Bella And Edward
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.



 
ΦόρουμΠόρταλΕικονοθήκηΑναζήτησηLatest imagesΣύνδεσηΕγγραφή
Η συνέχεια της διάσημης σειράς βιβλίων έρχεται στα βιβλιοπωλεία στις 4 Αυγούστου με τίτλο «Midnight Sun» και αφηγείται την ιστορία του «Λυκόφωτος» από την πλευρά του Edward Cullen.
Πρόσφατα Θέματα
» Ashley's Greene blog
Χρονολογώντας το συναίσθημα I_icon_minitimeΠαρ 17 Μαρ 2023 - 15:11 από Marzaki Cullen

» Τι ακουτε αυτη την στιγμη;
Χρονολογώντας το συναίσθημα I_icon_minitimeΠαρ 4 Ιουν 2021 - 15:08 από April

» Bella And Edward - 11 χρόνια μετά
Χρονολογώντας το συναίσθημα I_icon_minitimeΤετ 6 Ιαν 2021 - 20:34 από Marzaki Cullen

» Συζήτηση για το Midnight Sun
Χρονολογώντας το συναίσθημα I_icon_minitimeΚυρ 13 Δεκ 2020 - 17:38 από Katrin

» Robert Pattinson
Χρονολογώντας το συναίσθημα I_icon_minitimeΔευ 7 Σεπ 2020 - 21:40 από $ofi@ + Edward

» Infernal Devices - Κουρδιστός 'Αγγελος
Χρονολογώντας το συναίσθημα I_icon_minitimeΠαρ 8 Μάης 2020 - 1:03 από evi

» Wallpapers by twins
Χρονολογώντας το συναίσθημα I_icon_minitimeΔευ 4 Μάης 2020 - 13:25 από Zafrina

» Twilight the movie
Χρονολογώντας το συναίσθημα I_icon_minitimeΚυρ 3 Μάης 2020 - 12:07 από hiddenfantasy

» Vampire Diaries - TV Series
Χρονολογώντας το συναίσθημα I_icon_minitimeΔευ 13 Απρ 2020 - 12:11 από Zafrina

» New Moon the movie
Χρονολογώντας το συναίσθημα I_icon_minitimeΠαρ 10 Απρ 2020 - 12:49 από Zafrina

Quote of the Week
"Bella is with Edward. She's a part of this family, and we protect our family."

Carlisle Cullen, Twilight
Character of the Week
Rosalie Lillian Hale

(born 1915 in Rochester, New York) is a member of the Olympic coven.

She is the wife of Emmett Cullen and the adoptive daughter of Carlisle and Esme Cullen, as well as the adoptive sister of Jasper Hale (in Forks, she and Jasper pretend to be twins), Alice, and Edward Cullen.

Rosalie is the adoptive sister-in-law of Bella Swan and adoptive aunt of Renesmee Cullen, as well as the ex-fiancée of Royce King II.
Νοέμβριος 2024
ΔευΤριΤετΠεμΠαρΣαβΚυρ
    123
45678910
11121314151617
18192021222324
252627282930 
ΗμερολόγιοΗμερολόγιο
Bella & Edward Playlist
Το μαργαριτάρι της Ροδεσίας

Στο κατώφλι µιας νέας εποχής για τη Ροδεσία, η Μάντριγκαλ, έχοντας χάσει τον άντρα της λίγες µονάχα ώρες µετά τον γάµο τους, θρήνησε βαθιά την απώλειά του και αποφάσισε να ζήσει µε τη θύµησή του. Όµως δεν φαντάστηκε ποτέ πως θα της ζητούσαν να πάρει τη θέση της συζύγου του βασιλιά.

Ο βασιλιάς Έντουαρντ, αφού γνώρισε την απόλυτη ευτυχία δίπλα στη γυναίκα που λάτρεψε όσο καµία, την Άµπερλιν, δέχτηκε το σκληρότερο χτύπηµα της µοίρας όταν εκείνη πέθανε πριν προλάβει να φέρει στον κόσµο το παιδί τους. Ωστόσο, προκειµένου ν' ανταποκριθεί στα βασιλικά του καθήκοντα και να χαρίσει έναν διάδοχο στη Ροδεσία, είναι υποχρεωµένος να παντρευτεί ξανά και απ' όλες τις υποψήφιες επιλέγει τη Μάντριγκαλ.

Μήπως όµως το όνοµα της νέας του συζύγου κουβαλά µια σκοτεινή µοίρα; Άραγε υπάρχει ελπίδα να αλλάξει το πεπρωµένο; Θα καταφέρει η Μάντριγκαλ να ξυπνήσει την αγάπη στην καρδιά του άντρα και βασιλιά της; Κι εκείνος θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τα αισθήµατά του πριν χάσει τα πάντα για άλλη µια φορά;

Συγγραφέας ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΜΑΡΙΑ
Εκδότης ΩΚΕΑΝΙΔΑ


 

 Χρονολογώντας το συναίσθημα

Πήγαινε κάτω 
5 απαντήσεις
ΣυγγραφέαςΜήνυμα
MIKAELLA
Midnight Sun Vampire
Midnight Sun Vampire
MIKAELLA


Θηλυκό Καρκίνος
Ηλικία : 31
Τόπος : chichester
Αριθμός μηνυμάτων : 981
Registration date : 24/02/2009

Forks Student Profile
Team:
Special ability Special ability:

Χρονολογώντας το συναίσθημα Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Χρονολογώντας το συναίσθημα   Χρονολογώντας το συναίσθημα I_icon_minitimeΤρι 7 Ιουν 2011 - 22:41


αγορια και κοριτσια αυτη η ιστορια ειναι μια που εγραφα που και που την φετινη χρονιαstudy ..ειναι λιγεσ απο τισ μκρεσ μου αποπρεσ να γραψω.δεν εχει καμια σχεση με το twilight saga.θα σασ βαλω την περιληψη και αν σασ αρεσει και μου λετε αν θελετε να το ποσταρω εδω θα βαλω το πρωτο μεροσ... δεχτα κ τα λαχανικα αμα λαχει lol! lol! Razz



Αν σου δινόταν ποτέ η ευκαιρία να μπορείς να ταξιδέψεις μέσα στον χρόνο τι θα αποφάσιζες. όταν ο κόσμος που ζεις δεν είναι έτσι όπως σου τον έχουν παρουσιάσει πια θα είναι η αντίδραση σου;
Όταν με το πέρασμα του χρόνου βρίσκεις την αληθινή σου αγάπη θα μπορούσες να αφήσεις το παρελθόν σου για εκείνον;
Δύσκολες είναι οι αποφάσεις στην ζωή
Όταν όμως πρέπει να παλέψεις για τα πιστεύω σου όταν κινδυνεύουν τα όνειρα σου;
Θα μπορούσες να διαλέξεις την ελευθερία σου ή θα τα ρίσκαρες όλα για τους ανθρώπους που αγαπάς
Όλα γίνονται για έναν σκοπό
Ο δικός σου ποιος είναι;
Με λένε Μπρουκ και αυτή είναι η πιο περίπλοκη ιστορία της ζωής μου.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
panagiota
Midnight Sun Vampire
Midnight Sun Vampire
panagiota


Θηλυκό Αριθμός μηνυμάτων : 15885
Registration date : 19/05/2010

Forks Student Profile
Team: Edward - Bella Edward - Bella
Special ability Special ability:

Χρονολογώντας το συναίσθημα Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Χρονολογώντας το συναίσθημα   Χρονολογώντας το συναίσθημα I_icon_minitimeΤρι 7 Ιουν 2011 - 22:44

Το περιμένω!
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
nana mplak
Eclipse Bitten
Eclipse Bitten
nana mplak


Θηλυκό Ζυγός
Ηλικία : 27
Τόπος : Hrakleio, Kritis
Αριθμός μηνυμάτων : 336
Registration date : 04/05/2011

Forks Student Profile
Team: Wolves
Special ability Special ability: Mind Reading

Χρονολογώντας το συναίσθημα Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Χρονολογώντας το συναίσθημα   Χρονολογώντας το συναίσθημα I_icon_minitimeΤετ 8 Ιουν 2011 - 13:52

μου φαίνεται πολύ ωραίο. Νομίζω ότι πρέπει να το ανεβάσεις...
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
xrysanthi
The Volturi
xrysanthi


Θηλυκό Ιχθύς
Ηλικία : 46
Τόπος : Αθήνα
Αριθμός μηνυμάτων : 8719
Registration date : 08/11/2010

Forks Student Profile
Team: Edward - Bella Edward - Bella
Special ability Special ability: Creating Illusions

Χρονολογώντας το συναίσθημα Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Χρονολογώντας το συναίσθημα   Χρονολογώντας το συναίσθημα I_icon_minitimeΤετ 8 Ιουν 2011 - 14:07

ανυπομονώ να το διαβάσω... φαίνεται πάρα πολύ ενδιαφέρον Χρονολογώντας το συναίσθημα 201917 Χρονολογώντας το συναίσθημα 201917 Χρονολογώντας το συναίσθημα 201917
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
http://xrysanthi-fanfictions.blogspot.com/p/blog-page_10.html
nora
Eclipse Bitten
Eclipse Bitten
nora


Θηλυκό Υδροχόος
Ηλικία : 41
Τόπος : Αθήνα
Αριθμός μηνυμάτων : 325
Registration date : 08/03/2010

Forks Student Profile
Team: Edward - Bella Edward - Bella
Special ability Special ability: See Through Lies

Χρονολογώντας το συναίσθημα Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Χρονολογώντας το συναίσθημα   Χρονολογώντας το συναίσθημα I_icon_minitimeΤετ 8 Ιουν 2011 - 14:37

τα λαχανικα κοστιζουν δεν ειναι καιρος για εξοδα,περναμε και μια οικονομικη κριση lol!
πλακα κανω περιμενω με αγωνια την ιστορια γιατι απο την περιληψη φαινεται πολυ ενδιαφερουσα
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
MIKAELLA
Midnight Sun Vampire
Midnight Sun Vampire
MIKAELLA


Θηλυκό Καρκίνος
Ηλικία : 31
Τόπος : chichester
Αριθμός μηνυμάτων : 981
Registration date : 24/02/2009

Forks Student Profile
Team:
Special ability Special ability:

Χρονολογώντας το συναίσθημα Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Χρονολογώντας το συναίσθημα   Χρονολογώντας το συναίσθημα I_icon_minitimeΠεμ 9 Ιουν 2011 - 20:08


ΕΝΑ

Η ώρα δεν περνούσε με τίποτα, κοίταζα ξανά και ξανά το ρολόι μου και ο δείκτης έμοιαζε κολλημένος στις 10:10πμ.
«Μπρουκ! Ξύπνα που ταξιδεύεις;» ένιωσα ένα απαλό ταρακούνημα στον ώμο μου και κοίταξα προς την κατεύθυνση που ακουγόταν η φωνή «ποιος..τι ;» ένιωθα σαν χαμένη .Τότε είδα δίπλα μου την Έλενα να μου χαμογελά. Ήταν ωραία κοπέλα γύρο στο 1.70 μελαχρινή και φυσικά η κολλητή μου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Ζούσα σχεδόν συνέχεια μαζί τους από τότε που η μητέρα μου έφυγε ξαφνικά και ο πατέρας μου έλειπε συνέχεια σε επαγγελματικά ταξίδια, αλλά δεν με πείραζε τόσο πολύ πια, αυτή ήταν η ζωή μου και έπρεπε να την αποδεχτώ.
Χαμογέλασα παραπονιάρικα «συγγνώμη αφαιρέθηκα» αναστέναξα βαθιά «δεν περνά η ώρα» χασμουρήθηκα και σήκωσα το χέρι που φορούσα το ρολόι. Γέλασε ακόμα πιο δυνατά «ξέρεις Μπρουκ είναι σχεδόν απίθανο το πώς καταφέρνεις και αφαιρείσαι τόσο ολοκληρωτικά όταν έχουμε μάθημα με την Λίζα» την είδα να μου κλείνει όλο νόημα το μάτι και γύρισε προς τον πίνακα. Βολεύτηκα ξανά στην θέση μου και άρχισα να ζωγραφίζω ότι μου ερχόταν στον μυαλό μου. Ακόμα η ώρα δεν περνούσε.
Το καλό για μένα ήταν ότι σύντομα ήταν τα γενέθλια μου τα πολυπόθητα δέκατα έβδομα γενέθλια μου. Που για έναν ανεξήγητο λόγο αυτή την μέρα την περίμενα όλη μου την ζωή.
Τελικά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είχα καταφέρει να βγάλω άλλη μια βαρετή μέρα στο σχολείο. Με το που χτύπησε το κουδούνι άρχισα να βηματίζω γρήγορα προς την έξοδο μου επιτέλους σαββατοκύριακο. Όλοι φαίνονταν τόσο βιαστικοί που σήμαινε ότι όλοι είχαν τρελαθεί στο σχολείο και αυτή την εβδομάδα.
Στην είσοδο καθόταν ο Κρις ο αδελφός της Έλενας. Ακουμπώντας με το ένα πόδι στον τοίχο και μου έκανε νόημα καθώς περνούσα από δίπλα του «πολύ χαρούμενη σε βλέπω, τί κέρδισες κανένα λαχείο;» άρχισε να βηματίζει δίπλα μου στερεύοντας με. Τον κοίταξα με ένα λοξό βλέμμα και μια αστεία έκφραση « η.η.η πάλι θα μπορούσα να μαντέψω ότι η ελευθερία του διήμερου σε κάνει χαρούμενη» συνέχισε να με πειράζει όπως έκανε τα τελευταία δεκαέξι χρόνια. Και θα έπαιρνα όρκο ότι αν δεν τον ήξερα όλη μου την ζωή θα έκανα και εγώ όπως κάθε άλλο κορίτσι σε αυτό το σχολείο. Είχε περίπου ίδια χαρακτηριστικά με την Έλενα ήταν γύρο στο 1.75 μελαχρινός με πράσινα μάτια ένα χαμόγελο κόλαση και ένα σώμα τόσο γυμνασμένο που μετράς τους κοιλιακούς. Αλλά τι να κάνουμε αυτά έχουν οι αθλητές φυσικά ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος μου πράγμα που τον έκανε ακόμα πιο σέξι και τελειόφοιτο.
«λοιπόν θα σε δω το βράδυ;» είχαμε φτάσει στο παρκινγκ όταν σταμάτησε μπροστά μου με ένα χαλαρό ύφος. «κάθε παρασκευή βράδυ δεν με βλέπεις;» σήκωσα τους ώμους μου κάπως αδιάφορα και μετακίνησα το βάρος μου από το ένα πόδι στο άλλο. «όχι και πάντα» είχε πάρει εκείνο το παραπονιάρικα ύφος που τον έκανε κάπως γλυκό και αστείο μαζί. «μην ανησυχείς σήμερα θα μείνω σπίτι με την αδελφή σου» τον πείραξα καλοσυνάτα και ένα ίχνος χαμόγελου εμφανίστηκε. Το βλέμμα μου περιπλανήθηκε από πίσω του και έπεσα σε μια φιγούρα που κοιτούσε προς το μέρος μας. «Η Σαμανθα σε περιμένει» του είπα και του κούνησα το κεφάλι μου προς την μεριά της. «λοιπόν μικρούλα τα λέμε το βράδυ» πέρασε το ένα του χέρι μέσα από τα μαλλιά μου ανακατεύοντας τα και γύρισε προς την κοπέλα που τον περίμενε. Έμεινα να τον κοιτώ σαν χαζή καθώς περπατούσε με τόση χάρη ‘θεέ μου’.
Άρχισα να περπατώ προς τον χωματόδρομο που οδηγούσε προς το σπίτι της γιαγιάς μου. Έμενε λίγο πιο έξω από την πόλη αλλά όχι αρκετά μακριά. Πάντα περνούσα λίγες ώρες το απόγευμα στην γιαγιά μου βοηθώντας την με κάποιες δουλείες και κρατώντας της λίγη παρέα. Και όταν μου έμενε χρόνος έκανα βόλτες με τον Τζουλιαν, ένα μεγαλοπρεπές άλογο κατάμαυρο και πολύ γρήγορο, δώρο της γιαγιάς μου για τα προηγούμενα γενέθλια μου. Είχε ένα σημάδι σαν ρολόι δηλαδή έτσι το είχα περάσει την πρώτη φορά που το είδα, ένας κύκλος με δυο γραμμές η μια πιο κοντή από την άλλη.
Είχα φτάσει έξω από το μικρό ξύλινο σπίτι της γιαγιάς μου, έμοιαζε τόσο παλιό που απορούσα πως ακόμα δεν είχε καταρρεύσει. «Γιαγιά ήρθα» φώναζα όσο κατευθυνόμουν στην πόρτα της. Περίμενα για λίγο μέχρι να ανοίξει η πόρτα και να αντικρίσω μια ηλικιωμένη γυναίκα με κάτασπρα μαλλιά και με ένα χαμόγελο κολλημένο στο πρόσωπο της. «Α! Γλυκιά μου ήρθες… έλα πέρνα μέσα» τα μάτια της έλαμψαν από χαρά δυστυχώς ήμουν η μόνη παρέα που είχε τα τελευταία χρόνια. Μου έκανε νόημα να μπω μέσα. Ενώ μου χάρισε μια τρυφερή αγκαλιά όταν πια η πόρτα είχε κλείσει πίσω μας και της ανταπέδωσα « πόσο χαίρομαι όταν έρχεσαι» μου ψιθύρισε δίπλα στο αφτί μου. Ήταν πιο κοντή από εμένα και έπρεπε να σκύβω για να την αγκαλιάζω.
«Μμ… τι καλό μαγείρεψες σήμερα;» μια αφροδισιακή μυρωδιά με είχε τυλίξει και άρχισα να πηγαίνω προς στην κουζίνα «είναι κάποια αρωματικά που έβαλα στην σος που έφτιαξα». Μου άρεσε αυτό το ‘Κάτι’ κοιτούσα άναυδη την κουζίνα «γιαγιά θα ταΐσουμε καμία ποδοσφαιρική ομάδα;» ο πάγκος της κουζίνας και το τραπέζι ήταν γεμάτα φαγητά. «Όχι γλυκιά μου αλλά νιώθω τόση μοναξιά την μέρα και πρέπει κάτι να κάνω να περνά η ώρα» γύρισε προς την μεριά μου χαρίζοντας μου ένα από εκείνα τα χαμόγελα που μου έδινε όταν ήμουν μωρό και μου γέμισε ένα πιάτο με διάφορα φαγητά «έλα κάτσε. Θα πείνας σαν λύκος». Γέλασα δυνατά και άρχισα να τρώω λίγο από το κοτόπουλο μου.
«έκανες καμία λίστα;»
«χμ;» κοίταξα την γιαγιά μου όλο απορία
«για τα γενέθλια σου, τι δώρα θέλεις εννοώ»
«Ααα…» δεν είχα και τίποτα καλύτερο να απαντήσω. Η αλήθεια ήταν ότι ήθελα πολλά όπως καινούριο κινητό , i-pod, ρούχα αλλά δεν ένιωθα ότι θα με γέμιζαν εκείνη την μέρα. «Έλα χρυσή μου μην σκοτεινιάζεις… κάτι θα αποφασίσεις μέχρι τότε». Δεν φάνηκε να παρατηρεί την απότομη αλλαγή της διάθεσης μου. Όντως κάτι ήθελα αλλά δεν μπορούσα να το έχω ξανά στην ζωή μου, μια οικογένεια μια σωστή οικογένεια. Από τότε που είχε φύγει η μητέρα μου ένιωθα σαν χαμένη ο πατέρας μου έλειπε συνέχεια και εγώ ή θα ήμουν με την γιαγιά μου ή με τν Έλενα, έτσι ήταν η ζωή μου τα τελευταία 5 χρόνια. Είχε σηκωθεί όρθια η γιαγιά μου και μάζευε το δικό της πιάτο «ξέρεις κάτι γλυκιά μου Μπρουκ;» Την άκουσα να μου φωνάζει από τον νεροχύτη « ο χρόνος μπορεί να περνά γρήγορα… Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι χάνετε το παρελθόν ή το μέλλον» συνέχισε να μου μιλά. Τις τελευταίες δυο εβδομάδες όλο κάτι τρελά πράγματα μου έλεγε για τον χρόνο και την ώρα.
«Γιαγιά αλήθεια ξέρεις ότι δεν καταλαβαίνω τίποτα έτσι;» είχα σχεδόν αδειάσει όλο μου το πιάτο όταν σηκώθηκα από το τραπέζι. «το ξέρω γλυκιά μου αλλά όταν μάθεις δεν θα το κάνει πιο εύκολο» έμοιαζε σκαφτική καθώς ξεστόμιζε αυτές τις λέξεις «είναι δύσκολο πράγμα να αξιοποιείς τον χρόνο αλλά να μην μπορείς να αλλάξεις κάτι με εκείνον». Εγώ απλά καθόμουν και την κοιτούσα δεν ήξερα τι έπρεπε να πω και αν έπρεπε αλλά λυπόμουν που την έβλεπα λυπημένη. «Τότε ποιος ο λόγος να μπορείς να χρησιμοποιείς τον χρόνο όταν δεν μπορείς να αλλάξεις κάτι». Σίγουρα δεν ήταν κάτι σπουδαίο αυτό που είχα μόλις πει αλλά κάτι έπρεπε να πω κιόλας. «Δεν διαλέγουμε εμείς το πεπρωμένο μας καλή μου» είχε βάλει το χέρι της στον ώμο μου καθώς με κοιτούσε μέσα στα μάτια.
Την ακλούθησα στο καθιστικό και πετάχτηκα σε μια πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο. Ήταν όπως το είχε αφήσει η μητέρα μου μια φόρα που είχε έρθει για να το διακοσμήσει λίγο. Μια μεγάλη βιβλιοθήκη στον ένα τοίχο κάτι οικογενειακές κορνίζες ένα παλιό μεγάλο φωτιστικό δίπλα στον μεγάλο καναπέ και μια μικρή τηλεόραση ακριβός απέναντι, δεν είχε αλλάξει απολύτως τίποτα. «σου λύπη;» η ερώτηση μου την βρήκε κάπως απροετοίμαστη και με κοίταξε ξαφνιασμένη καθώς καθόταν στον μεγάλο καναπέ, «Η μητέρα μου» ολοκλήρωσα. Έκλεισε τα μάτια της για λίγη ώρα και μετά κοίταξε προς τον τοίχο με τις φωτογραφίες. «κάθε μέρα γλυκιά μου» χαμήλωσε το βλήμα της στο πάτωμα. «ναι και έμενα» ένα δάκρυ ένιωσα να κυλά στο μάγουλο μου και το σκούπισα σχεδόν αμέσως.
«Δεν φταίει αυτή Μπρουκ» είχα μάθει απέξω αυτή την φράση ή ο πατέρας μου θα μου την έλεγε ή η γιαγιά μου. «ναι αλλά την βλέπεις πουθενά τα τελευταία πέντε χρόνια;» ένιωθα πολύ θυμό για την μητέρα μου προδομένη που δεν την είχα και εγώ όπως όλοι οι φίλοι μου. «Μπρουκ πρέπει να προχωρήσεις» ναι σωστά να προχωρήσω, και που να πάω που έχω να πάω; «Γιαγιά έτσι έχει η ζωή μου τώρα… το αποδέχομαι είμαι εντάξει» προσπάθησα να φύγω τις σκέψεις της μητέρας μου και να φανώ όσο πιο πολύ πειστική μπορούσα ανασηκώνοντας τους ώμους μου αδιάφορα και κοίταξα έξω από το παράθυρο. Ήταν η ώρα του λυκόφως ο Ήλιος βασίλευε έξω από το μικρό μας παραθυράκι. «γιατί δεν πας να δεις τον Τζουλιαν για λίγο και μετά να πας στην Έλενα θα σε περιμένει» άκουσα την γιαγιά μου να μου μιλά πίσω από ένα μεγάλο βιβλίο που κρατούσε στα χέρια της. «Δεν με χρειάζεσαι κάτι εδώ;» ένιωθα άσχημα που θα την άφηνα μόνη της ενώ τις είχα θυμίσει την μάμα μου την κόρη της .
«Μια χαρά θα είμαι γλυκιά μου πήγαινε» ένα χαμόγελο τρεμόπαιξε στα χείλη της και γύρισε πίσω στο βιβλίο που κρατούσε. Σηκώθηκα από τον καναπέ αναστενάζοντας και βγήκα έξω. Κατευθυνόμενη προς τον αχυρώνα όπου ήταν ο Τζουλιαν το άλογο μου, ένα απαλό αεράκι τίναξε και πέταξε μια τούφα από τα μαλλιά μου στο πρόσωπο μου. Έμεινα για λίγο στην θέση μου ενώ είχα την αίσθηση σαν ντε-ζαβού. Καθόταν ακριβώς απέναντι μου σε ηλικία δέκα χρονών ένα κοριτσάκι με μια γλυκιά γυναίκα να του χαμογελά και να δένει κότσο τα μαλλιά του μικρού κοριτσιού . Ήταν μια λεπτή μελαχρινή γυναίκα με καφέ μαλλιά και λεπτό πρόσωπο. Ήταν η μητέρα μου. Και το κορίτσι εγώ. Αυτή η γλυκιά μυρωδιά από το άρωμα που φορούσε πάντα και το ζεστό της άγγιγμα ήταν σαν να την ένιωθα πραγματικά σαν να ήταν εδώ μαζί μου τώρα.
Επανήλθα στην πραγματικότητα μου με μάγουλα πλημυρισμένα από δάκρυα αυτή ήταν η τελευταία ανάμνηση που είχα από την μητέρα μου. Εκείνη ήταν η μέρα που είχε φύγει και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Είχε βραδιάσει όταν μπήκα στον αχυρώνα και αντίκρισα το μεγαλοπρεπές μαύρο μου άλογο «για σου φιλαράκο… θες λίγη παρέα;» από τότε που μου τον είχαν δώσει πάντα του μιλούσα σαν να μιλώ σε άνθρωπο. Χλιμίντρισε δυνατά και ήρθε προς το μέρος μου. Άπλωσα το χέρι μου και χάιδεψα τον λαιμό του «λυπάμαι δεν έχει βόλτα σήμερα» όχι ότι καταλάβαινε τη του έλεγα αλλά ένιωθα πιο ήρεμα μαζί του χαλάρωναν όλες μου οι αισθήσεις. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε αλλά θα ήταν αρκετή, χτενίζοντας την χαίτη του Τζουλιαν έβαζα σε τάξη τις σκέψεις μου, όσο μπορούσα. Άφησα την βούρτσα δίπλα σε ένα ράφι που είχα φτιάξει πριν πολύ καιρό «τα λέμε φιλαράκο» τον χάιδεψα άλλη μια φορά στον λαιμό και βγήκα έξω. Είχε σηκώσει λίγο κρύο. Κούμπωσα την ζακέτα που φορούσα και άρχισα να απομακρύνομαι από τον αχυρώνα. Το σπίτι της γιαγιάς μου ήταν σκοτεινό που σήμαινε ότι κοιμόταν τώρα και ότι εγώ ήμουν αρκετά πολύ ώρα στον στάβλο.
Καθολη την διαδρομή προς το σπίτι της Έλενας μόνο που δεν έτρεχα. Ποτέ δεν ήξερες ποιος ψυχακιας έκοβε βόλτες στον δρόμο. Ανυπομονούσα να δω την κολλητή μου, όχι μόνο γιατί επιθύμησα να κάνω κάτι πολύ εφηβικό και κοριτσίστικο αλλά γιατί εκείνη ήταν αληθινή ήταν εδώ, τουλάχιστον ακόμα ήταν εδώ. Είχα φτάσει σχεδόν έξω από το σπίτι της όταν με την άκρη του ματιού μου είδα μια φιγούρα ενός άντρα να κατευθύνετε προς το μέρος μου πολύ γρήγορα. ‘Ο τέλεια ο ψυχακιας τελικά είχε κάνει την εξόρμηση του’. Πίεσα με όλη μου την δύναμη το σώμα μου να τρέξει όσο πιο δυνατά μπορούσε προς το σπίτι της Έλενας, αλλά μάταια ο άντρας μ έφτανε όλο και πιο πολύ. «ΦΥΓΕ… ΑΣΕ ΜΕ» το ότι ήμουν λαχανιασμένη δεν βοήθησε και πολύ στις φωνές μου, αλλά επιβράδυνε το τρέξιμο μου χωρίς όμως να το βάλω κάτω πίεσα ακόμα πιο πολύ τον εαυτό μου η αδρεναλίνη είχε χτυπήσει κόκκινο.
«Μπρουκ για όνομα του θεού εγώ είμαι» ο άντρας φώναζε από πίσω μου με μια γνώριμη φωνή αλλά δεν το ρίσκαρα να γυρίσω και να δω ποιος ήταν ο κυνηγός μου. «Ο Κρις είμαι σταμάτα» στο όνομα του και μόνο άρχισα να επιβραδύνω και γύρισα αστραπιαία για να τον δω κατάματα. Έμοιαζε το ίδιο λαχανιασμένος με εμένα καθώς λύγισε τα γόνατα του και πιάνοντας την μέση του. Όταν ανέκτησα κάπως τον έλεγχο του σώματος μου μόνο που δεν τον έπιασα να τον πνίξω «ΕΙ-ΣΑΙ … ΠΟ-ΛΥ .. Η-ΛΙ-ΘΙΟΣ». Ακόμα δεν μπορούσα να αρθρώσω ολόκληρη πρόταση από το λαχάνιασμα μου. Αλλά είμαι σίγουρη ότι το μήνυμα το είχε λάβει ‘ Η Μπρουκ είναι έτοιμη να σε πνίξει’
Και τότε έκανε κάτι πολύ αυθόρμητο, άρχισε να γελά δυνατά. Τον κοιτούσα με ένα δολοφονικό ύφος και ήξερα ότι καταλάβαινε τη θα γινόταν στη συνέχεια της ιστορίας μας . «έχεις πολύ πλάκα όταν τρομάζεις». Συνέχισα να τον κοιτώ αλλά δεν έβγαλα τσιμουδιά μιας και δεν ήθελα να αφήσω στην μέση το νεκρό από εμένα σώμα του. «πρέπει να μπεις στους αγώνες ταχύτητας σχολείου σου του χρόνου» συνέχισε με την ηλίθια του φάρσα. Ακροβατούσε σε μια πολύ πολύ λεπτή κλωστή ανάμεσα στα τελείως τσιτωμένα νεύρα μου και την θέληση μου για φόνο εκείνης της στιγμής. «ΕΙΣΑΙ ΕΝΑΣ ΗΛΗΘΙΟΣ…παραλιγο να πάθω καρδιακή προσβολή» είχα πλέον ανακτήσει όλο τον έλεγχο του σώματος μου και περπάτησα προς το μέρος του « βλάκα.. αναίσθητε… ηλίθιε .. είσαι» σε κάθε λέξη που έλεγα του έδινα και από μια μπουνιά στον ώμο , κάτι που δεν φάνηκε να τον ενοχλεί και ιδιαίτερα. «ξέρεις το ηλίθιος το έχεις ήδη πει» ακόμα επέμενε στο να γελά εις βάρος μου, τέλεια.
Προσπάθησα να του δώσω άλλη μια μπουνιά αλλά με μια τέλεια δεξιοτεχνία έπιασε τα χεριά μου και απαλά τα έβαλε πίσω από την πλάτη μου. «Κοίτα συγγνώμη οκ;» φαινόταν να το εννοεί παίρνοντας μια πιο σοβαρή έκφραση. Και προς θεού άλλο λίγο και θα τον πίστευα. Μείναμε με αυτή την στάση για αρκετά λεπτά εγώ να τον κοιτώ με το πιο άγριο βλέμμα μου μέσα στο μισοσκόταδο του δρόμου και εκείνος να μοιάζει κάπως μετανοιωμένος ή και απλά αδιάφορος . Εντελώς ανεπαίσθητα τίναξα τα χέρια μου από το απαλό αλλά δυνατό κράτημα του και γύρισα προς την άλλη μεριά «ευχαριστώ» και άρχισα να περπατώ προς το σπίτι της Έλενας. Τον ένιωσα πίσω μου να προσπαθεί να συμβιβαστή με το βήμα μου « κοίτα αλήθεια συγγνώμη δεν ήθελα να» είχαμε φτάσει σχεδόν στην πόρτα όταν ξέσπασε από μέσα μου ο θυμός μου « τι δεν ήθελες» τον έσπρωξα από κοντά μου « να γελάσεις μαζί μου ή να με τρομάξεις για να γελάσεις μετά και πάλι μαζί μου;» τον κοιτούσα επίμονα ενώ περίμενα μια απάντηση που δεν πρόλαβα τελικά να πάρω αφού μας διέκοψε η Έλενα που άνοιγε την πόρτα χαμογελαστή « ήρθατε Μπρουκ έλα έχω πολλά νέα» μας έκανε νόημα να μπούμε μέσα.
«ελπίζω να είναι καλά γιατί ο αδελφός σου έχει ταλέντο στο να με νευριάζει τώρα τελευταία» πέταξα όλο νόημα και ακόμα θυμωμένη καθώς έκλεινα την πόρτα πίσω μου ρίχνοντας ένα τελευταίο άγριο βλέμμα στον Κρις. Κατευθυνθήκαμε στην τραπεζαρία « ο Λουκάς μου ζήτησε να βγούμε» τα νέα με βρήκαν τελείως απροετοίμαστη την κοιτούσα για λίγο χωρίς να καταλαβαίνω τι μου είχε πει μόλις τώρα. « Συγγνώμη ο Λουκάς; Από την τάξη μας;» Οκ τα είχα ακούσει όλα τώρα. Αλλά πήρα ως ναι την χαζοχαρούμενη γελαστή έκφραση της όταν την ρώτησα για διαβεβαίωση ποιον Λουκά εννοούσε. « Ο ΘΕΕ ΜΟΥ! Αυτό είναι τέλειο» αρχίσαμε και οι δυο να χοροπηδάμε κάνοντας κύκλους « ΘΕΕ ΜΟΥ ΤΟ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ;» έλαμπε ολόκληρη από χαρά « Έλενα αυτό είναι τέλειο χαίρομε για σένα» πήρα μια γρήγορη ανάσα ενώ ακόμα χοροπηδούσε η κολλητή μου « καιρός ήταν φίλη κάποια να κάνει κάτι εδώ» τις έδωσα μια σιγανή αγκωνιά όλο νόημα και έπιασα ένα κομμάτι πίτσα που είχε στο τραπέζι.
Όλη η νύχτα πέρασε πολύ ωραία συζητώντας τι θα μπορούσε να γίνει στο αυριανό της ραντεβού με τον Λουκάς. Χαιρόμουν πραγματικά για εκείνη και που με είχε κάνει ευτυχώς να αφήσω στην άκρη το περιστατικό με την κακόγουστη πλάκα ή ότι άλλο ήταν του Κρις. Δεν ξέρω τη ώρα ήταν όταν ξύπνησα το πρωί από έναν απαίσιο εφιάλτη, το φως ήταν πολύ λίγο τόσο αρκετό ώστε να βλέπεις απλά που να πατήσεις στο πάτωμα. Σηκώθηκα αθόρυβα από την κουκέτα μου και κατέβηκα προς το καθιστικό «καλημέρα ηλιοβασίλεμα μου». ‘Ο για όνομα του θεού, ούτε να ξυπνήσω από εφιάλτη δεν μπορούσα χωρίς να δω έναν χειρότερο;’ «τι κάνεις από τόσο νωρίς κάτω σπαστικέ» οκ όσο χάλια και να ήμουν με τον απαίσιο εφιάλτη μου χαιρόμουν που έβλεπα ένα αληθινό πρόσωπο ακόμα και … του Κρις . « το φαντάστηκα ότι δεν θα άντεχες όλο το βράδυ μακριά μου» μου έκανε χώρο στον καναπέ για να κάτσω, βολεύτηκα δίπλα του κοιτάζοντας τον με όλη την Μπρουκ μαγκιά μου. «αλήθεια πρέπει να μου πεις τι σου δίνουν και πίνεις» τον κοίταξα γελώντας, δεν απέφυγε το βλέμμα μου και με κοιτούσε με ένα έντονο εξεταστικό ύφος, ενώ μου φάνηκε ότι εμφανίστηκε στο βάθος ένα μικρό δειλό χαμόγελο. «ελπίζω νάνε νόμιμα τουλάχιστον» και τυλίχτηκα με μια μικρή κουβέρτα που ήταν δίπλα μου.
«Ξέρεις Μπρουκ σε ξέρω τόσα χρόνια και το ότι κοροϊδεύεις την μια και μοναδική σου ευκαιρία να με θες είναι πολύ λυπηρή» πότε δεν έχανε το χιούμορ του αυτό το άτομο. Γέλασα τραντάζοντας ελαφρά τον καναπέ και έκλεισα τα μάτια μου.
«Τι ώρα είναι τέλος πάντων;»
« πολύ νωρίς όμορφη 6:20 πμ» τόσο πρωί; Έπρεπε να μείνω στο κρεβάτι μου, μπορεί και να με έπιανε ξανά ο ύπνος τελικά.
« Τι σε βασανίζει Μπρουκ;» το βλέμμα μας συναντήθηκε στιγμιαία και ένιωσα μια αμηχανία σε όλο μου το σώμα. Δάγκωσα το κάτω χείλος μου ενώ απέστρεφα το βλέμμα μου από πάνω του. «Μπορείς να με εμπιστευτείς. Όταν θα χρειαστείς κάποιον να μιλήσεις θα είμαι εδω για να σε ακούσω» με τράβηξε να ξαπλώσω στην αγκαλιά του. Ήταν το ίδιο ζεστή με την σχέση μας όπια και αν ήταν τέλος πάντων . «Ευχαριστώ… είναι ωραίο να το ξέρω αυτό» είπα και τον φίλησα στο μάγουλο. Μείναμε εκεί για λίγες στιγμές ακόμα που έμοιαζαν με ολόκληρες ώρες και μετά ελευθερώθηκα από την ζεστή του αγκαλιά «νομίζω θα δοκιμάσω να κοιμηθώ ξανά» σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιο της Έλενας.
«καληνύχτα Μπρουκ»
«καληνύχτα Κρις… είναι ωραίο» σταμάτησα για να τον κοιτάξω «ξέρεις.. να έχω έναν μεγάλο αδελφό» και με αυτά τα λόγια μπήκα στο δωμάτιο. Τελικά κατάφερα και κοιμήθηκα για λίγες ακόμα ώρες.

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
panagiota
Midnight Sun Vampire
Midnight Sun Vampire
panagiota


Θηλυκό Αριθμός μηνυμάτων : 15885
Registration date : 19/05/2010

Forks Student Profile
Team: Edward - Bella Edward - Bella
Special ability Special ability:

Χρονολογώντας το συναίσθημα Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Χρονολογώντας το συναίσθημα   Χρονολογώντας το συναίσθημα I_icon_minitimeΣαβ 11 Ιουν 2011 - 1:27

Ωραίο. Περιμένω τη συνέχεια. Χρονολογώντας το συναίσθημα 610817
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
MIKAELLA
Midnight Sun Vampire
Midnight Sun Vampire
MIKAELLA


Θηλυκό Καρκίνος
Ηλικία : 31
Τόπος : chichester
Αριθμός μηνυμάτων : 981
Registration date : 24/02/2009

Forks Student Profile
Team:
Special ability Special ability:

Χρονολογώντας το συναίσθημα Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Χρονολογώντας το συναίσθημα   Χρονολογώντας το συναίσθημα I_icon_minitimeΔευ 13 Ιουν 2011 - 22:46

Δυο



«Λουκάς .. άνοιξε την αναθεματισμένη πόρτα γιατί θα την σπάσω» χτυπούσα με τέτοια μανία που απορώ ακόμα πως ήταν όρθια. «Θα χτυπώ όλη τη νύχτα αν χρειαστεί» δεν θα γλίτωνε τόσο εύκολα μετά από εκείνο που είχε κάνει. «Μπρουκ μπορεί να μην είναι εδώ» δυο χέρια στον ώμο προσπαθούσαν να με ηρεμήσουν. Μάταιη προσπάθεια. «Κρις είναι αδελφή σου, και όμως είσαι πολύ ήρεμος» σταμάτησα να χτυπώ και γύρισα προς το μέρος του «κανονικά θα έπρεπε να τον ψάχνεις σε όλη την πόλη τώρα για την ακρίβεια » δεν είχε ξεθυμάνει ακόμα ο θυμός μου αλλά προσπαθούσα να μιλώ όσο πιο ήρεμα μπορούσα μαζί του. «Και όμως είσαι εδώ μαζί μου και, μάλιστα πολύ ήρεμος! Γιατί;» μακάρι ώρες ώρες να ήμουν σαν εκείνον και εγώ.
Φαινόταν λυπημένος και νευριασμένος συνάμα, αλλά σε καμία περίπτωση σαν εμένα φαίνετε. Ακόμα μου κρατούσε απαλά τους ώμους κοιτάζοντας με επίμονα. «Θα βοηθούσε αν ήξερα τι έκανε …Μπρουκ τι σου συμβαίνει;» η ερώτηση με βρήκε τελείως απροετοίμαστη αλλά γρήγορα οργή πήρε την θέση του απότομου ξαφνιάσματος μου. «Τι μου συμβαίνει; Κρις αυτός ο ηλίθιος συμπεριφέρθηκε άσχημα στην φίλη μου, την αδελφή σου» τον κοιτούσα ούτε και εγώ ξέρω πως, μπορεί σαν μια τρελή, μπορεί και ότι δίποτε άλλο, αλλά ένα ήταν σίγουρο, Θα έσπαγα τα μούτρα του Λουκάς είτε με την βοήθεια του Κρις είτε μόνη μου. «Το ξέρω αυτό. Και δεν είμαι περήφανος καθόλου που ακόμα δεν τον βρήκα , αλλά αλήθεια θα το κανονίσω εγώ , ηρέμησε σε παρακαλώ» δεν το πίστευα στα αυτιά μου, μου έλεγε να ηρεμίσω; Πως μπορούσα;
Το απαλό δροσερό του άγγιγμα στο μάγουλο μου με έκανε να ανατριχιάσω ολόκληρη, δεν μπορούσε να μου το κάνει αυτό τώρα, αλλά αφού δεν μπορούσα να βρω τον Λουκάς θα πήγαινα στην Έλενα. « Πάμε, θέλω να δω την αδελφή σου» τον προσπέρασα ακόμα θυμωμένη και απογοητευμένη. Τώρα τελευταία κάθε φορά που ήμουν νευριασμένη ή μου τύχαινε κάτι ήταν πάντα ο Κρις μαζί μου ή θα μου δημιουργεί εκείνος τα νεύρα. Δεν πρόλαβα καλά καλά να κατέβω δυο σκαλιά όταν ένα δυνατό τράβηγμα από πίσω παραλίγο να με ρίξει κάτω.
«θες να με σκοτώσεις;»
« Όχι. Αλλά δεν μπορώ να σε αφήσω να πας στην αδελφή μου τώρα» φαινόταν σοβαρός πράγμα σπάνιο για εκείνον. Σε μια πιο διαφορετική περίσταση μπορεί και να το έβρισκα αστείο.
« Οκ. μπορώ τουλάχιστον να μάθω το λόγο;» προσπάθησα να σηκώσω ανάστημα, αν ήταν να του περάσει το δικό του, που αυτό θα γινόταν στο τέλος, τουλάχιστον ας μην γινόταν και τόσο εύκολα. «Μπρουκ είδες τον εαυτό σου τώρα; Αυτή την στιγμή; » η σοβαρότητα του μετατράπηκε σε παράκληση να τον ακούσω προσεκτικά. «Φαντάζομαι είμαι όπως και πριν από λίγη ώρα» έβαλα λίγη από την μαγκιά μου και τον πείραξα.
Παράξενο το πώς είχε ξεθυμάνει ο θυμός μου, πολύ λίγο φυσικά, αλλά είχε. «Έλα πάμε» μου έπιασε το χέρι και με τράβηξε απαλά προς την έξοδο. «που πάμε;» τον ρώτησα αλλά δεν πήρα καμία απολύτως απάντηση.

Μπήκαμε στο μικρό σπορ αυτοκίνητο που του είχαν δώσει οι γονείς του για δώρο γενεθλίων πριν δυο μήνες, και άρχισε να οδηγά. «ελπίζω μέχρι να φτάσουμε να έχεις ηρεμίσει» τον άκουσα να μιλά σχεδόν ψιθυριστά. Δεν ξέρω προς τα πού κατευθυνόμασταν αλλά προσπάθησα να βολευτώ και να ηρεμίσω στην θέση μου, καθ’ όλη την διαδρομή ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν η μηχανή του αυτοκίνητου.
«Έλενα ηρέμισε, γιατί κλαίς, τι έγινε;» καθόμασταν στο δωμάτιο μου και την κρατούσα δυνατά στην αγκαλιά μου, έτρεμε ολόκληρη. «ποιος σε έκανε έτσι, πες μου τι έγινε» το ξέρω ότι δεν έπρεπε να την πιέζω αλλά μου ράγιζε η καρδιά να την βλέπω έτσι. Τόσο χάλια γεμάτη λάσπες λες και μόλις είχε έρθει από κάποιου είδους πολέμου. « Που είναι ο Λουκάς;» απαίτησα να μάθω «πες μου ότι δεν ευθύνεται αυτός που είσαι έτσι» την ένιωσα να τρέμει πιο δυνατά και ξανά άρχισε να κλαίει. ‘Θεέ μου αυτός έφταιγε’ της χάιδεψα απαλά τα μαλλιά όπως θα έκανε και η δική μου μητέρα αν με έβλεπε και εμένα έτσι, αν με έβλεπε δηλαδή και ποτέ. «Μίλησε μου Έλενα είμαι εδώ για σένα» την άφησα σίγα και με γοργό βήμα πήγα στην ντουλάπα μου πιάνοντας τις αθλητικές μου φόρμες.
Φευγαλέα έπεσε το βλέμμα μου στον καθρέφτη που είχα κολλημένο στην άκρη της ντουλάπας και είδα μια Μπρουκ που είχα καιρό να δω. Κάτω από τα μακριά μαύρα μου μαλλιά η λίπη είχε κυριεύσει όλο μου το πρόσωπο, λύπη για τον πόνο της φίλης μου. Πάντα μου έλεγε ότι είχα πολύ ωραία μάτια και δεν ήθελε να με βλέπει να τα γεμίζω με δάκρυα αλλά τώρα δεν μπορούσα, είχα επηρεαστεί από την κολλητή μου μιας και ήταν το μόνο άτομο που είχα πλέον σαν οικογένεια κατά κάποιο τρόπο. Είχα τα μάτια και χείλη της μητέρας μου γαλάζια και λεπτά αλλά το λευκό χρώμα του πατέρα μου. Έπιασα μια πετσέτα από το κομοδίνο μου και βοήθησα την φίλη μου να καθαριστή. «Μπρουκ ποτέ δεν ένιωσα τέτοιο φόβο» η φωνή της ράγισε στις τελευταίες λέξεις. Την αγκάλιασα ξανά « Shh. Όλα θα πάνε καλά, τη σου έκανες;» προσπάθησα να είμαι πιο ήρεμη αυτή τη φορά όταν ξαναπροσπάθησα να την ρωτήσω, δεν ήθελα να βάλει πάλη τα κλάματα.
«βγήκαμε για μια βόλτα και… προσπάθησε … εγώ δεν ήθελα και τότε… και τότε προσπάθησε…» της ήταν πολύ δύσκολο να ολοκληρώσει την πρόταση της αλλά δεν χρειαζόταν, είχα καταλάβει. Μετά από πολλές ώρες κατάφερα να την ηρεμήσω κάπως και αποκοιμήθηκε στο κρεβάτι μου. Με είχε βάλει να υποσχεθώ ότι δεν θα έλεγα σε κανέναν τίποτα για εκείνη και τον Λουκάς. Αλλά ήξερα και εγώ πολύ καλά ότι δεν μπορούσα να κρατήσω την υπόσχεση μου, τουλάχιστον δεν μπορούσα να το κρατήσω κρυφό από ένα άτομο.
«Μπρουκ… Μπρουκ με ακούς;» τινάχτηκα απότομα από την θέση μου. Ένιωθα κάπως χαμένη, « ε ναι αφαιρέθηκα συγγνώμη» βρισκόμουν στο μικρό αμάξι του Κρις. Είχα απορροφηθεί τόσο βαθιά στις σκέψεις μου που δεν είχα καταλάβει πότε σταματήσαμε. Βρισκόμασταν σε κάποιο ύψωμα γιατί από κάτω μας απλωνόταν το Πορτ Άντζελας. «πολύ ωραία η θέα» είχε νυχτώσει και τα μικροσκοπικά σπίτια πλημυρισμένα με φως έμοιαζαν τόσο τέλεια. «ναι όντως πολύ ωραία» τον κοίταξα έκπληκτη, να και σε κάτι που συμφωνούσαμε οι δυο μας μετά από τόσο καιρό. Βγήκε σχεδόν αθόρυβα από το αμάξι και έκατσε μπροστά σε έναν βράχο, τον μιμήθηκα και πήγα δίπλα του, ήθελα και εγώ λίγο καθαρό αέρα. Ήταν τόσο χαλαρά μαζί με τον Κρις, ζήλευα έστω και τα λίγα λεπτά μαζί του τώρα τελευταία μιας και η ζωή μου τώρα τελευταία όλο προβλήματα ήταν.
Και καθώς τα γενέθλια μου πλησίαζαν όλο και πιο πολύ τώρα η ιδέα και μόνο ότι θα γινόμουν δεκαεπτά δεν μου φαινόταν και τόσο τέλεια.
«Τι έγινε Μπρουκ, όταν με πήρες σήμερα τηλέφωνο το μόνο που μου είπες ήταν ότι ο Λουκάς είχε κάνει κάτι στην Έλενα» σταμάτησε για να μου ρίξει ένα σκεπτικό βλέμμα, ήταν άδικο για εκείνον που τον είχα ανησυχήσει για την αδελφή του χωρίς να του πω καν τον λόγο . Το ξέρω ότι έπρεπε να του πω τι είχε γίνει αλλά ένιωθα ότι πρόδιδα τέλειος την φίλη μου τώρα. «Αλλά όταν σε είδα σε αυτή την κατάσταση ειδικά στο σπίτι του Λουκ αλήθεια τρόμαξα» συνέχισε να με κοιτά και ήξερα τι περίμενε, την αλήθεια. Αλλά αυτό που μου είχε πει μόλις τώρα μου τράβηξε την προσοχή «τη σε τρόμαξε;» του χαμογέλασα όσο μπορούσα. « δεν σε έχω ξαναδεί έτσι, τρόμαξα για σένα» μου ανταπέδωσε το χαμόγελο αλλά έμοιαζε κάπως σκοτεινιασμένος σαν να πάλευε εσωτερικά με τον εαυτό του. «δεν είναι του χαρακτήρα σου, δηλαδή είσαι αυθόρμητη και πάντα θες να βοηθάς την αδελφή μου και όλους αλλά… όταν σε είδα έτσι απόψε φοβήθηκα για το τι θα ήσουν ικανή να κάνεις» χαμήλωσε το βλέμμα του στα χέρια του μιλούσε με έναν κάπως παράξενο τρόπο «και αν πάθαινες κάτι στην προσπάθεια σου να κάνεις κάτι».
Επικράτησε σιωπή, καταβάθος ένα κομμάτι μου χαιρόταν που ανησυχούσε για μένα αλλά δεν ήθελα να το καταλάβει και εκείνος .Η ένταση ήταν αισθητή και από τους δυο μας πλέον. Συνήθως ήμασταν κάτω από πιο διαφορετικές συνθήκες πιο χαλαρές πιο… αδελφικές, τώρα ήμασταν κάπως πιο διαφορετικά λες και δενόμασταν παραπάνω.
« Κοιτά Κρις ευχαριστώ για όλο το ενδιαφέρον, είναι κάλο που είσαι κάτι σαν ο … ο μεγάλος μου αδελφός αλλά αλήθεια τώρα πρέπει να ανησυχείς για την δική σου, πραγματική αδελφή» ακούμπησα δειλά τον ώμο του και κοίταξα κάτω τα μικρά σπιτάκια, ήταν τόσο ωραία νύχτα και πραγματικά ήταν πολύ ωραίο μέρος για να κάθετε κάνεις, αν φυσικά δεν είχε πάθει πριν υστερική κρίση χτυπώντας σαν τρελός πόρτες. «Θα μάθω ποτέ τι σε έκανε τόσο έξαλλη;» μετά από αρκετή ώρα αμηχανίας μεταξύ μας η ερώτηση του ομολογώ ότι με βρήκε κάπως απροετοίμαστη . Δεν ήξερα αν έπρεπε να του απαντήσω και πόσο θα μπορούσα να του πω την αλήθεια. « πρέπει» με κοίταξε παρακλητικά ικετεύοντας με σχεδόν για να του πω. Έκλεισα τα μάτια μου και έφερα στο μυαλό μου την εικόνα της Έλενας και εμένα χτες το βράδυ στο δωμάτιο μου, μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι και να άλλαζα το παρελθόν μου βοηθώντας όλους όσους δεν είχα καταφέρει να βοηθήσω. Ρίγος διαπέρασε όλο μου το κορμί και ξαφνικά δεν ένιωθα θυμό αλλά φόβο. Άνοιξα τα ματιά μου ή τώρα ή ποτέ.
«Ο Λουκάς συμπεριφέρθηκε πολύ άσχημα στην αδελφή σου επειδή ήθελε κάτι παραπάνω από εκείνη.» Ακόμα και η ίδια σοκαρίστηκα με τα ίδια μου τα λόγια, πόσο μάλλον ο Κρις που είχε μείνει τελείως ακίνητος και ανέκφραστος. « Πες μου ότι δεν.. πες μου ότι» μπέρδευε τόσο πολύ τις λέξεις μεταξύ τους που ούτε να αρθρώσει μια πρόταση δεν μπορούσε από το σοκ του.
«όχι όχι… τότε ήταν που θα έσπαγα σίγουρα την πόρτα» προσπάθησα να χαλαρώσω λίγο την ένταση κάνοντας ένα όπως φαίνετε κακόγουστο αστείο. Καθόταν τόσο ακίνητος. Τώρα ανησυχούσα εγώ , δεν έπρεπε να πω τίποτα τελικά. «πως ήταν» Μιλούσε τόσο ψιθυριστά που δεν ήμουν σίγουρη αν απευθυνόταν σε μένα. « πως ήταν» Αυτό δεν ήταν ερώτηση αλλά σαν να με διέταζε να απαντήσω. Ο τόνος της φωνής ήταν σαν μια απρόσμενη σφαλιάρα που με τίναξε προς τα πίσω.

«Όχι και πολύ καλά έτρεμε από τον φόβο της και έκλεγε». Δεν είπα τίποτα άλλο και σηκώθηκα από την θέση μου, τον κοίταξα για λίγο και μπήκα στο αμάξι για να τον αφήσω να ηρεμίσει. Άνοιξα χαμηλά το ράδιο, ακουγόταν μια απαλή ρομαντική μπαλάντα. «ωραίος συγχρονισμός» μουρμούρισα στον εαυτό μου. Στη διαδρομή προς το σπίτι μου κανείς μας δεν μιλούσε, αλλά τον έβλεπα που και που, φαινόταν πολύ σφιγμένος από την αμήχανη στάση που είχε και κρατούσε το τιμόνι. Δεν το πιστεύω ότι έκανα τέτοιες σκέψεις μια τέτοια ώρα αλλά έτσι όπως ήταν τώρα ο υπερπροστατευτικός Κρις έμοιαζε πολύ γλυκός και ωραίος… μάλλον ελκυστικός, ο τύπος του αγοριού που θα ήθελαν όλες. ‘ Οκ Μπρουκ οι πολλές ώρες που τον βλέπεις τώρα τελευταία σου κάνει κακό’ μάλωσα τον εαυτό μου εξάλλου είχε κοπέλα εκείνη την ξινή τη Σαμανθα.
Φτάσαμε έξω από το σπίτι μου, βγήκα σιωπηλά από το αμάξι και τελείως ξαφνικά βγήκε και εκείνος ακριβός την ώρα που έκλεινα την πόρτα. Τον κοίταξα και για μια στιγμή νόμισα ότι είδα φευγαλέα την χαλαρή του έκφραση «Κρις είσαι καλά;» πήγα κοντά του ανοίγοντας μου την εξώπορτα «θέλω απλά να σιγουρευτώ ότι εσύ τουλάχιστον θα φτάσεις μέσα στο σπίτι σου ασφαλής» Δεν μου ερχόταν τίποτα άλλο για να του πω και του έγνεψα ότι καταλάβαινα. Τον άφησα να με οδηγήσει μέχρι την πόρτα. «Ευχαριστώ» άνοιξα δειλά την πόρτα αλλά δεν μπήκα αμέσως μέσα, ένα κομμάτι μου ευχόταν να ερχόταν και αυτός μαζί μου έστω και για λίγο μέσα. «Καληνύχτα Μπρουκ» έμεινα να τον κοιτώ καθώς πήγαινε στο αμάξι. Εντελώς ξαφνικά μου φάνηκε λες και είχα ξαναζήσει αυτή την στιγμή, τότε στο σχολείο πριν ένα μηνά που τον χάζευα με τη χάρη περπατούσε.
«Κρις;» σταμάτησε αλλά δεν γύρισε αμέσως .
«τώρα ανησυχώ εγώ» ήταν το μόνο που μου ήρθε εκείνη την στιγμή. Απάντησε μόνο με ένα νεύμα του κεφαλιού του και μου χάρισε ένα μικρό χαμόγελο. Τον είδα να χάνετε με το αμάξι του στον δρόμο
Μπήκα στο άδειο σπίτι μου, δεν μου άρεσε και πολύ που έμενα σχεδόν πάντα μόνη μου, με τρόμαζε. Μετά από ώρες στο μπάνιο ένιωθα τελείως χαλαρό και εξουθενωμένο το κορμί μου και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου. Ο ύπνος δεν ερχόταν με τίποτα, σκαφτόμουν συνέχεια την Έλενα και τον Κρις. Είχε πάει 5:00 η ώρα και εγώ ακόμα δεν μπορούσα να κοιμηθώ.
Όλες οι σκέψεις μου περιτριγυριζόντουσαν από τον Κρις. Όλες είχαν να κάνουν με την καλοσύνη και την δύναμη του χαρακτήρα του. Αυτό δεν με εξέπληττε ο Κρις έκανε πάντα το σωστό και ήταν πάντα δίπλα μου. Αυτή ακριβώς η στάση του με έκανε να τον αγαπώ τόσο πολύ, όμως τελικά πως τον αγαπούσα; Είχα και εγώ την ίδια ιδιοσυγκρασία. Και εγώ έσπευδα όταν με χρειάζονταν άλλοι αλλά αυτό ήταν τελείως διαφορετικό. Γύρισα πλευρό και στο μυαλό μου είδα την Έλενα με τον Λουκάς. Προσπάθησα πολύ σκληρά να βάλω νοερούς τοίχους ανάμεσα μας, αποκλείοντας σχεδόν εντελώς εκείνη και τα συναισθήματα που μου θύμιζε.
Η δευτέρα δεν άργησε να έρθει τελικά, και αφού είχα σπαταλήσει ένα ολόκληρο σαββατοκύριακο κλειδωμένη στο σπίτι με ταινίες και παγωτό είχε έρθει η ώρα να πάρω λίγη δόση καθαρού αέρα. Ο Κρις και η Έλενα είχαν πάρει τηλεφωνώ την επόμενη μέρα μετά από το συμβάν της έντονης συζήτησης με έμενα και τον Κρις, αλλά τους είχα πει ότι ήθελα να μείνω λίγο μόνη μου. Δεν είδα στο σχολείο ούτε την Έλενα αλλά ούτε και τον Λουκάς και μου ήρθε στο μυαλό το μήνυμα που είχα πάρει αργά το απόγευμα της Κυριακής από τον Κρις που έλεγε ότι ‘τα είχε κανονίσει όλα’. Δεν μου έμοιαζε και εντελώς απίθανο τελικά να μην ξαναδώ τον Λουκάς σε αυτό το σχολείο, αν ακόμα φυσικά ήταν στην πόλη.
«Ει… όμορφη μου έλειψε το χαμογελαστό σου προσωπάκι» έριξα μια ματιά πίσω μου και χαμογέλασα. Ο Τζεϊς ένας παλιός μου φίλος και παλιό μου φλερτ έτρεξε και με πρόλαβε. « δεν φοβάσαι τον κακό λύκο εδώ μόνη που είσαι;»
«καλά πόσο χρονών είσαι δέκα;» Συνεχίζοντας να προχωράω προς την τάξη μου « και πρώτον δεν είμαι μόνη μου, το μισό σχολείο είναι εδώ» του έδειξα σηκώνοντας το χέρι μου προς όλες τις κατευθύνσεις. Έκανε μια αστεία γκριμάτσα «ναι γιατί το άλλο μισό έκανε κοπανά σήμερα, αν ενδιαφέρεσαι» συνέχιζα να χαμογελώ. Ο Τζεϊς ήταν μεγάλος κορτάκιας και του άρεσε να με φλερτάρει ακόμα πολύ. Εν μέρει αυτό οφειλόταν στο ότι μου άρεσε και του το ανταπόδιδα που και που. Ήξερα ακόμα ότι ένιωθε κάτι για μένα και δεν ήξερα αν ήθελα κάτι περισσότερο από μια απλή φίλια.
Ήταν πολύ ωραίος λίγο πιο ψηλός από μένα είχε ατημέλητα καστανόξανθα μαλλιά που πότε δεν φαίνονταν να κάθονται φρόνιμα και πράσινα μάτια. Δεν ήταν ο τύπος του αθλητισμού αλλά παρόλα αυτά είχε αρκετά ωραίο κορμί. Ήταν χαριτωμένο. Είχαμε την ίδια αίσθηση του χιούμορ και συχνά δείχναμε αρκετή προσοχή ο ένας στον άλλο στην τάξη ή με παρέα. «λοιπόν ψήνεσαι για αυτή την κοπανά που λέγαμε;» με κοιτούσε γεμάτος λαχτάρα. «Δεν παίζει να μιλάς σοβαρά» είχαμε φτάσει σχεδόν στην τάξη μου. Ο Τζεϊς κούνησε εμφατικά το κεφάλι του « μιλώ σοβαρότατα, και το μέρος που προτείνω είναι καταπληκτικό» μου χάρισε εκείνο το πλατύ χαμόγελο που πάντα με έκανε να χαμογελώ επίσης. «έλα τώρα Μπρουκ, πολύ συντηρητική μας έγινες τώρα τελευταία» έκανε μια αδέξια παραπονιάρικα παταγωδώς γκριμάτσα. «ίσως» σταμάτησα έξω από την αίθουσα μου. Επειδή δεν απάντησα αμέσως ο Τζεϊς μου έριξε άλλο ένα παραπονιάρικα βλέμμα. «εσύ δεν θέλεις;»
Ένιωθα λίγο άσχημα που αρνιόμουν μια βόλτα μαζί του αλλά δεν ήταν και η καλύτερη στιγμή. «όπως είπα. Ίσως, αλλά μια άλλη φόρα καλύτερα» του χάρισα ένα χαμόγελο και μου το ανταπέδωσε αλλά εμφανώς απογοητευμένος. Πριν προλάβει να φύγει ο Τζεϊς ο Κρις μας είχε προλάβει ακουμπώντας χαλαρά στον τοίχο σε μια άνετη στάση που πάντα έπαιρνε με αξιοθαύμαστη ευκολία. Μια παιχνιδιάρικα λάμψη τρεμόπαιξε στο βάθος των ματιών του, νομίζω πως δυσκολευόταν να κρατηθεί σοβαρός όταν ήταν μαζί μου. «Διέκοψα κάτι;» ακόμα συνέχιζε να με κοιτάζει επίμονα και αμηχανία με περιτριγύρισε ολόκληρη. Μετακίνησα το βάρος μου από το ένα πόδι στο άλλο και γύρισα απρόθυμα το βλέμμα μου από τον Κρις στον Τζεϊς «Μπα τίποτα, μιλούσαμε για καμία κοπανά» χαμογέλασα κάπως αμήχανα « αλλά έλεγα επίσης ότι έχω πολύ διάβασμα οπότε θα σας αφήσω και θα μπω στην τάξη» χαιρέτησα τα δυο αγόρια που έμοιαζαν κάπως μπερδεμένα και έσπευσα να μπω στην τάξη πριν πω καμία ακόμη βλακεία.
Τους έβλεπα έξω από το παράθυρο να συζητάνε για κάτι που δεν μπορούσα προφανώς να ακούσω, αλλά ο Τζεϊς έμοιαζε κάπως τσιτωμένος. Πίεσα τον εαυτό μου να σταματήσει να τους κοιτά και γύρισα προς τον πίνακα. Καλά από πότε τα μαθηματικά είχαν γίνει τόσο ακαταλαβίστικα; Απελπίστηκα και μόνο στην ιδέα ότι όλο τον χρόνο σκοτωνόμουν στο διάβασμα και τώρα δεν καταλάβαινα τίποτε από αυτά που ήταν στον πίνακα. Καθόμουν μόνη στο μπροστινό θρανίο, φαίνετε ότι ούτε ο διπλανός μου είχε όρεξη για μάθημα «δεσποινίς Μπρουκ θα μας πείτε την λύση της άσκησης;». Ο Αντριάνο ο καθηγητής των μαθηματικών στεκόταν δίπλα από τον Πέρσι που έμοιαζε κάπως χλομός και πρασινωπός, μάλλον είχε μάθει πως θα έμενε και εκείνος μαθηματικά όπως και η μισή τάξει. Γύρισα ξανά προς τον πίνακα εξετάζοντας παραπάνω την εξίσωση αλλά ακόμα δεν καταλάβαινα τίποτα, η τριγωνομετρία ήταν δύσκολη για μένα ακόμα. «Δεν ξέρω κύριε» δεν γύρισα καν να τον κοιτάξω απλά άρχισα να σκιτσάρω το τετράδιο μου.
«Όπως βλέπω φέτος θα έχουμε πολλούς στις εξετάσεις του Σεπτέμβρη» δεν υπήρχε αμφιβολία ότι το απολάμβανε όταν ασκούσε την μόνη δύναμη που είχε σαν καθηγητής, τους βαθμούς. «Δεν συμφωνείτε μαζί μου Μπρουκ;» τέλεια τώρα είχε έρθει δίπλα μου. Τελικά η ιδέα του να έφευγα με τον Τζεϊς δεν ήταν και τόσο άσχημη, κρίμα που δεν την είχα Βάλη και σε εφαρμογή.
Όταν χτύπησε το κουδούνι δεν έχασα ευκαιρία και βγήκα αμέσως από την τάξη, περπατούσα σχετικά γρήγορα προς το παγκάκι που συνήθως καθόμουν με την Έλενα. Μου έκανε εντύπωση το πόσο άδειο ήταν τώρα το σχολείο μόνο δυο τρεις παρέες διασκορπισμένες. Τελικά το καλοκαιρινό κλίμα είχε επηρεάσει τους πάντες εκτός εμένα. Έβαλα την τσάντα στο παγκάκι και ξάπλωσα ακουμπώντας το κεφάλι μου πάνω της, σε τρεις μέρες είχα γενέθλια και δεν ήξερα αν ήθελα να χαίρομαι ή όχι. «Το χαμογελαστό προσωπάκι γιατί κάθετε εδώ μοναχούλι του;» άνοιξα τα ματιά μου, ο Τζεϊς στεκόταν από πάνω μου χαμογελαστός όπως πάντα με εκείνο το χαμόγελο που πάντα μου άρεσε πάνω του. «Νόμιζα ότι είχες ήδη εξαφανιστεί» τον πείραξα και ανασηκώθηκα στο παγκάκι για να του κάνω χώρο δίπλα μου. Πήρε μια αποτυχημένη σεκταριστική έκφραση « Και να σε άφηνα εδώ;» έμοιαζε χαριτωμένος «Ποιος θα έκανε κάτι τέτοιο» με πήρε σε μια σφιχτή άτσαλη αγκαλιά και μετά μου έδωσε ένα χαρτί.
Το κοίταξα για λίγο «είναι μια πρόσκληση;»
« φυσικά, όπως σου είπα γίνετε ένα πάρτι και αφού δεν δέχτηκες την κοπανά σε προσκαλώ να βγούμε τώρα και να πάμε στο πάρτι» . Οκ τώρα δεν κρατήθηκα και έβαλα τα γέλια, ήταν τελείως αυθόρμητος και γεμάτος εκπλήξεις ώρες ώρες. «Λοιπόν;» τον κοίταξα και εγώ χωρίς να ξέρω τι να του απαντήσω και τελικά του κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. «Θέλω να κάνω λίγες επαναλήψεις ακόμη. Συγγνώμη» Γύρισε το κεφάλι του προς τα πάνω μιμούμενος τον πληγωμένο και έκανε ότι μίλα με τον θεό ‘ΒΟΗΘΕΙΑ, ΓΙΑΤΙ’ δεν μπόρεσα να κρύψω το χαμόγελο μου. Μελοδραματοποιούσε τα πράγματα με έναν τελείως αποτυχημένο αλλά χαριτωμένο τρόπο. Ετοιμαζόμουν να του απαντήσω κάτι καλό, αλλά κάτι πίσω από τον ‘ώμο του μου τράβηξε την προσοχή. Ήταν ο Λουκάς και περπατούσε γελώντας με ένα άλλο χαζό του φιλαράκι.
Σηκώθηκα αμέσως χωρίς καμία προειδοποίηση και έτρεξα προς το μέρος του «καλά έχεις θράσος και γελάς;» στην προσπάθεια μου να μην φωνάξω μιλούσα μέσα από τα δόντια μου. Μπορεί να μην είχε και πολλούς αλλά όλο και κάποιο μάτι μπορεί να με έβλεπε να μαλώνω και δεν θα ήταν πλεονέκτημα λίγο πριν τις εξετάσεις να στήσω καυγά με έναν ηλίθιο. «Χαλάρωσε Μπρουκ» έμοιαζε λες και το απολάμβανε ανασηκώνοντας χαλαρά τους ώμους γελώντας ακόμα. Τελικά είχα αλλάξει γνώμη, θα τον έπνιγα ακριβός τώρα τελικά. Του έχωσα με όλη μου την δύναμη μπούνια στο πρόσωπο

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
MIKAELLA
Midnight Sun Vampire
Midnight Sun Vampire
MIKAELLA


Θηλυκό Καρκίνος
Ηλικία : 31
Τόπος : chichester
Αριθμός μηνυμάτων : 981
Registration date : 24/02/2009

Forks Student Profile
Team:
Special ability Special ability:

Χρονολογώντας το συναίσθημα Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Χρονολογώντας το συναίσθημα   Χρονολογώντας το συναίσθημα I_icon_minitimeΠεμ 16 Ιουν 2011 - 20:45

Τρία


Αντίκρισα ένα ίχνος μορφασμού από τον πόνο που του είχε προκαλέσει το ξαφνικό μου χτύπημα, έναν πόνο που δυστυχώς αντικατόπτριζε τον δικό μου στο χέρι μου. Αλλά τώρα ήταν η στιγμή μου, και θα του έδινα ένα γερό μάθημα για την μικροπρέπεια του. Ξαναπήρα θέση για δεύτερο χτύπημα αλλά δεν πρόλαβα, ο Τζεϊς από πίσω με τραβούσε απότομα μακριά από τον Λουκάς. «Μπρουκ δεν το θες τώρα αυτό» όσο και να προσπαθούσε να με ηρεμίσει εγώ δεν έλεγα να υπακούσω στις παρακλήσεις του, αλλά ούτε και ήθελα να τον αφήσω έτσι απλά εδώ που τα λέμε. «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο περίμενα γι’ αυτό» ,η ειρωνεία μου έφτανε στα ύψη καθώς μιλούσα δίχως να έχω φηγοί στιγμή το βλέμμα μου από τον Λουκάς ,που κείτονταν κάτω στο χώμα άτσαλα κρατώντας με το ένα του χέρι την αριστερή πλευρά του προσώπου του.
Το ειρωνικό του υφάκι είχε εξαφανιστεί. Τώρα υπήρχε μισός, για πολύ μισός σίγουρα. «το ξέρεις ότι μόλις απέκτησες έναν εχθρό, έτσι;» τόνιζε την κάθε λέξει καθώς σηκωνόταν όρθιος, προσπαθώντας να με φοβερίσει με τα λόγια του. «εσύ τον απέκτησες πριν καιρό, και είναι εδώ τώρα. Για να σε δούμε είσαι αρκετά άντρας;» κλότσησα με δύναμη το χώμα σκορπώντας πέτρες δεξιά και αριστερά. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο μέσα από το σφικτό κράτημα του Τζεϊς. «Λογία παλικαρίσια Μπρουκ» τίναζε τα ρούχα του χαμογελώντας «σε λίγο καιρό. Στα δεκαεπτά σου θα καταλάβεις τι θα πει εχθρός, δεν σε συμφέρει για κάποια σαν και του λογού σου». Συνέχιζα να τον κοιτώ μέσα από την σφικτή φυλακή του Τζεϊς. Η συνεχεία που ακλούθησε δεν θα μπορούσα ούτε καν να την φανταστώ, έγινε τόσο γρήγορα που τα αντανακλαστικά μου δεν κατάφεραν και πολλά.
Πριν προλάβω να αντιδράσω ο φίλος του Λουκάς έπεσε με δύναμη πάνω μας ρίχνοντας εμένα και τον Τζεϊς στο χώμα. Η προσοχή μου αποσπάστηκε για λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου, αρκετά σημαντικά για να καταλάβω ότι μου είχε κοστίσει πολλά. Ο Λουκάς χωρίς να χάσει ευκαιρία βρέθηκε από πάνω μου κρατώντας με σφιχτά ρίχνοντας αρκετό από το βάρος του πάνω μου. «Τώρα είμαστε ποιο σωστά, δεν νομίζεις ;» ο χλευασμός και ειρωνεία στην φωνή του με εκνεύριζε όλο και πιο πολύ. Λίγο πιο δίπλα μας ο Τζεϊς και ο άλλος που δεν ήξερα ποιος στο κάλο ήταν τσακώνονταν με ένταση προσπαθώντας ο Τζεϊς να αποφεύγει τις μπουνιές που του έριχνε ο αντίπαλος του.
Ωραία τα είχα καταφέρει.
Πάλευα κάτω από το σώμα του Λουκάς για να σηκωθώ, άδικος κόπος, ήταν πιο μεγαλόσωμος και δυνατός από εμένα. «Που πήγε τώρα ο τσαμπουκάς σου Μπρουκ;» τα μάτια του άστραφταν από ικανοποίηση με ένα διαβολεμένα άγριο και ειρωνικό χαμόγελο. Δεν υπήρχε περίπτωση να το βάλω κάτω, και να του δώσω αυτή την ικανοποίηση ότι με είχε νικήσει. Το μόνο που χρειαζόμουν ήταν λίγα λεπτά να κερδίσω έδαφος.
Θα έπρεπε μετά από αυτό να αρχίσω να πιστεύω στην τύχη, μοίρα και ότι άλλο υπαρχή. Ο Κρις έτρεχε προς το μέρος μας, με φοβερή ταχύτητα, και δεν ήμουν μόνο εγώ που τον είχα προσέξει. Για λίγα δευτερόλεπτα αποσπάστηκε η προσοχή του Λουκάς και βρήκα την ευκαιρία να τον σπρώξω με όλη μου την δύναμη μακριά. Αυτό φάνηκε να τον ξαφνιάζει λίγο αλλά αμέσως πήρε αμυντική στάση. Όρμησα καταπάνω του όσο ακόμα ήταν μπερδεμένος από τον ερχομό του Κρις και την αντίσταση μου. ‘Γαμώτο ήταν πολύ καλός’ με απέφευγε με μεγάλη ευκολία λες και το έκανε αυτό χρόνια. Δεν ξέρω πως τα κατάφερα αλλά απέκρουσα μια μπουνιά που κατευθυνόταν προς το πρόσωπο μου, πήρε φόρα και για μια δεύτερη απόπειρα να με χτυπήσει από την δεξιά μεριά, αλλά την απέφυγα ακριβός πάνω στην στιγμή γυρίζοντας απότομα προς την αντίθετη κατεύθυνση χτυπώντας τον στα πλευρά με τον αγκώνα μου. Κραυγές πόνου αντήχησαν και βρισιές σαν χείμαρρος πλημμύρισαν τον χώρο.
«Μόλις τελείωσες Μπρουκ» πριν προλάβω να βρω την ισορροπία μου με χτύπησε με δύναμη ρίχνοντας με προς τα πίσω «Διάολε Μπρουκ» κάποιον άκουσα να φωνάζει από δίπλα μου αλλά τώρα με απασχολούσε ο πόνος στο κεφάλι μου. Η σύγκρουση με το έδαφος έφερε έναν αφόρητο πόνο σε όλο μου το κορμί και ιδιαίτερα στο κεφάλι μου. Ο Κρις βρέθηκε σχεδόν αμέσως από πάνω μου, μιλώντας μου με ένταση, χωρίς να βγάζω κάποιο νόημα στο τη έλεγε. Άκουγα μόνο εκείνη την σπαστική βαβούρα μέσα στο κεφάλι μου, και μια παράξενη εξάντληση να με τυλίγει.
Όλα θόλωσαν γύρο μου και το σκοτάδι με κατάπιε.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου ξανά βρισκόμουν σε ένα μικρό δωμάτιο με γαλάζιους τείχους και μια αφίσα κολλημένη στο ταβάνι. Μιας και όταν καθόρησε η όραση μου ήταν τα πρώτα που είδα και αμέσως μετά έναν σοβαρό Κρις. «πως είσαι;» έκατσε στο κρεβάτι πιάνοντας την άκρια του χεριού μου. «πονά κάπως όλο μου το κορμί αλλά κατά τα αλλά μια χαρά, γιατί είμαι εδώ:» ρώτησα καθώς προσπάθησα να ανακαθίσω στην θέση μου. «Δεν θυμάσαι κάτι:», προσπάθησα να φέρω εικόνες λίγο πριν χάσω τις αισθήσεις μου, εγώ να πέφτω και ο Λουκάς να τρέχει μακριά και μετά τον Κρισ από πάνω μου να μιλά. «Ο Λουκάς ο παλιό…» δεν πρόλαβα να τελειώσω όταν άκουσα την πόρτα να ανοίγει. « Κρίστιαν πως είναι;» η Έλενα είχε ξεπροβάλει από το άνοιγμα της πόρτας κοιτώντας μια εμένα και μια τον αδελφό της ανήσυχη. «Αν ξεκουραστεί για σήμερα θα είναι όπως πάντα» χαμογέλασε συγκαταβατικά στην αδελφή του.
Καθίσαμε για λίγη ώρα μιλώντας για διάφορα που έγιναν μετά τον τσακωμό μου με τον Λουκάς και πως δεν θα τον έβλεπα για πολύ καιρό. Ήθελα η αλήθεια να ξέρω γιατί θα γλίτωνα από τον Λουκάς για λίγες μέρες; Τελικά αποφάσισα ότι δεν χρειαζόταν να μάθω και λεπτομέρειες. Με καληνύχτισαν και οι δυο και έμεινα πάλι μόνη μου στο δωμάτιο. Δεν είχα καμία όρεξη να ξανακοιμηθώ αλλά φαίνεται τα βλέφαρα μου είχαν άλλη άποψη.
Περπατούσα σε ένα σκοτεινό πέτρινο διάδρομο με πολύ λίγο φως που ερχόταν από κάποιους διασκορπισμένους πυρσούς που ήταν στερεωμένοι στον τοίχο. ‘Τι παράξενο γούστο’ Δεν υπήρχε τίποτα από τον διάδρομο για να καταλάβω που βρισκόμουν εκτός από μια πόρτα που βρισκόταν στο τέλος του διαδρόμου. Ήθελα να τρέξω με όλη μου την δύναμη προς το μέρος της, αλλά κάτι έκανε τους μύες σε όλο μου το κορμί να σφιχτούν, ένιωθα έντονο τον κίνδυνο να υπάρχει παντού. Δειλά δειλά ξεπέρασα τις φοβίες μου και άρχισα να βηματίζω προς την πόρτα, καθώς την πλησίαζα όλο και πιο πελώρια μου φαινόταν. Ήταν ξύλινη με διάφορα σύμβολα σκαλισμένα πάνω της. Έστεκα κοιτάζοντας την για αρκετά λεπτά χωρίς να ακούω τίποτα άλλο πέρα από την ξέφρενη καρδιά μου. Αν ήμουν σε κάποιου είδους ταινία τρόμου σίγουρα θα απέδιδα τον σωστό τόνο αγωνιάς. Στην σκέψη και μόνο δεν μπόρεσα να μην γελάσω, είχα τελικά πολύ παράξενο γούστο αστείων.

Έκανα να ανοίξω την πόρτα και προς μεγάλη μου έκπληξη δεν χρειάστηκε και πολύ προσπάθεια για να το πετύχω, ήταν ήδη ξεκλείδωτη. Το δωμάτιο που υπήρχε από την άλλη μεριά δεν είχε μεγάλη διαφορά από τον διάδρομο που μόλις είχα διασχίσει . Ήταν ένα πέτρινο στρογγυλό δωμάτιο που φωτιζόταν και αυτό από διάφορους στηριγμένους πυρσούς . Την προσοχή μου τράβηξε ένας καθρέφτης που υπήρχε στο κέντρο του δωματίου εξίσου μεγαλοπρεπές και ξύλινος με διάφορα σημάδια. Στάθηκα μπροστά του κοιτώντας το είδωλο μου μέσα στο γυαλί, τίποτα δεν φαινόταν διαφορετικό πάνω μου. Τίποτα αρχικά, όσο παρατηρούσα όλο και περισσότερο τον εαυτό μου το είδωλο μου άρχισε να αλλάζει σταδιακά, μετατρέποντας τα μαλλιά μου ήταν τραβηγμένα αυστηρά πίσω σε έναν κότσο, το πρόσωπο μου φαινόταν ταλαιπωρημένο με διάφορα σημάδια κοψίματος πάνω του.
Έβλεπα τον εαυτό μου να με κοιτά με το ίδιο τρομαγμένο ύφος, πως είχε γίνει αυτό τώρα. Αυτό που τράβηξε περισσότερο την προσοχή μου ήταν τα ρούχα, μια ενδυμασία που ούτε στην φαντασία μου είχα σκεφτεί ότι θα φορούσα. Ένα σκουρόχρωμο τζιν με διάφορες τσέπες και μια κάπα με κουκούλα που έφτανε μέχρι τα γόνατα μου, μαύρα αθλητικά. Καθώς με περιεργαζόμουν το βλέμμα μου έπεσε στην μέση και έμεινα εμβρόντητη με αυτό που αντίκριζα, στην μέση μου στερεωμένο κρεμόταν ένα σπαθί σε μια θήκη που είχε διάφορες λέξεις σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα.
Τι ήταν αυτό τώρα, από πού στο καλό είχαν εμφανιστεί αυτά πάνω μου και που στο καλό ήμουν τέλος πάντων…
«Σου πάνε τα ρούχα αναζητήτρια»
Μια φωνή από το πουθενά με έκανε να γυρίσω απότομα προς τα πίσω, τίποτα όμως δεν υπήρχε. Ένα κρύο αεράκι φύσηξε και οι πυρσοί έσβησαν μονομιάς, το σκοτάδι με κάταπιε αμέσως. Έπρεπε να φύγω από δω, διαισθανόμουν τον κίνδυνο παντού, σε όλο το κορμί μου. Προς τα πού ήταν η έξοδος…
Δυο δροσερά χέρια έπιασαν απαλά τους ώμους μου ακουμπώντας φευγαλέα τον γυμνό λαιμό μου. Ένα αίσθημα με πλημμύρησε, ένιωθα το σώμα μου να παραλύει, μια κραυγή φυλακισμένη στο λαιμό μου, δεν μπορούσα να κουνηθώ, ένιωθα φυλακισμένη στο ίδιο μου το σώμα. Έκλεισα τα μάτια μου παρακαλώντας όλο αυτό να τέλειωνε όταν άνοιγα τα μάτια μου, αλλά τίποτα ακόμα βρισκόμουν στο σκοτάδι παγιδευμένη.
«Μη με φοβάσαι, δεν έχω σκοπό να σε πειράξω»
Τι θες από μένα τότε; Σχημάτισα της λέξεις με τα χείλη μου αλλά δεν ακούστηκε τίποτα. Συνέχιζε ακόμα να με κρατά, αλλά δεν υπήρχε κάτι το απειλητικό στις κινήσεις του όχι ότι αυτό δεν άλλαζε το γεγονός ότι όλα ήταν λάθος. «Θα μπορούσες να φύγεις ξέρεις, έχεις την δύναμη να το κάνεις» η φωνή του ήταν απαλή και γλυκιά τόσο που με μάγευε και μόνο που την άκουγα, έμοιαζε σαν να καταλάβαινε τον φόβο μου και ήθελε να με κάνει να ηρεμίσω. Αν μπορούσα θα το είχα κάνει αυτό εδώ και ώρα. Ήξερα ότι όσο και να προσπαθούσα να ακουστώ τίποτα δεν ακουγόταν πέρα από τον τρόπο που χτυπούσε η καρδιά μου σαν τρελή.
Άφησε τα χέρια του να πέσουν από τους ώμους μου, αλλά η ανάσα του ακόμα χάιδευε τον λαιμό μου, πράγμα που φανέρωνε ότι ακόμα βρισκόταν πίσω μου. «Αλλά τότε δεν θα μπορούσα να σου πω αυτά που θέλω, και είναι η μόνη ευκαιρία που έχω» Με αυτά του τα λόγια κέντρισε πιο πολύ την περιέργεια μου, προσπάθησα να χαλιναγωγήσω τον φόβο μου και να καταλάβω που το πήγαινε. Ευκαιρία για πιο πράγμα; Έλπιζα έστω να μπορούσε να ακούσει τις σκέψεις μου. «Για αυτό που έρχεται αναζητήτρια». Ίσως τελικά και να μπορούσε. Πηρά μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να ηρεμίσω ακόμα.
Γιατί με αποκαλείς αναζητήτρια; «γιατί αυτό είσαι, γεννήθηκες για αυτή την αποστολή όπως και οι πρόγονοι σου» μιλούσε με έναν τρόπο σαν να περίμενε να το ξέρω λες και έλεγε κάτι συνηθισμένο κάτι αυτονόητο. Προσπάθησα να κουνηθώ αλλά δεν κατάφερα τίποτα ακόμα δεν ένιωθα το σώμα μου. Ένα απαλό γέλιο αντήχησε στα αυτιά μου «συγγνώμη για την λίγο άκομψη συμπεριφορά μου αλλά αν σε αφήσω ελεύθερη θα μου το κάνεις πιο δύσκολο» αυτή του η επισήμανση με εκνεύρισε παρά τα όσα είχαν γίνει μέχρι τώρα. Και ποιος είσαι εσύ που θα αποφασίσεις για μένα;… και στο κάτω κάτω που ξέρεις πως θα αντιδράσω; εδώ καλά καλά δεν ξέρω η ίδια. Άλλο ένα ειρωνικό αυτή τη φορά γέλιο ακούστηκε από πίσω μου, «άνθρωπος είσαι στο κάτω κάτω». Μόνο αυτό είχε να πει; ‘άνθρωπος είμαι; Έλα σώα και δεν το είχα καταλάβει.
Ένιωσα τα δροσερά του δάχτυλα να ακουμπούν τον καρπό μου, αν και δεν μπορούσα να δω τίποτα το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να ακούω και να νιώθω. «Ξέρεις μπορώ να ακούσω τις σκέψεις σου, είτε απευθύνεσαι σε μένα είτε στον εαυτό σου» Τα δάχτυλα του έκαναν αργούς κύκλους πάνω στο δέρμα του χεριού μου. «Θα με ακούσεις προσεκτικά για να τελειώνουμε και να γυρίσεις στην πραγματικότητα σου;» η φωνή του τώρα ακουγόταν πιο σοβαρή με έναν τρόπο που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Αναστέναξα απεγνωσμένα, όχι ότι μπορούσα να κάνω και πολλά. Αν μου πεις γιατί λες ότι γεννήθηκα για να είμαι αναζητήτρια, τότε μπορεί και να σε ακούσω…
«Συμβιβασμός, μάλιστα καλά τα πας για αρχή» ένα αεράκι άρχισε να φυσά ξανά αλλά αυτή την φορά δεν με ενοχλούσε τόσο. Επικρατούσε ηρεμία χωρίς να μιλά κανείς Λοιπόν;
Σταμάτησε να κρατά τον καρπό μου «αλήθεια δεν ξέρεις;» Αν ήξερα δεν θα ήταν λογικό να σε ακούσω για δυο λεπτά και να πας από κει που ήρθες; Ήταν τόσο σκοτεινά που δεν μπορούσα να δω την έκφραση του προσώπου του αν είχε θυμώσει ή όχι με την τόσο έντονη αυθάδεια μου. «ο χρόνος τελειώνει άκουμαι προσεκτικά τώρα σύντομα θα βρεθείς σε ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή, η σωστή επιλογή αποφάσεων είναι σημαντική ο χρόνος που δόθηκε σε σένα και τους προηγούμενους έχει τελείωση ή τώρα ή ποτέ όπως λέτε εσείς οι νέοι.» επικράτησε λίγη σιωπή την οποία εκμεταλλεύτηκα για να προσπαθήσω να καταλάβω τι εννοούσε. Τίποτα. Τίποτα ήταν το μόνο που έβγαινε για συμπέρασμα. «Στο ταξίδι δεν θα είσαι μόνη σου, αλλά άκουμαι προσεκτικά, ότι βλέπεις δεν σημαίνει ότι είναι αληθινό, εμπιστέψου σωστά…» σταμάτησε να φυσά, ακόμα απλωνόταν ένα απέραντο μαύρο φόντο.
«Και Μπρουκ, η δύναμη η αγάπη και η εμπιστοσύνη είναι το ίδιο πράγμα μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις για τον σωστό σκοπό ή και όχι. Εσύ θα αποφασίσεις πότε αξίζει». Η φωνή του ακουγόταν ποιο απόμακρη καθώς ολοκλήρωνε την πρόταση του. Περίμενε, δεν καταλαβαίνω τι εννοείς. Ποιος, ποιος είσαι;
Πάλι αυτό το ειρωνικό γέλιο «κάποιες ερωτήσεις δεν έχουν πάντα απαντήσεις, άπλα εμπιστέψου το ένστικτο σου μην φοβηθείς να το ακούσεις ακόμα και αν δεν ξέρεις αν πρέπει… είναι η ώρα να φύγεις τώρα , είσαι η τελευταία του είδους σου» Δεν ακουγόταν πλέον τίποτα καθόμουν μόνη στο σκοτάδι που σίγα σίγα άρχιζε να φωτίζετε το μέρος. Βρισκόμουν στον διάδρομο από οπού είχα έρθει πρωτύτερα, μόνο που τώρα δεν υπήρχε πόρτα στο τέλος του διαδρόμου, μόνο ένα παράθυρο. Άρχισα να τρέχω χωρίς ενδοιασμούς, αν έπρεπε να πηδήξω από το παράθυρο για να βγω έξω ας ήταν, δεν μπορούσα να μείνω λεπτό εδώ. Άνοιξα με φορά το παράθυρο και πήδηξα έξω πριν προλάβω να δω το ύψος που απλωνόταν κάτω.
Ανακάθισα στο κρεβάτι νιώθοντας ένα ασφυκτικό πνίξιμο. προσπάθησα να απομακρύνω το σκέπασμα με τα πόδια μου αλλά κατέληξα να εγκλωβίζομε περισσότερο. Η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμιζα ότι από λεπτό σε λεπτό θα έβγαινε από το στήθος μου. Προσπάθησα να πάρω βαθιές ανάσες για να καταφέρω να επανέλθω στην δική μου πραγματικότητα. Σηκώθηκα με πόδια τρεμάμενα. Αισθάνθηκα ανήσυχη και… θλιμμένη. Θλιμμένη και εντελώς άδεια.
Για να αλλάξω διάθεση φόρεσα το σορτσάκι και την φανέλα που μου είχε αφήσει ο Κρις στην καρέκλα του γραφείου. Μου ήταν λίγο μεγάλα αλλά αυτό ήταν το τελευταίο που με ενδιέφερε. Βγήκα από το δωμάτιο και κατευθύνθηκα προς το μπάνιο, λίγο κρύο νερό θα βοηθούσε κάπως την κατάσταση. Έριξα όσο περισσότερο νερό μπορούσα στο πρόσωπο μου και κοίταξα το είδωλο μου στον καθρέφτη. Το είδωλο μου είχε ανάκατα μαλλιά και κατακόκκινα μάτια. Δεν ήθελα ακόμη να ρισκάρω και να πέσω για ύπνο, χρειαζόμουν κάτι για να με ξυπνήσει και να διώξει μακριά τα όσα είχα ζήσει.
Έφυγα από το μπάνιο και πήγα κατά τις σκάλες. Τα πόδια μου ακροπατούσαν στα σκαλιά καθώς κατέβαινα. Είχα βρεθεί στον κήπο που υπήρχε στην πίσω μεριά του σπιτιού. Δεν είχα καταλάβει για πότε περπατούσα στα μικρά μονοπατάκια που διαγράφονταν στον πλούσιο κήπο. Έμεινα έκπληκτη όταν κατάλαβα ότι μέσα μου τρεμόπαιζε μια σπίθα θυμού για την οικογένεια μου. Το πώς όταν χρειαζόμουν κάποιον δικό μου δεν υπήρχε ποτέ, ακόμα και σε φασαρίες αν έμπλεκα άλλοι με φρόντιζαν. Το ότι η μητέρα μου με είχε παρατήσει έτσι χωρίς κανένα λόγο εμένα και τον πατέρα μου, το πώς έπρεπε να του συμπαρασταθώ και να αντέξω τα συχνά του ταξίδια για δουλείες. Ένιωσα την αναπνοή μου να βαραίνει, αυτή τη φορά από θυμό.
Ήταν ακόμα πολύ πρωί για να κάνει τον κόσμο να ξυπνήσει και να πάει στις δουλείες του ή ότι άλλο είχε.
«Υπνοβατείς;» ακούστηκε μια φωνή από πίσω μου.
Γύρισα έκπληκτη . Πίσω μου στεκόταν ο Κρις, ο οποίος με κοίταζε και έμοιαζε να διασκεδάζει και να απορεί παράλληλα. Δεν τον είχα ακούσει να με πλησιάζει.
« δεν με άντεχε άλλο το κρεβάτι σου και είπα να το αφήσω στην ηρεμία του»
Στα χείλη του τρεμόπαιξε ένα χαμόγελο. Έμοιαζε ξενυχτισμένος και πολύ κουρασμένος, είχα την αίσθηση ότι από λεπτό, σε λεπτό θα έπεφτε κάτω. «το ξενυχτίσαμε χτες βλέπω» πέρασα βιαστικά το χέρι μου μέσα στα μαλλιά μου προσπαθώντας να τα φτιάξω όσο γινόταν.
«Μπα, δεν μπορούσα να κοιμηθώ και πολύ» Η ευχάριστη διάθεση του ξαφνικά εξαφανίστηκε και φαινόταν να προβληματίζετε όλο και περισσότερο. «Πως είσαι;». Η φωνή του ήταν πιο πεζή καθώς με κοιτούσε στα μάτια όλο και πιο έντονα.
«Υπήρξα και καλυτέρα» αρκέστηκα να απαντήσω. Ήθελα να τον κάνω να αισθανθεί καλυτέρα, ότι και αν ήταν αυτό που τον είχε κάνει να σκοτεινιάσει τόσο δεν μου άρεσε.
Βρέθηκα στον αγκαλιά του χώνοντας το πρόσωπο μου στο στήθος του, αυτό φάνηκε να τον ξαφνιάζει το ίδιο όσο και μένα. Είχα αντιδράσει πριν καν το σκεφτώ, πιο παλιά το να τον περνώ αγκαλιά δεν μου προκαλούσε τόσο άγχος όπως αυτήν εδώ την στιγμή. «Ευχαριστώ… ευχαριστώ για όσα κανείς για μένα Κρις». Μείναμε για αρκετή ώρα σ’ αυτή την στάση χωρίς να μιλά κανείς, άκουγα τον χτύπο της καρδιάς του να χτυπά ρυθμικά, αργά.
Καθόμουν στον μεγάλο καναπέ του σπιτιού μου κοιτώντας έξω από το παράθυρο που βρισκόταν απέναντι μου. Είχα ζητήσει του Κρις να με πάει σπίτι, και παρά τις αντιρρήσεις του με είχε φέρει. Δεν είχε ξυπνήσει κανείς άλλος έκτος εμάς τους δυο. Ένιωθα ακόμα κουρασμένη αλλά φοβόμουν να κλείσω τα μάτια μου ακόμα, έπιασα ένα από τα βιβλία του πατέρα μου που είχε αφήσει πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού. Τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται. «ωραίος τίτλος, κατάλληλος για την περίσταση μου» μόρφασα και το αφίσα πάλι πίσω στην θέση του. Έκλεισα τα μάτια μου για λίγο αναστενάζοντας.
Μάλλον είχα αποκοιμηθεί γιατί όταν άνοιξα τα μάτια μου ο ήλιος βασίλευε έξω από το παράθυρο μου. Σηκώθηκα λίγο ζαλισμένη και κατευθύνθηκα προς την κουζίνα. Μια ωραία μυρωδιά γέμιζε τον χώρο, μόνο που δεν θυμάμαι να είχα φτιάξει κάτι εγώ. Όταν μπήκα μέσα είδα έναν άντρα λίγο πιο ψιλό από μένα να μαγειρεύει. «Μπαμπά;» ο άντρας γύρισε προς το μέρος μου με ήρεμο πρόσωπο.
«Μπρουκ, πως είσαι; Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω, έμαθα τι έγινε και ήρθα αμέσως» ήρθε κοντά μου σφίγγοντας με σε μια προστατευτική και δυνατή αγκαλιά. «Μπαμπά εγώ…»
« Τρόμαξα πολύ, θα μπορούσες να χεις πάθει κάποια διάσειση ή και πιο σοβαρά, μην μου το ξανακάνεις αυτό» με κοίταξε για λίγο πριν με αφήσει χαλαρώνοντας τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. «Φαντάζομαι θα πείνας. Το φαϊ θα είναι έτοιμο σε λίγα λεπτά»
Τον παρατηρούσα καθώς ετοίμαζε το δείπνο, έμοιαζε αρκετά αλλαγμένος από την τελευταία φορά που τον είχα δει. Αλλά για ένα πράγμα ήμουν σίγουρη, και αυτό ήταν η θαυματουργεί μαγειρική του. Όλα μύριζαν υπέροχα. Καθίσαμε στο τραπέζι και συζητούσαμε για το πώς ήμουν όλο αυτό τον καιρό που έλειπε, για τις δουλειές που είχε τελειώσει στο Μεξικό και για τα νέα ταξίδια που θα έκανε σύντομα. Ακουγόταν χαρούμενος με τα όσα μου εξιστορούσε. Πάντα μου έλεγε να πηγαίνω μαζί του, άσχετα που ήξερα ότι δεν ήθελε να αφήσω το σχολειό για να τον ακολουθώ για δουλείες που δεν με ενδιέφεραν κιόλας. Ήταν ο διευθυντής οικονομικών σε μια μεγάλη εταιρία και αναγκαζόταν να επισκέπτεται συχνά και άλλα μαγαζιά που είχε παγκοσμίως.
Μείναμε ως αργά μιλώντας για διάφορα, αλλά όταν με ρώτησε για τον Λουκάς δεν ήξερα τη να του πω, άπλα αρκέστηκα στο να προφταστώ ότι ένιωθα κουρασμένη και τον καληνύχτισα.
Η αλήθεια ήταν ότι είχα τεράστια αποθέματα ενέργειας για να κοιμηθώ από τώρα. Άνοιξα τον υπολογιστή μου και ξαφνιάστηκα όταν είδα ότι είχα πέντε e-mail, και όλα από τον Κρις έκτος από ένα . Από τον Λουκάς;
. Με τρεμάμενα χέρια πληκτρολόγησα τον κωδικό και το άνοιξα.
Ελπίζω να μην πίστευες ότι αυτό θα έμενε έτσι, σωστά;
Αύριο θα με συναντήσεις στην παλιά προβλήτα του κάτω λιμανιού,
το καλό που σου θέλω να είσαι μόνη σου. Και μην σκεφτείς κάποιο κολπάκι.
Στις 8:00 μ.μ θα είσαι εκεί αλλιώς θα έρθω εγώ να σε βρω.
Υ.Γ μην νομίζεις ότι μπλοφάρω, πάρτω σοβαρά.


Κοιτούσα την οθόνη του υπολογιστή μου, τα είχα τελείως χαμένα. Όντως δεν περίμενα να μείνει έτσι, θα φρόντιζα εγώ για αυτό, όμως αυτό το μήνυμα έκρυβε και πολλές άλλες απειλές που δεν ήταν γραμμένες. Η παλιά προβλήτα ήταν γνωστό στέκι για τις παράνομες συναλλαγές που γίνονταν τις νύχτες. Πηρά βαθιές ανάσες, υπήρχε τρόπος να τον αντιμετωπίσω ακόμα και εκεί, άπλα χιαζόμουν να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου. ‘Ένα ήταν σίγουρο, θα πήγαινα.’
Διάβασα τα υπόλοιπα μηνύματα αδιάφορα ενώ στην ουσία δεν κοιτούσα τίποτα. Είχα περάσει ολόκληρη την νύχτα χωρίς να έχω βρει κάποια λύση, δεν έπρεπε να μπλέξω κανέναν άλλο σε αυτή την ιστορία. Φόρεσα τα ακουστικά του i-pod και ανέβασα την ένταση στο μέγιστο.
Το πρωί όταν κατέβηκα στο σαλόνι το σπίτι ήταν άδειο, κατευθύνθηκα στην κουζίνα βάζοντας ότι έβρισκα για πρωινό. Ένιωσα την τσέπη μου να δονείτε και έβγαλα το κινητό μου, προς στιγμή ένιωσα ανακούφιση που στην κλίση ήταν ο Τζεϊς και όχι κανένας Λουκάς.
«Στον ύπνο σου με έβλεπες πρωϊνιάτικα;» προσπάθησα να καταπιώ όλο το γάλα από το κουτί που κρατούσα.
«Χα, καλημέρα και σε σένα! Πάντα σε βλέπω στον ύπνο μου ξέρεις» ακουγόταν πολύ ευδιάθετος ο τόνος της φωνής του στην άλλη γραμμή.
«Τι έγινε κέρδισες κανένα λαχείο και δεν μας το πες;» βολεύτηκα στην καρέκλα και άρχισα να φτιάχνω το πρωινό μου. «Δεν ξέρω για μένα, αλλά εσύ σίγουρα το κέρδισες, όταν έχεις εμένα διπλά σου.» δεν μπόρεσα να μην γελάσω. Πάντα έλεγε διάφορα τέτοια κολακευτικά για τον εαυτό του για να μου φτιάχνει την διάθεση, αλλά ήξερα ότι δεν είχε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, ήταν αρκετά προσγειωμένο σαν άτομο και αυτό ήταν κάτι που μου άρεσε πάνω του.
«τι είναι αυτό που ακούγετε; Τι τρως;» ακουγόταν σαν να το ευχαριστιόταν. Κατάπια την μπουκιά μου και χασμουρήθηκα, είχα ξεσκιστεί στον ύπνο αυτές τις μέρες πόσο ακόμα νύσταζα; «Με πήρες τηλέφωνο για να με ρωτήσεις τι τρώω ή να μου πεις κάτι άλλο, λίγο πιο σημαντικό;» δεν είχα σκοπό να ακουστώ τόσο κατηγορηματική.
« Λοιπόν σήμερα να φορέσεις τα καλά σου. Τέρμα η κλεισούρα και ο ύπνος» δεν φάνηκε να τον ενοχλεί και πολύ ο τόνος της δικής μου γκρινιάρικης φωνής. « Θα περάσω κατά της 8:00 μ.μ να σε πάρω» .
Στις 8:00 ; μα πως γινόταν αυτό το παιδί να πέφτει πάντα στις πιο ακατάλληλες στιγμές; Έπρεπε να αρνηθώ χωρίς να μάθει τα σχέδια τα όποια δεν είχα καν σχεδιάσει η ίδια. Έκλεισα τα μάτια αναστενάζοντας, τον τελευταίο καιρό αρνιόμουν οτιδήποτε και αν μου πρότεινε και έπρεπε πάλι να αρνηθώ. «Κοίτα δεν είναι και η πιο…»
«Δεν δέχομαι όχι για απάντηση, ξέχασα να σου το αναφέρω μάλλον, αλλά δεν είναι ερώτηση, άπλα σε ενημερώνω για το τι θα κάνουμε σήμερα» με είχε διακόψει γρήγορα χωρίς να αλλάξει πολύ τον τόνο της φωνής του ενώ ακόμα ακουγόταν ευδιάθετος. Σίγουρα θα έπαιρνα όρκο ότι τον είχε πειράξει η προσπάθεια μου να αρνηθώ. Ξανά.
«Αλήθεια δεν μπορώ, είναι η πιο ακατάλληλη από τις ακατάλληλες στιγμές που θα μπορούσες να διαλέξεις» ένιωθα τις τύψεις να έρχονται σίγα σίγα. Ιδίασα το μπολ με τα δημητριακά στον νεροχύτη και κατευθύνθηκα προς το σαλόνι. «Και εγώ αλήθεια σου λέω ότι στις 8:00 μ.μ θα είμαι έξω από την πόρτα σου με λουλούδια και με την πιο καλή διάθεση που διαθέτω» .‘Ο διάολε πως έμπλεξα έτσι, δεν μπορούσα να τον πληγώσω στήνοντας τον, ήταν ο καλύτερος μου φίλος, αλλά και πάλι άμα δεν πήγαινα στην συνάντηση με τον Λουκάς τα πράγματα πολύ πιθανόν να κατέληγαν χειρότερα. Άσε που και να μην πήγαινα δεν υπήρχε περίπτωση να γλίτωνα, άπλα θα τον έβαζα στον να έρθει εκείνος σε μένα, αλήθεια αυτό ήταν που θα ήθελα να γίνει; Ζύγισα λίγο την κατάσταση ίσως και να υπήρχε κάποια λύση αν κατάφερνα και έβγαινα σώα από τα χέρια του Λουκάς.
«Άκου πως έχει το πράγμα Τζεϊς, δεν μπορώ στις 8:00 αλλά ίσως, και τονίζω το ίσως πιο μετά να είμαι πιο εύκαιρη. Είναι η μόνη λύση που υπάρχει» Αν δεν δεχόταν την απόρριψη μου, τουλάχιστον αυτό, από το να έχω στο μυαλό μου ότι θα στέκετε μόνος του έξω από την πόρτα του σπιτιού μου να με περιμένει, ήταν η μόνη λύση για να μην τον πληγώσω, και ο μόνος τρόπος να βρεθώ και με τον Λουκάς. Για λίγα λεπτά δεν ακουγόταν τίποτα στο ακουστικό, περίμενα μήπως και είχε πάθει κάποια διακοπή από την άλλη γραμμή.
«Ωραία αν δεν υπάρχει άλλος τρόπος, τότε θα είμαι έτοιμος και θα σε περιμένω μέχρι της 9:00 να με πάρεις τηλέφωνο.» Πάλι διακοπή μερικών δευτερολέπτων, τον άκουσα να αναστενάζει πριν συνεχίσει. «Αλλιώς θα έρθω και θα σε πάρω σηκωτη». Μιλήσαμε για λίγη ώρα ακόμα πριν το κλείσω και αρχίσω να κάνω κάποιες δουλείες στο σπίτι.



Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
 
Χρονολογώντας το συναίσθημα
Επιστροφή στην κορυφή 
Σελίδα 1 από 1

Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτήΔεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Bella And Edward :: Midnight Inspirations :: Fanfictions-
Μετάβαση σε: