Bella And Edward
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.



 
ΦόρουμΠόρταλΕικονοθήκηΑναζήτησηLatest imagesΣύνδεσηΕγγραφή
Η συνέχεια της διάσημης σειράς βιβλίων έρχεται στα βιβλιοπωλεία στις 4 Αυγούστου με τίτλο «Midnight Sun» και αφηγείται την ιστορία του «Λυκόφωτος» από την πλευρά του Edward Cullen.
Πρόσφατα Θέματα
» Ashley's Greene blog
Valentine Fanfic Contest- ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ I_icon_minitimeΠαρ 17 Μαρ 2023 - 15:11 από Marzaki Cullen

» Τι ακουτε αυτη την στιγμη;
Valentine Fanfic Contest- ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ I_icon_minitimeΠαρ 4 Ιουν 2021 - 15:08 από April

» Bella And Edward - 11 χρόνια μετά
Valentine Fanfic Contest- ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ I_icon_minitimeΤετ 6 Ιαν 2021 - 20:34 από Marzaki Cullen

» Συζήτηση για το Midnight Sun
Valentine Fanfic Contest- ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ I_icon_minitimeΚυρ 13 Δεκ 2020 - 17:38 από Katrin

» Robert Pattinson
Valentine Fanfic Contest- ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ I_icon_minitimeΔευ 7 Σεπ 2020 - 21:40 από $ofi@ + Edward

» Infernal Devices - Κουρδιστός 'Αγγελος
Valentine Fanfic Contest- ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ I_icon_minitimeΠαρ 8 Μάης 2020 - 1:03 από evi

» Wallpapers by twins
Valentine Fanfic Contest- ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ I_icon_minitimeΔευ 4 Μάης 2020 - 13:25 από Zafrina

» Twilight the movie
Valentine Fanfic Contest- ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ I_icon_minitimeΚυρ 3 Μάης 2020 - 12:07 από hiddenfantasy

» Vampire Diaries - TV Series
Valentine Fanfic Contest- ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ I_icon_minitimeΔευ 13 Απρ 2020 - 12:11 από Zafrina

» New Moon the movie
Valentine Fanfic Contest- ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ I_icon_minitimeΠαρ 10 Απρ 2020 - 12:49 από Zafrina

Παρόμοια θέματα
    Quote of the Week
    "Bella is with Edward. She's a part of this family, and we protect our family."

    Carlisle Cullen, Twilight
    Character of the Week
    Rosalie Lillian Hale

    (born 1915 in Rochester, New York) is a member of the Olympic coven.

    She is the wife of Emmett Cullen and the adoptive daughter of Carlisle and Esme Cullen, as well as the adoptive sister of Jasper Hale (in Forks, she and Jasper pretend to be twins), Alice, and Edward Cullen.

    Rosalie is the adoptive sister-in-law of Bella Swan and adoptive aunt of Renesmee Cullen, as well as the ex-fiancée of Royce King II.
    Νοέμβριος 2024
    ΔευΤριΤετΠεμΠαρΣαβΚυρ
        123
    45678910
    11121314151617
    18192021222324
    252627282930 
    ΗμερολόγιοΗμερολόγιο
    Bella & Edward Playlist
    Το μαργαριτάρι της Ροδεσίας

    Στο κατώφλι µιας νέας εποχής για τη Ροδεσία, η Μάντριγκαλ, έχοντας χάσει τον άντρα της λίγες µονάχα ώρες µετά τον γάµο τους, θρήνησε βαθιά την απώλειά του και αποφάσισε να ζήσει µε τη θύµησή του. Όµως δεν φαντάστηκε ποτέ πως θα της ζητούσαν να πάρει τη θέση της συζύγου του βασιλιά.

    Ο βασιλιάς Έντουαρντ, αφού γνώρισε την απόλυτη ευτυχία δίπλα στη γυναίκα που λάτρεψε όσο καµία, την Άµπερλιν, δέχτηκε το σκληρότερο χτύπηµα της µοίρας όταν εκείνη πέθανε πριν προλάβει να φέρει στον κόσµο το παιδί τους. Ωστόσο, προκειµένου ν' ανταποκριθεί στα βασιλικά του καθήκοντα και να χαρίσει έναν διάδοχο στη Ροδεσία, είναι υποχρεωµένος να παντρευτεί ξανά και απ' όλες τις υποψήφιες επιλέγει τη Μάντριγκαλ.

    Μήπως όµως το όνοµα της νέας του συζύγου κουβαλά µια σκοτεινή µοίρα; Άραγε υπάρχει ελπίδα να αλλάξει το πεπρωµένο; Θα καταφέρει η Μάντριγκαλ να ξυπνήσει την αγάπη στην καρδιά του άντρα και βασιλιά της; Κι εκείνος θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τα αισθήµατά του πριν χάσει τα πάντα για άλλη µια φορά;

    Συγγραφέας ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΜΑΡΙΑ
    Εκδότης ΩΚΕΑΝΙΔΑ


     

     Valentine Fanfic Contest- ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ

    Πήγαινε κάτω 
    ΣυγγραφέαςΜήνυμα
    BELLA MARIE
    Charlie's Daughter
    BELLA MARIE


    Θηλυκό Λέων
    Ηλικία : 32
    Τόπος : Thessalonike
    Αριθμός μηνυμάτων : 17564
    Registration date : 26/02/2009

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Valentine Fanfic Contest- ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Valentine Fanfic Contest- ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ   Valentine Fanfic Contest- ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ I_icon_minitimeΠαρ 2 Μαρ 2012 - 22:08

    DAN



    Πρώτη εποχή: Έρωτας με την πρώτη βολή



    Τυφλός ο έρως.
    ~Θεόκριτος - [ 3ος π.Χ. ] - Αρχαίος Έλληνας ποιητής

    Όπου υπάρχει μεγάλη αγάπη, υπάρχουν πάντα θαύματα.
    ~Willa Cather - [ 1873-1947 ] - Αμερικανίδα αρθογράφος & συγγραφέας

    Τα μεγάλα πάθη είναι τόσο σπάνια όσο και οι μεγαλοφυΐες.
    ~ Ζαν-Ζακ Ρουσσώ - [ 1712-1778 ] - Γαλλοελβετός φιλόσοφος

    Οι μεγάλες ερωτικές σχέσεις είναι αδιέξοδες. Φανταστείτε ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα να είχαν παντρευτεί και να είχαν κάνει παιδιά!
    ~Ανώνυμος -


    https://www.youtube.com/watch?v=QWaqqWUfneg

    Ο υπηρέτης περπατούσε αναστατωμένος ανάμεσα από τους κορινθιακού ρυθμού κίονες με γρήγορο βηματισμό, χωρίς να βλέπει την εκπληκτική θέα που διαγραφόταν στα κενά μεταξύ των κιόνων. Μια θέα που κανείς θνητός δε μπόρεσε ποτέ να αντικρίσει.
    Δε σταμάτησε ούτε όταν ένα κάτασπρο φτερωτό άλογο φάνηκε στον ορίζοντα και χλιμιντρίζοντας τον πλησίασε.
    «Πήγασε, δεν έχω χρόνο για τέτοια», είπε βιαστικά και επέστρεψε στους λογισμούς του, αφήνοντας τον Πήγασο να κλαψουρίζει.
    Θυμήθηκε τον φτερωτό νεαρό που εμφανίστηκε το πρωί μπροστά του και ζήτησε ακρόαση από την αφέντρα του. Ο άγνωστος είχε επιμείνει να τον ακολουθήσει αντί να περιμένει στην υποδοχή, όπως έκαναν όλοι. Επέτρεψε στον εαυτό του να ρίξει μια κλεφτή ματιά στο νεαρό, ο οποίος τώρα είχε σταματήσει για να αγκαλιάσει τον Πήγασο. Κάτι του θύμιζε αυτό το πρόσωπο με τα λεπτά, ευγενικά χαρακτηριστικά αλλά δε μπορούσε να καταλάβει ποιος ήταν.
    Λίγα μέτρα πριν φτάσει σε δυο κίονες που οριοθετούσαν το τέλος του μακροσκελούς διαδρόμου, σταμάτησε.
    «Περίμενε εδώ», απευθύνθηκε στον άγνωστο.
    «Όπως επιθυμείς», απάντησε με τη γλυκιά και βελούδινη φωνή του.
    Στο άκουσμα της ο υπηρέτης θυμήθηκε τη γυναίκα που άφησε στη γη όταν ο Κεραύνιος τον μετέφερε εδώ, προσφέροντας του αθανασία.
    Προχώρησε μπροστά και ακούμπησε τις παλάμες του στο υφαντό που σε εμπόδιζε να δεις τι εξελισσόταν στην άλλη μεριά και το οποίο απεικόνιζε τη γέννηση της αφέντρας του.
    Διάφορα χαχανητά ακουγόταν και ο υπηρέτης αναστέναξε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουγε την Κνιδία να απατά τον άντρα της.
    «Εγώ ο Γανυμήδης, πρώην οινοχόος των θεών και νυν υπηρέτης της Ουρανίας και Πανδήμου και Αποστρόφους Αφροδίτης, ζητώ να περάσω», ανήγγειλε φωναχτά.
    Οι φωνές σταμάτησαν ενώ μια απαλή φωνή ακούστηκε να ψιθυρίζει «Γρήγορα, φύγε». Μετά από λίγα δευτερόλεπτα η ίδια φωνή απάντησε «Εγώ η Αφροδίτη, κόρη του Ουρανού και θεά της ομορφιάς, του έρωτα και της γονιμότητας σου δίνω την άδεια να περάσεις».
    Ο Γανυμήδης προχώρησε και όπως κάθε φορά που έβλεπε την Αφροδίτη, η ανάσα του κόπηκε. Η αφέντρα του είχε προφανώς μόλις βγει από το λουτρό και η πετσέτα που είχε τυλίξει γύρω από το σώμα της, άφηνε πολλά ακάλυπτα σημεία από το τέλειο σε αναλογίες κορμί της. Με μια κίνηση του χεριού της η πετσέτα ξαφνικά χωρίστηκε σε διάφορα κομμάτια και άρχισε να παίρνει διαφορετικά σχήματα και χρώματα.
    Το μεγαλύτερο σχημάτισε ένα φόρεμα στις αποχρώσεις της φλόγας. Αποτελούταν από ένα στράπλες μπούστο σε ίσια γραμμή με ζάρες. Το πίσω μέρος του μετατράπηκε σε μία μεγάλη ζωηρή ουρά που σχημάτιζε σχέδια από τούλι. Τα μικρότερα βάφτηκαν φουξ και πήραν την μορφή ενός φακέλου και ενός ζευγαριού ψηλών πέδιλων με ένα μισό ανάποδο φιόγκο. Τα χείλη της κοκκίνισαν και τα μαλλιά της πιάστηκαν προς τα πίσω.
    «Τι θέλεις Γανυμήδη;», ρώτησε η θεά του έρωτα καθώς φορούσε ένα κολιέ με κοραλλί χάντρες.
    «Ένας φτερωτός νεαρός ζητά ακρόαση», απάντησε όταν συνήλθε. Θα την συνηθίσω ποτέ; ,αναρωτήθηκε.
    «Πέρασε μέσα ξένε», φώναξε η θεά.
    «Με θέλετε τίποτα άλλο, κυρία;», είπε ο Γανυμήδης καθώς ο άγνωστος έμπαινε μέσα. Έπρεπε να επιστρέψει στην υποδοχή και ίσως να κάνει μια βόλτα με τον Πήγασο. Είχε ανάγκη λίγο καθαρό αέρα.
    «Όχι, μπορείς να αποχωρήσεις». Η θεά κάθισε στην πολυθρόνα της και σταύρωσε τα πόδια της κοιτώντας τον νεαρό. Η ομοιότητα τους ήταν τρομακτική.
    Ο πανέμορφος νεαρός περίμενε μέχρι να βγει ο Γανυμήδης και έπειτα μίλησε.«Τι κάνετε μητέρα;»
    «Έρωτα, τι κάνεις εδώ;», απαίτησε να μάθει η Αφροδίτη.
    «Και εγώ χαίρομαι που σας βλέπω μητέρα. Τι κάνουν ο πατέρας και τα αδέρφια μου; Έγιναν υπεύθυνοι για έναν ακόμη πόλεμο;», συνέχισε χαμογελώντας ειρωνικά.
    «Υιέ, άσε τις ειρωνείες και μην αποφεύγεις την ερώτηση μου. Τι θες;», επέμεινε.
    «Ξεχάσατε μητέρα τι μέρα είναι σήμερα;». Το πρόσωπο του είχε μια μικρή δόση απορίας και θλίψης.
    «Ξέρω ότι είναι τα γενέθλια σου σήμερα, Έρωτα. Αλλά τα τελευταία χρόνια δεν με επισκέπτεσαι ποτέ. Προτιμάς να κάθεσαι με τη θνητή γυναίκα σου», χλεύασε. Ποτέ δεν είχε συμπαθήσει την νύφη της. Ζήλευε ότι αν και θνητή, πολλοί σύγκριναν την ομορφιά μαζί με τη δική της.
    Τα μάτια του Έρωτα πήραν φωτιά.«Πόσες φορές πρέπει να σου επισημάνω ότι δεν είναι θνητή;» .Πήρε μια βαθιά προσπαθώντας να ηρεμήσει.«Δε θέλω να ξαναμαλώσουμε. Έτσι και αλλιώς έχω να σου πω κάτι που θα σε χαροποιήσει».
    «Τι;», ρώτησε με τη περιέργεια να έχει διαγραφεί σε όλο το πρόσωπό της.
    «Χώρισα με τη Ψυχή», απάντησε στεναχωρημένος.
    Η Αφροδίτη για μια στιγμή σάστισε και μετά έτρεξε να αγκαλιάσει το γιο της χαμογελώντας.«Έχεις τόσο καλά νέα και δε τα λες από την αρχή; Δε θέλω να σου πω ¨στα έλεγα εγώ¨ αλλά στα έλεγα εγώ»
    Ο Έρωτας αναστέναξε και τραβήχτηκε πίσω κοιτώντας την στα μάτια.«Δεν ήρθα μόνο για αυτό. Πρέπει να επιστρέψω στα καθήκοντα μου. Τα παράτησα όσο ήμουν με την Ψυχή».
    Την Αφροδίτη όμως κάτι άλλο την είχε ξαφνιάσει.
    «Πού τα βρήκες τα μάτια;».
    «Είναι της Ψυχής. Μπορούμε να επιστρέψουμε λίγο στο θέμα μου;», επέμεινε.
    «Εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα. Πρέπει να παραδεχτώ ότι μου έχει λείψει. Οι μεγάλοι έρωτες σταμάτησαν όταν παντρεύτηκες εσύ», τον κατηγόρησε.
    «Ωραία τότε δεν υπάρχει λόγος να καθυστερούμε», είπε και χτυπώντας τον αντίχειρα με τον μέσο, εμφανίστηκε ένα τόξο με δύο βέλη.
    Έβαλε και τα δυο βέλη στο περίτεχνο τόξο, δώρο της Άρτεμης, και τεντώνοντας τη χορδή ετοιμάστηκε να στοχεύσει.
    «Περίμενε», φώναξε η Αφροδίτη.«Δε διάλεξα ακόμη χώρα. Λοιπόν άσε με να σκεφτώ». Μια υδρόγειος σφαίρα εμφανίστηκε στα χέρια της και η Αφροδίτη άρχισε να τη γυρίζει. «Ας τιμήσω την πατρίδα μου. Στείλε τα στην Ελλάδα», κατέληξε, βάζοντας το μακρύ δάχτυλο της πάνω στη μικρή χώρα.
    «Ωραία», είπε ο Έρωτας και έκλεισε τα μάτια του για να θυμηθεί το τελετουργικό.
    «Κάθε μέρα το τόξο μου κρατώ
    αμέτοχος μένοντας για πολύ καιρό,
    τα βέλη αυτά τώρα ευλογώ
    την αγάπη να φέρουν σε ένα ζευγάρι τυχερό», είπε και άφησε τη χορδή.
    «Εγώ η Αφροδίτη ευλογώ αυτά τα βέλη να φτάσουν με ασφάλεια στον προορισμό τους», είπε καθώς δέκα κάτασπρα περιστέρια εμφανιστήκαν και άρχισαν να συνοδεύουν τα βέλη, τα οποία άφηναν ατμούς που σχημάτιζαν τριαντάφυλλα, μυρτιές και καρδούλες.


    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●

    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●


    Την ίδια στιγμή σε ένα δρόμο της Θεσσαλονίκης εξελισσόταν ένα σύνηθες φαινόμενο.
    «Όχι ρε γαμώ την Παναχαϊκή μου γαμώ», σφύριξε μέσα από τα δόντια του ο Βαλεντίνος. Μόλις είχε τρακάρει τη μερσεντές που αγόρασε χθες. Και για όλα έφταιγε αυτός ο άχρηστος οδηγός που πέρασε τη πινακίδα με το στοπ χωρίς να σταματήσει.
    Βγήκε από το αυτοκίνητο και άρχισε να το επιθεωρεί για τυχόν γρατσουνιές.«Ευτυχώς Θεέ μου», ψιθύρισε ανακουφισμένος μόλις συνειδητοποίησε ότι η λατρεία του ήταν άθικτη εκτός από μια μικροσκοπική χαρακιά στο μπροστινό μέρος.
    «Πόσο μαλάκας παίζει να είσαι; Ολόκληρο πορτοκαλί φως άναψε. Ξέρεις όταν το φανάρι γίνεται πορτοκαλί δεν είναι για να αυξήσεις ταχύτητα αλλά για να μειώσεις!», φώναξε μια γυναίκα μπροστά από ένα κατεστραμμένο αμάξι.
    Ήταν ψηλή με επιβλητική ομορφιά αλλά ο Βαλεντίνος δεν είχε χρόνο για τέτοια. Κανείς δε του είχε ξαναμιλήσει τόσο προσβλητικά και σίγουρα δε θα το άφηνε να περάσει έτσι.
    «Τι μιλάς κυρά μου; Έχεις ακούσει για μια γλώσσα που λέγεται αγγλική; Σε αυτή όταν διαβάζεις στοπ σταματάς, δεν πατάς το γκάζι!», απάντησε συγχυσμένος αλλά παράλληλα ανακουφισμένος που δε του άνηκε αυτή η στραπατσαρισμένη κόκκινη Τζουλιέτα.
    «Ποια είπες κυρά μου, ρε μαλακισμένο καθίκι; Κυρά μου να πεις τη μάνα σου που ανέθρεψε έναν κόπανο σαν εσένα!».
    «Άκου να σου πω πορνίδιο, δε θα ξαναπιάσεις τη μάνα μου στο στόμα σου αλλιώς θα φροντίσω να στο κλείσω εγώ ο ίδιος», είπε θυμωμένος πλησιάζοντας απειλητικά.
    «Σιγά τα αίματα», απάντησε η γυναίκα και έκανε ένα βήμα μπροστά ώστε να είναι πρόσωπο με πρόσωπο με τον Βαλεντίνος.
    Εκείνη τη στιγμή ένας κεραυνός έσκισε τον ουρανό και ο Βαλεντίνος με τη γυναίκα ένιωσαν ένα πόνο στην καρδιά. Θα ορκίζονταν μάλιστα ότι είδαν και δέκα λευκά περιστέρια να πετάν από πάνω τους αλλά το πιο πιθανό ήταν να είχαν παραισθήσεις από το ξαφνικό έντονο πόνο.
    «Εεε συγγνώμη για όσα είπα πριν. Εγώ έφταιγα, έπρεπε να είχα σταματήσει στο φανάρι», απολογήθηκε ο Βαλεντίνος που βρήκε πρώτος την ψυχραιμία του.
    Είχε αρχίσει να προσέχει τα καστανά μαλλιά της γυναίκας που κάλυπταν το λευκό δέρμα του λαιμού της και το πανέμορφο φόρεμα στην απόχρωση του φούξια που έφτανε μέχρι το γόνατο. Η φούστα του φορέματος της αναδείκνυε τις στρόγγυλες καμπύλες της. Στο μπούστο σχηματιζόταν ελαφρά ένας φιόγκος. Το βλέμμα του μεταφέρθηκε στα λεπτά της χέρια που κρατούσαν μία βελούδινη τσάντα σε μπλε και μοβ χρώμα. Μικρά φιογκάκια διακοσμούσαν το πάνω μέρος της τσάντας δίνοντας ένα πιο κοριτσίστικο τόνο. Τέλος την προσοχή του τράβηξε ένα ζευγάρι δερμάτινων πέδιλων σε καφέ και μαύρο χρώμα που του θύμιζε κάτι από τις αμαζόνες. Ήταν εκθαμβωτική.
    Πρόσεξε ότι τα γαλάζια μάτια της τον κοιτούσαν και τα μάγουλα του βάφτηκαν με το ίδιο χρώμα των χειλών της.
    «Όχι, εγώ συγγνώμη. Δεν έπρεπε να είχα σου είχα μιλήσει έτσι όταν εγώ έφταιγα».
    Μετά από ένα λεπτό αμηχανίας που και οι δυο χαμογελούσαν χωρίς να ξέρουν γιατί, ο Βαλεντίνος έτεινε το χέρι του.
    «Βαλεντίνος», είπε χαμογελώντας.
    «Αφροδίτη», απάντησε κρατώντας το χέρι του παραπάνω από ότι ήταν πρέπων.
    «Τι θα γίνει επιτέλους; Θα πάρετε τα αυτοκίνητα σας για να πάμε και εμείς στις δουλειές μας;», φώναξε ένας μουσάτος άντρας που είχε βγάλει το πελώριο κεφάλι του έξω από το παράθυρο του ταξί του.
    «Ναι αμέσως κύριε», απάντησε ο Βαλεντίνος και βγάζοντας το πανάκριβο κινητό του, άρχισε να πατά τα από ζαφείρι κουμπιά του για να καλέσει την οδική βοήθεια.
    «Τι κάνεις εκεί;», ρώτησε η Αφροδίτη.«Αφού και τα δυο αυτοκίνητα είναι ακέραια γιατί καλείς την οδική βοήθεια;»
    «Μα το δικό σου είναι…», άρχισε να λέει αλλά πρόσεξε ότι η Τζουλιέτα ήταν σα να την είχε μόλις αγοράσει. Πήγε και κοίταξε το σημείο που υπήρχε λίγο πριν η γρατζουνιά στην Μερσεντέζ του. Δεν υπήρχε τίποτα. Μάλλον δεν είχε γίνει καμιά ζημιά, απλώς η σύγχυση τον είχε οδηγήσει να δει κάποια άλλα πράγματα.
    «Τι θα γίνει όμως; Θα περιμένω για πολύ ακόμα; »,φώναξε ο μουσάτος πατώντας ταυτόχρονα δυνατά την κόρνα.
    «Όχι, όχι», ψιθύρισε ο Βαλεντίνος και μπήκε στο αυτοκίνητο.«Ακολούθα με», πρότεινε στην Αφροδίτη και ξεκίνησε.
    Κοίταξε από τον καθρέπτη και με ανακούφιση διαπίστωσε ότι τον ακολούθησε. Δε μπορούσε να φανταστεί ότι η συνάντηση τους θα τελείωνε τόσο γρήγορα. Είχε νιώσει κάτι για αυτή τη γυναίκα, κάτι που είχε πάρα πολύ καιρό να το αισθανθεί. Σαν ένα φτερούγισμα στο στομάχι.
    Προχώρησε λίγα μέτρα και σταμάτησε σε ένα δημόσιο πάρκινγκ με την Αφροδίτη να τον αντιγράφει.
    «Ξέρω ένα πολύ καλό εστιατόριο εδώ δίπλα. Θέλεις να πάμε να κάτσουμε;», ρώτησε όταν την πλησίασε.
    «Ε ναι, φυσικά», απάντησε κοκκινίζοντας ελαφρώς.
    Προχώρησαν μπροστά αφήνοντας μια απόσταση ευγενείας, όταν μια ξαφνική παρόρμηση έκανε τον Βαλεντίνο να την πλησιάσει και την Αφροδίτη να βάλει το χέρι της ανάμεσα από το μπράτσο του και τα πλευρά του. Καθώς έφταναν στο εστιατόριο αγκαζέ, η ίδια σκέψη πέρασε από το μυαλό και των δύων: ¨Γιατί το έκανα αυτό;¨
    «Καλώς ήρθατε στο εστιατόριο μας, κύριε Βαλεντίνε. Θέλετε το γνωστό τραπέζι;», ρώτησε ένας ψηλός σερβιτόρος που είχε ντυθεί σαν πιγκουίνος, μαύρο σμόκιν και παπιγιόν με άσπρο πουκάμισο συνδυασμένα με μαύρα παπούτσια.
    «Μάλιστα Τζέικομπ», απάντησε χαμογελώντας ο Βαλεντίνος και ακολούθησε τον σερβιτόρο στον επάνω όροφο. Η Αφροδίτη άφησε για λίγο τον Βαλεντίνο και έμεινε εντυπωσιασμένη να κοιτά το χώρο του ισογείου, που χρησίμευε ως χώρος οινογνωσίας και εκδηλώσεων. Οι τοίχοι ήταν όλοι καλυμμένοι από φιάλες κρασιού οργανωμένες ανά παραγωγό και έτσι όπως έμπαινε το φως του ήλιου μέσα, το χρώμα των διάφορων κρασιών έπαιρνε διαφορετικές αποχρώσεις του κόκκινου και του λευκού.
    «Θα έρθεις;», ρώτησε ο Βαλεντίνος, ο οποίος είχε ήδη ανέβει τα μισά σκαλοπάτια.
    «Ναι έρχομαι», απάντησε ανεβαίνοντας γρήγορα τα σκαλιά και στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το τραπέζι στο μπαλκόνι που περίμενε ο Τζέικομπ.
    Πήγε να καθίσει και ο σερβιτόρος έσπευσε να της τραβήξει την καρέκλα.
    «Επέτρεψε μου εμένα Τζέικομπ», είπε ο Βαλεντίνος και βόηθησε την Αφροδίτη να καθίσει.
    «Λοιπόν πώς σου φαίνεται;», ρώτησε όταν έκατσε και ο ίδιος.
    «Είναι… τέλειο», απάντησε η Αφροδίτη κοιτώντας έξω τη θέα του λιμανιού με τον Λευκό Πύργο να δεσπόζει στην άκρη του.
    «Πράγματι», είπε γελώντας. Ένα άγχος ένιωσε να φεύγει από πάνω του.
    «Γεια σας, κύριε Βαλεντίνος. Τι θα πάρετε;», ρώτησε ένας άλλος σερβιτόρος ο οποίος είχε παρόμοιο ντύσιμο και κρατούσε μια πετσέτα διπλωμένη στο λυγισμένο χέρι του.
    «Γεια σου Μάικ», απάντησε και γυρίζοντας το κεφάλι του απευθύνθηκε στην Αφροδίτη.
    «Να παραγγείλω και για τους δυο μας;», της πρότεινε. Ερχόταν τόσο συχνά σε αυτό το μαγαζί που ήξερε απ’έξω πια τι έπαιρνε.
    «Εεε ναι, βέβαια», είπε η Αφροδίτη και άφησε κάτω τον κατάλογο που είχε πάρει. Τα μάτια της επικεντρώθηκαν στον Βαλεντίνο. Φορούσε ένα μπλε σακάκι με ένα άσπρο ριγέ πουκάμισο και μωβ γραβάτα. Τα καστανόξανθα μαλλιά του ήταν σηκωμένα και ατημέλητα, ένιωθε να μαγνητίζουν το χέρι της να τα ανακατέψει. Τα γκριζομπλέ του μάτια ήταν στραμμένα προς τον Μάικ καθώς παράγγελνε τα φαγητά.
    «Ωραία. Τότε θέλω να μας φέρεις μια σαλάτα φρέσκων λαχανικών με μυρωδικά και βινεγκρέτ με μέλι, ντολμαδάκια με γιαούρτι και μοσχαρίσιο φιλέτο με καρπάτσιο. Για κυρίως το μπιφτέκι από τρία είδη κιμά με τηγανιτά τσιπς και μια μπουτάκια κοτόπουλου με σάλτσα από κουρκουμά. Τέλος για επιδόρπιο κρέμα λεμονιού με γιαούρτι, καρύδια και παγωτό μαστίχα και μια πραλίνα σοκολάτας με γέμιση φρούτων του δάσους».
    «Θα πιείτε κάτι;», ρώτησε ο Μάικ σημειώνοντας γρήγορα στο μπλοκάκι του.
    «Θέλω στην αρχή να μας φέρεις έναν ερυθρό οίνο από τη κάβα αμέθυστου, ποικιλία Cabernet Sauvignon και στο επιδόρπιο Vinsanto, ποικιλία Αϊδάνι», συνέχισε ο Βαλεντίνος χωρίς να κοιτάξει τον κατάλογο.
    «Ευχαριστώ πολύ», απάντησε ο σερβιτόρος παίρνοντας τους αχρησιμοποίητους καταλόγους.
    «Σαν πολλά δεν πήρες;», ρώτησε η Αφροδίτη όταν ο Μάικ απομακρύνθηκε.
    «Όχι. Μπορεί να σου φαίνονται πολλά αλλά ουσιαστικά όλες οι μερίδες είναι μικροσκοπικές», απάντησε χαμογελώντας. Αυτό το χαμόγελο είναι ικανό να με σκοτώσει, σκέφτηκε η Αφροδίτη.
    «Λοιπόν, έρχεσαι συχνά εδώ; Όλοι οι σερβιτόροι σε ξέρουν». Έπρεπε να πει κάτι, δε μπορούσε να στέκεται σαν χάνος να τον κοιτάζει.
    «Αρκετά συχνά .Μου αρέσει να έρχομαι εδώ μετά από τη δουλειά. Έχει καλό φαγητό και υπέροχη θέα. Και τα παιδιά είναι πολύ εξυπηρετικά». Η Αφροδίτη ευχήθηκε να μην ήταν μια από τις πολλές που είχε φέρει εδώ πέρα.
    «Και τι δουλειά κάνεις;». Με ανακούφιση παρατήρησε ότι δεν φορούσε βέρα. Είχε μπλέξει ξανά με παντρεμένο και δεν ήταν η καλύτερη της εμπειρία.
    «Είμαι ψυχίατρος. Έχω ανοίξει το δικό μου ιατρείο». Η Αφροδίτη εστίασε στα μάτια του και μπόρεσε να δει τις μαύρες σακούλες που είχαν σχηματιστεί από την κούραση. Ποιος ξέρει τι είχαν δει αυτά τα μάτια;, αναρωτήθηκε. Αυτά τα γκριζομπλέ μάτια που τώρα την κοιτούσαν με λατρεία.
    «Αλήθεια; Πού;», ρώτησε βιαστικά και ένιωσε το αίμα να ανεβαίνει στα μάγουλά της.
    «Στο κέντρο. Αλλά…αρκετά μιλήσαμε για μένα. Για πες μου, εσύ τι δουλειά κάνεις;».
    «Δουλεύω σε μια τράπεζα. Είμαι η διευθύντρια». Πριν λίγους μήνες είχε καταφέρει να πάρει αυτή τη προαγωγή και ένιωθε πολύ περήφανη.
    «Αλήθεια; Και πώς είναι; Εννοώ, δε νομίζω όλοι οι εργαζόμενοι να έχουν συνηθίσει μια γυναίκα να είναι ανώτερη τους». Εμένα μου λες;, ρώτησε από μέσα της. Οι πλάκες που τις είχαν κάνει στο ξεκίνημα ήταν, το λιγότερο, χοντρές.
    «Στην αρχή ήταν λίγο δύσκολα αλλά μετά το συνήθισαν. Δε τελείωσα το Χάρβαρντ για να δουλέψω ως σερβιτόρα». Αυτό το τελευταίο της βγήκε αυθόρμητα. Δε της άρεσε να καυχιέται για τις επιτυχίες της.
    «Σπούδασες στο…», ξεκίνησε να πει ο Βαλεντίνος αλλά τον διέκοψε ο σερβιτόρος, ο οποίος σέρβιρε το κρασί στα κολονάτα ποτήρια και στη συνέχεια έφερε τα πρώτα πιάτα.
    «Σπούδασες στο Χάρβαρντ;» συνέχισε όταν ο σερβιτόρος ξαναεπέστρεψε στην κουζίνα.
    «Ναι στη σχολή Οικονομικών. Δυσκολεύτηκα λίγο αλλά τα κατάφερα. Και η Αμερική ήταν υπέροχη». Ήπιε μια γουλιά κρασί και έμεινε έκπληκτη. Ήταν το καλύτερο κρασί που είχε δοκιμάσει.
    «Το ξέρω. Εγώ σπούδασα στη σχολή Ιατρικής στο Γέηλ. Από τότε έχω να επισκεφτώ την Αμερική». Μπόρεσε να δει τη νοσταλγία στα μάτια του.
    «Εμένα οι γονείς μου μένουν στον Καναδά και έτσι την έχω επισκεφτεί άλλες δυο φορές».


    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●
    . . .
    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●


    «Σου είπα Άρη έχω δουλειά, δε μπορώ τώρα», είπε για πολλοστή φορά η θεά του έρωτα.
    «Μα αγάπη μου, σε θέλω τώρα», απάντησε ο πολεμοχαρής θεός και πλησίασε το γυμνό του θώρακα στο στήθος της.
    «Ξέρεις Άρη, μπορεί να είμαι η θεά του πάθους αλλά κάποιες φορές με πιάνει πονοκέφαλος. Και έτσι και αλλιώς από στιγμή σε στιγμή έρχεται ο Έρωτας».
    «Τι γυρεύει εδώ; Νόμιζα ότι είχατε μαλώσει», τη ρώτησε με απορία.
    «Μα καλά δεν ακούς τίποτα από όσα σου λέω; Επέστρεψε στο καθήκον του και τώρα έχουμε αναλάβει ένα ζευγάρι. Για αυτό φύγε πριν σε δει εδώ». Προσπάθησε να τον σπρώξει αλλά δεν κατάφερε τίποτα.
    «Θα φύγω όταν θα έρθει. Θέλω να τον δω, μου έχει λείψει».
    «Με κοροϊδεύεις Άρη; Εσύ ήσουν αυτός που διέδιδε τις φήμες ότι ο Έρωτας δημιουργήθηκε μαζί με τη Γαία για να μη παραδεχτείς ότι είχες κάνει έναν φλώρο, όπως τον αποκαλούσες».
    «Περασμένα ξεχασμένα», απάντησε αδιάφορος σηκώνοντας τους ώμους τους.
    «Μητέρα είσαι μέσα;», φώναξε ο Έρωτας.
    «Εξαφανίστηκες», απαίτησε η Αφροδίτη και ο Άρης δίνοντας της ένα φιλί στο στόμα, εξαφανίστηκε.
    «Μητέρα;», επανέλαβε.
    «Πέρασε μέσα», απάντησε η θεά και ο Έρωτας παραμερίζοντας το υφαντό μπήκε στην κυκλική αίθουσα.
    «Λοιπόν, τι γίνεται με αυτούς τους δυο;», ρώτησε όταν έκατσε σε μια πολυτελή πολυθρόνα.
    «Μέχρι τώρα όλα καλά. Την έχει πάει σε ένα εστιατόριο και από ότι είδα την τελευταία φορά, περνούσαν ωραία».
    «Να ξέρεις πάντως, ήταν παρακινδυνευμένο αυτό που έκανες με τα αυτοκίνητα. Μπορεί να καταλάβαιναν ότι κάτι δεν πάει καλά», την αποδοκίμασε.
    «Ωχ έλα τώρα Έρωτα, αφού οι άνθρωποι ποτέ δε θέλουν να δουν την αλήθεια. Αν δε τα επισκεύαζα θα περνούσε πόση ώρα μέχρι να έρθει η οδική βοήθεια. Ξέρεις πόσο αργή είναι». Η ίδια τουλάχιστον ήξερε πολύ καλά. Γενικώς οι άνθρωποι ήταν αργοί. Ήταν ένα μαρτύριο για αυτήν όταν αναγκαζόταν να πάρει την ανθρώπινη μορφή της και να ζήσει για λίγο στον κόσμο των θνητών.
    «Και τώρα τι θα κάνουμε; Θα περιμένουμε;»
    «Βασικά έχω μια ιδέα για να μην περιμένουμε. Είναι καιρός κάποιος να μου ξεπληρώσει μια χάρη», είπε με ένα πονηρό χαμόγελο η Αφροδίτη.
    «Τι εννοείς; Και ποιος;», ρώτησε ο Έρωτας κοιτώντας τη περίεργα.
    «Θα σου εξηγήσω σε λίγο», απάντησε και γυρίζοντας το κεφάλι της, μίλησε σε ένα καστανοκόκκινο σπουργίτι.«Εσύ, πήγαινε να ειδοποιήσεις τον Γανυμήδη να φωνάξει τον Απόλλωνα. Θέλω να του μιλήσω επειγόντως».
    Το σπουργίτι σα να κατάλαβε τι του είχε προστάξει η θεά, πέταξε με γρηγοράδα.
    «Τι τον θέλεις τον Απόλλωνα τώρα; Δε νομίζω να μπορεί να βοηθήσει κάπως».
    «Κάνεις λάθος Έρωτα. Μπορεί να μας βοηθήσει ώστε να μην περιμένουμε».«Θα σου εξηγήσω όταν θα έρθει», τον πρόλαβε πριν τη ρωτήσει.
    Τελικά δε χρειάστηκε να περιμένουν πολύ, καθώς μετά από λίγα λεπτά ένας ψηλός έφηβος με ξανθές μακριές μπούκλες μπήκε μέσα. Ο άσπρος του χιτώνας κάλυπτε τα επίμαχα σημεία ενώ τα λευκά μάτια του ήταν στραμμένα προς την Αφροδίτη.
    «Τι θέλεις Αφροδίτη; Έχουμε και δουλειές να κάνουμε», ρώτησε όταν την πλησίασε.
    «Και εγώ σχετικά με τη δουλειά σου θέλω να κάνεις κάτι. Αλλά προς το παρόν άσε με να σου εξηγήσω το πώς έχει κατάσταση», ξεκίνησε.«Όπως ίσως κατάλαβες ο Έρωτας γύρισε και έχουμε αναλάβει πάλι ένα ζευγάρι», είπε δείχνοντας τον γιο της.
    «Ναι κάτι είχα ακούσει», απάντησε και σταμάτησε προσπαθώντας να μαντέψει τι μπορεί να του ζητούσε η Κνίδια. «Πες μου ότι δε θες να σου ξαναγράψω ένα θεατρικό έργο. Τη προηγούμενη φορά κουράστηκα πολύ για να το κάνω».
    «Όχι, αυτή τη φορά θέλω να πας λίγο πιο γρήγορα με το άρμα σου».
    «Τι λες; Αυτό αποκλείεται. Δεν υπάρχει περίπτωση». Κούνησε το κεφάλι του έντονα και οι μπούκλες του ανακατεύτηκαν.
    «Να σου θυμίσω τον όρκο που έδωσες στα νερά της Στυγός ότι θα μου ξεπλήρωνες τη χάρη αν στερούσα από την Κασσάνδρα τα δώρα μου;».
    «Δε χρειάζεται να το κάνεις, όχι». Τον είχε παγιδέψει. «Πόσο μπροστά θες να πάω τον χρόνο;», ξεφύσησε ηττημένος.
    «Όχι πολύ. Μέχρι να παραδώσεις τα ινία στην Άρτεμη», είπε χαμογελώντας χαρούμενη για τη νίκη της.
    «Πολύ καλά. Αλλά θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Δεν έχεις βαρεθεί με το να βασανίζεις τους ανθρώπους;»
    «Τι ανοησίες λες; Όσους έχω αναλάβει έχουν μείνει στην ιστορία», απάντησε συγχυσμένη.
    «Ναι αλλά δε ρώτησες τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα για παράδειγμα αν θέλουν να γραφτούν στην ιστορία. Γιατί αν το είχες κάνει, είμαι σίγουρος ότι θα προτιμούσαν να χαρούν έναν συνηθισμένο έρωτα. Τέλος πάντων δε πρόκειται να κάτσω να λογομαχήσω μαζί σου. Θα κάνω αυτό που θέλεις αλλά να θυμάσαι ότι δε σου χρωστώ καμιά χάρη από εδώ και πέρα», είπε και εξαφανίστηκε, αφήνοντας την Αφροδίτη έξαλλη.


    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●

    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●


    «Με συγχωρείς λίγο», είπε ο Βαλεντίνος ανάμεσα στα γέλια τους. Περνούσαν υπέροχα με τη χημεία να είναι εμφανής σε όλη τη διάρκεια του γεύματος αλλά ένα επίμονο τηλεφώνημα διέκοψε τη συζήτηση τους.
    «Έλα Ντέιβιντ, τι θες;», τον ρώτησε βιαστικά. Ο Ντέιβιντ ήταν παιδικός φίλος του και του είχε σταθεί στα πάντα αλλά τώρα δεν ήταν στιγμή για κουβέντα.
    «Άντε ρε φίλε, πού είσαι;». Η φωνή του σα να του ακούστηκε ελαφρώς εκνευρισμένη.
    «Τι εννοείς;», τον ρώτησε μπερδεμένος.
    «Βαλεντίνε με κοροϊδεύεις; Δεν είχες πει ότι θα βγαίναμε εσύ, εγώ και η Σερίνα για τα γενέθλια σου;». Όχι, ήταν σίγουρα εκνευρισμένος.
    «Ωχ ναι το ξέχασα. Εεε βράδυ δεν είχαμε πει όμως ότι θα βγαίναμε;», είπε καθώς άρχιζε σιγά σιγά να θυμάται την κουβέντα που είχε κάνει με τον Ντέιβιντ.
    «Κοίτα έξω λίγο ρε φίλε. Έχει σκοτεινιάσει. Σε περιμένουμε εδώ και ένα τέταρτο». Ο Βαλεντίνος ήταν σίγουρος ότι ο φίλος του νόμιζε ότι είχε ξεχαστεί στη δουλειά. Σχεδόν κάθε φορά που έβγαιναν του έκανε κήρυγμα για το πόσες πολλές ώρες περνούσε στο γραφείο.
    «Έρχομαι μη φύγετε. Είστε στο γνωστό;». Αν δεν είχε κίνηση το πολύ σε ένα δεκάλεπτο θα ήταν εκεί.
    «Ναι. Βιάσου», απάντησε και το έκλεισε.
    «Αφροδίτη, πρέπει να φύγω», είπε ο Βαλεντίνος όταν γύρισε στο τραπέζι τους.
    «Εντάξει», είπε και η έκφραση της σκυθρώπιασε.
    «Θα πάω σε ένα μπαράκι με κάτι φίλους μου για τα γενέθλια μου. Θέλεις να έρθεις;», της πρότεινε.
    «Χρόνια πολλά!», είπε και τον φίλησε σταυρωτά. Ευχαρίστησε τον Θεό που της έδωσε την ευκαιρία να τον φιλήσει. «Πώς δεν τα συνδύασα;»
    «Θα έρθεις;», τη ξαναρώτησε, λιγάκι αποδιοργανωμένος από το μεθυστικό άρωμα της και την υγρή υφή των χειλιών της.
    «Σίγουρα, αν δε σε πειράζει. Αλλά δε σου έχω πάρει δώρο».
    «Πίστεψε με, μου έχεις κάνει το καλύτερο», της είπε χαμογελώντας και κρατώντας της το χέρι την οδήγησε προς την έξοδο.
    «Γεια σας κύριε Βαλεντίνε», αποχαιρέτησε ο Τζέικομπ.
    «Τζέικομπ κράτα εδώ και τα ρέστα θα μου τα δώσεις μια άλλη φορά», είπε δίνοντας του διακόσια ευρώ και τρέχοντας προς τα αυτοκίνητα.
    «Πότε πέρασε τόσο γρήγορα η ώρα;», ρώτησε η Αφροδίτη όταν συνειδητοποίησε ότι είχε σκοτεινιάσει.
    «Και εγώ αυτό αναρωτιόμουν. Τώρα, θα πάω εγώ μπροστά και εσύ θα με ακολουθήσεις, εντάξει;», είπε καθώς άνοιγε το αυτοκίνητο του.
    «Μα τι λες; Αφού μαζί ήρθαμε. Το αυτοκίνητο μου το πήρε η οδική βοήθεια». Τον κοίταξε ανήσυχη, ήταν η δεύτερη φορά που είχε κάνει λάθος για τα αυτοκίνητα.
    «Ε ναι σωστά. Μπορεί να με πείραξε το κρασί», είπε περισσότερο στον εαυτό του παρά στην Αφροδίτη.
    Μπήκαν μέσα στο πολυτελές αμάξι και την στιγμή που τα χέρια τους ήρθαν σε επαφή, ένας ηλεκτρισμός διαπέρασε όλο τους το σώμα.
    «Λοιπόν τι φίλοι σου είναι αυτοί;», ξεκίνησε την κουβέντα η Αφροδίτη.
    «Είναι ο Ντέιβιντ και η Σερίνα. Με τον Ντέιβιντ ήμαστε παιδικοί φίλοι. Οι δρόμοι μας χωρίσανε όταν εγώ έφυγα για Αμερική αλλά τελικά ωφελήθηκε», είπε γελώντας ο Βαλεντίνος.
    «Τι εννοείς;», απάντησε και αυτή χαμογελώντας. Όταν τον έβλεπε να γελάει ένιωθε ευτυχισμένη.
    «Αυτός τελείωσε Πολιτικός Μηχανικός στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και έτσι τα τέσσερα χρόνια που σπούδαζε, δεν ήρθε να με επισκεφτεί καθόλου. Όταν τελείωσε όμως ήρθε και με βρήκε στην Αμερική και εκεί γνώρισε την Σερίνα, η οποία ήταν συμφοιτήτρια μου. Ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα και λίγο αργότερα παντρευτήκαν». Ελπίζω να έρθει και η δικιά μου σειρά, ευχήθηκε.
    «Και μένουν εδώ;».
    «Κι οι δύο έχουν πάρα πολλά λεφτά, αρκετά εκατομμύρια ο καθένας. Έτσι έχουν δυο σπίτια εδώ και ένα στο Βανκούβερ, όπου μένουν και οι γονείς της Σερίνα». Θυμήθηκε την αντίδραση των γονιών της όταν η Σερίνα και ο Ντέιβιντ τους ανακοίνωσαν ότι θα παντρευτούν. Οι γονείς της πάντα πίστευαν ότι θα παντρευόταν τον Βαλεντίνο και έτσι τους κακοφάνηκε στην αρχή. Ευτυχώς ο Ντέιβιντ δεν το είχε καταλάβει ποτέ αυτό.
    «Α αυτή είναι η φίλη σου, που μου είπες ότι μένει εκεί;», τον διέκοψε.
    «Ναι αυτή», της απάντησε χαρούμενος που τον παρακολουθούσε.
    «Έχουν και παιδιά;».
    «Όχι αν και έχουν προσπαθήσει. Και οι δυο έχουν πρόβλημα και για αυτό σκέφτονται να υιοθετήσουν. Έχουν ήδη βρει ένα μωρό ενός χρονών αλλά ακόμα το σκέφτονται. Είναι δύσκολη απόφαση».
    «Τι εννοείς το βρήκαν;», ρώτησε πριν προλάβει να συγκρατηθεί. Αισθανόταν ότι είχε γίνει λίγο αδιάκριτη.
    «Ο αδελφός του Ντέιβιντ, το είχε βρει μέσα στα σκουπίδια και το πήγε κατευθείαν σε ένα παράρτημα του Χαμόγελου του Παιδιού», απάντησε ο Βαλεντίνος χωρίς δισταγμό, κάτι που ανακούφισε την Αφροδίτη.«Λίγες μέρες αργότερα οι υπεύθυνοι βρήκαν ένα σημείωμα που έλεγε ότι το μωρό που έφεραν από τα σκουπίδια, λέγεται Έντουαρντ. Ο Ντέιβιντ με την Σερίνα τον έχουν επισκεφθεί τρεις φορές αλλά αισθάνονται ότι δεν είναι ακόμα έτοιμοι», απάντησε καθώς έμπαινε στον χώρο του πάρκινγκ του μπαρ.
    «Εδώ ήμαστε;», ρώτησε η Αφροδίτη.
    «Ναι», είπε και κατεβαίνοντας από το αμάξι, της άνοιξε την πόρτα.
    «Πάμε;», συνέχισε όταν την έπιασε αγκαζέ και με το νεύμα της, προχώρησαν μέσα στο μπαρ.
    Μετά από λίγο ψάξιμο βρήκαν τους φίλους του να κάθονται στη μπάρα. Η Σερίνα ξεχώριζε μέσα σε ένα κοντό φόρεμα στο κόκκινο της φωτιάς, όπως είχε βάψει και τα χείλη της, που άφηνε ακάλυπτους τους ώμους της. Ψηλοτάκουνα κόκκινα τακούνια αναδείκνυαν τα καλογυμνασμένα πόδια της. Την προσοχή ,όμως, σού τραβούσε ένα διαμαντένιο κολιέ σε σχήμα κυματιστού V ενώ τα τραβηγμένα προς τα πίσω μαλλιά της, άφηναν ακάλυπτο τον ψηλό λαιμό της.
    «Άντε ρε επιτέλους. Αν δεν είχα να σου πω κάτι σημαντικό θα είχα φύγει», άρχισε να λέει ο Ντέιβιντ, όταν πρόσεξε την Αφροδίτη.«Δεν ήξερα ότι θα έφερνες και παρέα. Νόμιζα ότι ήσουν στην δουλειά ακόμα», συνέχισε επιβεβαιώνοντας τις υποψίες του Έντουαρντ.
    «Πω με πόνεσε το κεφάλι μου, σταμάτα να μιλάς για λίγο. Σερίνα τι κάνεις;», είπε ο Βαλεντίνος αγκαλιάζοντας την.
    «Χρόνια πολλά Βαλεντίνε. Καλά», απάντησε και μετά του ψιθύρισε «Δε θα μας συστήσεις;».
    «Τι θα έκανα χωρίς εσένα», της απάντησε ψιθυριστά και μετά φέρνοντας κοντά του την Αφροδίτη την σύστησε.
    «Αφροδίτη ο Ντέιβιντ και η Σερίνα».
    «Γοητευμένος», είπε ο Ντέιβιντ φιλώντας της το χέρι κάνοντας την να κοκκινίσει.
    «Σταμάτα κόλακα», τον ψευτομάλωσε η Σερίνα και έπειτα γυρίζοντας προς το μέρος της, της έδωσε το χέρι.
    «Χάρηκα πολύ για την γνωριμία Αφροδίτη».
    «Και εγώ», απάντησε χαμογελώντας.
    «Λοιπόν πώς γνωριστήκατε;», είπε ο Ντέιβιντ, ο οποίος βιαζόταν να μάθει τα νέα του κολλητού του. Επιτέλους κάποια, σκέφτηκε.
    «Είναι μεγάλη ιστορία. Εσείς τι θέλετε να μου πείτε;».
    «Κάτσε, πρώτα το δώρο σου», τον διέκοψε ο Ντέιβιντ χαμογελώντας πονηρά και βγάζοντας ένα κουτάκι με τη λέξη Hublot να καταλαμβάνει όλη την επιφάνεια του.
    «Δεν ήταν ανάγκη» ,είπε ο Βαλεντίνος φιλώντας και τους δυο.
    «Ήταν και παρά ήταν. Αν δεν ήσουν εσύ, πώς θα είχαμε γνωριστεί; Και έτσι και αλλιώς άνοιξε το πρώτα να δεις αν σου αρέσει», του απάντησε η Σερίνα.
    «Είμαι σίγουρος», της επιβεβαίωσε και με αργές κινήσεις άνοιξε το κουτί αποκαλύπτοντας ένα ρολόι με μαύρο δερμάτινο λουράκι και καντράν, σε μαύρο του γραφίτη. Το σχέδιο ήταν τέτοιο ώστε να φαίνεται ο μηχανισμός του.
    «Είναι…», προσπάθησε να βρει λόγια για να το περιγράψει.
    Ο Ντέιβιντ χαμογέλασε.«Ξέρω. Είναι συλλεκτικό κομμάτι»
    «Ευχαριστώ πολύ», τους ευχαρίστησε φορώντας το.«Αλλά τώρα τι θέλετε να μου πείτε;»
    «Αφροδίτη, θα πάω για λίγο να φρεσκαριστώ. Θέλεις να έρθεις μαζί μου;», πρότεινε η Σερίνα.
    «Ναι», απάντησε μπαίνοντας στο νόημα. Είχε ξεχαστεί κοιτώντας το πανάκριβο ρολόι και ένιωσε ανακούφιση όταν της βρέθηκε η δικαιολογία για να σταματήσει να κοιτάζει σαν χάνος.
    «Λοιπόν;», ρώτησε ο Βαλεντίνος όταν οι γυναίκες απομακρύνθηκαν.
    «Αποφασίσαμε να υιοθετήσουμε τον Έντουαρντ», είπε ο Ντέιβιντ γρήγορα.
    «Τι;», ρώτησε έκπληκτος.
    «Μου φέρνεις ένα ουίσκι σκέτο;», είπε ο Ντέιβιντ στον μπάρμαν.
    «Έφτασε», απάντησε αυτός και μετά από λίγα δευτερόλεπτα ο Ντέιβιντ έδινε το ποτήρι στον Βαλεντίνο.
    «Έλα πιες», του πρότεινε.
    «Πώς το αποφασίσατε;», είπε πίνοντας μια γερή γουλιά.
    «Το σκεφτήκαμε και… Είναι δύσκολο να στο εξηγήσω αλλά ήδη έχουν αρχίσει οι διαδικασίες». Ένα μικρό χαμόγελο είχε αρχίσει να σχηματίζεται στα χείλη του.
    «Δε το πιστεύω. Εσύ θα γίνεις πατέρας!», απάντησε αγκαλιάζοντας τον.
    «Το ξέρω ρε φίλε. Ούτε εγώ το πιστεύω». Το πρόσωπο του έλαμπε από χαρά.
    «Έλα να χορέψουμε. Είναι το αγαπημένο μου», είπε η Σερίνα, η οποία είχε επιστρέψει μαζί με την Αφροδίτη.
    Ο Ντέιβιντ γρήγορα σηκώθηκε και μετά από λίγο χάθηκαν στην πίστα.
    «Στο είπε;», ρώτησε η Αφροδίτη. Ο Βαλεντίνος παρατήρησε ότι τα χείλη της είχαν βαφτεί σε ένα ελαφρό ροζ.
    «Ναι. Το ξέρεις και εσύ;».
    «Μου το είπε η Σερίνα. Είναι πολύ καλή».
    «Πράγματι», είπε ο Βαλεντίνος ενώ ξαφνικά πρόσεξε έναν νεαρό με γένια και ένιωσε έναν θυμό να του κατασπαράζει την ψυχή.
    «Θες να πάμε να χορέψουμε;», πρότεινε η Αφροδίτη.
    «Όχι», της απάντησε απότομα.
    Εκείνη τη στιγμή, ο νεαρός πλησίασε την Αφροδίτη και αγνοώντας επιδεικτικά τον Βαλεντίνο της χαμογέλασε.
    «Θες να χορέψουμε;», της πρότεινε. Για ένα δευτερόλεπτο η Αφροδίτη πήγε να αρνηθεί αλλά μετά το μετάνιωσε.
    «Φυσικά», είπε και πιάνοντας το χέρι του κατευθυνθήκαν στην πίστα. Μετά από λίγο μια αιθέρια παρουσία μπήκε στο μπαρ. Φορούσε ένα καστανοκόκκινο φόρεμα με μεγάλη μαύρη ζώνη στην κοιλιά. Είχε φροντίσει τα μαλλιά της να είναι μαζεμένα από την μία μεριά ώστε να αναδεικνύονται τα υπέροχα σε οβάλ σχήμα σκουλαρίκια από λευκόχρυσο. Το οβάλ τους σχήμα στόλιζαν οπάλ πολύτιμοι λίθοι σε διάφανο ροζ χρώμα.


    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●

    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●


    Η θεά του έρωτα ήταν έξαλλη. Όχι μόνο ο Απόλλωνας είχε αμφισβητήσει τη μεγαλοψυχία της αλλά τώρα είχε και τον Ήφαιστο να προσπαθεί να της χαλάσει τα σχέδια.
    Με το που τον είδε να ακολουθεί το ζευγάρι της και να μπαίνει στο μπαρ, έσπευσε να τον παρακολουθήσει. Και τελικά αποδείχτηκε ότι είχε δίκιο. Ήταν πάνω στην πίστα και χόρευε με την εκλεκτή της. Γρήγορα έτρεξε προς το μέρος του και πιάνοντας του τα χέρια απευθύνθηκε στην συνονόματη της.
    «Τον δανείζομαι λίγο», της είπε και βάζοντας όλη την τέχνη της πάνω στην διαχείριση των συναισθημάτων και στην διαγραφή μνήμης, έκανε το ζευγάρι της να μη θυμάται αυτήν την μικρή παρέμβαση.
    «Ξέρεις άντρα μου, ώρες ώρες γίνεσαι πολύ εκνευριστικός», κατηγόρησε τον Ήφαιστο.
    «Τι θέλεις εδώ, Αφροδίτη; Πώς και σε άφησε ο Άρης να δεις τον άντρα σου;», την ρώτησε ειρωνικά.
    «Εμένα δε μπορείς να με κοροϊδέψεις Ήφαιστε. Δεν ήρθες τυχαία εδώ αλλάζοντας τα συναισθήματα του ζευγαριού μου». Ευτυχώς ο Ήφαιστος δεν κατείχε αυτή την τέχνη των θεών όπως η ίδια, σκέφτηκε.
    «Και θα το ξανακάνω αν δεν σταματήσεις να συναντάς τον Άρη», την απείλησε.
    «Ξέρεις κάτι; Δε θα το έκανα αν είχες αυτή τη μορφή πάντα», του είπε πονηρά και έφερε τα χείλη της λίγα εκατοστά από τα δικά του.
    «Αλήθεια; Εννοείς ότι και τώρα αν πάμε πάνω…». Έκανε το σώμα του να διεγερθεί, μια ακόμη ικανότητα που κατείχε στην εντέλεια.
    «Εννοείται», απάντησε και φιλώντας τον, τον οδήγησε έξω και στη συνέχεια στα ιδιαίτερά της.
    Τουλάχιστον δε θα ξαναενοχλήσει το ζευγάρι, σκέφτηκε.


    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●

    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●

    https://www.youtube.com/watch?v=32rasDF7jtQ

    «Βαλεντίνε συγγνώμη, αλλά αύριο πρέπει να ξυπνήσουμε νωρίς», είπε ο Ντέιβιντ.
    «Ω έλα τώρα. Ούτε δώδεκα δεν πήγε», παραπονέθηκε ο Βαλεντίνος. Μέχρι τώρα περνούσαν καταπληκτικά. Όλη την ώρα χόρευαν και όποτε καθόντουσαν, δε σταματούσαν να γελάνε. Ακόμα και η Αφροδίτη, η οποία ήταν νέα στην παρέα, είχε προσαρμοστεί τέλεια.
    «Θα περάσει πρωί πρωί, μια κοινωνική λειτουργός για να ελέγξει την καταλληλότητά μας. Δεν θέλουμε να μας δει μεθυσμένους με μαύρες σακούλες», απολογήθηκε.
    «Αν είναι για τον Έντουαρντ, εντάξει. Τα λέμε αύριο», είπε και αφού αποχαιρετιστήκαν όλοι, γύρισε στην Αφροδίτη.
    «Έλα, θα σε πάω σπίτι σου».
    Εκείνη έγνεψε και μετά από λίγο βρισκόντουσαν στο αυτοκίνητο, με την Αφροδίτη να τον καθοδηγεί.
    «Λοιπόν, πώς σου φάνηκαν;», τη ρώτησε λίγα μέτρα πριν φτάσουν στην μονοκατοικία της,
    «Είναι τέλειοι και ταιριάζουν πάρα πολύ. Ο Έντουαρντ είναι πολύ τυχερός που θα έχει αυτούς για γονείς». Για μια στιγμή έπιασε τον εαυτό της να σκέφτεται πώς θα ήταν τα δικά τους παιδιά.
    «Θα γίνει το πιο κακομαθημένο παιδί σε όλο τον κόσμο», είπε και άρχισαν και οι δυο να γελάνε.
    «Εδώ σταμάτα», τον καθοδήγησε και βγήκε από το αυτοκίνητο. Ο Βαλεντίνος την ακολούθησε και περνώντας τον κήπο της, έφτασαν στην εξώπορτα.
    «Λοιπόν, έχεις το κινητό μου. Θα περιμένω τηλεφώνημα», είπε η Αφροδίτη με την αμηχανία να είναι εμφανής και στους δύο.
    «Ναι», απάντησε μονολεκτικά και με το που έκλεισε την πόρτα, στηρίχτηκε πάνω της και ψιθύρισε «Σε αγαπώ».


    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●

    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●


    Την ίδια περίπου στιγμή η Κνίδια με τον Έρωτα καθόντουσαν πίσω από έναν κύκνο, ο οποίος είχε ανοίξει και ενώσει τα πάλλευκα φτερά του σχηματίζοντας ένα είδος τηλεόρασης, και παρακολουθούσαν τι συνέβαινε ανάμεσα στο ζευγάρι.
    «Ξέρεις κάτι, Έρωτα;», ξεκίνησε η Αφροδίτη καθώς έβλεπαν το ζευγάρι να κατεβαίνει από το αυτοκίνητο και να πλησιάζει το σπίτι της συνονόματής της.
    «Τι μαμά;». Πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό που με φωνάζει έτσι, σκέφτηκε η θεά.
    «Σκεφτόμουν ότι ο Απόλλωνας είχε δίκιο. Δε θα έπρεπε να δημιουργήσουμε έναν έρωτα μεταξύ αυτών των δύο, ο οποίος μέσα από τις θυελλώδεις εντάσεις και τις διάφορες δυσκολίες, θα γραφτεί στην ιστορία». Δε πίστευε ότι το έλεγε αυτό αλλά έπρεπε να αναγνωρίσει την ορθότητα των λογιών του Απόλλωνα.
    «Μα μητέρα». Άντε πάλι.
    «Τελείωσε Έρωτα. Ίσως κάποια στιγμή επιστρέψουμε αλλά προς το παρόν θα τους αφήσουμε να χαρούν ένα συνηθισμένο έρωτα», τον διέκοψε.«Ίσως είναι καλύτερα», παραδέχτηκε η θεά του πάθους και ψιθυρίζοντας μια λέξη στα λατινικά, ο κύκνος έκλεισε τα φτερά του.


    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●

    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●


    Η πόρτα άνοιξε και η Αφροδίτη κοίταξε τον Βαλεντίνο με απορία.
    «Τι είπες;»
    «Πότε;», απάντησε ξαφνιασμένος.
    «Τώρα που έκλεισα την πόρτα». Από το ότι φορούσε ακόμη τα σκουλαρίκια της κατάλαβε ότι δεν είχε προλάβει να απομακρυνθεί από την πόρτα.
    «Ότι σε αγα…», άρχισε να λέει αλλά η Αφροδίτη τον φίλησε με πάθος στο στόμα.
    «Και εγώ σε αγαπώ», του είπε όταν σταμάτησαν το φιλί και παίρνοντας την στην αγκαλιά του, την ανέβασε στην κρεβατοκάμαρα.

    . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

    https://www.youtube.com/watch?v=KeUkCaXNSbs

    «Η μητέρα σου, κόρη μου, ήταν εκπληκτική γυναίκα. Πανέμορφη αλλά και πανέξυπνη. Ευγενική αλλά και τσαούσα», είπε ο Βαλεντίνος με συγκίνηση.
    «Και από τι πέθανε, μπαμπά;», τον ρώτησε για πολλοστή φορά. Αυτή η συζήτηση είχε επαναληφθεί πολλές φορές στο παρελθόν αλλά δε βαριόταν ποτέ να την ακούει.
    «Αυτό μάλλον δε θα το μάθουμε ποτέ. Οι γιατροί δεν κατάφεραν να βρουν την αιτία αλλά είμαι πεπεισμένος ότι αυτή το γνώριζε. ‘Να την προσέχεις’, έγραφε ένα σημείωμα εκεί που τη βρήκα νεκρή. Αλλά τέλος πάντων ας μη μιλάμε άλλο για αυτά». Τα μάτια του είχαν γεμίσει με δάκρυα που προσπαθούσαν να ξεχυθούν στο πρόσωπο του.
    «Καλά λες, πρέπει να πάω και στη δουλειά», του απάντησε δίνοντας του ένα πεταχτό φιλί.
    «Α και Μπέλα. Προσπάθησε να τα ξαναβρείς με τον Έντουαρντ και να επιστρέψεις στο σπίτι σας. Είναι κρίμα να είστε μαλωμένοι την ημέρα των ερωτευμένων. Κάνε το σαν δώρο για εμένα». Η μάτια του έπεσε στην κοιλιά της. Έπρεπε ναι είναι μαζί τώρα.
    «Εντάξει μπαμπά μην ανησυχείς, θα το κανονίσω», είπε και άνοιξε την πόρτα για να φύγει.
    «Εσύ τι θα κάνεις τώρα;», τον ρώτησε λίγο πριν βγει, βάζοντας το χέρι της πάνω στην κοιλιά της. Κάτι την είχε ενοχλήσει.
    «Θα την ακολουθήσω», ψιθύρισε χαμογελώντας. Το τελευταίο επίγειο χαμόγελό του.


    Δεύτερη εποχή: Απρόσμενη υιοθεσία

    Οι πιο ωραίες ιστορίες αγάπης είναι αυτές που δεν είχαμε το χρόνο να τις ζήσουμε.
    ~Claude Lelouch - [ 1937- ] - Γάλλος σκηνοθέτης

    Όπου υπάρχει αγάπη, υπάρχει ζωή.
    ~Ίντιρα Γκάντι - [ 1917-1984 ] - Ινδή πρωθυπουργός

    Η ομορφιά του έρωτα δε βρίσκεται στην αιωνιότητα, βρίσκεται στην προσωρινότητα.
    ~Άγγελος Τερζάκης - [ 1907-1979 ] - Έλληνας συγγραφέας

    Ας φύγουμε, μέσα σ’ ένα φιλί, για έναν άγνωστο κόσμο.
    ~Alfred De Musset - [ 1810-1857 ] - Γάλλος συγγραφέας

    Η πρώτη αληθινή αγάπη είναι πάντα και η τελευταία.
    ~Andrzej Majewski - [ 1963- ] - Πολωνός συγγραφέας και σκηνοθέτης


    «Συλλυπητήρια», είπε ο τελευταίος μαυροντυμένος της μέχρι πρότινος τεράστιας ουράς. Η Μπέλα δεν μπορούσε να αντέξει μια ακόμη υπενθύμιση ότι ο πατέρας της ήταν νεκρός και με ανακούφιση ένιωσε την προστατευτική αγκαλιά του Έντουαρντ να την τυλίγει καθώς λίγα δάκρυα ξέφευγαν από τα μάτια της.
    «Τελείωσαν», την ανακούφισε φιλώντας τα μαλλιά της. Η Μπέλα σκούπισε τα δάκρυα της, ευχαριστώντας τον εαυτό της που θυμήθηκε να τα βάλει. Δεν ήθελε οι άλλοι να την βλέπουν αδύναμη και ειδικότερα ο Έντουαρντ. Έπρεπε να σταθεί δυνατή για αυτόν αλλά και για τον Ντίγκορι.
    Αχ, ο Ντίγκορι ο οποίος έμελε να γεννηθεί τρεις μέρες μέρα μετά τον επόμενο χρόνο από τότε που ο πατέρας της άφησε τον κόσμο. Αύριο είχε τα πρώτα του γενέθλια και αυτή δεν είχε ετοιμάσει τίποτα ακόμη.
    «Πάμε», είπε ο πατέρας του Έντουαρντ έχοντας εμφανιστεί από το πουθενά. Δίπλα η Σερίνα, η γυναίκα του, ήταν εκθαμβωτική μέσα στα μαύρα ακόμα και αν τα μάτια της είχαν κοκκινίσει. Κανείς θα μπορούσε να θαυμάσει την ομοιότητα της Σερίνα με του Έντουαρντ, αν και δεν ήταν η πραγματική του μητέρα. Τα ίδια ξανθά μαλλιά, με του Έντουαρντ να έχουν μια κοκκινωπή απόχρωση, τα ίδια σαρκώδη χείλη, τις ίδιες μακριές βλεφαρίδες. Μακάρι όταν ο Ντίγκορι μεγαλώσει να γίνει ίδιος με τον πατέρα του.
    Διέσχισαν το νεκροταφείο περνώντας από ένα στενό μονοπάτι κατευθυνόμενοι προς την έξοδο. Η Μπέλα κοίταξε δεξιά και αντίκρισε την ταφόπλακα της μητέρας της. Όσο και αν είχαν προσπαθήσει, ο Βαλεντίνος δεν μπορούσε να θαφτεί δίπλα στην μητέρα της, η οποία είχε πεθάνει εδώ και χρόνια. Δεν θυμόταν καμιά ανάμνηση δική της παρά ένα τραγούδι που πρέπει να της τραγουδούσε για να την νανουρίσει. Ο πατέρας της είχε αναλάβει την εκτέλεση και των δύο ρόλων και για αυτό ήταν αδύνατο να πιστέψει ότι τον είχε χάσει για πάντα.
    Ήταν σα να το ήξερε, σα να είχε καταλάβει ότι η κόρη του ήταν έγκυος. Αυτή ήταν και η τελευταία του επιθυμία, να τα ξαναβρεί με τον Έντουαρντ, λες και ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να την προστατεύσει άλλο πια. Έδιωξε αυτές τις ανόητες σκέψεις, πώς θα μπορούσε να το ξέρει άλλωστε, και ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του Έντουαρντ.
    Καθώς μπήκαν στο αυτοκίνητο, η ματιά της συνάντησε μια γυναίκα να στέκεται πάνω από τον τάφο της μητέρας της ντυμένη στα κόκκινα μαζί με έναν νεαρό που φορούσε κόκκινο κουστούμι. Όλα αυτά θα της φαινόταν φυσιολογικά, πάντα υπήρχαν αυτοί που δεν ήθελαν να δεχτούν τον θάνατο των αγαπημένων τους, όταν πρόσεξε δυο φτερά να ξεπηδούν από την πλάτη του νεαρού και να ανεμίζουν ελαφρώς. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της και με έκπληξη παρατήρησε ότι η γυναίκα και ο νεαρός είχαν εξαφανιστεί.
    Ένα νέο ξέσπασμα λυγμών διατάραξαν την Σερίνα αποσπώντας την προσοχή της. Είχε περάσει πολλά, δεν ήταν περίεργο που φανταζόταν διάφορα.
    «Ηρέμισε μαμά», είπε ο Έντουαρντ δίνοντας της μια σφιχτή αγκαλιά από τα πίσω καθίσματα. Αν και στεναχωρημένη, η Μπέλα δεν μπορούσε παρά να θαυμάσει την εξαίσια ομορφιά του Έντουαρντ. Τα σφιχτά μπράτσα του αχνοφαίνονταν κάτω από το μαύρο πουκάμισο του ενώ τα γαλάζια μάτια του την κοιτούσαν περιμένοντας μάλλον ένα ξέσπασμα και από αυτήν.
    «Μα δεν μπορώ να το πιστέψω. Πρώτα η Αφροδίτη και μετά αυτός. Μου είναι τόσο δύσκολο να….», προσπάθησε να πει αλλά ένας ακόμη λυγμός την έπνιξε.
    Η Μπέλα μπορούσε να την καταλάβει. Η Σερίνα και ο Ντέιβιντ γνώριζαν τον πατέρα της από το τότε που ήταν ακόμη νεαρός. Ήταν φίλοι, σε αυτόν όφειλαν και την γνωριμία τους που οδήγησε στον γάμο. Τους ήταν ήδη δύσκολο που είχαν χάσει την μητέρα της, ο Βαλεντίνος ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Η Σερίνα φίλησε τον Ντέιβιντ και σκούπισε γρήγορα τα δάκρυα της.
    Ο Έντουαρντ κάθισε ξανά πίσω και η Μπέλα ξάπλωσε πάνω του. Τα χέρια του βρέθηκαν στα μαλλιά της και ένιωσε τα βλέφαρά της να κλείνουν. Λίγο πριν αποκοιμηθεί είδε πάνω από το αυτοκίνητο της να περνάει πετώντας ένας άνθρωπος και κατευθείαν κοκάλωσε. Τα χείλη του Έντουαρντ ακούμπησαν τα δικά της και ένα γνωστό αίσθημα την κατέκλυσε. Μπορούσε να κοιμηθεί ασφαλής.


    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●

    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●


    «Έρωτα θα αργήσουμε», προειδοποίησε η θεά Αφροδίτη φορώντας τα μαύρα διχτυωτά παπούτσια της. Βιαστικά έπιασε τον μαύρο φάκελο της και κατευθύνθηκε προς τον Έρωτα.
    «Τώρα μητέρα», απάντησε δένοντας την κόκκινη γραβάτα του και έπιασε το χέρι της Αφροδίτης.
    «Έτοιμος;», ρώτησε και μόλις την επιβεβαίωσε, έκλεισε τα μάτια της και τους μετέφερε στο νεκροταφείο.
    «Ποτέ δε κατάφερα να καταλάβω πως μπορείτε να ταξιδεύετε έτσι», είπε ο Έρωτας κουνώντας νευρικά τα φτερά του. «Θα μπορούσα να μας είχα φέρει εδώ εγώ».
    «Έρωτα, κάνεις σαν θνητός», τον επέπληξε η Αφροδίτη. «Είσαι γιος δυο θεών. Θα έπρεπε να έχεις συνηθίσει αυτού του τύπου τις μεταφορές». Βγάζοντας από το τσαντάκι της ένα ζευγάρι κόκκινα γυαλιά ηλίου, κάλυψε το πρόσωπο της ώστε να μην μπορεί να την επηρεάσει ο Απόλλων. Είχαν να μιλήσουν από τότε που της έκανε την μικρή χάρη και αυτή δεν ήταν σίγουρη η πρώτη που θα υποχωρήσει.
    «Ίσως αν δεν με είχες αποκληρώσει όταν παντρεύτηκα με την Ψυχή, να το είχα συνηθίσει», της ανταπάντησε και η Αφροδίτη ένιωσε ένα κύμα φθόνου ανάμεικτο με πόνο να την πλημμυρίζει. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε αφήσει μια θνητή να της πάρει, έστω και για λίγο, τον γιο της. Τώρα ο γιος της μπορεί να είχε χωρίσει με την Ψυχή αλλά την είχε μετατρέψει σε αθάνατη, πράγμα που σήμαινε ότι θα έπρεπε να την ανέχεται για μια αιωνιότητα.
    «Δεν ήρθαμε εδώ για να μαλώσουμε, Έρωτα», είπε και κατευθύνθηκε προς τον τάφο του πρώην εκλεκτού της. Αυτή το μόνο που ήθελε ήταν να ζήσουν έναν έρωτα που θα μείνει στην ιστορία και αν και στο τέλος τους άφησε για να χαρούν τον συνηθισμένο τους έρωτα το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Θάνατος.
    «Έρωτα γιατί πρέπει η πραγματική αγάπη να έχει τέτοιο τέλος;», ρώτησε τον γιο της, αγγίζοντας τον μαρμάρινο τάφο του Βαλεντίνου.
    «Είναι στην φύση μου, μαμά. Μην ξεχνάς ότι είμαι γιος του Άρη. Η πραγματική αγάπη, η αγάπη που έχει προέλθει από τα βέλη μου, είναι αναγκασμένη να καταδικαστεί σε γρήγορο θάνατο του ζευγαριού. Επιφέρει το ίδιο αποτέλεσμα με τον πόλεμο. Μόνο που το ταξίδι είναι πιο γλυκό», απάντησε. Η Αφροδίτη κατάλαβε ότι ο γιος της ένιωθε άβολα από το ότι ανοιγόκλεινε νευρικά τα φτερά του. Ποτέ δεν του άρεσε ότι τα βέλη του θα έπρεπε να επιφέρουν στο τέλος θάνατο και ήταν κάτι που δεν ήθελε να συζητάει. Οι άλλοι θεοί μάλιστα τον είχαν τιμωρήσει που απείχε από την επιλογή ζευγαριών όσο καιρό ήταν με την Ψυχή κάνοντας τα επόμενα του τέσσερα βέλη να φέρουν σύντομο θάνατο στα δυο ζευγάρια που θα χτυπήσουν. Είχε να τον δει τόσο στεναχωρημένο εδώ και πεντακόσια χρόνια, από τότε που η Ιουλιέτα και ο Ρωμαίος βρήκαν τέτοιο τραγικό θάνατο.
    «Πάμε να δούμε λίγο και την εκλεκτή μου», πρότεινε η Αφροδίτη και ο Έρωτας συμφώνησε σιωπηλά. Πέρασαν μέσα από ένα μικρό δασάκι κατευθυνόμενοι προς τον τάφο της θνητής Αφροδίτης. Όπου πατούσε η θεά, τριαντάφυλλα και μυρτιές φύτρωναν. Ξαφνικά ένα μπουμπούκι της μυρτιάς άρχισε να φουσκώνει και ένα λευκό περιστέρι βγήκε από μέσα του. Αφού διέγραψε ένα κύκλο πάνω από την Αφροδίτη, πέταξε μακριά βγάζοντας σιγανούς ήχους σαν γουργουρίσματα.
    Ο τάφος της θνητής Αφροδίτης βρισκόταν στην άλλη μεριά, κοντά στην είσοδο και η Αφροδίτη μπορούσε να δει το περιστέρι να συναντάει ένα σμήνος από άλλα πουλιά. Η Αφροδίτη μπορούσε να ταυτιστεί με αυτό το περιστέρι, έτσι και αυτή είχε ενωθεί με τους υπόλοιπους θεούς. Ήταν λίγο πολύ ο λιγότερος σημαντικός θεός, η ξένη.
    «Μαμά, μας είδε», προειδοποίησε ο Έρωτας κοιτώντας προς ένα αμάξι. Το βλέμμα της Αφροδίτης μεταφέρθηκε και αντίκρισε τα πράσινα μάτια της κόρης των εκλεκτών της να την αντικρίζουν.
    «Έρωτα, κάλυψε μας», ψιθύρισε γρήγορα και ο γιος της άρχισε να κουνά γρήγορα τα φτερά του. Ένας μικρός ανεμοστρόβιλος δημιουργήθηκε και τους κάλυψε.
    Η Αφροδίτη εξέπνευσε ανακουφισμένη. Δεν ήθελε η κόρη των εκλεκτών της να τη δει, όχι μόνο γιατί θα κινδύνευε αν την παρατηρούσε πολύ ώρα, αλλά γιατί δεν ήθελε η ίδια να αντικρίσει τη θλίψη στα μάτια της Μπέλα, όπως θυμήθηκε ότι την έλεγαν.
    «Εντάξει, έφυγαν», τους καθησύχασε μια φωνή και ο Έρωτας διέκοψε αμέσως τον ανεμοστρόβιλο. Μπροστά τους στεκόταν ένα νεαρός με ξανθά κοντοκουρεμένα μαλλιά που κρατούσε ένα είδος μπαστουνιού με φτερά στο πάνω μέρος του και δυο φίδια περιτριγυρισμένα στο υπόλοιπο κομμάτι του. Θα μπορούσε να θεωρηθεί θνητός αν στα σανδάλια του δεν είχε δύο ζευγάρια φτερά που τον σήκωναν λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος.
    «Ερμή, τι κάνεις εδώ;», ρώτησε η θεά τσιτωμένη.
    «Ηρέμησε ‘φούλα. Δεν με έστειλε ο αδερφός μου, μην ανησυχείς», την καθησύχασε ο Ερμής δίνοντας της μια αγκαλιά.
    «Πόσες φορές σου έχω πει να μην με αποκαλείς ‘φούλα;», τον μάλωσε ανταποδίδοντας του την αγκαλιά. Ο Ερμής ήταν ένας από τους θεούς που την είχαν υποστηρίξει όταν ήθελαν να την διώξουν για να πάρει τη θέση της ο Διόνυσος. Από τότε του όφειλε αιώνια ευγνωμοσύνη.
    «Αφού είσαι σαν αδερφή μου, ‘φούλα», απάντησε αγνοώντας τον Έρωτα. Η Αφροδίτη δεν τον κατηγορούσε αφού οι θεοί ήθελαν να τον αντικαταστήσουν με τον γιο της. Ήξερε πώς είναι να μην νιώθεις σημαντικός.
    «Τι θες εδώ λοιπόν;», ρώτησε ξέροντας ότι αν κάτι κολλούσε στον Ερμή, δεν γινόταν να του το βγάλεις από το μυαλό. Για τα επόμενα χίλια χρόνια θα έπρεπε να ανέχεται το “‘φούλα”.
    «Ήρθα εδώ για να πάω στον Άδη να μεταφέρω την ψυχή του Βαλεντίνου», είπε κατευθυνόμενος προς ένα δένδρο. «Το ξέχασες, ‘φούλα;».
    «Φυσικά και δεν το έχω ξεχάσει, Ερμή». Πώς θα μπορούσε άλλωστε; «Απλά νόμιζα ότι αυτή την δουλειά την είχε αναλάβει ο Χάροντας».
    Τα μάτια του Ερμή μαύρισαν και τα φίδια στο κηρύκειο του ζωντάνεψαν για λίγα λεπτά. «Ο Χάροντας ισχυρίζεται ότι έχει πολλή δουλειά τώρα με τον πόλεμο και τις πλημμύρες που θέλει επιπλέον βοήθεια. Δεν μου έφτανε που πρέπει να μεταφέρω τόσες ψυχές μέχρι τον Άδη, τώρα πρέπει να της μεταφέρω και μέσα στον Άδη».
    «Έλα εντάξει θα τα καταφέρεις, είμαι σίγουρη, ‘φούλη», τον ενθάρρυνε δίνοντας του άλλη μια αγκαλιά.
    Ο Ερμής χαμογέλασε και έβαλε το χέρι του πάνω σε ένα κλαδί. Γρήγορα το κλαδί μετατράπηκε σε ένα ζευγάρι χέρια που έπιασαν το χέρι του Ερμή και άρχισαν να τον τραβάνε μέσα.
    «Τελικά έχεις δίκιο, ‘φούλα. Το “‘φούλης” ακούγεται εκνευριστικό», είπε και χάθηκε μέσα στο δέντρο.
    Ωραία, σκέφτηκε η Αφροδίτη, ίσως το γλιτώσω για λίγο καιρό το “‘φούλα”.



    DAN


    Έχει επεξεργασθεί από τον/την BELLA MARIE P στις Παρ 2 Μαρ 2012 - 22:52, 2 φορές συνολικά
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    BELLA MARIE
    Charlie's Daughter
    BELLA MARIE


    Θηλυκό Λέων
    Ηλικία : 32
    Τόπος : Thessalonike
    Αριθμός μηνυμάτων : 17564
    Registration date : 26/02/2009

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Valentine Fanfic Contest- ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Valentine Fanfic Contest- ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ   Valentine Fanfic Contest- ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ I_icon_minitimeΠαρ 2 Μαρ 2012 - 22:09

    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●

    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●

    https://www.youtube.com/watch?v=49Yxt9FEp5o&feature=BFa&list=LL5vhB3gVPVnXY8GiefYXwdA&lf=mh_lolz


    Ο Βαλεντίνος βρισκόταν εδώ περίπου τρεις μέρες. Δεν ήταν σίγουρος, μιας και κανείς δεν θέλησε να τον ενημερώσει, αλλά αν το εσωτερικό του ρολόι λειτουργούσε ακόμα σωστά, σήμερα ξημέρωνε η τρίτη μέρα.
    Γέλασε σκεπτόμενος την λέξη ξημέρωσε. Στον Άδη επικρατούσε ένα μόνιμο σκοτάδι, που έσπαγε μόνο από κάτι δαυλούς διασκορπισμένους στον τεράστιο χώρο. Η αλήθεια είναι ότι περίμενε το μέρος όπου πάνε οι ψυχές κάπως διαφορετικό. Όταν είχε έρθει να τον πάρει ο Ερμής και να τον οδηγήσει εδώ, στην αρχή νόμιζε ότι ονειρευόταν. Φτάνοντας όμως, αφού ο Ερμής του είχε εξηγήσει τα πάντα για τους θεούς, και ακούγοντας τις κραυγές όσων ήταν φυλακισμένοι στα Τάρταρα, το πίστεψε. Ήταν δύσκολο στην αρχή αλλά μετά όλα έβγαζαν νόημα. Πώς ερωτεύτηκε τόσο γρήγορα την Αφροδίτη, πώς πέθανε έτσι ανεξήγητα, γιατί άρχισε να βλέπει πράγματα που δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα, πώς ήξερε ότι θα πεθάνει εκείνη την ημέρα.
    Μια κραυγή έσπασε την σιγαλιά και ρίγος διαπέρασε τον Βαλεντίνο. Ήλπιζε να μην καταλήξει στα Τάρταρα. Ή μάλλον να μην καταλήξει κάπου όπου δεν θα ήταν η Αφροδίτη. Με το που είχε φτάσει εδώ την είχε αναζητήσει αλλά ο Ερμής τον έβαλε να καθίσει σε μια πέτρα και να περιμένει την επιστροφή του. Από τότε δεν είχε μετακινηθεί καθόλου.
    Ένα φως φάνηκε από μακριά να τον πλησιάζει και μετά από τόσες μέρες, σηκώθηκε. Ο Ερμής εμφανίστηκε πετώντας αφήνοντας του πίσω ένα στρόβιλο σκόνης. Όταν τον έφτασε άρχισε να βγάζει πράσινα φύλλα από το μαλλιά του και κλαδιά που είχαν κολλήσει στα ρούχα του.
    «Αυτές οι νύμφες έχουν ξεσαλώσει», είπε τινάζοντας χώματα από τα ξανθά μαλλιά του.
    Το φως προερχόταν από ένα χρυσό σκουφί που φορούσε και ο Βαλεντίνος αναγκάστηκε να μισοκλείσει τα βλέφαρά του. Για μια ακόμη φορά απέμεινε να τον κοιτάζει εκστασιασμένος. Όσο ήταν ψυχίατρος είχε πολλούς ασθενείς που ισχυρίζονταν ότι είχαν δει κάτι θείο αλλά ποτέ δεν τους είχε πιστέψει. Για αυτόν ήταν μια ακόμη περίπτωση ψυχασθένειας που έπρεπε να αντιμετωπιστεί. Αυτό όμως το πλάσμα εξέπεμπε πρωτόγνωρη δύναμη και αιώνια σοφία.
    «Άντε τι κοιτάς; Δεν μπορώ να αφιερώσω όλο μου τον χρόνο σε εσένα, ξέρεις πόσες ψυχές με περιμένουν; Επιβιβάσου, Ντίνε», πρόσταξε και δίχως να περιμένει απάντηση τον έπιασε από την μπλούζα και τον σήκωσε στον αέρα.
    «Όταν λες νύμφες τι εννοείς;», τον ρώτησε. Ήθελε με κάθε τρόπο να ξεκινήσει συζήτηση μαζί του.
    «Μα καλά τι σας μάθαιναν στο σχολείο; Νύμφες είναι τα πνεύματα της φύσης. Κάθε νύμφη είναι ένα δέντρο ή ένα λουλούδι. Η νέα φουρνιά νυμφών έχουν ξεσαλώσει. Βλέπεις αυτό;», ρώτησε δείχνοντας του μια γρατζουνιά στο μάγουλό του. Ξέχασε όμως ότι κράταγε τον Βαλεντίνο και έτσι ο τελευταίος άρχισε να πέφτει.
    «Οπ σόρρυ, Ντίνο», απολογήθηκε ξαναπιάνοντας τον στον αέρα. Ο Βαλεντίνος μπόρεσε να δει ένα ελαφρύ κοκκίνισμα να εξαπλώνεται γρήγορα στο πρόσωπο του Ερμή.
    «Λοιπόν, πώς είναι ο έξω κόσμος;», ρώτησε θέλοντας να συνεχίσει την συζήτηση. Πια είχαν περάσει τον Αχέροντα και βρισκόταν πάνω από το λιβάδι με τους ασφοδέλους. Οπότε η στάση μας δεν είναι εκεί, σκέφτηκε ο Βαλεντίνος. Μένουν τα Ηλύσια Πεδία και τα Τάρταρα.
    «Δεν άλλαξαν και πολλά. Μόνο τρία χρόνια πέρασαν», απάντησε ο Ερμής επιταχύνοντας. Ο Βαλεντίνος το έβλεπε αυτό σαν μια συζήτηση με έναν ασθενή του και ο ασθενής ένιωθε άβολα. Μακάρι να είχε περισσότερο χρόνο να μάθει γιατί.
    «Τρία χρόνια;», ρώτησε έκπληκτος όταν επεξεργάστηκε τα λόγια του Ερμή. «Νόμιζα ότι είχαν περάσει μόνο τρεις μέρες». Ήξερε ότι μπορεί να είχε κάνει λάθος σε κάποιους υπολογισμούς αλλά όχι και τόσο.
    «Είναι γελοίο ότι οι άνθρωποι δεν μαθαίνουν καθόλου μυθολογία σήμερα. Αν δεν ξέρεις το παρελθόν, πώς μπορείς να προχωρήσεις στο μέλλον;», αναρωτήθηκε ο Έρμης σταματώντας και εναποθέτοντας τον Βαλεντίνο σε ένα χωράφι. Κάτι έσκασε πάνω από τα κεφάλια τους και ο Βαλεντίνος τρόμαξε νομίζοντας ότι τον είχε αφήσει στα Τάρταρα. Ρίχνοντας μια προσεκτική ματιά όμως κατάφερε να διακρίνει πυροτεχνήματα να σκάνε στον σκοτεινιασμένο ουρανό. Κάτω από την έκρηξη των πυροτεχνημάτων βρισκόταν μια πόλη βγαλμένη από ταινία επιστημονικής φαντασίας. Πανύψηλοι ουρανοξύστες, ευρύχωρα γήπεδα που ισορροπούσαν στον αέρα, ένας θόλο με ένα μακρύ τηλεσκόπιο να τρυπάει τον ουρανό. Και πίσω από όλα αυτά, ψηλά πάνω σε ένα βουνό, ένα τεράστιο κάστρο φτιαγμένο από διαμάντια με μαύρο χρώμα.
    «Καλώς ήρθες στα Ηλύσια Πεδία», είπε ο Ερμής και πέταξε γυρίζοντας από εκεί που είχαν έρθει.
    «Περίμενε!», φώναξε ο Βαλεντίνος αλλά ο Ερμής είχε ήδη φύγει. Γύρισε να παρατηρήσει την πόλη. Ήταν μια ανάμειξη κτιρίων της παλιάς και σύγχρονης εποχής. Δίπλα από έναν ουρανοξύστη, πρόσεξε ένα νεοκλασικό κτίριο με λευκές κολώνες σε μορφή λιονταριών. Ένα κυκλικό κλειστό κτίριο που έβγαζε καπνούς από μια καμινάδα, λουτρά υπέθεσε, δίπλα σε έναν νυχτερινό κινηματογράφο. Ένα σύγχρονο εστιατόριο δίπλα σε μια αρένα.
    Ένα πυροτέχνημα έσκασε στον σκοτεινό ουρανό φωτίζοντας μια σκοτεινή μορφή που ερχόταν προς το μέρος του. Αυτή δεν ήταν σίγουρα θεός ή θεά, ο Βαλεντίνος θα το καταλάβαινε αμέσως. Αντιθέτως στο άκουσμα των βημάτων της αναμνήσεις άρχισαν να τον πλημμυρίζουν. Αυτόν και την Αφροδίτη να συναντιούνται για πρώτη φορά, να κάνουν για πρώτη φορά έρωτα, να φωτογραφίζονται με την νεογέννητη κόρη τους.
    «Αφροδίτη;», ρώτησε και η μορφή έτρεξε προς το μέρος του και τον αγκάλιασε. Τα καστανά μαλλιά της αγκάλιασαν τους ώμους του και μια γνωστή θαλπωρή τον κατέκλυσε. Τράβηξε το κεφάλι της πίσω για να τη φιλήσει και είδε ότι δάκρυα είχαν πλημμυρίσει το πρόσωπό της.
    «Συγγνώμη Βαλεντίνε. Συγγνώμη», είπε ανάμεσα στα αναφιλητά της και ο Βαλεντίνος έσπευσε να την φιλήσει. Η υφή των χειλιών της δεν είχε αλλάξει καθόλου από την τελευταία φορά που είχαν φιληθεί και για μια στιγμή ο Βαλεντίνος μεταφέρθηκε στην εποχή όπου ήταν ήρεμοι και χαιρόντουσαν την αγάπη τους.
    «Αφροδίτη, δεν φταις εσύ που μας άφησες νωρίς», την παρηγόρησε όταν απομακρύνθηκε. Μόνο τα μάτια της είχαν αλλάξει. Το γαλάζιο είχε εξαφανιστεί και ένα σκούρο μαύρο είχε πάρει τη θέση του.
    «Βαλεντίνε, συγγνώμη που…», προσπάθησε να πει αλλά ένα νέο κύμα αναφιλητών την διέκοψαν. Περίμενε μέχρι να ηρεμήσει και μετά συνέχισε.
    «Συγγνώμη που σε απάτησα».


    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●

    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●

    https://www.youtube.com/watch?v=uhmbBMd6OC4&feature=BFa&list=LL5vhB3gVPVnXY8GiefYXwdA&lf=mh_lolz

    Η Μπέλα ξύπνησε με τον ιδρώτα να στάζει από το πρόσωπο της. Όλο το σώμα της έτρεμε και συνεχόμενα ρίγη την διαπερνούσαν στην θύμηση του εφιάλτη που μόλις είχε δει. Προσπάθησε να διώξει τις εικόνες από το μυαλό της αλλά αυτές επέστρεφαν δριμύτερες. Αυτή ακίνητη χωρίς να μπορεί να κουνηθεί, ο Έντουαρντ να βρίσκεται στην ίδια κατάσταση, σαν η ψυχή του να είχε παγιδευτεί στο νεκρό σώμα του, ο Ντίγκορι να κλαίει φωνάζοντας τους. Οι εικόνες πέρναγαν γρήγορα αφήνοντας σουβλιές πόνου στην Μπέλα. Τελευταία έμεινε η νεαρή κυρία με ένα τόξο περασμένο στον ώμο της να παίρνει τον Ντίγκορι και να τους ψιθυρίζει ένα συγγνώμη πριν εξαφανιστεί τελείως.
    Δάκρυα άρχισαν να κυλάν από τα μάτια της και με την αναστροφή του χεριού της τα σκούπισε γρήγορα. Ένα όνειρο ήταν απλώς, δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσει αυτή ή ο Έντουαρντ τον Ντίγκορι μόνο του. Κοίταξε δίπλα της ελπίζοντας να δει τον Έντουαρντ να κοιμάται αλλά το κρεβάτι ήταν άδειο. Της άρεσε να τον βλέπει να κοιμάται. Ο τρόπος που μαζευόταν σαν έμβρυο, κάτι που του είχε μείνει από τότε που τον παράτησαν οι γονείς του, η ήρεμη ανάσα του που έβγαινε απαλά από τα χείλη του, τα χαρακτηριστικά του προσώπου του που χαλάρωναν και μαλάκωναν.
    Σηκώθηκε θέλοντας να δει τι ώρα είχε πάει αλλά το κινητό της ήταν άφαντο. Άνοιξε τις κουρτίνες και είδε τον ήλιο να έχει πάρει τη θέση του ψηλά στον καταγάλανο ουρανό. Πρέπει να είχε φτάσει μεσημέρι. Για μια στιγμή της φάνηκε ότι είδε ένα άρμα να είναι μπροστά από τον ήλιο αλλά όταν τα ανοιγόκλεισε είχε εξαφανιστεί. Δεν θυμόταν τον Έντουαρντ να την μεταφέρει στο κρεβάτι αλλά ήταν τόσο στεναχωρημένη με τον θάνατο του πατέρα της που είχε αποκοιμηθεί πάνω του.
    Το μυαλό της την οδήγησε πίσω στον χρόνο, όταν έδωσαν το πρώτο τους φιλί. Η Μπέλα, δεκαεπτά χρονών τότε, δεν είχε συμπαθήσει ποτέ τον Έντουαρντ. Αυτό οφειλόταν στο ότι ο πατέρας της όποτε τον έβλεπε του έκανε τα χατίρια και μιας και ήταν κολλητοί με τους γονείς του τον έβλεπε σχεδόν κάθε μέρα. Ένιωθε ζήλια και απέχθεια για αυτό το συνομήλικο ξανθό αγόρι που όλοι έσπευδαν να τον ευχαριστήσουν. Το ότι είχε μάθει ότι ήταν υιοθετημένος δεν καλυτέρευσε τα πράγματα απλώς μέσα της ένιωθε μια ικανοποίηση που αυτή είχε κάτι που αυτός δεν θα μπορούσε να αποκτήσει. Βιολογικούς γονείς, έστω και τον ένα.
    Την μέρα εκείνη ο πατέρας της , η μητέρα της είχε ήδη πεθάνει, είχε κανονίσει να επισκεφτεί με τους γονείς του Έντουαρντ μια παλιά τους φίλη που τραγουδούσε σε ένα μπαρ. Είχαν υποσχεθεί ότι δε θα λείψουν για πολύ για αυτό είχε κανονίσει να έρθει στο σπίτι της μια φίλη της για να δουν ταινία, θρίλερ συγκεκριμένα.
    Λίγα λεπτά πριν φύγει ο πατέρας της, η φίλη της την πήρε τηλέφωνο λέγοντας της ότι είχαν ξαφνική εισβολή από την θεία της και έτσι δεν μπορούσε να έρθει. Είχε στεναχωρηθεί και είχε αποφασίσει να διαβάσει κανένα βιβλίο μιας και δεν υπήρχε περίπτωση να δει μόνη της θρίλερ, όταν το κουδούνι του σπιτιού τους χτύπησε. Ο Ντέιβιντ με την Σερίνα είχαν έρθει να πάρουν τον πάτερα της και μιας ο Έντουαρντ δεν είχε κάπου αλλού να πάει θα μπορούσε να της κάνει παρέα μέχρι να γυρίσουν. Όλα αυτά τα πρότειναν οι γονείς του Έντουαρντ αλλά η Μπέλα ήταν σίγουρη ότι είχε βάλει και ο πατέρας της το χεράκι του. Ήξερε ότι δεν συμπαθούσε τον Έντουαρντ και ήθελε απεγνωσμένα να τους κάνει να συμφιλιώσουν.
    Στην αρχή η Μπέλα είχε ντραπεί, μιας και φορούσε ένα κοντό ροζ σορτσάκι μαζί με μια φαρδιά ροζ πιτζάμα, αλλά μη θέλοντας να εκθέσει τον πατέρα της δέχτηκε. Ο Έντουαρντ είχε καθίσει ήδη στην πολυθρόνα μπροστά από την τηλεόραση, ρωτώντας τι ήθελε να κάνουν. Όταν του έδειξε το θρίλερ άρχισε να γελάει δυνατά και μόλις σταμάτησε τη ρώτησε ειρωνικά «Θα αντέξεις να το δεις;». Η Μπέλα ένιωσε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι της. Γρήγορα έβαλε την ταινία στο dvd και κάθισε στην ίδια πολυθρόνα με τον Έντουαρντ, όσο πιο μακριά μπορούσε.
    Δεν είχε προλάβει να πατήσει το play όταν ο Έντουαρντ παραπονέθηκε για την έλλειψη ποπ κορν. Ήθελε να του σπάσει το κεφάλι με το τηλεχειριστήριο. Βγάζοντας ένα βαθύ αναστεναγμό είχε πάει με την κουζίνα, κατεβάζοντας ένα μεγάλο γυάλινο μπολ από το ντουλάπι. Γυρίζοντας στο σαλόνι πέταξε την σακούλα με τα ποπ κορν στον Έντουαρντ και σκύβοντας άφησε το μπολ στο τραπέζι. Λίγο πριν καθίσει πρόσεξε ότι ο Έντουαρντ είχε κοκκινίσει ελαφρώς και τα μάτια του ήταν κολλημένα στο σορτσάκι της. Μη θέλοντας να πιστέψει ότι αυτός ο αντιπαθητικός ‘φίλος’ της μόλις την είχε δει ερωτικά, ξεκίνησε την ταινία.
    Τελικά ο Έντουαρντ είχε δίκιο. Η ταινία ήταν υπερβολικά τρομακτική για αυτήν. Αν ήταν με την φίλη της θα το είχαν κλείσει από την πρώτη στιγμή αλλά τώρα δεν ήθελε να δειλιάσει μπροστά του. Αντίθετα, σε κάθε σκηνή τρόμου πλησίαζε όλο και πιο πολύ τον Έντουαρντ. Είχαν μείνει λίγα λεπτά και είχε κάπως ηρεμήσει. Ο δολοφόνος είχε αυτοκτονήσει και τώρα ο αστυνομικός επέστρεφε στο σπίτι του. Ξαφνικά, ο δολοφόνος εμφανίστηκε πίσω από έναν θάμνο μαχαιρώνοντας τον αστυνομικό και η Μπέλα έβγαλε μια κραυγή πιάνοντας το χέρι του Έντουαρντ.
    Το ίδιο ξαφνικά, το ουρλιαχτό της διακόπηκε από τα χείλη του Έντουαρντ που την φιλούσαν με μανία. Για λίγο σάστισε αλλά μετά τον απομάκρυνε και τον χαστούκισε. Το είχε κάνει, όχι γιατί δεν ήθελε να συνεχίσει να την φιλάει, αλλά γιατί με το που τα χείλη του ακούμπησαν τα δικά της, μια φλόγα άναψε μέσα της. Αυτό πρέπει να φάνηκε καθώς ο Έντουαρντ την ξαναπλησίασε φιλώντας την με ακόμα μεγαλύτερο πάθος. Αυτήν την φορά δεν τον απομάκρυνε αλλά τον έσφιξε πάνω της ανταποδίδοντας τα φιλιά.
    Η αλήθεια είναι ότι είχε προσέξει ότι ο Έντουαρντ ήταν όμορφος. Πήγαιναν στο ίδιο σχολείο και ήταν αδύνατο να μην ακούσει τα σχόλια από τα υπόλοιπα κορίτσια, που τον είχαν θεοποιήσει. Την είχαν προσεγγίσει μάλιστα και την ίδια πολλές φορές ρωτώντας το κινητό του ή αν έχει κοπέλα. Παρ’ όλο το φαν κλαμπ του όμως ο Έντουαρντ δεν είχε βγει με καμιά από αυτές ή αν το έκανε, δεν το είχε διατυμπανίσει. Αν και αν μια από αυτές είχε πάει μαζί του, θα το είχε βγάλει ανακοίνωση στην πρωινή προσευχή.
    Ποτέ όμως δεν τον είχε δει έτσι. Τώρα τα χέρια της εξερευνούσαν το καλοσμιλεμένο του σώμα. Τα χέρια του άφηναν φωτιές όπου ακούμπαγαν το γυμνό της δέρμα και η Μπέλα άρχισε να βγάζει μικρούς αναστεναγμούς. Γρήγορα έβγαλε την μπλούζα του και μετά την δική της. Τα δάχτυλα της ακουμπούσαν τον ψηλό του λαιμό, τα μπράτσα του, την επίπεδη κοιλιά του ενώ αυτός άρχισε να της ψιθυρίζει .«Ξέρεις πόσο καιρό ήθελα να το κάνω αυτό;», ρώτησε φιλώντας την στον λαιμό. «Πόσο πολύ θύμωνα όταν άκουγα όλους τους άλλους να περιγράφουν πόσο σε θέλουν;», συνέχισε διαγράφοντας με τα χείλη του τον λαιμό της μέχρι το αυτί της. «Πόσο πολύ πόναγα όταν έλεγαν ότι ήθελαν να κάνουν ό,τι κάνω εγώ τώρα;», είπε και άρχισε να κατεβαίνει προς τα κάτω. Βαθιές, ζεστές ανάσες έβγαιναν από το στόμα του και διαπερνούσαν το κοντό σορτσάκι της. Τα χέρια του ήταν στο κούμπωμα του σουτιέν της όταν άκουσαν την πόρτα του γκαράζ να ανοίγει. Οι γονείς τους είχαν γυρίσει.
    Η Μπέλα γέλασε σε αυτήν την ανάμνηση. Από τότε είχαν σχέση και όλα τα συνεπακόλουθα. Έπρεπε να αντέχει τις άγριες ματιές όλων των κοριτσιών στο σχολείο αλλά αυτό ήταν λίγο ως προς την χαρά της όποτε βρισκόταν μαζί με τον Έντουαρντ. Όλα τα άλλα εξαφανίζονταν, σαν να υπήρχαν μόνο αυτοί οι δυο. Τον αγαπούσε.
    Κατέβηκε τις σκάλες πηγαίνοντας προς το υπνοδωμάτιο του Ντίγκορι, ο Έντουαρντ συνήθιζε να τον άφηνε εκεί όποτε έφευγε. Σταμάτησε στην κουζίνα για να βάλει ένα ποτήρι νερό για αυτήν και να πάρει το μπιμπερό για αυτόν και συνέχισε για το δωμάτιο του. Η πόρτα ήταν ανοιχτή, κάτι που την παραξένεψε μιας και ο Έντουαρντ ήταν υπερβολικά σχολαστικός με ό,τι είχε σχέση με τον Ντίγκορι. Μπαίνοντας μέσα, πρόσεξε μια μεγάλη ανδρική σιλουέτα να στέκεται μπροστά από την κούνια του Ντίγκορι.
    «Έντουαρντ;», ρώτησε αν και ήξερε ότι δεν ήταν αυτός. Ο Έντουαρντ θα είχε πάρει τον Ντίγκορι και θα τον είχε φέρει στην κρεβατοκάμαρα τους να ξαπλώσουν όλοι μαζί.
    «Γεια σου, Ιζαμπέλα», χαιρέτησε ο άντρας γυρίζοντας και ο στρόβιλος των θυμήσεών την ξαναχτύπησε.
    Αυτός ο άνδρας ήταν ο Ικμαίος λε Θάντερ, ένας από τους πολλούς πελάτες που είχε στην καριέρα της ως δικηγόρος. Την είχε πλησιάσει για να κάνει μήνυση στην πρώην γυναίκα του, η οποία είχε απαγάγει τα παιδιά τους. Είχε αναλάβει με ζήλο αυτή την υπόθεση καθώς μπορούσε να φανταστεί τον πόνο που μπορούσε να νιώσει ένας γονιός αν χάσει το παιδί του. Οι δυο τους είχαν αναπτύξει και μια σχέση οικειότητας καθώς ο καιρός περνούσε και η γυναίκα του παρέμενε άφαντη. Ώσπου ένα βράδυ που είχε επισκεφτεί το σπίτι του, αφού είχε δεχτεί τηλεφώνημα του λέγοντας ότι η σύζυγος βρέθηκε, της την έπεσε. Όταν αυτή αρνήθηκε προσπάθησε να την βιάσει αλλά ευτυχώς ένα περιστέρι που είχε μπει από το παράθυρο τον χτύπησε και αυτή κατάφερε να ξεφύγει.
    Γυρίζοντας σπίτι αφηγήθηκε τα πάντα στον Έντουαρντ. Ποτέ δεν τον είχε ξαναδεί τόσο θυμωμένο. Βέβαια από τότε που ήταν μαζί τής έκανε σκηνές ζήλειας αλλά ποτέ δεν είχε βγει εκτός εαυτού. Με τα χίλια ζόρια τον είχε σταματήσει από να πάει να βρει τον Θάντερ και αυτό μόνο αφού είχε αρχίσει να τον φιλά. Την επόμενη μέρα είχε καταθέσει μήνυση εναντίον του αλλά είχε εξαφανιστεί και ο ίδιος.
    Έτσι όταν τον είδε ξαφνικά μπροστά της, πάνω από την κούνια του Ντίγκορι την κυρίευσε πανικός. Τι ήθελε; Και πώς είχε μπει μέσα στο σπίτι;
    «Μην ανησυχείς Ιζαμπέλα, όλα θα τελειώσουν σύντομα», την καθησύχασε και ένα κύμα ηλεκτρισμού την διαπέρασε ωσότου λιποθύμησε.


    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●

    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●

    https://www.youtube.com/watch?v=FKgxkxbxI7Q&feature=BFa&list=LL5vhB3gVPVnXY8GiefYXwdA&lf=mh_lolz

    Ο Γανυμήδης είχε την εκνευριστική συνήθεια να την διακόπτει όποτε έπαιρνε το μπάνιο της. Μόλις είχε πείσει τον Έρωτα να βρει και να συμφιλιωθεί με τον Ερμή και είχε αποφασίσει να διαθέσει λίγα λεπτά στον εαυτό της. Αφού ντύθηκε γρήγορα επέτρεψε Γανυμήδη να περάσει στα ιδιαίτερα της.
    «Γανυμήδη, το καλό που σου θέλω να είναι κάτι σημαντικό», τον απείλησε χαμογελώντας. Η ίδια ήταν η μόνη από τους θεούς που είχε δεχτεί να τον κρατήσει ως υπηρέτη της και της όφειλε ουσιαστικά τη ζωή του μιας και αν ποτέ έφευγε από τον Όλυμπο θα πέθαινε ακαριαία. Έτσι είχαν αναπτύξει μια σχέση σχεδόν φιλική.
    «Αφροδίτη, οι θεοί συγκάλεσαν συμβούλιο», είπε σοβαρός προκαλώντας της έκπληξη. Συνήθως όποτε βρίσκονταν μαζί ήταν πιο χαλαρός και φιλικός.
    «Για ποιο λόγο;», ρώτησε ξαφνικά ανήσυχη. «Για ποιο λόγο, Γανυμήδη;», επανέλαβε υψώνοντας την φωνή της όταν δεν της απάντησε.
    «Για τον θάνατο της Μπέλα και του Έντουαρντ», είπε και έκλεισε τα μάτια του την ώρα που η Αφροδίτη εξαφανίστηκε σε μια μπάλα φωτός.
    Εμφανίστηκε κατευθείαν έξω από την ρομβική αίθουσα συνεδριάσεων των θεών. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι οι θεοί θα ήθελαν να τιμωρήσουν την κόρη των εκλεκτών της και τον σύζυγο της. Γιατί άλλωστε; Μπαίνοντας μέσα πρόσεξε ότι οι άλλοι θεοί είχαν ήδη πάρει τη θέση τους στους θρόνους τους. Ο Δίας καθόταν στην βόρεια κορυφή, η Ήρα στην νότια ενώ δεξιά του Δία οι άλλοι άντρες θεοί και δεξιά της Ήρας οι θεές. Η Αφροδίτη αντίκρισε τον Ποσειδώνα με τα λευκά μαλλιά του και την τρίαινα απλωμένη στα πόδια του, τον Απόλλωνα με τις ξανθιές μπούκλες να κυματίζουν μέχρι τους ώμους και την λύρα ανάμεσα στα δάχτυλα του, τον Ερμή με τον χρυσό σκούφο του και το κηρύκειο του, τον Διόνυσο να κρατάει ένα βαρέλι κρασί στο ίδιο χρώμα με τα κοκκινωπά μαλλιά του, τον Άρη με το γυαλισμένο σαν το φαλακρό κεφάλι του ξίφος, τον Ήφαιστο με τις καμένες τούφες στο κεφάλι του. Πρόσεξε την Άρτεμη με το λεπτεπίλεπτο τόξο της και τις καστανές μπούκλες της, την Αθηνά με την ασπίδα της να απεικονίζει το κεφάλι της Μέδουσας.
    Πλησίασε τον θρόνο της, δίπλα στην Ήρα, όταν παρατήρησε στη μέση της αίθουσας δυο σώματα να είναι μέσα σε μια γαλάζια φούσκα. Η Μπέλα και ο Έντουαρντ. Τα σώματα τους ήταν γυμνά και αγκαλιασμένα ενώ τα μάτια τους κλειστά, κοιμόντουσαν. Προσπαθώντας να μη δείξει την ταραχή της κάθισε στον θρόνο της στο σχήμα ρόδου.
    «Μαζευτήκαμε εδώ σήμερα», φώναξε ο Δίας με την βαριά του φωνή, «για να αποφασίσουμε για την μοίρα της Μπέλα Σουάν και του Έντουαρντ Μάισον. Κατηγορούνται για υπερβολικές γνώσεις πάνω στο θέμα των θεών».
    Υπερβολικές γνώσεις; Αυτά είναι βλακείες. «Ποιες είναι αυτές οι γνώσεις;», ρώτησε κρατώντας την ψυχραιμία της.
    «Όπως μας ανέφεραν ο Απόλλωνας και η Άρτεμη, οι δυο αυτοί θνητοί έχουν δει πολλοστές φορές μυθικά πλάσματα καθώς και εμάς τους ίδιους στην Γη. Όπως καταλαβαίνετε δεν μπορούμε να αφήσουμε θνητούς να έχουν έστω και την παραμικρή υποψία για την ύπαρξη μας. Πρέπει να αποδώσουμε δικαιοσύνη», είπε και οι θεοί άρχισαν να κουνάν τα κεφάλια τους είτε αποδοκιμαστικά είτε επιδοκιμαστικά.
    «Για ακρίβεια αυτό που πρότεινα εγώ και ο αδελφός μου είναι η τιμωρία της υπεύθυνης για αυτό», διέκοψε η Άρτεμη κοιτώντας την Αφροδίτη. Η Αφροδίτη λίγο έλειψε να της ορμήσει. Ήξερε ότι όλα αυτά ήταν δική της δουλειά και όχι του Απόλλωνα. Ήθελε εκδίκηση για το ότι σκότωσε τον Ιππόλυτο.
    «Και όπως τόνισα Άρτεμη αυτό είναι αδύνατο. Λοιπόν ας ξεκινήσει η δίκη», πρότεινε ο Δίας και μια αστραπή έσκισε τους ουρανούς. «Ας ξεκινήσουμε από δεξιά μου, αδερφέ τι…»
    «Γιατί να ξεκινήσουμε από τα δεξιά σου, Δία», διέκοψε η Ήρα.
    «Γιατί είμαι ο βασιλιάς των θεών, αγάπη μου», της απάντησε χαμογελώντας ψυχρά.
    «Και εγώ είμαι η βασίλισσα των θεών, αγάπη μου», τον ειρωνεύτηκε. «Γιατί να μην αρχίσουμε από τα δεξιά μου;».
    «Από πότε έγινες φεμινίστρια, Ήρα;», ρώτησε και αυτή τη φορά η φωνή του ήταν θυμωμένη. Δεν είχε συνηθίσει να τον υποτιμά η Ήρα μπροστά στους άλλους θεούς και για αυτό την είχε απατήσει άλλωστε πολλές φορές. Για να αποδείξει ότι ήταν πιο ισχυρός από αυτήν.
    «Από τότε που έγινες ένας φαλλοκρατικός ταύρος», απάντησε αναφερόμενη τότε που είχε μεταμορφωθεί σε ταύρο για να πλαγιάσει με την Ευρώπη.
    «Τειρεσία, έλα», φώναξε ο Δίας και ένας γέρος στηριζόμενος σε μπαστούνι από ξύλο κρανιάς εμφανίστηκε κάτω από τη φούσκα.
    «Τι έγινε πάλι;», μίλησε με γυναικεία φωνή. Περπατώντας αργά πλησίασε την Ήρα και κάθισε στα πόδια της
    «Από ποιον πρέπει να ξεκινήσει η δίκη, Τειρεσία μου;», ρώτησε η Ήρα με έναν τόνο απειλής. Για την Αφροδίτη, η απειλή ήταν ξεκάθαρη: Φρόντισε να είναι από του Δία και θα σε ξανατυφλώσω.
    Ο γέρος κούνησε τα χέρια του και δυο φτερωτά φίδια, ένα θηλυκό και ένα αρσενικό, εμφανίστηκαν στον αέρα. Άρχισαν να μαλώνουν ώσπου το θηλυκό δάγκωσε την ουρά του αρσενικού, το οποίο έχασε τα φτερά του και έπεσε με δύναμη στο έδαφος.
    «Αφέντρα Ήρα, οι θεές πρέπει να ξεκινήσουν πρώτα», ανακοίνωσε και η Ήρα τον εξαφάνισε τη στιγμή που ένας κεραυνός του Δία εκτοξευόταν προς το μέρος του.
    «Αφού λύθηκε και αυτό», είπε η Ήρα μετατρέποντας τον κεραυνό σε παγώνι που πέταξε μακριά, «θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε την δίκη. Θυμίζω ότι το θέμα μας είναι αν θα πρέπει να σκοτώσουμε τους δυο θνητούς. Αφροδίτη;».
    «Όχι», αρνήθηκε δυνατά. «Δεν βλέπω τον λόγο και ελπίζω να μην τον βλέπουν και οι υπόλοιποι θεοί. Αδέλφια μου, αυτοί είναι δυο απλοί θνητοί, δεν φταίνε σε τίποτα».
    «Ευχαριστούμε Αφροδίτη», την διέκοψε η Ήρα. «Άρτεμη;».
    Η Αφροδίτη μπορούσε να δει την αναποφασιστικότητα της Άρτεμης. Ο στόχος της δεν ήταν οι θνητοί αλλά η ίδια. Δεν την ενδιέφεραν οι θνητοί αλλά το πώς θα την εκδικηθεί.
    «Ναι», φώναξε και η Αφροδίτη διέκρινε κάτι που την παραξένεψε στην φωνή της. Τύψεις.
    «Αθηνά;», συνέχισε η Ήρα.
    Η Αφροδίτη ήξερε την απάντηση της πριν ακόμα την πει δυνατά. Την ζήλευε από τότε που ο Πάρης την είχε προτιμήσει και της είχε δώσει το μήλο. Δεν υπήρχε περίπτωση να αρνηθεί.
    «Ναι», είπε όπως προέβλεψε. «Δεν μπορούμε να αφήσουμε θνητούς να γνωρίζουν την ύπαρξη ενός άλλου κόσμου αλλιώς κινδυνεύουμε εμείς οι ίδιοι».
    Η Αφροδίτη ένιωσε τα επίπεδα του άγχους της να ανέβουν. Μέχρι τώρα ήταν 2-1 και από ότι υπολόγιζε η Μπέλα δε θα σωζόταν.
    «Δία, αγάπη μου;», ρώτησε ειρωνικά η Ήρα. Το πρόσωπο της εξέπεμπε αυτοπεποίθηση και ικανοποίηση, έκανε τον Δία να φαίνεται κατώτερό της. Δεν ήταν περίεργο που ο Δίας την απατούσε.
    «Ναι, για τους ίδιους λόγους που ανέφερε η Αθηνά. Δεν είναι καιρός για να βάζουμε τις ζωές μας σε κίνδυνο».
    «Ποσειδώνα;».
    «Όχι. Όπως ανέφερε και η Αφροδίτη δεν βρίσκω το λόγο γιατί να τους τιμωρήσουμε. Έτσι και αλλιώς ξέρουμε πολύ καλά αδελφούλη ότι θες να σκοτώσεις την θνητή γιατί σε απέρριψε. Δεν θα πάρω μέρος στην εκδίκησή σου», αποκάλυψε ο Ποσειδώνας και οι θεοί σώπασαν.
    Είχε απορρίψει την αγάπη του; Πότε; Της ήταν αδύνατο να το πιστέψει αλλά μετά όλα θα εξηγούνταν. Γιατί ο Δίας δεν ήταν ηλίθιος ώστε να θέλει να τιμωρήσει δυο θνητούς επειδή απλά είδαν πράγματα. Είχε ξαναγίνει και στο παρελθόν και το μόνο που είχαν κάνει ήταν να στείλουν τον Ύπνο να αλλάξει τις αναμνήσεις τους ώστε όλα να φαίνονται σαν όνειρο.
    «Πολύ καλά, Ποσειδώνα», έσπασε την ησυχία η Ήρα με σφιγμένα χείλη. «Ας προχωρήσουμε λοιπόν, Απόλλωνα;».
    «Όχι», απάντησε επιβεβαιώνοντας τη θεωρία της Αφροδίτης. Αυτή η δική δεν ήταν δική του ιδέα αλλά της Άρτεμης. Και του Δία όπως αποδείχτηκε. Υπολογίζοντας το σκορ, με έκπληξε συνειδητοποίησε ότι ήταν 3-3. Δεν περίμενε ο Ποσειδώνας και ο Απόλλωνας να συμφωνήσουν μαζί της. Είχε ακόμα ελπίδες.
    «Ερμή;», ρώτησε η Ήρα και για πρώτη φορά η Αφροδίτη ένιωσε σίγουρη για το ότι κάποιος θα συμφωνήσει μαζί της.
    «Όχι», απάντησε και έκλεισε το μάτι του στην Αφροδίτη. Αυτό είχε περάσει τις προσδοκίες της. Όχι απλά είχε ελπίδες αλλά ήταν και μπροστά.
    «Διόνυσε;». Όλοι οι θεοί γύρισαν ρίχνοντας του μια επιτιμητική ματιά. Η κόκκινη μύτη του από το πολύ κρασί, τα σκισμένα ρούχα του από τα ξέφρενα πάρτι, τα βρώμικα του πόδια, δεν ήταν εμφάνιση θεού. Και να φανταστείς ότι ήθελαν να με αντικαταστήσουν με αυτό, σκέφτηκε.
    «Ποιος κερδίζει;», ρώτησε και ρεύτηκε ρίχνοντας κρασί στο πάτωμα. Κατευθείαν η λιμνούλα από κρασί μετατράπηκε σε αμπέλια.
    «Τι εννοείς ποιος κερδίζει;», ρώτησε η Ήρα εξαφανίζοντας τα αμπέλια που μεγάλωναν με τρομακτική ταχύτητα.
    «Ποιος είναι μπροστά; Η Αφροδίτη ή η Αφροδίτη; Εννοώ η Άρτεμη», άρχισε να χασκογελάει.
    «Η Αφροδίτη αν το θέτεις έτσι».
    «Ωραία, τότε ψηφίζω ναι. Να έχει και λίγο σασπένς», είπε συνεχίζοντας να γελάει και να ρίχνει κάτω κρασί. Η Ήρα πρέπει να εξαφάνισε τουλάχιστον πέντε αμπέλια.
    «Άρη;».
    «Ναι φυσικά! Έχουμε να δούμε λίγη δράση χρόνια τώρα», φώναξε χτυπώντας το ξίφος του ρυθμικά στο θρόνο του. Η Αφροδίτη σημείωσε στο μυαλό της να μην του ξαναμιλήσει για τα επόμενα χίλια χρόνια.
    «Ήφαιστε;», απευθύνθηκε στο γιο της βάζοντας ένα ψεύτικο χαμόγελο στο πρόσωπο της. Από τότε που την είχε αλυσοδέσει σε εκείνο το θρόνο, του φερόταν όσο πιο ευγενικά μπορούσε.
    «Μμμ», σκέφτηκε και η Αφροδίτη άρχισε να του στέλνει φιλιά και να του δείχνει το μπούτι της. Αν ήταν να σωθεί η Μπέλα,, θα μπορούσε να υποστεί για λίγο τον Ήφαιστο. «Συμφωνώ με τη σύζυγο μου», είπε κοιτώντας με νόημα τον Άρη. «Όχι!».
    «Άρα η απόφαση εξαρτάται από εμένα», μονολόγησε η Ήρα, εκφράζοντας ό,τι σκεφτόταν η Αφροδίτη. Η Ήρα είχε καλό λόγο για να ψηφίσει και τα δυο. Από τη μια ήθελε να εκδικηθεί την Αφροδίτη για το περιστατικό με τον Πάρη, αλλά από την άλλη ήθελε να επιβραβεύσει την Μπέλα που δεν υπέκυψε στον Δία.
    «Αυτό που ψηφίζω είναι… ναι!», ανακοίνωσε φωναχτά και η φούσκα έσκασε ρίχνοντας τα σώματα της Μπέλα και του Έντουαρντ στο πάτωμα.
    «Το συμβούλιο λύεται», φώναξε ο Δίας μιλώντας για πρώτη φορά από τότε που αποκαλύφθηκε η ερωτική απόρριψη του. «Οι θνητοί θα πεθάνουν από ηλεκτροπληξία εκτός και αν κάποιος έχει να προτείνει κάτι άλλο. Προς το παρόν, ο καθένας στα ιδιαίτερα του», διέταξε και όλοι οι θεοί εξαφανίστηκαν.
    Φτάνοντας στο κρεβάτι της, η Αφροδίτη κατέρρευσε. Όχι μόνο δεν είχε καταφέρει να προστατεύσει τους εκλεκτούς της αλλά τώρα ούτε και την κόρη τους. Η μοίρα τους είχε καταδικαστεί γιατί είχε ανακατευτεί αυτή. Ήθελε να αυτοκτονήσει αλλά ήξερε ότι δεν μπορούσε να πεθάνει. Ήταν καταδικασμένη με τις τύψεις της.
    Βήματα διέκοψαν τις σκέψεις της και η Άρτεμη εμφανίστηκε μπροστά της. Με το που την είδε, όρμησε επάνω της αλλά η Άρτεμη ήταν πιο γρήγορη. Την απέφυγε και η Αφροδίτη έσκασε πάνω σε ένα κρεβάτι από κρίνους.
    «Φύγε!», της φώναξε αρχίζοντας να της πετάει μαξιλάρια.
    «Αφροδίτη, άσε με να σου μιλήσω. Θέλω να σου ζητήσω…», σταμάτησε για να αποφύγει ένα ακόμη μαξιλάρι. «Θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη».
    «Γιατί; Έτσι και αλλιώς δεν έκανες τίποτα σε εμένα», την κατηγόρησε καθώς δάκρυα άρχισαν να στάζουν από τα μάτια της. «Το μόνο που έκανες ήταν να καταδικάσεις δυο απλούς θνητούς».
    «Για αυτό θέλω να σου μιλήσω, Αφροδίτη. Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να πάρω εκδίκηση γιατί…».
    «Γιατί, Άρτεμη; Γιατί σκότωσα τον Ιππόλυτο; Τον άντρα που είχες ερωτευθεί ενώ είχες υποσχεθεί στα νερά της Στυγός ότι δεν θα κάνεις έρωτα με άντρα; Αυτόν που παραλίγο να σου πάρει την αθανασία; Νόμιζα ότι σκοτώνοντας τον θα τελειώναμε την βεντέτα μας», αποκάλυψε.
    «Δεν ήθελε να με κάνει θνητή. Και δεν επρόκειτο να κάνω τίποτα μαζί του, Αφροδίτη. Εσύ όμως σκότωσες τον μόνο άντρα που κατάφερε να με συγκινήσει! Ξέρεις πόσο πολύ πόνεσα, Αφροδίτη; Πόσο υπέφερα;», είπε πιάνοντας την από τους ώμους τους και άρχισε να την ταρακουνάει.
    «Αφού σε πόνεσε γιατί σκότωσες τον Άδωνη; Δεν ήσουν η μόνη που είχε ερωτευθείς θνητό, Άρτεμη. Τον αγαπούσα, Άρτεμη, τον αγαπούσα. Αλλά εσύ δεν περιορίστηκες μόνο σε αυτό. Αυτοί οι δυο είχαν παιδί, Άρτεμη. Είχαν παιδί! Τι θα απογίνει;», ρώτησε και ένα νέο κύμα δακρύων ξέσπασε.
    «Εγώ… δεν το ήξερα», παραδέχτηκε ξαφνιασμένα η Άρτεμη αφήνοντας την Αφροδίτη.
    «Φυσικά και δεν το ήξερες! Γιατί εσύ δεν ξέρεις τίποτα από σχέσεις. Φύγε Άρτεμη. Απλά φύγε», παρακάλεσε η Αφροδίτη και η Άρτεμη απομακρύνθηκε γρήγορα. Θα επανόρθωνε για αυτό, όσο μπορούσε τουλάχιστον. Έπρεπε να βρει τον ανιψιό της και γρήγορα. Αλλά πρώτα έπρεπε να συναντήσει τον Δία.
    Τρέχοντας με όση ταχύτητα μπορούσε, έφτασε στην αίθουσα συνεδριάσεων όπου ήλπιζε να βρει τον Δία. Όπως προέβλεψε, ο Δίας βρισκόταν ακόμα στον θρόνο του, κοιτώντας τους θνητούς που ήταν ακόμη στο πάτωμα. Πλησίασε γρήγορα κοντά του και γονάτισε.
    «Πατέρα;».
    «Ναι, Άρτεμις», απάντησε ξαφνιασμένος από την ικετευτική στάση της Άρτεμης. Δεν τον είχε παρακαλέσει ξανά για τίποτα.
    «Άφησε εμένα να σκοτώσω τους θνητούς».


    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●

    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●


    «Βαλεντίνε, άκουσες τίποτα από όσα σου είπα;», ρώτησε η Αφροδίτη και ο Βαλεντίνος παρατήρησε τα γεμάτα θλίψη κόκκινα από τα δάκρυα μάτια της. Η αλήθεια ήταν ότι δεν είχε ακούσει τίποτα από όσα του είχε αφηγηθεί, είχε κολλήσει σε αυτό που του είχε πει στην αρχή. Σε απάτησα.
    «Όχι», είπε την αλήθεια. Αυτή μόλις είχε παραδεχτεί ότι τον είχε απατήσει και αυτός θα φοβόταν ότι θα την πλήγωνε αν της έλεγε ότι δεν της είχε δώσει σημασία;
    «Θέλεις να στα ξαναπώ;», πρότεινε και τον αγκάλιασε. Κανονικά θα έπρεπε να την απομακρύνει από μακριά του αλλά μόλις ένιωσε τα δάχτυλα της να ακουμπούν τον λαιμό του, την τράβηξε κοντά του. ‘Ναι’, ήθελε να φωνάξει, να απαιτήσει εξηγήσεις για τους λόγους που την οδήγησαν σε αυτό. Να καταλάβει γιατί είχε αναζητήσει άλλον.
    «Αν μπορείς», είπε τελικά. Ένιωσε την Αφροδίτη να γελά σιγανά. Πάντα τον κορόιδευε για την υπερβολική του ευγένεια.
    «Έλα μαζί μου», του ψιθύρισε και τον οδήγησε σε δυο βράχους. Μόλις κάθισαν ξεκίνησε την αφήγησή της. «Δύο χρόνια μετά τον γάμο μας, άρχισα να παρατηρώ μια αλλαγή στη συμπεριφορά σου. Είχες αρχίσει να γίνεσαι πιο επιθετικός και όποτε γυρνούσες από την δουλειά ήθελες μόνο σεξ και μετά να κοιμηθείς».
    Ο Βαλεντίνος πήγε να τη διακόψει. Ποτέ δεν είχε γίνει αυτό, ποτέ δεν της είχε φερθεί απότομα, ποτέ δεν είχε παραλείψει τις ανάγκες της για να ικανοποιήσει τις δικές του. Η Αφροδίτη έβαλε τα δάχτυλα της πάνω στο στόμα του. «Πρέπει να ακούσεις χωρίς να με διακόψεις για να καταλάβεις», τον προειδοποίησε και τα δάχτυλα της άρχισαν να χαϊδεύουν το πρόσωπό του.
    «Δεν μπορούσα να σε καταλάβω. Το πρωί ήσουν ο Βαλεντίνος που είχα γνωρίσει και ερωτευθεί και το βράδυ ένας που δεν μπορούσε να ελέγξει τις σεξουαλικές του ορμές. Κάθε φορά προσπαθούσα να σου ξεκινήσω συζήτηση το βράδυ αλλά εσύ πάντα έβρισκες κάτι για να μου κλείνεις το στόμα. Αυτό συνεχιζόταν για πολύ καιρό και είχα αρχίσει να ανησυχώ, να ανησυχώ μήπως είχες κάποια ψυχολογική διαταραχή. Το συζήτησα και με έναν ψυχολόγο και μου είχε πει ότι ίσως τα προβλήματα των ασθενών σου να σε είχαν επηρεάσει και ότι σε λίγο καιρό όλα θα επέστρεφαν στο κανονικό. Δεν επέστρεφαν όμως. Κάθε βράδυ γινόσουν όλο και πιο βίαιος, πιο επιθετικός. Είχα αποφασίσει να σε εγκαταλείψω.
    Ένα βράδυ όμως αντί να εμφανιστείς εσύ τη συνηθισμένη ώρα, ήρθε μια εκθαμβωτικά όμορφη κοπέλα με καστανοκόκκινα μαλλιά, ντυμένη σαν αρχαία θεά, και μου είπε να παρατήσω τον άντρα της. Με απείλησε μάλιστα ότι αν δεν το κάνω θα με σκοτώσει. Όπως είχε ξαφνικά εμφανιστεί στην μέση της κουζίνας, το ίδιο απρόοπτα εξαφανίστηκε. Νόμιζα ότι είχα αρχίσει να τρελαίνομαι, αυτή φαινόταν σαν να εννοούσε τα λόγια της. Εκείνο το βράδυ, ήμουν έτοιμη να σου ζητήσω εξηγήσεις και να φύγω αλλά όταν γύρισες, μετά από πολύ καιρό, ήσουν ο Βαλεντίνος που ήξερα. Ευγενικός, με φίλησες γλυκά και μου είπες πώς είχα περάσει τη μέρα μου.
    Αποφάσισα να τα ξεχάσω όλα. Δεν μίλησα σε κανέναν για αυτό και ούτε το ξανανέφερα σε εσένα. Μόλις είχαμε μάθει για την Μπέλα και ένιωθα ότι η οικογένεια μου είχε επιστρέψει. Εσύ είχες επιστρέψει. Για τρία χρόνια όλα ήταν όπως τα είχα ονειρευτεί. Εσύ μείωσες τις ώρες της δουλειάς σου για να είσαι με την Μπέλα, η Μπέλα δεν εμφάνισε κανένα πρόβλημα, εγώ πήρα προαγωγή. Όμως δεν θα κράταγε για πολύ.
    Τη μέρα του θανάτου μου, ο κακός σου εαυτός ξαναεπέστρεψε. Αυτή τη φορά όμως ήξερα ότι δεν ήσουν εσύ, ήξερα ότι αυτό το τέρας δεν ήταν ο άντρας που παντρεύτηκα, ο πατέρας του παιδιού. Το κατάλαβα και ένιωσα περήφανα που το κατάλαβα».
    «Πώς;», την διέκοψε αν και είχε υποσχεθεί το αντίθετο. Είχε ακούσει εκστασιασμένος την κακή εκδοχή του εαυτού του, μη μπορώντας να το πιστέψει. Δεν είχε καμιά ανάμνηση από αυτές τις βίαιες νύχτες και θα ορκιζόταν ότι δεν είχαν γίνει ποτέ. Όμως και οι ασθενείς του αυτό δεν έλεγαν;
    «Τα μάτια σας», απάντησε η Μπέλα χαμογελώντας γλυκά. Τα δικά σου είναι γκριζομπλέ. Τα δικά του ήταν χρυσά, σαν τον κεραυνό», συνέχισε και η φωνή της βάθυνε. «Του είπα ότι ήξερα ότι δεν ήσουν εσύ και αρνήθηκα να του δοθώ. Αυτός εκνευρίστηκε και σπίθες άρχισαν να πετάγονται από το σώμα του. Ήταν σαν να ήθελε να εκραγεί. Ήμασταν στο δωμάτιο μας και εγώ έτρεξα προς την πόρτα για να ξεφύγω.
    Τότε εμφανίστηκε μπροστά μου η γυναίκα που με είχε προειδοποιήσει, εμποδίζοντας με να βγω. Με κοίταξε στα μάτια ψιθυρίζοντας ένα «Σε είχα προειδοποιήσει» και με έσπρωξε προς τον άντρα. Ακουμπώντας τον ένιωσα να με χτυπάν κεραυνοί και αστραπές. Μετά ξύπνησα εδώ μαζί με τον Ερμή ο οποίος μου εξήγησε τι έγινε. Πώς αυτός ο άντρας ήταν ο Δίας και πώς εγώ θα έπρεπε να νιώθω κολακευμένη που ένας θεός με είχε ερωτευθεί. Ούτε ο ίδιος δεν πίστευε τι έλεγε. Ο Δίας μου φρόντισε μια θέση στα Ηλύσια Πεδία για εμένα και για όλους με προσμονή.
    Ο Βαλεντίνος ένιωσε μίσος να ανεβαίνει και να τον πνίγει. Μίσος για τον Δία που του στέρησε τη γυναίκα του. Μίσος για τους υπόλοιπους θεούς που του είχαν στερήσει μια φυσιολογική ζωή. Που είχαν πάρει μακριά την μαμά της Μπέλα. Που είχαν πάρει και τον ίδιο, που την είχαν αφήσει μόνη της.
    «Με συγχωρείς;», ρώτησε η Αφροδίτη αλλά ο Βαλεντίνος δεν την πρόσεξε. Ήθελε να σηκωθεί και να πάει στον Όλυμπο ή όπου στο διάολο έμεναν οι θεοί και να τους σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι άξιζε μια τέτοια μοίρα. Δεν γινόταν να αξίζει.
    Τις σκέψεις του διέκοψε η Αφροδίτη η οποία σηκώθηκε και απομακρύνθηκε γρήγορα. Τρέχοντας για να την προφτάσει, γύρισε να την αγκαλιάσει και παρατήρησε ότι έκλαιγε.
    «Γιατί κλαις;», τη ρώτησε φιλώντας τα μαλλιά της.
    «Δεν πειράζει που δε με συγχωρείς, Βαλεντίνε», απάντησε απομακρύνοντας τον από κοντά της. «Θα φροντίσω να βρεις ένα ωραίο σπίτι και δε θα με ξαναδείς ποτέ».
    «Μα εγώ θέλω να μείνω με εσένα. Να είμαστε μαζί για πάντα. Για πάντα», επανέλαβε και την φίλησε. Τα λίγα δευτερόλεπτα που είχε φύγει από κοντά του ένιωσε μια σουβλιά πόνου να τον διαπερνάει. Δε μπορούσε να ζήσει μακριά της άλλο.
    «Δηλαδή με συγχωρείς;», είπε κοιτώντας τον στα μάτια.
    «Εσένα; Φυσικά αγάπη μου. Εσύ δεν φταις σε τίποτα. Σε αγαπάω, Αφροδίτη. Πάντα σε αγαπούσα, πάντα θα σ’ αγαπάω», υποσχέθηκε και τη φίλησε, γλυκά και ήρεμα.
    «Έλα», του πρότεινε το χέρι της. «Πάμε στο νέο μας σπίτι», είπε και οδήγησε τον Βαλεντίνο προς αυτό που φαινόταν να είναι τα προάστια των Ηλύσιων Πεδίων. Καθώς απομακρύνονταν ο Βαλεντίνος γύρισε και κοίταξε το μαύρο κάστρο όπου υπέθετε ότι έμενε ο Άδης. Μπορεί να μην έκανε τίποτε τώρα αλλά δε θα ξεχνούσε. Θα έπαιρνε εκδίκηση.


    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●

    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●

    https://www.youtube.com/watch?v=RzhAS_GnJIc&feature=BFa&list=LL5vhB3gVPVnXY8GiefYXwdA&lf=mh_lolz

    «Μπέλα;», ρώτησε μια γνώριμη φωνή και τα ματόκλαδα της μισάνοιξαν, μη μπορώντας να αντέξει το υπερβολικό φως από πάνω τους.
    «Έντουαρντ», είπε και η γνωστή υφή των χειλιών του άγγιξε τα δικά της. Άνοιξε τα μάτια της και πρόσεξε ότι βρισκόταν στην αγκαλιά του. Ήταν γυμνός όπως και η ίδια, και τα μπράτσα του είχαν δεθεί γύρω της προστατευτικά.
    «Πώς…;», ξεκίνησε να πει αλλά τα χείλη του Έντουαρντ την διέκοψαν. Το φιλί του ήταν απαιτητικό και η γλώσσα του προσκαλούσε τη δική της να χορέψουν μαζί. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Τον έσπρωξε απαλά και αυτός υποχώρησε. Η έκφραση του ήταν γεμάτη πόνο και ανησυχία, τα μάτια του κοκκινισμένα από δάκρυα.
    «Έντουαρντ, τι συμβαίνει;», απαίτησε να μάθει και προσπάθησε να σηκωθεί. Το φως από πάνω τους δυνάμωσε και η Μπέλα έπεσε στα γόνατα τυφλωμένη. Όταν τα ξανάνοιξε είδε ότι βρισκόντουσαν μέσα σε μια τεράστια γαλάζια φούσκα. Ό,τι και να βρισκόταν έξω από τη φούσκα είχε εξαφανιστεί από το έντονο γαλάζιο της και το φως που εξέπεμπε ο ήλιος.
    «Έντουαρντ, πού είμαστε;», είπε και η ανάμνηση του Ικμαίου πάνω από τη κούνια του Ντίγκορι εμφανίστηκε στο μυαλό της. «Έντουαρντ, πρέπει να φύγουμε. Ο Ντίγορι…».
    «Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για τον Ντίγκορι, Μπέλα. Άσε με να σου εξηγήσω», παρακάλεσε ανοίγοντας τα χέρια του. Το πονεμένο βλέμμα του την έπεισε και γρήγορα βρισκόταν πίσω στην προστατευτική αγκαλιά του.
    Πήρε μια βαθιά ανάσα… και της εξήγησε. Στην αρχή δεν τον πίστεψε αλλά δεν υπάρχει άλλη λογική εξήγησε γιατί βρισκόντουσαν γυμνοί μέσα σε μια φούσκα.
    «Και πώς τα ξέρεις όλα αυτά;», ρώτησε μπλέκοντας τα δάχτυλα της με τα δικά του.
    «Η Άρτεμις, η θεά του κυνηγιού, με ξύπνησε και μου αποκάλυψε ότι οι θεοί είχαν αποφασίσει να μας σκοτώσουν, ο καθένας για το δικό του λόγο όπως σου εξήγησα. Η ίδια πήρε την άδεια από τον πατέρα της να μας σκοτώσει αυτή», εξήγησε.
    Δεν μπορούσε να συλλάβει την ιδέα της ύπαρξης του δωδεκάθεου, πόσο μάλλον ότι οι γονείς της είχαν γνωριστεί χάρη στην Αφροδίτη, την θεά του Έρωτα. Της φαινόταν παράξενο να ακούει τον Έντουαρντ να μιλάει για θεούς λες και ήταν κάτι συνηθισμένο. «Και πότε θα… ξέρεις πότε θα μας σκοτώσει;».
    «Αγάπη μου, το έχει κάνει ήδη», απάντησε φιλώντας την. «Έβαλε τον Έρωτα να μας χτυπήσει με τα βέλη του. Μας μένει λίγος χρόνος μέχρι να πάμε στον Άδη».
    «Και ο Ντίγκορι;». Της φαινόταν αδιανόητο ότι θα άφηναν μόνο του το Ντίγκορι. Αυτό που την παραξένευε ήταν ότι ο Έντουαρντ δεν φαινόταν ιδιαίτερα ανήσυχος για αυτό. Παράλληλα όμως την έκανε και την ίδια να καθησυχάσει.
    «Ο Ντίγκορι θα είναι ασφαλής, μου το υποσχέθηκε η Άρτεμις». Έχοντας την στην αγκαλιά του, άρχισε να την κουνάει ελαφρά. Ένας γυάλινος τοίχος σιωπής υψώθηκε. Τους έμεναν λίγα λεπτά και ήθελε να του πει τόσα πολλά που δεν ήξερε από πού να αρχίσει. Τη σιωπή έσπασε ο Έντουαρντ μετά από λίγα δευτερόλεπτα.
    «Νιώθεις διαφορετικά;», ρώτησε αρχίζοντας να χαϊδεύει τα μαλλιά της.
    «Όχι γιατί;». Είχε έρθει το τέλος; Έμεινε ακίνητη μήπως και νιώσει πόνο κάπου στο σώμα της αλλά δεν κατάφερε να εντοπίσει τίποτα.
    «Απλώς σκεφτόμουν… Η Άρτεμις μου είπε ότι διάλεξε να μας χτυπήσει με τα βέλη γιατί θα μας χάριζαν λίγα λεπτά απόλυτου έρωτα πριν πεθάνουμε. Και εγώ… δεν νιώθω διαφορετικά. Νιώθω όπως τότε στο λύκειο. Ερωτευμένη με την ομορφότερη στο σχολείο που με αγνοούσε και δεν έχανε ευκαιρία να με ειρωνευτεί. Δεν ήξερα πώς να σε πλησιάσω και να σου πω τι αισθάνομαι χωρίς να αρχίσεις να με κοροϊδεύεις», θυμήθηκε χαμογελώντας.
    Η Μπέλα στριφογύρισε τα μάτια της. Ήταν αλήθεια, τουλάχιστον το δεύτερο κομμάτι. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν η ομορφότερη του σχολείου, υπήρχαν άλλες με πολύ καλύτερο σώμα από ότι αυτή.
    «Ξέρεις ότι αυτά είναι υπερβολές. Μήπως θες να σου θυμίσω το φαν κλαμπ που σε ακολουθούσε παντού στο σχολείο από την πρώτη μέρα που πάτησες το πόδι σου; Ή που όλα τα κορίτσια ήθελαν να είναι στη τάξη με θέα τα γήπεδα για να σε βλέπουν να κάνεις γυμναστική;». Ή που όλες ήθελαν να με δολοφονήσουν όταν έμαθαν ότι τα είχαμε;, συμπλήρωσε το μυαλό της.
    «Δεν ξέρω για φαν κλαμπ, εγώ αυτό που ξέρω είναι ότι στη δευτέρα λυκείου όταν αποφασίσατε να ανεβάσετε χορευτικό όλα τα αγόρια, συμπεριλαμβανομένου και εμένα, πήραν μέρος για να είναι μαζί σου. Εγώ τελικά κατέληξα με μια ηλίθια που έτρεμε συνεχώς ενώ ήμουν αναγκασμένος να βλέπω τον άλλον να προσπαθεί να σε χουφτώσει και να φανεί σαν ατύχημα».
    Η Μπέλα γέλασε σιγανά. Θυμόταν εκείνη τη χρονιά. Όλα τα κορίτσια είχαν ταχυπαλμίες όταν έμαθαν ότι ο Έντουαρντ θα έπαιρνε μέρος. Αυτή που έλεγε ότι έτρεμε ήταν μια από το φαν κλαμπ του που δεν μπορούσε να πιστέψει στην τύχη της. Ετοιμάστηκε να του θυμίσει το χορό της αποφοίτησης ,που όταν αυτή είχε βγει λίγο έξω για να μιλήσει με μια φίλη της που δεν κατάφερε να έρθει πέντε κορίτσια είχαν μαζευτεί γύρω του φλερτάροντας τον, αλλά ξαφνικά το φως από πάνω άρχισε να σιγοσβήνει.
    «Ο χρόνος μας τελειώνει», δήλωσε αν και ήξερε ότι ο Έντουαρντ το είχε ήδη καταλάβει.
    «Μπέλα», ψιθύρισε το όνομα της και τη γύρισε ώστε τα βλέμματα τους να συναντιούνται. «Είναι τόσα πολλά αυτά που θέλω να σου πω αλλά δεν μας φτάνει ο χρόνος. Αυτό που θέλω να ξέρεις είναι ότι σ’ αγαπάω. Σ’ αγαπάω σε αυτόν τον κόσμο και θα σ’ αγαπάω σε όποιον και αν πάμε τώρα».
    «Και εγώ σ’ αγαπάω Έντουαρντ. Δεν ξέρω πού θα πάμε τώρα αλλά μου αρκεί ότι θα είμαστε μαζί. Νεκρή ή ζωντανή όσο θα είσαι δίπλα εγώ θα είμαι ζωντανή από την αγάπη σου. Σε αγαπάω». Όταν τα χείλη τους αγγίχτηκαν κάτι άλλαξε μέσα της. Ήταν αυτή αλλά ήταν και ο Έντουαρντ ταυτόχρονα. Άνοιξε τα μάτια του και διάβασε μέσα τους ότι και αυτός ζούσε το ίδιο πράγμα. Τη μια στιγμή ήταν η Μπέλα που φιλούσε τον Έντουαρντ και την άλλη το αντίθετο. Σε αυτές τις μικρές στιγμές που βρισκόταν στο σώμα του Έντουαρντ ένιωθε κύματα ζεστασιάς να την καλύπτουν. Ένιωθε το σώμα του σαν δικό της, είχαν γίνει ένα. Όταν μίλησαν , μίλησαν και οι δυο ταυτόχρονα με την ίδια φωνή αλλάζοντας μόνο όταν άλλαξε το γένος. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της Μπέλα όταν άκουσε την δική του εκδοχή για αυτήν.
    «Είσαι πάντα καινούργια, το τελευταίο φιλί σου είναι πάντα το πιο γλυκό».


    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●

    ●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●

    https://www.youtube.com/watch?v=1ZlQwCJBI7w&feature=BFa&list=LL5vhB3gVPVnXY8GiefYXwdA&lf=mh_lolz

    Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε ορκιστεί στον θνητό να προστατέψει το γιο του. Όταν τον είχε ξυπνήσει, του εξήγησε ότι η θνητή θα έπρεπε να πεθάνει αλλά αυτός θα μπορούσε να σωθεί. Προς έκπληξη της, αυτός αρνήθηκε , μόνο αφού την έβαλε όμως να υποσχεθεί στα νερά της Στυγός ότι θα πάρει υπό την προστασία της τον γιο του.
    Δεν ήταν ότι θα υιοθετούσε παιδί αυτό που την εξέπληξε αλλά η ευκολία με την οποία το δέχτηκε. Δεν έφερε καμιά αντίρρηση αλλά ούτε και ήθελε. Όταν είχε γνωρίσει τον Ιππόλυτο αυτή η σκέψη είχε περάσει πολλές φορές από το μυαλό της. Ήξερε όμως ότι είχε ορκιστεί ότι ποτέ δε θα αποκτούσε παιδί με άντρα και έτσι απέκλειε αυτές τις σκέψεις.
    Μόνο ο Ιππόλυτος είχε καταφέρει να ξυπνήσει τα βαθιά κρυμμένα συναισθήματα της και έτσι ο θάνατος του από την Αφροδίτη είχε προκαλέσει την οργή της. Όποτε μπορούσε προσπαθούσε να την εκδικηθεί. Αυτό ήθελε να κάνει και αυτήν την φορά χωρίς όμως να επιφέρει το αποτέλεσμα που προσδοκούσε. Δεν ήθελε να καταδικάσει τους θνητούς αλλά να πετάξει την Αφροδίτη έξω από τον Όλυμπο, η μεγαλύτερη εκδίκηση που θα μπορούσε να της προσφέρει.
    Τώρα όμως είχε καταλήξει με ένα μωρό. Μπήκε στο σπίτι όπου έμεναν οι θνητοί και κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο του μικρού. Τα σημάδια από την επίσκεψη του πατέρα της ήταν ακόμη ορατά. Ολόκληρος ο τοίχος είχε καεί από τον κεραυνό. Πήγε πάνω από την κούνια του θνητού μωρού και αυτό που αντίκρισε της έκοψε την ανάσα. Τα μάτια του μωρού ήταν ίδια με τα μάτια του Ιππόλυτου, πράσινα και καφέ σαν το άγριο δάσος.
    Το μωρό μόλις την είδε άρχισε να τεντώνει τα χέρια του προς το μέρος της. Σιγά και προσεκτικά, όπως αντιμετώπιζε τα θηράματα της, σήκωσε το μωρό και άρχισε να το κουνά πέρα δώθε όπως είχε δει ότι έκαναν οι λεχώνες, τις οποίες προστάτευε. Το μωρό άρχισε να γελά θυμίζοντας της ακόμα μια φορά τον Ιππόλυτο. Μια ακόμη ανάμνηση της ήρθε στο μυαλό όταν είχε συζητήσει το όνομα του μωρού που δεν θα έκαναν ποτέ. Φίλησε το μωρό στο μέτωπο και αυτό βάζοντας το δάχτυλο του στο στόμα, έκλεισε τα μάτια του.
    «Κοιμήσου, Αρτέμη. Όλα θα πάνε καλά».

    DAN
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    BELLA MARIE
    Charlie's Daughter
    BELLA MARIE


    Θηλυκό Λέων
    Ηλικία : 32
    Τόπος : Thessalonike
    Αριθμός μηνυμάτων : 17564
    Registration date : 26/02/2009

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Valentine Fanfic Contest- ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Valentine Fanfic Contest- ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ   Valentine Fanfic Contest- ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ I_icon_minitimeΠαρ 2 Μαρ 2012 - 22:10

    10 μέρες προθεσμία

    Mrs Alice




    Η Μπέλλα Σουάν τα είχε όλα ακαταμάχητη γοητεία, κοφτερό μυαλό, στυλ και μια ηγετική θέση σε ένα από τα μεγαλύτερα γυναικεία περιοδικά της χώρας.
    Αλλά δεν υπήρχε τίποτα που να επιθυμούσε περισσότερο από το να γίνει συνέταιρος της Άλις Κάλεν της διευθύντριας του περιοδικού, ήταν μια θέση που κυνηγούσε καιρό τώρα και ήταν αποφασισμένη να την πάρει ανεξάρτητα από το ποιο θα ήταν το αντάλλαγμα.

    Bella’s Pov
    «Χρειάζομαι νέες ιδέες για άρθρα, το περιοδικό πρέπει να είναι πρώτο στις πωλήσεις και όποια μου βρει το άρθρο που θα το καταφέρει αυτό θα γίνει συνέταιρος μου» μας τόνισε η Άλις στην σύσκεψη του περιοδικού.
    Η Άλις Κάλεν αν και ήταν αυτό που λέμε ότι τα ακριβά αρώματα μπαίνουν σε μικρά μπουκαλάκια.
    Αν και ήταν μικροσκοπική είχε εξαιρετικά ευχάριστο παρουσιαστικό κοντά μαύρα μαλλιά συνήθως διακοσμημένα με μια κορδέλα, πράσινα λαμπερά μάτια, κρυστάλλινή λευκή επιδερμίδα και κινήσεις γεμάτες χάρη.
    Το στυλ της ήταν απαράμιλλο και μοναδικό κάθε φορά, οι φωτογραφίες της υπήρχαν σε κάθε περιοδικό μόδας, θεωρούνταν η βασίλισσα του κόσμου της μόδας και φυσικά για την δουλειά της ήθελε πάντα το καλύτερο.
    Τα χρήματα ποτέ δεν την απασχολούσαν καθώς η οικογένεια των Κάλεν θεωρούνταν από τις πλουσιότερες οικογένειες της χώρας και κάθε μέλος της ήταν εξαιρετικά πετυχημένο στον τομέα που είχε επιλέξει.
    Έτσι τώρα η Άλις ήθελε κάτι καινούργιο για τις αναγνώστριές της και φυσικά θα το είχε.
    «Οδηγός για ραντεβού;» ρώτησε η Ρόζαλι παραξενεμένη.
    «Ναι αλλά το αντίστροφο» της απάντησα πίνοντας την σαμπάνια.
    Το πάρτι του περιοδικού είχε πολύ κόσμο και περίμενα την Άλις να φτάσει για να της πω την ιδέα μου για το άρθρο.
    Με την Ρόζαλι Χέιλ δουλεύαμε μαζί στον κόσμο της μόδας αρκετό καιρό για να είμαστε φίλες αλλά όχι εξίσου αρκετό για να μην ανταγωνιζόμαστε η μία την άλλη.
    «Θα είναι οδηγός ραντεβού καταστροφής για την ακρίβεια συμβουλές προς τις αναγνώστριες τι πρέπει να μην κάνουν για να μην φύγει τρέχοντας ο τύπος με τον οποίο βγαίνουν» εξήγησα φτιάχνοντας τα μαλλιά μου στον κοντινότερο καθρέπτη.
    «Αυτή είναι μια φανταστική ιδέα» πετάχτηκε από πίσω μας η Άλις που μόλις είχε φτάσει στο πάρτι και συνέχισε «Θέλω να γράψεις το άρθρο!»
    «Φυσικά Άλις ότι θες!» απάντησα έκπληκτή ενώ δεν μπορούσα να πιστέψω ότι θα μου δινόταν επιτέλους η ευκαιρία να πάρω την πολυπόθητη θέση.
    Η Ρόζαλι κατσούφιασε.
    «Και για να είναι αξιόπιστο το άρθρο θα το περάσεις στην πράξη, θα διαλέξω έναν τύπο από εδώ μέσα, όποιον θέλω εγώ και θα βγαίνεις μαζί του και σε δέκα μέρες θα πρέπει να τον κάνεις να σε χωρίσει, αν το άρθρο πετύχει θα γίνεις συνέταιρος μου τι λες;» πρότεινε η Άλις με μάτια που έλαμπαν ενώ εγώ την κοιτούσα χωρίς να μπορώ να βγάλω λέξη.
    Η Ρόζαλι είχε αρχίσει να χαμογελάει πραγματικά αυτή την φορά καθώς με έβλεπε να είμαι έτοιμη να κάνω πίσω.
    «Πόσο πολύ θέλεις την θέση καλή μου;» με ρώτησε η Άλις κοιτάζοντας με με νόημα δείχνοντας μου ότι δεν είχα επιλογή.
    Αν της στερούσα αυτό το άρθρο το πιθανότερο ήταν να μην έπαιρνα την θέση ποτέ και αυτό ήταν κάτι που χαροποιούσε εξαιρετικά την Ρόζαλι.
    «Μπορείτε να διαλέξετε όποιον θέλετε» της απάντησα τελειώνοντας το ποτήρι σαμπάνια που κρατούσα και παίρνοντας άλλο ένα από έναν δίσκο που περνούσε.
    «Τέλεια» αναφώνησε χαρούμενα η Άλις ενώ η Ρόζαλι έκανε μια γκριμάτσα ήττας.
    «Και αυτός που επιλέγω είναι…» άρχισε κοιτάζοντας τριγύρω στο πάρτι «τον αδερφό μου Έντουαρντ είναι τέλεια επιλογή γιατί έχει εξαιρετικά δύσκολο γούστο στις γυναίκες και δύσκολα πέφτει θα είναι πραγματικά πρόκληση» συμπλήρωσε η Άλις κοιτάζοντας πονηρά προς το μέρος ενός άντρα με υπέροχα χάλκινα μαλλιά, φλογερά πράσινα μάτια και γυμνασμένο σώμα το οποίο τόνιζε το λευκό πουκάμισο που φορούσε και το κομψό μαύρο παντελόνι.
    Ο Έντουαρντ Κάλεν ήταν οδηγός αγώνων ταχύτητας και στην λίστα με τους πιο περιζήτητους εργένηδες αλλά δεν είχε βρεθεί ακόμα εκείνη που θα κατακτούσε την καρδιά του.
    Πραγματικά ήταν πρόκληση.
    «Πολύ καλά πάω να του μιλήσω» είπε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και τελειώνοντας και το δεύτερο ποτήρι που κρατούσα.

    Edward’s Pov
    Ο Έμετ ήταν μεγάλος καρδιοκατακτητής και πάντα του άρεσε να παινεύεται για αυτό.
    «Με ποία βγαίνεις τώρα Έντουαρντ;» με ρώτησε χαμογελώντας πονηρά.
    «Με καμία Έμετ γιατί οι πιο πολλές που με πλησιάζουν είναι όμορφες με την συνηθισμένη έννοια και φυσικά καθόλου έξυπνες χωρίς καθόλου προσωπικότητα» ήταν η απάντηση μου ενώ κοιτούσα βαριεστημένα τριγύρω.
    «Πιθανότατα τις υποτιμάς γιατί δεν μπορείς να τις κάνεις να πέσουν» γέλασε ο Έμετ προκαλώντας με.
    «Αυτό θα ήταν παιχνιδάκι» του απάντησα ξερά.
    «Ωραία ας επιλέξουμε μια γυναίκα μέσα από αυτή την αίθουσα και θα πρέπει να την κάνεις να την ρίξεις μέσα σε δέκα μέρες» πρότεινε ο Έμετ με πονηρό βλέμμα.
    «Εντάξει διάλεξε όποια θές» απάντησα.
    «Ας διαλέξουμε κάποια που να ταιριάζει στο στυλ σου κάποια σαν…» άρχισε να λέει ενώ έψαχνε τριγύρω «κάποια σαν εκείνη εκεί με τα μακριά καστανά μαλλιά, τα καφέ μάτια και την λευκή επιδερμίδα, εκείνη που φοράει την μακριά εντυπωσιακή κόκκινη τουαλέτα τι λές;» μου έδειξε με νόημα προς την κατεύθυνση οπού η Άλις συζητούσε με άλλες δύο νεαρές γυναίκες.
    Κοίταξα εκείνη που εννοούσε και το βλέμμα μου έμεινε πάνω της περισσότερο από όσο έπρεπε.
    «Πανεύκολο» του απάντησα και ο Έμετ χαμογέλασε πονηρά.

    Bella’s Pov
    «Γεια σας είμαι η Μπέλλα Σουάν δουλεύω για την Άλις εσείς θα πρέπει να είστε ο Έντουαρντ και ο Έμετ Κάλεν» τους συστήθηκα χαμογελώντας.
    «Ναι εμείς είμαστε» είπε ο Έμετ ενώ ανταλλάζαμε χειραψία.
    «Χαίρω πολύ» μου έσφιξε το χέρι ο Έντουαρντ κοιτάζοντας με ενώ ο Έμετ χαμογελούσε κρυφά.
    «Μπέλλα μήπως ξέρεις ποια είναι εκείνη η ξανθιά με το την απίστευτή μαύρη τουαλέτα;» με ρώτησε δείχνοντας με το βλέμμα προς το μέρος της Ρόζαλι.
    «Ναι» του χαμογέλασα όταν είδα προς τα πού κοίταζε «είναι η Ρόζαλι Χέιλ είναι φίλη μου εδώ και χρόνια.»
    «Α υπέροχα λοιπόν παιδιά σας αφήνω πάω να την γνωρίσω» απάντησε εκείνος μην μπορώντας να πάρει τα μάτια του από πάνω της.
    «Συγγνώμη έτσι είναι ο Έμετ πρώτα ενθουσιάζεται με κάποια και μετά..» άρχισε ο Έντουαρντ ενώ τον κοίταζε γελώντας.
    «Πιστεύω ότι με την Ρόζαλι θα είναι διαφορετικά έχει πολύ δυναμικό χαρακτήρα» τον διαβεβαίωσα κοιτάζοντας τους από μακριά.
    «Ώστε οδηγός αγώνων» είπα κοιτάζοντας τον «θα πρέπει να είναι πολύ ενδιαφέρον μου αρέσει η ταχύτητα.»
    «Ναι αυτό ονειρευόμουν να κάνω από μικρός» απάντησε χαμογελώντας «ώστε αρθρογράφος σε περιοδικό μόδας;» ρώτησε εκείνος με την σειρά του γελώντας.
    «Ναι πάντα μου άρεσε η μόδα» απάντησα γελώντας μαζί του.
    «Να πάρω το θάρρος να σε καλέσω για ποτό μετά στο σπίτι μου;» πρότεινε ο Έντουαρντ και από τον τρόπο που με κοιτούσε έμοιαζε σαν να φανταζόταν πως θα ήμουν χωρίς την κόκκινη τουαλέτα.
    «Ναι φυσικά» του χαμογέλασα, πήρα άλλο ένα ποτήρι σαμπάνια και το ήπια κοιτάζοντας τον.
    Η πόρτα του ρετιρέ άνοιξε με πάταγο καθώς ο Έντουαρντ ορμούσε μέσα κρατώντας με στην αγκαλιά του ενώ εγώ είχα τυλίξει τα πόδια μου γύρω του και τον φιλούσα με πάθος.
    Σύντομα βρεθήκαμε στον κρεβάτι με εμένα να του ξεκουμπώνω τα κουμπιά του πουκαμίσου του και εκείνον να μου ανασηκώνει την κόκκινη τουαλέτα.
    «Ξέρεις σκεφτόμουν ότι θα ήταν καλύτερο να το πάμε λίγο πιο αργά» του είπα σταματώντας το φιλί ενώ προσπαθούσα να επαναφέρω την αναπνοή μου.
    «Τι; Ναι φυσικά» απάντησε ο Έντουαρντ καθώς σταματούσε τα καυτά φιλιά στον λαιμό μου εμφανώς απογοητευμένος.
    «Πρέπει να πάω στο μπάνιο» του είπα ενώ σηκωνόμουν και έφτιαχνα το φόρεμα και τα μαλλιά μου.
    «Ναι φυσικά από εκεί» έδειξε ο Έντουαρντ ενώ προσπαθούσε ακόμα να πάρει ανάσες.
    Η πρόφαση για το μπάνιο ήταν η τέλεια ευκαιρία για να πάρω την Ρόζαλι η οποία ανυπομονούσε να μάθει την εξέλιξη της κατάστασης.
    «Είσαι στο σπίτι του; Μπέλλα σιγανοπαπαδιά! Το κάνατε; Πες μου!» ακουγόταν η φωνή της Ρόζαλι από το τηλέφωνο.
    «Όχι ακόμα τον έχω στην αναμονή!» απάντησε ενώ παρατηρούσα τον εαυτό μου στον καθρέπτη τα μαλλιά μου ήταν χάλια και ήμουν ακόμα αναψοκοκκινισμένη «Τι γίνεται με τον Έμετ;» συμπλήρωσα.
    «Πάει μια χαρά είναι πονηρός και ανυπόμονος αλλά του κάνω γυμνάσια» γέλασε η Ρόζαλι.
    Όπως το φαντάστηκα ο Έμετ βρήκε τον μάστορά του.
    «Θα τα πούμε αύριο στην δουλεία» της είπα και έκλεισα το τηλέφωνο.
    Μόλις βγήκα από το μπάνιο παρατήρησα ότι είχε φτιάξει ατμόσφαιρά απαλή μουσική, κεριά, χαμηλός φωτισμός ήταν τέλεια αλλά είχα σκοπό να του χαλάσω τα σχέδια για την ώρα.
    «Δυστυχώς πρέπει να φύγω θα τα πούμε» του είπα ενώ άνοιγα την πόρτα για να φύγω.
    «Ε ναι θα τα πούμε» απάντησε εκείνος με φανερή την έκπληξη στο πρόσωπό του.
    Το πρώτο πράγμα που αντίκρισα το επόμενο πρωί πάνω στο γραφείο μου ήταν μια τεράστια ανθοδέσμη από ορτανσίες με την συνοδευτική καρτούλα με την αφιέρωση
    «Σε ευχαριστώ για την υπέροχη νύχτα
    σε περιμένω σήμερα για δείπνο στο σπίτι μου
    Έντουαρντ Κάλεν»
    «Σε ευχαριστεί για την υπέροχη νύχτα;» ρώτησε με πονηρό τόνο η Ρόζαλι διαβάζοντας την κάρτα πάνω από το κεφάλι μου.
    «Προσδοκεί να γίνει» της εξήγησα ενώ στριφογύριζα στην καρέκλα του γραφείου μου.
    «Πότε του θα αρχίσεις το σπάσιμο;» ρώτησε χαιρέκακα η Ρόζαλι.
    «Πιθανότατα σήμερα δεν έχω ιδέα πως αλλά κάτι θα σκεφτώ» της απάντησα σκεφτική.
    «Όπως με πληροφόρησε ο Έμετ κάθε Κυριακή μαζεύονται στο διαμέρισμα του Έντουαρντ για να δουν αγώνες» χαμογέλασε η Ρόζαλι πονηρά.
    Γέλασε και άρχισα να καταστρώνω το σχέδιό μου.
    Η μέρα πέρασε γρήγορα και όταν ήρθε το βράδυ δειπνούσα με τον Έντουαρντ Κάλεν.
    «Το φαγητό είναι πραγματικά υπέροχο εσύ το μαγείρεψες;» τον ρώτησα απολαμβάνοντας την κάθε μπουκιά από το μοσχαράκι κατσαρόλας με τις πατάτες.
    «Ναι έχω μάθει να μαγειρεύω από την μητέρα μου, η Έσμε πραγματικά μαγειρεύει εκπληκτικά χαίρομαι που σου αρέσει» μου απάντησε ρίχνοντας μου ένα υπέροχο στραβό χαμόγελο.
    «Ξέρεις τι είναι αυτό που μου αρέσει πιο πολύ;» τον ρώτησα εγώ προκλητικά ενώ σηκωνόταν από την θέση μου και πλησίαζα προς το μέρος του «Το επιδόρπιο» συμπλήρωσα καθώς καθόμουν σταυροπόδι πάνω στο τραπέζι κοντά του. Έπειτα πήρα λίγη από την μους σοκολάτας που βρισκόταν στο κέντρο του τραπεζιού στο δάχτυλό μου και το έφερα στο στόμα μου.
    «Χαίρομαι που σου αρέσει…» είπε εκείνος σκύβοντας προς το μέρος μου ενώ άρχιζέ εμφανώς να ζεσταίνεται όλο και πιο πολύ.
    «Αλλά για να είμαι ειλικρινής..» ψιθύρισα σκύβοντας όλο και πιο πολύ προς το μέρος του μέχρι που βρεθήκαμε σε απόσταση αναπνοής «κάνω δίαιτα» είπα και απομακρύνθηκα απότομα.
    «Τι; Ε ναι..» ψέλλισε αποσυντονισμένος.
    «Ναι; Δηλαδή πιστεύεις ότι έχω παραπάνω κιλά;» έκανα ενοχλημένη.
    «Όχι φυσικά και όχι Μπέλλα μωρό μου είσαι τέλεια αλήθεια» είπε ο Έντουαρντ βιαστικά προσπαθώντας να διορθώσει.
    «Αχ με είπες μωρό σου!» φώναξα χαρούμενη και αρπάζοντας τον από το πουκάμισο
    τον φίλησα.
    Εντάξει αυτό δεν ήταν σίγουρα κάτι που σκόπευα να κάνω και οπωσδήποτε δεν ήταν μέσα στα σχέδια που είχα καταστρώσει.
    Όταν τελείωσε το φιλί μείναμε να κοιταζόμαστε στα μάτια με εμένα να αναπνέω βαθιά από την υπέροχη κολόνια που φορούσε στον λαιμό του.
    «Εμμ πρέπει να φύγω» είπα αδύναμα εγώ κοιτάζοντας μέσα στα υπέροχα πράσινα μάτια του « αλλά θα μου άρεσε πολύ να πηγαίναμε σινεμά αύριο.»
    «Εντάξει θα σου τηλεφωνήσω να κανονίσουμε» της φώναξε εκείνος την ώρα που έφευγα σαν κυνηγημένη από την πόρτα.
    Καθώς κατέβαινα τις σκάλες κάλεσα έναν αριθμό στο κινητό.
    «Ροζαλί χρειάζομαι βοήθεια!» της είπα πανικοβλημένη.
    «Τι στο καλό έγινε;» με ρώτησε έντρομη η Ρόζαλι.
    «Τον φίλησα αυθόρμητα! Και μάλιστα μου άρεσε! Νομίζω ότι έχω αρχίσει να τον ερωτεύομαι!» απάντησα κοκκινίζοντας.
    «Όχι όχι όχι δεν πρέπει να τον ερωτευτείς Μπέλλα! Υποτίθεται ότι με αυτά που θα κάνεις πρέπει να τον διώξεις!» ακούστηκε αυστηρή η φωνή της Ρόζαλι στο τηλέφωνο.
    «Μα νόμιζα ότι θα χαιρόσουν αν αποτύγχανα γιατί έτσι θα μπορούσες να πάρεις την θέση» της είπα απορημένη.
    «Αυτό ήταν πριν γνωρίσω τον Έμετ! Τώρα δεν με ενδιαφέρει η θέση πλέον θέλω να σε βοηθήσω.» μου απάντησε η Ρόζαλι «Αύριο τι έχει το πρόγραμμα; Σινεμα;»
    «Ναι» της απάντησα χαμογελώντας «και έχω το τέλειο σχέδιο» συμπλήρωσα.
    Και πραγματικά το σχέδιο μου ήταν τέλειο.
    Μετά την δουλεία πήγα στο σουπερμάρκετ και πήρα αρκετά κουτιά χαρτομάντιλα από τα χαρακτηριστικά που μόλις τραβάς ένα βγαίνει το επόμενο και μετά ετοιμάστηκα και περίμενα να έρθει να με πάρει.

    Edward’s Pov
    Μετά το τέλος της ταινίας και αφού είχα γυρίσει σπίτι χτύπησε το κινητό.
    Το όνομα του Έμετ αναβόσβηνε στην οθόνη.
    «Έλα» απάντησα βαριεστημένα.
    «Πως πήγε η ταινία με την Μπέλλα; Είχαμε εξελίξεις μετά;» με ρώτησα γελώντας πονηρά.
    «Εμμ πήγαμε να δούμε μια αισθηματική κομεντί και ήταν με χαρτομάντιλα σε όλη την διάρκεια της ταινίας! Νομίζω ότι η cllenex έγινε πλούσια σήμερα!» του απάντησα και τον άκουσα να γελάει δυνατά.
    «Καλά μην γελάς γιατί ούτε εσύ με την Ρόζαλι έχεις κάνει κάτι» του πέταξα και κατευθείαν του κόπηκαν τα γέλια.
    «Η Ρόζαλι είναι θέμα χρόνου να υποκύψει στην γοητεία μου» απάντησε θιγμένος εκείνος «Και τώρα τι θα κάνεις; Αύριο είναι η πέμπτη μέρα πρέπει να σκεφτείς κάτι καλό» μου είπε.
    «Το ξέρω» του απάντησα «κάτι θα σκεφτώ».

    Bella’s Pov
    «Και τι περιλαμβάνει το πρόγραμμα σήμερα;» με ρώτησε η Ρόζαλι καθώς πίναμε καφέ στα starbucks.
    «Μου πρότεινε να πάμε στο εξοχική βίλα που έχουν λίγο πιο έξω από την πόλη» της απάντησα ρουφώντας μου γουλιά ζεστό καφέ «αναρωτιέμαι τι έχει στο μυαλό του.»
    «Υποθέτω θα το μάθουμε σύντομα!» μου απάντησε χαμογελώντας πονηρά η Ρόζαλι ενώ εγώ σκεφτόμουν ότι δεν άντεχα να περιμένω μέχρι το βράδυ για να τον δω.
    Η εξοχική βίλα των Κάλεν ήταν πραγματικά υπέροχη, διώροφη με ισόγειο και ιδιωτικό γκαράζ, με απίστευτα μεγάλο κήπο, αυλή και εσωτερική θερμαινόμενη πισίνα.
    Αλλά αυτό που ήταν ακόμα πιο υπέροχο ήταν ο Έντουαρντ με το μαγιό του.
    Όταν μου πρότεινε να κάνουμε μια βουτιά φυσικά και δεν μπόρεσα να πω όχι και έτσι βρεθήκαμε αγκαλιασμένοι ημίγυμνοι μέσα στο ζεστό νερό.
    Ήταν απίστευτα όμορφος, έτσι που ήταν βρεγμένος με το νερό να στάζει από τα χάλκινα μαλλιά του στον υπέροχο λαιμό του και από εκεί στο γυμνασμένο στέρνο του.
    Η αίσθηση όταν με είχε στα μπράτσα του ήταν απίστευτη και δεν μπορούσα να σταματήσω να τον φιλάω.
    Αλλά έπρεπε.
    «Ξέρεις σκεφτόμουν τον γάμο μας» είπα σταματώντας το φιλί μας.
    Εκείνος με κοίταξε έκπληκτος με γουρλωμένα μάτια.
    «Και φυσικά σκεφτόμουν ότι πρέπει οπωσδήποτε να κάνουμε τρία παιδιά» συνέχισα εγώ προσπαθώντας πολύ για να συγκρατήσω το γέλιο μου κοιτάζοντας την έκφραση του.
    «Α τελεία..» ήταν το μόνο που μπόρεσε να αρθρώσει ενώ εγώ εγώ συνέχιζα να τον βομβαρδίζω με λεπτομέρειες για το σπιτάκι που θα φτιάχναμε στην εξοχή και για το αγρόκτημα που θα είχαμε μαζί.

    Edward’s Pov
    Την άλλη μέρα το πρωί ο Έμετ στεκόταν κεφάτος στην πόρτα μου περιμένοντας να ακούσει τα χθεσινά νέα και να δούμε όλη την μέρα αγώνες μαζί στην τηλεόραση.
    «Πως πήγε χθες εραστή της πισίνας;» με ρώτησε γελώντας ενώ εγώ ετοίμαζα κάτι πρόχειρο για να φάμε.
    «Εμμ ενώ ήμασταν μια χαρά και όλα ήταν ωραία άρχισε σε κάποια στιγμή να σχεδιάζει τον γάμο μας» του απάντησα κατσουφιασμένος.
    Τα γέλια του Έμετ πρέπει να ακούστηκαν σε όλο το τετράγωνο.
    «Παραιτείσαι;» με ρώτησε χαμογελώντας προκλητικά ο Έμετ.
    «Όχι με τίποτα» του απάντησα πεισματικά.
    Λίγη ώρα μετά και ενώ παρακολουθούσαμε με τον Έμετ τους αγώνες στην τηλεόραση χτύπησε το κουδούνι.
    Παραξενεύτηκα γιατί δεν περίμενα κανέναν και όταν άνοιξα την πόρτα όρμησε μέσα στο σπίτι η Μπέλλα φορτωμένη με άπειρες σακούλες σε κάθε χέρι.
    «Γειά σου μωρό μου! Γειά σου Έμετ!» μας χαιρέτησε και ύστερα είπε στον Έμετ «Έμετ κάθισε σε παρακαλώ αλλού για να δείξω στον Έντουαρντ τι αγόρασα; Σε ευχαριστώ!»
    Ο Έμετ άλλαξε θέση γελώντας ενώ με κοίταζε με νόημα.
    Οι υπόλοιπες ώρες πέρασαν με την Μπέλλα να μου δείχνει ένα ένα τα ρούχα και τα εσώρουχα που είχε αγοράσει εγώ να τα κοιτάω και να συμφωνώ απιβδισμένος γιατί έχανα όλους τους αγώνες και με τον Έμετ να έχει πεθάνει στα γέλια και να λέει «συνεχίστε την δουλειά σας» όποτε του ζητούσα βοήθεια.
    «Αυτό ήταν δεν μπορώ άλλο Μπέλλα!» της φώναξα σε κάποια στιγμή.
    Εκείνη σταμάτησε να μου δείχνει ρούχα και άρχισε να τα μαζεύει και να τα βάζει στις τσάντες.
    «Πολύ καλά λοιπόν» μου είπε με θυμωμένο τόνο και έφυγε κλαίγοντας από το διαμέρισμα.
    Ο Έμετ με κοίταξε με επικριτικό ύφος και αμέσως ένιωσα άσχημα για την συμπεριφορά μου και έτρεξα να την προλάβω.

    Bella’s Pov
    Είχα καταφέρει αυτό που ήθελα αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί έκλαιγα ακόμα και μάλιστα πραγματικά.
    Πριν έρθει το ασανσέρ είδα τον Έντουαρντ να τρέχει πίσω μου και ξαφνιάστηκα.
    «Συγγνώμη φέρθηκα άσχημα θα με συγχωρέσεις;» με ρώτησε κοιτάζοντας με μέσα στα μάτια.
    Αυτό ήταν κάτι που δεν το περίμενα.
    Του έγνεψα καταφατικά και εκείνος με πήρε αγκαλιά και γυρίσαμε στο διαμέρισμα του.
    «Τι εννοείς ότι δεν μπόρεσες να τον χωρίσεις;» με ρώτησε αυστηρά η Ρόζαλι στο τηλέφωνο αργότερα όταν γύρισα σπίτι.
    «Ότι δεν μπόρεσα είμαι ερωτευμένη μαζί του» της εξομολογήθηκα.
    «Τότε θα πρέπει να πούμε ψέματα στην Άλις άλλωστε αυτό που την νοιάζει είναι μόνο το άρθρο» μου είπε και είχε δίκιο.
    Η αλήθεια ήταν ότι δεν με ένοιαζε πλέον το άρθρο δεν με ένοιαζε καν η θέση που κυνηγούσα τόσο καιρό, το μόνο που με ένοιαζε ήταν ο Έντουαρντ.
    Αλλά αν δεν ήθελα να απολυθώ έπρεπε να δώσω στην Άλις αυτό που ζητούσε.
    Έτσι άρχισα να γράφω το άρθρο.

    Edward’s Pov
    Την επόμενη μέρα καθόμασταν αγκαλιά με την Μπέλλα στον καναπέ του διαμερίσματος μου και βλέπαμε ταινία.
    «Γιατί άντεξες όλα αυτά που σου έκανα;» με ρώτησε κάποια στιγμή γυρνώντας προς το μέρος μου.
    Εγώ γέλασα σιγανά.
    «Γιατί νομίζω ότι σ αγαπώ» της είπα και ήταν η αλήθεια.
    Εκείνη μαζεύτηκε στην αγκαλιά μου και άρχισε να με φιλάει.
    Και τότε έγινε τόσο φυσικά και υπέροχα που νόμιζα ότι ζούσα σε όνειρο.
    Το σώμα της τόσο όμορφο και απαλό έτρεμε στα χέρια μου καθώς την φιλούσα και την χάιδευα.
    Ανταποκρινόταν σε κάθε μου κίνηση με τόσο πάθος που με έκανε να την θέλω ακόμα περισσότερο.
    Ποτέ στην ζωή μου δεν είχα νιώσει έτσι.
    Όταν τα σώματα μας δεν άντεξαν άλλο και ολοκληρώσαμε μαζί ήταν η πιο υπέροχη αίσθηση στον κόσμο.
    Δεν χόρταινα να την κοιτάω όσο κοιμόταν και πόνεσα όταν σκέφτηκα το αρχικό στοίχημα που είχα βάλει με τον Έμετ και κατάλαβα το πόσο ηλίθια είχα φερθεί.
    Το βράδυ ήμασταν καλεσμένοι στο πάρτι που έκανε το περιοδικό της Άλις.
    Πήγα να πάρω την Μπέλλα από το σπίτι για να πάμε μαζί.
    Φορούσε ένα υπέροχο φόρεμα στις αποχρώσεις του λευκού και με τα μαλλιά της πιασμένα πάνω ήταν πραγματικά εντυπωσιακή.
    Όταν φτάσαμε πήγαμε να βρούμε την Άλις που ήταν μαζί με την Ρόζαλι και τον Έμετ οι οποίοι ήταν πλέον ήταν ζευγάρι.
    Μετά από λίγη ώρα η Άλις ανέβηκε στην εξέδρα για να παρουσιάσει το καινούργιο εξώφυλλο του περιοδικού.
    Όταν παρουσίασε το εξώφυλλο στην οθόνη είδα με έκπληξη τον τίτλο του άρθρου ο οποίος ήταν πώς να χωρίσετε σε δέκα μέρες και από κάτω το όνομα της αρθρογράφου ή οποία δεν ήταν άλλη από την Μπέλλα.
    Καθώς ξέσπασαν χειροκροτήματα στην αίθουσα και όλοι της έδιναν συγχαρητήρια για την καινούργια της θέση εκείνη μου είπε λυπημένα
    «Άφησε με να σου εξηγήσω…»
    «Δεν μπορείς να μου εξηγήσεις τίποτα» της είπα θυμωμένα ενώ δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι την άφησα να με κοροιδέψει με τέτοιο τρόπο.
    «Δεν φταίει εκείνη εγώ φταίω» παρενέβει η Άλις που βρισκόταν τώρα κοντά μου «ποτέ δεν φαντάστηκα ότι υπήρχε πιθανότητα να ερωτευτείτε αν ήξερα ότι υπήρχε έστω και η παραμικρή πιθανότητα δεν θα το έκανα ποτέ» συμπλήρωσε κοιτάζοντας με λυπημένα.
    «Έντουαρντ έτσι και αλλιώς και εσύ προσπαθούσες να την ρίξεις αρχικά για το στοίχημα που βάλαμε» πετάχτηκε ο Έμετ.
    «Σκάσε Έμετ!» τον κοίταξα θυμωμένα.
    Αλλά ήταν ήδη αργά.
    Όσο θυμωμένος και να ήμουν μαζί της δεν άντεχα τον τρόπο που με κοιτούσε τώρα με δάκρυα στα μάτια, σαν να πίστευε ότι την χρησιμοποίησα.
    Πριν προλάβω να την πλησιάσω άρχισε να τρέχει προς την έξοδο
    Αμέσως έτρεξα πίσω της και την ακολούθησα έξω στην βροχή
    «Δεν θέλω να σε χάσω!» της φώναξα στην μέση του δρόμου και εκείνη σταμάτησε να τρέχει.
    «Δεν μπορείς να χάσεις κάτι που δεν έχεις» μου φώναξε κοιτάζοντας προς το μέρος μου.
    «Μπέλλα σ’ αγαπώ! Μπορεί να άρχισε σαν στοίχημα αλλά μετά σε ερωτεύτηκα!» της φώναξα ενώ η βροχή δυνάμωνε και με μούσκευε ολόκληρο.
    «Και εγώ σ’ αγαπώ και δεν με ενδιαφέρουν ούτε όλες οι θέσεις του κόσμου το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να είμαι μαζί σου» μου είπε κοιτάζοντας με στα μάτια.
    Ήταν τόσο όμορφη.
    Μετά από λίγα βήματα είχα φτάσει κοντά της και την είχα κλείσει στην αγκαλιά μου, δεν θα την άφηνα ποτέ.

    Bella’s Pov
    Με κοίταξε με τόση αγάπη και τόσο πάθος που δεν με ένοιαζε που στεκόμασταν μέσα στην βροχή το μόνο που ήθελα ήταν να συνεχίσει με φιλάει. Κάτω από το χέρι μου ένιωθα την καρδιά του να χτυπάει μαζί με την δική μου και ήξερα ότι αυτό ήταν αγάπη.






    Mrs Alice
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    BELLA MARIE
    Charlie's Daughter
    BELLA MARIE


    Θηλυκό Λέων
    Ηλικία : 32
    Τόπος : Thessalonike
    Αριθμός μηνυμάτων : 17564
    Registration date : 26/02/2009

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Valentine Fanfic Contest- ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Valentine Fanfic Contest- ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ   Valentine Fanfic Contest- ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ I_icon_minitimeΠαρ 2 Μαρ 2012 - 22:12

    Παντοτινή αγάπη

    kati

    (Εμπνευσμένο από την ταινία "A walk to remember")



    -«Έντουαρντ; Τι κοιτάς; Μην μου πεις πως κοιτάς πάλι την Αμάντα;» ακούστηκε ο Έρικ να μιλάει στον Έντουαρντ. Ο Έντουαρντ ήταν 24 ετών και φέτος τελείωνε τις σπουδές του. Τα είχε καταφέρει μια χαρά καθώς η Νομική ήταν κάτι που του άρεσε από μικρό παιδί. Πάντα βοηθούσε όσους αδικούνταν και ήθελε να μπορεί να το κάνει αυτό για ολοέναν και περισσότερους όταν θα μεγάλωνε. Με το πέρας των ετών το αγάπησε περισσότερο αλλά παράλληλα κάποιες καταστάσεις τον είχαν κάνει να δει τα πράγματα με άλλο μάτι. Όλοι ήξεραν τον γόη, που καλοπερνάει, δεν ενδιαφέρεται για τα συναισθήματα των άλλων και μοναδικός του στόχος είναι το πτυχίο. Οι βαθμοί του δεν επηρεάζονταν από τον τρόπο ζωής του και όλη την εικόνα που είχε χτίσει στη σχολή δεν θα άφηνε κανέναν να του τη χαλάσει. Κάτι είχε αλλάξει μέσα του και δεν ήθελε να αφήσει κανέναν να δει τον πραγματικό Έντουαρντ.

    -«Έρικ ξέρεις πως δεν το συνηθίζω να περνάω την ώρα μου με το ίδιο άτομο 2η φορά. Εκτός αν είναι πραγματικά...καλή» του απάντησε όλο νόημα. Αυτό ήθελε να ακούσει ο Έρικ, αυτό του είπε ο Έντουαρντ. Αν και η αλήθεια είναι πως δεν κοιτούσε την Αμάντα. Αλλά την άλλη κοπέλα δίπλα της. Δεν ήταν η 1η φορά που την έβλεπε αλλά σήμερα ήταν διαφορετική.

    -«Πάω στη βιβλιοθήκη. Θα έρθεις;» είπε ο Έντουαρντ στον Έρικ «πάω να βρω το υλικό για το Ποινικό δίκαιο, η εργασία είναι μεγάλη!»
    -«Μπα..δε ψήνομαι, θα πάω να βρω τα παιδιά μήπως κανονίσουμε τίποτα για το βράδυ» απάντησε ο Έρικ. Ο Έρικ ήταν ο καλύτερος φίλος του Έντουαρντ τα τελευταία 4χρόνια. Ήταν συμφοιτητές στην Νομική και συγκάτοικοι στην εστία. Σχεδόν όλες τις ώρες ήταν μαζί.

    -«Εντάξει τα λέμε αργότερα» αποκρίθηκε ο Έντουαρντ.

    Είχαν περάσει πολλές ώρες και εκείνος βρισκόταν ακόμη στη βιβλιοθήκη της σχολής. Δυσκολευόταν να συγκεντρωθεί και το αντικείμενο της εργασίας του δεν ήταν και το πιο εύκολο πράγμα. «Άρθρο 13 ΠΚ / Δόλος - διακρίσεις - οριοθέτηση ενδεχόμενου δόλου/Αμέλεια - Αντικειμενικός καταλογισμός και εγκλήματα αμέλειας / Το πρόβλημα του άρθρου 35-193 ΠΚ /Υπαναχώρηση και έμπρακτη μετάνοια» {Τα θέλω και τα παθαίνω με τέτοια εργασία που πάω και διαλέγω}σκέφτηκε. Μετά από λίγο παρατήρησε πως απέναντί του ήταν η κοπέλα που είχε δει πολλές φορές αλλά ποτέ δεν είχε τολμήσει να της μιλήσει όταν ήταν μόνη της. Η Μπέλα, μια κοπέλα 24ετών και εκείνη. Ήταν συμφοιτητές τόσα χρόνια και τα λόγια που είχαν ανταλλάξει ήταν ελάχιστα. Δεν μιλούσε ούτε ο ίδιος σε όλα τα παιδιά του τμήματος αλλά με την Μπέλα είχαν και κοινές παρέες αλλά και πάλι ήταν πολύ λίγα που ήξερε για εκείνη. Έμοιαζε τόσο διαφορετική από όλες τις άλλες. Από όσα γνώριζε για εκείνη και όσες φορές είχαν συζητήσει αυτό φαινόταν. Ήταν διαφορετική από τις άλλες.


    {Μόνο να μην με είδε ότι τον κοιτούσα.. μόνο να μην με είδε} σκεφτόταν η Μπέλα.
    Αμέσως σηκώθηκε να φύγει καθώς είχε βραδυάσει και χωρίς να το καταλάβει έπεσε πάνω σε κάποιον. Τα βιβλία της έγιναν ένα με το πάτωμα και αμέσως άρχισε να απολογείται

    -«Συγνώμη, συγνώμη δε σε είδα» είπε η Μπέλλα και άρχισε να μαζεύει τα βιβλία της.
    -«Μη ζητάς συγνώμη, εγώ δε σε είδα» της αποκρίθηκε ο έντουαρντ και τη βοηθούσε με τα βιβλία της.

    Όταν τα είχε μαζέψει όλα και σηκώθηκε από το πάτωμα είδε τον Έντουαρντ. {Ωραία, μπράβο σου, πάνω του πήγες κι έπεσες} φώναζε από μέσα της στον εαυτό της.

    -«Συγνώμη» του είπε πάλι και έφυγε τρέχοντας από τη βιβλιοθήκη..

    Την επόμενη μέρα η Μπέλα ξαναπήγε στη βιβλιοθήκη από νωρίς. Έπρεπε να την παραδώσει τη Δευτέρα και είχε μόλις 3ημέρες μπροστά της. Κόντευε να τελειώσει την εργασία της αλλά ήθελε να την έχει τελειοποιήσει μέχρι τότε. Λάτρευε την νομική και πάντα ήθελε να βοηθάει όσους το δυνατόν περισσότερους. Η εργασία της στο Ποινικό Δίκαιο ήταν δύσκολη αλλά είχε αφοσιωθεί σε αυτή και είχε καταφέρει να την κάνει όπως ήθελε. Λίγο πιο μακρυά της καθόταν ο Έντουαρντ.Τον άκουσε να μιλάει στο τηλέφωνο «Δε ξέρω τί γίνεται! Έχω κολλήσει ρε μαμά.. Τα νεύρα μου...όχι.. κανένας..Ποιος; Ο Έρικ; Αυτός κι αν δεν μπορεί...Τελοσπάντων, θα δω τί θα κάνω..» Δεν μπόρεσε να αντισταθεί κι άρχισε να τον κοιτάει. Φύσαγε και ξεφύσαγε. Ήταν φανερό, δυσκολευόταν με την εργασία του. Μια τρελή ιδέα πέρασε από το μυαλό της. Αλλά ήταν παρακινδυνευμένο. Τόσο καιρό είχε καταφέρει να κρατήσει μια απόσταση από κάτι τέτοια και ειδικά από εκείνον. Θα το ρίσκαρε.

    -«Σε δυσκολεύει;» τον ρώτησε

    -«Aπορώ γιατί διάλεξα αυτό το θέμα για την εργασία μου..» της απάντησε
    -«Ίσως, μπορώ να σε βοηθήσω..τελείωσα τη δική μου και έτσι λίγο χρόνο» του πρότεινε.
    {Μου μιλάει; Και θέλει και να με βοηθήσει;} Αυτό σίγουρα δεν το είχε προβλέψει ο Έντουαρντ.
    -«Μπορείς; Θα το εκτιμούσα» της απάντησε.
    Η Μπέλα πήγε και κάθησε μαζί του. Άρχισε να διαβάζει το σημείο που είχε κολλήσει. Ήταν ένα κοινό σημείο στην εργασία τους.
    «Κι εσύ αναφέρεις το Άρθρο 13 ΠΚ στην εργασία σου; Αν αυτό δεν είναι τύχη τότε τί είναι;» της μίλησε ο έντουαρντ. Κι έτσι άρχισαν να συζητάνε για λίγο για την εργασία τους και από το ένα θέμα στο άλλο έφτασαν να μιλάνε για τις ζωές τους. Πρώτη φορά οι δυο τους μόνοι τους συζητούσαν τόση ώρα και μάλιστα για κάτι εκτός των μαθημάτων. Είχε έρθει το απόγευμα και έτσι ο Έντουαρντ με αφορμή ότι δεν είχαν φάει τίποτα της πρότεινε να φάνε μαζί.

    -«Αφού με βοήθησες με την εργασία σου χρωστάω! Τί θα έλεγες να φάμε μαζί μεσημεριανό; Εκτός κι αν δεν πεινάς»
    -«Θα το ‘θελα αλλά η αλήθεια είναι πως πρέπει να φύγω. Θα πάω να δω τους δικούς μου αυτό το Σαββατοκύριακο. Ίσως κάποια άλλη φορά»
    -«Κάποια άλλη φορά τότε. Δεν το ξεχνάω!» της απάντησε.

    Είχε περάσει μια εβδομάδα από εκείνη την ημέρα. Δεν είχε καταφέρει να της μιλήσει άλλη φορά και να είναι οι δυο τους. Τη σκεφτόταν συνέχεια αλλά δεν ήθελε να τη φέρει σε δύσκολη θέση. Πήγαίνοντας στην αίθουσα για το τελευταίο μάθημα της μέρας ήταν σχεδόν δίπλα της στο διάδρομο.
    -«Σου χρωστάω και δεν το έχω ξεχάσει» βρήκε την ευκαιρία να της μιλήσει.

    Η Μπέλα γύρισε και του χαμογέλασε «Μπορείς αύριο το βράδυ;»
    -«Σίγουρα, μπορώ»
    -«Ωραία, στις 9 στο \Σπίτι μου/ Ξέρεις πού είναι;»
    -«Ξέρω. Στις 9 λοιπόν εκεί» Η υπόλοιπη μέρα πέρασε ήρεμα. Όποτε οι δυο τους κοιτούσαν ο ένας τον άλλο χαμογελούσαν αλλά δεν μίλησαν άλλο.
    Οι δυο τους ήδη κάθονταν στο μαγαζί που είχαν κανονίσει και απολάμβαναν το δείπνο τους. Ένιωθαν πολύ άνετα ο ένας με τον άλλο. Συζητούσαν με τις ώρες για τις ζωές τους, για το πανεπιστήμιο και κατέληξαν στην αγάπη τους για την Νομική.
    -«Έχει περάσει η ώρα. Πρέπει να πηγαίνω.» είπε η Μπέλα.
    -«Μπορώ να σε συνοδεύσω;»
    -«Βεβαίως, άλλωστε στην ίδια εστία πάμε» του απάντησε και χαμογέλασε

    Στο δρόμο συνέχιζαν να μιλάνε για διάφορα θέματα. Φτάνοντας έξω από το δωμάτιο της ο Έντουαρντ κατάλαβε πως δεν ήθελε να τελειώσει η βραδυά.
    -«Ωραία περάσαμε!»
    -«Όντως»
    -«Άρα θα ήταν ωραίο να το ξανακάμε, αν θέλεις κι εσύ»
    -«Χμμμ ναι γιατί όχι;» η Μπέλα έμπαινε ξαφνικά σε δύκολα μονοπάτια αλλά της ήταν δύσκολο να του αρνηθεί.
    -«Οπότε ραντεβού την Παρασκευή πάλι στις 6. Αλλά αυτή τη φορά στο πάρκο»
    -«Έγινε! Θα έρθω αλλά με έναν όρο.. Δε θα με ερωτευτείς!» του απάντησε η Μπέλα και μπήκε στο δωμάτιο της.

    Οι ημέρες κυλούσαν ήρεμα. Οι δυο τους δεν μιλούσαν μπροστά στους άλλους σαν να είχαν σιωπηλή συμφωνία. Τα χαμόγελα και οι ματιές όμως έδιναν και έπαιρναν. Η Παρασκευή είχε φτάσει. Σήμερα είχαν αγωνία και οι δυο για αυτή τη συνάντηση.
    {Είναι σίγουρα τόσο διαφορετική από τις άλλες. Ελπίζω να της αρέσει εδώ}σκεφτόταν ο Έντουαρντ.
    Έφτασαν σχεδόν ταυτόχρονα στο πάρκο.
    -«Καλησπέρα!» του είπε και του χαμογέλασε.
    -«Καλησπέρα» της απάντησε κι εκείνος.
    -«Λοιπόν σου είπα για το πάρκο γιατί θέλω να δεις κάτι. Είναι από τα αγαπημένα μου μέρη, αν όχι το πιο αγαπημένο μου μέρος. Θα δεις.» της έλεγε ενώ πλησίαζαν το σπιτάκι της λίμνης.
    -«Ελπίζω να μη φοβάσαι..»
    -«Είναι υπέροχο! Πώς το αναλάλυψες;»
    -«Μια φορά που είχα βγει για τρέξιμο στο 1ο έτος, το είχα δει.είναι λίγο μακρυά από το Πανεπιστήμιο και έτσι ερχόμουν εδώ συνέχεια. Ειδικά όταν ήθελα να σκεφτώ. Και επειδή έχω έρθει πολλές και διάφορες ώρες έχω και την εντύπωση πως δεν έχει έρθει κανένας άλλος εδώ. Χαίρομαι που σου αρέσει» της είπε
    -«Πώς είναι δυνατόν να μη μου αρέσει; Κοιτα τα χρώματα του ουρανού. Σίγουρα αν πάω στη σχολή τώρα το ηλιοβασίλεμα θα φαίνεται απλό αλλά εδώ.. εδώ.. είναι μαγικό.»
    Άρχισαν πάλι να μιλάνε για διάφορα θέματα και χωρίς να το καταλάβουν κάθονταν πολύ κοντά.
    -«Γιατί με κοιτάς έτσι;»
    -«Γιατί είσαι πολύ όμορφη..»
    Δεν είπαν τίποτα. Κοιτάζονταν στα μάτια. Άρχισαν να πλησιάζουν ολοένα και περισσότερο.
    -«Θέλω να κάνω κάτι πάρα πολύ αλλά πρέπει να με αφήσεις» της ειπε ο Έντουαρντ
    -«Μπορώ να σε φιλήσω;»
    Δε χρειάστηκε να πουν τίποτα άλλο.Ο Έντουαρντ ακούμπησε τα χείλη του στα δικά της. Η Μπέλλα ανταποκρίθηκε στο φιλί του. Στην αρχή ήταν τρυφερό, απαλό και γινόταν ολοένα και πιο απαιτητικό και σταμάτησαν να φιλιούνται για να πάρουν ανασα.
    -«Να θυμάσαι αυτό που σου είπα. Μη με ερωτευτείς Έντουαρντ»
    -«Έχουμε χρόνο για αυτό» της απάντησε και της χαμογέλασε

    Ο καιρός πέρασε πολύ γρήγορα. Είχε φτάσει το καλοκαίρι. Οι δυο τους είχαν σχέση τους τελευταίους 2μήνες. Τα πάντα στον Έντουαρντ της άρεσαν.
    {Το χαμόγελο του, το ύφος του όταν της μιλούσε και το σημαντικότερο η καρδιά του. Δεν ήταν ο Έντουαρντ που όλοι οι άλλοι ήξεραν. Κρατούσε τόσο καλά κρυμμένη την καρδιά του και τον πραγματικό του εαυτό. Ήταν σαν ένα μικρό παιδί και το να γίνει δικηγόρος του πήγαινε τόσο πολύ.Σίγουρα θα βοηθούσε πολύ κόσμο. Εκείνη έπεφτε ήδη στην παγίδα αν κι ήξερε πολύ καλά πως δεν έπρεπε. Ήλπιζε μόνο εκείνος να μην την ερωτευόταν}
    {Άραγε να την ερωτεύομαι; Ποιος ξέρει; Δε ξέρω αν την ερωτεύομαι αλλά σίγουρα μου αρέσει να περνάω χρόνο μαζί της. Μου αρέσει αυτό είναι σίγουρο.} Τη σκεφτόταν όλο το βράδυ. Ανυπομονούσε να τη δει πάλι. Να την κρατήσει στην αγκαλιά του και πάλι.
    Ο Έντουαρντ βρισκόταν ήδη στο λεωφορείο για να συναντηθεί με την Μπέλα στο \Σπίτι μου/ όταν άκουσε δύο κορίτσια πίσω του να συζητάνε.
    -«Δεν το ήξερα! Πλάκα κάνεις.. Ελπίζω να είναι κάτι περαστικό.» Ακούστηκε να λέει η μια κοπέλα..
    -«Δυστυχώς δεν είναι. Αλλά η κακομοίρα η Μπέλα δεν το έχει πει και σε κανέναν. Εμένα μου το είπε η μαμά μου από το ιατρείο της σχολής για αυτό μην το πεις σε κανέναν.» Της απάντησε η άλλη κοπέλα. Στο άκουσμα του ονόματός της ο Έντουαρντ πάγωσε. {Να λένε για τη δική του Μπέλα; Τί συνέβαινε στη Μπέλλα; Τί του έκριβε; Να τη ρωτήσει; Ή να την αφήσει να του το πει μόνη της;} σκεφτόταν τόσα πράγματα όταν κατέβηκε από το λεωφορείο και την αντίκρυσε. Του χαμογελούσε και είχε τα χέρια της ανοιχτά. Τον περίμενε να την αγκαλιάσει όπως κι έκανε. Όλο το βράδυ προσπάθησε να μη δείξει τίποτα ο Έντουαρντ αλλά η Μπέλα τον ήξερε αρκετά καλά πλέον.
    -«Τί έχεις Έντουαρντ; Όλο το βράδυ είσαι κάπως.»
    -«Υπάρχει κάτι που θα ήθελες να μου πεις για ‘σενα; Κάτι που τόσο καιρό δεν μου έχεις πει;»
    {Γίνεται; Μπορεί να ξέρει;} σκέφτηκε αυτόματα η Μπέλλα και πάγωσε. Οι φοβίες του Έντουαρντ εντείνονταν.
    -«Μπέλλα απάντησέ μου!! Υπάρχει κάτι για ‘σενα που θα έπρεπε να ξέρω;;;;»
    -«Πώς το έμαθες;»
    -«Πώς έμαθα τί Μπέλλα;»
    -«Τί ξέρεις;»
    -«Πες μου εσύ τί θα έπρεπε να ξέρω Μπέλλα. Πες μου επιτέλους!!»

    Eκείνη ήταν εκεί, είχε μείνει να τον κοιτά καθώς απομακρυνόταν. Του είχε αποκαλύψει την αλήθεια ή όσα δεν ήξερε τουλάχιστον. Ήξερε πως πλέον δε θα ήταν τίποτα το ίδιο. Το γεγονός ότι ο Έντουαρντ είχε μάθει για την κατάσταση της υγείας της ήταν κάτι που θα γινόταν αργά ή γρήγορα αλλά δεν ήθελε να το μάθει με αυτό τον τρόπο.
    Ο Έντουαρντ βρισκόταν ήδη στο δρόμο για το δωμάτιο του στην εστία όταν αποφάσισε να μην πάει. Θέλησε να πάει στο αγαπημένο του μέρος να σκεφτεί. Ο τρόπος που είχε μάθει για την κατάσταση της υγείας της Μπέλλα τον είχε πληγώσει. Νόμιζε πως δεν τον εμπιστευόταν παρ’ όλες τις στιγμές που είχαν περάσει μαζί και το γεγονός ότι της είχε ανοιχτεί τόσο πολύ. Ή μήπως φοβόταν πως αν το μάθει εκείνος θα πάψει να την αγαπάει; Ή ότι θα μείνει μαζί της μόνο από οίκτο. {Όχι! Δεν είναι δυνατόν να τα σκέφτηκε αυτά για μένα..} Λίγες ώρες αργότερα και ενώ ξημέρωνε, ο θυμός προς την Μπέλλα είχε μετατραπεί σε θυμό προς τον εαυτό του. {Τί έκανα; Έφυγα και την άφησα μόνη της. Τώρα, τώρα που με είχε ανάγκη έφυγα από δίπλα της και της έδειξα το αντίθετο από όσα της είχα δείξει μέχρι τώρα... Πρέπει να την κάνω να το δει. Την αγαπάω}
    Είχε πλέον ξημερώσει και ο Έντουαρντ βρισκόταν ακόμη δίπλα στη λίμνη. Είχε σκεφτεί τόσα πράγματα, όσα είχε ονειρευτεί και συνειδητοποιήσει πως ήθελε να κάνει με την Μπέλα αλλά δε θα είχε πλέον το χρόνο να το κάνει. Ή όχι; «Θα τα καταφέρω. Θα της δείξω την αγάπη μου. Το αξίζει.
    {Το περίμενα πως θα με άφηνε. Το ήξερα πως δε θα το άντεχε. Μα ούτε για μία στιγμή δε σκέφτηκε ότι δεν του το είπα γιατί δεν ήθελα να με λυπάται; Δεν το καταλαβαίνω. Ποιος θέλει να ζει με τον οίκτο των άλλων; Τώρα όσο θα τον βλέπω και θα με βλέπει θα γίνεται όλο και πιο δύσκολο.}
    Μετά από ώρες το τηλέφωνό της χτύπησε «Μπέλα; Μπέλα μωρό μου που είσαι;Σε παίρνω τόσες ώρες. Σε παρακαλώ άκουσέ με..»
    -«Έντουαρντ; Έντουαρντ δεν είναι ανάγκη να πεις τίποτα. Σου το είχα πει....»
    -«Μπέλα μωρό μου τί λες; Να σε δω για λίγο, σε παρακαλώ να μιλήσουμε. Θα σε περιμένω σε 10 λεπτά στο πάρκο.»
    -«Έντουαρντ δε θα με ξαναδείς οπότε το καλύτερο είναι να το αφήσουμε όπως..»
    -«Στο πάρκο αγάπη μου σε 10 λεπτά. Σε παρακαλώ έλα..»

    Είχε ήδη βραδυάσει και εμφανίστηκε ακριβώς μετά από 10 λεπτά. Ο Έντουαρντ δεν άντεξε και έτρεξε προς το μέρος της. Ταυτόχρονα ο ένας έπεσε στην αγκαλιά του άλλου. «Μπέλα μωρό μου, συγνώμη, θέλω να με συγχωρέσεις, δε ξέρω γιατί το έκανα αυτό. Έπρεπε να μείνω μαζί σου, να μη σε αφήσω, αλλά σκέψου κι εσύ τη θέση μου. Το άκουσα κατα τύχη στο δρόμο εχθές. Θα μπορούσες να μου το έχεις πει μωρό μου.»
    -«Δεν ήθελα να με λυπάσαι.. Σου το είχα πει..» είπε η Μπέλα που μετα βίας συγκρατούσε τα δάκρυα της, «Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι. Έτσι είναι, εγώ το έχω αποδεκτεί, πρέπει κι εσύ για να μπορέσεις να με αφήσεις χωρίς ενοχές.»
    -«Τί λές; Ακούς τί λές; Ποτέ δε θα σε αφήσω!»
    Για λίγο σιωπή επικρατούσε ενώ ήταν ακόμη αγκαλιασμένοι. Ο Έντουαρντ είχε αρχίσει να της χαιδεύει το μάγουλο με τον αντίχειρα του και με το άλλο χέρι την αγκάλιαζε όλο και πιο σφιχτά..Κοιτάζονταν στα μάτια και κανένας τους δεν μιλούσε. Οι ματιές τους τα έλεγαν όλα. Ένιωθαν τόσα πράγματα ο ένας για τον άλλο σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Τα χείλη του ακούμπησαν απαλά τα δικά της. Η Μπέλα ανταποκρίθηκε.Το φιλί τους τόσο τρυφερό αλλά υπήρχε και ένταση σε αυτό το φιλί.Όλα τα συναισθήματά τους ήταν πλέον σε αυτό το φιλί, αλλά το σημαντικότερο όλων η αγάπη..
    -«Σου το είχα πει..» επανέλαβε σχεδόν ψιθυριστά μέσα από την ανάσα της η Μπέλα
    -«Έχεις δίκιο τώρα πλέον είναι αργά, μου το είχες πει, ναι, να μη σε ερωτευτώ, αλλά τώρα δεν είμαι ερωτευμένος μαζί σου...Τώρα..σε αγαπάω»
    Η Μπέλα πλέον δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα της. Άρχισαν να κυλάνε στο πρόσωπό της χωρίς να μπορεί να τα σταματήσει. Ο Έντουαρντ με μιας άρχισε να τα σκουπίσει με τον αντίχειρά του και να τη φιλάει τρυφερά.
    -«Σσσσς δε θέλω να σε βλέπω να κλαις..από εδώ και στο εξής θέλω μόνο να χαμογελάς αγάπη μου»
    «Σ’αγαπάω» του είπε και του χαμογέλασε.

    10χρόνια μετά και ο Έντουαρντ βρισκόταν στο πάρκο όπως εκείνη την ημέρα. Η Μπέλα του. Η δική του Μπέλα ήταν άρρωστη βαριά. Είχε καρκίνο και βρισκόταν στο τελικό στάδιο της μετάστασης. Γι’ αυτό όταν άρχισαν να κάνουν παρέα του ζήτησε να μην την ερωτευτεί. Δεν ήθελε να πληγωθεί κι εκείνος. Εκείνη το είχε αποδεκτεί αλλά δεν ήθελε να πονάνε άλλοι για αυτή.Τόσα χρόνια μετά και εκείνη η μέρα ήταν χαραγμένη μέσα του.. Δεν είχε ξεχάσει εκείνη την ημέρα. Κι ούτε θα τη ξεχνούσε ποτέ. Μια μέρα που πάντα θυμόταν με συγκίνηση και αγάπη. Τελικά ίσως και να είναι άγγελος, ο δικός του προσωπικός του άγγελος.. H τελευταία της λέξη ήταν πως τον αγαπάει..Τον βοήθησε να νιώσει την αγάπη και μόλις τα κατάφερε επέστρεψε εκεί που πραγματικά ήταν η θέση της, σκέφτηκε. «Αχ Μπέλα μου, αγάπη μου» ψιθύρισε και έστρεψε τηνματιά του στον ουρανό»



    kati
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    BELLA MARIE
    Charlie's Daughter
    BELLA MARIE


    Θηλυκό Λέων
    Ηλικία : 32
    Τόπος : Thessalonike
    Αριθμός μηνυμάτων : 17564
    Registration date : 26/02/2009

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Shield Against Mental Attacks

    Valentine Fanfic Contest- ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Valentine Fanfic Contest- ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ   Valentine Fanfic Contest- ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ I_icon_minitimeΠαρ 2 Μαρ 2012 - 22:13

    Ερωτευμένοι στην Βερόνα

    Bella Marie Swan





    Bella’s POV

    Πάντα ήθελα να ταξιδέψω στην Ιταλία. Η ευκαιρία αυτή μου δόθηκε, όταν δήλωσα συμμετοχή σε μια ομάδα εθελοντών που θα ταξίδευαν στη Βερόνα. Θα απαντούσα –μαζί με τους υπόλοιπους εθελοντές- σε γράμματα ερωτευμένων. Θα ήταν μια ενδιαφέρουσα εμπειρία. Όλοι μου έλεγαν ότι είχα ταλέντο στη συγγραφή κι ήξερα να δίνω συμβουλές. Ήλπιζα το συγγραφικό μου ταλέντο να αποδεικνυόταν χρήσιμο στην νέα μου δουλειά.
    Το πρωί της αναχώρησης, ξύπνησα πολύ πρωί. Είχα υπερένταση και άγχος. Ποτέ δεν είχα ταξιδέψει σε μια ξένη πόλη, αλλά τα ιταλικά μου τουλάχιστον ήταν εξαίσια.
    Είχα αγοράσει ένα αγγλο-ιταλικό λεξικό, στην περίπτωση που δεν τα θυμόμουν, κι έναν οδηγό με τα αξιοθέατα της πόλης. Πάντα μου άρεσε να πηγαίνω σε μουσεία, θέατρα και γκαλερί, αλλά δεν είχα δει τίποτα άλλο πέρα από τα μουσεία της Αμερικής.
    Καθώς πλησίαζε η ώρα να φύγω για το αεροδρόμιο, ήπια γρήγορα τον καφέ μου και κατάπια ένα μπαρ δημητριακών καθώς φορούσα το μπουφάν μου. Τότε, το κινητό μου χτύπησε. Ήταν η Άλις.
    «Μπέλλα, που είσαι; Σε λίγο θα φύγουμε!» είπε αυστηρά.
    «Τώρα φεύγω από το σπίτι.» απάντησα. «Δεν θα αργήσω, το υπόσχομαι.»
    Έκλεισα το τηλέφωνο, λέγοντας ότι βιαζόμουν. Πήρα τις βαλίτσες μου, κλείδωσα την πόρτα και βγήκα από το σπίτι.

    Όταν έφτασα στο αεροδρόμιο, η Άλις με πλησίασε με γρήγορα, κοφτά βήματα, λέγοντας μου βουβά ότι την είχα άσχημα που άργησα. Μου χαμογέλασε, και το άγχος μου, για το τι θα άκουγα εξαιτίας της αφηρημάδας μου, εξατμίστηκε.
    Καθώς όλοι οι εθελοντές είχαν συγκεντρωθεί, και επιπλέον το αεροπλάνο για Βερόνα πετούσε σε λίγα λεπτά, επιβιβαστήκαμε στο αεροπλάνο.
    Βρήκαμε τις θέσεις μας στην Ά θέση του αεροπλάνου, που ήταν κλεισμένες ειδικά για τους εθελοντές. Κάθισα αναπαυτικά και άρχισα να διαβάζω το βιβλίο που αγόρασα χθες, για να με απασχολήσει στην πτήση.

    Edward’s POV

    Την ώρα που έφτασα στο αεροδρόμιο με τον Τζάσπερ, τον αδερφό μου, το αεροπλάνο είχε φύγει.
    Ο Τζάσπερ έφτασε ξέπνοος πίσω μου από το τρέξιμο, φορτωμένος με τις βαλίτσες του.
    Τον κοίταξα, απογοητευμένος. Δεν ήταν η πρώτη φορά που χάναμε μια πτήση, εξαιτίας της αφηρημάδας του.
    Έβγαλα το κινητό μου και κάλεσα την Σούζαν, την επικεφαλής της ομάδας των εθελοντών. Ήλπιζα να μπορούσαμε ακόμα να συμμετέχουμε στην ομάδα.
    «Παρακαλώ;» Αναγνώρισα την ένρινη φωνή της Σούζαν, που την χρησιμοποιούσε κάθε φορά που της μιλούσα. Μπορούσα σχεδόν να τη φανταστώ να πεταρίζει τα βλέφαρά της.
    «Καλημέρα, Σούζαν. Συγνώμη για την απουσία μας, αλλά ο Τζάσπερ άργησε να ξυπνήσει. Θα πάρουμε το αμέσως επόμενο αεροπλάνο και θα έρθουμε να σας βρούμε.»
    «Ωραία, κανένα πρόβλημα, Έντουαρντ!» Η φωνή της, υπερβολικά γλυκιά καθώς έλεγε το όνομά μου. Όπως πάντα.
    Την ευχαρίστησα και έκλεισα γρήγορα το τηλέφωνο. Κοίταξα τον Τζάσπερ. Είχα καθίσει πάνω στις βαλίτσες του, με το πρόσωπό του μέσα στα χέρια του. Φαινόταν λυπημένος. Τον πλησίασα χαμογελώντας.
    «Σκέψου και την θετική πλευρά! Τουλάχιστον δεν μας έδιωξαν!» Το πρόσωπο του Τζάσπερ ήταν ακόμα λυπημένο, καθώς με κοίταζε.
    «Ε, και λοιπόν; Πάντα αργούμε, εξαιτίας μου. Εγώ φταίω. Συγνώμη.»
    Κάθισα δίπλα του, κι εγώ πάνω στις βαλίτσες μου, καθώς περιμέναμε την επόμενη πτήση.
    Πήγα στο εκδοτήριο των εισιτηρίων, για να μάθω πότε ακριβώς θα φεύγαμε.
    «Συγνώμη, δεσποινίς;»
    Η κοπέλα στο ταμείο, μια μελαχρινή εικοσάχρονη, γύρισε στο κάλεσμά μου. Τα μάτια της περιπλανήθηκαν λίγο στο πρόσωπό μου, εκστασιασμένη. Μετά, χαμογέλασε πλατιά και πετάρισε τα βλέφαρά της.
    «Παρακαλώ, κύριε, πείτε μου.»
    «Θα ήθελα να μάθω πότε φεύγει η επόμενη πτήση για Βερόνα.»
    «Είσαστε με το γκρουπ των εθελοντών;» ρώτησε, κοιτώντας πίσω μου, προφανώς προς τον Τζάσπερ.
    Απάντησα καταφατικά. «Θα μπορούσα παρακαλώ πολύ να έχω τα εισιτήριά σας;»
    Της έδωσα τα εισιτήρια. Εκείνη πληκτρολόγησε κάτι αριθμούς σε ένα πληκτρολόγιο. Δεν μου τα έδωσε πίσω.
    «Η πτήση σας φεύγει σε λίγα λεπτά. Σας συμβουλεύω να επιβιβαστείτε αμέσως.»
    «Ευχαριστώ πολύ.» είπα και γύρισα στον Τζάσπερ.
    «Λοιπόν;» ρώτησε εκείνος.
    «Μάζεψε τις βαλίτσες σου. Πετάμε για Βερόνα!»

    Bella’s POV

    Δεν είχα καταλάβει ότι κοιμόμουν, ώσπου ένιωσα το απαλό άγγιγμα της Άλις, που προσπαθούσε να με ξυπνήσει. Είχαμε φτάσει; Δεν ήξερα. Έπρεπε να ξυπνήσω και να ρωτήσω.
    «Άλις;» ρώτησα με αγωνία. «Φτάσαμε;»
    «Ναι.» απάντησε. «Πρέπει να κατεβούμε.»
    Οι βαλίτσες μου ήταν δίπλα στο κάθισμά μου. Προφανώς η Άλις τις είχε βγάλει, για μένα. Την ευχαρίστησα και κατέβηκα αργά τα σκαλιά του αεροπλάνου. Το θέμα της ισορροπίας μου υπήρχε ακόμα, από τότε που ήμουν παιδί. Άρα, εφόσον ήμουν φορτωμένη με βαλίτσες, υπήρχε άμεσος κίνδυνος να πατήσω κάποιο λουρί στις τσάντες μου και να πέσω κάτω. Η Άλις, συμμεριζόμενη την ανησυχία μου, με κρατούσε σφιχτά από το μπράτσο.
    Στο αεροδρόμιο, μας περίμεναν κάποια αυτοκίνητα, όπου θα μας μετέφεραν στο ξενοδοχείο μας. Μπήκαμε σε ένα. Έβγαλα τα ακουστικά από το σακίδιο που είχα μαζί μου και τα συνέδεσα στο mp3 μου. Έβαλα το αγαπημένο μου τραγούδι και απόλαυσα τη διαδρομή ως το ξενοδοχείο.

    Όταν φτάσαμε στο ξενοδοχείο, η Σούζαν έδειξε στον καθένα το δωμάτιό του. Η Άλις κι εγώ θα μέναμε στο ίδιο δωμάτιο. Τακτοποιήσαμε τα πράγματά μας και καθίσαμε λίγο, να ξεκουραστούμε από το ταξίδι. Εγώ, βέβαια ήθελα να κάνω μια εξόρμηση στην πόλη, αλλά η Άλις ήταν πολύ κουρασμένη. Την άφησα να κοιμηθεί και, εξοπλισμένη με το λεξικό και τον οδηγό μου, πήρα ένα ταξί για να εξερευνήσω την πόλη.
    Πρώτα απ’όλα, πήγα να δω το Κολοσσαίο. Ήταν το μεγαλύτερο και πιο μεγαλοπρεπές κτήριο που είχα δει. Αργότερα, πήγα για φαγητό. Δοκίμασα τις ιταλικές σπεσιαλιτέ και ήταν εξαίσιες.
    Αργά το απόγευμα, καθώς έψαχνα ένα ταξί, απορροφημένη στον οδηγό μου, κάτι σταμάτησε τον δρόμο μου και με έριξε κάτω. Έκλεισα το βιβλίο και κοίταξα ψηλά. Ένας πανέμορφος άντρας με κοιτούσε, με υπέροχα καστανά μάτια και καστανοκόκκινα μαλλιά, προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε συμβεί. Προσπάθησα να ζητήσω συγνώμη. Προφανώς ο κύριος ήταν Ιταλός.
    «Mi scusi, signore!» - Συγνώμη, κύριε!
    «Nessun problema, signorina!» - Κανένα πρόβλημα, δεσποινίς!
    Με σήκωσε στα χέρια του, βοηθώντας με. Τον ευχαρίστησα γρήγορα, μπερδεύοντας την γλώσσα μου, και μπήκα στο ταξί που είχε μόλις σταματήσει μπροστά μου.


    Edward’s POV

    Καθώς επέστρεφα στο νοσοκομείο, σκεφτόμουν την κοπέλα που είχε πέσει πάνω μου. Τόσο όμορφη όταν κοκκίνισε, καθώς με κοίταζε. Τα άπταιστα ιταλικά και η άψογη προφορά μαρτυρούσαν ότι ήταν Ιταλίδα.
    Γύρισα στο ξενοδοχείο και πήγα κατευθείαν στο δωμάτιο. Δεν είχα όρεξη να βγω. Ο Τζάσπερ οργάνωνε μια μεγαλοπρεπή έξοδο με τα υπόλοιπα αγόρια της ομάδας. Του είπα μια βεβιασμένη «καληνύχτα», να περάσει καλά και πήγα για ύπνο. Έσβησα το φως, καθώς η ωραία άγνωστη φώτιζε τα όνειρά μου μέσα στο σκοτάδι.
    Το άλλο πρωί, πέρασα πάλι από εκείνο το σημείο όπου την είχα πρωτοδεί. Αλλά, δεν την είδα. Καθώς περπατούσα στο κέντρο της πόλης, προσπαθούσα να ανακαλέσω το πρόσωπό της, μήπως και καταφέρω να την αναγνωρίσω ανάμεσα στα κορίτσια που περνούσαν δίπλα μου. Όλες με κοιτούσαν με ενδιαφέρον, αλλά δυσαρεστούνταν όταν δεν τους έριχνα μια δεύτερη ματιά.
    Τις επόμενες μέρες ένιωθα μια απέραντη νοσταλγία, μια μελαγχολία, κάτι που δεν είχα ξανανιώσει. Ήθελα να ξαναδώ εκείνη την άγνωστη, να ξανανιώσω τον ηλεκτρισμό που διαπέρασε τα χέρια μου, όταν την έπιασα. Εκείνη τη στιγμή, θυμήθηκα τον λόγο για τον οποίο είχα έρθει εδώ, θυμήθηκα την «Ιουλιέτα της Βερόνας». Αποφάσισα να γράψω ένα γράμμα, περιγράφοντας το πρόβλημά μου. Μπορεί κάποια από τις εθελόντριες να μπορούσε να με βοηθήσει.
    Καθώς σκεφτόμουν τι να γράψω, η εικόνα της γέμιζα πάλι το μυαλό μου. Γέμισα τη σελίδα με το πρόβλημά μου.
    Έκλεισα το γράμμα σε έναν φάκελο και το έριξα κάτω από τη πόρτα του δωματίου μιας από τις εθελόντριες. Έφυγα γρήγορα, ελπίζοντας ότι κάποια θα μπορούσε να με βοηθήσει.


    Bella’s POV
    «Μπέλλα! Μπέλλα!» Η φωνή της Άλις ακουγόταν ενθουσιώδης.
    «Τι είναι, Άλις;» απάντησα βαριεστημένα.
    «Έχουμε ένα γράμμα! Το πρώτο μας γράμμα!!»
    Σήκωσα τα μάτια μου. «Από ποιον;»
    Η ανυπομονησία και ο ενθουσιασμός της έσβησαν μονομιάς.
    «Δεν ξέρω… Θα μπορούσαμε όμως να καταλάβουμε κάτι, αν διαβάσουμε το γράμμα.»
    Μου έδωσε το γράμμα κι εγώ το πήρα στα χέρια μου, κοιτάζοντας τον κομψό γραφικό χαρακτήρα.
    Άνοιξα τον φάκελο και διάβασα δυνατά το περιεχόμενό του:

    Αγαπητή Ιουλιέτα, είμαι ο Έντουαρντ και σου γράφω το πρόβλημα μου. Πριν λίγες μέρες έφτασα στην Βερόνα και έπεσα πάνω σε μια κοπέλα. Είμαι ερωτευμένος μαζί της, αλλά όσο κι αν έψαξα, δεν την έχω βρει έως τώρα. Δεν έχω το τηλέφωνό της, ή κάποιο άλλο στοιχείο για να την βρω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι μιλάει άπταιστα ιταλικά και είναι πολύ όμορφη, σαν οπτασία, με υπέροχα καστανά μαλλιά και σοκολατένια μάτια, που χάνεσαι μέσα τους. Θα μπορούσες να με βοηθήσεις;
    Φιλικά, Έντουαρντ Κάλεν.
    Ήμουν μπερδεμένη. Ο Έντουαρντ Κάλεν, το ομορφότερο αγόρι που είχα δει ποτέ, ήταν ερωτευμένος μαζί μου; Και νόμιζε ότι ήμουν ιταλίδα;
    Η Άλις ήταν εξίσου μπερδεμένη με εμένα.
    Διαβάσαμε το γράμμα πολλές φορές, προσπαθώντας να καταλάβουμε. Εκείνη τη στιγμή, μια ιδέα άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό μου. Εφόσον ήμουν «η Ιουλιέτα», θα έπρεπε να του απαντήσω. Άρχισα να σκέφτομαι την απάντηση, αλλά υπήρχε ξαφνικά μόνο μία απάντηση.
    Έγραψα την απάντηση μου σε ένα χαρτί και την έκλεισα στον ίδιο φάκελο. Βρήκα το δωμάτιο του Έντουαρντ και έριξα το γράμμα στη σχισμή κάτω από την πόρτα.

    Edward’s POV

    Ήμουν απογοητευμένος. Δεν είχα λάβει ακόμα απάντηση και, όπως φαινόταν, δεν θα λάβαινα ποτέ. Αλλά, έκανα λάθος.
    Ένα γράμμα πρόβαλλε κάτω από την πόρτα μου. Το πήρα στα χέρια μου και τότε πρόσεξα ότι ήταν ο ίδιος φάκελος που είχα στείλει το γράμμα μου. Τον άνοιξα γρήγορα, με τρεμάμενα χέρια. Το μόνο που βρισκόταν μέσα ήταν ένα μικρό χαρτάκι.
    Άνοιξε την πόρτα.
    Φιλικά, Ιουλιέτα.
    Άνοιξα την πόρτα περίεργος. Και τότε την είδα. Το ίδιο κορίτσι που είχε πέσει πάνω μου εκείνη τη μέρα. Κρατούσε ένα χαρτί στα χέρια της, που έλεγε «ΚΙ ΕΓΩ Σ’ΑΓΑΠΩ».
    Την τράβηξα κοντά μου από την μέση και την φίλησα. Όταν την άφησα, την κοίταζα προσεκτικά, γεμάτος δέος και έκπληξη. Τότε θυμήθηκα ότι πλησίαζε η μέρα του Αγίου Βαλεντίνου.
    «Αυτό είναι το ωραιότερο δώρο του Αγίου Βαλεντίνου που μου έχουν κάνει ποτέ.»
    Κι έσκυψα για άλλη μια φορά να φιλήσω απαλά τα χείλη της…



    Bella Marie Swan
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
     
    Valentine Fanfic Contest- ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ
    Επιστροφή στην κορυφή 
    Σελίδα 1 από 1
     Παρόμοια θέματα
    -

    Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτήΔεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
    Bella And Edward :: Midnight Inspirations :: Forum Contests-
    Μετάβαση σε: