Bella And Edward
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.



 
ΦόρουμΠόρταλΕικονοθήκηΑναζήτησηLatest imagesΣύνδεσηΕγγραφή
Η συνέχεια της διάσημης σειράς βιβλίων έρχεται στα βιβλιοπωλεία στις 4 Αυγούστου με τίτλο «Midnight Sun» και αφηγείται την ιστορία του «Λυκόφωτος» από την πλευρά του Edward Cullen.
Πρόσφατα Θέματα
» Ashley's Greene blog
Κρυφός Εαυτός I_icon_minitimeΠαρ 17 Μαρ 2023 - 15:11 από Marzaki Cullen

» Τι ακουτε αυτη την στιγμη;
Κρυφός Εαυτός I_icon_minitimeΠαρ 4 Ιουν 2021 - 15:08 από April

» Bella And Edward - 11 χρόνια μετά
Κρυφός Εαυτός I_icon_minitimeΤετ 6 Ιαν 2021 - 20:34 από Marzaki Cullen

» Συζήτηση για το Midnight Sun
Κρυφός Εαυτός I_icon_minitimeΚυρ 13 Δεκ 2020 - 17:38 από Katrin

» Robert Pattinson
Κρυφός Εαυτός I_icon_minitimeΔευ 7 Σεπ 2020 - 21:40 από $ofi@ + Edward

» Infernal Devices - Κουρδιστός 'Αγγελος
Κρυφός Εαυτός I_icon_minitimeΠαρ 8 Μάης 2020 - 1:03 από evi

» Wallpapers by twins
Κρυφός Εαυτός I_icon_minitimeΔευ 4 Μάης 2020 - 13:25 από Zafrina

» Twilight the movie
Κρυφός Εαυτός I_icon_minitimeΚυρ 3 Μάης 2020 - 12:07 από hiddenfantasy

» Vampire Diaries - TV Series
Κρυφός Εαυτός I_icon_minitimeΔευ 13 Απρ 2020 - 12:11 από Zafrina

» New Moon the movie
Κρυφός Εαυτός I_icon_minitimeΠαρ 10 Απρ 2020 - 12:49 από Zafrina

Παρόμοια θέματα
    Quote of the Week
    "Bella is with Edward. She's a part of this family, and we protect our family."

    Carlisle Cullen, Twilight
    Character of the Week
    Rosalie Lillian Hale

    (born 1915 in Rochester, New York) is a member of the Olympic coven.

    She is the wife of Emmett Cullen and the adoptive daughter of Carlisle and Esme Cullen, as well as the adoptive sister of Jasper Hale (in Forks, she and Jasper pretend to be twins), Alice, and Edward Cullen.

    Rosalie is the adoptive sister-in-law of Bella Swan and adoptive aunt of Renesmee Cullen, as well as the ex-fiancée of Royce King II.
    Νοέμβριος 2024
    ΔευΤριΤετΠεμΠαρΣαβΚυρ
        123
    45678910
    11121314151617
    18192021222324
    252627282930 
    ΗμερολόγιοΗμερολόγιο
    Bella & Edward Playlist
    Το μαργαριτάρι της Ροδεσίας

    Στο κατώφλι µιας νέας εποχής για τη Ροδεσία, η Μάντριγκαλ, έχοντας χάσει τον άντρα της λίγες µονάχα ώρες µετά τον γάµο τους, θρήνησε βαθιά την απώλειά του και αποφάσισε να ζήσει µε τη θύµησή του. Όµως δεν φαντάστηκε ποτέ πως θα της ζητούσαν να πάρει τη θέση της συζύγου του βασιλιά.

    Ο βασιλιάς Έντουαρντ, αφού γνώρισε την απόλυτη ευτυχία δίπλα στη γυναίκα που λάτρεψε όσο καµία, την Άµπερλιν, δέχτηκε το σκληρότερο χτύπηµα της µοίρας όταν εκείνη πέθανε πριν προλάβει να φέρει στον κόσµο το παιδί τους. Ωστόσο, προκειµένου ν' ανταποκριθεί στα βασιλικά του καθήκοντα και να χαρίσει έναν διάδοχο στη Ροδεσία, είναι υποχρεωµένος να παντρευτεί ξανά και απ' όλες τις υποψήφιες επιλέγει τη Μάντριγκαλ.

    Μήπως όµως το όνοµα της νέας του συζύγου κουβαλά µια σκοτεινή µοίρα; Άραγε υπάρχει ελπίδα να αλλάξει το πεπρωµένο; Θα καταφέρει η Μάντριγκαλ να ξυπνήσει την αγάπη στην καρδιά του άντρα και βασιλιά της; Κι εκείνος θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τα αισθήµατά του πριν χάσει τα πάντα για άλλη µια φορά;

    Συγγραφέας ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΜΑΡΙΑ
    Εκδότης ΩΚΕΑΝΙΔΑ


     

     Κρυφός Εαυτός

    Πήγαινε κάτω 
    ΣυγγραφέαςΜήνυμα
    peter
    Twilight Human
    Twilight Human



    Άντρας Καρκίνος
    Ηλικία : 29
    Τόπος : Βεροια
    Αριθμός μηνυμάτων : 12
    Registration date : 12/03/2011

    Forks Student Profile
    Team: Volturi Volturi
    Special ability Special ability: Inflict Pain with Thoughs

    Κρυφός Εαυτός Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Κρυφός Εαυτός   Κρυφός Εαυτός I_icon_minitimeΚυρ 13 Μαρ 2011 - 16:42




    ΚΡΥΦΟΣ ΕΑΥΤΟΣ







    ~Στην Χριστίνα, που ήθελε τόσο πολύ να μάθει γι αυτήν την ιστορία.~





    ( Μια ιστορία από τα παλιά )




    ~ Το διήγημα αυτό βασίζεται σε μια μικρή περίληψη που έγραψα παλιά. Η έκδοση του αυτή είναι πολύ διαφορετική από την παλιά έκδοση της περίληψης. Πρόσωπα, σκηνές, ονόματα, ακόμα, και η πλοκή είναι διαφορετικά από την παλιά του έκδοση. Απλώς, ήθελα να ασχοληθώ ξανά με αυτό, γιατί θεώρησα πως έπρεπε να διορθωθούν κάποιες ατέλειες που υπήρχαν, αλλά και να απαντηθούν πολλές ερωτήσεις που είχαν μείνει αναπάντητες και πολλά κενά που έπρεπε να γεμίσουν.~



    Όλα είχαν κανονιστεί. Επιτέλους ένα όνειρο γινόταν πραγματικότητα- και δεν ήταν το μονό που είχε εκπληρωθεί. Τις τελευταίες δυο εβδομάδες ένιωθε πως ζούσε σε ένα παραμύθι, που οι άνθρωποι δεν πληγώνουν ο ένας τον άλλον και που, όταν αυτό συμβεί η συγγνώμη είναι το αυτονόητο επακόλουθο.
    Όλα ήταν σαν να είχαν βγει από ένα καλογραμμένο βιβλίο. Ο πανέμορφος, γοητευτικός, αλλά κατά κάποιον τρόπο «αλητάκος», όπως τον αποκαλούσε αυτές τις υπεροχές εβδομάδες μετά την ερωτική του εξομολόγηση, του Λυκείου είχε πάψει πλέον να κοροϊδεύει την έξυπνη, ακούσια απομονωμένη από τους γύρω της, παχουλή κοπέλα, αφού με το που την γνώρισε καλύτερα κατάλαβε το ποιον της και πλέον ήταν αμετάκλητα και κεραυνοβόλα ερωτευμένος μαζί της. Αυτή η αλλαγή είχε γίνει τελείως απρόσμενα.
    Όταν ο καθηγητής της ιστορίας ανέθεσε σε αυτήν μια εργασία για τα πρώτα χρόνια μετά τον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα, η οποία για να ολοκληρωθεί χρειαζόταν τουλάχιστον έναν μηνά, και υποχρέωσε τον Άγγελο να την κάνει μαζί της, δεν φανταζόταν σε καμία περίπτωση πως θα είχε τέτοια εξέλιξη.
    Μάλιστα, από την πρώτη στιγμή ήταν βέβαιη πως θα είναι ο πιο εφιαλτικός μήνας της ζωής της, αφού ήξερε από πρώτο χέρι τι εστί Άγγελος και μάλιστα τι εστί Άγγελος μαζί της.
    Ακόμα, και η αρχική του αντίδραση επιβεβαίωνε άριστα τις σκέψεις της- το να πετάγεσαι όρθιος και να ωρύεσαι, μπροστά σε όλη την τάξη, πως αποκλείεται να περνάς τρία απογεύματα την εβδομάδα επί ένα μηνά με την αγελάδα με γυαλιά, σίγουρα, δεν σημαίνει πως θα περάσεις έναν ήσυχο και δημιουργικό μηνά με αυτό το άτομο. Και, σίγουρα, δεν σημαίνει πως τρέφει κάποια ερωτικά αισθήματα για εσένα.
    Παρ’ όλα αυτά, όταν κατάφεραν να τον ηρεμήσουν οι φίλοι του στο διάλλειμα με διάφορα κατευναστικά που του είπαν, εκείνος δέχθηκε την εργασία, ζήτησε συγγνώμη (μια λέξη που του ήταν άγνωστη μέχρι εκείνη την ημέρα) από τον καθηγητή του για την ανάρμοστη συμπεριφορά του και προς μεγάλη έκπληξη της Χριστίνας της απεύθυνε τον λόγο χωρίς ίχνος σαρκασμού ή λοιδορίας.
    Στην αρχή, πίστεψε πως αυτή η ανέλπιστη μεταμέλεια του, ευθυνόταν στο γεγονός πως φοβόταν την τιμωρία που τον περίμενε αν δεν ζητούσε συγγνώμη από τον καθηγητή του και δεν δεχόταν την εργασία.
    Όσο για την συμπεριφορά του απέναντι της, πίστευε πως ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης οκνηρίας του, αλλά και της μεγάλης απέχθειας του γι αυτήν, αφού ήταν σίγουρο πως της συμπεριφερόταν έτσι, επειδή ήθελε να της φορτώσει ολόκληρη την εργασία και φυσικά οι λοιδορίες και ο σαρκασμός δεν ήταν ο καλύτερος τρόπος για να την πείσει.
    Βεβαία, αυτή η θεώρηση της διαψεύθηκε την επόμενη κιολας μέρα, όταν την έπιασε σε ένα διάλλειμα και της ζήτησε να κανονίσουν τις ήμερες για την εργασία.
    Δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Ο κύριος τέλειος να της μιλάει ευγενικά και να νοιάζεται για ασήμαντα πράγματα, όπως η εργασία και αυτή…;Απίστευτο.
    Και οι εκπλήξεις συνεχιστήκαν, αφού τελικά ήρθε στο ραντεβού που είχαν δώσει και εκτός από την ευγένεια με την οποία της μιλούσε προσπάθησε και να την βοηθήσει. Δυστυχώς, όμως, δεν τα κατάφερε αφού το μονό που έκανε ήταν να την κοιτάζει συνέχεια και να ρωτάει πράγματα γι αυτήν.
    «Δεν μου είπες, όμως, που μένεις», της είπε διακόπτοντας την, για άλλη μια φορά από την προσπάθεια που έκανε, για να συγκεντρώσει πληροφορίες από τις διαφορές εγκυκλοπαίδειες της βιβλιοθήκης. Της είχε προτείνει να πάνε στο σπίτι του και να ψάξουν στο διαδίκτυο, μιας και αυτή δεν είχε internet στο σπίτι της, αλλά είχε αρνηθεί ευγενικά προφασιζόμενη πως προτιμούσε την βιβλιοθήκη.
    «Όντως», σάρκασε η Χριστίνα, ενοχλημένη από τις συνεχείς ερωτήσεις του. Ήταν δυνατόν να της ζητάει την διεύθυνση της; Τι περίμενε, πως θα τον προσκαλέσει για να δουν ταινία ή κάτι τέτοιο.
    «Δεν μου αρέσει να σε βλέπω ενοχλημένη», δήλωσε αυτός κοιτάζοντας την στα μάτια, με ύφος που έλεγε πως ήταν θυμωμένος γι αυτήν την κατάσταση και συνάμα πως θα έκανε τα πάντα για να μην την ξαναδεί έτσι.
    «Καινούργιο είναι αυτό; Μήπως ξέχασες το σλόγκαν ‘η αγελάδα με τα γυαλιά’ ή το ‘η φάλαινα του βυθού τώρα και στην πόρτα σας’ ή στο σχολειό σας ή όπως αλλιώς το έλεγες; Ξέρεις όλα αυτά δεν μου φτιάχνουν την διάθεση», φώναξε, σε έξαλλη κατάσταση.
    «Λυπάμαι, ειλικρινά λυπάμαι. Θα ήθελες να φύγω;» την ρώτησε.
    «Ναι. Πολύ θα το ήθελα, αλλά δυστυχώς δεν θα προλάβω με την εργασία». Θα του ζητούσε, στην ανάγκη θα τον παρακαλούσε να την αφήσει να κάνει την εργασία μονή, από την πρώτη στιγμή που τους ανέθεσαν αυτό το βασανιστήριο, αλλά ήξερε πως αν επιχειρούσε να την κάνει μονή της δεν θα προλάβαινε το χρονικό περιθώριο και θα έμενε πίσω στα υπόλοιπα μαθήματα της. Κάτι που δεν θα το έκανε για τίποτα και για κανέναν, πόσο μάλλον για τον Άγγελο.
    Θα τον αντιμετώπιζε. Δεν ήταν δα και κανένας μπαμπούλας- ένα ανόητο, αστοιχείωτο σχολιαρόπαιδο ήταν που τα μονά του ενδιαφέροντα ήταν τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, οι φίλοι του και κυρίως οι φίλες του και η προσπάθεια του να κερδίσει τον θαυμασμό των γύρω του.
    Βεβαία, ήξερε πως το να τον αντιμετωπίσει δεν ήταν πολύ του χαρακτήρα της και σίγουρα δεν θα ήταν ευγενική εκείνη την ώρα. Όμως, αυτή την φορά δεν την ένοιαζε- θα έδειχνε σε αυτόν και σε οποίον άλλον την κορόιδευε πως και αυτή έχει στόμα και μυαλό. Πολλή καιρό είχε κρατήσει αυτή η κατάσταση.
    «Και τώρα, σε παρακαλώ, αντέγραψε την πρώτη παράγραφο από την σελίδα 268, αυτού το βιβλίου. Θα μας χρειαστεί», είπε όσο πιο ευγενικά της επέτρεπε η σύγχυση της.
    Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε για την επόμενη 1,5 εβδομάδα. Όταν, όμως μετά από δυο εβδομάδες που έβλεπε την ειλικρινή του μεταμέλεια και δεχόταν τις αβρότητες του, δεν άντεξε και η συμπεριφορά της άλλαξε απέναντι του.
    Σιγά-σιγά, άρχισε να νιώθει άνετα όταν ήταν κοντά του. Γελούσε με τα αστεία του και πολλές φόρες συζητούσαν για θέματα που παλιά ήταν σίγουρη πως αποκλείεται να τα γνωρίζει. Είχε φτάσει σε σημείο, ακόμα, και να αστειεύεται μαζί του, όταν μπέρδευε τα βιβλία στα οποία έπρεπε να ψάξει και αντέγραφε εντελώς λάθος πληροφορίες από αυτές που χρειάζονταν- κάτι που στην αρχή την εκνεύριζε αφάνταστα πολύ.
    «Άγγελε, νομίζω πως δεν θα μας φάνει πολύ χρήσιμο στην εργασία, το τι περιελάμβανε το σύνταγμα του ’64», του είπε διστακτικά, μια μέρα η Χριστίνα προσπαθώντας να μην τον προσβάλει.
    «Πάλι έκανα λάθος ε; Με συγχωρείς πολύ Χριστίνα, συνήθως δεν είμαι τόσο απρόσεκτος- απλώς… να … δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, όταν είμαι κοντά σου», ψιθύρισε αμήχανα ο Άγγελος, με μάτια που σιγόκαιγαν.
    «Δεν χρειάζεται να ζητάς συγγνώμη», άλλαξε γρήγορα θέμα, μην μπορώντας να κρύψει την αμηχανία της, αφού την πρόδιδαν τα κατακόκκινα μαγούλα της.
    «Ευχαριστώ», είπε απογοητευμένος και επέστρεψε στις σημειώσεις του.
    Χιλιάδες ερωτήματα είχαν κατακλίσει το μυαλό της. Τι ήταν όλο αυτό; Ήταν δυνατόν να είναι ένα τρυφερό, έμμεσο, χιλιοειπωμένο, ερωτικό
    υπονοούμενο;
    Όχι, αποκλείεται. Μια τέτοια υπόθεση ξεπερνούσε ακόμη και ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας, σε τρελά. Αλλά και πάλι, τι σήμαινε αυτή η αμηχανία που είχε δει στο πρόσωπο του, όταν της μιλούσε;
    «Ξέρεις, θα μπορούσαμε να βρεθούμε και κάπου αλλού, εκτός από αυτήν την μικρή αίθουσα της βιβλιοθήκης».
    «Ναι…», τραύλισε η Χριστίνα.
    «Θα μπορούσαμε να πάμε το Σάββατο, σινεμά, στο ‘Έρωτας του Νοέμβρη-αν θέλεις», της πρότεινε κοιτάζοντας κάτω όση ώρα μιλούσε και καρφώνοντας την, έπειτα, με τα μάτια του.
    «Θα το ήθελα πολύ», απάντησε και είδε το πρόσωπο του να φωτίζεται, «αλλά το…»
    «Δεν πειράζει, κατάλαβα», την διέκοψε.
    «Πάμε το άλλο Σάββατο, αν δεν έχεις να κάνεις τίποτα καλύτερο», πρότεινε.
    «Δεν έχω να κάνω τίποτα απολύτως» απάντησε ενθουσιασμένος. «Κανονίστηκε, λοιπόν;», την ρώτησε.
    «Ναι», συμφώνησε εκείνη, με φωνή γεμάτη αμφισημία. Δεν ήταν σίγουρη, αν είχε πάρει την σωστή απόφαση. Ο μόνος τρόπος που υπήρχε για να το μάθει ήταν να βάλει τα καλά της και να πάει στο ραντεβού. Αν και συνήθως δεν λειτουργούσε έτσι- η διάφορα σε αυτήν την περίπτωση ήταν πως οι επιθυμίες της νικούσαν την φωνή της λογικής.
    Οι επόμενες μέρες κύλησαν σε ένα γενικό κύμα ενθουσιασμού, γέλιων και ανείπωτων συναισθημάτων. Τα τρία απογεύματα που έπρεπε να τα περνούν στην βιβλιοθήκη για την εργασία έγιναν πέντε, αλλά η πρόοδος της δεν ήταν και τόσο μεγάλη.
    Φυσικά, ο Άγγελος έλεγε συνεχεία πως αυτός έφταιγε για αυτήν την αργοπορία, μιας και την διέκοπτε συνεχεία. Όμως αυτό δεν ήταν αλήθεια, αφού μέρα με την μέρα τα αισθήματα τους γίνονταν αμοιβαία και όπως είχε πει ο Άγγελος δεν μπορούσαν να συγκεντρωθούν, όταν ήταν κοντά ο ένας στον άλλον.
    Συζητούσαν με τις ώρες, ξεχνώντας, καμία φορά, τελείως την εργασία και γελούσαν με την κάρδια τους με διάφορα αστεία που έλεγαν.
    Ακόμα, και στο σχολειό ο Άγγελος συνήθιζε να περνάει τα περισσότερα διαλλείματα μαζί της, αφήνοντας τους φίλους του όχι και τόσο έκπληκτους.
    Και οι δυο έλεγαν πως είχαν γίνει πολύ καλοί φίλοι, όμως αυτό ήταν ένα άτιμο ψέμα, μιας και τα αισθήματα και των δυο ήταν τελείως διαφορετικά από φιλικά. Και αυτό αποδεικνυόταν ακράδαντα από τα δήθεν τυχαία αγγίγματα τους και από το πως ένιωθαν μετά από αυτά.
    «Δεν πιστεύω να ξέχασες το αυριανό ραντεβού μας!», της είπε σε ένα διάλλειμα ενώ κάθονταν κάτω από ένα δέντρο της αυλής, μια μέρα πριν το Σάββατο και της αρχής των υπέροχων δυο εβδομάδων της.
    «Αυτό είναι; Ραντεβού;», τον ρώτησε με νόημα.
    «Η απάντηση μου είναι: ένα απόλυτο και χωρίς κανένα ενδοιασμό, ναι», απάντησε παιχνιδιάρικα.
    «Έπρεπε να μου το πείτε νωρίτερα αυτό, κύριε»
    «Γιατί; Θα ήταν διαφορετική η απάντηση σας; Κύρια μου»
    «Δεν ξέρω, ίσως…», απάντησε εκείνη, παριστάνοντας την σκεφτική.
    «Είσαι αδίστακτη», την κατηγόρησε και άρχισε να την γαργάλα.
    Ξέφυγε εύκολα από την αγκαλιά του και τον ρώτησε: «Τι ώρα θα περάσεις αύριο να με πάρεις;»
    «Μμ, δεν ξέρω. Θα ήθελες να πάμε στην απογευματινή ή στην βραδινή παράσταση;»
    «Η βραδινή είναι ότι πρέπει»
    «Ωραία, τότε θα περάσω από το σπίτι σου το όποιο, παρεμπίπτοντος, δεν ξέρω σε ποια οδό βρίσκεται, κατά της εννέα και μίση», δήλωσε με την ειρωνεία απτή στο πρόσωπο του.
    «Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, 56. Θα σε περιμένω», είπε γελώντας και σηκώθηκε από το έδαφος, αφού έπρεπε να ξεκινήσει για το επόμενο μάθημα της.
    «Θα είμαι εκεί», είπε ξεψυχισμένα.
    Ήταν τελείως έκπληκτη και ενθουσιασμένη- και αν και δεν επέτρεπε ακόμα στον εαυτό της να το παραδεχθεί- απόλυτα και ολοκληρωτικά ερωτευμένη με τον νέο Άγγελο. Αυτός ο Άγγελος ήταν το άκρον άωτο του προηγούμενου ανώριμου, γελοίου, ματαιόδοξου, ανουσίου Αγγέλου. Αυτός ήταν αστείος, τρυφερός, συμπονετικός με αν όχι πάντα, τουλάχιστον τις περισσότερες φόρες σωστές, σοβαρές απόψεις.
    Δεν ήξερε σε τι να αποδώσει αυτή την αλλαγή, αν και μερικές φόρες, που το υπερήφανο κομμάτι του εαυτού της υπερισχύει, σκεφτόταν πως ίσως να ευθυνόταν στον ερώτα του γι αυτήν.
    Βεβαία, ποτέ δεν της το είχε εξομολογηθεί, όμως ήταν τόσο φανερό που μερικές φόρες το θεωρούσε δεδομένο.
    Δεν χρειάστηκε, όμως, να σκέφτεται αυτό το θέμα για πολύ ακόμα. Όλες οι αμφιβολίες, οι σκέψεις και η μελαγχολία, που οφείλει να έχει κάθε ερωτευμένος, πριν δει τον ερώτα του να επισημοποιείται, εξαφανίστηκαν με την επόμενη ημέρα στο ραντεβού τους.
    «Είσαι υπέροχη», ψιθύρισε έκπληκτος ο Άγγελος, όταν άνοιξε η πόρτα.
    «Ευχαριστώ, αλλά διακρίνω μια έκπληξη στον τόνο της φωνής σου. Μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί;», τον πείραξε.
    «Γιατί κάνεις δεν μπορεί να είναι τόσο όμορφος», απάντησε σαν να ήταν η πιο απλή, η πιο αυτονόητη απάντηση.
    «Εντάξει, τέρμα οι πλάκες», είπε αυστηρά.
    «Δεν είναι πλακά ανόητο, πανέμορφο κορίτσι»
    «Ναι…πάμε;» ρώτησε και έκανε να φύγει.
    «Δεν έχεις να πας πουθενά», είπε και την τράβηξε πάνω του.
    Τα χείλη του ήταν μαλακά πάνω στα δικά της. Κινούνταν αργά, αλλά μόλις την ένιωσε να τραβιέται έγιναν απαιτητικά. Τελικά, υπέκυψε στις επιθυμίες της, αλλά δεν την άφησε από την αγάλια του.
    Μόλις τα χείλη του απομακρύνθηκαν από τα δικά της σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε.
    «Έλα μαζί μου», διέταξε, τον έπιασε από το χέρι και τον τράβηξε κάτω από την αδιάκριτη, από τους λίγους ανθρώπους που κυκλοφορούσαν στην οδό Καβάφη, κρυψώνα της μεγάλης μηλιάς στον κήπο.
    Αυτός ήταν ο τρόπος με τον όποιο είχε επισημοποιηθεί η σχέση τους και η ανάμνηση του ήταν το καλύτερο ηρεμιστικό στις δύσκολες ώρες όπως αυτή.
    Την είχε πιάσει σήμερα το πρωί- μετά από απουσία μιας ολόκληρης ημέρας, που τον είχε δει, μονό, φευγαλέα σε έναν διάδρομο- και της είχε πει πως ήθελε, σήμερα, να έρθει στο σπίτι του να τελειώσουν την εργασία μιας και είχε περάσει ο ένας μήνας, του όποιου οι τελευταίες δυο εβδομάδες ήταν από τις καλύτερες της ζωής της και να δουν καμία ταινία στην τηλεόραση.
    Δεν μπορούσε να αρνηθεί, αν και θα το ήθελε πολύ. Όχι πως φοβόταν την συμπεριφορά του ή κάτι τέτοιο- της είχε ξεκαθαρίσει πως θα είναι κύριος- απλώς ποτέ δεν ένιωθε άνετα να πηγαίνει σε ξένα σπίτια.
    Ήταν ένας φόβος που είχε αποκτήσει, όταν ήταν μικρή, σε ένα πάρτι- είχε σπρώξει κατάλαθος την μητέρα του παιδιού που είχε τα γενέθλια του, όταν κουβαλούσε την τούρτα και τόνοι σαντηγής, μπισκότων και κρέμας είχαν εκτοξευτεί παντού. Το μνησίκακο κοριτσάκι του όποιου είχε διαλύσει το πάρτι έκανε να της μιλήσει χρόνια και συνάμα είχε στρέψει όλη την, προσκεκλημένη στο πάρτι της, τάξη εναντίον της.
    Όμως τώρα, δεν θα πήγαινε σε ένα σπίτι γεμάτο με μικρά, πονηρά, παιδάκια που την μισούσαν, επειδή τους χάλασε την διασκέδαση. Θα πήγαινε στο σπίτι του πανέμορφου, τρυφερού, ευγενικού αγοριού της με το όποιο ήταν τρελά ερωτευμένη.
    Άνοιξε την πόρτα, που στεκόταν μπροστά της τόση ώρα ακίνητη και βγήκε στον μικρό κήπο τους.
    Διέσχισε γρήγορα την οδό Καβάφη και προχώρησε στην επόμενη.
    Το σπίτι του Αγγέλου δεν ήταν πολύ μακριά. Θα έφτανε γρήγορα- κάτι που την έκανε να κάνει πιο γρήγορο το βηματισμό της.
    Ότι φόβους και να είχε, ότι και να την απασχολούσε ο Άγγελος τα έκανε να εξαφανιστούν. Την έκανε να νιώθει τόσο ήρεμη και ασφαλής, όταν ήταν κοντά του που τον αποζητούσε σχεδόν συνεχεία.
    Έστριψε σε μια γωνία και το σπίτι του Αγγέλου εμφανίστηκε μπροστά της. Ακουγόταν μουσική και θόρυβος από μέσα. Σαν να γινόταν πάρτι.
    Προχώρησε γρήγορα τον λίγο δρόμο που την χώριζε από την πόρτα του κήπου και την άνοιξε. Τα βήματα της αντήχησαν στο χαλικόστρωτο και μόλις έφτασε στην πόρτα χτύπησε το κουδούνι.
    Απάντηση καμία.
    Κοίταξε από τα παράθυρα και είδε διαφορές σιλουέτες να κινούνται.
    Σίγουρα, πρέπει να γινόταν πάρτι. Μήπως είχε κάνει λάθος; Μήπως δεν ήταν για σήμερα το ραντεβού τους; Όχι αποκλείεται να έκανε λάθος. Της το είχε πει σήμερα το πρωί πως ήταν για απόψε στις εφτά.
    Έλεγξε το ρόλοι της. Ήταν έξι και μίση. Προφανώς, από την βιασύνη της είχε έρθει πιο νωρίς.
    Χτύπησε ξανά το κουδούνι. Ένα κεφάλι εμφανίστηκε στο παράθυρο και την ιδία στιγμή χάθηκε. Αυτόματα η μουσική έκλεισε και διάφορα φωτά μέσα στο σπίτι έσβησαν.
    Ακουστήκαν βήματα και μετά από πέντε δευτερόλεπτα η πόρτα άνοιξε.
    Η Ελένη Φελεκάκη, μια από τις πολλές παλιές «φίλες» του Αγγέλου της χαμογελούσε αυτάρεσκα κρατώντας ένα ποτήρι στο χέρι της.
    «Παιδιά ήρθε», φώναξε στρέφοντας το κεφάλι της στο εσωτερικό του σπιτιού.
    Φωνές και γιουχαΐσματα ακουστήκαν από μέσα και μετά από δυο δευτερόλεπτα γνωστά πρόσωπα άρχισαν να εμφανίζονται στην πόρτα.
    «Που είναι ο Άγγελος;» ρώτησε η Χριστίνα έκπληκτη από τις ορδές συμμαθητών της και μη, που εμφανίζονταν.
    «Το ήξερα πως το πρώτο πράγμα που θα ζητούσε να μάθει θα ήταν αυτό. Είναι κάργα ερωτευμένη μαζί σου Άγγελε», φώναξε η Ελένη κάπου μέσα στο πλήθος και πολλοί άρχισαν να γελούν.
    «Το ξέρω» ακούστηκε η φωνή του Αγγέλου.
    «Άγγελε;», έκανε ερωτηματικά η Χριστίνα
    «Ναι, αγάπη μου», απάντησε ο Άγγελος - που μόλις είχε εμφανιστεί μπροστά
    στην πόρτα- με την ειρωνική φωνή του.
    Και αλλά γέλια.
    «Τι συμβαίνει; Κάνεις πάρτι;»
    «Δεν είναι φανερό; Πιστεύω πως είναι ένας καταπληκτικός τρόπος να γιορτάσουμε τον ερώτα μας. Δεν συμφωνείς, Άγγελε μου;». Η ερώτηση του έκανε το πλήθος να διπλωθεί στα γέλια.
    «Έρχεσαι, για δυο λεπτά μαζί μου έξω;» τον ρώτησε η Χριστίνα έχοντας τα τελείως χαμένα. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι γινόταν, αν και ήταν σίγουρη πως δεν ήταν καλό.
    «Θέλεις να τον ξεζουμίσεις για άλλη μια φορά, έτσι δεν είναι χοντρή αγελάδα;», φώναξε η Ελένη.
    «Πάψε», της είπε απότομα ο Άγγελος, όμως μετά την τράβηξε πάνω του, «Όχι ακόμα»
    «Έλα μέσα Χριστίνα μου», διέταξε απαλά ο Άγγελος και κατευθύνθηκε προς το μέρος της.
    «Όχι δεν θα σε αφήσω να το κάνεις αυτό και σήμερα. Δεν θα αγγίξεις ποτέ ξανά αυτήν την φάλαινα. Σήμερα θα είσαι δικός μου.», είπε η Ελένη και τον εμπόδισε να πάει πάνω της.
    Του γύρισε βίαια τον κορμό και έπειτα κόλλησε τα χείλη της πάνω στα δικά του. Το φιλί ανταποδόθηκε με τον μεγαλύτερο πόθο και διάφορα «Μπράβο» άρχισαν να ακούγονται μέσα από το πλήθος.
    Μόλις τα χείλη τους χώρισαν, η Ελένη στράφηκε προς το μέρος της και την ρώτησε: «Πίστευες αλήθεια πως ένας τέτοιος παίδαρος θα γυρνούσε να κοιτάξει εσένα», τονίζοντας με περιφρόνηση την τελευταία λέξη.
    «Ένα στοίχημα ήταν από την αρχή χόντρελα. Ένα στοίχημα για να βγάλω τα λεφτά των διακοπών μου με τον Άγγελο. Μπορεί να αηδίασε, να κουράστηκε, να πέθανε από βαρεμάρα κοντά σου, αλλά τουλάχιστον άξιζε τον κόπο. Διακοπούλες μαζί», τσίριξε εκστασιασμένη και έδωσε ένα πεταχτό φιλί στον Άγγελο.
    «Και ειλικρινά δεν λυπάμαι καθόλου που έχασες τα λεφτά σου Παναγιώτη», φώναξε σε ένα μελαχρινό μυώδη νέο πίσω της.
    «Δεν πειράζει ρε παιδιά. Μήπως θα μου λείψουν;» ρώτησε και ξέσπασε σε βροντερά γέλια.
    «Φερτέ την τούρτα. Μην ξεχνάμε πως πρέπει να ευχαριστήσουμε την Χριστίνα», είπε η Ελένη.
    Ένα κορίτσι με ψηλοτάκουνες γόβες εμφανίστηκε από το σαλόνι κρατώντας μια τεράστια τούρτα. Την έδωσε στην Ελένη και αυτή με την σειρά της την έδειξε στην Χριστίνα.
    «Πώς σου φαίνεται; Εγώ την διάλεξα»
    Πάνω στην τούρτα ήταν ζωγραφισμένη με σιρόπι σοκολάτας μια τεράστια αγελάδα.
    «Δεν σου άρεσε; Κρίμα, γιατί είναι όλη δική σου», είπε και της την πέταξε.
    Η μίση τούρτα κόλλησε επάνω της και η υπόλοιπη έπεσε κάτω μαζί με την χάρτινη βάση της.
    Ακουστήκαν γέλια από παντού. Μερικοί, μάλιστα, έκαναν θόρυβο με τις κόρνες που έχουν στα γήπεδα.
    «Και τώρα δυστυχώς πρέπει να φύγεις» της είπε περίλυπα η Ελένη, «Αποφάσισα πως δεν είσαι πλέον καλεσμένη…Α, μάλλον πρέπει να σου ζητήσω ευχαριστώ που ήσουν τόσο ηλίθια- εξαιτίας της ηλιθιότητας σου θα πάω διακοπές. Ευχαριστώ λοιπόν» και με αυτά τα λόγια έκλεισε την πόρτα.
    Ο αέρας ήταν κρύος.
    Ανοιγόκλεισε τα χεριά της και ένιωσε την μαλακή ύφη της συνταγής. Τελικά, και σε αυτό το σπίτι είχε βρεθεί να είναι λερωμένη με τούρτα.
    Γύρισε σιγά-σιγά προς τα πίσω και άρχισε να κινείται. Δεν πήγαινε κάπου συγκεκριμένα απλώς κινούταν. Σκόνταψε καταλάθος σε μια πετρά και έπεσε στο χαλικόστρωτο. Σηκώθηκε, όμως, και άρχισε να περπατάει ξανά.
    Άνοιξε την πόρτα του κήπου και βγήκε από το πολύβουο σπίτι. Τα φωτά στο δρόμο δεν ήταν πολύ έντονα με αποτέλεσμα να μην διακρίνει καλά τον δρόμο και να σκοντάφτει. Δεν την πείραζε, όμως. Σηκωνόταν πάλι και συνέχιζε να περπάτα.
    Οι δρόμοι στους οποίους προχωρούσε ήταν έρημοι και ας ήταν ακόμα εφτά το απόγευμα. Δεν ήξερε, γιατί. Μάλλον αυτή δεν τους έβλεπε.
    Το μονό που άκουγε και έβλεπε με χρυσά, όμορφα, καλλιγραφικά γράμματα, όλη αυτήν την ώρα ήταν μια πρόταση που είχε διαβάσει σε ένα βιβλίο πριν από πολύ καιρό.
    «Αύριο είναι μια καινούργια μέρα», είχε πει η Στάρλετ Ο’ Χαρά, όταν όλη της η ζωή είχε καταστραφεί και αυτό σκεφτόταν και αυτή τώρα.
    Αυτό θα έκανε. Αύριο θα ξεκινούσε ξανά. Αύριο θα τους αντιμετώπιζε όλους. Όμως, σήμερα ήθελε να χαθεί στις αναμνήσεις της. Να ακούσει ξανά κάθε λέξη που της είχε πει ο Άγγελος, να νιώσει ξανά κάθε φιλί τους, να μυρίσει ξανά το άρωμα του, να δει ξανά το υπέροχο πρόσωπο του. Ναι, αυτό θα έκανε σήμερα- θα αφηνόταν στα τρυφερά χεριά των αναμνήσεων.
    Αύριο, όμως, θα ήταν ένας άλλος εαυτός. Ο κρυφός της εαυτός.



    ΤΕΛΟΣ



    !!! ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ "PETER"
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
     
    Κρυφός Εαυτός
    Επιστροφή στην κορυφή 
    Σελίδα 1 από 1
     Παρόμοια θέματα
    -

    Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτήΔεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
    Bella And Edward :: Midnight Inspirations :: Fanfictions-
    Μετάβαση σε: