Bella And Edward
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.



 
ΦόρουμΠόρταλΕικονοθήκηΑναζήτησηLatest imagesΣύνδεσηΕγγραφή
Η συνέχεια της διάσημης σειράς βιβλίων έρχεται στα βιβλιοπωλεία στις 4 Αυγούστου με τίτλο «Midnight Sun» και αφηγείται την ιστορία του «Λυκόφωτος» από την πλευρά του Edward Cullen.
Πρόσφατα Θέματα
» Ashley's Greene blog
No sound but the wind... I_icon_minitimeΠαρ 17 Μαρ 2023 - 15:11 από Marzaki Cullen

» Τι ακουτε αυτη την στιγμη;
No sound but the wind... I_icon_minitimeΠαρ 4 Ιουν 2021 - 15:08 από April

» Bella And Edward - 11 χρόνια μετά
No sound but the wind... I_icon_minitimeΤετ 6 Ιαν 2021 - 20:34 από Marzaki Cullen

» Συζήτηση για το Midnight Sun
No sound but the wind... I_icon_minitimeΚυρ 13 Δεκ 2020 - 17:38 από Katrin

» Robert Pattinson
No sound but the wind... I_icon_minitimeΔευ 7 Σεπ 2020 - 21:40 από $ofi@ + Edward

» Infernal Devices - Κουρδιστός 'Αγγελος
No sound but the wind... I_icon_minitimeΠαρ 8 Μάης 2020 - 1:03 από evi

» Wallpapers by twins
No sound but the wind... I_icon_minitimeΔευ 4 Μάης 2020 - 13:25 από Zafrina

» Twilight the movie
No sound but the wind... I_icon_minitimeΚυρ 3 Μάης 2020 - 12:07 από hiddenfantasy

» Vampire Diaries - TV Series
No sound but the wind... I_icon_minitimeΔευ 13 Απρ 2020 - 12:11 από Zafrina

» New Moon the movie
No sound but the wind... I_icon_minitimeΠαρ 10 Απρ 2020 - 12:49 από Zafrina

Παρόμοια θέματα
    Quote of the Week
    "Bella is with Edward. She's a part of this family, and we protect our family."

    Carlisle Cullen, Twilight
    Character of the Week
    Rosalie Lillian Hale

    (born 1915 in Rochester, New York) is a member of the Olympic coven.

    She is the wife of Emmett Cullen and the adoptive daughter of Carlisle and Esme Cullen, as well as the adoptive sister of Jasper Hale (in Forks, she and Jasper pretend to be twins), Alice, and Edward Cullen.

    Rosalie is the adoptive sister-in-law of Bella Swan and adoptive aunt of Renesmee Cullen, as well as the ex-fiancée of Royce King II.
    Μάης 2024
    ΔευΤριΤετΠεμΠαρΣαβΚυρ
      12345
    6789101112
    13141516171819
    20212223242526
    2728293031  
    ΗμερολόγιοΗμερολόγιο
    Bella & Edward Playlist
    Το μαργαριτάρι της Ροδεσίας

    Στο κατώφλι µιας νέας εποχής για τη Ροδεσία, η Μάντριγκαλ, έχοντας χάσει τον άντρα της λίγες µονάχα ώρες µετά τον γάµο τους, θρήνησε βαθιά την απώλειά του και αποφάσισε να ζήσει µε τη θύµησή του. Όµως δεν φαντάστηκε ποτέ πως θα της ζητούσαν να πάρει τη θέση της συζύγου του βασιλιά.

    Ο βασιλιάς Έντουαρντ, αφού γνώρισε την απόλυτη ευτυχία δίπλα στη γυναίκα που λάτρεψε όσο καµία, την Άµπερλιν, δέχτηκε το σκληρότερο χτύπηµα της µοίρας όταν εκείνη πέθανε πριν προλάβει να φέρει στον κόσµο το παιδί τους. Ωστόσο, προκειµένου ν' ανταποκριθεί στα βασιλικά του καθήκοντα και να χαρίσει έναν διάδοχο στη Ροδεσία, είναι υποχρεωµένος να παντρευτεί ξανά και απ' όλες τις υποψήφιες επιλέγει τη Μάντριγκαλ.

    Μήπως όµως το όνοµα της νέας του συζύγου κουβαλά µια σκοτεινή µοίρα; Άραγε υπάρχει ελπίδα να αλλάξει το πεπρωµένο; Θα καταφέρει η Μάντριγκαλ να ξυπνήσει την αγάπη στην καρδιά του άντρα και βασιλιά της; Κι εκείνος θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τα αισθήµατά του πριν χάσει τα πάντα για άλλη µια φορά;

    Συγγραφέας ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΜΑΡΙΑ
    Εκδότης ΩΚΕΑΝΙΔΑ


     

     No sound but the wind...

    Πήγαινε κάτω 
    ΣυγγραφέαςΜήνυμα
    Emy+Robert
    Midnight Sun Vampire
    Midnight Sun Vampire
    Emy+Robert


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 29
    Αριθμός μηνυμάτων : 4680
    Registration date : 22/08/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

    No sound but the wind... Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: No sound but the wind...   No sound but the wind... I_icon_minitimeΤετ 29 Ιουν 2011 - 21:29

    Καλησπέρα! No sound but the wind... 322595 No sound but the wind... 322595 No sound but the wind... 322595

    Όπως καταλάβατε, αυτό είναι το καινούριο μου fanfiction με τον τίτλο: "No sound but the wind" και είναι εμπνευσμένο από το ομότιτλο τραγούδι του συγκροτήματος Editors, που περιλήφθηκε και στο soundtrack της Ν.Σελήνης. (όπως γνωρίζετε πολλοί από σας Wink )



    Είναι λοιπόν μια ιστορία που σκεφτόμουν και έγραφα εδώ και αρκετό καιρό, η ιδέα της οποίας μου ήρθε άξαφνα.

    Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να πω ένα τεράστιο ευχαριστώ σε όλους εσάς που με έχετε στηρίξει στις άλλες δύο ιστορίες μου και συνεχίζετε να το κάνετε ακόμη, με πολλή αγάπη και ενδιαφέρον. Είναι πολύ σημαντικό η προσπάθειά σου, όποια κι αν είναι αυτή, να επιβραβεύεται και να ενθαρρύνεται. Χαίρομαι πάρα πολύ γι αυτό και σας είμαι ευγνώμων.

    Εύχομαι με όλη μου την καρδιά να σας αρέσει η νέα μου ιστορία και να απολαμβάνετε κάθε φορά ένα κεφάλαιό της.

    Σας φιλώ όλους! No sound but the wind... 906998

    Τα σχόλιά σας μπορείτε να τα αφήνετε εδώ: http://www.bellandedward.org/t1409-topic


    Έχει επεξεργασθεί από τον/την Emy+Robert στις Τετ 27 Ιουλ 2011 - 14:23, 1 φορά
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Emy+Robert
    Midnight Sun Vampire
    Midnight Sun Vampire
    Emy+Robert


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 29
    Αριθμός μηνυμάτων : 4680
    Registration date : 22/08/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

    No sound but the wind... Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: No sound but the wind...   No sound but the wind... I_icon_minitimeΤετ 29 Ιουν 2011 - 21:36

    Κεφάλαιο 1ο



    Μπέλα

    Φωνές, ουρλιαχτά και ο διαπεραστικός ήχων σειρήνων που ακούγονταν τόσο έντονα, με ανάγκασαν να σηκωθώ απότομα από το κρεβάτι μου. Ο Έντουαρντ δεν ήταν δίπλα μου και θυμήθηκα πως με είχε ενημερώσει ότι θα αργούσε στη δουλειά. Φόρεσα αδέξια τη ρόμπα μου και βγήκα βιαστικά στο σαλόνι, όπου ο θόρυβος γινόταν δυνατότερος όσο πλησίαζα στο παράθυρο. Κοίταξα το μεγάλο ξύλινο ρολόι που διακοσμούσε το χώρο επάνω από το τζάκι και παρατήρησα πως ήταν τέσσερις και μισή τα ξημερώματα. «Τι να συμβαίνει τέτοια ώρα;», αναρωτήθηκα λιγάκι ενοχλημένη, που διέκοψα τον ύπνο μου. Το βλέμμα μου σταμάτησε σε μια γνώριμη φιγούρα που στεκόταν έξω στο μπαλκόνι του σπιτιού. «Ο Έντουαρντ!», σκέφτηκα ανακουφισμένη και άνοιξα την πόρτα βγαίνοντας στο μπαλκόνι. Τραύλισα τρομαγμένα το όνομά του ξανά, κοιτάζοντάς τον.
    -Θέλω να ξέρεις ότι σ’ αγαπάω περισσότερο από το οτιδήποτε άλλο υπάρχει στη ζωή μου. Θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα το θυμάσαι αυτό..., μου ζήτησε.
    Ένιωσα το αίμα να φεύγει από το πρόσωπό μου μένοντας κενή.
    -Έντουαρντ...τι κάνεις; Κοίταξέ με! Φύγε από τα κάγκελα, σε παρακαλώ., κατάφερα να πω.
    Με κοίταξε με πόνο για μια στιγμή και μετά γύρισε ξανά μπροστά του.
    -Σ’ αγαπώ., λέει και χάνεται στο κενό.
    -Έντουαρντ, Έντουαρντ, Έντουαρντ!!!

    «Έντουαρντ!», στρίγκλισα και πετάχτηκα -λουσμένη στον ιδρώτα- από το κρεβάτι.
    Ένα χρόνο μετά την εφιαλτική εκείνη νύχτα, τα γεγονότα της έρχονταν ακόμη στα όνειρά μου. Ένα χρόνο μετά τη χειρότερη μέρα της ζωής μου, ο ίδιος εφιάλτης με κατέκλυζε μη αφήνοντάς μου περιθώριο να πράξω διαφορετικά για να αλλάξω την τροπή των πραγμάτων. Μπορούσες να τον προλάβεις Μπέλα. Αν δεν τον κοιτούσες απλά, θα είχες τη δυνατότητα να τον αποτρέψεις., έλεγε κάτι μέσα μου. Ένα χρόνο μετά, το «γιατί» εξακολουθούσε να με τρώει σιγά-σιγά, ανοίγοντας κι άλλες τρύπες στην καρδιά μου.
    «Αυτοκοτονία.», διέγνωσε ο ιατροδικαστής. Μία εξήγηση που δεν χωρούσε στο μυαλό μου, όσο κι αν προσπαθούσα, ό,τι κι αν έκανα. Ήμασταν παντρεμένοι ενάμιση χρόνο περίπου, ενώ γνωριζόμασταν τουλάχιστον δύο. Εργαζόταν σε μια μεγάλη πολυεθνική εταιρεία ως νομικός σύμβουλος, ενώ εγώ στο τμήμα οικονομικών μιας επιχείρησης, συνεπώς από άποψη χρημάτων δεν είχαμε ποτέ κάποιο πρόβλημα. Οι εντάσεις και οι διαφωνίες δεν έλειπαν, γίνονταν πάντα όμως στο πλαίσιο της καθημερινότητας, όπως άλλωστε συμβαίνει με κάθε άλλο ζευγάρι. Ο έρωτας και το πάθος ήταν άμεσα συνυφασμένα με τη ζωή μας και την κοινή μας πορεία το χρονικό διάστημα που ήμασταν μαζί.
    Αδυνατούσα να βρω έναν λόγο που να τον έσπρωξε σ’ εκείνη του την απόφαση. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν το ότι ίσως με βαρέθηκε και δεν ήθελε να συνεχίσουμε άλλο μαζί. Η υπόσχεση όμως που ζήτησε να κρατήσω; Το να θυμάμαι πάντα πως θα με αγαπά;
    Τα πράγματα περιπλέκονταν όλο και πιο πολύ όσο ασχολούμουν και πάσχιζα να βρω μια εξήγηση, μια αιτία.
    Το βράδυ εκείνο, ήταν σαν ένα μαύρο πέπλο να κάλυψε τη ζωή μου, σαν ένας τυφώνας να γκρέμισε τα όνειρά μου, σαν η βροχή να έδιωξε κάθε ουράνιο τόξο στην καθημερινότητά μου. Χωρίς εκείνον ήταν κυριολεκτικά σα να μην υπήρχα. Το σπίτι ήταν κενό χωρίς την παρουσία του, τη φωνή του, το χαμόγελό του. Ναι, σκέφτηκα να βάλω τέλος στη ζωή μου πολλές φορές για να τον συναντήσω, όμως κάθε φορά η Άλις καλώς ή κακώς βρισκόταν εκεί και με απέτρεπε.
    Η Άλις, το στήριγμά μου και ο άνθρωπός μου από τότε που ήμασταν μαζί στο σχολείο. Πανέμορφη, άκρως θηλυκή με ακαταμάχητη προσωπικότητα, αλλά προπάντων καλή φίλη, έμπιστη, πρόθυμη να μοιραστείς την κάθε σου ανασφάλεια και μη, μαζί της. Λίγους μήνες αφού παντρεύτηκα με τον Έντουαρντ, μετακόμισε στην Ουάσινγκτον με τον Τζάσπερ, τον έρωτα της ζωής της. Δεν μας χώριζαν πολλά χιλιόμετρα, όμως δεν μπορούσα να την επισκέπτομαι όσο συχνά θα ήθελα. Κάποιες φορές κατάφερνε να έρθει εκείνη στη Ν. Υόρκη, ενώ κάποιες άλλες προσπάθησα εγώ να πάω να τη δω.
    Πάλεψε αρκετές στιγμές να με πείσει να μετακομίσω μόνιμα εκεί, αφότου έμεινα μόνη, όμως η απάντησή μου ήταν κατηγορηματικά αρνητική.
    Αυτό συνέβαινε, διότι υπήρξαν φορές που περίμενα πως θα ερχόταν, πως θα άνοιγε η πόρτα και θα έμπαινε στο σπίτι, δίνοντάς μου ένα ζεστό, γλυκό φιλί. Το μεσημέρι έβαζα δύο σερβίτσια στο τραπέζι, νομίζοντας πως κάποια στιγμή θα επιστρέψει. Όταν χτυπούσε το τηλέφωνο, περίμενα πως θα ήταν εκείνος, ρωτώντας με αν ήθελα να μου φέρει κάτι καθώς θα γύριζε σπίτι. Όμως...δεν ερχόταν ποτέ. Παρέμενα μόνη, με μοναδική συντροφιά φωτογραφίες και αναμνήσεις από τις δικές μας προσωπικές στιγμές.
    Οφείλω να ομολογήσω πως η Άλις φοβόταν. Φοβόταν μήπως κάνω κι άλλες απερισκεψίες κι έτσι, για λίγες μέρες εγκαταστάθηκε μαζί μου στο σπίτι. Δεν μου άρεσε που άφηνε τον Τζάσπερ εξαιτίας μου, όμως ήταν ανένδοτη.
    -Τώρα τελείωσε! Ήρθα! Κοίτα να εκμεταλλευτείς την καλοσύνη μου για όσο καιρό μείνω!, αστειεύτηκε.
    Χαμογέλασα κουνώντας θετικά το κεφάλι μου. Με κοίταξε θλιμμένα και με έπιασε στην αγκαλιά της, καθώς καυτά δάκρυα έλουζαν τα πρόσωπα και των δυο μας.
    -Ηρέμησε κοριτσάκι μου, ηρέμησε..., μου έλεγε καθησυχαστικά. Θα περάσει και μετά όλα θα είναι καλύτερα.
    -Όχι..., διαφώνησα. Δεν θα περάσει ποτέ Άλις. Θα μείνει για πάντα εδώ...βαθιά..., είπα δείχνοντας την καρδιά μου.

    *~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*
    Οι μέρες κυλούσαν πολύ καλύτερα, επειδή την είχα κοντά μου. Ήταν ένας άνθρωπος που με καταλάβαινε απόλυτα. Ακόμη κι αν δεν απαντούσα σε κάτι που με ρωτούσε, διαβάζοντας την έκφρασή μου μπορούσε εύκολα να πάρει την απάντηση που ήθελε.
    Όσο περνούσε ο καιρός όμως, η απουσία του γινόταν εντονότερη, αντί να συμβαίνει το αντίθετο. Ένας ολόκληρος χρόνος, κι όμως ένιωθα ό,τι ακριβώς κι εκείνο το βράδυ.
    -Μπέλα, θέλω να μιλήσουμε., μου ζήτησε η Άλις και κάθισε δίπλα μου στον καναπέ.
    Στράφηκα προς το μέρος της.
    -Η κατάσταση δεν πάει άλλο αγάπη μου. Δεν αντέχω να σε βλέπω άλλο έτσι. Πρέπει έστω για λίγο, να αλλάξεις παραστάσεις, να ξεφύγεις. Έλα στην Ουάσινγκτον και κάθισε όσο θέλεις...
    Ξεφύσησα μια στιγμή παίρνοντας το βλέμμα μου από πάνω της.
    -Μίλα μου Μπέλα. Πλέον επικοινωνούμε μόνο με νοήματα. Μην το κάνεις στον εαυτό σου αυτό. Σε παρακαλώ..., είπε σταθερά.
    Πήρα μια βαθιά ανάσα και της απάντησα με υποτονική φωνή, καθώς εν μέρει είχε δίκιο. Δεν μιλούσαμε σχεδόν καθόλου.
    -Πάλι τα ίδια Άλις; Σου το έχω πει ότι δεν μπορώ...
    -Γιατί δεν θέλεις; Φοβάσαι μη γίνεις βάρος; Μετά από ό,τι περάσαμε οι δυο μας, έχω τέτοια αντιμετώπιση από σένα;
    -Δεν είπα ότι δεν θέλω., δικαιολογήθηκα.
    -Το «δεν μπορώ» δεν το ακούω εγώ. Για ποιο λόγο δεν μπορείς; Από τη δουλειά σου παραιτήθηκες, αν και η Τζέην σου είπε να επιστρέψεις όποτε θελήσεις, το σπίτι δε χρειάζεται κάποια ιδιαίτερη συντήρηση. Τι είναι λοιπόν, αυτό που σε κάνει να μην μπορείς;
    -Απλά δεν... Άλις, νιώθω σα να τον αφήνω εδώ αν φύγω., είπα σκουπίζοντας το δάκρυ που ήταν έτοιμο να κυλήσει.
    Χάιδεψε τρυφερά τα χέρια μου, βάζοντάς τα στη χούφτα της.
    -Μπέλα, ξέρω ότι είναι πολύ δύσκολο για σένα, αλλά...δεν θα γυρίσει. Με το χέρι στην καρδιά, σου λέω ότι θα ήθελε πολύ να συνεχίσεις τη ζωή σου. Όπως κι εσύ αυτή τη στιγμή πονάς για εκείνον, έτσι κι εκείνος πονά για εσένα, βλέποντάς σε σ’ αυτή την κατάσταση. Είσαι σίγουρη πως θες να είναι λυπημένος;, με ρώτησε με λόγια που έκρυβαν την αλήθεια.
    -Όχι...δεν το θέλω αυτό., παραδέχτηκα χωρίς να το σκεφτώ δεύτερη φορά. Εντάξει λοιπόν, θα ακολουθήσω τη συμβουλή σου και θα επιστρέψουμε μαζί στην Ουάσινγκτον., συμφώνησα κλείνοντάς τη στην αγκαλιά μου.

    *~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*

    Το επόμενο κιόλας πρωί ετοίμαζα σιγά-σιγά τις βαλίτσες μου, καθώς το απόγευμα της επομένης θα αναχωρούσαμε. Είχα πολύ καιρό να βγω για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς εκείνον μαζί μου. Η Άλις είχε πάει να επισκεφτεί τη φίλη της Άντζελα την οποία είχε να δει πολλούς μήνες, ενώ εγώ έμεινα να ετοιμάσω τα πράγματά μου.
    Φωτογραφίες και αντικείμενά του ήταν διάσπαρτα επάνω στο λευκό σεντόνι του κρεβατιού. Θα ήταν καλό να πάρω κάτι μαζί μου; Ή θα έκανα μια καινούρια αρχή; Όχι. Πώς θα μπορούσα να κάνω μια νέα αρχή στη ζωή μου, δίχως να είναι στο πλάι μου; Και η καινούρια αρχή, τί σήμαινε; Να τον ξεχάσω και να γνωρίσω κάποιον άλλον έρωτα; Αυτό δεν θα συνέβαινε ποτέ. Ποτέ.
    Πήρα στα χέρια μου μια κοινή μας φωτογραφία και ξάπλωσα στην άκρη του κρεβατιού αφήνοντας τον πόνο μου να ξεχυθεί. Χωρίς να το καταλάβω τα μάτια μου έκλεισαν και ο Μορφέας με πήρε στην αγκαλιά του.
    -Μπέλα, τι έγινε; Μίλα μου! Κοίτα με!, άκουγα βαθιά τη φωνή του Έμετ, του συνεργάτη του, να μου φωνάζει.
    Το σώμα μου είχε μουδιάσει, είχε παραλύσει. Κάποιος με κρατούσε από τους ώμους τραντάζοντάς με, αλλά στη θολούρα της στιγμής, δε διέκρινα τίποτα. Το όνομά μου προφέρονταν αρκετές φορές, αλλά δεν είχα τη δύναμη να μιλήσω.
    -Μπέλα, σε παρακαλώ μίλησέ μου. Να βεβαιωθώ ότι είσαι καλά., μου έλεγε ο Έμετ.
    Ήμουν ανίκανη, ανήμπορη να κουνήσω έστω και το κεφάλι μου ως δείγμα ότι τον ακούω. Δεν ένιωθα τίποτα, παρά μόνο κάτι καυτό να ρέει στα μάγουλά μου, κάτι που προκαλούσε και τη θολούρα στα μάτια μου. Ήταν δάκρυα.
    -Πού είναι;, σχημάτισα τις λέξεις στα χείλη μου. Εγώ πού βρίσκομαι;, κατάφερα να αρθρώσω.
    -Δόξα τω Θεώ Μπέλα., μου είπε ανακουφισμένος κλείνοντάς με σφιχτά στην αγκαλιά του. Δόξα τω Θεώ, είσαι καλά.
    -Πού είναι;, ξαναρώτησα παίρνοντας τα χέρια του από πάνω μου.
    Συνειδητοποίησα ότι καθόμουν στα γόνατά μου έξω στο μπαλκόνι, καθώς ένα δροσερό αεράκι ανέμιζε τα μαλλιά μου.
    -Ηρέμησε...
    -Πού είναι;, επανέλαβα την ερώτησή μου και προσπάθησα να στηριχτώ στα πόδια μου για να σηκωθώ, όμως δεν τα κατάφερα και σύρθηκα λίγο παραπέρα.
    -Ηρέμησε Μπέλα, σε παρακαλώ. Έλα να πάμε μέσα να τα πούμε., πρότεινε πλησιάζοντάς με.
    -Πού είναι;, συνέχισα πηγαίνοντας ολοένα και πιο πίσω.
    -Αν έρθεις μέσα, σου υπόσχομαι να σου πω ό,τι θέλεις. Αρκεί να με ακολουθήσεις., είπε με σταθερή φωνή.
    -Πού είναι Έμετ; Έντουαρντ, πού είσαι;, ούρλιαξα βρίσκοντας τη δύναμη και πηγαίνοντας κοντά στα κάγκελα.
    -Μη Μπέλα!, φώναξε πιάνοντάς με από τη μέση τραβώντας με προς τα μέσα.
    Αντιστεκόμουν κουνώντας τα χέρια και τα πόδια. Το μόνο που κατάφερα να δω από τον τέταρτο όροφο, ήταν στο δρόμο πλήθος κόσμου να περιμένει, δημοσιογράφους να τρέχουν πανικόβλητοι, δεκάδες αστυνομικούς να επικοινωνούν μεταξύ τους και τέλος, ένα ασθενοφόρο να επιβιβάζει ένα σώμα.
    -Έντουαρντ! Όχι, όχι, όχι, όχι..., ούρλιαξα με όση δύναμη μου είχε απομείνει.

    -Έντουαρντ, όχι! Όχι! Πού είσαι;, φώναξα και σηκώθηκα ζαλισμένη από το κρεβάτι, σκορπίζοντας όλες τις φωτογραφίες στο πάτωμα.
    Ξέσπασα σε λυγμούς κουρνιάζοντας στο πάτωμα του δωματίου.
    Ακόμη ένας εφιάλτης ήρθε να ταράξει τα ήδη ανήσυχα όνειρά μου. Μάλλον ορθότερα, δεν ήταν απλοί εφιάλτες και όνειρα, αλλά πραγματικά γεγονότα που ήδη είχα βιώσει και έρχονταν πολύ συχνά στη μνήμη μου. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου μετάνιωσα που δέχτηκα να ακολουθήσω την Άλις, όμως ήδη είχα αρχίσει να χάνω τον εαυτό μου. Αφενός, αυτό με ευχαριστούσε επειδή ένιωθα πως πήγαινα όλο και πιο κοντά του, αφετέρου όμως ένιωθα όλο αυτό να με πνίγει, να μη με αφήνει να πάρω ανάσα.
    Τα δάκρυα στέρεψαν, το κουράγιο μου εξαντλήθηκε κι έτσι, σηκώθηκα απρόθυμα να φτιάξω τις βαλίτσες μου. Εκεί που τακτοποιούσα τη ντουλάπα, βρήκα το περιβόητο μπλουζάκι που είχαμε αγοράσει στο ταξίδι του μέλιτος και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό μου, καθώς όμορφες αναμνήσεις ξεπήδησαν, χαρίζοντάς μου λίγες στιγμές νοσταλγίας.
    -Αγάπη μου, δες τι ωραίο!, μου είπε τραβώντας με από το χέρι τείνοντας να μπούμε σ’ ένα μαγαζί.
    -Σιγά, το χέρι μου!, παραπονέθηκα ακολουθώντας τον.
    -Τώρα καλύτερα;, με ρώτησε, αφού μου χάρισε ένα γλυκό παρατεταμένο φιλί.
    Έγνεψα καταφατικά αποσυντονισμένη. Όποτε έπραττε ξαφνικά κατά αυτόν τον τρόπο, με αποπροσανατόλιζε, πράγμα που ήξερε πολύ καλά.
    -Λοιπόν...τι θέλεις;, τον ρώτησα.
    -Αυτό!, είπε δείχνοντας ένα μπλουζάκι.
    -Θ’ αστειεύεσαι βέβαια., είπα τείνοντας να βγω έξω από το μαγαζί.
    -Καθόλου., παραδέχτηκε προλαβαίνοντάς με. Έτσι, θα λέω σε όλους πόσο σ’ αγαπάω.
    -Δε ντρέπεσαι να φορέσεις τέτοια μπλούζα παιδί μου;, τον ρώτησα σοκαρισμένη.
    Έπειτα ξέσπασα σε γέλια.
    -Ντρέπομαι για σένα;, με ρώτησε σοβαρά και βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπό μου. Ξέρεις ότι σ’ αγαπάω περισσότερο κι από την ίδια μου τη ζωή.
    Ένευσα θετικά δίνοντάς του ένα φιλί στο μάγουλο.
    -Αυτό θα πάρουμε!, είπε στον καταστηματάρχη με ένα πλατύ χαμόγελο. Μόνο που αντί για: «I love Mary», να λέει «I love Bella»., ζήτησε.
    -Κι όμως, σε κατάφερα!, μου αντιγύρισε όταν φεύγαμε, έχοντας την έκφραση του νικητή.
    -Μην το παίρνετε πάνω σας κύριε Κάλεν. Δεν έχετε δει τίποτα ακόμη από μένα!, του ανταπάντησα περήφανα συνεχίζοντας να περπατάω.
    -Κι όμως, έχω δει!, γέλασε πνιχτά και απομακρύνθηκε από κοντά μου.
    -Είσαι...απαίσιος!, του φώναξα τρέχοντας να τον πιάσω.

    Χωρίς να το καταλάβω, συγκινήθηκα για συνεχή φορά στη θύμηση αυτού του γεγονότος. Το καλύτερο για μένα ήταν να κρατήσω στο μυαλό μου μόνο τις όμορφες στιγμές μας και να άφηνα στην άκρη τα άσχημα και αυτά που μου προκαλούσαν πόνο. Τα λόγια της Άλις ήταν η αλήθεια που δεν ήθελα να αποδεχθώ τόσο καιρό. Με ήθελε ευτυχισμένη, για να ήταν κι εκείνος χαρούμενος. Θα προσπαθούσα να αναπολώ μόνο τα ωραία για να ήταν περήφανος για μένα.
    -Μπέλα, επέστρεψα! Ετοιμάζεσαι;, άκουσα τη φωνή της Άλις.
    -Ναι, ετοιμάζομαι., απάντησα βάζοντας στη βαλίτσα το μπλουζάκι του.
    -Δε νομίζω να μετάνιωσες.
    -Όχι., επισήμανα κάνοντας μια προσπάθεια να χαμογελάσω.
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Emy+Robert
    Midnight Sun Vampire
    Midnight Sun Vampire
    Emy+Robert


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 29
    Αριθμός μηνυμάτων : 4680
    Registration date : 22/08/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

    No sound but the wind... Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: No sound but the wind...   No sound but the wind... I_icon_minitimeΔευ 4 Ιουλ 2011 - 18:32

    Κεφάλαιο 2ο



    Μπέλα

    Το ταξίδι διήρκησε περίπου τέσσερις ώρες, οι οποίες φάνταζαν αιώνας. Τέσσερις ώρες σιωπής και ησυχίας, μόνο με τον ελάχιστο θόρυβο των ψιλών ψιχάλων βροχής, που έπεφταν στο τζάμι του αυτοκινήτου. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος με ένα λεπτό στρώμα γκρίζου να τον περιβάλλει.
    Η Άλις δοκίμασε να ανοίξει τη συζήτηση κάποιες φορές σχετικά με το νέο της σπίτι, την καινούρια δουλειά του Τζάσπερ, το δωμάτιο που προοριζόταν για εμένα, όμως η ελάχιστη ανταπόκρισή μου την ανάγκαζε να σταματά.
    -Δεν περίμενα ποτέ να ζήσω κάτι τέτοιο., μουρμούρισα κοιτάζοντας μπροστά έπειτα από αρκετή ώρα σπάζοντας την πολύωρη σιγή. Ονειρευόμουν να ζήσω για πάντα μαζί του. Να παντρευτούμε, να κάνουμε παιδιά και να είμαστε μαζί για πάντα, ευτυχισμένοι... Το πρώτο κομμάτι εκπληρώθηκε. Παντρευτήκαμε. Τα υπόλοιπα; Γιατί δεν πραγματοποιήθηκαν και τα υπόλοιπα όνειρά μου; Γιατί έπρεπε να τελειώσει όλο έτσι άδοξα;
    -Κοριτσάκι μου, είπαμε πως αυτά δεν πρέπει να τα σκέφτεσαι τώρα., μου είπε με ειλικρινή φωνή.
    Συναίνεσα γνέφοντας και ύστερα έγειρα στο πλάι του καθίσματος, αφήνοντας το βλέμμα μου να πλανιέται έξω από το παράθυρο.
    -Μπέλα, είμαι ερωτευμένος μαζί σου., μου είχε πει στο πρώτο μας ραντεβού.
    Χάιδεψε απαλά με την παλάμη του το μάγουλό μου, κοιτώντας με μέ ευλάβεια.
    -Έντουαρντ, συγκεντρώσου., του είπα αμήχανα και βάδισα προς τη θάλασσα.
    Μου ήταν αδιανόητο πως ο Έντουαρντ θα μπορούσε να ερωτευτεί εμένα. Από το λίγο που τον ήξερα, είχε τη φήμη του «ωραίου», ο οποίος μάλιστα στις επιλογές του στις γυναίκες ήταν εξαιρετικά επιλεκτικός. Πίστεψα από την πρώτη στιγμή πως δεν θα είχα ελπίδα μαζί του, ειδικά όταν τον έβλεπα και η καρδιά μου από τους έντονους παλμούς της ήταν έτοιμη να βγει από το στήθος μου.
    -Σου λέω αλήθεια., ψέλλισε ακολουθώντας με.
    Δε γύρισα να τον αντικρίσω, καθώς ήξερα πολύ καλά ότι τα δάκρυά μου ήθελαν μια μικρή αφορμή για να ξεχυθούν. Ατένιζα τη θάλασσα αφουκράζοντας το χαμηλό ήχο των κυμάτων που έσκαγαν στα πόδια μου, για να μην επηρεαστώ από εκείνον. Ένιωσα τα δάχτυλά του να αγγίζουν τον ώμο μου και να παραμερίζουν τα μαλλιά μου από τη δεξιά πλευρά, αφήνοντας ένα τρυφερό φιλί εκεί. Τα χέρια του κλείδωσαν γύρω μου και μου ψιθύρισε...
    -Είμαι ερωτευμένος με το πιο γλυκό κορίτσι του κόσμου. Αν νιώθει το ίδιο για μένα, θα είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου, ενώ αν με απορρίψει θα βάλω τα δυνατά μου για να το κατακτήσω. Τι λες πως θα γίνει;, με ρώτησε, καθώς η ανάσα του έφερε μια ανατριχίλα στο πρόσωπό μου.
    -Μάλλον...το πρώτο., παραδέχτηκα.
    Με αγκάλιασε πιο σφιχτά και μείναμε για λίγη ώρα εκεί, πιο ερωτευμένοι από κάθε άλλη στιγμή.

    -Μπέλα μου, φτάσαμε., μου είπε η Άλις κουνώντας με σιγά-σιγά.
    Σηκώθηκα αμέσως, όμως το εκτυφλωτικό φως του ήλιου δυσκόλεψε τα μάτια μου να προσαρμοστούν εύκολα. Πότε βγήκε ο ήλιος;, σκέφτηκα.
    Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που είχα βγει έξω από το σπίτι και η μέρα ήταν ηλιόλουστη κι έτσι, αυτή η ξαφνική εναλλαγή μου φάνηκε περίεργη.
    Αφού βγάλαμε τις βαλίτσες με τη βοήθεια του Τζάσπερ και μπήκαμε στο σπίτι, μου έδειξαν το δωμάτιό μου, όπου και κατέφυγα με την πρώτη ευκαιρία. Η συμπεριφορά μου τις περισσότερες φορές ήταν αδικαιολόγητη, καθώς ήταν σα να γυρνούσα την πλάτη στα άτομα που ήταν πάντοτε δίπλα μου και με στήριζαν, όμως από το να προσποιούμαι ότι όλα είναι καλά και να χαμογελάω βεβιασμένα, θεωρούσα πως ήταν φρονιμότερο να κλείνομαι και να μένω μόνη, όπως είχα ανάγκη.
    Το δωμάτιο που είχε ετοιμάσει για μένα η Άλις ήταν υπέροχο, γεμάτο χρώματα και αρώματα. Λουλούδια διακοσμούσαν το κομοδίνο πλάι στο κρεβάτι με το πολύχρωμο στρώμα και κεράκια με άρωμα βανίλιας και κανέλας έκαιγαν επάνω στα ράφια της βιβλιοθήκης, μεταφέροντας ένα ιδανικό κλίμα σε όλο το δωμάτιο.
    Καθώς περιεργαζόμουν καλύτερα το χώρο, μια φωτογραφία τράβηξε ευθύς την προσοχή μου. Εγώ και η Άλις στη μια πλευρά της και ο Τζάσπερ...μ’ εκείνον στην άλλη. Τα πρόσωπα όλων μας φώτιζαν από ευτυχία. Ο Έντουαρντ κρατούσε ένα αρκουδάκι στην αγκαλιά του όπως εγώ και η Άλις, σε αντίθεση με τον Τζάσπερ που δεν είχε κανένα.
    -Χαχα! Αν σε νικήσω και πάλι, κερνάς εσύ μετά!, αστειεύτηκε ο Έντουαρντ παίρνοντας στα χέρια του το όπλο και σημαδεύοντας τα μεταλλικά κουτάκια που βρίσκονταν απέναντί του.
    -Ό,τι πείτε κύριε Κάλεν!, απάντησε ο Τζάσπερ. Μόνο που εγώ ρίχνω πρώτος! Το πήρατε πάνω σας και δε λογαριάζετε ούτε σειρά ούτε τίποτα!, παραπονέθηκε.
    -Με συγχωρείτε! Σειρά σας!, του είπε κάνοντας στην άκρη.
    -Μετά να πάμε στη ρόδα!, φώναξε η Άλις τη στιγμή που ο Τζάσπερ έριξε τη βολή του, αστοχώντας.
    -Άλις! Σου έχω πει χίλιες φορές! Όταν ρίχνω, δεν θέλω να μιλάς!, της είπε με μια δόση θυμού και απογοήτευσης που έχασε για συνεχή φορά.
    -Συγγνώμη., του είπε σκύβοντας το κεφάλι. Αν νικήσεις, θέλω εκείνο το μπλε αρκουδάκι!, του ζήτησε πεταρίζοντας επιδεικτικά τα βλέφαρά της.
    -Δεν το βλέπω να νικάω, αλλά εντάξει., της είπε παραδίδοντας τα όπλα.
    -Μήπως θέλεις να σου το δώσω εγώ που θα κερδίσω στα σίγουρα;, τη ρώτησε ο Έντουαρντ κοροϊδεύοντας τον Τζάσπερ.
    Η Άλις στράφηκε για μια στιγμή στον Τζάσπερ που την κοιτούσε άγρια, αλλά έπειτα δέχτηκε με μεγάλη χαρά αψηφώντας τον, προκαλώντας το γέλιο σε όλη την παρέα.

    Τοποθέτησα τη φωτογραφία στη θέση της, βάζοντας παράλληλα στην άκρη τις αναμνήσεις και αφότου έκανα ένα μπάνιο, πήγα στο σαλόνι, όπου και κάθονταν οι δυο τους.
    -Τζάσπερ, συγγνώμη που ήμουν αγενής πριν και δε σε χαιρέτησα όπως θα έπρεπε, όμως δεν ήμουν πολύ καλά..., παραδέχτηκα μετανιωμένη.
    -Μην το συζητάς καν Μπέλα. Άλλωστε δεν είμαστε ξένοι. Όπως βλέπεις την Άλις, έτσι θέλω να βλέπεις κι εμένα., μου είπε χαμογελώντας με γλυκύτητα. Θέλω επίσης να νιώθεις σαν στο σπίτι σου και να ξέρεις πως μπορείς να μείνεις όσο επιθυμείς εδώ., συνέχισε.
    -Το ξέρω και σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ γι αυτό. Έχετε κάνει πάρα πολλά για μένα...
    -Γι αυτό είναι οι φίλοι., με διέκοψε. Λοιπόν, σκέφτεσαι να συνεχίσεις με τη δουλειά; Θα επιστρέψεις στη Τζέην;
    Δεν είχα σκεφτεί αυτή την πιθανότητα για πολύ καιρό, όμως έπρεπε να γυρίσω, καθώς θα αποτελούσε ένα καλό βήμα ώστε να πάω πιο πέρα στη ζωή μου. Ακόμη...και χωρίς εκείνον. Κοίταξα για μια στιγμή την Άλις σα να περίμενα να μου δώσει εκείνη την απάντηση που ζητούσα.
    -Ναι., είπαμε μαζί λίγο αργότερα με μια φωνή και κοιταχτήκαμε, χαμογελώντας η μία στην άλλη.
    -Κόκκινο!, φώναξε εκείνη σπεύδοντας να πιάσει το κομμένο μήλο στο τραπέζι.
    Για ένα δευτερόλεπτο ένιωσα σαν μικρό παιδί και έτρεξα προς τις μπορντό κουρτίνες του σαλονιού.
    -Χαχα! Κέρδισα! Αυτό είναι μπορντό!, είπε δείχνοντας τις κουρτίνες.
    -Το μπορντό κόκκινο δεν είναι;, τη ρώτησα περιπαιχτικά. Εγώ κέρδισα!, είπα περήφανα.
    -Τζάσπερ, πες κι εσύ!, διαμαρτυρήθηκε τσιμπώντας τον στο χέρι.
    -Η Μπέλα κέρδισε αγάπη μου, συγγνώμη., της απάντησε γελώντας πνιχτά.
    -Μας υποχρεώσατε κύριε Χέιλ., ανταπάντησε και κάθισε θυμωμένα στον καναπέ, παίρνοντας στην αγκαλιά της ένα μαξιλάρι.
    Η αναπαράσταση μίας σκηνής που ζούσα συχνά μ’ εκείνον. Έπειτα από κάθε διαφωνία μας, με έπαιρνε στην αγκαλιά του σιγοψιθυρίζοντας στο αυτί, πόσο πολύ μ’ αγαπούσε. Του έκανα στην αρχή τη δύσκολη, όμως μετά –όπως άλλωστε ήταν φυσικό- παραδινόμουν.
    -Μπέλα μου, είσαι εντάξει;, είδα την Άλις να στέκεται μπροστά μου τρομαγμένη.
    -Ναι, καλά., είπα. Τι έγινε;
    -Σε φώναζα τόση ώρα, αλλά δεν άκουγες. Μήπως χρειάζεσαι να ξαπλώσεις λίγο;, είπε με φανερό ενδιαφέρον.
    -Άλις, συγγνώμη που σε τρομάζω έτσι, αλλά δεν ξέρω πώς το παθαίνω., της απάντησα ειλικρινά.
    -Οφείλεται στο γεγονός ότι σκέφτεσαι πολλά και δεν ηρεμείς., μου χάιδεψε την πλάτη. Έλα να πάμε να ξαπλώσεις. Αύριο θα βγούμε μια βόλτα στα μαγαζιά.
    -Εντάξει, συναίνεσα πηγαίνοντας προς το δωμάτιό μου.

    *~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*
    Οι φωτεινές ακτίνες του ήλιου που έμπαιναν μέσα από τις μικρές τρύπες του παραθυρόφυλλου με ανάγκασαν να ανοίξω τα μάτια. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα πού βρισκόμουν, αλλά ύστερα συνειδητοποίησα πως ήμουν στην Άλις, στην Ουάσινγκτον. Ακόμη, παρατήρησα πως το βράδυ δεν με επισκέφθηκε κανένα «φάντασμα» του παρελθόντος και ότι ο ύπνος μου δεν ήταν όσο ανήσυχος είχα συνηθίσει.
    Σηκώθηκα αργά-αργά και άνοιξα διάπλατα το παράθυρο, επιτρέποντας στο φως να μπαίνει άπλετο και να γεμίζει το χώρο. Ήλιος. Φωτεινός. Ζωντανός. Λαμπερός. Αυτό το ουράνιο σώμα ήταν πλήρως σε αντίθεση με μένα, όμως όπως υποσχέθηκα στην Άλις, θα έκανα μια προσπάθεια να αποβάλλω τις αρνητικές σκέψεις και να σκεφτώ όσο πιο θετικά μπορούσα, όσο πιο θετικά άντεχα.
    Το ουράνιο τόξο διαφαίνονταν πέρα μακριά στον ορίζοντα, παρ’ όλα αυτά μπορούσα να διακρίνω τα χρώματά του. Έπειτα, αναρωτήθηκα τι πιο όμορφο θα μπορούσε να υπάρχει εκτός του ουράνιου τόξου. Μετά από κάθε βροχή, κάνει την εμφάνισή του προκαλώντας τον θαυμασμό σε μικρούς και μεγάλους. Τι πιο όμορφο υπάρχει, εκτός του να παρατηρείς το ουράνιο τόξο και να μοιράζεσαι με τον άνθρωπό σου τους προβληματισμούς και τις σκέψεις σου; Τι πιο όμορφο υπάρχει, εκτός του να αγναντεύεις το ηλιοβασίλεμα συντροφιά με τον έρωτα της ζωής σου;
    Έτσι ήταν η ζωή μου. Γεμάτη στα ερωτηματικά και στις αναπάντητες ερωτήσεις. Ρωτούσα να μάθω, αλλά οι εμπειρίες μου δεν επαρκούσαν για να μου δώσουν την απάντηση που ζητούσα.
    Άκουσα δύο απαλά χτυπήματα στην πόρτα.
    -Μπέλα, κοιμάσαι;, σιγοψιθύρισε η Άλις.
    -Όχι. Πέρασε., απάντησα ανοίγοντας την πόρτα.
    -Καλημέρα!, μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Πώς κοιμήθηκες;, με ρώτησε.
    -Καλά μπορώ να πω. Πιο ήσυχα από κάθε άλλη φορά.
    -Είδες; Σου έκανε καλό τελικά!, είπε χαρούμενη. Και πού να δεις τι σε περιμένει!
    -Αυτό είναι απειλή;, είπα προσποιούμενη την τρομαγμένη.
    -Ακριβώς!, απάντησε συλλαβιστά. Ξεχνάς τι είπαμε χθες; Θα πάμε για ψώνια!
    Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Άλις ήταν οι ατελείωτες βόλτες στα μαγαζιά και τα υπερβολικά πολλά ψώνια. Αν κάτι της τραβούσε την προσοχή, δεν θα ηρεμούσε εάν δεν το αποκτούσε. Όποτε συζητούσαμε στο παρελθόν σχετικά με αυτό, πετούσε από τη χαρά της, καθώς είχε πάντοτε να προτείνει νέα σχέδια και χρώματα. Γνώριζε πολλά, γι αυτό άλλωστε εργαζόταν στο παρελθόν σε ένα σπουδαίο γυναικείο περιοδικό, έχοντας σαφώς την στήλη της μόδας.
    -Σου αφήνω 15 λεπτά να ετοιμαστείς και μετά φεύγουμε! Θα περάσουμε και από τον Τζάσπερ να του αφήσω κάτι, μιας και θα αργήσει πολύ σήμερα.
    -Ό,τι πεις!, απάντησα χαμογελώντας της.

    *~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*

    Μερικές ώρες μετά τα ψώνια μας καθίσαμε σε μια καφετέρια, μιας και η κούραση ήταν εμφανέστατη στα πρόσωπα και των δυο μας. Επισκεφθήκαμε ό,τι είδους μαγαζί βρίσκαμε μπροστά μας. Από ρούχα και παπούτσια, μέχρι διακοσμητικά σπιτιού, είδη κήπου και εταιρείες αυτοκινήτων. Κατάλαβα πολύ καλά πως η επιμονή της να ρίξουμε μια ματιά σε τέτοια μαγαζιά γινόταν μόνο και μόνο για μένα, για να ξεφύγω και να χαλαρώσω εγώ λίγο. Για να τον βγάλω από το μυαλό μου.
    Προφασίστηκε πως ήθελε να καλλωπίσει τον κήπο της, ενώ ήταν ήδη υπέροχος καθώς τον φρόντιζε καθημερινά, πως ήθελε να ανακαινίσει το σπίτι της, ενώ ήταν ήδη ολοκαίνουριο και πως ήθελε πολύ να αγοράσει ένα αυτοκίνητο, ενώ ήδη είχαν δύο με τον Τζάσπερ. Παρ’ όλα αυτά δεν της είπα τίποτα, διότι δεν ήθελα να της χαλάσω ό,τι είχε στο μυαλό της και να τη στενοχωρήσω. Όλα τα έκανε για μένα.
    -Κουράστηκα..., παραδέχτηκε.
    -Απορώ τι τα θέλεις τόσα ρούχα! Δε νομίζω όλα αυτά να σου ήταν απαραίτητα!, τη μάλωσα δείχνοντας τις σακούλες που κρατούσε στα χέρια της.
    - Πώς θα πάμε σπίτι με όλα αυτά;, ρώτησε προβληματισμένη.
    -Δικό σου πρόβλημα! Καρότσα χρειαζόμαστε για να τα μεταφέρουμε. Αμφιβάλλω αν θα χωρέσουν στο αυτοκίνητο. Πες μου πρώτα απ’ όλα τι χρειάζεσαι τον δεύτερο αποχυμωτή, το δεύτερο μίξερ, νέο σερβίτσιο στα πιάτα, καινούρια ηλεκτρική σκούπα και τέλος, στεγνωτήριο για τα ρούχα! Φαντάσου να είχαμε κι αυτό μαζί μας! Για να μην αναφερθώ στα φορέματα και στα παπούτσια που αγόρασες!, είπα έκπληκτη.
    Σοκαρίστηκε για μια στιγμή, όπως άλλωστε κι εγώ, επειδή τότε έκατσα να απαριθμήσω τι αγοράσαμε.
    -Δεν πειράζει., απάντησε αργότερα. Μη με κοιτάς έτσι, τώρα τα πήραμε, δεν τα δέχονται πίσω.
    -Είσαι αδιόρθωτη Άλις!, συμπέρανα ακουμπώντας στην πλάτη της καρέκλας ξεφυσώντας.
    -Γι αυτό μ’ αγαπάς όμως..., χαμογέλασε. Χμ...πέρασες καλά τουλάχιστον;
    -Μαζί σου, όπου και να πάω είναι υπέροχα. Όμως πέρασε η ώρα, δε νομίζεις; Τι ώρα θα περάσουμε από τον Τζάσπερ;
    -Το ξέχασα εντελώς!, πετάχτηκε από τη θέση της.
    Αφού βάλαμε τα πράγματα στο αυτοκίνητο, κατευθυνθήκαμε στην εταιρεία, όπου εργαζόταν ο Τζάσπερ.
    -Δεν θα έρθεις;
    -Λέω να μείνω εδώ., είπα.
    -Έλα επάνω, μπορεί να αργήσω λίγο. Μην περιμένεις μόνη σου εδώ., πρότεινε.
    -Δεν θα πάθω τίποτα., ειρωνεύτηκα χαμηλώνοντας τον ήχο της μουσικής από το ραδιόφωνο.
    -Δεν ακούω κουβέντα. Θα έρθεις!, είπε κατηγορηματικά τραβώντας με από το χέρι με δύναμη.
    -Εντάξει, έρχομαι!, μουρμούρισα ηττημένη.
    Η εταιρεία ήταν ένα μεγάλο κτίριο στις αποχρώσεις του γκρίζου και η επωνυμία της ήταν με σκαλιστά εξίσου τεράστια γράμματα, στην πρόσοψή της. Ανεβήκαμε με το ασανσέρ στον πέμπτο όροφο και περίμενα την Άλις στο καθιστικό.
    -Θα θέλατε να σας προσφέρω κάτι;, με ρώτησε μια γλυκιά κοπέλα.
    -Όχι, σας ευχαριστώ πολύ, περιμένω μια...
    Ξαφνικά η φωνή μου κόπηκε. Τα λεγόμενα «φαντάσματα» του παρελθόντος έφυγαν από τον ύπνο μου, όμως επέστρεψαν στην πραγματική ζωή μου. Δεν είναι δυνατόν Μπέλα, ξέχασέ το., έλεγα από μέσα μου. Παρανόησες. Το ξεπέρασες. Δεν τον βλέπεις πια μπροστά σου., συνέχισα. «Είμαι καλά, είμαι καλά...», είπα δυνατά σφίγγοντας τα χέρια μου σε γροθιές.
    -Είστε καλά;, με ρώτησε φοβισμένη η κοπέλα.
    -Είμαι καλά., απάντησα συλλαβιστά αναπνέοντας γρήγορα.
    -Μπέλα, είσαι καλά;, έτρεξε άξαφνα η Άλις κοντά μου. Τι συνέβη;, κράτησε σφιχτά τα χέρια μου.
    -Πες μου ότι δεν είναι εδώ. Σε παρακαλώ..., ικέτεψα κλείνοντας τα μάτια.
    -Μπέλα μου, δεν μπορεί να είναι εδώ. Έκανες λάθος. Πάμε να φύγουμε;
    -Πες μου ότι δεν είναι εδώ! Σε παρακαλώ Άλις. Τον είδα., συνέχισα.
    -Αγάπη μου, δεν υπάρχει περίπτωση να τον είδες., είπε με σταθερή φωνή, αλλά συνάμα τρομαγμένη. Ηρέμησε τώρα..., συμπλήρωσε αγγίζοντάς με απαλά.
    Σηκώθηκα αμέσως και σαν κυνηγημένη έφυγα μαζί της για το σπίτι.


    Έχει επεξεργασθεί από τον/την Emy+Robert στις Δευ 11 Ιουλ 2011 - 18:22, 1 φορά
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Emy+Robert
    Midnight Sun Vampire
    Midnight Sun Vampire
    Emy+Robert


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 29
    Αριθμός μηνυμάτων : 4680
    Registration date : 22/08/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

    No sound but the wind... Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: No sound but the wind...   No sound but the wind... I_icon_minitimeΔευ 11 Ιουλ 2011 - 18:21

    Κεφάλαιο 3ο



    Μπέλα

    Επέστρεψα στις παλιές εκείνες ημέρες. Ένιωθα σα να ήμουν και πάλι στους πρώτους μήνες που «έφυγε», αλλά που νόμιζα εγώ ότι ήταν εκεί. Τότε, πίστευα πως τον έβλεπα μπροστά μου και άκουγα τη φωνή του, καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας. Τρελαινόμουν που νόμιζα ότι ήταν εκεί, ότι ήταν παντού γύρω μου. Βαθιά μέσα μου ήξερα πως δεν ήταν εκεί, αλλά η καρδιά μου δεν μπορούσε να το πιστέψει.
    Επέμενα. Ορκιζόμουν ότι μόλις μου είχε μιλήσει, όμως μετά απογοητευόμουν. Το μυαλό μου είχε παγώσει και θυμόταν μόνο ό,τι ήθελε να θυμάται. Υπήρξαν στιγμές στο παρελθόν, που ήμουν εντελώς πεπεισμένη ότι δεν είχε συμβεί τίποτα εκείνο το βράδυ. Έπεφτα το βράδυ για ύπνο και σκοπίμως ξυπνούσα την καθορισμένη ώρα βγαίνοντας στο μπαλκόνι και παρατηρώντας πως δεν ήταν κανείς εκεί. Αυτό με παρακινούσε στο να πιστεύω πως πράγματι θα αργούσε στη δουλειά και θα ερχόταν το επόμενο πρωί όπως μου είχε υποσχεθεί. Το επόμενο πρωί όμως; Δεν ερχόταν. Περίμενα υπομονετικά αφήνοντας κατά μέρους κάθε άσχημη σκέψη. Περίμενα, αλλά και πάλι δεν ερχόταν.
    Αυτές οι πιο εφιαλτικές στιγμές της ζωής μου θα επαναλαμβάνονταν ξανά, έπειτα από έναν ολόκληρο χρόνο;

    *~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*
    Σε όλη τη διαδρομή προς το σπίτι δεν έβγαλε καμιά μας λέξη. Έκλαιγα μέσα μου που περνούσε όλα αυτά η Άλις εξαιτίας μου, αλλά δεν ήξερα τι να κάνω. Μου είχε προσφέρει τόσα πολλά πράγματα και πάντοτε ήταν το στήριγμά μου για ό,τι κι αν με απασχολούσε. Δεν της άξιζε όμως κάτι τέτοιο. Αισθανόμουν σαν τρόφιμος ψυχιατρικής κλινικής με εκείνη τη νοσοκόμα να με φροντίζει.
    Στο πρόσωπό της είχε ζωγραφιστεί ο πανικός και η θλίψη. Φοβόταν μη της κάνω κακό μήπως;, αναλογίστηκα.
    Μόλις φτάσαμε, έσπευσα να κλειστώ στο δωμάτιό μου και να κρυφτώ κάτω από τα σκεπάσματα. Δεν με ακολούθησε, καθώς γνώριζε καλά πως τη δεδομένη χρονική στιγμή αυτό είχα ανάγκη. Δάκρυα κυλούσαν ακατάπαυστα από τα δυο μου μάτια, παρά τις προσπάθειές μου να τα συγκρατήσω. Άφησα όλη την ένταση να βγει από μέσα μου για να ηρεμήσω, όσο ήταν δυνατό αυτό βέβαια.
    Η καρδιά μου άρχισε να πονάει, η ανάσα μου έγινε κοφτή και ανέπνεα με δυσκολία. Σηκώθηκα από το κρεβάτι στηριζόμενη στο κομοδίνο και έφτασα στο παράθυρο ανοίγοντάς το για να μπει καθαρός αέρας. Ο άνεμος έφερε μια δροσιά στο πρόσωπό μου ξηραίνοντας τα δάκρυα και κάνοντάς με να ησυχάσω για λίγο.
    Ο ήλιος ανέτειλε χαρίζοντας στον ουρανό ένα εκθαμβωτικό χρώμα, όμοιο με το αγαπημένο του. Η νύχτα πλησίαζε προκαλώντας μου ένα ρίγος και κάνοντας τα χέρια μου να τρέμουν ελαφρά. «Γιατί γίναμε έτσι Έντουαρντ; Γιατί έφυγες; Τι λάθος έκανα; Κι αν δεν έφταιξα εγώ, τότε ποιος; Γιατί μου το έκανες αυτό; Πίστεψες ότι θα το προσπεράσω; Μα, σ’ αγαπάω. Πάντα σ’ αγαπούσα και πάντα θα σ’ αγαπάω για όσο ζήσω. Δώσε μου ένα σημάδι ότι με ακούς. Σε παρακαλώ...», ικέτεψα δακρύζοντας. «Γιατί δεν μου μίλησες; Ό,τι κι αν συνέβαινε εγώ θα σε βοηθούσα, θα ήμουν δίπλα σου. Δεν μου έδωσες μια ευκαιρία. Γιατί; Δεν με εμπιστεύθηκες; Τι έγινε λοιπόν;»
    Έφυγα από το παράθυρο βηματίζοντας προς μια φωτογραφία του, που είχα τοποθετήσει επάνω στο γραφείο. Τόσο όμορφος, τόσο γλυκός, τόσο υπέροχος.
    -Έντουαρντ, να σε ρωτήσω κάτι;, τον ρώτησα διστακτικά κάποια μέρα, στην αρχή της σχέσης μας.
    Κάθισε δίπλα μου, δίνοντάς μου ένα φιλί στο μάγουλο.
    -Πες μου., είπε τρώγοντας ποπ-κορν από τη σακούλα, παρακολουθώντας παράλληλα μια ταινία στην τηλεόραση.
    -Εμ...να, θέλω να σε ρωτήσω κάτι, αλλά μη θυμώσεις.
    -Ρώτα ό,τι θες, ακούω., απάντησε συνεχίζοντας να κοιτά στην τηλεόραση.
    -Αν δεν με κοιτάς, πώς θα σε ρωτήσω;
    -Σε ακούω παιδί μου! Έλα να δούμε την ταινία, έχω ακούσει καλά λόγια.
    -Με φώναξες σπίτι σου να δούμε ταινία και να μη μιλάμε καθόλου;, είπα θυμωμένα.
    -Εντάξει, εντάξει. Σε ακούω!, κατέθεσε τα όπλα κλείνοντας την τηλεόραση και αφήνοντας τα ποπ-κορν στο τραπεζάκι.
    -Τώρα δεν θέλω, να με άκουγες πριν!, του αντιγύρισα κοιτάζοντας αλλού.
    -Έλα, αφού θα μου πεις!, γαργάλισε τρυφερά το λαιμό μου.
    -Έχεις κάνει ανταύγειες;
    -Ορίστε;, σοκαρίστηκε.
    Δεν απάντησα, παρά κρυφογέλασα χωρίς να του το δείξω.
    -Με δουλεύεις, έτσι;, με ρώτησε αναπάντεχα.
    -Τα μαλλιά σου έχουν πολύ ωραίο χρώμα. Δεν είναι απλά καστανά, αλλά έχουν ψιλές ξανθές ανταύγειες που δημιουργούν το ιδανικό χρώμα!, του είπα ονειροπολώντας.
    -Μήπως θέλεις να γίνεις κομμώτρια αγάπη μου; Όχι, δεν έχω κάνει ανταύγειες! Μη με τρομάζεις έτσι..., είπε κάνοντας μια αστεία γκριμάτσα.
    -Σε πειράζω..., παραδέχτηκα ξεσπώντας σε γέλια.
    Με κοίταξε σοβαρά στα μάτια, διώχνοντας μερικές τούφες μαλλιών από το πρόσωπό μου.
    -Μην κρύβεις αυτά τα τόσο υπέροχα μάτια., ψιθύρισε γλυκά. Αυτά τα τόσο ζεστά , καφετί μάτια που λατρεύω.

    Είδα μια σκιά να στέκεται έξω από το δωμάτιό μου και σκέφτηκα πως θα ήταν η Άλις.
    -Άλις, εσύ είσαι;, ρώτησα βραχνά.
    -Ναι., δίστασε. Να περάσω;
    -Φυσικά., είπα σταθερά.
    Μπήκε μέσα στο δωμάτιο διστακτικά με μάτια βουρκωμένα, κόκκινα, αλλά δεν ήρθε κοντά μου.
    -Άλις, δεν θα σου κάνω κακό. Μη με φοβάσαι..., επισήμανα δακρύζοντας.
    -Μπέλα, δεν είναι αυτό., είπε έκπληκτη. Αυτό να μην το σκεφτείς ποτέ ξανά., συνέχισε σοβαρή κάνοντας μετρημένα βήματα προς το μέρος μου. Δεν έχει περάσει ποτέ από το μυαλό μου κάτι τέτοιο., συμπλήρωσε. Ήθελα να μάθω αν χρειάζεσαι κάτι να σου φέρω.
    -Ευχαριστώ. Δεν θέλω τίποτα., κάρφωσα τη ματιά μου σ’ εκείνη.
    -Ωραία...τότε...να σε αφήσω., είπε κλείνοντας την πόρτα.
    «Πάντα θα σε περιμένω Έντουαρντ, για όσο χρειαστεί. Και αν...δεν έρθεις εσύ, είμαι διατεθειμένη να έρθω εγώ να σε βρω.», ορκίστηκα πέφτοντας για ύπνο.
    -Μπέλα, έλα να με βρεις. Θέλω τόσο πολύ να σε δω αγάπη μου., χάιδεψε απαλά το μάγουλό μου. Εγώ είμαι. Ο Έντουαρντ. Έλα να με συναντήσεις αύριο. Σ’ αγαπώ πολύ., έλεγε καθώς ξεμάκραινε.
    Βρισκόμουν σ’ ένα άγνωστο μέρος, όπου επικρατούσε σκοτάδι. Μόνο εκείνος έλαμπε, δίνοντας ελάχιστο φως στο χώρο γύρω μου.
    -Έντουαρντ, πού πας; Περίμενε!, του ζήτησα, ενώ επιτάχυνα για να τον προλάβω. Πού να σε συναντήσω; Εσύ πού είσαι τώρα;
    -Έλα ξανά., απάντησε.
    -Πού να έρθω; Μη μιλάς με γρίφους αγάπη μου., είπα απελπισμένα. Μη φεύγεις!, συνέχισα να τρέχω για να τον προφτάσω.
    -Ξέρεις πού. Υποσχέθηκες ότι θα με περιμένεις για πάντα και ότι αν δεν έρθω σε σένα, θα έρθεις εσύ. Σ’ αγαπώ., τελείωσε τη φράση του και χάθηκε.
    -Όχι πάλι Έντουαρντ! Όχι πάλι!, του φώναξα, όμως είχε ήδη φύγει.

    Ξύπνησα τρέμοντας, καθώς ήρθε στο νου μου το όνειρο που είδα. Τι σήμαινε αυτό;, αναρωτήθηκα. Πού θέλει να τον βρω; Πού να πάω; Έσπαγα το κεφάλι μου ώστε να βρω μια λύση, όμως δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα. Παρ’ όλα αυτά δεν θα τα παρατούσα. Πίστεψα πως το όνειρο ήταν ένα σημάδι για να βρεθώ κοντά του ή καλύτερα για να μάθω την αιτία που τον οδήγησε στο θάνατο.
    Στάθηκα μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη και ξεκίνησα να με παρατηρώ. Είχα αλλάξει πάρα πολύ. Τα άλλοτε λαμπερά, καστανά μου μαλλιά ήταν πλέον άτονα και μονίμως μαζεμένα ψηλά. Η επιδερμίδα μου θαμπή ήταν πλήρως εναρμονισμένη με τις σακούλες κάτω από τα μάτια μου, ενώ το σώμα μου ήταν υπερβολικά αδύνατο. Είχα χάσει τον εαυτό μου. Η Μπέλα του καθρέφτη δεν ήταν η πραγματική Μπέλα των περασμένων χρόνων. Χαμογελαστή, εγκάρδια, χαρούμενη, πρόθυμη. Ήταν σοβαρή και με αδικαιολόγητα νεύρα πολλές φορές.
    -Μπέλα, όλα καλά, όλα καλά., επαναλάμβανε η Άλις όταν ήρθε στο σπίτι μου, μετά την είδηση της αυτοκτονίας του.
    Την κοιτούσα με μίσος σα να μου έφταιγε εκείνη, σα να ήταν εκείνη η πηγή της δυστυχίας μου.
    -Φύγε. Δεν θέλω να δω κανέναν., την έδιωχνα. Δεν ακούς που σου μιλάω; Φύγε!, της φώναζα.
    Στεκόταν απέναντί μου κάνοντας υπομονή.
    -Ηρέμησε Μπέλα μου., έλεγε με ήπια φωνή προσεγγίζοντάς με.
    -Άλλο ένα βήμα να κάνεις, δεν ξέρω τι θα συμβεί., την απείλησα. Φύγε μακριά μου τώρα! Περιμένω τον Έντουαρντ..., είπα περπατώντας ανήσυχα στο δωμάτιο. Δεν θ’ αργήσει., συμπλήρωσα.
    Εκείνη τη στιγμή ένιωθα άδεια. Άκουγα μόνο ένα συνεχές βουητό στα αυτιά μου, το οποίο προερχόταν από τους δυνατούς χτύπους της καρδιάς μου. Το βλέμμα μου εστίασε κάπου και έμεινε εκεί για αρκετά δευτερόλεπτα, ώσπου την άκουσα να μου μιλάει ξανά.
    -Κοριτσάκι μου, η Άλις είμαι.
    -Σου είπα να φύγεις., επέμεινα μένοντας ακίνητη. Θα έρθει και θα σε διώξει με τις κλωτσιές!, είπα οργισμένη χτυπώντας με μίσος το χέρι μου στο τραπέζι.
    Στη στιγμή, κατέρρευσα. Τα πόδια μου δε με βαστούσαν άλλο, η δύναμή μου με είχε εγκαταλείψει ολοκληρωτικά και οι αντοχές μου ήταν μηδαμινές. Έπεσα στο πάτωμα ουρλιάζοντας το όνομά του. Παρακαλώντας τον να γυρίσει. Ρωτώντας τον γιατί «έφυγε». Η Άλις ήρθε κοντά μου κλείνοντάς με στην αγκαλιά της σφιχτά.
    -Άλις, χάνω το μυαλό μου. Βοήθησέ με., έλεγα μέσα από τα αναφιλητά μου. Θέλω να πεθάνω. Δεν αντέχω άλλο.

    Το είδωλό μου στον καθρέφτη δάκρυσε, το ίδιο κι εγώ. Τον είχα ανάγκη. Τον χρειαζόμουν. Ήθελα να τον νιώσω, να τον αισθανθώ στο κορμί μου. «Έντουαρντ, ξέρεις ότι σ’ αγαπάω. Έτσι δεν είναι;»
    -Το ξέρει Μπέλα μου., έδωσε την απάντηση η Άλις που στεκόταν δίπλα στην πόρτα. Είμαι αδιαμφισβήτητα σίγουρη πως το ξέρει.
    -Αλήθεια;, τη ρώτησα με ελπίδα.
    -Αλήθεια., συναίνεσε γνέφοντας παράλληλα.
    Πώς μπόρεσα να επιτρέψω στον εαυτό μου να πονέσει την Άλις τόσο πολύ; Όποτε έκλαιγα εγώ, θλίβονταν κι εκείνη, ίσως και περισσότερο από μένα. Ενθάρρυνση, εμψύχωση, στήριξη, όλα μου τα είχε προσφέρει εκείνη. Κι εγώ τι της είχα δώσει ως αντάλλαγμα; Πόνο, δάκρυα, λύπη και στενοχώρια.
    -Άλις, θα φύγω., της ανακοίνωσα.
    -Μπέλα, τι λες; Δεν πρόκειται να πας πουθενά!, τόνισε αποφασισμένη. Δεν πρόκειται να σε αφήσω μόνη σου σε αυτό.
    -Πρέπει να στηριχτώ στα πόδια μου. Για πόσο ακόμη θα με φροντίζεις Άλις; Για πόσο ακόμη θα υπομένεις; Θα με αντέχεις;
    -Δεν σου έδωσα ποτέ το δικαίωμα να έχεις αυτή την εντύπωση για μένα., είπε θυμωμένα. Ποιος σου είπε ότι από ανάγκη είμαι δίπλα σου; Ποιος σου είπε ότι δεν θέλω να είμαι δίπλα σου; Δεν υπάρχει ουδεμία περίπτωση να σε αφήσω να περάσεις όλο αυτό μόνη σου., τόνισε και πάλι. Θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να σε δω να χαμογελάς ξανά και να διώξεις αυτή τη θλίψη από το χλωμό πρόσωπό σου. Θα το περάσουμε μαζί., υποσχέθηκε σθεναρά.
    -Άλις, θέλω κάτι από σένα. Και σου ορκίζομαι ότι μετά από αυτό, θα ηρεμήσω., είπα σταθερά.
    -Πες μου., δέχτηκε με προσήνεια.
    -Θέλω αύριο να πάμε στην εταιρεία του Τζάσπερ..., την είδα που πήγε να αρνηθεί κι έτσι της είπα πως δεν θα έκανα καμία σκηνή.
    -Δεν θέλω να το διακινδυνεύσουμε Μπέλα...
    -Σου το ορκίζομαι. Δεν θα κάνω τίποτα., της είπα ειλικρινά ελπίζοντας να συμφωνήσει.
    Κάτι που έγινε.

    *~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*
    Είχα ένα δυνατό σφίξιμο στο στομάχι από το άγχος μου, ενώ παράλληλα φόβος με κυρίευε. Γιατί φόβος; Γιατί φοβόμουν πως αυτό δεν θα οδηγούσε πουθενά. Τελικά κατάλαβα ότι η επιθυμία μου να παρευρεθώ για μία ακόμη φορά εκεί δε στηριζόταν τόσο στο όνειρο, αλλά σε κάτι άλλο μέσα μου. Πιθανότατα να ήταν περιέργεια, όμως όχι. Ήταν και πάλι φόβος ότι έχανα το μυαλό μου. Ήθελα να βεβαιωθώ πως δεν τον είδα και πως απλά παρανόησα. Ήξερα. Ήξερα πολύ καλά ότι δεν θα τον ένιωθα ποτέ ξανά, ήξερα ότι δεν θα ξαναέβλεπα το πρόσωπό του εκτός των φωτογραφιών, ήξερα ότι όσο κι αν έκλαιγα, ούρλιαζα και παρακαλούσα, δεν θα ερχόταν.
    -Τι σκέφτεσαι;, ρώτησε με ενδιαφέρον η Άλις.
    -Τίποτα., ψέλλισα στρέφοντας το βλέμμα μου έξω από το παράθυρο το αυτοκινήτου.
    Δεν απάντησε. Συνέχισε να οδηγάει αμίλητη, δίνοντάς μου την ευκαιρία να ανασυγκροτήσω τις σκέψεις μου και να αισθανθώ σίγουρη με την απόφασή μου. Είχα ορκιστεί μέσα μου ότι δεν θα αντιδρούσα ό,τι κι αν γινόταν. Ακόμη κι αν νόμιζα πως ήταν μπροστά μου, θα έκλεινα τα μάτια μετρώντας έως το δέκα και φέρνοντας στο μυαλό μου την πραγματικότητα.
    -Είσαι έτοιμη;, είπε όταν φτάσαμε έξω από την εταιρεία.
    Με κοίταξε σα να περίμενε να αρνηθώ και να επιστρέψουμε στο σπίτι.
    Νοιαζόταν για μένα όσο τίποτε άλλο και δεν ήθελε να χειροτερέψω, όμως όφειλα στον εαυτό μου μια ακόμη απόδειξη ότι τελικά εκείνος «έλειπε» και όσο κι αν τον περίμενα, δεν θα υπήρχε αποτέλεσμα.
    -Είμαι έτοιμη., ανέφερα με σταθερή φωνή και συνάμα αποφασιστική.
    Βγήκα προσεκτικά από το αυτοκίνητο, καθώς το σφίξιμο επανήλθε εντονότερο. Παρ’ όλα αυτά δεν το άφησα να με επηρεάσει και περπατήσαμε μέχρι την είσοδο της εταιρείας. Δίστασα να μπω ξανά μέσα και πρότεινα να περιμένουμε εκεί κάποια ώρα. Δύο ώρες αργότερα μη έχοντας κανένα δείγμα, μπήκαμε στην εταιρεία και ανεβήκαμε στο χώρο που ήμασταν την προηγούμενη μέρα. Η κοπέλα μόλις με αντίκρισε δάγκωσε μηχανικά το χείλος της, όμως δεν μας πλησίασε. Η Άλις τη διαβεβαίωσε πως δεν θα προκαλούσαμε κάποιο πρόβλημα σκαρφίζοντας μια δικαιολογία.
    Η ώρα κυλούσε άλλοτε αργά και άλλοτε γρήγορα. Αργά, όποτε κάρφωνα το βλέμμα μου στο ρολόι του αριστερού μου καρπού μετρώντας τα δευτερόλεπτα, ενώ γρήγορα, όποτε σκεφτόμουν κάποια χαρούμενα γεγονότα στη ζωή μου.
    Σε κάθε άνθρωπο που περνούσε από μπροστά μου, η ματιά μου σάρωνε κάθε του χαρακτηριστικό, χωρίς όμως να βρίσκει ποτέ τον Έντουαρντ.
    -Μπέλα, δεν κουράστηκες; Είμαστε εδώ πάνω από τέσσερις ώρες. Αν υπήρχε κάτι, θα το είχαμε ήδη εντοπίσει όλη αυτή την ώρα., επισήμανε η Άλις χαϊδεύοντας την πλάτη μου απαλά.
    -Έχεις δίκιο..., απάντησα θλιμμένα. Μάλλον πρέπει να πηγαίνουμε.

    *~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*
    Δεν τον είδα. Έκανα λάθος την προηγούμενη φορά λοιπόν. Του έμοιαζε όμως τόσο πολύ., δάκρυσα.
    -Βεβαιώθηκες;, με ρώτησε και κάθισε δίπλα μου στο κρεβάτι.
    -Έφυγε ένα βάρος από πάνω μου., είπα ψέμματα και...προσπάθησα να χαμογελάσω.
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Emy+Robert
    Midnight Sun Vampire
    Midnight Sun Vampire
    Emy+Robert


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 29
    Αριθμός μηνυμάτων : 4680
    Registration date : 22/08/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

    No sound but the wind... Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: No sound but the wind...   No sound but the wind... I_icon_minitimeΤετ 27 Ιουλ 2011 - 17:48

    Κεφάλαιο 4ο



    Μπέλα


    Μπέλα, σταμάτα να το σκέφτεσαι συνέχεια. Δεν σου κάνει καλό. Δε βλέπεις πως όσο περισσότερο το φέρνεις στο μυαλό σου, έχεις όλο και πιο αρνητικές συνέπειες;, έλεγε μια φωνούλα μέσα μου. Ξεπέρασέ το! Έφτασε η ώρα. Κάνε ένα βήμα μπροστά!, συνέχισε.
    Είπα ψέμματα στην Άλις. Το βάρος όχι απλά εξακολουθούσε να υπάρχει μέσα μου, αλλά μάλιστα είχε γίνει εντονότερο. Περπατούσα κι ένιωθα πως το σώμα μου ζύγιζε τόνους, πως ήταν στα πρόθυρα να σπάσει, να κοπεί στη μέση από την πίεση.
    Για ποιο λόγο της είπα ότι ηρέμησα; Για τον απλούστατο ότι δεν μπορούσα να την αναγκάζω να υποφέρει για μένα. Ήξερα πως μ’ αγαπούσε και πως με ήθελε δίπλα της, αλλά θα ήταν άκρως εγωιστικό για μένα το να μείνω κάνοντας τη ζωή της δύσκολη. Είχε απομακρυνθεί από τις άλλες της παρέες, δεν έβγαινε έξω και σα να μην έφταναν αυτά, δεν είχε πλέον καμία προσωπική επαφή με τον Τζάσπερ. Πώς άλλωστε; Αφού ήμουν κι εγώ εκεί μαζί τους.
    Όλα αυτά όμως από τι ξεκίνησαν; Όχι από το θάνατό του, αλλά από τη δική μου εμμονή. Αν ήμουν πιο ισορροπημένη και όχι των υπερβολών, τότε θα ήταν όλα καλύτερα, ήμουν σίγουρη γι αυτό. Και πάλι όμως, δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο, παρά να φύγω. Μπορεί το να μην κατάφερνα να τον βγάλω από το μυαλό μου να ονομαζόταν εγωισμός, ψυχοπάθεια ή και τρέλα. Αυτό που θα ήμουν σε θέση να κάνω κι εκείνη τη φορά, ήταν μόνο να φύγω, με οποιονδήποτε τρόπο. Αυτή τη φορά θα το έκανα εξηγώντας της όσο πιο καλά γινόταν, ότι έπρεπε να μείνω μόνη για να σκεφτώ.
    Έντονες αναμνήσεις ξεπήδησαν από το μυαλό μου. Είχα δοκιμάσει πολλές φορές στο παρελθόν να «φύγω» ολοκληρωτικά, όμως με είχε αποτρέψει.
    Δύο μέρες μετά την αυτοκτονία του η κατάστασή μου ήταν απελπιστική. Φώναζα με το παραμικρό, έσπαγα χωρίς λόγο αντικείμενα και προσπαθούσα να προκαλώ πόνο στον εαυτό μου, ελπίζοντας πως θα βρεθώ κοντά του.
    Η Άλις, που έμενε μαζί μου τις πρώτες μέρες, είχε βγει για κάποια ψώνια του σπιτιού κι έτσι, ήμουν ολομόναχη μέσα στο σπίτι. «Έντουαρντ, είσαι εδώ;», ρώτησα στο άδειο σπίτι. «Γιατί δε μου μιλάς;», ξαναείπα βηματίζοντας αγχωτικά στο χώρο. «Πες μου τι έγινε!», απαίτησα θυμωμένα. «Απάντησέ μου επιτέλους!», φώναξα αρπάζοντας ένα βάζο.
    Τα χέρια μου έτρεμαν αισθητά, καθώς το νερό στο βάζο έριχνε ελάχιστες σταγόνες στη μπλούζα μου. Το κράτησα σφιχτά ψηλά και με δύναμη το έριξα κάτω, προκαλώντας έναν δυνατό θόρυβο που εξαπλώθηκε σε όλο το δωμάτιο. Μεγάλα γυαλιά πορσελάνης πετάχτηκαν αριστερά και δεξιά του σαλονιού και μια μικρή ποσότητα νερού χύθηκε στο μεγάλο χαλί. Ο εκκωφαντικός θόρυβος με επανέφερε στην πραγματικότητα προκαλώντας μου τύψεις και απογοήτευση.
    «Τι έκανα;», αναρωτήθηκα έντρομη σπεύδοντας να μαζέψω τα κομμένα γυαλιά. Ένα μεγάλο κομμάτι έγδαρε το δέρμα μου χύνοντας λίγο αίμα. Χωρίς να το σκεφτώ δεύτερη φορά, το πήρα στα χέρια μου χαράζοντας αδέξιες γραμμές στον αριστερό μου καρπό. Πλέον το αίμα έρεε ανενόχλητο από τις πληγές που είχα προκαλέσει και συνέχιζα, ακόμη κι όταν ένιωσα ένα κύμα ζαλάδας.
    «Μπορεί να υπάρξει χειρότερο από αυτό που ήδη μου συνέβη;», ψέλλισα μέσα από τα δάκρυά μου, που κυλούσαν όπως το αίμα στις φλέβες μου. Κάποια στιγμή, έχασα την αίσθηση του χώρου και τα μάτια μου καλύφθηκαν με σκοτάδι.
    Όταν τα ξανάνοιξα, το πρώτο πράγμα που αντίκρισα μπροστά μου ήταν δύο φοβισμένα καστανά μάτια να με κοιτάζουν έντονα κι ύστερα, δύο τρεμάμενα χέρια να αγγίζουν ανεπαίσθητα το μέτωπό μου.
    -Άλις., κατάφερα να ψελλίσω.
    -Γιατί το έκανες αυτό;, ρώτησε με πόνο. Γιατί Μπέλα; Γιατί;, είπε και πάλι, κρατώντας τα χέρια μου σφιχτά μέσα στα δικά της.

    Χωρίς να το επεξεργαστώ περισσότερο, πήρα την τσάντα μου και αποφάσισα να ξαναπάω στην εταιρεία. Δεν θα ηρεμούσα αν δεν βεβαιωνόμουν εκατό τοις εκατό πριν επιστρέψω στο σπίτι μου, πως ήταν απλά ένα αποκύημα της φαντασίας μου εκείνο το πρόσωπο.
    Οι αναμνήσεις με έπνιγαν και αισθανόμουν πως είχα δεμένο ένα σχοινί στο λαιμό μου, το οποίο κάθε φορά που έφερνα στο μυαλό μου ένα γεγονός από το παρελθόν, με έσφιγγε ακόμη περισσότερο. Έπρεπε να φανώ δυνατή, να ορθοποδήσω και να μη στηρίζομαι πλέον στην Άλις.
    Μόλις είδε πως ήμουν έτοιμη να βγω έξω, κοντοστάθηκε και ήταν έτοιμη να αρνηθεί θέλοντας να με προστατεύσει. Της έδειξα όμως να καταλάβει ότι ήμουν καλά, έτοιμη να προχωρήσω στη ζωή μου και πως μία μοναχική βόλτα θα μου έκανε καλό. Δεν της αποκάλυψα τα πραγματικά σχέδιά μου.
    Μου δάνεισε το αυτοκίνητό της και ξεκίνησα για την εταιρεία. Ένας κόμπος ανέβαινε σιγά-σιγά, αλλά δεν θα τον άφηνα να με κερδίσει. «Ή τώρα ή ποτέ.», μονολόγησα και κατέβηκα αποφασισμένη από το αυτοκίνητο. Φορούσα ένα στενό τζιν παντελόνι και ένα σκούρο πράσινο μπλουζάκι. Τα μαλλιά μου έπεσαν ελεύθερα στους ώμους μου μετά από πολύ καιρό και με γοργό βήμα έφτασα στην είσοδο. Σκέφτηκα πως θα ήταν προτιμότερο να μείνω εκεί παρά να ανεβώ ξανά επάνω, καθώς έτσι εκτός του ότι θα κινούσα εύκολα υποψίες, δεν ήθελα και να τρομάξω άλλο την κοπέλα που εργαζόταν εκεί. Τις προηγούμενες φορές μου έδινε την εντύπωση ότι θα καλούσε αμέσως την αστυνομία από το φόβο της, αν έκανα ένα βήμα προς το μέρος της.
    Πέντε λεπτά, δέκα λεπτά, ένα τέταρτο, μία ώρα, δύο ώρες, τρεις ώρες...και δε φαινόταν κανείς. Πολλοί άνθρωποι περνούσαν από μπροστά μου και προσπαθούσα όσο το δυνατόν πιο διακριτικά να τους κοιτάζω καλά, αλλά δυστυχώς...ή ευτυχώς...το πρόσωπο που περίμενα εγώ, δεν το έβλεπα πουθενά. Πέρασαν τέσσερις ώρες και αποφάσισα πως θα ήταν καλύτερο να φύγω, μιας και το στομάχι μου ήδη είχε αρχίσει να διαμαρτύρεται, το ίδιο και η μέση μου από την ορθοστασία. Δίσταζα. Μία δύναμη με παρακινούσε να μείνω κι άλλο, αλλά η λογική μου έλεγε να τα παρατήσω. Είχε πεθάνει. Δεν θα τον έβλεπα ξανά, ποτέ! «Ποιος ο λόγος να κουράζω τον εαυτό μου με ψευδαισθήσεις;», μονολόγησα και πάλι.
    Μόλις πήγα να κάνω ένα βήμα, κάποιος με πάτησε τόσο δυνατά που τσίριξα από τον πόνο.
    -Προσέξτε!, φώναξα θυμωμένα, μαζεύοντας το πόδι μου.
    -Με συγχωρείτε., μου είπε απολογητικά ένας ψηλός άνδρας.
    Ήταν μεγαλόσωμος, μελαχροινός σε πρόσωπο και σε μαλλιά και φορούσε πολιτικά ρούχα, έχοντας ακουστικό στο ένα του αυτί. «Δεν αργώ! Ερχόμαστε!», είπε στον ασύρματο με σοβαρή φωνή.
    -Με συγχωρείτε και πάλι κυρία., μου είπε ευγενικά.
    -Είμαι εντάξει. Δεν..., είπα χωρίς να τελειώσω τη φράση μου.
    Από τη μεγάλη είσοδο της εταιρείας έβγαινε...εκείνος; Το αίμα είχε παγώσει στις φλέβες μου, οι κόγχες των ματιών μου ήταν έτοιμες να βγουν έξω, η φωνή μου κόπηκε. Εκείνος;
    -Με συγχωρείτε, πρέπει να πηγαίνω., είπε βιαστικά ο άνδρας φεύγοντας από κοντά μου.
    Το πρόσωπο εκείνο χανόταν στο πλήθος. Ορκιζόμουν πως ήταν ο Έντουαρντ.
    -Έντουαρντ!, φώναξα με όση φωνή μου είχε απομείνει τρέχοντας να τον προφτάσω.
    Δεν ανταποκρινόταν, δεν με άκουγε.
    -Έντουαρντ!, σύριξα δίνοντας όλη μου τη δύναμη.
    Συνέχισε να ξεμακραίνει και μετά από κάποια στιγμή χάθηκε εντελώς. Πρόφερα ακόμη μία φορά το όνομά του και κατέρρευσα στο δρόμο, καθώς τα γόνατά μου είχαν λυγίσει. Δεν μπορεί...Δε γίνεται να μου συμβαίνει αυτό...,αναλογίστηκα φοβισμένη. Δεν είμαι καθόλου καλά...,σκέφτηκα και με αστραπιαίες κινήσεις σηκώθηκα και έτρεξα προς το αυτοκίνητο.
    Κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη, βλέποντας και πάλι, μια άλλη Μπέλα εκεί. Είχα τάσεις αυτοκτονίας, παραισθήσεις, μελαγχολία και πολλά νεύρα. «Τι μου συμβαίνει...;», αναρωτήθηκα κουρνιάζοντας στη θέση.
    Λίγες ημέρες πριν το αναπάντεχο γεγονός, καθόμασταν στο σπίτι, καθώς ήταν κουρασμένος από τη δουλειά, παρακολουθώντας τηλεόραση. Είχε ξαπλώσει στα πόδια μου κι εγώ χάιδευα με μικρές κυκλικές κινήσεις το μέτωπό του.
    -Μ’ αγαπάς;, με ρώτησε κάποια στιγμή.
    -Χμ...μάλλον ναι..., του απάντησα κάνοντας μια γκριμάτσα.
    -Μάλλον ναι;, είπε θυμωμένα. Δηλαδή δεν είσαι σίγουρη αν μ’ αγαπάς;
    -Τώρα που το ξανασκέφτομαι, είμαι σίγουρη!, επισήμανα και αναδύθηκα στον καναπέ.
    -Χρειαζόσασταν δεύτερη σκέψη κυρία Σουάν;, ρώτησε παιχνιδιάρικα.
    -Έχεις αμφιβολίες για μένα;
    -Δεν ξέρω, εσύ θα μου πεις..., απάντησε σηκώνοντας το φρύδι του. Πρέπει να αμφιβάλλω;
    Δεν του απάντησα, παρά τον κοίταξα βαθιά στα μάτια. Το γαλανό χρώμα των ματιών του λύγιζε κάθε μου αντίσταση. Ο ωκεανός τους με παρέσερνε με τεράστια δύναμη αποσυντονίζοντάς με, όπως συνέβη κι εκείνη τη στιγμή.
    -Σ’ αγαπώ., πρόφερα αβίαστα, φυσιολογικά.
    Τα μάτια μου είχαν θολώσει και πήρα ευθύς το βλέμμα μου από το δικό του, τείνοντας να σηκωθώ.
    -Κι εγώ σ’ αγαπώ., ψιθύρισε αναγκάζοντάς με τον κοιτάξω. Και πάντα θα σ’ αγαπώ., δήλωσε σαν υπόσχεση. Ό,τι κι αν συμβεί., συνέχισε συλλαβιστά.
    Κατένευσα τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω του και ακουμπώντας το κεφάλι μου στο στέρνο του, που ανεβαινοκατέβαινε ρυθμικά με την αναπνοή του.

    Δεν είχα καταλάβει πως εκείνη η μικρή συζήτηση ή αλλιώς εξομολόγηση σήμαινε το τέλος. Ήθελε να σιγουρευτεί πως τον αγαπούσα; Ήθελε να «φύγει» έχοντας αυτό στο μυαλό του;
    Πήρα μια βαθιά ανάσα και ξεκίνησα για το σπίτι. Άνοιξα όλα τα παράθυρα του αυτοκινήτου αφήνοντας τον μανιασμένο αέρα να εισέρχεται. Ήλπιζα η δύναμή του να κατάφερνε να πάρει μακριά κάθε δυστυχία που είχε ριζώσει στην καρδιά μου και κάθε πόνο. Ήλπιζα να μπορούσε να διώξει κάθε άσχημο από το μυαλό μου και κάθε αμφισβήτηση. Αμφισβήτηση. Υπήρχε πιθανότητα να ζούσε;
    Το τηλέφωνο που χτύπησε με έβγαλε από τις σκέψεις μου τη δεδομένη στιγμή. Κοίταξα την οθόνη και διάβασα το όνομα της Άλις. Η πολύωρη απουσία μου σίγουρα θα την είχε ανησυχήσει. Σκούπισα με γοργές κινήσεις τα υγρά μου μάτια και παλεύοντας να φανώ ψύχραιμη, της απάντησα.
    -Μπέλα, πού είσαι; Εδώ και πόση ώρα σου τηλεφωνώ και δεν απαντάς., αποκρίθηκε με δυνατή φωνή.
    -Δεν το άκουγα., απάντησα με ειλικρίνεια χαμηλόφωνα.
    Δεν ήξερα αν κατάφερε να με ακούσει καν.
    -Τέλος πάντων. Σε περιμένω., είπε.
    Κούνησα θετικά το κεφάλι, σα να ήταν εκεί και να με έβλεπε.
    -Μπέλα, θα σε περιμένω., ξαναείπε πιο μαλακά.
    Πάτησα το πλήκτρο του τερματισμού τοποθετώντας το κινητό στη διπλανή θέση, του συνοδηγού.
    Ο αέρας είχε κοπάσει και είχε γίνει πιο δροσερός, με αποτέλεσμα μικρά κύματα ρίγους να στέλνονται στη ραχοκοκαλιά μου προκαλώντας μου ταυτόχρονα μια αισθητή ανατριχίλα.
    Η διαδρομή της επιστροφής μου φάνηκε μεγαλύτερη και πολυπλοκότερη. Το μυαλό μου ήταν σ’ ένα χάος ξανά, γεμάτο εικόνες, γεγονότα και στοιχεία, τα οποία ήταν τόσα πολλά που δεν υπήρχε περιθώριο για άλλα ακόμη.
    Μόλις μπήκα στο σπίτι η Άλις και ο Τζάσπερ με περίμεναν ακριβώς μπροστά στην πόρτα.
    -Τι συμβαίνει;, ρώτησα.
    -Εσύ θα μας πεις Μπέλα. Πού ήσουν τόσες ώρες;, πήρε το λόγο η Άλις. Και γιατί δε σήκωνες το τηλέφωνο;, πρόσθεσε.
    -Ήμουν μια βόλτα στην παραλία και...το κινητό το είχα ξεχάσει στο αυτοκίνητο., είπα όσο πιο πειστικά μπορούσα με χαμηλωμένο το κεφάλι ασυναίσθητα.
    Προχώρησα προς το δωμάτιο, αλλά με σταμάτησε ο Τζάσπερ.
    -Μπέλα ήρθες στην εταιρεία. Σε είδαν και μου το είπαν, δήλωσε με σταθερή φωνή.
    Έμεινα στη θέση μου, με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος τους χωρίς να τους κοιτάζω.
    -Πέρασα από εκεί, ναι., παραδέχτηκα. Τελείωσε η ανάκριση;
    -Μπέλα, ενδιαφερόμαστε για σένα..., ξεκίνησε η Άλις.
    -Άλις τέλος συζήτησης! Όλα αυτά τα ξέρω., ανακοίνωσα. Δεν σας ενοχλώ, άρα μην προστάζετε τη ζωή μου. Πήγα εκεί και αν θέλω θα ξαναπάω. Δεν μπορεί κανείς σας να με εμποδίσει. Εντάξει;, ρώτησα δίχως να περιμένω απάντηση και έτεινα προς το δωμάτιο.
    -Νόμισες πάλι πως τον είδες. Έτσι δεν είναι;
    Κοντοστάθηκα, μα δε μίλησα. Η Άλις είχε μαντέψει σωστά.
    -Δε βλέπεις ότι σου κάνει κακό αυτό; Γιατί βασανίζεσαι; Μπέλα..., αναστέναξε πλησιάζοντάς με. Είναι σκληρό, πάρα πολύ σκληρό...αλλά έγινε. Άφησέ το πίσω σου. Κάντο για σένα..., αποκρίθηκε.
    Αρνήθηκα γνέφοντας αρνητικά και κάνοντας ηράκλειες προσπάθειες να συγκρατήσω τα δάκρυά μου στο άκουσμα των λέξεών της. Ήταν πάνω από τις δυνάμεις μου όλο αυτό.
    -Ή μαζί του στο θάνατο ή μαζί του στη ζωή; Αυτό θέλεις να πετύχεις; Μου το είχες εκμυστηρευτεί κάποτε. Ισχύει ακόμη;, είπε τρέμοντας.
    Τα μάτια μου είχαν θολώσει τόσο, που δεν μπορούσα να αντικρίσω το είδωλό μου στον μεγάλο καθρέφτη του χολ.
    -Χρειάζεσαι βοήθεια Μπέλα. Χρειάζεσαι κάποια ψυχολογική υποστήριξη. Δεν γίνεται αλλιώς..., είπε.
    -Είμαι τρελή., ψιθύρισα. Τρελή;, φώναξα έπειτα. Θες να με στείλεις στο ψυχιατρείο για ν’ απαλλαγείς από μένα! Αυτό θέλεις; Αυτό;, τσίριξα ξεσπώντας σε λυγμούς.
    Το πρόσωπό της συννέφιασε και μπορούσα να διακρίνω δύο δάκρυα να λαμπυρίζουν εκεί.
    -Όχι Μπέλα...Όχι...
    Έκανε μια προσπάθεια να με αγγίξει, μα δεν της το επέτρεψα. Συμπεριφέρθηκα όπως ακριβώς τη νύχτα εκείνη με τον Έμετ. Πήγαινα όλο και πιο πίσω με τρομοκρατημένο, φοβισμένο βλέμμα.
    -Φύγε!, ξεστόμισα καταρρέοντας αργά στο παγωμένο πάτωμα.
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Emy+Robert
    Midnight Sun Vampire
    Midnight Sun Vampire
    Emy+Robert


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 29
    Αριθμός μηνυμάτων : 4680
    Registration date : 22/08/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

    No sound but the wind... Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: No sound but the wind...   No sound but the wind... I_icon_minitimeΠεμ 4 Αυγ 2011 - 20:35

    Κεφάλαιο 5ο



    Μπέλα

    Δε θυμάμαι τί ακριβώς συνέβη την ώρα της κρίσης μου. Κατηγορούσα την Άλις πως θέλοντας ν’ απαλλαγεί από μένα, προσπαθούσε να με κλείσει στο ψυχιατρείο θεωρώντας με τρελή, το ίδιο και ο Τζάσπερ. Ισχυριζόμουν πως αυτό επιθυμούσαν από την αρχή χαρακτηρίζοντάς τους ψεύτες και υποκριτές. Νομίζω ακόμη, πως υποστήριζα ότι εκείνοι ευθύνονταν για την αυτοκτονία του Έντουαρντ.
    Το μυαλό μου ήταν πνιγμένο σε αμέτρητα ερωτηματικά και γεγονότα που καλούσα «μυστηριώδη» ψάχνοντας απαντήσεις. Δεν μπορούσα να δεχθώ πως η ζωή μου έπρεπε να συνεχίσει χωρίς τη δική του παρουσία. Είχε περάσει τόσος καιρός κι όμως ακόμα δεν είχα ξεπεράσει το γεγονός που έμελλε να αλλάξει όλη μου τη ζωή. Ζωή. Ζωή; Όλο μου το είναι ψυχορραγούσε στη θύμηση όλων αυτών που είχαν συμβεί. Ζωή δεν είχα, γιατί πολύ απλά δεν υπήρχε και συνεπώς δεν υπήρχα κι εγώ.
    Ένα σώμα άδειο, κενό που προσμονούσε μια συγκεκριμένη στιγμή, η οποία όμως δεν θα ερχόταν ποτέ. Μια καρδιά μπουκωμένη με θλίψη, πόνο και πίκρα που εξαιτίας αυτών έχανε σταδιακά τους χτύπους της και έτεινε πιο κοντά στο μοναδικό πρόσωπο που αγάπησε ολοκηρωτικά. Μια ψυχή που αγωνιζόταν να παρατήσει το σώμα για να περάσει τα εμπόδια που ανοίγονταν ανάμεσα στο θάνατο και τη ζωή και να βρεθεί εκεί που πραγματικά ανήκε. Δίπλα του.
    Τα μάτια μου έτσουζαν από τα δάκρυα και η φωνή μου έγινε πιο τραχιά λόγω των δυνατών φωνών μου πρωτύτερα. Θυμάμαι πως δεν τους επέτρεπα να με αγγίζουν και έκλεινα επιδεικτικά τα αυτιά μου με τα χέρια για να μην τους ακούω, όπως κάνουν τα μικρά παιδάκια όταν θέλουν να προκαλέσουν τους γονείς τους. Ξαφνικά το πυκνό σκοτάδι με κάλυψε και όταν άνοιξα τα μάτια μου συνειδητοποίησα πως βρισκόμουν στο κρεβάτι. Λεπτές ρίγες φωτός εισέρχοταν από τη χαραμάδα του παραθύρου φέρνοντας ένα γλυκό κύμα ζέστης στο χώρο. Τότε κατάλαβα τι είχε προηγηθεί και κοκκάλωσα στη θέση μου.
    Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβανόταν, όπως κι εκείνη τη φορά, με εμένα να φωνάζω, να βγαίνω εκτός ελέγχου, να λέω πράγματα που δεν εννοώ και με την Άλις πικραμένη με αυτά, να κάνει φιλότιμες προσπάθειες να με διαβεβαιώσει πως όλα θα πάνε καλά και πως ξέρει ότι οτιδήποτε κι αν είχα πει ήταν εξαιτίας της κρίσης μου.
    Αυτή τη φορά η κατάσταση ήταν λιγάκι διαφορετική όμως. Ξεστόμισα σκληρές κουβέντες, έχασα τις αισθήσεις μου για πολλή ώρα και η Άλις δεν ήταν πλάι μου. Σηκώθηκα έντρομη από το κρεβάτι κάνοντας κύκλους μέσα στο δωμάτιο και κρύβοντας το πρόσωπό μου στις παλάμες μου. Σταμάτησα απέναντι από τον καθρέφτη και παρατήρησα πως η απόγνωση ήταν έκδηλα αποτυπωμένη στην όψη μου. Πώς θα μπορούσα να δικαιλογηθώ στην Άλις; Τι θα της έλεγα; Όμως πρώτα απ’ όλα, πώς θα την κοιτούσα στα μάτια;
    Ξάπλωσα στο κρεβάτι επιτρέποντας τα δάκρυά μου να ξεχυθούν ανενόχλητα, ενώ παράλληλα οι λυγμοί μου γίνονταν ολοένα και πιο έντονοι. Δεν ήθελα να με ακούσει κανείς. Δάγκωσα με όλη μου τη δύναμη την άκρη του μαξιλιαρού, μήπως καταφέρω να πνίξω λίγο από τον πόνο, που δεν έλεγε να υποχωρήσει.
    Είχε περάσει αρκετή ώρα. Λεπτά, ίσως και ώρες, όταν χτύπησε απαλά την πόρτα η Άλις.
    -Μπέλα..., ψιθύρισε τόσο χαμηλόφωνα που στην αρχή δεν την κατάλαβα.
    Γύρισα το βλέμμα μου επάνω της και στεκόταν στο κατώφλι της πόρτας.
    -Πώς είσαι;, ρώτησε σοβαρά.
    Την κοίταξα βαθιά στα μάτια ακουμπώντας στο κεφαλάρι του κρεβατιού.
    -Δεν ξέρω., της απάντησα ξέπνοα. Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει...
    Τα φρύδια της έσμιξαν και τα χείλη της έγιναν σα μια ευθεία γραμμή. Δυσκολευόταν να μιλήσει, αλλά πιθανότατα η απορημένη έκφρασή μου, την έκανε να πει αυτό που σκεφτόταν.
    -Χτύπησε το τηλέφωνό σου και το σήκωσα., κόμπιασε. Ήταν ο Έμετ.
    -Ο Έμετ;, αναρωτήθηκα φωναχτά. Γιατί δε μου έδωσες να του μιλήσω;, απαίτησα.
    Έκανε δύο μετρημένα βήματα προς το μέρος μου και αποκρίθηκε:
    -Πίστεψα πως δεν θα ήταν η κατάλληλη στιγμή για σένα. Και ακόμη το πιστεύω., συμπλήρωσε. Δεν είναι η σωστή στιγμή Μπέλα.
    -Ναι αλλά..., σκέφτηκα. Πρέπει...πρέπει να μιλήσω μαζί του. Άλις, σε παρακαλώ δώσε μου το τηλέφωνό μου.
    Αρνήθηκε υποστηρίζοντας πως δεν θα μου έκανε καλό η κουβέντα μαζί του, αλλά αντιθέτως θα επιδείνωνε την κατάστασή μου. Όσο κι αν προσπάθησα να τη μεταπείσω, δε δεχόταν. Μόλις έφυγε από το δωμάτιο ήμουν στα πρόθυρα να σπάσω τον καθρέφτη, να τον κάνω θρύψαλλα από την ανησυχία μου, αλλά συγκρατήθηκα και κάθισα στο παράθυρο όπου απολάμβανα να βλέπω το ζεστό ήλιο και να δέχομαι τις ηλιαχτίδες στο δέρμα μου να με καίνε.
    Το όνομα του Έμετ με τάραξε. Είχαμε να μιλήσουμε πάρα πολύ καιρό κι αυτό ευθυνόταν σε μένα φυσικά. Ήθελα να αποκόψω κάθε είδους επαφή μαζί του, διότι...διότι τον θεωρούσα υπεύθυνο. Τις πρώτες μέρες που ήμουν πιο ευάλωτη και ευαίσθητη, μια αιτία της αυτοκτονίας την απέδωσα στη δουλειά και στο φόρτο εργασίας του. Οι μομφές προς τον Έμετ σχετίζονταν με το ότι εκείνος ήθελε να περνάει καλά κι έδινε όλη τη δουλειά στον Έντουαρντ –μιας που ήταν συνεργάτες-, κάνοντάς τον να ασφυκτιεί λόγω της πίεσης.
    Από τότε, αν και είχα πει πολλά, πάσχιζε να βρει κάποιες ευκαιρίες να με προσεγγίσει, αλλά δεν άφηνα περιθώρια. Όταν το μετάνιωσα, ήταν πλέον αργά. Ντρεπόμουν να τον αντικρίσω.

    *~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*
    Μέχρι αργά το απόγευμα η αγωνία σκάλιζε το μυαλό μου και αδυνατούσα να ηρεμήσω. Πότε-πότε περπατούσα μέσα στο δωμάτιο σκεπτόμενη διάφορα πράγματα, ενώ άλλες φορές έκλαιγα σιωπηλά από το παράπονό μου. Από τη στιγμή που με ειδοποίησε η Άλις για τον Έμετ, δεν μπορούσα να τον βγάλω από το νου μου και επιθυμούσα όσο τίποτε άλλο να βρεθώ μαζί του και να κουβεντιάσουμε. Να πούμε ό,τι δεν είχαμε πει εδώ και πολύ καιρό. Επίσης και με την Άλις δεν ξαναμίλησα. Ούτε ήρθε εκείνη στο δωμάτιο, αλλά ούτε κι εγώ βγήκα καθόλου απ’ αυτό.
    Οι ώρες περνούσαν ανατριχιαστικά αργά, ώσπου είδα από το μεγάλο παράθυρο το ολόγιομο φεγγάρι που έφεγγε πέρα μακριά στον ορίζοντα. Βασίλευε απόλυτη σιωπή μιας και ήταν ήδη περασμένα μεσάνυχτα. Βγήκα αργά από το δωμάτιο και άκουσα χαμηλούς ψιθύρους που προέρχονταν από το σαλόνι. Πλησίασα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα και είδα την Άλις να μιλά χαμηλόφωνα στο τηλέφωνο.
    -Άλις..., είπα απορημένα.
    Μόλις με αντίκρισε πάγωσε στη θέση της για ένα δευτερόλεπτο, αλλά μετά έγινε πιο φυσιολογική.
    -Με ποιον μιλάς;, τη ρώτησα, ενώ ήμουν βέβαιη πως μιλούσε με τον Έμετ.
    -Δεν είναι καλή ιδέα Μπέλα., είπε σταθερά κλείνοντας με την παλάμη της το ακουστικό του τηλεφώνου. Θέλεις να χειροτερέψεις;
    -Θέλω να του μιλήσω., απαίτησα σφίγγοντας τα χέρια μου σε γροθιές. Σε παρακαλώ., είπα συλλαβιστά.
    Με κοίταξε σοβαρά μια στιγμή κι έπειτα ξεφύσησε δυνατά.
    -Θα σε περιμένει αύριο το απόγευμα., απάντησε στο τηλέφωνο και το έκλεισε αμέσως. Την άποψή μου την ξέρεις Μπέλα, αλλά δεν θα επιμείνω άλλο. Δεν μπορώ να σε εμποδίσω., στράφηκε σε μένα και με λυπημένο βλέμμα με άφησε μόνη.
    Αύριο., σκέφτηκα. Αύριο θα μιλήσουμε.

    *~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*
    Τα βλέφαρά μου τρεμόπαιξαν κάτω από το εκτυφλωτικό φως του ήλιου, που γέμιζε όλο το δωμάτιο. Άνοιξα αμέσως τα μάτια μου όταν θυμήθηκα τη συνάντηση με τον Έμετ. Πετάχτηκα τάχιστα από το κρεβάτι και πήγαινα προς το σαλόνι όταν σκόνταψα πάνω στην Άλις, που πιθανότατα θα ερχόταν εκείνη σε μένα.
    -Μπέλα μου, τι έγινε;, ρώτησε ζαλισμένη από τη σύγκρουσή μας.
    -Συγγνώμη Άλις!, της είπα ανήσυχα. Είσαι καλά;
    -Εντάξει είμαι., αποκρίθηκε πιάνοντας το κεφάλι της. Εσύ τι έχεις;
    -Σήμερα είναι η συνάντηση με τον Έμετ., της θύμησα αγωνιωδώς.
    -Σήμερα..., πρόφεραν τα χείλη της. Κοίταξέ με., είπε έπειτα και έπραξα όπως μου ζήτησε. Δεν θέλω να ταραχτείς ό,τι κι αν πείτε και ό,τι κι αν θυμηθείς. Πριν πεις το οτιδήποτε σκέψου το καλά Μπέλα μου. Εγώ ξέρω τις αντιδράσεις σου, όμως εκείνος όχι. Φαντάζομαι πως δεν θέλεις ούτε εσύ, αλλά ούτε κι εκείνος να μετανιώσετε ή να απογοητευτείτε με αυτή την κουβέντα που θα κάνετε.
    Κατένευσα σα μικρό παιδί που δεχόταν τις συμβούλες της μαμάς του και της υποσχέθηκα με μια αγκαλιά πως θα ήμουν σωστή. Αισθάνθηκα πολύ όμορφα στην αγκαλιά της Άλις και πήρα δύναμη και κουράγιο από αυτή την επαφή μας.
    Το απόγευμα, μου πρότεινε με γλυκύτητα να ετοιμαστώ καθώς είχε φτάσει η ώρα και κινήσαμε προς τη ντουλάπα.
    Κατέληξα σε ένα απλό τζιν και σε ένα καρό πουκάμισο στις αποχρώσεις του γαλάζιου, του χρώματος των υπέρλαμπρων ματιών του. Βούρτσισα τα μαλλιά μου πολλές φορές και τα έπιασα ψηλά σε μια μακριά κοτσίδα, αφού πρωτύτερα έριξα άφθονο νερό στο πρόσωπό μου ελπίζοντας πως έτσι θα έδιωχνα και την πίκρα που ήταν ζωγραφισμένη επάνω του. Για τους κατάμαυρους κύκλους δεν κατάφερα κάτι, παρά μόνο να τους καλύψω –όσο ήταν δυνατόν- με ένα ειδικό προϊόν αποκλειστικά γι αυτό το πρόβλημα. Με την προτροπή της Άλις πέρασα μια φορά τα μάγουλά μου με το πινέλο του ρουζ και ήμουν έτοιμη να υποδεχτώ τον Έμετ.
    Καθόμουν στο καθιστικό με τρομερή αγωνία, όταν επιτέλους χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού. Έκανα νόημα στην Άλις να ανοίξει εκείνη την πόρτα, πήρα μια βαθιά ανάσα και πλησίασα κι εγώ αντικρίζοντας τον Έμετ μετά από πολλούς μήνες. Δάκρυσα όταν κοιταχτήκαμε κατάματα και παρατήρησα πως κι εκείνος με τη σειρά του είχε βουρκώσει. Έκανα ένα ακόμη βήμα προς το μέρος του, αλλά εκείνος παρέμενε ακίνητος σαν άγαλμα να με κοιτάζει. Σαν κάτι να τον τρόμαζε, σα να φοβόταν για κάτι. Δεν μπορούσα να αποκρυπτογραφήσω την έκφρασή του.
    -Μπέλα..., ψέλλισε κλείνοντάς με στη σφιχτή του αγκαλιά μετά.
    Αμέσως από το μυαλό μου πέρασε εκείνη η εφιαλτική νύχτα, που προσπαθούσα να διώξω τον Έμετ από κοντά μου, παλεύοντας να φύγω από το κράτημά του και ρωτώντας τον πού βρισκόταν ο Έντουαρντ. Η ίδια αγκαλιά, αλλά με διαφορετικά συναισθήματα τώρα. Τον είχα ανάγκη τον Έμετ. Ήταν από τους ανθρώπους που θέλησαν να με βοηθήσουν, μα εγώ δεν άφησα.
    Χάιδεψε τα μαλλιά μου δίνοντάς μου ένα φιλί στο μέτωπο.
    -Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω., είπε συγκινημένος.
    -Κι εγώ..., συμφώνησα συγκρατώντας τα υπόλοιπα δάκρυά μου.
    -Θέλεις να πάμε να μιλήσουμε κάπου αλλού ή να μείνουμε εδώ;
    -Θα προτιμούσα κάπου έξω για να με χτυπήσει λίγο ο αέρας, αλλά να μην έχει πολύ κόσμο., του ζήτησα και συγκατένευσε χαμογελώντας.
    Κατευθυνθήκαμε με το αυτοκίνητό του σε μια έρημη τοποθεσία, όπου υπήρχε ένα μεγάλο ξενοδοχείο.
    -Μη σε τρομάζει που είναι ξενοδοχείο. Έχει μια καλή καφετέρια στο πίσω μέρος που βλέπει τη θάλασσα και δεν θα μας ενοχλήσει κανείς., είπε αφού στάθμευσε το αυτοκίνητο.
    Πήγαμε στην καφετέρια και καθίσαμε σε ένα τραπεζάκι απ’ όπου κάθε τόσο θαύμαζα τη γαλήνια θάλασσα αφήνοντας το βλέμμα μου να χαθεί στο απέραντο γαλάζιο της.
    -Λοιπόν..., ξεκίνησε διστακτικά. Χαίρομαι πολύ που δέχτηκες να με δεις...
    -Έμετ...εγώ...
    -Δε χρειάζεται να πεις τίποτα Μπέλα. Κατανοώ ό,τι σου συνέβη και δεν πρόκειται να σου καταλογίσω τίποτα., είπε με την ειλικρίνεια να διαγράφεται στα λόγια του. Για σένα όλο αυτό ήταν και είναι πολύ δύσκολο. Δε σου κρατάω καμία κακία...
    -Έμετ...
    -Δεν θέλω να γεμίζεις τον εαυτό σου με τύψεις κι ενοχές επειδή χαθήκαμε. Κατάλαβα τι περνούσες και πως ήθελες το χρόνο σου. Ελπίζω όλα να είναι καλύτερα τώρα..., αποκρίθηκε κοιτάζοντάς με, μέ βλέμμα που με ικέτευε να πω «ναι».
    Όση ώρα άκουγα τα λόγια του έφευγε ένα βάρος από πάνω μου σταδιακά, αν και δε συμφωνούσα απολυτα με ό,τι έλεγε. Έφταιξα. Έφταιξα πολύ επάνω στο θέμα του Έμετ, παρ’ όλο που ο ίδιος δεν το έβλεπε έτσι. Ήθελα όμως να πω κι εγώ κάτι γι αυτό, να του πω πως έκανε λάθος, πως είχα μεγάλο μερίδιο ευθύνης κι εγώ, αλλά δεν με άφηνε.
    Η τελευταία ερώτησή του ήταν κάτι που δεν ήθελα να ακούσω. Να πω την αλήθεια ή να προσποιηθώ πως το ξεπερνούσα σιγά-σιγά; Παρακαλούσε από μέσα του να πω πως ήμουν καλά, αλλά δεν ήθελα να του λέω ψέμματα. Η πολύωρη σιωπή μου τον διαβεβαίωσε γι αυτό που δίσταζα να πω.
    Άφησα το βλέμμα μου να χαθεί πέρα μακριά στον ορίζοντα και ήπια μια γουλιά από τον χυμό που είχα μπροστά μου και ευθύς ένιωσα πως χρειαζόμουν κάτι δυνατό, ένα ποτό. Το ξανασκέφτηκα όμως. Δεν θα ήταν καλή ιδέα τη δεδομένη χρονική στιγμή.
    -Μίλα μου Μπέλα., ζήτησε κρατώντας το χέρι μου. Πες μου τι νιώθεις.
    -Τίποτα., ψέλλισα συνεχίζοντας να ατενίζω τη θάλασσα και το βαθυγάλανο χρώμα της που άλλαζε όσο περνούσε η ώρα. Νιώθω κενή. Υπάρχουν στιγμές που αισθάνομαι σα να μην υπάρχω. Δε σκέφτομαι τίποτα. Εστιάζω σε ένα σημείο και μένω ακίνητη για πολλή ώρα, μέχρι να έρθει η Άλις και να με βοηθήσει. Χάνω το μυαλό μου... Τα έχασα όλα εκείνη τη νύχτα Έμετ. Όλα.
    Κάτι ρευστό έτρεχε στα μάγουλά μου και μόνο όταν τα άγγιξα κατάλαβα ότι ήταν δάκρυα.
    -Ακόμη κι αυτά δεν μπορώ να ελέγξω πλέον., είπα αναφερόμενη στα δάκρυα.
    -Δεν καταλάγιασε ο πόνος; Πέρασε ένας χρόνος., ρώτησε και πάλι με ενδιαφέρον.
    -Δυνάμωσε Έμετ. Δυνάμωσε., παραδέχτηκα πασχίζοντας να μην αφήσω τους λυγμούς μου να δραπετεύσουν. Δεν πιστεύω πως δε ζει Έμετ. Δεν το χωράει ο νους μου., κλείδωσα το πρόσωπό μου στις παλάμες μου.
    Για κάποια ώρα δε μίλησε. Στο σκούρο των ματιών του αντανακλούσε το κύμα της θάλασσας, καθώς χανόταν στις δικές του σκέψεις.
    -Πρέπει να το ξεπεράσεις Μπέλα., είπε με βαθιά φωνή. Πώς θα προχωρήσεις; Ο Έντουαρντ...ήταν ο καλύτερός μου φίλος και τον αγαπούσα πολύ. Ακόμα τον αγαπώ. Αλλά εσύ δεν πρέπει να τυρρανιέσαι έτσι. Δεν το θέλει Μπέλα ούτε εκείνος.
    Στο άκουσμα του ονόματός του σήκωσα ευθύς τη ματιά μου.
    -Δεν το θέλει Μπέλα ούτε εκείνος., επανέλαβε τα λόγια του. Θέλει να είσαι ευτυχισμένη.
    -Ευτυχισμένη;, ειρωνεύτηκα με ένα θλιμμένο χαμόγελο. Πώς μπορώ να είμαι ευτυχισμένη;, ύψωσα τον τόνο της φωνής μου. Γιατί με άφησε; Με παράτησε και ζητά να είμαι ευτυχισμένη;, είπα καρφώνοντας το βλέμμα μου στο δικό του, τρυπώντας το. Όχι Έντουαρντ., αποκρίθηκα κοιτάζοντας ψηλά στον ουρανό. Η ευτυχία είναι μαζί σου. Ή αλλιώς...ήταν μαζί σου. Πώς μου ζητάς κάτι τέτοιο τώρα; Πώς;, επανέλαβα κλείνοντας σφιχτά τα μάτια μου.
    -Μπέλα δε σε παράτησε., είπε ήρεμα. Νομίζεις πως αν πας παρακάτω τον απαρνιέσαι;
    -Νομίζω πως έτσι θα τον χάσω μια για πάντα...Αν αποφασίσω να τον ξεχάσω, θα πρέπει να παριστάνω πως δεν υπήρξε ποτέ. Και αυτό είναι αδύνατον...
    -Δεν είναι ανάγκη να τον ξεχάσεις ολότελα Μπέλα..., πρόλαβε να πει. Είναι κομμάτι σου.
    -Που δεν θα αποχωριστώ ποτέ., επισήμανα κοιτάζοντας και πάλι τον ουρανό.
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Emy+Robert
    Midnight Sun Vampire
    Midnight Sun Vampire
    Emy+Robert


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 29
    Αριθμός μηνυμάτων : 4680
    Registration date : 22/08/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

    No sound but the wind... Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: No sound but the wind...   No sound but the wind... I_icon_minitimeΤετ 10 Αυγ 2011 - 21:30

    Κεφάλαιο 6ο

    Μπέλα

    Η αλμύρα της θάλασσας γινόταν όλο και πιο έντονη όσο περνούσε η ώρα. Η ξεχωριστή αυτή μυρωδιά που εισέρχονταν στα ρουθούνια μου, προκαλούσε ένα διαπεραστικό κύμα ανατριχίλας στο σώμα μου. Ο ήχος των κυμάτων που πάφλαζαν μερικά μέτρα μακριά μου έφερνε διάφορες τρελές σκέψεις στο μυαλό μου. Ήθελα να τον δω...
    Για αρκετά λεπτά μείναμε σιωπηλοί, με εμένα να ατενίζω τη βαθυγάλανη θάλασσα και τον Έμετ να προσπαθεί να συνειδητοποιήσει μάλλον, τη σοβαρότητα της κατάστασής μου. Έσπασε τη σιγή, λίγη ώρα μετά.
    -Δε μου είπες Μπέλα. Πώς ήρθες εδώ;, με ρώτησε με ενδιαφέρον.
    -Ήρθα στην Άλις. Μένει εδώ όπως θα κατάλαβες., τον ενημέρωσα και παρέμεινε σκεπτικός για λίγο.
    -Έχεις ξανάρθει στην Ουάσινγκτον μετά..., δίστασε για μια στιγμή και έσπευσα να τον βγάλω από τη δύσκολη θέση.
    -Όχι., απάντησα αμέσως. Η Άλις επέμενε, αλλά εγώ αρνιόμουν. Δεν μπορούσα να φύγω από το σπίτι μου...από το σπίτι μας..., μελαγχόλησα χαμηλώνοντας το κεφάλι μου στο τραπέζι.
    -Και τι σ’ έκανε να αναθεωρήσεις; Να αποφασίσεις να την επισκεφτείς εδώ τελικά;
    -Δεν ξέρω..., είπα με ειλικρίνεια, καθώς δεν το είχα σκεφτεί καλά αυτό. Μάλλον...το έκανα πιο πολύ για την Άλις. Μου στάθηκε πάρα πολύ και ήθελα να της κάνω το χατίρι μια φορά. Υποφέρει μαζί μου...
    -Σ’ αγαπάει Μπέλα., σχολίασε κοιτώντας με βαθιά στα μάτια.
    -Το ξέρω Έμετ, όπως κι εγώ. Αλλά ήδη έχει κάνει πολλά. Το να θυσίαζε τη σχέση της με τον Τζάσπερ εξαιτίας μου, δεν θα μπορούσα να το δεχτώ. Έτσι πήρα την απόφαση να την ακολουθήσω., του χαμογέλασα.
    Κατένευσε σκεπτικός και πάλι.
    -Εσύ; Στη ζωή σου όλα καλά;, τον ρώτησα με σκοπό να μάθω κάτι γι αυτόν.
    Ο Έμετ δεν ήταν παντρεμένος, αλλά είχε διάφορες εφήμερες σχέσεις κατά διαστήματα. Ο Έντουαρντ πάντοτε τον πείραζε λέγοντάς του πως θα μείνει γεροντοκόρος, αλλά εκείνον δεν τον ενδιέφερε ποτέ κάτι μόνιμο και πόσο μάλλον ένας γάμος.
    Μόλις όμως τον ρώτησα, παρατήρησα ένα αχνό χαμόγελο να διαγράφεται στα ζυγωματικά του. Ένα χαμόγελο που έδειχνε ενθουσιασμό και παράλληλα μια αμυδρή ντροπαλότητα όταν με κοίταξε ξανά στα μάτια.
    -Έμετ...πες μου ότι βρήκες την εκλεκτή., του είπα με χαρά.
    -Δεν είναι της ώρας..., ξεφύσησε σοβαρεύοντας και πάλι.
    -Και τότε τι άλλο να πούμε;, ρώτησα αδιάφορα πίνοντας μια γουλιά από το χυμό που είχα μπροστά μου.
    Πλησίασε το σώμα του κοντά στο δικό μου παίρνοντας τα χέρια μου στη χούφτα του.
    -Μπέλα...τι σε βαραίνει; Το βλέπω ολοκάθαρα στα μάτια σου ότι κάτι δεν πάει καλά. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι δεν μπορείς να ξεπεράσεις τον Έντουαρντ. Είναι σίγουρα και κάτι άλλο...
    -Τίποτα..., τραύλισα αποτραβώντας το βλέμμα μου από πάνω του.
    -Δεν είναι καλό να τα κρατάς μέσα σου., με συμβούλεψε σφίγγοντας ελάχιστα τις παλάμες μου στις δικές του. Στο τέλος θα τρελαθείς Μπέλα., είπε προκαλώντας μου ένα σιγανό γέλιο. Δεν είναι αστείο., συνέχισε με στόμφο.
    Στο τέλος θα τρελαθείς... Δεν είχε δει ακόμη τα σημάδια; Δεν του επιβεβαίωσαν τα λόγια μου πρωτύτερα ότι είχα ακόμη εμμονή μαζί του; Δεν είχε συνειδητοποιήσει πως θα ηρεμούσα μόνο αν πήγαινα να τον βρω; Δεν είχε καταλάβει ακόμη ότι ήδη είχα τρελαθεί; Έπρεπε να του πω πως είχα οφθαλμαπάτες; Μόνο τότε θα το καταλάβαινε;
    -Μπέλα, μίλα! Έχω όσο χρόνο θέλεις., πρόσθεσε με ήπια φωνή. Μερικά πράγματα είναι σοβαρά και δεν πρέπει να φερόμαστε επιπόλαια.
    -Επιπόλαια;, ρώτησα σαρκαστικά. Πιστεύεις πως εγώ είμαι επιπόλαιη και όχι εκείνος;, ξέσπασα σταυρώνοντας τα χέρια μου στο στήθος. Δηλαδή αυτό που έκανε εκείνος ήταν έπειτα από ώριμη σκέψη; Δεν ήταν επιπολαιότητα;
    Πήρε μια βαθιά ανάσα, μάλλον για να ανασυγκροτήσει τις σκέψεις του και πήρε το πακέτο με τα τσιγάρα στα χέρια του, ανάβοντας ένα με γρήγορες κινήσεις. Άφησε τον καπνό να βγει αργά από μέσα του, ενώ εγώ περίμενα μιαν απάντηση.
    -Δεν ξέρεις πώς σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή Μπέλα. Μην τον κατακρίνεις χωρίς να ξέρεις. Μη λες πράγματα για τα οποία δεν έχεις αποδείξεις.
    -Θέλω να μάθω Έμετ. Θέλω να μάθω τι τον έσμπρωξε εκεί., επέμεινα. Δεν το χωράει το μυαλό μου., κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου.
    -Πέρασε ένας χρόνος...Μετά από έναν χρόνο; Όλα τελείωσαν Μπέλα. Καλώς ή κακώς δεν μπορούμε να βρούμε κάτι τώρα. Ούτε και τότε βέβαια θα μπορούσαμε. Δεν ήμασταν στο μυαλό του για να γνωρίζουμε τις επόμενες κινήσεις του. Η απόφαση από μεριάς του πάρθηκε και έπραξε όπως εκείνος νόμιζε για σωστό. Δεν υπάρχει λόγος να σκαλίζεις άλλο τα πράγματα. Πήγαινε παρακάτω...
    Μια φράση που άκουγα πολύ συχνά από όποιον προσπαθούσε να μου δώσει κουράγιο. Να πάω παρακάτω, να συνεχίσω, να κάνω ένα βήμα παραπέρα, να κάνω μια νέα αρχή. Δεν θα το έβαζα κάτω. Με όποιο κόστος θα μάθαινα ό,τι έπρεπε να μάθω και μετά...θα έπραττα εγώ όπως νόμιζα για σωστό.
    -Έμετ, εγώ αποφασίζω για μένα..., ξεκίνησα να πω.
    -Οι δικοί σου άνθρωποι όμως δεν θα σε αφήσουν να καταστραφείς Μπέλα., είπε αυστηρά. Δεν θα επιτρέψουμε να κάνεις κακό στον εαυτό σου πάνω σε μια στιγμή τρέλας και που δεν θα σκέφτεσαι καθαρά. Αυτό νομίζεις πως θέλει κι εκείνος από εκεί που είναι; Δεν σκέφτεσαι πως τον πληγώνεις;
    -Κι εκείνος με πλήγωσε όμως..., τραύλισα παλεύοντας να συγκρατήσω τα δάκρυά μου.
    -Και θα τον πληρώσεις με το ίδιο νόμισμα;, ρώτησε σοβαρά. Βάλε κάποιες προτεραιότητες στη ζωή σου και μετά θα δεις πως όλα θα είναι πιο εύκολα..., γλύκανε τη χροιά της φωνής του.
    Η δύναμη της ψυχής μου με εγκατέλειψε, όταν τα ματόκλαδά μου τα αισθάνθηκα βαριά από τα δάκρυα που σαν χείμαρρος άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλά μου. Κλείδωσα το πρόσωπό μου στα δυο μου χέρια ακουμπώντας στο τραπέζι και αφήνοντας την ένταση να βγει από το στήθος μου. Ένιωσα τα δάχτυλά του να χαϊδεύουν απαλά τα μαλλιά μου και τα αναφιλητά έγιναν εντονότερα.
    -Τον βλέπω μπροστά μου. Κάθε μέρα., συλλάβισα τις λέξεις με δυσκολία. Όχι μόνο στον ύπνο μου, αλλά και έξω. Στο σπίτι...στη δουλειά του Τζάσπερ..., παντού Έμετ!, συμπλήρωσα.
    Εξακολουθούσε να μου χαϊδεύει τα μαλλιά για να με ησυχάσει και δε σταμάτησε, παρά μόνο όταν αποκαμωμένη από τον πόνο, σκούπισα τα δάκρυά μου και τον κοίταξα στα μάτια. Το βλέμμα του ήταν βουτηγμένο στη θλίψη και τη συμπόνια. Δεν ήθελα να με λυπούνται. Δεν ήθελα να με λυπάται κανείς, αλλά οι ενέργειές μου είχαν ως αποτέλεσμα αυτό, όσο κι αν δεν το επιθυμούσα εγώ η ίδια.
    -Δεν θέλω να τρελαθώ., μουρμούρισα με φόβο. Αλλά τον έχω δει Έμετ.
    Για μια στιγμή κοντοστάθηκε σα να ήταν έτοιμος να πει κάτι, αλλά τελικά δε μίλησε. Τράβηξε μια παρατεταμένη ρουφηξιά από το τσιγάρο που είχε ανάμεσα στα δάχτυλά του και έστρεψε το βλέμμα του προς τη θάλασσα.
    Σουρούπωνε. Ο ουρανός έπαιρνε σταδιακά ένα πιο σκοτεινό χρώμα, καθώς ο πορτοκαλί πλέον ήλιος βουτούσε στα ήρεμα νερά, εκεί που σαν φιλί ενώνονταν ουρανός και θάλασσα. Μέσα μου επίσης σουρούπωνε, καθώς ένιωθα πως πλησίαζε η νύχτα, την οποία φοβόμουν απίστευτα πολύ. Ένας ακόμη εφιάλτης στη ζωή μου ήταν όταν ερχόταν το βράδυ. Το είχα συνδέσει μ’ εκείνον...
    -Μπέλα δεν θέλω να σκέφτεσαι έτσι., άκουσα τη φωνή του Έμετ λίγο αργότερα. Υποσχέσου μου ότι δεν θα σκέφτεσαι έτσι.
    -Η Άλις μου είπε να δω κάποιον ειδικό., είπα παίζοντας με τα δάχτυλά μου αμήχανα. Για να το λέει θα έχει δίκιο, έτσι;, περίμενα μια επιβεβαίωση αν και δεν ήθελα να την ακούσω.
    -Δεν ξέρω., ομολόγησε μπερδεμένος. Για να το λέει, θα έχει δίκιο, όμως εσύ τι νομίζεις; Το χρειάζεσαι;
    -Θέλω να το περάσω μόνη μου αυτό., παραδέχτηκα. Μέχρι τώρα έχω κάποιον να με στηρίζει και δε στέκομαι στα πόδια μου και αυτό με τσακίζει. Αν πάω σε γιατρό θα εξαρτώμαι από εκείνον μετά Έμετ. Δεν θέλω...δεν θέλω..., πρόφερα σιγανά εμποδίζοντας τα δάκρυά μου.
    -Αλήθεια Μπέλα. Πού τον είδες;, ρώτησε.
    -Δεν τον είδα Έμετ., απάντησα βραχνά. Νόμισα πως τον είδα., τόνισα την πρώτη λέξη. Στη δουλειά του Τζάσπερ.
    -Πού δουλεύει ο Τζάσπερ;
    -Σε μια φαρμακοβιομηχανία, όπου είναι νομικός σύμβουλος. Πήρε πρόσφατα προαγωγή., χαμογέλασα. Η Άλις χάρηκε πάρα πολύ, άλλωστε γι αυτό και το μεγάλο τους σπίτι.
    -Πού ακριβώς τον είδες; Θυμάσαι;, συνέχισε με ενδιαφέρον.
    -Έμετ, δεν μπορώ... Όσο περισσότερο τα φέρνω στο μυαλό μου είναι χειρότερα. Αμφιβολίες με κατακλύζουν και δεν μπορώ να ησυχάσω., παραδέχτηκα ακουμπώντας στην πλάτη της καρέκλας.
    Ήπιε λίγο από τον καφέ του παίζοντας με το κόκκινο καλαμάκι του.
    -Το επίθετο του Τζάσπερ ποιο είναι Μπέλα;
    -Χέιλ. Τζάσπερ Χέιλ., απάντησα. Γιατί;
    -Ήθελα να βεβαιωθώ., μου χαμογέλασε εγκάρδια. Είσαι εντάξει;
    Κατένευσα ανταποδίδοντας. Ένα ακόμη άτομο που βρισκόταν δίπλα μου έτοιμο να μου προσφέρει την αγάπη του ήταν ο Έμετ. Πώς τον απομάκρυνα έτσι από τη ζωή μου; Τον καλύτερο φίλο του Έντουαρντ;
    -Εσένα δε σου είχε πει τίποτα;, βρήκα το θάρρος να τον ρωτήσω. Φίλοι ήσασταν. Δεν σου είχε πει ποτέ αν τον απασχολούσε κάτι; Το οτιδήποτε., είπα με αγωνία.
    Κούνησε αρνητικά το κεφάλι παίρνοντας τα κλειδιά του αυτοκινήτου στα χέρια του.
    -Όποτε θελήσεις, πες μου να φύγουμε.
    -Ποτέ; Ποτέ δε σου είχε εκμυστηρευτεί κάτι; Τις τελευταίες μέρες;, ρώτησα και πάλι με μεγάλη αγωνία.
    -Δε μου είχε μιλήσει για τίποτα τέτοιο. Ποτέ Μπέλα. Αν ήξερα δεν θα προσπαθούσα να τον αποτρέψω;
    -Έχεις δίκιο., μουρμούρισα. Θα ήθελα πολύ να τα ξαναπούμε Έμετ., του είπα με ειλικρίνεια.
    -Να με πάρεις τηλέφωνο όποτε θελήσεις. Θα σου τηλεφωνώ κι εγώ., υποσχέθηκε.
    Κι έτσι η κουβέντα με τον Έμετ είχε φτάσει στο τέλος της. Με γύρισε στο σπίτι της Άλις και με μια αγκαλιά αποχαιρετιστήκαμε. Δεν είπαμε τίποτα άλλο, αλλά ούτε και κάτι που δεν ήξερα ήδη εγώ. Ήθελε να μου δώσει κουράγιο και να με κάνει να δω με άλλο μάτι τη ζωή με σκοπό να νιώσω καλά, όπως τότε. Η αλήθεια είναι πως είχα μια μικρή ελπίδα μέσα μου σχετικά με το αν του είχε πει κάτι ο Έντουαρντ. Ήταν πολύ καλοί φίλοι και έλεγε τα πάντα ο ένας στον άλλο. Δεν είχε παρατηρήσει τίποτα ο Έμετ τις τελευταίες ημέρες; Μήπως τελικά είναι μια επιπολαιότητα η αυτοκτονία του;, αναρωτήθηκα. Όχι. Δεν μπορεί. Εκείνο το βράδυ λίγες ημέρες πριν, γιατί είχε κάνει εκείνη την κουβέντα μαζί μου; Γιατί μου είχε πει πως θα με αγαπούσε ό,τι κι αν γινόταν; Αμφιβολίες και πάλι. Σκέψεις και αμέτρητα ερωτήματα με καραδοκούσαν, παρά τις προσπάθειές μου να τα αγνοώ. Ήταν αδύνατον να τα αγνοήσω.


    «Έντουαρντ, σου ορκίζομαι ότι δεν μπορώ άλλο. Δεν αντέχω. Γιατί το έκανες αυτό; Γιατί; Δεν θα πάψω να ρωτάω το λόγο. Θέλω μόνο μια αιτία και μετά ας πεθάνω. Δε με νοιάζει τίποτα άλλο. Μόνο γιατί. Γιατί αγάπη μου;», δάκρυσα με το βλέμμα μου προς τον έναστρο ουρανό. «Ξέρω ότι με ακούς. Ξέρω ότι είσαι εκεί πάνω άγγελέ μου. Το ξέρω. Έλα για λίγο μόνο και μετά φεύγεις. Ίσα-ίσα να δω ξανά το πρόσωπό σου για τελευταία φορά και να σε αποχαιρετήσω, όπως δεν πρόλαβα...όπως δε με άφησες...όπως δε μου έδωσες την ευκαιρία. Σε ικετεύω...δώσε μου ένα σημάδι. Σε εκλιπαρώ Έντουαρντ.», ξέσπασα. «Πάλι δε μου μιλάς; Τι έπαθες; Περιμένω...», είπα πιο δυνατά με άγρια φωνή. «Σου φωνάζω και δεν μ’ ακούς;», ρώτησα προς τον ουρανό βγάζοντας το κεφάλι μου έξω από το παράθυρο προσμένοντας να ακούσω κάτι.
    Κάποια στιγμή αισθάνθηκα την Άλις δίπλα μου, να στέκεται παγωμένη στη θέση της και να με κοιτάζει με βλέμμα κενό. Απομακρύνθηκα από το παράθυρο και απελπισμένη έπιασα το κεφάλι μου με ανησυχία.
    -Άλις δε μου μιλάει. Θύμωσε μαζί μου; Δεν του έκανα τίποτα..., απολογήθηκα απεγνωσμένα. Αλήθεια σου λέω... Δεν μαλώσαμε!
    Συνέχισε να με κοιτάζει προβληματισμένη και μόνο τότε το συνειδητοποίησα.
    Έπεσα άδεια στο πάτωμα σαν πούπουλο ξεσπώντας σε αναφιλητά, ενώ το σώμα μου τρανταζόταν από τις συσπάσεις. Δυνατές σουβλιές διαπερνούσαν την καρδιά μου θρυμματίζοντάς τη, κάνοντάς τη να αιμορραγεί, να πονά, να μη γαληνεύει. Ένιωθα το αίμα να αναβλύζει από μέσα της, να χύνεται στην ατμόσφαιρα και να μένει άδεια στο τέλος, χωρίς ένα δείγμα ζωής. Ο πόνος ήταν αφόρητος, ανυποχώρητος.
    -Πέθανε., επαναλάμβανα ξανά και ξανά μέχρι να το δεχθώ.
    Η Άλις προσπάθησε να με συνεφέρει αιχμαλωτίζοντας τα χέρια μου και ακινητοποιώντας με, συλλαβίζοντας με σταθερή και μαλακή φωνή το όνομά μου.
    -Μπέλα, κοριτσάκι μου, όλα είναι καλά. Άνοιξε τα ματάκια σου, σε παρακαλώ Μπέλα μου., έλεγε με καθησυχαστική φωνή.
    Η άρνησή μου δεν την παρακινούσε να υποκύψει, αλλά μάλιστα να προσπαθήσει περισσότερο.
    -Άνοιξε αργά τα μάτια σου, σε παρακαλώ. Μη με φοβάσαι, είμαι η Άλις η φίλη σου Μπέλα μου., συνέχιζε ακάθεκτη με τεράστια δύναμη ψυχής. Δεν θέλω να φοβάσαι κανέναν. Εγώ αγγίζω τα χέρια σου και θα σε αφήνω σιγά-σιγά, ώστε να σηκωθείς από το πάτωμα και να ξαπλώσεις στο κρεβάτι μαζί μου., ψιθύριζε γλυκά.
    Αισθανόμουν το ζεστό της δέρμα να απομακρύνεται από το δικό μου καυτό και τότε διστακτικά την κοίταξα στα μάτια. Το βλέμμα μου κατάπιε το δικό της σε μια προσπάθεια να κατανοήσω τι μπορεί να ένιωθε εκείνη τη στιγμή. Πήγα να πω κάτι, αλλά η αδυναμία της φωνής μου δεν μου επέτρεπε να προφέρω ούτε μία λέξη, ούτε μία φράση.
    -Δε χρειάζεται να πεις τίποτα., απάντησε με προσήνεια. Μην κουράζεις άλλο τον εαυτό σου Μπέλα. Μη. Σ’ αγαπάω. Δεν θέλω να πάθεις κάτι., είπε με παράπονο και με κόπο πάλεψε να κατευνάσει την ένταση στη χροιά της φωνής της.
    Πήρα μια βαθιά ανάσα γεμίζοντας άπληστα τα πνευμόνια μου με καθαρό αέρα και ξεστόμισα αυτό που έπρεπε.
    -Θα φύγω.
    -Ούτε να το σκεφτείς., επισήμανε με δάκρυα στα μάτια. Τέλος συζήτησης!, συμπλήρωσε και βημάτισε στο δωμάτιο.
    -Θέλω να δω έναν ειδικό., η φωνή μου έγινε χαμηλότερη κι από ψίθυρος.
    Τα μάτια της ζάρωσαν καθώς στράφηκε σε μένα.
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Emy+Robert
    Midnight Sun Vampire
    Midnight Sun Vampire
    Emy+Robert


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 29
    Αριθμός μηνυμάτων : 4680
    Registration date : 22/08/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

    No sound but the wind... Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: No sound but the wind...   No sound but the wind... I_icon_minitimeΤετ 31 Αυγ 2011 - 23:06

    Κεφάλαιο 7ο

    Μπέλα


    Αργά...βασανιστικά αργά...ανατριχιαστικά αργά πέρασε εκείνο το βράδυ, καθώς η γη ήταν να είχε σταματήσει να κινείται και να παρέμενε συνεχώς στην ίδια θέση. Το φεγγάρι έφεγγε χαμηλά δίνοντας ελάχιστο φως, ενώ τ’ αστέρια δεν διακρίνονταν καν στο σκοτεινό ουρανό. Κυριαρχούσε μαύρη πίσσα με μικρές ακτίνες φωτός από το φεγγάρι που πάλευε να μην το καταπιούν τα σκούρα σύννεφα. Ένα δροσερό αεράκι προκάλεσε το απαλό θρόισμα των φύλλων που βρίσκονταν έξω στη βεράντα και ο ψιθυριστός ήχος έφτασε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο.
    Κατά διαστήματα αισθανόμουν στο δέρμα μου το τρυφερό άγγιγμα της Άλις, που με τα ακροδάχτυλά της με χάιδευε ανεπαίσθητα γνωρίζοντας πως θα ηρεμούσα μόνο αν ένιωθα κάποιον δίπλα μου. Ένας μικρός λυγμός της ξέφυγε, όμως για να μην το πάρω είδηση προσποιήθηκε πως έβηξε και αναδύθηκε λίγο στο κρεβάτι, όπου είχαμε ξαπλώσει μαζί έπειτα από τη δήλωσή μου και τη διστακτική συναίνεσή της.
    Είχε στραφεί προβληματισμένα προς το μέρος μου και με ρώτησε αν ήμουν σίγουρη γι αυτό που είχα πει. Κατένευσα χωρίς να πω τίποτα άλλο και σε δευτερόλεπτα είχα βρεθεί στην αγκαλιά της. Δε μιλήσαμε άλλο, δεν είπε καμιά από τις δυο μας τίποτα. Θα έπρεπε να συμβιβαστώ με την ιδέα και να συμφιλιωθώ με αυτό που με στοίχειωνε. Την απουσία του.
    Τα μάτια μου τρεμόπαιξαν κάτω από το λιγοστό φως και αφέθηκα σε γλυκόπικρες αναμνήσεις.



    Οι πρώτες μας μεγάλες διακοπές ήταν ένα καλοκαίρι σε ένα ελληνικό νησί μετά από δέκα μήνες σχέσης. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη και όλα φάνταζαν σαν όνειρο στο μυαλό μου. Εγώ κι εκείνος μαζί, μακριά από κάθε τι οικείο, γνωστό. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω πως αυτός ήταν ο άνθρωπος, που σε κάθε του άγγιγμα το σώμα μου έτρεμε και όποτε αισθανόμουν το κορμί του κοντά στο δικό μου ξεχνούσα να αναπνεύσω. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω πως αυτός ήταν ο άνθρωπος, που μου είχε εκμηστυρευτεί ότι ήταν ερωτευμένος μαζί μου και τα αισθήματά μας ήταν αμοιβαία.
    Πυρετός προετοιμασίας κυριαρχούσε στο δωμάτιό μου μαζί με την Άλις, την καλύτερή μου φίλη από τα παιδικά μας χρόνια. Αμέτρητα φορέματα, δεκάδες ζευγάρια παπούτσια και καλλυντικά ήταν διάσπαρτα στο κρεβάτι μου και ολόγυρά μου, με σκοπό την τελική απόφαση του τι θα έπαιρνα μαζί μου το πολυπόθητο πενταήμερο διακοπών με τον...άντρα των ονείρων μου.
    Από το καραβάκι στο οποίο επιβιβαστήκαμε για να φτάσουμε στην Σαντορίνη, μπορούσα να διακρίνω το νησί καθώς πλησίαζαμε. Ήθελα εκείνες να ήταν οι ιδανικές διακοπές. Στην αγκαλιά του, πώς να μην ήταν;
    Η πρώτη μέρα ήταν η πιο επεισοδιακή του πενταημέρου. Αφού φτάσαμε και κάναμε το μπάνιο μας στις ακτές του νησιού και στις υπέροχες αμμώδη παραλίες, κανονίσαμε να βγούμε έξω το βράδυ για να γνωρίσουμε και τη νυχτερινή ζωή της Σαντορίνης, μιας και ήταν η πρώτη μας μέρα εκεί.
    -Το κορίτσι μου είναι έτοιμο;, άκουσα τη βελούδινη φωνή του που προερχόταν από το δωμάτιο.
    -Βγαίνω σε ένα λεπτάκι., απάντησα μέσα από το μπάνιο.
    Πέρασα τα χείλη μου μια ακόμη φορά με το lip-gloss και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα άνοιξα την πόρτα. Μόλις τον αντίκρισα μετάνιωσα που εξέπνευσα, καθώς ο αέρας είχε ήδη βγει από μέσα μου και δεν μπορούσα να τον ανακτήσω ξανά. Ένα θεσπέσιο, πανέμορφο πλάσμα, όμοιο με ελληνική θεότητα στεκόταν απέναντί μου. Το σκουρόχρωμο παντελόνι σε συνδυασμό με το λευκό πουκάμισό του και τα ατίθασα καστανόξανθα μαλλιά του συντελούσαν την απόλυτη, απερίγραπτη ομορφιά που θα ζήλευε ο οποιοσδήποτε. Ευχόμουν σιωπηλά να ήταν δίπλα μου η Άλις, ώστε να με τσιμπούσε για να σιγουρευτώ αν αυτό που είχα μπροστά μου ήταν πραγματικότητα ή όχι.
    Το βλέμμα του καρφώθηκε στο δικό μου μια παρατεταμένη στιγμή και έπειτα μου χάρισε ένα υπέροχο στραβό χαμόγελο, που μόνο εκείνος ήξερε. Η καρδιά μου φτερούγισε δυνατά χάνοντας έναν χτύπο όταν εισέπνευσα το άρωμά του.
    -Έτοιμη;, ρώτησε απαλά απλώνοντας το χέρι του στο δικό μου και κατένευσα αγγίζοντάς τον μαλακά.
    -Είσαι ό,τι πιο όμορφο έχω δει ποτέ στη ζωή μου..., ψιθύρισε, προκαλώντας ένα αμυδρό κοκκίνισμα στα μάγουλά μου.
    Αφού περπατήσαμε ανέμελα στα σοκάκια του νησιού, αποφασίσαμε να πιούμε ένα ποτό σε ένα μπαράκι με θέα τη θάλασσα και την απέραντη αμμουδιά. Καθίσαμε σε ένα σημείο απ’ όπου στα πόδια μας απλωνόταν η παραλία.
    Η αίσθηση του να έχω τον Έντουαρντ δίπλα μου χαμογελώντας μου, ακούγοντας τη βελούδινη φωνή του και κοιτάζοντας στα μάτια του την ίδια τη θάλασσα ήταν μοναδική. Μία αίσθηση που δεν θα άλλαζα με τίποτα στον κόσμο, ό,τι κι αν γινόταν. Οι απλές κινήσεις του, οι απλές εκφράσεις στο πρόσωπό του μου έκοβαν την ανάσα.
    Μία κηλίδα ιδρώτα έτρεχε κατά μήκος του προσώπου του ξεκινώντας από το μέτωπό του. Η προσοχή μου κατά παράδοξο τρόπο εστίασε εκεί και επανήλθα στην πραγματικότητα όταν παρατήρησα πως ένα ζευγάρι μάτια λίγα μέτρα πιο πέρα ήταν καρφωμένα σε μας ή καλύτερα σ’ εκείνον. Δεν έδωσα σημασία στην αρχή, αλλά το τερατάκι της ζήλιας σκάλιζε τα σωθικά μου δίνοντάς μου μηνύματα έκτακτης ανάγκης.
    Αν και καθιστή, φαινόταν ψηλή, ήταν αδύνατη με ένα μικροσκοπικό ροζ φόρεμα να καλύπτει τα επίμαχα σημεία της και με μακριά κατάμαυρα μαλλιά που έπεφταν ανέμελα στους τετραγωνισμένους της ώμους. Δεν είχε πάρει στιγμή το βλέμμα της από πάνω του και όσο περνούσε η ώρα γινόταν όλο και πιο εκνευριστικό, καθώς δεν μας άφηνε σε ησυχία.
    Ήμουν σίγουρη πως ο Έντουαρντ είχε παρατηρήσει την καλλονή που τον ατένιζε από μακριά, καθώς η ατμόσφαιρα μεταξύ μας γέμισε με αμηχανία. Έπινε πιο αργά το ποτό του και δεν έπαιρνε στιγμή το βλέμμα του από τη θάλασσα, με σκοπό να μη βλέπει εκείνη.
    -Όλα καλά;, ρώτησα δήθεν αδιάφορα πίνοντας μονορούφι το ποτό μου.
    -Όλα καλά αγάπη μου., απάντησε παλεύοντας να χαμογελάσει.
    Δεν θα μπορούσα σε καμία περίπτωση να συναγωνιστώ την ομορφιά της άλλης. Ήταν μια καθαρά μεσογειακή γυναίκα με έντονο μαύρισμα στο γυαλιστερό της δέρμα και με μεγάλα προκλητικά πράσινα μάτια που διακρίνονταν από μακριά. Είχα αρχίσει να ιδρώνω από την ένταση που με διακατείχε και από τη ζήλια που από ώρα γαργαλούσε την καρδιά μου.
    -Δεσποινίς, μου φέρνετε άλλο ένα ποτό;, ζήτησα αστραπιαία από τη σερβιτόρα.
    -Και δεύτερο;, τον άκουσα να λέει εξακολουθώντας να μη με κοιτάζει.
    -Ναι. Διακοπές είμαστε..., είπα όσο πιο ανάλαφρα μπορούσα.
    Η κοπέλα μου προσέφερε το ποτό που ζήτησα και μέσα σε πέντε λεπτά το είχα μόλις τελειώσει.
    -Μου φέρνετε ακόμη ένα;, ξαναείπα στη σερβιτόρα.
    -Κι άλλο Μπέλα;, με ρώτησε με ενδιαφέρον αντικρίζοντάς με επιτέλους.
    -Αφού είμαστε διακοπές. Άσε με να το χαρώ λίγο..., μουρμούρισα σαν να μη συνέβαινε τίποτα.
    Η ματιά του έπεσε σ’ εκείνη και κοντοστάθηκε για μερικά δευτερόλεπτα. Μόλις η σερβιτόρα έφερε το ποτό μου, πήρε ευθύς τη ματιά του και στράφηκε ξανά προς τη θάλασσα.
    -Πολύ λιγομίλητος είσαι σήμερα..., σχολίασα πίνοντας το μισό ποτήρι.
    -Είμαι λιγάκι κουρασμένος από το ταξίδι...
    -Γιατί δεν παίρνεις άλλο ένα ποτό; Εγώ θα έπινα ένα ακόμη., είπα αδειάζοντας όλο το περιεχόμενο και ζητώντας ακόμη ένα.
    -Μπέλα είσαι καλά; Τέσσερα ποτά θα πιεις;
    -Σου φαίνομαι να έχω κάτι; Αισθάνομαι μια χαρά!, τραύλισα λιγάκι ζαλισμένη.
    Ήδη είχα αρχίσει να ζαλίζομαι, αλλά δεν θα το άφηνα να με νικήσει. Τη στιγμή που έπιασα στα χέρια μου το ποτό, το ήπια όλο με μια ανάσα. Ο λαιμός μου κάηκε από τη γεύση του δυνατού οινοπνεύματος και έκλεισα για λίγο τα μάτια μου ώστε να καλμάρω το κάψιμο που ένιωθα.
    -Πάμε να φύγουμε., είπε απαιτητικά. Τι έχεις πάθει; Μου λες;
    -Δεν έχουμε να πάμε πουθενά κύριε Κάλεν., του αντιγύρισα.
    -Μπέλα συγκεντρώσου. Πες μου, τι έχεις;
    -Έρχομαι..., είπα κελαηδιστά και έτεινα σηκωθώ.
    -Κάθισε κάτω., είπε εμφανώς νευριασμένος με τη στάση μου. Πού πας;
    -Στην τουαλέτα θα πάω... Μήπως θέλεις να έρθεις;, είπα ειρωνικά και δεν απάντησε, παρά μόνο ξεφύσησε.
    Με μεγάλη προσπάθεια κατάφερα να φτάσω στις τουαλέτες χωρίς να δείξω πως με είχε πειράξει το ποτό που ήπια ή καλύτερα, τα ποτά που ήπια. Τα πόδια μου με πονούσαν αφόρητα και όλα γύρω μου γύριζαν όλο και πιο γρήγορα. Έριξα νερό στο πρόσωπό μου μήπως και διώξω τη ζαλάδα και με το κεφάλι ψηλά βγήκα να αντιμετωπίσω την κατάσταση. Αφού πήρα άλλο ένα ποτό από το μπαρ, πλησίασα στο τραπέζι μας. Σήκωσε το βλέμμα του, το οποίο εστίασε αμέσως στο ποτήρι που είχα στα χέρια μου.
    -Μπορείς να μου πεις στο καλό συμβαίνει εδώ;, είπε νευριασμένα. Τι θέλεις να δείξεις πίνοντας τόσο πολύ επιτέλους;
    Δεν είπα απολύτως τίποτα και κάθισα στην καρέκλα ανακουφισμένη που κατάφερα και έφτασα ως εκεί, καθώς δεν ήμουν σίγουρη αν τα πόδια μου ήταν σε θέση να με κρατήσουν όρθια κι άλλο. Αισθανόμουν όλο μου το κορμί μουδιασμένο και με δυσκολία βαστούσα το ποτό στα χέρια μου.
    -Μπέλα συγκεντρώσου., ξαναείπε πιο αυστηρά.
    -Μπα μπα...τι βλέπω...η κοπελίτσα πού πήγε;, τον ρώτησα τη στιγμή που παρατήρησα πως εκείνη είχε φύγει.
    Ήθελα να βάλω τα κλάματα και με ηράκλειες προσπάθειες πέτυχα να μην τα αφήσω να ξεχυθούν. Από το μυαλό μου περνούσαν διάφορα τρελά σενάρια, όπως ότι όσο έλειπα είχαν κανονίσει ραντεβού μετά από εδώ. Το βλέμμα του σκοτείνιασε μόλις αντίκρισε το δικό μου.
    -Είσαι καλά;, απαίτησε να μάθει με ολοφάνερα νεύρα. Τι λες Μπέλα;
    -Έλα, μη μου πεις ότι δεν την είδες! Τόση ώρα δεν πήρε τα μάτια της από πάνω σου!, σχολίασα με ειρωνεία και ξέσπασα σε ένα τρανταχτό γέλιο.
    Δεν μπορούσα να ελέγξω τα συναισθήματά μου εκείνη τη στιγμή και με σκοπό να μην προδώσω το τι πραγματικά ένιωθα, έδειχνα το ακριβώς αντίθετο. Η καρδιά μου σφυροκοπούσε, είχε αυξήσει επικίνδυνα τους χτύπους της και τα χέρια μου είχαν αρχίσει να παραλύουν. Παρ’ όλα αυτά δεν το έβαζα κάτω, αλλά συνέχιζα να γελάω προκαλώντας τον.
    Ομολογώ πως είχε ανησυχήσει στ’ αλήθεια και τα νεύρα του ήταν δικαιολογημένα τη δεδομένη στιγμή, καθώς δεν έδινα ξεκάθαρες απαντήσεις. Προσπαθούσε να συγκρατηθεί και να μη βγει εκτός εαυτού, που πλέον όλο το μαγαζί σχολίαζε εμένα και την περίεργη συμπεριφορά μου.
    -Πάμε να φύγουμε., δήλωσε κοιτώντας με παρακλητικά στα μάτια.
    -Δεν πάω πουθενά μαζί σου!, χτύπησα το χέρι μου στο τραπέζι.
    Ήπια όσο ποτό είχε απομείνει και σηκώθηκα παίρνοντας την τσάντα μου στα χέρια.
    -Μπέλα, σε παρακαλώ. Πες μου τι έπαθες..., με παρακάλεσε τρομερά ανήσυχος πιάνοντας το χέρι μου.
    Αποδέσμευσα το χέρι μου από το κράτημά του, έβγαλα μερικά χρήματα από την τσάντα μου πετώντας τα στο τραπέζι και έτεινα να φύγω, αλλά με σταμάτησε και πάλι. Διάβαζα στα μάτια του αγωνία, άγχος, ένταση.
    -Τι συμβαίνει;, ψιθύρισε απαλά.
    -Δε χρειάζεται να με γυρίσεις πίσω. Μπορείς να πας αμέσως σ’ εκείνη!, ανταπάντησα και τα πρώτα δάκρυα έκαναν την εμφάνισή τους.
    Χωρίς να περιμένω τίποτα άλλο, έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα φεύγοντας από κοντά του. Άκουγα κάποιες στιγμές το όνομά μου, σαν να με φώναζε κάποιος, αλλά στην κατάσταση που ήμουν δεν ήταν δυνατόν να καταλάβω αν ήταν ψευδαισθήσεις ή η πραγματικότητα. Κατέβηκα στην παραλία βηματίζοντας χωρίς ισορροπία, καθώς τα πόδια μου βούλιαζαν στη μαλακή άμμο εμποδίζοντάς με να πάω πιο γρήγορα. Τα αναφιλητά μου γίνονταν όλο και πιο έντονα και με κόπο έφτασα σε ένα σχετικά απόμερο μέρος της παραλίας και κάθισα κλαίγοντας. Έβγαλα με αργές κινήσεις τα σανδάλια μου και τα πέταξα κάπου στην άκρη, ενώ μάζεψα τα γόνατά μου κοντά στο στήθος μου και κλειδώνοντας τα χέρια μου γύρω τους.
    Η θάλασσα ήταν μαύρη τώρα με μοναδική εξαίρεση μερικά σημεία της στα οποία αντανακλούσε το κίτρινο φεγγάρι. Ήταν ήρεμη, γαλήνια και δεν ακουγόταν τίποτα στον ορίζοντα. Βασίλευε σιωπή. Απόλυτη σιωπή, την οποία όμως έσπασε ένας χαμηλός ψίθυρος.
    -Μπέλα...
    Έκλεισα τα μάτια μου όσο πιο σφιχτά μπορούσα για να διώξω αυτό που νόμιζα για όνειρο.
    -Μπέλα γιατί το έκανες αυτό;, άκουσα και πάλι τη φωνή πιο κοντά μου.
    Η ματιά μου συνάντησε τη δική του για δευτερόλεπτα και έπειτα στράφηκα προς την άλλη πλευρά. Γονάτισε μπροστά μου και το χέρι του ταξίδεψε από την κορυφή των μαλλιών μου μέχρι τα χείλη μου ανοίγοντάς τα ελαφρά.
    -Τα έκανα θάλασσα..., κατάφερα να αρθρώσω και μια σταγόνα από δάκρυ μούσκεψε το δάχτυλό του. Σε έκανα ρεζίλι..., θύμωσα με τον εαυτό μου.
    -Αντί να σκέφτεσαι εσένα, σκέφτεσαι εμένα;, ρώτησε απαλά. Πες πως δεν έγινε τίποτα..., συνέχισε χαϊδεύοντας τρυφερά τη βάση του λαιμού μου.
    -Μου θύμωσες;, τον κοίταξα.
    -Θα έπρεπε. Δεν περίμενα να σκεφτείς ποτέ έτσι για μένα. Δεν σου έχω δώσει το δικαίωμα...
    -Ήταν πανέμορφη..., μονολόγησα παίρνοντας το βλέμμα μου από εκείνον, αλλά αμέσως με έστρεψε ξανά προς το μέρος του.
    -Εσύ είσαι για μένα πανέμορφη και δεν ακούω αντιρρήσεις., μισοχαμογέλασε. Αλλά έτσι όπως πας...θα χαλάσεις το υπέροχο πρόσωπό σου..., είπε γλυκά.
    -Ωχ...μουτζουρώθηκα., συνειδητοποίησα πανικόβλητη σκουπίζοντας τα μάτια μου.
    -Ηρέμησε...είσαι κούκλα..., σχολίασε ψιθυριστά κοντά στο αυτί μου.
    -Έντουαρντ..., τραύλισα. Συγγνώμη, συγγνώμη...
    Τα χείλη του σφράγισαν με ορμή τα δικά μου, παρασέρνοντάς τα σε ένα παθιασμένο φιλί, που όμοιό του δεν είχαμε δώσει ξανά. Τα χέρια μου βρέθηκαν να αγκαλιάζουν κυκλικά το σβέρκο του και να ανακατεύουν τα μεταξένια του μαλλιά. Ένιωσα στην πλάτη μου την κρύα άμμο όταν ξαπλώσαμε σ’ αυτή χωρίς να αποχωρίζεται ο ένας τον άλλο. Η φωτιά ανάμεσά μας ανάβλυζε σαν πυροτέχνημα καθώς τον έσφιγγα όλο και πιο πολύ κοντά μου, ενώ ταυτόχρονα πίεζα ολοένα και πιο δυνατά τα χείλη μου στα δικά του για να γευτώ καλύτερα την απερρίγραπτη γεύση τους, που ήταν σαν ναρκωτικό για μένα. Ήθελα να γευτώ ολότελα την προσωπική δόση της ηρωίνης μου, χωρίς την οποία αισθανόμουν μισή.

    Ο ήχος από το ξυπνητήρι ήχησε δυνατά στα αυτιά μου και κατάλαβα πως η Άλις είχε σπεύσει να το κλείσει. Έτριψε μαλακά τον ώμο μου και σηκώθηκε από δίπλα μου βγαίνοντας από το δωμάτιο.
    -Άλις!, την πρόλαβα. Πότε θα πάμε;
    -Όποτε είσαι έτοιμη...
    -Θα γυρίσουμε στη Νέα Υόρκη; Στο σπίτι μου;, τη ρώτησα γεμάτη αγωνία.
    -Μόνο αν θέλεις...
    -Θέλω Άλις! Θέλω να γυρίσω! Να ετοιμάσω τα πράγματά μου;
    -Αν το θέλεις πολύ, ναι. Οπότε θα κανονίσουμε εκεί για...να δεις κάποιον., δίστασε. Θα τηλεφωνήσω σήμερα κιόλας και θα σε ειδοποιήσω., υποσχέθηκε αφήνοντάς με.

    *~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*

    Μέχρι το απόγευμα οι βαλίτσες μου ήταν έτοιμες και κανονίστηκε πως θα φεύγαμε την επόμενη μέρα το μεσημεράκι. Η Άλις θα ερχόταν μαζί μου να μείνει μερικές ημέρες -αν και της το αρνήθηκα- και θα ερχόταν μαζί μου στο πρώτο ραντεβού με τον γιατρό. Μου είπε πως ήταν ένας εξαιρετικός επαγγελματίας και με πολύ καλή φήμη.
    -Μου τον σύστησε η Χάιντι., ανέφερε. Θα σε βοηθήσει πολύ Μπέλα μου. Έχει αρκετά πτυχία στο βιογραφικό του και από την ολιγόλεπτη συνομιλία μας φαίνεται και πολύ ευγενικός ο κύριος Μπλακ. Δεν υπάρχει λόγος να αγχώνεσαι..., με καθησύχασε.
    Στο τέλος της κουβέντας μας, είχε φτάσει ο Τζάσπερ στο σπίτι εξαιρετικά προβληματισμένος.
    -Με στέλνουν στη Βοστώνη..., ανακοίνωσε μόλις μπήκε στο σπίτι..
    -Τζάσπερ, τι λες;, τον πλησίασε η Άλις.
    -Με διώχνουν από εδώ και με στέλνουν στο άλλο υποκατάστημα, στη Βοστώνη!, δήλωσε υψώνοντας τον τόνο της φωνής του.
    -Μα...γιατί;, δαγκώθηκε η Άλις. Έτσι, χωρίς λόγο;, αναφώνησε κοιτώντας τον σοκαρισμένη.
    Τα λόγια του γυρνούσαν ξανά και ξανά στο μυαλό μου, αλλά δεν καταλάβαινα τι ήθελε να πει. Στη Βοστώνη; Πώς θα τον έστελναν εκεί;
    -Γιατί λένε πως υπάρχει έλλειψη προσωπικού και πως μόνο εμένα θα μπορούσαν να στείλουν.
    -Αν δε δεχτείς, θα σε απολύσουν;, τον ρώτησε ανήσυχα η φίλη μου.
    -Μου προσφέρουν διπλάσιο μισθό και επιπλέον όλα τα έξοδα για ένα άλλο σπίτι της αρεσκείας μας.
    -Τζάσπερ, τι λες;, τον κοίταξε σοκαρισμένη, το ίδιο κι εγώ.
    Για μια στιγμή σκέφτηκα πως ίσως αστειευόταν, όμως η απάντησή του με διέψευσε.
    -Στην αρχή αρνήθηκα λέγοντας πως τώρα έφτιαξα τη ζωή μου εδώ και πως αγόρασα και ένα σπίτι, το οποίο μόλις ολοκλήρωσα, αλλά μου είπαν πως είναι πολύ σημαντικό να πάω εγώ εκεί. Αλλιώς θα αναγκαστούν να στείλουν έναν άλλον συνάδελφο που έχει ολόκληρη οικογένεια και τα οικονομικά του δεν είναι καλά, όπως τα δικά μας... Το ξέρω κι εγώ αυτό. Έχει τρία παιδιά..., μονολόγησε σκεπτικός.
    -Και τώρα τι κάνουμε;, προβληματίστηκε η Άλις.
    Το βλέμμα της έπεσε αμήχανα επάνω μου, σαν να περίμενε να της δώσω εγώ την απάντηση που ζητούσε.
    -Μας προσφέρουν πολλά πράγματα, αλλά δεν ξέρω τι να πω. Έχει τόσα πολλά λεφτά η εταιρεία σας;, στράφηκε στον Τζάσπερ.
    -Είναι μεγάλος ο όμιλος Άλις. Φυσικά και έχει! Και μάλιστα διάβασα πως στο χρηματιστήριο οι μετοχές ανεβαίνουν όλο και περισσότερο, μέρα με τη μέρα.
    Βημάτισε με χαμηλωμένο το κεφάλι μέχρι τον καναπέ και κάθισε σκεπτική. Ο Τζάσπερ τη μιμήθηκε και στάθηκε δίπλα της, τρίβοντάς της την πλάτη.
    -Είναι μεγάλο βήμα Τζάσπερ., τον αντίκρισε. Πώς να φύγουμε έτσι στα ξαφνικά από εδώ; Τώρα ξεκινήσαμε μια νέα ζωή. Πώς να την αφήσουμε πίσω;, έπεφταν σαν βροχή οι δισταγμοί της.
    -Έχεις δίκιο αγάπη μου..., την αγκάλιασε. Αλλά δεν ξέρω τι να κάνω..., απελπίστηκε κι εκείνος.
    -Αν το αποφασίσουμε, πότε πρέπει να μετακομίσουμε;, τον ρώτησε.
    -Αφού βρούμε σπίτι, το συντομότερο δυνατό...
    Ασυναίσθητα, η ματιά της συνάντησε τη δική μου και ορκίζομαι πως διάβασα διχασμό μέσα της. Η Βοστώνη ήταν πιο κοντά στη Ν. Υόρκη που έμενα εγώ, αλλά αν έμπαινε στη μέση η μετακόμιση, θα ήταν αδύνατο να βλεπόμαστε συχνά, ειδικά τότε που θα έκανα τα πρώτα μου βήματα με την καθοδήγηση του γιατρού. Ήμουν σίγουρη πως αυτό είχε στο μυαλό της και πως αποτελούσε έναν από τους λόγους, που την έκαναν να διστάζει.
    -Όλα θα πάνε καλά., την καθησύχασα χαρίζοντάς της ένα πλατύ χαμόγελο και δίνοντάς της το μήνυμα πως κατάλαβα τι ένιωθε και τι σκεφτόταν. Θα είμαι μια χαρά., παραδέχτηκα μπλέκοντας τα χέρια μου στα δικά της.
    Πήγε κάτι να πει, όμως τη σταμάτησα αμέσως.
    -Θα είμαι μια χαρά., επανέλαβα αργά.
    -Άρα λοιπόν..., με κοίταξε μια στιγμή. Καθ’ οδόν για Βοστώνη αύριο, θα μας αφήσεις στη Ν. Υόρκη με την Μπέλα., είπε με ευθυμία γυρνώντας στον Τζάσπερ. Να δούμε την περιοχή και μετά αποφασίζουμε! Τι λες;
    -Ό,τι πεις εσύ!, συμφώνησε εκείνος με ένα πεταχτό φιλί στα λεπτά της χείλη.
    Το πόσο γρήγορα μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα από τη μια στιγμή στην άλλη, το κατάλαβα ακόμη μία φορά στο πλευρό των καλών μου φίλων. Όσο αναπάντεχα και αιφνίδια έφυγε εκείνος από τη ζωή, έτσι ξαφνικά άφηναν κι αυτοί πίσω τη ζωή τους στην Ουάσινγκτον. Όπως σε μένα, έτσι και στους άλλους η μοίρα επιφύλασσε απροσδόκητες καταστάσεις. Μόνο που σε μένα, το έλεός της ήταν μηδαμινό.
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    Emy+Robert
    Midnight Sun Vampire
    Midnight Sun Vampire
    Emy+Robert


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 29
    Αριθμός μηνυμάτων : 4680
    Registration date : 22/08/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

    No sound but the wind... Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: No sound but the wind...   No sound but the wind... I_icon_minitimeΚυρ 13 Μάης 2012 - 20:45

    Κεφάλαιο 8ο

    Μπέλα

    Τζέικομπ Μπλακ. Αυτό το όνομα περιστρεφόταν στο μυαλό μου ξανά και ξανά. Ένας κόμπος κατακάθισε στο στομάχι μου και το αίσθημα του πανικού με κατέβαλλε. Ήμουν σίγουρα έτοιμη να μάθω την αλήθεια; Μήπως πράγματι ήμουν τρελή; Η Άλις μου είχε πει πως ο γιατρός αυτός ήταν ψυχίατρος. Τι δουλειά είχα εγώ σε έναν τέτοιο γιατρό;
    -Άλις..., κοντοστάθηκα. Θα μου κάνει σίγουρα καλό;, τη ρώτησα αγωνιωδώς.
    -Μετάνιωσες; Δε θέλεις να μπούμε;, είπε.
    -Όχι, είμαι εντάξει., πήρα μια ανάσα ακουμπώντας στην πλάτη του βολικού καναπέ του ιατρείου.
    Το πρώτο που κάναμε αφού φτάσαμε στη Νέα Υόρκη και εγκατασταθήκαμε στο σπίτι μου, ήταν να επισκεφτούμε αμέσως τον γιατρό. Η Άλις δε με πίεσε και ούτε με ανάγκασε. Η επιμονή ήταν δική μου, αν και όταν περίμενα έξω από την πόρτα, το άγχος και η απελπισία με καταλάμβαναν σταδιακά, παίρνοντας τη θέση του θάρρους που είχα στην αρχή.
    Τι θα έλεγα στον γιατρό; Πώς θα ξεκινούσα; Θα του εξιστορούσα ό,τι είχε συμβεί μέχρι τότε; Θα έπρεπε να τα επαναφέρω και πάλι στη μνήμη μου; Θα ήμουν αναγκασμένη να του μιλήσω για το παρελθόν; Αυτό θα με βοηθούσε;
    -Τί σκέφτεσαι;, ρώτησε απαλά η Άλις, περνώντας το χέρι της στον ώμο μου.
    -Τι δουλειά έχω εδώ..., ψέλλισα κοιτάζοντας γύρω μου. Νομίζω πως αρχίζω και το μετανιώνω...
    -Θέλεις να φύγουμε;, με κοίταξε στα μάτια.
    Κούνησα αρνητικά το κεφάλι.
    -Απλά...φοβάμαι Άλις...
    -Δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα., είπε με στόμφο. Θα σου δώσει συμβουλές και αν στην πορεία δεις πως δεν μπορείς άλλο, το σταματάς. Δεν είσαι υποχρεωμένη να κάνεις κάτι που δε σ’ ευχαριστεί...
    Κατένευσα σκεπτική γυρίζοντας αλλού τη ματιά μου. Ο χώρος ήταν ζεστός, οικείος. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με ένα απαλό γαλάζιο χρώμα που γαλήνευε και υπήρχαν μερικά βάζα με όμορφα λουλούδια που διακοσμούσαν τις γωνίες του δωματίου. Λίγο πιο πέρα είχε ένα μεγάλο, μισάνοιχτο παράθυρο με λευκές κουρτίνες, που ανέμιζαν με την πνοή του ανέμου. Το βλέμμα μου εστίασε εκεί για μερικά δευτερόλεπτα και παρασύρθηκα σε αναμνήσεις. Όμορφες αναμνήσεις, νοσταλγικές...
    -Άλις, όλα έτοιμα; Σε λίγο έρχεται!, είπα με αγωνία στη φίλη μου τρέμοντας από το άγχος.
    -Κοίτα με στα μάτια!, με πρόσταξε κρατώντας με από τα χέρια. Θα προλάβουμε! Μην αγχώνεσαι! Μόνο η τούρτα μένει, την οποία θα φέρει από λεπτό σε λεπτό ο Έμετ. Εντάξει;
    -Εντάξει!, συναίνεσα αμέσως λιγάκι καθησυχασμένη.
    Εκείνη η μέρα ήταν τα γενέθλιά του κι έτσι διοργάνωσα ένα μικρό πάρτυ στο σπίτι μας προσκαλώντας αρκετούς κοινούς μας φίλους. Τα είχα κανονίσει όλα με την πολύτιμη βοήθεια της Άλις και ήθελα κάθε τι να πήγαινε έξοχα. Η διακόσμηση ήταν έτοιμη από νωρίς, με μπαλόνια που έγραφαν το όνομά του, χρωματιστές κορδέλες στους καναπέδες και έναν μεγάλο μπουφέ που περιλάμβανε κάθε είδους γλυκίσματα και μη.
    Ήθελα να τον βλέπω χαρούμενο δίπλα μου, ευτυχισμένο και απολύτως ικανοποιημένο με τη ζωή μας. Σαν δώρο Θεού φάνταζε στο μυαλό μου το γεγονός ότι συνάντησα έναν τέτοιον άνδρα και μάλιστα ότι λάμβανα ανταπόκριση από εκείνον. Το πάρτυ γενεθλίων ήταν το λιγότερο που θα μπορούσα να του προσφέρω. Μέρες πριν έκανα υπολογισμούς στα άτομα, στα φαγητά, στη διακόσμηση και στην τούρτα. -Η πόρτα! Λες να ήρθε;, είπα με τρόμο τρέμοντας. Άλις! Ήρθε;, φώναξα.
    -Όχι βρε Μπέλα! Ηρέμησε! Ο Έμετ είναι! Στο δρόμο θα είναι τώρα ο Έντουαρντ..., απάντησε απελπισμένη με τις φωνές μου.
    Βγήκα από την κουζίνα και παρατήρησα πως κι άλλοι καλεσμένοι είχαν έρθει. Έσπευσα να τους υποδεχτώ και όλη αυτή η αίσθηση ήταν τόσο μαγική γύρω μου.
    -Φαντάζομαι πόσο πολύ τον αγαπάς..., είπε γλυκά η Τζέην χαϊδεύοντας τον ώμο μου.
    Κούνησα θετικά το κεφάλι μου χαμογελώντας της εγκάρδια. Η Άλις με πλησίασε ψιθυρίζοντας στο αυτί μου πως σε λίγο θα κατέφθανε.
    -Λοιπόν!, είπα δυνατά. Έμετ χαμήλωσε σε παρακαλώ τη μουσική., του ζήτησα και στράφηκα στο πλήθος, με αποτέλεσμα όλοι να γυρίσουν προς το μέρος μου. Πρώτα απ’ όλα, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω όλους έναν-έναν ξεχωριστά που μας τιμήσατε με την παρουσία σας για τα γενέθλια του...Έντουαρντ., είπα το όνομά του και πεταλουδίτσες εμφανίστηκαν χαμηλά στην κοιλιά μου. Από λεπτό σε λεπτό θα είναι εδώ κι έτσι για να μην χαλάσουμε την έκπληξη, θα σβήσω τα φώτα και θα στηθούμε όλοι μας απέναντι από την πόρτα., κατένευσαν σχηματίζοντας ένα όμορφο χαμόγελο στα πρόσωπά τους. Ευχαριστώ πολύ και πάλι παιδιά!, τελείωσα πηγαίνοντας για να σβήσω όλα τα φώτα.
    Κράτησα την τούρτα στα δυο μου χέρια με προσοχή, περιμένοντας με αγωνία το σύνθημα του Έμετ, που τον είχε ακούσει να παρκάρει στο γκαράζ του σπιτιού. Ακούγονταν διάφοροι χαμηλοί ψίθυροι από τους φίλους μου κι αυτό με γέμιζε με τεράστια ικανοποίηση που κατάφερα να ολοκληρώσω όλο αυτό που είχα στο μυαλό μου. Συνεπαρμένη στις σκέψεις μου, η τούρτα που κρατούσα είχε γείρει στο πλάι και ήθελε λίγο ακόμη, ώστε να μου πέσει στο πάτωμα. Με μια γρήγορα κοφτή κίνηση τη σήκωσα ψηλά στο στήθος μου.
    -Όλα καλά;, ρώτησε η Άλις που στεκόταν όρθια πίσω μου.
    -Μέχρι να έρθει, δεν μπορώ να απαντήσω θετικά στην ερώτησή σου., απάντησα ξεφυσώντας και προκαλώντας ένα σιγανό γέλιο σ’ εκείνη.
    -Είσαι απίστευτη!, μουρμούρισε.
    Περίπου δύο λεπτά αργότερα, ο Έμετ μας ειδοποίησε πως είχε φτάσει κι έπαιρνε το ασανσέρ. Η καρδιά μου κάλπαζε σαν τρελή και από την αγωνία και το άγχος άρχισα να ζαλίζομαι. Τα βήματα έξω από την πόρτα γίνονταν όλο και πιο έντονα, ακούγοντάς τα ολοένα και πιο κοντά. Ακούστηκε ένας ήχος στην κλειδαριά και η πόρτα άνοιξε. Κοντοστάθηκε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου και άναψε τα φώτα.
    -Έκπληξη!!!, αναφώνησαν όλοι πετώντας κομφετί και κορδέλες σε όλο το σαλόνι.
    Εκείνος είχε μείνει άναυδος να τους κοιτάζει όλους αποσβολωμένος. Μέσα στο γκρι κοστούμι του, του οποίου το σακάκι κρατούσε στο ένα χέρι και στο λευκό πουκάμισο που αγκάλιαζε το σώμα του ήταν ό,τι ποθούσε κάθε γυναίκα. Στο άλλο χέρι του κρατούσε μια μεγάλη ανθοδέσμη με τριαντάφυλλα. Το βλέμμα του έπεσε ευθύς επάνω μου και διέκρινα μια λάμψη στη ματιά του, που υποδήλωνε συγκίνηση. Περιτριγυρίστηκε από όλους, με εμένα να τον πλησιάζω αργά, τείνοντας την τούρτα προς το μέρος του. Μόλις είδε το σχέδιο, έκλεισε τα μάτια του με ένα πλατύ χαμόγελο και ψιθύρισε αυτό που έλεγε η τούρτα: «Υπόσχομαι να σε αγαπώ για πάντα. Κάθε μέρα του πάντα. Χρόνια Πολλά.» Τελείωσε τη φράση του και κοίταξε για άλλη μια φορά τριγύρω του, χωρίς να το πιστεύει.
    -Ευχή!, φώναξε η Στέφανι.
    -Ναι ναι! Κάνε μια ευχή πριν σβήσεις το κεράκι!, συναίνεσε η Κέιτ.
    -Τι λέτε;, είπε ο Τάηλερ κάνοντας μια γκριμάτσα. Τι ευχή να κάνει;
    -Πρέπει να κλείσει τα μάτια και να κάνει μια ευχή από μέσα του!, απάντησε η Χάιντι.
    -Ακριβώς. Κάτι που θέλει πολύ!, συνέχισε ο Μπεν κλείνοντάς του το μάτι.
    Ο Έντουαρντ στράφηκε σε μένα με βλέμμα που έλαμπε, έπειτα κλείδωσε τα μάτια του και ακολούθησε σιωπή από όλους για μερικά δεύτερα, μέχρι που τα ξανάνοιξε. Σειρά πήρε το τραγουδάκι γενεθλίων από τα στόματα όλων. Ένιωθα τόσο ευτυχισμένη και παρατήρησα πως η δική μου ευτυχία αντανακλούνταν και στα μάτια του Έντουαρντ.
    -Μαζί..., ψιθύρισε και με μια ανάσα σβήσαμε το κεράκι της τούρτας.
    Στη στιγμή, τα χείλη του έψαξαν για τα δικά μου, παρασέρνοντάς τα σε έναν ξέφρενο ρυθμό που μιμούνταν τους ήχους της μουσικής που μόλις είχε αρχίσει να παίζει. Κράτησα την τούρτα με το ένα μου χέρι μου και με το άλλο τον αγκάλιασα. Η ομήγυρη ξέσπασε σε ένα έξαλλο χειροκρότημα και διάφορες ευχές για «Χρόνια Πολλά» πλανιόνταν στον αέρα.
    -Τι είναι όλο αυτό;, είπε τελικά αφού σταμάτησε το φιλί μας για να πάρουμε από κοινού μιαν ανάσα. Δε σε πιστεύω...
    -Υπήρχε περίπτωση να σε άφηνα έτσι;
    Την απάντησή του διέκοψε η Άλις, η οποία ευτυχώς έσπευσε να πάρει την τούρτα από τα χέρια μου.
    -Δεν τα αφήνετε γι αργότερα αυτά;, είπε με την χαρακτηριστική της φωνή. Γιατί δε μας βλέπω να τρώμε τούρτα σήμερα. Εκτός κι αν τη μαζεύουμε με το κουταλάκι από το πάτωμα!, αστειεύτηκε παίρνοντάς τη προσεκτικά από τα χέρια μου.
    Για ακόμη μία φορά, ένωσε τα χείλη του στα δικά μου σφίγγοντάς με σε μια τρυφερή αγκαλιά.
    -Χρόνια Πολλά..., ψέλλισα ανάμεσα στο φιλί μας.
    -Το δώρο μου ποιο είναι όμως;, ρώτησε περνώντας τη μύτη του ξυστά από το λαιμό μου.
    -Όλο αυτό που διοργάνωσα δε σου φτάνει;, ανταπάντησα προσποιούμενη τη λυπημένη και τραβήχτηκα, ενώ ήμουν ακόμη στην αγκαλιά του.
    -Μου φτάνει, αλλά για να ολοκληρωθεί η έκπληξη θέλω και κάτι άλλο..., είπε σηκώνοντας το ένα του φρύδι.
    -Τι;, τον κοίταξα ερωτηματικά.
    -Δεν μπορώ να σου πω εδώ..., σιγοψιθύρισε με έναν εμπιστευτικό τόνο. Έχει πολύ κόσμο...
    -Είσαι αδιόρθωτος!, τον μάλωσα. Αλλά...έχω φροντίσει..., υποσχέθηκα γελώντας συνωμοτικά.
    -Σ’ αγαπάω..., είπε με το βλέμμα του να καταπίνει το δικό μου από την ένταση της στιγμής.
    -Πιστεύεις, πως ακόμη και μετά από τόσο καιρό, η καρδιά μου είναι έτοιμη να σπάσει και δεν μπορώ να ανασάνω, όταν μου λες αυτή τη φράση;, παραδέχτηκα ακουμπώντας τα μέτωπά μας και κοιτώντας τον κατάματα. Κι εγώ σ’ αγαπώ...

    Ένιωσα κάτι υγρό να ρέει κατά μήκος του προσώπου μου και αγγίζοντας με τα χέρια μου συνειδητοποίησα πως ήταν δάκρυα.
    -Μπέλα μου..., άκουσα έναν υπόκωφο θόρυβο.
    Πετάρισα τα μάτια μου αντικρίζοντας την Άλις.
    -Μπέλα..., την άκουσα καθαρά πλέον. Όλα καλά;, είπε με μια δόση ταραχής στη φωνή της.
    -Όλα καλά..., απάντησα χαμογελώντας της.
    -Σίγουρα;, συνέχισε το ίδιο προβληματισμένη. Επειδή...
    -Είμαι εντάξει., την έκοψα χαμογελώντας με ειλικρίνεια. Τα έχω συνηθίσει πλέον. Δεν θέλω να σε τρομάζουν..., την καθησύχασα τρίβοντας απαλά τον ώμο της.
    -Σκεφτόσουν..., ξεκίνησε διστακτικά.
    -Εκείνον., ολοκλήρωσα αυτό που ήθελε να πει. Σκεφτόμουν το πάρτυ έκπληξη που του ετοιμάσαμε., χαμογέλασα στη θύμηση αυτού.
    -Που έτρεμες από το άγχος; Ή που περάσατε το σαλόνι για...κρεβατοκάμαρα μπροστά σε όλους μας;, ξέσπασε σε ένα σιγανό γέλιο προκαλώντας ένα αίσθημα ντροπής σε μένα καθώς ένιωσα τα μάγουλά μου να ζεσταίνονται επικίνδυνα.
    -Χαχαχα! Δεν μπορώ να ξεχάσω την αντίδρασή σου!, είπε ξεσπώντας σε ένα τρανταχτό γέλιο τώρα.
    -Ήμασταν λιγάκι...πιωμένοι Άλις., προσπάθησα να δικαιολογηθώ χαμηλώνοντας το κεφάλι.
    -Ό,τι μας συμφέρει λέμε..., μου αντιγύρισε ειρωνικά και αμέσως θυμήθηκα το συμβάν εκείνο.



    Ξεκίνησε να παίζει ένα αργό, ερωτικό κομμάτι μπλουζ και ο Έντουαρντ δεν έχασε την ευκαιρία να μου ζητήσει να τον συνοδεύσω, όπως χαρακτηριστικά είχε πει. Όπως ήταν φυσικό, δέχτηκα το κάλεσμά του και τα κορμιά μας ενωμένα άρχισαν να λικνίζονται πολύ αργά στο ρυθμό της μουσικής. Τα χέρια μου τα πέρασα κυκλικά από το λαιμό του, το κεφάλι μου είχε γείρει στο στέρνο του, ενώ εκείνος με αγκάλιαζε απαλά από τη μέση. Είχαμε αφεθεί τόσο πολύ στη μελωδία, που τα παθιασμένα φιλιά που δίναμε θα θεωρούνταν κατάλληλα άνω των 18.
    Το σώμα μου δεχόταν πότε-πότε μικρά κύματα ανατριχίλας, που προκαλούνταν από τον ηλεκτρισμό του δικού του κορμιού. Το πρόσωπό του είχε χαθεί μέσα στα μαλλιά μου και κάποιες στιγμές καταλάβαινα πως μύριζε άπληστα το άρωμά τους. Είχα παραδοθεί λοιπόν τόσο πολύ στο πάθος, που δεν είχα καταλάβει πως το χέρι του κατέβαινε όλο και πιο χαμηλά και είχε φτάσει λίγο πιο πάνω από τους γοφούς μου. Μόλις συνειδητοποίησα τι συνέβαινε, προσπάθησα διακριτικά να το πιάσω και να το ανεβάσω λίγο παραπάνω, όμως εκείνος συνέχιζε και μάλιστα να με χαϊδεύει παράλληλα, χωρίς να έχει καμία αίσθηση του χώρου.
    -Έντουαρντ..., ψέλλισα. Το χέρι σου...
    -Τι το χέρι μου;, είπε δυνατά.
    -Πιο σιγά..., ντράπηκα. Ανέβασέ το λίγο πιο πάνω...
    -Μπέλα, σε θέλω..., είπε και κόλλησε τα χείλη του στα δικά μου.
    Αισθανόμουν τα ακροδάχτυλά του να αγγίζουν κάθε σπιθαμή του κορμιού μου, αφήνοντας ένα πύρινο σημάδι σε κάθε σημείο στο πέρασμά του. Καταλάβαινα πως δεν ήταν σωστό, αλλά όσο κι αν πάλεψα να του αντισταθώ, παρασύρθηκα μαζί του.
    Κάποια στιγμή όμως, πήρα είδηση πως ακουμπούσα στον τοίχο και η αίσθηση τη δεδομένη χρονική στιγμή, δε μου άρεσε καθόλου. Είχαμε ξεφύγει και είχαμε ξεχάσει τελείως τους καλεσμένους μας. Αποτραβήχτηκα αμέσως από τον Έντουαρντ και παρατήρησα τα αμήχανα μάτια τους, που για να μη προδοθούν ήταν στραμμένα προς την αντίθετη κατεύθυνση.

    -Ντράπηκα πολύ..., ομολόγησα στην Άλις που εξακολουθούσε να γελάει.
    Πριν μου απαντήσει, η πόρτα έξω από την οποία περιμέναμε είχε ανοίξει και βγήκε από αυτήν ένας άνδρας, ο οποίος πιθανότατα να ήταν ο γιατρός. Ήταν αρκετά ψηλός με καλογυμνασμένο σώμα, σκουρόχρωμη επιδερμίδα και όμορφα χαρακτηριστικά. Το βλέμμα μου εστίασε στην ταμπελίτσα που ήταν κρεμασμένη στη λευκή του ποδιά και έγραφε «Τζέικομπ Μπλακ: ψυχολόγος-ψυχίατρος». Αυτός είναι ο γιατρός;, σκέφτηκα.
    -Καλησπέρα. Είμαι ο Τζέικομπ Μπλακ., είπε χαμογελώντας μας εγκάρδια και επιδεικνύοντας παράλληλα την κατάλευκη οδοντοστοιχία του, που έκανε αντίθεση με το χρώμα του δέρματός του.
    -Καλησπέρα σας!, πήρε το λόγο η Άλις χαμογελαστή. Είμαι η Άλις Μπράντον., συστήθηκε τείνοντας το χέρι της.
    -Χαίρομαι πολύ Άλις. Μπορούμε να μιλάμε στον ενικό., είπε ευγενικά κάνοντας μια χειραψία μαζί της. Μου έχει μιλήσει η Χάιντι για σένα.
    -Ναι φυσικά... Να σας συστήσω! Από εδώ η Μπέλα Σουάν. Μπέλα μου, από εδώ ο γιατρός, ο κύριος Μπλακ., έκανε τις συστάσεις.
    Το βλέμμα του τρύπησε το δικό μου και ευθύς πήρα τη ματιά μου από επάνω του, αφού ανταλλάξαμε μια χειραψία.
    -Είσαι έτοιμη να πάμε μέσα;, με ρώτησε χαμογελαστά.
    Στράφηκα μια φορά στην Άλις που με κοιτούσε με προσμονή και έπειτα κατένευσα προς εκείνον. Τον ακολούθησα στο γραφείο του, αφού κράτησα στη μνήμη μου τα λόγια της Άλις...« Θα σου δώσει συμβουλές και αν στην πορεία δεις πως δεν μπορείς άλλο, το σταματάς. Δεν είσαι υποχρεωμένη να κάνεις κάτι που δε σ’ ευχαριστεί...» Μου υπέδειξε να καθίσω σε μία δερμάτινη πολυθρόνα, που όμως δεν ήταν σαν αυτές που συνήθιζαν να ξαπλώνουν οι ασθενείς.
    -Εδώ να καθίσω...;, ρώτησα με απορία.
    -Όπου εσύ θέλεις... Σήμερα θα γνωριστούμε λίγο. Μπορείς να κάθεσαι κάθε φορά στην πολυθρόνα αν δεν αισθάνεσαι άνετα εκεί., χαμογέλασε ζεστά τακτοποιώντας κάτι χαρτιά επάνω στο γραφείο του.
    Στη συνέχεια με πλησίασε και κάθισε απέναντί μου σε μια ίδια μαύρη, δερμάτινη πολυθρόνα. Παρατήρησα πως οι τοίχοι ήταν και πάλι βαμμένοι στο χρώμα του γαλάζιου, όμως πιο έντονου τώρα.
    -Σας αρέσει το γαλάζιο;, τόλμησα να ρωτήσω.
    -Το παρατήρησες ε;, γέλασε. Εκτός από το ότι μου αρέσει, βοηθάει πολύ στην ηρεμία καθώς θεωρείται ηρεμιστικό σε στιγμές υπερέντασης και νευρικότητας. Ό,τι καλύτερο συνεπώς, για έναν χώρο σαν αυτόν που πολλοί φοβούνται.
    -Πώς θα ξεκινήσουμε;, είπα παίζοντας αμήχανα με τα δάχτυλα των χεριών μου.
    -Πρώτα απ’ όλα θέλω να μου μιλάς στον ενικό..., ζήτησε. Δεν είμαι μεγάλος. Όσον αφορά την ερώτησή σου...
    -Σου έχει πει κανείς τι μου συμβαίνει;, ρώτησα αμέσως.
    -Κοίτα...
    -Το προτιμώ., τον διέκοψα. Συγγνώμη, αλλά μου είναι πιο εύκολο να ξέρεις ήδη.
    -Μπέλα...θέλω εσύ να μου πεις.
    -Για να ξεσπάσω πάνω σε σένα την υστερία που θα με πιάσει;, είπα κλείνοντας με τις παλάμες μου το πρόσωπό μου.
    -Ωραία., άκουσα τη φωνή του. Πες μου τι έχεις μέσα σου που σε βαραίνει και εξαιτίας αυτού δεν μπορείς να ξεπεράσεις την απουσία του. Κατηγορείς τον εαυτό σου; Έχεις υποψίες για κάποιον που ίσως να τον έσπρωξε εκεί και γι αυτό το έχεις συνεχώς στο μυαλό σου; Έχετε κάποιο παιδάκι που ζητάει τον πατέρα του και αισθάνεσαι πίεση; Έχεις στο μυαλό σου...
    -Δεν μπορώ να πιστέψω πως πέθανε., τον διέκοψα για ακόμη μία φορά σηκώνοντας τη ματιά μου στη δική του.
    -Ναι, αλλά...
    -Δεν μπορώ., ξαναείπα έτοιμη να λυγίσω. Απλά...δεν μπορώ...
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
     
    No sound but the wind...
    Επιστροφή στην κορυφή 
    Σελίδα 1 από 1
     Παρόμοια θέματα
    -

    Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτήΔεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
    Bella And Edward :: Midnight Inspirations :: Fanfictions-
    Μετάβαση σε: