολαμβάνοντας τη μαγεία του. Αυτή η φορά ήταν διαφορετική, όμως. Ο Τζέικομπ ήταν τόσο ταραγμένος, όπως και τα άλλα αδέρφια του. Σίγουρα κάτι συνέβαινε και δεν μπόρεσα παρά να ρωτήσω.

    «Τι συμβαίνει Τζέικομπ; Γιατί τόση ταραχή; Τι εννοούσε ο Σαμ;» Έχοντάς με στην αγκαλιά του, ο Τζέικομπ με κοίταξε ερευνητικά στα μάτια και απάντησε ξανά με ειλικρίνεια:

    «Μπέλλα, τα πράγματα είναι άσχημα. Φαίνεται πως η Βικτώρια έφερε και άλλους βρικόλακες εναντίον μας. Θα κατάλαβε πως μόνη της είναι ανίσχυρη.»

    Ενώ μιλούσε, ο Τζέικομπ κοιτούσε γύρω του ερευνητικά, σαν να έψαχνε κάποιον. «Τους βλέπεις;», ρώτησα τρομαγμένη. «Τους είδα πριν λίγο. Νομίζω πως μας κατάλαβαν όμως από τη μυρωδιά μας. Βλέπεις, και εσύ και εγώ κάνουμε ιδιαίτερη αίσθηση στους βρικόλακες από τον τρόπο που μυρίζουμε.»

    «Τους είδες; Πόσοι είναι;». Ο Τζέικομπ φάνηκε να σκέφτεται πώς να απαντήσει στην ερώτηση και μετά από λίγα δευτερόλεπτα που φάνηκαν σαν αιώνας, απάντησε. «Είναι πολλοί Μπέλλα. Και έρχονται όλοι μαζί. Δεν τους έχω ξαναδεί. Μπροστά μπροστά ήταν μια κοντή κοπέλα, μάλλον ο αρχηγός και πίσω της ήταν πολλοί άλλοι βρικόλακες.» Το μυαλό μου πήγε κατευθείαν στους Βολτούρι. Μπορούσα να φανταστώ τον λόγο που ήρθαν. Είχαν υποσχεθεί πως θα έρχονταν για να βεβαιωθούν πως είχα μεταμορφωθεί και δεν αποτελούσα πλέον κίνδυνο για αυτούς. Προφανώς η Βικτώρια τους κάλεσε ενημερώνοντάς τους ότι ακόμα ήμουν άνθρωπος. Ένιωθα το κεφάλι μου πολύ βαρύ, αλλά ήταν αδύνατον να καταρρεύσω αυτή τη στιγμή. Για μια ακόμη φορά είχα φέρει τον πόνο σε πολλούς ανθρώπους. Ήμουν ξανά υπαίτια και ένιωσα έναν έντονο πόνο στο στήθος. Δεν φοβόμουν μήπως οι Βολτούρι έκαναν κακό σε εμένα. Φοβόμουν μήπως πλήγωναν και τους ανθρώπους που με βοήθησαν ή ακόμα και την οικογένεια του Έντουαρντ. Άρχισα να τρέμω όταν αντιλίφθηκα τη πραγματικότητα.

    Πριν προλάβω να ολοκληρώσω τις σκέψεις μου, ενώ ακόμα διέσχιζα γρήγορα το δάσος στην αγκαλιά του Τζέικομπ, ένιωσα κάτι δυνατό να μας επιτίθεται και να προσπαθεί να μας σταματήσει. Ο Τζέικομπ πάλευε να το νικήσει, ώσπου προς μεγάλη μου έκπληξη μεταμορφώθηκε σε λύκος. Ένα τεράστιο καφετί και μαλλιαρό πλάσμα που περπατούσε στα τέσσερα. Αμέσως, ο βρικόλακας που μας είχε επιτεθεί με άρπαξε και έφερε τα δόντια του στο λαιμό μου, απειλώντας να με δαγκώσει αν δεν τον ακολουθούσαμε.

    Στο παρελθόν με είχε δαγκώσει βρικόλακας, ο Τζέιμς, αλλά τότε είχα τον Έντουαρντ που κατάφερε να πάρει το δηλητήριο από μέσα μου. Η κατάσταση που βρισκόμουν τώρα ήταν πιο τραγική, αλλά δεν φοβόμουν για εμένα. Φοβόμουν και ανησυχούσα για τους άλλους που είχα φέρει σε αυτή τη κατάσταση. Τους επτά λύκους, την Έμιλυ και πιθανόν τον Έντουαρντ και την οικογένειά του που θα είχαν αντιληφθεί τη κατάσταση. Και πάλι έφταιγα εγώ. Μήπως τελικά ήταν γραφτό μου να πεθάνω;

    Σύντομα φτάσαμε σε έναν ανοιχτό χώρο μέσα στο δάσος, που μας οδήγησε εκείνος ο βρικόλακας. Το μέρος μου θύμισε τον χώρο που είχα πρωτοδεί τον Τζέιμς και τη Βικτώρια, εκεί που οι Κάλλεν έπαιζαν μπέιζμπολ. Για μια ακόμη φορά αυτό το μέρος θα έφερνε δυσάρεστα αποτελέσματα.

    Οδηγηθήκαμε, λοιπόν, σε εκείνο το λιβάδι και οι σκέψεις μου επιβεβαιώθηκαν ξανά: οι Βολτούρι βρίσκονταν εκεί παραταγμένοι με την Τζέιν πρώτη, δίπλα στον Άρο. Με το ένα μέρος του μυαλού μου ήμουν τρομαγμένη και ανήσυχη για το μέλλον μου, από την άλλη όμως σκεφτόμουν πως ίσως να ήταν σωστό να σκοτωθώ. Πλησιάσαμε τους Βολτούρι και σταθήκαμε απέναντί τους. Δίπλα μου ήρθαν και οι άλλοι λυκάνθρωποι, μεταμορφωμένοι, αλλά μπορούσα να τους ξεχωρίσω. Ο κάθε λύκος είχε ένα χαρακτηριστικό που τον διαφοροποιούσε. Μπορούσα να διακρίνω τον Σεθ από το χρώμα της άμμου στο τρίχωμά του από τον Τζέικομπ που είχε ένα χρώμα σαν σκουριασμένο καφέ. Ήταν πολύ εντυπωσιακοί και επιβλητική ως ζώα.

    Η φωνή της μικροκαμωμένης Τζέιν ήρθε να ταράξει την γαλήνη μου.

    «Βγήκες βόλτα με τα κουτάβια σου Μπέλλα;». Αγνόησα το σχόλιό της και μπήκα στη μέση προσπαθώντας να είμαι θαρραλέα. Τότε, ένας από τους άλλους βρικόλακες ήρθε γρήγορα καταπάνω μου και με έριξε στο νωπό χώμα. Πλησίασε τα δόντια του στο λαιμό μου και ένιωσα τα κρύα του χέρια γύρω από τη μέση μου.

    Όλοι οι λύκοι ήρθαν πάνω μου να με βοηθήσουν, όταν η Τζέιν με το τρομαχτικό της βλέμμα τους ακινητοποίησε όλους και πέσανε στο χώμα βγάζοντας ήχους από τον πόνο. Ο βρικόλακας πλησίαζε αργά και βασανιστικά τα μυτερά του δόντια στο λαιμό μου και νόμιζα ότι είχα πεθάνει, όταν από το πουθενά εμφανίστηκε ο Έντουαρντ και τον έσπρωξε μακριά μου.

    «Μη τολμήσεις να την αγγίξεις ξανά, γιατί θα ψάχνεις να βρεις τα κομμάτια του», είπε ο Έντουαρντ δυνατά με πίκρα στη φωνή του. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Κανείς δεν το πίστευε. Σιγά σιγά μαζεύτηκαν όλοι οι Κάλλεν, ακόμη και ο Τζάσπερ με την Άλις. Η Τζέιν πήρε το βλέμμα της από τους λύκους και σταμάτησε να τους βασανίζει. Ήταν πολύ ανακουφιστικό που δεν τους έβλεπα να πονάνε πια. Από την άλλη, η θέα του Έντουαρντ να παλεύει για μένα ράγιζε τη καρδιά μου. Ο Καρλάιλ μπήκε στη μέση με ειρηνικές διαθέσεις, θέλοντας να κατευνάσει τα πνεύματα. Ο Έντουαρντ και ο άλλος ο βρικόλακας αφήσανε ο ένας τον άλλον και πήγαν με το μέρος της παράταξής τους ο καθένας.

    «Δεν υπάρχει κανένας λόγος να συμβαίνει αυτό. Δεν θέλουμε να σκοτωθεί κανένας. Για ποιο λόγο μας επιτίθεστε;», η φωνή του Καρλάιλ ήταν ήρεμη και σίγουρη.

    «Πληροφορηθήκαμε αγαπητέ Καρλάιλ πως δεν ακολουθήσατε τη συμφωνία μας και η Μπέλλα παρότι ξέρει για την ύπαρξή μας παραμένει θνητή. Δεν χωράει άλλη συζήτηση πια. Τζέιν…», είπε ο Άρο με έναν ειρωνικό τόνο και έδωσε σήμα στη Τζέιν να προσφέρει τον πόνο σε όλους αυτούς που με βοήθησαν.

    «Δεν χρει…», ο Καρλάιλ δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του, όταν αυτός και οι υπόλοιποι έπεσε στο χώμα αντιμέτωπος με αυτό το φριχτό πόνο.

    Όλοι ήταν κάτω σφαδάζοντας από τους πόνους, εκτός από εμένα που ήμουν η υπαίτια αυτής της κατάστασης. Έπρεπε να δράσω αμέσως. Ήταν άδικο να υποφέρει όλος αυτός ο κόσμος για εμένα. Έβλεπα πόνο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του Έντουαρντ και η καρδιά μου κόντευε να σκιστεί. Ήμουν διατεθειμένη να κάνω τα πάντα για να πάρω τον πόνο από τα μάτια του.

    Ποτέ δεν είχα σκεφτεί ιδιαίτερα το πώς θα πεθάνω, αλλά το να πεθάνω στη θέση κάποιου που αγαπώ έμοιαζε ένας καλός τρόπος να φύγω. Όσο καιρό ήμουν μαζί με τον Έντουαρντ του προσέφερα πόνο με όλους τους τρόπους. Ήξερα πως αν θυσιαζόμουν θα τον πλήγωνα και πάλι, αλλά σίγουρα το προτιμούσα από το να τον βλέπω να πεθαίνει. Ήταν σίγουρα εγωιστική αυτή η σκέψη, αλλά δίπλα μου βρίσκονταν και άλλα πλάσματα που πονούσαν εξ αιτίας μου.

    «Σταμάτα Τζέιν! Μπορείς να μου κάνεις ότι θέλεις, αρκεί να τους αφήσεις», είπα δυνατά με δάκρυα στο πρόσωπο καθώς προχωρούσα προς το μέρος τους.

    «Μπέλλα όχι! Μείνε πίσω!», άκουσα τον Έντουαρντ να παλεύει να ψελλίσει τις λέξεις και ο πόνος στη καρδιά μου δυνάμωνε. Τον πλήγωνα ξανά. Η Τζέιν κοίταξε ακόμη πιο επίμονα τον Έντουαρντ , ο οποίος φώναξε από τον πόνο. Σε κλάσματα δευτερολέπτου ένας από τους Βολτούρι βρισκόταν ξανά επάνω μου έχοντας χώσει τα δόντια του στο λαιμό μου. Ένιωσα το σώμα μου να φλέγεται, ενώ έτρεμα. Είχε έρθει το τέλος μου και ήμουν πολύ ευτυχισμένη καθώς έβλεπα τους Βολτούρι να απομακρύνονται και να σηκώνονται από το πάτωμα βρικόλακες και λυκάνθρωποι.

    Η φωτιά επεκτάθηκε και το κεφάλι μου το ένιωθα έτοιμο να εκραγεί. Ήταν μια αίσθηση που είχα βιώσει ξανά, όταν μου επιτέθηκε ο Τζέιμς και ο Έντουαρντ με είχε σώσει. Είχαμε περάσει πάρα πολλά με τον Έντουαρντ. Βαθιά μέσα μου πίστευα πως θα με έσωζε για μια ακόμη φορά. Άλλωστε, μου είχε υποσχεθεί ότι θα είναι δίπλα μου για πάντα, μέχρι να αποφασίσω ότι δεν τον ήθελα. Και δεν είχα αποφασίσει κάτι τέτοιο σε καμία περίπτωση. Απλά θεωρούσα τον εαυτό μου λιγότερο σημαντικό από αυτόν. Ένιωσα δύο κρύα χέρια να με τυλίγουν και το στόμα του Έντουαρντ να πλησιάζει τον λαιμό μου. Παράλληλα, άκουγα κάποιες οικείες φωνές να με συμβουλεύουν να ηρεμίσω. Ήταν όλοι εδώ και με ήθελαν ζωντανή.

    Ένιωθα σιγά σιγά τη φωτιά να υποχωρεί και να επανακτώ τις αισθήσεις μου. Ο Έντουαρντ ήταν εκεί και μοχθούσε πάλι να με σώσει. «Μπέλλα, αγάπη μου. Είσαι εντάξει; Πες μου πως είσαι εντάξει, σε ικετεύω.» Είχε τηρήσει την υπόσχεσή του.

    Έντουαρντ είσαι ο πρίγκιπάς μου.

    VLaSia =)




    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    http://www.jokastia.blogspot.com
    WhiteQueen
    Edward's Queen
    WhiteQueen


    Θηλυκό Ιχθύς
    Ηλικία : 45
    Τόπος : Sagaland!
    Αριθμός μηνυμάτων : 8830
    Registration date : 14/09/2008

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές   Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές I_icon_minitimeΠεμ 10 Φεβ 2011 - 22:16

    Η αγάπη μιας γοργόνας
    by xrysanthi



    http://www.zastavki.com/pictures/1280x1024/2008/_Mermaid_005072_.jpg


    Έντουαρντ

    «μαμάααα, μπαμπαααα» φώναζα απελπισμένος με αγωνία

    «Έντουαρνττττ» άκουσα την μητέρα μου να φωνάζει και μόλις την είδα έτρεξα και έπεσα στην αγκαλιά της.

    «μαμά φοβάμαι πολύ» είπα τρέμοντας

    «σσσς αγόρι μου όλα θα πάνε καλά, πάμε να βρούμε τον μπαμπά σου εντάξει;» μου είπε τρίβοντας παρηγορητικά τον ώμο μου ενώ έψαχνε με την ματιά της για τον μπαμπά.

    Ο κόσμος γύρω μας ούρλιαζε και έτρεχε προς όλες τις κατευθύνσεις ακριβώς την στιγμή που ακούστηκε μια δεύτερη μεγάλη έκρηξη και από το τράνταγμα έφυγα βίαια από την αγκαλιά της μητέρας μου και έπεσα στο πάτωμα και εκείνη μέσα στην θάλασσα. Σηκώθηκα και έτρεξα στο άνοιγμα που είχε πέσει η μητέρα μου και άρχισα να την φωνάζω.

    «μαμά, μαμααααααααα» αλλά εκείνη δεν φαινόταν πουθενά

    Αγωνία και τρόμος με είχαν καταβάλει και άρχισα να κλαίω με λυγμούς μέχρι που δύο χέρια με άρπαξαν ξαφνικά και άρχισαν να με παρασέρνουν προς το άγνωστο.

    «άφησε με, που με πας;;;» είπα τσιρίζοντας ενώ ταυτόχρονα πάλευα μέσα στην αγκαλιά του αγνώστου

    «πρέπει να φύγουμε μικρέ από εδώ, πάμε στις βάρκες πριν να είναι αργά»

    «όχι άσε με, θέλω την μαμά μουυυυ» είπα ξεφεύγοντας από την αγκαλιά του και άρχισα να τρέχω προς το μέρος που είδα την μητέρα μου να πέφτει στο νερό.

    Την στιγμή που έφτασα όμως άλλη μια έκρηξη ακούστηκε και παραπατώντας από το τράνταγμα που είχε δημιουργήσει χτύπησα το κεφάλι μου στην κουπαστή του πλοίου και έπεσα μέσα στο νερό.

    Τα μάτια μου είχαν θολώσει και ο πόνος στο κεφάλι μου ήταν τόσο αφόρητος αλλά η δύναμη της αυτοσυντήρησης με έκανε να παλέψω για να βγω και πάλι στην επιφάνεια μέχρι που είδα την μητέρα μου με γουρλωμένα μάτια ακίνητη και κάτασπρη να πηγαίνει όλο και πιο βαθιά. Σάστισα και προσπάθησα να την φωνάξω ξεχνώντας πως είμαι μέσα στο νερό και χάνοντας όλο τον αέρα που είχα στα πνευμόνια μου άρχισα να πνίγομαι.

    Εκεί που πολεμούσα να φτάσω στην επιφάνεια για άλλη μια φορά, ένα βάρος πλάκωσε το στήθος μου από την έλλειψη του αέρα και όλα γύρω μου άρχισαν να σκοτεινιάζουν. Την στιγμή που ένιωθα να βυθίζομαι όλο και περισσότερο μέσα στην άβυσσο άκουσα ένα σπαραχτικό ήχο ενός δελφινιού και δειλά άνοιξα τα μάτια μου.

    Τότε είδα δύο γκρι μπλε χάντρες να με κοιτάνε με αγωνία και να έρχονται όλο και πιο κοντά μου. Ένιωσα γαλήνη να πλημμυρίζει την καρδιά μου αλλά ο πόνος στο στήθος μου ήταν τόσος μεγάλος που με παρέσυρε για άλλη μια φορά στο σκοτάδι ακριβώς την στιγμή που ένιωσα κάποιον να με τραβάει και να με πηγαίνει όλο και πιο βαθιά.


    Μπέλα
    «πόσο όμορφος είναι» αναλογίστηκα και αυθόρμητα άρχισα να του χαϊδεύω τα χαλκοκάστανα μαλλιά του και το απαλό του πρόσωπο, ακούγοντας την ρυθμική του αναπνοή.

    Είχε πολύ ώρα που ήταν στην ίδια θέση ακίνητος και είχα αρχίσει να ανησυχώ «μα γιατί δεν ξυπνάει;;;» σκέφτηκα με αγωνία πέφτοντας πάνω στο στήθος του για να ακούσω την καρδιά του και ένιωσα ένα χέρι να μου χαϊδεύει τα μαλλιά.

    Σάστισα και με ένα σάλτο μπήκα πάλι μέσα στο νερό αλλά η αγωνία μου για εκείνον με έκανε να γυρίσω για να τον δω αν είναι καλά. Βγάζοντας δειλά το κεφάλι μου στην επιφάνεια του νερού τον είδα ότι είχε ανασηκωθεί και κοίταζε με απορία γύρω του την σπηλιά. Μόλις κατάλαβε την παρουσία μου γύρισε την ματιά του σε μένα και με κοίταξε παράξενεμένος.

    «γεια σου ... είπε γλυκά και ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλια του που μου έκοψε την ανάσα και έμεινα μαγεμένη να τον κοιτάζω ... εσύ με έσωσες;; ... είπε με την βελούδινη φωνή του και κούνησα το κεφάλι μου χωρίς να μπορώ να μιλήσω ... σε ευχαριστώ» είπε και έκανε να έρθει πιο κοντά μου.

    Εγώ ξαναμπήκα στο νερό και βγήκα από την σπηλιά τρομαγμένη παίρνοντας γρήγορες ανάσες όμως ήξερα πολύ καλά ότι δεν μπορούσα να τον αφήσω εδώ γιατί αν τον ανακάλυπταν οι υπόλοιποι θα έβρισκα τον μπελά μου αλλά αυτό που με ανησυχούσε περισσότερο ήταν για την δική του τύχη και έτσι πήρα την απόφαση και γύρισα ξανά κοντά του.

    Την στιγμή που έβγαλα ξανά το κεφάλι μου στην επιφάνεια του νερού αθόρυβα, τον είδα που κοίταζε την συλλογή μου από τα ναυάγια και κάθε φορά που έπιανε ένα αντικείμενο το κοίταζε με γουρλωμένα μάτια και θαυμασμό.

    «σου αρέσουν;» πήρα το θάρρος να τον ρωτήσω και από την τρομάρα που πήρε, του έπεσε το αντικείμενο που κρατούσε από τα χέρια του πάνω στον βράχο και γύρισε προς την μεριά μου

    «συγνώμη δεν ήθελα να πειράξω τα πράγματα σου... αυτό το κηροπήγιο είναι πολύ παράξενο»

    «πως το είπες;» ρώτησα μην μπορώντας να συγκρατήσω την περιέργεια μου

    «δεν ξέρεις πως το λένε; ... με ρώτησε και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου και εκείνος με κοίταξε με απορία στα μάτια ... είναι κηροπήγιο» επανάλαβε και το σήκωσε από το πάτωμα φυσώντας την άμμο που είχε απάνω του.

    «και τι κάνει;;» τον ρώτησα με περιέργεια και κοιτάζοντας γύρω του πήγε κοντά στο γλοιώδες παράξενο άσπρο πράγμα που είχα πεταμένο σε μια γωνία και παίρνοντας το στα χέρια του το έβαλε σε μια από τις υποδοχές του και μου το έδειξε

    «βάζεις κεριά και τα ανάβεις» τα μάτια μου άστραψαν και ήμουν πολύ κοντά να βγω από το νερό για να τον πλησιάσω αλλά τελευταία στιγμή συγκρατήθηκα και αρκέστηκα να τον κοιτάω από την ίδια θέση

    «και το κερί τι κάνει;» τον ρώτησα τώρα με μεγαλύτερη περιέργεια.

    Είχα μαζέψει όλα τα παράξενα αντικείμενα που υπήρχαν στον βυθό και τα είχα βάλει εδώ αλλά δεν ήξερα τι ήταν ή τι κάνανε και πάντα με έτρωγε η περιέργεια να μάθω περισσότερα γι αυτόν τον μικρό μου θησαυρό και τώρα που εκείνος μπορούσε να μου εξηγήσει τι ήταν όλα αυτά δεν μπορούσα να μην τον ρωτήσω.

    «αν είχαμε σπίρτα ή αναπτήρα θα το ανάβαμε και θα έβγαζε μια φλόγα και θα φώτιζε περισσότερο την σπηλιά»

    «δεν καταλαβαίνω» είπα απογοητευμένη και άφησα έναν αναστεναγμό

    «δεν έχεις δει ποτέ σου φωτιά;»

    «φωτιά;»

    «ναι»

    «δεν ξέρω τι είναι η φωτιά» είπα και κατσούφιασα

    «τι παράξενο» είπε με σκεπτικό ύφος και γύρισα την κουβέντα μας για να τον αποπροσανατολίσω

    «αυτό που έχεις στο χέρι σου τι είναι;»

    «το ρολόι;» είπε και έπιασε το παράξενο στρογγυλό αντικείμενο που διακοσμούσε το χέρι του

    «ρολόι; Και τι κάνει αυτό;»

    «είναι για να βλέπουμε την ώρα ... είπε και έκανε να με πλησιάσει αλλά βλέποντας ότι εγώ απομακρύνθηκα αυτόματα σταμάτησε και το έβγαλε από το χέρι του και το έφερε μπροστά του για να μου το δώσει να το δω ... παρ’ το να το δεις» με ενθάρρυνε και πλησιάζοντας τον δειλά, προσέχοντας τις κινήσεις του, το έπιασα γρήγορα και πήγα πάλι πιο πίσω για να το δω καλύτερα.

    «τι ωραίο που είναι έχει και γραμμούλες»

    «είναι οι δείκτες του που μας δείχνουν την ώρα»

    «είναι τόσο παράξενο δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο»

    «αν θες μπορείς να το κρατήσεις»

    «αλήθεια;;;» είπα με ενθουσιασμό

    «φυσικά μόνο που χάλασε από το νερό και δεν δουλεύει πια» είπε λυπημένα

    «δεν πειράζει, είναι πολύ ωραίο και έτσι»

    «συγνώμη που σου έσπασα το κηροπήγιο» είπε απολογητικά και του χαμογέλασα

    «θα βρω άλλο»

    «έχει πολλά;;»

    «μμμχχχμμμ αλλά φέρνω εδώ μόνο όσα μου αρέσουν περισσότερο»

    «είναι πραγματικά πολύ όμορφα» είπε κοιτώντας πάλι γύρω του με θαυμασμό

    «είσαι ο πρώτος που τα κοιτάζει με αυτό τον τρόπο, η αδελφή μου με θεωρεί τρελή που τα μαζεύω»

    «τρελή;;; Αυτά είναι θησαυρός που τα βρίσκεις;;;»

    «εδώ και εκεί ... είπα αδιάφορα ανασηκώνοντας τους ώμους μου και ήρθε με αργά βήματα πάλι πιο κοντά μου ... μην έρχεσαι κοντά» είπα και γύρισα να μπω πάλι στο νερό

    «μην φεύγεις σε παρακαλώ φοβάμαι να μείνω μόνος μου» είπε παραπονιάρικα και πέφτοντας στην άμμο άρχισε να κλαίει

    «μην κλαις ... είπα απαλά και σκουπίζοντας τα δάκρυα του γύρισε και με κοίταξε με πόνο στην ματιά του ... σου υπόσχομαι ότι θα σε πάω κοντά τους ... του είπα για να τον παρηγορήσω αλλά εκείνος ξέσπασε σε περισσότερα κλάματα και πήγα πιο κοντά του χωρίς να βγαίνω από το νερό ... τι σου συμβαίνει;;» τον ρώτησα πιο ήρεμα ακουμπώντας δειλά το χέρι του. Με το άγγιγμα μου το κλάμα του σταμάτησε και με κοίταξε βαθιά στα μάτια.

    Το βλέμμα του ήταν τόσο ζεστό που σάστισα, τα μάτια του είχαν ένα σμαραγδί χρώμα τόσο περίεργο και παράξενο που μου έκοψαν την ανάσα μου και η ματιά του ήταν τόσο πονεμένη που για μια στιγμή ήθελα να πάω κοντά του για να τον παρηγορήσω αλλά ξέροντας ότι δεν πρέπει να με δει, τεντώθηκα και έβαλα το χέρι του μέσα στα δικά μου και του το χάιδεψα απαλά.

    «η μαμά μου ... είπε παίρνοντας κοφτές ανάσες από τους λυγμούς που τον πνίγανε ... έπεσε στην θάλασσα και ... και ... την είδα... δεν μπορούσε να ολοκληρώσει την φράση του και χαϊδεύοντας απαλά το χέρι του για άλλη μια φορά τον κοίταξα στα μάτια με κατανόηση και συνέχισε ... και ο μπαμπάς μου ... είπε και ένας λυγμός του έκοψε για άλλη μια φορά την φράση στην μέση ... ο μπαμπάς μου δεν ξέρω που είναι» τελείωσε την φράση του με έναν αναστεναγμό.

    «μακάρι να μπορούσα να σου τον φέρω κοντά σου αλλά δεν ξέρω ποιος είναι ... είπα κοιτώντας τον με πόνο και θλίψη στην ματιά μου ... αλλά σου υπόσχομαι ότι θα σε βγάλω στην επιφάνεια και θα ...»

    «στην επιφάνεια;; ... είπε με απορία και κοίταξε πάλι γύρω του ... που είμαστε;»

    «είμαστε σε μια σπηλιά στον βυθό της θάλασσα»

    «και εσύ πως ήρθες εδώ;» η περιέργεια του τον έκανε για μια στιγμή να ξεχάσει τον πόνο του και μια λάμψη είδα να αστράφτει και πάλι στην ματιά του

    «εδώ ζω»

    «αυτό είναι το σπίτι σου;»

    «όχι ακριβώς ... είπα και γέλασα σιγανά ... αυτό είναι το προσωπικό μου καταφύγιο, εδώ έρχομαι όταν θέλω να απομονωθώ και φυλάω όλους τους θησαυρούς που βρίσκω»

    «και εγώ κάνω συλλογή»

    «αλήθεια;;… τι συλλογή;» είπα με περιέργεια και αυτό τον έκανε να λυθεί και αρχίσει να μιλάει με ενθουσιασμό

    «πάω στην παραλία που είναι κοντά στο σπίτι μου και μαζεύω τα πιο παράξενα κοχύλια που βρίσκω»

    «περίμενε εδώ θα έρθω αμέσως» του είπα καθώς σκέφτηκα να του φέρω ένα για να τον κάνω να χαρεί.

    «όχι μην με αφήνεις μόνο μου» είπε με αγωνία πιάνοντας σφιχτά το χέρι μου για να μην φύγω

    «δεν θα αργήσω, σου υπόσχομαι ότι θα έρθω πολύ γρήγορα κοντά σου» του είπα με ειλικρίνεια και εκείνος ένευσε

    Πήγα πιο πίσω και ξαναμπήκα στο νερό αποφεύγοντας να βγάλω την ουρά μου στην επιφάνεια για να μην την δει και πήγα προς το ναυάγιο που ήταν κοντά στην σπηλιά μου για να βρω ένα κοχύλι που είχα δει τις προηγούμενες μέρες που μου είχε κάνει εντύπωση.

    Μόλις το βρήκα το πήρα στο χέρι μου και γύρισα γρήγορα κοντά του. Όταν βγήκα στην επιφάνεια τον βρήκα να με περιμένει στην ίδια θέση με αγωνία στην ματιά του και όταν με είδε αναστέναξε με ανακούφιση. Τον πλησίασα και έβαλα στα χέρια του το κοχύλι και εκείνος άνοιξε διάπλατα τα μάτια του με θαυμασμό.

    «είναι το πιο όμορφο κοχύλι που έχω δει ποτέ μου» είπε και άρχισε να το επεξεργάζεται

    «μπορείς να το κρατήσεις αν θες» του είπα και η ματιά του άστραψε από ενθουσιασμό και μου χάρισε το πιο γλυκό του χαμόγελο

    «σε ευχαριστώ ... κούνησα το κεφάλι μου και του χαμογέλασα και εγώ ... θα μου πεις πως σε λένε;»

    «Ιζαμπέλα, εσένα;»

    «Έντουαρντ» είπε και μου έτεινε το χέρι του και του έδωσα και εγώ το δικό μου.

    «θες να γυρίσεις πίσω;»

    «δεν είμαι σίγουρος» είπε με πόνο στην φωνή του

    «δεν μπορείς όμως να μείνεις εδώ γιατί θα βρω το μπελά μου»

    «δεν μπορώ να καταλάβω πως ζεις μέσα στο νερό» γύρισα την ματιά μου αλλού καταλαβαίνοντας ότι είχα κάνει γκάφα που του είπα ότι μένω εδώ και προσπάθησα να βρω έναν τρόπο να τα μπαλώσω

    «εεε δεν ζω εδώ εδώ ... ξεκίνησα να λέω αλλά είδα στο ύφος του ότι δεν τον έπειθα ... εεε είναι μεγάλη ιστορία»

    «δεν θες να μου πεις» διαπίστωσε και τον κοίταξα απολογητικά

    «μακάρι να μπορούσα»

    «και πως θα βγούμε από εδώ;»

    «θα σε βγάλω εγώ αλλά θα πρέπει να μου υποσχεθείς ότι θα κρατήσεις τα μάτια σου κλειστά»

    «κλειστά;; Γιατί;;»

    «μπορείς να μου το υποσχεθείς;» του ζήτησα παρακλητικά και τελικά δέχτηκε

    «Μπέλαααα τι κάνεις εδώ;;;» ακούσαμε την φωνή της αδελφής μου ξαφνικά και γυρίσαμε την ματιά μας σε εκείνην

    «Άλις δεν είμαστε μόνες μας» είπα σοκαρισμένη και άρχισα να τρέμω

    «το βλέπω γι αυτό και σε ρωτάω τι κάνεις εδώ» είπε νευριασμένα

    «δεν μπορούσα να τον αφήσω να πνιγεί» είπα παρακαλώντας την σιωπηλά, να μην το πει πουθενά

    «πρέπει να τον βγάλουμε έξω γρήγορα ο μπαμπάς έχει βάλει τον Άλεκ να σε ψάξει»

    «τον Άλεκ; ... είπα εγώ σοκαρισμένη και άρχισα να ανασαίνω πιο γρήγορα από τον φόβο μου ... Άλις μπορείς εσύ να ελέγξεις αν έρχεται κανείς για να τον ανεβάσω στην επιφάνεια;»

    «Μπέλα»

    «Άλις έχε μου εμπιστοσύνη σε παρακαλώ»

    «εντάξει» είπε εκείνη με έναν αναστεναγμό και έφυγε γρήγορα

    «μην ξεχάσεις μου υποσχέθηκες» γύρισα και του τόνισα

    «δεν θα το ξεχάσω» είπε εκείνος σοβαρά και σηκώθηκε να έρθει πιο κοντά μου

    «πάρε μια βαθιά αναπνοή και μπες στο νερό με κλειστά τα μάτια και εγώ θα σε βγάλω στην επιφάνεια εντάξει;»

    «εντάξει» είπε, κράτησε στα χέρια του γερά το κοχύλι που του είχα δώσει και παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή μπήκε μέσα στο νερό με κλειστά τα μάτια.

    Κράτησα το χέρι του στο δικό μου και άρχισα να κολυμπάω γρήγορα για να τον βγάλω έξω, την στιγμή που περάσαμε το άνοιγμα της σπηλιάς άκουσα την αδελφή μου που με διαβεβαίωσε ότι δεν ήταν κανείς γύρω και άρχισα να τον παρασέρνω προς τα πάνω όσο πιο γρήγορα μπορούσα γιατί ήξερα ότι πολύ γρήγορα θα έχανε την αναπνοή του.



    Έντουαρντ

    Ήταν το πιο παράξενο και το πιο όμορφο κορίτσι που είχα αντικρίσει ποτέ στην ζωή μου. Τα μάτια της ήταν δύο γκρι μπλε χάντρες που μέσα τους χανόσουν και σε έκαναν να νιώθεις τέτοια ζεστασιά που γαλήνευαν την καρδιά σου.

    Όσο ήταν κοντά μου δεν φοβόμουν τίποτα αλλά την στιγμή που με άφησε μόνο μου για να μου φέρει το κοχύλι όλα γύρω μου έγιναν τόσο κρύα και σκοτεινά λες και όλη αυτή η ζεστασιά προερχόταν από το σώμα της.

    Η άγνοια της για όλα τα αντικείμενα που είχε μαζέψει, μαζί με το γεγονός ότι μπορούσε να έρθει σε μια τέτοια σπηλιά στον βυθό της θάλασσας, με έκανε να πιστεύω ότι ήταν ξεχωριστή και σίγουρα μου έκρυβε κάποιο μυστικό, γι αυτό δεν ήθελε να τη δω από κοντά.

    Έκλεισα τα μάτια παίρνοντάς μια βαθιά αναπνοή και την στιγμή που μπήκα μέσα στο νερό στο χέρι μου ένιωσα μια παράξενη υφή λες και είχα πιάσει ψάρι στο χέρι μου αλλά ήταν τόσο απαλό σαν μετάξι που μου έκανε την επιθυμία μου να ανοίξω τα μάτια μου πιο δυνατή αλλά θέλοντας να κρατήσω τον λόγο μου κράτησα τα μάτια μου κλειστά και την άφησα να με παρασύρει στην επιφάνεια... ίσως εκεί θα μπορούσα να λύσω το μυστήριο.

    Ένιωθα την πίεση του νερό να με διαπερνά με δύναμη και κατάλαβα ότι πρέπει να ανεβαίναμε πολύ γρήγορα και αυτό έκανε το στήθος μου να πονά από την πίεση... ασυναίσθητα άρχισα να κουνιέμαι και να την τραβάω προς τα κάτω, χωρίς να ανοίγω τα μάτια μου για να δει ότι κρατάω την υπόσχεση μου ώστε να με εμπιστευτεί ελπίζοντας να μου πει την αλήθεια για εκείνη.

    Την ένιωσα να έρχεται κοντά μου και αφήνοντας το χέρι μου με έπιασε από τους ώμους μου και κόλλησε τα χείλια της πάνω στα δικά μου σφραγίζοντας τα. Αυτό με έκανε να σαστίσω και άρχισα να απελευθερώνω τον αέρα που είχα στα πνευμόνια μου από την μύτη μου και τότε ένιωσα στην ζεστή της γλώσσα να περνάει από τα χείλια μου αναγκάζοντας τα έτσι να ανοίξουν.

    Η αίσθηση της γλώσσα της πάνω στα χείλια μου με έκανε να ανατριχιάσω και να νιώσω ένα συναίσθημα που δεν είχα νιώσει ποτέ στην ζωή μου ξανά και για μια στιγμή όλα γύρω μου έγιναν πιο ζεστά και πιο φωτεινά. Άνοιξα τα χείλια μου και ο ζεστός αέρας της αναπνοής της που έμπαινε στο στόμα μου για να μου γεμίσει τα πνευμόνια μου με αέρα μου έδιναν ζωή. Μια ζωή με γεύση αλμύρας τόσο γλυκιά που πλημμύριζε όλες μου τις αισθήσεις.

    Ασυναίσθητα άνοιξα τα μάτια μου να αντικρίσω την ματιά της και μόλις κατάλαβε ότι την κοιτώ σάστισε και απομακρύνθηκε από κοντά μου χτυπώντας άτσαλα την ουρά της πάνω στα πόδια μου και τότε κατάλαβα ότι αυτό το υπέροχο πλάσμα που μου έσωσε την ζωή και ταυτόχρονα ζωντάνεψε την ψυχή μου ήταν μια γοργόνα.

    Έπιασε πάλι το χέρι μου και άρχισε να με παρασέρνει προς την επιφάνεια πιο γρήγορα και εγώ έμεινα να την κοιτάζω μαγεμένος να κολυμπάει σαν δελφίνι με τόσο ρευστές και απαλές κινήσεις. Το κορμί της με το νερό ήταν τόσο σε αρμονία που σε έκανε να πιστεύεις ότι ήταν ένα.

    Όταν φτάσαμε στην επιφάνεια πήγε να φύγει βιαστικά αλλά εγώ πρόλαβα να της κρατήσω το χέρι σταματώντας την και γύρισε νευριασμένα προς το μέρος μου με μια πληγωμένη έκφραση που με πόνεσε τόσο πολύ.

    «υποσχέθηκες» είπε και είδα ένα δάκρυ να κάνει την εμφάνιση του

    Αυτόματα έβαλα το χέρι μου πάνω στο μάγουλο της για να το απομακρύνω και εκείνη έκλεισε τα μάτια της και έσφιξε το σαγόνι της για να συγκρατήσει τα συναισθήματα της.

    «είσαι ότι πιο όμορφο έχω δει στην ζωή μου» ακούγοντας τα λόγια μου άνοιξε τα μάτια της και με κοίταξε βαθιά στα μάτια.

    Το χρώμα των ματιών της έξω από το νερό, ήταν ακόμα πιο εκτυφλωτικό. Το γκρι κυριαρχούσε αλλά οι ίριδες του μπλε και του πράσινου που έπαιζαν μέσα σε αυτό σε έκαναν να νομίζεις ότι βρίσκεσαι μέσα σε μια απέραντη θάλασσα που σε τυλίγει γλυκά και σου αγγίζει την καρδιά.

    Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει άρρυθμα σε έναν τρελό χορό και με έκανε να ξεχάσω οτιδήποτε υπήρχε γύρω μου. Ήμασταν μόνο εγώ και εκείνη σε ένα απέραντο γαλάζιο, να κοιτάμε ο ένας μέσα στην ψυχή του άλλου και τίποτα άλλο δεν είχε πια σημασία για μας.

    «πρέπει να σε πάω στην στεριά έχεις αρχίσει να τρέμεις» είπε με αγωνία και με έβγαλε από τις σκέψεις μου και κούνησα απαλά το κεφάλι μου.

    Μου κράτησε πάλι το χέρι και άρχισε να κολυμπάει πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας με τόσο χάρη.

    «περίμενε το ξέρω αυτό το μέρος» της είπα την στιγμή που φτάναμε κοντά στην στεριά και γύρισε και με κοίταξε

    «που θες να σε πάω;»

    «η παραλία που είναι κοντά στο σπίτι μου είναι από εκεί ... είπα με ενθουσιασμό και γυρίζοντας την ματιά της προς το μέρος που της έδειχνα με τράβηξε μαζί της και άρχισε πάλι να κολυμπάει ... από εκεί ... την καθοδήγησα όταν φτάσαμε πιο κοντά στην στεριά και άλλαξε την πορεία της και μπήκε στην γνωστή για μένα παραλία που ήταν δίπλα στο σπίτι μου και την στιγμή που φτάσαμε κοντά στην ακτή σε σημείο να πατώνω με άφησε και γύρισε προς το μέρος μου ... μην φύγεις ακόμα» την παρακάλεσα και είδα πόνο στην ματιά της

    «με ψάχνουν και αν μάθουν ότι αποκαλύφθηκα....»

    «δεν θα το πω σε κανέναν ... της είπα σοβαρά ... σου το ορκίζομαι»

    «σε πιστεύω» είπε μόνο και έκανε πάλι να φύγει

    «Μπέλα;;» της φώναξα πριν μπει και πάλι στο νερό

    «ναι;»

    «μου υπόσχεσαι ότι θα ξαναέρθεις να με βρεις;» της είπα παρακλητικά και ένιωσα έναν πόνο να διαπερνάει το στήθος μου την στιγμή που είδα δισταγμό στην ματιά της.

    «θα προσπαθήσω» είπε απολογητικά και κατάλαβα ότι ο ίδιος πόνος πέρασε και στην δική της ματιά

    «Μπέλα;;»

    «ναι;»

    «σε ευχαριστώ ... είπα μόνο και εκείνη μου χάρισε το πιο ζεστό της χαμόγελο και εξαφανίστηκε ... θα σε περιμένω κάθε ηλιοβασίλεμα» φώναξα δυνατά ελπίζοντας ότι θα το άκουγε για να ξαναγυρίσει πάλι κοντά μου.

    *_*_*_*_*_*_*_*_*_*


    https://2img.net/h/i979.photobucket.com/albums/ae271/xrysaleniasinspirations/be.jpg


    «Μπέλααα» είπε με πόνο στην φωνή της η Άλις καθώς έβγαινε από το νερό για να έρθει δίπλα μου και την κοίταξα με παράπονο

    «δεν μπορώ να τον ξεχάσω» ψιθύρισα προσπαθώντας να πνίξω τον λυγμό που έπνιγε την φωνή μου

    «έχουν περάσει επτά χρόνια... πόσο θα τον περιμένεις ακόμα;»

    «όσο χρειαστεί» της απάντησα αποφασιστικά

    «ο μπαμπάς θέλει να σου μιλήσει... ξεκίνησε δειλά να λέει αλλά έκρυψε τον πραγματικό λόγο και την κοίταξα στα μάτια με απορία... πάμε ξέρεις πως εκνευρίζεται όταν τον κάνουμε να περιμένει» συνέχισε χωρίς να με κοιτά και μπήκε πάλι στο νερό

    Άφησα ένα απαλό φιλί πάνω στο κοχύλι του Έντουαρντ που του είχε πέσει από τα χέρια την στιγμή που είχα ακουμπήσει τα χείλια μου πάνω στα δικά του και το ακούμπησα απαλά πάνω στην άμμο... η Άλις με κοίταζε ακόμα με πόνο στην ματιά της αλλά δεν είπε τίποτα άλλο.

    «μήπως θα έπρεπε να αφήσεις και αυτό το ρολόι;... με ρώτησε την στιγμή που βγήκαμε από την σπηλιά και την αγριοκοίταξα... «καλά» είπε μόνο και συνεχίσαμε την πορεία μας μέχρι την σπηλιά του πατέρα μου για να δω τι με ήθελε... κάτι μου έλεγε ότι δεν θα είναι για καλό.

    «πατέρα με ζήτησες;» τον ρώτησα την στιγμή που μπήκαμε μέσα και εκείνος γύρισε και μόλις με είδε φωτίστηκε όλη του η ματιά

    «κόρη μου... έτρεξε και με πήρε στην αγκαλιά του... σου έχω τα πιο ευχάριστα νέα που θα μπορούσες να ακούσεις»

    «ευχάριστα νέα;» τον ρώτησα με απορία και κοίταξα την Άλις αλλά εκείνη γύρισε την ματιά της για να αποφύγει την δική μου και η καρδιά μου αμέσως σφίχτηκε

    «ο Τζέηκοπ Μπλακ ήρθε και μου ζήτησε το χέρι σου»

    «τι; Πως;» είπα σαστισμένη φεύγοντας από την αγκαλιά του και τον κοίταξα στα μάτια με αγωνία

    «έλα καρδιά μου μην μου πεις ότι δεν το περίμενες... είναι χρόνια ερωτευμένος μαζί σου και απορώ πως περίμενε τόσο καιρό»

    «μα μπαμπά είμαι μόλις 17 χρονών»

    «ακριβώς γι αυτό και πρέπει να το σκεφτείς καλά... είσαι μεγάλη κοπέλα πια Μπέλα μου και πρέπει να σκεφτείς το μέλλον σου»

    «μα μπαμπαααα» άρχισα με πείσμα και με διέκοψε

    «απλά σκέψου το καρδιά μου» με παρακάλεσε ήρεμα και του ένευσα

    «με χρειάζεσαι κάτι άλλο» είπα με δυσκολία πνίγοντας τον πόνο που διαπέρασε το στήθος μου

    «όχι αλλά θα περιμένω να μου απαντήσεις μέχρι το βράδυ»

    «θα το σκεφτώ» είπα μόνο και άρχισα να κολυμπάω για να βγω όσο μπορούσα πιο γρήγορα έξω

    Ένιωθα να πνίγομαι και όλος μου ο κόσμος είχε γκρεμιστεί. Εκείνος που η καρδιά μου επιθυμούσε είχε χαθεί και εγώ μέχρι το βράδυ θα έπρεπε να πάρω την απόφαση που θα καθόριζε την ζωή μου... έτρεχα να ξεφύγω... έτρεχα μακριά από όλους και από όλα... όμως η καρδιά μου αντί να λυτρώνεται άρχισε να πονάει περισσότερο.

    Δεν έβλεπα τίποτα μπροστά μου, ήθελα να αναπνεύσω αλλά ο πόνος στο στήθος μου με έκανε να χάσω την αναπνοή μου και μόλις έβγαλα το κεφάλι μου στην επιφάνεια του νερού είδα τον ήλιο να μπαίνει μέσα στο νερό και τα χρώματα τύφλωσαν την ματιά μου... μέσα σε αυτήν την ομορφιά δυο μάτια με κοιτάζανε χαμογελώντας και το παράπονο με έκανε να ξεσπάσω.

    Είχε υποσχεθεί ότι θα με περιμένει αλλά ποτέ δεν ήρθε... γύριζα κάθε βράδυ μετά το ηλιοβασίλεμα και τον περίμενα όλο το βράδυ τραγουδώντας το τραγούδι της καρδιά μου, αλλά ποτέ δεν το άκουσε... πόσο με πόναγε η απώλεια του, πόσο ζητούσα και πάλι το άγγιγμά του αλλά εκείνος δεν ήρθε ποτέ και αυτό με έκανε να πάρω την τελική μου απόφαση.

    Βγήκα στην παραλία που πάντα τον περίμενα με δάκρυα στα μάτια και ανέβηκα πάνω στον βράχο κοιτώντας το ρολόι του, το έφερα κοντά στα χείλια μου και αφήνοντας ένα απαλό φιλί πάνω σε αυτό άρχισα να τραγουδάω αποχαιρετώντας τον για πάντα.



    Έντουαρντ

    Ήμουν τόσο νευριασμένος, η καθυστέρηση στην δουλειά που με έκανε να χάσω το ηλιοβασίλεμα, με έκανε να οδηγώ στον δρόμο σαν τρελός, ίσως ήταν αργά για να πάω αλλά από την ημέρα που γύρισα η ανάγκη μου να βρίσκομαι και πάλι σε αυτήν την παραλία περιμένοντας την, ήταν μια όαση στον πόνο που με έκανε να νιώθω η απουσία της.

    Φτάνοντας κοντά στην παραλία άκουσα κάποια κοπέλα να τραγουδά και το τραγούδι της με μάγεψε τόσο πολύ που έκανε την καρδιά μου να χτυπάει ξέφρενα, στο άκουσμα αυτής της υπέροχης φωνής. Πήγα σιγά σιγά στην παραλία προσέχοντας για να μην την τρομάξω και είδα την σκιά ενός κοριτσιού να είναι ξαπλωμένη πάνω στον βράχο και να τραγουδά κοιτάζοντας το φεγγάρι.




    Μπέλα



    Whitney Houston - I Will Always Love You lyrics

    If I should stay,
    I would only be in your way.
    So I'll go, but I know
    I'll think of you ev'ry step of the way.

    And I will always love you.
    I will always love you.
    You, my darling you. Hmm.

    Bittersweet memories
    that is all I'm taking with me.
    So, goodbye. Please, don't cry.
    We both know I'm not what you, you need.

    And I will always love you.
    I will always love you.

    (Instrumental solo)

    I hope life treats you kind
    And I hope you have all you've dreamed of.
    And I wish to you, joy and happiness.
    But above all this, I wish you love.

    And I will always love you.
    I will always love you.
    I will always love you.
    I will always love you.
    I will always love you.
    I, I will always love you.

    You, darling, I love you.
    Ooh, I'll always, I'll always love you.

    «έχεις υπέροχη φωνή ... άκουσα μια φωνή πίσω μου και γύρισα απότομα πάνω στον βράχο και είδα μια αντρική φιγούρα να με κοιτάει από την παραλία ... συγνώμη σε τρόμαξα;»

    «εεε νόμιζα ότι ήμουν μόνη μου» είπα σαστισμένη και αναποφάσιστη για το αν έπρεπε να μείνω ή να φύγω

    «σε άκουσα καθώς ερχόμουν και το τραγούδι σου με μάγεψε» είπε με μια βαθιά φωνή και με έκανε να νιώσω σαν να την ξέρω από κάπου. Ήξερα ότι έπρεπε να φύγω πριν πω τίποτα άλλο άλλα μια δύναμη με κράταγε εδώ να κοιτώ αυτήν την φιγούρα που με το που την είδα η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει τρελά.

    «έρχεσαι συχνά εδώ;»

    «ερχόμουν όταν έμενα εδώ κάθε ηλιοβασίλεμα και έρχομαι ξανά από τότε που γύρισα, εσύ;»

    «έρχομαι κάθε βράδυ μετά την δύση του ήλιου»

    «μένεις εδώ κοντά;»

    «νναι ... είπα με δισταγμό και η καρδιά μου άρχισε να καλπάζει ... τι εννοείς από τότε που γύρισες;»

    «ο πατέρας μου είχε πάρει μετάθεση και φύγαμε σε άλλη πόλη αλλά γυρίσαμε πριν λίγους μήνες»

    «και έμενες εδώ;»

    «ναι στο σπίτι που είναι πάνω στον λόφο ακριβώς από πάνω μας» είπε και ένιωσα έναν ενθουσιασμό στην φωνή του και δεν κρατήθηκα να μην τον ρωτήσω

    «γιατί έρχεσαι εδώ;»

    «είναι μεγάλη ιστορία ... είπε και άκουσα το σιγανό του γέλιο και η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο ... αλλά έχω υποσχεθεί να μην την πω πουθενά»

    «και κράτησες την υπόσχεση σου;» είπα και μια ελπίδα άρχισε να φωλιάζει στην καρδιά μου

    «ναι»

    «πως σε λένε;» είπα δειλά με κομμένη την ανάσα μου

    «Έντουαρντ εσένα;» στο άκουσμα του ονόματος του ένα δάκρυ κύλησε και έχασα την φωνή μου. Μπορεί να είναι εκείνος; Έλεγα μέσα μου και ήθελα να τον πλησιάσω αλλά πριν προλάβω να μπω ξανά στο νερό η Άλις εμφανίστηκε και άρχισε να με φωνάζει

    «Μπέλααα τι κάνεις πάλι εδώ ο μπαμπάς έχει βάλει λυτούς και δεμένους να σε ψάχνουν»

    «Άλιςςς δεν είμαστε μόνες» εκείνη γύρισε την ματιά της πίσω μου και σοκαρισμένη άρχισε να με τραβάει από το χέρι για να φύγουμε

    «Μπέλααα» άκουσα την φωνή του και γυρίζοντας προς το μέρος του έμεινα να τον κοιτάω για μια στιγμή, τότε κοίταξα το ρολόι που μου είχε δώσει και βάζοντας το πάνω στον βράχο του φώναξα

    «θα γυρίσω να το πάρω» και μπήκα πάλι μέσα στο νερό.



    Έντουαρντ


    Δεν μπορούσα να πιστέψω ότι το όνειρο μου μετά από τόσα χρόνια έγινε πραγματικότητα, ήταν εκείνη σίγουρα ήταν εκείνη, μπήκα με τα ρούχα μέσα στο νερό και κολύμπησα μέχρι τον βράχο και μόλις είδα το ρολόι μου η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει .

    Γύρισα την ματιά μου προς την κατεύθυνση που είχε πάρει ελπίζοντας να γυρίσει αλλά εκείνη είχε για άλλη μια φορά εξαφανιστεί. Ο πόνος που ένιωθα όλα αυτά τα χρόνια με την απουσία της με έκανε να κοπώ στα δύο, όμως μου είχε υποσχεθεί ότι θα γυρίσει.

    Γύρισα πάλι στην παραλία και ξάπλωσα πάνω στην άμμο κοιτώντας το ρολόι περιμένοντας την.


    Έχει επεξεργασθεί από τον/την WhiteQueen στις Πεμ 10 Φεβ 2011 - 22:27, 1 φορά
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    http://www.jokastia.blogspot.com
    WhiteQueen
    Edward's Queen
    WhiteQueen


    Θηλυκό Ιχθύς
    Ηλικία : 45
    Τόπος : Sagaland!
    Αριθμός μηνυμάτων : 8830
    Registration date : 14/09/2008

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές   Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές I_icon_minitimeΠεμ 10 Φεβ 2011 - 22:18

    'H αγάπη μιας γοργόνας' by Xrysanthi - συνέχεια


    Μπέλα

    «τι σκεφτόσουν;;» άρχισε να λέει η Άλις νευριασμένα τραβώντας με όλο και πιο βαθιά

    «Άλις είναι εκείνος» της απάντησα καθώς την τράβηξα από το χέρι για να την σταματήσω

    «ποιος;;» είπε σαστισμένη σμίγοντας τα φρύδια της

    «είναι ο Έντουαρντ» της είπα και την κοίταξα στα μάτια απελπισμένα

    «είσαι σίγουρη;»

    «ναι» της είπα κοιτώντας την παρακλητικά και για μια στιγμή το σκέφτηκε αλλά αμέσως μετά...

    «φύγε θα σε καλύψω εγώ ... την κοίταζα σαν χαζή μέσα στα μάτια χωρίς να το πιστεύω ... τι με κοιτάς σαν χαζή τρέχα να τον δεις πριν φύγει» είπε και με έσπρωξε μαλακά από κοντά της και άρχισα να κολυμπάω όσο πιο γρήγορα μπορούσα για να φτάσω κοντά του.

    Την ώρα που βγήκα και πάλι στην επιφάνεια πήγα κοντά στην παραλία και ήταν εκεί. Κράταγε σφιχτά το ρολόι και είχε τα μάτια του κλειστά, τον πλησίασα αλλά δεν αντέδρασε και πλησιάζοντας τον περισσότερο άκουσα την ρυθμική του αναπνοή και χαμογέλασα, χάιδεψα απαλά το πρόσωπο του και ανοίγοντας τα μάτια του απότομα, με κοίταζε με απορία

    «Μπέλα;» είπε ψιθυριστά σαν να ήμουν όνειρο και όχι πραγματικότητα

    «ναι;» του είπα απαλά και ανασηκώθηκε

    «είσαι πραγματικά εσύ;» είπε και έφερε δειλά το χέρι του στο πρόσωπο μου θέλοντας να με αγγίξει για να δει αν είμαι πραγματικά εδώ

    «ναι» του είπα και με άρπαξε στην αγκαλιά του

    «σε περίμενα, πάντα ερχόμουν αλλά...»

    «όταν έφευγες εσύ, ερχόμουν εγώ» συμπλήρωσα την πρόταση του και με τράβηξε απαλά από την αγκαλιά του για να με κοιτάξει στα μάτια αλλά το λιγοστό φως του φεγγαριού δεν βοηθούσε και πολύ ώστε να δούμε ο ένας τον άλλον.

    Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή και τα λόγια είχαν κολλήσει στον λαιμό μου, ήθελα τόσα να του πω, τόσα να τον ρωτήσω αλλά οι λέξεις δεν βγαίναν από μέσα μου και φαινόταν πως το ίδιο ένιωθε και εκείνος.

    «τελικά βρήκες τον πατέρα σου;» τον ρώτησα μετά από μια στιγμή σιωπής και εκείνος γέλασε απαλά κουνόντας το κεφάλι του

    «ναι, χάρη σε σένα... ναι» είπε πάλι αφήνοντας ένα γελάκι

    «χάρη σε εμένα;»

    «μου είπε ότι ένα παράξενο κορίτσι τον τράβηξε στην επιφάνεια και εξαφανίστηκε πριν προλάβει να την δει»

    «και εσύ υπέθεσες ότι ήμουν εγώ;»

    «δεν ήσουν;» γύρισα την ματιά μου αλλού

    «δεν μπορούσα να τους βλέπω να πνίγονται ζωντανοί» έβαλε το χέρι του στο πρόσωπο μου και με γύρισε προς το μέρος του

    «μόνο εσύ θα μπορούσες να κάνεις κάτι τέτοιο ρισκάροντας τόσα πολλά ... είπε και ένιωσα να μου χαμογελά ... μακάρι να μπορούσα να δω το πρόσωπο σου ξανά»

    «σε μια βδομάδα θα έχουμε πανσέληνο ... είπα και γέλασε ... τι;»

    «αύριο θα έρθω πιο προετοιμασμένος»

    «δηλαδή;»

    «θα φέρω ξύλα και θα ανάψω φωτιά για να δεις πως είναι και έτσι θα μπορώ να σε δω πιο καλά»

    «αλήθεια θα το κάνεις αυτό για μένα;»

    «είναι το λιγότερο» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους του

    «πότε φύγατε;;;»

    «τρία χρόνια μετά το ναυάγιο. Ο πατέρας μου ήθελε να φύγει από εδώ γιατί δεν μπορούσε να ξεπεράσει τον χαμό της μητέρας μου και αυτό το μέρος του την θύμιζε τόσο πολύ ... ένιωσα τον πόνο στην φωνή του και σφίχτηκε η καρδιά μου, πόναγε όπως και εγώ ... αλλά τελικά τον έπεισα να γυρίσει μαζί μου και να μαστε» είπε και γύρισε πάλι την ματιά του προς την μεριά μου

    «και εσύ;»

    «εγώ τι;»

    «θέλω να πω είσαι καλά;»

    «δεν έχω παράπονο, έχω μια καλή δουλειά, ένα δικό μου σπίτι και πολύ ελεύθερο χρόνο» είπε και γέλασε

    «τι δουλειά κάνεις;;»

    «ο πατέρας μου είναι προπονητής σε ομάδα Συγχρονισμένης κολύμβησης και είμαι βοηθός του, για λίγο καιρό ακόμα γιατί σε λίγους μήνες θα πάρω δική μου ομάδα» είπε με υπερηφάνεια

    «πρέπει να είναι σπουδαία δουλειά»

    «συγνώμη ... είπε απολογητικά ... μάλλον δεν θα έχεις καταλάβει τι εννοώ»

    «όχι» είπα ντροπαλά

    «δεν θέλω να νιώθεις άσχημα ... είπε απαλά ... μακάρι να μπορούσα να σε πάρω μαζί μου να το δεις αυτό, όταν βλέπω καμιά φορά τις κινήσεις που κάνουν οι κοπέλες μέσα στο νερό μου θυμίζουν τόσο εσένα»

    «γιατί;»

    «είναι σαν χορός μέσα στον νερό μόνο που γίνεται σε πισίνα και όχι στην θάλασσα»

    «πισίνα;;;»

    «ναι, πως ήταν μέσα στην σπηλιά το κομμάτι που ήταν το νερό;;; ... είπε και κούνησα το κεφάλι μου ... ε αυτό φαντάσου το να είναι πολύ πιο μεγάλο και αρκετό ώστε να κολυμπούν πολλά άτομα ταυτόχρονα και το νερό είναι γλυκό»

    «πολύ θα ήθελα να το δω αυτό»

    «ναι θα ήταν πολύ ωραίο ... είπε με μια υποψία πόνου στην φωνή του και ένιωσα ότι πίσω από αυτά τα λόγια έκρυβε κάτι άλλο που δεν τολμούσε να πει ... στην σπηλιά πηγαίνεις ακόμα;;»

    «κάθε μέρα και άρχισα και καινούργια συλλογή»

    «αλήθεια; Τι συλλογή;»

    «κοχύλια» μόλις το άκουσε με κοίταξε έντονα στα μάτια και παρόλο που δεν μπορούσα να τον δω καθαρά ένιωσα ότι σε αυτήν την ματιά υπήρχε τόσος ηλεκτρισμός που μας έκανε ασυναίσθητα να πλησιάσουμε ο ένας τον άλλο με κομμένη την ανάσα μας.

    «δεν μπορώ να μείνω πολύ» είπα απολογητικά και παίρνοντας μια ανάσα κοίταξα προς την ακτή

    «μου φτάνει που ήρθες» είπε με βαθιά φωνή και γύρισε και εκείνος την δική του ματιά προς την ακτή

    «θα έρθω όμως αύριο, σου το υπόσχομαι»

    «θα σε περιμένω μετά το ηλιοβασίλεμα» τόνισε τις λέξεις μια, μια ξεχωριστά λες και η ζωή του όλη εξαρτιόταν από αυτές

    «μετά το ηλιοβασίλεμα» του είπα και άφησε δειλά τα δάχτυλα του πάνω στο μάγουλο μου

    «συγνώμη αλλά ακόμα να το πιστέψω ότι είσαι πραγματικά εδώ» είπε απολογητικά και πήρε το χέρι του από το πρόσωπο μου και έβαλα το δικό μου χέρι πάνω στο μάγουλο του και το φυλάκισε εκεί

    «ούτε και εγώ» είπα δακρύζοντας και φέρνοντας το χέρι που κρατούσε κοντά στα χείλια του άφησε ένα φιλί στον καρπό μου και σταμάτησα να αναπνέω.

    «Μπέλα, Μπέλα» άκουσα την τρομοκρατημένη φωνή της Άλις και γύρισα την ματιά μου προς τα εκείνη

    «Άλις;»

    «Μπέλα πρέπει να έρθεις μαζί μου κάποιος σας είδε» πήρα μια τρομοκρατημένη αναπνοή και ο Έντουαρντ μου έτριψε τρυφερά τον ώμο

    «σίγουρα θα είσαι καλά;» ρώτησε με αγωνία και γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια

    «πρέπει να φύγω»

    «Μπέλα σίγουρα δεν θα σου κάνουν κακό;»

    «συγνώμη» του είπα και άρχισα να μπαίνω στο νερό

    «Μπέλα» είπε αγχωμένα

    «θα έρθω αύριο σου το υπόσχομαι» είπα και άρχισα να κολυμπάω αφήνοντας τον πίσω μου.

    *_*_*_*_*

    «η κόρη μου, η κόρη του βασιλιά Τρίτωνα με έναν θνητό;;;» άκουγα από μακριά την οργισμένη φωνή του πατέρα μου και σφίχτηκε η καρδιά μου. Η Άλις που δεν έφευγε ποτέ από δίπλα μου μου κράτησε το χέρι και το χάιδεψε παρηγορητικά δίνοντας μου δύναμη και την κοίταξα με πόνο στα μάτια.

    «θα είμαι δίπλα σου» μου είπε και παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή μπήκα μέσα στην σπηλιά

    «Μπαμπά» είπα δειλά και γύρισε την ματιά του σε μένα έξαλλος από τον θυμό του

    «σε ακούω» είπε με οργισμένη φωνή και άρχισα να τρέμω

    «εεε εγώ»

    «εσύ είσαι πολύ άσχημα μπλεγμένη κόρη μου»

    «τον αγαπάω πατέρα» είπα και τον κοίταξα με απελπισία στα μάτια

    «έναν θνητό; Αγαπάς έναν θνητό;;» είπε πιο άγρια

    «ναι» είπα ξεψυχισμένα κοιτάζοντας κάτω και ήρθε και με έπιασε από τους ώμους μου

    «δεν υπάρχει περίπτωση να επιτρέψω κάτι τέτοιο ... είπε ταρακουνώντας με ... από σήμερα θα είσαι υπό επιτήρηση και αν μάθω ότι ξαναπήγες κοντά του θα σου κόψω την ουρά σου ... συνέχισε και αφήνοντας με από το σφιχτό του κράτημα γύρισε προς την άλλη μεριά πιάνοντας το κεφάλι του ... και ετοιμάσου ο γάμος σου θα γίνει αύριο κιόλας και δεν ακούω κουβέντα πάνω σε αυτό»

    «όχι ... φώναξα και πήγα κοντά του ... πατέρα σε παρακαλώ μη μου το κάνεις αυτό»

    «είπα δεν ακούω κουβέντα ... φύγε τώρα και μην σε ξαναδώ μπροστά μου μέχρι τον γάμο»

    «πατέρααα» είπα απελπισμένη και η Άλις με τράβηξε από το χέρι για να μην τον προκαλέσω περισσότερο

    Βγαίνοντας από την σπηλιά ένιωθα να πνίγομαι και άρχισα να κολυμπώ χωρίς να ξέρω που πηγαίνω και η Άλις που με ακολουθούσε κάποια στιγμή με σταμάτησε και με έσφιξε στην αγκαλιά της και τότε ξέσπασα σε κλάματα.

    «κάποια λύση θα υπάρχει» είπε για να με παρηγορήσει

    «ποια λύση Άλις; Δεν τον άκουσες;»

    «δεν ξέρω Μπέλα μου δεν ξέρω»

    Δύο χέλια μας πλησιάσανε και αρχίσανε να μας κυκλώνουν με πειραχτικό τρόπο και τότε αγκαλιάσαμε η μια την άλλη με φόβο πιο σφιχτά και προσπαθούσαμε να βρούμε έναν τρόπο για να τους ξεφύγουμε.

    «οοοο μην φεύγετε όμορφες γοργόνες εμείς θέλουμε μόνο το καλό σας» είπε το ένα χέλι

    «τι θέλετε από μας;» είπε η Άλις δυνατά

    «ακούσαμε άθελα μας τον πόνο σας και σκεφτήκαμε να σας βοηθήσουμε»

    «να μας βοηθήσετε;;» είπα με απορία

    «ναι να σας βοηθήσουμε, βλέπετε εμείς εκπροσωπούμε κάποια που μπορεί να σας βοηθήσει» είπε το πρώτο χέλι

    «Κάποια που μπορεί να κάνει όλα τα όνειρά σας αληθινά» συνέχισε το δεύτερο

    «δεν καταλαβαίνω» είπα μπερδεμένη

    «Η Ρόζαλι...» είπε πάλι το πρώτο χέλι και άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου

    «η μάγισσα της θάλασσας» αναφώνησα και τα μάτια τους άστραψαν

    «Μπέλα δεν πιστεύω να σκέφτεσαι να πας σε αυτήν» με ρώτησε η Άλις τρομοκρατημένη

    «Άλις δεν το βλέπεις είναι η μόνη λύση... είπα εγώ και γύρισα την ματιά μου προς τα χέλια ... μπορείτε να με οδηγήσετε σε εκείνην;»

    «φυσικααα ... αυτή είναι η δουλειά μας» είπε πονηρά το πρώτο χέλι και άρχισαν να μας καθοδηγούν

    Όταν φτάσαμε στην σπηλιά της μάγισσας η Άλις έπιασε το χέρι μου και με σταμάτησε

    «είσαι σίγουρα τρελή»

    «είναι η μόνη μου ελπίδα» είπα και μπήκα μέσα στην σπηλιά πιο αποφασιστικά

    Προχωρώντας προς το εσωτερικό της σπηλιάς, γύρω μας υπήρχαν διάφορα αγάλματα που όλονών τα βλέμματα ήταν τόσο τρομοκρατημένα που σε έκαναν να ανατριχιάσεις και το κράτημα της Άλις με έκανε να σταματήσω για μία στιγμή.

    «Πέρασε, παιδί μου. Μην στέκεσαι στην πόρτα... Βρίσκεσαι εδώ επειδή έχεις αδυναμία σε έναν άνθρωπο, σωστά;;»

    «μπορείς να με βοηθήσεις;;» είπα απελπισμένα και ένα χαμόγελο άστραψε στο πρόσωπο της

    «φυσικααα ... γι αυτό είμαι εδώ ... η λύση στο πρόβλημά σου είναι τόοοοσο απλή» συνέχισε αυτάρεσκα

    «δηλαδή;» ρώτησα εγώ με περιέργεια

    «Για να πετύχεις αυτό που θέλεις... πρέπει να γίνεις άνθρωπος»

    «και εσύ μπορείς να το κάνεις αυτό;;;»

    «Αγαπητό, γλυκό μου παιδί, αυτή είναι η δουλειά μου... Γι' αυτό υπάρχω... Για να βοηθώ δύστυχους θαλασσάνθρωπους σαν εσένα... Δύστυχες ψυχές που δεν έχουν πού αλλού να στραφούν»

    «Μπέλα πάμε να φύγουμε... δεν μου αρέσει καθόλου αυτό»

    «Άλις δεν το καταλαβαίνεις ότι είναι η μόνη λύση; ... τι πρέπει να κάνω;» είπα γυρίζοντας σε εκείνη πιο αποφασιστικά

    «Θα πω τα κατάλληλα ξόρκια και θα γίνεις άνθρωπος για δύο ολόκληρες ημέρες... Κατάλαβες; Δύο ημέρες... Όμως άκουσε αυτό γιατί είναι σημαντικό... Πριν ο ήλιος δύσει την 2η ημέρα... πρέπει να ζήσετε τον απόλυτο έρωτα»

    «δηλαδή;»

    «αααα αυτό θα πρέπει να το ανακαλύψεις μόνη σου... αν ζήσεις τον απόλυτο έρωτα μαζί του τότε... θα μείνεις για πάντα άνθρωπος... αν όχι τότε θα ξαναγίνεις γοργόνα και θ' ανήκεις σε μένα!... Είμαστε σύμφωνες;»

    «μα αν γίνω άνθρωπος, δεν θα ξαναδώ την οικογένειά μου» είπα με παράπονο

    «θα έχεις, όμως, τον αγαπημένο σου»

    «Μπέλα» είπε η Άλις και με σκούντηξε

    «Άλις τον αγαπάω... είπα παραπονιάρικα και γύρισα πάλι την ματιά μου σε εκείνην ... εντάξει θα το κάνω»

    «οοο μην βιάζεσαι ακόμα μικρή μου... Υπάρχει ακόμα μια μικρή λεπτομέρεια»

    «λεπτομέρεια; Τι λεπτομέρεια;»

    «δεν συζητήσαμε ακόμα την πληρωμή μου, βλέπεις τίποτα δεν είναι τσάμπα και στο κάτω, κάτω δεν ζητάω και πολλά»

    «εντάξει τι θες για αντάλλαγμα;»

    «Αυτό που ζητάω από εσένα είναι... την φωνή σου!»

    «την φωνή μου;» είπα σοκαρισμένη και έπιασα τον λαιμό μου αυτόματα με το χέρι μου

    «Μπέλα πάμε να φύγουμε τώρα» φώναξε τώρα έξαλλη η Άλις και με τράβηξε από το χέρι

    «Άλις περίμενε... είπα εγώ και την σταμάτησα για άλλη μια φορά... μα χωρίς την φωνή μου πως;;»

    «Μα έχεις την ομορφιά σου» Θα με γνωρίσει άραγε;;; Σκέφτηκα και την κοίταξα αναποφάσιστη

    «κοίτα είμαι πολυάσχολη και δεν χασομερώ εγώ, αυτή είναι η προσφορά μου αν τον αγαπάς δέξου τώρα, αλλιώς άδειασε μου την γωνιά» είπε και γύρισε την πλάτη της

    «περίμενε» είπα απελπισμένα

    «Μπέλα δεν πιστεύω ότι θα δεχτείς κάτι τέτοιο;» την κοίταξα για μια στιγμή στα μάτια και αφήνοντας το χέρι της άρχισα να πλησιάζω την μάγισσα

    «θα το κάνω» τις είπα και γύρισε προς τα μένα

    «πολύ χαίρομαι για την σοφή σου επιλογή, τώρα πάρε ανάσα βαθιά και υπόγραψε εδώ» είπε με ένα τεράστιο χαμόγελο και μου έδωσε στα χέρια μια χρυσή περγαμηνή και εγώ παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή την υπόγραψα και περίμενα με αγωνία να δω τι θα κάνει.

    Εκείνη αμέσως άρχισε να κουνάει τα χέρια της λέγοντας ένα ξόρκι και τότε η φωνή μου άρχισε να σβήνει και τα πνευμόνια μου άρχισαν να με πονάνε τόσο πολύ που διπλώθηκα στα δύο. Η Άλις αμέσως ήρθε δίπλα μου και άρχισε να κολυμπάει προς τα πάνω, την στιγμή που η ουρά μου άρχισε να αλλάζει μορφή και στην θέση της δύο ανθρώπινα πόδια εμφανίστικαν και άρχισα με μανία να τα κουνάω για να την βοηθήσω να με βγάλει στην επιφάνεια.

    Όταν βγάλαμε το κεφάλι μας έξω από το νερό άρχισα να παίρνω γρήγορες αναπνοές και η Άλις με πήρε στην αγκαλιά της.

    «ανόητο κορίτσι τι πήγες και έκανες;;... με ρωτούσε απελπισμένα με δάκρυα στα μάτια και εγώ την κοίταξα παραπονιάρικα και μου έτριψε τον ώμο μου για να με παρηγορήσει... έλα να σε πάω στην παραλία» είπε και με τράβηξε κοντά της

    Φτάνοντας στην παραλία με άφησε κοντά στην αμμουδιά και με κοίταξε μέσα στα μάτια

    «σίγουρα θα είσαι καλά εδώ;;... της ένευσα και πήρε μια απελπισμένη αναπνοή... αν και θα μου λείψεις πολύ, εύχομαι όλα να πάνε καλά»

    Της χαμογέλασα παίρνοντας την στην αγκαλιά μου και τότε θυμήθηκα ότι είχα ξεχάσει το κοχύλι του Έντουαρντ στην σπηλιά μου και με τα χέρια μου της έκανα νόημα να περιμένει και με κοίταξε με απορία... Γύρισα την ματιά μου γύρω μου ψάχνοντας να βρω ένα κοχύλι και όταν βρήκα ένα μικρό προσπάθησα να σηκωθώ και να πάω κοντά του αλλά την στιγμή που πήγα να κάνω ένα βήμα έχασα την ισσοροποία μου και έπεσα κάτω, η Άλις προσπάθησε να έρθει κοντά μου και την κοίταξα στα μάτια απελπισμένα «σίγουρα αυτό θα είναι πολύ δύσκολο» σκέφτηκα και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα άρχισα να σέρνομαι πάνω στην άμμο για να το φτάσω και όταν το πήρα στα χέρια μου γύρισα προς την μεριά της και της το έδειξα.

    «το κοχύλι;... ρώτησε και της ένευσα... τι το κοχύλι;... ξαναρώτησε χωρίς να καταλαβαίνει και δείχνοντας μια το κοχύλι και μια την παραλία την κοίταξα με νόημα στα μάτια... το κοχύλι του Έντουαρντ;... είπε καταλαβαίνοντας και της χαμογέλασα με ενθουσιασμό κουνόντας καταφατικά το κεφάλι μου... θες να το φέρω εδώ?... την παρακάλεσα με την ματιά μου και μου χάιδεψε το χέρι... θα σου το αφήσω πάνω στον βράχο εντάξει;... μου είπε και την ευχαρίστησα με το χέρι μου και την πήρα στην αγκαλιά μου... θα μου λείψεις... είπε παραπονιάρικα και βούτηξε μέσα στο νερό με ένα σάλτο και έφυγε μακριά μου... να προσέχεις» άκουσα να μου φωνάζει από μακριά και χάθηκε πάλι μέσα στο νερό αφήνοντας με μόνη μου στην αμμουδιά.

    Ο Έντουαρντ είχε φύγει και η νύχτα ήταν τόσο σκοτεινή και βαθιά που με έκανε να ανατριχιάσω, το λιγοστό φως του φεγγαριού διέγραφε τους βράχους που ήταν στο τέρμα της παραλίας και τους έκανε τόσο τρομακτικούς.

    Πήρα άλλη μια ανάσα και προσπάθησα πάλι να σηκωθώ με δυσκολία κάνοντας δειλά δειλά μερικά βήματα. Όταν έφτασα κοντά στους βράχους βρήκα ένα μονοπάτι και άρχισα να το ακολουθώ.

    Το τέλος του μονοπατιού οδηγούσε σε ένα δεύτερο άνοιγμα που χώριζε την παραλία στα δύο. Εκεί καθόταν ένα ζευγάρι σφιχταγκαλιασμένο και έμεινα να τους κοιτώ με νοσταλγία. Άραγε θα με αναγνώριζε; Σκέφτηκα με παράπονο και έκανα να φύγω την στιγμή που τους είδα να σηκώνονται.

    Γύρισα στην παραλία που με είχε αφήσει η Άλις και κρύφτηκα μέχρι που τους άκουσα να απομακρύνονται, τότε δειλά ξαναγύρισα πίσω και είδα ότι στην παραλία υπήρχαν κάτι σαν υφάσματα πεταμένα εδώ και εκεί και πήγα από περιέργεια πιο κοντά να τα κοιτάξω. Ήταν ίδια με αυτά που έβλεπα τους ανθρώπους να τα φορούν όταν κολυμπούσαν, το άφησα κάτω και γύρισα πίσω πάλι στην παραλία που ήμουν και ξαπλώνοντας στην αμμουδιά έκλεισα τα μάτια μου και ένιωσα την εξάντληση να με καταβάλει... σιγά σιγά ένιωσα να μπαίνω στην χώρα τον ονείρων όπου πάντα μέσα σε αυτά κυριαρχούσε μόνο εκείνος.

    Άκουσα κάποιες φωνές από μακριά και άνοιξα τα μάτια μου τρομοκρατημένη κοιτώντας γύρω μου αλλά δεν ήταν κανείς, η φωνές άρχισαν να ακούγονται όλο και πιο κοντά και έτσι πήρα την απόφαση να σηκωθώ και να κρυφτώ κάπου για να μην με δουν αν έπαιρναν την απόφαση να έρθουν εδώ.

    Βρήκα ένα κούφιο σημείο στον βράχο που αγκάλιαζε την παραλία και έμεινα εκεί με κομμένη την ανάσα μέχρι που οι φωνές απομακρύνθηκαν και στο τέλος έσβησαν. Δειλά δειλά βγήκα από το σημείο που κρυβόμουν και πήγα προς το μονοπάτι που είχα πάει και εχθές το βράδυ και τότε κάποια κυρία πετάχτηκε μπροστά μου και τρομοκρατήθηκα.

    «εεε εσύ δεν έχεις τίποτα να βάλεις απάνω σου;;;... είπε εκνευρισμένα και την κοίταξα τρομοκρατημένη με απορία στα μάτια μου... κυκλοφορούν και παιδιά ξέρεις σε αυτήν την παραλία» συνέχισε και γυρίζοντας την πλάτη της άρχισε να φεύγει και εγώ αμέσως θυμήθηκα τα υφάσματα που είχα βρει εχθές στην παραλία και κοιτώντας μην με βλέπει κανείς έτρεξα, ελπίζοντας να είναι ακόμα εκεί, προς το μέρος που τα είχα βρει.

    Μόλις τα βρήκα τα πήρα στα χέρια μου αλλά δεν είχα ιδέα πως έπρεπε να τα φορέσω και τα κοίταζα καλά καλά.

    «τι σου συμβαίνει εσένα; Κάνεις σαν να τα βλέπεις πρώτη φορά... άκουσα πάλι την ίδια φωνή και γύρισα προς το μέρος της... φόρεσε τα γρήγορα πριν σε δει και κανένας άλλος» κούνησα το κεφάλι μου και πάλεψα να τα φορέσω χωρίς να είμαι σίγουρη ότι το κάνω καλά.

    «ουφφφ θα με σκάσεις εσύ... είπε πάλι η κυρία και ήρθε κοντά μου και με βοήθησε να τα φορέσω, γύρισα την ματιά μου σε εκείνη και την κοίταξα με ευγνωμοσύνη ευχαριστώντας την με το χέρι μου και τότε άνοιξε διάπλατα τα μάτια της... δεν μπορείς να μιλήσεις;;... κούνησα το κεφάλι μου και είδα στην ματιά της συμπόνια... κακόμοιρο μου εσύ τι μοίρα σε κυνηγάει» είπε και αφού μου χάιδεψε τα μαλλιά πήρε στα χέρια της ένα αντικείμενο από την άμμο και έφυγε

    Άρχισα να γυρίζω προς τα πίσω χωρίς να ξέρω τι να κάνω, σίγουρα θα έπρεπε να μείνω εδώ για να τον περιμένω αλλά μέχρι το βράδυ που θα γύριζε εκείνος τι θα έκανα μόνη μου στην παραλία;; Έτσι σκέφτηκα να βγω να δω πως είναι η στεριά ελπίζοντας να μην χάσω τον δρόμο ώστε να γυρίσω και πάλι πίσω. «Δεν θα πάω μακριά» υποσχέθηκα στον εαυτό μου και άρχισα να ανεβαίνω το μονοπάτι.

    Όταν έφτασα στο τέλος του μπροστά μου υπήρχε ένα άλλο μονοπάτι αλλά αυτό ήταν μαύρο και όταν πάτησα πάνω σε αυτό, τα πόδια μου κάηκαν και άρχισα να χοροπηδώ εδώ και εκεί προσπαθώντας να βγω από αυτό, για να σταματήσω να πονάω αλλά κάτι ερχόταν προς τα πάνω μου με ταχύτητα και τότε τρόμαξα και έμεινα στην θέση μου κοιτώντας το με γουρλωμένα μάτια.

    «εεεε κάνε στην άκρη θα σε πατήσει» άκουσα μια φωνή και γύρισα την ματιά μου προς το μέρος του και ακούγοντας κάτι να στριγκλίζει με δύναμη, έκλεισα τα αυτά μου

    «είσαι με τα καλά σου κοπελιά... άκουσα μια έξαλλη φωνή από κάποιον που βγήκε από το περίεργο μαύρο αντικείμενο που ερχόταν προς το μέρος μου και αρπάζοντας με από τους ώμους άρχισε να με ταρακουνά και εγώ σάστισα τόσο πολύ που άρχισα να κλαίω

    «δεν μου λες προσπαθείς να αυτοκτονήσεις;;... τον άκουγα να με ρωτάει και εγώ προσπάθησα να φύγω από το κράτημα του

    «συγνώμη, συγνώμη... συνέχισε και μαλάκωσε την φωνή του

    «τρόμαξα τόσο πολύ που δεν ξέρω τι λέω... είσαι καλά;... με ρώτησε πιο μαλακά και κοιτάζοντας τον στα μάτια κούνησα το κεφάλι μου

    «είσαι σίγουρη;; Δεν χτύπησες πουθενά... κούνησα πάλι αρνητικά το κεφάλι μου και με άφησε από το κράτημα του

    «παραλίγο να πάθω καρδιακό επεισόδιο μαζί σου... είπε αφήνοντας την ανάσα του να βγει βίαια από μέσα του και τον κοίταξα απολογητικά στα μάτια

    «εντάξει αφού δεν έπαθες τίποτα τέλος καλό όλα καλά» είπε και μου έδωσε το χέρι του και δίνοντας του και εγώ το δικό μου με πήγε προς την άκρη του μαύρου μονοπατιού και με άφησε εκεί πριν γυρίσει πάλι στο μαύρο αυτό περίεργο αντικείμενο και μπαίνοντας μέσα άρχισε πάλι να τρέχει όπως πριν.

    Στην αρχή σκέφτηκα να γυρίσω πίσω αλλά η περιέργεια μου να δω την στεριά και το πως ζουν οι άνθρωποι με έκαναν τελικά να μην τα παρατήσω και έτσι άρχισα να περπατάω προς άγνωστη κατεύθυνση κοιτώντας πάντα καλά, καλά το μέρος που είμαι για να ξέρω πως να γυρίσω πίσω.

    Περπατούσα σε μια ευθεία πορεία για αρκετή ώρα ώσπου ένιωσα τον λαιμό μου να ξεραίνετε και να με πονάει πάρα πολύ, είδα κάτι σαν επίπεδο περίεργο βράχο που καθόταν ένα κορίτσι και σκέφτηκα ότι ίσως εκεί θα μπορούσα να ξεκουραστώ για λίγο και πηγαίνοντας δειλά δίπλα της έκατσα στην άκρη διστακτικά και εκείνη γύρισε και με κοίταξε από πάνω ως κάτω αλλά ευτυχώς δεν μου είπε τίποτα.

    Κοίταζα γύρω μου και έβλεπα τον κόσμο να πηγαίνει και να έρχεται τόσο βιαστικά. Άλλοι έμπαιναν στις περίεργες σπηλιές άλλοι έβγαιναν από αυτές αλλά αυτό που παρατηρούσα περισσότερο ήταν ότι ήταν τόσο διαφορετικοί από μας άλλα και τόσο ίδιοι. Τα αντικείμενα σαν αυτό που είχε σταματήσει πριν μπροστά μου πηγαίναν και ερχόντουσαν χωρίς σταματημό και με έκαναν να νιώθω τόσο νευρική.

    «μπαμπααα πρέπει να πάω στην πισίνα σου λέω... σήμερα θα κάνουν την τελική επιλογή για τα κορίτσια της καινούργια ομάδας» άκουσα την φωνή ενός κοριτσιού και αμέσως γύρισα την προσοχή μου προς αυτήν.

    «κοριτσάκι μου το ξέρω αλλά δεν μπορώ να σε πάω γιατί θα αργήσω στην δουλειά μου, δεν είναι μακριά μπορείς να πας και με τα πόδια δεν θα πάθεις τίποτα»

    «μπαμπααα»

    «θα τα πούμε το μεσημέρι, καλή επιτυχία» τον άκουσα να της λέει και εκείνη τον κοίταξε τελείως εκνευρισμένη να μπαίνει σε ένα από εκείνα τα περίεργα αντικείμενα που τρέχανε και χτυπώντας το πόδι της με πείσμα στο έδαφος άρχισε να προχωράει προς τα μένα.

    Όταν πέρασε από δίπλα μου χωρίς να το σκεφτώ άρχισα να την ακολουθώ ελπίζοντας να είναι η πισίνα που μου είχε πει εχθές ο Έντουαρντ. Με κομμένη την ανάσα και με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή την ακολούθησα και όταν εκείνη μπήκε μέσα σε μια σπηλιά έμεινα εκεί να την κοιτάω.

    Πήγα κοντά και προσπάθησα να μπω και εγώ άλλα ενώ έβλεπα το εσωτερικό της σπηλιάς κάτι με εμπόδιζε να μπω μέσα και έκανα για λίγο πιο πίσω κοιτώντας το με περιέργεια μέχρι που είδα ένα χέρι να μπαίνει μπροστά μου και τρομάζοντας αναπήδησα και έπεσα απάνω σε κάποιον.

    «συγνώμη σε τρόμαξα» άκουσα την φωνή του και κοκάλωσα.

    Αυτήν την φωνή θα την αναγνώριζα οπουδήποτε δεν υπήρχε περίπτωση να κάνω λάθος. Γύρισα αργά προς το μέρος του με κομμένη την ανάσα και τότε αντίκρισα τα μάτια του που με κοιτάγανε με ευγένεια και η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει. Το πρόσωπο του είχε αλλάξει αρκετά αλλά αυτά τα σμαραγδί μάτια ήταν ακριβώς όπως τα θυμόμουν.

    «είσαι καλά;... με ρώτησε με αγωνία και χαμογελώντας του κούνησα το κεφάλι μου

    «έχεις έρθει για την επιλογή;... με ρώτησε και δεν ήξερα τι να του απαντήσω, εκείνος δεν με είχε καταλάβει αυτό μπορούσα να το καταλάβω και για μια στιγμή με έπιασε απελπισία

    «τι σου συμβαίνει;... με ρώτησε τώρα με μεγαλύτερη αγωνία στην φωνή του βλέποντας την απελπισία στην ματιά μου και κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου μην μπορώντας να κάνω κάτι άλλο

    «είσαι τελικά για την επιλογή ή όχι;... με ρώτησε ξανά και γύρισα και κοίταξα προς το εσωτερικό της σπηλιάς και σκέφτηκα αυτό που μου είχε πει εχθές το βράδυ, ότι τα κορίτσια που κολυμπούν εδώ του θυμίζουν εμένα και έτσι πήρα την απόφαση να πω ναι χωρίς να καταλαβαίνω τι εννοεί ελπίζοντας να μου δοθεί η ευκαιρία να τον κάνω να καταλάβει πια είμαι και τότε ένευσα καταφατικά και μου χαμογέλασε ζεστά

    «έχεις αγωνία εε;;» ανασήκωσα τους ώμους μου και τότε γέλασε πιο ζεστά και μου άνοιξε αυτό το περίεργο πράγμα που με εμπόδιζε πριν να περάσω την σπηλιά και μου έκανε νόημα με το χέρι του να περάσω.

    Εγώ πήγα πάλι δειλά προς το άνοιγμα και μόλις τον κοίταξα για άλλη μια φορά πήρα μια βαθιά αναπνοή και άρχισα να περπατάω προς το εσωτερικό διστακτικά ελπίζοντας να μην πέσω πάνω σε άλλον παρόμοιο εμπόδιο. Μόλις πέρασα μέσα ήρθε δίπλα μου και χαμογελώντας μου άλλη μια φορά με προσπέρασε και άρχισε να προχωράει μπροστά.

    «θα έρθεις;» με ρώτησε την στιγμή που άνοιξε πάλι ένα ίδιο περίεργο πράγμα που είχε ανοίξει και πριν και με περίμενε να πάω κοντά του.

    Άρχισα να προχωρώ προς εκείνον και είδα στην ματιά του ότι υπήρχε κάποιο ερωτηματικό που τον βασάνιζε και αυτό έκανε μια ελπίδα να φωλιάσει στην καρδιά μου, ελπίζοντας ότι ίσως να αρχίζω να του θυμίζω κάτι. Όταν πέρασα από μπροστά του και κοίταξα γύρω μου έμεινα με ανοιχτό το στόμα.

    Στην μέση της σπηλιά υπήρχε ένα τεράστιο άνοιγμα που ήταν γεμάτο νερό και μέσα σε αυτό υπήρχαν πολλά κορίτσια που κολυμπούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις κάνοντας διάφορες χορευτικές κινήσεις μπαίνοντας και βγαίνοντας από το νερό και κατάλαβα ότι αυτό θα πρέπει να είναι η πισίνα που μου είχε πει εχθές το βράδυ.

    Έφυγε από δίπλα μου κοιτώντας με, με απορία και πήγε κοντά σε έναν άλλο κύριο και άρχισε να του μιλάει ψιθυριστά, την στιγμή που γύρισε την ματιά του στιγμιαία σε μένα δάγκωσα τα χείλια μου αναποφάσιστα και κοίταξα το πάτωμα, έσπαγα το κεφάλι μου να βρω έναν τρόπο να τον πλησιάσω, έναν τρόπο για να τον κάνω να καταλάβει ότι είμαι εγώ αλλά δεν μπορούσα να σκεφτώ κάτι και αυτό με έφερε σε μεγαλύτερη αμηχανία.

    Κάποια στιγμή μας είπε να κάτσουμε και την στιγμή που πήγα να ακολουθήσω τα υπόλοιπα κορίτσια περνώντας κοντά από την πισίνα, κάποια με έσπρωξε και έπεσα μέσα με δύναμη κόβοντας μου την ανάσα και όπως προσπάθησα να πάρω αναπνοή μπήκε νερό στο στόμα μου και άρχισα να πνίγομαι παλεύοντας να βγω στην επιφάνεια.

    Δύο χέρια ένιωσα να με πιάνουν από πίσω και να με φέρνουν στην επιφάνεια. Μόλις ακούμπησα στην άκρη της πισίνας και σταθεροποιήθηκα άρχισα να βήχω για να βγει το νερό από το στόμα μου ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσα να αναπληρώσω το χαμένο αέρα και τότε διάφορα σχόλια από τα κορίτσια με κάνανε να νιώσω τόσο άσχημα που ξαφνικά συνήλθα και κοίταξα γύρω μου με δάκρυα στα μάτια.

    «μην τις ακούς, για να είσαι εδώ σημαίνει ότι έχεις βάλει στόχο να κατακτήσεις το όνειρο σου, δείξτους ποια είσαι» άκουσα την φωνή του πίσω μου και απότομα γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια και για μια στιγμή σάστισε και έσμιξε τα φρύδια του κοιτώντας με έντονα αλλά αμέσως μετά έφυγε από δίπλα μου και βγαίνοντας από το νερό πήγε πάλι κοντά στο κύριο που ήταν και πριν και με ξανακοίταξε βγάζοντας τα βρεγμένα υφάσματα που φορούσε μένοντας μόνο με ένα.

    Το σώμα του ήταν τόσο σμιλεμένο και τόσο καλλίγραμμο λες και ήταν ένα από τα αγάλματα που είχα δει μέσα στο βυθό της θάλασσα και έμεινα άφωνη και θαμπωμένη από την ομορφιά του να τον κοιτάω.

    «λοιπόν;» είπε και μου έκανε νόημα προς την πισίνα και κοιτώντας μια εκείνον και μια το νερό πήρα μια βαθιά αναπνοή και άρχισα να πηγαίνω προς το κέντρο της.

    Άρχισα να κολυμπώ με ενωμένα τα πόδια σαν να έχω την ουρά μου αλλά ήταν πιο δύσκολο και γρήγορα άρχισα να απογοητεύομαι. Την στιγμή που ήμουν όμως έτοιμη να τα παρατήσω τα λόγια του ήρθαν και πάλι στην μνήμη μου και τότε πήρα κουράγιο από αυτά και με περισσότερο πείσμα μπήκα μέσα στο νερό και την στιγμή που έφτασα στον βυθό του πήρα φόρα προς τα πάνω και βγήκα με δύναμη από το νερό έκανα δύο ανάποδες στροφές στον αέρα και ξαναμπήκα μέσα στο νερό.

    Όταν ξαναβγήκα στην επιφάνεια δεν μίλαγε κανένας, όλοι με κοιτάζανε με ανοιχτό το στόμα και αυτό μου έδωσε αυτοπεποίθηση και άρχισα να κολυμπάω όπως όταν ήμουν ακόμα γοργόνα πηγαίνοντας από την μια άκρη της πισίνας μέχρι την άλλη χορεύοντας όπως όταν ήμουν μαζί με την Άλις μέσα στο νερό και την στιγμή που σταμάτησα και πιάστηκα από την άκρη της πισίνας άκουσα να με χειροκροτούν και τους κοίταζα σαστισμένη.

    Τότε ο Έντουαρντ ήρθε με γρήγορα βήματα κοντά μου και σκύβοντας έπιασε το χέρι μου και τον κοίταξα έντονα στα μάτια.

    «δεν έχω δει ποτέ μου κάτι παρόμοιο ήσουν εκπληκτική.... είπε με ενθουσιασμό στην φωνή του και του χαμογέλασα...

    «πως σε λένε;... με ρώτησε με αγωνία στην φωνή του και ένιωσα έναν πόνο στην καρδιά να με διαπερνά...

    «δεν θα μου πεις;... με ξαναρώτησε και πιάνοντας τον λαιμό μου πήγα να του μιλήσω αλλά κανένας ήχος δεν βγήκε από τα χείλια μου και τότε είδα στην ματιά του την απογοήτευση που ένιωσε...

    «δεν μπορείς να μιλήσεις;;... με ρώτησε ήρεμα και κούνησα το κεφάλι μου κοιτώντας τον με λυπημένο ύφος και μου έδωσε το χέρι του για να με βοηθήσει να βγω και του έδωσα και εγώ το δικό μου, την στιγμή όμως που βγήκα από το νερό γλίστρησα και παραλίγο να ξαναπέσω μέσα και εκείνος με κράτησε από την μέση και με κόλλησε απάνω του για να με σταθεροποιήσει... ένιωσα όλο μου το κορμί να ανατριχιάζει από αυτήν την επαφή και τον κοίταξα στα μάτια...

    «συγνώμη... είπε και άρχισε να απομακρύνεται από κοντά μου...

    «ήσουν πάρα πολύ καλή... είπε κάπως αμήχανα περνώντας το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του και τότε είδα στο χέρι του να φοράει ένα ρολόι και σκέφτηκα ότι ίσως αυτό θα μπορούσε να με βοηθήσει να του θυμίσω πια είμαι. Σήκωσα το χέρι μου και το ακούμπησα δειλά και εκείνος με κοίταξε με απορία...

    «τι βιάζεσαι να φύγεις;... κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου και κοίταξα αλλού μην ξέροντας τι άλλο να κάνω και τότε άρχισε να απομακρύνετε από κοντά μου...

    «αφού δεν μπορείς να μας πεις το όνομα σου μπορείς να μας το δείξεις;... με ρώτησε και πήγα κοντά του χωρίς να καταλαβαίνω τι εννοεί...

    «ποιο από όλα τα ονόματα είναι το δικό σου;... με ρώτησε και μου έφερε μπροστά μου ένα χαρτί που είχε απάνω γραμμένα διάφορα γράμματα που δεν αναγνώριζα και τον κοίταξα πάλι απελπισμένη...

    «μπορείς να μου δείξεις ποιο από όλα αυτά τα ονόματα είναι το δικό σου;;... δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάτια μου από την απελπισία που ένιωθα και κουνώντας το κεφάλι μου έκανα δύο βήματα προς τα πίσω και μετά άρχισα να τρέχω...

    «περίμενε που πας;... τον άκουσα να με φωνάζει αλλά εγώ συνέχισα να τρέχω μέχρι που έφτασα στο περίεργο πράγμα που μου έφραζε για άλλη μια φορά τον δρόμο και άρχισα να το κουνάω με μανία για να ανοίξει και νιώθοντας τα χέρια του απάνω στους ώμους μου σταμάτησα... εκείνος με γύρισε προς την μεριά του και έπεσα στην αγκαλιά του ξεσπώντας σε κλάματα και τότε άρχισε να με παρηγορεί τρίβοντας απαλά την πλάτη μου....

    «σσς έλα να σε πάω λίγο έξω να πάρεις καθαρό αέρα... είπε ήρεμα και με παρέσυρε προς τα έξω. Όταν φτάσαμε έξω με απομάκρυνε μαλακά από την αγκαλιά του και κρατώντας με από τους ώμους με ανάγκασε να τον κοιτάξω στα μάτια...

    «τι σου συμβαίνει;... με ρώτησε απαλά αλλά εγώ δεν ήξερα τι να κάνω ή πως να του εξηγήσω ότι ήμουν εγώ, μέχρι που σκέφτηκα ότι η μόνη μου λύση είναι να τον πάω στην παραλία ελπίζοντας ότι αυτό ίσως να τον βοηθούσε περισσότερο. Του άρπαξα το χέρι και άρχισα να πηγαίνω προς την κατεύθυνση που είχα έρθει και εκείνος με σταμάτησε....

    «οου οου οου που με πας;;... με ρώτησε και γύρισα και τον κοίταξα παρακλητικά στα μάτια...

    «θες να σε ακολουθήσω κάπου;... κούνησα το κεφάλι μου και ενώνοντας τα χέρια μου, τον ικέτεψα σιωπηλά και εκείνος αναστέναξε...

    «μέσα με περιμένουν για την επιλογή δεν μπορώ να φύγω τώρα από εδώ»... είπε απολογητικά, κούνησα το κεφάλι μου με κατανόηση και αφήνοντας το χέρι του άρχισα να πηγαίνω προς την ακτή ελπίζοντας ότι το βράδυ που θα έρθει να έχω καλύτερη τύχη.


    Έχει επεξεργασθεί από τον/την WhiteQueen στις Πεμ 10 Φεβ 2011 - 22:29, 1 φορά
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    http://www.jokastia.blogspot.com
    WhiteQueen
    Edward's Queen
    WhiteQueen


    Θηλυκό Ιχθύς
    Ηλικία : 45
    Τόπος : Sagaland!
    Αριθμός μηνυμάτων : 8830
    Registration date : 14/09/2008

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές   Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές I_icon_minitimeΠεμ 10 Φεβ 2011 - 22:24

    'Η αγάπη μίας γοργόνας' by Xrysanthi συνέχεια


    Έντουαρντ

    Τα μάτια της ήταν τόσο ίδια με της Μπέλας, ακόμα και οι κινήσεις της μέσα στο νερό που με έκαναν να νιώθω σαν να έβλεπα πάλι εκείνην να κολυμπά και μέσα μου κάτι με έκανε να πιστέψω ότι ίσως τελικά να είχε γίνει εκείνο το θαύμα που πάντα ονειρευόμουν, να υπάρχει κάποιος τρόπος να έρθει κοντά μου. Από όσα είχα βρει μέσα από βιβλία, θρύλους και οτιδήποτε αναφερόταν πάνω στις γοργόνες άλλα έλεγαν ότι στην στεριά μπορούσαν να περπατούν σαν άνθρωποι και άλλα πάλι όχι, οπότε δεν μπορούσα να ξέρω τι από τα δύο ίσχυε αλλά όταν μπήκε στο νερό και δεν είδα την ουρά της κατάλαβα ότι για μια ακόμα φορά παραλογίζομαι από την ανάγκη μου να την δω, όμως όποιο και να ήταν αυτό το κορίτσι για κάποιο λόγο μια δύναμη μέσα μου με έκανε να θέλω να την βοηθήσω, ίσως γιατί μου θυμίζει εκείνη ή ίσως γιατί περισσότερο είχα την ελπίδα να είναι εκείνη.

    «περίμενε ... της φώναξα αλλά δεν με άκουσε και άρχισα να τρέχω κοντά της... περίμενε... της ξανά είπα την στιγμή που την έφτασα και μόλις με είδε όλο της το πρόσωπο έλαμψε και είδα μια σπίθα ελπίδας να φωτίζει την ματιά της... μου υπόσχεσαι ότι δεν θα αργήσουμε να γυρίσουμε;;» την ρώτησα και κούνησε το κεφάλι της με ενθουσιασμό, πήρε το χέρι μου στο δικό της και άρχισε να πηγαίνει πιο γρήγορα.

    Φτάνοντας στο δρομάκι που οδηγούσε στην παραλία που περίμενα την Μπέλα η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά και η αναπνοή μου κόπηκε στην μέση. Όταν φτάσαμε στην αμμουδιά άφησε το χέρι μου και έτρεξε στο νερό και με αργά βήματα την ακολούθησα κοιτάζοντας την να κολυμπάει με τόση χάρη και πάγωσα, ένιωσα την καρδιά μου να καλπάζει τόσο γρήγορα που ένιωθα ότι λίγο ήθελε για να σπάσει.

    Την στιγμή που την είδα να γυρίζει και πάλι προς το μέρος μου έτρεξα και την έφτασα στην μέση της απόστασης και βγαίνοντας από το νερό είδα στα χέρια της να κρατάει το κοχύλι που είχε βρει για μένα την ημέρα που με είχε σώσει και κοιτώντας την στα μάτια χωρίς να καταφέρω να αρθρώσω λέξη την πήρα στην αγκαλιά μου και ανίκανος να συγκρατήσω τα συναισθήματα μου άρχισα να δακρύζω και να την σφίγγω απάνω μου... εκείνη πέρασε τα χέρια της γύρω μου και ένιωσα όλον τον πόνο που ένιωθα όλα αυτά τα χρόνια από την απουσία της να εξανεμίζετε και την θέση του πήρε η ευτυχία που λαχταρούσα να ξανανιώσω.

    Την άφησα απαλά να ακουμπήσει στα πόδια της και κράτησα το πρόσωπο της στα δύο μου χέρια κοιτώντας για άλλη μια φορά αυτά τα υπέροχα μάτια που από την πρώτη στιγμή που τα είχα αντικρίσει μου είχαν μαγέψει την ψυχή και μόνο αυτά μπορούσαν να με κάνουν να νιώσω ολοκληρωμένος.

    «πες μου ότι δεν ονειρεύομαι... της είπα και με τα χέρια της μου απομάκρυνε τα δάκρυα από το πρόσωπο μου και μου κούνησε αρνητικά το κεφάλι της... Μπέλα μου» είπα πάλι και την έσφιξα ξανά στην αγκαλιά μου έχοντας την ανάγκη να νιώσω ότι όλο αυτό είναι αληθινό.

    «έλα μαζί μου» της είπα και ένευσε, πήρα το κοχύλι που της είχε πέσει από τα χέρια και άρχισα να την τραβάω προς την αμμουδιά χωρίς να αφήνω το χέρι της και το χαμόγελο της μου έκοψε την ανάσα.

    Γυρίσαμε με τα πόδια μέχρι την πισίνα και όταν φτάσαμε πήγα προς το αυτοκίνητο μου και την είδα ότι έκανε ένα βήμα προς τα πίσω με ανήσυχη ματιά.

    «μου έχεις εμπιστοσύνη;... την ρώτησα και ένευσε, την έπιασα από τους ώμους και ανοίγοντας την πόρτα την βοήθησα να κάτσει και έτρεξα γρήγορα από την άλλη μεριά και μπαίνοντας μέσα της χαμογέλασα και φάνηκε να χαλαρώνει για μια στιγμή... όταν όμως άρχισα να οδηγώ την είδα να τρομοκρατείτε και να κλείνει τα μάτια της με τα χέρια της και αυτόματα της χάιδεψα απαλά το χέρι της... μην φοβάσαι» της είπα απαλά και βγάζοντας δειλά τα χέρια της από το πρόσωπο της γύρισε και με κοίταξε παίρνοντας μια πιο ήρεμη ανάσα. Όταν φτάσαμε στο σπίτι το κοίταζε με γουρλωμένα μάτια και χαμογέλασα.

    «Σου αρέσει;» την ρώτησα και ένευσε χαμογελώντας μου και βγαίνοντας από το αμάξι έκανα τον γύρω και της άνοιξα την πόρτα δίνοντας της το χέρι μου για να την βοηθήσω να βγει. Η ματιά της δεν άφηνε την δική μου και αυτό με έκανε να νιώθω ότι για άλλη μια φορά μετά από τόσα χρόνια άρχιζα και πάλι να ζω.

    Μόλις μπήκαμε στο σπίτι το πρώτο πράγμα που παρατήρησε ήταν τον τεράστιο διαχωριστικό τοίχο που ήταν στην μέση του δωματίου και έτρεξε κοντά του. Ο τοίχος αυτός ήταν ουσιαστικά ένα μεγάλο ενυδρείο που έπιανε από την μια άκρη του δωματίου ως την άλλη χωρίζοντας το στην μέση και μέσα σε αυτό είχα βάλει τα πιο σπάνια και τα πιο εξωτικά ψάρια που μπόρεσα να βρω ελπίζοντας ότι αν ποτέ καταφέρω να έχω την ευκαιρία να την φέρω εδώ, να την κάνει να νιώσει λίγο σαν στον σπίτι της.

    «σου αρέσει;... κούνησε το κεφάλι της με ενθουσιασμό χωρίς να παίρνει τα μάτια της από πάνω του και χαμογέλασα... το έφτιαξα για σένα» της είπα και γύρισε την ματιά της προς τα μένα και άρχισε να ανασαίνει πιο γρήγορα. Στην ματιά της έβλεπα την ευγνωμοσύνη της και αυτό με έκανε να θέλω να την πλησιάσω όμως την τελευταία στιγμή συγκρατήθηκα και περνώντας νευρικά το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου άρχισα να σκέφτομαι τι θα ήταν πιο σωστό να κάνω πριν αφήσω τα αισθήματα μου να με παρασύρουν και την τρομάξω.

    «εεε νομίζω ένα μπανάκι τώρα θα ήταν ότι πρέπει για να χαλαρώσουμε λίγο και μετά θα ετοιμάσω και κάτι για να φάμε... πεινάς;... την ρώτησα και μου ένευσε πάλι... ωραία τότε θα πάω να ετοιμάσω το μπάνιο και να σου βρω και κάτι να φορέσει και σε λίγο θα είμαι πάλι κοντά σου εντάξει?» την ρώτησα και ένευσε.

    Έτρεξα απάνω και ετοίμασα γρήγορα το μπάνιο ενώ ταυτόχρονα καλούσα τον Καρλάηλ για να τον καθησυχάσω και να του ζητήσω να με αντικαταστήσει... εκείνος παραξενεύτηκε με την συμπεριφορά μου γιατί δεν είχα κάνει ποτέ κάτι παρόμοιο, όμως στο τέλος τα παράτησε και το μόνο που μου ζήτησε ήταν να μην ξαναεπαναληφθεί και χαμογελώντας του το υποσχέθηκα και έτρεξα πάλι κοντά της.

    Ήταν ακόμα μπροστά στο ενυδρείο και με το χέρι της ακουμπούσε δειλά πάνω στο γυαλί μιλώντας με την ματιά της στα ψάρια που με έναν περίεργο και μαγικό τρόπο ακολουθούσαν το χέρι της επικοινωνώντας μαζί της με έναν μοναδικό τρόπο.

    Όταν με κατάλαβε γύρισε προς το μέρος μου και μου χαμογέλασε ζεστά και ένιωσα την καρδιά μου να χάνει έναν χτύπο και αμέσως να χτυπάει τρελά με τέτοιον τρόπο που με έκανε να νιώθω ότι πετάω και πάλι στα σύννεφα...

    Την οδήγησα στο μπάνιο και αφού της εξήγησα τι να κάνει την άφησα μόνη της και έτρεξα στο δωμάτιο μου για να κάνω και εγώ το ίδιο και όταν ντύθηκα κατέβηκα και άρχισα με μανία να μαγειρεύω για να την περιποιηθώ...

    Όταν ήρθε κοντά μου την έβαλα να κάτσει στο σκαμπό του πάγκου και πηγαίνοντας από την άλλη μεριά έλεγξα μια φορά την σάλτσα που σιγόβραζε και πήγα κοντά της παραμένοντας από την άλλη μεριά του πάγκου για να μπορώ να ελέγχω τα συναισθήματα μου ώστε να μην ξεπεράσω τα όρια και την τρομάξω...

    Την είχα τόσο ανάγκη ήθελα τόσο πολύ να είναι όλο αυτό αληθινό και ευχόμουν με όλη την δύναμη της καρδιά μου να μπορούσε να μείνει για πάντα κοντά μου και να μην την χάσω ποτέ ξανά.

    Ακουμπούσα τον πάγκο που μας χώριζε και την κοίταζα μέσα στα μάτια μην μπορώντας ακόμα να πιστέψω ότι όλο αυτό ήταν αληθινό. «τι» με ρώτησε με το χέρι της και χαμογέλασα.

    «ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω ότι είσαι πραγματικά εδώ... της είπα τις σκέψεις μου και εκείνη έφερε το χέρι της πάνω στο πρόσωπο μου και κλείνοντας τα μάτια μου έβαλα το χέρι μου πάνω στο δικό της για να το φυλακίσω εκεί και φέρνοντας το κοντά στα χείλια μου της άφησα ένα τρυφερό φιλί πάνω στον καρπό της ενώ ταυτόχρονα πήρα μια βαθιά αναπνοή απολαμβάνοντας το υπέροχο άρωμα της επιδερμίδας της. Την στιγμή που άνοιξα τα μάτια μου την είδα να με κοιτάει τρυφερά και χαμογέλασα αφήνοντας το χέρι της πάνω στον πάγκο χωρίς να το αφήνω από το άγγιγμα μου.

    «ξέρεις είναι πολύ αστείο... «τι» με ρώτησε με έναν νόημα και χαμογέλασα συνεσταλμένα... όλα αυτά τα χρόνια έκανα τόσα σενάρια με το μυαλό μου γι αυτήν την στιγμή... όταν ερχόμουν στην παραλία πάντα έπαιρνα μια τσάντα μαζί μου με αντικείμενα που χωρούσαν μέσα σε αυτήν για να σου τα δείξω... έκανα ολόκληρες λίστες με όλα όσα ήθελα να σε ρωτήσω... με όλα όσα ήθελα να σου δείξω... να σου μάθω... την κοίταξα στα μάτια και είδα στην ματιά της μια υποψία πόνου... ήθελα τόσα πράγματα να σου πω... τόσα να σε ρωτήσω... πήρα μια βαθιά ανάσα... αλήθεια τι έπαθε η φωνή σου;»

    Την ρώτησα ξαφνικά και εκείνη μελαγχόλησε και κοίταξε τα πόδια της για μια στιγμή και αφού τα κούνησε για λίγο γύρισε την ματιά της πάλι σε μένα.

    «μην μου πεις ότι αντάλλαξες την φωνή σου για να αποκτήσεις πόδια... την πείραξα αλλά εκείνη με κοίταξε πιο μελαγχολικά στα μάτια και την στιγμή που κούνησε το κεφάλι της επιβεβαιώνοντας τα λόγια μου, σάστισα, πως θα μπορούσε ποτέ αυτό να είναι δυνατόν...

    «αντάλλαξες την φωνή σου για να γίνεις άνθρωπος;... την ξαναρώτησα γουρλώνοντας τα μάτια και ένευσε άλλη μια φορά

    «για να έρθεις κοντά μου;... είπα σμίγοντας τα φρύδια μου και η θετική της απάντηση μου έκοψε το αίμα. Είναι δυνατόν να έκανε κάτι τέτοιο για μένα? Άφησα το χέρι της και κάνοντας τον γύρω του πάγκου χωρίς να αφήνω την ματιά της πήγα κοντά της

    «Μπέλα... είπα διστακτικά και μου χάιδεψε το πρόσωπο... με αγαπάς;»... την ρώτησα με κομμένη την ανάσα και η θετική της απάντηση έκανε την καρδιά μου για άλλη μια φορά να ζωντανέψει.

    Την κοίταζα βαθιά στα μάτια μην μπορώντας να πω τίποτα άλλο και την πήρα στην αγκαλιά μου, έβαλα το κεφάλι μου μέσα στα μαλλιά της και άρχισα να αναπνέω μετά από τόσο καιρό για να γεμίσω το σώμα μου με το άρωμα της αγάπης και της ελπίδα και ένιωθα ότι έκανε και εκείνη το ίδιο χαϊδεύοντας απαλά τα μαλλιά μου.

    «δεν έχεις ιδέα πόσο σε αγαπώ, χωρίς εσένα όλα αυτά τα χρόνια ένιωθα τόσο μόνος... είσαι τα πάντα για μένα, η ίδια μου η ζωή» της εξομολογήθηκα και την ένιωσα να δακρύζει και να τρέμει.

    Την απομάκρυνα από την αγκαλιά μου για να αντικρίσω την ματιά της και με κοίταξε με αγάπη στα μάτια. Διστακτικά πλησίασα το πρόσωπο της και άρχισα να γεύομαι τα δάκρυα της απομακρύνοντας τα με τα χείλια μου και έκλεισε τα μάτια της, όταν έφτασα στα χείλια της άνοιξε τα μάτια της και με κοίταξε, ήταν η πιο ζεστή ματιά που είχα αντικρίσει ποτέ στην ζωή μου και έκανε όλο μου το κορμί να καίγεται και όλες μου τις αισθήσεις να ξυπνούν και να ζωντανεύουν.

    Την πλησίασα ξανά διστακτικά προς τα χείλια της χωρίς να αφήνω την ματιά της και την στιγμή που είδα να κάνει το ίδιο ένωσα τα χείλια μου με τα δικά της για να νιώσω και πάλι εκείνο το μοναδικό φιλί που είχε χαραχτεί στην μνήμη μου με ανεξίτηλο μελάνι.

    Άρχισα να γεύομαι τα χείλια της αργά και εκείνη ανταποκρινόταν σε κάθε μου κίνηση ακολουθώντας τα δικά μου χείλι και ένας ηλεκτρισμός διαπέρασε όλο μου το κορμί όπως ακριβώς είχε γίνει και εκείνη την ημέρα. Πέρασα την γλώσσα μου απαλά πάνω από τα χείλι της και άνοιξε απαλά τα δικά της. Πήρα μια βαθιά αναπνοή και άφησα τον εαυτό μου να εκφράσει μέσα σε αυτό το φιλί όλα όσα η καρδιά μου ήθελε να της πει, όλα όσα οι λέξεις δεν μπορούσαν αποτυπώσουν το πόσο βαθιά ήταν η αγάπη μου για εκείνην.

    Η αίσθηση της αλμύρας και της ζεστασιάς που ανέδυε το κορμί της, θόλωσαν το μυαλό μου και με έκαναν να νιώθω ότι είμαι και πάλι πάνω στην επιφάνεια της θάλασσας, μόνο εκείνη και εγώ πάνω στο απέραντο γαλάζιο.

    Τα χέρια μας αγκάλιαζαν σφιχτά ο ένας τον άλλον και το φιλί μας ήταν τόσο βαθύ που κανείς από τους δύο μας δεν ήθελε να αφήσει αλλά μια άσχημη μυρωδιά τρύπωσε στις ανάσες μας και μας έκανε και του δύο να γυρίσουμε την ματιά μας προς την κουζίνα.

    «να πάρει το ξέχασα τελείως... είπα τρέχοντας προς την κουζίνα για να απομακρύνω την σάλτσα από την φωτιά πριν γίνουν τα πράγματα χειρότερα και βάζοντας το καπάκι στην κατσαρόλα την άφησα στον νεροχύτη και γύρισα την ματιά μου προς εκείνη νευρικά.

    «μάλλον θα φάμε απέξω... είπα απολογητικά και εκείνη με κοίταξε με απορία στα μάτια και της χαμογέλασα πηγαίνοντας κοντά της.

    Αφού παρήγγειλα μια πίτσα πήγα απάνω και πήρα μαζί μου ένα πάπλωμα και όσα περισσότερα μαξιλάρια μπορούσα να πάρω στα χέρια μου και όταν κατέβηκα κάτω άρχισα να τα απλώνω μπροστά στο τζάκι, η Μπέλα με κοίταζε με απορία και της χαμογέλασα ζεστά.

    «θες να δεις πως είναι η φωτιά;... την ρώτησα και η ματιά της φωτίστηκε τόσο πολύ που μου έκοψε την ανάσα μου αλλά πριν αφήσω να με παρασύρουν τα συναισθήματα μου και τρέξω κοντά της, πήγα προς το τζάκι και αφού στοίβαξα μερικά ξύλα το άναψα και γύρισα την ματιά μου σε εκείνην.

    Είχε γουρλώσει τα μάτια της και με δειλά βήματα ήρθε κοντά μου, της κράτησα το χέρι και την έβαλα να κάτσει δίπλα μου, μου χαμογέλασε για άλλη μια φορά και ένιωθα ότι όλος ο κόσμος μου άρχισε και πάλι να μου χαμογελά. Την πλησίασα και βάζοντας το χέρι μου πάνω στο πρόσωπο της άρχισα να την φιλώ για άλλη μια φορά τρυφερά.

    Τα χέρια της αγκάλιασαν το σώμα μου και εγώ την έσφιξα πιο κοντά μου βαθαίνοντας το φιλί μας μέχρι που άκουσα την πόρτα να χτυπάει και απρόθυμα την άφησα για να πάω να πάρω την πίτσα και εκείνη ένιωσα να αφήνει έναν αναστεναγμό...

    Όταν γύρισα κοντά της εκείνη ακόμα κοίταγε την φωτιά με τέτοιο θαυμασμό που με έκανε να χαμογελάσω... άφησα την πίτσα πάνω στο πάπλωμα και την έφερα κοντά μου.

    «δεν ξέρω τι τρως αλλά νομίζω ότι αυτό θα σου αρέσει... είπα χαμογελώντας και μου χαμογέλασε και εκείνη κοιτώντας, με περιέργεια το φαΐ που είχε μπροστά της και παίρνοντας ένα κομμάτι στα χέρια μου το έφερα κοντά στα χείλια της και εκείνη το δοκίμασε.

    Στην αρχή είχε μια ανήσυχη ματιά αλλά καθώς σιγά σιγά το μάσαγε άρχισε να γουρλώνει τα μάτια της με ενθουσιασμό και ανίκανος να συγκρατήσω την χαρά μου άρχισα να γελάω με ενθουσιασμό και γέλασε και εκείνη μαζί μου.

    Κοντά στα χείλια της είχε τρέξει λίγη σάλτσα και την κοίταζα χαμογελώντας και με ρώτησε με απορία το γιατί... πλησιάζοντας το πρόσωπο της έφερα τα χείλια μου πάνω στο σημείο που ήταν η σάλτσα και άρχισα να την γεύομαι απομακρύνοντας την από εκείνη και πήρε μια βαθιά ανάσα που με έκανε να την κοιτάξω στα μάτια.

    Έφερε το ελεύθερο της χέρι πάνω στο πρόσωπο μου και σβήνοντας την απόσταση που μας χώριζε άρχισε να με φιλάει τρυφερά και όλο μου το κορμί πήρε φωτιά και άρχισε να τρέμει από την επιθυμία και την αγάπη που σιγόκαιγε για εκείνην.

    Όμως δεν ήθελα να την τρομάξω και προσπαθώντας να μην την πληγώσω την απομάκρυνα απαλά από το σφιχτό της αγκάλιασμα και με κοίταξε με απορία στα μάτια και αυτό με έκανε να πονέσω γιατί δεν ήθελα να νιώσει ότι την απορρίπτω και αμέσως έψαξα έναν τρόπο για να δικαιολογηθώ μέχρι που είδα τα ρούχα μας που ήταν λερωμένα από την πίτσα που κράταγε στο χέρι της ακόμα και άρχισα να γελάω κοιτώντας τα.

    «μάλλον πρέπει να αλλάξουμε... είπα δείχνοντας τα και μόλις κατάλαβε τι εννοώ άρχισε να γελάει και εκείνη άηχα... θα πάω πάνω να φέρω καθαρά ρούχα και θα έρθω πολύ γρήγορα κοντά σου... της είπα απαλά χαϊδεύοντας τα μαλλιά της και μου ένευσε αφήνοντας έναν αναστεναγμό

    Όταν γύρισα και πάλι κοντά της, την βρήκα να είναι όρθια και να κοιτάει την φωτογραφία που είχα πάνω στο τζάκι από όταν ήμουν μικρός απαλλαγμένη από όλα της τα ρούχα και τα μάτια μου πετάρισαν από την ομορφιά που αντίκρισα.

    Το να είναι γυμνή για εκείνη ήταν κάτι φυσικό αφού ποτέ δεν φόραγε ρούχα όσο ήταν γοργόνα αλλά για μένα ήταν τόσο άβολο να την έχω τόσο κοντά μου και να βλέπω όλη αυτήν την ομορφιά χωρίς να μπορώ να την αγγίξω.

    Όλα αυτά τα χρόνια υπέφερα τόσο πολύ μακριά της που το άγγιγμα της, η αίσθηση του κορμιού της απάνω στο δικό μου ήταν το μόνο βάλσαμο στην πονεμένη μου καρδιά. Ήθελα τόσο να την αγγίξω, να την νιώσω, να την κάνω δική μου, όμως όσο και να ήξερα ότι με αγαπά όσο και εγώ δεν είχα το δικαίωμα να της ζητήσω κάτι τέτοιο.

    «έχω αλλάξει τόσο πολύ;... την ρώτησα και γύρισε προς την μεριά μου με ένα χαμόγελο και με νοήματα μου είπε «έτσι κι έτσι» και γέλασα... σου έφερα καθαρά ρούχα... της είπα και της έδειξα την μπλούζα που κράταγα και εκείνη κατσούφιασε και άφησε έναν αναστεναγμό... είναι άβολα για σένα... διαπίστωσα και κούνησε απολογητικά το κεφάλι της... αν δεν θες να τα βάλεις δεν θα σε πιέσω» της είπα για να μην νιώσει πιο άσχημα και μου χάρισε ένα χαμόγελο που έκανε την καρδιά μου να πεταρίσει.

    Πήγα πάλι κοντά στον καναπέ και την παρέσυρα μαζί μου παραμερίζοντας το κουτί και όταν έκατσα κάτω άνοιξα τα πόδια μου και την έβαλα να καθίσει μπροστά μου και αγκαλιασμένοι μείναμε για μια στιγμή να κοιτάμε την φωτιά ακίνητοι.

    Έγειρε το κεφάλι της πάνω στο μπράτσο μου και της απομάκρυνα τα μαλλιά της για να την βλέπω καλύτερα και τον άγγιγμα μου την έκανε να αναριγήσει. Έκλεισε τα μάτια της αφήνοντας έναν αναστεναγμό και έγειρα μπροστά αφήνοντας ένα απαλό φιλί πάνω στον λαιμό της και εκείνη γύρισε αργά και με κοίταξε στα μάτια.

    Έβαλα το χέρι μου πάνω στο μάγουλο της και με πλησίασε αφήνοντας απαλά τα χείλια της πάνω στα δικά μου. Άρχισα να την φιλάω τρυφερά και τότε γύρισε όλο της το κορμί προς την μεριά μου και ασυναίσθητα άφησα έναν αναστεναγμό κλείνοντας τα μάτια εκδηλώνοντας όλο τον ηλεκτρισμό που διαπέρασε την σπονδυλική μου στήλη.

    Ανοίγοντας τα μάτια μου την είδα να με κοιτάει με απορία και εγώ χαμογέλασα αμήχανα, με τα χέρια της μου ανασήκωσε την μπλούζα μου και εγώ την βοήθησα να την βγάλει, πέρασε το χέρι της από το στερνό μου τόσο απαλά που με έκανε να νιώσω ότι με ακουμπούσε μετάξι και το άφησε πάνω στο μέρος της καρδιά μου.

    Στο άγγιγμά της η καρδιά μου άρχισε να καλπάζει σαν τρελή... ακούγοντας την ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλια της και έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω κλείνοντας τα μάτια της, άφησα το χέρι μου απαλά πάνω στο λαιμό της και κατεβάζοντας το απαλά προς τα κάτω το άφησα και εγώ στο μέρος της καρδιά της και ένιωσα το κορμί της να ανατριχιάζει από αυτό το άγγιγμα και η καρδιά της άρχισε κάλπαζε το ίδιο σαν την δική μου.

    Ένιωσα τις καρδιές μας να συντονίζονται και να χτυπούν στον ίδιο ρυθμό και να γίνονται ένα, ήταν η πιο μοναδική αίσθηση που είχα νιώσει ποτέ στην ζωή μου. Την πλησίασα αργά και άνοιξε τα μάτια της και με κοίταξε με τόσο πάθος και λατρεία που έχασα τα λογικά μου και άρχισα πάλι να την φιλάω τρυφερά, όμως αυτό το φιλί δεν είχε καμία σχέση με τα υπόλοιπα φιλιά που είχαμε μοιραστεί.

    Τα ζεστά της χείλια έκαψαν τα δικά μου, η γεύση της, η μυρωδιά της με θάμπωσαν και μέσα από αυτό το φιλί εκφράσαμε ο ένας στον άλλον όλα όσα τα λόγια δεν μπορούσαν να πουν.

    Όλο μου το σώμα αντέδρασε σε αυτό το φιλί και την έφερα πιο κοντά μου για να νιώσω την απαλή της επιδερμίδα πάνω στην δική μου. Μόλις το κορμί της άγγιξε το δικό μου όλα μέσα μου γίνανε πιο φωτεινά και πιο ζεστά που με έκαναν να νιώσω ότι είμαι και πάλι πίσω στην σπηλιά μόνο εκείνη και εγώ μέσα στο όνειρο που πάντα κυριαρχούσε στα όνειρα μου.

    Το χέρι της άρχισε να εξερευνά το κορμί μου και αφήνοντας έναν αναστεναγμό έγειρα πίσω το κεφάλι μου κλείνοντας σφιχτά τα μάτια μου και τότε άρχισε να μου φιλάει τον λαιμό τόσο απαλά που με συγκλόνισε. Άνοιξα τα μάτια μου και εκείνη με κοίταξε βαθιά στα μάτια. Πέρασα το χέρι μου αργά πάνω στον αυχένα της και γέρνοντας κοντά της άρχισα να φιλάω και να γεύομαι το μοναδικό άρωμα που ανέδυε η επιδερμίδα της και την ένιωσα να σφίγγετε απάνω μου.

    «θες να σταματήσω;;» την ρώτησα απαλά γιατί σίγουρα είχαμε ξεπεράσει τα όρια μας και φοβήθηκα ότι ίσως αυτό να την τρόμαζε, όμως εκείνη άφησε το χέρι της απαλά στο πρόσωπο μου και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της πλησιάζοντας για άλλη μια φορά τα χείλια της πάνω στα δικά μου.

    Φιληθήκαμε για άλλη μια φορά με τόσο πάθος που όλες μου οι αισθήσεις ζωντάνεψαν και έκαψαν κάθε κύτταρο του κορμιού μου, την έγειρα απαλά πάνω στα μαξιλάρια και συνέχισα να την φιλώ σε όλο της κορμί απομνημονεύοντας κάθε κύτταρο που το περιέβαλε και η απαλότητα του κορμού της με παρέσυρε σε ένα όνειρο που δεν τόλμησα ποτέ να κάνω.

    Τα χέρια της πάνω στα μαλλιά μου, όπως οι αναστεναγμοί και οι γρήγορες ανάσες που έπαιρνε με έκαναν να νιώθω μοναδικά και μου έδιναν το θάρρος να συνεχίσω να την γεύομαι όλο και πιο πολύ. Φτάνοντας στην ζεστή της σάρκα ένας αναστεναγμός μου ξέφυγε από τα χείλια και τέντωσε το κορμί της δίνοντας μου το ελεύθερο να συνεχίσω.

    Πέρναγα απαλά τα χείλια μου πάνω στην φλόγα της και σκιρτούσε μέσα στα χέρια μου και με έκανε να χάσω το μυαλό μου. Άρχισα πάλι να την φιλάω προς τα πάνω για να νιώσω την ζεστή της ανάσα να μου πλημμυρίσει για άλλη μια φορά με τον αέρα της ζωής που μόνο εκείνη μπορούσε να μου χαρίσει και όταν αντίκρισα την ματιά της ένα δάκρυ έκανε την εμφάνιση του και με έκανε να νιώσω ανησυχία.

    «φοβάσαι;... την ρώτησα απαλά και κούνησε το κεφάλι της. Πέρασα απαλά το χέρι μου πάνω στο μάγουλο της και της έδωσα ένα τρυφερό φιλί απομακρύνοντας το δάκρυ της και με έσφιξε στην αγκαλιά της... δεν θέλω να φοβάσαι, δεν θα κάνω τίποτα που να μην θες εσύ» της είπα πιο απαλά και την κοίταξα μέσα στα μάτια και τότε άρχισε να με φιλάει και φέρνοντας το κορμί της πιο κοντά μου άρχισε να με χαϊδεύει πάνω στο στερνό μου, με το απαλό της χέρι και τρέμοντας από την επαφή άρχισα να βαθαίνω το φιλί μου.

    Όταν η αναπνοή της έγινε πιο γρήγορη σήκωσε την ματιά της σε μένα και με κοίταξε βαθιά στα μάτια προσπαθώντας να περάσει μέσα σε αυτήν την ματιά όλες της τις σκέψεις. Μου χάιδεψε απαλά το μάγουλο και κούνησε απαλά το πρόσωπο της ενώ ταυτόχρονα παίρνοντας το χέρι μου στο δικό της το άφησε να ακουμπήσει πάλι στην καρδιά της.

    Έσκυψα και την φίλησα απαλά και η ανταπόκριση της με έκανε να αναρρηγίσω και η καρδιά μου συντονίστηκε για άλλη μια φορά με την δική της. Άρχισα πάλι να την εξερευνώ με τα χέρια μου και ένιωσα το κορμί της να ανταποκρίνεται σε κάθε μου άγγιγμα και την στιγμή που έβαλε τα χέρια της πάνω στα ρούχα μου την κοίταξα βαθιά στα μάτια.

    «είσαι σίγουρη;;... την ρώτησα με κομμένη ανάσα και χωρίς να πει τίποτα με απελευθέρωσε από αυτά και έμεινε για μια στιγμή να με κοιτάει με θαυμασμό και περιέργεια. ‘Όταν αντάμωσε και πάλι την ματιά μου τα μάγουλα της πήραν ένα υπέροχο απαλό ροζ χρώμα χαμογελώντας μου δειλά και της χαμογέλασα και εγώ... είμαι διαφορετικός?» ένευσε και ήρθε πιο κοντά μου και τυλίγοντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό μου με παρέσυρε και πάλι στην ζεστή της αγκαλιά και όλο μου το είναι συγκλονίστηκε.

    Βρισκόμουν στον έβδομο ουρανό και δεν ήθελα να ξυπνήσω από αυτό το όνειρο που με παρέσερνε στην πιο γλυκιά απόλαυση που είχα γευτεί ποτέ στην ζωή μου, που έκανε κάθε κύτταρο του κορμού μου να ζωντανεύει. Οι ανάσες μας είχαν γίνει αργές και η αμηχανία είχε διαγραφεί στο πρόσωπο και τον δύο μας αλλά η ανάγκη μας να νιώσουμε ο ένας τον άλλο να γίνουμε ένα σώμα και μια ψυχή, μας έκανε να ξεπεράσουμε οποιαδήποτε ανησυχία.

    «σ’ αγαπάω, δεν μπορείς φανταστείς πόσο πολύ σ’ αγαπώ... της είπα στο αυτί της ψιθυριστά και όταν στα χείλια της σχημάτισε την λέξη σ’ αγαπώ, η καρδιά μου άρχισε να φτερουγίζει σαν τρελή

    Αργά άρχισα να κάνω τα κορμιά μας ένα και εκείνη τινάχτηκε από τον πόνο που ένιωσε και σφίχτηκε η καρδιά μου. Σταμάτησα κοιτώντας την βαθιά στα μάτια και παίρνοντας μια ανάσα μου χάιδεψε το πρόσωπο και μου ένευσε για να συνεχίσω.

    Η ένωση των κορμιών ήταν τόσο ταιριαστή σαν την ένωση των ψυχών μας που με έκανε για πρώτη φορά να νιώσω τόσο ολοκληρωμένος και τόσο ζωντανός. Η γλυκιά της ανάσα πάνω στα χείλια μου, μου δίναν την ανάσα που τόσο πολύ λαχταρούσα να νιώσω και το ζεστό της άγγιγμα μου πλημμύριζε όλο μου το είναι.

    Ένιωθα ότι πολύ γρήγορα να φτάνω στην κορύφωση μου όμως δεν ήθελα αυτό το όνειρο να τελειώσει πριν νιώσω ότι και εκείνη ένιωθε το ίδιο με μένα και χαλάρωσα τον ρυθμό μου αρχίζοντας να της σκορπάω φιλιά σε όλο της το πρόσωπο και κατηφορίζοντας προς τον λαιμό της τέντωσε το κορμί της για να ταιριάξουμε απόλυτα.

    Την κράτησα από την μέση για να την συγκρατήσω κοντά μου αρχίζοντας πάλι να επιταχύνω τον ρυθμό μου και εκείνη με ακολουθούσε σε κάθε μου κίνηση μέχρι που ένιωσα την καυτή της λάβα να με αγκαλιάζει και τότε σε μια στιγμή όλα άλλαξαν, η ανάσα της έγινε πιο γρήγορη, εγώ έχασα το μυαλό μου και άρχισα να φτάνω στην δική μου κορύφωση αλλά αυτό που με έκανε να σαστίσω για μια στιγμή μέσα στην παραζάλη μου, ήταν όταν άρχισα να ακούω τα δικά της βογκητά να γίνονται ένα με τα δικά μου και την στιγμή που απελευθέρωσα τον εαυτό μου απελευθερώνοντας τον εαυτό μου άκουσα απο τα απαλά της χείλια να μου λέει:

    «σ’ αγαπώ»

    Χαλάρωσα τον ρυθμό μου και προσπαθώντας να βρω και πάλι την αναπνοή μου την κοίταξα με ένταση στα μάτια και χαϊδεύοντας το πρόσωπο της την ρώτησα με κομμένη την ανάσα

    «τι είπες;;»

    «σ’ αγαπώ» είπε πάλι με την γλυκιά της φωνή και φυλακίζοντας την μέσα στην αγκαλιά μου άρχισα να δακρύζω από ευτυχία.

    «μην φύγεις ποτέ ξανά από την αγκαλιά μου» της ζήτησα παρακλητικά

    «ποτέ» είπε και την έσφιξα περισσότερο κοντά μου...

    «πως βρήκες την φωνή σου;;»

    «η μάγισσα της θάλασσας, πήρε την φωνή μου για αντάλλαγμα... για να με κάνει άνθρωπο» συνέχισε διστακτικά και την έσφιξα στην αγκαλιά μου

    «και τώρα δηλαδή λύθηκαν τα μάγια;» ρώτησα με αγωνία παρερμηνεύοντας τα λόγια της και εκείνη με καθησύχασε

    «δεν διευκρίνισε αν θα έπαιρνα πίσω την φωνή μου ή όχι... το μόνο που είπε ήταν ότι θα παραμείνω άνθρωπος μόνο αν πριν ο ήλιος δύσει την 2η ημέρα... ζούσα τον απόλυτο έρωτα» με κοίταξε στα μάτια και πήρα μια ανακουφιστική ανάσα χαϊδεύοντας τα μαλλιά της...



    Μπέλα

    Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι τα όνειρα που έκανα όλα αυτά τα χρόνια θα μπορούσαν ποτέ να βγουν αληθινά... ήμουν τόσο ευτυχισμένη, τόσο ολοκληρωμένη μέσα στην ζεστή του αγκαλιά που ένιωθα ότι όλος μου ο κόσμος μου χαμογελά και μου δίνει την ευχή του να νιώσω την απόλυτη ευτυχία.

    Ένιωθα την αγάπη που έκρυβε μέσα του και για πρώτη φορά η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει τόσο γαλήνια... όλοι μου οι φόβοι εξανεμίστηκαν και τα πνευμόνια μου γέμισαν με τον αέρα της ζωής.

    Με τύλιξε τρυφερά με ένα σκέπασμα και χαϊδεύοντας με τρυφερά άφησα τον εαυτό μου να παρασυρθεί στον κόσμο των ονείρων... τα όνειρα μου ήταν πλημμυρισμένα με χρώματα, ελπίδα και αγάπη και όταν άνοιξα δειλά τα μάτια μου ένιωσα εφορία να μου πλημμυρίζει όλο μου το είναι.

    Εκείνος με κράταγε στην αγκαλιά του κοιτώντας με, με τόση λατρεία που η καρδιά μου αμέσως αντέδρασε σε αυτήν την ματιά και άρχισε να καλπάζει ζωηρά.

    «γεια σου... είπε χαμογελώντας μου και τα μάτια του φωτίστηκαν... είσαι τόσο όμορφη» είπε τις σκέψεις του δυνατά

    «και εσύ» του είπα ειλικρινά και άφησε ένα γλυκό φιλί πάνω στα χείλια μου

    «ξέρεις τι σκεφτόμουνα την ώρα που κοιμόσουν;»

    «τι;»

    «πόσο θα ήθελα να ήμασταν και πάλι στην σπηλιά... ξέρεις, από την ημέρα που γύρισα την ψάχνω συνέχεια αλλά δεν έχω καταφέρει να την εντοπίσω»

    «την ψάχνεις; Πως;» τον ρώτησα με περιέργεια

    «έχεις δει ποτέ στον βυθό ανθρώπους με περίεργες στολές που βγάζουν μπουρμπουλήθρες;»

    «ναι, είναι πολύ τρομακτικοί» είπα και ανατρίχιασα μόνο στην θύμηση τους και εκείνος μου χαμογέλασε

    «τότε μπορεί να έχεις δει και μένα»

    «εννοείς ότι φοράς και εσύ τέτοια πράγματα απάνω σου?» είπα σοκαρισμένη και τον έκανα να γελάσει περισσότερο

    «είναι στολές κατάδυσης και σε βοηθάνε να αναπνεύσεις κάτω από το νερό για πολύ ώρα... είπε απαλά για να με καθησυχάσει... και με αυτόν τον τρόπο μπορούσα να φτάσω αρκετά βαθιά και με βοηθούσε να σε ψάχνω αλλά τελικά δεν κατάφερα να σε βρω» τελείωσε την φράση του με έναν αναστεναγμό

    «έψαχνες να με βρεις;» τον ρώτησα με απορία και άφησε έναν αναστεναγμό

    «ποτέ δεν σταμάτησα να σε ψάχνω και όταν ο πατέρας μου με πήρε μακριά σου, εγώ γύριζα πάντα τα καλοκαίρια και συνέχιζα τις προσπάθειες... κάθε φόρα όμως που έφευγα η καρδιά μου πάντα έμενε εδώ να σε περιμένει... είσαι η μόνη που με έκανες να νιώθω τόσο ζωντανός τόσο ολοκληρωμένος... Μπέλα, δεν μπορώ να σου περιγράψω με λόγια πόσο σε αγαπώ... ποτέ δεν σταμάτησα να ελπίζω και ότι έκανα στην ζωή μου πάντα τα σχέδια μου περιελάμβανα και εσένα» είχα ξεχάσει πως αναπνέουν και τα πνευμόνια μου άρχισαν να διαμαρτύρονται... τον κοίταζα στα μάτια και προσπαθούσα να πιστέψω ότι δεν ονειρεύομαι

    «πες μου ότι δεν ονειρεύομαι... του ζήτησα παρακλητικά και γέρνοντας προς το μέρος μου άρχισε να με φιλάει με τόσο πάθος που ένιωσα να τρελαίνομαι... σ’ αγαπώ, πάντα σε αγαπούσα... είπα κλαψουρίζοντας... και ποτέ δεν σταμάτησα να ελπίζω ότι μια μέρα θα γυρίσεις κοντά μου» τελείωσα την φράση μου και αγκαλιάζοντας τον σφιχτά συνέχισα το φιλί μας.

    Μείναμε για αρκετή ώρα να απολαμβάνουμε ο ένας την αγκαλιά του άλλου μέχρι που η κοιλιά μας άρχισε να γουργουρίζει και τότε σηκωθήκαμε από το πάτωμα και άρχισε πάλι να μου μαγειρεύει ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να μου δείξει και να μου μάθει όσα περισσότερα μπορούσε.

    Ο ενθουσιασμός και η ευτυχία ξεχείλιζε από μέσα του και ήταν τόσο υπέροχος, τόσο τρυφερός... τον κοίταζα μαγεμένη, ρούφαγα κάθε του λέξη, κάθε του κίνηση και κάθε λεπτό που περνούσε ένιωθα την καρδιά μου να γεμίζει και να χτυπάει όλο και πιο τρελά για εκείνον.

    Μόλις φάγαμε θυμήθηκε το δωμάτιο που είχε φτιάξει για μένα και με την χαρά ενός μικρού παιδιού... με πήρε από το χέρι και σχεδόν τρέχοντας με πήγε σε ένα τεράστιο δωμάτιο που έμοιαζε με την σπηλιά μου... άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα χωρίς να μπορώ να το πιστέψω ότι όλο αυτό ήταν αληθινό.

    «δεν έχει την μαγεία που είχε η σπηλιά σου αλλά προσπάθησα να το κάνω όσο καλύτερο μπορούσα» είπε δειλά και τον αγκάλιασα για να του δείξω όλην μου την ευγνωμοσύνη και γέλασε

    «είναι υπέροχο... αναφώνησα και άρχισα να περιεργάζομαι τον χώρο από κοντά... πως το έφτιαξες όλο αυτό;;;» είπα χωρίς να πιστεύω ότι ήταν πραγματικότητα

    «με βράχους και άμμο και αυτό... μου είπε δείχνοντας μου το νερό... είναι μια μικρή πισίνα»

    «το έχεις κάνει τόσο ίδιο που νιώθω σαν να γύρισα πίσω» είπα δακρύζοντας και μου σκούπισε το δάκρυ μου με τον αντίχειρα του

    «σου λείπουν... διαπίστωσε και κούνησα το κεφάλι μου με θλιμμένο ύφος... όποτε θες μπορούμε να πάμε σε εκείνους, αν φυσικά θυμάσαι σε πιο σημείο είναι η σπηλιά για να μπορέσουμε να έχουμε και λίγο αέρα στον βυθό»

    «το λες αλήθεια;» τον ρώτησα χωρίς να μπορώ να το πιστέψω

    «φυσικά καρδιά μου... είπε και με φυλάκισε στην αγκαλιά του... και τώρα αν θες μπορούμε να πάμε»

    «σε ευχαριστώ» ήταν το μόνο που κατάφερα να πω και μου χάιδεψε παρηγορητικά την πλάτη μου

    «έλα πάμε» είπε και με τράβηξε από το χέρι

    «που;» των ρώτησα περίεργη

    «στην σπηλιά» είπε με ένα τεράστιο χαμόγελο που μου έκοψε την ανάσα και άρχισα να τον ακολουθώ.

    Σε όλη την διαδρομή προς το λιμάνι μου εξηγούσε όλα όσα θα βλέπαμε και όσα θα κάναμε και θα φοράγαμε για να μπορέσουμε να μπούμε στο νερό και να φτάσουμε στην σπηλιά αλλά εγώ δεν καταλάβαινα και πολλά από όσα μου έλεγε μέχρι που μου τα έδειξε και μου τα εξήγησε για άλλη μια φορά.

    Όταν μπήκαμε στο σκάφος του, με έβαλε μπροστά από ένα τεράστιο στρογγυλό τιμόνι και αφού με έκλεισε στην αγκαλιά του έβαλε μπρος και αρχίσαμε να καλπάζουμε τα κύματα... ήταν τόσο όμορφα, με τον καθαρό θαλασσινό αέρα να αγγίζει τα πρόσωπα μας που μας έκανε να χαμογελά με σαν μικρά παιδιά.

    Όταν φτάσαμε στο ίδιο σημείο που τον είχα βγάλει στην επιφάνεια της θάλασσας την ημέρα που τον έσωσα σταμάτησε την μηχανή και άρχισε να με ετοιμάζει για να μπούμε στην θάλασσα... αφού ντύθηκε και εκείνος με την ίδια στολή που είχε βάλει και σε μένα έφερε τις μπουκάλες... από το βάρος λύγισα προς τα πίσω και με έβαλε να κάτσω μέχρι να ετοιμαστεί και εκείνος και αφού πέσαμε στο νερό μου έβαλε τον αναπνευστήρα για να τον δοκιμάσω πριν μπω στο νερό.

    Αφού ήμασταν πλέον έτοιμοι μπήκαμε στο νερό και χέρι χέρι αρχίσαμε να κατεβαίνουμε προς τον βυθό... ήταν τόσο μαγικά, ένιωσα τόσο μεγάλη χαρά που ήξερα ότι θα μπορούσα όποια στιγμή ήθελα να γυρίσω και πάλι πίσω για να δω την οικογένεια μου που η χαρά μου θόλωσε την ματιά μου και με έκανε να ξεχάσω όλα τα άλλα.

    Όταν μπήκαμε στην σπηλιά και ανεβήκαμε στην επιφάνεια με βοήθησε να ξεφορτωθώ τον εξοπλισμό και κάνοντας και εκείνος το ίδιο πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε γύρω του... κοίταζα με περιέργεια της αντιδράσεις του και ένιωσα τόσο χαρούμενη που αυτό που έβλεπε φαινόταν να του αρέσει.

    «Μπέλα τι έχεις μαζέψει εδώ;;» με ρώτησε με ενθουσιασμό στην φωνή του

    «σου αρέσουν;»

    «μόνο;;;... συνέχισε κοιτώντας γύρω του με γουρλωμένα μάτια... αυτά είναι τα πιο υπέροχα κοράλλια που έχω δει ποτέ στην ζωή μου» συνέχισε και δειλά σήκωσε το χέρι του να τα αγγίξει με τα ακροδάχτυλα του τόσο απαλά

    «για σένα τα μάζευα... του είπα πλησιάζοντας τον και αμέσως με πήρε στην αγκαλιά του... είχα την ελπίδα ότι μια μέρα θα καταφέρω να σου τα φέρω» είπα δακρύζοντας και αμέσως άρχισε να με φιλάει με τόση αγάπη που ένιωθα να χάνω τον αέρα από τα πνευμόνια μου.

    «βρε βρε τα πουλάκια μου, δεν χάνουν καιρό» άκουσα την φωνή της Ρόζαλι και γύρισα σοκαρισμένη και την κοίταξα

    «Ρόζαλι;;; Τι κάνεις εδώ;;;» της είπα σαστισμένη

    «ήρθα να διεκδικήσω αυτό που μου ανήκει»

    «δεν καταλαβαίνω;»

    «αγάπη μου δεν φταίω εγώ που δεν διαβάζεις τι υπογράφεις» είπε ειρωνικά και την κοίταξα δύσπιστα στα μάτια

    «Μπέλα τι συμβαίνει;» με ρώτησε ο Έντουαρντ κρατώντας με προστατευτικά στην αγκαλιά του νιώθοντας το άγχος μου... φυσικά εκείνος δεν μπορούσε να καταλάβει την θαλασσινή γλώσσα που μιλάγαμε με την Ρόζαλι και ήταν δύσκολο να καταλάβει τι συμβαίνει αλλά η Ρόζαλι δεν μου άφησε το περιθώριο να του εξηγήσω.

    «τι θες από μας;» την ρώτησα ευθέως

    «το συμβόλαιο έλεγε ότι αν έρθετε ποτέ πίσω στην σπηλιά τότε o καλός σου θα ανήκει σε μένα για πάντα» είπε με έναν τόνο σαν να βαριόταν όλο αυτό που γινόταν και έγινα έξαλλη από θυμό

    «όχι ποτέ το ακούς.... ποτέ δεν θα σε αφήσω να του κάνεις κακό» φώναζα και την ώρα που την είδα να σηκώνει το χέρι της για να του κάνει το ξόρκι της έπεσα απάνω της και καθώς το χέρι της ακούμπησε απάνω μου τότε άρχισε όλο μου το κορμί να παγώνει...



    Έντουαρντ

    Άκουγα την Μπέλα να μιλάει με αυτήν την περίεργη γυναίκα και δεν καταλάβαινα τίποτα αλλά η ένταση και η νευρικότητας της με έκανε για κάποιον λόγο να ανησυχώ και να νιώθω ότι κάτι δεν πήγαινε καλά μέχρι που την είδα να πέφτει απάνω της με δύναμη και όλοι μου οι φόβοι επιβεβαιώθηκαν...

    Την στιγμή που η Μπέλα έπεσε πάνω στο χέρι αυτής της περίεργης γυναίκας που ήρθε να μας αναστατώσει, έβγαλε μια σπαραχτική κραυγή και μου κόπηκαν τα πόδια αλλά την ώρα που είδα την Μπέλα μου να μαρμαρώνει και να βυθίζετε στο νερό δεν σκέφτηκα τίποτα...

    Άρπαξα την μπουκάλα και την μάσκα μου και αφού τα φόρεσα γρήγορα έπεσα στο νερό και άρχισα να κολυμπώ προς την μεριά που την παρέσερνε αυτό το απαίσιο τέρας που από την μέση και πάνω ήταν μια προκλητική καλλονή από την μέση και κάτω ήταν σαν ένα γιγάντιο μαύρο χταπόδι.

    Εκείνη δεν με είχε ακόμα καταλάβει ότι τις ακολουθώ και είχα το πλεονέκτημα να την ακινητοποιήσω... έπεσα απάνω της με φόρα και τρομάζοντας άφησε το μαρμαρωμένο σώμα της Μπέλας να πέσει από τα χέρια της... χωρίς να χάνω χρόνο άρχισα να παλεύω μαζί της αλλά εκείνη με χτύπησε με τα πλοκάμια της και καρφώνοντας με πάνω σε έναν βράχο μου αφαίρεσε την μάσκα και το οξυγόνο από το στόμα...

    Πριν χάσω και τον τελευταίο αέρα από τα πνευμόνια μου τράβηξα το μαχαίρι από το θηκάρι που είχα στο πόδι μου και χωρίς να βλέπω καθαρά το κάρφωσα απάνω της και εκείνη έβγαλε μια σπαραχτική φωνή και με άφησε από τα δεσμά της... τα πνευμόνια μου είχαν αρχίσει ήδη να πονάνε και η άβυσσος με τράβαγε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι μέχρι που το κορμί μου λύγισε και στο τέλος τα παράτησα και παραδόθηκα σε αυτό...



    Άλις

    Έβλεπα την απαίσια μάγισσα να τραβάει το μαρμαρωμένο σώμα της αδελφής μου και δεν άντεξα τον πόνο που ένιωσα στο στήθος μου... κολύμπησα αμέσως με όση δύναμη είχα μέχρι την σπηλιά του πατέρα μου και όταν έφτασα εκεί τον παρακάλεσα να με ακολουθήσει...

    «κόρη μου τι έπαθες και είσαι σε τέτοια χάλια»

    «πατέρα η Μπέλα» προσπάθησα να του πω με κομμένη ανάσα ενώ τον τράβαγα για να με ακολουθήσει

    «η Μπέλα δεν είναι πλέον κόρη μου έκανε την επιλογή της» άκουγα τα σκληρά λόγια του πατέρα μου και ο πόνος στο στήθος μου μεγάλωσε και με έκανα να σαστίσω

    «η Μπέλα πατέρα... την αιχμαλώτισε η μάγισσα... την έκανε άγαλμα» προσπάθησα άλλη μια φορά σπαρακτικά και τότε είδα στην ματιά του ότι λύγισε

    «που την έχει;» είπε άγρια

    «έλα μαζί μου» τον παρακάλεσα και την στιγμή που ένευσε άρχισα πάλι να κολυμπάω προς το μέρος που την είχα δει

    Φτάνοντας έξω από την σπηλιά είδα τον κακόμοιρο τον Έντουαρντ πεσμένο πάνω σε έναν βράχο να παλεύει με την μάγισσα και η καρδιά μου έγινε χίλια κομμάτια...

    «σε παρακαλώ πατέρα βοήθησε τον» τον παρακάλεσα αλλά ο πατέρας ήταν ακόμα πολύ νευριασμένος για να πάρει οποιαδήποτε απόφαση

    Η μάγισσα του αφαίρεσε αυτά που φορούσε και εκείνος έχανε αέρα αλλά δεν το έβαζε κάτω, όμως όταν την κάρφωσε με το μαχαίρι του έχασε της δυνάμεις του και άφησε τον εαυτό του ελεύθερο κλείνοντας τα μάτια του και ήξερα ότι αυτό δεν ήταν καθόλου καλό.

    Χωρίς να περιμένω τις αποφάσεις του πατέρα μου έτρεξα κοντά του και τραβώντας τον από το χέρι προσπάθησα να τον μεταφέρω στην σπηλιά...


    Μπέλα

    Εκεί που ένιωθα παγωμένη και χωρίς ζωή ξαφνικά ένιωσα μια φλόγα να καίει το κορμί μου και να παίρνει ξανά ζωή... άνοιξα τα μάτια μου και βλέποντας την ουρά μου σάστισα... κοίταξα γύρω μου και τότε είδα τον πατέρα μου να καρφώνει με την τρίαινα του την μάγισσα για να με απελευθερώσει από τα ξόρκια που μου είχε κάνει.

    Παίρνοντας μια ανάσα για να γεμίσω τα πνευμόνια μου και πάλι με ζωή έτρεξα κοντά του...

    «πατέρα» του φώναξα κλαίγοντας και με φυλάκισε στην αγκαλιά του

    «όλα τελείωσαν τώρα μην μου κλαις» με παρηγορούσε και τότε σκέφτηκα τον Έντουαρντ και φεύγοντας από την αγκαλιά του άρχισα να κολυμπάω προς την σπηλιά και όταν ανέβηκα στην επιφάνεια τα έχασα.

    Η αδελφή μου ήταν πάνω από τον Έντουαρντ και τον κοίταζε που ήταν αναίσθητος πάνω στην άμμο...

    «Άλις;» είπα σπαρακτικά και ανέβηκα με ένα σάλτο στην επιφάνεια για να πάω κοντά του

    «προσπάθησε να σταματήσει την μάγισσα και εκείνη του έβγαλε αυτά που φορούσε και την στιγμή που της κάρφωσε με το μαχαίρι του έκλεισε τα μάτια του και έμεινε ακίνητος» μου εξηγούσε εκείνη όσο πιο γρήγορα μπορούσε αλλά εγώ δεν άκουγα τίποτα

    Έπεσα πάνω στο στήθος του και άρχισα να κλαίω φυλακίζοντας τον στην αγκαλιά μου... ένας απότομος βήχας όμως με τάραξε και ανασηκώθηκα για να τον κοιτάξω... έβηχε άτσαλα προσπαθώντας να ξανά ανακτήσει την αναπνοή του και σηκώνοντας τον στην αγκαλιά μου άρχισε να βγάζει όλο το νερό που είχε γεμίσει τα πνευμόνια του.

    «Έντουαρντ» του φώναζα με αγωνία και εκείνος έβαλε το χέρι του στον λαιμό του και μόλις πήρε μια ικανοποιητική ανάσα γύρισε την ματιά του προς το μέρος μου

    «Μπέλα μου... είπε με δυσκολία και με πήρε στην αγκαλιά του... νόμιζα ότι σε έχασα» συνέχισε και άρχισε να κλαίει

    «είμαι καλά... τον καθησύχασα... είμαι καλά» συνέχισα και άρχισα να κλαίω μαζί του μέχρι που ο πατέρας μου μας επανέφερε

    «βλέπω ότι πράγματι την αγαπάς πολύ» ακούσαμε τα λόγια του και γυρίσαμε αυτόματα και τον κοιτάξαμε

    «είναι όλη μου η ζωή κύριε» του είπε σοβαρά και ο πατέρας μου άρχισε να τρίβει σκεπτικός το σαγόνι του

    «καταλαβαίνω... Μπέλα καλό είναι να τον γυρίσεις πίσω πριν καταλάβει κανείς άλλος τίποτα και μετά δεν θα μπορώ να τους σταματήσω» είπε μόνο πριν φύγει και ένευσα χωρίς να μπορώ να μιλήσω από την απελπισία που ένιωσα να με πνίγει

    «εγώ θα σας πάω να δω μην έρχεται κανείς» είπε η Άλις με πόνο στα μάτια και μπήκε πάλι στο νερό αφήνοντας μας μόνους

    «τι σημαίνει αυτό;» με ρώτησε με αγωνία στην φωνή του

    «τα μάγια λύθηκαν Έντουαρντ... του είπα με πόνο στην φωνή μου και γύρισα το βλέμμα στην ουρά μου και μόλις την είδε με έκλεισε στην αγκαλιά του χωρίς να μπορεί να μιλήσει... πάμε πριν έρθει κανείς» του είπα χαϊδεύοντας τα μαλλιά του και με κοίταξε στα μάτια και μου κόπηκε η ανάσα.

    Χωρίς να πούμε τίποτα άλλο έβαλε και πάλι τον εξοπλισμό του και βουτήξαμε στο νερό... τον τράβαγα προς την επιφάνεια και η καρδιά μου ένιωθα ότι θα σπάσει... μόλις βγήκαμε στην επιφάνεια έβγαλε τον αναπνευστήρα και την μάσκα και με πήρε στην αγκαλιά του.

    «πάντα θα σε περιμένω να έρθεις ξανά... κάθε ηλιοβασίλεμα» τον άκουσα να λέει και τον κράτησα πιο σφιχτά απάνω μου αφήνοντας τα δάκρυα μου να ξεχειλίσουν

    «σ’ αγαπάω και αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ» τον άκουσα να μου λέει και μόλις τον αντίκρισα έβαλα το χέρι μου πάνω στο πρόσωπο του και άρχισα να τον φιλάω με όλη την δύναμη της ψυχής μου

    «θα έρχομαι κάθε ηλιοβασίλεμα» του υποσχέθηκα και ξαναβούτηξα γρήγορα στο νερό διαλυμένη και ματωμένη από τον πόνο που ένιωθα στην ψυχή μου.

    Είχα γυρίσει στην σπηλιά μου και έκλαιγα προσπαθώντας να ξεσπάσω όλον μου τον πόνο που μου είχε διαλύσει όλο μου το είναι... η Άλις με κράταγε στην αγκαλιά της χωρίς να μου μιλά...

    «οοο σταμάτα να κλαις» άκουσα την αυστηρή φωνή του πατέρα μου και απότομα γύρισα και τον κοίταξα

    «τον αγαπώ πατέρα γιατί δεν μπορείς να το καταλάβεις;;;» του φώναξα άλλα εκείνος δεν άλλαξε καθόλου το ύφος του

    «μα Μπέλα είναι ένας άνθρωπος... πως θα ζήσεις μακριά από την θάλασσα για την υπόλοιπη σου ζωή;»

    «δεν είπα ποτέ ότι θα είναι εύκολο αλλά δεν μπορώ να ζήσω και χωρίς εκείνον»

    «και είσαι σίγουρη ότι αυτό θες;» τον κοίταξα με απορία στα μάτια

    «τι εννοείς;;» τον ρώτησα με κομμένη την ανάσα

    «είσαι σίγουρη ότι θα αντέξεις να επιβιώσεις στην στεριά, προκειμένου να είσαι κοντά του»

    «ναι» είπα με σιγουριά χωρίς να είμαι σίγουρη που για το που το πήγαινε

    «τότε τρέχα να τον βρεις... και μην ξεχάσεις να έρχεσαι που και που να μας βλέπεις» είπε και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλια του

    Κοίταξα την Άλις και εκείνη εμένα αλλά καμία από τις δύο μας δεν είχε καταλάβει τα λόγια του πατέρα μας...

    «πατέρα δεν καταλαβαίνω τι εννοείς»

    «θα καταλάβεις ότι φτάσεις στην στεριά... άντε τρέχα τώρα να προλάβεις το ηλιοβασίλεμα» μου είπε κλείνοντας μου το μάτι και έπεσα στην αγκαλιά του

    «σε ευχαριστώ πατέρα μου... σε ευχαριστώ»

    «άσε τώρα της ευχαριστίες και τρέχα κοντά του... ελπίζω να μας επισκεφτείτε και πάλι σύντομα»

    «όσο πιο σύντομα μπορούμε» του είπα με δάκρυα στα μάτια και αφού τον φίλησα άρχισα να κολυμπάω με όλη την δύναμη της ψυχής μου για να βρεθώ κοντά του...

    Όταν έφτασα στην παραλία μας ήταν εκεί και με περίμενε... μόλις με είδε έτρεξε μέσα στο νερό και φτάνοντας κοντά μου με φυλάκισε στην αγκαλιά του φιλώντας με σε όλο μου το πρόσωπο και η καρδιά μου άρχισε πάλι να χτυπάει σε ξέφρενους ρυθμούς...

    «φοβήθηκα τόσο πολύ ότι θα σε χάσω» μου είπε μέσα από τα δάκρυα του

    «ο πατέρας μου μας έδωσε την ευχή του» του είπα με ενθουσιασμό και με κοίταξε στα μάτια χωρίς να καταλαβαίνει

    «τι σημαίνει αυτό;» είπε με κομμένη την ανάσα

    «δεν ξέρω τι ακριβώς εννοούσε αλλά μου είπε ότι μπορώ να μείνω μαζί σου» του είπα και με έσφιξε και πάλι στην αγκαλιά του παίρνοντας μια μεγάλη ανάσα

    «μην με κάνεις όμως να το μετανιώσω» ακούσαμε την φωνή του πατέρα μου και γυρίσαμε προς το μέρος του

    «σας το ορκίζομαι αυτό» του είπε ο Έντουαρντ σοβαρά και εκείνος ένευσε

    «πηγαίνετε τότε να ζήσετε την ζωή σας»

    «μα πατέρα πως θα γίνει αυτό αφού δεν είμαι πια άνθρωπος» του είπα παραπονεμένα

    «όταν θα είσαι στην στεριά θα είσαι... όταν όμως θα μπαίνεις ξανά στην θάλασσα θα γίνεσαι και πάλι γοργόνα για να έρχεσαι και πάλι κοντά μας... μου είπε γλυκά και μας πλησίασε... όσο φοράς αυτό το κοράλλι θα μπορείς να είσαι άνθρωπος και στην στεριά και στην θάλασσα αλλά όταν δεν θα το φοράς μέσα στο νερό θα γίνεσαι και πάλι γοργόνα»

    «πατέρα μου δεν ξέρω πως να σε ευχαριστήσω» είπα με δάκρυα στα μάτια και έπεσα στην αγκαλιά του

    «θα με ευχαριστήσεις μόνο αν είσαι ευτυχισμένη»

    «είμαι ευτυχισμένη» του είπα ζεστά κοιτώντας τον στα μάτια και μου χαμογέλασε

    «σας ευχαριστώ που μου την εμπιστεύεστε» του είπε ο Έντουαρντ δίνοντας του το χέρι και ο πατέρας μου τον κοίταξε για μια στιγμή και αφού τον τράβηξε από το χέρι, τον αγκάλιασε και του έδωσε την ευχή του

    «εγώ σε ευχαριστώ που την κάνεις ευτυχισμένη» του είπε και αφήνοντας τον από την αγκαλιά του βούτηξε στο νερό και χάθηκε

    *_*_*_*_*



    Επίλογος

    Τον κοίταζα που κοιμόταν τόσο ήρεμα και γλυκά και δεν μπορούσα να πιστέψω ότι αυτός ο υπέροχος άνθρωπος ήταν μόνο δικός μου... είχαν περάσει τρία χρόνια από την ημέρα που ο πατέρας μου μας είχε δώσει την ευχή του και κάθε μέρα κοντά του ένιωθα όλο και πιο ευτυχισμένη...

    Ο Έντουαρντ είναι από τους πιο σπάνιους ανθρώπους που υπάρχουν πάνω στην στεριά και τώρα μπορώ να το δω πιο καθαρά... κάθε μέρα μου χαρίζει ζωντάνια και ζεστασιά προσφέροντας μου όλην την αγάπη που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος ή μια γοργόνα σαν και εμένα και κάνει την καρδιά μου να χτυπάει με ζωντάνια.

    Με την ζεστασιά και την αγάπη του η μετάβαση μου από την θάλασσα στην στεριά έγινε τόσο ομαλά που ποτέ δε με έκανε να νιώσω, ούτε μια μέρα, ότι δεν ανοικώ εδώ... με υπομονή και πολύ θέληση μου έδειξε όλες της ομορφιές του κόσμου του και εγώ έγινα ένα με αυτόν και ταίριαξα απόλυτα...

    Η δουλειά του πήγαινε καλύτερα και βάζοντας και εμένα στην ομάδα του πολύ σύντομα αρχίσαμε να παίρνουμε πολλές διακρίσεις και αρκετά μετάλλια... εγώ από την άλλη έκανα ακριβώς αυτό που αγαπούσα και έδινα όλον μου τον εαυτό και η ευτυχία και η ικανοποίηση που ένιωθα γι αυτό τον έκανε τόσο υπερήφανο για μένα...

    «καρδιά μου άνοιξε τα ματάκια σου... του είπα γλυκά αφήνοντας ένα φιλί στο μάγουλο του και ένα χαμόγελο ξεπρόβαλε στο υπέροχο του πρόσωπο... σε μια ώρα θα πρέπει να πάμε στην πισίνα» του ξανά είπα ήρεμα και τυλίγοντας το χέρι του γύρω από την μέση μου με έριξε απάνω στο κρεβάτι και άρχισε να με φιλάει με τέτοιο πάθος που έχασα το μυαλό μου

    «έχουμε χρόνο» είπε μέσα στα φιλιά του και γέλασα

    «θα αργήσουμε» επέμενα εγώ αλλά εκείνος δεν με άφηνε να φύγω και παραδόθηκα στο φιλί του...

    «είσαι η γυναίκα της ζωής μου... δεν χορταίνω να σε έχω στην αγκαλιά μου» συνέχισε και άρχισε να με φιλάει προς τον λαιμό μου και άφησα έναν βογκητό να βγει από τα χείλια μου

    «σ’ αγαπώ» είπα μόνο με δυσκολία και άρχισε να εξερευνεί το κορμί μου και εκείνο άρχισε να αντιδράει στο άγγιγμα του...



    Έντουαρντ

    Η ζωή μου με την Μπέλα ήταν ένα όνειρο που δεν τόλμησα ποτέ να κάνω... η ευτυχία ξεχείλιζε από μέσα μου και κάθε μέρα ένιωθα να μεγαλώνει... όσο έβλεπα το χαμόγελο της όλος μου ο κόσμος ένιωθα να μου χαμογελάει...

    «σ’ αγαπώ» είπα βαθιά παρασυρμένος από το πάθος μου για εκείνην και συνέχισα να εξερευνώ το θεσπέσιο κορμί της που μέσα στα χέρι μου το ένιωθα να σπαρταράει από ηδονή...

    Κάθε φορά που έκανα έρωτα με την Μπέλα ήταν και μια καινούργια εμπειρία... η ανταπόκριση και οι αναστεναγμοί της με έστελναν στον έβδομο ουρανό και με έκαναν να χάνω την γη κάτω από τα πόδια μου...

    Τα ζεστά της χείλια πάνω στα δικά μου έκαναν έναν τρελό χορό παρασέρνοντας με στο όνειρο της ηδονής και με έκανε να πετάω στα ουράνια... το κορμί της τόσο καυτό με άρωμα αλμύρας με έκανε να θέλω να το γεύομαι με λαχτάρα και ευχόμουν με όλην την δύναμη της ψυχής μου αυτό το όνειρο να μην τελειώσει ποτέ...

    «σ’ αγαπώ» της ψιθύριζα καθώς κατέβαζα την τιράντα από το μπλουζάκι της και τεντώνοντας το κορμί της πέρασε τα χέρια της μέσα στα μαλλιά μου και άρχισε να τα χαϊδεύει απαλά τρελαίνοντας το μυαλό μου περισσότερο...

    Απελευθερώνοντας την από τα ρούχα της, την φυλάκισα στην αγκαλιά μου αφήνοντας όλον μου το πόθο να εκδηλωθεί... αρχίζοντας και πάλι να γεύομαι τα τρυφερά της χείλια και εκείνη με τα χέρια της εξερευνούσε το κορμί μου τόσο τρυφερά που δεν άντεξα να μείνω μακριά της...

    Η ένωση των κορμιών μας ήταν τόσο ταιριαστή και όλες οι κινήσεις μας ήταν τόσο συντονισμένες που ένιωθες ότι τα κορμιά μας είχαν πλαστεί ακριβώς γι αυτόν τον σκοπό... η αγάπη μου για εκείνην ξεπερνούσε την σφαίρα της φαντασία και ο πόθος μου άναβε με κάθε βλέμμα ή άγγιγμα της που μου ήταν αδύνατον να τον συγκρατήσω...

    Κάθε άγγιγμα μου της ξύπναγε όλες της, της αισθήσεις και οι αναστεναγμοί της με έστελναν στον έβδομο ουρανό... η τρυφερή της φλόγα ήταν πάντα τόσο καυτή που μου ήταν αδύνατον να μείνω μακριά της και τα φιλιά της ήταν τόσο πύρινα που έκαιγαν κάθε κύτταρο του κορμιού μου...

    Την σήκωσα στην αγκαλιά μου και την συγκράτησα εκεί την στιγμή που κάθισα πάνω στα πόδια μου... πέρασε το χέρι της πίσω από τον λαιμό μου και η ματιά της με έκανε να χάσω τα λογικά μου... επιτάχυνα τον ρυθμό μου και εκείνη έγειρε το κεφάλι της προς τα πίσω... άρχισα να την φιλάω και πάλι αχόρταγα πάνω στον λαιμό της και το στήθος της και το κορμί της άρχισε να τρέμει μέσα στα χέρια μου...

    Η καυτή της λάβα μου επιβεβαίωνε όλο της τον πόθο και με έκανε να ξεχάσω και το όνομα μου... την ήθελα απελπισμένα, ήθελα αυτό το όνειρο να μην τελειώσει ποτέ και κάθε λεπτό να βρίσκομαι μέσα σε αυτήν την καυτή αγκαλιά που δεν θα την χόρταινα όσα χρόνια και αν περάσουν...

    Η κορύφωση μου ήταν πολύ κοντά και το λίκνισμα του κορμιού της το έκανε να έρθει πιο γρήγορα... την ξάπλωσα και πάλι στα μαξιλάρια και τυλίγοντας τα πόδια της γύρω από την μέση μου άρχισα να κάνω τις ωθήσεις μου πιο βαθιές ώστε να την νιώσω ως τα βάθη της ύπαρξης της και όλο της το κορμί συγκλονίστηκε τόσο πολύ που άρχισε να τρέμει από τον πόθο και την επιθυμία μόνο για μένα...

    Το μυαλό μου για άλλη μια φορά θόλωσε και άρχισα να την διεκδικώ όλο και πιο πολύ μέχρι που δεν άντεξα άλλο όλο αυτό το βάρος και άφησα τον εαυτό μου να απελευθερωθεί... τα βογκητά μας κάλυψαν την σιωπή και οι καρδιές μας και οι ανάσες μας είχαν γίνει τόσο γρήγορες που νόμιζες ότι από στιγμή σε στιγμή θα απογειωνόντουσαν... τα χέρια της Μπέλας πάνω στα μαλλιά μου έπαιζαν έναν τρυφερό παιχνίδι και εγώ πάλευα να βρω και πάλι τον εαυτό μου πάνω στο στήθος της που ανεβοκατέβαινε γρήγορα, ακούγοντας τους δυνατούς παλμούς της καρδιά της....

    «Έντουαρντ» άκουσα την γλυκιά της φωνή και σήκωσα το κεφάλι μου για να δω την ματιά της και εκείνη μου χαμογέλασε τρυφερά...

    «τι είναι καρδιά μου;» την ρώτησα απαλά και πλησιάζοντας την άρχισα να χαϊδεύω το πρόσωπο της κοιτώντας την βαθιά μέσα στα μάτια

    «νομίζω ότι πρέπει να είμαστε λίγο πιο προσεκτικοί από εδώ και πέρα» είπε δειλά και την κοίταξα με απορία

    «τι εννοείς;;»

    «να... ξεκίνησε και δάγκωσε τα θεσπέσια χείλια της και δεν ξέρω πως κρατήθηκα να μην πάρω την θέση των δοντιών της για να τα γευτώ για άλλη μια... ο γιατρός είπε» άκουσα τα επόμενα της λόγια και μου κόπηκαν τα πόδια... είχε πάει στον γιατρό χωρίς να μου το πει;; Της συμβαίνει κάτι;;; Άρχισα να κάνω σενάρια με κομμένη την ανάσα και βλέποντας την ανησυχία στα μάτια μου αμέσως προσπάθησε να με καθησυχάσει...

    «είμαι έγκυος» είπε και όλος μου ο κόσμος γέμισε με αγάπη και ευτυχία... το χαμόγελο μου είχε κολλήσει στο πρόσωπο μου και τα λόγια δεν έβγαιναν όσο και να το ήθελα...

    «δεν θα πεις κάτι;» με ρώτησε με αγωνία και αμέσως την πήρα στην αγκαλιά μου και άρχισα να την φιλάω σε όλο της το πρόσωπο και φτάνοντας στα χείλια της την φίλησα με τέτοιο πάθος που άλλος ένας αναστεναγμός της έσπασε την σιωπή και με έκανε να ανατριχιάσω...

    «σ’ αγαπώ... σ’ αγαπώ... σ’ αγαπώ... σ’ αγαπώ... σ’ αγαπώ... σ’ αγαπώ... σ’ αγαπώ...» έλεγα ξανά και ξανά πάνω στα φιλιά μας και τότε χαλάρωσε και άρχισε να γελάει με την καρδιά της...

    «και εγώ σ’ αγαπώ... μου είπε δακρύζοντας... είσαι όλος μου ο κόσμος και θα σε αγαπώ για πάντα»

    «είσαι όλη μου η ζωή... δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα... όλες οι μέρες της ζωής μου ήταν μαύρες χωρίς εσένα και από τότε που αντίκρισα αυτήν την ματιά όλα γίνανε τόσο φωτεινά που έχασα το φως μου... σ’ αγαπώ... και θα σε αγαπώ για πάντα» τελείωσα την φράση μου και την φυλάκισα στην αγκαλιά μου για το υπόλοιπο της ζωής μου γεύοντας κάθε μέρα όλην την ευτυχία που μπορεί να γευτεί ένας άνθρωπος πάνω σε αυτόν τον πλανήτη.


    Τέλος

    xrysanthi
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    http://www.jokastia.blogspot.com
    WhiteQueen
    Edward's Queen
    WhiteQueen


    Θηλυκό Ιχθύς
    Ηλικία : 45
    Τόπος : Sagaland!
    Αριθμός μηνυμάτων : 8830
    Registration date : 14/09/2008

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές   Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές I_icon_minitimeΠεμ 10 Φεβ 2011 - 22:33

    «Η Κοκκινοσκουφίτσα» by Zafrina


    PREFACE

    « Από μικρή ήξερα πως δεν έπρεπε να βγαίνω από το μονοπάτι, όσο ελκυστικό και αν φαινόταν το δάσος έκρυβε κάτι πολύ σκοτεινό. Γνώριζα πως το μονοπάτι θα με κρατούσε πάντα ασφαλή, ακόμα και μετά τη δύση του ηλίου. Αλλά για κάποιο ανεξήγητο λόγο αυτή τη φορά έπρεπε να πάω μέσα από το δάσος και όταν θα έβγαινα όλα θα ήταν διαφορετικά.

    Έτσι, καθώς έφευγα από το σπίτι της γιαγιάς προχώρησα στο μονοπάτι και όταν το σπίτι χάθηκε από το πεδίο όρασής μου, βγήκα από το μονοπάτι και προχώρησα βαθιά στη καρδιά του δάσους. Καθώς προχωρούσα είχα την αίσθηση ότι δεν ήμουν μόνη. Κάποιος με παρακολουθούσε αλλά ποιος.

    Ήταν ακόμη μέρα οπότε πίστευα ότι θα ήταν κάποιος από το χωριό που με είδε και αποφάσισε να με ακολουθήσει, για να βεβαιωθεί ότι όλα θα πάνε καλά. Αλλά καθώς προχωρούσα και ο ουρανός άρχιζε να παίρνει τις αποχρώσεις του ροζ με πορτοκαλί και ο ήλιος να βαθαίνει όλο και πιο πολύ στον ύπνο του, ένα περίεργο συναίσθημα με κατέκλυσε λέγοντας μου ότι αυτός που με παρακολούθησε δεν ήταν από το χωριό, αλλά κάποιος άλλος.

    Ο ουρανός συνέχιζε να αλλάζει χρώματα, από τις αποχρώσεις του ροζ-πορτοκαλί σε μωβ και μετά σιγά σιγά να παίρνει τα χρώματα του μπλε. Αποφάσισα να πάω πιο γρήγορα για να μπορέσω να βγω πριν η πέσει η νύχτα. Τα βήματά μου έγιναν πιο γρήγορα, πιο βιαστικά, έπεφτα συνέχεια αλλά δεν το έβαλα κάτω. Έπρεπε να βγω όσο πιο γρήγορα γινόταν. Τελικά δεν ήταν καθόλου καλή η ιδέα να περάσω μέσα από το δάσος.

    Τα χρώματα του ουρανού συνέχιζαν ν’ αλλάζουν, ώσπου η νύχτα άπλωσε τον σκούρο της μανδύα σε όλο το δάσος. Τώρα πια ήταν πολύ αργά αλλά έπρεπε να συνεχίσω. Έβλεπα τις φωτιές από τα σπίτια του χωριού. Δεν ήμουν πολύ μακριά, μόνο λίγα δέντρα μας χώριζαν. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα αλλά κάτι κουνήθηκε από τα δέντρα μπροστά και πάγωσα. Τα ποδιά μου δεν υπάκουαν για να τρέξω.

    «Μπέλλα, έλα κοριτσάκι μου τέλειωνε θα αργήσουμε.»

    «Ναι, μαμά. Έρχομαι. Ορίστε έτοιμη.» Είπα και την κοίταξα στα μάτια.

    «Είσαι πολύ όμορφη κοριτσάκι μου. Αλλά φοβάμαι μην κρυώσεις, φόρεσε αυτήν την κόκκινη κάπα που έφτιαξα για σένα.» είπε με ένα γλυκό ύφος.

    «Είναι πολύ ωραία μανούλα. Ευχαριστώ.» είπα γελώντας.

    «Έλα πάμε θα αργήσουμε για το σπίτι της γιαγιάς. Έλα μην αργείς.» Με έπιασε από το χέρι καθώς βγαίναμε από το σπίτι. Είχα ξαναβγεί από το σπίτι και είχαμε πάει αρκετές φορές για ψώνια στο χωριό αλλά και στο σπίτι της γιαγιάς πέρα από το δάσος. Αλλά σήμερα ήταν η πρώτη φορά που παρατηρούσα όλα εκείνα τα πράγματα που ξεχώριζαν. Τα σπίτια που είχαν διάφορα χρώματα του γκρι. Οι σκέπες έμοιαζαν με φύλλωμα που αγκάλιαζε το καθένα. Λουλούδια φύτρωναν σε κάθε γωνία.

    «Έλα Μπέλλα, μην χαζεύεις. Πρέπει να γυρίσουμε πριν το βράδυ.» είπε κάπως αυστηρά.

    «Γιατί μαμά πρέπει να γυρίσουμε πριν το βράδυ;» ρώτησα γεμάτη απορία.

    «Θα σου εξηγήσω όταν μεγαλώσεις λίγο και πρέπει να πηγαίνεις και να έρχεσαι μόνη σου από το σπίτι της γιαγιάς. Μέχρι τότε δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς όσο είσαι μαζί μου.»

    Απόρησα ακόμη περισσότερο με τα τελευταία λόγια της μαμάς μου αλλά δεν ρώτησα παραπάνω. Κατά βάθος ήξερα πως ότι έλεγε ήταν για το καλό μου και έτσι δεν χρειάστηκε να ρωτήσω άλλο.

    Στο δρόμο για το σπίτι της γιαγιάς όλα ήταν μαγικά. Τα λουλούδια ξεπρόβαλαν από κάθε γωνία του δάσους και έδιναν έναν ευχάριστο, χρωματιστό τόνο μέσα στο δάσος. Μικρά, χαριτωμένα ζωάκια εμφανιζόντουσαν μέσα από τις κουφάλες μερικών δέντρων. Ήταν τόσο χαριτωμένα, που ήθελα να τα πάρω σπίτι μου και να παίζουμε όλη μέρα.

    Τα μεγάλα, πράσινα δέντρα έδιναν μια όμορφη αλλά και ταυτόχρονα τρομακτική εικόνα στο δάσος. Στον αέρα υπήρχε ένα απλό αεράκι που μαζί με τις ευωδιές των λουλουδιών έπαιζε με την κουκούλα μου.

    Στάθηκα πιο κοντά στην μητέρα μου που έμοιαζε απόλυτα συγκεντρωμένη στο δρόμο. Που και που έριχνε γρήγορες ματιές γύρω της λες και κάποιος μας παρακολουθούσε. Ήθελα να τη ρωτήσω αλλά αποφάσισα πως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή.

    Το δάσος καθώς βαδίζαμε όλο και πιο μέσα άλλαζε χρώματα, από ανοιχτό πράσινο σε σκούρο και σε μερικά σημεία που δεν διέκρινες πλήρως τα φυλλώματα των δέντρων θα μπορούσες να πεις πως είχαν το χρώμα του σμαραγδιού. Ήταν απλά υπέροχα.

    Αχ θα ήθελα να μείνω να τα κοιτώ όλη μέρα αλλά για κάποιο ανεξήγητο λόγο δεν μπορούσαμε να μείνουμε παραπάνω. Ο δρόμος για το σπίτι της γιαγιάς μέσα από το δάσος ήταν μακρύς, όμως ο δρόμος γύρω από το χωριό και πέρα από το βουνό ήταν ακόμη πιο μακρύς και σπάνια πηγαίναμε από εκεί αφού ήταν πολύ απότομος και υπήρχαν και ληστές. Ιδίως για μια γυναικά μόνη με ένα κοριτσάκι στα χεριά της ήταν ακόμη πιο επικίνδυνο. Πρέπει να ήμασταν γύρω στη μέση του δάσους όταν η μητέρα μου σταμάτησε για λίγο.

    «Θα σταματήσουμε για πέντε λεπτά και μετά θα συνεχίσουμε.» είπε κοιτώντας με στα μάτια.

    «Εντάξει μανούλα .» είπα γλύκα.

    Ύστερα από 5 λεπτά με πήρε πάλι από το χέρι και συνεχίσαμε το δρόμο μας. Όσο προχωρούσαμε περισσότερες ομορφιές του δάσους έρχονταν στην επιφάνεια.

    Ξέφωτα ξεπρόβαλαν ανάμεσα στα δέντρα, μικρές αχτίδες φωτός διαφαίνονταν ανάμεσα στα φυλλώματα, παράξενα λουλούδια και θάμνοι φύτρωναν στο έδαφος και νόμιζες πως σε καλούσαν να τα μυρίσεις και να κάτσεις δίπλα τους.

    Σε μια στιγμή διέκρινα κάτι δέντρα πολύ άγρια, χωρίς φύλλωμα, σαν καμένα, λες και δεν υπήρχε ζωή μέσα τους. Ήταν απόμακρα, αποξενωμένα από το υπόλοιπο δάσος, σαν να ήταν καταραμένα και δεν άνηκαν σε αυτό το μέρος. Δεν κρατήθηκα και ρώτησα την μητέρα μου.

    «Μαμά, γιατί εκείνα τα δέντρα είναι έτσι;»

    Η μητέρα μου ξαφνιάστηκε και τρόμαξε με την ερώτηση και δίστασε να απαντήσει. «Ήταν παλιά τμήμα του δάσους που κάηκε σε μια φωτιά. Από τότε το χρησιμοποιούσε το χωριό σαν νεκροταφείο και κανένας δεν πατάει εκεί, γιατί θεωρείται ιερό.»

    «Δηλαδή δεν μπορούμε να πάμε εκεί;»

    «Όχι καλή μου, απαγορεύεται να πάμε εκεί χωρίς λόγο. Εκεί πάμε για να αποχαιρετίσουμε αυτούς που χάσαμε.»

    «Κατάλαβα.»

    Ήταν το τελευταίο που είπαμε μέχρι να πάμε στο σπίτι της γιαγιάς, και ήταν πολύ μακρύς ο δρόμος. Επιτέλους μετά από και εγώ δεν ξέρω πόση ώρα φτάσαμε στο σπίτι της γιαγιάς.

    Το σπιτάκι ήταν μικρό, με μια μικρή αυλή και έναν φράχτη να το περιτριγυρίζει. Κάτω από κάθε παράθυρο υπήρχαν παρτέρια γεμάτα με όλων των ειδών λουλούδια, στο κήπο φύτρωναν διάφορα λαχανικά και χόρτα και πιο πέρα υπήρχαν κάποια δέντρα που έβγαζαν καρπούς αλλά δεν ήξερα τι. Τα παράθυρα ήταν από καφέ ξύλο, το ίδιο και η πόρτα που στο τελείωμα της είχε λουλούδια σε μπλε αποχρώσεις.

    Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν ακόμα πιο ωραίο και πιο ζεστό. Τα παράθυρα ήταν καλυμμένα με μπεζ κουρτίνες και στα τελειώματα τους ήταν μικρές μπλε λεπτομέρειες. Είχε έναν μικρό καναπέ και δυο πολυθρόνες μπροστά σε ένα μικρό τραπέζι και πιο δίπλα ένα τραπέζι με τρεις καρέκλες, που το χρησιμοποιούσε για να τρώμε. Στην άλλη άκρη του δωματίου υπήρχαν δύο ξύλινες, κουνιστές πολυθρόνες μπροστά από το τζάκι που αυτή την ώρα ήταν αναμμένο. Στο πάτωμα υπήρχαν μπλε χαλάκια που δεν άφηναν μέρος του σπιτιού ακάλυπτο. Όλο το σπίτι ήταν λες και είχε βγει από παραμύθι. Άνοιξε η πόρτα και εμφανίστηκε η γιαγιά. Μόλις την είδα από την άκρη της αυλής έτρεξα κοντά της.

    «Γιαγιάκα μου, τι κάνεις;» της είπα και την αγκάλιασα σφιχτά.

    «Κοριτσάκι μου, μια χαρά είμαι. Εσύ τι κάνεις; Πως ήταν η διαδρομή;»

    «Μια χαρά γιαγιάκα μου. Πολύ ωραία ήταν η διαδρομή.» Με το που τέλειωσα τη φράση ήρθε και η μαμά κοντά μας.

    «Μητέρα τι κάνεις;»

    «Μια χαρά, κόρη μου. Ελπίζω να είχατε μια πολύ καλή διαδρομή. Ελάτε μέσα, μην παγώσετε. Έχω έτοιμο το φαγητό. Μα για μια στιγμή. Τι ωραία κάπα που είναι αυτή; Είσαι μια πραγματική κουκλίτσα.»

    «Η μαμά μου την έκανε. Είναι πολύ ωραία.» είπα παιχνιδιάρικα.

    «Ναι πράγματι είναι πολύ ωραία. Έχει μεγάλο ταλέντο η μαμά σου. Μα και τι ωραίο χρώμα. Σου πάει το κόκκινο.»

    «Ναι της πάει» συμφώνησε και η μαμά. «Το ταλέντο πρέπει να είναι κληρονομικό.» είπε χαμογελώντας.

    «Μάλλον.» συμφώνησε και η γιαγιά. «Μμ...έχει και κουκούλα; Πολύ ωραία. Μάλλον από εδώ και πέρα θα σε λέω «Κοκκινοσκουφίτσα» αν συμφωνείς και εσύ.» είπε με ένα χαμόγελο.

    «Αχ πολύ μου αρέσει» είπα χαρούμενη. Μετά από αυτές τις τελευταίες μας κουβέντες μπήκαμε μέσα στο σπίτι.

    Έτσι πέρναγε ο καιρός μου. Σχολείο, σπίτι, επίσκεψη στο σπίτι της γιαγιάς και πάλι από την αρχή. Πέρασαν δυο χρονιά και η μαμά αποφάσισε ότι ήταν καιρός να μάθω να πηγαίνω μόνη μου στο σπίτι της γιαγιάς. Έτσι μια μέρα και λίγο πριν ξεκινήσω η μητέρα μου μου είπε: «Μπέλλα, θέλω να σου μιλήσω για κάτι πριν φύγεις.»

    «Ναι, μητέρα.»

    «Νομίζω είσαι αρκετά μεγάλη για να καταλαβαίνεις ορισμένα πράγματα. Έτσι θέλω να σου πω για το φοβερό μυστικό που κρύβει το δάσος ανάμεσα στο χωριό και το σπίτι της γιαγιάς. Θέλω να με ακούσεις πολύ προσεκτικά και να κάνεις ότι σου πω. Να θυμάσαι πάντα τις οδηγίες που θα σου δώσω και ποτέ μα ποτέ να μην τις ξεχάσεις.»

    «Εντάξει, μητέρα.» είπα τρομαγμένη καθώς καθόμουν στη καρεκλά δίπλα της.

    «Πριν πολύ καιρό όταν οι πρώτοι άνθρωποι εγκαταστάθηκαν στο χωριό, το δάσος ήταν μεγαλύτερο και πιο επιβλητικό. Στην ουσία το δάσος περικύκλωνε το χωριό. Το προστάτευε κατά ένα τρόπο, ώσπου άρχισαν ανεξήγητοι θάνατοι να συμβαίνουν στο χωριό. Όσοι έμπαιναν στο δάσος για να κόψουν ξύλα ή να πάνε στο επόμενο χωριό καμία φορά δεν γύριζαν πίσω. Όσοι , όμως γύριζαν είχαν διάφορα σημάδια στο σώμα τους και η συμπεριφορά τους ήταν πιο επιθετική. Μετά από λίγο καιρό λύκοι άρχισαν να εμφανίζονται στο δάσος. Είχαμε πολλές επιθέσεις και πολλοί έχασαν την ζωή τους έτσι, ακόμα και μικρά παιδιά. Όμως δεν μπορούσαν να πάνε βαθιά μέσα στο δάσος για να τους σκοτώσουν, επειδή το δάσος ήταν καλυμμένο με βαλτούς, απόκρημνους γκρεμούς και αδιάβατα περάσματα. Το μόνο μέρος από το όποιο μπορούσαν να περπατήσουν ήταν το μονοπάτι. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο οι λύκοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν στο μονοπάτι αλλά ούτε και να πειράξουν όσους περπατούσαν σ’ αυτό. Όλοι στο χωριό ήταν ανήσυχοι γιατί πίστευαν πως τόσοι πολλοί λύκοι ήταν αφύσικο και ότι κάποιος τους έλεγχε για να τρομοκρατεί το χωριό. Παράλληλα με τους λύκους ένας νεοφερμένος εγκαταστάθηκε στο χωριό μας. Ήταν ένας πολύ όμορφος νεαρός γύρω στα δεκαοκτώ, με μπρονζέ μαλλιά και σμαραγδί μάτια. Οι γονείς του είχαν φύγει όταν γεννήθηκε από το χωριό και τώρα που πέθαναν επέστρεψε στο πατρικό τους. Αυτό κίνησε υποψίες στους χωρικούς και έτσι αποφάσισαν μια μέρα να παρατηρήσουν τι έκανε. Όλες οι ασχολίες του νεαρού Έντουαρντ ήταν απόλυτα φυσιολογικές. Οι χωρικοί όμως ακόμη πίστευαν πως έκρυβε κάτι. Τα βράδια ο νεαρός έφευγε από το σπίτι του και επέστρεφε με την αυγή. Αυτό τους έκανε ακόμα πιο καχύποπτους. Αυτή τους η πεποίθηση επαληθεύτηκε το επόμενο κιόλας βράδυ.

    Μόλις το χωριό καλύφθηκε με το μανδύα του Μορφέα, ο νεαρός Έντουαρντ βγήκε από το σπίτι του και κατευθύνθηκε προς το δάσος. Δυο χωρικοί που είχαν μείνει να τον παρακολουθούν πήγαν από πίσω του. Ο νεαρός δεν πήγε από το μονοπάτι αλλά χάθηκε μέσα στη κάρδια του δάσους. Οι χωρικοί στην αρχή δίστασαν να τον ακολουθούσουν αλλά έπρεπε να μάθουν την αλήθεια. Βγήκαν από το μονοπάτι και ακλούθησαν τον νεαρό στη κάρδια του σκοτεινού και απόμακρου δάσους. Το δάσος το βράδυ ήταν τρομακτικό ακόμα και με φωτιά. Αλλά δεν ρίσκαραν να τους δει έτσι προχωρούσαν στα τύφλα, προσπαθώντας να κάνουν όσο λιγότερο θόρυβο μπορούσαν. Ο Έντουαρντ προχωρούσε όλο και πιο βαθιά στο δάσος το ίδιο και οι χωρικοί. Σε μια στιγμή καθώς προχωρούσαν άκουσαν το ουρλιαχτό των λύκων. Το αίμα τους πάγωσε, δεν είχαν εξοπλιστεί με όπλα μονό από ένα μαχαίρι κρατούσε ο καθένας. Ήταν σίγουροι χαμένοι και ήταν μακριά από το μονοπάτι. Δεν υπήρχε γυρισμός, η μόνη λύση ήταν να συνεχίσουν μπροστά. Μετά από λίγα λεπτά σταμάτησαν λίγο πριν από ένα ξέφωτο, οπού στο κέντρο του ήταν ο Έντουαρντ και γύρω του ήταν μαζεμένοι όλοι οι λύκοι. Αλλά κανένας δεν του επιτέθηκε αλλά αντίθετα όλοι φαίνονταν να απόλυτα ήρεμοι και συγκεντρωμένοι σε κάτι. Τότε συνέβη. Ο Έντουαρντ έπεσε στη γη ενώ ένας λύκος κρατούσε το σώμα του. Οι χωρικοί δεν πίστευαν στα μάτια τους. Ο Έντουαρντ είχε έρθει να σκοτώσει τους λύκους και ως αποτέλεσμα πέθανε. Οι χωρικοί έκαναν στροφή για να φύγουν αθόρυβα αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οι λύκοι τους άκουσαν και άρχισαν να τους κυνηγούν. Έτρεχαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν αλλά χωρίς φως δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά, έτσι συνέχισαν να τρέχουν προς το μονοπάτι. Οι λύκοι όμως ήταν πιο γρήγοροι και έτσι έπιασαν τον έναν. Ποτέ δεν μάθαμε αν έζησε ή αν πέθανε ακαριαία. Ο άλλος χωρικός κατάφερε να φθάσει στο μονοπάτι και έτσι γύρισε στο χωριό ασφαλής για να διηγηθεί στους υπόλοιπους τι είχε γίνει.

    Το επόμενο πρωινό ο χωρικός μάζεψε τους υπόλοιπους στη κεντρική πλατεία και άρχισε να τους διηγείται τι είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ. Όταν τελείωσε όλοι είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό. Δεν πίστευαν στα αυτιά τους, είχαν μετανιώσει που υποψιαστήκαν το καημένο το παιδί, μόνο που εκείνη τη στιγμή περνάει από μπροστά τους ο Έντουαρντ . Είχαν παγώσει, γιατί πίστευαν ότι τα φαντάσματα δεν μπορούσαν να βγουν την ημέρα. Ο Έντουαρντ ευγενικός όπως πάντα τους χαιρέτησε και κατευθύνθηκε προς το φούρνο. Ο χωρικός που είχε ζήσει από κοντά την ιστορία άρχισε να πιστεύει μια τρελή θεωρία. Πήρε παράπλευρα δυο έμπιστους του και αποφάσισαν ότι όταν όλο το χωριό θα έπεφτε για ύπνο να παρακολουθήσουν τον Έντουαρντ για να δουν τι πραγματικά είχε συμβεί.

    Ο Έντουαρντ βγήκε από το σπίτι του και προχώρησε όπως το προηγούμενο βράδυ βαθιά μέσα στο δάσος. Οι χωρικοί τον ακολούθησαν αθόρυβα και σιωπηλά. Έφτασαν στο ξέφωτο και είδαν τον Έντουαρντ να κρατάει μια κοπέλα με μακριά καστανά μαλλιά στα χέρια του. Ήταν και οι δυο γεμάτοι αίματα. Ύστερα από δυο λεπτά ο Έντουαρντ έπεσε στο έδαφος όπως το προηγούμενο βράδυ και τη θέση του πήρε ένας λύκος. Οι χωρικοί είχαν πειστεί πως αυτός ευθυνόταν για όλα αυτά τα εγκλήματα και αποφάσισαν το επόμενο βράδυ να έρθουν και να σκοτώσουν τους λύκους. Έτσι και έγινε. Το επόμενο βράδυ όλοι οι χωρικοί περικύκλωσαν το ξέφωτο και την κατάλληλη στιγμή άναψαν τις φωτιές τους και έβαλαν γύρω από το ξέφωτο φωτιά. Ο Έντουαρντ πριν τον κυκλώσουν οι φλόγες καταράστηκε το χωριό πως θα γυρνούσε κάθε βράδυ με τη μορφή του λύκου και θα σκότωνε όποιον έβγαινε από το μονοπάτι. Μόνο η κοπέλα που αγάπησε και κατά λάθος σκότωσε θα έλυνε το χωριό από την κατάρα. Έτσι από τότε και κάθε βράδυ ο λύκος επιστρέφει και περιμένει να σκοτώσει ξανά. Το μονοπάτι είναι το μόνο που μας προστατεύει επειδή πάνω σε αυτό είχαν χαράξει σύμβολα οι ιθαγενείς του δάσους για να εξορκίσουν τα κακά πνεύματα.

    Για αυτό το λόγο δεν πρέπει ποτέ μα ποτέ να βγεις από το μονοπάτι. Ότι και να γίνει εσύ πρέπει να μείνεις εκεί!!!!! Το κατάλαβες αυτό, κοκκινοσκουφίτσα;»

    «Ναι μαμά το κατάλαβα.» είπα τρομαγμένη. Και ξεκίνησα για το σπίτι της γιαγιάς.

    Έτσι πέρασαν εφτά χρόνια.

    Η γιαγιά μου αυτόν τον καιρό ήταν λίγο αδιάθετη και δεν μπορούσε να μας επισκεφτεί όπως μας είχε πει. Έτσι αποφάσισα να πάω να τη δω. Ξεκίνησα νωρίς το πρωί για να προλάβω να γυρίσω πριν το βράδυ, αν και ήξερα πως όσο έμενα στο μονοπάτι δεν θα πάθαινα κακό. Όλα ήταν υπέροχα, το πρωινό αεράκι, τα λουλούδια, τα δέντρα, τα πάντα. Έφτασα στο σπίτι της γιαγιάς πολύ γρήγορα. Ύστερα από όλα αυτά τα χρόνια η διαδρομή μου φαινόταν πολύ κοντινή και δεν με κούραζε. Έμεινα όλη την ημέρα εκεί φροντίζοντας τη γιαγιά μου, καθαρίζοντας το σπίτι, φροντίζοντας το κήπο και τα γύρω δέντρα.

    Όταν κόντευε το απογευματάκι ήταν ο καιρός να φύγω. Αποχαιρέτησα την γιαγιά μου και της υποσχέθηκα πως θα ερχόμουν και αύριο και ξεκίνησα για το σπίτι. Καθώς προχωρούσα προς την πόρτα σκέφτηκα αυτά που μου είχε πει η μητέρα μου πριν οχτώ χρόνια.

    Από μικρή ήξερα πως δεν έπρεπε να βγαίνω από το μονοπάτι, όσο ελκυστικό και αν φαινόταν το δάσος έκρυβε κάτι πολύ σκοτεινό. Γνώριζα πως το μονοπάτι θα με κρατούσε πάντα ασφαλή, ακόμα και μετά τη δύση του ηλίου. Αλλά για κάποιο ανεξήγητο λόγο αυτή τη φορά έπρεπε να πάω μέσα από το δάσος και όταν θα έβγαινα όλα θα ήταν διαφορετικά. Έτσι, καθώς έφευγα από το σπίτι της γιαγιάς προχώρησα στο μονοπάτι και όταν το σπίτι χάθηκε από το πεδίο όρασής μου, βγήκα από το μονοπάτι και προχώρησα βαθιά στη καρδιά του δάσους. Καθώς προχωρούσα είχα την αίσθηση ότι δεν ήμουν μόνη. Κάποιος με παρακολουθούσε αλλά ποιος.

    Ήταν ακόμη μέρα οπότε πίστευα ότι θα ήταν κάποιος από το χωριό που με είδε και αποφάσισε να με ακολουθήσει, για να βεβαιωθεί ότι όλα θα πάνε καλά. Αλλά καθώς προχωρούσα και ο ουρανός άρχιζε να παίρνει τις αποχρώσεις του ροζ με πορτοκαλί και ο ήλιος να βαθαίνει όλο και πιο πολύ στον ύπνο του, ένα περίεργο συναίσθημα με κατέκλυσε λέγοντας μου ότι αυτός που με παρακολούθησε δεν ήταν από το χωριό, αλλά κάποιος άλλος.

    Ο ουρανός συνέχιζε να αλλάζει χρώματα, από τις αποχρώσεις του ροζ-πορτοκαλί σε μωβ και μετά σιγά σιγά να παίρνει τα χρώματα του μπλε. Αποφάσισα να πάω πιο γρήγορα για να μπορέσω να βγω πριν η πέσει η νύχτα. Τα βήματά μου έγιναν πιο γρήγορα, πιο βιαστικά, έπεφτα συνέχεια αλλά δεν το έβαλα κάτω. Έπρεπε να βγω όσο πιο γρήγορα γινόταν.

    Τελικά δεν ήταν καθόλου καλή η ιδέα να περάσω μέσα από το δάσος. Τα χρώματα του ουρανού συνέχιζαν ν’ αλλάζουν, ώσπου η νύχτα άπλωσε τον σκούρο της μανδύα σε όλο το δάσος. Τώρα πια ήταν πολύ αργά αλλά έπρεπε να συνεχίσω.

    Έβλεπα τις φωτιές από τα σπίτια του χωριού. Δεν ήμουν πολύ μακριά, μόνο λίγα δέντρα μας χώριζαν. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα αλλά κάτι κουνήθηκε από τα δέντρα μπροστά και πάγωσα. Τα ποδιά μου δεν υπάκουαν για να τρέξω. Δεν ήξερα τι να κάνω. Να γυρίσω πίσω ή να συνεχίσω;

    Αν ήταν ο λύκος ήμουν χαμένη. Κανείς δεν θα με έβρισκε εδώ μέσα, αλλά εάν δεν ήταν και ήταν κάτι άλλο δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Με όση δύναμη μου είχε απομείνει αποφάσισα να προχωρήσω για να βγω από το δάσος και ότι ήταν να γίνει ας γίνει. Έκανα δυο βήματα και τότε πρόβαλε μέσα από τα δέντρα ένα αγόρι.

    Το πιο όμορφο αγόρι που είχα δει ποτέ μου. Ήταν γύρω στα δεκαοκτώ, με μπρονζέ μαλλιά και μαύρα ματιά. Τα πιο υπέροχα ματιά που είχα δει ποτέ. Μπορούσα να τον κοιτώ όλη μέρα και όλη νύχτα. Και αυτός με κοιτούσε με ένα βλέμμα γεμάτο απορία αλλά και θαυμασμό. Έκανα ένα βήμα μπροστά και αυτός κινήθηκε προς τα πίσω.

    «Δεν είναι δυνατόν.» είπε.

    «Ποιο πράγμα; Ποιος είσαι;» απάντησα.

    «Με λένε Έντουαρντ Μάσεν. Εσύ δεν είναι δυνατόν να ζεις.» είπε.

    «Γιατί;» ρώτησα απορημένη.

    «Μα πέθανες πριν από χρόνια. Ήμουν εκεί όταν έγινε. Ποια είσαι;» ρώτησε τελικά.

    «Με λένε Ιζαμπέλλα Σουάν. Αλλά οι φίλοι μου με λένε Μπέλλα.» απάντησα.

    «Της μοιάζεις τόσο μα τόσο πολύ. Αν δεν ήξερα ότι είναι νεκρή θα ορκιζόμουν ότι βλέπω φάντασμα.»

    «Τι δουλειά έχεις σε αυτό το μέρος του δάσους;» ρώτησα απορημένη.

    «Εδώ μένω.» απάντησε στρέφοντας το βλέμμα του προς το μέρος που βρισκόταν πίσω μου.

    «Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μου στο χωριό;»

    «Δεν μπορώ. Δεν είμαι ευπρόσδεκτος εκεί.»

    «Θα τους μιλήσω εγώ.»

    «ΟΧΙ!!!!!!!!! Μην το κάνεις. Θα βρεθείς σε μεγάλους μπελάδες. Σε παρακαλώ μην πεις τίποτα σε κανέναν.» είπε και μου έπιασε το χέρι. Ένα ηλεκτροφόρο ρεύμα πέρασε όλο μου το κορμί με αυτό το άγγιγμα. Δεν μπορούσα να καταλάβω το γιατί. «Σε παρακαλώ» είπε κοιτώντας με στα μάτια.

    «Σου το υπόσχομαι, δεν θα πω τίποτα σε κανέναν.» είπα χωρίς να πάρω τα μάτια μου από τα δικά του.

    «Σε ευχαριστώ πολύ Μπέλλα.» είπε με μια γλυκιά φωνή και έσκυψε και μου φίλησε το χέρι. Το φιλί του έστειλε άλλο ένα ηλεκτροφόρο ρεύμα σε όλο μου το σώμα. Γιατί το έκανε αυτό, δεν ήξερα.

    «Ξέρεις πως να γυρίσω στο μονοπάτι; Δεν θέλω να γυρίσω από εκεί που ήρθα. Φοβάμαι μην με βρει ο λύκος.» είπα τρομαγμένη. «Εσύ δεν φοβάσαι μην σε βρει και σε σκοτώσει;» ρώτησα κοιτώντας τον στα μάτια.

    «Μην ανησυχείς, δεν κινδυνεύεις από τον λύκο. Όχι, όσο είμαι εδώ δεν τον έχω δει.» είπε χαμηλώνοντας το βλέμμα του.

    Αν και τον γνώριζα λίγα μόλις λεπτά κατάλαβα πως κάτι έκρυβε, ήμουν σίγουρη. Αλλά δεν τολμούσα να τον ρωτήσω. Δεν ήταν σωστό, αλλά ούτε και ευγενικό. Η μητέρα μου έμαθε ότι δεν είναι σωστό να ρωτάμε προσωπικά πράγματα ακόμα και τους πιο κοντινούς μας ανθρώπους. Όταν έρθει η ώρα θα μιλήσουν μόνοι τους. Οπότε δεν ρώτησα τίποτα πιο προσωπικό.

    «Λοιπόν, ξέρεις πως μπορώ να πάω πάλι πίσω στο μονοπάτι; Έχω αργήσει και η μητέρα μου θα ανησυχεί.» είπα χαμογελώντας.

    «Ναι, φυσικά. Ακολούθησε με.» είπε απλώνοντας το χέρι του. Το έπιασα και τον ακολούθησα μέσα στο σκοτάδι. Φαινόταν αρκετά έως πολύ εξοικειωμένος με το έδαφος και γενικά με όλο το δάσος. Σαν να ήταν κομμάτι του. Ύστερα από λίγα λεπτά φτάσαμε στο μονοπάτι.

    «Μέχρι εδώ μπορώ να σε πάω.» είπε με ένα λυπητερό τόνο.

    «Σ’ ευχαριστώ πολύ Έντουαρντ.» είπα γλυκά.

    «Η ευχαρίστηση είναι όλη δική μου Μπέλλα.» είπε φιλώντας μου ξανά το χέρι και χαρίζοντας μου ένα από τα πιο εκθαμβωτικά χαμογέλα που είχα δει. Ένιωσα το κεφάλι μου να ζαλίζεται και να γυρίζει. Έκλεισα τα μάτια μου για να συγκεντρωθώ. Όταν τα άνοιξα τον είδα να με κοιτάζει μ’ ένα στραβό χαμόγελο. Ήταν τόσο όμορφος.

    «Ελπίζω να σε δω και αύριο.» είπε.

    «Δεν ξέρω, ίσως. Φοβάμαι να μπω στο δάσος τέτοια ώρα.» είπα διστακτικά.

    «Μην φοβάσαι. Όσο θα είμαι μαζί σου τίποτα δεν πρόκειται να σου συμβεί. Στο υπόσχομαι. Λοιπόν, θα έρθεις αύριο;»

    «Εντάξει θα έρθω καθώς θα γυρίζω από το σπίτι της γιαγιάς μου.» απάντησα μ’ ένα χαμόγελο.

    «Εντάξει τότε. Θα σε δω αύριο λίγο πριν τη δύση του ήλιου σ’ αυτό το σημείο. Καληνύχτα Μπέλλα και μην φοβάσαι.» είπε χαμογελώντας μου.

    «Καληνύχτα Έντουαρντ. Θα σε δω αύριο.» ανταπέδωσα το χαμόγελο και ξεκίνησα για το χωριό. Γύρισα να τον δω για τελευταία φορά αλλά είχε ήδη φύγει. Επέστρεψα στο σπίτι με μια αναπάντεχη χαρά, την οποία δεν μπορούσα να εξηγήσω. Μόλις μπήκα σπίτι η μητέρα μου με έπιασε από τα μούτρα.

    «Μπέλλα, που ήσουν τέτοια ώρα; Δεν σου έχω πει να μην αργείς να έρθεις; Ανησύχησα πάρα πολύ. Ξέρεις ότι δεν κάνει να κυκλοφορείς τέτοια ώρα έξω στο δάσος. Γιατί άργησες τόσο πολύ;»

    «Μαμά, ηρέμησε. Έφυγα από το σπίτι της γιαγιάς νωρίς το απόγευμα αλλά κουράστηκα και σταμάτησα για λίγο στο μονοπάτι να χαζέψω τον ουρανό. Ξεχάστηκα και όταν το κατάλαβα είχε ήδη νυχτώσει. Μην ανησυχείς είμαι μια χαρά. Τίποτα δεν συνέβη.»

    «Με τρόμαξες. Μονό εσένα έχω, έκτος από την γιαγιά σου. Είσαι όλη μου η ζωή μου μικρή μου.» είπε σφίγγοντας με μες στην αγκαλιά της.

    «Και έμενα μητέρα είσαι όλη μου η ζωή.» της απάντησα καθώς την έσφιγγα και εγώ στην αγκαλιά μου.

    Την επομένη μέρα έκανα κανονικά όλες μου τις δουλειές και ετοιμάστηκα να πάω στο σπίτι της γιαγιάς, όπως της είχα υποσχεθεί και όχι μόνο. Δεν μου άρεσε να λέω ψέματα στην μητέρα μου αλλά το είχα υποσχεθεί ότι δεν θα μιλήσω σε κανέναν. Έφτασα στο σπίτι της γιαγιάς και την βοήθησα σε ότι ήθελε.

    Σε μια στιγμή όπως τρώγαμε μου είπε:

    «Ξέρεις καμία φορά τα πράγματα δεν έρχονται όπως τα θέλουμε. Καμία φορά πρέπει να παλέψεις με τα πιστεύω σου για να είσαι ευτυχισμένη.»

    «Τι είναι αυτό, γιαγιάκα;» ρώτησα απορημένη.

    «Όταν έρθει ο καιρός θα καταλάβεις.» Ήταν το τελευταίο που είπε πριν με αποχαιρετήσει.

    Ήταν νωρίς το απόγευμα και σε λίγο θα νύχτωνε. Έφτασα στο σημείο που με είχε αφήσει χθες. Αλλά ο Έντουαρντ δεν ήταν εκεί. Λες να τα φαντάστηκα όλα αυτά; Η’ μήπως με κορόιδεψε; Δεν πρόλαβα να κάνω άλλη σκέψη και εμφανίστηκε μέσα από τα δέντρα ντυμένος στα άσπρα. Αχ....πόσο του πήγαινε το άσπρο..Χθες το βράδυ δεν είχα προσέξει ότι τα μάτια του δεν ήταν μαύρα, αλλά ήταν σμαραγδί προς το πράσινο και έλαμπαν. Ήταν εκθαμβωτικά.

    «Καλησπέρα, Μπέλλα» με χαιρέτησε μ’ ένα χαμόγελο.

    «Καλησπέρα, Έντουαρντ.»

    «Λοιπόν, θέλεις να πάμε μια βόλτα μέσα στο δάσος ή θες να μείνουμε εδώ;»

    Ήθελα να πάω μαζί του μέσα στο δάσος και γενικά όπου και να με οδηγούσε θα πήγαινα, αλλά δεν έπρεπε ν’ αφήσω το μονοπάτι ότι και αν γινόταν.

    «Δεν είμαι και τόσο σίγουρη ότι είναι η καλύτερη ιδέα.»

    «Μην ανησυχείς. Δεν έχεις τίποτα να φοβάσαι μαζί μου. Σε διαβεβαιώνω.» είπε και άπλωσε το χέρι του.

    Χωρίς δεύτερη σκέψη του έδωσα το χέρι μου και τον άφησα να με οδηγήσει βαθιά μέσα στο δάσος, μακριά από την ασφάλεια του μονοπατιού. Δεν ρώτησα που πάμε. Απλά και μόνο που θα ήμουν μαζί του ένιωθα ασφαλής. Δεν ήθελα τίποτα άλλο. Φτάσαμε στο ξέφωτο με τα καμένα δέντρα. Ανατρίχιασα και πρέπει να το κατάλαβε.

    «Τι συμβαίνει;» ρώτησε.

    «Δεν μπορώ να προχωρήσω. Φοβάμαι. Και δεν θέλω να μπω σ’ αυτό το μέρος. Είναι καταραμένο.» είπα κάνοντας ένα βήμα πίσω.

    «Μην ανησυχείς. Δεν πρόκειται να μείνουμε εδώ. Απλά θέλω να σου δείξω που μένω μες στο δάσος.» Είχα τις αμφιβολίες μου αλλά δεν μπορούσα να του αρνηθώ. Έτσι τον ακολούθησα. Περάσαμε το καταραμένο μέρος και μπήκαμε σ’ ένα μαγικό μέρος. Ο ήλιος τώρα έδυε και έδινε σε όλα τα πράγματα που βρίσκονταν εκεί μια εξωτική ομορφιά. Ήταν όλα πανέμορφα. Ανάμεσα στα δέντρα υπήρχε ένα μικρό σπιτάκι με έναν κήπο και δυο καρέκλες γύρω από ένα τραπέζι. Με οδήγησε εκεί και κάτσαμε. Μου πρόσφερε ζέστη σοκολάτα και κουλουράκια.

    «Είναι πολύ νόστιμα. Ποιος τα έφτιαξε;»

    «Εγώ. Έμαθα να μαγειρεύω από πολύ μικρός. Οι γονείς μου πέθαναν όταν ήμουν μικρός και έπρεπε να μάθω να φροντίζω τον εαυτό μου.»

    «Λυπάμαι πολύ για τους γονείς σου. Πρέπει να στεναχωρήθηκες πολύ.»

    «Όχι, ιδιαίτερα. Ο πατέρας μου έλειπε συχνά από το σπίτι και η μητέρα μου δούλευε όλη μέρα. Αλλά αυτό έγινε πολύ καιρό πριν οπότε οι πληγές έχουν κλείσει.»

    «Και πάλι λυπάμαι. Και πως ζεις εδώ ολομόναχος; Δεν φοβάσαι μην σου επιτεθεί κανείς;»

    «Όχι, γιατί δεν μπορούν να περάσουν το καταραμένο ξέφωτο. Είναι προληπτικοί και έτσι δεν έχω απρόσκλητους επισκέπτες.»

    «Και με τα άγρια ζώα τι κάνεις; Με αυτόν το λύκο; Αν σου επιτεθεί τι θα κάνεις;» ρώτησα τρομαγμένη.

    «Όπως σου είπα, δεν χρειάζεται να ανησυχείς για αυτόν. Όσο καιρό είμαι εδώ δεν μου έχει συμβεί τίποτα. Δεν χρειάζεται να στενοχωριέσαι. Δεν θέλω να είσαι λυπημένη.» είπε και με κοίταξε βαθιά στα ματιά ψάχνοντας για μια απάντηση. Ασυναίσθητα του χαμογέλασα και εκείνος ανταπέδωσε το χαμόγελο. Έστρεψα τα μάτια μου προς τον ουρανό και είδα πως είχε νυχτώσει.

    «Πρέπει να γυρίσω σπίτι μου.» είπα και σηκώθηκα βιαστικά.

    «Περίμενε θα σε πάω εγώ. Ξέρω έναν πιο σύντομο δρόμο για το μονοπάτι.» Με οδήγησε σε έναν δρόμο πίσω από το σπίτι του και που έβγαζε κατευθείαν στη στροφή του μονοπατιού πριν μπούμε για το χωριό.


    «Σε ευχαριστώ πολύ Έντουαρντ. Πέρασα πολύ ωραία.»

    «Εγώ σε ευχαριστώ που ήρθες Μπέλλα. Ήταν ένα από τα καλύτερα βράδια που είχα εδώ και αρκετό καιρό.» είπε και με φίλησε στο στόμα. Με το που τα χείλη του άγγιξαν τα δικά μου ένιωσα να μου κόβεται ο αέρας. Η γη είχε φύγει κάτω από τα πόδια μου και δεν υπήρχε τίποτα άλλο πέρα από το φιλί του. Τα χείλη του ήταν ζεστά και έρχονταν σε αντίθεση με τα δικά μου παγωμένα χείλη. Έβαλα τα χεριά μου μέσα στα μαλλιά του και χάιδευα μια, μια τις τούφες των μαλλιών του. Με έσφιξε πιο πολύ κοντά του και με φίλησε με περισσότερο πάθος. Όλο μου το σώμα επιζητούσε το φιλί και το χάδι του. Ήθελα να με κάνει δική του. Όταν έσπασε το φιλί με κοίταξε με το πιο υπέροχο βλέμμα που είχα δει τις τελευταίες δυο μέρες. Ήξερα πως και αυτός ένιωθε ότι και εγώ. Από την πρώτη στιγμή που ειδωθήκαμε ξέραμε πως είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον.

    «Καληνύχτα, Μπέλλα. Όνειρα γλύκα.» με αποχαιρέτησε με ένα φιλί στο χέρι.

    «Καληνύχτα Έντουαρντ.» είπα γλύκα και ξεκίνησα να πηγαίνω προς το χωριό. Όταν έφτασα σπίτι η μητέρα μου με περίμενε στο τζάκι. Δεν μου φώναξε παρά μόνο μου είπε πως καλό θα ήταν άλλη φόρα να μένω στη γιαγιά, παρά να γυρίζω μόνη μου στο δάσος.

    Έπεσα για ύπνο και είδα το πιο υπέροχο όνειρο που είχα δει τα τελευταία δεκαεπτά χρόνια. Έτσι σχεδόν κάθε βράδυ βρισκόμουν με τον Έντουαρντ στο γνωστό μας μέρος και περνάγαμε λίγη ώρα μαζί. Φρόντιζα να φεύγω αρκετά νωρίς από το σπίτι της γιαγιάς, ώστε να περνάω πιο πολύ ώρα μαζί του. Βασικά ούτε μια αιωνιότητα δεν θα έφτανε για να μπορέσω να βαρεθώ ποτέ την παρουσία του. Ένα απόγευμα όπως καθόμασταν με ρώτησε:

    «Γιατί φοράς συνέχεια αυτή την κόκκινη κάπα;»

    «Γιατί μου αρέσει. Με προστατεύει από το κρύο. Και επιπλέον αρέσει και στην γιαγιά μου. Με φωνάζει «Κοκκινοσκουφίτσα» λόγω του χρώματος. Έτσι με λέει από τότε που ήμουν οχτώ.»

    «Πολύ χαριτωμένο παρατσούκλι.» είπε δίνοντας μου ένα φιλί στο στόμα. Αχ γιατί κάθε φόρα έπρεπε να χάνω τη γη κάτω από τα πόδια μου. Αν ήταν έτσι ο έρωτας τότε είχα σοβαρό πρόβλημα.

    «Έλα να περάσουμε μαζί αύριο το βράδυ.» είπε κοιτώντας με στα μάτια.

    «Δεν ξέρω. Δεν νομίζω να είναι και τόσο καλή ιδέα. Δεν μου αρέσει να λέω ψέματα στη μητέρα μου και τόσο καιρό που βρισκόμαστε νιώθω τύψεις που της κρύβω ένα τόσο όμορφο πράγμα.» είπα χαμηλώνοντας το βλέμμα μου.

    «Μόνο για αύριο το βράδυ. Σε παρακαλώ.»

    «Δεν ξέρω. Θα προσπαθήσω αλλά δεν ξέρω αν μπορέσω να την πείσω να με αφήσει να μείνω στης γιαγιάς. Μου έχει πει ότι μπορώ να μείνω αν είναι να φύγω βράδυ αλλά μέχρι τώρα δεν ήταν πρόθυμη να το κάνει. Τέλος πάντων, πρέπει να φύγω. Δεν χρειάζεται να έρθεις. Το έχω μάθει πια το δρόμο. Καληνύχτα Έντουαρντ.»

    «Καληνύχτα αγαπημένη μου.»

    Στο δρόμο του γυρισμού σκεφτόμουν αν ήταν σωστό να περάσω το βράδυ μαζί του. Αφού όμως τον αγαπούσα δεν ήταν κάτι κακό. Αφού το γύριζα για πολλή ώρα στο μυαλό μου, το αποφάσισα. Θα μείνω μαζί του και ότι είναι να γίνει ας γίνει. Μόνο που τώρα πρέπει να ανακοινώσω στη μητέρα ότι θα μείνω στη γιαγιά. Όταν έφτασα σπίτι η μητέρα μου βρισκόταν στο τζάκι. Έβγαλα το παλτό μου και κάθισα δίπλα της.

    «Μητέρα, ήθελα να σου ζητήσω κάτι.»

    Με κοίταξε κάπως απορημένη, αφού ούτε αυτή θυμόταν ποτέ ήταν η τελευταία φορά που ζήτησα κάτι. «Ότι θέλεις, κοριτσάκι μου.»

    «Θέλω αύριο το βράδυ να κοιμηθώ στη γιαγιά, αν δεν υπάρχει πρόβλημα.»

    Το σκεφτόταν αρκετά λεπτά ώσπου είπε.

    «Μπορείς να μείνεις στη γιαγιά αλλά νωρίς το πρωί θέλω να γυρίσεις σπίτι. Ότι και να γίνει το πρωί θα είσαι εδώ. Όταν γυρίσω από την εκκλησία θέλω να σε βρω εδώ. Εντάξει, κοκκινοσκουφίτσα μου;» είπε κοιτώντας με γλυκά.

    «Εντάξει, μανούλα. Το επόμενο πρωί θα είμαι ήδη σπίτι.» Την καληνύχτισα και πήγα για ύπνο.

    Την επομένη μέρα έκανα κανονικά τις ετοιμασίες για να πάω στο σπίτι της γιαγιάς. Χαιρέτισα την μητέρα μου και πήρα το δρόμο μέσα από το δάσος. Αλλά για κάποιο λόγο ένιωθα πως ότι γινόταν σήμερα γινόταν για κάποιο λόγο.

    Έφτασα στο σπίτι της γιαγιάς και την βρήκα όρθια στο κήπο να φτιάχνει τα λουλούδια. Την ρώτησα γιατί ήταν όρθια και μου είπε πως σήμερα ήταν μια ξεχωριστή μέρα. Έμεινα μαζί της μέχρι αργά το απόγευμα. Μετά την καληνύχτισα και ξεκίνησα για το σπίτι.

    Στη μέση του μονοπατιού με περίμενε ο Έντουαρντ. Πήγαμε μαζί στο σπίτι του. Σήμερα ήταν διαφορετικό.

    Είχε ανάψει μικρά κεριά και τα είχε τοποθετήσει σχεδόν σε όλο το σπίτι. Είχε μαζέψει φρέσκα τριαντάφυλλα από το κήπο του και είχε διακοσμήσει τα βάζα. Όλο το σπίτι μύριζε τριαντάφυλλο. Το άρωμα του ήταν μεθυστικό. Με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στη μεριά του κρεβατιού.

    Άπλωσε τα χεριά του και μου έβγαλε την κόκκινη κάπα. Άπλωσε απαλά τα χείλη του πάνω στα δικά μου. Ένα ηλεκτροφόρο ρεύμα διαπέρασε το σώμα μου. Στη συνέχεια το φιλί του βάθυνε, είχε περισσότερο πάθος. Ανταποκρινόμουν σε κάθε του άγγιγμα, σε κάθε του επιθυμία για επαφή.

    Τα χεριά του γλίστρησαν από το λαιμό μου και κατέβηκαν στους ώμους μου και στη συνέχεια στη μέση μου. Τα χέρια μου ήταν στα μαλλιά του και τον έσφιγγα πιο πολύ επάνω μου. Με απαλές κινήσεις άρχισε να ξεκουμπώνει το φόρεμα σιγά σιγά, ενώ τα χείλη του δεν άφηναν λεπτό τα δικά μου. Το φόρεμα έπεσε απαλά στο πάτωμα. Έμεινα με το μεσοφόρι.

    Τα χέρια μου κατέβηκαν αργά στο μπροστινό μέρος του πουκαμίσου του και άρχισαν να το ξεκουμπώνουν σιγά σιγά. Τα χέρια του άφησαν για λίγο το σώμα μου και κατευθύνθηκαν στο παντελόνι του, που με μια κίνηση βρέθηκε στο πάτωμα.

    Τα χέρια του βρέθηκαν πάνω στο μεσοφόρι μου που με απαλές κινήσεις το πέρασε πάνω από το κεφάλι μου. Ήμασταν και οι δυο τελείως γυμνοί, αλλά υπήρχε μια οικειότητα που δεν την είχα ξανανιώσει. Με φίλησε με περισσότερο πάθος, καθώς ξαπλώναμε στο κρεβάτι.

    Ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα κατέκλυσε τα σωθικά μου. Ήθελα να με κάνει δική του εκείνη τη στιγμή. Έπιασε το πρόσωπό μου με τα δύο του χέρια και το έφερε κοντά στο δικό του. Σήκωσα δισταχτικά το ένα μου χέρι και άγγιξα το πρόσωπό του. Τα μάτια του έκλεισαν καθώς το χέρι μου χάιδεψε το μάγουλο και το πιγούνι του. Οι άκρες των δαχτύλων μου πέρασαν από τα χείλη του. Τον ένιωσα να τα φιλάει καθώς άνοιγε τα μάτια του για να με κοιτάξει.

    Τα πόδια μου ήταν διπλωμένα και το χέρι μου κρατιόταν από τον ώμο του. Ένιωθα τη ζέστη από το κορμί του πάνω μου και ήμουν σίγουρη πως και αυτός ένιωθε το ίδιο. Φίλησα τα κλειστά του βλέφαρα, την μύτη του και είδα ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη του. Συνέχισα να φιλώ τα μάγουλά του και το πιγούνι του και στάθηκα στα χείλη του. Τα φίλησα αργά και διστακτικά. Ένιωσα ένα από εκείνα τα ηλεκτρισμένα ρεύματα στα χείλη μου.

    Το ένα χέρι του βυθίστηκε στα μαλλιά μου και έσπρωξε το κεφάλι μου μπροστά. Τα χείλη του συγκρούστηκαν με τα δικά μου. Το χέρι του που ήταν στα μαλλιά μου πίεσαν το στόμα μου ακόμα πιο πολύ στο δικό του. Συνέχισε αφήνοντας υγρά φιλιά στο λαιμό μου καθώς κατέβαινε προς τα κάτω. Το χέρι που ήταν πριν λίγη ώρα στα μαλλιά μου είχε κατέβει στη πλάτη μου όμως το άλλο που ήταν στη μέση μου ανέβαινε προς το στήθος μου. Το έσφιξε στην παλάμη του και ένιωσα κάτι υγρό ανάμεσα στους μηρούς μου.

    Μου ξέφυγε ένα βογκητό και εκείνος συνέχισε να χαϊδεύει απαλά ένα από τα λευκά μου στήθη. Ήθελα να συνεχίσει αυτή η αίσθηση. Μου τσίμπησε τη ρώγα, η οποία είχε ήδη σκληρύνει από τον κρύο αέρα. Αυτή η ελάχιστη αίσθηση πόνου, προκάλεσε και άλλο υγρό. Ήξερα πως ερχόταν από το φύλο μου αλλά δεν ήξερα γιατί. Είχα γύρει το κεφάλι μου προς τα πίσω. Εκείνος είχε ήδη σκύψει για να φιλήσει το στήθος μου.

    Έτσι τα χέρια μου βυθίστηκαν ξανά στα μαλλιά του. Αν η αίσθηση των χεριών του πάνω μου ήταν υπέροχη, το στόμα του ήταν σκέτη κόλαση. Ένιωσα φιλιά σε όλο μου το στήθος. Η αναπνοή μου ήταν ακόμα πιο γρήγορη. Η γλώσσα του έγλειψε μία από τις ρώγες μου.

    «Έντουαρντ», ψιθύρισα.

    Στο άκουσμα του ονόματος του, πήρε τη ρώγα μου στο στόμα του και άρχισε να την πιπιλάει με μανία. Τα δάχτυλά μου τράβηξαν τα μαλλιά του. Ήθελα και άλλο. Μου τσίμπησε ελαφρά και την άλλη ρώγα και την πήρε στο στόμα του. Έσφιξα τα πόδια μου για να ανακουφίσω την περίεργη αίσθηση στη κοιλιά μου και στο φύλο μου. Ήταν μία αίσθηση που ένιωθα για πρώτη φορά στη ζωή της. Κάτι σαν πίεση, μία φωτιά που με έκαιγε ολόκληρη και ήθελα κι άλλο.

    «Μπέλλα…», ψιθύρισε και ένιωσα το στρώμα να κινείται καθώς εκείνος μετακινιόταν. Έσφιξα γερά τις γροθιές μου περιμένοντας ότι ήταν να έρθει. Ζεστή σάρκα άγγιξε τη δικιά μου. Το χέρι του χάιδεψε τα μαλλιά μου και το μάγουλό μου. Προσπάθησα να μείνω ακίνητη αν και ήθελα να γύρω στο χέρι του. Έτσι χαλάρωσα. Τον άκουσε να παίρνει μια βαθιά ανάσα και να την αφήνει. Η ζεστή του ανάσα έκαιγε πάνω στο λαιμό μου όπως και το υπόλοιπο σώμα μου ήταν ήδη ζεστό από την επαφή με το δικό του. Μετακίνησε λίγο το σώμα του και η επαφή σε κάποια σημεία με το δικό μου προκάλεσαν ένα δυνατό βογκητό και από τους δύο. Ένιωσα κάτι στο φύλο μου. Κάτι σκληρό και ζεστό πίεζε την είσοδό μου, το ένιωσα να μπαίνει μέσα μου. Η αίσθηση ήταν παράξενη, πρωτόγνωρη. Και το πιο περίεργο ήταν πως ικανοποιούσε τη φωτιά που με έκαιγε.

    «Είσαι δική μου Ιζαμπέλλα», τον άκουσα να λέει για πρώτη φορά και να με αποκαλεί με ολόκληρο το όνομά μου, πριν μπει όλος με μία γρήγορη κίνηση. Μία μικρή κραυγή πόνου ξέφυγε. Τα χέρια του κράταγαν σταθερά τους γοφούς μου. Πήρα βαθιές ανάσες και είδα πως ο πόνος καταλάγιαζε σιγά. Τον ένιωσα να κινείται ελαφρά και υπήρχε μία άλλη αίσθηση. Ήταν ευχάριστη, πολύ ευχάριστη όσο περνούσε η ώρα.

    Το κορμί μου άρχισε να κινείται από μόνο του και να ανταποκρίνεται στις κινήσεις του. Ήταν λες και τα κορμιά μας ήταν σε μία μυστική επικοινωνία. Ιδρώτας άρχισε να σχηματίζεται στα σώματα μας.

    «Ω, ναι», τον άκουσα να λέει. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν και με φίλησε με παθός. Το χέρι του πήρε το ένα πόδι μου και το τύλιξε γύρω από τη μέση του, χωρίς να σταματήσει το σμίξιμό μας. Τον ένιωσα να μπαίνει ακόμα πιο γρήγορα. Ένιωθα ότι ήμουν κοντά σε κάτι αλλά δεν ήξερα τι. Δεν έλεγχα πλέον το κορμί μου. Η φωτιά με είχε τυλίξει και έκαιγε σε όλο μου το σώμα. Η αίσθηση που είχα μέσα μου απελευθερώθηκε ξαφνικά.

    «Έντουαρντ», φώναξα και άφησα ένα βογκητό. Τον άκουσα να προφέρει το όνομά μου με τον ίδιο τρόπο που είχα προφέρει το δικό του. Το σώμα του στάθηκε ακίνητο και ένιωσα κάτι υγρό να χύνεται μέσα μου. Το κορμί μου ήταν ικανοποιημένο και καθώς όλο μου το σώμα χαλάρωνε, είδα το πρόσωπό του και κατάλαβα πως και εκείνος ήταν ικανοποιημένος. Τα σώματα μας ήταν χάλαρα το ένα πάνω στο άλλο. Έφερε την κουβέρτα από πάνω μας και μείναμε αγκαλιά όλο το βράδυ.

    Το επόμενο πρωί σηκώθηκα αρκετά νωρίς και άρχισα να ντύνομαι.

    «Που πας;» ρώτησε απορημένος.

    «Υποσχέθηκα στη μητέρα μου ότι νωρίς το πρωί θα είμαι εκεί.»

    «Θέλεις να σε πάω εγώ;»

    «Όχι, αφού δεν πρέπει να σε δουν. Έτσι είπες.» Και συνέχισα να φτιάχνω τα μαλλιά μου πριν βάλω την κόκκινη κάπα από πάνω μου. Λίγο πριν βγω από την πόρτα με έπιασε από τη μέση και με φίλησε με τόσο πάθος.

    «Σ’ αγαπάω.» είπε

    «Εγώ σ’ αγαπάω πιο πολύ.» απάντησα.

    «Έλα αύριο το βράδυ αν μπορείς. Θα σε περιμένω.»

    «Θα προσπαθήσω.» είπα γλύκα και απομακρύνθηκα πιο γρήγορα μπορούσα. Όταν έφτασα σπίτι η μητέρα μου δεν ήταν εκεί. Δεν μπορούσα να καταλάβω που είχε πάει. Μέχρι να γυρίσει αποφάσισα να κάνω τις δουλείες και να μαγειρέψω. Κατά το μεσημεράκι γύρισε η μητέρα μου.

    «Μπέλλα, εδώ είσαι;»

    «Ναι, μάνουλα. Αφού σου είχα πει ότι θα ήμουν άδω. Γιατί, τι έγινε;»

    «Είχαμε πάει με τους υπόλοιπους του χωρίου να κάνουμε μια τελετή.»

    «Τι τελετή;»

    «Για το λύκο. Έχει καιρό να εμφανιστεί και πιστεύουμε πως κάτι κακό θα συμβεί.»

    «Σαν τι, δηλαδή;»

    «Δεν ξέρουμε. Πάντως θέλω να μου υποσχεθείς πως δεν θα ξαναπάς στο δάσος μόνη σου.»

    «Σου το υπόσχομαι.»

    «Ωραία έλα να φάμε.» Και έτσι συνεχίστηκε η μέρα. Το επόμενο πρωινό ακούσαμε φωνές και κλάματα έξω στο δρόμο. Βγήκαμε και είδαμε τον φούρναρη να κρατεί στα χεριά του ένα κοριτσάκι καλυμμένο στα αίματα. Το θέαμα ήταν φρικιαστικό. Ποιος θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο;

    «Ήταν ο λύκος. Τον είδα. Ήταν εκείνος πάλι. Επέστρεψε. Πρέπει να τον σκοτώσουμε. Σήμερα, πριν φύγει το φεγγάρι.»

    «Γιατί πριν φύγει το φεγγάρι;» ρώτησα. Όλοι γύρισαν και με κοίταξαν.

    «Γιατί μονό στη διάρκεια του φεγγαριού μπορούμε να πάμε βαθιά μέσα στο δάσος, έξω από το μονοπάτι. Πέρα από το καταραμένο δάσος.» απάντησε ο φούρναρης.

    Όχι, σκέφτηκα εκεί είναι ο Έντουαρντ. Πρέπει να τους εμποδίσω αλλά πως.

    «Μπορώ να έρθω και εγώ μαζί σας;»

    «Μπέλλα όχι.» είπε η μητέρα μου.

    «Είναι πολύ επικίνδυνο. Μπορεί να χτυπήσεις ή ακόμα χειρότερο να σκοτωθείς.»

    «Δεν θα πάθω τίποτα. Σκότωσε τη φίλη μου. Πρέπει να πεθάνει.» είπα αποφασιστικά.

    «Εντάξει λοιπόν. Θα ξεκινήσουμε μόλις βραδιάσει.» είπαν όλοι. Τις ώρες που ακλούθησαν όλοι ετοιμαζόντουσαν για τη βραδινή αποστολή. Η μητέρα μου να μου λέει συνεχώς να είμαι πάντα δίπλα σε κάποιον με όπλο και γενικά να μην φύγω από το πλήθος. Της υποσχέθηκα πως δεν θα πάθω τίποτα.

    Η νύχτα έριξε το μαύρο της πέπλο και αγκάλιασε το χωριό αλλά και ολόκληρη τη φύση. ΟΙ χωρικοί ξεκίνησαν για το δάσος. Με το φεγγάρι για οδηγό ήταν αρκετά εύκολο να περπατάμε ανάμεσα στα κλαδιά. Περάσαμε το καταραμένο δάσος και συνεχίσαμε κανονικά. Φτάσαμε μπροστά από το σπίτι που έμενε ο Έντουαρντ και σταματήσαμε. Άρχισαν να φωνάζουν το όνομά του και να τον καλούν έξω, αλλά καμία απάντηση. Φοβήθηκα, γιατί δεν ήξερα που ήταν. Ένιωσα ένα άγγιγμα στο χέρι μου και τρόμαξα. Γύρισα και ήταν η μητέρα μου. Είχε έρθει για να βεβαιωθεί ότι θα ήμουν καλά. Ακούσαμε θόρυβο από το πίσω μέρος του σπιτιού και όλοι μαζί προχωρήσαμε αργά. Είδαμε τον ¨Εντουάρντ καλυμμένο στα αίματα και στα χεριά του τον αδελφό του χασάπη.

    «Δολοφόνε...!!!!!!!!!!» φώναξαν όλοι.

    «Δεν είμαι. Εσείς με κάνατε έτσι, με την ηλίθια θυσία σας. Έχω ν’ αλλάξω έναν μηνά, και ήρθατε να τα διαλύσετε όλα.» είπε θυμωμένα.

    Δεν καταλάβαινα γιατί τον αποκάλεσαν έτσι. Ήμουν μπερδεμένη. Δεν μπορεί ο λύκος που φοβόμουν από μικρή μέχρι τώρα να είναι ο Έντουαρντ. Δεν μπορεί ο άνθρωπος που αγαπώ να είναι ένα κακό, αιμοβόρο τέρας. Την ιδία στιγμή σαν αναλαμπή ήρθαν στο μυαλό μου τα λόγια του. «Μην ανησυχείς, δεν κινδυνεύεις από τον λύκο. Όχι, όσο είμαι άδω δεν τον έχω δει.» Τώρα κατάλαβα. Αυτός ήταν ο λύκος, αλλιώς γιατί να μου τα πει. Ήμουν τόσο ανόητη που τονιστεί, που πίστεψα κάθε του λέξη.

    «Σήμερα θα πεθάνεις.» είπαν όλοι με μια φωνή.

    «Ξέρετε πως κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν. Μονό η κοπέλα που αγάπησα μπορεί να με ελευθερώσει. Μονό ο όρκος της πως θα είναι αιωνία δική μου θα με απαλλάξει από την κατάρα.» είπε και το βλέμμα του συνάντησε το δικό μου. Από την έκφραση του κατάλαβα πως τώρα ήξερε ότι έμαθα ποιος πραγματικά είναι.

    «Ξέρεις ότι αύτη η κοπέλα είναι νεκρή. Τη σκότωσες. Άρα και εσύ πρέπει να πεθάνεις.»

    «Ναι, τη σκότωσα στην προσπάθεια μου να τη σώσω και να σώσω και έμενα. Αλλά μπορώ να σωθώ. Με τη βοήθεια της αιωνίας αγάπης μου, της Μπέλας.»

    Όλοι γύρισαν και με κοίταξαν έντρομοι και απορημένοι.

    «Η Μπέλλα με βοήθησε να αγαπήσω ξανά.»

    «Μπέλλα;» ρώτησε η μητέρα μου.

    «Ναι, μητέρα είναι αλήθεια. Συγγνώμη που σου είπα ψέματα.» είπα ντροπιασμένη.

    «Όχι. Αποκλείεται. Δεν πρόκειται να την αφήσω να έρθει με ένα τέρας.» είπε η μητέρα μου.
    «Αυτό δεν είναι στο χέρι σου, αλλά στο δικό της. Δική της είναι η επιλογή.» απάντησε.

    «Μπέλλα, γλυκιά μου. Σε παρακαλώ. Μην το κανείς αυτό, σκέψου έμενα, τη γιαγιά σου..»

    Στο άκουσμα της γιαγιάς μου ευχήθηκα να ήταν να μου έλεγε τι να κάνω. Πραγματικά ένιωθα χαμένη, προδομένη και ήταν ο μονός άνθρωπος που θα άκουγα αύτη τη στιγμή.

    «Κοκκινοσκουφίτσα;» ακούστηκε η φωνή της γιαγιάς. Σήκωσα το βλέμμα μου και την είδα να στέκεται λίγα μετρά πίσω από τον Έντουαρντ.

    «Κοκκινοσκουφίτσα, θυμήσου αυτό που σου είχα πριν λίγες μέρες, και πάνω από όλα να θυμάσαι ότι δεν έχει σημασία τι λένε οι άλλοι αλλά τι σου λέει η κάρδια σου.» είπε γλύκα.

    Έκλεισα τα ματιά μου και σκέφτηκα τι πραγματικά ήθελα. Ήθελα να είμαι με τον Έντουαρντ. Τον ήθελα όσο τίποτα άλλο στη ζωή μου και θα τον αγαπούσα για πάντα. Νομίζω ότι αύτη ήταν η απάντηση που έψαχνα να βρω. Όλοι με φοίταγαν και περίμεναν την απάντηση μου.

    «Θέλω να μείνω με τον Έντουαρντ. Τον αγαπώ. Είναι όλη μου η ζωή.» είπα κοιτώντας τον στα ματιά.

    «Ορκίσου μου πως θα μου είσαι πιστή. Ορκίσου το.»

    «Τ’ ορκίζομαι. Θα σου είμαι πιστή για πάντα.» απάντησα και προχώρησα προς το μέρος του. Η μητέρα μου προσπάθησε να με εμποδίσει αλλά η γιαγιά της έκανε νόημα να σταματήσει. Συνέχισα να προχωρώ αργά προς το μέρος του, ώσπου έφτασα σε απόσταση αναπνοής. «Ορκίζομαι ότι θα σου είμαι πιστή και θα σε αγαπώ για πάντα.»

    Ο Έντουαρντ δεν είπε τίποτα, το μονό που έκανε ήταν να με φιλήσει. Αυτό το φιλί ήταν διαφορετικό. Μαζί με τη γλύκα και το παθός που είχε κάθε του φιλί, είχε και μια πικρία. Δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Τα χεριά μου βρεθήκαν στα μαλλιά του τραβώντας τον πιο κοντά σε μένα. Το φιλί μας δυνάμωνε και κάτι άλλαζε, το ένιωθα. Ένα σύννεφο μας είχε περικυκλώσει αλλά φοβόμουν να σπάσω από το φιλί μας. Σε μια στιγμή όλα γύρω μας εξαφανίστηκαν και ο Έντουαρντ έσπασε το φιλί μας.

    «Σ’ ευχαριστώ που με έσωσες αγάπη μου. Θα είμαι αιωνία δικός σου.» με ξαναφίλησε με παθός. Η γη έτρεμε κάτω από τα ποδιά μου και όλα θόλωσαν γύρω μας. Καπνός έπνιξε τα πάντα και ο Έντουάρντ χάθηκε από μπροστά μου. Φωνές και θόρυβος ακουγόταν από παντού. Δεν ήξερα αν θα έπρεπε να μείνω εκεί που ήμουν ή να τρέξω μακριά από εκεί. Τελικά ο καπνός διαλύθηκε, στη θέση του Έντουαρντ ήταν ένας μεγάλος μαύρος λύκος και ο Έντουαρντ βρισκόταν ξαπλωμένος λίγα μετρά πιο πέρα.

    «Έντουαρντ.....»φώναξα και έκανα να πάω κοντά του αλλά ο λύκος γρύλλισε και μου πάγωσε το αίμα.

    Ο Έντουαρντ άρχισε να συνέρχεται. Σηκώθηκε όρθιος και προσπάθησε να με πλησιάσει αλλά τότε ο λύκος γύρισε και τον απομάκρυνε ακόμα παραπέρα.

    «Νομίζω πως ο Έντουαρντ δεν είναι πια ο λύκος. Ο λύκος πρέπει να πεθάνει.» είπε ένας από τους χωρικούς.

    «Ναι!!!!!!!!!!!» συμφωνήσαν όλοι. Τότε άρχισαν να περικυκλώνουν τον λύκο φροντίζοντας να μεγαλώνουν το χώρο ανάμεσα μας. Όταν ήταν όλοι γύρω του άρχισαν να ελαχιστοποιούν το κενό με το τέρας, ώσπου δεν έμεινε καθόλου χώρος. Σε όλο αυτό το διάστημα ο Έντουαρντ είχε έρθει από πίσω μου και με είχε πάρει αγκαλιά. Οι χωρικοί πλησίασαν περισσότερο το λύκο και του έβαλαν φωτιά. Ο λύκος ούρλιαξε από πόνο και ο Έντουαρντ με έκλεισε στην αγκαλιά του. Όλα είχαν τελειώσει μέσα σε λίγα λεπτά.

    Γυρίσαμε όλοι στο χωριό και εξηγήσαμε στους υπόλοιπους κάτοικους τι πραγματικά είχε συμβεί. Ο Έντουαρντ έμεινε πάλι στο σπίτι των γονιών του. Η μητέρα μου μας επέτρεψε να βλεπόμαστε. Έπειτα από λίγους μήνες παντρεύτηκα τον Έντουάρντ και μείναμε στο σπίτι μέσα στο δάσος.

    Ζήσαμε εμείς καλά και εκείνοι καλυτέρα!!!!!!

    Zafrina
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    http://www.jokastia.blogspot.com
     
    Valentine Fanfic Contest - Συμμετοχές
    Επιστροφή στην κορυφή 
    Σελίδα 1 από 1
     Παρόμοια θέματα
    -

    Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτήΔεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
    Bella And Edward :: Midnight Inspirations :: Forum Contests-
    Μετάβαση σε: