Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.
Η συνέχεια της διάσημης σειράς βιβλίων έρχεται στα βιβλιοπωλεία στις 4 Αυγούστου με τίτλο «Midnight Sun» και αφηγείται την ιστορία του «Λυκόφωτος» από την πλευρά του Edward Cullen.
"Bella is with Edward. She's a part of this family, and we protect our family."
Carlisle Cullen, Twilight
Character of the Week
Rosalie Lillian Hale
(born 1915 in Rochester, New York) is a member of the Olympic coven.
She is the wife of Emmett Cullen and the adoptive daughter of Carlisle and Esme Cullen, as well as the adoptive sister of Jasper Hale (in Forks, she and Jasper pretend to be twins), Alice, and Edward Cullen.
Rosalie is the adoptive sister-in-law of Bella Swan and adoptive aunt of Renesmee Cullen, as well as the ex-fiancée of Royce King II.
Στο κατώφλι µιας νέας εποχής για τη Ροδεσία, η Μάντριγκαλ, έχοντας χάσει τον άντρα της λίγες µονάχα ώρες µετά τον γάµο τους, θρήνησε βαθιά την απώλειά του και αποφάσισε να ζήσει µε τη θύµησή του. Όµως δεν φαντάστηκε ποτέ πως θα της ζητούσαν να πάρει τη θέση της συζύγου του βασιλιά.
Ο βασιλιάς Έντουαρντ, αφού γνώρισε την απόλυτη ευτυχία δίπλα στη γυναίκα που λάτρεψε όσο καµία, την Άµπερλιν, δέχτηκε το σκληρότερο χτύπηµα της µοίρας όταν εκείνη πέθανε πριν προλάβει να φέρει στον κόσµο το παιδί τους. Ωστόσο, προκειµένου ν' ανταποκριθεί στα βασιλικά του καθήκοντα και να χαρίσει έναν διάδοχο στη Ροδεσία, είναι υποχρεωµένος να παντρευτεί ξανά και απ' όλες τις υποψήφιες επιλέγει τη Μάντριγκαλ.
Μήπως όµως το όνοµα της νέας του συζύγου κουβαλά µια σκοτεινή µοίρα; Άραγε υπάρχει ελπίδα να αλλάξει το πεπρωµένο; Θα καταφέρει η Μάντριγκαλ να ξυπνήσει την αγάπη στην καρδιά του άντρα και βασιλιά της; Κι εκείνος θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τα αισθήµατά του πριν χάσει τα πάντα για άλλη µια φορά;
'' Λοιπόν το πρώτο κεφάλαιο από μια ιστορία που σκέφτηκα.Ελπίζω να σας αρέσει.
1ο Κεφάλαιο:Οι ομοιότητες
Ο Μπίλι με κοίταζε ακόμα με έντονα μάτια,γεμάτα -Έντουαρντ αγωνία. «Ναι μαμά.»Ήταν ανάγκη τώρα; -Θα πάω για ψώνια.Θες να σου πάρω τίποτα; -«Όχι»Ήξερε την απάντηση μιας και έκανα δίαιτα αλλά ήθελε να ελπίζει ότι είχα αλλάξει γνώμη.Όχι ότι ήμουν χοντρός,κάθε άλλο.Απλώς ήθελα να διατηρούμαι μιας και πολύ εύκολα έβαζα κιλά. -Δεν θα διαβάσεις; Ωχ! «Ε ναι,τώρα πήγαινα».Τι ώρα είναι;Κοίταξα το ρολόι.18:00;Πότε πήγε;Όχι ότι μου φαινόταν τόσο περίεργο.Το λυκόφως είχε την ικανότητα να με απορροφά.Ήταν η τρίτη φορά που διάβαζα από την αρχή τα δυο πρώτα,περιμένοντας να έρθει το τρίτο που είχα παραγγείλει.Ήξερα όλες τις σειρές από έξω.Ειδικά του Έντουάρντ.Είχα μια συναισθηματική σύνδεση με αυτόν τον χαρακτήρα.Η αιτία αυτής της σύνδεσης ήταν οι ομοιότητες που είχα με αυτόν.Μόνο που εγώ ήμουν πραγματικός. Πέρα από το προφανές,ήμουν και εγώ υιοθετημένος.Οι θετοί γονείς μου,με είχαν βρει έξω από το δάσος που έκαναν πεζοπορία.Ένα μωρό μέσα σε ένα καλάθι με ένα δάγκωμα στο χέρι,λύκου όπως κατέληξαν τελικά οι γιατροί.Ήταν ένα περίεργο δάγκωμα ενώ ακόμα πιο περίεργο ήταν το γεγονός ότι ό,τι και αν ήταν αυτό που με δάγκωσε δεν με αποτέλειωσε.Μιας και δεν υπήρχε κανένα σημείωμα ή κάτι που να υποδεικνύει τις ταυτότητες των γονιών μου,η διαδικασία υιοθέτησης ήταν πολύ εύκολη.Έτσι από εκείνη τη στιγμή ήμουν ο Έντουαρντ Πούλτσερ.Ο θετός πατέρας μου ήταν από την Αγγλία,όπου και με βρήκαν, ενώ η μητέρα μου από την Ελλάδα,όπου είχαμε μετακομίσει εδώ και πέντε χρόνια. Η δεύτερη και πιο σημαντική ομοιότητα ήταν ότι είχα τη δυνατότητα να διαβάζω τις σκέψεις.Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου είχα ένα συνεχή πονοκέφαλο.Παρά τους δεκάδες γιατρούς και τα δεκάδες φάρμακα που μου είχαν χορηγήσει,ο πονοκέφαλος παρέμενε σταθερός. Όλα ξεκίνησαν όταν στη διάρκεια ενός διαλλείματος στο δημόσιο σχολείο που πήγαινα,είχα απορροφηθεί σκεπτόμενος το κορίτσι που μου άρεζε.Τότε ήταν που άκουσα τη φωνή της.Όχι όμως την πραγματική φωνή της αλλά μια φωνή πιο βαθειά,πιο δύσκολη να τη καταλάβεις.Κοίταξα προς το μέρος της αλλά εκείνη μιλούσε στη φίλη της χαμηλόφωνα.Τότε την ξανάκουσα πιο καθαρά αυτή τη φορά ΄΄Ο Έντουαρντ με κοιτάει!Παίξ’το χαλαρή,παίξ’το χαλαρή’’.Τότε συνειδητοποίησα.Ήταν δυνατόν;Είχα αποφασίσει να μη το πω σε κανέναν,όχι ότι υπήρχε και κανένας που ενδιαφερόταν εκτός από τους γονείς μου.Τους επόμενους μήνες το είχα εξασκήσει,καταφέρνοντας σήμερα να ακούω τις σκέψεις όλων όσων ήταν γύρω μου. Και τώρα διάβασμα.Κοινωνική πολιτική αγωγή.Το χειρότερο.Αν και η ικανότητα να μπορείς να διαβάζεις τις σκέψεις του καθηγητή ήταν ένα κρυφό ατού.Διάβασα δύο ώρες,διάβασα και λίγο λυκόφως ώσπου με πήρε ο ύπνος. Δευτέρα.Ημέρα σχολείου και εξετάσεων.Ντύθηκα,πλύθηκα,έβαλα αντηλιακό και φακούς επαφής και ξεκίνησα να πάω στο σχολείο.Σήμερα λόγω του μαθήματος οι μαθητές είχαν έρθει από νωρίς για να συζητήσουν απορίες και να διαβάσουν τα sos.Πήγα στη γνωστή μου γωνιά για να εξασκηθώ στην απομόνωση των φωνών από το κεφάλι μου. ‘‘Να τος’’ εισήλθαν οι σκέψεις βίαια στο κεφάλι μου. Ωχ,όχι πάλι. Ήταν η Χριστίνα.Μου κολλούσε εδώ και τρία χρόνια από την 1η γυμνασίου.Απεχθανόμουν την αλαζονεία της και το ενοχλητικό της τσίβδισμα. ‘‘Με κοιτάει.Σίγουρα με γουστάρει.’’ «Γεια σου Έντουαρντ.» «Γεια σου Χριστίνα» Και αντίο. -«Διάβασες;» Όχι.Εσύ τι λες; «Ναι»,είπα προσπαθώντας να σταματήσω τις φαντασιώσεις της από το να εισβάλλουν στο κεφάλι μου. ΄΄Άντε δε θα μου να πει να βγούμε;’’ «Λοιπόν τι έκανες το Σαββατοκύριακο;» Διέγραφα τα μηνύματα σου.«Ε,τίποτα ιδιαίτερο.Διάβαζα.»Άντε δε θα χτυπήσει; ΄΄Μήπως να του πω εγώ;Έχω ακούσει ότι σε κάποια αγόρια αρέσει τις πρωτοβουλίες να τις παίρνουν τα κορίτσια’’ «Λοιπόν τι θα έλεγες να…» Ντριιιιιν. Ευχαριστώ Θεέ μου. «Ε,χτύπησε το κουδούνι.Δε θέλω να αργήσω.» ΄΄Γαμώτο’’ «Οκ τα λέμε μετά.». Σίγουρα. «Ναι».Θα πρέπει να βγω από την πίσω πόρτα.Έβλεπα στο μυαλό της να με περιμένει στη μπροστινή για να γυρίσουμε μαζί. Ανέβηκα τις σκάλες και πήγα στη τάξη.Μας έδωσαν τα θέματα.Έλεος,πιο εύκολα δε μπορούσε να βάλει.Ξεκίνησα να γράφω όταν μπήκε η καθηγήτρια,δίνοντας μου την ευκαιρία να διαβάσω στις σκέψεις της τις απαντήσεις.Μετά από μια ώρα τελείωσα.Καθώς κατέβαινα πηγαίνοντας προς την πίσω πόρτα,άκουσα αμυδρά το όνομά μου.Το άτομο που με είχε αναφέρει ήταν σίγουρα άγνωστο.Δεν είχα ξανακούσει τις σκέψεις αυτού του ατόμου ποτέ.Ούτε είχα δυσκολευτεί ποτέ τόσο για οποιονδήποτε άνθρωπο.Αυτή η φωνή,κοριτσιου πρέπει να ήταν,προερχόταν από το γραφείο του διευθυντή.Πλησίασα για να ακούσω τις σκέψεις του διευθυντή. «Και τι τον θέλεις;»΄΄Πανέμορφη.Λίγα χρόνια μικρότερη να ήταν.’’ Και πράγματι είχε αγγελικό πρόσωπο.Είχε λεπτό,ανδρόγυνο σώμα,με μεγάλα μάτια και σαρκώδη χείλια.Ήταν μικροκαμωμένη,κάτι που το τόνιζε τα ίσια ξανθά μαλλιά,κομμένα κοντά. Του χαμογέλασε.Μια περιγραφή μου ήρθε στο μυαλό μου που της ταίριαζε απόλυτα.Ένα αγγελικό χαμόγελο που θα έκανε κάθε άγγελο του Μποτιτσέλι να μοιάζει με τέρας.Περιέργως,δε μπορούσα να θυμηθώ από που το είχα ακούσει. «Θέλω να τον δω για προσωπικούς λόγους.Ο ίδιος με γνωρίζει»,είπε με μελωδική φωνή. Ψέματα.Δεν την ήξερα και είμαι σίγουρος ότι αν την είχα γνωρίσει δε θα την ξέχναγα ποτέ.Κάτι μέσα μου μού έλεγε ότι έπρεπε να τρέξω από αυτόν τον άγγελο.Είχε κάτι το επικίνδυνο πάνω της.Τότε ήταν που παρατήρησα τις μουντές βυσσινί ίριδες της και η καμπάνα του κινδύνου άρχισε να χτυπά μέσα μου.Γύρισα να φύγω. «Έντουαρντ!»,φώναξε η Χριστίνα. Τότε συνέβησαν δυο πράγματα.Εγώ κοκάλωσα κοιτάζοντας την πιο πιθανή έξοδο ενώ το σκοτεινό αγγελικό κορίτσι γυρίζοντας προς το μέρος μου,χαμογέλασε ικανοποιητικά. «Ευχαριστώ για τη βοήθεια σας αλλά δε θα σας χρειαστώ άλλο»,είπε στον διευθυντή κατευθυνόμενη προς το μέρος μου.
Έχει επεξεργασθεί από τον/την dan στις Τρι 19 Ιουλ 2011 - 12:01, 16 φορές συνολικά (Λόγος της επεξεργασίας : Διόρθωση λάθους)
Teodan Midnight Sun Vampire
Τόπος : Θεσσαλονίκη Αριθμός μηνυμάτων : 4153 Registration date : 25/05/2011
Ο άγγελος από την κόλαση με πλησίαζε.Είχε ένα αέρινο βήμα,που κάθε μοντέλο θα σκότωνε για να αποκτήσει.Εγώ είχα μείνει ακίνητος.Ήξερα ότι έπρεπε να τρέξω προς τη διπλανή έξοδο,αλλά δε μπορούσα να κουνηθώ.Ποτέ δεν πίστευα,όταν έβλεπα στις ταινίες,ότι το θύμα παρέλυε από το φόβο του στη θέα του εγκληματία,ανίκανο να τρέξει ή να φωνάξει.Γιατί τέτοια ήταν η σχέση μου με το κορίτσι.Ήταν ο θηρευτής και εγώ το θύμα.Είχα μπλεχτεί στους αόρατους ιστούς που είχε πλέξει γύρω μου και ήμουν παγιδευμένος μέχρι να με φτάσει. «Γεια σου Έντουαρντ»,είπε με μελωδική φωνή σοπράνο και όλοι οι φόβοι μου εξατμίστηκαν. Δεν ήταν μόνο η φωνή της αφύσικα ελκυστική αλλά και η μεθυστική μυρωδιά που ανέδιδε το σώμα και η ανάσα της.Μύριζε όπως η θάλασσα,όταν πηγαίνεις για το πρώτο μπάνιο του καλοκαιριού σε συνδυασμό με τη μυρωδιά του βρεγμένου φύλλου,όταν βγαίνεις έξω από τη ζεστασιά του σπιτιού σου μετά από μια καταιγίδα. «Είμαι η Τζαιν»,συνέχισε,γυρίζοντας ξαφνικά το κεφάλι της προς την Χριστίνα,η οποία ερχόταν προς το μέρος μας από την άλλη μεριά του διαδρόμου,δίνοντας μου την ευκαιρία να σκεφτώ καθαρά. Τζαιν;Περίεργο όνομα για Ελληνίδα.Αν και,παρόλο τη πολύ καθαρή προφορά της,δε πίστευα ότι καταγόταν από εδώ.Είχε μια χλομή επιδερμίδα που συναντά κανείς μόνο στις Σκανδιναβικές χώρες.Και ούτε φαινόταν να γνωρίζει τα ελληνικά έθιμα,αλλιώς θα μου είχε δώσει το χέρι της στη γνωστή χειρονομία γνωριμίας.Έπιασα τον εαυτό μου να εύχεται να μου έδινε το χέρι της για να δω αν θα ένιωθα την ίδια ευχαρίστηση όπως όταν είπε το όνομα μου.Μα «Πώς ξέρεις το όνομα μου;»,είπα γρήγορα πριν γυρίσει το κεφάλι της και με παγιδεύσει με το βλέμμα της. Ένα ίχνος ανησυχίας σκίασε το πρόσωπο της και δάγκωσε το κάτω χείλος της.Εμένα μου κόπηκε η ανάσα.Ποτέ δεν είχα ξανανιώσει τόση έλξη για ένα κορίτσι ούτε ήθελα ποτέ ξανά να αρπάξω κάποια και να ενώσω τα χείλη της με τα δικά μου. «Είσαι γνωστός στα μέρη μου»,μου χαμογέλασε. Ποια ήταν η ερώτηση; «Ναι»,κατάφερα να ψελλίσω ενώ την ίδια στιγμή οι ανησυχίες της Χριστίνας εισήλθαν στο μυαλό μου. ΄΄ Με ποια μιλάει;Και πώς την κοιτάει έτσι;’’ «Γεια σου Έντουαρντ»,είπε με τραχιά φωνή που έκαναν τα αυτιά μου να πονέσουν.Τόσο γλυκιά ήταν η φωνή της Τζαιν; «Πώς έγραψες;»,συνέχισε αγνοώντας επιδεικτικά το κορίτσι.΄΄Είναι δυνατόν να του αρέσει αυτή;’’ «Καλά»,αποκρίθηκα παίρνοντας με δυσκολία το κεφάλι μου από την Τζαιν. «Και εγώ»,απάντησε χωρίς να τη ρωτήσω. «Έντουαρντ θέλω να σου μιλήσω.Ιδιαιτέρως»,είπε η βελούδινη φωνή,ρίχνοντας ένα δολοφονικό βλέμμα στην Χριστίνα. Ανίκανος να μιλήσω από τη ξαφνική ευχαρίστηση στο άκουσμα του ονόματος μου,κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι. «Εμείς θα τα πούμε μετά.Έχω να γράψω και γαλλικά»,αποκρίθηκε η Χριστίνα με ένα κτητικό τόνο στη φωνή της και γύρισε να φύγει,αφήνοντας μας μόνους.Έβλεπα στο μυαλό της ότι θα με είχε ακολουθήσει αν δεν είχε και δεύτερο μάθημα. Φυσικά.Πως το είχα ξεχάσει αυτό;Οι μαθητές της τρίτης γυμνασίου που είχαν διαλέξει γαλλικά και γερμανικά θα έγραφαν εξετάσεις ενώ όσοι είχαν διαλέξει ιταλικά,συμπεριλαμβανομένου εμένα,θα έφευγαν,καθώς η έλλειψη καθηγητών είχε οδηγήσει σε μηδέν μαθήματα ιταλικών κατά τη διάρκεια της χρονιάς. Η Τζαιν ξεκίνησε να περπατά και εγώ την ακολούθησα όπως το σκυλάκι την αφεντικίνα του,χωρίς να καταλαβαίνω που πηγαίναμε.Είχα την ανάγκη να είμαι δίπλα της.Ένιωθα ότι αν απομακρυνόμουν θα χανόμουν.Μετά από λίγη ώρα η Τζαιν σταμάτησε.Μας είχε οδηγήσει σε ένα ξέφωτο του δάσους δίπλα στο σχολείο. «Λοιπόν τι θες να μου πεις;»,είπα όσο αυτή κοίταζε ερευνητικά τριγύρω. «Ας τα πάρουμε από την αρχή. Όταν ήσουν μικρός βρέθηκες μέσα σε ένα καλάθι σε μια ορεινή περιοχή της Αγγλίας,με ένα δάγκωμα στο χέρι σου,λύκου όπως υπέθεσαν οι γιατροί»,ξεκίνησε με ένα σταθερό τόνο λες και είχε προσχεδιάσει πώς θα ειπώσει αυτό που ήθελε να πει. Πώς τα ήξερε όλα αυτά;Εκτός από τους θετούς γονείς μου και εμένα,κανείς άλλος δεν ήξερε τι συνέβη στη μωρουδιακή μου ηλικία. «Το δάγκωμα που έχεις δεν είναι λύκου»,είπε χαμογελώντας σα να έβρισκε κάποιο αστείο σε ένα λύκο να κατασπαράζει ένα μωρό. «Αλλά τι είναι;Αρκούδας;»,απάντησα με ειρωνικό τόνο,νιώθοντας ξαφνικά τον κίνδυνο της απόφασης να την ακολουθήσω. «Άνθρωποι»,είπε αναστενάζοντας και κάτι στον τρόπο που είπε τη λέξη με ανησύχησε.Ήταν σα να υπονοούσε ότι δεν ανήκει και η ίδια στην κατηγορία. «Έχεις ακούσει ποτέ για τους μύθους των βαμπίρ;»,αποκρίθηκε με την ανυπομονησία να έχει πάρει τη θέση της μελωδικότητας στη φωνή της. «Ναι». «Και δεν κατάφερες να συνδέσεις τα στοιχεία;»,ρώτησε με απογοητευτικό τόνο. «Τι,τι εννοείς;»,της απάντησα τραυλίζοντας. «Είσαι βρικόλακας.»
Έχει επεξεργασθεί από τον/την dan στις Παρ 8 Ιουλ 2011 - 14:28, 3 φορές συνολικά
Teodan Midnight Sun Vampire
Τόπος : Θεσσαλονίκη Αριθμός μηνυμάτων : 4153 Registration date : 25/05/2011
«Τι είμαι;»,ψέλλισα,μη μπορώντας να συνειδητοποιήσω αυτό που μόλις μου είχε αποκαλύψει. «Βρικόλακας.Δεν είναι προφανές;» Προσπάθησα να καταλάβω από την έκφραση του προσώπου της αν έλεγε αλήθεια,αλλά παρέμεινε σταθερή.Δεν γέλασε ούτε χαμογέλασε ως σημάδι ότι ήταν ένα κακόγουστο αστείο.Προσπάθησα να διαβάσω τις σκέψεις της αλλά,όπως και τη πρώτη φορά,μου ήταν δύσκολο,σχεδόν αδύνατο. «Πώς;»,ρώτησα με αδύναμη φωνή πιο πολύ τον εαυτό μου παρά εκείνη. «Πώς τι;»,απάντησε,ξαφνιάζοντας με που το άκουσε. «Πώς είναι προφανές;» «Τι έχεις ακούσει για τους βρικόλακες;»,είπε με υπομονετική φωνή,όπως ο δάσκαλος που καθοδηγεί τον μαθητή στην απάντηση. «Πίνουν αίμα,δεν αντέχουν τον ήλιο,έχουν όλες τις αισθήσεις τους διευρυμένες,έχουν κόκκινα μάτια,τρέχουν πολύ…» «Ωραία»,με διέκοψε.«Και δεν έχεις παρατηρήσει καμιά ομοιότητα;» Τι;«Δεν πίνω αίμα.»,είπα αηδιασμένα. «Ναι αλλά το ανθρώπινο φαγητό σε παχαίνει υπερβολικά γρήγορα.Και ούτε σου αρέσει.Είναι μια διαδικασία που εκτελείς για την επιβίωση. «Και πάλι,πολλοί άνθρωποι πάσχουν από αυτό που ανέφερες.Δε σημαίνει ότι…» «Δε βλέπεις ότι έχεις όλα τα χαρακτηριστικά μας σε ασθενή μορφή;Δε σου αρέσει το ανθρώπινο φαγητό,έχεις ευαισθησία στον ήλιο,έχεις καταπληκτικά αντανακλαστικά,είσαι υπερβολικά γρήγορος,το χρώμα των ματιών σου αλλάζει χρώμα ανάλογα με τη διάθεση σου…»,άρχισε να απαριθμεί τις εξηγήσεις στο ανεξήγητο. Αυτό που με ανησυχούσε περισσότερο ήταν ότι το μυαλό μου το είχε πάρει πολύ ήρεμα.Δεν έπαθα καμιά κρίση υστερίας όσο η Τζαιν συνέχιζε να απαριθμεί όσα ήδη ήξερα ότι είχα.Ήταν σα να το ήξερα όλο αυτό τον καιρό αλλά περίμενα κάποιον να μου το αποκαλύψει και να το εξηγήσει.Να μου εξηγήσει γιατί δεν είχα ποτέ φίλους,γιατί όλοι με απεχθάνονταν και με κορόιδευαν,γιατί ένιωθα τόσο ξένος σε αυτό τον κόσμο. Τότε θυμήθηκα μια λέξη στην αρχή της εκτενούς ομιλίας της.Μας; «Είπες μας.Είσαι και εσύ βρικολακας;»,διαπίστωσα παρά ρώτησα. «Ναι.» «Αλλά γιατί εγώ δεν έχω τα ακριβή χαρακτηριστικά σας;»,ρώτησα ελπίζοντας ότι αν μάθαινα περισσότερα θα κατανοούσα. «Θυμάσαι που σου είπα ότι θα έπρεπε να ξεκινήσουμε από την αρχή;Δε σε δάγκωσε λύκος αλλά βρικόλακας.Ήσουν ο γιος ενός συγγραφέα που έμενε σε ένα απομακρυσμένο χωριό.Το χωριό κατοικούνταν από πολλούς του είδους μου αλλά συμβίωναν ειρηνικά. Όλα ξεκίνησαν όταν ένας νέος βρικόλακας μετακόμισε στο χωριό.Ήταν αποφασισμένη να αφήσει το παλιό τρόπο ζωής της όμως τότε εμφανίστηκες εσύ και όλα άλλαξαν.Η μυρωδιά σου την τρέλανε και έτσι αποφάσισε να σε σκοτώσει.Ένας άλλος όμως κάτοικος του χωριού,του δικού μου είδους,διάβασε στις σκέψεις της τι επρόκειτο να κάνει.Πήγε να τη σταματήσει αλλά ήταν αργά.Είχε σκοτώσει ήδη την οικογένεια σου και είχε δαγκώσει εσένα.Ο αρσενικός την έκαψε αφού μονομάχησαν και ενώ ήταν έτοιμος να φύγει και να αφήσει την φωτιά να κάψει κάθε αποδεικτικό στοιχείο,είδε εσένα να σπαρταράς.Οι σκοποί του,πρέπει να καταλάβεις,δεν ήταν να σε σώσει αλλά να προστατέψουν το χωριό. Βλέποντας όμως εσένα,ένα αθώο μωρό,ρούφηξε το δηλητήριο από τον οργανισμό σου και σε πήρε για να σε μεταφέρει σε κάποια πόλη,όπου θα μπορούσες να υιοθετηθείς.Στη διαδρομή όμως άκουσε τις σκέψεις μιας γυναίκας,η οποία ευχόταν στο Θεό να της δώσει τη δυνατότητα να κάνει παιδί.Έτσι σε άφησε εκεί.Τα υπόλοιπα τα γνωρίζεις.Σε παρακολουθούσε για λίγο καιρό για να δει αν η απόφαση του ήταν σωστή και μετά έφυγε. Αυτό σε έκανε να είσαι σαν εμάς αλλά και παράλληλα όχι.Το δηλητήριο είχε ήδη μπει μέσα σου και το γεγονός ότι στη συνέχεια βγήκε δε σήμαινε ότι δε θα άφηνε παρενέργιες.»,ολοκλήρωσε περιμένοντας να δει τις αντιδράσεις μου. Το μυαλό μου είχε θολώσει.Προσπαθούσα να το δεχτώ,όταν μου γεννήθηκε μια απορία. «Και εσύ πού τα ξέρεις όλα αυτά;» «Ο αρχηγός της…ομάδας μου έχει και αυτός την ικανότητα να διαβάζει τις σκέψεις.Έτσι μια φορά που ο σωτήρας σου μας είχε επισκεφθεί,είδε τι συνέβη και έστειλε εμένα για να το εξακριβώσω». «Όλοι οι βρικόλακες μπορούν να διαβάζουν τις σκέψεις;Εννοώ αφού μπορεί ο αρσενικός και ο αρχηγός σου και εγώ…» «Διαβάζεις τις σκέψεις;»,με διέκοψε ταραγμένη. «Ναι.Δεν είναι ένα από τα κοινά χαρακτηριστικά;» «Όχι»,απάντησε ψύχραιμη αυτή τη φορά. «Και εσύ τι ικανότητα έχεις;»,ρώτησα με πραγματική περιέργεια. «Είναι δύσκολο να στο εξηγήσω». «Δείξε το μου τότε». «Αν επιμένεις»,είπε και μου χαμογέλασε όπως ο λύκος το πρόβατο. Περιμένοντας να αρχίσω να πονάω ή κάτι παρόμοιο,έκλεισα τα μάτια μου.Τίποτα τέτοιο δε συνέβη όμως.Άνοιξα τα μάτια μου.Μια φευγαλέα σκιά ταραχής πέρασε από το πρόσωπο της Τζαιν,αλλά μπορεί και να το φαντάστηκα. «Τι συνέβη;»,ρώτησα. «Δε νομίζω ότι θα ήθελες να το υποστείς τελικά»,είπε με ήρεμη φωνή. Τότε θυμήθηκα κάτι. «Έχω την αίσθηση ότι δε μου είπες ακόμα γιατί ήρθες να με συναντήσεις». «Ναι όσο για αυτό,ήρθα να σου κάνω μια πρόταση.Η απόφαση είναι καθαρά δική σου»,είπε με ένα τόνο που υπονοούσε το αντίθετο.«Θέλεις να γίνεις μέλος στην ομάδα μας;» Αυτό δε το περίμενα.«Τι ομάδα είναι ακριβώς;»,ρώτησα για να κερδίσω λίγο χρόνο να σκεφτώ. «Είμαστε οι αρχηγοί των βρικολάκων»,εξήγησε. «Σαν τους Βολτούρι;»,ξέφυγαν οι λέξεις πριν προλάβω να τις σκεφτώ. «Δε θα μπορούσα να το περιγράψω καλύτερα.Λοιπόν;»ρώτησε με απαιτητικό τόνο.
Έχει επεξεργασθεί από τον/την dan στις Τρι 14 Ιουν 2011 - 12:24, 1 φορά (Λόγος της επεξεργασίας : Διόρθωση λαθών)
Teodan Midnight Sun Vampire
Τόπος : Θεσσαλονίκη Αριθμός μηνυμάτων : 4153 Registration date : 25/05/2011
Τι να απαντήσω;Δεν είχα προλάβει να σκεφτώ ποια θα έπρεπε να ήταν η απάντηση.Ήθελα και άλλο χρόνο. «Πώς λέγεστε;» «Ρέξαϊρς». «Περίπλοκο όνομα.Πώς το σκεφτήκατε;» «Για ακρίβεια προέρχεται από τα λατινικά.Αν και δε βλέπω πώς αυτό μπορεί να επηρεάσει την απόφαση σου»,είπε ανυπόμονα. «Μα δε μπορώ να φύγω έτσι απλά.Δε θέλω να πληγώσω τους γονείς μου.Αυτοί με φρόντισαν ενώ,ούτε καν ήμουν το βιολογικό τους παιδί και εγώ θα τους παρατήσω με τον πόνο να κατασπαράζει τη καρδιά τους,μέρα με τη μέρα;Δε νομίζω»,είπα ελπίζοντας ότι η ειλικρίνεια θα με βοηθήσει. «Αυτό είναι το πρόβλημα;Θα το κανονίσουμε εμείς». Σήκωσα το φρύδι μου. «Δε πρόκειται να τους κάνουμε κακό»,είπε καταλαβαίνοντας την έκφρασή μου.«Υπάρχουν και άλλες ικανότητες εκτός από το να διαβάζεις τις σκέψεις». «Όπως;»,ρώτησα.Ήθελα να σιγουρευτώ για την ασφάλεια των ανθρώπων που με ανέθρεψαν.Δε θα επέτρεπα να τους συμβεί κανένα κακό. «Όπως η αλλοίωση της μνήμης»,είπε στριφογυρίζοντας τα μάτια της. «Και το σχολείο;Δε μπορείτε να διαγράψετε τις μνήμες όλων όσων με έχουν προσέξει». «Αν δεν κάνω λάθος οι εξετάσεις σας τελείωσαν.Και ευτυχώς για εμάς,δε τραβάς την προσοχή των ανθρώπων.Φυσικά υπάρχουν και οι εξαιρέσεις»,είπε με ένα χαμόγελο,φέρνοντας στη μνήμη της προφανώς,τη Χριστίνα. «Και ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να ενταχθώ;»,ρώτησα με σκεπτικό τόνο.Είχε αρχίσει να μου αρέσει η ιδέα.Δε θα ένιωθα σαν εξωγήινος ποτέ ξανά.Ακόμα και η αγάπη των θετών γονιών μου,δεν μπορούσε να αντισταθμίσει αυτή την αίσθηση. «Εκτός από αυτό,να υπακούς τους αρχηγούς και να γίνεις βρικόλακας»,είπε και μου χαμογέλασε.Αυτό το χαμόγελο όμως ήταν διαφορετικό από τα υπόλοιπα.Δε μπορούσα να το περιγράψω ακριβώς.Προσδοκίας ίσως; «Μα νόμιζα πως ήδη ήμουν»,είπα ξαφνιασμένος,συνειδητοποιώντας τη τελευταία προϋπόθεση. «Κανονικός βρικόλακας.Εσύ είσαι ημιβρικόλακας.Όταν θα γίνεις σαν εμάς,θα είσαι διαφορετικός»,είπε πάλι με αυτό το χαμόγελο. Τότε με ονειρεύτηκα στα πρότυπα του είδους της Τζαιν.Θα ήμουν και εγώ τόσο δυνατός και όμορφος όπως υποτίθεται ότι είναι όλοι τους;Θα με φοβόντουσαν;Ή ακόμα καλύτερα,θα με σεβόντουσαν;Είχα πάρει την απόφαση μου. «Εντάξει.Θα έρθω»,είπα μη μπορώντας να βοηθήσω τον εαυτό μου από τον να χαμογελάσει. Εκείνη τη στιγμή η Τζαιν έκανε κάτι που με ξάφνιασε.Με πλησίασε και μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο.Τα παγωμένα χείλη της με έκαναν να κοκκινίσω ολόκληρο και την καρδιά μου να αρχίσει να χτυπά πιο γρήγορα.Ποιο ήταν το όνομα μου; «Ωραία»,είπε με σοβαρό ξανά τόνο.Μήπως το είχα ονειρευτεί;«Τότε θα πρέπει να πάμε γρήγορα στο αεροδρόμιο»,συνέχισε,πληκτρολογώντας ένα νούμερο στο κινητό, που ξαφνικά είχε εμφανιστεί στα χέρια της. Άρχισε να μιλά πολύ γρήγορα.Ευχήθηκα να ακούγονταν καθαρά οι σκέψεις της. «Εντάξει,έρχεται να μας πάρει.Σε ένα λεπτό θα είναι εδώ.»,απευθύνθηκε σε εμένα. «Πού θα πάμε;» «Πρώτα στο αεροδρόμιο και μετά στην Ιταλία» «Ιταλία;Δεν είστε εδώ,στην Ελλάδα;» «Δεν έχεις ακούσει ότι όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη;»,είπε με ένα χαμόγελο. «Και πώς μιλάς τόσο καλά ελληνικά;»,ρώτησα,προσέχοντας ότι δεν είχε κάνει κανένα εκφραστικό λάθος. «Δε με άκουγες όταν σου έλεγα για τα κοινά χαρακτηριστικά μας;Όλοι μας έχουμε μια κλίση στις ξένες γλώσσες» «Δηλαδή πόσες μιλάς;»,ρώτησα με δυσπιστία. «Από αυτές που υπάρχουν ή συμπεριλαμβανομένου και όσες έχουν εξαφανιστεί;» «Άσ’το καλύτερα.Δεν έχει έρθει ακόμα το αμάξι;» «Σωστά»,είπε και προχώρησε μπροστά,κατευθυνόμενη προς το δρόμο.Την ακολούθησα,αισθανόμενος ξαφνικά δυσφορία που δεν άκουγα τη φωνή της.Τότε πρόσεξα σε ποιο αυτοκίνητο μπήκε. Ήταν από αυτές τις μαύρες λιμουζίνες που βλέπεις μόνο στις ταινίες, μακρόστενη με αεροτομή.Μπήκα μέσα αναρωτώμενος ποιος θα οδηγήσει. Φυσικά.Είχε οδηγό.Μόνο που φαινόταν άνθρωπος.Αναρωτήθηκα αν η Τζαιν το είχε νοικιάσει.«Ουάου»,είπα όταν συνάντησα το βλέμμα της. «Ποτέ δεν έβλαψε κανέναν λίγη πολυτέλεια»,απάντησε με ένα χαμόγελο ευτυχίας. «Δηλαδή είναι δικό σας;» «Ναι.Γιατί;» «Μα ο οδηγός,δεν είναι άνθρωπος;»,ψιθύρισα σε μια προσπάθεια να μην με ακούσει. «Ναι»,είπε αναρωτώμενη πού ήθελα να καταλήξω. «Και ξέρει;»,ρώτησα δείχνοντας μας. «Ναι.Ελπίζει να γίνει και αυτός»,είπε καταλαβαίνοντας την απορία μου. Μετά από δύο λεπτά η Τζαιν κατέβηκε.Πότε είχαμε ξεκινήσει;Και πότε φτάσαμε;Το αεροδρόμιο απείχε τουλάχιστον μισή ώρα.Κράτησα τις ερωτήσεις για αργότερα.Η Τζαιν προχώρησε μπροστά,αθόρυβα σχεδόν,και μπήκε στο κτίριο.Δε σταμάτησε όμως για να καθίσει στην αίθουσα αναμονής,μιας και η πτήση θα ξεκινούσε σε μια ώρα,αλλά συνέχισε ώσπου βγήκε στον αεροδιάδρομο και μπήκε στο μέσο μεταφοράς μας. Φυσικά.Δε θα έπρεπε να περιμένω τίποτα λιγότερο παρά ένα ιδιωτικό τζετ.Ήταν πανέμορφο.Είχε θαλασσί λωρίδες που διακόπτονταν από άσπρες.Τα φτερά ήταν πολύ λεπτά ενώ όλη η εμφάνιση απέπνεε μια κομψότητα. Δεν ήμουν συνηθισμένος σε τόση πολυτέλεια.Με το μπαμπά μου να είναι αστυνομικός και τη μαμά μου καθηγήτρια,δεν είχαμε ποτέ πολλά λεφτά.Παρ’όλα αυτά ζούσαμε άνετα,με όλες τις επιθυμίες μου να εκπληρώνονται,καθώς ήμουν μοναχοπαίδι.Πάντα έπαιρνα τα παιχνίδια που ήθελα,τα ρούχα που μου άρεσαν.Ω! «Τζαιν»,είπα μόλις μπήκα στο τζετ. «Τι έγινε;»,ρώτησε με ανησυχία. «Τα πράγματά μου.Ξεχάσαμε να τα πάρουμε» «Τι ήθελες;»,είπε ανακουφισμένη. Σκέφτηκα να πω τις φωτογραφίες των γονιών μου,αλλά θα μου ήταν ακόμα πιο δύσκολο.«Κυρίως ρούχα»,κατέληξα. «Μην ανησυχείς θα αγοράσεις στην Ιταλία.» Τότε πρόσεξα τι φορούσε.Είχε βάλει ένα καρό πουκάμισο σε συνδυασμό με τζιν φούστα και μαύρα starakia.Φαινόντουσαν απλά αλλά ήμουν σίγουρος ότι ήταν ακριβά.Φαντάστηκα τα ρούχα που θα αγόραζα και εγώ και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου. Ήρεμος πια,παρατήρησα το εσωτερικό του τζετ.Διέθετε καμπίνα χωρισμένη σε πέντε τομείς με κρεβατοκάμαρα,λουτρό και επιπλέον χώρο περιπάτου στην περιοχή των αποσκευών.Ήταν τεράστιο. Ξαφνικά ένα χασμουρητό χάλασε την ησυχία.Συνειδητοποίησα ότι προερχόταν από εμένα και ένα κύμα κούρασης με χτύπησε.Φαίνεται ότι οι αποκαλύψεις με είχαν εξαντλήσει.Πήγα και κάθισα απέναντι από τη Τζαιν και άφησα τα βλέφαρά μου να κλείσουν. Ξύπνησα από το άκουσμα του ονόματός μου.Όλα όσα είχα ζήσει ήταν ένα όνειρο;Κοίταξα γύρω μου και είδα τη Τζαιν να με κοιτάζει.Χαμογέλασα από ανακούφιση. «Τι έγινε;»,ρώτησα,ακόμα ζαλισμένος από τον ύπνο. «Φτάσαμε»,είπε και σηκώθηκε.
Teodan Midnight Sun Vampire
Τόπος : Θεσσαλονίκη Αριθμός μηνυμάτων : 4153 Registration date : 25/05/2011
Κατέβηκα από το υπερπολυτελές μέσο μεταφοράς μας,μόνο για να καταλάβω ότι η Τζαιν είχε εξαφανιστεί.Που είχε πάει;Μήπως ήταν όλα από την αρχή μια φάρσα ή,ακόμα χεορότερα,παγίδα;Μη θέλοντας να το πιστέψω,άρχισα να ψάχνω με τα μάτια μου κάθε μεριά του αεροδιάδρομου. «Έχασες κάτι;»,ρώτησε η Τζαιν,προσπαθώντας να πνίξει ένα γέλιο. «Χα χα,πολύ αστείο.Πού έιχες πάει;»,είπα με σαρκαστικό τόνο.Με έκανε τόσο εύκολα να νιώθω ασφαλής,που όλες οι αμφιβολίες μου εξατμίστηκαν. «Να καλέσω τον οδηγό.Πώς θα πάμε;Με τα πόδια;» «Εντάξει.Θα τον αφήσουμε να περιμένει ή…» «Ακολούθησε με». Δε χρειαζόταν να το ζητήσει για να το κάνω.Πριν το καταλάβω ήμουν δίπλα της και προσπαθούσα να συμβαδίσω με το γρήγορο ρυθμό της.Όταν φτάσαμε στο σημείο που υποτίθεται ότι περίμενε το αυτοκίνητο,μου ήταν αδύνατο να καταλάβω αν ήταν ήδη παρκαρισμένο ή όχι.Αν και κάτι μέσα μου,μου έλεγε ότι ήταν.Οι υποψίες μου βασίζονταν στο ότι δεκάδες τουρίστες είχαν περικυκλώσει μια περιοχή από τη μεριά του πεζοδρομίου και έβγαζαν φωτογραφίες. «Συγγνώμη,μπορούμε να περάσουμε;»,είπε η Τζαιν με επιτακτικό τόνο,ανοίγωντας ένα πέρασμα. Φωνές διαμαρτυρίας ακουστήκαν από τους συγκεντρωμένους μέχρι να καταλάβουν ότι το πανέμορφο αλλά συνάμα περίεργο κορίτσι,έμπαινε στο αυτοκίνητο.Άκουγα την έκπληξη και τον θαυμασμό τους,Ένα περίεργο συναίσθημα με κατέκλυσε όταν κάποιοι τουρίστες πρόσεξαν την ομορφιά της και χρειάστηκα όλο τον αυτοέλεγχο μου για να μπω στη μαύρη λιμουζίνα με τα φιμέ τζάμια,χωρίς να τους κάνω κάτι. «Δε σε εκνευρίζει όλο αυτό;»,τη ρώτησα ενώ ακόμα προσπαθούσα να προσδιορίσω το συναίσθημα.Ήταν ένα μείγμα πόνου και θυμού με τη μορφή τρυποκάρυδου που είχε περάσει την καρδιά μου για ξύλο και τη τρυπούσε συνεχώς. «Όχι ιδιαίτερα»,είπε διακόπτοντας τις σκέψεις μου. Κάτι είχε αλλάξει πάνω της.Δεν ήταν τόσο εύθυμη και ανάλαφρη όπως προηγουμένως,αλλά ήταν λιγομίλητη με το πρόσωπο της να έχει καταληφθεί από τη σκιά της ανησυχίας.Το μονό που ακουγόταν ήταν ο απαλός ήχος των ροδών που τριβόντουσαν στον δρόμο.Άνοιξα το παράθυρο για να ξεφύγω από την αποπνικτική σιωπή και κοίταξα έξω.Δεν είχα ποτέ ταξιδέψει στο εξωτερικό και έτσι δεν είχα πολλές εμπειρίες.Αυτό που είχε τραβήξει την προσοχή μου,όμως, μού ήταν γνωστό.Δεν το είχα δει από κοντά αλλά από φωτογραφίες στο διαδίκτυο.Θυμάμαι που είχα εντυπωσιαστεί από το πόσο μεγαλοπρεπές φαινόταν,όμως είχα κάνει λάθος.Όποιος είχε βγάλει αυτές τις φωτογραφίες θα έπρεπε να είχε μαστιγωθεί δημοσίως για παραδειγματισμό.Γιατί ήταν έγκλημα το να μειώνεις ένα αρχαίο κόσμημα του πολιτισμού σε τέτοιο βαθμό.Ήταν οπτική απόλαυση να βλέπεις το αμφιθέατρο του Φλάβιου να δεσπόζει,τεράστιο και μαγευτικό.Οι ακτίνες του ήλιου περνούσαν μέσα από τις αψίδες φωτίζοντας κάθε του γωνιά.Μαζεμένοι τουρίστες έβγαζαν φωτογραφίες και περίμεναν στη σειρά για να μπουν μέσα.Να κάτι που άξιζε να το φωτογραφήσεις.Όχι ένα αυτοκίνητο. «Σου αρέσει;»,ρώτησε η Τζαιν σπάζοντας την ησυχία και ξαφνιάζοντας με. «Ναι.Η αρχαία αρχιτεκτονική και γλυπτική πάντα με εντυπωσιάζουν». «Και εμένα είναι από τα αγπημένα μου.Όποτε μπορώ το επισκέφθομαι αν και προτιμώ τους πίνακες ζωγραφικής». Ξανακοίταξα το Κολοσσαίο και αναρωτήθηκα αν ήταν νεότερο ή παλαιότερο σε ηλικία σε σύγκριση με τη Τζαιν.Ήμουν έτοιμος να τη ρωτήσω όταν το αυτοκίνητο σταμάτησε.Γύρισα το κεφάλι μου για να κοιτάξω έξω από το παράθυρο αλλά ήταν ήδη κλειστό.Μήπως το είχα κλείσει εγώ; «Φτάσαμε.Τώρα πρέπει να κάνεις μια υποχώρηση.Είμαι αναγκασμένη να σου δέσω τα μάτια μέχρι να αποφασίσει ο αρχηγός μου αν θα σε αφήσει να ζη,να γίνεις μέλος»,είπε διστακτικά. Δε με ξεγέλασε.Ήθελε να πει να ζήσεις.Μια εσωτερική μάχη δόθηκε,μέσα στο κεφάλι μου.Το ένα στρατόπεδο υποστήριζε ότι πρέπει να βγω από το αμάξι και να αρχίσω να φωνάζω για βοήθεια,ενώ η άλλη μου έλεγε να το βουλώσω και να κάνω ότι μου λέει η Τζαιν. «Εντάξει». Μου χαμογέλασε ανακουφισμένη και τίποτα μετά δεν είχε σημασία.Ούτε ότι μου έδεσε τα μάτα,ούτε ότι κατεβήκαμε τόσα σκαλιά που έχασα το μέτρημα,ούτε τα χιλιόμετρα που διανύσαμε μέχρι να μου βγάλει τη κορδέλα. Βρισκόμασταν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο με μηδαμινό φως. «Πού είμαστε;» «Σε ένα παρακλάδι της κατακόμβης του Σαν Πανκράζιο.Κανείς άνθρωπος δε το γνωρίζει φυσικά»,απάντησε και συνέχισε να περπατάει.Μετά από λίγο φτάσαμε σε μια κλειδωμένη πόρτα.Ενώ εγώ αναρωτιόμουν πώς θα την ανοίξουμε,εμφανίστηκε ξαφνικά μια μορφή. «Γεια σου Ντάνεκ». «Γεια σου Τζαιν.Σε περίμενα.Πέρασε.»,απάντησε ο περίεργος άντρας καθώς άνοιγε τη πόρτα. «Ποιος ήταν αυτός;»,τη ρώτησα όταν είχαμε απομακρυνθεί αρκετά για να μην μας ακούει. «Είναι ο φύλακας της εισόδου.Έχει την ικανότητα να γίνεται αόρατος και έτσι έχει αναλάβει τη φύλαξη μας.Αν πλησιάσει κάποιος εχθρός θα τον σκοτώσει πριν συνειδητοποιήσει τι ήταν αυτό που τον χτύπησε. Πόσες ακόμα υπερφυσικές ικανότητες είχε αυτό το πανίσχυρο είδος; Λίγο αργότερα φτάσαμε σε μια ακόμα πόρτα,ανοιχτή αυτή τη φορά.Την περάσαμε και βρεθήκαμε σε μια αίθουσα υποδοχής.Εκεί βρισκόταν καθισμένη σε μια πολυθρόνα,μια πανέμορφη γυναίκα.Ήταν ψηλή,ξανθιά,με τα μακριά πόδια να είναι γυμνά λόγω του κοντού κόκκινου φορέματος της.Αν δεν είχα γνωρίσει τη Τζαιν θα την είχα ερωτευτεί κατευθείαν. «Γεια σου Κάκτις»,είπε η Τζαιν,λιγάκι τσιτωμένη. «Γεια σου Τζαιν.Τι βλέπω;Έφερες και τον καλεσμένο μας;Μπορώ να τον αναλάβω εγώ τώρα»,είπε και με μια ανάλαφρη κίνηση σηκώθηκε και έπιασε το χέρι μου. Εκείνη τη στιγμή ολόκληρο το σώμα μου ηλεκτρίστηκε.Σχεδόν συνέχεια όποτε ακουμπούσα ένα άτομο,είχα στατικό ηλεκτρισμό αλλά αυτή τη φορά ο ηλεκτρισμός συγκεντρώθηκε στον εγκέφαλο μου.Όλο αυτό κράτησε μερικά δευτερόλεπτα που μου φάνηκαν αιώνας. Μέσα σε αυτά τα δευτερόλεπτα η Τζαιν είχε γρυλίσει και η Κάκτις είχε απομακρυνθεί χωρίς να σταματήσει ο ηλεκτρισμός να ταράζει τον εγκέφαλο μου. Καμιά από τις δυο δεν φάνηκε να είχε αντιληφθεί τι μου συνέβη καθώς η Τζαιν συνέχισε ξανά να προχωράει μπροστά.Ήμουν όμως σίγουρος ότι η Κάκτις ψιθύρισε «είναι δυνατόν;» Τι μου είχε συμβεί;Άλλη μια ερώτηση που έπρεπε να προσθέσω στη λίστα. Τελικά φτάσαμε σε αυτό που φαινόταν να είναι ο προορισμός μας.Πάλι υπήρχε μια τεράστια πόρτα,μόνο που αυτή ήταν πιο μεγαλοπρεπής.Είχε σκαλιστές διάφορες απεικονίσεις που,λόγω του σκοταδιού,ήταν αδύνατο να τις καταλάβω. Η Τζαιν δίστασε για ένα λεπτό και μετά χτύπησε την πόρτα. «Περάστε»,ακούστηκε μια γλυκιά αλλά παράλληλα σκοτεινή φωνή.
Έχει επεξεργασθεί από τον/την dan στις Τετ 6 Ιουλ 2011 - 21:28, 1 φορά
Teodan Midnight Sun Vampire
Τόπος : Θεσσαλονίκη Αριθμός μηνυμάτων : 4153 Registration date : 25/05/2011
Η Τζαιν άνοιξε τη πελώρια δίφυλλη πόρτα και προχώρησε στο εσωτερικό της σκοτεινής αίθουσας. Εγώ δίστασα.Και αν ο αρχηγός αποφάσιζε ότι ήμουν άχρηστος;Τόσες ικανότητες και εγώ είχα αυτή που κατείχε και άλλος βρικόλακας.Έλεος! «Θα έρθεις;»,πρότεινε η Τζαιν,λίγα εκατοστά μακριά από εμένα. Για εσένα.Μπήκα μέσα και τότε συνειδητοποίησα το μέγεθος της αίθουσας.Ήταν σαν το εσωτερικό ενός ναού. Δεξιά και αριστερά είχε διάφορα αγάλματα,προτομές και αγγεία,τα οποία σχημάτιζαν ένα είδος διαδρόμου.Αναγνώρισα μερικά καθώς περνούσα.Το σύμπλεγμα του Λαοκόωντα,Έρως και Ψυχή,ο δισκοβόλος του Μύρωνα,ο καθήμενος πυγμάχος των Θερμών,ο Άρης Λουντοβίζι.Ήταν όλα αγάλματα που εκτίθενται στα μουσεία της Ρώμης.Πώς βρέθηκαν εδώ;Και ήταν όλα σε τέτοια ακέραια κατάσταση,λες και είχαν μια μέρα ζωής.Ένιωσα αγαλλίαση που τα είδα.Πέθανα και πήγα στον προσωπικό μου παράδεισο. Αλλά τα εκθέματα δεν περιορίζονταν στη γλυπτική και στην αγγειοπλαστική.Πίνακες ζωγραφικής ήταν κρεμασμένοι στους τοίχους με το φως των κεριών να τους εκτοξεύει σε ένα άλλο επίπεδο ομορφιάς.Αυτή ήταν η γέννηση της Αφροδίτης του Μποτιτσέλι;Και εκείνος ο πίνακας ανάμεσα στη Κνίδια Αφροδίτη και τον Απόλλων τον Σαυροκτόνο ήταν η Άνοιξη;Δίπλα στην οποία ήταν βρισκόταν η Γκουέρνικα;Χριστέ μου που είχα έρθει; Ξαφνικά τα αγάλματα και οι πίνακες σταμάτησαν να σχηματίζουν το νοερό πέρασμα.Είχαμε βρεθεί στο τέλος της τεράστιας αίθουσας. «Τζαιν ήρθες επιτέλους.Ανησύχησα.Θα μπορούσες να μας ειδοποιήσεις ότι ήσουν ασφαλής»,είπε ένα αγόρι που έμοιαζε πάρα πολύ στην Τζαιν.Είχε θηλυπρεπή χαρακτηριστικά,τα οποία αποτελούσαν μια τέλεια αντιγραφή της Τζαιν,αλλά η φωνή του δε σε άφηνε να αμφισβητήσεις το γεγονός ότι είναι αγόρι.Ήταν βαριά και σκληρή. «Ηρέμησε αδερφέ.Είμαι αρκετά ικανή να προστατέψω τον εαυτό μου.Άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά που με στέλνετε»,απευθύνθηκε σε κάτι αγάλματα που βρίσκονταν δίπλα στον αδερφό της. Η ανακούφιση από το άκουσμα ότι είναι αδερφός της και όχι το ταίρι της, αντικαταστάθηκε από την έκπληξη όταν είδα τα αγάλματα να κουνιούνται.Δεν ήταν αγάλματα αλλά βρικόλακες.Το άσπρο δέρμα και η ακίνητη στάση τους,μού το είχαν κάνει αδύνατο να το καταλάβω πριν.Το σύμπλεγμα αποτελούνταν από οχτώ μορφές. Στο κέντρο βρισκόταν η πιο εκκεντρική.Καθόταν σταυροπόδι,με ένα τεράστιο μαύρο σκυλί να κάθεται νωχελικά από κάτω,και φορούσε ένα μαύρο πουκάμισο σε συνδυασμό με ένα μαύρο παντελόνι,τα οποία ταίριαζαν με τα μαύρα ως τους ώμους μαλλιά του,αλλά ερχόταν σε αντίθεση με το ωχρό δέρμα του.Είχε κάτι πάνω του που με έκανε να ανησυχώ.Μια σκιά παράνοιας ίσως;Πίσω του αχνοφαίνονταν μια γυναίκα.Είχε βάλει το χέρι της πάνω στον ώμο του όπως η μητέρα κρατάει το μωρό της,για να το προστατέψει από τις κρυμμένες παγίδες του έξω κόσμου. Αριστερά του βρισκόταν η πιο τρομακτική φιγούρα που είχα δει ποτέ μου.Είχε παρόμοιο ντύσιμο με τον κεντρικό και έτσι υπέθεσα ότι ήταν η κοινή τους ενδυμασία.Αυτός όμως ήταν διαφορετικός.Ο προηγούμενος φαινόταν τρελός αλλά είχε μια δόση ευγένειας.Αυτουνού τα χαρακτηριστικά είχαν αλλοιωθεί από το μίσος.Αν υπήρχαν οι Ολύμπιοι θεοί,τότε σίγουρα αυτός θα ήταν ο Άρης.Φαινόταν έτοιμος να σηκωθεί και να με σκοτώσει,απλώς και μόνο για να έχει να κάνει κάτι.Ίσως αυτήν την εντύπωση να μου τη δημιουργούσε το υπερβολικά άσπρο χρώμα του δέρματος του ή τα κομμένα σε καρέ πλατινέ μαλλιά του.Πίσω δεξιά του βρισκόταν άλλος ένας βρικόλακας.Ήταν πανύψηλος με πολύ κοντά καστανά μαλλιά.Ήταν πολύ μυώδης ακόμα και για βρικόλακας.Μου θύμιζε τον αρκουδιάρη στα παλιά χρόνια,ο οποίος ανάγκαζε την αρκούδα να σηκώνεται στα δύο πόδια.Αυτός ήταν σίγουρα η αρκούδα.Πίσω αριστερά από το θρόνο που καθόταν ο ξανθός δολοφόνος,βρισκόταν μια πολύ συμπαθητική μορφή.Ήταν ψηλός,αν και σε σύγκριση με την αρκούδα ήταν μικροσκοπικός,με ξανθά μαλλιά,φτιαγμένα προσεκτικά με ζελέ. Τέλος,δεξιά του μαυρομάλλη καθόταν ένα άτομο με μακριές μαύρες μπούκλες ως τους ώμους.Η καλύτερη περιγραφή για το πώς ένιωθε ήταν με μια λέξη.Βαριόταν.Είχε ακουμπισμένο το κεφάλι του στο χέρι του και σε αντίθεση με τους άλλους,δε κοιτούσε εμένα αλλά το κενό.Θα μπορούσα άνετα να πιστέψω ότι κοιμόταν αν δε φαινόταν το σκούρο κόκκινο των ματιών του.Πίσω,δεξιά και αριστερά του,φαινόντουσαν δυο γυναίκες.Ή καλύτερα μια γυναίκα και ένα κορίτσι.Το κορίτσι ήταν κοντό,περίπου στην ηλικία μου,με καστακόκκινες μπούκλες και φακίδες στο πρόσωπο.Η γυναίκα ήταν λίγο ψηλότερη με τη λιγότερη λευκή επιδερμίδα από όλους ενώ τα καστανά μαλλιά της σχημάτιζαν καρφάκια. Όλοι τους θα μπορούσαν να είναι μορφές,ζωγραφισμένες σε ένα τέλειο πίνακα ζωγραφικής. «Καλώς όρισες Τζαιν.Χαίρμομαι που επέστρεψες.Με τον Έντουαρντ»,είπε αυτός που καθόταν στο κέντρο και φαινόταν να είναι ο αρχηγός. Μια περίεργη λάμψη κάλυψε τα μάτια του όταν είπε το όνομα μου,που με έκανε να ανατριχιάσω. «Και εγώ χαίρομαι που γύρισα Σιντιόν.Ο ανθρώπινος κόσμος είναι αρκετά περίεργος». Είπε ο βρικόλακας που ζει σε στοά. «Λοιπόν;Θα μου κάνεις τη τιμή;»,απαίτησε ο Σιντιόν τείνοντας τα χέρια του προς αυτήν,καθώς σηκωνόταν. Η Τζαιν ανέβηκε τα μικρά σκαλοπάτια και προχώρησε προς το μέρος του αλλά δε του έδωσε τα χέρια της,κάτι που τον ξάφνιασε.Αντί για αυτό,άρχισε να ψιθυρίζει στο αυτί του.Μου ήταν αδύνατο να καταλάβω τι έλεγε.Κάποιες λέξεις όμως,κατάφερα να τις ακούσω.Βρήκα,πρόθυμος,δέχτηκε,μπορεί,προσπάθησα ήταν λέξεις που χρησιμοποίησε στις προτάσεις της.Όταν είπε μπορεί κατάλαβα ότι το ενδιαφέρον του Σιντιόν αφυπνίστηκε καθώς η ίδια λάμψη θόλωσε τα μάτια του.Λίγο αργότερα,γύρισε το κεφάλι του συγκλονισμένος. «Αλήθεια;»,απαίτησε να μάθει ενώ οκτώ ζευγάρια μάτια καρφωθήκαν πάνω μου. Η Τζαιν έγνεψε και ο Σιντιόν προχώρησε προς το μέρος μου. «Χαίρομαι που σε γνωρίζω Έντουαρντ.Συγγνώμη που ξέχασα τους τρόπους μου και δε σου συστήθηκα.Με λένε Σιντιόν»,είπε με γλυκιά φωνή ενώ ένα γρύλισμα ακούστηκε από κάπου. «Κι,κι,και εγώ.Χαίρομαι»,κατάφερα να ψελλίσω. «Από ότι μου είπε η Τζαιν έχουμε ένα παρόμοιο ταλέντο.Μόνο που το δικό μου είναι περιορισμένο.Πρέπει να έχω σωματική επαφή για να ακούσω τις σκέψεις του άλλου». Για αυτό ήθελε το χέρι της.Εκείνη όμως γιατί δε του το έδωσε; «Φυσικά διαφέρουμε και σε κάτι παραπάνω.Εσύ μπορείς να ακούς τις συγκεκριμένες σκέψεις που κάνει κάποιος τη στιγμή που χρησιμοποιείς το ταλέντο σου.Εγώ αντιθέτως μπορώ να ακούσω όλες τις σκέψεις που έχουν περάσει από το μυαλό κάποιου»,συνέχισε. Είναι μια σημαντική διαφορά. «Λοιπόν θα με αφήσεις να σε γνωρίσω;»,είπε ενώ έκανε ένα βήμα πιο κοντά. Πιο πολύ με ανάκριση μου έμοιαζε αλλά δεν είχα άλλη επιλογή.Του έδωσα το χέρι μου και εκείνος το άρπαξε σα να εξαρτιόταν η ίδια του η ζωή από αυτό. Ο ηλεκτρισμός πάλι επέστρεψε για να βασανίσει το μυαλό μου. Αυτή τη φορά όμως ο ηλεκτρισμός αντικαταστάθηκε από εικόνες.Άρχισαν να περνούν πολύ γρήγορα σαν φωτογραφίες σε προτζέκτορα.Μόνο που αυτές ήταν αναμνήσεις.Αναμνήσεις του Σιντιόν.Είδα ένα μαυρομάλλικο αγόρι,απομονωμένο από φίλους και οικογένεια να μεγαλώνει μόνο του.Είδα τις φιλοδοξίες που σκεφτόταν,να γίνει πανίσχυρος και αθάνατος.Την αναζήτηση του για αυτές,που τον οδήγησε σε έναν άνθρωπο.Μόνο που δεν ήταν άνθρωπος.Ήταν βρικόλακας.Είδα την επώδυνη μεταμόρφωσή του,τη δίψα του για αίμα,τα φιλόδοξα σχέδιά του να γίνονται πραγματικότητα καθώς μεταμόρφωνε όλο και περισσότερους χαρισματικούς ανθρώπους,τη συνεχή αναζήτηση για νέα ταλέντα.Το άγχος που του δημιούργησε ένας χωρισμός και το έγκλημα που διέπραξε για να απέλθει η ηρεμία. Και ξαφνικά,όπως όταν οι εικόνες εισήλθαν στο μυαλό μου,οι αναμνήσεις εξαφανίστηκαν την ώρα που ο Σιντιόν απομακρύνθηκε. «Απίθανο.Δε βλέπω τίποτα»,αναφώνησε. Τι είχε γίνει;Όπως και τη προηγούμενη φορά κανείς δε φαινόταν να αντιλήφθηκε τι είχα πάθει. «Τι θα κάνουμε τώρα Σιντιόν;Θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι να γυρίσει η Ρένεσμι»,είπε ο χαιρέκακος αριστερά του. «Νομίζω,Μάτιο,ότι μπορούμε να κάνουμε μια εξαίρεση.Έχουμε να δούμε τέτοια ικανότητα από την Ιζαμπέλα.Δε πιστεύω ότι θα πρέπει να περιμένουμε». Τότε τα κομμάτια του παζλ ενώθηκαν μέσα στον εγκέφαλό μου.Για αυτό όλα μου φαινόντουσαν περιέργως οικεία.Γιατί πολύ απλά τα είχα διαβάσει.Τότε δε γινόταν αυτό να συμβαίνει στη πραγματικότητα.Ήταν όμως όλα τόσο ζωντανά.Μήπως θα έπρεπε τελικά να αποδεχτώ ότι δεν ήταν ένα όνειρο; «Το μόνο που μένει να κανονίσουμε είναι ποιος θα το κάνει»,συνέχισε ο Σιντιόν. Μου πήρε ένα δευτερόλεπτο για να καταλάβω ότι μιλούσαν για το ποιον θα με δάγκωνε. Διάφοροι ψίθυροι ακουστήκαν από όλους τους παρευρισκόμενους αλλά κανείς δε προσφέρθηκε.Φαντάστηκα πόσο επώδυνη εμπειρία θα ήταν για να μην θέλει κανείς, «Θα το κάνω εγώ»,είπε η Τζαιν καθώς απομακρυνόταν από τον αδερφό της και πλησίαζε εμένα.
Όσοι ενδιαφέρονται για τα αγάλματα και τους πίνακες:
Σύμπλεγμα Λαοκοωντα
Σπόιλερ:
Έρως και Ψυχή
Σπόιλερ:
Δισκοβόλος του Μύρωνα
Σπόιλερ:
Καθήμενος πυγμάχος των Θερμών
Σπόιλερ:
Άρης Λουντοβίζι
Σπόιλερ:
Γέννηση της Αφροδίτης του Μποτιτσέλι
Σπόιλερ:
Άνοιξη
Σπόιλερ:
Κνίδια Αφροδίτη
Σπόιλερ:
Απόλλων ο Σαυροκτόνος
Σπόιλερ:
Η ανάλυση του πίνακα
Σπόιλερ:
Το τρίπτυχο λοιπόν απεικονίζει ουσιαστικά τον Έντουαρντ σε τρεις φάσεις της ζωής του.Στο πρώτο κομμάτι απεικονίζεται με κόκκινο βλαστό,γιατί κυλάει αίμα στις φλέβες του, και άσπρα πέταλα,για την χλωμή επιδερμίδα του.Αυτή η σκηνή είναι από την ανθρώπινη,όπως νόμιζε,ζωή του.Είναι περιτριγυρισμένος από μαργαρίτες,άνθρώπους ουσιαστικά,γιατί είναι ένα κοινό λουλούδι.Μπορεί να ξεχωρίζει η εμφάνισή του αλλά είναι στο ίδιο ύψος με τα άλλα γιατί ο Έντουαρντ δεν επιδείκνυε την διαφορετικότητά του. Στο δεύτερο απεικονίζει μια σκηνή από τότε που ήταν ημιβρικόλακας και συνάντησε τους Ρέξαϊρς.Ο λευκός βλαστός τους δείχνει τη χλωμή επιδερμίδα και την έλλειψη αίματος ενώ τα κόκκινα πέταλα μαζί με τους μαύρους κύκλους τα διάφορα χρώματα που παίρνουν οι ίριδες τους.Είναι ψηλότερα γιατί έχουν ανώτερες δυνάμεις από αυτόν. Και τέλος στο τρίτο,είναι ο Έντουαρντ ως βρικόλακας.Έχει ήδη μετατραπεί και οι δυνάμεις του αυξήθηκαν με αποτέλεσμα τα άλλα να τον φοβούνται. Γενικώς η επιλογή των λουλουδιών έγινε γιατί και αυτά,σαν τον Έντουαρντ,απορροφούν τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά.Ο Έντουαρντ απορροφά τις απαραίτητες δυνάμεις για να επιζήσει καθώς δεν είναι ούτε γρήγορος ούτε δυνατός.Στην αρχή είχα ψάξει να βρω έναν υπαρκτό πίνακα αλλά όταν δεν τα κατάφερα,αποφάσισα να ¨δημιουργήσω¨.Ελπίζω να καταλάβετε τώρα τι αντιπροσώπευε ο πίνακας.
Έχει επεξεργασθεί από τον/την dan στις Τρι 20 Σεπ 2011 - 21:40, 8 φορές συνολικά
Teodan Midnight Sun Vampire
Τόπος : Θεσσαλονίκη Αριθμός μηνυμάτων : 4153 Registration date : 25/05/2011
Τι;Η ίδια έκφραση απορίας είχε σχηματιστεί και στους υπόλοιπους Ρέξαϊρς,εκτός βέβαια από τον βαριεστημένο,ο οποίος δε φάνηκε να αντιλαμβάνεται την κατάσταση. «Τζαιν,αγαπητή μου,είσαι σίγουρη;»,είπε ο Σιντιόν,ο οποίος ανέκτησε τη ψυχραιμία του πιο γρήγορα από όλους. «Απολύτως.Πιστεύω ότι έφτασε το πλήρωμα του χρόνου για να δοκιμάσω την αυτοσυγκράτηση μου»,απάντησε ανέκφραστα. «Αδερφή,μήπως δε θα έπρεπε να το ρισκάρουμε;Μπορεί να δοκιμάσει ο Ράσσιο»,απευθύνθηκε κοιτώντας τον κοιμισμένο,ο οποίος επιτέλους κουνήθηκε στο άκουσμα του ονόματος του. «Άλεκ,ξέρεις ότι είμαι ικανή να τα καταφέρω.Εξάλλου έχω την ίδια σχεδόν εμπειρία με τον Ράσσιο». «Τζαιν,δε χρειάζεται να το κάνεις αυτό.Δεν υπάρχει άλλος τρόπος;»,ρώτησα. «Όχι Έντουαρντ.Έτσι θα γίνει.Θα τα καταφέρω»,απάντησε με αποφασιστικό βλέμμα κάνοντας και εμένα να νιώσω ασφάλεια και σιγουριά. Θα τα κατάφερνε. «Όποτε τελειώσαμε.Εκτός και αν θες να προσθέσεις κάτι άλλο,Έντουαρντ.Δε πιστεύω να κάναμε κάποιο λάθος;»,αναρωτήθηκε ο Σιντιόν. Περίεργη ερώτηση.Τι εννοούσε λάθος; «Όχι όσα είπατε ήταν αλήθεια»,απάντησα με ειλικρίνεια,αρκετά μπερδεμένος. Για μια στιγμή,μου φάνηκε ότι είδα το στρίψιμο του κεφαλιού του Σιντιόν και το θετικό γνέψιμο του κοριτσιού,αλλά μάλλον ήταν η ιδέα μου. «Ωραία τότε.Εμείς έχουμε να κάνουμε … μια δουλειά.Φαντάζομαι Έντουαρντ θα είσαι εξαντλημένος.Η Κάκτις θα σου δείξει το δωμάτιο που θα αναπαυτείς.Τζαιν θα μας ακολουθήσεις;»,πρότεινε ο Σιντιόν ενώ τα μάτια του έγιναν ακόμα πιο κόκκινα. «Ίσως αργότερα.Προς το παρόν θα κάνω παρέα στον Έντουαρντ». Για άλλη μια φορά ο Σιντιόν φάνηκε να εκπλήσσεται αλλά δεν είπε κάτι.Εγώ ένιωσα ευχαρίστηση που η Τζαιν προτιμούσε τη συντροφιά μου και όχι των Ρέξαϊρς. «Εμείς θα τα πούμε αργότερα αδερφή»,απαίτησε ο Άλεκ,καθώς κατευθυνόμασταν σε μια αθέατη,ως τώρα σε μένα,πόρτα. Μήπως είχε δει κάτι που εγώ δεν αντιλήφθηκα; Βγήκαμε σε έναν πλατύ κυκλικό διάδρομο,με κεριά δεξιά και αριστερά,και προχωρήσαμε προς τα αριστερά.Αφού περάσαμε αρκετές πόρτες,σταματήσαμε στην προτελευταία.Είχα την αίσθηση ότι ο διάδρομος οδηγούσε στην αίθουσα όπου βρισκόταν η Κάκτις αλλά ο προσανατολισμός μου ποτέ δεν ήταν καλός.Άλλωστε γιατί να ακολουθήσουμε το μακρύ διάδρομο όταν οι αίθουσες βρίσκονταν πιο κοντά μεταξύ τους; Μπήκαμε στο δωμάτιο και η Τζαιν άναψε τα πολλά κεριά που βρισκόταν αραδιασμένα σε διάφορα μέρη του δωματίου,δίνοντας μου την ευκαιρία να δω τι είχε.Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι σε ένα άθλιο ροζ ενώ ένα πελώριο διπλό κρεβάτι με ροζ σεντόνια και μαξιλαροθήκες έπιανε τον περισσότερο χώρο.Το δωμάτιο διέθετε επίσης ένα γραφείο και όλως περιέργως,ένα μικρό μπάνιο.Το δωμάτιο ήταν γενικώς πολύ ανθρώπινο.Περίμενα κάτι πιο σκοτεινό.Όχι ροζ τοίχους. «Δικό σου είναι;»,ρώτησα,ελπίζοντας να μου αρνηθεί. «Όχι.Ήταν της πρώην γραμματέα μας». Τι αρμοδιότητες μπορεί να είχε και τι έπαθε για να γίνει πρώην;Υπέθεσα ότι θα ήταν καλύτερα αν δε ρωτούσα. Ξάπλωσα στο κρεβάτι,εξαντλημένος και θυμωμένος με τον εαυτό μου που δεν είχα πάρει αλλαξιά για να κάνω μπάνιο. Μετά από λίγο,ξάπλωσε και η Τζαιν στην άλλη μεριά του κρεβατιού.Φαινόταν το ίδιο αμήχανη με εμένα.Αποφάσισα ότι έπρεπε να πω κάτι για να σπάσω το γυαλί της ησυχίας που μας χώριζε. «Ξέρεις,παρατήρησα κάτι που είπε ο Σιντιόν και ο Μάτιο.Κάτι παράξενο». «Τι;».Η φωνή της ανέβηκε ένα τόνο πιο ψηλά. «Ανέφεραν κάποια ονόματα.Ιζαμπέλα και Ρένεσμι συγκεκριμένα»συνέχισα. Χαμογέλασε.«Περίμενα να δω πότε θα ένωνες τα κομμάτια». «Εννοείς ότι υπάρχουν;»,ρώτησα σοκαρισμένος. Έγνεψε. «Δηλαδή εσείς είστε οι;» «Βολτούροι;Και ναι και όχι». «Τι εννοείς;» «Είναι μεγάλη ιστορία;» «Έχω χρόνο». Γέλασε.«Θυμάσαι που με ρώτησες αν ήμαστε σαν τους Βολτούρι;Τι απάντησα;» Έγνεψα.«Δε θα μπορούσα να το περιγράψω καλύτερα» Όλα αυτά ξενίκησαν πριν από λιγότερο είκοσι τέσσερις ώρες και εμένα μου φαινόταν σα να είχαν περάσει χρόνια. «Ακριβώς.Ξέρεις,εμείς είμαστε υπεύθυνοι κυρίως για τη διατήρηση της μυστικότητας του είδους μας.Εσείς οι άνθρωποι αναπτύσσετε όλο και πιο εξελιγμένη τεχνολογία,γεγονός που μας κάνει να είμαστε ακόμη πιο προσεκτικοί». Περίμενα να συνεχίσει. «Ένας συγγραφέας σας είχε πει ότι ο καλύτερος τρόπος για να κρατήσεις ένα μυστικό,είναι να το πεις σε όλους.Αυτό,όπως καταλαβαίνεις σε μια συνηθισμένη κοινωνία θα ήταν παράξενο.Εμείς όμως δεν ήμαστε.Ήταν ιδέα του Σιντιόν να αφήσουμε εμείς οι ίδιοι φήμες για την ύπαρξη μας αλλά και λανθασμένους τρόπους αναγνώρισης μας.Εσείς όμως,καμιά φορά,φτάνατε πολύ κοντά στην αποκάλυψη μας.Έτσι σκεφτήκαμε.Τι θα έκανε τους επίμονους για γνώση του είδους μας να σταματήσουν;Ένα βιβλίο.Ένα βιβλίο για εφήβους που θα περιγράφει τον έρωτα ενός βρικόλακα και ενός ανθρώπου.Και τι βολικό που ήδη είχε γίνει κάτι τέτοιο.Φυσικά βάλαμε και πολλά ακόμα στοιχεία που συμβαίνουν πραγματικά όπως τα κόκκινα μάτια». «Δηλαδή η συγγραφέας είναι βρικόλακας;»,τη διέκοψα. «Όχι βέβαια.Πάντα υπάρχουν οι παρατηρητικοί». «Τότε πώς;» «Αυτή το αποκάλεσε έμπνευση,αυτοί προτιμούν να τους λέμε Ρένεσμι και Ντάνεκ.Εννοείται ότι αλλάξαμε τα ονόματα.Ο Σιντιόν έγινε Άρο,ο Αντιόν Ντιμίτρι,η Κορίν Ρενάτα». «Ο αδερφός σου κράτησε το όνομα του.Και το δικό σου δε διαφέρει πολύ»,παρατήρησα. Χαμογέλασε.«Αυτό είναι μια άλλη,τρομακτική ιστορία». Μου κίνησε το ενδιαφέρον.«Πάντα μου άρεσαν». «Το περίμενα.Λοιπόν,όταν γεννηθήκαμε,ξεχωρίσαμε κατευθείαν.Δεν είμασταν βέβαια βρικόλακες,ούτε είχαμε υπερφυσικές ικανότητες αλλά ξεχωρίζαμε.Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε χειρότερη αμαρτία.Έτσι θεώρησαν σωστό να μας κάψουν»,ξεκίνησε την αφήγηση. Τα κόκκινα μάτια της είχαν αρχίσει να μαυρίζουν από το μίσος. «Ευτυχώς ο Σιντιόν κατέφθασε γρήγορα και μας έσωσε.Είχε ακούσει για εμάς αλλά θεωρούσε ότι ήμασταν πολύ μικροί για να μας μετατρέψει»,συνέχισε με ένα τόνο ευλάβειας όταν ανέφερε τον Σιντιόν. «Θέλαμε να χάσουμε κάθε επαφή με την ανθρώπινη ζωή μας και για αυτό βάλαμε στοίχημα για το ποιος θα βρει το πιο ειρωνικό όνομα.Αυτός διάλεξε το Άλεκ,το οποίο προέρχεται από τον Αλέξανδρο,που σημαίνει αυτός που προστατεύει τον άνθρωπο.Ήταν καλή προσπάθεια μιας και αυτός είναι ένας από τους πιο αποτελεσματικούς πολεμιστές μας.Εγώ διάλεξα το Τζαιν.Δε ξέρω αν τη γνωρίζεις αλλά υπάρχει μια θρησκεία που ονομάζεται Τζαϊνισμός,στην οποία υποστηρίζεται ο ειρηνικός τρόπος αντιμετώπισης όλων των πλασμάτων.Φυσικά κέρδισα αλλά αποφάσισα να μοιραστούμε το βραβείο». «Ποιο ήταν το βραβείο;»,ρώτησα συνεπαρμένος. «Εννοείται ότι δεν επρόκειτο να αφήσουμε τους παραλίγο δολοφόνους μας ατιμώρητους.Ο Σιντιόν επέμενε ότι θα έπρεπε να το ξεχάσουμε αλλά ήταν αδύνατο.Λίγες μέρες μετά τη μεταμόρφωση μας τους κάναμε μια επίσκεψη.Όλοι οι κάτοικοι είχαν μαζευτεί γύρω μας.Τα αδέρφια που εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας είχαν το θράσος να ξαναεμφανιστούν.Είχαν φέρει πάλι δαυλούς για να μας κάψουν.Ο Άλεκ τους ακινητοποίησε όλους κάνοντας τους να χάσουν όλες τις αισθήσεις τους,εκτός από την ακοή.Τους γονείς μας τους σκοτώσαμε πρώτους,ανώδυνα.Μπορεί να μας είχαν γεννήσει αλλά δεν είχαν κάνει και ιδιαίτερη προσπάθεια να μας σώσουν.Τους οφείλαμε όμως την ύπαρξη μας.Τους υπόλοιπους σαράντα τους σκοτώσαμε αργά.Κάθε φορά ο Άλεκ επέστρεφε τις αισθήσεις σε κάποιον και εγώ τον βασάνιζα.Οι άλλοι άκουγαν τα ουρλιαχτά και έτρεμαν στην ιδέα το τι τους περίμενε». Οι ίριδες της είχαν καταληφθεί από μαύρη ρευστή πίσσα. «Για τελευταίο αφήσαμε αυτόν που είχε οργανώσει τη δολοφονία μας.Αφού βασανίσαμε μπροστά του όλη την οικογένεια του,τον αφήσαμε να φύγει χωρίς να τον πειράξουμε». Γέλασε με ένα τρόπο που με έκανε να ανατριχιάσω. «Ο ανόητος πίστευε ότι θα του δίναμε δεύτερη ευκαιρία.Αυτός δε μας είχε δώσει.Λίγο πριν βγει έξω από το χωριό τον σταμάτησα και τον βασάνισα.Με παρακαλούσε να τον σκοτώσω.Είπα να σεβαστώ την επιθυμία του.Τους μαζέψαμε όλους και τους κάψαμε ζωντανούς.Δε ξαναεπιστρέψαμε ποτέ»,τελείωσε. Ανησύχησα.Κανονικά θα έπρεπε να τρέξω να κρυφτώ από αυτήν αλλά δεν ήθελα.Έβρισκα απόλυτα δικαιολογημένη την εκδίκηση της.Έπρεπε να αλλάξω θέμα. «Και η Ρένεσμι;»,ρώτησα. «Α ναι.Εκτός από κάποια ονόματα αλλάξαμε και πολλά γεγονότα για να γίνει πιο παραμυθένιο βιβλίο.Το σκυλί,ο Τζεικόμπ,δεν αποτύπωσε στη Ρένεσμι αλλά στη Μπέλα.Όταν αυτή τον απέρριψε λόγω του Έντουαρντ,αυτοκτόνησε.Η Μπέλα δε μπορούσε να συγχωρήσει τον εαυτό της και έπεσε σε κατάθλιψη.Ο Έντουαρντ αποφάσισε να στραφεί σε εμάς για να την γιατρέψει και συγκεκριμένα στον Μάτιο.Θα γινόταν μια ανταλλαγή.Ο Έντουαρντ ζήτησε από τον Μάτιο να χρησιμοποιήσει την ικανότητα του και να σβήσει τη μνήμη της.Ο Μάτιο ζήτησε να του δώσει ό,τι θελήσει εκτός από την κατάταξη του στην ομάδα μας.Ο Έντουαρντ ήξερε τις συνέπειες αλλά δέχτηκε.Στη συνέχεια ο Μάτιο με τη βοήθεια της Άκουις αλλοίωσε τη μνήμη της Μπέλας.Όταν» «Ποια είναι η Άκουις;» «Σωστά.Ξεχνάω ότι δεν είσαι από τον κόσμο μου».Χαμόγελασε.«Η Άκουις είναι η Αϊρίνα»,συνέχισε. Αυτή δε τους πρόδωσε;.«Α,εντάξει.Συνέχισε.» «Όταν γεννήθηκε η Ρένεσμι,λοιπόν,ο Μάτιο ζήτησε από τον Έντουαρντ να μας τη δώσει για να γίνει μέλος.Αυτός φυσικά αρνήθηκε.Όταν αργότερα είχαμε μαζευτεί δύο στρατόπεδα,εμείς και οι Κάλεν με τους φίλους τους,και ήμασταν έτοιμοι να επιτεθούμε,έγινε κάτι που δε το περίμενε κανείς.Η Ρένεσμι,η οποία είχε αναπτυχθεί υπερβολικά γρήγορα,αισθανόμενη τον κίνδυνο που διέτρεχε η οικογένεια της,μας πλησίασε και κατατάχθηκε οικιοθελώς.Η οικογένεια της προσπάθησε να της αλλάξει γνώμη αλλά δεν κατάφερε τίποτα.Από τότε,είναι μαζί με τον Άλεκ»,τέλειωσε. «Και ο Έντουαρντ με τη Μπέλα πώς το αντιμετώπισαν;»,ρώτησα ενώ τα βλέφαρα μου άρχισαν να κλείνουν. «Σεβάστηκαν την απόφαση της.Έτσι και αλλιώς τους επισκέπτεται όποτε θέλει.Εκεί είναι τώρα,στην Αλάσκα.» «Και όσα περιγράφει το βιβλίο για τον έρωτα τους είναι αλήθεια;» «Όλα.Είναι σαν τη δική σας ιστορία για τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα.Είναι ένα παράδειγμα ότι δεν είμαστε τέρατα αλλά μπορούμε να αγαπήσουμε». «Εσύ έχεις ερωτευτεί;»,είπα ενώ ο Μορφέας πάσχιζε να με τραβήξει στην αγκαλιά του. Αυτή σοβάρεψε.Εγώ τελικά ηττήθηκα και έτσι δεν είμαι σίγουρος αν αυτό που είπε ήταν πραγματικότητα ή όνειρο. «Πρόσφατα».
Έχει επεξεργασθεί από τον/την dan στις Τρι 19 Ιουλ 2011 - 20:48, 1 φορά
Teodan Midnight Sun Vampire
Τόπος : Θεσσαλονίκη Αριθμός μηνυμάτων : 4153 Registration date : 25/05/2011
Έτρεχα.Έτρεχα για να ξεφύγω από έναν αόρατο εχθρό,μια άϋλη δύναμη.Με ακολουθούσε,όπως η σκιά και ας ήταν βράδυ. «Από εδώ Έντουαρντ»,φώναξε μια κοπέλα. Τζαιν.Άρχισα να κατευθύνομαι προς το μέρος της. «Γρήγορα,μπες μέσα»,ψιθύρισε δίπλα μου. Δεν ήταν όμως η Τζαιν.Ή μάλλον ήταν αλλά μόνο η φωνή της,το σώμα έλειπε.Ο εχθρός πλησίαζε,δεν είχα χρόνο να σκεφτώ.Μπήκα μέσα σε μια αίθουσα. Ήταν η μεγάλη αίθουσα των Ρέξαϊρς.Μόνο που όλοι οι πίνακες και τα αγάλματα είχαν εξαφανιστεί. Μόνο ένας πίνακας υπήρχε δεξιά μου.Ήταν ένα τρίπτυχο.Στο πρώτο κομμάτι απεικονιζόταν ένα λουλούδι με κόκκινο βλαστό και άσπρα πέταλα,περιτριγυρισμένο από μαργαρίτες του ίδιου ύψους. Στο δεύτερο,ο καλλιτέχνης είχε ζωγραφίσει πάλι ένα λιβάδι.Μόνο που σε αυτό,το παράξενο λουλούδι είχε γύρω του λουλούδια με λευκό βλαστό,κόκκινα πέταλα μαζί με μαύρους κύκλους,ψηλότερου ύψους. Το τρίτο μέρος έδειχνε την ίδια σκηνή μόνο που αυτή τη φορά το λουλούδι είχε μετατραπεί σαν τα υπόλοιπα αλλά τώρα είχε ψηλώσει και είχε επισκιάσει τα άλλα.Είχε απλώσει τις ρίζες του σε όλη την έκταση του λιβαδιού. «Εκεί είναι»,είπε μια μορφή σε μια άλλη κάνοντας με να γυρίσω το βλέμμα μου. Ήταν ο Μάτιο και ο Σιντιόν. Ο δεύτερος με πλησίασε.Κρατούσε ένα τσεκούρι ενώ τα μάτια του έλαμπαν από την παράνοια.Φοβήθηκα. «Μη φοβάσαι Έντουαρντ.Όλα θα πάνε καλά»,με καθησύχασε. Σήκωσε το τσεκούρι.Εγώ δεν ήθελα να κουνηθώ και ας φοβόμουν. Με ορμή το τσεκούρι πλησίαζε το λαιμό μου.Λίγα εκατοστά πριν με αποκεφαλίσει άλλαξε φόρα και έπεσε πάνω σε έναν ακόμη πίνακα,ο οποίος απεικόνιζε ένα πρόβατο με καστανό μαλλί και ένα λιοντάρι με μπρούτζινο τρίχωμα.Τον κατάστρεψε ολοκληρωτικά. Ξύπνησα με τους χτύπους της καρδιάς μου να χορεύουν μάμπο. «Είσαι καλά;»,ρώτησε η Τζαιν,ολόκληρη αυτή τη φορά. «Εεε,ναι.Απλώς έβλεπα έναν εφιάλτη».Δε ξέρω γιατί,αλλά δεν ήθελα να της αποκαλύψω τι είδα. «Το κατάλαβα.Φώναζες στου ύπνο σου»,αποκρίθηκε,κάνοντας το αίμα να βάψει κόκκινα τα μάγουλα μου. Ρεζιλέυτηκα.Θα νομίζει ότι είμαι κανάς δειλός. «Σου έφερα αυτά.Σκέφτηκα ότι θα ήθελες να κάνεις μπάνιο».Μου προσέφερε ένα μαύρο πάκο από ρούχα. «Ευχαριστώ». «Τίποτα.Έχει ζεστό νερό.Όταν βγεις θα σου έχω φέρει πρωινό». Κατευθύνθηκα προς το μπάνιο. «Έντουαρντ»,είπε η Τζαιν. «Τι;».Είχε καταλάβει τίποτα;Δεν ήθελα να της κρατάω μυστικά αλλά έτσι και αλλιώς ένα όνειρο ήταν. «Τα μάτια σου έχουν κοκκινίσει»,είπε ανέκφραστα. «Ε;» «Τα μάτια σου είναι κόκκινα.Ξέχασες να βγάλεις τους φακούς επαφής»,μου επισήμανε. «Α.Αυτό ήθελες»,ρώτησα,μετανιώνοντας την ίδια στιγμή. «Ναι,εκτός και αν θες εσύ να μου πεις κάτι;» Το κατάλαβε.Κατάλαβε ότι της είχα κρατήσει κάτι κρυφό.Αλλά αποκλείεται να ήξερε τι. «Μπα»,είπα και προχώρησα προς το μικρό μπάνιο. Έκλεισα τη πόρτα και αναστέμαξα.Πάει η πρώτη δοκιμασία. Γύρισα το κεφάλι μου και βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τον εαυτό μου.Γρήγορα έβγαλα τους καφέ φακούς επαφής και αντίκρισα τα γαλάζια μάτια μου. Η μητέρα μου πάντα αναρωτιόταν γιατί ενώ έχω τόσο υπέροχα μάτια,φορούσα φακούς.Δεν είχε παρατηρήσει ότι το χρώμα των ιρίδων μου άλλαζε ανάλογα με τα κέφια μου.Όποτε ήμουν ήρεμος ή χαρούμενος είχαν το γαλάζιο του ασυννέφιαστου ουρανού ενώ όταν συγχυζόμουν ή θύμωνα σκοτείνιαζαν και βάφονταν με το κόκκινο του αίματος. Κοίταξα τα ρούχα που μου έφερε η Τζαιν.Δυο κοινά είχαν όλα. Πρώτον,ήταν όλα μαύρα.Τα σακάκι,το πουκάμισο,τα εσώρουχα,οι κάλτσες,τα παπούτσια.Ήταν λες και θα πήγαινα σε κηδεία.Αλλά όχι σε μια οποιαδήποτε κηδεία αλλά σε μια κηδεία κάποιου επίσημου,καθώς η δεύτερη ομοιότητα ήταν ότι όλα ανήκαν στην ίδια εταιρία,Dolce and Gabbana.Μπορεί να τους προμήθευαν πολλά ρούχα για να είναι πιο φθηνά.Γιατί θα έπρεπε να κοστίζουν όσο όλα τα ρούχα που είχα αγοράσει έως τώρα. Έπλυνα τα δόντια μου με μια οδοντόβουρτσα και οδοντόκρεμα που υπήρχε μέσα στον πάκο.Στη συνέχεια ξεντύθηκα και μπήκα στη μπανιέρα.Ευτυχώς το νερό ήταν πράγματι ζεστό.Δίπλα είχε σαμπουάν και αφρόλουτρο. Άρχισα να σκέφτομαι τη συζήτηση μας χθες το βράδυ.Δε μπορούσα να πιστέψω ότι οι αγαπημένοι μου ήρωες ήταν πραγματικοί.Τόσα συναισθήματα με είχαν κατακλύσει όταν τα διάβαζα.Ήταν οι μόνοι φίλοι μου.Ένιωθα χαρά με τη συνάντηση τους,αγωνία για το πώς θα προχωρήσουν και φόβο όταν συνάντησαν τον Τζέιμς.Ειδικά όταν αποφάσισε να πάει μόνη της και αυτός τη παγίδεψε και τη…δάγκωσε. Βγήκα έξω αναστατωμένος και φόρεσα τα ρούχα μου.Ήταν ακριβώς στο νούμερο μου αν και κάπως στενά.Ευτυχώς η Τζαιν είχε φέρει και παπούτσια γιατί οι βάρκες μου θα έδειχναν γελοίες με τόσο επίσημα ρούχα. Λίγο πριν βγω,το φως από τη μοναδική λάμπα που είχα δει σε όλες τις αίθουσες,έπεσε πάνω σε κάτι στην άκρη του σακακιού μου και με τύφλωσε. Ήταν μια χρυσή καρφίτσα στο σχήμα του λατινικού ρο.Πάνω της είχε μικρά λευκά και αστραφτερά διαμάντια στο σχήμα σταγονιδίων.Φαινόντουσαν αληθινά αλλά δεν ήταν δυνατόν.Αυτό θα κόστιζε μια περιουσία. Στο άλλο μανίκι υπήρχε μια μαύρη διαμαντένια καρφίτσα στο σχήμα του ελληνικού έψιλον.Είχε κόκκινες λεπτομέρειες που σχημάτιζαν μικροσκοπικές σταγόνες.Ήταν πανέμορφο.Αν και ποτέ δε μου άρεσαν τα κοσμήματα δε μπορούσα παρά να θαυμάσω την αισθητική του. Με το που βγήκα έξω και αντίκρισα την Τζαιν να με περιμένει με ένα τεράστιο δίσκο γεμάτο με φαγητά,θυμήθηκα το λόγο της αναστάτωσης μου. Δε πρόλαβα,όμως,να τη ρωτήσω καθώς με χτύπησε η μυρωδιά των λουκάνικων,των βραστών αυγών και των αλλαντικών.Το στομάχι μου ανακατεύτηκε. «Μπορείς να τα πάρεις από εδώ;»,είπα γρήγορα,προσπαθώντας να μην ανασάνω. «Ποια;».Είχε ανησυχήσει. Της έδειξα με το χέρι μου και αυτή έσπευσε να τα βγάλει από το δωμάτιο,επιτρέποντας μου να ανασάνω χωρίς να έχω ανεπιθύμητα αποτελέσματα. «Τι έπαθες;»,ρώτησε όταν μπήκε. «Τίποτα.Απλώς δεν αντέχω τη μυρωδιά τους». Ξαφνικά το στομάχι μου γουργούρισε.Είχα να φάω από το προηγούμενο πρωινό. Στο δίσκο είχαν μείνει τώρα κρουασανάκια και διάφορα είδη κέικ.Ξεκίνησα να τρώω με λαιμαργία. «Ξέρεις,όσο ήμουν στο μπάνιο,σκέφτηκα κάτι»,είπα προσπαθώντας να κρύψω το πανικό μου. «Τι;» «Να,αφού όσα περιγράφουν τα βιβλία είναι αλήθεια,τότε πώς η Μπέλα παρέμεινε άνθρωπος όταν τη δάγκωσε ο Τζέιμς;» Χαμογέλασε.«Αυτή είναι ακόμα μια διαστρέβλωση της αλήθειας.Ο Τζέιμς ποτέ δε κυνήγησε την Μπέλα.Ο Έντουαρντ τον σκότωσε κατευθείαν με τη βοήθεια του Έμετ». «Α».Πώς δε το είχα σκεφτεί νωρίτερα; «Καμιά άλλη ερώτηση;»,με πείραξε. «Μπα»,απάντησα λίγα δευτερόλεπτα πριν μου σχηματιστεί μία. «Παρατήρησα ότι η προηγούμενη αίθουσα είναι γεμάτη με έργα τέχνης.Πού τα βρήκατε όλα τα αγάλματα και τους πίνακες;Είναι αντίγραφα;»,κατέληξα. «Όχι.Όσα βρίσκονται στα μουσεία είναι τέλεια αντίγραφα.Ακόμα και οι πίνακες.Βλέπεις,εμείς επίσης,έιμαστε προστάτες των τεχνών.Δεν υπήρχε περίπτωση να αφήναμε τέτοια αριστουργήματα στους ανθρώπους,Θα τα καταστρέφανε.Ό,τι κάνουν με όλα.» Τότε θυμήθηκα τη πιο σημαντική ερώτηση που έπρεπε να είχα κάνει από την αρχή. «Πότε θα με…μεταμορφώσεις;»,ρώτησα ενώ δάγκωνα ένα κεκάκι. «Όποτε τελειώσεις»,είπε σοβαρή ξανά. Κατάπια το υπόλοιπο κεκάκι και σηκώθηκα. «Πάμε». Αυτή τη φορά κατευθυνόμασταν αντίθετα,προς την αίθουσα των Ρέξαϊρς.Αντί να μπούμε όμως μέσα,συνεχίσαμε προς τον άλλο διάδρομο.Εκεί,στο τέλος του,βρισκόταν η αίθουσα που θα άφηνα την ανθρώπινη μου ζωή.Δεν είχε πόρτα και έτσι έβλεπα ένα πέτρινο κρεβάτι να είναι στη μέση του δωματίου. Πάνω από την είσοδο είχε μια επιγραφή γραμμένη στα λατινικά.Από το αχνό φως των κεριών,νομίζω ότι έλεγε το εξής:Step porro sis battuo nex. Μπήκα μέσα και συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός από το πέτρινο κρεβάτι. «Φαντάζομαι ότι θα διψάς»,είπε η Τζαιν ενώ σαν κάτι να άλλαξε στη φωνή της. «Ναι».Δε το είχα καταλάβει πριν αλλά διψούσα πάρα πολύ. «Πάω να φέρω μια πορτοκαλάδα»,προσφέρθηκε και βγήκε από το δωμάτιο. Εγώ γέλασα στην ιδέα της Τζαιν να στύβει πορτοκάλια.Ήταν γελοίο. Μετά από λίγο ήρθε με ένα ποτήρι γεμάτο φρεσκοστυμμένη πορτοκαλάδα.Μου την έδωσε χωρίς να με κοιτάει στα μάτια όπως συνήθως. Ήπια την πορτοκαλάδα με σκοπό να τη ρωτήσω γιατί ήταν έτσι αλλά ένα κύμα κούρασης χτύπησε τον εγκέφαλό μου,όταν ο χυμός έφτασε στο στομάχι μου. Τα βλέφαρά μου για άλλη μια φορά άρχισαν να κλείνουν. «Τζαιν,τι σημαίνει η επιγραφή έξω;»,ρώτησα. Δεν έπρεπε να το είχα αποτολμήσει.Εξουθένωσε τις δυνάμεις μου και αποκοιμήθηκα. Αυτή τη φορά βρισκόμουν σε μια πεδιάδα,όπου ένα τεράστιο δάσος βρισκόταν δίπλα της.Αν και ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και δεν υπήρχε τίποτα για να φωτίσει τη νύχτα,εγώ μπορούσα να δω τα πάντα. Μπροστά μου δυο άντρες τσακωνόντουσαν στα ισπανικά.Ήταν βρικόλακες όπως δήλωναν το ωχρό δέρμα τους και οι κόκκινες ίριδές της.Ένιωθα ότι πρέπει να κατανοήσω τι λένε αλλά αδυνατούσα. Μετά από λίγο τα σύννεφα μετακινήθηκαν και αποκάλυψαν ένα ολόγιομο φεγγάρι.Είχε πανσέληνο.Ένα ουρλιαχτό λύκου ξεπήδησε από το δάσος και ο μεγαλύτερος λύκος που έχω δει ποτέ μου,βγήκε από αυτό.Το πιο ανατριχιαστικό ήταν ότι όσο περίεργο και αν μου φαινόταν,είχε ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Δε φάνηκε να αντιλαμβάνεται τη παρουσία μου ώσπου η ουλή στο χέρι μου πυρακτώθηκε.Ξαφνικά ο λύκος γύρισε τα κατάμαυρα μάτια του προς το μέρος μου και όρμισε στην ουλή. Ξύπνησα λίγο πριν τα δόντια του με κατασπαράξουν.Άκουγα ακόμα τα ουρλιαχτά του. Όμως για μια στιγμή.Αυτά ήταν δικά μου ουρλιαχτά.Φλόγες είχαν εγκλωβιστεί μέσα στο σώμα μου και με έκαιγαν ζωντανό.Ξεκινούσαν από το χέρι μου και σαν κύματα απλώνονταν σε όλο το σώμα μου.Ήθελα να πεθάνω.Να κάνω οτιδήποτε για να απαλλαχτώ από αυτό τον πόνο. Προσπάθησα να κουνήσω τα χέρια μου αλλά κάποιος είχε αλυσοδέσει τα άκρα μου. «Έντουαρντ μη.Προσπάθησε να ηρεμήσεις.Έρχεται ο Άλεκ». Ήταν η Τζαιν.Σταμάτησα να ουρλιάζω για να μη την κάνω να υποφέρει.Όλο το σώμα μου άρχισε να τρέμει λες μου έκαναν ηλεκτροσόκ ενώ ατμοί και μια παχύρρευστη ουσία έβγαινε από τους πόρους του δέρματος μου. «Άλεκ βοήθα τον»,ούρλιασε η Τζαιν.Ακουγόταν να υποφέρει το ίδιο με εμένα. Για λίγα δευτερόλεπτα ο πόνος σταμάτησε. «Έντουαρντ είσαι καλά;»,ρώτησε κάπως ανακουφισμένη. Άνοιξα το στόμα μου για να της απαντήσω αλλά την ίδια στιγμή οι φλόγες εμφανίστηκαν με επίκεντρο την καρδιά μου.Δε μπόρεσα να κρατήσω τις κραυγές μου καθώς το στόμα μου ήταν ήδη ανοιχτό. «Άλεκ,σε παρακαλώ βοήθα τον».Έκλαιγε.Την είχα πληγώσει.Προσπάθησα να αποκλείσω τη φωνή της από το μυαλό μου. «Προσπαθώ αδερφή αλλά δε μπορώ.Με εμποδίζει.». Οι φλόγες αυτή τη φορά ξεφύτρωσαν στον εγκέφαλό μου.Ο πόνος ήταν αφόρητος.Πέθαινα. Δε ξέρω αν πέρασαν ώρες ή δευτερόλεπτα αλλά ο πόνος υποχώρησε καθώς εγώ έχανα επαφή με τα εγκόσμια. Βυθιζόμουν στο σκοτάδι. Στο αιώνιο σκοτάδι.
Έχει επεξεργασθεί από τον/την dan στις Τετ 3 Αυγ 2011 - 19:07, 5 φορές συνολικά (Λόγος της επεξεργασίας : Αλλαγή χρώματος ματιών μετά από επισήμανση της Χρυσανθής)
Teodan Midnight Sun Vampire
Τόπος : Θεσσαλονίκη Αριθμός μηνυμάτων : 4153 Registration date : 25/05/2011
Για ένα μόνο ήμουν σίγουρος.Το ότι πήγαινα στον παράδεισο. Όταν έχασα τις αισθήσεις μου λόγω του επίμονου και αφόρητου πόνου που προκαλούσαν οι γλώσσες φωτιές,οι οποίες έκαιγαν το σώμα μου από μέσα,εμφανίστηκα σε ένα πελώριο ασανσέρ χωρίς κουμπιά. Εκεί βρίσκονταν άλλα πενήντα άτομα που δε φάνηκαν να αντιλαμβάνονται τη παρουσία μου.Όλοι κινιόντουσαν στους χορευτικούς ρυθμούς ενός τραγουδιού που ακούγονταν από ανύπαρκτα ηχεία,καθώς το ασανσέρ ανέβαινε με ορμή προς τα πάνω. Μια εκνευριστική γυναικεία φωνή ακούστηκε,κάνοντας το τραγούδι που με είχε συνεπάρει να σταματήσει. «Παρακαλείται ο Δημήτριος να κατέβει»,είπε ενώ ο Δημήτρης ξεχώρισε από το πλήθος και πέρασε από τις κλειστές πόρτες. Το τραγούδι ξαναξεκίνησε και το ασανσέρ συνέχισε να ανεβαίνει. Οι παρευρισκόμενοι άρχισαν πάλι να χορεύουν αλλά ο καθένας σε διαφορετικό ρυθμό και στυλ.Καθώς τους παρατηρούσα,πρόσεξα ότι οι περισσότεροι φορούσαν ιατρικές στολές,από αυτές που φοράν οι ασθενείς που νοσηλεύονται. Μετά από λίγα λεπτά και αφού ο Αθανάσιος και η Έιμι κατέβηκαν,το ασανσέρ σταμάτησε και η φωνή ξανακούστηκε. «Παρακαλείται ο Έντουαρντ να κατέβει»,ανακοίνωσε. Στην αρχή δίστασα αλλά όταν διαπίστωσα ότι κανείς άλλος δε προχωρούσε,έκανα ένα βήμα μπροστά και,κλείνοντας τα μάτια μου,πέρασα μέσα από τις πόρτες του ανελκυστήρα,οι οποίες αρνούνταν πεισματικά να ανοίξουν. Μόλις βρέθηκα έξω,αντίκρισα ένα κάτασπρο λιβάδι.Όλα ήταν λευκά και φτιαγμένα από ατμό.Το χορτάρι,τα λουλούδια,τα δέντρα,ο ουρανός.Στη μέση της πεδιάδας υπήρχαν γκρι ράγες τρένου,που οδηγούσαν σε ένα κατάμαυρο τούνελ.Το σκοτάδι του ήταν τόσο πηχτό ώστε δε μπορούσες να διακρίνεις τίποτα μέσα του. Από την άλλη μεριά όμως,εναλλάσσονταν διάφορα τοπία.Τη μια στιγμή υπήρχε ένα παραμυθένιο τοπίο με μια λίμνη να δεσπόζει στο κέντρο του και φυτά να τη περικυκλώνουν,ενώ την επομένη έβλεπες το κρατήρα ενός ηφαιστείου με τη λάβα να κοχλάζει και να σχηματίζει πύρινες μπάλες.Από ένα λιβάδι γεμάτο κατακόκκινες παπαρούνες και μια παιδική χαρά στην άκρη του,σε ένα έρημο και άγονο τοπίο με φίδια να σε κοιτάζουν μέσα από τις κόγχες άδειων ανθρώπινων νεκροκεφαλών και τη ζεστή να δημιουργεί παραισθήσεις. Καθώς πίσω από το τούνελ εμφανιζόταν ένα λιβάδι με ασφοδέλους,μια γυναικεία μορφή,η οποία μέχρι τώρα καθόταν σταυροπόδι μπροστά από την είσοδό του,σηκώθηκε και με κοίταξε. Εγώ κοκάλωσα.Αυτά τα μάτια που με κοίταζαν,ήταν τα δικά μου μάτια.Είχαν ακριβώς το ίδιο χρώμα και μέγεθος με αυτή τη γυναίκα,η οποία φορούσε ένα λευκό φόρεμα. Αυτή η γυναίκα ήταν η μητέρα μου.Η αληθινή μου μητέρα. Δεν την είχα γνωρίσει ποτέ για να είμαι σίγουρος αλλά καθώς προσπαθούσα να δω μέσα από την ομίχλη των θολών μου αναμνήσεων,η θύμηση των ίδιων ματιών μού ήρθαν στο μυαλό μου. Έκανα ένα βήμα μπροστά και αυτή με αντέγραψε.Την ίδια στιγμή,ένας κεραυνός έσκισε τους ουρανούς γεμίζοντας τον με μαύρα σύννεφα. Η μητέρα μου επέστρεψε στην αρχική της θέση και όλα έγιναν όπως πρώτα. Εγώ,χωρίς να το καταλάβω,είχα αρχίσει να τρέχω ώστε να καλύψω τη μεγάλη απόσταση που μας χώριζε.Όταν την πλησίασα,άρχισα να περπατάω προς το μέρος της και σταμάτησα δύο βήματα μακριά της . Μπροστά μου είχα τη γυναίκα που με γέννησε.Ήταν πανέμορφη μέσα στην απλότητα της.Το λευκό φουστάνι ήταν πεντακάθαρο και κάποιες φορές μου έδινε την εντύπωση ότι άστραφτε.Πάνω στο χωρίς μακιγιάζ πρόσωπό της,έρρεαν δάκρυα,τα οποία προέρχονταν από τα καταγάλανα μάτια της. «Έντουαρντ»,είπε σκουπίζοντας τα δάκρυα με τα καστανοκόκκινα μαλλιά της. «Μαμά;».Δάκρυα άρχισαν να στάζουν από τα μάτια μου. «Έντουαρντ μου,ψυχή μου,συγγνώμη»,ξεκίνησε παίρνοντας μια ανάσα για να ανακτήσει τη ψυχραιμία της.«Συγγνώμη.Συγγνώμη που δε σε προστάτεψα.Συγγνώμη που»,προσπάθησε να συνεχίσει αλλά ένα νέο κύμα δακρύων και λυγμών την σταμάτησαν. «Μαμά,δε χρειάζεται να απολογήσε.Έκανες ό,τι μπορούσες.Άλλωστε είμαι καλά»,της απάντησα για να την ηρεμήσω. Ήμουν;Γιατί αποκλείεται όλα αυτά να συνέβαιναν πραγματικά.Εκτός και αν ήμουν… Έπαψα να το σκέφτομαι και συγκέντρωσα τη προσοχή μου στη μητέρα μου,η οποία είχε σταματήσει να κλαίει και με κοίταζε ένα χαμόγελο να τρεμοπαίζει στα χείλη της. «Μου θυμίζεις τον πατέρα σου.Το ίδιο αισιόδοξος»,δήλωσε,μπήγοντας ένα καρφί στην καρδιά μου με την αναφορά του πατέρα μου.«Ήξερα ότι ήσουν χαρισματικός Έντουαρντ.Το ήξερα από τη στιγμή που σε κράτησα στην αγκαλιά μου». Τώρα τα δάκρυα της είχαν αντικατασταθεί από μια λάμψη περηφάνιας στα μάτια της.Έκανε ένα βήμα μπροστά αλλά πάλι εμφανίστηκε ο κεραυνός ενώ την ίδια στιγμή κοίταξε προς τις ράγες σα να είχε ακούσει κάτι. «Δε,δε μας μένει πολύς χρόνος αγάπη μου.Πρέπει να διαλέξεις»,είπε πηγαίνοντας πίσω. «Να διαλέξω τι;» «Αν θα έρθεις μέσα ή αν θα περιμένεις το τρένο»,απάντησε δείχνοντας το τούνελ και τις ράγες αντίστοιχα. «Εσύ πού θα πας;» «Εγώ Έντουαρντ θα πάω μέσα.Αλλά εγώ δεν έχω επιλογή.Εσύ όμως έχεις.Για αυτό θα πρέπει να σκεφτείς ώριμα τις συνέπειες»,είπε σοβαρά. Θυμήθηκα τη Τζαιν και το πόσο την είχα πληγώσει.Την ομορφιά της και την εξυπνάδα της.Το βράδυ που κοιμήθηκα δίπλα της.Δε μπορούσα να την αφήσω μόνη της.Με το που πήρα την απόφαση στο μυαλό μου,ένα τρένο εμφανίστηκε στην άλλη άκρη της πεδιάδας. «Ήξερα ότι θα έκανες τη σωστή επιλογή»,δήλωσε καθώς βούρκωνε για ακόμα μια φορά. Ξαφνικά το σώμα της συσπάστηκε σαν κάτι να τη τραβούσε από το στομάχι.Για ένα δευτερόλεπτο μου φάνηκε ότι είδα αλυσίδες από λευκόχρυσο να περνούν μέσα από τη πλάτη της. «Αγάπη μου να προσέχεις.Όταν θα έρθει η κρίσιμη στιγμή είμαι σίγουρη ότι θα πάρεις τη σωστή απόφαση.Θέλω να πάρεις αυτό»,είπε βιαστικά,εμφανίζοντας ξαφνικά στα χέρια της ένα χρυσό μενταγιόν,από αυτά που ανοίγουν και αποκαλύπτουν μια φωτογραφία.Μόνο που αυτό δεν είχε αλυσίδα. Πριν προλάβω να το πάρω στα χέρια μου,το άφησε να πέσει μέσα στη τσέπη στο στήθος του πουκάμισου μου,προσέχοντας να μη με ακουμπήσει. Ξανά κάτι τη τράβηξε και αυτή τη φορά,το πρόσωπό της έγινε μια μάσκα πόνου. «Πρέπει να φύγω Έντουαρντ.Αυτό μη το βγάλεις ποτέ από εκεί.Μια μέρα θα σου σώσει τη ζωή»,είπε και γύρισε για να επιστρέψει στο τούνελ. Τότε παρατήρησα ότι δε φορούσε παπούτσια γιατί πολύ απλά δε τα χρειαζόταν.Αιωρούταν λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος.Προσπάθησα να κουνηθώ για να την φέρω κοντά μου αλλά κάτι με εμπόδιζε.Μια δύναμη πέρα από τα ανθρώπινα δεδομένα. «Α,Έντουαρντ»,αναφώνησε μια ανάσα πριν την καταπιεί το σκοτάδι.«Να ψάξεις να τη βρεις»,συνέχισε και προχώρησε στο τούνελ. «Ποια;»,φώναξα ενώ ένα αίσθημα μοναξιάς με κατέκλυσε. Γύρισε για να δω πού βρισκόταν το τρένο και το είδα λίγα μέτρα πιο μακριά να κινείται με εξωπραγματική ταχύτητα προς το μέρος μου. «Ε σταμάτα»,άρχισα να φωνάζω κουνώντας τα χέρια μου δεξιά και αριστερά για να δείξω στον οδηγό που βρισκόμουν. Αυτός παρ’όλα αυτά,αν και είμαι πεπεισμένος ότι δεν υπήρχε,δε φάνηκε να αντιλαμβάνεται το αγόρι που έκανε σαν τρελό μπροστά στο τούνελ. Προσπάθησα να βουτήξω και να πέσω στο πλάι αλλά η δύναμη με κρατούσε ακινητοποιημένο.Σύντομα το τρένο θα με χτυπούσε και έτσι εγώ έκλεισα τα μάτια και άρχισα να ουρλιάζω περιμένοντας το τέλος μου. Δε πρέπει όμως να πρόλαβε να με χτυπήσει,καθώς την επόμενη στιγμή ένιωθα ότι έπεφτα στο κενό.Αν και είχα τα μάτια μου ανοιχτά,δε μπορούσα να διακρίνω τίποτα ώσπου ένιωσα να μπαίνω σε κάτι.Άνοιξα τα μάτια μου και αυτή τη φορά είδα μια πέτρινη οροφή. Τα ξαναέκλεισα και προσπάθησα να αντιληφθώ το χώρο γύρω μου μέσω της ακοής.Άκουσα σταγόνες να πέφτουν και να κάνουν το χαρακτηριστικό ήχο πλάτς,άκουσα αράχνες να τρέχουν για να ξεφύγουν από ένα φίδι,διάφορες συζητήσεις των Ρέξαϊρς καθώς και φωνές τουριστών. Σηκώθηκα από το πουπουλένιο κρεβάτι που ήμουν ξαπλωμένος και κοίταξα μπροστά μου.Πρέπει να με είχαν μεταφέρει από την προηγούμενη αίθουσα επειδή σε αυτή υπήρχε ένας ακόμη,πανέμορφος,βρικόλακας που με κοίταζε με απορημένο βλέμμα.Πήγα να του δώσω το χέρι μου αλλά το τράβηξα πίσω όταν εκείνος επανέλαβε τη κίνηση.Δεν ήταν άλλος παρά εγώ που κοιταζόμουν σε ένα καθρέφτη. Τον πλησίασα και ακούμπησα το χέρι μου στο μάγουλο του ειδώλου μου.Ήμουν εγώ αλλά παράλληλα δεν ήμουν.Είχα ψηλώσει λίγα εκατοστά,είχα λεπτύνει και αποκτήσει γραμμώσεις ενώ τα μαλλιά μου ήταν κατάμαυρα και σηκωμένα προσεχτικά με ζελέ σε σχήμα λοφίου.Και οι ίριδες μου.Οι ίριδες μου είχαν μαυρίσει.Το μπλε της θάλασσας,η δίοδος μου στον ωκεανό όπως συνήθιζε να λέει η θετή μητέρα μου,είχε αντικατασταθεί από το μαύρο της πίσσας.Ένα παράξενο συναίσθημα με γέμισε όταν σκέφτηκα τη μητέρα μου. Το αγνόησα και προσπάθησα να επικεντρωθώ στα χαρακτηριστικά που είχα και πριν από τη μεταμόρφωσή μου.Οι βλεφαρίδες μου είχαν μείνει ίδιες,μακριές και πυκνές,ενώ ήμουν σίγουρος ότι τα μαύρα μαλλιά μου κοκκίνιζαν κάτω από το φως των κεριών.Αλλά το βλέμμα μου κάθε φορά γυρνούσε στα μάτια μου.Αν όπως λένε τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής τότε η δική μου τι είχε απογίνει; «Ο ίδιος είσαι.Απλώς πιο ανθεκτικός και όμορφος»,είπε μια φωνή πίσω μου. Κατευθείαν γύρισα και πήρα στάση επίθεσης αφήνοντας ένα γρύλισμα να βγει από το κάτω μέρος του στομαχιού μου.Κάτι που το μετάνιωσα όταν αντίκρισα την Τζαιν να με κοιτά.Ήταν ακόμη πιο όμορφη από ότι συνήθως ενώ ανέδιδε τη μεθυστική μυρωδιά όλων των λουλουδιών του κόσμου. «Συγγνώμη που»,είπαμε και οι δύο ταυτόχρονα αφού κοιταζόμασταν για ένα λεπτό και δώδεκα δευτερόλεπτα. Αρχίσαμε να γελάμε,ένα μείγμα ήχων από καμπανούλες.Όταν σταματήσαμε ξανακοιταχτήκαμε στα μάτια.Τότε συνειδητοποίησα ότι την αγαπούσα και με αγαπούσε και ας είχαμε μόνο δυο μέρες γνωριμίας.Και ήμουν σίγουρος ότι το ήξερε και αυτή. Τη πλησίασα και πριν καταλάβω το πότε,τα στόματά μας είχαν ενωθεί και οι γλώσσες μας παραδινόντουσαν σε ένα πρωτόγνωρο και για τους δυο μας χορό.Έτσι απλά.Χωρίς αφορμές,προφάσεις ή λόγια. Αυτή είχε βάλει τα χέρια της στα μαλλιά μου ενώ εγώ τα είχα περάσει γύρω από τη μέση της προσπαθώντας να φέρω τα σώματά μας όλο και πιο κοντά.Μετά από εκατόν είκοσι τρία δευτερόλεπτα τραβήχτηκε πίσω. «Σε αγαπώ»,είπε. «Και εγώ σε αγαπώ».απάντησα ενώ προσπάθησα να τη ξαναφιλήσω. Αυτή το απέφυγε και με ξανακοίταξε στα μάτια. «Συγγνώμη που σου έδωσα κρυφά υπνωτικό και που σε έκανα να υποφέρεις»,μου απολογήθηκε. «Συγγνώμη που σε πλήγωσα και που σε γρύλισα»,είπα και πλησίασα το στόμα της. Αυτή τη φορά δεν απομακρύνθηκε και τα χείλη μας έγιναν ένα.Το πάθος ήταν ακόμα πιο έντονο τώρα καθώς προσπαθούσα να εξερευνήσω ολόκληρη τη στοματική της κοιλότητα.Μετά από εκατόν ογδόντα ένα δευτερόλεπτα απομακρύνθηκε. «Διψάς»,μου επισήμανε. Πήγα να της αρνηθώ αλλά το ίδιο κάψιμο κατά τη μεταμόρφωσή μου επέστρεψε με επίκεντρο το λαιμό μου.Μπορούσα να το αντέξω όμως πια. «Έλα»,είπε και μου έπιασε το χέρι.«Το μεσημεριανό έχει ήδη σερβιριστεί». Το μεσημεριανό;Αίμα δε πίνουμε; «Και τι περιλαμβάνει;»ρώτησα τάχα αδιάφορος. «Ξεβράσματα της κοινωνίας.Εγκληματίες,αστέγους και ανθρώπους που δε πρόκειται να τους ψάξει κάνεις»,απάντησε ενώ άρχισε να τρέχει,αναγκάζοντας με να την ακολουθήσω. Σε λιγότερο από πέντε δευτερόλεπτα ήμασταν μέσα στην αίθουσα των Ρέξαϊρς.Όλα τα μέλη βρισκόντουσαν στις γνωστές τους αίθουσες με επιπλέον δυο άτομα,μόνο που αυτή τη φορά εξήντα άνθρωποι ήταν γονατισμένοι μπροστά τους. Ένα κύμα σκέψεων με πλημμύρισε.Όλες αφορούσαν τη δίψα τους.Επιτέλους οι σκέψεις των βρικολάκων δεν ήταν συγκεχυμένες.Της Τζαιν όμως γιατί δε μπορούσα να τις ακούσω; Μόλις ο Σιντιόν μας είδε,έκανε νεύμα να τον πλησιάσουμε. «Γεια σου Έντουαρντ.Βλέπω…ομόρφυνες»,είπε απογοητευμένος. Ένα πνιχτό γελάκι ακούστηκε και αυτή τη φορά μέσω των σκέψεων του,ήξερα ότι ήταν του αρκουδάνθρωπου. «Τέλοσπάντων.Εμείς θα τα ξαναπούμε σε λίγες ώρες όταν γυρίσει η Ρένεσμι.Προς το παρόν,ελπίζω να απολαύσεις το γεύμα μας»,συνέχισε και κάνοντας μια κίνηση,όλοι ορμήσανε στους ανθρώπους. Εγώ έμεινα ακίνητος ώσπου ο Άλεκ επανέφερε τις αισθήσεις ενός και ο ήχος της καρδιάς του μαζί με τη μυρωδιά του,με τρέλαναν.Έτρεξα και,κάνοντας ότι οι άλλοι,έχωσα τα δόντια μου στο λαιμό του.Δε ξέρω για τους άλλους αλλά εμένα μου είχε τύχει ένας άστεγος,ο οποίος ζούσε σε άθλιες συνθήκες εδώ και πέντε χρόνια. Αφού ρούφηξα κάθε σταγόνα αίματος από τον οργανισμό του,προχώρησα στον επομενο.Χρειάστηκαν τέσσερα άτομα για να νιώσω χορτασμένος.Όλοι ήταν άστεγοι εκτός από τον τελευταίο.Αυτός είχε καταδικαστεί ισόβια για την δολοφονία εικοσιπέντε ατόμων.Δε την είχε διαπράξει όμως αυτός.Ο φίλος του,ο οποίος ήταν υπεύθυνος για όλα, τον κατηγόρησε και έτσι δε κατάφερε να δει τη κόρη του που θα γεννιόταν σε δυο μήνες.Σιχάθηκα τον εαυτό μου.Αυτός είχε οικογένεια και εγώ μόλις τον είχα ξεζουμίσει. Οι υπόλοιποι Ρέξαϊρς είχαν επιστρέψει στις θέσεις τους ενώ η Τζαιν μου ξανακρατούσε το χέρι.Κανείς δε φάνηκε να ενοχλείται από την παρουσία εξήντα πτωμάτων. «Τώρα θα πρέπει να φύγω για λίγο»,μου ψιθύρισε η Τζαιν.«Θα επιστρέψω σε μισή ώρα.Πρέπει να πάω με τον Άλεκ να πάρουμε την Ρένεσμι.Εσύ θα πας με τον Μπόρνα στο γήπεδο»,εξήγησε δείχνοντας την αρκούδα. «Πάμε αδελφή;»,πρότεινε ο Άλεκ.Ανυπομονούσε να συναντήσει τη Ρένεσμι. «Ναι»,απάντησε,δίνοντας μου ένα πεταχτό φιλί και ακλουθώντας τον αδερφό της. Όταν γύρισα το κεφάλι μου για να δω τον Σιντιόν,αντίκρισα το τεράστιο στήθος του Μπόρνα. «Πάμε και εμείς;»,είπε με βραχνή φωνή. «Ναι» Με άρπαξε από το χέρι μου και αφού με ανέβασε στις πλάτες του,άρχισε να τρέχει προς την έξοδο και στη συνέχεια σε μια σκάλα,την οποία μόνο τώρα διέκρινα.Μετά από διακόσια πενήντα τρία σκαλοπάτια φτάσαμε σε διάφορες κόκκινες κερκίδες.Μπροστά μας βρισκόταν ένα γήπεδο ολυμπιακών διαστάσεων καλυμμένο με χορτάρι.Ο Μπόρνα πήδηξε από την εξέδρα και βρέθηκε κάτω στο γήπεδο.Με άφησε και με γύρισε για να τον κοιτάξω στα μάτια. «Κοίτα μικρέ.Δε ξέρω γιατί ο Σιντιόν σε νομίζει για χαρισματικό και ούτε με ενδιαφέρει.Εγώ βλέπω μόνο ένα όμορφο παιδαρέλι με ελάχιστη για βρικόλακα μυϊκή δύναμη.Για αυτό θα ελέγξουμε τη ταχύτητα σου.Θέλω να κάνεις πέντε φορές το γύρω του γηπέδου»,είπε και απομακρύνθηκε. Εγώ ξεκίνησα να τρέχω ενώ παράλληλα άκουγα τις χλευαστικές του σκέψεις.Όταν τελείωσα τον πλησίασα. «Δεν είσαι ούτε γρήγορος»,με κατηγόρησε με ένα ειρωνικό χαμόγελο.«Μπορεί να διαβάζεις τις σκέψεις αλλά δε θα σου χρησιμεύσει σε μια μάχη αν δε καταφέρεις να αντεπιτεθείς»,δήλωσε και πριν προλάβω να αντιδράσω,βρέθηκε δίπλα μου και πιάνοντας με από τους ώμους,με πέταξε στην άλλη άκρη του γηπέδου.Η πτώση μου σταμάτησε όταν χτύπησα το τοίχο του σταδίου.Αυτός είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια. Εκείνη τη στιγμή μου θύμισε όλους τους μάγκες του σχολείου που με πείραζαν απλώς για να κάνουν πλάκα και ένιωσα τα μάτια μου να βάφονται με το μαύρο της νύχτας.Το μίσος με κατέκλυσε.Ένιωθα ότι με μπούκωνε.Σηκώθηκα και τον πλησίασα. «Τι έγινε;Θα με δείρεις;»,ρώτησε ειρωνικά αν και είδα στις σκέψεις του ότι είχε φοβηθεί. Άνοιξα το στόμα μου για να του απαντήσω αλλά μόνο μια λέξη σχηματίστηκε στα χείλη μου. «Πόνος»,ψιθύρισα και ένιωσα όλο το μίσος να βγαίνει από τον οργανισμό μου και να μεταφέρεται στον Μπόρνα.Αυτός είχε τώρα γονατίσει και σφάδαζε από τον πόνο.Ένα διαβολικό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό μου και ο Μπόρνα άρχισε να ουρλιάζει. «Τι συμβαίνει εδώ;»,ρώτησε η Τζαιν ενώ η φωνή της με επέστρεψε,διακόπτοντας το βασανιστήριο ρου Μπόρνα. «Αυτός.Αυτός εδώ.Σας είπε ψέματα.Μπορεί.Έχει την ικανότητα σου»,αγκομαχούσε ο Μπόρνα. «Είναι αλήθεια;»,είπε η Τζαιν κοιτώντας με ψυχρά . Τη πλησίασα και τη φίλησα.Αυτό φάνηκε κάπως να την χαλαρώνει.«Ποτέ δε θα σου έλεγα ψέματα.Απλώς δε ξέρω τι συνέβη»,ομολόγησα. Έπιασε το χέρι μου και με οδήγησε στην αίθουσα των Ρέξαϊρς.Οι βρικόλακες είχαν μείνει ακριβώς στην ίδια θέση που τους είχα αφήσει,αν και τώρα μια κοπέλα βρισκόταν στο πλευρό του Άλεκ.Ήταν η Ρένεσμι. Εμείς πλησιάσαμε και η Τζαιν έδωσε το χέρι της στον Σιντιόν. «Ενδιαφέρον»,αναφώνησε όταν τελείωσε την ανάκριση.«Κορίν μη σταματήσεις»,είπε στη γυναίκα πίσω του και σηκώθηκε. «Ρένεσμι»,ψιθύρισε και η ίδια άφησε το χέρι του Άλεκ και επικεντρώθηκε σε εμένα.Ο Σιντιόν άρπαξε το χέρι μου και τα μάτια μου καλύφθηκαν από άσπρη ομίχλη. Μετά από λίγο το άφησε ενώ με κοίταζε συγκλονισμένος.Προσπάθησα να διαβάσω τις σκέψεις του αλλά ήταν σαν ένας γυάλινος τοίχος να με εμποδίζει. «Κάναμε λάθος»,είπε με γουρλωμένα μάτια καθώς με κοίταζε με όλο και αυξανόμενο ενδιαφέρον.Οι υπόλοιποι κοίταζαν μια εμένα και μια αυτόν. «Ένα μοιραίο λάθος».
H ανάλυση του άλλου κόσμου
Σπόιλερ:
Ξυπνάει και βρίσκεται στο ασανσέρ.Το ασανσέρ είναι το μέσο μεταφοράς για ¨πάνω¨,η μόνη κατεύθυνση που πάει.Ακούγεται ένα τραγούδι και όλοι κινούνται.Ο καθένας ακούει διαφορετικό τραγούδι που περιγράφει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται.Ο δικός μας ακούει το Changing.Η μουσική υπάρχει γιατί ακόμα δεν έχει η ψυχή αποχωριστεί τελείως από το σώμα,την ύλη,και έτσι οι πόνοι καταπραΰνονται μέσω αυτής..Και έχουμε την εκνευριστική φωνή που κατονομάζει έναν παρευρισκόμενο μόνο με το όνομα,χωρίς επίθετο.Στην αρχή είχα σκεφτεί να βάλω κάποιο μέλος το οποίο με είχε εκνευρίσει ιδιαίτερα αλλά μετά αποφάσισα να βάλω τον παππού μου.Στη συνέχεια είναι ο Αθανάσιος και η Έιμι.Ουσιαστικά είναι ο Βέγγος και η Winehouse.Βρίσκονται πιο πάνω γιατί έχουν υπηρετήσει την τέχνη και αντίστοιχα η Έιμι είναι πιο πάνω γιατί έχει φήμη παγκοσμίως.Τώρα ο Έντ παρατηρεί ότι οι περισσότεροι από αυτούς που βρίσκονται μέσα φοράν ιατρικές στολές.Είναι γιατί βρίσκονται στο νοσοκομείο ετοιμοθάνατοι.Ακούγεται το όνομα του Έντουαρντ και πάει να περάσει από τις πόρτες του ανελκυστήρα.Αυτές παραμένουν κλειστές γιατί περνώντας μέσα από αυτές η ψυχή αποχωρίζεται τελείως από την ύλη.Αν ο Έντουαρντ ήταν πιο προσεκτικός θα έβλεπε ότι το σώμα εξαφανίζεται.
Και περνάμε από την άλλη μεριά.Όλα είναι άσπρα και φτιαγμένα από ατμό γιατί βρίσκονται πάνω στα σύννεφα.Οι ράγες είναι γκρι γιατί αυτό το χρώμα δείχνει κατά την γνώμη μου τη δυνατότητα της επιλογής.Δεν είναι ούτε μαύρο ούτε άσπρο αλλά ένας συνδυασμός.Το τούνελ βασίζεται σε όλες τις πεποιθήσεις των ανθρώπων ότι περνάς από ένα τούνελ.Μέσα είναι σκοτεινά για να δείξω το άγνωστο.Στην έξοδο του τούνελ έχουμε την εναλλαγή διαφόρων τοπίων γιατί κατά τη γνώμη μου μια λεπτή γραμμή χωρίζει τον παράδεισο από τη κόλαση.Έχουμε τη λίμνη που δείχνει την ευημερία και την αναπαραγωγή και διαιώνιση των ειδών ενώ το ηφαίστειο δείχνει την έλλειψη ζωής και επίσης είναι η μόνη εικόνα που ταίριαζε με την ιδέα που έχουμε για την κόλαση.Μετά έχουμε ένα λιβάδι με μια παιδική χαρά και στη συνέχεια μια ερημική τοποθεσία με ένα φίδι που δηλώνει το προπατορικό αμάρτημα.Γενικώς όλες οι εικόνες δείχνουν το ίδιο πράγμα.
Βλέπει τη μητέρα του καθώς πίσω εμφανίζεται ένα λιβάδι με ασφοδέλους.Το λιβάδι αυτό είναι το μέρος που πίστευαν οι αρχαίοι όπου πάνε οι ψυχές.Είναι ντυμένη στα λευκά που δηλώνει την αγνότητα και την απλότητα.Όπως επίσης και το ότι δε έχει βάλει μακιγιάζ δείχνει την φυσική ομορφιά..Κανείς δε γίνεται να απομακρυνθεί από το τούνελ για αυτό και όταν προσπαθεί ο ουρανός σκοτεινιάζει.Είναι μια απειλή ότι αν δεν επιστρέψει ο κεραυνός θα τη χτυπήσει και θα εξαφανιστεί.Όπως λέει και η θρησκεία μας το θείο μας δίνει τη δυνατότητα της επιλογής.Μόνο οι ζωντανοί την έχουν όμως.Και φυσικά ο Θεός ξέρει τι σκεφτόμαστε και για αυτό όταν ο Έντ παίρνει την απόφαση στο μυαλό του,το τρένο εμφανίζεται.Οι αλυσίδες τώρα δείχνουν ότι αφού πήρε την απόφαση πρέπει να φύγει καθώς και το ότι όλοι οι νεκροί είναι προς το παρόν,δέσμιοι του θανάτου.Αν η μητέρα του δεν είχε κάποιο καλό λόγο για να κάτσει,οι αλυσίδες θα την είχαν τραβήξει από τη πρώτη στιγμή.Η μητέρα τώρα αιωρείται γιατί στο μυαλό μου η ψυχή είναι ελαφριά και επίσης εκεί πάνω δεν υπάρχει η βαρύτητα.Και ο Έντουαρντ αιωρείται αλλά δε το καταλαβαίνει.Το τρένο πάλι δίνει την ώθηση για να ξυπνήσεις.Δεν έχει οδηγό.Με το που σε χτυπάει,χωρίς να το αντιλαμβάνεσαι όμως,σε ρίχνει στο κενό ώσπου η ψυχή μπαίνει στο σώμα.Και φυσικά κανείς δε θυμάται τίποτα από όλα αυτά.
P.S Αυτό το κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην Παναγιώτα για την,παραπάνω από ότι αξίζει,στήριξη της ιστορίας,για τα κοινά βάσανα( ) και η οποία δε μπορεί να το διαβάσει προς το παρόν.
Έχει επεξεργασθεί από τον/την dan στις Παρ 26 Αυγ 2011 - 15:12, 4 φορές συνολικά (Λόγος της επεξεργασίας : Προσθήκη της ανάλυσης)
Teodan Midnight Sun Vampire
Τόπος : Θεσσαλονίκη Αριθμός μηνυμάτων : 4153 Registration date : 25/05/2011
«Θα μας πεις τι έγινε Σιντιόν ή θα το δραματικοποιήσεις και άλλο;»,ρώτησε ο Μάτιο.Δεν χρειαζόταν να διαβάσω τις σκέψεις του για να καταλάβω ότι ήταν εκνευρισμένος.Ο τόνος του έσταζε φαρμάκι. «Μάτιο μπορείς να κρατήσεις τις ειρωνείες για αργότερα.Αυτή τη φορά τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά»,απάντησε κοιτώντας με ακόμα με απορία. Τι στο καλό γινόταν;Ο Σιντιόν με κοιτούσε σαν μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί ενώ η Τζαιν με κρατούσε γερά το χέρι λες και λες και ήταν έτοιμη να με συγκρατήσει από το να επιτεθώ.Έπρεπε να μάθω τι στο διάολο γινόταν αλλιώς ήμουν σίγουρος ότι ούτε ο Μπόρνα δε θα μπορούσε να με αποτρέψει από το να τους επιτεθώ. «Τότε θα μπορούσες να αφήσεις τους θεατρινισμούς και να μας πεις τι είδες;»,εξέφρασε ο Μάτιο την άποψη μου. «Ο Έντουαρντ έχει την ικανότητα να»,προσπάθησε να πει ο Σιντιόν αλλά σταμάτησε λίγο πριν αποκαλύψει το λόγο σύγχυσής του,κλείνοντας τα μάτια.Προσπαθούσε να συγκεντρωθεί ώστε να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις του. «Ξέρεις Σιντιόν,καταντάει κουραστικό.Ο Έντουαρντ μπορεί τι;»,παραπονέθηκε ο Μάτιο. «Ο Έντουαρντ μπορεί να απορροφά τις δυνάμεις μας»,αποκάλυψε.Δεν ήταν όμως ο Σιντιόν αυτός που το έκανε αλλά η Τζαιν. Ένας χείμαρρος σκέψεων εισήλθε και έσκασε στα τοιχώματα του κεφαλιού μου.Όλοι οι βρικόλακες είχαν πανικοβληθεί και προσπαθούσαν να κρατήσουν μια απόσταση ασφαλείας από εμένα.Μόνο η Τζαιν συνέχιζε να κρατά το χέρι μου. Τα λόγια της με είχαν μπερδέψει.Τι εννοούσε με το ότι μπορώ να απορροφώ δυνάμεις; «Το ήξερες;»,της φώναξε ο Σιντιόν,επιφέροντας στο σώμα μου μια αυτόματη αντίδραση καθώς ένα γρύλισμα βγήκε από το κάτω μέρος του λαιμού μου και τα χαρακτηριστικά μου σκλήρυναν. «Από πού το κατάλαβες;»,συνέχισε πιο ήρεμα,κοιτώντας με επιφυλακτικά. «Κατά την μεταμόρφωσή του άρχισε να αφηγείτο όλες τι σκέψεις που πέρασαν από το μυαλό του.Στην αρχή οι πιο πολλές ήταν αδιάφορες ώσπου άρχισε να μιλά για όταν ήρθε εδώ»,είπε η Τζαιν και ένα χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη της. «Οι σκέψεις του άρχισαν να γίνονται πραγματικά ενδιαφέρουσες όταν άγγιξε για πρώτη φορά την Κάκτις.Άρχισε να αφηγείται για ένα είδος ηλεκτρισμού που κάθε φορά που ακουμπούσε κάποιον τον κατέκλυε.Το ίδιο συνέβη και με την Κάκτις αλλά και με σένα Σιντιόν.Εσύ μπορεί να μην κατάφερες να δεις τις σκέψεις του χωρίς τη βοήθεια της Ρένεσμι αλλά αυτός είδε τα πάντα για σένα»,αποκάλυψε κάνοντας τα κόκκινα μάτια του Σιντιόν να γουρλώσουν. «Και γιατί δεν είπες τίποτα;»,τη ρώτησε σοκαρισμένος. «Γιατί τότε δε θα με άκουγες και θα τον…». Δε χρειάστηκε να ολοκληρώσει για να κατανοήσω ότι θα με σκότωνε.Ήμουν απειλή για τον Σιντιόν και για όλους τους Ρέξαιρς. «Εγώ προτείνω να τον σκοτώσουμε»,είπε αδιάφορα ο Μάτιο.«Μας είπε ψέματα και μας ξεγέλασε,του αξίζει να πεθάνει»,συνέχισε και μια λάμψη ενδιαφέροντος πέρασε από τα μάτια του.Οι αιμοχαρείς σκέψεις είχαν κυριαρχήσει το μυαλό του. «Δε μας ξεγέλασε και το ξέρεις πολύ καλά,Μάτιο.Η Ντέμι επιβεβαίωσε ότι δεν μας είπε ψέματα.Δε νομίζω να άρχισες να αμφισβητείς την ικανότητα της»,του απάντησε η Τζαιν κοιτώντας το κοντό κορίτσι με τις φακίδες. «Όχι φυσικά.Αλλά δε μπορώ να πιστέψω ότι δε το γνώριζε». Να γνωρίζω τι;Αφού εγώ το μόνο που μπορούσα να κάνω είναι να ακούω τις σκέψεις.Ναι αλλά τον Μπόρνα δε τον βασάνισες με το να του διαβάσεις τις σκέψεις,ψιθύρισε μια φωνούλα μέσα μου.Σκάσε της απάντησα.Είχα αρχίσει να χάνω την ψυχραιμία μου με το όλο σκηνικό και με το ότι μιλούσαν σαν να μην ήμουν εκεί.Αν δεν είχα τη Τζαιν να με κρατάει θα είχα ήδη φύγει. «Ο μικρός δε το ήξερε»,είπε ο Σιντιόν,ο οποίος μέχρι τώρα καθόταν αμέτοχος. «Πού το ξέρεις;»,τον ρώτησε ο Μάτιο. «Μάτιο αρκετά.Δε θα ανεχτώ να με αμφισβητείς.Το είδα στις σκέψεις του.Δεν ήξερε τίποτα». «Και πώς έγινε αυτό;»,είπε λιγότερα ειρωνικά.Όσο και αν το ήθελε,κάτι που έβλεπα να σιγοκαίει στο πίσω μέρος του μυαλού του,δεν ήταν αυτός ο αρχηγός. «Ο Όεν ρούφηξε το δηλητήριο από τον οργανισμό του.Ουσιαστικά το απορρόφησε.Αυτό δεν τον έκανε μόνο ημιβρικόλακα όπως νομίζαμε.Του άφησε και μια ικανότητα»,εξήγησε ο Σιντιόν. «Μια πανίσχυρη ικανότητα»,ψιθύρισε ο Ράσσιο και εγώ αναπήδησα.Δεν τον είχα ακούσει ποτέ να μιλά.Η φωνή του μού θύμισε τον ήχο που πετυχαίνεις αν τρίψεις γυαλόχαρτο.Ήταν εκνευριστική και παράλληλα εύθραυστη. «Και τι κάνουμε τώρα;»,ρώτησε ο Μάτιο,απογοητευμένος που δε θα είχε αποκεφαλισμό. «Περίμενε πρώτα Ματ.Τζαιν,είπες ότι ο Έντουαρντ σταμάτησε να πονάει,σαν η ομίχλη του Άλεκ να λειτούργησε;»,είπε ο Σιντιόν,συνεχίζοντας να με αγνοεί. «Ναι αλλά μάλλον λιποθύμησε». Αν μπορούσα να κοκκινίσω,τα μάγουλα θα μου είχαν βαφτεί με το πιο έντονο κόκκινο.Τι προσπαθούσε να καταφέρει ο Σιντιόν;Να με γελοιοποιήσει;Η Τζαιν ένιωσε το σφίξιμο μου και γυρνώντας γρήγορα,μού έδωσε ένα πεταχτό φιλί. «Έντουαρντ πλησίασε λίγο σε παρακαλώ;»,απαίτησε ο Σιντιόν,προτάσσοντας το χέρι του. Στην αρχή δίστασα αλλά μετά ένα κύμα σιγουριάς με πλημμύρισε και πλησίασα.Η Ρένεσμι ξανασυγκεντρώθηκε πάνω μου και ξαφνικά ένιωσα σα να με είχαν αφήσει γυμνό και εκτεθειμένο σε όλους τους κινδύνους. «Ρένεσμι,μη το κάνεις,δε χρειάζεται»,την απότρεψε και παίρνοντας την προσοχή της από εμένα,άρχισα να νιώθω πάλι ασφαλής. Κάνοντας ένα αέρινο βήμα προς το μέρος μου,άρπαξε το βλέμμα μου και κοίταξε προς το ταβάνι,περιμένοντας προφανώς να έρθει η γνωστή ομίχλη στα μάτια του. «Τίποτα»,είπε σκεφτικός.«Άλεκ,θα μπορούσες να χρησιμοποιήσεις το ταλέντο σου στον Έντουαρντ»,του πρότεινε ήρεμα αλλά ήταν εμφανής σε όλους η ένταση,που τον έκανε να ανοιγοκλείνει νευρικά τα δάχτυλά του. Με το που τον διέταξε ο Σιντιόν,ο Άλεκ κάθισε στο έδαφος και βάζοντας τα χέρια πάνω στα πόδια,πήρε τη γνωστή στάση διαλογισμού.Η όλη κατάσταση θα φαινόταν γελοία αν όλοι οι βρικόλακες,ακόμα και η Ρένεσμι,δεν είχαν απομακρυνθεί από κοντά του και έκαναν απόλυτη ησυχία.Μετά από λίγο εμφανίστηκε ένα λευκό πέπλο,το οποίο έμοιαζε να υφαίνεται εκείνη τη στιγμή από αόρατες αράχνες.Αν παρατηρούσες καλύτερα ωστόσο θα έβλεπες ότι ήταν ομίχλη που σχημάτιζαν άσπρες φλόγες.Μια ρυτίδα εμφανίστηκε στο πρόσωπο του Άλεκ και το μυαλό του άδειασε από κάθε σκέψη,εκτός από το πώς πρέπει να ελέγξει την ομίχλη.Για αυτό οι άλλοι είχαν απομακρυνθεί,αν ο Άλεκ δεν συγκεντρωνόταν σωστά,η ομίχλη θα παρέμενε ανεξέλεγκτη. Σιγά σιγά ο Άλεκ άφησε τον εαυτό του να χαλαρώσει και το πέπλο κινήθηκε προς το μέρος μου.Εγώ τσιτώθηκα αλλά η Τζαιν μιλώντας μου βουβά,με καθησύχασε.Η ομίχλη άρχισε να με περικυκλώνει και με μια απότομη κίνηση μπήκε μέσα από το μισάνοιχτο στόμα μου,τα αυτιά και τη μύτη μου.Μετακινήθηκε προς το μάτια μου και ξαφνικά όλα θόλωσαν.Κάθε επαφή με τον έξω κόσμο χάθηκε και ένιωσα αμυδρά τον εαυτό μου,να πέφτει στα γόνατα.Ήταν σα να είχα πεθάνει.Καμιά αίσθηση δεν μου είχε απομείνει,όλες είχαν εξαφανιστεί,η αφή,η γεύση,η όραση,η αφή και η ακοή με είχαν εγκαταλείψει. Χωρίς να ξέρω πόσος χρόνος πέρασε,ένιωσα την ομίχλη να τραβιέται και να βγαίνει από το στόμα μου.Όλες οι αισθήσεις μου επέτρεψαν και συνειδητοποίησα ότι πράγματι είχα γονατίσει.Σηκώθηκα και βρέθηκα αντιμέτωπος με τα βλέμματα των Ρέξαϊρς. «Τι έγινε;»,τους ρώτησα ενώ ακόμα ένιωθα ότι κάποιος ρουφούσε την ομίχλη από τον οργανισμό μου με μια ηλεκτρική σκούπα. «Τι έγινε;Ο Άλεκ σε επηρέασε,αυτό έγινε»,μου φώναξε ο Μάτιο. «Και λοιπόν;»,ρώτησα ακόμα μπερδεμένος και προσπαθώντας να κρατήσω την ψυχραιμία μου. «Αγαπητέ μου Έντουαρντ,αφού δε μπορώ να δω εγώ τις σκέψεις σου χωρίς τη βοήθεια της Ρένεσμι,τότε δε θα έπρεπε ούτε ο Άλεκ»,εξήγησε ο Σιντιόν ρίχνοντας ένα βλέμμα στον Μάτιο. «Και τι σημαίνει αυτό;» «Αυτό δυστυχώς»,προσπάθησε να πει ο Σιντιόν αλλά ο Ράσσιο τον διέκοψε «Κάποιες δυνάμεις που είχες απορροφήσεις πριν πολύ καιρό,αποδυναμώθηκαν.Έτσι τώρα αντί να έχεις ανοσία από όλες τις δυνάμεις μας,προστατεύεσαι από όλες τις ικανότητες των βρικολάκων που αφορούν το διάβασμα των σκέψεων»,εξήγησε βαριεστημένα.Μπορεί η συμπεριφορά του να απέπνεε ανία αλλά ήταν ο πιο έξυπνος από τους Ρέξαϊρς,αυτόν που ο Σιντιόν συμβουλευόταν.Ήταν αυτός που δεν συμμετείχε αλλά παρακολουθούσε,βγάζοντας τα σωστά συμπεράσματα. «Να ελπίσω ότι και το να απορροφά τις δυνάμεις μας περιορίστηκε;»,ρώτησε ο Μάτιο που προσπαθούσε να ακολουθήσει την λογική του Ράσσιο. «Όχι.Αυτή ενισχύθηκε νομίζω»,απάντησε ανασηκώνοντας τους ώμους του. «Ωραία τότε πρέπει να βρούμε ποιους από εσάς ακούμπησε»,είπε ο Σιντιόν που άρχισε να καταλαβαίνει τις συνέπειες της δύναμής μου. «Εμένα»,είπε η Κάκτις και κοιτώντας με προκλητικά,μού έκλεισε το μάτι. «Και εμένα»,ψιθύρισε ο Σιντιόν αλλά η φωνή του χάθηκε ανάμεσα στις κραυγές της Κάκτις η οποία είχε σωριαστεί στο πάτωμα και σφάδαζε. «Αδερφή αρκετά»,φώναξε ο Άλεκ και η Τζαιν σταμάτησε να την κοιτάει. «Αν με ξαναγγίξεις»,φώναξε η Κάκτις στην Τζαιν και εγώ ξαναγρύλισα. «Αλλιώς τι;Θα με θαμπώσεις με την ομορφιά σου;Και ξέρεις δε σε ακούμπησα»,της απάντησε ειρωνικά και πλησιάζοντας με, με φίλησε γλυκά. «Τελείωσε»,είπε ο Σιντιόν όταν η Κάκτις ετοιμάστηκε να ανταπαντήσει.Αν δεν φιλούσα τη Τζαιν αυτή τη στιγμή,θα είχα ορμίσει στην Κάκτις για τις σκέψεις τις. «Άρα έχει απορροφήσει τρεις δυνάμεις»,συμπέρανε ο Σιντιόν. «Δεν είναι τόσο απλά Σιντ.Ο μικρός είχε απορροφήσει ήδη την ικανότητα του Όεν και μετά τη δική σου.Δε μπορούμε να ξέρουμε τι αποτέλεσμα μπορεί να προκάλεσε αυτός ο συνδυασμός.Έπειτα η Τζαιν δεν ακούμπησε απλά τον Έντουαρντ αλλά έχυσε το δηλητήριό της στον οργανισμό του.Αυτό είναι σίγουρο ότι θα αυξήσει τη δύναμη»,αποκάλυψε τη λογική του ο Ράσσιο. «Εσύ νιώθεις τίποτα διαφορετικό;»μου απευθύνθηκε ο Σιντιόν. «Αν εξαιρέσεις ό,τι νιώθετε όλοι,η μόνη διαφορά που παρατηρώ είναι ότι τώρα μπορώ να διαβάσω τις σκέψεις σας,ενώ πριν την μεταμόρφωσή μου όλα ήταν συγκεχυμένα.Και αυτό που έγινε με τον Μπόρνα»,είπα και στη θύμησή του έψαξα να βρω πού είναι.Με χαρά συνειδητοποίησα ότι είχε μείνει ακόμα στο γήπεδο,ανίκανος να περπατήσει. «Νομίζω ότι εμείς οι τρεις πρέπει να συζητήσουμε»,επισήμανε ο Σιντιόν κοιτώντας τους υπόλοιπους αρχηγούς και όλοι άρχισαν να αποχωρούν. «Ακολούθα με»,ψιθύρισε η Τζαιν και κρατώντας σφιχτά το χέρι μου,μας οδήγησε ξανά στο δωμάτιο που είχα κοιμηθεί την πρώτη φορά. Τώρα που είχα γίνει βρικόλακας,ο φωτισμός από τα κεριά ενοχλούσε τα μάτια μου.Ήταν σα να κοιτούσα κατάματα τον ήλιο.Με το που μπήκαμε μέσα,η Τζαιν έκλεισε την πόρτα και αναζήτησε τα χείλη μου.Την πλησίασα και αυτή όρμισε προς τα πάνω μου.Το φιλί της δεν ήταν γλυκό όπως τα άλλα,αλλά γεμάτο ένταση,βγάζοντας όλη την πίεση από τις αποκαλύψεις. «Ξέρεις δεν είναι αναγκαίο να βασανίζεις τους άλλους επειδή με κοιτάζουν»,της είπα πειραχτικά. «Δεν είναι αυτό»,απάντησε και με τράβηξε προς το κρεβάτι,όπου και ξαπλώσαμε. «Απλώς η Κάκτις πιστεύει ότι τώρα βρήκε το άλλο μισό της,επειδή απορρόφησες την ικανότητά της»,μου απολογήθηκε. «Δε πειράζει.Έτσι και αλλιώς μού αρέσεις ακόμα περισσότερο όταν ζηλεύεις»,της εκμυστηρεύτηκα φιλώντας τη. Τα σώματα μας πλησίασαν και πριν το καταλάβω η γραβάτα μου είχε ξελυθεί και βρισκόταν στο πάτωμα.Τα χείλη μου απαιτητικά πάνω της,δε ξεκολλούσαν από τα δικά της.Το πρώτο κουμπί του πουκάμισού μου βγήκε και ανέβηκα από πάνω της.Τα χέρια μου κατέβηκαν προς το φόρεμα της και ένα αναστεναγμός της,μού τρέλανε το μυαλό.Τα δάχτυλα της κινήθηκαν προς τα κουμπιά και ο ήχος που έκαναν με έκαναν να χάσω τη λογική μου. «Σ’αγαπώ»,της ψιθύρισα και το στόμα κατευθύνθηκε προς το λαιμό της. «Και εγώ σε αγαπώ»,μου απάντησε και τα χέρια της σκιαγράφησαν τους κοιλιακούς μου.Όπου με ακουμπούσε,ένιωθα ότι έπαιρνα φωτιά αλλά αντί να της ζητήσω να σταματήσει,ήθελα και άλλο.Ήθελα να μη με αφήσει ποτέ,να είναι για πάντα δική μου. Το χέρι μου κατευθύνθηκε προς τα πόδια της και στη συνέχεια στο εσώρουχό της.Τα δάχτυλα μου έκαναν έναν γύρο γύρω από αυτό και τα χείλη της βρέθηκαν κατευθείαν στο αυτί μου.Προσέχοντας να μην με αφήσει σημάδι,το δάγκωσε ελαφρά με τα μπροστινά δόντια της. «Πρέπει να σηκωθείς»,μού ψιθύρισε. «Γιατί;»,ρώτησα αγκυλωμένος από τη ξαφνική αλλαγή. «Έρχεται ο Άλεκ»,είπε και με έσπρωξε για να σηκωθώ.Τα χέρια της άφησαν φλόγες πάνω στον γυμνό μου θώρακα αλλά σηκώθηκα γρήγορα και κούμπωσα το πουκάμισό μου. «Πού είναι η γραβάτα μου;»,αναρωτήθηκα. «Κάτω από το κρεβάτι»,απάντησε γελώντας από το μπάνιο,όπου φτιαχνόταν. Πώς βρέθηκε εκεί;Τώρα που είχα συνέλθει οι σκέψεις του Άλεκ εισήλθαν στο κεφάλι μου,ερχόταν για να μου ζητήσει συγγνώμη.Σε λίγα δευτερόλεπτα θα ήταν εδώ. «Δε ξέρω να δένω γραβάτα»,της φώναξα και αυτή βγαίνοντας από το μπάνιο,μού την έδεσε με δυο κινήσεις. «Τι θα έκανα χωρίς εσένα;»,της ψιθύρισα και την φίλησα. Για λίγα δευτερόλεπτα αφέθηκε αλλά δυο γρήγορα χτυπήματα στην πόρτα,την έκαναν να πηδήξει πάνω στο κρεβάτι. «Γεια σας.Δε πιστεύω να διέκοψα»,είπε ο Άλεκ μόλις μπήκε στο δωμάτιο.Ήταν μόνος του,χωρίς την Ρένεσμι. «Όχι,απλώς μιλούσαμε»,απάντησε η Τζαιν με το πιο αθώο βλέμμα.Τουλάχιστον ο Άλεκ δεν είχε καταλάβει τίποτα. «Δεν έχω πολύ χρόνο,με θέλει κάτι ο Σιντιόν.Πέρασα απλώς για να συστηθούμε και να ζητήσω συγγνώμη»,δικαιολόγησε την επίσκεψή του. «Με λένε Άλεκ»,συνέχισε και μού έδωσε το χέρι του. Πλάκα κάνει; «Έλα αστειέυομαι,δεν χρειάζεται να μου δώσεις το χέρι σου.Έτσι και αλλιώς θα με σκότωνε ο Σιντιόν αν το μάθαινε»,είπε χαμογελώντας. «Έντουαρντ»,απάντησα.Παρά τη σοβαρή όψη του και την βαριά φωνή του,ήταν πολύ συμπαθής. «Το ξέρω.Έτσι και αλλιώς δυο μήνες το όνομά σου άκουγα»,κορόιδεψε κοιτώντας την Τζαιν. «Δύο μήνες;»,ρώτησα.Εγώ με την Τζαιν,γνωριζόμασταν μόνο λίγες μέρες. «Ο Άλεκ κάνει πλάκα,έτσι Άλεκ;»,του είπε η Τζαιν κοιτώντας τον με νόημα. «Ναι»,απάντησε βιαστικά.Διάβασα το μυαλό του αλλά δεν βρήκα τίποτα το περίεργο.Ανυπομονούσε να ξαναβρεθεί με την Ρένεσμι. «Πώς και δεν ήρθε και η Ρένεσμι;»,άλλαξε γρήγορα θέμα η Τζαιν. «Την ήθελε και αυτήν ο Σιντιόν»,είπε. «Λοιπόν πώς γνωριστήκατε;»,ρώτησα για να αρχίσει η κουβέντα. «Α είναι μεγάλη ιστορία»,είπε με ένα γλυκό χαμόγελο.«Όλα ξεκίνησαν»,ξεκίνησε αλλά ο βόμβος ενός κινητού,τον διέκοψε.«Πρέπει να φύγω.Θα τα πούμε μια άλλη φορά που θα έρθει και η Ρένεσμι»,απολογήθηκε.«Α και συγγνώμη για αυτό που έγινε πριν.Ξέρω πόσο εκνευριστικό είναι να χάνεις τις αισθήσεις σου»,είπε λίγο πριν κλείσει την πόρτα. «Πού είχαμε μείνει;»,τη ρώτησα όταν απομακρύνθηκε. «Έντουαρντ,δε νομίζω ότι εδώ είναι το κατάλληλο μέρος.Δεν είσαι ο μόνος που έχει εκπληκτική ακοή»,είπε σκεφτική. «Τι έπαθες;»,αναρωτήθηκα φιλώντας την στον λαιμό.«Ο Άλεκ δεν κατάλαβε τίποτα,στο εγγυώμαι». «Τίποτα»,προσπάθησε να πει αλλά ένας ήχος τη διέκοψε. «Συγγνώμη αλλά πώς στο διάολο πιάνει σήμα εδώ;».Είχα εκνευριστεί που κάποιος μας διέκοπτε συνεχώς. Αυτή ανασήκωσε τους ώμους της και άνοιξε το LG κινητό της.«Είναι ο Σιντιόν.Θέλει να πας στην αίθουσα των Ρέξαϊρς.Μόνος σου». «Τι με θέλουν πάλι;» «Δε ξέρω αλλά πρέπει να πας,μην επιβαρύνεις τη θέση σου»,με συμβούλεψε. Αφήνοντας ένα τελευταίο φιλί στα χείλη της,σηκώθηκα και κατευθύνθηκα στην αίθουσα.Αυτή τη φορά είχαν γίνει πολλά,δεν περίμενα ότι παραλίγο να...Χαμογέλασα και μόνο στη σκέψη.Ποιος θα περίμενε ότι ο Έντουαρντ Πούλτσερ,που όλοι πίστευαν ότι θα καταλήξει μόνος του είχε.Τις σκέψεις μου διέκοψε μια μυρωδιά που είχε κατακλύσει την αίθουσα,στην οποία μόλις είχα φτάσει. Στη μέση της βρισκόταν ένα κορίτσι περίπου στην ηλικία μου.Φαινόταν μπερδεμένη με ένα ηλίθιο χαμόγελό στα χείλη της.Είχε όμως μια μυρωδιά που έκανε τα μάτια μου να μαυρίσουν και τα χείλη μου να τραβηχτούν πίσω,αποκαλύπτοντας τα κοφτερά δόντια μου.Προσπάθησα να ηρεμήσω τον εαυτό μου σκεπτόμενος ότι ήταν ένα αθώο κορίτσι με μια οικογένεια να την περιμένει στο σπίτι της.Αυτή γύρισε και μου χαμογέλασε και τότε ήταν νομίζω που έχασα κάθε αίσθηση λογικής.Την πλησίασα γρήγορα και της χαμογέλασα.Αυτό για μια στιγμή φάνηκε να την ταράσσει και σκέψεις της οικογένειας της γέμισαν το μυαλό της,μόνο για να επιστρέψει ξανά το ηλίθιο χαμόγελο.Κάνοντας αργά βήματα προς το μέρος της,έφερα το στόμα μου κοντά στο λαιμό της για να δω σε ποιο σημείο θα ήταν καταλληλότερο να την δαγκώσω.Μόλις εντόπισα μια φλέβα,το δάχτυλο μου χάιδεψε την περιοχή κάνοντας την να ανατριχιάσει.Όλα ξαφνικά ξεκαθάρισαν.Δε μπορούσα να το κάνω αυτό σε ένα ευαίσθητο και απροστάτευτο πλάσμα σαν αυτή.Βάζοντας το χέρι μου πάνω στο στόμα μου γύρισα για να φύγω. «Μπράβο,ομολογώ ότι με εξέπληξες.Εγώ δε θα είχα αντισταθεί με τίποτα σε μια τέτοια δύσκολη δοκιμασία»,είπε χειροκροτώντας ο Άλεκ.
Teodan Midnight Sun Vampire
Τόπος : Θεσσαλονίκη Αριθμός μηνυμάτων : 4153 Registration date : 25/05/2011
«Τι εννοείς;»,τον ρώτησα σαστισμένος.Είχε εμφανιστεί από το πουθενά μαζί με άλλους δύο βρικόλακες,τον Ντάνεκ και την Κορίν. «Ντάνεκ,εντάξει,πήγαινε την μικρή στον Μάτιο και επέστρεψε στην είσοδο»,διέταξε ο Άλεκ. Ο Ντάνεκ βάζοντας την μικρή πάνω στην πλάτη του,εγκατέλειψε την αίθουσα αφήνοντας μας μόνους.Στην παρατεταμένη σιωπή που ακολούθησε προσπάθησα να διαβάσω τις σκέψεις του Άλεκ αλλά η Κορίν είχε φροντίσει να ανυψώσει τον αόρατο γυάλινο τοίχο προστασίας της.Γαμώ. «Θα μού πεις τι στο διάολο εννοείς;»,τού φώναξα. «Ηρέμησε λίγο Έντουαρντ.Εννοώ ότι εγώ δε θα τα είχα καταφέρει,όταν ήμουν νεογέννητος δηλαδή γιατί τώρα το έχω συνηθίσει»,είπε χαμογελώντας,κάτι που με εξόργισε ακόμα περισσότερο. «Δε θέλω να ηρεμήσω,θέλω να μού πεις γιατί βάλατε το κορίτσι.Τι δοκιμασία ήταν αυτή;» «Ηρέμισε Έντουαρντ.Θα έρθει σε λίγο να στα εξηγήσει ο Σιντιόν»,απάντησε κάνοντας ένα βήμα μπροστά και διατηρώντας αυτό το ηλίθιο χαμόγελο. Ξαφνικά ένιωσα το ίδιο συναίσθημα τότε με τον Μπόρνα να με πνίγει.Αυτή τη φορά ήταν πιο ξεκάθαρο.Ξεκίνησε από τα δάχτυλα των ποδιών μου και μέσω των αρτηριών και των φλεβών άρχισε να κυκλοφορεί σε όλο μου το σώμα.Σιγά σιγά άρχισε να ανεβαίνει προς το στόμα μου.Μισάνοιξα το στόμα μου και τα χείλη μου πρόφεραν ξέπνοα μια μικρή λέξη. «Ντόλορ»,σφύριξα και αισθάνθηκα ένα νοητό βέλος να εκτινάσσεται προς τον Άλεκ.Είχα ξεχάσει όμως την ασπίδα της Κορίν και σα να φύσηξε μια ριπή ανέμου,το βέλος άλλαξε πορεία.Μια ρυτίδα εμφανίστηκε στο πρόσωπο της Κορίν και έπεσε στα γόνατα.Είχε καταβάλει αρκετή δύναμη για να το αποτρέψει «Έντουαρντ,πραγματικά πρέπει να χαλαρώσεις.Θες να σε βοηθήσω;»,ρώτησε καλοπροαίρετα,κοιτώντας την Κορίν η οποία προσπαθούσε να ανασάνει. «Θέλω.Μια.Εξήγηση»,είπα και του όρμισα με τα χείλη μου να έχουν τραβηχτεί προς τα πίσω. «Κορίν γρήγορα»,φώναξε ο Άλεκ και λίγο πριν τον φτάσω,άλλαξα πορεία μπερδεμένος για το τι ήθελα να κάνω. Χωρίς προειδοποίηση ένιωσα τα μπράτσα μου να παγιδεύονται από τα χέρια του Άλεκ. «Έντουαρντ ξέρω ότι είναι δύσκολο αλλά πρέπει να σταματήσεις.Ο Σιντιόν θα έρθει από στιγμή σε στιγμή.Πρέπει να του δείξεις ότι δεν έχει επηρεάσει την ψυχική σου διαύγεια»,ψιθύρισε γρήγορα στο αυτί μου. Έκανα μια τελευταία προσπάθεια να απελευθερωθώ αλλά κατάφερε,με δυσκολία,να με συγκρατήσει.Πήρα τρεις βαθιές ανάσες και χαλάρωσα. «Άσε με,είμαι καλά τώρα»,τον καθησύχασα. «Α και ζήτα από την Κορίν να μην πει τίποτα στο Σιντιόν.Άσκησε λίγο γοητεία,ξέρεις εσύ»,είπε λίγο πριν με αφήσει κλείνοντας μου το μάτι. «Τι γοητεία;»,πήγα να ρωτήσω αλλά με έσπρωξε προς το μέρος της.Ήταν ακόμα πεσμένη,κοιτώντας το πάτωμα. «Έλα,άσε με να σε βοηθήσω»,της είπα χαμογελώντας και προσέχοντας να την αγγίζω μόνο από το μαύρη μακρυμάνικη μπλούζα της,τη σήκωσα. «Σε ευχαριστώ πολύ»,απάντησε σαστισμένη και είμαι σίγουρος ότι το λιγότερο χλωμό από όλους τους Ρέξαϊρς δέρμα της,πήρε μια ελαφρά κόκκινη απόχρωση. Συνέχιζα να της χαμογελάω ώσπου ένα χαχανητό του Άλεκ,μού θύμισε τι έπρεπε να κάνω. «Συγγνώμη που ξέρεις,πριν…»,της απολογήθηκα. «Δεν πειράζει,απλά ταράχτηκες λιγάκι»,έσπευσε να με δικαιολογήσει. «Τότε θα μπορούσες να μη το αναφέρεις στο Σιντιόν;Δεν είναι τίποτα,απλώς δε θα ήθελα να τον απογοητεύσω».Και η αλήθεια ήταν ότι πραγματικά δεν ήξερα για ποιο λόγο υποβλήθηκα σε αυτήν την δοκιμασία,ούτε γιατί ο Άλεκ ήθελε να κρύψουμε το ξέσπασμά μου από τον Σιντιόν.Ήλπιζα να μάθαινα όταν θα ερχόταν και οι υπόλοιποι Ρέξαϊρς.Ήδη είχε αρχίσει να μού λείπει η Τζαιν. «Εεε δεν ξέρω,δεν είναι σωστό»,είπε. «Ωχ έλα τώρα.Δεν μπορείς να μού κάνεις μια χάρη;»,τη ρώτησα παίρνοντας μια πονεμένη έκφραση και κοιτώντας κάτω.Τι βλακείες κάνω; Τουλάχιστον η Κορίν δε φαινόταν να συμμερίζεται την άποψη μου γιατί αφού με κοίταξε για ένα λεπτό,κάλυψε το δέρμα της με το ύφασμα της μπλούζας της και με τον αντίχειρα της,σήκωσε το πηγούνι μου. «Καλά,μη στεναχωριέσαι.Δε χρειάζεται ο Σιντιόν να το μάθει»,είπε και απομακρύνθηκε πάνω στην ώρα,καθώς η δίφυλλη πόρτα άνοιγε με πάταγο. «Λοιπόν πώς τα πήγε;»,ρώτησε ο Σιντιόν,επικεφαλής στην πομπή των Ρέξαϊρς.Το βλέμμα μου έψαξε την Τζαιν και την βρήκε πίσω από τον Σιντιόν να με κοιτάζει με ανησυχία.Της έκλεισα το μάτι και ένα χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη της.Έτσι όπως περπατούσαν,είχαν σχηματίσει ένα βέλος με τους τρεις αρχηγούς να είναι η αιχμή και οι άλλοι το σκέλος. «Πέρασε την δοκιμασία»,είπε ο Άλεκ. Ο Σιντιόν φάνηκε να εκπλήσσεται αλλά προσπάθησε να το κρύψει.«Κορίν,αλήθεια;»,είπε γυρίζοντας αργά το κεφάλι,για να σιγουρευτεί. Για ένα βασανιστικό δευτερόλεπτο,η Κορίν δίστασε αλλά αφού έριξε μια γρήγορη ματιά προς το μέρος μου,πήρε μια έκφραση σιγουριάς.«Ναι,την πέρασε επιτυχώς». Ο Σιντιόν όμως είχε προσέξει την στιγμιαία αδυναμία της.Μια λάμψη τρεμόπαιξε στα μάτια του.«Τότε Άλεκ φαντάζομαι δε σε πειράζει να το δω και εγώ ο ίδιος». Ο Άλεκ,χωρίς να διστάσει στιγμή,προχώρησε μπροστά και τού έδωσε το χέρι του.Ο Σιντιόν το άρπαξε με μια αστραπιαία κίνηση και ομίχλη κατέλαβε τις κόρες των ματιών του.Τι έκανε;Ποιο το νόημα αν ο Σιντιόν έβλεπε το ξέσπασμά μου;Φαινόταν όμως τόσο σίγουρος για τον εαυτό του,που κάπως με καθησύχασε. Σιγά σιγά το μαύρο χρώμα των ματιών του Σιντ επέστρεψε και ο Άλεκ απομακρύνθηκε,πηγαίνοντας δίπλα στην Ρένεσμι,πιάνοντας της το χέρι και ανταλλάσοντας ένα παρατεταμένο φιλί.΄΄Σ’αγαπώ’’,σκέφτηκε και η Ρένεσμι σα να τον άκουσε απάντησε ΄΄Και εγώ’’. «Αυτό δε το περίμενα πρέπει να ομολογήσω.Αλλά συγχαρητήρια»,με επιβράβευσε ο Σιντιόν χειροκροτώντας.Δε φαινόταν ευχαριστημένος με το αποτέλεσμα. Γύρισα και χαμογέλασα στην Κορίν,ψιθύριζοντας ένα βουβό «Σ’ευχαριστώ».Αυτή μού χαμογέλασε και ένιωσα ένα τρεμούλιασμα στην ασπίδα της,που τώρα είχε αναλάβει τον Σιντιόν.Ξαφνικά οι σκέψεις του με πλημμύρισαν,πιο ισχυρές από των άλλων Ρέξαϊρς.Φανταζόταν ότι ορμούσε και με ξέσκιζε με τα δόντια του.Καθώς φανταζόταν το στόμα του με το κόκκινο αίμα να ρέει στο πλάι,έκανα ένα βήμα και η ασπίδα της Κορίν επανήλθε.Ήξερα ότι ο Σιντιόν δε με είχε συμπαθήσει αλλά δεν περίμενα ότι με είχε μισήσει τόσο,ούτως ώστε να φαντάζεται τον θάνατο μου. «Έγινε κάτι,Έντουαρντ;»,με ρώτησε με αθώο βλέμμα. «Ναι,μόλις σε είδα να με σκοτώνεις.Γιατί;Και τι κωμωδία είναι όλη αυτή;Γιατί έβαλες ένα κορίτσι σε κίνδυνο;»,ήθελα να του φωνάξω αλλά προτίμησα να περιοριστώ σε ένα απλό «Όχι».Αυτός ήταν ο αρχηγός,δεν είχα καμιά ισχύ πάνω του. «Ωραία,τότε δεν υπάρχει λόγος για περεταίρω καθυστερήσεις,θα στα εξηγήσει όλα ο Άλεκ.Κάκτις,θα πας να φέρεις τροφή στον Λούσιφερ;»την ρώτησε. Η Κάκτις αποχώρισε εκνευρισμένη που θα έπρεπε να αγοράσει σκυλοτροφή και μετά να βρει και έναν σκύλο.΄΄Θα πρέπει οπωσδήποτε να βρούμε μια αντικαταστάτρια’’.Ο Άλεκ με πλησίασε και με χτύπησε στο μπράτσο.«Πάτε εσύ με την Τζαιν στο δωμάτιο και ερχόμαστε σε λίγο»,ψιθύρισε.Για κάποιο λόγο χαχάνιζε και σκεφτόταν για τις αντιδράσεις της Τζαιν.Πήγα κοντά της και της έδωσα το χέρι.Αυτή,πιάνοντας το πιο σφιχτά από ότι έπρεπε,μας οδήγησε για άλλη μια φορά στο δωμάτιο της πρώην γραμματέας των Ρέξαϊρς. Όταν έκλεισε τη πόρτα,αναζήτησα τα χείλη της.Την είχα ανάγκη.Αντί για τα χείλη της όμως,δέχτηκα μια γροθιά στο μπράτσο,στο ίδιο ακριβώς που με είχε βαρέσει ο Άλεκ.Δεν ήταν δυνατή αλλά με ξάφνιασε. «Άουτς.Τι ήταν αυτό;». «Τα προκαταβολικά»,απάντησε λακωνικά και γύρισε τη πλάτη της. «Μα γιατί τι έκανα;»,ρώτησα γουρλώνοντας τα μάτια. «Τι έκανες;Πώς κέρδισες την σιωπή της Κορίν;». «Το κατάλαβες;».Αν το είχε καταλάβει αυτή θα το είχε καταλάβει και ο Σιντιόν. «Φυσικά και το κατάλαβα.Αλλά μη φοβάσαι,μόνο εγώ σε πρόσεχα»,με καθησύχασε. «Εντάξει τότε»,είπα χαμογελώντας και μια ακόμη γροθιά προσγειώθηκε στον ώμο μου. «Όχι δεν είναι εντάξει,γιατί η Κορίν το κράτησε μυστικό;Αυτή είναι πιστή μέχρι αηδίας στον Σιντιόν». «Απλώς την παρακάλεσα και δέχτηκε»,απολογήθηκα και την έφερα κοντά μου.Δε μού άρεσε να είμαστε μαλωμένοι.Τη πλησίασα και αυτή τη φορά δεν αντιστάθηκε.Καθώς τα χείλη μου ξέφευγαν από τα δικά της και εξερευνούσαν τον λαιμό της,δυο χτυπήματα ακουστήκαν στην πόρτα και απομακρυνθήκαμε,κρατώντας ακόμα τα χέρια.Ένα κεφάλι ξεπρόβαλε χαμογελώντας. «Να περάσουμε;»,ρώτησε ο Άλεκ και άνοιξε τελείως την πόρτα.Πίσω του βρισκόταν η Ρένεσμι.Τώρα που δεν απειλούταν με κάποιο τρόπο η ζωή μου,παρατήρησα την εμφάνιση της.Ήταν ψηλή με κοκκινωπά μαλλιά και κατακόκκινα μάτια.Το μαύρο φουστάνι της ήταν λίγο πιο ανοιχτόχρωμο από ότι της Τζαιν και του σακακιού του Άλεκ. «Ναι φυσικά,περάστε»,τους προσκάλεσε η Τζαιν και οι δυο τους μπήκαν πιασμένοι χεράκι χεράκι.Σταθήκαμε όρθιοι μιας και η ορθή ακινησία ήταν πολύ πιο άνετη από ότι πίστευα παλαιότερα. «Έντουαρντ»,είπα χαμογελώντας και κοίταξα την Ρένεσμι.Αυτή ανταπέδωσε το χαμόγελο,αποκαλύπτοντας μια κατάλευκη οδοντοστοιχία.«Ωραίο όνομα.Ρένεσμι»,συστήθηκε με γλυκιά φωνή.΄΄Kαι μού είπαν ότι έχεις και την ικανότητα του πατέρα μου.Ήδη σε συμπάθησα’’. «Τι κάνεις,αδερφέ;»,ρώτησε η Τζαιν. «Καλά.Πριν λίγο συζητήσουμε με την Ρένεσμι για το πώς συναντηθήκατε»,απάντησε. «Ε τότε δεν είναι δίκαιο.Πρέπει να πείτε και εσείς στον Έντουαρντ πώς γνωριστήκατε»,τον μάλωσε. «Δεν του το έχεις πει,Αλέξανδρε;»,ρώτησε η Ρένεσμι. «Όχι,νόμιζα ότι του το είχε πει η Τζαιν»,απολογήθηκε. «Αλλά επειδή κανείς τελικά δε μού το είπε,θα μπορούσε κανείς να προθυμοποιηθεί;»,είπα και όλοι λυθήκαν στα γέλια. «Όταν οι Ρέξαϊρς είχαν έρθει για να με πάρουν και εγώ κατατάχθηκα μόνη μου,είχα αρχίσει να προσέχω τον Αλέξανδρο.Με προσέλκυαν τα κατάμαυρα μαλλιά του και τα γεμάτα χείλη του»,ξεκίνησε η Ρένεσμι κοιτώντας τον Άλεκ με λατρεία.«Κανείς μας δεν έκανε κάποια κίνηση,ώσπου μια φορά ο Αλέξανδρος έχασε τον έλεγχο της ομίχλης και αυτή τον κυρίευσε». «Όλα πήγαιναν καλά ώσπου άκουσα την Ρένεσμι να γελάει και για ένα δευτερόλεπτο,η προσοχή μου αποσπάστηκε.Ήταν αρκετό όμως για να χάσω τον έλεγχο της ομίχλης.Άρχισε να απλώνει τα δίχτυα της σε όλη την αίθουσα αλλά με δυσκολία κατάφερα να την κάνω να γυρίσει σε μένα.Όλα γύρω μου σκοτείνιασαν και ένιωσα σα να πέφτω στο κενό»,συνέχισε ο Άλεκ. «Εμείς δε ξέραμε τι να κάνουμε.Ο Αλέξανδρος ήταν αναίσθητος και δεν υπήρχε κανείς άλλος για να ελέγξει την ομίχλη.Οι μέρες περνούσαν χωρίς κανείς μας να μπορεί να κάνει τίποτα,ούτε καν ο Ράσσιο,μέχρι που συμπληρώθηκε μήνας.Εγώ είχα απελπιστεί και έτσι τρύπωσα κρυφά στο δωμάτιο που τον είχαν και τον φίλησα.Γύρισα για να φύγω αλλά την επομένη ένα χέρι βρισκόταν στον ώμο μου και τα χείλη του Αλέξανδρου αποζητούσαν τα δικά μου»,ολοκλήρωσε η Ρένεσμι. «Η προσωπική μου ηρωίδα και σωτήρας», συμπλήρωσε την αφήγηση ο Άλεκ και τη φίλησε γλυκά. Ήταν περιττό το να διαβάσω τις σκέψεις τους.Οι δυο τους αγαπιόντουσαν και τίποτε δε θα το άλλαζε αυτό. Ο Άλεκ έβγαλε το κινητό του και κοίταξε την ώρα.«Πω αργήσαμε πάλι.Νέσσι πρέπει να πάμε να κάνουμε την εγγραφή»,είπε και πλησίασε την πόρτα. «Τι εγγραφή;»,ρώτησα λίγο πριν αποχωρίσουν με την Ρένεσμι. «Ωχ ναι ξέχασα να σου πω.Τζαιν,εξήγησε του εσύ»,είπε και αποχώρησε με την Ρένεσμι να ψιθυρίζει «Γεια». «Τι εγγραφή πρέπει να κάνει;»,ρώτησα και η Τζαιν ξάπλωσε στο κρεβάτι,με παγίδευσε στην αγκαλιά της και άρχισε να μού χαϊδεύει τα μαλλιά. «Εγγραφή για το σχολείο»,απάντησε και για λίγα δευτερόλεπτα δυσκολεύτηκα να καταλάβω τι είπε. «Γιατί ποιος θα πάει;»,είπα ενώ η φωνή μου σιγά σιγά άρχιζε να σβήνει από την συνειδητοποίηση του ποιος θα πήγαινε. «Εσύ»,αποκάλυψε διστακτικά. «Τι;Από πού και ως πού;».Είχα μείνει έκπληκτος.Σηκώθηκα και έφερα τα μάτια μου απέναντι από αυτά της Τζαιν για να δω αν με κοροϊδεύει.Τα μάτια της όμως ήταν ειλικρινή,δεν αποκάλυπταν καμιά παραποίηση της αλήθειας. «Είναι ένας από τους κανονισμούς των Ρέξαϊρς.Από τότε που η Ρένεσμι κατατάχθηκε μαζί μας,ο Σιντιόν θεώρησε αναγκαίο ότι θα πρέπει να δημιουργηθεί ένας τέτοιος νόμος.Έτσι και αλλιώς είμαστε οι προστάτες των τεχνών,δε γίνεται να μην έχουμε τελειώσει το σχολείο». «Μα πώς θα τα βγάλω πέρα;Οι μυρωδιές θα με τρελάνουν,θα αποκαλυφτώ».Έψαχνα απεγνωσμένα να βρω κάποια δικαιολογία.Πέρα από το ότι δεν ήθελα να βάλω σε κίνδυνο τη ζωή αθώων παιδιών,δεν ήθελα να είμαι μακριά από την Τζαιν. «Για αυτό πέρασες από τη δοκιμασία.Απέδειξες ότι μπορείς να αντισταθείς στο κάλεσμα». «Και πού θα πάω;»,ρώτησα ψάχνοντας από κάπου να πιαστώ. «Σε ένα ιδιωτικό σχολείο,εδώ στην Ρώμη». «Μα εγώ δεν ξέρω ιταλικά.Απλώς έκανα λίγα στο σχολείο.Δε θα καταλαβαίνω τίποτα». «Και σε τι νομίζεις ότι σου μιλάω όλη αυτήν την ώρα;»,είπε δικαιολογώντας την αλλαγή στη φωνή της.Γαμώτο γιατί έπρεπε πάντα να βρίσκονται ένα βήμα μπροστά; «Και τι θα γίνει αν αρνηθώ;»,έπαιξα το τελευταίο μου χαρτί. «Έντουαρντ,δε καταλαβαίνεις.Το ότι έγινες μέλος σημαίνει ότι δεσμεύεσαι με όλους τους νόμους.Αν τους αψηφήσεις θα σε…»,προσπάθησε να πει αλλά η φωνή της έσπασε.Ο Σιντιόν μόλις με είχε ρίξει σε παγίδα.Μπορεί να είχα περάσει το πρώτο στάδιο αλλά τώρα έπρεπε να δεχτώ αν ήθελα να ζήσω. «Εντάξει,τουλάχιστον έχω τρεις μήνες να το χωνέψω». «Για ακρίβεια το σχολείο ανοίγει μεθαύριο»,με διόρθωσε και με φίλησε εμποδίζοντας να φωνάξω. «Μα πώς;»,κατάφερα να πω όταν με άφησε. «Η μεταμόρφωση σου κράτησε περίπου δυόμιση μήνες οπότε…». «Δυόμιση μήνες;Εγώ νόμιζα ότι θα κρατούσε λίγες μέρες». «Το σώμα σου και ο εγκέφαλος σου άλλαξε τελείως.Οι διεργασίες που χρειάζονται για να γίνουν όλες αυτές οι αλλαγές δε γίνεται να πάρουν μόνο λίγες μέρες»,εξήγησε. Έπεσα πίσω στο κρεβάτι και ξεφύσησα ηττημένος.Η επιλογή ήταν μονόδρομος,ένα παιχνίδι που ήταν από την αρχή χαμένο.Οι άλλοι κινούσαν τα νήματα και εγώ απλώς ακολουθούσα,αμέτοχος από το να επιλέξω τι θέλω να κάνω.Ξαφνικά μού κατέβηκε μια ιδέα και ένα χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπό μου.Πώς δεν το είχα σκεφτεί νωρίτερα; «Και θα πρέπει να παρακολουθήσω και τα τρία χρόνια;»,έβαλα στην ιδέα μου σε εφαρμογή. «Για ακρίβεια είναι τέσσερα χρόνια και ναι θα πρέπει να τελειώσεις το λύκειο και στη συνέχεια το Πανεπιστήμιο»,είπε.Ακόμα καλύτερα. «Και οι υπόλοιποι μαθητές δε θα καταλάβουν ότι δε μεγαλώνω,ότι μένω στάσιμος;»,ολοκλήρωσα και το χαμόγελο μεγάλωσε ακόμα περισσότερο καθώς ήμουν σίγουρος για τη νίκη μου. «Αυτό είναι το λιγότερο ανησυχητικό»,απάντησε γελώντας προσγειώνοντας με απότομα.«Οι άνθρωποι δε θέλουν να βλέπουν την αλήθεια,κάτι στο οποίο οφείλουμε και την ανυπαρξία μας.Ποτέ δε θα παρατηρήσουν τη στασιμότητά σου,θα επικεντρώνονται στα άλλα σου χαρακτηριστικά»,συνέχισε και κατσούφιασε προς το τέλος. Τελείωσε,σε δυο μέρες θα πρέπει να πάω σχολείο.Να ανέχομαι τον κάθε ηλίθιο.Προσπάθησα να σταματήσω να το σκέφτομαι και το μυαλό μου ταξίδεψε στις σκέψεις της Κάκτις. «Από πού και ως πού έχετε σκύλο;»,ρώτησα φέρνοντας στο μυαλό μου την αγανάκτηση της Κάκτις. «Για τον Λούσιφερ λες;»,ευχαριστημένη που αλλάξαμε θέμα συζήτησης.«Δεν είναι συνηθισμένος σκύλος». «Τι εννοείς;» «Δεν είναι απλός σκύλος.Είναι σκύλος-βρικόλακας»,αποκάλυψε. «Μα πώς;Μόνο το αίμα των ανθρώπων δε μας ελκύει;Και τι τρώει;».Δεν γινόταν αυτό,τα ζώα δεν επηρεάζονται όπως εμείς. «Τρώει σκυλοτροφή βουτηγμένη σε αίμα σκύλων.Και η μεταμόρφωση του ήταν ιδιαίτερη».Ένα κύμα αηδίας με πλημμύρισε στην ιδέα του σκυλιού να τρώει αίμα. «Τι εννοείς ιδιαίτερη;» «Έχεις αναρωτηθεί καθόλου γιατί ο Ράσσιο είναι αυτός ο οποίος μας συμβουλεύει;». «Γιατί είναι ο μεγαλύτερος σε ηλικία;»,αναρωτήθηκα.Δεν μπορούσα να καταλάβω πού κολλούσε ο Ράσσιο. «Όχι,το ακριβώς ανίθετο.Είναι το δεύτερο πρόσφατο μέλος μας». «Και πώς έγινε αρχηγός;».Από τις πληροφορίες που είχα ψάξει όταν διάβαζα τη Νέα Σελήνη,είχα καταλάβει ότι οι τρεις αρχηγοί είχαν την ίδια περίπου ηλικία. «Ακριβώς επειδή είναι νέος και έχει ζήσει τα πρόσφατα γεγονότα.Επιπλέον είναι και η δουλειά που έκανε». «Και τι σχέση έχει με τον Λούσιφερ;».Είχα μπερδευτεί λιγάκι. «Ο Λούσιφερ ήταν στο ίδιο μέρος όπου δούλευε ο Ράσσιο και όπου έγινε το μοιραίο». «Τους επιτέθηκε βρικόλακας;».Θα πρέπει να ήταν πολύ πεινασμένος για να επιτεθεί μέχρι και σε ένα ζώο. «Όχι ακριβώς»,είπε διστακτικά.Φαινόταν ότι δεν της άρεσε η τροπή που είχε πάρει η συζήτηση. «Ε μα τότε πώς;». Αναστέναξε.«Ο Λούσιφερ και ο Ράσσιο είναι θύματα,Έντουαρντ,θύματα της ανθρωπότητας.
Teodan Midnight Sun Vampire
Τόπος : Θεσσαλονίκη Αριθμός μηνυμάτων : 4153 Registration date : 25/05/2011
«Τι εννοείς;»,ρώτησα.Είχα παρατηρήσει ότι οι Ρέξαϊρς είχαν μια αντιπάθεια για τους ανθρώπους και κυρίως η Τζαιν,αλλά δεν είχα σκεφτεί ποτέ ότι ίσως οφειλόταν σε κάποιο συγκεκριμένο λόγο.Πίστευα ότι ήταν μια διαμάχη που είχε ξεκινήσει χωρίς κανείς να θυμάται τις αιτίες,διατηρώντας την όμως στην διάρκεια του χρόνου.Μια σχέση μίσους όπως αυτή της γάτας με τον σκύλο. «Τι πίστευες δηλαδή Έντουαρντ;Ότι μισούμε τους ανθρώπους χωρίς κανέναν λόγο;»,μάντεψε τις σκέψεις μου κάνοντας με να χαμηλώσω το βλέμμα μου.«Δεν είναι μια βεντέτα.Παλιά σεβόμασταν,όσο είναι δυνατόν βέβαια,τους ανθρώπους.Είχαμε τη σχέση που έχει ο κάθε κυνηγός με την λεία του.Όλα άλλαξαν όμως όταν αυτοί,αυτοί οι βρωμιάρηδες θέλησαν να κατανοήσουν το είδος μας.Προσπάθησαν αυτοί,να μας εξολοθρεύσουν,να βρουν την θεραπεία για την αρρώστια μας υποτίθεται.Έτσι ξεγέλαγαν τους ίδιους τους εαυτούς.“Δεν πειράζει αν σκοτωθούν κάποιοι”,σκέφτονταν,“στο τέλος όλοι θα επωφελούμασταν”.Ανόητοι,κατάφερναν στο τέλος να τα πιστεύουν και οι ίδιοι.Αυτοί είναι τα τέρατα,Έντουαρντ,όχι εμείς.Εμείς δεν έχουμε άλλη επιλογή,αυτοί είχαν»,ολοκλήρωσε,Κάθε φορά που έλεγε “αυτοί” ήταν σα να έβριζε ενώ τα μάτια της είχαν γίνει κατάμαυρα.Για δεύτερη φορά από την στιγμή που την γνώρισα,φοβήθηκα.Είχε πάψει να είναι άνθρωπος,ήταν βρικόλακας. «Έντουαρντ συγγνώμη που…απλώς παρασύρθηκα»,απολογήθηκε βλέποντας τα γουρλωμένα μάτια μου και με φίλησε γλυκά.Το κόκκινο του αίματος επέστρεψε στα μάτια της.«Δε θα κατάλαβες τίποτα,ε;Έλα,δεν είμαι εγώ το σωστό άτομο για να σού εξηγήσω». Βγήκαμε,για ακόμη μια φορά από το δωμάτιο,πιασμένοι χεράκι χεράκι.Καθώς το φως των κεριών φώτιζαν το μισό πρόσωπό της,αναρωτήθηκα πόσες ακόμα κρυμμένες πτυχές είχε η Τζαιν και πόσες από αυτές θα κατάφερνα να φέρω στο φως.Το μόνο πρόβλημα που υπήρχε ήταν το πόσο διατεθειμένη ήταν να με αφήσει να τις αποκαλύψω.Ποιος ήταν ο λόγος που δεν μπορούσα να ακούσω τις σκέψεις της;Από όσο ήξερα,δεν είχε καμιά παραπάνω δύναμη που θα μπορούσε να με εμποδίζει.Ούτε ο Σιντιόν είχε κάνει καμιά ιδιαίτερη νύξη,ίσως να ήταν ένα συχνό φαινόμενο.Η συμπεριφορά επίσης του Σιντιόν ήταν ένα ζήτημα που με είχε προβληματίσει.Ήταν λογικό τα χρόνια να τον έχουν κάνει καχύποπτο αλλά τι εμπιστοσύνη θα μπορούσα να τού δείξω όταν ο ίδιος φανταζόταν τον θάνατο μου; Όταν φτάσαμε απ’έξω από μια πόρτα,θλιμμένες σκέψεις με κατέκλυσαν.Για ακρίβεια ήταν ένα γυναικείο πρόσωπο με κατάξανθα μαλλιά που έπαιρνε μέρος σε δυο σκηνές.Στη πρώτη ήταν χαμογελαστή,ποζάροντας ναζιάρικα σε μια στάση που θύμιζε την Μόνα Λίζα.Καθόταν πάνω σε ένα σκαμπό σταυροπόδι,με το μακρύ μαύρο φουστάνι ανασηκωμένο να είναι τραβηγμένο προς τα πάνω,αναδεικνύοντας τα λευκά της πόδια.Στην δεύτερη σκηνή,είχε διαμεληθεί και τα μέλη της καίγονταν ελεγχόμενα.Γύρω από την φωτιά,αναγνώρισα διάφορους Ρέξαϊρς που πέτούσαν από μια ορτανσία.Τα γαλάζια της πέταλα μαύριζαν σιγά σιγά ώσπου στο τέλος μαύρη σκόνη κάλυψε τα μέρη του σώματος της γυναίκας. Προσπάθησα να κλείσω την πόρτα του μυαλού μου με επιτυχία.Αρκετές εικόνες είχα δει.Πήγα να χτυπήσω την ξύλινη πόρτα όταν παρατήρησα ένα ρητό χαραγμένο με καλλιγραφικά γράμματα.Se si batte la morte, come fai a sapere che hai ancora l'anima?Ήταν ιταλικά,σίγουρα.Κοίταξα λίγο πιο προσεκτικά και ξαφνικά τα γράμματα άρχισαν να χορεύουν και να αλλάζουν.Αν έχεις νικήσει τον θάνατο,πώς ξέρεις ότι έχεις ακόμα ψυχή;,έλεγε. «Περάστε»,ακούστηκε η βαριεστημένη φωνή του Ράσσιο. Άνοιξα την δρύινη πόρτα και μπήκαμε στο δωμάτιο του.Ήταν σχετικά μικρό με μια τεράστια πολυθρόνα στη μέση,πάνω στην οποία τώρα καθόταν ο Ράσσιο.Μπροστά στα πόδια του βρισκόταν ένα τζάκι,χωρίς όμως να είναι αναμμένο.Μέσα του βρισκόταν μια ορτανσία. «Γεια σου Τζαιν,Έντουαρντ»,είπε χωρίς να σηκώσει τη ματιά του από το βιβλίο που κρατούσε στα άσπρα χέρια του.‘Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι,Ο σωσίας’;έγραφε στο πάνω μέρος του βιβλίου. «Γεια σου Ράσσιο»,χαιρέτησε η Τζαιν.Αυτός δεν αντέδρασε καθόλου.Συνέχιζε να διαβάζει καθώς εμείς περιμέναμε ακίνητοι.Τι θα γίνει,έτσι θα κάτσουμε; «Δε πρόκειται να φύγεις,έτσι;»,ρώτησε κοιτώντας την Τζαιν.Αυτή του ανταπέδωσε το χαμόγελο χωρίς να κουνηθεί. «Τι θέλεις;»,αναστέναξε και έκλεισε το βιβλίο. «Θέλω να πεις στον Έντουαρντ την ιστορία σου».«Την παλιά»,πρόσθεσε γρήγορα. Μια σπίθα ενδιαφέροντος πέρασε από τα μάτια του.«Ξέρεις γιατί πρόκειται;»,απευθύνθηκε σε εμένα. «Εεε όχι ιδιαίτερα»,προτίμησα να πω την αλήθεια. «Καλά έκανες»,γύρισε το κεφάλι του στην Τζαιν.«Θα τον μπέρδευες ακόμη περισσότερο».Σηκώθηκε και γύρισε την πλάτη τους σε εμάς.«Μμμ πού το έχω βάλει;»,μουρμούριζε ψάχνοντας για κάτι.Ακριβώς μπροστά μου βρισκόταν μια τεράστια βιβλιοθήκη.Δεν ήταν μικρό το δωμάτιο αλλά τα βιβλία σού δημιουργούσαν την αίσθηση της έλλειψης χώρου.Πώς δεν τα είχα παρατηρήσει;Ήταν εκατοντάδες. «Να το»,αναφώνησε βγάζοντας μια κιτρινισμένη εφημερίδα.«Τώρα το μόνο που μένει είναι να καλέσουμε το αεροπλάνο»,μονολόγησε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.«Επιτέλους κάποιος»,είπε και έκλεισε την πόρτα. «Αεροπλάνο;»,ρώτησα.Πού πήγαινε ο Ράσσιο; «Ο Ράσσιο θέλει να σού δείξει από κοντά την τοποθεσία»,εξήγησε.Με ανάλαφρες κινήσεις πήγε και έκατσε στην πολυθρόνα.«Αν και ποτέ δε μ’άρεσε να κάθομαι,αυτή η πολυθρόνα μπορεί να με αλλαξοπιστήσει». Πλησίασα την βιβλιοθήκη και εξέτασα τα βιβλία.Δεκάδες τίτλοι περνούσαν μπροστά από τα μάτια μου.Όλα φαινόντουσαν ότι είχαν χρησιμοποιηθεί πρόσφατα καθώς όμως πλησίαζα το τέλος της,πρόσεξα στο τελευταίο ράφι ένα βιβλίο με ένα στρώμα σκόνης πάνω του,το μόνο.Τέντωσα το δεξί μου χέρι και το κατέβασα.Κατευθείαν κατάλαβα ποιο βιβλίο ήταν,αυτό το ματωμένο λουλούδι μού είχε κρατήσει συντροφιά πολλές μοναχικές νύχτες.New Moon έγραφε πάνω δεξιά.Το άνοιξα και έπεσα πάνω σε ένα μικρό ξεθωριασμένο καφέ βιβλιαράκι.Άνοιξα την πρώτη σελίδα.Το ημερολόγιο της Μπρουκ,είχε κάποιος γράψει με καλλιγραφικά γράμματα. «Βρήκες τίποτα;»,ρώτησε η Τζαιν με κλειστά τα μάτια. «Μπα»,απάντησα και έβαλα το τετράδιο στο εσωτερικό του πουκάμισού μου.Ήθελα να διαβάσω πρώτα τι έλεγε πριν το αποκαλύψω.Δεν είχε μπει τυχαία σε αυτή τη θέση.Έβαλα στην θέση της τη Νέα Σελήνη και κάθισα στο μπράτσο της πολυθρόνας. «Εδώ στην Ιταλία θέλει να μας πάει;». «Όχι στην Ρωσία.Εκεί από όπου…όλα ξεκίνησαν»,απάντησε νιώθοντας άβολα. «Τι ξεκίνη…»,πήγα να πω αλλά ο Ράσσιο όρμησε μέσα,διακόπτοντας την ερώτηση μου. «Όλα έτοιμα.Το αεροπλάνο μας περιμένει πάνω»,ανακοίνωσε και ξαναβγήκε. «Έλα πάμε»,πρότεινε η Τζαιν και βγήκαμε έξω από το δωμάτιο.Ο Ράσσιο είχε προπορευτεί μπροστά,τα βήματα του αντηχούσαν στα στενά τοιχώματα του τούνελ.Τι να ήταν αυτό το ημερολόγιο;Ποια ήταν η Μπρουκ;Ξαφνικά τα βήματα του Ράσσιο σταμάτησαν και μετά από λίγα δεύτερα τον φτάσαμε.Καθόταν μπροστά από έναν αναμμένο δαυλό. «Έτοιμος;»,ρώτησε και φυσώντας την φωτιά,την έσβησε.Διάφορα κλικ άρχισαν να ακούγονται και ο τοίχος ξαφνικά υποχώρησε,αποκαλύπτοντας ένα μυστικό πέρασμα.Πολλά σκαλοπάτια οδηγούσαν προς την επιφάνεια. «Μα πώς;».Άρχισε να γελάει.«Αυτά είναι τα μυστικά του επαγγέλματος»,επισήμανε και άρχισε να αναβαίνει τα σκαλοπάτια.Ήταν σα να συμμετείχα σε μια ταινία επιστημονικής φαντασίας.Ένιωσα ένα βάρος στο σημείο που είχα βάλει το ημερολόγιο.Πόσα ακόμα μυστικά έκρυβαν οι Ρέξαϊρς;Πόσες μυστικές διόδους θα έπρεπε να ανακαλύψω για να εισχωρήσω στα μυστικά τους;Τον ακολουθήσαμε στην κυλινδρική διαδρομή προς τα πάνω.Ανά τακτά διαστήματα εμφανιζόταν ένας ακόμη δαυλός, εμείς δε τους χρειαζόμασταν.Είχα συνειδητοποιήσει ότι στα θετικά του να είσαι βρικόλακας ήταν και η νυχτερινή όραση.Άρα από εδώ είχαν περάσει αρκετοί άνθρωποι.Ίσως από εδώ έφερνε η Κάκτις τους κατάδικους για να δώσουν την παρουσία τους στο δείπνο μας.Μόνο που δεν ήμουν σίγουρος αν ήξεραν ότι το φαγητό το αποτελούσαν οι ίδιοι. Φτάνοντας στο τέλος της σκάλας συναντήσαμε ξανά τον Ράσσιο.Αυτή τη φορά έβγαλε ένα τηλεχειριστήριο με κάτι πράσινα και κόκκινα κουμπιά.«Όλα εξηγούνται με τον ένα ή άλλον τρόπο»,είπε κλείνοντας μου το μάτι και πάτησε ένα κόκκινο κουμπί.Μια ακόμα μυστική πόρτα εμφανίσθηκε και μια ριπή δροσερού αέρα έφτασε στα ρουθούνια μου,παρασέρνοντας και άλλες μυρωδιές.Πευκοβελόνες και βρεγμένο γρασίδι.Γύρη και χώμα.Σκουπίδια και καυσαέρια. «Πού μας περιμένει ο Τζακ;»,ρώτησε η Τζαιν. «Στο ίδιο σημείο όπως πάντα»,απάντησε και προχώρησε προς το εσωτερικό το δάσους.Το βήμα μας σιγά σιγά άρχισε να αυξάνεται ώσπου αρχίσαμε να τρέχουμε.Τώρα που δεν είχα τον Μπόρνα να με ακολουθεί,ήμουν πιο απελευθερωμένος.Ενιωθα σα να αιωρούμαι, δεν ακουγόμασταν καθόλου.Είχα γίνει ένα με το δάσος.Αισθανόμουν ότι είχα περιπλανηθεί σε αυτό το δάσος αμέτρητες φορές.Δε συγκρούστηκα ούτε μια φορά με ένα δένδρο,ούτε καν σκόνταψα.Το φυσικό μου ρολόι όμως άρχισε να ανιχνεύει μια αλλαγή,κάτι παράξενο είχε συμβεί στο δάσος.Μετά από λίγα δευτερόλεπτα άρχισε να φαίνεται ο λόγος για την διατάραξη του ρολογιού μου.Μια μεγάλη έκταση του δάσους είχε αποψιλωθεί και ένας μακρύς αεροδιάδρομος είχε πάρει την θέση του.Στην άκρη του βρισκόταν ένα τεράστιο αεροπλάνο με κόκκινες γραμμές στα πλάγια και μπλε στα φτερά του. Ένα πουλί που εμφανίσθηκε ξαφνικά από τον ορίζοντα άρχισε να πετάει προς το μέρος μας.Είχε μπλε χρώμα με κόκκινους κύκλους γύρω από τα μάτια του. Πετώντας από πάνω μου άφησε μια κουτσουλιά να πέσει με στόχο το μαύρο μου πουκάμισο. Σα να το έβλεπα σε αργή κίνηση, έκανα ένα βήμα δεξιά και σκύβοντας πήρα μια πέτρα. Μόλις το πουλί πέρασε ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου, πέταξα τη πέτρα πετυχαίνοντας το πουλί το οποίο άρχισε να πέφτει με ορμή κάτω. Με το που ακούμπησε το έδαφος προσπάθησε να σηκωθεί όρθιο. Πατώντας το, πλησίασα τους δυο άλλους Ρέξαϊρς που είχαν προπορευτεί. «Τι έχει γίνει εδώ;», ρώτησα όταν τους έφτασα. Λίγα εναπομείναντα χορτάρια τράβηξαν την προσοχή μου και σκούπισα τα αίματα που είχε βγάλει το πουλί. «Αποψιλώσαμε το δέντρο για να μπορεί το τζετ μας να απογειώνετε και να προσγειώνετε», απάντησε η Τζαιν. «Και δε το έχουν ανακαλύψει οι άνθρωποι;». «Πίστεψε με τόσο βαθιά που βρισκόμαστε, ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος θα είχε πεθάνει από το φόβο του»,απάντησε ο Ράσσιο. Μπαίνοντας στο τζετ ο Ράσσιο έδωσε σήμα στον πιλότο ο οποίος ξεκίνησε τη μηχανή. Πέντε καφέ αναπαυτικές πολυθρόνες μας περίμεναν και εγώ έκατσα δίπλα στο στρόγγυλο παράθυρο. «Πού πάμε ακριβώς;»,ρώτησα όταν έκατσε και η Τζαιν δίπλα μου. «Στη Γιούζνο-Σάχαλινσκ»,απάντησε πιάνοντας το κεφάλι της. «Και για ποιο λόγο ακριβώς;» «Για αυτόν»,είπε ο Ράσσιο πετώντας την εφημερίδα που είχε πάρει από τη βιβλιοθήκη. Мocκobcκиe Hoboctи έγραφε πάνω ενώ όλο τον υπόλοιπο χώρο τον καταλάμβανε μια αεροφωτογραφία που έδειχνε μια τεράστια τρύπα στο έδαφος. Από κάτω έγραφε με τεράστια μαύρα γράμματα Βнеземной Β России. «Τι σημαίνουν αυτά;»,ρώτησα με περιέργια. «Συγκεντρώσου και θα καταλάβεις»,είπε η Τζαιν. Περίμενα για λίγα δευτερόλεπτα μήπως και μου απαντήσει αλλά η ίδια δεν κουνήθηκε καθόλου. Γυρίζοντας τα μάτια μου προς την εφημερίδα περίμενα να μου έρθει η επιφοίτηση. Εκεί που ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω, τα γράμματα άρχισαν να χορεύουν και ξαφνικά κατάλαβα ακριβώς τι έλεγε. «Εξωγήινοι στην Ρωσία»,μετέφρασα. «Σίγουρα», κάγχασε ο Ράσσιο. «Γύρνα στη σελίδα έξι». Ανοίγοντας τα τεράστια φύλλα της εφημερίδας πήγα στην σελίδα που μου επισήμανε ο Ράσσιο. Η ίδια εικόνα είχε καταλάβει τον μεγαλύτερο χώρο μόνο που τώρα είχε περισσότερα λόγια. Αυτή τη φορά δε χρειάστηκε να συγκεντρωθώ για να καταλάβω τι έλεγε,ήταν σα να είχα μάθει ξαφνικά ρώσικα. Ο δημοσιογράφος της εφημερίδας μας έμεινε έκθαμβος όταν από τύχη βρέθηκε μπροστά στη τεράστια τρύπα της εικόνας. Καθώς οδηγούσε μπερδεύτηκε σε μια στροφή και βρέθηκε αντιμέτωπος με αυτό το θέαμα. Όπως μπορείτε να δείτε, η τρύπα έχει το σχήμα ενός μετεωρίτη ενώ πάνω στην περίμετρο του κύκλου υπάρχει μια πυκνή γραμμή κεχριμπαριού. Δίπλα υπήρχαν κάτι ξύλα που φαίνεται ότι ήταν καμένα. Μετά από επικοινωνία με τον αντιπρόσωπο της κυβέρνησης, πληροφορηθήκαμε ότι η εν λόγω τρύπα δεν είχε πέσει στην αντίληψη κανενός και ότι θα ξεκινούσαν έρευνες για το πώς δημιουργήθηκε. Τι μπορεί να είναι λοιπόν; Μετεωρίτης από το απέραντο διάστημα;΄Η μήπως εξωγήινοι που αποφάσισαν να επισκεφθούν τη χώρα μας;Μέχρι να γίνουν οι έρευνες, κανείς μας δε μπορεί να ξέρει,έγραφε. «Τι είναι αυτό το μέρος;»,ρώτησα όταν τέλειωσα την ανάγνωση. «Σε αυτό το μέρος δούλευα»,απάντησε μελαγχολικά ο Ράσσιο.
Ντιμίτρι
«Πόρτα»,φώναξα καθώς έβγαινε η μαμά μου. Ακόμα είχε διατηρήσει την συνήθεια να αφήνει τη πόρτα ανοιχτή παρά τις συνεχείς μου επισημάνσεις. Με το που έκλεινε την πόρτα ήταν σαν να έκλεινε την κάθε δίοδο ανεπιθύμητης σκέψης στο μυαλό μου. Δε μπορούσα να το πιστέψω ότι θα αποκτούσα μικρό αδερφό. Μόνο πέντε μήνες είχαν περάσει και η κοιλιά της μητέρας μου είχε φουσκώσει όσο δε γίνεται. Την ένιωθα εύθραυστη και αδύναμη πράγμα που δε μου άρεσε. Τουλάχιστον είχε τον Νικ να τη φροντίζει. Ο Νικ πραγματικά ήταν ο πατέρας που θα ήθελε το κάθε παιδί. Μόνο που δεν ήταν πατέρας μου, ο κανονικός τουλάχιστον. Με το μπαμπά μου να έχει πεθάνει πριν γεννηθώ εγώ σε τροχαίο ατύχημα, η μαμά μου ήταν μόνη στην ανατροφή μου. Παρ’όλα αυτά ο Θεός φρόντισε να της στείλει τον Νικ ,έναν παλιό της παιδικό φίλο. Από τότε που παντρεύτηκαν ,ο Νικ ήταν ό,τι πιο κοντά είχα σε πατέρα. Το μάτι μου έπεσε στο ημερολόγιο που ήταν κρεμασμένο στον τοίχο μου και έναν αναστεναγμός ξέφυγε από τα χείλη μου. Αν και είχε προσπαθήσει πολύ, η μαμά δε κατάφερε να βρει κάποιο άλλο σχολείο που θα μπορούσα να φοιτήσω και ως αποτέλεσμα είμαι αναγκασμένος να παρακολουθήσω το ίδιο σχολείο ή κόλαση όπως μού άρεσε να λέω. Κοίταξα έξω από το παράθυρο και είδα το φωτισμένο Κολοσσαίο να αχνοφαίνεται πίσω από ένα λεωφορείο. Ξαπλώνοντας στο κρεβάτι προσπάθησα να μη σκέφτομαι το μαρτύριο που θα έπρεπε να υπομείνω για ακόμη έναν χρόνο.
Έντουαρντ
Το αεροπλάνο προσγειώθηκε ομαλά στο πράσινο έδαφος. Καθώς κατέβαινα το μάτι μου έπεσε στη τεράστια τρύπα που ήταν ίδια με της εικόνας. Η γραμμή του κεχριμπαριού γυάλιζε κάτω από το φεγγάρι με το έντονο πορτοκαλί του. Ο Ράσσιο πηδώντας από το αεροπλάνο έπεσε δίπλα μου με την Τζαιν να ακολουθεί. «Ο εγκληματίας γυρίζει πάντα στον τόπο του εγκλήματος»,μονολόγησε. Κάνοντας ένα βήμα μπροστά πήδηξε μέσα στην τρύπα με φόρα. Για μια στιγμή ανησύχησα αλλά μετά άκουσα τη φωνή του να κάνει αντίλαλο στα τοιχώματα της τρύπας. «Το καθαρτήριο»,φώναξε.«Έτσι το είχαμε ονομάσει.Μπορεί η κυβέρνηση να προσποιήθηκε ότι δεν ήξερε την ύπαρξη της αλλά όλα ήταν μέρος του σχεδίου τους». Πηδώντας από τη μια μεριά στην άλλη, ανέβηκε ξανά στην επιφάνεια.«Σε αυτό το χώρο έλαβε μέρος μια από τις μεγαλύτερες έρευνες του αιώνα. Μυστική βέβαια αλλά αυτό δε την εμπόδισε να έχει εκατοντάδες προσωπικό και χιλιάδες εθελοντές. Υπογράφαμε ένα συμφωνητικό και έτσι κανείς μας δε μπορούσε να αποκαλύψει τίποτα.» «Και οι εθελοντές;»,ρώτησα. Κάγχασε.«Αυτοί ήθελαν δεν ήθελαν δε μπορούσαν να μιλήσουν».Σκύβοντας έπιασε ένα λουλούδι το έκοψε και το έβαλε στην παλάμη του.«Πέθαιναν»,συμπλήρωσε φυσώντας το λουλούδι που απομακρύνθηκε. «Μα τι ακριβώς ήταν αυτή η έρευνα;». Είχα μπερδευτεί, δεν έβγαζα νόημα. «Όταν με επισκέφθηκαν στο σπίτι μου αυτό που μού είπαν ότι είχαν ανακαλύψει ένα φάρμακο για να γιατρεύουν κάθε ανίατη αρρώστια. Εγώ ,επειδή ο πατέρας μου είχε πεθάνει από καρκίνο, δέχτηκα κατευθείαν. Αφού υπέγραψα το συμφωνητικό οδηγήθηκα σε αυτό εδώ το μέρος. Μόνο που τότε ένα τεράστιο ορθογώνιο κτίριο υπήρχε στα δεξιά της τρύπας, τα εργαστήρια. Τότε δεν είχα καταλάβει τη λειτουργία της τρύπας αλλά δεν άργησα πολύ για να το μάθω. Κάθε μέρα έφερναν σε εμάς από εκατό ανθρώπους για να δοκιμάσουμε το νέο φάρμακο. Οι περισσότεροι πέθαιναν λίγο μετά από την χορήγηση και ένας υπεύθυνος ερχόταν και τους έπαιρνε και τους πετούσε στη τρύπα. Κάθε βράδυ έβαζαν φωτιά και έκαιγαν τα σώματα, για αυτό υπάρχει και το κεχριμπάρι. Είναι κακός αγωγός της θερμότητας και έτσι δεν ξαπλωνόταν η φωτιά ενώ καθώς καιγόταν ανέδυε άρωμα ρετσινιού. Έτσι δε μας ερχόταν η μυρωδιά του καμένου σώματος. Παρ’όλα αυτά καθώς περνούσαν οι μέρες άρχισα να νιώθω ότι αυτό που κάναμε δεν ήταν και τόσο νόμιμο. Οι περισσότεροι από τους εθελοντές δεν είχαν καν ασθενήσει από τίποτα. Πολλές φήμες ακούγονταν για το στόχο του πειράματος. Να σκοτώσουν αιχμαλώτους έλεγαν κάποιοι, να ανακαλύψουν το πιο αποτελεσματικό δηλητήριο. Μια άλλη φήμη με έβρισκε σύμφωνο όμως»,είπε με τα μάτια του να γυαλίζουν.«Αυτό που ήθελαν να δημιουργήσουν ήταν έναν ανίκητο πολεμιστή, κάποιον που δε θα επηρεαζόταν από τίποτα.Τη μέρα που είχα κανονίσει να ψάξω κρυφά τα αρχεία τους, έγινε κάτι το οποίο δε περίμενε κανείς. Ένας είχε επιζήσει. Κατευθείαν άρχισαν οι πανηγυρισμοί.Ίσως δε θα χρειαζόταν να σκοτώσουμε ξανά κανέναν. Οι υπεύθυνοι όμως είχαν άλλη γνώμη. Μετά από πολλές εξετάσεις ανακάλυψαν ότι ο εθελοντής έπασχε από πορφυρία και κατευθείαν άρχισαν να καταφθάνουν και άλλοι. Οι περισσότεροι επιζούσαν και κλειδώνονταν σε φυλακές που υπήρχαν δίπλα στα εργαστήρια. Όλα εξελισσόταν καλά ώσπου ένα βράδυ ακούστηκε ο συναγερμός στους κοιτώνες μας. Οι φυλακισμένοι είχαν δραπετεύσει. Επικράτησε ένας πανικός και όλοι άρχισαν να τρέχουν προς την έξοδο. Εκεί τους περίμεναν όμως οι φυλακισμένοι που άρχισαν να πίνουν το αίμα όλων. Εγώ βγήκα από τη πλαϊνή έξοδο και έτρεξα προς τα εργαστήρια για να πάρω τα αρχεία που είχαν φυλαγμένα. Ήθελα να αποδείξω τις τερατώδεις πράξεις που έκανε η κυβέρνηση και για αυτό δε σκέφτηκα τους κινδύνους. Αφού έσπασα τη κλειδαριά που είχαν βάλει έξω από το συρτάρι, άρχισα να τρέχω προς την έξοδο ώστε να ξεφύγω. Λίγο πριν βγω ένας από αυτούς εμφανίσθηκε μπροστά μου κόβοντας μου την αναπνοή. Είχε κόκκινα μάτια και υπερβολικά χλωμό πρόσωπο. Μέσα στο σκοτάδι τα μάτια του έλαμπαν όπως το αίμα. Με πλησίασε με αργές κινήσεις και έβαλε το χέρι του πάνω στο λαιμό μου. Πλησιάζοντας τα δόντια του έκανε δύο μικρές τρυπούλες από τις οποίες άρχισε να βγαίνει αίμα. Εγώ έπεσα στο πάτωμα ουρλιάζοντας ενώ άκουγα τα γέλια του.Όταν ξαναπλησίασε ένιωσα ότι είχε έρθει το τέλος μου. Ξαφνικά όμως εμφανίσθηκε ο Λούσιφερ και επιτέθηκε στον βρικόλακα. Αυτός ουρλιάζοντας τον έσπρωξε μακριά και ετοιμάστηκε να μου ορμήξει, κάτι όμως τον έκανε να αλλάξει γνώμη και να τρέξει μακριά μου. Ήμουν έτοιμος να λιποθυμήσω όταν άκουσα τον Λούσιφερ να πλησιάζει και να γλύφει τη πληγή που μου είχε κάνει ο βρικόλακας. Σηκώθηκα με δυσκολία και στηριζόμενος στον Λούσιφερ κατευθύνθηκα προς την έξοδο. Κάποιος είχε βάλει φωτιά στα νεκρά πτώματα των συνεργατών μου. Καπνοί έβγαιναν από παντού δημιουργώντας μια αποπνικτική ατμόσφαιρα. Σύρθηκα μέχρι να απομακρυνθώ από τις φωτιές και λιποθύμησα. Όταν ξύπνησα είχα γίνει βρικόλακας»,ολοκλήρωσε την αφήγηση. Ένιωσα το λαιμό μου να στεγνώνει. Αυτό που μού είχε μόλις περιγράψει ήταν εφιαλτικό. Έβλεπα τις σκηνές να εξελίσσονται μπροστά μου. Κανείς δε θα μπορούσε να φανταστεί ότι αυτή η τρύπα έκρυβε τόσα μυστικά. «Οι άνθρωποι γιατί γινόντουσαν εθελοντές;»,κατάφερα να πω στο τέλος. «Για τον ίδιο λόγο που γίνονται τα περισσότερα στον κόσμο. Τα λεφτά.»
Ντιμίτρι
Μόλις είχα αναγκαστεί να φάω κρέας. Για πολλοστή φορά αυτή τη νύχτα μού ήρθε να κάνω εμετό. Και οι τρεις μας ήμασταν χορτοφάγοι αλλά ο γιατρός είχε πει στη μαμά μου ότι θα έπρεπε να αρχίσει να τρώει και κρέας. Έτσι εγώ και ο Νικ για υποστήριξη αναγκαζόμαστε να τρώμε κρέας. Κοίταξα το ρολόι του κινητού μου. Τέσσερις και δεκαπέντε έγραφε. Σε τέσσερις ώρες θα έπρεπε να αρχίζω να ετοιμάζομαι για το σχολείο. Έβαλα τα ακουστικά και δυνάμωσα την μουσική των Florence and the Machine. Αμφέβαλα αν θα μπορούσα να κοιμηθώ καθόλου.
Έντουαρντ
Είχα απομείνει μόνος μου. Στη διάρκεια της επιστροφής κανείς μας δεν μίλησε.Όταν φτάσαμε η Τζαιν και ο Ράσσιο πήγαν στον Άλεκ και στον Σιντιόν αντίστοιχα.Άνοιξα το ημερολόγιο σε μια τυχαία σελίδα. Αν και ήταν γραμμένο στα ιταλικά μπορούσα να καταλάβω όλα Τριακοστή μέρα που περνάω εδώ και ακόμα δεν έχουν αποφασίσει για το αν θα με κρατήσουν. Ο Αντιόν είναι πάντως με το μέρος μου. Είναι η τρίτη φορά που μου ζήτησε να βγούμε έξω αλλά εγώ αρνήθηκα. Αυτό το σώμα του όμως με έχει στοιχειώσει. Θα του υποσχεθώ ότι αν με μεταμορφώσει θα τον αφήσω να με κάνει ότι θέλει, Γύρισα τις σελίδες και σταμάτησα σε μια άλλη καταχώρηση. Σήμερα ήρθε η Μπέλα να σώσει τον Έντουαρντ. Δε μπορώ να καταλάβω τι της βρήκε. Η μικρή δεν άντεξε καν τις κραυγές των θυμάτων. Εγώ δεν είχα πάθει τίποτα, έπρεπε να είμαι σκληρή αν ήθελα να επιζήσω. Ίσως αυτή να ήταν άλλωστε και η δύναμη μου. Η αναισθησία Πήγα προς το τέλος του ημερολογίου. Το νιώθω ότι πλησιάζει το τέλος μου. Ο Αντιόν δε μου μιλάει καθόλου πια. Όπου να ‘ναι θα αποφασίσουν αν θα με κρατήσουν ή όχι. Ελπίζω ότι αν καταφέρω να βρω αυτά που θέλουν, να υπερισχύσει το πρώτο. Έφτασα στη τελευταία σελίδα. Τα γράμματα ήταν κακογραμμένα, φαινόταν ότι είχαν γραφεί με βιασύνη. Έρχονται να με πάρουν και να με σκοτώσουν. Δεν υπάρχει διέξοδος πια. Θα βάλω αυτό το ημερολόγιο στο δωμάτιο του βλάκα. Αν το έχεις ανακαλύψει και είσαι άνθρωπος τρέξε να κρυφτείς,δε πρόκειται να σε μεταμορφώσουν αν είσαι ένας από τους Ρέξαϊρς εύχομαι το σώμα σου να καίγεται μόνιμα στην κόλαση. Υ.Γ,έγραφε στο κάτω μέρος, αν θες ν1 υπάρξει έστω και μια μικρή πιθανότητα να σωθείς: 15/19/1/13 7 12/1/22/7 8/1 4/15/8/5/9 10/1/9 15 22/1/12/5/13/15/18 8/1 22/1/8/5/9, 8 1/18/7/12/1/13/19/16/18 8/1 10/15/9/12/7/8/3/9 10/1/9 15 9/18/22/20/17/15/18 8/1 16/17/16/4/15/8/5/9. 15/19/1/13 15/9 19/17/5/9/18 8/1 16/5/18/15/20/13 10/1/9 15 16/17/15/9/10/9/18/12/5/13/15/18 8/1 18/7/10/24/9/5/9, 7 16/5/19/17/1 8/1 17/1/3/9/18/5/9 10/1/9 16 5/13/1/18 9/1 1/21/20/16/13/9/18/19/5/9. 19/15/19/5 1/13 15 24/17/1/9/15/18 21/20/11/1/10/1/18 8/20/18/9/1/18/19/5/9 19/15 5/17/5/2/15/18 9/1 5/14/1/21/1/13/9/18/19/5/9. «Έντουαρντ»,φώναξε η Τζαιν. Με γρήγορες κινήσεις έβαλα το ημερολόγιο μέσα στο σακάκι μου καθώς η σκιά της Τζαιν πλησίασε. Έτσι όπως καθόταν δίπλα σε έναν δαυλό ήταν σα να είχε αρπάξει φωτιά. «Ήρθε η ώρα»,ολοκλήρωσε.
Έχει επεξεργασθεί από τον/την dan στις Σαβ 26 Νοε 2011 - 0:25, 1 φορά
Teodan Midnight Sun Vampire
Τόπος : Θεσσαλονίκη Αριθμός μηνυμάτων : 4153 Registration date : 25/05/2011