Bella And Edward
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.



 
ΦόρουμΠόρταλΕικονοθήκηΑναζήτησηLatest imagesΣύνδεσηΕγγραφή
Η συνέχεια της διάσημης σειράς βιβλίων έρχεται στα βιβλιοπωλεία στις 4 Αυγούστου με τίτλο «Midnight Sun» και αφηγείται την ιστορία του «Λυκόφωτος» από την πλευρά του Edward Cullen.
Πρόσφατα Θέματα
» Ashley's Greene blog
 Πανσέληνος - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΠαρ 17 Μαρ 2023 - 15:11 από Marzaki Cullen

» Τι ακουτε αυτη την στιγμη;
 Πανσέληνος - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΠαρ 4 Ιουν 2021 - 15:08 από April

» Bella And Edward - 11 χρόνια μετά
 Πανσέληνος - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΤετ 6 Ιαν 2021 - 20:34 από Marzaki Cullen

» Συζήτηση για το Midnight Sun
 Πανσέληνος - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΚυρ 13 Δεκ 2020 - 17:38 από Katrin

» Robert Pattinson
 Πανσέληνος - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΔευ 7 Σεπ 2020 - 21:40 από $ofi@ + Edward

» Infernal Devices - Κουρδιστός 'Αγγελος
 Πανσέληνος - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΠαρ 8 Μάης 2020 - 1:03 από evi

» Wallpapers by twins
 Πανσέληνος - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΔευ 4 Μάης 2020 - 13:25 από Zafrina

» Twilight the movie
 Πανσέληνος - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΚυρ 3 Μάης 2020 - 12:07 από hiddenfantasy

» Vampire Diaries - TV Series
 Πανσέληνος - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΔευ 13 Απρ 2020 - 12:11 από Zafrina

» New Moon the movie
 Πανσέληνος - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΠαρ 10 Απρ 2020 - 12:49 από Zafrina

Παρόμοια θέματα
    Quote of the Week
    "Bella is with Edward. She's a part of this family, and we protect our family."

    Carlisle Cullen, Twilight
    Character of the Week
    Rosalie Lillian Hale

    (born 1915 in Rochester, New York) is a member of the Olympic coven.

    She is the wife of Emmett Cullen and the adoptive daughter of Carlisle and Esme Cullen, as well as the adoptive sister of Jasper Hale (in Forks, she and Jasper pretend to be twins), Alice, and Edward Cullen.

    Rosalie is the adoptive sister-in-law of Bella Swan and adoptive aunt of Renesmee Cullen, as well as the ex-fiancée of Royce King II.
    Νοέμβριος 2024
    ΔευΤριΤετΠεμΠαρΣαβΚυρ
        123
    45678910
    11121314151617
    18192021222324
    252627282930 
    ΗμερολόγιοΗμερολόγιο
    Bella & Edward Playlist
    Το μαργαριτάρι της Ροδεσίας

    Στο κατώφλι µιας νέας εποχής για τη Ροδεσία, η Μάντριγκαλ, έχοντας χάσει τον άντρα της λίγες µονάχα ώρες µετά τον γάµο τους, θρήνησε βαθιά την απώλειά του και αποφάσισε να ζήσει µε τη θύµησή του. Όµως δεν φαντάστηκε ποτέ πως θα της ζητούσαν να πάρει τη θέση της συζύγου του βασιλιά.

    Ο βασιλιάς Έντουαρντ, αφού γνώρισε την απόλυτη ευτυχία δίπλα στη γυναίκα που λάτρεψε όσο καµία, την Άµπερλιν, δέχτηκε το σκληρότερο χτύπηµα της µοίρας όταν εκείνη πέθανε πριν προλάβει να φέρει στον κόσµο το παιδί τους. Ωστόσο, προκειµένου ν' ανταποκριθεί στα βασιλικά του καθήκοντα και να χαρίσει έναν διάδοχο στη Ροδεσία, είναι υποχρεωµένος να παντρευτεί ξανά και απ' όλες τις υποψήφιες επιλέγει τη Μάντριγκαλ.

    Μήπως όµως το όνοµα της νέας του συζύγου κουβαλά µια σκοτεινή µοίρα; Άραγε υπάρχει ελπίδα να αλλάξει το πεπρωµένο; Θα καταφέρει η Μάντριγκαλ να ξυπνήσει την αγάπη στην καρδιά του άντρα και βασιλιά της; Κι εκείνος θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τα αισθήµατά του πριν χάσει τα πάντα για άλλη µια φορά;

    Συγγραφέας ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΜΑΡΙΑ
    Εκδότης ΩΚΕΑΝΙΔΑ


     

      Πανσέληνος

    Πήγαινε κάτω 
    Μετάβαση στη σελίδα : Επιστροφή  1, 2
    ΣυγγραφέαςΜήνυμα
    Bella Marie Swan
    Midnight Sun Vampire
    Midnight Sun Vampire
    Bella Marie Swan


    Θηλυκό Δίδυμος
    Ηλικία : 27
    Τόπος : Στα δάση του Φορκς,με την υπέροχη πρασινάδα!
    Αριθμός μηνυμάτων : 3826
    Registration date : 05/09/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

     Πανσέληνος - Σελίδα 2 Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Πανσέληνος    Πανσέληνος - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΣαβ 27 Αυγ 2011 - 15:30

    26.ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΑΜΟΥ

    Το επόμενο πρωί, είχα ξυπνήσει νωρίς. Φίλησα τον Τζέικ στο μέτωπο, πριν σηκωθώ για να πάρω πρωινό στην τραπεζαρία. Εκείνη ήταν ήδη ξύπνια, επίσης. Προσπάθησα να πνίξω την παρόρμησή μου να την πνίξω και να την δαγκώσω με τα επικίνδυνα αιχμηρά δόντια μου.
    «Καλημέρα, Ιζαμπέλλα!» μου είπε, δήθεν φιλικά. Προσπάθησα να κάνω τον τόνο μου αδιάφορο, για να μην δείξω την πρόθεσή μου να της ξεσκίσω την σάρκα- και ευτυχώς, τα κατάφερα.
    «Καλημέρα.» της είπα αδιάφορα.
    Εκείνη τη στιγμή, ο Τζέικ κατέβαινε τις σκάλες. Ήρθε δίπλα μου και με έπιασε από την μέση.
    «Καλημέρα, Νάντια!» την χαιρέτησε φιλικά.
    «Καλημέρα, Τζέικ!» απάντησε η Νάντια και το στόμα της έσταζε μέλι- Χα, όπως το φανταζόμουν. Καθώς ο Τζέικ ετοιμαζόταν να της μιλήσει ξανά, του πάτησα δυνατά το πόδι.
    «Άου!» ξεφώνισε. Τον κοίταξα έντονα, ελπίζοντας να καταλάβει.
    Τον τράβηξα από το μπράτσο, αποφασισμένη να τον πληροφορήσω για ότι υποψιαζόμουν.
    Ξαφνικά, συνειδητοποίησα ότι η Νάντια με κοιτούσε. Στριφογύρισα τα μάτια μου ειρωνικά προς το μέρος της.
    «Νάντια, δεν σε πειράζει να σε αφήσουμε λίγο μόνη σου, έτσι; Πρέπει να συζητήσουμε κάτι πολύ σημαντικό.»
    Και τον έσυρα σχεδόν στην ασφάλεια της κουζίνας. Η Νάντια είχε συνέχεια περίεργα τηλεφωνήματα. Σε ένα από αυτά, κρυφάκουσα- χωρίς να το θέλω- το όνομα Μαξ. Αυτή είχε κάποια σχέση με τον Μαξ! Ήθελε να με βγάλει από την μέση, παραδίνοντάς με σ’αυτόν.
    Ας το έκανε! Τώρα ήμουν άτρωτη. Δυνατή. Μπορούσα να τον αντιμετωπίσω. Καθώς εξηγούσα τις υποψίες μου στον Τζέικ, ένιωθα ότι θα ήμουν προστατευμένη.

    Μόλις τελείωσα, ο Τζέικ ήταν λυπημένος. Με έπιασε από την μέση και με τράβηξε κοντά του, αγκαλιάζοντάς με προστατευτικά.
    «Τα ήξερα όλα, Μπελς, όλα. Τα είχα ακούσει κι εγώ αυτά τα τηλεφωνήματα. Σταμάτησε για μια στιγμή. Η φωνή του ηταν βραχνή, καθώς μιλούσε.«Πρέπει οπωσδήποτε να μιλήσουμε στην Εσμέ και τον Κλάους.»

    Η εβδομάδα πέρασε αναίμακτα. Μιλήσαμε στους γονείς του Τζέικ και αποφασίσαμε να παρακολουθούμε την Νάντια, πριν βγάλουμε το συμπέρασμα μας.
    Δυστυχώς, μάλλον είχε καταλάβει ότι την καταλάβαμε. Και κρυβόταν.
    Το πρόβλημα, βέβαια ήταν ότι με ενοχλούσε ο χρόνος που περνούσε με τον Τζέικ. Κι όσο περισσότερο του κόλλαγε, εγώ ακόμα περισσότερο δεν τον άφηνα μόνο του. Σε λίγο, θα άρχιζε να μας φωνάζει ότι είχαμε γίνει κολλιτσίδες! (Αυτή. Εγώ ήμουν άλλο θέμα.)

    Το πρωί, εκείνος ήταν ήδη ξύπνιος. Με αγκάλιασε, καλημερίζοντάς με. Πριν το καταλάβω, τα χείλη του ήταν στο αυτί μου.
    «Πως κοιμήθηκες, Μπελς;» Σκέφτηκα την απάντησή μου και γέλασα.
    «Α, υπέροχα!» είπα σαρκαστικά. «Δεν ξέρεις τι ωραία που είναι να είσαι λυκάνθρωπος και να κοιμάσαι σε αγκαλιά που κυμαίνεται στους 40+ βαθμούς!»
    «Όχι, Μπελς, πως δεν ξέρω; Εσύ λυκάνθρωπος δεν είσαι;» μου είπε γελώντας. Πήρα το πρόσωπό του στις παλάμες μου, κάνοντας ότι το εξετάζω προσεκτικά.
    «Τι κοιτάς;» με ρώτησε, με αγωνία. « Έχω κάτι το ανησυχητικό;»
    «Απλώς μου φαίνεσαι κάπως κομμένος σήμερα. Δεν κοιμήθηκες αρκετά το βράδυ;» Κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
    «Κοιμήθηκα.» είπε, κοιτάζοντας το ρολόϊ. «Αρκετά θα έλεγα.»
    «Μα θα πρέπει να είσαι πολύ κουρασμένος.» είπα «… αφού όλο το βράδυ γυρνούσες στο μυαλό μου.» συμπλήρωσα γελώντας.
    «Ναι, κι εσείς, δεσποινίς Μπλακ, πρέπει να είστε κουρασμένη!» μου απάντησε στον ίδιο τόνο. Τι είπε τώρα; Δεσποινίς Μπλακ;
    «Που κολλάει το Μπλακ, Τζέικ; Σουάν με λένε, το ξέχασες;»
    Απομακρύνθηκε από κοντά μου. Πήγε στο γραφείο, όπου βρισκόταν ένα μικρό κουτί. Το πήρε και ήρθε κοντά μου, γονατίζοντας στο ένα πόδι.
    «Ωχ, όχι!» ξεφώνισα. «Δεν πιστεύω να το εννοείς!»
    «Το εννοώ, Μπελς!» είπε γελώντας. Κοίταξε το πρόσωπό μου.
    «Ιζαμπέλλα Σουαν, δέχεσαι να περάσεις μαζί μου το υπόλοιπο της αιωνιότητας, έως ότου μας χωρίσει ο θάνατος;»
    Κοίταξα το δαχτυλίδι με προσποιητή φρίκη. Σκέφτηκα την έκφραση των γονιών μου, όταν τους ανακοίνωνα τα νέα: Μαμά, μπαμπά, παντρεύομαι. Αλλά τίποτα δεν είχε σημασία πια. Το μόνο που είχε σημασία ήταν το παρόν και το μέλλον μου μαζί του.
    «Ναι» απάντησα «Δέχομαι.»
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    http://instagram.com/eva_filippa
    Bella Marie Swan
    Midnight Sun Vampire
    Midnight Sun Vampire
    Bella Marie Swan


    Θηλυκό Δίδυμος
    Ηλικία : 27
    Τόπος : Στα δάση του Φορκς,με την υπέροχη πρασινάδα!
    Αριθμός μηνυμάτων : 3826
    Registration date : 05/09/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

     Πανσέληνος - Σελίδα 2 Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Πανσέληνος    Πανσέληνος - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΤρι 30 Αυγ 2011 - 19:49

    27.ΕΝΑΣ ΦΙΛΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΛΙΑ

    Ήταν πια Σεπτέμβρης. Έπρεπε να επιστρέψω στο σπίτι. Είχα πάρει τους γονείς μου τηλέφωνο, για να τους ενημερώσω για «την επιστροφή μου». Επίσης, έπρεπε να μάθουν για τον επικείμενο γάμο μου. Αν και, απλώς θα τους το ανακοίνωνα. Ήμουν πια ενήλικη, δεν χρειαζόμουν άδεια.
    Στο δρόμο της επιστροφής, ακούγαμε μουσική και φλυαρούσαμε. Ο Τζέικ είχε προσφερθεί να με γυρίσει εκείνος σπίτι, εφόσον είχα πολλές αποσκευές και αφετέρου, έπρεπε να ανακοινώσουμε τα καθέκαστα στους γονείς μου. Ακόμα θυμόμουν τις αντιδράσεις της μέλλουσας οικογένειάς μου, όταν έμαθαν για την πρόταση γάμου. Η Κέιτ το ήξερε ήδη.

    «Συγχαρητήρια!» φώναξε γεμάτος χαρά ο Σέιν και με έσφιξε σε μια σφιχτή αγκαλιά-ακριβώς όπως και όλη η οικογένεια. Η Εσμέ ήταν πιο συγκρατημένη στις αντιδράσεις της. Με αγκάλιασε απαλά και με φίλησε στο μέτωπο. «Καλώς ήρθες στην οικογένεια, κόρη μου!»
    Η βραδιά τελείωσε, με το να παρακολουθούμε τα αρσενικά αδέρφια Μπλακ να παλεύουν μεταξύ τους- για διασκέδαση, όπως με πληροφόρησαν. Κάποια στιγμή, βρέθηκα αντιμέτωπη με τον Σέιν.
    «Δεν θα σε πονέσω πολύ, Ιζαμπέλλα.» μου είπε γελώντας.
    «Μάλλον, αυτό πρέπει να το πω εγώ!» ανταπάντησα.
    Τον έσφιξα σφιχτά, με κίνδυνο να του σπάσω τα πλευρά. Ευτυχώς δεν έπαθε τίποτα.

    Είχαμε φτάσει έξω από το σπίτι μου. Πριν το καταλάβω, ο Τζέικ είχε ανοίξει την πόρτα μου και μου έδινε το χέρι του για να με βοηθήσει να κατέβω.
    «Πιστεύεις ότι θα φωνάξουν αρκετά οι δικοί μου;» τον ρώτησα αγωνιώντας.
    «Όχι, δεν θα φωνάξουν καθόλου. Αντιθέτως… θα χαρούν.»
    Τον κοίταξα ερωτηματικά, ζητώντας του να με διαφωτίσει.
    «Ρώτησα την Κέιτ πριν φύγουμε.»
    Πήγαμε στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, για αν πάρουμε τις αποσκευές μου.
    «Περίμενε. Κάτσε να σε βοηθήσω. Είναι πολλά.» είπα.
    «Είμαι μια χαρά.» με πληροφόρησε «Άλλωστε, δεν είναι βαριά.»
    Ήμασταν έξω από την πόρτα. Έβγαλα το κλειδί από την τσέπη μου και άνοιξα. Καθώς κατευθυνθήκαμε προς το σαλόνι, αντίκρισα κάποιον που μου είχε λείψει, κάποιον που είχα κλάψει πολύ όταν χωριστήκαμε. Τον παλιό μου φίλο. Τον Έντουαρντ Κάλεν.

    Τα κλειδιά έπεσαν από τα χέρια μου. Το δεκαπεντάχρονο αγόρι που με κοιτούσε σοκαρισμένο ήταν ο παλιός μου φίλος, Έντουαρντ, όπου ένα μυστικό που δεν ήθελε να μοιραστεί μαζί μου ήταν η αιτία να χωριστούμε. Ο Έντουαρντ ήταν λίγα μέτρα μακριά μου. Δεν κοιτούσε εμένα. Κοιτούσε τον Τζέικομπ. Κάτι σαν γρύλισμα βγήκε από το στήθος του.
    «Τζέικ» ψιθύρισα, για να με ακούσει μόνο εκείνος «τι συμβαίνει;»
    «Θα σου εξηγήσω αργότερα, Μπέλλα.» ψιθύρισε «Στο δωμάτιο.»
    Έκανα ένα βήμα μπροστά και αγκάλιασα απαλά τον Έντουαρντ.
    «Έντουαρντ!» είπα χαρούμενα, όταν τον απελευθέρωσα από την αγκαλιά μου. «Γύρισες!»
    «Ναι, Μπέλλα, γύρισα! Μετακομίσαμε στην Αριζόνα!» Απομακρύνθηκα από τον Τζέικ, για να μιλήσω με αυτό το αγόρι που γνώριζα, αλλά φαινομενικά μου ήταν άγνωστο.
    Μέσα σε μία ώρα, μου είχε διηγηθεί τι έκανε από τότε που χωριστήκαμε. Οι αδελφές του, Ρόζαλι και Άλις, με τις οποίες περνούσαμε αρκετό χρόνο, όταν ο Έντουαρντ έλειπε, ήταν 20 ετών. Ήταν δίδυμες. Η Άλις, μελαχρινή, λεπτή και η Ρόζαλι, ξανθιά. Τα ίδια χαρακτηριστικά, τα ίδια ενδιαφέροντα. Δυο ίδιοι κόσμοι. Ποτέ δεν βαριόμουν την παρέα τους. Είχαν πολλά να μου πουν και οι δυο μαζί και η κάθε μια ξεχωριστά.
    Όση ώρα μιλούσαμε, ο Τζέικομπ ήταν δίπλα μου, ανέκφραστος.
    Όταν έφυγε ο Έντουαρντ, ο Τζέικομπ σηκώθηκε μαζί μου κι πήγαμε να μιλήσουμε σους γονείς μου.
    «Μαμά, μπαμπά, ελπίζω αυτό που θα σας πω να μην σας έρθει ξαφνικό.» Πήρα μια βαθιά ανάσα, πριν ξεστομίσω την λέξη.
    «Παντρεύομαι» και τους έδειξα το δαχτυλίδι στον αριστερό μου παράμεσο.
    Ο πατέρας μου στριφογύριζε τα μάτια του μια σε μένα και μια στον Τζέικομπ.
    «Τι να πω…» είπε τελικά «Η ώρα η καλή, κόρη μου. Με την ευχή μου.»
    Έτρεξα και τον αγκάλιασα. «Σ’ευχαριστώ πολύ, μπαμπά.»
    Γύρισε προς τον Τζέικομπ. «Ελπίζω να την κάνεις ευτυχισμένη.»
    «Αυτό ζητάτε; Το μόνο εύκολο!» γέλασε.
    Πήγα δίπλα του και τον αγκάλιασα. «Εμείς να πηγαίνουμε» είπα και κατευθυνθήκαμε, αγκαλιασμένοι και γεμάτοι ευτυχία στο δωμάτιό μου…
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    http://instagram.com/eva_filippa
    Bella Marie Swan
    Midnight Sun Vampire
    Midnight Sun Vampire
    Bella Marie Swan


    Θηλυκό Δίδυμος
    Ηλικία : 27
    Τόπος : Στα δάση του Φορκς,με την υπέροχη πρασινάδα!
    Αριθμός μηνυμάτων : 3826
    Registration date : 05/09/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

     Πανσέληνος - Σελίδα 2 Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Πανσέληνος    Πανσέληνος - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΠεμ 1 Σεπ 2011 - 13:20

    27.ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΥΣ

    Μόλις μπήκαμε στο δωμάτιο, ο Τζέικομπ έκλεισε και κλείδωσε την πόρτα. Τον κοίταξα παραξενεμένη.
    «Τι συμβαίνει;» ρώτησα «Μας κυνηγάει κανείς;»
    Κάθισα στο κρεβάτι και περίμενα να μιλήσει. Μετά από λίγη ώρα, κάθισε δίπλα μου.
    Πήρε μια βαθιά ανάσα, πριν μιλήσει. «Μπέλλα, τότε που χωριστήκατε με τον φίλο σου, τον… Έντουαρντ…» δυσκολεύτηκε πολύ να προφέρει το όνομά του «Σου έδωσε κάποια εξήγηση όταν χωριστήκατε;»
    «Όχι» απάντησα «απλώς μου είπε ότι ήταν επικίνδυνο να είμαι κοντά του και ότι έπρεπε να απομακρυνθούμε.» Μετά από μια στιγμή, μίλησε εκείνος.
    «Μπέλλα, θα σου εξηγήσει εκείνος αυτό που δεν σου εξήγησε τότε, πίστεψέ με. Απλώς, περίμενε μέχρι αύριο.» είπε και βγήκε από το παράθυρο, πριν προλάβω να τον σταματήσω.
    «Θα επιστρέψω» ψιθύρισε και χάθηκε στη νύχτα.

    ΤΖΕΪΚΟΜΠ ΜΠΛΑΚ

    Μόλις βγήκα έξω, πήγα να βρω τον Έντουαρντ. Ακολούθησα εύκολα τη μυρωδιά του. Ευτυχώς, περπατούσε ακόμα.
    «Έντουαρντ!» φώναξα, σταματώντας τον. Εκείνος γύρισε, κοιτώντας με με απέχθεια.
    «Τι θέλεις; Δεν συνηθίζω να μιλάω με λύκους μέσα στη νύχτα.» είπε ψυχρά.
    «Η Μπέλλα αναρωτιέται ακόμα γιατί την παράτησες» είπα «και θα της πεις.»
    «Το είχα αποφασίσει ήδη αυτό, δεν χρειαζόμουν εσένα να μου το πεις!»
    Τον κοίταξα άγρια. Με τον ίδιο τρόπο με κοίταξε κι εκείνος. Τρομαχτικά άγρια. Τα μάτια του είχαν το χρώμα του τοπαζιού, προς το κίτρινο. Τον πλησίασα αργά.
    «Μην τολμήσεις να την πληγώσεις ξανά» τον απείλησα « Η Μπέλλα είναι η ζωή μου. Αν την ξαναπληγώσεις, σου το ορκίζομαι, δεν θα φύγεις ζωντανός από τα χέρια μου.»
    «Την αγαπούσα» απάντησε, με ένα σπάσιμο στην φωνή του «Την αγαπούσα και την αγαπάω ακόμα. Ήμουν ερωτευμένος μαζί της. Και- δεν ντρέπομαι να το παραδεχτώ- ακόμα είμαι»
    Τον κοίταξα, τρέμοντας. «Τουλάχιστον, την αγαπάς. Αυτό μου φτάνει.» είπα.
    Έφυγα, τρέχοντας, επιστρέφοντας στο δωμάτιο της Μπέλλα. Σκαρφάλωσα με ευκολία και μπήκα από το παράθυρο.

    ΜΠΕΛΛΑ ΣΟΥΑΝ

    Έτρεξα να τον αγκαλιάσω, καθώς εκείνος έμπαινε από το παράθυρό μου. Ήμασταν αγκαλιασμένοι για δέκα λεπτά περίπου, όταν με απομάκρυνε από κοντά του. Καθίσαμε δίπλα στο παράθυρο, όπως πάντα, κοιτώντας τα αστέρια. Έγειρα το κεφάλι μου στους ώμους του. Εκείνος με έπιασε από την μέση.
    «Τι συμβαίνει, Τζέικ;» τον ρώτησα, γεμάτη αγωνία.
    «Τίποτα που να σε αφορά, Μπελς…» είπε. Κοίταξα το πρόσωπό του. Ήταν ανέκφραστος. Η έκφρασή του ανέδιδε μια αγωνία, έναν τρόμο που δεν είχα ξαναδεί. Τον έσφιξα πάνω μου, προσπαθώντας να τον παρηγορήσω. «Μην ανησυχείς, αγάπη μου. Ότι κι αν συμβεί θα το αντιμετωπίσουμε. Μαζί» είπα και με φίλησε στο μέτωπο…

    Το επόμενο πρωί, ο Τζέικομπ δεν κοιμόταν δίπλα μου. Ένα σημείωμα εξηγούσε μόνο γιατί έφυγε:

    Μπέλλα,

    Έφυγα γιατί δεν ήθελα να με δει ο φίλος σου ο Έντουαρντ. Σε λίγα λεπτά θα είναι εδώ. Μην σκεφτείς ότι σε παράτησα επειδή δεν σε ήθελα πια. Θα είμαι στο δάσος. Μόλις φύγει ο Έντουαρντ, θα έρθω να σε πάρω.

    Να θυμάσαι ότι σ’αγαπώ.
    Τζέικομπ.

    Άφησα το μήνυμα εκεί που το βρήκα και σηκώθηκα βαριεστημένα από το κρεβάτι. Πήγα προς την ντουλάπα, προσπαθώντας να βρω κάτι κατάλληλο να βάλω. Αφού ντύθηκα, κατέβηκα στην τραπεζαρία , για να πάρω πρωινό.
    «Καλημέρα, Μπέλλα!» με χαιρέτησε ο Έντουαρντ.
    «Γεια σου, Έντουαρντ.» απάντησα. Ήμουν ακόμα νυσταγμένη και δεν είχα καθόλου όρεξη.
    Μόλις τελείωσα το πρωινό, σηκωθήκαμε και βγήκαμε έξω να περπατήσουμε. Είχε τόσο ωραία μέρα έξω!
    «Μπέλλα…» είπε ο Έντουαρντ, καθώς περπατούσαμε.
    «Θέλω να σου εξηγήσω γιατί χωριστήκαμε τότε.»
    Κούνησα το κεφάλι καταφατικά, προτρέποντάς τον να συνεχίσει.
    «Όταν ήμουν μωρό, οι βιολογικοί μου γονείς με παράτησαν στο δάσος. Ένας άντρας που φορούσε μαύρα με πλησίασε. Μετά από λίγο, ένιωσα έναν αφόρητο πόνο να διαπερνάει όλο μου το σώμα.
    »Πονούσα για μέρες, ώσπου άνοιξα τα μάτια μου. Τότε πρωτοαντίκρισα την Έσμι, τον Κάρλαϊλ, την Ρόζαλι και την Άλις.
    Μου εξήγησαν τι είμαι και για μέρες προσπαθούσα να αυτοκτονήσω, όταν έμαθα ότι άνηκα στην κατηγορία αυτών που έπιναν αίμα…»
    Τα μάτια μου είχαν γουρλώσει από την έκπληξη.
    «Δηλαδή… Είσαι…» κατάφερα να προφέρω μέσα στον πανικό μου.
    «Βρικόλακας» συμπλήρωσε…
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    http://instagram.com/eva_filippa
    Bella Marie Swan
    Midnight Sun Vampire
    Midnight Sun Vampire
    Bella Marie Swan


    Θηλυκό Δίδυμος
    Ηλικία : 27
    Τόπος : Στα δάση του Φορκς,με την υπέροχη πρασινάδα!
    Αριθμός μηνυμάτων : 3826
    Registration date : 05/09/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

     Πανσέληνος - Σελίδα 2 Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Πανσέληνος    Πανσέληνος - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΔευ 5 Σεπ 2011 - 19:09

    28.ΑΠΟΦΥΓΗ

    Σκεφτόμουν ώρες μετά αυτό που μου είχε αποκαλύψει ο Έντουαρντ. Τον άλλο του εαυτό, το σκοτεινό μυστικό του. Γιατί δεν έπρεπε να είναι κοντά μου. Άρχισα να κλαίω βουβά στο μαξιλάρι. Έκλαιγα, ώσπου με πήρε ο ύπνος. Και είδα τον πιο τρομαχτικό εφιάλτη.
    Βρισκόμουν με τον Τζέικομπ στο δάσος. Τρέχαμε γύρω από τα δέντρα, όταν άρχισε να βρέχει. Τότε, από τις σκιές, εμφανίστηκε ο Έντουαρντ, με τα κίτρινα σαν της γάτας μάτια του συγκεντρωμένα πάνω στον Τζέικομπ. Ο Τζέικομπ μπήκε μπροστά μου, γρυλίζοντας, προσπαθώντας να με προστατεύσει. Τότε ο Έντουαρντ, με μια αιφνιδιαστική κίνηση, έτρεξε προς τον Τζέικομπ. Ο Τζέικομπ με απομάκρυνε και μεταμορφώθηκε με ένα ουρλιαχτό. Άρχισαν να παλεύουν και να κομματιάζουν ο ένας τον άλλον. Δεν μπορούσα να μείνω με σταυρωμένα χέρια. Έτρεξα ανάμεσά τους, απομακρύνοντας τον ένα από τον άλλο. Ο Τζέικομπ είχε πάρει την ανθρώπινη μορφή του. Πήγα κοντά του, αγγίζοντάς τον, αλλά εξαφανίστηκε σε μια τολύπη καπνού. Αστραπιαία, ο Έντουαρντ βρέθηκε δίπλα μου. Η βροχή είχε σταματήσει. Τότε, πρόσεξα ότι το δέρμα του Έντουαρντ άρχισε να στραφταλίζει, σαν εκατομμύρια γυαλάκια κολλημένα πάνω στο δέρμα του, μέσα από το μισάνοιχτο πουκάμισό του. Άγγιξε τον λαιμό μου με τα χείλη του, πριν τον αγγίξουν οι κοφτεροί του κυνόδοντες…

    «Όχι!» Ξύπνησα μέσα σε ένα ουρλιαχτό. Κοίταξα γύρω μου. Ακόμα νόμιζα ότι βρισκόμουν με τον Τζέικομπ και τρέχαμε στο δάσος. Όμως, το πρώτο σκέλος του εφιάλτη μου ίσχυε στην πραγματικότητα. Ήμουν με τον Τζέικομπ.
    «Μπέλλα;» Ο Τζέικομπ ξύπνησε αστραπιαία, κλείνοντάς με στην αγκαλιά του. «Αγάπη μου, είσαι καλά;»
    Γύρισα και τον κοίταξα παραξενεμένη. «Πότε ήρθες;»
    «Ήρθα λίγο πριν ξυπνήσεις και αφότου είχες αρχίσει να μιλάς στον ύπνο σου.»
    Έκλεισα το στόμα με το χέρι μου αμήχανα. Ωχ! Τι είχα πει πάλι;
    «Τι έλεγα;» ρώτησα ντροπιασμένη.
    «Α, τίποτα το ανησυχητικό.» είπε. Με κοίταξε στα μάτια. Μετά από δύο ή τρία δευτερόλεπτα, γέλασε. Σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος και άρχισα να χτυπάω το πόδι μου στο ξύλινο πάτωμα.
    «Τα συνηθισμένα. Έλεγες το όνομά μου, όπως συνήθως.» είπε σοβαρεύοντας. Κοίταξα τα μάτια του. Είχαν εκείνο το ζεστό σοκολατί που αγαπούσα. Μετά από μια στιγμή, γέλασε ξανά και με αγκάλιασε.
    «Μετά όμως, άρχισες να λες κάτι ανοησίες.» Έσμιξε τα φρύδια του. Τον κοίταξα ερωτηματικά. «Όπως;»
    «Έλεγες δικέ μου Έντουαρντ, δικέ μου Έντουαρντ. Ο δικός σου Έντουαρντ το χάρηκε πάρα πολύ. Βρισκόταν κάτω από το παράθυρό σου και άκουγε τα πάντα- ξέρεις, τα βαμπίρ έχουν εκπληκτική ακοή. Μετά, άρχισες να φωνάζεις λέξεις, όπως βρικόλακας και λυκάνθρωπος. Και κυρίως, τη λέξη Βοήθεια
    Κοίταξα το πάτωμα. Ένιωσα τη γνωστή υγρασία να υγραίνει τα μάτια μου. Με έσφιξε πιο πολύ πάνω του, προσπαθώντας να με παρηγορήσει.
    «Είναι βρικόλακας, Τζέικ. Βρικόλακας. Ο παιδικός μου φίλος είναι ένα μυθικό πλάσμα. Κι εγώ είμαι φυσική του εχθρός...» Τα τελευταία μου λόγια πνίγηκαν από τον λυγμό που βγήκε από τον λαιμό μου. Τον αγκάλιασα σφιχτά και έκρυψα το πρόσωπό μου το στήθος του, προσπαθώντας να σκεφτώ καθαρά. Ο Τζέικομπ δεν ήξερε για τον εφιάλτη μου. Δεν ήξερε τον φόβο που είχε αρχίσει να καταλύει το μυαλό μου. Ο Έντουαρντ δεν είχε καταλάβει τι ήμουν. Δεν είχε συναίσθηση του κινδύνου. Εγώ όμως είχα. Ήταν ένα δεκαπεντάχρονο, πανέμορφο, χλωμό αγόρι. Έμοιαζε τόσο εύθραυστος-αν και ήξερα ότι και να τον πυροβολούσα, δεν θα πάθαινε γρατσουνιά. Όσο δεν ήθελα να του κάνω κακό, άλλο τόσο δεν ήθελα να τον αποχωριστώ. Αν όμως πέρναγα περισσότερο χρόνο με εκείνον, θα πλήγωνα τον Τζέικομπ. Και δεν ήθελα με καμιά δύναμη να συμβεί κάτι τέτοιο. Ο Τζέικομπ ήταν ότι πιο πολύτιμο μου άνηκε στα δεκαοχτώ χρόνια της ύπαρξής μου- και δεν λέω ζωή, γιατί η ανθρώπινη μου υπόσταση είχε πια χαθεί.

    Την επόμενη εβδομάδα, απέφευγα συστηματικά τον Έντουαρντ. Δεν ήμουν θυμωμένη μαζί του για κάποιο λόγο. Απλώς, ήθελα να τον προστατεύσω. Μετά από μια βδομάδα αναπάντητων κλήσεων και μηνυμάτων στον τηλεφωνητή, αποφάσισα να του γράψω ένα γράμμα, εξηγώντας του την κατάσταση και ζητώντας του να μην ξανασυναντηθούμε, επειδή ήμουν επικίνδυνη.

    Έντουαρντ, έγραψα,

    Μην σκεφτείς ότι είμαι θυμωμένη μαζί σου κι ότι αυτός είναι ο λόγος που σε αποφεύγω. Απλώς, αφότου μου αποκάλυψες αυτό που είσαι, είχα ένα σωρό εφιάλτες με εσένα και τον Τζέικομπ. Επίσης, έχω κι εγώ ένα μυστικό που πρέπει να μάθεις. Για να καταλάβεις, θα σου πω μια ιστορία. Το περασμένο καλοκαίρι είχαμε ταξιδέψει στο Λος Άντζελες με τον Τζέικομπ. Καθώς περπατούσαμε σε μια παραλία, ένας βρικόλακας βγήκε από την θάλασσα και με δάγκωσε. Ο Τζέικ ρούφηξε το δηλητήριο. Όμως, το δικό του δάγκωμα με θεράπευσε πλήρως. Μάλλον έχεις μαντέψει τι έγινα. Είμαι νεογέννητη και φριχτά επικίνδυνη. Για αυτό, σε παρακαλώ να μην ξανασυναντηθούμε ποτέ ξανά. Μην κάνεις κάτι επικίνδυνα παράτολμο ή χαζό. Δεν θέλω να πάθεις κανένα κακό. Απλώς κάνε ότι σου λέω, εντάξει; Να θυμάσαι ότι σε αγαπώ, μικρέ βρικόλακα.

    Μπέλλα

    ΥΓ. Όταν μου περάσει η τρέλα της νέας ζωής, τα ξαναλέμε...


    Έβαλα το γράμμα μέσα σε ένα φάκελο, με την ένδειξη Για τον Έντουαρντ Κάλεν. Βγήκα έξω από το σπίτι κι έβαλα το φάκελο στο γραμματοκιβώτιο. Αύριο ήταν Σάββατο. Ως συνήθως, ο ταχυδρόμος περνάει από το σπίτι μας κάθε Σάββατο.
    Επέστρεψα στο σπίτι. Ήμουν μόνη. Ο Τζέικομπ ήταν σε κυνήγι με τους άλλους Μπλακ. Η Κέιτ βρισκόταν στο σπίτι. Μπήκα στο αυτοκίνητο και οδήγησα μέχρι το σπίτι τους…
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    http://instagram.com/eva_filippa
    Bella Marie Swan
    Midnight Sun Vampire
    Midnight Sun Vampire
    Bella Marie Swan


    Θηλυκό Δίδυμος
    Ηλικία : 27
    Τόπος : Στα δάση του Φορκς,με την υπέροχη πρασινάδα!
    Αριθμός μηνυμάτων : 3826
    Registration date : 05/09/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

     Πανσέληνος - Σελίδα 2 Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Πανσέληνος    Πανσέληνος - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΠεμ 8 Σεπ 2011 - 17:19

    29.ΘΥΜΟΣ

    ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΚΑΛΕΝ

    Το πρωί, ένα γράμμα ήταν έξω από την πόρτα μου. Ο φάκελος δεν είχε αποστολέα, μόνο το όνομά μού. Το άνοιξα και διάβασα προσεχτικά το γράμμα, όπου αποδείχτηκε ότι ήταν από την Μπέλλα. Μου εξηγούσε σε τι την είχε μεταμορφώσει ο λύκος της, προσπαθώντας να τη σώσει. Τουλάχιστον έκανε κάτι καλό, μετά από ότι της είχε κάνει. Το γράμμα δεν σταματούσε εκεί. Ήθελε να απομακρυνθώ από κοντά της. Βάζω στοίχημα ότι ο αυτός της είχε πει να απομακρυνθεί από κοντά μου. Τσαλάκωσα το γράμμα στην παλάμη μου, ώσπου έγινε ένας μικρός σβόλος και τον πέταξα μακριά. Είχα θυμώσει τόσο πολύ με αυτόν, όπου ήθελα να αναμετρηθώ μαζί του. Έτρεξα, ακολουθώντας τη μυρωδιά του, ως το σπίτι του. Ήμουν τυχερός. Αυτός βρισκόταν εκεί. Διέκρινα την απαλή, ανθρώπινη μυρωδιά της Μπέλλα. Ήταν εδώ. Διάβασα τις σκέψεις του. Είχε καταλάβει τις προθέσεις μου, αλλά δεν ήθελε να πληγώσει την Μπέλλα.
    Φύγε, Έντουαρντ, με προειδοποίησε, σε παρακαλώ. Δεν θέλω να αναστατώσω την Μπέλλα. Άστο για κάποια άλλη φορά.
    Ο θυμός έκαιγε το κεφάλι μου. Κατάλαβε την άρνηση μου και μου απάντησε, πάλι μέσα στο κεφάλι του.
    Εντάξει. Έρχομαι αμέσως.
    Σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος, περιμένοντας. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, ήρθε επιτέλους.
    «Λοιπόν;» ρώτησε ανυπομονώντας. «Τι θέλεις;»
    Τον κοίταξα εχθρικά. «Εσύ είπες στην Μπέλλα να μου στείλει εκείνο το γράμμα;»
    Τον κοίταξα ξανά. Φαινόταν μπερδεμένος. «Ποιο γράμμα;» ρώτησε.
    «Δεν θα το συζητήσω μαζί σου! Εγώ ήρθα για να σε σκοτώσω. Και θα το κάνω.» Ξεγύμνωσα τα δόντια μου και έτρεξα προς το μέρος του, στοχεύοντας τον λαιμό του…

    ΜΠΕΛΛΑ ΣΟΥΑΝ

    Καθώς συζητούσα με τις καινούργιες μου αδερφές, άκουσα ουρλιαχτά και γρυλίσματα από τον κήπο. Τρόμαξα. Μήπως ο εφιάλτης μου είχε βγει αληθινός;
    Βγήκα έξω και αντίκρισα το πιο τρομαχτικό θέαμα: Ο Έντουαρντ είχε επιτεθεί στον Τζέικομπ, ο οποίος είχε μεταμορφωθεί και σφάδαζε στο έδαφος. Έτρεξα δίπλα του, αγκαλιάζοντάς τον. Κοίταξα εχθρικά τον Έντουαρντ. «Έντουαρντ!» φώναξα «Τι του έκανες;» Στάθηκα σε στάση εφόρμησης μπροστά από τον Τζέικ, προστατευτικά. Έτρεξα μπροστά και μεταμορφώθηκα. Ένιωθα τη γούνα να φυτρώνει κατά μήκος της πλάτης μου, τα δόντια μου να γίνονται σαν κοφτερά μαχαίρια. Έτρεξα κατά πάνω του, προσπαθώντας να τον δαγκώσω. Αλλά δεν τα κατάφερα. Έτρεξε μακριά μου, προσπαθώντας να μην με πληγώσει. Ο Έντουαρντ κοίταζε πίσω μου. Τον Τζέικομπ. Τον κοίταξα προστατευτικά.
    Σε παρακαλώ, Έντουαρντ. Φύγε τώρα. Δεν θέλω να σε ξαναδώ, σκέφτηκα.
    Το πρόσωπό του πήρε μια πονεμένη έκφραση. Κατάλαβα ότι η σκέψη μου τον πλήγωσε πολύ.
    Έντουαρντ. Συγνώμη. Αλλά, έλα στη θέση μου. Τι πρέπει να κάνω όταν σε βλέπω να κομματιάζεις εκείνον που αγαπώ;
    Μεταμορφώθηκα και έτρεξα προς το μέρος του Τζέικ. Είχε πάρει κι εκείνος την ανθρώπινή του μορφή. Μια μεγάλη δαγκωνιά δέσποζε στο δεξί του πλευρό, όπου είχε αρχίσει ήδη να θρέφει. Τον σήκωσα στα χέρια μου και κοίταξα τον Έντουαρντ, παραξενεμένη.
    «Δεν θα με βοηθήσεις;» τον ρώτησα εχθρικά.
    «Καλύτερα να φύγω.» είπε και στράφηκε προς το σκοτεινό δάσος.
    «Έντουαρντ!» φώναξα, σταματώντας τον.
    Πάω να αφήσω τον Τζέικ μέσα. Αναρρώνει ήδη. Περίμενε, σε παρακαλώ.
    Κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Επέστρεψα μέσα στο σπίτι και άφησα τον Τζέικ πάνω στον καναπέ. Τα μάτια μου είχαν δάκρια. Πάλι. Τον αγκάλιασα σφιχτά και βγήκα έξω. Ο Έντουαρντ ήταν εκεί και με περίμενε.
    «Έντουαρντ» άρχισα « Κατάλαβέ με. Αγαπώ εκείνον. Σε παρακαλώ, μη το κάνεις πιο δύσκολο.»
    «Μπέλλα, κατάλαβέ με κι εσύ! Σ’αγαπάω. Είμαι ερωτευμένος μαζί σου. Μετά από όλα όσα σου έχει κάνει, γιατί εξακολουθείς να τον αγαπάς;» ρώτησε κυνικά.
    «Σε αντίθεση με εσένα, εκείνος δεν προσπαθεί αν με πληγώσει!» απάντησα στον ίδιο τόνο. Γύρισα να φύγω. Όμως, δεν μπόρεσα. Το χέρι του μου είχε πιάσει σφιχτά το μπράτσο. Το κοίταξα, φανερά θυμωμένη τώρα. «Έντουαρντ άφησέ με!» φώναξα.
    «Μπέλλα, ηρέμησε.» ξεφύσησε, σαν να παραδινόταν. «Εντάξει, συγνώμη. Δεν ήξερα τι έκανα, ήμουν θολωμένος.» Κοίταξα τα μάτια του. Έλεγε την αλήθεια.
    Το πρόσωπό του πλησίαζε πιο πολύ τώρα.
    Μην τολμήσεις να κάνεις αυτό που σκέφτεσαι!! Φώναξα την προειδοποίηση μέσα στο κεφάλι μου. Εκείνος την αγνόησε επιδεκτικά. Πριν προλάβω να αντιδράσω, τα χείλη του συνέθλιβαν τα δικά μου. Τα χείλη του ήταν απαλά, χωρίς δείγματα βίας. Με κρατούσε σαν να ήμουν από εκείνες τις πορσελάνινες κούκλες. Σαν να μην ήθελε να με πληγώσει. Σαν να με αγαπούσε. Αλλά, κάποιος που σε αγαπούσε, σε καμιά περίπτωση δε θα σε φιλούσε με το ζόρι. Προσπάθησα να τον σπρώξω πίσω, χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι, περίμενα απλώς να τελειώσει.
    Μόλις απομακρύνθηκε από κοντά μου, είχε ένα θριαμβευτικό χαμόγελο στο πρόσωπό του. Ξαφνικά, το μέτωπό του γέμισε αυλακιές. Είχε δει μέσα στο μυαλό μου τι σκόπευα να κάνω για να τον εκδικηθώ. Η γροθιά μου, εκσφενδονίστηκε στο πρόσωπό του. Ακούστηκε ένα κρακ, και θα ορκιζόμουν πως ήταν το δεξί του ζυγωματικό. Του γύρισα επιδεικτικά την πλάτη και επέστρεψα μέσα στο σπίτι.
    Ο Τζέικ είχε ξυπνήσει και με περίμενε. Κάθισα δίπλα του, ένοχα, γεμάτη τύψεις.
    «Είδες…» ψιθύρισα.
    «Ναι…» είπε, χωρίς ίχνος θυμούς τη φωνή του. «Τον αγαπάς.»
    Τον κοίταξα για μια στιγμή, πριν απαντήσω. «Αγαπώ εσένα. Ο Έντουαρντ δεν είναι τίποτα. Προσπαθώ απλώς να τον ξεχάσω.»
    Πρόσεξα ότι στη προ ολίγου δαγκωματιά, υπήρχε τώρα μiα μικρή ουλή. Τον αγκάλιασα σφιχτά και τον φίλησα με τόση ορμή, που κατέπληξα κι εμένα την ίδια…

    Το επόμενο πρωί, έλαβα ένα γράμμα με την ένδειξη Για την Μπέλλα Σουαν. Το άνοιξα ανυπόμονα, αν και ήξερα από ποιον ήταν.

    Μπέλλα, έλεγε,

    Συγνώμη. Το ξέρω ότι είμαι ο ανώριμος, μικρός, ηλίθιος βρικόλακας που δεν θες να ξαναδείς. Θα μπορούσα να γεμίσω τόμους ολόκληρους με τα επίθετα που θα με χαρακτήριζες αυτή τη στιγμή. Νιώθω τόσο άσχημα για τον τρόπο που σου φέρθηκα. Ο Κάρλαϊλ με κατ΄σαδιασε άσχημα, όταν του είπα τι έκανα. Συγνώμη και για τον Τζέικομπ και για το φιλί. Δεν το ήθελα. Θα ήθελα να σου ζητήσω, αν με συγχωρέσεις τελικά, να με αφήσεις να είμαι φίλος σου. Και πάλι συγνώμη.

    Έντουαρντ

    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    http://instagram.com/eva_filippa
    Bella Marie Swan
    Midnight Sun Vampire
    Midnight Sun Vampire
    Bella Marie Swan


    Θηλυκό Δίδυμος
    Ηλικία : 27
    Τόπος : Στα δάση του Φορκς,με την υπέροχη πρασινάδα!
    Αριθμός μηνυμάτων : 3826
    Registration date : 05/09/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

     Πανσέληνος - Σελίδα 2 Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Πανσέληνος    Πανσέληνος - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΤετ 21 Σεπ 2011 - 14:33

    Κορίτσια, πριν μου πείτε ότι σας μπέρδεψα τελείως, ο Τζέικ είναι παιδί της Σελήνης, μεταμορφώνεται δηλαδή με την πανσέληνο, αλλά έχει τη δυνατότητα να μεταμορφώνεται με δική του βούληση.

    30.ΤΥΨΕΙΣ

    Μέρες αφότου έλαβα το γράμμα του Έντουαρντ, τον σκεφτόμουν περιστασιακά. Προσπάθησα να απωθήσω την σκέψη του, αλλά ήταν αδύνατο. Σκεφτόμουν το πρόσωπό του, το εξαναγκαστικό μας φιλί. Καθώς τα σκεφτόμουν όλα αυτά, το πρόσωπο του Τζέικομπ ξεπηδούσε ξαφνικά μπροστά στα μάτια μου. Τότε, ξεχνούσα ότι σκεφτόμουν πριν και επικεντρωνόμουν στο πρόσωπό του.
    Ο Τζέικ, εδώ και λίγες μέρες, είχε αναρρώσει πλήρως. Είχε φοβερούς πόνους εκεί όπου τον δάγκωσε ο Έντουαρντ. Δεν ήταν κάτι σοβαρό, αλλά πονούσε υπερβολικά τις πρώτες μέρες της ανάρρωσής του. Τον έκανα, όμως να ξεχνάει τον πόνο του, κρατώντας τον στην αγκαλιά μου- κλείσιμο ματιού x2.
    Είχα απομακρυνθεί τελείως από τον Έντουαρντ και δεν ήμουν διατεθειμένη να τον συγχωρέσω. Ένιωθα ένοχη για ότι είχε συμβεί μεταξύ τους. Ο Έντουαρντ μπορούσε κάλλιστα να τον είχε σκοτώσει, αν δεν έμπαινα στη μέση.
    Καθημερινά, λάμβανα εκατοντάδες μηνύματα και τηλεφωνήματα από τον Έντουαρντ, αλλά ήμουν αμετάπειστη. Αν έμενα μακριά του, θα τον ξεχνούσα γρήγορα και αυτή η ιστορία θα έπαιρνε ένα τέλος. Αλλά όχι, η μοίρα ήθελε να παίξει το δικό της παιχνίδι…

    Είχα επιστρέψει σπίτι και κοιμόμουν. Ο Τζέικ είχε πάει για κυνήγι. Καθώς ονειρευόμουν- τι άλλο; Τον υπέροχο μέλλοντα σύζυγο μου- άλλος ένας σκοτεινός εφιάλτης ήρθε να επισκιάσει το όνειρό μου:
    Βρισκόμουν με την αγαπημένη μου σχεδόν δίδυμη αδερφή στο δάσος. Ο Τζέικομπ βρισκόταν στις σκιές. Απαγορευόταν να τον δει η Λίζι, μιας κι είχε πανσέληνο και σύντομα θα μεταμορφωνόταν.
    Καθώς περπατούσαμε με την καλή μου αδερφή, ένας άγνωστος σε εμένα βρικόλακας έτρεξε κατά πάνω μας και δάγκωσε τη Λίζι. Η Λίζι άρχισε να σπαρταράει και να ουρλιάζει.
    «Μπέλλα!!» φώναξε, εκλιπαρώντας με. «Βοήθεια!»
    Την κοίταξα, με τα μάτια μου να βουρκώνουν.
    «Συγνώμη.» ψιθύρισα και την δάγκωσα. Η Λίζι σταμάτησε να σπαρταράει. Καθώς το δηλητήριό μου έρεε στις φλέβες της και την γιάτρευε, ρούφηξα το περισσότερο δηλητήριο στο αίμα της. Κάποιος άγγιζε με τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλά του τον λαιμό μου.
    Γύρισα και κοίταξα τον Έντουαρντ. Τον αγκάλιασα από τον λαιμό και ένιωσα παντοδύναμη, τα μάτια μου να καίνε, κόκκινα σαν τις φλόγες, το δέρμα μου ωχρό και ψυχρό σαν τον πάγο, καθώς ορμούσα στην Λίζι…

    «ΟΧΙ!!» ούρλιαξα και σηκώθηκα τρέμοντας από το κρεβάτι. Πρόσεξα ότι είχα αρχίσει να ιδρώνω. Η σκέψη μου έτρεξε στη Λίζι. Η Λίζι ζούσε στην Αγγλία, στο Λονδίνο συγκεκριμένα. Σπούδαζε στη Σχολή Καλών Τεχνών, για ζωγράφος. Λάτρευε τη ζωγραφική και από μικρή, γέμιζε το χαρτί με υπέροχα χρώματα.
    Ήταν κοκκινομάλλα, ωχρή, με λεπτά και όμορφα χαρακτηριστικά. Κατά καιρούς, της έστελνα γράμματα και μου απαντούσε συχνά. Της είχα γράψει για το τι είχα γίνει και μου είχε απαντήσει πάρα πολύ θετικά. Ήθελε να με δει από κοντά, για να επιβεβαιώσει τα λεγόμενά μου: Την ασύγκριτη ομορφιά, το ζεστό δέρμα, κτλ, κτλ.
    Κάποιος έπιασε το μπράτσο μου, προσπαθώντας να με ηρεμήσει. Αλλά, δεν ήταν η γνωστή θερμότητα του Τζέικ μου. Κάποια πολύ γνωστά ψυχρά δάχτυλα άγγιζαν τα χείλια μου, προσπαθώντας να με αποτρέψουν από το να τσιρίξω. Τότε ήταν που μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και όρμησα, σαν μια λέαινα έτοιμη να υπερασπιστεί τα μικρά της.
    «Πως τολμάς να έρχεσαι στο δωμάτιό μου;! Εξαφανίσου αυτή τη στιγμή!» είπα, δείχνοντάς του την πόρτα.
    Τα χέρια του Έντουαρντ ήταν μπροστά του, προσπαθώντας να με αποτρέψει από το να ορμήσω και να ξεσκίσω τον λαιμό του- που, τη δεδομένη στιγμή, δεν ήταν και κακή ιδέα.
    Σταύρωσα τα χέρια μου στο στήθος και πήρα την έκφραση ενός κακομαθημένου κοριτσιού, που δεν του δίνουν αυτό που θέλει.
    «Έχεις ένα ολόκληρο λεπτό να μου εξηγήσεις τον λόγο της επίσκεψής σου. Φτάνει, νομίζω.»
    «Ω, έλα τώρα Μπέλλα, μην κάνεις σαν μωρό!» αστειεύτηκε, προσπαθώντας να με κατευνάσει.
    «Σε προειδοποιώ, σε λίγο έρχεται. Δεν θα χαρεί καθόλου να σε δει εδώ.» τον απείλησα.
    Το πρόσωπό του πήρε μια απαίσια έκφραση πόνου.
    Ηλίθια! Πως μπορείς και τον πληγώνεις έτσι;
    «Δε φταις εσύ, εγώ φταίω. Εγώ δεν μπορώ να αλλάξω τα αισθήματά μου για σένα.» είπε και θα ορκιζόμουν ότι ένα ρίγος τον διαπέρασε.
    «Μπέλλα…» είπε, αγγίζοντας το μάγουλό μου. «Να είσαι ευτυχισμένη. Αν μάθω ότι δεν είσαι ευτυχισμένη, θα επιστρέψω.» Κι πήδηξε από το παράθυρο.

    Τις επόμενες μέρες, είχα ξεχάσει τελείως την επίσκεψη του Έντουαρντ και περνούσα υπέροχα δίπλα στον Τζέικ. Πήγαμε για κυνήγι- το πρώτο μου!- και ετοιμάζαμε τον γάμο μας, αν και τα περισσότερα τα αναλάμβαναν οι οικογένειές μας.
    Μια μέρα, καθώς καθόμασταν στον καναπέ του σαλονιού και παρακολουθούσαμε την δύση, το πρόσωπο του Έντουαρντ ξεπήδησε από το συρτάρι όπου το είχα κλειδώσει και με έκανε να βουρκώσω. Δυστυχώς για μένα, ο Τζέικ το παρατήρησε.
    «Αγάπη μου, τι έχεις;» με ρώτησε τρυφερά.
    Αποφάσισα να του πω την αλήθεια και του διηγήθηκα την επίσκεψη του Έντουαρντ στο δωμάτιό μου καθώς και όλους μου τους εφιάλτες. Όταν τελείωσα, το πρόσωπό του ήταν σκεφτικό. Σηκώθηκε απότομα από τον καναπέ και πέταξε έξω από το παράθυρο.

    ΤΖΕΪΚΟΜΠ ΜΠΛΑΚ

    Έτρεχα, μέσα στο δάσος με την ανθρώπινη μου μορφή. Τα πνευμόνια μου είχαν σκάσει, διψούσα και πεινούσα, αλλά θα συνέχιζα. Έπρεπε να τον βρω, πάση θυσία. Η Μπέλλα ήταν ότι πολυτιμότερο μου είχε χαρίσει το σύμπαν. Δεν άντεχα να την βλέπω πληγωμένη.
    Ξαφνικά, έπιασα την απαίσια μυρωδιά του και μια γλυκιά μυρωδιά αίματος και κατευθύνθηκα προς τα εκεί. Βρισκόταν μέσα στο δάσος και ήταν σκυμμένος πάνω από ένα ελάφι. Σταμάτησε να ρουφάει το αίμα του ελαφιού και γύρισε, κοιτώντας με. Για ένα μισό του δευτερολέπτου, ένα ρίγος με διαπέρασε, κοιτώντας τα ματωμένα χείλη του, τα κατακόκκινα του μάτια. Τα μάτια μου είχαν γίνει δυο λεπτές σχισμές.
    «Πως τόλμησες; Γιατί την πλήγωσες;» φώναξα, εκτός εαυτού πια.
    Έσκυψε το κεφάλι, κοιτώντας το χώμα.
    «Σου τα είπε, ε;» ρώτησε, ένοχα. Τον κοίταξα καχύποπτα. Ήταν τσακισμένος από την θλίψη, τον πόνο και την απογοήτευση. Δεν ήθελα να τον πληγώσω περισσότερο.
    «Ναι.» απάντησα τελικά. « Είναι πολύ στεναχωρημένη και κλαίει συνέχεια. Ανέφερε επίσης κάτι εφιάλτες…»
    Τα μάτια του γούρλωσαν. «Εφιάλτες;» ρώτησε ανυπόμονα. «Τι είδους εφιάλτες;»
    Κοίτα… απάντησα στο μυαλό μου. Έφερα στη μνήμη μου τους εφιάλτες όπου μου είχε περιγράψει τόσο ζωντανά η Μπέλλα. Ήταν πραγματικά τρομαχτικοί.
    Παρατήρησα το πρόσωπο του Έντουαρντ. Το πρόσωπό του ήταν πιο ωχρό και από νεκρού- από ότι ήταν ήδη, δηλαδή. Η έκφρασή του ανέδιδε όλο και πιο πολύ πόνο σε κάθε εφιάλτη. Τον λυπήθηκα και σταμάτησα να σκέφτομαι.
    Με κοίταξε, και ο πόνος του ήταν και δικός μου τώρα. Το πρόσωπό του έμοιαζε με το δικό μου, όταν προσπαθούσα να απομακρυνθώ από εκείνη, αν και τελικά δεν κατάφερα τίποτα.
    Τον πλησίασα και τον χτύπησα χαϊδευτικά στον ώμο. «Ξέρεις κάτι; Κάτι μπορώ να κάνω για να σε βοηθήσω.» Και του έκλεισα το μάτι πονηρά.

    ΜΠΕΛΛΑ ΣΟΥΑΝ

    Ήμουν ώρες στον καναπέ όπου με είχε αφήσει ο Τζέικ και τον περίμενα. Είχα απορροφηθεί σε ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία, τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα.Καθώς έφτανα στο σημείο όπου η Ιουλιέτα έπινε το υπνωτικό, άκουσα τα βήματα του Τζέικ στην βεράντα και βγήκα για να τον υποδεχτώ.
    «Καλωσόρισες σπίτι, αγάπη μου.» είπα, καθώς τον αγκάλιαζα. Με απομάκρυνε απαλά, καθώς πήγα να τον φιλήσω. Τον κοίταξα περίεργα.
    «Τι συμβαίνει, Τζέικομπ;» ρώτησα, σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος. «Μην κάνεις έτσι, Μπελς. Έχουμε καλεσμένο.»
    Δίπλα στον Τζέικ μου βρισκόταν κάποιος που δεν περίμενα να δω ούτε με σφαίρες.
    Ο Έντουαρντ.


    «Πλάκα κάνεις, έτσι;» ρώτησα δύσπιστα. Ο Έντουαρντ έσμιξε τα φρύδια κοροϊδευτικά.
    «Έλα τώρα, Μπέλλα! Μην κάνεις σαν μωρό!»
    Κοίταξα τον Τζέικομπ ικετευτικά.«Εγώ σας αφήνω να τα πείτε.» είπε συγκαταβατικά κι έφυγε με μερικές μεγάλες δρασκελιές από το δωμάτιο.
    Αμάν, Τζέικομπ! Γιατί πρέπει ΠΑΝΤΑ να αποχωρείς, όταν σε χρειάζομαι;
    σκέφτηκα πικρόχολα.
    «Μην τα βάζεις με τον Τζέικομπ.» απάντησε ο Έντουαρντ στην σκέψη μου. «Εκείνος ήρθε να με βρει και με έπεισε να έρθω για να σε κάνω ευτυχισμένη.»
    Δεν νομίζω με τον τρόπο που νομίζεις…Αν σκέφτεσαι πάλι κάτι τέτοιο… σκέφτηκα πικρόχολα, φέρνοντας στο μυαλό μου τη σκηνή του φιλιού μας.
    Κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Όχι, καμιά σχέση. Απλώς ο Τζέικομπ μου εξήγησε ότι είσαι δυστυχισμένη και αυτό δεν το θέλει κανείς από μας.»
    Ώστε έτσι, ε; Εσείς θα αποφασίζετε για την ευτυχία μου; Από πότε και δεν το ξέρω εγώ;

    Οι σκέψεις μου είχαν αρχίσει να γίνονται όλο και περισσότερο πικρόχολες. Δεν ήθελα να του μιλάω και προτιμούσα να του απαντάω από τις σκέψεις μου. Ήμουν μονίμως με σουφρωμένα χείλη και σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος.
    «Έλα τώρα, Μπέλλα! Να συμφιλιωθούμε να τελειώνουμε;» Τον κοίταξα νοσταλγικά, σκεπτόμενη τις στιγμές που περάσαμε μαζί στην παιδική μας ηλικία και δεν κατάφερα να καταπνίξω μια ακατανίκητη επιθυμία να τρέξω να τον αγκαλιάσω.
    «Χαζέ, ανόητε, ανώριμε βρικόλακα!» είπα χαμηλόφωνα, αν και θα ορκιζόμουν ότι το άκουσε και χαμογέλασε.
    «Φίλοι, λοιπόν, μελλοντική κα Κάλεν; Γιατί είμαι σίγουρος ότι κάποια μέρα θα αλλάξεις γνώμη.» Ένα εκτυφλωτικό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του. «Φίλοι.» συμφώνησα.
    Δεν πειράζει. Θα στρώσεις με τον καιρό, συμπλήρωσα γελώντας…
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    http://instagram.com/eva_filippa
    Bella Marie Swan
    Midnight Sun Vampire
    Midnight Sun Vampire
    Bella Marie Swan


    Θηλυκό Δίδυμος
    Ηλικία : 27
    Τόπος : Στα δάση του Φορκς,με την υπέροχη πρασινάδα!
    Αριθμός μηνυμάτων : 3826
    Registration date : 05/09/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

     Πανσέληνος - Σελίδα 2 Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Πανσέληνος    Πανσέληνος - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΚυρ 2 Οκτ 2011 - 17:03

    31.ΘΑΝΑΣΙΜΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ

    Οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες περνούσαν γρήγορα πια, δεν μπορούσα να μετρήσω τις μέρες. Ούτε μπορούσα να καταλάβω τον κίνδυνο που θα διέτρεχε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο. Εκείνη θα μάθαινε πολλά κι οι Γέροντες της Φυλής θα έπρεπε να την εκτελέσουν. Εξαιτίας μου. Εκτός κι αν γινόταν σαν εμένα. Σαν εμάς. Αλλά δεν ήταν μονάχα αυτό. Εκείνη, είχε δυστυχώς, την ίδια ομάδα αίματος με μένα. Ο διαβολικός βρικόλακας σίγουρα θα εξαπολούσε ολόκληρη τη φατρία του εναντίον της. Και δεν βοηθούσε και το γεγονός ότι μοιάζαμε καταπληκτικά.
    Θα πεθαίναμε όλοι, το ήξερα. Το χάρισμα, που είχα ανακαλύψει πρόσφατα ότι κατείχα, με βοηθούσε να κατανοήσω τις σκέψεις των, ανθρωπίνων και μη, όντων. Ο βρικόλακας σκόπευε να προδώσει την αδερφή μου στους Κουίλαγουτ, αν δεν τον αφήναμε να την «σκοτώσει». Όμως, δεν θα προλάβαινε να πει αρκετά, πριν τον σκοτώσω εγώ, με τα ίδια μου τα χέρια ή καλύτερα, με τα ίδια μου τα δόντια…


    Μετά από μια βδομάδα, δεν είχα κανένα νέο από τον Έντουαρντ. Όταν η βδομάδα έγινε μήνας, είχα αρχίσει να ανησυχώ πραγματικά. Ο μικρός μου φίλος ήταν ανώριμος για να αντέξει τον επερχόμενο γάμο μου, που επικίνδυνα πλησίαζε.
    Ο Τζέικομπ ήταν συνέχεια δίπλα μου. Δεν ήθελα να τον στεναχωρήσω. Ο αγαπημένος μου λύκος είχε προβλήματα, αν και δεν ήξερα τι ακριβώς προβλήματα. Αφορούσαν εμένα; Μήπως είχε μια διαίσθηση για το τι θα συνέβαινε σε λίγες ημέρες;
    Η Κέιτ είχε ένα όραμα, πολύ παράξενο:
    Ένας μαυροφορεμένος άντρας, με κόκκινα μάτια, έτρεχε πάνω σε ένα καστανομάλλικο κορίτσι. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ον ήταν το κορίτσι. Μετά, το όραμα άλλαξε. Ο άντρας κρατούσε το κορίτσι και το πήγαινε σε ένα μέρος, γεμάτο παραλίες και βλάστηση, όπου τους περίμεναν πολλοί άντρες. Αφότου μίλησαν μαζί της, μεταμορφώθηκαν σε ένα γιγάντιο βουνό από γούνα, πριν την δαγκώσουν και της ξεσκίσουν τη σάρκα. Όλα αυτά τα είδα στο μυαλό της Κέιτ. Τις πρώτες φορές όπου το είδαμε, το όραμα ήταν θολό. Αργότερα, όμως, η εικόνα ήταν πολύ καθαρή: Ο άντρας ήταν ο Μαξ, το κορίτσι ήταν η Λίζι, το μέρος ήταν το Λα Πους, ο καταυλισμός της φυλής Κουίλαγιουτ και οι άντρες ήταν οι γέροντες της φυλής. Η θολούρα στην αρχή εξηγείτο επειδή ο Μαξ δεν είχε αποφασίσει: Να την παραδώσει, με ρίσκο να χάσει την ευκαιρία να δοκιμάσει το αίμα της ή να διακινδυνεύσει να την σκοτώσει, με αποτέλεσμα να το μάθουν οι Βολτούρι- Οι Βολτούρι ήταν η βασιλική οικογένεια του κόσμου του, οι νυχτερινοί προστάτες των τεχνών, οι οποίοι ονομαζόταν Άρο, Κάιος και Μάρκος.

    Η μεγάλη μέρα έφτασε. Ο γάμος μου. Απορούσα πως μπορούσα ακόμα να λέω αυτή τη λέξη. Σε λίγο, θα φώναζα τον Τζέικ σύζυγο.Και η μητέρα μου άρχισε από τώρα να μου ζητάει εγγόνια. Δηλαδή, να πηδήξω τώρα από το παράθυρο!
    Ο Τζέικ έλαμπε δίπλα μου. Τα σαν χάντρες μάτια του έλαμπαν από ευτυχία. Εγώ τον κοίταζα εκστατικά, μην μπορώντας να πιστέψω ότι αυτό το θεϊκό πλάσμα προορίζεται για μένα. Όταν γύρισε και με έπιασε τρυφερά από την μέση, η καρδιά μου άρχισε να χτυπά τόσο δυνατά και γρήγορα, που νόμιζα ότι θα ξεφουσκώσει μόνη της από το πολύ φούσκωμα, όπως τα μπαλόνια.
    Η προηγούμενη νύχτα ήταν η καλύτερη της ύπαρξής μου. Ήμασταν όλο το βράδυ αγκαλιά και, παρόλο που τα αδέρφια του του είχαν ετοιμάσει μπάτσελορ πάρτυ, εκείνος απάντησε, με ένα αδιόρατο χαμόγελο στο πρόσωπό του:
    «Το καλύτερο πάρτυ είναι όπου βρίσκεται η Μπέλλα. Μόνο εγώ κι εκείνη. Υπέροχο, δεν συμφωνείτε;»
    Τότε, εμένα με έπιασαν να κλάματα και άρχισα να κλαίω δυνατά, αλλά όσο και να φώναζα, η φωνή μου δεν έλεγε να βραχνιάσει.
    Δεν ήθελα να παντρευτώ και το ήξερε. Αλλά, είχε ένα χαμόγελο, σαν να είχε αγοράσει καινούργιο σπορ αμάξι. Όταν έφυγαν τα αδέρφια του και βεβαιώθηκα ότι τα βήματά τους δεν ακουγόταν πια, τον αγκάλιασα τρυφερά, ξαπλώνοντας στο ζεστό του στήθος. Το κεφάλι μου είχε πυρακτωθεί περισσότερο από ότι έπρεπε, εφόσον ήμουν κι εγώ ζεστή. Με κοίταξε ανήσυχος. Όταν βεβαιώθηκε ότι ήμουν ζωντανή, έφυγε αστραπιαία από το δωμάτιο. Μέχρι να ανοιγοκλείσω τα μάτια μου, είχε επιστρέψει. Κρατούσε μια κρύα κομπρέσα στο ένα χέρι κι ένα ποτήρι με νερό στο άλλο. Ήπια το νερό, καθώς έβαζα την κομπρέσα στο μέτωπό μου.
    «Σε ευχαριστώ.» είπα όταν κατάφερα να μιλήσω ξανά.
    Με κοίταξε, στριφογυρίζοντας τα μάτια. «Μπέλλα, ελπίζω να μην κάνεις κανένα κόλπο για να χάσεις τον γάμο.» μου είπε αυστηρά.
    Ή να καλέσεις κανένα βρικόλακα για να τον καταστρέψει,
    συμπλήρωσε στο μυαλό του.
    Το στόμα μου έμεινε ανοικτό, το κεφάλι μου γύρισε στο πλάι κι εγώ αναρωτιόμουν πως στο καλό άκουσα αυτή τη φωνή στο κεφάλι μου. Αν κι ήξερα και πολύ καλά μάλιστα. Ο Έντουαρντ, είχε απαντήσει στο γεμάτο υπαινιγμούς γράμμα μου, λέγοντας ότι κι εκείνος διάβαζε τις σκέψεις.
    Πήρα την κανονική μου έκφραση και τον φίλησα απαλά.
    «Σ’αγαπώ» ψιθύρισα.
    «Το ξέρω.»
    «Τότε, δεν χρειάζεται να σου το λέω συνέχεια.»
    Στριφογύρισε τα μάτια του ανυπόμονα και χασκογέλασε.
    «Μπέλλα, είπα ότι ξέρω ότι με αγαπάς, όχι ότι δεν θέλω να το ακούω κι όλας!»
    «Θέλεις να το ακούς; Συνέχεια;»
    «Ναι, θέλω να το ακούω. Συνέχεια.»
    Μετά από αυτό, δεν μιλούσαμε και πολύ. Ονειρευόμασταν αγκαλιά. Έβλεπα τα όνειρά όπου έβλεπε από τότε που με γνώρισε μέσα στο μυαλό του και, πιστέψτε με, δεν ήταν καθόλου «ακατάλληλα για ανηλίκους».
    Ο Τζέικ ήταν πολύ μικρός- δεκαεπτά χρονών ακόμα- για να έχει τέτοια όνειρα. Αν και ήμουν σίγουρη ότι, και στα τριάντα να φτάσει, θα ονειρεύεται σαν παιδί.
    Το πρώτο όνειρο περιλάμβανε εμένα- ποιόν άλλον; Χα!- κι εκείνον να βρισκόμαστε στην Πρώτη Παραλία στο Λα Πους, με πολλά παιδιά μαζεμένα γύρω μας. Τότε πρόσεξα ότι τα περισσότερα παιδιά είχαν καστανοκόκκινο δέρμα και μαύρα μαλλιά.
    Από το πρώτο κι όλας όνειρο εκνευρίστηκα πάρα πολύ και σηκώθηκα απότομα από το κρεβάτι δίπλα του, σπρώχνοντας την αγκαλιά του μακριά.
    «Για να δούμε…» άρχισε «Άσε να μαντέψω. Εκνευρίστηκες;»
    «Λιγάκι…» τον πείραξα.
    «Μπορώ να μάθω το λόγο;» ρώτησε σοβαρά.
    Τότε εγώ ξέσπασα. Στο μυαλό μου, ήρθε η εικόνα μιας κοπέλας με μακριά, καστανά μαλλιά και καστανό δέρμα, όπου φορούσε ένα μεσαιωνικό φόρεμα και μαινόταν, αγανακτισμένη από τον λυκάνθρωπο αγαπημένο της, ο οποίος της κοίταζε φοβισμένος. Θυμήθηκα το έργο του Σαίξπηρ Το ημέρωμα της στρίγγλας και κατάλαβα από πού είχα πάρει την εικόνα.
    «Δεν το πιστεύω ότι θέλεις να κάνουμε παιδιά!! Ακόμα δεν παντρευτήκαμε, Τζέικ!»
    Είχα κοκκινίσει, τα μάτια μου είχαν μετατραπεί από το σμαραγδένιο τους χρώμα σε ένα κατάμαυρο πράσινο. Κοίταξα το είδωλό μου στον καθρέφτη. Δεν είναι να απορεί κανείς που ο Τζέικ είχε φοβηθεί.
    Πήγα κοντά του, κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
    «Κι αν δεν μπορώ να κάνω παιδιά; Τι θα γίνει, τότε; Θα με παρατήσεις, για κάποια που θα μπορεί;»
    Τον αγκάλιασα σφιχτά και τα δάκρια οργής έγιναν δάκρια πόνου. Βγήκαμε στην αυλή από το παράθυρο και ξαπλώσαμε πάνω στο υγρό γρασίδι.
    Μείναμε ώρες εκεί, μέχρι που αποκοιμήθηκα στην αγκαλιά του, σκεπτόμενη την επόμενη μέρα, όπου θα ήταν η φριχτότερη μέρα που υπήρξε ποτέ…

    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    http://instagram.com/eva_filippa
    Bella Marie Swan
    Midnight Sun Vampire
    Midnight Sun Vampire
    Bella Marie Swan


    Θηλυκό Δίδυμος
    Ηλικία : 27
    Τόπος : Στα δάση του Φορκς,με την υπέροχη πρασινάδα!
    Αριθμός μηνυμάτων : 3826
    Registration date : 05/09/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

     Πανσέληνος - Σελίδα 2 Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Πανσέληνος    Πανσέληνος - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΚυρ 9 Οκτ 2011 - 9:32

    32.ΤΟ ΚΑΤΕΣΤΡΑΜΜΕΝΟ ΜΟΥ ΟΝΕΙΡΟ

    Μια ημέρα που άρχισε υπέροχα, αλλά δεν τελείωσε όπως περίμενα. Μια μέρα που με φρίκαρε, αλλά και συνάμα με γέμιζε ευτυχία. Μια μέρα… που δεν ήταν γραφτό να συμβεί ότι έπρεπε να συμβεί. Εξαιτίας του μίσους κάποιων για την οικογένειά μου… Εξαιτίας του αίματος μου… Εξαιτίας μου…
    Η καρδιά μου χτύπησε πιο δυνατά. Έσφιξα το μπράτσο του Τσάρλι και κατευθυνθήκαμε προς τον- γεμάτο ροδοπέταλα- διάδρομο, προς την πηγή της ευτυχίας μου… Τον Τζέικομπ, τον μέλλοντα σύζυγο μου…


    «Λίζι!» φώναξα, γεμάτη έκπληξη, καθώς άνοιγα την πόρτα. Η «μικρή» μου αδερφή, βρισκόταν, χωρίς να το ξέρω, μπροστά στα μάτια μου. Είχε έρθει για μένα. Για τον γάμο μου.
    Την αγκάλιασα σφιχτά, ενώ τα δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά μου. Η Λίζι μου σκούπισε τα δάκρυα και μου χαμογέλασε γλυκά.
    «Σήμερα είναι η μέρα του γάμου σου! Δεν πρέπει να κλαίς!»
    Ανεβήκαμε στο δωμάτιό μου, όπου βρίσκονταν οι «κυρίες επί των τιμών» μου, οι οποίες ήταν η Εσμέ, η μαμά μου, η Μελίσα και οι αδελφές Κάλεν, με επικεφαλής την Κέιτ. Η Κέιτ δεν με είχε αφήσει ακόμα να δω το νυφικό. Ήμουν σίγουρη ότι θα είχε υπερβάλλει πάλι. Όπως και για το κουστούμι του Τζέικ, τη δεξίωση, τα παρανυφάκια… Και την τούρτα. Την εξαώροφη, ροζ τούρτα η οποία θα ήταν αρκετή για να ταΐσουμε ολόκληρη την πόλη, κι όχι για να την μοιραστούμε μεταξύ μας. Αν και ήμουν σίγουρη ότι θα είχε καλέσει περισσότερους καλεσμένους από ότι της ήταν επιτρεπτό.
    Με υποδέχτηκαν με ένα χαμόγελο, με την ικανοποίηση να διακρίνεται στο πρόσωπό της.
    «Είσαι έτοιμη να δεις το νυφικό σου;» ρώτησε, με την λεπτή φωνή σοπράνο που διέθετε. Η ευχαρίστηση στην φωνή της δεν κρυβόταν πια.
    «Ναι» απάντησα διστακτικά. Πριν ανοίξει την υπερμεγέθη ντουλάπα, την τράβηξα παράμερα και της σφύριξα στο αυτί.
    «Σε παρακαλώ, πες μου ότι δεν θα δω κάτι που θα με τρομάξει.»
    Γέλασε χαμηλόφωνα, πριν μου απαντήσει γρήγορα.
    «Και βέβαια δεν πρέπει να ανησυχείς, Μπέλλα. Είναι όλα όπως τα ήθελες.»
    Μου έκλεισε το μάτι κι άνοιξε τη μεγαλοπρεπή ντουλάπα μπροστά μου. Το όλο θέμα το είχα πάρει πολύ στραβά. Με μια ματιά δεν χάθηκε ο κόσμος.
    Η ντουλάπα άνοιξε και η λάμψη που είχε εξωτερικά, δεν συγκρινόταν με την εσωτερική λάμψη.
    Καλά λένε ότι Δεν μετράει η εξωτερική ομορφιά, αλλά η εσωτερική. Σε αυτή τη περίπτωση, αυτός που έβγαλε το ρητό έχει απόλυτο δίκιο!
    Το νυφικό ήταν σε στυλ Μεσαίωνα: Φουσκωτά μανίκια, ουρές και διαμάντια παντού.
    Αλλά, προς μεγάλη έκπληξη όλων, μου άρεσε. Ίσως επειδή το είχε σχεδιάσει η Κέιτ, κι ήξερε τι περίπου δεν θα ήθελα. Την αγκάλιασα, πριν προλάβουν οι άλλοι να δουν τα δάκρυά μου- ευτυχώς, δεν είχα βαφτεί ακόμα.

    Η διαδικασία του βαψίματος και της περιποίησης ήταν ότι χειρότερο για μένα, κάτι που δεν θέλω να ξαναζήσω ποτέ. Τα μαλλιά μου, χωρισμένα σε τούφες, αποκτούσαν μπούκλες που πριν δεν είχαν. Το πρόσωπό μου από καστανό έγινε ροζ, χάρη στο ρουζ που πρόσθεσε η Ρόζαλι. Η μάσκαρα που φορούσα ήταν αδιάβροχη, γιατί προφανώς κάποια- η Κέιτ, σίγουρα- είχε σκεφτεί το γεγονός των δακρύων.
    Όταν επιτέλους τελείωσαν μαζί μου κι έφυγαν για να ετοιμαστούν κι εκείνες, κοίταξα το είδωλό μου στον καθρέπτη.
    Αυτή που με κοιτούσε παράξενα δεν ήμουν εγώ, αλλά κάποια άλλη.
    Τα μαλλιά μου ήταν δεμένα σε μια περίτεχνη πλεξιδούλα γύρω από το κρανίο μου, σαν στεφάνι και τελείωνε ακριβώς στη μέση. Τα μάτια μου είχαν μια γαλάζια σκιά, για να ταιριάζουν με το νυφικό.
    Τα χείλη μου είχαν μια τέλεια απόχρωση του κόκκινου: Την αγαπημένη μου απόχρωση, την πιο έντονη. Κοιτούσα τα χείλη μου πολύ ώρα, κι αναρωτιόμουν αν ο Τζέικομπ παρατηρούσε κι εκείνος το κατακόκκινο, ερωτικό τόξο μου.
    Χαμογέλασα επιδοκιμαστικά στον εαυτό μου και γύρισα πίσω στο δωμάτιο με την ντουλάπα, για να φορέσω το νυφικό. Τότε πρόσεξα ότι δεν ήμουν μόνη.
    Ο Έντουαρντ σφύριξε επιδοκιμαστικά καθώς έμπαινε στη μικρή κάμαρα. Κοιταχτήκαμε για λίγα δευτερόλεπτα. Το βλέμμα του σπινθηροβόλο, όπως το θυμόμουν, με είχε μαγνητίσει. Ήθελα τόσο απεγνωσμένα να τον αγκαλιάσω σφιχτά, να απαλύνω τον πόνο που του δημιουργούσα. Αλλά, δεν μπορούσα. Ο Τζέικ με περίμενε. Τον αγαπούσα- όχι, η λέξη αυτή δεν ήταν κατάλληλη για να περιγράψω τα αισθήματά μου για εκείνον. Την ώρα που τα σκεφτόμουν όλα αυτά και προσπαθούσα να βρω έναν τρόπο να αποφύγω το βλέμμα του, με πλησίασε, δίνοντάς μου ένα ολόλευκο, υπέροχο τριαντάφυλλο.
    «Βίων ανθόσπαρτων, κυρία Μπλακ.» πρόφερε. Διέκρινα τον πόνο στην φωνή του, που τόσο απεγνωσμένα προσπαθούσε να κρύψει.
    «Ευχαριστώ.» είπα, δεχόμενη το τριαντάφυλλο. Κοίταξα το πρόσωπό του. Προσπαθούσε να αποφύγει το βλέμμα μου, όσο γινόταν.
    Δεν πρέπει να είναι δυστυχισμένη. Δεν πρέπει… άκουσα, μπαίνοντας κρυφά στις σκέψεις του.
    Δεν είμαι,απάντησα. Με κοίταξε έκπληκτος.
    «Μη μου πεις… Αυτό είναι το χάρισμά σου;» ρώτησε.
    Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά και συνέχισα να σκέπτομαι την απάντηση μέσα στο μυαλό μου.
    Τον αγαπάω. Και αγαπάω κι εσένα. Το μόνο που μετράει είναι η δική σου ευτυχία, όχι η δική μου. Σταμάτα λοιπόν να σκέφτεσαι έναν λύκο σαν κι εμένα και διασκέδασε την αιωνιότητα.
    Σούφρωσε τη μύτη του με δραματικότητα.
    Το μόνο που μπορώ να μην σκεφτώ είναι η μυρωδιά σου, Μπελς. Στ’αλήθεια βρωμάς.
    Ξέρεις τι πιστεύω εγώ;
    ,απάντησα, με επίσης προσποιητό θυμό, εσύ δεν μυρίζεις καλύτερα από ότι ο Τζέικ! Τουλάχιστον, σε μένα, είναι υποφερτός.
    ταυτοχρόνως να γελάμε. Το γέλιο μας θα γκρέμιζε το σπίτι, αν η Κέιτ δεν ερχόταν να δει τι συνέβαινε και αργούσα. Μόλις είδε τον Έντουαρντ, τα μάτια της έγιναν κάπως απαθή και έκπληκτα.
    «Ω, γεια σου Έντουαρντ!» είπε με ευγένεια. Μετά στράφηκε σε μένα.
    «Μπέλλα, ο Τσάρλι είπε ότι αν δεν κατέβεις αυτή τη στιγμή, τα παρατάει και…»
    «… και πάει για ψάρεμα. Ξέρω, ξέρω…» απάντησα χασκογελώντας.
    Οι απειλές του Τσάρλι δεν ήταν τίποτα άλλο πέρα από κούφια λόγια. Ποτέ δεν έκανε αυτό που έλεγε ότι θα έκανε, αλλά πάντα έκανε κάτι διαφορετικό. Τότε, μου ήρθαν στο μυαλό οι άπειρες απειλές που ποτέ δεν πραγματοποίησε και χαμογέλασα.
    Μπήκα στο δωμάτιο κι έβγαλα προσεχτικά το νυφικό από την ντουλάπα. Το φόρεσα, προσέχοντας να μην χαλάσω τα μαλλιά μου και βγήκα από το δωμάτιο. Στριφογύρισα τα μάτια, καθώς είχα μείνει πάλι μόνη με τον Έντουαρντ. Δεν το άντεχα αυτό.
    Μου πρόσφερε το μπράτσο του. «Παρακαλώ.» είπε.
    Έσφιξα το μπράτσο μου γύρω από το μπράτσο του κι ένιωσα κάπως αμήχανα.
    Κατεβήκαμε τις σκάλες, μέσα σε χειροκροτήματα και επευφημίες. Η Ρενέ είχε συγκινηθεί τόσο πολύ, κρεμασμένη στο μπράτσο του Τσάρλι, με ένα μαντίλι να σφουγγίζει τα πρησμένα της μάτια. Ο Έντουαρντ με παρέδωσε στον πατέρα μου, με ένα χαμόγελο. Έσκυψε, με φίλησε στο μέτωπο, ψιθυρίζοντας «Να είσαι ευτυχισμένη.»
    Έσφιξα το μπράτσο του, αναγκάζοντάς τον να με κοιτάξει κατά πρόσωπο.
    «Δεν θέλω να φύγεις. Σε παρακαλώ. Μείνε για χάρη μου.» είπα παραπονιάρικα.
    Χαμογέλασε αυτάρεσκα.
    Θα μείνω. Ευχαριστημένη;
    Η σκέψη ήρθε από εκεί όπου δεν το περίμενα.
    «Πολύ.» ψιθύρισα.
    Αυτή ήταν η αρχή του τέλους της καταστροφής του ονείρου μου…

    Ήμασταν λίγα μέτρα μακριά από τον ιερέα, λίγα μέτρα μακριά από το Τζέικομπ, την πηγή της ευτυχίας μου. Πριν αρχίσουμε να περπατάμε, ο Τσάρλι έσφιξε το μπράτσο μου.
    «Μην με αφήσεις να πέσω, μπαμπά.» μουρμούρισα αργά.
    Άργησε να απαντήσει. Η φωνή του πρόδιδε τη συγκίνησή του. «Πάντα θα σε κρατάω για να μη πέσεις, γλυκιά μου. Πάντα.»
    Αρχίσαμε να περπατάμε αργά. Όσο πιο κοντά του έφτανα, το χαμόγελό μου μεγάλωνε όλο και πιο πολύ. Τα μάγουλά μου είχαν αναψοκοκκινίσει από την ταραχή.
    Έφτασα επιτέλους, κοντά του. Έπιασε το χέρι μου, το οποίο έτρεμε, για να το κλείσει μέσα στο δικό του.
    Άρχισε η τελετή και μετά από σχεδόν μισή ώρα, φτάσαμε στο σημείο των όρκων.
    «Ιζαμπέλλα Σουάν» πρόφερε σε έναν αρκετά σοβαρό τόνο «Θα σου ανήκω για κάθε λεπτό, κάθε ώρα, κάθε μέρα της ζωής μας.»
    «Τζέικομπ Μπλακ»
    είπα κι εγώ «Θα σου ανήκω για κάθε λεπτό, κάθε ώρα, κάθε μέρα της ζωής μας.»
    «Και θα φροντίζουμε, θα αγαπάμε, θα σεβόμαστε ο ένας τον άλλον, για όσο καιρό ζούμε.»
    είπαμε μαζί.
    «Δέχεσαι την Ιζαμπέλλα ως νόμιμη σύζηγό σου;» ρώτησε ο ιερέας, προχωρώντας παρακάτω.
    Κοίταξα το πρόσωπό του. Εκείνος ήταν πιο ευτυχισμένος από ότι εγώ; Χαμογέλασε, απαντώντας τελικά.
    «Ναι.» είπε και το χαμόγελο δεν έφυγε στιγμή από το πρόσωπό του.
    Στράφηκε σε μένα, ρωτώντας με το ίδιο. Την ώρα που πρόφερε τις λέξεις, είδα το όραμα της Κέιτ μέσα στο μυαλό μου.
    Τους Βολτούρι να έρχονται, με τον Μαξ και τους Γέροντες των Κουίλαγιουτ. Έπιασα τον Τζέικ από το χέρι, τραβώντας τον και αρχίσαμε να τρέχουμε, χωρίς να ξέρουμε που, με τις οικογένειές μας στο κατόπι μας. Μπήκαμε στο κοντινό δάσος, καθώς η υπόλοιπη οικογένεια Μπλακ έφτανε προς το μέρος μας…

    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    http://instagram.com/eva_filippa
    Bella Marie Swan
    Midnight Sun Vampire
    Midnight Sun Vampire
    Bella Marie Swan


    Θηλυκό Δίδυμος
    Ηλικία : 27
    Τόπος : Στα δάση του Φορκς,με την υπέροχη πρασινάδα!
    Αριθμός μηνυμάτων : 3826
    Registration date : 05/09/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

     Πανσέληνος - Σελίδα 2 Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Πανσέληνος    Πανσέληνος - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΔευ 7 Νοε 2011 - 20:32

    33.ΚΙΝΔΥΝΟΣ & ΑΠΕΙΛΗ

    Καθώς πλησίαζαν, σκεφτόμουν την πιθανότητα να πεθάνω, πριν ενώσω αιώνια την ύπαρξή μου μαζί του. Γιατί; Γιατί πρέπει να γίνει έτσι; Η ζωή μου δεν θα είχε απολύτως κανένα νόημα, χωρίς εκείνον. Δεν θα μπορούσα να αντέξω το να μην βλέπω το υπέροχο του πρόσωπο, να μην τον ακούω να μου λέει «Σ’αγαπώ». Δεν θα μπορούσα να το αντέξω… Αν πέθαινα τώρα, το μόνο που θα ήθελα είναι να είμαι μέσα στην αγκαλιά του, να πεθάνω μαζί του… Τότε, ο θάνατος θα ήταν υποφερτός.

    «Τι συμβαίνει;» ρωτούσε έντονα η Μελίσα καθώς πλησίαζε με την Κέιτ, κρεμασμένη στο μπράτσο της. Ήμουν κρυμμένη στην αγκαλιά του Τζέικ. Έτρεμα. Η Κέιτ ήταν ανέκφραστη, δεν μιλούσε. Προφανώς, η κατάσταση την είχε φρικάρει.
    «Μπέλλα, ησύχασε.» ψιθύριζε εκείνος, προσπαθώντας να με ηρεμήσει. «Όλα είναι εντάξει.»
    Τα δάκρυα έτρεχαν στο πρόσωπό μου. Προσπάθησα να εξηγήσω την κατάσταση, αλλά αδυνατούσα. Συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να μιλήσω από την σύγχυση.
    «Κέιτ» πρόφερα αδύναμα « εξήγησε την κατάσταση στους άλλους, σε παρακαλώ.»
    Καθώς η Κέιτ εξηγούσε με μονότονη φωνή τι είχε δει, εγώ κρύφτηκα στην αγκαλιά του. Έκλαψα πολύ, χωρίς να με δει κανείς. Όταν, στέρεψα πια από τα δάκρυα σήκωσα το κεφάλι μου για να κοιτάξω τους άλλους.
    «Ο γάμος μας ισχύει;» ρώτησα. Τους κοίταξα όλους, έναν έναν.
    Ο Κλάους χαμήλωσε το βλέμμα. Η Εσμέ με κοίταξε λυπημένη. Η Μελίσα και η Κέιτ ήρθαν δίπλα μου, για να με ξεκολλήσουν από την αγκαλιά του και να με παρηγορήσουν.
    «Μπέλλα, ο γάμος τελικά δεν έγινε. Δεν πρόλαβες να απαντήσεις θετικά κι έτσι ο παπάς ακύρωσε τον γάμο.» Κοίταξε την άθλια έκφρασή μου, πριν προσθέσει γρήγορα: «Μην ανησυχείς, όμως! Μόλις τελειώσουμε με όλο αυτό το μπάχαλο, την επόμενη φορά θα-»
    «Δεν θα υπάρξει επόμενη φορά.» την διέκοψα. Κοίταξα τον Τζέικ περίλυπα. «Συγνώμη, αλλά το είδες, έτσι; Κι αν συμβαίνει κάθε φορά αυτό; Κάθε φορά που θα θέλουμε να παντρευτούμε, να σκάει μύτη ένα τέρας που να θέλει να μας καταστρέψει;»
    Χαμήλωσε το κεφάλι του, ακουμπώντας το μάγουλό του στο κεφάλι μου.
    «Αν το βλέπεις έτσι… Μόνο που οι Κουίλαγιουτ δεν είναι τέρατα, Μπέλλα. Είναι κομμάτι του ποιοι ήμαστε.» «Μόνο που δεν εννοούσα αυτούς ή εκείνους τους Βολτούρι που μου είπες…» είπα. «Ο Μαξ. Δεν είναι ακόμα απειλή για μας;»
    Με κοίταξε για ένα λεπτό, γεμάτος περιέργεια. «Μπέλλα, σκέφτεσαι να μεταμορφώσεις την αδερφή σου;»
    Χαμήλωσα για λίγο το βλέμμα. Το σκεφτόμουν καιρό αυτό, αφότου είδα εκείνο το όνειρο με την Λίζι. «Ναι» απάντησα τελικά «Αλλά όχι χωρίς λόγο. Είδα ένα όνειρο και αυτό τα εξηγεί όλα.»
    Καθώς του εξηγούσα το όνειρο, το πρόσωπό του οργιζόταν όλο και πιο πολύ.
    Στο τέλος, άρχισε να γελάει και με έκλεισε σε μια σφιχτή και ζεστή αγκαλιά.

    Μετά από ένα γεμάτο απόγευμα, επέστρεψα σπίτι. Μπαίνοντας, με υποδέχτηκε ένας οργισμένος Τσάρλι και μια αναψοκοκκινισμένη από το κλάμα Ρενέ. Το στομάχι μου άρχισε να γυρίζει από την αμηχανία και τον τρόμο για αυτό που με περίμενε. Σήκωσα την φούστα του νυφικού μου για να μπορέσω να περπατήσω και κατευθύνθηκα προς το δωμάτιο μου.
    Έκλεισα με πάταγο την πόρτα κι έπεσα στο κρεβάτι μου, κλαίγοντας, για πέμπτη φορά σήμερα.
    Αναλογίστηκα την ζωή μου πριν γνωρίσω τον Τζέικομπ. Διαπίστωσα ότι πριν μπει εκείνος στη ζωή μου, ζούσα κυριολεκτικά μια ΦΡΙΚΗ!! Χαμογέλασα σε αυτή τη σκέψη. Αν τον έχανα, τι θα απογινόμουν εγώ; Ή αν γινόταν το αντίστροφο;
    Το επόμενο πρωί, πληροφορήθηκα ότι ο Κλάους μίλησε με τους Βολτούρι και τους είπε τα πάντα για τον Μαξ. Εκείνοι, μας διαβεβαίωσαν ότι θα μας προστάτευαν, αν μας επιτιθόταν. Και οι Γέροντες της Φυλής… Δεν ήθελαν την Λίζι, αλλά εμένα. Με θεωρούσαν απειλή για την μυστικότητα του μυστικού μας. Λες και θα το αποκάλυπτα ποτέ σε κανέναν! Αλλά θεωρούσαν ότι μπορούσα να τους εκθέσω, κυνηγώντας ασυλλόγιστα εδώ κι εκεί. Αυτό με έθιγε, πραγματικά. Δεν πίστευαν ότι μπορούσα να μην τους εκθέσω. Αλλά θα τους αποδείκνυα το πόσο λάθος έκαναν. Καθώς τα σκεπτόμουν όλα αυτά, συνειδητοποίησα ότι με είχε πάρει ο ύπνος, μέσα σε μια ζεστή αγκαλιά…

    «Καλημέρα, Μπέλλα μου…» άκουσα την γλυκιά του φωνή, καθώς ξυπνούσα. Άνοιξα τα μάτια μου και χαμογέλασα. Ήταν εδώ, όπως κάθε βράδυ. Πόσο χαρούμενη ήμουν, που ήταν εδώ, μαζί μου! Τον αγκάλιασα σφιχτά, κι έκρυψα το πρόσωπό μου στο ζεστό του στήθος.
    «Καλημέρα.» ανταπάντησα. «Πως κοιμήθηκες;»
    Στριφογύρισε τα μάτια του. «Ρωτάς αν κοιμήθηκα καθόλου;»
    Με κοίταξε για μια στιγμή που διήρκεσε σχεδόν έναν αιώνα. Πόσο μου άρεσε όπως με κοίταζε! Έκλεισα τα μάτια μου, περιμένοντας την απάντησή του.
    «Σε κοιτούσα όλη τη νύχτα. Δεν ξέρεις πόσο όμορφη είσαι όταν κοιμάσαι! Και σε συνδυασμό με το νυφικό… Σαν την νύφη του βρικόλακα-»
    Σταμάτησε απότομα την φράση του και διέκρινα την πικρία στην φωνή του.
    «Τι συνέβη, Τζέικομπ; Εκτός από αυτά που ήδη συμβαίνουν, δηλαδή. Μάθατε κάτι καινούργιο;»
    «Μπέλλα» άρχισε «Η Λίζι κινδυνεύει. Ο Μαξ έχει εξαπολύσει όλη του την φατρία εναντίον της. Και δεν θα ησυχάσει, εάν δεν την πιάσει. Αν δεν σας πιάσει. Επιπλέον,» συνέχισε «Οι Γέροντες της Φυλής θέλουν να σε καταστρέψουν. Δεν θέλουν να μας εκθέσεις. Καθώς είσαι πολύ νέα ακόμα και ανεξέλεγκτη, κατά τα λεγόμενά τους, δεν θέλουν να-»
    Δεν άκουσα τα υπόλοιπα. Είχα αρχίσει να θυμώνω. Όχι με εκείνον. Με όλους. Με τους Γέροντες. Με τον Μαξ. Γιατί έπρεπε όλοι να κάνουν κουμάντο στη ζωή μου; Γιατί δεν μπορούσα να είμαι ευτυχισμένη, ήρεμη και ενωμένη για πάντα με εκείνον που αγαπούσα; Να ζούσα την αιωνιότητα, χωρίς προβλήματα; Γιατί η κακή μου τύχη δεν εστίαζε ποτέ εκεί που έπρεπε να εστιάσει; Ήθελα να φωνάξω στον ουρανό Εγώ είμαι αυτή όπου θες. Εγώ. Είμαι εδώ.Μόλις τελείωσε, κρύφτηκα στην αγκαλιά του και προσπάθησα να αποκρυπτογραφήσω το πρόσωπό του. Σαν να ήταν αυτός ο μόνος χρόνος που μας απέμενε…
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    http://instagram.com/eva_filippa
    Bella Marie Swan
    Midnight Sun Vampire
    Midnight Sun Vampire
    Bella Marie Swan


    Θηλυκό Δίδυμος
    Ηλικία : 27
    Τόπος : Στα δάση του Φορκς,με την υπέροχη πρασινάδα!
    Αριθμός μηνυμάτων : 3826
    Registration date : 05/09/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Mind Reading

     Πανσέληνος - Σελίδα 2 Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Πανσέληνος    Πανσέληνος - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΣαβ 28 Ιαν 2012 - 23:47

    34. ΠΙΟΝΙ

    Το όνειρό μου καταστράφηκε, σαν έναν πύργο στην άμμο. Τα μάτια μου, πρησμένα από το κλάμα, προσπαθούσαν να διακρίνουν τις σκούρες φιγούρες από τους εφιάλτες μου: Τον Μαξ…
    Δεν ήμουν αδύναμη, δεν ήμουν ευάλωτη. Η ζωή μου ήταν σαν μια σκακιέρα, σαν μια παρτίδα σκάκι: Ξεκίνησα σαν ένα απλό πιόνι, έναν απλό στρατιώτη και κατέληξα στο ισχυρότερο, τη βασίλισσα. Αλλά σίγουρα δεν ήμουν πια εγώ το πιόνι σε αυτή την ιστορία. Αλλά κάποιος άλλος. Κάποιος άλλος πρόδωσε την οικογένειά μας στους Βολτούρι. Κάποιος άλλος ανέφερε την αδερφή μου ως αποδιοπομπαίο τράγο για την φύλαξη του «μυστικού» τους. Κάποιος εχθρός, κάποιος φίλος; Δεν ξέρω. Το σίγουρο ήταν ότι έπρεπε να βρω τον προδότη. Και γρήγορα…


    Η εβδομάδα που μεσολάβησε τον γάμο ήταν η χειρότερη της ζωής μου. Απανωτές εκπαιδεύσεις για μάχη- στην περίπτωση που ο Μαξ δεν σταματούσε. Η Κέιτ ήταν συνέχεια μόνη, παρακολουθώντας τις αποφάσεις των εχθρών μας. Ο Τζέικ κυνηγούσε μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια. Εγώ και η Λίζι, αμπαρωμένες στο σπίτι των Μπλακ, περιμέναμε εναγωνίως την οικογένεια να επιστρέψει.
    Τελικά, αποδείχτηκε ότι οι Γέροντες ποτέ δεν ήταν εναντίων μας. Ήθελαν μόνο να ελέγξουν την εγκράτειά μου και την εκπαίδευση που είχα ως προς τη ζωή ενός λυκανθρώπου. Στη πραγματικότητα, οι Βολτούρι ήταν οι πραγματικοί εχθροί.
    Ήθελαν απεγνωσμένα την Κέιτ, εμένα και τον Τζέικομπ, για τα σπάνια χαρίσματά μας. Αλλά, δεν θα τους κάναμε τη χάρη.
    Δεν ήθελαν καν να μας προστατέψουν από τις ορδές βρικολάκων του Μαξ. Τόσο ανάξιοι, τόσο σάπιοι, τόσο διεφθαρμένοι.
    Η Λίζι ένιωθε απαίσια. Ένιωθε υπαίτια για ότι είχε συμβεί και επέμενε να την παραδώσουμε αμέσως. Εγώ κι ο Τζέικομπ διαμαρτυρηθήκαμε έντονα. Από τότε, η Λίζι δεν ανέφερε ξανά την ιδέα της.
    Εντωμεταξύ, ο Έντουαρντ ερχόταν όλο και περισσότερο στο σπίτι μας. Όταν ερχόταν, μιλούσε με τις ώρες με την Λίζι. Όταν με κοίταζε, το βλέμμα του γινόταν μαύρο κι έχανε όλη του τη ζωντάνια και παιδικότητα των 17 του χρόνων(ο Έντουαρντ είχε μεταμορφωθεί από τον Κάρλαϊλ στα 17 του χρόνια, καθώς πέθαινε από την ισπανική γρίπη). Τον αγαπούσα, τον λάτρευα. Τις φορές που μιλήσαμε- και δεν ήταν λίγες οι φορές που είχα τσακώσει τον Τζέικ να μας κοιτάζει βλοσυρά- κατάφερα να του αποσπάσω- με τη βία σχεδόν- λίγες λέξεις. Και από αυτές τις λέξεις δεν έβγαλα νόημα, ώσπου τα παράτησα και συγκεντρώθηκα στο να κρατήσω την οικογένειά μου ζωντανή…

    Σε μια από τις εξορμήσεις μου στην εξοχή για κυνήγι με τον Έντουαρντ- που όλως τυχαίως ο Τζέικ μας είχε επιτρέψει- δεν πρόσεχα ιδιαίτερα το τοπίο γύρω μου. ο Έντουαρντ δεν μου μιλούσε, ως συνήθως. Δεν ήξερα τι έφταιγε και δεν ήμουν σίγουρη αν ήθελα να μάθω. Με κοιτούσε συνέχεια ψυχρά, λες και θα μου επιτίθονταν.
    Σταμάτησα το τρέξιμο και τον κοίταξα, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στο στήθος μου. Με κοίταξε ερωτηματικά. Σίγουρα θα προσπαθούσε να αποφύγει την συζήτηση διαβάζοντας το μυαλό μου. Άρχισα να σκέφτομαι διάφορα άσχετα, συνεχίζοντας να τον κοιτάζω έντονα. Ξεφύσησα αργά και άρχισα.
    «Θα μου εξηγήσεις επιτέλους τι συμβαίνει;»
    Με κοιτούσε αποσβολωμένος, καθώς δεν περίμενε να του μιλήσω έτσι.
    «Δεν καταλαβαίνω για τι πράγμα μιλάς…»
    «Καταλαβαίνεις μια χαρά!» συνέχισα την επίθεση. «Δεν με αγκαλιάζεις, όπως παλιά, δεν μου μιλάς, με κοιτάς βλοσυρά, σαν να με λυπάσαι… Αυτά φτάνουν;»
    Τα μάτια του κοιτούσαν το έδαφος, το οποίο ήταν πασπαλισμένο από χιόνι. Φεβρουάριος.
    Σήκωσε το κεφάλι, κοιτώντας με στα μάτια. Είχε πλησιάσει αρκετά κοντά μου, πιάνοντας τα μπράτσα μου.
    «Σ’αγαπάω. Σε αγαπάω όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Πότε στην ζωή μου δεν έχω ποθήσει τόσο πολύ πλάσμα. Γιατί δεν καταλαβαίνεις ότι εγώ είμαι κατάλληλος για σένα;»
    Ένα γέλιο πάλευε να ξεφύγει από μέσα μου. όταν βγήκε, το τοπίο αντήχησε από τα καμπανιστά χαχανητά μου.
    «Πραγματικά, αυτό είναι το πιο αστείο πράγμα που έχω ακούσει ποτέ!»
    Με κοίταζε πραγματικά σοκαρισμένος, προσπαθώντας να καταλάβει τι ήταν το τόσο αστείο.
    «Σοβαρά, Μπέλλα, πιστεύεις ότι αστειεύομαι;»
    Όταν σταμάτησα να γελάω, τον κοίταξα θαρρετά στα μάτια, ετοιμάζοντας την απάντησή μου.
    «Ειλικρινά, Έντουαρντ, κοίταξέ με. Ξέχασες ότι δεν είμαι άνθρωπος πια;»
    Με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, φανερά κολλημένος στο πρόσωπό μου.
    «Εγώ δεν βλέπω καμιά διαφορά.» απάντησε.
    «Ωραία.» απάντησα. «Θέλω να είσαι στη ζωή μου. Είσαι φίλος μου και σ’αγαπάω. Αλλά μην μου ζητάς κάτι περισσότερο.»
    «Δεν φαντάζεσαι πόσο θα ήθελα να έφτανε μόνο αυτό.»
    Με αγκάλιασε σφιχτά και η παγωμένη του αγκαλιά με έκανε να αναριγήσω, αλλά ευτυχώς δεν κατάλαβε τίποτα.
    Εκείνη τη στιγμή, ένα νέο συνονθύλευμα σκέψεων μπήκε στο πνευματικό μου πεδίο.
    Πρέπει να την βρω, πρέπει να την βρω, πρέπει να την βρω.
    Αυτή η φρασούλα κυριαρχούσε στο μυαλό αυτού ή αυτής που μας πλησίαζε. Χωριστήκαμε γρήγορα. Μάλλον ο Έντουαρντ άκουσε το ίδιο με μένα.
    Και τότε, πρόσεξα την παρουσία ενός μικροσκοπικού, μαυρομάλλικου κοριτσιού, που έμοιαζε πολύ στην σύντροφο του Μαξ. Την Λίντια.
    Τα γρανάζια του μυαλού μου άρχισαν να δουλεύουν γρήγορα. Μας είχε δει. Είχε δει εμένα, τον Έντουαρντ και σίγουρα θα έλεγε στον Μαξ τα πάντα σχετικά με την φιλία μας με την οικογένεια Κάλεν.
    Ο τρόμος, ζωγραφισμένος στο πρόσωπό μου, πρόδιδε την αγωνία μου.
    Έβγαλα το μικροσκοπικό κινητό που μου είχε δώσει η Εσμέ, για να τους καλέσω σε περίπτωση ανάγκης. Πάτησα το πλήκτρο ταχείας κλήσης. Το τηλέφωνο των Μπλακ χτύπησε δυο φορές, μέχρι που άκουσα την αγωνιώδη φωνή του Τζέικομπ.
    «Μπέλλα; Είσαι καλά; Η Κέιτ μόλις είδε-»
    «Τζέικομπ, ελάτε γρήγορα όλοι εδώ. Στο λιβάδι που κυνηγάμε.Κινδυνεύουμε, περισσότερο παρά ποτέ.»
    Έκλεισα το τηλέφωνο, ελπίζοντας ο Τζέικ αν με πήρε στα σοβαρά και να ερχόταν γρήγορα εδώ.
    Κούρνιασα στην αγκαλιά του Έντουαρντ και αναδύθηκα σε βουβά δάκρυα…
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    http://instagram.com/eva_filippa
     
    Πανσέληνος
    Επιστροφή στην κορυφή 
    Σελίδα 2 από 2Μετάβαση στη σελίδα : Επιστροφή  1, 2
     Παρόμοια θέματα
    -

    Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτήΔεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
    Bella And Edward :: Midnight Inspirations :: Fanfictions-
    Μετάβαση σε: