Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.
Η συνέχεια της διάσημης σειράς βιβλίων έρχεται στα βιβλιοπωλεία στις 4 Αυγούστου με τίτλο «Midnight Sun» και αφηγείται την ιστορία του «Λυκόφωτος» από την πλευρά του Edward Cullen.
"Bella is with Edward. She's a part of this family, and we protect our family."
Carlisle Cullen, Twilight
Character of the Week
Rosalie Lillian Hale
(born 1915 in Rochester, New York) is a member of the Olympic coven.
She is the wife of Emmett Cullen and the adoptive daughter of Carlisle and Esme Cullen, as well as the adoptive sister of Jasper Hale (in Forks, she and Jasper pretend to be twins), Alice, and Edward Cullen.
Rosalie is the adoptive sister-in-law of Bella Swan and adoptive aunt of Renesmee Cullen, as well as the ex-fiancée of Royce King II.
Στο κατώφλι µιας νέας εποχής για τη Ροδεσία, η Μάντριγκαλ, έχοντας χάσει τον άντρα της λίγες µονάχα ώρες µετά τον γάµο τους, θρήνησε βαθιά την απώλειά του και αποφάσισε να ζήσει µε τη θύµησή του. Όµως δεν φαντάστηκε ποτέ πως θα της ζητούσαν να πάρει τη θέση της συζύγου του βασιλιά.
Ο βασιλιάς Έντουαρντ, αφού γνώρισε την απόλυτη ευτυχία δίπλα στη γυναίκα που λάτρεψε όσο καµία, την Άµπερλιν, δέχτηκε το σκληρότερο χτύπηµα της µοίρας όταν εκείνη πέθανε πριν προλάβει να φέρει στον κόσµο το παιδί τους. Ωστόσο, προκειµένου ν' ανταποκριθεί στα βασιλικά του καθήκοντα και να χαρίσει έναν διάδοχο στη Ροδεσία, είναι υποχρεωµένος να παντρευτεί ξανά και απ' όλες τις υποψήφιες επιλέγει τη Μάντριγκαλ.
Μήπως όµως το όνοµα της νέας του συζύγου κουβαλά µια σκοτεινή µοίρα; Άραγε υπάρχει ελπίδα να αλλάξει το πεπρωµένο; Θα καταφέρει η Μάντριγκαλ να ξυπνήσει την αγάπη στην καρδιά του άντρα και βασιλιά της; Κι εκείνος θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τα αισθήµατά του πριν χάσει τα πάντα για άλλη µια φορά;
Κοιτούσα έξω από το παράθυρο τον συννεφιασμένο ουρανό… Η ψυχολογική μου διάθεση παρέμενε σταθερή παρά τις μελαγχολικές εικόνες που ήθελε να μου μεταφέρει το τοπίο. Αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στον Έντουαρντ… Ένα χρόνο μετά την γνωριμία μας και όλα κυλούσαν αρμονικά τίποτα δεν ήταν ικανό να επισκιάσει την αγάπη μας! Μ’ αγαπούσε και τον αγαπούσα με το ίδιο πάθος, αυτό τα λέει όλα, νομίζω…
Όταν αποφασίσαμε να συζήσουμε ήμουν ακόμα αναποφάσιστη αν όλο αυτό δεν θα πήγαινε καλά…;Τι θα κάναμε; Τελικά ο χρόνος με διέψευσε… τα πράγματα εξελίχτηκαν ακόμα καλυτέρα! Ζούσαμε σε ένα βολικό σπίτι στη Νέα Υόρκη , σε καμία περίπτωση ένα τέτοιο σπίτι δεν το έλεγες μικρό… Τα χρήματα του Έντουαρντ ήταν περισσότερο από αρκετά αφού ήταν καταξιωμένος διευθυντής οικονομικών. Έτσι το αγόρασε…
Ο μεγάλος κήπος του σπιτιού στολίζονταν από ψηλόλιγνα δέντρα, γύρο τους όμορφες μωβ λεβάντες έκαναν την παρουσία τους… Μοσχοβολούσε ο τόπος… Ένα ξεχωριστό λουλούδι έκανε την διάφορα, το νυχτολούλουδο , έμοιαζε με θάμνο τα σκουροκίτρινα φύλλα του μου θύμιζαν τόσο τα πράσινα μάτια του Έντουαρντ… Τα κιτρινωπά λουλούδια του ανέδιδαν μια γλυκιά μυρωδιά κατά την διάρκεια της νύχτας… σχεδόν αφοπλιστική!
Το βλέμμα μου περιπλανήθηκε στο χώρο… την προσοχή όμως μου έκλεψε το αγγελικά πλασμένο πρόσωπο του! Κοιμόταν… Τα χείλια του είχαν μείνει μισάνοιχτα ενώ η έκφραση του πρόδιδε ένα ελαφρό μειδίαμα!
Σε λίγες μέρες θα γνώριζα την μητέρα του, μιλούσε λίγο γι’ αυτό και ειδικά για τον πατερά του… Κάτι τον βασάνιζε σχετικά με το θέμα! Ποτέ όμως δεν θέλησε να μου το εκμυστηρευτεί ,όποτε δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο από το να σεβαστώ την απόφαση του… Ίσως κάποια στιγμή να μου το αποκάλυπτε ο ίδιος!
Ξάπλωσα δίπλα του με ήρεμες ,χαλαρές κινήσεις για να μην τον ξυπνήσω…
«Μπέλλα;» είδα αυτά τα πανέμορφα ζουμερά χείλια να ανοιγοκλείνουν προφέροντας το όνομα μου…
«Σσσς γλυκέ μου κοιμήσου δεν ήθελα να σε ξυπνήσω» αυτόματα έβαλε τα χεριά του στη μέση μου και με έσυρε προστατεύτηκα κοντά του… αμέσως έκλεισα τα μάτια μου φυλακίζοντας στο μυαλό μου ακριβώς αυτή την εικόνα… του Έντουαρντ! Ώσπου αισθησιακά όνειρα έκαναν την εμφάνιση τους…
~*~~~*~~~*~~~*~~~*~
Το επόμενο πρωί με βρήκε μόνη… Άπλωσα τα χέρια μου προς την μεριά του, τα κρύα σεντόνια όμως μου δήλωσαν την απουσία του. Αναδεύτηκα για λίγο στο κρεβάτι μέχρι που θυμήθηκα πόσο σημαντικές δουλειές με περίμεναν… Είχα πάρει ρεπό από την δουλεία μου για δυο εβδομάδες. Ο Έντουαρντ αποφάσισε να πάρει μια εβδομάδα πριν φύγουμε… Όλες οι υποχρεώσεις φυσικά έπεσαν επάνω μου… Φτιάχνοντας πρωινό είδα κολλημένο στο ψυγείο ένα χαρτάκι με τον καλλιγραφικό χαρακτήρα του Έντουαρντ.
«Ήσουν τόσο μαγευτικά όμορφη, σαν νεράιδα, δεν μου πήγαινε η κάρδια να σε ξυπνήσω… Να έχεις μια υπέροχη μέρα! Σ’ αγαπώ πολύ Έντουαρντ» Χαμογέλασα ασυναίσθητα, χάιδεψα το χαρτί, το έφερα κοντά στην μύτη μου… το άρωμα του απορροφημένο από το χαρτί μου τρυπούσε τα ρουθούνια. Ήπια μια γούλια από τον καφέ μου, η γερή δόση καφεΐνης ξύπνησε τον εγκέφαλο μου που επιτέλους λειτούργησε κανονικά.
Το κρύο αεράκι πλέον μου φυσούσε τα μαλλιά στέλνοντας κύματα ανατριχίλας σε όλο μου το κορμί. Μπήκα γρήγορα στο αυτοκίνητο σκεπτόμενη τον προορισμό που θα έπαιρνα πρώτα. Ο δρόμος όπως κάθε συνηθισμένη μέρα είχε κίνηση… Ήταν αφόρητο να περιμένεις με τις ώρες στην ουρά, έχανες όλη την ημέρα σου. Τελικά πάρκαρα…
Περπάτησα με τα πόδια καμπόσα τετράγωνα για να ανακαλύψω αυτό που έψαχνα. Ένα μαγαζί με ειδή εξοπλισμού. Αγόρασα ένα κολλητό κολάν ιππασίας, μπότες και το στενό γελέκο που φορούσαν συνήθως όσοι ίππευαν άλογα! Ο Έντουαρντ θα τρελαινόταν αν με έβλεπε μπροστά του με αυτά τα ρούχα. Θα καταλήγαμε να κάνουμε ερώτα σε καμία γωνία του στάβλου… Το πρόσωπο μου σίγουρα φαινόταν αναψοκοκκινισμένο από τις σκηνές ερωτικού περιεχομένου που περνούσαν από το μυαλό μου, κάτι που με έκανε να ντραπώ ρίχνοντας το κεφάλι μου προς τα κάτω… Αγόρασα ακόμα κάποιες μπλούζες για τον Έντουαρντ!
Το μόνο που έλειπε από την λίστα μου ήταν το δώρο που θα έπαιρνα στην μητέρα του… Δύσκολη απόφαση!! Ύστερα από πολύωρη προσπάθεια κατέληξα απογοητευμένη μην ξέροντας τη θα της άρεσε περισσότερο. Αποφάσισα να επιστρέψω στο σπίτι και να ζητήσω την βοήθεια του Έντουαρντ την ήξερε καλυτέρα, όπως και να το κάνουμε μητέρα του ήταν!
~*~~~*~~~*~~~*~~~*~
Φόρεσα ένα καυτό μαύρο σορτσάκι και η κολλητή μπλούζα μου διέγραφε το καλοσχηματισμένο μου σώμα! Μαγείρευα το αγαπημένο του φαγητό, μακαρόνια με κόκκινη πικάντικη σάλτσα. Ο χρόνος έξαλλου δεν μου έφτασε για κάτι πιο σύνθετο…
«Αγάπη μου γύρισα…» άκουσα την βελούδινη φωνή του και έπειτα τον ήχο από το κλείσιμο της πόρτας. Χωρίς να μιλήσω έτρεξα κατευθείαν κοντά του σφραγίζοντας αυτά τα ποθητά χείλη με ένα φιλί… Από το πρωί τον είχα ανάγκη…
«Μμμ τι υποδοχή, για τον άντρα του σπιτιού» το μικρό γελάκι που εμφανίστηκε στο πρόσωπο του με εκνεύρισε και του έδωσα ένα μπατσάκι στον ωμό.
«Ε, τι είπα» η απορία ήταν χαραγμένη στο πρόσωπο του.
«Με ειρωνεύτηκες» μίλησα προσποιούμενη την θυμωμένη!
«Απλά χάρηκα που σου έλειψα τόσο πολύ Μπέλλα, αυτό είναι όλο» σήκωσε τα χεριά του περνώντας με μια ζεστή αγκαλιά.
«Σου έφτιαξα το αγαπημένο σου φαγητό» δήλωσα.
«Πάω να βγάλω αυτά τα άβολα ρούχα και έρχομαι, πεινάω σαν λύκος. Πρόσεχε μην σε φάω κοκκινοσκουφίτσα μου» ’’που τέτοια τύχη’’ έλεγε μια φωνούλα μέσα μου. Ανέβηκε την σκάλα που οδηγούσε στο δωμάτιο μας ενώ εγώ έμεινα να τον κοιτάζω αποσβολωμένη. Την πάτησα για τα καλά με αυτόν τον άντρα!
«Μην αργήσεις» φώναξα μετά από λίγο λες και θα άκουγε. Κούνησα το κεφάλι μου με την αφέλεια μου και έστρωσα τραπέζι. Τον είδα να κατεβαίνει τα σκαλιά μερικά λεπτά αργότερα φορώντας μια μαύρη φόρμα ,χωρίς μπλουζάκι με αυτούς τους εξαίσιους κοιλιακούς που διαγράφονταν καθαρά στο σώμα του.
Τα ανακατεμένα του μαλλιά με προκαλούσαν να τους χιμήξω, τον ήθελα κολασμένα, όπως ένας αλκοολικός αναζητά να βρει ποτό και ένας ναρκωμένης την δόση του, με τόση μανία! Δεν τον βαριόμουν ποτέ…
«Μπέλλα με κοιτάς απαιτητικά ή είναι η ιδέα μου;» μίλησε καθώς καθόταν στο τραπέζι…
«Περιμένω να με ανταμείψεις σήμερα» τα λόγια μου βγήκαν προκλητικά.
«Μου αρέσει όταν παίρνεις τα ηνία μωρό μου» το βλέμμα του πολλά υποσχόμενο με έκανε να ανάβω περισσότερο αλλά η αποκορύφωση ήταν τα χάδια που άπλωσε στο κορμί μου έστω και για λίγο…
«Σου υπόσχομαι ότι θα ξεχάσεις το όνομα σου» προς το παρόν η απάντηση που μου έδωσε με ικανοποίησε. Ήμουν σκεπτική όλη την ώρα που τρώγαμε. Έσπαγα το κεφάλι μου τη δώρο θα έπαιρνα τελικά στην μητέρα του.
«Τι σε απασχολεί;» Με ήξερε καλά, μπορούσε να αποκρυπτογραφήσει κάθε γωνία του προσώπου μου, κάθε έκφραση…
«Δεν ξέρω τι δώρο να κάνω στην μητέρα σου» μετά από την απάντηση μου τα χαρακτηρίστηκα του μαλάκωσαν ενώ του ξέφυγε ένα χαρακτηριστικό γελάκι! «Μπορώ να σε βοηθήσω εγώ αν θες, να διαλέξεις» Μια ανακουφιστική ανάσα βγήκε από μέσα μου.
«Ήλπιζα να το έλεγες…»
~*~~~*~~~*~~~*~~~*~
Ώρες ψάχναμε για δώρο… Στο τέλος καταλήξαμε σε μια καρφίτσα αντίκα σε σχήμα τριαντάφυλλου… στρώσεις ανθού έκαναν την εμφάνιση τους, τα φύλλα σε χρώμα πράσινο έδιναν μια άλλη νότα… μικρά ανοιχτοπράσινα διαμαντάκια έκαναν την εμφάνιση τους… Πράσινο… παντού κυριαρχούσε το πράσινο!! Στα μάτια του… σε σημείο εμμονής για την σκέψη μου.
«Μπέλλα ξέρεις και η μητέρα μου έχει πράσινα μάτια, από αυτήν τα πηρά, βρήκαμε το κατάλληλο δώρο» απάντησε σαν να διάβασε την σκέψη μου.
«Να θυμηθώ να την ευχαριστήσω τότε γι’ αυτό…» του έδωσα ένα από τα πιο λαμπερά μου χαμογέλα!
~*~~~*~~~*~~~*~*
Σπόιλερ:
[size=14]Με έριξε στο κρεβάτι, απαλά τα χεριά του μετακινηθήκαν ανάμεσα στα μπούτια μου κάνοντας με να αναριγήσω από ευχαρίστηση! Ώρες πριν περίμενα αυτή την κατάληξη… και να που έφτασε η ώρα. Τα χείλια του έπαιζαν με το λοβό του αυτιού μου ενώ τα χεριά του είχαν πάρει φωτιά προς κάθε κατεύθυνση… Η κοιλία μου έστελνε μικρές συσπάσεις και μικρά βογγητά έφευγαν που και που από το στόμα μου! Το πράσινο των ματιών του σπινθήριζε στο σκοτάδι.
«Έντουαρντ» ήταν το μόνο που κατάφερα να ψελλίσω.
«Κρατάω τις υποσχέσεις μου» κατάφερε να πει μέσα στον παραλογισμό της κατάστασης και στον παραλογισμό του νου μας! Ακούμπησε το χέρι του στο σημείο που τον είχα ανάγκη, τα υγρά μου τον προκαλούσαν, τον ταξίδευαν σε ένα κόσμο χωρίς επιστροφή λες και βρίσκονταν σε κατάσταση νιρβάνας.. Αμέσως ένιωσα τον ερωτικό μου χυμό να τρέχει στα δάχτυλα του. Τράβηξε το χέρι του γλύφοντας το μέχρι να απολαύσει στο έπακρο τον εσωτερικό μου κόσμο… Τοποθέτησε άλλη μια φορά το μεσαίο του δάχτυλο μέσα μου και αναστέναξα!
«Σε θέλω» έλεγα ανάμεσα στο παραμιλητό μου…
Ένιωσα τον ανδρισμό του μέσα από τα ρούχα του έτοιμο να εκραγεί! Τον ξέντυσα όπως έκανε πριν με έμενα , τίποτα δεν εμπόδιζε το άγγιγμα μας να γίνει πιο έντονο! Ο ερωτικός παροξυσμός μας έφτανε στην κορύφωση του καθώς τα χεριά του τύλιξαν το στήθος που παίζοντας με τις ρώγες μου εναλλάσσοντας την τριβή των χεριών του με την γλωσσά του…
Το σώμα μου έπαιρνε ολόκληρο φωτιά… Με μια απότομη κίνηση μπήκε μέσα μου! Ένα βογγητό του ξέφυγε, ήταν σαν κάτι να τον τραβούσε όλο και προς τα μέσα ,σαν να ήθελε να τον κατασπαράξει… Κουνιόταν με αργούς ρυθμός με συγκεκριμένο ρυθμό…
«Μπέλλα…» ξεφύσησε και άφησε μετέωρη για λίγο την πρόταση… Ενώ έμπαινε ακόμα πιο βαθιά μου φτάνοντας στο τέρμα μου.
«Στο ορκίζομαι εσύ θα με πεθάνεις…» ομολόγησε.
Προσπαθούσαμε να ανακουφίσουμε το αίσθημα μας να κοντρολάρουμε τους εαυτούς μας… όμως ήταν ανώφελο.
Παραδόθηκα στην λάβρα της αποκορύφωσης που έφτανε!! Οι γρήγορες κινήσεις του έγιναν απαιτητικές ,τα κορμιά μας ενώνονταν πάλι και πάλι… Ώσπου το μακρόσυρτο βογγητό μας προσπαθούσε να σκεπάσει τους τοίχους του δωματίου…
~*~~~*~~~*~~~*~*~
Οι μέρες περνούσαν κάπως έτσι… Βρισκόμασταν στο αυτοκίνητο με προορισμό την Μασαχουσέτη σε λίγες ώρες θα γνώριζα επιτέλους την μητέρα του. Μακάρι να πήγαιναν όλα καλά και να με συμπαθούσε.
«Σε πόσες ώρες φτάνουμε;»
«Ξεκινήσαμε αργά άρα θα καθυστερήσουμε, τα μεσάνυχτα θα είμαστε εκεί» είδα με την άκρη του ματιού μου να το διασκεδάζει αυτό το ταξίδι!
Μπορεί να ήταν κουραστικό με τόσες ώρες διαδρομή αλλά άξιζε τον κόπο… Λίγες ήρεμες μέρες για μας… Να τις αφιερώσουμε στην σχέση μας αποτελούσε μεγάλο πόλο έλξης! Όποτε μαζί του θα πήγαινα ακόμα και πιο μακριά… Και μετά πάλι επιστροφή στην καθημερινότητα μας!!!
«Η μητέρα σου θα μείνει ξύπνια ως τόσο αργά; Μήπως να μην την ταλαιπωρήσουμε με το να μας περιμένει»
«Μην ανησυχείς, την ειδοποίησα να μην μας περιμένει, θα μας δει το πρωί. Καλύτερα για μας…» μου έκλεισε το μάτι υπονοώντας κάτι που αδυνατούσα την συγκεκριμένη στιγμή να καταλάβω…
«Έντουαρντ δεν θέλεις να την δεις;» μάλλον έβγαζα λάθος συμπεράσματα όμως όλα του τα λόγια κατέληγαν εκεί.
«Δεν είναι αυτό Μπέλλα, δεν σου κρύβω ότι μου έλειψε πολύ. Μέτα το θάνατο του πατέρα μου ήταν το μοναδικό μου στήριγμα»
«Τότε;»
«Απλά είναι συντηρητική θα μας βάλλει σε ξεχωριστές κρεβατοκάμαρες» Ωραίες διακοπές σκέφτηκα από μέσα μου…
Ελπίζω να είναι το μόνο ελάττωμα της αλλιώς δεν ξεκινήσαμε καλά με την Ελίζαμπεθ.
«Μα…» προσπάθησα να αντισταθώ. Άλλα ο Έντουαρντ ήταν αδιάλλακτος.
«Δεν έχει μα Μπέλλα με αυτές τις αντιλήψεις μεγάλωσε αυτές ακολουθεί» Θλίψη αποτυπώθηκε στα μάτια μου και όλος ο ενθουσιασμός μου γι’ αυτό το ταξίδι χάθηκε.
«Ξέρεις πως δεν μπορώ να κοιμηθώ μακριά σου» προσπάθησα άλλη μια φορά να τον λογικέψω, μπας και πείσει την μητέρα του να μείνουμε μαζί.
«Κάτι έχω στο μυαλό μου γι’ αυτό της είπα να κοιμηθεί»
«Εξήγησε μου και έμενα να καταλάβω γιατί στο λέω θα τρελαθώ» έψαχνα έστω και το παραμικρό ίχνος για μια πληροφορία.
«Θα σε βάλλω στο δωμάτιο μου κρυφά» με κοίταξε και το στραβό του χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο του… όσο για την πονηρή του μάτια θα το αφήσω ασχολίαστο!!!
Φτάσαμε αργά το βράδυ στο αγρόκτημα όπως το υπολόγισε ο Έντουαρντ… Στη διαδρομή έκανα τόσες διαφορετικές σκέψεις για το πώς μπορεί να ήταν το σπίτι. Η φαντασία μου το είχε αδικήσει! Αν και το σκοτάδι το τύλιγε με το μαύρο του χρώμα αυτό δεν έχανε την επιβλητικότητα του. Το λιγοστό φως που προερχόταν από τα σποτάκια του κήπου μου έδειχνε τις απαραίτητες λεπτομέρειες…
Ένα μεγάλο διώροφο ,βαμμένο με λευκό χρώμα σπίτι ξεπρόβαλε μπροστά μου… Ήμασταν ακόμα μακριά για να το διακρίνω καλυτέρα. Εξωτερικά η σιδερένια πύλη άνοιξε μονή της, μάλλον λειτουργούσε με κάποιο μηχανισμό αναγνώρισης… Επίσης έγραφε κάποια αρχικά που δεν καταλάβαινα…
«Καλωσόρισες αγάπη μου στο αγρόκτημα του Μαύρου αλόγου των Κάλεν» Τον κοίταξα σαν να μην πίστευα στα μάτια μου… Τελικά μου λύθηκε η απορία για τα αρχικά Μ.Α.Κ .Η ζεστασιά που εξέπεμπε μου ελάφρυνε όλο το άγχος της ημέρας… Πηρέ μακριά όλες τις αρνητικές σκέψεις!
Μέχρι να πλησιάσουμε κοντά περάσαμε μέσα από πανύψηλα δέντρα… Το γρασίδι, αναμεμειγμένο με χώμα άφηνε μια ευχάριστη μυρωδιά φρεσκάδας στα ρουθούνια μου! Ο καθαρός αέρας με παρέσυρε… Όσο προχωρούσαμε με το αυτοκίνητο τόσο έβλεπα ότι η έκταση γινόταν όλο και μεγαλύτερη… Το γρασίδι απλώνονταν χιλιόμετρα πιο περά! Ο Έντουαρντ δεν με ενόχλησε καθόλου όσο περιεργαζόμουν το χώρο… Καθώς παρατήρησε ότι χανόμουν στα μονοπάτια της έκστασης!
Ένα τέτοιο τοπίο πραγματικά δεν θα μπορούσε να αφήσει κανένα αδιάφορο… Το πρωί θα το εξερευνούσα σίγουρα, θα υπήρχαν τόσα πράγματα να ανακαλύψω!
«’Εντουαρντ που βρίσκονται τα άλογα;» απορούσα με την μοναδική ερώτηση που μου ήρθε στο μυαλό. Όμως ανυπομονούσα τόση ώρα να τα δω…
«Στο στάβλο αγάπη μου ,βρίσκεται στην αριστερή πλευρά του αγροκτήματος. Από εδώ λίγο δύσκολο να τα δεις, αλλά αύριο θα σε πάω εκεί κατευθείαν»
«Όμως δεν μου είπες τις εντυπώσεις σου για το μέρος, δεν σου άρεσε;» Η ανεξιχνίαστη μάτια του μου προκαλούσε νευρικότητα… Ίσως ήθελε να με ψαρέψει… Επειδή δεν έβγαλα μιλιά όλη αυτή την ώρα. Όμως αποκλείεται να μην κατάλαβε την επίδραση που ασκούσε αυτό το μέρος επάνω μου…
«Είναι…» Τα λόγια προσπαθούσαν να βγουν με δυσκολία από το στόμα μου. Ούτε μια πρωτότυπη λέξη δεν μπορούσε να διαγραφτεί στα χείλια μου… Όποτε κατέληξα σε μια λέξη που δεν σε πρόδιδε ποτέ…
«Τέλειο» ολοκλήρωσα την πριν πρόταση μου!
Το αυτοκίνητο σταμάτησε έξω από μια ξύλινη πόρτα στο χρώμα της κερασιάς… Ο Έντουαρντ έκανε το κύκλο του αυτοκίνητου για να μου ανοίξει την πόρτα… Ανεβήκαμε τρία μικρά σκαλιά που βρίσκονταν στην μικρή βεράντα!
Κόκκινα και άσπρα τριαντάφυλλα αγκάλιαζαν τα κάγκελα… Ενώ στα μπαλκόνια του επάνου ορόφου υπήρχαν πολλά πολύχρωμα παρτέρια! ’’Ένα στοιχείο ακόμα για την Έλιζαμπεθ, αγαπούσε τα λουλούδια. Τουλάχιστον βρήκα και δεύτερο κοινό στοιχειό μεταξύ μας εκτός από τον Έντουαρντ’’ .
Ο εσωτερικός χώρος οδηγούσε σε ένα μεγάλο διάδρομο που κατέληγε στο σαλόνι… Αριστερά η στριφογυριστή σκάλα οδηγούσε στα υπνοδωμάτια! Ακολούθησα τον Έντουαρντ στο δωμάτιο του… Πίσω από την ξύλινη πόρτα βρισκόταν ένας παράδεισος. Το δωμάτιο εξέπεμπε μια ομορφιά που παρόμοια του δεν είχα δει… Οι τοίχοι στην απόχρωση του κίτρινου μου θύμιζαν τόσο τα λουλούδια του κήπου μου, μου έλειπε πολύ το σπίτι.
Μια διπλή κρεβατοκάμαρα έκανε την εμφάνιση της στο κέντρο του δωματίου. Απέναντι από το κρεβάτι υπήρχαν δυο πολυθρόνες και στη μέση ένα τραπεζάκι, ήταν ευρύχωρο ,ευάερο, και ευήλιο δωμάτιο… συνδύαζε όλες τις αγαπημένες φρεσκάδες του πλανήτη. Η ιδέα του τελικά να με φέρει κρυφά στο δωμάτιο ήταν αρκετά θελκτική. Ο Έντουαρντ με ανασήκωσε στα χέρια του μεταφέροντας με απαλά στο κρεβάτι. Δεν έχασε χρόνο έπιασε απαλά την μπλούζα μου προσπαθώντας να μου την βγάλει, όμως για κακή μου τύχη πιάστηκε το μενταγιόν μου ανάμεσα σε μια ξηλωμένη κλωστή που υπήρχε στην μπλούζα μου και κόπηκε.
«Γαμώτο. Κοίτα γκαντεμιά… » η αγανάκτηση στην φωνή μου ήταν ευδιάκριτη. Ο Έντουαρντ σταμάτησε αυτόματα αυτό που έκανε με την υπερβολική αντίδραση μου.
«Τι έγινε μωρό μου;» ρώτησε με μεγάλο ενδιαφέρον και ένα ερωτηματικό είχε χαραχτεί στα χαρακτηριστικά του.
«Κόπηκε το αγαπημένο μου μενταγιόν Έντουαρντ…» είπα και ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια μου.
«Είναι ότι μου έχει απομείνει από τους γονείς μου» η φωνή μου πρόδιδε την θλίψη μου. Μέσα στο μενταγιόν περιλαμβάνονταν μια φωτογραφία των γονιών μου πριν σκοτωθούν σε εκείνο το καταραμένο δυστύχημα. Το μόνο που είχα στο κόσμο πλέον από αυτούς ,το μοναδικό να μου τους θυμίζει. Η κάρδια μου σφίχτηκε και ο πόνος επανήλθε δριμύτερος, οι δικοί μας άνθρωποι σίγουρα μένουν βαθιά ριζωμένοι μέσα μας μετά το θάνατο τους, μένουν χαραγμένοι στην ύπαρξη μας και ζουν μέσα από εμάς… Όμως εγώ ήθελα να τους κουβαλώ μαζί με το μενταγιόν, μου έδινε δύναμη και είχε γίνει η δεύτερη φύση μου, μου ήταν αδύνατο να το αποχωριστώ.
«Μην στενοχωριέσαι αγάπη μου» είπε δίνοντας μου ένα γλυκό φιλί στο μέτωπο. «Ξέρω ποσό πολύτιμο είναι για σένα. Όταν πάμε στην Νέα Υόρκη θα το πάω στο καλύτερο κοσμηματοπωλείο να στο επισκευάσει» με κοίταξε με συμπόνια και εγώ στηρίχτηκα σε αυτή την μάτια.
Τότε μόνο τον άφησα να συνεχίσει το ερωτικό μας ταξίδι…
~*~~~*~~~*~~~*~~~*~
Το πρωί ο Έντουαρντ σηκώθηκε νωρίς για να κάνει ένα μπάνιο… Έτσι σκέφτηκα να του κάνω μια μικρή εκπληξούλα. Έβγαλα εσώρουχα που φορούσα το βράδυ και έμεινα εντελώς γυμνή. Σηκώθηκα κατευθυνόμενη προς την πόρτα του μπάνιου. Όμως εκείνη την στιγμή άνοιξε η κεντρική πόρτα του δωματίου με πάταγο.
Γύρισα απότομα τρομοκρατημένη. Βρέθηκα αντιμέτωπη ,γυμνή και πάνω απ’ όλα εκτεθειμένη μπροστά σε μια γυναίκα που δεν γνώριζα. Έτρεξα γρήγορα στο κρεβάτι και τυλίχτηκα κάτω από τα σκεπάσματα. Αυτή αποσβολωμένη και ατάραχη μαζί μπήκε με αργά βήματα μέσα. Φορούσε ένα ταγέρ σε άσπρο χρώμα ενώ τα μαλλιά της ήταν τραβηγμένα προς τα πίσω σε έναν αυστηρό κότσο.
Ευτυχώς παρά την ταραχή μου ανέκτησα γρήγορα την φωνή μου, ο δυναμισμός που κρύβω μέσα μου υπερίσχυσε έστω και αν ήταν μηδαμινός…
«Εσείς πρέπει να είστε η μητέρα του Έντουαρντ» τραύλισα ενώ η ντροπή δεν με άφηνε να την κοιτάξω στα μάτια με αποτέλεσμα να έχω καρφώσει το βλέμμα μου στο κενό. ’’Σίγουρα θα σχημάτιζε άσχημη εντύπωση για μένα, τι αναποδιά που με βρήκε. Ούτε μια ευπρεπή συνάντηση δεν μπορούσα να έχω;’’
«Φυσικά. Ελίζαμπεθ Μέισεν Κάλεν»Μου συστήθηκε προχωρώντας ακόμη πιο μέσα στο δωμάτιο. Απορούσα πως δεν με είχε επιπλήξει ακόμα για αυτή μου την εμφάνιση μέσα στο σπίτι της. «Ιζαμπέλλα Μαρί Σουάν» συστήθηκα με όση δύναμη μου είχε απομείνει.
«Και τώρα που γνωρίστηκε με… Και πολύ καλά μάλιστα» με ειρωνεύτηκε. «Θέλω να μάθω κάποια πράγματα για σένα» το υπεροπτικό της ύφος μου προκαλούσε άγχος. Προσπαθούσα να προστατέψω τον εαυτό μου τυλίγοντας με πιο πολύ ένταση τα σεντόνια γύρο από το σώμα μου ενώ παράλληλα στα χέρια μου έσταζε κάτι σαν υδρατμός, ο ιδρώτας μου.
«Ρωτήστε με ότι θέλετε…» ’’Γιατί δεν έφευγε; Να ντυθώ πρώτα και μετά ας της απαντούσα σε ότι ήθελε. Τι άνθρωπος είναι αυτός; Ακόμα δεν γνωριστήκαμε άρχισε η ανάκριση, με το καλημέρα σας. Πιο σκατά η μέρα δεν θα μπορούσε να μου πάει ’’
«Έτσι κυκλοφορείς εσύ σε ξένα σπίτια; Γυμνή;» τα νευρά μου χτύπησαν κόκκινο. ’’ Σιγά με της δώσω αναφορά και πως θα κυκλοφορώ μέσα στο δωμάτιο του συντρόφου μου. Έτσι μου ήρθε να της πω και εσύ κυρά μου δεν έχεις μάθει να χτυπάς πρώτα την πόρτα; Βασικός κανόνας ευγένειας’’
Αυτά τα κλισέ δεν τα άντεχα. Όμως αν της απαντούσα κατάλληλος θα με περνούσε για αυθάδη και αγενή. Ήδη δεν ξέρω και εγώ ποσά θα μου σούρει από μέσα της.
Με παρατηρούσε για πολύ ώρα καθώς δεν απαντούσα για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, αφού ήμουν προς γκρεμός και πίσω ρέμα. Πήγε να πει κάτι σε αυστηρό τόνο όμως εκείνη την ώρα το νερό του μπάνιου σταμάτησε να τρέχει και από στιγμή σε στιγμή θα έβγαινε ο Έντουαρντ να με σώσει από αυτό το μαρτύριο.
Τότε άλλαξε η κουβέντα εντελώς την προοπτική που είχε πάρει. Λες και φοβόταν να μην ακούσει ο Έντουαρντ τον τρόπο που μου μιλούσε.
«Αυτό που έγινε ας το θεωρήσουμε μια ατυχή στιγμή, τι λες; Δεν χρειάζεται να μάθει κάτι ο Έντουαρντ» και μετά από αυτό έβαλε στο πρόσωπο της ένα ψεύτικο χαμόγελο για να υποδεχτεί το γιο της. Λέγοντας μου απλά ένα ’’θα σας συναντήσω κάτω’’ και έφυγε πριν βγει ο Έντουαρντ από το μπάνιο.
~*~~~*~~~*~~~*~~~*~
«’Εντουαρντ μην γελάς σου λέω. Με είδε γυμνή και εσύ το αντιμετωπίζεις τόσο χαλαρά;» Δεν άντεξα να μην πω τίποτα στον Έντουαρντ. Θεωρούσα ότι έπρεπε να γνωρίζει γι’ αυτή την παράδοξη συνάντηση. Έξαλλου ήθελα να μάθω την γνώμη του πάνω στο θέμα. Και ας μην του είπα την αλήθεια για την συμπεριφορά της μητέρας του.
«Μπέλλα έχεις υπέροχο κορμί. Τι πειράζει που το είδε και ένας παραπάνω. Τώρα θα είναι πιο εύκολο για την μητέρα μου να σε εγκρίνει δεν θα κοιτάξει μόνο τον ψυχικό σου κόσμο αλλά και το σωματικό» συνέχιζε να με πειράζει και να βλέπει ως αστείο όλη την υπόθεση. Με καθησύχαζε τουλάχιστον που τα πράγματα δεν ήταν τόσο τρομερά όσο μου φαίνονταν. Γιατί από την ντροπή μου δεν ήθελα να βγω έξω από το σπίτι.
«Στηρίζομαι στα λόγια σου αγάπη μου. Θα της ζητήσω βεβαία συγγνώμη για την άσεμνη εμφάνιση μου» Μπορεί η πρώτη μας γνωριμία με τον άλλον να καθόριζε την γνώμη του για μας αλλά εγώ ήθελα να το αλλάξω αυτό… Το να σχημάτιζε κάποιος άσχημη γνώμη για μένα χωρίς να ισχύει είναι φριχτό.
«Αν το θεωρείς απαραίτητο καν το. Εγώ θέλω να νιώσεις εσύ καλύτερα» αυτή την φορά μου μίλησε σοβαρά… Φυλάκισα τα λόγια στην κάρδια μου. ‘’ Μόνο έτσι θα ένιωθα απαλλαγμένη από το βάρος που με έτρωγε.
Έπιασα το χέρι του με τρυφερότητα και με αίσθημα γεμάτο στοργή! Συνεχίσαμε την πορεία μας κατευθυνόμενοι προς το στάβλο, θα έβλεπα επιτέλους τα άλογα… Και μετά θα σκεφτόμουν πως θα έπραττα…
Η μέρα πέρασε ξεκούραστα… Η επίσκεψη μου στα άλογα άλλαξε την διάθεση μου. Η αισιοδοξία επέστρεψε και η συγχώρεση δεν θα αργούσε να έρθει, το ένιωθα… Μόνο προσπάθεια χρειαζόταν από μέρους μου. Μερικές φορές η ζωή είναι δύσκολη. Όσα χρόνια και να περάσουν τα βάσανα δεν σταματούν. Περνάμε μέσα από άσχημες καταστάσεις… αλλά είναι έτσι φτιαγμένη η κράση μας, που βγαίνουμε πιο δυνατοί. Ξαπλωμένη στην αιώρα του κήπου άφησα το μυαλό μου να ταξιδέψει στην πρωινή σκηνή…
«Μπέλλα κρατά καλά τα χαλινάρια…» προσπαθούσα να συνετίσω το μαύρο άλογο και ο Έντουαρντ μου έδινε οδηγίες για καλύτερη μεταχείριση και για αποφυγή κάποιου ατυχήματος.
«Προσπαθώ αγάπη μου, είναι σκληρό αγόρι» Τα χεριά μου κάτω από τις παλάμες μου κοκκίνισαν από το σφιχτό κράτημα μου.
«Γι’ αυτό του έχω ιδιαίτερη συμπάθεια» μου αντιγύρισε ο Έντουαρντ. Του άρεσαν τα άλογα, όμως αυτό εδώ κάτι είχε που του έκλεβε την κάρδια, τον κατακτούσε… Ήταν ξεχωριστό. Τότε το άλογο που ίππευε ο Έντουαρντ σηκώθηκε στα δυο πόδια. Ο αέρας φυσούσε απαλά την χαίτη του ,ενώ στον ορίζοντα τα σύννεφα ξεδιαλύνονταν. Το κρατούσε με πυγμή και τόλμη… Κανένα ίχνος φόβου δεν φαινόταν στο πρόσωπο του. Και με γενναιότητα το σταθεροποίησε πάλι στα δυο του πόδια. Ο ήλιος χτυπούσε το πρόσωπο του κάτι που τον έκανε να λάμπει… Εκεί σχηματίζονταν χιλιάδες διαμαντάκια από το φως ,ήμουν τόσο αποσβολωμένη. Η ομορφιά αυτού του άντρα δεν συγκρίνονταν με καμία άλλη.
Με κατέβασε με προσοχή από το άλογο μου. Κόλλησα πάνω στο ζεστό του σώμα και στηρίχτηκα στα μπράτσα του. Σύρθηκα πιο κοντά του κοιτάζοντας τον βαθιά στα μάτια. Έφερα τα χεριά μου μπροστά εναποθέτοντας μερικά χάδια στο μάγουλο του.
Αμέσως αιχμαλωτίστηκα στην αγκαλιά του, το σφιχτό κράτημα του μου έκοβε την ανάσα, τα χείλη μου καίγονταν για ένα φιλί όμως το κορμί μου καίγονταν για περισσότερα… Χάθηκα σε αυτή την θανατηφόρα σέξι μάτια… Στη συνεχεία σφράγισα τα ζουμερά του χείλη με ένα υγρό παθιασμένο φιλί. Οι γλώσσες μας έκαναν ένα τρελό χορό και τυλίγονταν συνεχώς μεταξύ τους. Ο Έντουαρντ προσπάθησε να εισχωρήσει την γλωσσά του όλο και πιο βαθιά…
Σπόιλερ:
Καταλήξαμε σε μια μικρή αποθήκη κοντά στο στάβλο δοκιμάζοντας ο ένας την γεύση του άλλου ριγμένοι πάνω στον μαλακό σανό… Κινήθηκα προς το μέρος του για μια πιο στενή επαφή. Πέρασα το δάχτυλο μου από το περίγραμμα των χειλιών του, ξεκινώντας από πάνω και στην συνεχεία κατηφορίζοντας προς τα κάτω. Έγειρα αισθησιακά το κεφάλι μου από τη μια πλευρά δίνοντας του πρόσβαση στο λαιμό μου… Δεν έχασε δευτερόλεπτο δίνοντας μου καυτά φιλιά… Σήκωσε το κεφάλι του να με κοιτάξει, χωρίς να το περιμένω πλησίασε βάζοντας στο στόμα του το πλούσιο κομμάτι σάρκας από το κάτω χείλος μου και άρχισε να το πιπιλίσει με μανία.
Το ευαίσθητο σημείο του σώματος μου είχε πάρει φωτιά σε σημείο να μουσκέψει το εσώρουχο μου. Τα χεριά μου είχαν καλύψει τα στήθη μου, όμως μέσα από τα δάχτυλα μου φαίνονταν οι μικρές καλοσχηματισμένες μου ρώγες…
Από την ραχοκοκαλιά του Έντουαρντ έσταζε ιδρώτας ενώ με το ζόρι συγκρατιόταν από την ανάγκη του να με νιώσει. Τα χεριά του χάιδευαν το δέρμα μου σαν να ήμουν μια πήλινη πορσελάνη κούκλα που ήθελε μεγάλη προσοχή για να μην σπάσει…
Αργά, σαν να μην ήταν ακόμη σίγουρος για το μέρος που γινόταν όλο αυτό, κατέβασε το σλιπάκι μου βγάζοντας το τελείως. Άνοιξε τα πόδια μου και τα δάχτυλα του γλίστρησαν ανάμεσα τους, αγγίζοντας ελαφρά το σημείο που τον είχα ανάγκη. Η αδρεναλίνη μου είχε εκτοξευτεί στα ύψη σκεπτόμενη ότι μπορεί να μας έπιανε κάποιος…
Μια γαργαλιστική αίσθηση κυρίευση το σώμα μου καθώς αυτός συνέχισε να χαϊδεύει το απόκρυφο σημείο ενώ το βελούδινο άγγιγμα του ακούμπησε την κλειτορίδα μου. Ο οργασμός μου δεν θα αργούσε να έρθει…
Η μάτια του ήταν συγκλονισμένη, το ελεύθερο χέρι του εξερευνούσε τις καμπύλες μου. Δάγκωνε ελαφρά τα στήθη μου σε σημείο να μην αντέχω άλλο… έτσι αφαίρεσα το παντελόνι του με πολύ βιαστικό τρόπο.
«Έντουαρντ σε θέλω μέσα μου, μην με βασανίζεις άλλο…» μουρμούρισα στη δεινή και την θολούρα της κατάστασης.
Δεν απάντησε στην ερώτηση μου…. Η σιωπή του μου προκαλούσε περισσότερη έξαρση. Κατανοούσα και γνώριζα απόλυτα αυτό το βλέμμα που μου έλεγε ’’η επιθυμία σου διαταγή’’ και αρκέστηκα σε αυτό.
Οι κινήσεις του, οι ωθήσεις του ήταν τόσο συγχρονισμένες που με έστελναν σε έναν άλλο πλανήτη, σε μια άλλη διάσταση. Τα κορμιά μας ταίριαζαν σαν δυο σταγόνες νερό… Για λίγα λεπτά όλα είχαν παραδοθεί στην ρυθμικότητα της κίνησης… Τα βογκητά και των δυο αναμειχτήκαν ενώ οι κινήσεις του μεταδίδονταν σε όλο το κορμί μου…
Μέχρι που με κατάκλυσε σε ένας τρανταχτός οργασμός και ένιωσα εκείνη την στιγμή τον Έντουαρντ να τραντάζεται μαζί μου εκσπερματώνοντας μέσα μου. Παραμείναμε αμίλητοι για λίγο χωρίς να αποχωριζόμαστε, προσπαθώντας να παρατείνουμε την απόλαυση…
«Μπέλλα… Μπέλλα» άκουσα μια γνώριμη και συνάμα εκνευριστική φωνή από κάπου μακριά και η αναπόληση μου χάθηκε. Μα είναι δυνατόν να με φωνάζει η στρίγκλα; Από τότε που είμαι εδώ πρώτη φορά μου απευθύνει τον λόγο.
«Ναι» φώναξα. Στην πραγματικότητα την εξερευνούσα κοιτώντας την με περιέργεια. «Σου φωνάζω τόση ώρα δεν ακούς;» Αποφάσισα πως για καλό δεν με ήθελε πάντως. Φύσηξα με δύναμη τον αέρα από μέσα μου κινώντας προς το μέρος της.
«Θες τσάι καλή μου;» μου πρόσφερε δείχνοντας τα φλιτζάνια που τοποθετούσε στο τραπέζι. «Ναι ευχαριστώ» απάντησα συνεσταλμένα. Τώρα δηλαδή όλα ήταν μια χαρά μεταξύ μας; Αναρωτιέμαι αν θα κατανοήσω ποτέ αυτή την γυναίκα. Πήρα άλλη μια ανάσα για υποστήριξη. Νομίζω πως ήταν η κατάλληλη ώρα για να ζητήσω συγγνώμη μιας και την βρήκα στις καλές της. Όσο και αν αυτό σκότωνε την υπερήφανα μου.
«Κυρία Ελίζαμπεθ» κόμπιασα και δείλιασα οπότε βρήκε ελεύθερο το πεδίο για να με διορθώσει.
«Ελίζαμπεθ σκέτο αγαπητή μου» ευτυχώς που μου μίλησε κοσμία. Εγώ περίμενα κανένα ’’κεριά και λιβάνια’’ ίσως τελικά την παρεξήγησα. Τώρα ή εγώ έχω τρελαθεί ή έχει πάρει κάτι για α είναι τόσο γλυκιά. Πλήρης μεταστροφή από την ημέρα που μπήκε στην κρεβατοκάμαρα.
«Ωραία Ελίζαμπεθ» διόρθωσα τα πριν λόγια μου. Διάλεγα μια μια τις λέξεις μου για να μην παρεξηγηθώ. Το να μην μπορώ να είμαι ο εαυτός μου, μου την δίνει.
«Θέλω να ζητήσω συγγνώμη» Η έκπληξη της μου έκανε εντύπωση σαν να μην περίμενε καμία τέτοια εξέλιξη από έμενα.
«Για πιο πράγμα ακριβώς;» Ανασήκωσε τα φρύδια υπεροπτικά. ‘’Τώρα έκανε και την ανήξερη; Ποσά να αντέξει ένας άνθρωπος σε μια μέρα θεέ μου; Η υπομονή μου εξαντλούνταν κάντο για τον Έντουαρντ, για τον Έντουαρντ επανέλαβα’’ για να πείσω τον εαυτό μου. Μάλλον ήθελε να πέσω ακόμη πιο χαμηλά για να κερδίσω την συγγνώμη της.
«Ελίζαμπεθ αναφέρομαι στον τρόπο που με βρήκες στην κρεβατοκάμαρα» κατέληξα να της μιλάω στον ενικό αφού το Ελίζαμπεθ σκέτο μαζί με πληθυντικό δεν ταίριαζε ήταν γελοίο. Άσε που μπορεί να με κατσάδιαζε πάλι… Δεν την βρίσκεις πουθενά.
«Τι θυμάσαι τώρα γλυκιά μου; Πέρασαν αυτά. Εγώ το είχα ξεχάσει ήδη.» Σίγουρα η παραμόρφωση των χαρακτηριστικών μου με αυτά τα λόγια δεν πέρασε απαρατήρητη. «Μισό λεπτό… επιστρέφω αμέσως» Έτρεξα γρήγορα ως την κρεβατοκάμαρα για να ξεδιαλύνω την κατάσταση να διαπιστώσω αν ονειρεύομαι, αν είμαι λογική ή αν πλέον χάθηκα στο κόσμο του παράλογου.
«’Εντουαρντ…» λαχανιασμένη συνέχισα να μιλάω ακατάπαυστα.
«Τσίμπα με» η απορία έκανε αισθητή την παρουσία της ενώ τα μάτια του περίμεναν μια εξήγηση.
«Μπέλλα τρελάθηκες τελείως;» εύλογη ερώτηση. Αυτό αναρωτιόμουν και εγώ. Πηρά στα χεριά μου το μενταγιόν για να αποκτήσω την δύναμη που χρειαζόμουν. Ακόμα και με κομμένη την αλυσίδα έκανε την δουλεία για την όποια το χρειαζόμουν. Το έβαλα στην παλάμη μου…
«Τσίμπα με, θα σου εξηγήσω αργότερα τώρα δεν έχω χρόνο»
«Όπως θες, εσύ το ζήτησες» ανασήκωσε τους ώμους του.
«Αουτς» η περίπτωση να ονειρευόμουν χάθηκε.
~*~~~*~~~*~~~*~~~*~
Όταν έφτασα στο τελευταίο σκαλί με περίμενε στο ίδιο σημείο λες και δεν κουνήθηκε καθόλου. Έσφιξα περισσότερο το μενταγιόν και προσχώρησα. «Συγγνώμη ξέχασα το ισιωτικό για τα μαλλιά στην πρίζα» είπα ψέματα για να δικαιολογήσω την ξαφνική απουσία μου.
«Που είχαμε μείνει;»
«Στο ότι δεν χρειάζεται να κουράζεις το μυαλό σου με ανόητα πράγματα. Σε έχω συγχωρέσει… Έξαλλου παρά ήμουν σκληρή δεν έγινε και τίποτα συγκλονιστικό» Αν περνούσα και άλλη ώρα μαζί της η τρελά θα χτυπούσε κόκκινο. Έσφιγγα τις μπουνιές μου σε σημείο να πονέσω την παλάμη μου.
«Τι κρατάς στο χέρι σου;» ρώτησε με ενδιαφέρον.
«Ένα μενταγιόν»
«Μπορώ να το δω;»
«Φυσικά, ορίστε» άνοιξα την παλάμη μου για να αποκαλύψω ένα από τα πιο σημαντικά κειμήλια μου.
«Ποιο είναι οι άνθρωποι της φωτογραφίας;» Περίμενε υπομονετικά να της δώσω μια απάντηση.
«Οι γονείς μου» είπα ενώ η θλίψη μου στην θύμηση τους επέστρεψε, γιατί να μην μπορώ να τους έχω διπλά μου; Τους χρειάζομαι.
«Θα ήθελα να τους γνωρίσω κάποια μέρα, αν αυτό δεν σε πειράζει βεβαία.»
«Αυτό δεν γίνεται δεν ζουν πια. Αυτό που κρατάς στα χεριά σου είναι όλη μου η ζωή. Ότι μου έχει απομείνει από αυτούς…» Τα μάτια μου περιπλανήθηκαν στο χώρο ανυπάκουα χωρίς να θέλουν να εστιάσουν κάπου.
«Λυπάμαι πολύ… δεν το ήξερα» η ειλικρίνεια της με λύγισε για λίγο. Και ένα δάκρυ κατάφερε να ξεχυθεί από τα μάτια μου. Όμως δεν το άφησα να κυλήσει περισσότερο πάνω στα μαγούλα μου σκουπίζοντας το με την ανάστροφη του χεριού μου.
«Μην ανησυχείς Ελίζαμπεθ το έχω χωνέψει πια, πάει καιρός» Δεν ξέρω αν την ξεγέλασα με αυτά μου τα λόγια… Όμως ακόμα με πονάει… Δύσκολα ξεπερνιέται ο χαμός των αγαπημένων σου πρόσωπων.
«Όμως η αλυσίδα είναι κομμένη θέλει επισκευή…» παρατήρησε.
«Κόπηκε όταν έφτασα άδω»
«Αν θες μπορώ να στην φτιάξω εγώ. Ξέρω έναν γνωστό μου στην πόλη που κάνει πολύ καλή δουλεία» Τα λόγια της με συγκίνησαν, το ότι με βοηθάει με την αλυσίδα για μένα πηρέ επάξια ένα τίτλο στην κάρδια μου. Αν και ο Έντουαρντ μου είχε πει ότι θα το φτιάξουμε προτιμούσα να το έχω μια ώρα νωρίτερα στα χεριά μου.
«Αλήθεια θα το κάνεις αυτό για μένα;»
«Φυσικά Μπέλλα μου, εγώ θα είμαι πια η μητέρα σου αν θες. Δεν θα σου λείψει τίποτα» Πλέον δεν το να συγκρατηθώ δεν γινόταν ξέσπασα σε δάκρυα χαράς που όλο όδευαν προς το καλύτερο και η μητέρα του Έντουαρντ με αποδέχτηκε τόσο καλά.
«Μην κλαις, σκούπισε τα δάκρυα σου δεν θέλεις να σε δει ο Έντουαρντ έτσι θα στενοχωρηθεί» Αγαπούσε πολύ το γιο της συνεχεία προσπαθούσε να τον προστατέψει από τα πάντα ακόμη και από τα δάκρυα μου. Ένευσα και σκουπίστηκα…
~*~~~*~~~*~~~*~*~
Έντουαρντ pov
Την παρατηρούσα από μακριά που φρόντιζε τα λουλούδια του κήπου… Ήρεμη και απαλλαγμένη από το βάρος μετά από την συζήτηση με την μητέρα μου… Χρωστούσα πολλά σε αυτή την κοπέλα… Με έκανε να δω την ουσία της ζωής! Με καμία δεν έδενα τόσο καλά όσο μαζί της… Όμως φοβόμουν. Ναι, είναι αλήθεια φοβόμουν γιατί δεν ήθελε την ισχυρότερη δέσμευση ακόμα μεταξύ μας, τον γάμο. Όταν μιλούσαμε για αυτό το θέμα πάντα άλλαζε συζήτηση κάνοντας μου ξεκάθαρο ότι ακόμα δεν είναι έτοιμη γι’ αυτό το βήμα… Εγώ όμως την περίμενα, καραδοκούσα την κατάλληλη στιγμή. Με αγαπούσε όλα τα υπόλοιπα δεν είχαν νόημα, δεν είχαν σημασία…
«Η Μπέλλα είναι πολύ καλή κοπέλα Έντουαρντ κοιτά να το εκμεταλλευτείς αυτό» Ήρθε η συζήτηση που κάναμε με την μητέρα μου ένα βράδυ καθισμένοι στο σαλόνι του σπιτιού.
«Ώστε την συμπαθείς;» αναφώνησα με χαρά.
«Μα είναι δυνατόν να μην συμπαθήσεις ένα τόσο αξιαγάπητο πλάσμα;» με ρώτησε και είχε δίκιο. Μπορούσε να κατακτήσει την κάρδια του καθενός με διαφορετικό τρόπο… Ακόμα και της αυστηρής μητέρας μου.
«Δεν πρόκειται να την αφήσω να μου ξεφύγει μην ανησυχείς» εννοούσα την κάθε μου λέξη.
«Έχω ετοιμάσει ένα πάρτυ για σας μιας και φεύγετε την επομένη μέρα. Να ενημερώσεις και την Μπέλλα σχετικά…» Μου άρεσε η ιδέα της θα γνώριζε κόσμο στον άγγελο μου από τα παιδικά μου χρόνια, θα μοιραζόμουν και αλλά μαζί της. Η αγάπη είναι κοινή, έχει κοινό παρελθόν, κοινό παρόν και μέλλον… Αυτά τα κοινά ήθελα να μας ενώνουν…
Το κεφάλι δεν εξουσιάζει ποτέ την καρδιά, απλώς γίνεται συνένοχος στο έγκλημα. Mignon Mclaughlin
Φορούσα ένα μαύρο κολλητό φόρεμα μέχρι το γόνατο… Τα μαλλιά μου σηκωμένα ψηλά σε ένα ανέμελο κότσο με τις μπούκλες μου να ακουμπάμε ελαφρά την πλάτη μου και τους ώμους μου.
Τα μάτια του Έντουαρντ με έκαιγαν όλο το βράδυ… Μιλούσε με κάποιους φίλους πιο περά ενώ εγώ χάζευα το νερό που κυλούσε από το σιντριβάνι, ο χαμηλός φωτισμός προκαλούσε ένα μικρό ηλεκτρισμό στον εσωτερικό μου κόσμο περιμένοντας σταθερά να περάσει η ώρα για να έρθει η λύτρωση…
Η μητέρα του διοργάνωσε το πάρτι με μεγάλη επιτυχία για μας… Το μονοπάτι από το σπίτι μέχρι τη πίσω αυλή ήταν στολισμένο με φαναράκια. Μεγάλα τραπέζια με κάθε είδους φαγητό και γλυκό ανάλογα με την προτίμηση καθενός στα δεξιά και τα αριστερά.
«Εσύ πρέπει να είσαι η Μπέλλα» μια κυρία καθισμένη σε αναπηρικό καροτσάκι μου απεύθυνε το λόγο. Ήξερε ακόμα και το όνομα μου όμως εγώ την έβλεπα πρώτη φορά.
«Πολύ σωστά. Εσείς ποια είστε;» είπα με απορία.
«Μάλλον κανένας δεν σου μίλησε για την γριά ανάπηρη… Εγώ είμαι η Μάρθα η γιαγιά του Έντουαρντ» το χιούμορ για την αναπηρία της μου προκάλεσε εντύπωση καθώς τα χείλια της την ώρα που το έλεγε ήχησαν ένα ειρωνικό γελάκι.
«Χάρηκα για την γνωριμία Μάρθα» Έσκυψα και την φίλησα στο μάγουλο. Κανένας δεν μου μίλησε για αυτή, φαινόταν τόσο καλοσυνάτη και γλυκιά…
«Γιατί δεν ήρθες να με δεις στο γηροκομείο;» Λύθηκε η απορία μου, εκεί ήταν γι’ αυτό δεν την είχα δει. Αλλά και πάλι αυτό δεν δικαιολογεί ότι δεν την ανέφεραν καν, σαν να μην υπάρχει.
«Με περιμένατε; Κάνεις δεν μου είπε τίποτα» ακόμα δεν καταλάβαινα τι γινόταν. Ή η γιαγιά του Έντουαρντ τα είχε χάσει από το πέρασμα της ηλικίας της, που αποκλείεται μου φαινόταν κάτι περισσότερο από καλά ή κάποιος δεν μου το είπε.
«Φυσικά και σε περίμενα. Αλλά δεν ήρθες ποτέ, είπα στην Ελίζαμπεθ να σε ενημερώσει, ότι ήθελα να σε δω» ακούμπησε το χέρι μου και άρχισε να το χαϊδεύει με στοργή.
«Κάποια παρανόηση θα έγινε. Εγώ δεν έμαθα ποτέ τίποτα, δεν ήξερα ούτε ότι υπήρχατε» την κοίταξα κατάματα λέγοντας την αλήθεια.
«Είμαι η μητέρα του πατέρα του Έντουαρντ. Από τότε που πέθανε ο γιος μου με έχουν παραπεταμένη… Έπρεπε να το περιμένω ότι αυτή η σκύλα δεν θα σου πει τίποτα» μάλλον έριχνε τις ευθύνες στην Ελίζαμπεθ αποκαλώντας την σκύλα. Το ίδιο θα πίστευα και εγώ πριν κάποιο διάστημα, τώρα όμως που μου φέρθηκε καλά δεν το πίστευα. Λογικά το ξέχασε πάνω στις ετοιμασίες και το φόρτο δουλειάς ένα κτήμα χρειάζεται μεγάλη φροντίδα.
«Ο Έντουαρντ μιλάει λίγο για τον πατερά του. Έτσι δεν ξέρω πολλές λεπτομέρειες…» κάθισα κοντά στο σιντριβάνι και σταύρωσα τα πόδια μου.
«Νιώθει τύψεις… Όμως δεν πρέπει. Θα σου τα πω όλα εγώ, πες του να έρθει να με βρει» τύψεις; Για ποιο θέμα νιώθει τύψεις ο Έντουαρντ και γιατί δεν έμαθα ποτέ τίποτα…
«Δεν καταλαβαίνω» τα χεριά μου έτρεμαν ελαφρώς ενώ προσπαθούσα να αποσπάσω πληροφορίες όσο πιο σύντομα γινόταν.
«Άκου πως έχουν τα πράγματα…» Μέχρι εκεί κατάφερε να φτάσει…
«Τι λέτε εσείς οι δυο μόνες σας; Δεν είναι σωστό να αφήνουμε το υπόλοιπο κόσμο. Μπέλλα πήγαινε να δεις τον Έντουαρντ μήπως χρειάζεται κάτι. Με εσένα θα τα πούμε τώρα αγαπητή μου Μάρθα» είπε και την κοίταξε με ένα μοχθηρό βλέμμα που με έκανε να ανατριχιάσω.
«Χάρηκα Μπέλλα, μην ξεχνάς τι είπαμε» αδιαφόρησε για τα λεγόμενα και ακόμα κοιτούσε έμενα.
«Και εγώ χάρηκα» την χαιρέτησα από μακριά ενώ η Ελίζαμπεθ την απομάκρυνε από έμενα.
~*~~~*~~~*~~~*~
Περπάτησα για λίγο σκεπτική παίζοντας νευρικά με μια μπούκλα από τα μαλλιά μου και προσπαθώντας να βάλλω σε μια σειρά κάποια ακατανόητα γεγονότα… Μέχρι την στιγμή που έπεσα πάνω σε κάτι συμπαγές, ζεστό και ηλεκτρικά φορτισμένο σώμα ένιωσα σαν να με διαπερνάει ρεύμα…
«Αγάπη μου…» χτύπησα πάνω στον Έντουαρντ και αυτός έσπευσε να με συγκρατήσει από τους ώμους ,η μοίρα μας το είχε φαίνεται.
«Είσαι καλά;» ανησυχούσε γιατί οι αντιδράσεις μου δεν συνέπιπταν με την ευχάριστη ατμόσφαιρα.
«Καλά είμαι μωράκι μου» είπα, σηκώθηκα στις μύτες τον ποδιών μου αφήνοντας στο μάγουλο του ένα πεταχτό φιλί.
Έβαλε το δεξί χέρι του στο μάγουλο του ξαφνιασμένος από την αντίδραση μου ενώ με το άλλο του χέρι με παρέσυρε κοντά του.
«Τζέικ από δω η Μπέλλα» με σύστησε. Τόση ώρα δεν έδωσα καθόλου προσοχή στον άντρα με το όποιο μιλούσε…
«Μπέλλα ο Τζεικ παιδικός μου φίλος, τώρα δουλεύει στο αγρόκτημα» μου ανακοινώσε.
Τα μαλλιά του είχαν το χρώμα της πίσσας όπως και τα μάτια του… Μαύρα… σαν κοράκι, σαν το μελάνι αποτυπωμένο σε λευκό χαρτί! Σε ολόκληρη τη ζωή μου ορκίζομαι πως δεν είχα δει πιο σκοτεινό βλέμμα, μου προκαλούσε αναστάτωση. Του έδωσα το χέρι μου και την ιδία ακριβώς κίνηση ανταπέδωσε και αυτός…
«Έχω ακούσει πολλά για σένα» με κοίταξε με παράξενο ύφος που αυτή την στιγμή μου ήταν αδύνατο να προσδιορίσω. Η κάρδια μου σφίχτηκε σε εκείνη την μικρή παύση και μια μικρή σπίθα αναταραχής φούντωσε μέσα μου, ο λόγος για τον όποιο ένιωθα έτσι απουσίαζε. ''Τι μου συνέβαινε; Αντιπάθησα κιόλας το γνωστό-άγνωστο άντρα με την πρώτη μάτια;’’
«Μόνο καλά ελπίζω…» βρήκα την αυτοκυριαρχία μου θέλοντας να αποκρύψω την αναστάτωση που μου προκάλεσε. Χαμογέλασα συγκρατημένα…
«Μόνο καλά» μου ανταπέδωσε το χαμόγελο που δεν ήταν διόλου φιλικό. Τα λόγια του μου φάνηκαν ανακατεμένα με μια δόση ψέματος… Ήταν ένα χαμόγελο που προμήνυε μπελάδες…
~*~~~*~~~*~~~*~
Στροβιλιζόμουν με τον Έντουαρντ χορεύοντας ένα απαλό μπλουζ εκείνη την ώρα απάλλαξα τον εαυτό μου από το να σκέφτεται αρνητικά όσο για το θέμα της γιαγιάς του θα το συζητούσαμε κάπου πιο χαλαρά, κάπου που να μην μπορούσε να μας διακόψει κάνεις… Στήριζα τα χεριά μου στο σβέρκο του ενώ είχα κολλήσει το σώμα μου κοντά του βρισκόμενη σε απόσταση αναπνοής από τα χείλια του.
«Πως περνάτε;» μας διέκοψε η φωνή της μητέρας του ενώ εγώ γύρισα απογοητευμένη προς το μέρος της.
«Με μια τόσο όμορφη κοπέλα διπλά μου πως θες να τα περνάω; Νιώθω τυχερός» μου φάνηκε πως στραβομουτσούνιασε με τα λόγια του Έντουαρντ όμως δεν άφησα αυτή την αντίδραση να με επηρεάσει.
«Θα χαρίσεις στην μητέρα σου ένα χορό;» με εκτόπισε με τα χεριά της προς τα πίσω και πηρέ την θέση μου μέσα στην αγκαλιά του δικού μου αγαπημένου…
«Με μεγάλη μου χαρά… Αγάπη μου περίμενε με δεν θα αργήσω, το βράδυ μου ανήκει σε εσένα» η αντίδραση του ήταν απόλυτα φυσιολογική λογικά έπρεπε να αφιερώσει στην μητέρα του χρόνο μιας και θα αργούσε να την ξαναδεί.
Αφηρημένη παρακολουθούσα τα κρυφά γελάκια τους, τα μουρμουρητά και τα σιγοψιθυρίσματα… Μοναξιά με κατέκλυσε, αναρωτήθηκα αν πραγματικά γνώριζα ''ποια είναι''η Ελίζαμπεθ. Με απομακρύνει από την ζωή του; Όποια και να είναι δεν υπάρχει τρόπος να κρυφτεί από τον ίδιο της τον εαυτό, τα ψέματα της ή έστω ότι και αν είναι αυτό που προσπαθεί να κάνει θα αποκαλυφθούν… Γιατί πάντα η αλήθεια λάμπει στο τέλος. Με πλησίασαν καθώς τέλειωνε το τραγούδι…
«Τι λέτε να μείνετε για πάντα εδώ» τα μάτια μου πάγωσαν μια αντίδραση απολύτως φυσιολογική αφού με έπιασε απροετοίμαστη, κοιτούσα σταθερά για υποστήριξη από τον Έντουαρντ.
«Μητέρα ξέρεις ότι αυτό δεν γίνεται, η Μπέλλα όπως και εγώ έχουμε τις δουλείες μας στην Νέα Υόρκη καθώς και το σπίτι μας. Δεν τα αφήνουμε έτσι απλά όλα. Εξάλλου ξέρεις ότι δεν θέλω να εγκατασταθώ εδώ μόνιμα, οι κακές αναμνήσεις ωχριούν ακόμα στην μνήμη μου» μίλησε ώριμα και σοβαρά για να μην την απορρίψει με πικρά λόγια. Με λόγια που θα πονούσαν… Αλλά για ποιες αναμνήσεις μιλούσε; Όλα αργότερα, υπενθύμισα στον εαυτό μου, όλα με σειρά προτεραιότητας.
Το βλέμμα της βλοσυρό και αδίστακτο σαν ακτινογραφία περνούσε διαπεραστικά από μέσα μου. Σαν να έφταιγα εγώ γι’ αυτή την κατάληξη σαν να έφταιγα εγώ για όλα… Σαν να με κατηγορούσε που ο γιός της δεν γυρνούσε πίσω σε αυτή… Σαν να κέρδισα ένα μίσος ανεξήγητο από μέρους της!
Πολλά ''σαν'' για μια μέρα, σε σημείο να θρυμματίσουν κομμάτια του εαυτού μου που με δυσκολία παρέμεναν ζωντανά. Έτριψα τα χεριά μου μεταξύ τους ως ένδειξη αμηχανίας της στιγμής. ΣΙΩΠΗ… αβάσταχτη, ένοχη! ΜΥΣΤΙΚΑ, ανεξήγητα, κρυφά!
«Όπως νομίζετε» ηττημένη πλέον σήκωσε τα χέρια ψηλά!
~*~~~*~~~*~~~*~
Πολλές φορές είμαστε πιο επιδέξιοι στο χειρισμό μιας φοβερής, αναμενόμενης σύγκρουσης ειδικά μετά από μια τεταμένη κατάσταση, από το χειρισμό μιας απλής προσωπικής αντιπαράθεσης, όπως αυτή που διεξήχθησε προ λίγου μεταξύ εμένα- Έντουαρντ- Ελίζαμπεθ… Τώρα θα μου πείτε γιατί το λέω αυτό, υπάρχει λόγος και μάλιστα ισχυρός. Το να εναντιωθεί η μανά του στη σχέση μας μετά από αυτό δεν ήταν καλό σημάδι και οι προσωπικές αντιπαραθέσεις δεν βοηθούσαν την κατάσταση. Η ζωή μου μετά από αυτό το ταξίδι μοιάζει να είναι γεμάτη αντιφάσεις και αυτή την στιγμή είναι αξιοθρήνητη στο να βρω λύσεις… Λύσεις που ίσως δεν φέρουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Θέλω να έχω οδηγό την λογική, αλλά υπερισχύουν τα πάθη μου, με αποτέλεσμα να βρίσκομαι σε μια διαρκεί μάχη με τον εαυτό μου, μάχη που δεν καταλήγει σε οριστική νίκη… κάτι που με κάνει να μένω πίσω χωρίς να υπερτερώ…
Δεν είμαι τίποτα άλλο από αιχμάλωτη… Ναι, αυτό είμαι. ΑΙΧΜΑΛΩΤΗ των συναισθημάτων μου, που πρέπει να μάθω να δαμάζω και να ελέγχω αλλιώς φοβάμαι πως η κατάληξη αυτής της σχέσης δεν θα είναι η αναμενόμενη. Οργή, αυτό ένιωθα αυτή την στιγμή, αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να μου πάρει την ζωή; Την ζωή που με τόσο κόπο έχτισα;
Το σκοτάδι με τύλιγε, το φεγγάρι στον ουρανό απόκοσμο μακριά από την γη. Το πάρτι είχε λαβή τέλος όμως εγώ δεν έλεγα να μπω σπίτι. Ήθελα να κάτσω στην ψυχρή αυλή, για να κάνω αυτή την απολογία. Δίπλωσα τα χεριά μου στο κορμό μου κάνοντας μια προσπάθεια για να ζεσταθώ…
Τότε τα χεριά του έκλεισαν γύρο μου… το στήθος του συνάντησε την πλάτη μου, η ανάσα του ζέσταινε το λαιμό μου…
«Μπέλλα δεν θα έρθεις μέσα; Κάνει κρύο.» με μάλωσε.
«Υποσχέσου μου ότι θα με αγαπάς για πάντα Έντουαρντ» Τι είδους ερώτηση ξεστόμισα μόλις τώρα; Το μόνο που δεν ήθελα ήταν να καταλάβει τις ανόητες ανησυχίες μου…
«Αγάπη μου δεν σ’ έχω απογοητεύσει ποτέ… Ξέρεις πως θα σ’ αγαπώ για πάντα. Τι σε έχει πιάσει;» λαχταρούσε να με κατανοήσει, όμως δεν του άφηνα πολλά περιθώρια.
«Ξεχνά το… σε πιστεύω» Του κράτησα το χέρι για να τον κατευθύνω…
«Ακολούθα με…»
Σπόιλερ:
Μπήκαμε στο σαλόνι του σπιτιού. Ξαφνικά, δίχως να υπολογίσω τίποτε άλλο εκτός από την ιδία μου την επιθυμία, τύλιξα τα δάχτυλα μου στο πουκάμισο του και τον τράβηξα ολόκληρο πάνω μου… Ένας αναστεναγμός ξέφυγε από τα σαρκώδη χείλια του. Μου είχε λείψει τόσο πολύ τον να τον αισθάνομαι και πάλι κοντά μου με έκανε να βλέπω πιο ξεκάθαρα τα πράγματα…
«Μπέλλα…» ψύλλισε ξέπνοος.
Ενώ ξεκούμπωνα ένα ένα τα κουμπιά του πουκαμισού του. Με δύναμη με μάρκαρε στον τοίχο… Παγιδευμένη ανάμεσα στον τοίχο και στο κορμί του άρχισα να αγγίζω φευγαλέα τους μυς του μέσα από το ύφασμα.
Τα χεριά του φώλιασαν κάτω από το φόρεμα μου ενώ με κρατούσε με δύναμη από τους γοφούς, γλιστρώντας επιδέξια τα χεριά του στην μέση μου, για να με κολλήσει πάλι και πάλι επάνω του…
Έκλεισα μια για πάντα την πόρτα του μυαλού μου και σφράγισα ότι με απασχολούσε… Τράβηξα το πουκάμισο του κάτω από τους ώμους του.
Ο Έντουαρντ με βρήκε στα μισά του κατεβάσματος , απελευθερώνοντας ο ίδιος τα χεριά του από τα μανίκια και πετώντας στην άκρη το πουκάμισο.
Η αγάπη του για μένα διαγραφόταν σε κάθε άγγιγμα του σε κάθε φιλί και χάδι. Δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να σκεφτεί τον χώρο και ο χρόνος σβήστηκε από το μυαλό μου. Ήμουν μόνο εγώ και αυτός… Άφησα το άγγιγμα του να με παρασύρει. Απλώς τον ήθελα, τώρα.
Με ανασήκωσε, τύλιξα τα πόδια μου γύρο από την μέση του. Με άφησε πάνω στον καναπέ χωρίς να με αφήνει από το σφιχτό του κράτημα. Κατέβασε την ράντα του φορέματος μου με μανία ώστε εμφανίστηκε το ένα στήθος μου με την ερεθισμένη μου ρώγα να έχει σκληρύνει. Η κάρδια μου σκίρτησε από πόθο, από ερώτα, από την ανάγκη μου να πάρω και να δώσω πνοή στο σώμα του…
Ένα μόνο ήξερα ήταν ότι ήθελα να παραμείνω για πάντα σε αυτή την αιωρούμενη εφορία!
~*~~~*~~~*~~~*~
Ελίζαμπεθ pov
Ποτέ δε κατάλαβα την εμμονή του Έντουαρντ να μην έρχεται στο αγρόκτημα… Σιγά επειδή έτυχε να πεθάνει ο πατέρας του εδώ, τόσο πολύ του στοίχησε; Έμενα απλά έφυγε ένα βάρος από πάνω μου… ''Όχι ποτέ δεν θα μάθει'' παραληρούσα με τον εαυτό μου. Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος μου φόβος, να μάθει…
Αν γινόταν αυτό ήμουν κατεστραμμένη. Αυτή η κοπέλα τον επηρέαζε αρνητικά, φαινόταν έξυπνη και μου χαλούσε τα σχεδία. Δεν την ήθελα μέσα στα πόδια μου. Δεν την ήθελα στη ζωή του γιου μου, δεν το μεγάλωσα για μια που δεν είχε στον ήλιο μοίρα, ούτε καν οικογένεια.
Έπρεπε να βάλλω όρια στην ελαστικότητα μου σε ότι αφορά αυτή… Κατέβηκα να πάρω ένα ποτήρι νερό, τα νευρά μου ήταν τεταμένα και ο ύπνος δεν ερχόταν. Όμως όταν έφτασα στην κορυφή της σκάλας έμεινα αποσβολωμένη… Με το αίσχος που ξετυλίγονταν μπροστά στα μάτια μου μέσα στο σαλόνι μου. Η Μπέλλα ήταν μια ξετσίπωτη… Σίγουρα κουνήθηκε στον γιο μου και αυτός δεν άντεξε να τις αντισταθεί, να σεβαστεί το σπίτι της μητέρας του, τις ξέρω εγώ αυτές… Το παιδί μου δεν έφταιγε σε τίποτα.
Είναι σαν να του έχει κάνει μάγια. Έμεινα λίγο πιο πίσω παρακολουθώντας το θέαμα. Την μισούσα, την μισούσα ακόμη περισσότερο.
Δεν έχει σημασία πόσο βαθιά ριζωμένο είναι το πρόβλημα, ποσό απελπιστική η κατάσταση, ποσό μπερδεμένο το κουβάρι, ποσό μεγάλο το λάθος. Μια επαρκής κατανόηση αγάπης θα δώσει λύση σε όλα… Emmet Fox
Η ζωή είναι κάτι περισσότερο από βόλεμα. Στα αυτιά μου χτυπούσαν καμπανάκια συναγερμού. Δεν θα βολευόμουν τόσο εύκολα αν δεν έλυνα πρώτα όλα τα ερωτηματικά που είχαν τυπωθεί στο μυαλό μου.
Συχνά εμείς οι άνθρωποι συμβιβαζόμαστε με λίγα ψίχουλα αγάπης που μας πετάνε, με την δικαιολογία ότι ''έτσι είναι η ζωή'', όπως έκανε έστω και για λίγο για μένα η Ελίζαμπεθ βάζοντας μου παρωπίδες στην αλήθεια.
Εγώ δεν ήθελα να καταντήσω έτσι δεν ήθελα να συμβιβαστώ με τέτοια ψήγματα ευτυχίας που συναντάμε συχνά στο δρόμο μας λες και κάποια απόκρυφη πηγή έχει προκαθορίσει και μετρήσει προσεκτικά το μερίδιο που πρέπει να εισπράξει ο καθένας. Ήθελα η ευτυχία μου να είναι αληθινή, όχι πλασματική.
Ούτε θα έμενα παθητική σε ότι αφορά στο μερίδιο αγάπης και στην ευτυχία. Αυτά δεν είναι πράγματα για να τα παρατάμε έτσι απλά. Είμαι υπόλογη γι’ αυτή την αγάπη και πλέον είναι δική μου ευθύνη να την καλλιεργήσω και να την διατηρήσω ζωντανή. Ακόμη και αν κάποιοι εναντιώνονται θέλοντας το αντίθετο αποτέλεσμα.
Καθόμουν μπροστά από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα, κρατώντας στα χέρια μου έναν αχνιστό καφέ. Κοιτούσα τον ήλιο κατάματα πληγώνοντας τα μάτια μου.. Η ακτίνες του απλώνονταν κατά μήκος του γαλάζιου ουρανού και μαύρες κουκίδες όμοιες με πουλιά τριγυρνούσαν ολόγυρα του.
Κρατήθηκα από το αληθινό όνειρο μου. Μια ζωή μαζί με τον Έντουαρντ… Το όνειρο ήταν το υλικό από το όποιο είναι φτιαγμένη η πραγματικότητα μου. Γιατί όσο αυτή η πραγματικότητα μου βάζει όρια, τα όνειρα εξακολουθούν να μου προσφέρουν ένα σωρό ευκαιρίες. Σήμερα θα φεύγαμε από το αγρόκτημα. Θα γυρνούσαμε επιτέλους σπίτι… Αυτές τις διακοπές άνετα θα τις έλεγα διαφορετικές, τρέλες και κουραστικές.
Ένιωθα ψυχικά πεσμένη και σωματικά ταλαιπωρημένη. Το να αντιμετωπίζεις την μέλλουσα πεθερά σου είναι αδιανόητα δύσκολο τελικά. Αν έκανα ποτέ παιδιά δεν θα ήθελα να καταντήσω έτσι.
«Αγάπη μου είσαι έτοιμη;» ρώτησε ο Έντουαρντ, ο όποιος κατευθυνόταν στην κουζίνα για να γεμίσει μια κούπα καφέ.
Γύρισα το σώμα μου προς το μέρος του. Μου χαμογέλασε εγκάρδια.. Μέσα σε αυτό το χαμόγελο είδα όσα χρειαζόμουν για να συνεχίσω να παλεύω.
«Έτοιμη, νομίζω ότι τα πηρά όλα» Έκανα μια γρήγορη λίστα στο μυαλό μου βάζοντας τικ για να σιγουρευτώ ότι τα πηρά όλα.
«Θα ξεκινήσουμε μόλις τελειώσω τον καφέ μου» Κάθισε στο τραπέζι ακόμα νυσταγμένος ρίχνοντας ένα μικρό χασμουρητό.
Έβγαλα από την τσάντα μου το δώρο της Ελίζαμπεθ όλη αυτή την εβδομάδα δεν μου δόθηκε η δυνατότητα να της το δώσω. Βήματα συρτά ακουστήκαν από πίσω. Στο κατώφλι της πόρτας στεκόταν αγέρωχη η Ελίζαμπεθ με μάτια που έβγαζαν σπίθες.
«Έντουαρντ είσαι σίγουρος ότι δεν θέλεις να μείνεις;» Άντε πάλι το ίδιο τροπάριο. Προσπάθησε να τον πείσει για μια ακόμη φορά.
«Και εσύ Μπέλλα; Σκέψου το… Θα σας καλοδεχόμουν με μεγάλη χαρά» στράφηκε σε έμενα.
«Μητέρα μην συνεχίζεις αυτή την κουβέντα να χαρείς. Πρωί πρωί, τα συζητήσαμε αυτά. Ποιος ο λόγος να χαλάμε τις καρδιές μας» η φωνή του δεν σήκωνε διαπραγμάτευση.
«Καλά γιε μου όπως θες, δεν θα ξανά ανακατευτώ» τα παράτησε.
«Σου φέραμε ένα δώρο με την Μπέλλα» Όσο μιλούσε ο Έντουαρντ την πλησίασα για να της το δώσω.
«Ορίστε» είπα. Τεντώνοντας τα χεριά μου και αφήνοντας το δώρο στα δικά της.
«Είναι μια μικρή καρφίτσα» πρόσθεσα.
«Δεν ήταν ανάγκη σας ευχαριστώ» με αγκάλιασε απαλά και έμεινα για λίγο κοκαλωμένη στην ιδία στάση κρατώντας την ανάσα μου.
«Έχω και εγώ κάτι για σένα» Έστρεψα το βλέμμα μου στην αλυσίδα που κρατούσε στα χεριά της.
«Το μενταγιόν μου» αναφώνησα με ένα χαμόγελο που έφτασε στα αυτιά μου.
«Ναι, Μπέλλα μου στην έφτιαξα. Καιρός να στην επιστρέψω»
Όλα έχουν μπερδευτεί μέσα μου. Ποια η αλήθεια; Ποιο το ψέμα; Φαινόταν τόσο ακατανόητο όλο αυτό. Ανακατεμένα συναισθήματα φώλιαζαν μέσα μου αυτή η γυναίκα σίγουρα είχε δυο πρόσωπα. Όμως αυτή την στιγμή ότι και να με έκαιγε στην ψυχή μου το παραμέρισα. Το μενταγιόν με έκανε να λυγίσω, ίσως εκεί υπολόγιζε και αυτή, ίσως το ήξερε. Αλλά δεν με ένοιαζε, σήμαινε πολλά για μένα η κίνηση της.
«Σε ευχαριστώ από την κάρδια μου» είπα σφίγγοντας το χέρι της με ευγνωμοσύνη . Μου φόρεσε το μενταγιόν εκεί που πάντα ανήκε, στο μέρος που είχε πάντα θέση, στο λαιμό μου. Ελπίζω αυτή η κίνηση να μην σήμαινε ''καταδικασμένη'' στην πλεκτάνη που σου στήνω…
Μας αποχαιρέτησε ζωγραφίζοντας στο πρόσωπο της την θλίψη που την έπνιγε. Δεν ξέρω κατά πόσο ήταν αληθινή… Η μηχανή του αυτοκίνητου πηρέ μπρος… Τα μάτια μου καρφωμένα έξω από το ανοιχτό παράθυρο με το αεράκι να με φυσάει κοιτούσα το σπίτι που ξεμάκραινε.
~*~~~*~~~*~~~*~
Το απογευματάκι πια επιστρέψαμε στο σπίτι. Είχε σκοτεινιάσει… Κάτι που μου έριχνε την διάθεση, όμως ήμουν αποφασισμένη να μην επιτρέψω στα θλιβερά γεγονότα να μου χαλάσουν το κέφι. Η πανύψηλη βελανίδια έριχνε μια απαλή σκιά στην μπροστινή βεράντα, όπως πάντα. Ένα ζευγάρι περπατούσε στο δρομάκι διπλά από το σπίτι μας, τους κοιτούσα με μια περίεργη νοσταλγία. Ο Έντουαρντ πάρκαρε το αυτοκίνητο και με βοήθησε με τις βαλίτσες…
Στάθηκα έξω από την εξώπορτα και άφησα τις αισθήσεις μου να με παρασύρουν… Η ψυχική μου γαληνή επέστρεψε μόλις είδα το σπίτι, τον προσωπικό μου χώρο εκεί που ήμουν ελεύθερη να κάνω ότι θέλω. Άπλωσα το χέρι μου στον εξωτερικό διακόπτη για να απλωθεί το φως, όμως τίποτα, ανοιγόκλεισα για άλλη μια φορά και πάλι δεν βρήκα ανταπόκριση.
«’Εντουαρντ η εξωτερική λάμπα έχει καεί» δήλωσα σηκώνοντας τα χεριά μου απελπισμένα, ξεφυσώντας. Τρόμαζα στο σκοτάδι ειδικά μετά από όλα αυτά που μου συνέβησαν.
«Θα την φτιάξω εγώ αγάπη μου. Μην φοβάσαι, αφού είμαι εγώ μαζί σου, θα άφηνα ποτέ να σου συμβεί τίποτα κακό;» Ένιωσα για μια στιγμή πανικό στην σκέψη να υπήρχε κάποιος εκεί γύρο και να μην είχα ορατότητα να τον αντιμετωπίσω. Αλλά σήμερα είχα τον Έντουαρντ διπλά μου που θα με προστάτευε από όλους και από όλα… Του είχα απεριόριστη εμπιστοσύνη! Με ένα του βλέμμα με έκανε να νιώθω ασφάλεια, μια ασφάλεια που μέχρι τότε δεν μου είχε προσφέρει κανένας άλλος εκτός από τους γονείς μου.
Περίμενα ώσπου να βρω τον έλεγχο του εαυτό μου και έσπευσα να ανοίξω την πόρτα. Θυμήθηκα όλες τις άβολες και δύσκολες στιγμές στο αγρόκτημα… Περπάτησα προς το χολ για να ανάψω το φως. Ήμουν τόσο μπερδεμένη και ένα κύμα σύγχυσης με διακατείχε. Ένα δάκρυ μου έπεσε στο μάγουλο μου και άρχισε να κυλάει στο λαιμό μου. Όλη μου η ένταση ξεχύθηκε… Μόλις αντιλήφτηκε ο Έντουαρντ ότι έκλαιγα πέταξε με θόρυβο τις βαλίτσες στο πάτωμα και στάθηκε διπλά μου. Με φίλησε στο μάγουλο και κάρφωσε το βλέμμα του στο πρόσωπο μου εξεταστικά για να καταλάβει από πού προήλθε αυτό το ξαφνικό ξέσπασμα. Έκλεισα τα μάτια μου αποφεύγοντας την ανάκριση που θα ακολουθούσε… Αγωνιούσε να τα ανοίξω το ένιωθα, ήθελε να του πω τι συμβαίνει. Αλλά μάταια περίμενε δεν θα του έκανα απόψε την χάρη…
«Μπέλλα μίλησε μου. Μην με κρατάς απέξω άγγελε μου» τον άκουσα να πνιγεί έναν λυγμό προτού συνεχίσει.
«Έκανα κάτι που σε πλήγωσε;» ψιθύρισε και με αγκάλιασε τρυφερά. Οι μεταπτώσεις στην ψυχολογία μου είχαν κουράσει και έμενα την ιδία…
«Ποτέ, μα ποτέ μην σκεφτείς ξανά κάτι τέτοιο Έντουαρντ Κάλεν» με αντίκρισε με το πληγωμένο βλέμμα του.
«Σ’ αγαπώ Μπέλλα δεν θέλω να βλέπω τα μάτια σου δακρυσμένα, θέλω να είσαι ευτυχισμένη» Το πρόσωπο του έκαιγε από προσμονή.
«Θα ετοιμάσω τηγανιτές για πρωινό αύριο» είπε για να μου φτιάξει την διάθεση και εγώ χαμογέλασα αχνά.
Δεν με πίεσε περισσότερο… Σεβάστηκε την σιωπή μου! Με ήρεμες κινήσεις με πήρε στην αγκαλιά του οδηγώντας με στο προσωπικό μας καταφύγιο στην κρεβατοκάμαρα μας.
«Έλα αγάπη μου… ήταν δύσκολη μέρα και για τους δυο μας» είπε φιλώντας με απαλά χωρίς να απαιτεί κάτι άλλο. Με απάλλαξε από τα ρούχα μου και με βοήθησε να ξαπλώσω στο κρεβάτι… Και ξάπλωσε και ο ίδιος στην δική του μεριά. Με κρατούσε πολύ ώρα έτσι… Η σιωπή τα κάλυπτε όλα. Ήμουν εγώ κι αυτός! Η κάρδια μου φτερούγισε. Ένιωθα τύψεις που δεν του αποκάλυπτα την αλήθεια, που δεν του εκμυστηρευόμουν τι ήταν αυτό που με απασχολούσε. Όμως προς το παρόν αυτό θεωρούσα σωστό… Την σιωπή! Την αβάσταχτη σιωπή, για την ακρίβεια. Την σιωπή που με έπνιγε και δεν με άφηνε να βγω στην επιφάνεια να αναπνεύσω λίγο καθαρό αέρα, να πάρω οξυγόνο. Με φίλησε άλλη μια φορά στα χείλια για καληνύχτα και τότε άφησα όλες τις έγνοιες πίσω… Έγειρα στον ώμο του κλείνοντας τα μάτια μου και άφησα την στιγμή να με παρασύρει. Να με οδηγήσει σε ένα ονειρικό κόσμο που εκεί δεν υπάρχει κακιά, δεν υπάρχει μίσος και πόνος. Παρά μόνο η αγάπη… η αγάπη που θα δημιουργούσα εγώ!
~*~~~*~~~*~~~*~
Το ξυπνητήρι κουδούνισε εκνευρίστηκα… Μισανοιξά το ένα μου μάτι να δω την ώρα, ήταν μόλις επτά… πάτησα με δύναμη το κουμπί για να σταματήσει. Ήθελα να κοιμηθώ κι άλλο το σώμα μου δεν είχε χορτάσει ύπνο. Στριμώχτηκα πιο κοντά στην αγκαλιά του και προσπαθούσα να βολευτώ…
Η έλξη που είχα για τον Έντουαρντ, ήταν τόσο έντονη, ώστε πολλές φορές γινόταν αφόρητη. Μου έλειπε όταν βρίσκονταν στην δουλειά, μερικές φορές γυρνούσε αργά το βράδυ κουρασμένος και εξαντλημένος από την κούραση… Αυτή την στιγμή το μόνο που ζητούσα ήταν άλλες λίγες ώρες μαζί του, όμως ποίος τις έχασε αυτές τις ώρες γαλήνης για να τις βρω εγώ; Τα λεπτά περνούσαν και δεν μπορούσα να αναβάλλω άλλο τις δουλείες μου…
Αναδεύτηκα κοντά του δίνοντας του ένα απαλό φιλί στα χείλια του. Με έσφιξε πιo κοντά του τόσο που από το δυνατό κράτημα του μου ήταν δύσκολο να αποδεσμευτώ. Γύρισα το κορμί μου για να είμαι πρόσωπο με πρόσωπο με εκείνον αφήνοντας ένα απαλό φιλί στο μέτωπο του.
«Καλημέρα κάρδια μου» είπε με βαθιά φωνή ακόμα από τον ύπνο.
«Καλημέρα» είπα νυσταγμένα τεντώνοντας τα χέρια μου πάνω από το κεφάλι μου ακουμπώντας σχεδόν στο μαξιλάρι.
«Ευδιάθετη είσαι σήμερα…» είπε τονίζοντας την κάθε λέξη. «Ειδές τον αντρούλη σου, την κολώνα του σπιτιού σου να ξυπνάει διπλά σου. Πέσε μου πώς να μην χαρείς;» συνέχιζε και εγώ τον κοιτούσα παραξενεμένα.
«Όχι πες γιατί δεν μιλάς. Αφού ξέρεις ότι δεν παίζομαι… Όλες πεθαίνετε για το κορμί μου. Μπέλλα αυτό δεν μπορείς να το αρνηθείς» Ίσως ήθελε προσγείωση μέσα στις επόμενες ώρες θα έπρεπε να τον καθηλώσω, θα σε φτιάξω εγώ κύριε Κάλεν παιχνιδάκια θέλει το αγοράκι μου…; Ήξερα όμως ότι μου έκανε πλακά και ένα τρανταχτό γέλιο βρήκε από μέσα μου.
«Ε γιατί γελάς;» η φατσούλα του είχε πάρει ένα κατσούφικο ύφος.
«Έντουαρντ σταματά» έλεγα ανάμεσα στα γέλια και συγκροτούσα την κοιλία μου.
«Έλα πες το μην ντρέπεσαι γλυκιά μου αγάπη αφού δεν μπορείς να μου αντισταθείς» είπε πειράχτηκα.
«Ωωωω και που το ξέρετε; Έχετε δει κύριε Κάλεν πόσοι με θέλουν; Πόσοι τρέχουν από πίσω μου; Και προσέξτε όχι μόνο για το κορμί μου… Όχι βέβαια, αλλά και για το πανέξυπνο και γεμάτο σπιρτάδα μυαλό μου. Όπως και να το κάνεις έχω πολλούς θαυμαστές» είπα ζωηρά και ανακάθισα στο κρεβάτι.
Τότε ο Έντουαρντ μου επιτέθηκε ρίχνοντας με στο προσκέφαλο του κρεβατιού ρουφώντας με μανία τα χείλια μου. Αφέθηκα σε ένα ζουμερό, παθιασμένο, υπέροχο φιλί. Ότι πρέπει για πρωινό ξύπνημα!
«Εγώ είμαι άλλος ένας από τους πολλούς θαυμαστές σας, στην υπηρεσία σας δεσποινίς» είπε λαχανιασμένος και ξέπνοος από το έντονο φιλί μας. Μου χάρισε ένα αστραφτερό χαμόγελο… Ήταν πανέμορφος, περά από τα αστεία που κάναμε μεταξύ μας, ο Έντουαρντ δεν είχε ίχνος αλαζονείας, ούτε καν επίγνωση της ομορφιάς του. Μέσα σε όλη αυτή την τρελά θυμήθηκα ότι έχω αργήσει για το μίτινγκ… Πετάχτηκα σαν σίφωνας από το κρεβάτι για να ετοιμαστώ.
«Αγάπη μου έχω καθυστερήσει πολύ… Θα με σφάξει το αφεντικό μου πρέπει να κάνω ένα ντουζ γρήγορα.»
«Ωραία» είπε τρίβοντας τα χέρια του μεταξύ τους λες και ετοιμαζόταν για κάποια σκαντάλια. Να δούμε ποιος θα φτάσει πρώτος στο μπάνιο, όποιος χάσει είναι βλάκας» κλείσαμε ένα στοίχημα της στιγμής. Πραγματικά δεν ήθελα να είμαι ο βλάκας της υπόθεσης.
Αντέδρασα ενστικτωδώς. Διέσχισα τρέχοντας την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, βρέθηκα σε χρόνο μηδέν στο διάδρομο ενώ άκουγα τα αντρικά βαριά βήματα του Έντουαρντ από πίσω μου. Έστριψα δεξιά φτάνοντας στην τελική ευθεία πιάνοντας το πόμολο μπήκα στο μπάνιο και κλείδωσα.
«Χαχαχα σε νίκησα» ούρλιαζα από την χαρά μου και με χειροκροτούσα γι’ αυτή μου την νίκη…
«Σε κέρδισα» φώναζα ακόμα πιο δυνατά δίχως ανταπόκριση.
«Έντουαρντ, γιατί δεν μιλάς; Έλα μόνο ένα παιχνίδι ήταν.» μισούσα την σιωπή του. Αποφάσισα να ξεκλειδώσω να δω τι συμβαίνει. Προχωρούσα φωνάζοντας το όνομα του… Σύρθηκα πάνω στον τοίχο για να δω που είναι και τότε δυο στιβαρά μπράτσα με έπιασαν από την μέση τραβώντας με στο μπάνιο.
«Μικρή χαζούλα νόμιζες ότι θα μου ξεφύγεις; Ποιος είναι ο βλάκας τώρα;» φώναξε γελώντας.
«Άφησε με» διαμαρτυρήθηκα, παλεύοντας στην αγκαλιά του.
«Δεν παίζεις τίμια Έντουαρντ» είπα.
«Και ποιος σου είπε ότι είχα σκοπό να το κάνω;» πηρέ ένα υπεροπτικό ύφος περνώντας το χέρι του μέσα από τα πλούσια καστανόξανθα μαλλιά του.Έβγαλα την γλωσσά μου επιδεικτικά σαν μικρό παιδί…
«Τώρα θα σου δείξω εγώ…» είπα αμυντικά… Περνώντας στην επίθεση. Άρχισα να βγάζω σαγηνευτικά τα ρούχα μου, μένοντας τελείως γυμνή στα έκπληκτα μάτια του. «Για να μάθεις να τα βάζεις μαζί μου» του ανακοίνωσα με ένα σατανικό χαμόγελο να διαγράφεται στο πρόσωπο του. Αντί να κάνει κίνηση ο Έντουαρντ έπεσε στα γόνατα με τα χεριά σαν σε προσευχή παρακαλώντας.
«Είμαι στο έλεος σου σκληρή κάρδια…» είπε. Γύρισα την πλάτη μου κατευθύνοντας το σώμα μου στην μπανιερά. Ήξερα πως δεν θα άντεχε για πολύ… Με έπιασε από τον ωμό γυρίζοντας με προς το μέρος του.
«Που νομίζεις ότι πας; Ακόμα δεν τελειώσαμε… Τώρα αρχίζει ο πόλεμος» Με φυλάκισε ανάμεσα στα χεριά του και αναζητούσε από το μυαλό μου, από το κορμί μου να του προσφέρει περισσότερα. Ξεκίνησε μια διαδρομή από το στήθος μου μέχρι τους αστράγαλους μου με πεταχτά φιλιά που ξυπνούσαν την φλόγα μέσα μου. Όμως χρειαζόμουν συγκέντρωση… Αν δεν τον σταματούσα δεν θα πήγαινα ποτέ στην δουλεία και την σήμαινε αυτό; Την άμεση απόλυση μου.
«Έντουαρντ» σιγομουρμούριζα… Ενώ συνέχιζε την πορεία του στην κατάκτηση.
«Θα αργήσω, έχω μίτινγκ και θα μείνω χωρίς δουλεία» με κοίταξε στα μάτια κατανοώντας με απόλυτα. Άφησε μια ελαφριά απογοήτευση να φάνει στο πρόσωπο του και ξεφυσώντας μου πέταξε την πετσέτα πειράχτηκα για να με αφήσει να κάνω μπάνιο.
«Όσο θα κάνεις μπάνιο εγώ θα σου ετοιμάζω τις τηγανιτές που σου υποσχέθηκα» μου έκλεισε το μάτι.
~*~~~*~~~*~~~*~
Φόρεσα γρήγορα ένα μοντέρνο ταγέρ με την φούστα να εφαρμόζει στους γλουτούς μου και το σακάκι να αγκαλιάζει όμορφα το σώμα μου στις αποχρώσεις του μαύρου, με ένα κίτρινο μπλουζάκι από μέσα.
Κατέβηκα με φορά την σκάλα κρατώντας την τσάντα μου στα χέρια… Όσο πιο κοντά πλησίαζα στην κουζίνα οσφριζόμουν τις νοστιμιές που έφτιαχνε ο Έντουαρντ κάτι που έκανε την κοιλία μου να διαμαρτυρηθεί γουργουρίζοντας.
«Μμμμ μυρίζει τόσο ωραία.» κάθισα στο τραπέζι που ήδη υπήρχε βούτυρο και μαρμελάδα.
«Τηγανιτές… Η σπεσιαλιτέ μου» είπε ανασηκώνοντας το αριστερό του φρύδι και όχι μόνο… Η κουτάλα που κρατούσε τον έκανε να μοιάζει τόσο αστείος. Ομολογώ όμως πως του πήγαινε η κουζίνα… Φυσικά ο νους μου πήγε στο πονηρό… Και σκέφτηκα τον άντρα της ζωής μου με ανακατεμένα μαλλιά, λερωμένα χεριά από την κουζίνα και γεμάτος αλεύρι στο μερικό μέρος του προσώπου του να με παίρνει πάνω στο μπάγκο.
«Τι θα κάνεις σήμερα;» ρώτησα από ενδιαφέρον αλλά πιο πολύ για να δω αν θα αργούσε το βράδυ. Όχι ότι εγώ δεν θα αργούσα… Ειδικά σήμερα…
«Θα ετοιμαστώ μόλις φύγεις για να πάω και εγώ σαν καλός εργαζόμενος στην δουλειά μου…»Έκανε μια γκριμάτσα.
«Θα αργήσεις;» είπα και μου έστειλε ένα γλυκό χαμόγελο. Ενώ εγώ έκλεβα μια τηγανίτα από αυτές που έβαζε στο τραπέζι.
«Γι’ αυτό ανησυχεί η αγάπη μου; Σήμερα θα γυρίσω νωρίς» κούνησα το κεφάλι.
«Εγώ ίσως αργήσω λίγο… Θα δείξει.» Ακούμπησε την αριστερή του παλάμη στο πρόσωπο μου χαϊδεύοντας τα ζυγωματικά μου. Αναστέναξα…
«Θα σε περιμένω…» είπε τελικά.
~*~~~*~~~*~~~*~
Έφτασα στην δουλεία καθυστερημένη καθώς απολάμβανα το χορταστικό πρωινό με τηγανιτές και σπιτική μαρμελάδα φράουλα. Η καθημερινότητα μόλις άρχισε, ξεφύσησα για να πάρω δύναμη. Η σημερινή μέρα ήταν πολύ σημαντική για έμενα θα πρόβαλα μπροστά σε όλο το συμβούλιο της εταιρίας την δουλεία μου πάνω στην ηχομόνωση των τζαμιών και στην ανθεκτικότητα τους. Η δουλειά στην κατασκευαστική εταιρία που δούλευα χρόνια ήταν σημαντική. Η θέση μου και το κύρος μου ανέβαινε μέρα με την μέρα. Δούλευα πολύ καιρό αυτό το κομμάτι, δεν ήθελα να απογοητεύσω κανέναν ποσό μάλλον τον εαυτό μου. Είχα άγχος και κρατούσα όσο πιο σφιχτά μπορούσα τους φάκελους επάνω μου εκεί βρίσκονταν όλες οι σημειώσεις και οι σκέψεις μου … Μια περιστρεφόμενη, γυάλινη πόρτα με οδήγησε σε μια δροσερή πράσινη αίθουσα αναμονής. Εκεί συνάντησα την Άλις…
«Μπέλλα μόνο εσένα περιμένουν… Πήγαινε κατευθείαν μέσα γιατί ο διευθυντής έχει χάσει την υπομονή του»
Η Άλις πάντα μου στεκόταν σαν βράχος σε όλες τις άσχημες και καλές στιγμές. Ήταν μια αξιοθαύμαστη φίλη…
«Ευχήσου μου καλή τύχη» σταύρωσα τα δάχτυλα μου για να πάνε όλα όπως τα θέλω.
«Καλή τύχη, μην ξεχνάς ότι είσαι το κάτι άλλο στην δουλεία σου, θα τα καταφέρεις Μπέλλα έχε πιστή στον εαυτό σου»
Της ένευσα σπασμωδικά… Μπήκα μέσα με το κεφάλι ψιλά αλλά μόλις τους αντίκρισα ένιωσα να μου κόβονται τα πόδια από την αγωνία. Μου κόπηκε η ανάσα μπαίνοντας στην αίθουσα συνεδριάσεων. Κάτι στο στομάχι μου έκανε τούμπα και με έκανε να ανακατευτώ. Έμεινα ακίνητη να κοιτώ το πλήθος.
Ένα μεγάλο κυκλικό τραπέζι έκανε την εμφάνιση του, δεξιά μου καθόταν ο διευθυντής μου και γύρο τα υπόλοιπα στελέχη. Άφησα τους φάκελους στο τραπέζι κάνοντας ένα βήμα πίσω…
«Καλημέρα, συγγνώμη για την μικρή καθυστέρηση» ένευσαν όλοι ως ένδειξη να συνεχίσω.
«Αν είστε όλοι έτοιμοι μπορούμε να ξεκινήσουμε» έκανα μια παύση.
«Συνέχισε Ιζαμπέλλα, ελπίζω να μην σε περιμέναμε άδικα. Και να έχεις κάτι καλό να μας προσφέρεις» ο διευθυντής φαινόταν εκνευρισμένος.
«Μάλιστα» τραύλισα… Ξεμπλόκαρα το μυαλό μου από όλους τους φόβους μου και ξεκίνησα.
«Για αρχή ευχαριστώ την ομάδα μου που δούλεψε τόσο σκληρά τόσο καιρό μαζί μου για να υλοποιηθούν οι ιδέες μου. Χωρίς αυτούς δεν θα τα είχα καταφέρει» ένιωσα περήφανη για τον εαυτό μου που κατάφερα να πω τα λόγια χωρίς να κομπιάσω.
«Δουλεύω αρκετό καιρό πάνω σε αυτό το θέμα και θα ήθελα την μεγίστη προσοχή σας» Δίπλα μου υπήρχε ένα δείγμα γυαλιού… Άρχισα να αναλύω πόση ασφάλεια πρόσφερε το πάχος του και ποσό προστατευμένη θα ήταν οι ακριβωπληρωτές πελάτες μας. Ξαφνικά ένιωσα μια αδιαθεσία. Έπιασα αυτομάτως την κοιλία μου, μια ελαφρώς ανακατωσούρα με περιτριγυρνούσε. Πιθανόν να με πείραξε το πρωινό… Με μεγάλη προσπάθεια είπα τις επόμενες λέξεις.
«Αυτό το νέο υλικό πάνω στο γυαλί είναι άφθαρτο δεν μπορεί να το διαπεράσει σφαίρα»
«Ακούγονται πολύ καλά όλα αυτά δεσποινις Σουάν αλλά γιατί νιώθω ότι λείπει κάτι;» ρώτησε ο διευθυντής που καθόταν ακριβώς διπλά μου. Εκείνη την στιγμή ένας περίεργος πόνος με διαπέρασε κάνοντας με να σαστίσω. Δεν θα τα παρατούσα τόσο απλά… Έκανα τόσο κόπο για να αποκτήσω αυτό το αποτέλεσμα. ''Μην τα χάσεις τώρα'' έλεγα και ξανάλεγα στον εαυτό μου. Το αυστηρό του ύφος και το αυτάρεσκο βλέμμα με έκανε να τα χάνω…
Κοίταξα για λίγο τις σημειώσεις μου και απάντησα σε οποιαδήποτε απορία είχε. Όμως ακόμα δεν είχε μείνει ευχαριστημένος τα μάτια μου με κοιτούσαν επικριτικά σαν να έλεγαν ‘’ τσάμπα χάσαμε την ώρα μας, σκάρτη η δουλεία της Σουάν’’ και οι φόβοι μου δεν άργησαν να επαληθευτούν.
«Τελικά τσάμπα σας περιμέναμε δεσποινίς Σουάν, η δουλεία δεν είναι τόσο καλά ολοκληρωμένη. Θα σας δώσω άλλη μια ευκαιρία μέχρι αύριο το πρωί απαιτώ να με εντυπωσιάσετε»
''Τι έγινε τώρα;'' Κοιτούσα με γουρλωμένα τα μάτια μην πιστεύοντας αυτά που μόλις είχε πει. ''Δεν καταλαβαίνω που βρήκε το ψεγάδι η εργασία μου ήταν δουλευμένη στο έπακρο''.
«Πολύ καλά αύριο» είπα με επαγγελματισμό. Σηκώθηκα συγχυσμένη από την τροπή των γεγονότων. Άπλωσα το χέρι μου για μια χειραψία όμως η απαίσια μυρωδιά του αρώματος του μου προκάλεσε αναγούλα. Κρατήθηκα πολύ για να μην φτάσει το ξινισμένο υγρό στο λαρύγγι μου όμως δεν τα κατάφερα… Βρέθηκα στην αγκαλιά του αφεντικού μου να κάνω εμετό…
Όλα πήγαν στράφη, ντρεπόμουν για αυτό το συμβάν, ντρεπόμουν για την ταπείνωση που πήρα από το αφεντικό μου για την δουλειά μου και γενικά τίποτα δεν πήγε έτσι όπως ήθελα. Δεν έχω αυταπάτες, είχα αποτύχει και σίγουρα από ώρα σε ώρα περίμενα την απόλυση μου…
Το κεφάλαιο αυτό είναι αφιερωμένο στους: xrysanthi(Χρυσανθακι μου)LITSA0089(Λιτσακι μου),Emy+Robert(κουμπαρακι μου), ROBELINA(Eλινάκι μου), despina aek(Δεσποινάκι μου), justnina22(Νινα μου), niki(Νικη μου), robsten kiss(Το Κατερινακι μου) vasia(Βασια μου), i love edward 2(Το Μαρακι μου) Mrs.Christina (Χριστινακι μου), Ke_lly(Στελλα μου), hlhtwilightmania, LadyTaniaXd , panagiota. Ελπίζω να μην ξέχασα κανέναν. Σας αγαπώ πολύ! Και σε όσους ακόμα διαβάζουν την ιστορία μου και με στηρίζουν τόσο βοηθώντας με να συνεχίσω… Σας ευχαριστώ πολύ κοριτσάκια μου!!!
Μάζευα τα προσωπικά μου αντικείμενα πάνω από το γραφείο. Δεν θα περίμενα να βγάλουν το τελικό πόρισμα και να με απολύσουν, δεν ήθελα και δεν μπορούσα να τους δώσω αυτή την ευχαρίστηση. Οπότε πήρα την απόφαση να φύγω μόνη μου, με ψηλά το κεφάλι. Πόσα χτυπήματα να αντέξω σε μια μέρα… Τοποθέτησα στην κούτα τους φάκελους με όλη την δουλεία μου, νιώθοντας ξαφνικά εξουθενωμένη. Κράτησα στα χέρια μου για λίγο την φωτογραφία που ήμουν με τον Έντουαρντ αγκαλιά χαμογελώντας ο ένας στον άλλο ευτυχισμένοι. Τι άλλαξε; Όλα ήταν τόσο διαφορετικά. Από την ημέρα που πήγαμε στο αγρόκτημα έγινα πιο εσωστρεφής, κλείστηκα περισσότερο στον εαυτό μου με αποτέλεσμα όλο αυτό να μου βγει σε κακό. Δεν μπορούσα να ανταποκριθώ στην δουλεία μου αλλά ούτε να βάλλω σε μια τάξη την προσωπική μου ζωή. Ξεφύσησα… πετώντας την φωτογραφία μέσα στην κούτα μαζί με τα υπόλοιπα αντικείμενα. Η πόρτα του γραφείου άνοιξε και μπήκε μέσα η Άλις διστακτικά!
«Μπέλλα;»
«Μην πεις τίποτα Άλις δεν θέλω να το συζητήσω» αποκρίθηκα σηκώνοντας το χέρι μου σε στάση διαμαρτυρίας.
«Έμαθα ότι έκανες εμετό» δύσκολα το έβαζε κάτω. Είχε γίνει πια αντικείμενο κουτσομπολιών και όλη η εταιρία θα με κορόιδευε και θα γελούσε εις βάρος μου. Συνέχισα να μαζεύω τα πράγματα μου με περισσότερο σθένος, ήθελα να φύγω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από εδώ μέσα.
«Μπέλλα είσαι καλά; Μήπως πρέπει να σε δει ένας γιατρός» ανησυχούσε για μένα αλλά εκείνη την στιγμή ήμουν πολύ τυφλή για να το δω. Επίσης ήμουν αρκετά ταραγμένη κάνοντας τα πάντα μηχανικά χωρίς να ακούω.
«Δεν θέλω να δω κανέναν, το μόνο που θέλω είναι να πάω σπίτι, να κλειστώ μέσα στο δωμάτιο μου, να κουκουλωθώ μέχρι πάνω πάνω με το σεντόνι και που ξέρεις μπορεί να σκάσω και να γλιτώσετε από έμενα» είπα εκνευρισμένα. Η κακομοίρα η Άλις δεν μου έφταιγε σε τίποτα. Έβγαλα όλο το άχτι μου και τα νευρά επάνω της… Αρνούμενη να δω ότι η κύρια υπαίτια για την κατάντια μου ήμουν εγώ.
«Ξέρεις ανησυχώ για σένα. Είσαι ξεροκέφαλη αλλά σκέφτηκες την περίπτωση να είσαι έγκυος;» Τι είχε πει μόλις τώρα; Τα αυτιά μου κουδούνιζαν και αυτή η ζαλάδα επέστρεψε… Δεν μπορεί να είμαι έγκυος, δεν είναι δυνατόν. Όμως οι ζαλάδες, οι ναυτίες, όλη αυτή η αναταραχή και η ανακατωσούρα στο στομάχι μου τι ήταν; Είχα την πεποίθηση ότι με πείραξε το φαγητό, να έπαθα κάποιου είδος τροφικής δηλητηρίασης, ίσως με περιτριγυρνούσε κάποια ίωση, ή λόγο του άγχους ξέσπασα εκεί. Αποκλείεται να ήμουν έγκυος δεν ήθελα καν να το σκέφτομαι. Ήδη είχα πολλά προβλήματα στο μυαλό μου δεν θα πρόσθετα άλλο ένα.
«Αποκλείεται» είπα με πείσμα και κούνησα το κεφάλι μου για να διώξω αυτή την πιθανότητα.
«Άλις θέλω να μείνω μονή σε παρακαλώ φύγε» πήγε να ανοίξει το στόμα της να πει κάτι αλλά την πρόλαβα.
«Φύγε» ψιθύρισα πριν λυγίσω, πριν σπάσω και αρχίσω να κλαίω ασταμάτητα. Να αρχίσω να κατηγορώ και να βρίζω για την ατυχία μου…
Αν υπήρχε και μια μικρή πιθανότητα να είμαι έγκυος; Αν η Άλις είχε δίκιο; Πως θα το έλεγα αυτό στον Έντουαρντ; Φοβόμουν μην με απορρίψει, μήπως δεν με θέλει πια… Αν πίστευε ότι είναι νωρίς για κάτι τέτοιο; Δεν ήμασταν ακόμα παντρεμένοι και ούτε το υπολογίζαμε ούτε ήταν στα άμεσα σχεδία μας ο γάμος. Κάθε φορά που γινόταν συζήτηση πάνω σε αυτό είχα την μανία να την σταματάω. Ακόμη δεν ήμασταν έτοιμοι για αυτό το μεγάλο βήμα, όσο μεγάλη και αν ήταν η αγάπη μας. Θα σταματούσα οπωσδήποτε να πάρω ένα τεστ εγκυμοσύνης καθώς επέστρεφα στο σπίτι, ή θα ήταν καλύτερα να επισκεφτώ την γυναικολόγο μου; Θα προτιμούσα το δεύτερο ήταν πιο αξιόπιστο θα πήγαινα χωρίς ραντεβού, αν ήταν δυνατόν θα την παρακαλούσα να με δειχτεί λέγοντας της ότι είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Ίσως να το παράκανα αλλά αυτή την στιγμή έτσι το έβλεπα. Καλυτέρα να μάθαινα μια ώρα νωρίτερα αν ήμουν ή όχι έγκυος για να πράξω αναλόγως. Δεν θα το καθυστερούσα άλλο.
«Πάρε με τηλέφωνο όταν νιώσεις καλυτέρα» άφησε ένα τελευταίο μήνυμα η Άλις και έκλεισε ερμητικά την πόρτα πίσω της αφήνοντας με μονή με τα στοιχειωμένα φαντάσματα του μυαλού μου.
Όταν έβαλα και το τελευταίο απομεινάρι του εαυτού μου μέσα στο κουτί το σφράγισα με μονωτική ταινία. Το πηρά στα χεριά μου έκλεισα το φως του γραφείου μου και έφυγα από την εταιρία χωρίς να κοιτάξω ούτε μια φορά πίσω μου. Δεν ήθελα να αφήσω το μυαλό μου να ταξιδέψει στα καλά και στα άσχημα που έχω περάσει μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους και που τώρα τα παρατούσα όλα τόσο απλά.
Οδηγούσα απερίσκεπτα και χωρίς να προσέχω καλά το δρόμο, τα δέντρα, οι κολώνες ακόμα και οι περαστικοί στο δρόμο περνούσαν μόνο για κάποια δευτερόλεπτα από το οπτικό μου πεδίο… Σταμάτησα το αυτοκίνητο στο παρκινγκ του ιατρείου… Προσπαθούσα να μην σκέφτομαι αυτό το ενδεχόμενο πρέπει να περνάω κάποια ίωση, δεν εξηγείται αλλιώς, καθησύχαζα τον εαυτό μου.
Το χειρότερο δεν είχε έρθει ακόμα… Ήρθε όταν συνειδητοποίησα ότι είχα μερικές μέρες καθυστέρηση πέντε με έξι μέρες το πολύ. Δεν πίστευα πως θα μπορούσα να έχω μείνει έγκυος, δεν μου πέρασε καν από το μυαλό, μου φαινόταν τελείως απίθανο. Άλλωστε πάντα προσέχαμε με τον Έντουαρντ, χρησιμοποιούσαμε προφυλακτικό τις περισσότερες φορές από τις φορές που κάναμε ερώτα. Αλλά τώρα που το επεξεργαζόμουν καλυτέρα είχαμε ξεφύγει στις διακοπές.
Μπήκα στο ιατρείο και κάθισα διστακτικά ανάμεσα στις υπόλοιπες γυναίκες που περίμεναν στον προθάλαμο. Δυο από αυτές ήταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη και κάθονταν αγγίζοντας προσεκτικά με μια ασυναίσθητη κίνηση τις φουσκωμένες κοιλιές τους. Προσπάθησα να φανταστώ τον εαυτό μου σε αυτή την θέση. Η ιδέα μου φάνηκε εντελώς εξωπραγματική! Αν όμως ήμουν έγκυος τι θα έκανα; Αυτό τουλάχιστον ακόμα ήταν κάτι που δεν έπρεπε να το σκέφτομαι. Τουλάχιστον όχι ακόμα, επανέλαβα. Μπορεί να ήταν μια καθυστέρηση και τίποτα άλλο.
Η γραμματέας της γιατρού με πλησίασε…
«Συγγνώμη έχουμε ραντεβού;» με ρώτησε.
«Όχι Ράνια» θυμόμουν το όνομα της από προηγούμενες επισκέψεις μου.
«Όμως θα ήθελα να σε παρακαλέσω αν μπορούσες να με στριμώξεις κάπου μέσα στα ραντεβού. Είναι επείγον και δεν μπορεί να περιμένει» έμεινα εκεί να κοιτώ με μάτια καρφωμένα στο ταβάνι και ύστερα πάλι της κοπέλας ικετευτικά. Στα δάχτυλα μου έπαιζα αφηρημένα ένα χαρτάκι από τις τσίχλες που μόλις είχα ανοίξει.
«Περιμένετε μισό λεπτό, θα ρωτήσω την γιατρό. Το όνομα σας παρακαλώ;»
«Ιζαμπέλλα Σουάν»
«Μάλιστα» είπε και χάθηκε για λίγο πίσω από την κλειστή πόρτα και επέστρεψε μετά από λίγα λεπτά.
«Η γιατρός θα σας δεχτεί σε λίγο» μου χαμογέλασε ευγενικά.
«Ευχαριστώ πολύ» ανταποκρίθηκα με χρωματιστή ανακούφιση στην φωνή μου ενώ αυτή γύρισε στο γραφείο της για να συνεχίσει την δουλεία της.
Είχα χαθεί στις σκέψεις μέχρι την στιγμή που φώναξαν το όνομα μου, σηκώθηκα μουδιασμένη από την αναμονή και μπήκα στο ιατρείο.
Η γιατρός ήταν μια μεσόκοπη , μεσαίου αναστήματος γυναίκα. Με καρέ ξανθά μαλλιά. Μου έδειξε την καρέκλα με ένα πλατύ χαμόγελο και με ρώτησε το λόγο της επίσκεψης μου με μάτια που έλαμπαν από ενδιαφέρον. Μου ανέπνεε εμπιστοσύνη αυτή η γυναίκα και με έκανε να νιώσω άνετα.
«Λες ότι μπορεί να είσαι έγκυος λοιπόν… Θα το μάθουμε αμέσως. Έλα πάμε να σε δω λίγο…»
Την ακολούθησα ντροπαλά στο άλλο δωμάτιο. Εκεί υπήρχε ένα μηχάνημα για υπερηχογράφημα. Περίμενα για λίγο όρθια βλέποντας απέναντι μου την ειδική καρέκλα που έπρεπε να καθίσω και κάρφωσα τα μάτια στην μικρή οθόνη απέναντι μου.
Τι παράξενο δεν ένιωθα να την ντρέπομαι καθόλου πια έτσι γινόταν πάντα μετά το συνήθιζα. Ξάπλωσα επάνω στο ειδικό κρεβάτι.
«Ας δούμε λίγο με τον υπέρηχο» η γιατρός έσπασε για την σιωπή.
Μου ζήτησε να σηκώσω την μπλούζα μέχρι το ύψος του στήθους μου. Παρακολουθούσα με ενδιαφέρον να απλώνει χαμηλά στην κοιλία μου ένα πηχτό τζελ διάφανο το οποίο με πάγωσε και με έκανε να ανατριχιάσω και ύστερα ακουμπήσε πάνω ένα μηχάνημα που συνδεόταν με οθόνη μπροστά της. Άρχισε να το μεταφέρει με πίεση από την μια μεριά στην άλλη. Στη οθόνη του υπερηχογράφου εμφανίστηκε μια θολή ασπρόμαυρη εικόνα ήταν σαν ανάποδο τρίγωνο μόνο που η κάτω πλευρά ήταν καμπυλωτή και όχι ευθεία μέσα σε αυτό το τρίγωνο υπήρχαν πολλές γραμμές αλλά περά από αυτό δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτα άλλο.
«Λοιπόν δεσποινίς Σουάν, είσαστε σε κατάσταση κύησης» μου το ανακοινώσε έτσι απλά σαν να μου έλεγε κάτι για το καιρό ενώ εγώ είχα μείνει σαν χάνος να την κοιτάω.
Δεν ήξερα τι να απαντήσω, ούτε τι να σκεφτώ… Αυτό δεν συνέβαινε σε έμενα αλλά σε κάποια άλλη ήμουν σίγουρη, εγώ ήμουν απλά παρατηρητής.
Η συμπαθητική γιατρός μου, κατάλαβε ότι είχα άγνοια σχετικά με το τι βλέπαμε και βάλθηκε να μου εξηγήσει τι ήταν αυτό στην οθόνη.
«Μα που είναι; Α! Εδώ είμαστε… » μου είπε θριαμβευτικά λες και βρήκε θησαυρό.
Στη οθόνη φάνηκε ένα μικρό μαύρο σημαδάκι σαν κουκίδα ή καλυτέρα σαν ένα μεγάλο φασόλι. Έβαλε το δάχτυλο της στην οθόνη και μου έδειξε ακριβώς το σημείο μήπως δεν το είχα καταλάβει. Σύγχρονος άκουγα έναν ήχο όμοιο με καλπασμό αλόγου… Σαν να χτύπα μια μικρή κάρδια γρήγορα, μια κάρδια που θέλει να κάνει αισθητή την παρουσία της, μια κάρδια δυνατή έτοιμη για να έρθει στην ζωή.
«Τι είναι αυτός ο χτύπος;» ρώτησα πρώτη φορά με ενδιαφέρον καθώς μου είχε κινήσει την προσοχή.
«Είναι η καρδιακή λειτουργιά του μωρού» είπε απλά και εγώ έμεινα να ακούω τον ήχο εκστασιασμένη. Αυτό με γέμισε με ανάμεικτα συναισθήματα και μια πληρότητα ήρθε να αγκαλιάσει και την δική μου κάρδια αλλά αυτό το αίσθημα μου προκαλούσε αναταραχή.
«Απ’ ότι βλέπω είναι πολύ μικρό ακόμα η σύλληψη πρέπει να έγινε πρόσφατα. Είσαι έξι εβδομάδων περίπου» συνέχισε την ιατρική ανάλυση κόβοντας με από αυτό το έντονο απερίγραπτο συναίσθημα που βίωνα.
Απλά κούνησα το κεφάλι μου ενώ φαινόταν καθαρά στο πρόσωπο μου πως ήμουν αναποφάσιστη η ερώτηση της στην συνεχεία με τάραξε.
«Θα το κρατήσουμε;» με ρώτησε με το πιο φυσικό ύφος στον κόσμο. Την κοίταζα χωρίς να καταλαβαίνω για λίγο είχα πάθει σοκ. Δεν μπορούσα ακόμα να συνειδητοποιήσω τι γινόταν.
«Θα δω, θα το συζητήσω με τον άντρα μου…» κόμπιασα. «Και θα δούμε» απάντησα νιώθοντας ντροπή για το ψέμα μου. Για πιο λόγο έλεγα ψέματα σε μια ξένη; Τι είχα να φοβηθώ; Ότι θα με κοιτούσε υποτιμητικά, ότι θα με επέπληττε που δεν πρόσεξα; Ακόμα και η ιδία δεν ήξερα την καταραμένη απάντηση.
Η γιατρός δεν επέμεινε περισσότερο. Σίγουρα είχε ακούσει πολλά στα τόσα χρόνια που έβλεπε γυναίκες να έρχονται και να φεύγουν από το ιατρείο ξέροντας ότι περιμένουν παιδί. Οι περισσότερες είχαν ένα σύζυγο ή έναν αρραβωνιαστικό ο Έντουαρντ ακόμη δεν μου ήταν τίποτα από τα δυο εκτός από σύντροφος… Ένιωθα μονή! Φαινόμουν σαν να τα έχω χαμένα. Με συνόδεψε πίσω στο γραφείο της, όπου μου εξήγησε υπομονετικά τι θα έπρεπε να κάνω στην περίπτωση που δεν θα κρατούσα το μωρό. Μου εξήγησε πως αν δεν ήθελα να το κρατήσω θα έπρεπε άμεσα να προχωρήσουμε σε διακοπή της εγκυμοσύνης. Μου μίλησε σχετικά με το πώς γίνεται η επέμβαση, με απαλή, ήρεμη φωνή και εγώ δεν έχανα λέξη.
«Εγώ πάντως θα χαρώ να το κρατήσεις… Τον αγαπάς τον άντρα σου;» με ρώτησε απρόσμενα.
«Ε… φυσικά και τον αγαπώ» της απάντησα μπερδεμένη με την ερώτηση.
«Θα είναι πολύ όμορφο και έξυπνο μωρό… αν έγινε με πάθος και ερώτα. Έτσι συνηθίζω να λέω» μου χαμογέλασε ζεστά και με ξεπροβόδισε με ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη.
«Εμείς θα τα ξαναπούμε…» με χαιρέτισε και επέστρεψε στο γραφείο να δεχτεί την επομένη πελάτισσα που είχε αρχίσει να αδημονεί, δεν κουνήθηκα ούτε έκαστο από την θέση μου και η γιατρός με κοίταξε με ενοχλημένο ύφος, σήμερα ήμουν σίγουρη πως της είχα δυσκολέψει την ζωή. Έγνεψα απλά όταν λειτούργησε για λίγο ο εγκέφαλος μου και βγήκα φουριόζα από αυτό το μέρος…
Έψαχνα με τρεμάμενα χεριά τα κλειδιά του αυτοκίνητου. Στύλωσα την πλάτη μου στην πόρτα του οδηγού και έκατσα για λίγο εκεί. Άκουγα το κινητό μου που χτυπούσε ασταμάτητα μέσα στην τσάντα αλλά το μυαλό μου είχε μουδιάσει… δεν ήθελα να μιλήσω σε κανέναν. Ένιωθα τα μέλη μου ξένα και μουδιασμένα, τον κόσμο τα αυτοκίνητα να κινούνται σαν θολό όνειρο. Χωρίς να το καταλάβω έφτασα περπατώντας μέσα στην παραζάλη στην άκρη του δρόμου. Άκουσα ένα δυνατό κορνάρισμα, είχα διασχίσει απρόσεκτα το δρόμο χωρίς να κοιτάξω ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Δεν ήξερα που πήγαινα, ούτε κατάλαβα το λόγο που δεν μπήκα μέσα στο αυτοκίνητο. Κάθισα σε ένα μικρό παγκάκι και άναψα τσιγάρο μια κακή συνηθείας που ήθελα να κόψω…
''Οι εγκυμονούσες δεν καπνίζουν'', φώναξε μέσα μου μια υστερική φωνούλα. Γέλασα δυνατά μονή μου. Μου φαινόταν τόσο αστείο. Σαν μια μεγάλη φάρσα.
Οι σκέψεις πως θα το έλεγα στον Έντουαρντ στριφογύριζαν στο μυαλό μου σαν τρελές. Ένιωθα το κόσμο που είχα δημιουργήσει γύρω μου να γκρεμίζεται σε συντρίμμια. Όλα είχαν γίνει με την λάθος χρονική σειρά. Μάλλον αυτό ήταν η κυριότερη σκέψη μου, αυτό που με ενοχλούσε… Πέρασα πολλή ώρα καθισμένη εκεί, με χίλιες πιθανές συζητήσεις και διάφορα σενάρια στο μυαλό μου. Μερικές φορές μιλούσα στον εαυτό μου χαμηλόφωνα. Ένας περαστικός με είδε που παραμιλούσα με τα χεριά τυλιγμένα γύρω από το σώμα μου σαν να κρύωνα. Κοντοστάθηκε και κούνησε το κεφάλι με άπειρη συμπάθεια. Λέγοντας ασυναρτησίες που για πρώτη φορά με έκαναν να χαμογελάσω.
«Το καημένο το κορίτσι! Αχ τι παθαίνουν τα παιδιά μας με τα ναρκωτικά και τις ηρωίνες!» Όταν σηκώθηκα από το παγκάκι ήταν περασμένο μεσημέρι. Πεινούσα πολύ και έπρεπε να επιστρέψω σπίτι. Έφτασα αργά το απόγευμα στην γνώριμη ζεστή μου οικεία… Ο Έντουαρντ δεν είχε γυρίσει ακόμα από την δουλεία και αυτό μου έδινε το προβάδισμα να σκεφτώ κι άλλο, να αναλύσω σπιθαμή προς σπιθαμή το θέμα. ''Καλυτέρα…'' σκέφτηκα δεν ήθελα να με δει. Όμως δεν θα γινόταν να τον αποφύγω για πάντα…
Έφαγα με μηχανικές, βιαστικές κινήσεις το κρύο κοτόπουλο από το ψυγείο χωρίς να το ζεστάνω και δεν κατάλαβα καν τη γεύση του.
Ύστερα έφτιαξα μια κούπα ζεστό καφέ και κάθισα στην πολυθρόνα του σαλονιού με κλειστά τα μάτια, περιμένοντας τον Έντουαρντ για να του αναγγείλω την εγκυμοσύνη μου. Ένας υπόκωφος θόρυβος από κλειδιά ακούστηκε στην πόρτα, στην όποια έτριξαν για λίγο ανατριχιαστικά οι μεντεσέδες. Ήμουν έτοιμη να με πάρει ο ύπνος. Έξω είχε σκοτεινιάσει, το σεληνόφως άφηνε μια χρυσή λεπτή γραμμή χρώματος μέσα στην μαύρη νύχτα. Η σκιά από το λιγοστό φως διέγραφε μια γνώριμη φιγούρα… Την φιγούρα του Έντουαρντ. Είχε επιτέλους επιστρέψει… Κανονικά θα έπρεπε να χαρώ αλλά στην θύμηση όσων είχαν συμβεί με κατάβαλε η θλίψη και τα χαρακτηρίστηκα μου συσπάστηκαν.
Το φως από την λάμπα έκανε ποιο ξεκάθαρη την εικόνα που μόλις είχε σχηματιστεί στο πρόσωπο μου. Η μπερδεμένη έκφραση του Έντουαρντ με μπέρδεψε.
«Μπέλλα;» είπε σαν να μην το πίστευε.
«Εσύ είσαι έτσι;» είπε πετώντας τα κλειδιά πάνω στο τραπεζάκι διπλά από την πόρτα. Τώρα βρισκόταν μερικά βήματα μακριά μου…
«Δεν θα αργούσες σήμερα;» πλησίασε περισσότερο σαν να μην ήταν σίγουρος ότι αυτή ήταν μια σωστή κίνηση. Σίγουρα τον είχε φοβίσει η σιωπή μου.
«Όπως βλέπεις είμαι εδώ» έκανα ένα μορφασμό αμηχανίας.
«Είσαι καλά;» στεκόταν ακόμα με το κουστούμι φορεμένο και το χαρτοφύλακα του στο χέρι.
«Έντουαρντ είμαι έγκυος» είπα σχεδόν σοκαριστηκά, δεν τον άφησα ούτε να βολευτεί πρώτα.
Στρογγυλοκάθισε στον καναπέ με μάτια σαστισμένα ψιθυρίζοντας την λέξη ''έγκυος'' πολλές φορές για να το πιστέψει. Κάθισε αρκετή ώρα ακίνητος τα μάτια του φαίνονταν κενά σαν να σκεφτόταν όλες τις πιθανότητες. Σαν να αποφάσιζε για το πώς θα πράξει, ποιο θα ήταν το τελικό πόρισμα και ποια η πιθανή έκβαση αυτής της συζήτησης. Η όψη του ήταν χλωμή, ταλαιπωρημένη. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ στην ζωή μου ότι θα τον χάσω και αυτό με φόβιζε. Τώρα όμως κάθε φορά που τον κοιτούσα, όχι απλά φοβόμουν αλλά έτρεμα στην ιδέα πως θα ήταν και η τελευταία. Ήθελα να σπάσω αυτή την αβάσταχτη ηρεμία.
«Ίσως έσπασε κάποιο προφυλακτικό, αν και στο αγρόκτημα δεν είχαμε πάρει και τις απαραίτητες προφυλάξεις. Όμως απ' ότι κατάλαβα από τα λεγόμενα της γιατρού ήμουν έγκυος πριν από το ταξίδι» είπα για να μας δικαιολογήσω. «Τώρα τι θα κάνουμε;» σώπασα για λίγο για να του αφήσω χρόνο να συνειδητοποιήσει όσα συνέβησαν.
Για πρώτη φορά κουνήθηκε… Στάθηκε διπλά μου και έπειτα γονάτισε μπροστά από τα πόδια μου. Έβαλε τα δυο μου χεριά μέσα στις μεγάλες και ζεστές παλάμες του.
«Τι εννοείς τι θα κάνουμε;» με κοίταξε με ένα ανεξιχνίαστο ερωτηματικό βλέμμα. «Το προφανές φυσικά» μου είπε.
«Και ποιο είναι το προφανές;» τον κοίταξα έκπληκτη.
«Να με παντρευτείς» η κάρδια μου χτυπούσε σαν τρελή, ένα ελαφρύ τρέμουλο απλώθηκε στα γόνατα μου. Πίεσα με τα δάχτυλα μου την αριστερή πλευρά του στήθους μου λες και με αυτή την κίνηση θα μπορούσα να καλμάρω τους γρήγορους χτύπους της. Όμως δεν ήμουν σίγουρη αν αυτό ήταν το σωστό , σκεφτόμουν υπερβολικά πολύ την κατάσταση αλλά δεν λένε ότι ο γάμος σκοτώνει τον ερώτα; Ποσό μάλλον όταν έχεις και ένα μωρό μέσα στα σώθηκα σου πριν από αυτόν. Φυσικά χαιρόμουν που μέσα μου μεγάλωνε ένα κομμάτι του. Ήταν όμως τόσο πρωτόγνωρο που πραγματικά δεν ήξερα πώς να φερθώ.
«Δεν ξέρω Έντουαρντ, νομίζω πως βιαζόμαστε» αναστέναξα.
«Μπέλλα σταματά πια αυτή την καραμέλα. Σου ζητάω τόσο καιρό να με παντρευτείς και το αρνείσαι. Τώρα που υπάρχει στην μέση το μωρό μας…» έκανε μια παύση στο άκουσμα της λέξης μωρό και γέλασε ασυναίσθητα. «Δεν έχεις δικαιολογία…» σοβάρεψε απότομα. «Εκτός και αν δε με θες…»
Μέσα μου ένιωσα ένα σπαρακτικό πόνο. Στην πραγματικότητα αυτό δεν ήθελα; Ρωτούσα τον εαυτό μου, να γίνουν όλα σωστά να έχω ένα σύζυγο και μια οικογένεια. Έξαλλου δε μου είχε απομείνει τίποτα άλλο. Ένιωσα έναν απίστευτο πόνο στο στήθος μου έπρεπε να πάρω τόσες αποφάσεις που θα καθόριζαν όλη την ζωή μου. Περίμενε υπομονετικά για μια απάντηση. Και τελικά κατάλαβα πως εγώ είμαι αυτή που θα βγάλει το τελικό πόρισμα. Ζαλίστηκα, με έπιασε ναυτία. Όλα γύρο μου φαίνονταν θαμπά… Προσπάθησα να συνεφέρω τον εαυτό μου για να αισθανθώ καλυτέρα. Του όρμησα και τον αγκάλιασα όσο πιο σφιχτά μπορούσα. Φίλησα το μάγουλο του και τους κροτάφους του… Ενώ μου χάιδευε παρηγορητικά την πλάτη. Έκανε μερικά βήματα πίσω αφήνοντας με από τα χεριά του… Με κοίταξε μέσα στα μάτια επαναλαμβάνοντας την ερώτηση.
Μόλις τελείωσα την δουλεία μου στην εταιρία το μόνο που ήθελα ήταν να γυρίσω σπίτι. Είχα πάρει πολλές φορές την Μπέλα τηλέφωνο αλλά για κάποιο ανεξιχνίαστο λόγο δεν το σήκωνε… Μπορώ να πω ότι ανησυχούσα αλλά και κατά κάποιο τρόπο το περίμενα σήμερα ήταν σημαντική μέρα γι’ αυτή. Από την παρουσίαση θα εξαρτιόταν αν θα έπαιρνε προαγωγή ή όχι. Φαντάζομαι πως από το άγχος και μόνο ούτε το τηλέφωνο δεν θα μπορούσε να σηκώσει, αφού το πρωί φοβόταν ακόμη και να βάλλει σε λογική σειρά τις σκέψεις της. Ευτυχώς που την συνέτισα και της ύψωσα το ηθικό αλλιώς ποιος ξέρει ποσό απογοητευμένη θα γυρνούσε σπίτι… Αυτή ήταν μια αδυναμία της που δεν μπορούσα να παραβλέψω, ήθελε στήριξη σε κάθε βήμα της. Την διάβαζα πλέον σαν ανοιχτό βιβλίο...
Ήξερα ακόμα πως μου έκρυβε πράγματα, ειδικά την περίοδο που περάσαμε στο αγρόκτημα, όσο και αν προσπαθούσε σκληρά να το αποφύγει. Απλά δεν ήθελα να την φέρνω σε δύσκολη θέση πιέζοντας την. Πίστευα πως η καλύτερη λύση είναι να την αφήσω να μου πει από μονή της ότι ήθελε χωρίς εντάσεις και εκφοβισμούς που δεν ξέρω και εγώ πως θα κατάληγαν. Την αγαπούσα την Μπέλα, την αγαπούσα πολύ…
Εδώ και δυόμιση χρόνια που γνωριζόμασταν είχε αλλάξει την ψυχοσύνθεση μου. Πριν από αυτή το μόνο που αισθανόμουν ήταν πόνος, τύψεις και μια βαθιά απώλεια να σφίγγουν την κάρδια μου με δύναμη σαν να προσπαθεί κάποιος να μπήξει τα δάχτυλα του διαπερνόντας το δέρμα μου. Ποτέ δεν χαμογελούσα αληθινά , το πρώτο αληθινό μου χαμόγελο ήταν εκείνη την ημέρα που έπεσα τυχαία επάνω της και αυτή από την τρομάρα και την έκπληξη της άρχισε να αραδιάζει ασυναρτησίες. Είναι η μοναδική μέρα που θυμάμαι απόλυτα και με λεπτομέρειες, τα μάτια της με έκαιγαν και η κοιμισμένη μου κάρδια άρχιζε να ρίχνει σιγά σιγά τα αγκάθια που είχαν καρφωθεί επάνω της. Όχι, ποτέ δεν ξέχασα και ούτε νομίζω πως θα τα καταφέρω ποτέ, αλλά η Μπέλα μου δίνει την ευκαιρία για εξιλέωση χωρίς να το ξέρει. Όμως σύντομα θα μάθει όλη την αλήθεια ακόμη και αν θα είναι το τελευταίο που θα κάνω, ελπίζω να καταλάβει να μην απογοητευτεί, να μην με θεωρήσει δολοφόνο.
Πάτησα το κουμπί τερματισμού στον υπολογιστή μου. Σηκώθηκα φορώντας το σακάκι μου, πηρά το χαρτοφύλακα μου στο χέρι τον άνοιξα πετώντας μέσα κάποια σημαντικά χαρτιά που θα μελετούσα στο σπίτι και ύστερα τον κούμπωσα πάλι ακούγοντας το χαρακτηριστικό ‘’κλακ’’.
Περπάτησα όλο τον μακρύ διάδρομο μέχρι να φτάσω στο ασανσέρ. Μέχρι που άκουσα βήματα και χαμηλές συνομιλίες… Αναγνώρισα αμέσως ποιος ήταν όταν ο καθαρός αέρας αντικαταστάθηκε από μια βαριά μυρωδιά. "Πούρα" σκέφτηκα προσπαθώντας σκληρά να μην κάνω κάποιο μορφασμό καθώς ο φίλος μου ο Τζάσπερ είχε το κακό συνήθειο να καπνίζει. Απορούσα πως άντεχε αυτή την αποπνικτική μυρωδιά… αυτό το πρόβλημα αντιμετώπιζα και με την Μπέλα ,τουλάχιστον κάπνιζε πιο ελαφριά τσιγάρα...
Ήθελα να κόψει αυτή την κακή συνήθεια που την σκότωνε ώρα με την ώρα. Ίσως να μην υπήρχαν επιπτώσεις τώρα αλλά αργότερα; Όταν η νικοτίνη γέμιζε τα πνεύμονα της και τα έβαφε με μαύρο χρώμα σαν μελανί θα ήταν αργά… Ας μην μιλήσω για τον καρκίνο είναι θέματα που με πονάνε… Δεν ήθελα να σκέφτομαι αυτά τα χειλάκια να γίνονται μπλάβα περνώντας ένα γριζομπλέ χρώμα.
«Έντουαρντ; Φεύγεις;» άκουσα την μπάσα του φωνή να μου μιλάει. Πάτησα το stop στο ασανσέρ που μόλις είχε ανέβει και γύρισα το σώμα μου προς το μέρος του.
«Ναι όπως βλέπεις. Έγινε κάτι που θες να συζητήσουμε;» τα μάτια του πρόδιδαν κάποια ανησυχία αλλά μέσα σε αυτά δεν μπορούσα να διακρίνω τίποτα άλλο.
«Όχι τίποτα… Καληνύχτα! Να μην σε καθυστερώ θα περιμένει και η Μπέλα» κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. Ο Τζάσπερ ήταν ζευγάρι με μια φίλη της Μπέλας από την δουλεία την Άλις όμως δεν είχαν προχωρήσει σε σημείο να συγκατοικήσουν. Ακόμα το συζητούσαν.
«Κι όμως είμαι σίγουρος ότι κάτι θες να πεις. Η Μπέλα μπορεί να περιμένει λίγο. Ξέρεις ότι η φιλιά μας είναι σημαντική» του αντιγύρισα, κοιτώντας την ώρα στο ρολόι μου για να σιγουρευτώ ότι δεν θα αργούσα όπως είχα πει στην Μπέλα.
«Θα μάθεις σύντομα…» είπε απλά και γύρισε να φύγει. Αυτός ο άνθρωπος ήταν πάντα τόσο μυστήριος...
«Τζάσπερ;;;» φώναξα καθώς απομακρυνόταν προς το γραφείο του. Κοντοστάθηκε για λίγο…
«Πήγαινε Έντουαρντ είμαι σίγουρος ότι η Μπέλα σε χρειάζεται» είπε με σιγουριά στην φωνή του.
«Πως το ξέρεις αυτό; Και σβήσε επιτέλους αυτό το αναθεματισμένο πούρο δεν βλέπεις ότι σε σκοτώνει;» θύμωσα μαζί του.
«Τσάμπα χάνεις το χρόνο σου μαζί μου. Μια απόλαυση έχω στην ζωή μου και θες να μου την στερήσεις… Και άσε τις ερωτήσεις απλά το ξέρω τέλεια και παύλα.» είπε και χάθηκε από το βλέμμα μου στρίβοντας στο διάδρομο. Η Άλις σκέφτηκα αυτόματα κάτι του είχε πει που τον αναστάτωσε προσπάθησε να μου το πει αλλά κάτι τον σταμάτησε. Γαμώτο τι έπαθε η Μπέλα…
Οι σκέψεις αυτές με ακολουθούσαν σε όλη την διαδρομή για το σπίτι. Όλα τα έκανα μηχανικά σε κάθε φανάρι που σταμάταγα, σε κάθε γωνία που έστριβα δεν έβγαζα από το μυαλό μου τι μπορεί να είχε συμβεί… Με παραξένεψε κιόλας που δεν σήκωνε το τηλέφωνο. Σύντομα θα μάθαινα...
Πάρκαρα το αυτοκίνητο μου στην απέναντι πλευρά του δρόμο από το σπίτι… Περπάτησα με σταθερά σιγανά βήματα μέχρι να φτάσω στο σπίτι, ήθελα το χρόνο μου να επανέλθω από αυτά που μου είχε πει ο Τζάσπερ. Δεν μπορούσα να την αφήσω να καταλάβει ότι κάτι ξέρω… Ψηλάφισα για λίγο την εσωτερική τσέπη του σακακιού μου για να βρω τα κλειδιά του σπιτιού. Πηρά μια ελαφριά ανάσα και την άφησα να βγει χαλαρά από μέσα μου, σχεδόν ανακουφιστικά!
"Σπίτι μου σπιτάκι μου" αναλογίστηκα μετά από μια κουραστική μέρα. Στάθηκα για λίγο στην κάσα της πόρτας αναποφάσιστος για το τι πρέπει να κάνω… Δεν ήξερα τι ήταν αυτό που θα αντίκριζα, σε τι κατάσταση θα την έβρισκα. Άπλετο το σκοτάδι ρουφούσε κάθε γωνία του σπιτιού, δεν φαινόταν ίχνος ζωής σαν να μην επέστρεψε ακόμα στο σπίτι, ξαφνικά με έπιασε ένα νευρικό άγχος. Το λιγοστό φως που έμπαινε από το παράθυρο μόνο με έκανε να διακρίνω πως καθόταν σε εμβρυακή στάση στην πολυθρόνα. Χαλάρωσα τους μυς του προσώπου μου και πηρά μια ανεξιχνίαστη έκφραση.
Άπλωσα το χέρι μου στον διακόπτη και το δωμάτιο γέμισε με φως… Η καρδία μου χτυπούσε δυνατά, όπως συνήθως όταν βρισκόταν κοντά μου η Μπέλα. Αυτή τη φορά, όμως, ήταν διαφορετικά. Όλη αυτή η σκηνή με έκανε να ιδρώσω…
«Μπέλα;» είπα με την ένταση της φωνής μου να ανεβαίνει.
«Εσύ είσαι έτσι;» είπα με τα μάτια μου έκπληκτα ενώ πετούσα τα κλειδιά πάνω στο τραπεζάκι διπλά από την πόρτα για να την πλησιάσω.
«Δεν θα αργούσες σήμερα;» η φωνή μου είχε γίνει τραχιά, έκανα άλλη μια προσπάθεια μπας και ακούσω την φωνή της. Τώρα είχα φτάσει ακριβώς μπροστά στο πρόσωπο της φορούσα ακόμη το κουστούμι και κρατούσα τον χαρτοφύλακα μου στα χεριά.
«Όπως βλέπεις είμαι εδώ» φαινόταν τρομοκρατημένη και αμήχανη. Αυτό με παραξένεψε και με έβαλε σε περισσότερες σκέψεις. Ίσως δεν πήγε τόσο καλό το πρόγραμμα που είχε ετοιμάσει, φοβόμουν ότι θα έπεφτε σε κατάθλιψη.
«Είσαι καλά;» είπα χωρίς να βρίσκω το κουράγιο να την κοιτάξω, αλλά ένιωθα τα μάτια της πάνω μου. Όταν βρήκα επιτέλους το κουράγιο να την κοιτάξω πρόσεξα το πιο παράξενο, ανησυχητικό και θλιμμένο βλέμμα της. Τα μάτια της γύρισαν προς τα κάτω και το καστανό χρώμα τους ήταν το πιο μελαγχολικό που είχε δει ποτέ. Ένιωσα σα να την είχα απογοητεύσει με κάποιον τρόπο…
«Έντουαρντ είμαι έγκυος» απάντησε εκείνη. Την κοίταξα σοκαρισμένος με το στόμα μου να χάσκει λίγο περισσότερο από το συνηθισμένο. Δεν ήξερα πώς να δράσω, τι να πω! Με έπιασε τελείως απροετοίμαστο… Ξέσφιξα την γραβάτα μου και κάθισα φαρδύς πλατύς στο καναπέ για να μην λιποθυμήσω από την χαρά μου. "Έγκυος"επαναλάμβανα ψιθυριστά για να εντυπωθεί αυτό που είχε πει μόλις τώρα στο μυαλό μου. Και εγώ που νόμιζα ότι ήταν κάτι σοβαρό, τουλάχιστον από την έκφραση της έτσι φαινόταν! Εγώ ήμουν ο ευτυχής πατέρας και αυτή την στιγμή δεν με ένοιαζε τίποτα άλλο. Είχα μείνει αποσβολωμένος με τα νέα, δεν μιλούσα μόνο άκουγα την Μπέλα που προσπαθούσε να μου εξηγήσει το όλο θέμα δεν καταλάβαινα γιατί ήταν τόσο αναστατωμένη. Τα χεριά της έτρεμαν ελαφρά ενώ τα χείλια της σχημάτιζαν μια ευθεία γραμμή.
«Ίσως έσπασε κάποιο προφυλακτικό, αν και στο αγρόκτημα δεν είχαμε πάρει και τις απαραίτητες προφυλάξεις. Όμως απ' ότι κατάλαβα από τα λεγόμενα της γιατρού ήμουν έγκυος πριν από το ταξίδι» δικαιολογιόταν ενώ βούλιαξε περισσότερο στο κάθισμα.
«Τώρα τι θα κάνουμε;» είπε με τον τρόμο να διαγράφεται στα μάτια της. Η αναστάτωση της ήταν προφανής και πραγματικά αδυνατούσα να την καταλάβω. Αυτό δεν ψάχναμε και οι δυο; Μια αφορμή για να είμαστε για πάντα μαζί αφού ο γάμος την φόβιζε, άλλα τώρα δεν θα έκανε πίσω θα με παντρευόταν τουλάχιστον αυτό ήλπιζα.
Τώρα έχουμε κάτι πολύτιμο να μας δένει… Το μωρό, που ήρθε σαν ήλιος στην ζωή μας να την φωτίσει με την λάμψη του. Έπρεπε να της δώσω θάρρος και δύναμη να φάνω δυνατός. Της ήρθε ξαφνικό όλο αυτό όπως και σε μένα! Με μια αναλαμπή κατάλαβα ότι φοβόταν ότι δεν ήμουν έτοιμος για ένα μωρό ότι θα την άφηνα, αλλά αυτό δεν θα γινόταν ποτέ. Εκτός ότι την αγαπούσα με όλη την δύναμη της ψυχής μου, ήμουν άντρας, αληθινός άντρας για να μην το βάλλω στα πόδια όπως κάποιοι από εμάς. Τα παιδιά είναι ευτυχία, ειδικά όταν προέρχονται από τόση πολύ αγάπη! Αποφασίστηκα σηκώθηκα από το καναπέ μετά από κάποια λεπτά απραγίας για να την καθησυχάσω. Έπιασα τα δυο της χεριά βάζοντας τα μέσα στην παλάμη μου και τα μάτια μου κοίταξαν βαθιά μέσα στα δικά της…
«Τι εννοείς τι θα κάνουμε;» είπα για να δω τι έχει μέσα στο μυαλό της. «Το προφανές φυσικά» πρόσθεσα. Ήθελα να δω αν είχα πέσει μέσα σε ότι είχα υποψιαστεί, με τέτοια σύγχυση θα έπεφτε σίγουρα στην παγίδα.
«Και ποιο είναι το προφανές;» είπε με μάτια γεμάτα έκπληξη.
«Να με παντρευτείς» είπα απλά. Περίμενα υπομονετικά να πει κάτι αλλά δεν μιλούσε. Το ανέκφραστο πρόσωπο της με αφόπλισε, δεν ήξερα τι να περιμένω. Η άρνηση της θα με σκότωνε…
«Δεν ξέρω Έντουαρντ, νομίζω πως βιαζόμαστε» είπε. Η ανάσα μου άρχισε να γίνεται βαριά και πιο γρήγορη… αυτό που φοβόμουν πλησίαζε. Η ώρα που θα με άφηνε έφτανε, ήταν σκεπτική σαν να είχε υπολογίσει από πριν την κατάσταση σαν να είχε αναλογιστεί κάθε λεπτομέρεια… Πίεσα τον εαυτό μου να αποβάλει την κακή ενεργεία, δεν θα τα παρατούσα για ένα πείσμα της. Αφού την αγαπούσα και με αγαπούσε γιατί να χάναμε κάτι τόσο όμορφο; Εκνευριζόμουν με την συμπεριφορά της αλλά προσπαθούσα σκληρά να το κρύψω. Δεν θα την άφηνα ποτέ να κάνει έκτρωση σε καμία περίπτωση το θεωρούσα μεγάλη αμαρτία να αφαιρείς μια ζωή που εσύ ο ίδιος επέλεξες να δώσεις ακόμα και αν έγινε εν άγνοια σου, εννοώντας πως δεν είχαμε υπολογίσει κάτι τέτοιο στα άμεσα σχεδία μας γιατί σίγουρα εκεί το πήγαινε για να αρνείται την πρόταση μου… Σήμερα θα έμπαιναν όλα στην θέση τους, η μάλλον θα τα έβαζα στην θέση τους. Τέρμα τα πείσματα και οι άσκοπες συζητήσεις…
«Μπέλλα σταματά πια αυτή την καραμέλα. Σου ζητάω τόσο καιρό να με παντρευτείς και το αρνείσαι. Τώρα που υπάρχει στην μέση το μωρό μας…» έκανα μια παύση για να βάλλω σε μια τάξη την σκέψη μου. Και γέλασα ασυναίσθητα στην προτελευταία λέξη της πρότασης μου. Από τώρα είχα γίνει χαζομπαμπάς, ποιος να το περίμενε. «Δεν έχεις δικαιολογία…» συνέχισα ενώ η έκφραση μου σοβάρεψε.
«Εκτός και αν δε με θες…» η τελευταία μου πρόταση και μόνο στο άκουσμα της με πονούσε. Ο γάμος ήταν ένα απλό βήμα δεν θα άλλαζε τίποτα μεταξύ μας μετά από αυτό, γιατί να την φοβίζει τόσο; Έχει περάσει πολλά από τότε που έχασε τους γονείς της αλλά από τότε που είμαστε μαζί συνεχίζει να έχει αυτό το έντονο συναίσθημα της αβεβαιότητας για την ζωή ενώ ποτέ δεν της έχω δώσει αφορμή. Απλά ήθελε μια μικρή ώθηση, θα της έδειχνα κάθε μέρα από την ζωή μου ποσό θα την αγαπούσα και θα την προστάτευα από όλους και από όλα. Δεν ήταν μόνη… Περίμενα υπομονετικά να μου απάντηση… Η καρδία μου είχε αρχίσει ένα ξέφρενο χορό λες και ήταν έτοιμη να πεταχτεί έξω από το στήθος μου.
Ξαφνικά μου όρμισε και με αγκάλιασε όσο πιο σφιχτά μπορούσε με αυτά τα αδύναμα γυναικεία χεράκια, ήταν τόσο εύθραυστη… χρειαζόταν απαραίτητα την φροντίδα μου. Άρχισε να με φίλα στο μάγουλο και στους κροτάφους ενώ της χάιδευα παρηγορητικά τη πλάτη κάνοντας με να χάνω τον ειρμό των σκέψεων μου ήταν σαν μια μάγισσα που με αποπροσανατόλιζε από τον προορισμό μου. Κούνησα το κεφάλι μου προσπαθώντας να αφυπνιστώ από το κάλεσμα της, άφησα τα χεριά της για να έχω πιο καθαρό μυαλό κάνοντας μερικά βήματα πίσω θυμήθηκα ότι έχω κάνει μια ερώτηση που εκκρεμούσε.
«Λοιπόν θα με παντρευτείς;» επανέλαβα, κρατώντας την ανάσα μου ενώ τα μάτια της με έκαιγαν…
«Ναι, ναι, ναι… Φυσικά και θα σε παντρευτώ Έντουαρντ. Συγγνώμη που σε…» δεν την άφησα να ολοκληρώσει την πρόταση της. Την σήκωσα ψηλά στριφογυρίζοντας την στον αέρα ενώ η χαρά μου δεν κρυβόταν.
«Έντουαρντ αυτό δεν είναι πολύ συνετό από μέρους σου. Το μωρό» φώναξε. Και τότε θυμήθηκα ότι ήταν έγκυος και δεν έπρεπε να την κουνάω απότομα. Έσκυψα και άφησα ενώ μικρό φιλί πάνω στην κοιλία της και εναποθέτεσα το χέρι μου εκεί χαϊδεύοντας την απαλά.
«Συγγνώμη μωράκι…» είπα σαν να με άκουγε και η Μπελα γέλασε χαμηλόφωνα.
«Είσαι τόσο αστείος, δεν ακούει ακόμα ξέρεις. Είναι πολύ μικρό αργότερα ίσως μας αντιλαμβάνεται» είπε και κόντεψα να βγάλω φτερά στα πόδια μου.
«Δεν έχω δαχτυλίδι όμως… πρέπει να σου αγοράσω ένα» άλλαξα την συζήτηση.
«Το καλό που σου θέλω να είναι γρήγορα αυτό… Πρέπει να με αποκαταστήσεις» ειρωνεύτηκε.
«Μάλιστα κυρία» έκατσα σε προσοχή όπως στο στρατό με το χέρι μου στο κεφάλι. Τα τρανταχτά της γέλια με έκαναν να νιώσω πιο ανάλαφρα. Τότε άγγιξα διστακτικά το κορμί της λες και μπορούσε να με κάψει μου. Με δεξιοτεχνικές κινήσεις τα χεριά μου βρεθήκαν μέσα από την μπλούζα της, το δέρμα της ήταν τόσο απαλό σαν βελούδο.
«Είσαι τόσο όμορφος…» ψιθύρισε στο αυτί μου. «Δηλαδή πάντα ήσουν, αλλά τώρα όλη αυτή η χαρά φωτίζει το πρόσωπο σου με τέτοιο τρόπο... που με κάνει να νιώθω τόσο όμορφα που είμαι εγώ αυτή που σου χάρισε αυτό το χαμόγελο» είπε με βαθιά συγκίνηση.
«Εσύ μωρό μου μόνο εσύ μου χαρίζεις αυτήν την ευτυχία που ξεχειλίζει από μέσα μου... σε αγαπώ τόσο πολύ μην αμφιβάλλεις γι’ αυτό.>>
«Και εγώ μωρό μου... και εγώ σε αγαπώ τόσο πολύ... με κάνεις τόσο ευτυχισμένη» είπε και στο πρόσωπο της απλώθηκε ένα αστραφτερό χαμόγελο.
Δεν άντεξα άλλο… Έσκυψα το κεφάλι μου και μισάνοιξα τα χείλια μου, θέλοντας να γευτώ μοναχά το φιλί της. Πέρασα το χέρι μου από τα μαλλιά της και έγειρε το κεφάλι της προς έμενα έφτασε κοντά στα χείλια μου κάνοντας με να βογκήξω. Την φιλούσα με τόση ένταση, ρουφώντας το κάτω χείλος της και έπειτα πέρασα την γλωσσά μου πάνω από την άκρη των δοντιών της… Άνοιξε το στόμα της περισσότερο για καλύτερη υποδοχή, ήθελε να με αφήσει να μπω πιο βαθειά… Η ανάσα μου κοβόταν και χρειαζόμουν επείγοντος αέρα.
Η καρδία της χτυπούσε απίθανα δυνατά την ένιωθα με την επαφή μας πάνω στο στήθος μου… Ένιωθα τις καρδιές και των δυο να χτυπάνε η μια πιο γρήγορα από την άλλη. Κάτι σαν απεγνωσμένη συζήτηση μια κουβέντα που δεν μπορούσαν να κάνουν με τις λέξεις… Όμως τώρα, αυτή την στιγμή υπήρχε και μια τρίτη καρδία ανάμεσα τους… Η μικρή καρδία του μωρού!
Ξημερώματα Σαββάτου και εγώ ακόμα να κοιμηθώ λόγο της υπερέντασης. Έφερα στην μνήμη μου όλες τις χθεσινές σκηνές και αναστέναξα με ανακούφιση που όλα εξελίχθηκαν καλά, αφού ήμουν απροετοίμαστος μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση. Δεν είχα υπολογίσει πότε ότι θα με πρόφτανε ένα μωρό… άλλα και αυτά μέσα στην ζωή είναι. Όποτε τώρα χρειαζόμουν ένα δαχτυλίδι, αναλογίστηκα δεν με έπαιρνε να το καθυστερώ άλλο όσο πιο γρήγορα την έδενα μαζί μου τόσο το καλύτερο ...Είναι τόσο πεισματάρα που μπορεί να αλλάξει γνώμη στο λεπτό.
Γύρισα τα μάτια μου προς την μεριά της Μπέλλας… Τα μαλλιά της είχαν γίνει ένα κουβάρι από το στριφογύρισμα που έκανε στον ύπνο της, ενώ τα χέρια της που άλλοτε βρίσκονταν σφιχτά γύρω από το σώμα μου τώρα ήταν αφημένα χαλαρά σαν προστασία πάνω στην κοιλιά της. Χαμογέλασα σιγανά ασυναίσθητα και κόλλησα το κορμί μου πιο κοντά της και τρίφτηκα απαλά πάνω στο καυτό της δέρμα… Δεν ήθελα να την ξυπνήσω, περίμενα υπομονετικά να περάσει η ώρα κοιτάζοντας την, παίρνοντας αποφάσεις σχετικά με το τι θα έκανα με το πρώτο φως του ηλίου.
Σηκώθηκα αφηρημένος, ψάχνοντας για την φόρμα μου. Συνήθιζα να τρέχω κάθε πρωί του Σαββάτου, η γυμναστική με κρατούσε σε φόρμα αλλά σήμερα θα πήγαινα στο πλησιέστερο κοσμηματοπωλείο πριν ξυπνήσει η Μπέλλα και αντιληφτεί ότι λείπω και μετά είχα σχεδιάσει να την πάρω να πάμε ένα περίπατο στο μεγάλο πάρκο πιο κάτω από το σπίτι μας.
Ντύθηκα χωρίς βιαστικές κινήσεις μπροστά από τον ολόσωμο καθρέπτη του μπάνιου… περνώντας τα δάχτυλα μου μέσα από τα ατημέλητα μαλλιά μου. Αναστέναξα απηυδισμένος… ''Τώρα τι κάνουμε; Έχουν έρθει τα πάνω κάτω. Είναι τόσες οι ετοιμασίες που δεν ξέρω ποιες θα πρωτοπρολάβουμε''
Άρχισα να βάζω σε εφαρμογή το σχέδιο απόδρασης από το σπίτι χωρίς να με πάρει χαμπάρι δεν μου έμενε πολύς χρόνος.
Πήγα κοντά της άφησα ένα πεταχτό φιλί στα μαλλιά της και έφυγα σαν σίφουνας πατώντας στις μύτες τον ποδιών μου. Διέσχισα βιαστικά την αυλή και έλεγξα άλλη μια φορά την τσέπη της φόρμας μου να δω αν έχω πάρει το πορτοφόλι με την πιστωτική. Έβαλα μπρος το Audi η μηχανή άρχισε να γρυλίζει καθώς πατούσα το γκάζι, η Μπελλα δεν ήθελε να κυκλοφορώ με αυτό ήταν αρκετά γρήγορο για τις προδιαγραφές της, συχνά μου έλεγε ποσό φοβόταν για την ζωή μου και το ποσό απερίσκεπτος της φαινόμουν που την διακινδύνευα απλά για να ανεβάσω την αδρεναλίνη μου στα ύψη… Γι’ αυτό δεν το χρησιμοποιούσα πολύ αλλά αυτή την στιγμή ήθελα να διοχετεύσω την χαρά μου. Ξεχύθηκα στους δρόμους προς αναζήτηση δαχτυλιδιού…
Σταμάτησα μπροστά από την είσοδο ενός γνωστού κοσμηματοπωλείου και χωρίς να διστάσω ούτε ένα λεπτό μπήκα μέσα.
«Καλημέρα σας, πως θα μπορούσαμε να σας εξυπηρετήσουμε;» πλησίασε μια λεπτοκαμωμένη πωλήτρια με κοντά μαλλιά στο χρώμα της φωτιάς.
«Καλημέρα. Ψάχνω για ένα δαχτυλίδι αρραβώνων» είπα ενώ τα μάτια μου έλαμψαν.
«Μάλιστα έχετε κάποια προτίμηση στην τιμή, στο σχέδιο ή στην πέτρα που θέλετε;» εκείνη την στιγμή ένιωσα άβολα σχεδόν απροετοίμαστος που δεν πηρά κάποιον μαζί μου για να με βοηθήσει…
«Ε δείξτε μου ότι θεωρείτε εσείς καλύτερο» είπα. «Όσο για την τιμή μην διστάσετε δεν κάνω παζάρια σε αυτό είναι η γυναίκα της ζωής μου θα δώσω όσο κι όσο αρκεί να μείνω ευχαριστημένος» Κατένευσε το κεφάλι της και άρχισε να βγάζει έξω από κάτι μεγάλα συρτάρια διάφορα κομμάτια…
«Πως σας φαίνονται αυτά; Είναι από διαμάντι» μου έδειξε δυο σχεδία με την ιδία πέτρα.
«Κάτι πιο εντυπωσιακό στην πέτρα;» ρώτησα ανασηκώνοντας τους ώμους μου. Μου έβγαλε δέκα κομμάτια από διαφορές πέτρες…
Κοιτούσα αφοσιωμένος όλα τα δαχτυλίδια που βρίσκονταν μπροστά μου, μπερδεμένος και προβληματισμένος με το τι να επιλέξω… Ήθελα να βρω κάτι που να με αντιπροσωπεύει. Το μάτι μου έπεσε πάνω σε αυτό που έψαχνα. Το έπιασα στα χεριά μου για να το επεξεργαστώ, ο δαχτύλιος ήταν λεπτός και έκανε ένα περίεργο σχέδιο ,έπιανε από την μέση του δαχτυλιδιού και κατέληγε στο τέλος του τριγώνου, σφυρηλατημένος με μικρά όμως ευδιάκριτα διαμαντάκια γύρω του. Στο κέντρο υπήρχε μια τριγωνική πέτρα σε σμαραγδένιο χρώμα… σου θύμιζε αυτομάτως το πράσινο χρώμα των ματιών μου. Αυτό ήθελα να βλέπει και η Μπέλλα κοιτάζοντας το. Τα μάτια μου. .
«Αυτό θα πάρω» είπα γεμάτος χαρά και της έδωσα το δαχτυλίδι να το βάλλει σε ένα βελούδινο κουτάκι. Έδωσα την πιστωτική στο ταμείο… Και περίμενα με υπομονή ενώ η κοπέλα το έβαζε σε μια μικρή και κομψή ασημένια τσάντα.
«Ευχαριστούμε πολύ» είπε ευγενικά τείνοντας μου την τσάντα.
«Και εγώ» χαιρέτισα και έφυγα από το μαγαζί.
Στο δρόμο σταμάτησα σε ένα φούρνο να πάρω ζεστά κρουασάν με σοκολάτα για πρωινό. Ήταν μια υπέροχη μέρα… που ίσως και να την χαλούσα λίγο! Η ώρα ήταν γύρω στις δέκα και μισή… Γύρισα με ιλιγγιώδη ταχύτητα στο σπίτι δεν ήθελα να έχει ξυπνήσει πριν ετοιμάσω το πρωινό… Έτρεξα γρήγορα στην κρεβατοκάμαρα, κοιμόταν ακόμη, η εγκυμοσύνη μάλλον της εξαντλούσε την ενεργεία…
Στην κουζίνα έβαλα να βράσουν δυο αυγά και πηρά την μαρμελάδα από το ψυγείο. Βρήκα τις φρυγανιές σε ένα ντουλάπι… τα έβαλα επάνω σε ένα δίσκο μαζί με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο και τα μετέφερα στο δωμάτιο…
«Ξυπνά ωραία κοιμώμενη!! Σου ετοίμασα πρωινό» έκανα το κύκλο του κρεβατιού τοποθετώντας το πρωινό πάνω στο τραπεζάκι που υπήρχε στο δωμάτιο και άνοιξα τις κουρτίνες να μπουν μέσα οι ακτίνες του ηλίου που ήταν αρκετά δυνατός για τα δεδομένα της Νέας Υόρκης.
«Μμμμ Έντουαρντ φύγε» γκρίνιαξε ναζιάρικα με βραχνή από τον ύπνο φωνή πετώντας μου με δύναμη το μαξιλάρι.
«Έλα καρδούλα μου σήκω. Σου έχω ετοιμάσει μια έκπληξη. Άντε να φας το πρωινό σου για να φύγουμε» της έτριψα τρυφερά την πλάτη. Τότε έχωσε πιο βαθιά το κεφάλι της στα σκεπάσματα…
«Θα σου δείξω εγώ αγρίμι ε αγρίμι. Θα μου το πληρώσεις» είπα με ένα παιχνιδιάρικα σατανικό χαμόγελο και την ξεσκέπασα.
«Έντουαρντ, είσαι χειρότερος από τον Χίτλερ» είπε και την κοίταξα με απορία για να καταλάβω τι εννοεί. «Αυτός τουλάχιστον σκότωνε μια έξω εσύ βασανίζεις πρώτα τα θύματα σου» διευκρίνισε ενώ με κοιτούσε κάνοντας την θυμωμένη.
«Ώστε αυτή την γνώμη έχεις για το μέλλοντα αντρούλη σου; Τς τς τς και είχα κάνει τόσα σχεδία και εσύ μου τα χαλάς.» την κοίταξα θλιμμένα.« Δεν πειράζει φάε το πρωινό σου και θα κάτσουμε σπίτι» έπαιζα καλά το θέατρο μου.
«Δηλαδή δεν έχει βόλτα;» είπε ναζιάρικα.
«Σου το ορκίζομαι εσύ θα με στείλεις στα κυπαρισσάκια πριν την ώρα μου. Είσαι αδίστακτη» κούνησα το κεφάλι μου παρατώντας οποιαδήποτε προσπάθεια να βγάλω άκρη.
«Τι θα κάνουμε; Έλα πες…» μου χάιδεψε το μάγουλο με την ανάστροφη του χεριού της…
«Εσύ θα φας σαν καλό κοριτσάκι. Θα ντυθείς και θα πάμε μια βόλτα στο πάρκο. Τι λες;»
«Εντάξει θα είμαι έτοιμη σε είκοσι λεπτά» πήγε να σηκωθεί αλλά την τράβηξα από το χέρι για να κάτσει πάλι κάτω.
«Μπέλλα πρώτα θα φας και δεν σηκώνω αντιρρήσεις πάνω σε αυτό στο θέμα»
«Πολύ καλά αλλά δεν θα φάω άμα δεν με βοήσεις και εσύ» πείσμωσε το όμορφο μουτράκι της και σταύρωσε τα χέρια και προτού προλάβω να μιλήσω πήρε ξανά τον λόγο.
«Γιατί αν τα φάω όλα αυτά μονή μου δεν την γλιτώνω την δίαιτα μετά τον τοκετό. Ή μήπως θες να με παχύνεις επίτηδες για να έχεις μετά δικαιολογία να με χωρίσεις;» ανασήκωσε το ένα της φρύδι.
«Φυσικά πως δεν το σκέφτηκα νωρίτερα αυτό» είπε και εγώ άρχισα να την χειροκροτώ κοροϊδεύτηκα και να την επικροτώ για τι συμπέρασμα της.
«Τι έξυπνη γυναίκα θα παντρευτώ θεέ μου» ειρωνεύτηκα γυρνώντας τα μάτια μου προς τα πάνω.
«Ακόμα και οι άνθρωποι που δουλεύουν στην ΝΑΣΑ θα έκαναν μέρες να βρουν στο που αποσκοπεί αυτή μου η κίνηση να σε ταΐζω πρωινό » χαμογέλασα πλατιά.
«Κόφτο Έντουαρντ.» έκανε πως την πείραξε. « Λίγα με την νοημοσύνη μου» συνέχισε.
«Εσύ το ξεκίνησες παραπονιάρα μου» της αντιγύρισα και πιάνοντας την από την μέση την έφερα πιο κοντά στο σώμα μου αφήνοντας πάνω στα χείλια της ένα απαλό φιλί.
«Ας φάμε όμως τώρα γιατί δεν σε βλέπω από την πεινά» τραβηχτικέ από την αγκαλιά μου και ξεκίνησε μονή της ξεχνώντας όλες τις κατηγορίες που μου είχε προσάψει πριν λίγο και εγώ κούνησα απηυδισμένος το κεφάλι μου χαμογελώντας ενώ πήρα στα χέρια μου ένα κρουασάν με μερέντα. .
~*~~~*~~~*~~~*~~~*~
Μια χορωδία πουλιών μας συνόδευε καθώς περπατούσαμε στο αφράτο γρασίδι κάτω από το φως του υπέροχου ήλιου για να βγούμε στο μονοπάτι της λίμνης που υπήρχε στο πάρκο. Έστρωσα μια καρό κουβέρτα κάτω από ένα δέντρο… Μες στην σιγαλιά άκουγα την κάρδια μου που αντηχούσε στα αφτιά μου αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσα να ελέγξω το πάθαινα κάθε φορά που η Μπέλλα βρισκόταν δίπλα μου σε απόσταση αναπνοής… Έπιασα το χέρι της Μπέλλα και τις υπέδειξα να κάτσει μαλακά διπλά μου. Πρέπει να το κάνω, δεν έχω άλλα περιθώρια… πρέπει να της πω την αλήθεια. Έπιασα το χέρι της και την κοίταξα βαθιά στα μάτια. Ήταν όλος μου ο κόσμος και θα έκανα τα πάντα γι’ αυτή…
«Λοιπόν ποια είναι η έκπληξη; Η λίμνη; Ξέρεις την έχω δει τόσες φορές» ειρωνεύτηκε. Το αναψοκοκκίνισμα από το περπάτημα είχε αποτυπωθεί στα μαγούλα της κάτι που έκανε την κάρδια μου να σκιρτήσει. Πως θα της έλεγα την αλήθεια; Για την ακρίβεια την φριχτή αλήθεια χωρίς να την τρομάξω και να την πληγώσω; Αν έφευγε θα πήγαιναν όλα στραφεί ακόμα και η καλή μου διάθεση.
«Μπέλλα σοβαρέψου λίγο» την μάλωσα. «Είσαι τόσο ανυπόμονη ώρες ώρες, σκας γάιδαρο κάνε λίγο υπομονή»
«Τι σκαρώνεις;» ψιθύρισε.
«Περίμενε την κατάλληλη στιγμή, θα δεις. Θα σου αρέσει η έκπληξη» απάντησα. «Αλλά πρώτα πρέπει να σου πω κάτι» πρόσθεσα χαμηλόφωνα και σοβαρεύτηκα απότομα. Δεν είχα εμπιστοσύνη στην φωνή μου γι’ αυτό που θα έλεγα.
«Έντουαρντ τι τρέχει; Γιατί συννέφιασες;»
«Μπέλλα πρέπει να σου πω κάτι» μίλησα αποφασιστικά.
«Θέλω να με ακούσεις χωρίς να με διακόψεις αν γίνεται μου είναι ήδη δύσκολο να το πω. Προσπάθησε να κρατήσεις την ψυχραιμία σου μην κάνεις καμία σπασμωδική κίνηση γιατί φοβάμαι για το μωρό δεν θέλω να είμαι υπαίτιος για δυο θανάτους ήδη κουβαλάω έναν στην πλάτη μου» χαμήλωσα το βλέμμα μου στο γρασίδι.
«Έντουαρντ μπορείς να με εμπιστευτείς και τι είναι αυτά που λες με τους θανάτους;» απάντησε με μια γλυκάδα στην φωνή της αλλά το βλέμμα της είχε παγώσει.
Κοίταξα μέσα στο σοκολατένιο των ματιών της και άρχισα να της διηγούμαι ότι θυμόμουν χαρακτηριστικά από την ηλικία των επτά χρονών.
«Πιστεύω ότι σκότωσα τον πατερά μου» είπα χωρίς υπεκφυγές ενώ αυτή κράτησε για λίγο την ανάσα της δαγκώνοντας το κάτω χείλος της τρομοκρατημένη.
«Τι εννοείς; Τον σκότωσες;»
«Όταν ήμουν επτά χρονών η μητέρα μου μου είπε πως είχε γκόμενα και ότι δεν μας αγαπούσε άλλο πια, πως θα μας άφηνε για κάποια Άντρια δεν ξέρω ποια ήταν ούτε έμαθα ποτέ» σταμάτησα για να πάρω μια αναπνοή πριν συνεχίσω. «Θυμάμαι πήγα να του ζητήσω το λόγο που δεν μας αγαπούσε. Τότε προσπάθησε να μου εξηγήσει αλλά δεν τον άφησα. Τον βρήκα να φτιάχνει κάτι στο επάνω πάτωμα των στάβλων και εκεί που λογομαχούσαμε θύμωσα τόσο πολύ που τον έσπρωξα με δύναμη... εκείνος παραπάτησε και... » κόμπιασα στην τελευταία λέξη η θύμηση της εικόνας με έκανε να πονώ και ξάφνου ένα δάκρυ κύλισε από το μάγουλο μου καταλήγοντας στο στόμα μου… η αλμυρά του με επανέφερε στην πραγματικότητα.
«Σς σς σς μωράκι μου δεν φταις εσύ…» έλεγε η Μπέλλα προσπαθώντας να με καθησυχάσει και να με παρηγορήσει μου έτριβε απαλά τις παλάμες για να με κατευνάσει. «Μην κατηγορείς τον εαυτό σου ήσουν μόλις επτά χρονών»
«Αγάπη μου ακούς τι λες; Σκότωσα το πατέρα μου» είπα με πείσμα.«Άσε με να συνεχίσω… Έπεσε στο κενό και ο λοστός που κρατούσε καρφώθηκε στο στέρνο του έτσι τουλάχιστον μου είπε η μητέρα μου.Ήμουν τόσο τρομοκρατημένος που ούρλιαζα κρυμμένος σε μια γωνία και είχα τυλιγμένα τα χέρια μου γύρω από τα πόδια, κουνιόμουν σπασμωδικά όπως οι τρελοί και δεν έβγαινα να δω αν είναι καλά. Ευτυχώς που με άκουσε η μητέρα μου. Δεν ξέρω πως το κάλυψε όλο αυτό και δεν με κλείσανε σε κανένα ίδρυμα. Μάλλον είπε πως ήταν ατύχημα.» έλεγα και έκλαιγα με αναφιλητά. Δεν μου άρεσε καθόλου που έδειχνα αυτή την αδυναμία μου στην Μπέλλα αλλά έπρεπε να γνωρίζει…
«Ψυχή μου όμορφη ηρέμισε» ήξερα ότι και αυτή ήταν τρομοκρατημένη και ας προσπαθούσε να το κρύψει σκληρά.
«Αν η μητέρα σου λέει ότι ήταν ατύχημα έτσι είναι δεν φταις σε τίποτα εσύ πρέπει να αντιμετωπίσεις τα φαντάσματα του παρελθόντος Έντουαρντ πρέπει να ζήσεις στο αγρόκτημα και να το ξεπεράσεις. Γι’ αυτό δεν ήθελες να πηγαίνεις εκεί έτσι; Τώρα εξηγούνται όλα» έκανε το συσχετισμό.
«Δηλαδή δεν με θεωρείς δολοφόνο;» Την κοίταξα μπερδεμένος.
«Μια τόσο λαμπερή ψυχή σαν την δική σου δεν μπορεί να σκοτώσει κανέναν αγάπη μου. Ήταν μια ατυχή στιγμή δεν ήθελες να σκοτώσεις κανέναν. Το μόνο που έκανες από μικρός είναι να θες να προστατέψεις την οικογένεια σου όπως κάνεις και τώρα» με άφησε με το στόμα ανοιχτό που πίστευε όλα αυτά για εμένα αλλά αυτό δεν αναιρούσε το σκοτεινό παρελθόν μου… Σκούπισα και το τελευταίο μου δάκρυ και ξεκίνησα με θάρρος να της εξομολογηθώ ότι πίστευα γι’ αυτή. Πλέον απαλλαγμένος τουλάχιστον από την δική της κατηγορία…
«Μπέλλα από τότε που συναντηθήκαμε σ’ αγάπησα όσο τίποτα άλλο σε αυτό τον κόσμο και να που τώρα σε κρατάω στην αγκαλιά μου απαλλαγμένος από ότι με έπνιγε και ανακουφισμένος που με καταλαβαίνεις είναι ένα θαύμα. Αν και δεν πιστεύω σε αυτά που είπες δεν παύω να με θεωρώ δολοφόνο» πήγε να με διακόψει απελπισμένη αλλά τη σταμάτησα. «Είσαι η καλύτερη μου φίλη, η αδερφή ψυχή μου και ο άνθρωπος που εμπιστεύομαι. Δεν τολμώ να πιστέψω πως όλα αυτά είναι αλήθεια πως τόσο απλά με δικαιολογείς για ότι έκανα και είμαστε εδώ τώρα μαζί. Πριν μια ώρα αν με ρωτούσε κάνεις αν ήξερα πια θα είναι η έκβαση αυτής της σχέσης μετά από αυτή την συζήτηση δεν θα μιλούσα με τόση αισιοδοξία.»
Φαινόταν πως δεν ήξερε που το πήγαινα είχε άγνοια των επόμενων κινήσεων μου. Με κοιτούσε με θάρρος στα μάτια, το βλέμμα της πρόδιδε την ατελείωτη αγάπη που μου είχε… Της έδειξα το μικρό κουτί που είχα στην τσέπη μου.
«Άνοιξε το» της είπα.
Όταν το έκανε εξεπλάγην… Είμαι σίγουρος πλέον ότι της άρεσε την είχε εντυπωσιάσει και φάνηκε από την αντίδραση της.
«Θεέ μου!» ήταν το μόνο που κατόρθωσε να πει εκείνη την στιγμή. Έμεινε μαγεμένη από την θέα του δαχτυλιδιού.
«Σου αρέσει;» ρώτησα διστακτικά για να μην της χαλάσω την ιδιαίτερη στιγμή.
«Έντουαρντ συγγνώμη αλλά δεν υπάρχουν λέξεις. Το πράσινο ξέρεις πως είναι το αγαπημένο μου χρώμα λόγω των ματιών σου» είπε και μου όρμησε αφοπλίζοντας με. Με αγκάλιασε και με έσφιξε επάνω της…
«Γι’ αυτό το επέλεξα και εγώ για να σου θυμίζει εμένα πιο έντονα» είπα σιγανά κοντά στο αυτί της. Τα χείλια της κινήθηκαν απελπίστηκα αργά, πάνω στο στόμα μου… και μια ελαφριά φλόγα τσουρούφλιζε περισσότερο το αίμα μου…
«Αναρωτιέμαι αν έχει ζήσει άλλο ζευγάρι αγάπη σαν τη δική μας. Πολύ αμφιβάλλω» είπε διακόπτοντας το αισθησιακό φιλί μας.
«Νομίζω πως αυτό μας κάνει μοναδικούς» είπα και με κοίταξε με λατρεία.
Σηκωθήκαμε όρθιοι, ο αέρας ήταν δροσερός και χτυπούσε απαλά το πρόσωπο μου, καθώς λικνίζονταν στην αγκαλιά μου ένιωθα όλες μου τις αισθήσεις να ζωντανεύουν. Ο ήλιος μας κοίταζε από ψηλά και ο κόσμος μας μου φαινόταν τόσο όμορφος και δίκαιος εκείνη την στιγμή…
~*~~~*~~~*~~~*~
Όλη την ημέρα την περάσαμε έξω από το σπίτι κάνοντας διάφορα όμορφα πράγματα μαζί, οι μοναδικές στιγμές είναι λίγες λόγο τον υποχρεώσεων μου στην δουλεία γι’ αυτό τις κρατούσα σαν φυλακτό μέσα στο μυαλό μου και την κάρδια μου. Το βράδυ που επιστρέψαμε σπίτι αποφασίσαμε με την Μπέλλα να πάρουμε τηλέφωνο την μητέρα μου θέλαμε να μοιραστούμε μαζί της τα νέα. Για να ακούμε και οι δυο την συζήτηση κάναμε ένα μικρό κολπάκι… Η Μπέλλα σήκωσε το τηλέφωνο της κρεβατοκάμαρας και εγώ τηλεφώνησα από το άλλο που είχαμε στο σαλόνι. Έτσι θα ακούγαμε και οι δυο την συνομιλία!
«Ναι» ακούστηκε η φωνή της μητέρας μου περίεργη από την άλλη γραμμή.
«Μάντεψε» είπα θέλοντας να δω αν θα με καταλάβει από την φωνή.
«Έντουαρντ αγόρι μου εσύ είσαι;» αναφώνησε.
«Μήπως περίμενες κάποιον άλλο;» πέταξα ένα υπονοούμενο εγώ.
«Όχι, φυσικά και όχι» πήγε να τα μπαλώσει για το ξάφνιασμα της, αλλά την δικαιολογώ δεν την έπαιρνα συχνά τηλέφωνο.
«Ήθελα να σου πω κάτι χαρμόσυνο» Για λίγο δεν απάντησε, αν και δεν την έβλεπα θα νόμιζα ότι δίσταζε να ακούσει.
«Τι είναι;»
«Παντρεύομαι την Μπέλλα την άλλη εβδομάδα» η χαρά στην φωνή μου δεν κρυβόταν.
«Έμεινε έγκυος έτσι;» όσο για αυτό που είπε μόλις τώρα δεν το περίμενα με έπιασε στον ύπνο. Πως το κατάλαβε; Αλλά δεν εκπλήσσομαι η μητέρα μου πάντα είχε παμπόνηρο μυαλό. Η Μπέλλα φάνηκε στην αρχή της σκάλας απορημένη και αναστατωμένη που το κατάλαβε. Ανασήκωσα τους ώμους καθώς δεν μπορούσα να της εξηγήσω. Τα παράτησε και έπιασε πάλι τι ακουστικό στα χεριά.
«Ναι. Πως το ξέρεις;» είπα περιμένοντας υπομονετικά να μου απαντήσει.
«Δεν θέλει πολύ μυαλό Έντουαρντ. Ποιος άλλος λόγος υπάρχει για να παντρευτείτε τόσο σύντομα;» εντάξει πρέπει να το παραδεχτώ είχε δίκιο.
«Χάρηκα για σας… Όποτε τώρα θα έρθετε να μείνετε στο αγρόκτημα έτσι; Να σας βοηθάω και εγώ» αυτό δεν το είχα συζητήσει ακόμα με την Μπέλλα. Αν και στην σημερινή μας βόλτα μου το ανέφερε.
«Δεν ξέρω ακόμα θα δούμε» μίλησα ειλικρινά.
«Ένταξει γιε μου ότι θέλετε να με πάρετε αμέσως τηλέφωνο. Σε φιλώ γλυκά»
«Και εγώ» είπα και έκλεισα το ακουστικό…
Έμεινα για λίγο αναποφάσιστος στην ίδια θέση και μετά σηκώθηκα για να πάω στο δωμάτιο…