DAN
Πρώτη εποχή: Έρωτας με την πρώτη βολή
Τυφλός ο έρως.
~Θεόκριτος - [ 3ος π.Χ. ] - Αρχαίος Έλληνας ποιητής
Όπου υπάρχει μεγάλη αγάπη, υπάρχουν πάντα θαύματα.
~Willa Cather - [ 1873-1947 ] - Αμερικανίδα αρθογράφος & συγγραφέας
Τα μεγάλα πάθη είναι τόσο σπάνια όσο και οι μεγαλοφυΐες.
~ Ζαν-Ζακ Ρουσσώ - [ 1712-1778 ] - Γαλλοελβετός φιλόσοφος
Οι μεγάλες ερωτικές σχέσεις είναι αδιέξοδες. Φανταστείτε ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα να είχαν παντρευτεί και να είχαν κάνει παιδιά!
~Ανώνυμος -
https://www.youtube.com/watch?v=QWaqqWUfnegΟ υπηρέτης περπατούσε αναστατωμένος ανάμεσα από τους κορινθιακού ρυθμού κίονες με γρήγορο βηματισμό, χωρίς να βλέπει την εκπληκτική θέα που διαγραφόταν στα κενά μεταξύ των κιόνων. Μια θέα που κανείς θνητός δε μπόρεσε ποτέ να αντικρίσει.
Δε σταμάτησε ούτε όταν ένα κάτασπρο φτερωτό άλογο φάνηκε στον ορίζοντα και χλιμιντρίζοντας τον πλησίασε.
«Πήγασε, δεν έχω χρόνο για τέτοια», είπε βιαστικά και επέστρεψε στους λογισμούς του, αφήνοντας τον Πήγασο να κλαψουρίζει.
Θυμήθηκε τον φτερωτό νεαρό που εμφανίστηκε το πρωί μπροστά του και ζήτησε ακρόαση από την αφέντρα του. Ο άγνωστος είχε επιμείνει να τον ακολουθήσει αντί να περιμένει στην υποδοχή, όπως έκαναν όλοι. Επέτρεψε στον εαυτό του να ρίξει μια κλεφτή ματιά στο νεαρό, ο οποίος τώρα είχε σταματήσει για να αγκαλιάσει τον Πήγασο. Κάτι του θύμιζε αυτό το πρόσωπο με τα λεπτά, ευγενικά χαρακτηριστικά αλλά δε μπορούσε να καταλάβει ποιος ήταν.
Λίγα μέτρα πριν φτάσει σε δυο κίονες που οριοθετούσαν το τέλος του μακροσκελούς διαδρόμου, σταμάτησε.
«Περίμενε εδώ», απευθύνθηκε στον άγνωστο.
«Όπως επιθυμείς», απάντησε με τη γλυκιά και βελούδινη φωνή του.
Στο άκουσμα της ο υπηρέτης θυμήθηκε τη γυναίκα που άφησε στη γη όταν ο Κεραύνιος τον μετέφερε εδώ, προσφέροντας του αθανασία.
Προχώρησε μπροστά και ακούμπησε τις παλάμες του στο υφαντό που σε εμπόδιζε να δεις τι εξελισσόταν στην άλλη μεριά και το οποίο απεικόνιζε τη γέννηση της αφέντρας του.
Διάφορα χαχανητά ακουγόταν και ο υπηρέτης αναστέναξε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουγε την Κνιδία να απατά τον άντρα της.
«Εγώ ο Γανυμήδης, πρώην οινοχόος των θεών και νυν υπηρέτης της Ουρανίας και Πανδήμου και Αποστρόφους Αφροδίτης, ζητώ να περάσω», ανήγγειλε φωναχτά.
Οι φωνές σταμάτησαν ενώ μια απαλή φωνή ακούστηκε να ψιθυρίζει «Γρήγορα, φύγε». Μετά από λίγα δευτερόλεπτα η ίδια φωνή απάντησε «Εγώ η Αφροδίτη, κόρη του Ουρανού και θεά της ομορφιάς, του έρωτα και της γονιμότητας σου δίνω την άδεια να περάσεις».
Ο Γανυμήδης προχώρησε και όπως κάθε φορά που έβλεπε την Αφροδίτη, η ανάσα του κόπηκε. Η αφέντρα του είχε προφανώς μόλις βγει από το λουτρό και η πετσέτα που είχε τυλίξει γύρω από το σώμα της, άφηνε πολλά ακάλυπτα σημεία από το τέλειο σε αναλογίες κορμί της. Με μια κίνηση του χεριού της η πετσέτα ξαφνικά χωρίστηκε σε διάφορα κομμάτια και άρχισε να παίρνει διαφορετικά σχήματα και χρώματα.
Το μεγαλύτερο σχημάτισε ένα φόρεμα στις αποχρώσεις της φλόγας. Αποτελούταν από ένα στράπλες μπούστο σε ίσια γραμμή με ζάρες. Το πίσω μέρος του μετατράπηκε σε μία μεγάλη ζωηρή ουρά που σχημάτιζε σχέδια από τούλι. Τα μικρότερα βάφτηκαν φουξ και πήραν την μορφή ενός φακέλου και ενός ζευγαριού ψηλών πέδιλων με ένα μισό ανάποδο φιόγκο. Τα χείλη της κοκκίνισαν και τα μαλλιά της πιάστηκαν προς τα πίσω.
«Τι θέλεις Γανυμήδη;», ρώτησε η θεά του έρωτα καθώς φορούσε ένα κολιέ με κοραλλί χάντρες.
«Ένας φτερωτός νεαρός ζητά ακρόαση», απάντησε όταν συνήλθε. Θα την συνηθίσω ποτέ; ,αναρωτήθηκε.
«Πέρασε μέσα ξένε», φώναξε η θεά.
«Με θέλετε τίποτα άλλο, κυρία;», είπε ο Γανυμήδης καθώς ο άγνωστος έμπαινε μέσα. Έπρεπε να επιστρέψει στην υποδοχή και ίσως να κάνει μια βόλτα με τον Πήγασο. Είχε ανάγκη λίγο καθαρό αέρα.
«Όχι, μπορείς να αποχωρήσεις». Η θεά κάθισε στην πολυθρόνα της και σταύρωσε τα πόδια της κοιτώντας τον νεαρό. Η ομοιότητα τους ήταν τρομακτική.
Ο πανέμορφος νεαρός περίμενε μέχρι να βγει ο Γανυμήδης και έπειτα μίλησε.«Τι κάνετε μητέρα;»
«Έρωτα, τι κάνεις εδώ;», απαίτησε να μάθει η Αφροδίτη.
«Και εγώ χαίρομαι που σας βλέπω μητέρα. Τι κάνουν ο πατέρας και τα αδέρφια μου; Έγιναν υπεύθυνοι για έναν ακόμη πόλεμο;», συνέχισε χαμογελώντας ειρωνικά.
«Υιέ, άσε τις ειρωνείες και μην αποφεύγεις την ερώτηση μου. Τι θες;», επέμεινε.
«Ξεχάσατε μητέρα τι μέρα είναι σήμερα;». Το πρόσωπο του είχε μια μικρή δόση απορίας και θλίψης.
«Ξέρω ότι είναι τα γενέθλια σου σήμερα, Έρωτα. Αλλά τα τελευταία χρόνια δεν με επισκέπτεσαι ποτέ. Προτιμάς να κάθεσαι με τη θνητή γυναίκα σου», χλεύασε. Ποτέ δεν είχε συμπαθήσει την νύφη της. Ζήλευε ότι αν και θνητή, πολλοί σύγκριναν την ομορφιά μαζί με τη δική της.
Τα μάτια του Έρωτα πήραν φωτιά.«Πόσες φορές πρέπει να σου επισημάνω ότι δεν είναι θνητή;» .Πήρε μια βαθιά προσπαθώντας να ηρεμήσει.«Δε θέλω να ξαναμαλώσουμε. Έτσι και αλλιώς έχω να σου πω κάτι που θα σε χαροποιήσει».
«Τι;», ρώτησε με τη περιέργεια να έχει διαγραφεί σε όλο το πρόσωπό της.
«Χώρισα με τη Ψυχή», απάντησε στεναχωρημένος.
Η Αφροδίτη για μια στιγμή σάστισε και μετά έτρεξε να αγκαλιάσει το γιο της χαμογελώντας.«Έχεις τόσο καλά νέα και δε τα λες από την αρχή; Δε θέλω να σου πω ¨στα έλεγα εγώ¨ αλλά στα έλεγα εγώ»
Ο Έρωτας αναστέναξε και τραβήχτηκε πίσω κοιτώντας την στα μάτια.«Δεν ήρθα μόνο για αυτό. Πρέπει να επιστρέψω στα καθήκοντα μου. Τα παράτησα όσο ήμουν με την Ψυχή».
Την Αφροδίτη όμως κάτι άλλο την είχε ξαφνιάσει.
«Πού τα βρήκες τα μάτια;».
«Είναι της Ψυχής. Μπορούμε να επιστρέψουμε λίγο στο θέμα μου;», επέμεινε.
«Εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα. Πρέπει να παραδεχτώ ότι μου έχει λείψει. Οι μεγάλοι έρωτες σταμάτησαν όταν παντρεύτηκες εσύ», τον κατηγόρησε.
«Ωραία τότε δεν υπάρχει λόγος να καθυστερούμε», είπε και χτυπώντας τον αντίχειρα με τον μέσο, εμφανίστηκε ένα τόξο με δύο βέλη.
Έβαλε και τα δυο βέλη στο περίτεχνο τόξο, δώρο της Άρτεμης, και τεντώνοντας τη χορδή ετοιμάστηκε να στοχεύσει.
«Περίμενε», φώναξε η Αφροδίτη.«Δε διάλεξα ακόμη χώρα. Λοιπόν άσε με να σκεφτώ». Μια υδρόγειος σφαίρα εμφανίστηκε στα χέρια της και η Αφροδίτη άρχισε να τη γυρίζει. «Ας τιμήσω την πατρίδα μου. Στείλε τα στην Ελλάδα», κατέληξε, βάζοντας το μακρύ δάχτυλο της πάνω στη μικρή χώρα.
«Ωραία», είπε ο Έρωτας και έκλεισε τα μάτια του για να θυμηθεί το τελετουργικό.
«Κάθε μέρα το τόξο μου κρατώ
αμέτοχος μένοντας για πολύ καιρό,
τα βέλη αυτά τώρα ευλογώ
την αγάπη να φέρουν σε ένα ζευγάρι τυχερό», είπε και άφησε τη χορδή.
«Εγώ η Αφροδίτη ευλογώ αυτά τα βέλη να φτάσουν με ασφάλεια στον προορισμό τους», είπε καθώς δέκα κάτασπρα περιστέρια εμφανιστήκαν και άρχισαν να συνοδεύουν τα βέλη, τα οποία άφηναν ατμούς που σχημάτιζαν τριαντάφυλλα, μυρτιές και καρδούλες.
●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●
…
●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●
Την ίδια στιγμή σε ένα δρόμο της Θεσσαλονίκης εξελισσόταν ένα σύνηθες φαινόμενο.
«Όχι ρε γαμώ την Παναχαϊκή μου γαμώ», σφύριξε μέσα από τα δόντια του ο Βαλεντίνος. Μόλις είχε τρακάρει τη μερσεντές που αγόρασε χθες. Και για όλα έφταιγε αυτός ο άχρηστος οδηγός που πέρασε τη πινακίδα με το στοπ χωρίς να σταματήσει.
Βγήκε από το αυτοκίνητο και άρχισε να το επιθεωρεί για τυχόν γρατσουνιές.«Ευτυχώς Θεέ μου», ψιθύρισε ανακουφισμένος μόλις συνειδητοποίησε ότι η λατρεία του ήταν άθικτη εκτός από μια μικροσκοπική χαρακιά στο μπροστινό μέρος.
«Πόσο μαλάκας παίζει να είσαι; Ολόκληρο πορτοκαλί φως άναψε. Ξέρεις όταν το φανάρι γίνεται πορτοκαλί δεν είναι για να αυξήσεις ταχύτητα αλλά για να μειώσεις!», φώναξε μια γυναίκα μπροστά από ένα κατεστραμμένο αμάξι.
Ήταν ψηλή με επιβλητική ομορφιά αλλά ο Βαλεντίνος δεν είχε χρόνο για τέτοια. Κανείς δε του είχε ξαναμιλήσει τόσο προσβλητικά και σίγουρα δε θα το άφηνε να περάσει έτσι.
«Τι μιλάς κυρά μου; Έχεις ακούσει για μια γλώσσα που λέγεται αγγλική; Σε αυτή όταν διαβάζεις στοπ σταματάς, δεν πατάς το γκάζι!», απάντησε συγχυσμένος αλλά παράλληλα ανακουφισμένος που δε του άνηκε αυτή η στραπατσαρισμένη κόκκινη Τζουλιέτα.
«Ποια είπες κυρά μου, ρε μαλακισμένο καθίκι; Κυρά μου να πεις τη μάνα σου που ανέθρεψε έναν κόπανο σαν εσένα!».
«Άκου να σου πω πορνίδιο, δε θα ξαναπιάσεις τη μάνα μου στο στόμα σου αλλιώς θα φροντίσω να στο κλείσω εγώ ο ίδιος», είπε θυμωμένος πλησιάζοντας απειλητικά.
«Σιγά τα αίματα», απάντησε η γυναίκα και έκανε ένα βήμα μπροστά ώστε να είναι πρόσωπο με πρόσωπο με τον Βαλεντίνος.
Εκείνη τη στιγμή ένας κεραυνός έσκισε τον ουρανό και ο Βαλεντίνος με τη γυναίκα ένιωσαν ένα πόνο στην καρδιά. Θα ορκίζονταν μάλιστα ότι είδαν και δέκα λευκά περιστέρια να πετάν από πάνω τους αλλά το πιο πιθανό ήταν να είχαν παραισθήσεις από το ξαφνικό έντονο πόνο.
«Εεε συγγνώμη για όσα είπα πριν. Εγώ έφταιγα, έπρεπε να είχα σταματήσει στο φανάρι», απολογήθηκε ο Βαλεντίνος που βρήκε πρώτος την ψυχραιμία του.
Είχε αρχίσει να προσέχει τα καστανά μαλλιά της γυναίκας που κάλυπταν το λευκό δέρμα του λαιμού της και το πανέμορφο φόρεμα στην απόχρωση του φούξια που έφτανε μέχρι το γόνατο. Η φούστα του φορέματος της αναδείκνυε τις στρόγγυλες καμπύλες της. Στο μπούστο σχηματιζόταν ελαφρά ένας φιόγκος. Το βλέμμα του μεταφέρθηκε στα λεπτά της χέρια που κρατούσαν μία βελούδινη τσάντα σε μπλε και μοβ χρώμα. Μικρά φιογκάκια διακοσμούσαν το πάνω μέρος της τσάντας δίνοντας ένα πιο κοριτσίστικο τόνο. Τέλος την προσοχή του τράβηξε ένα ζευγάρι δερμάτινων πέδιλων σε καφέ και μαύρο χρώμα που του θύμιζε κάτι από τις αμαζόνες. Ήταν εκθαμβωτική.
Πρόσεξε ότι τα γαλάζια μάτια της τον κοιτούσαν και τα μάγουλα του βάφτηκαν με το ίδιο χρώμα των χειλών της.
«Όχι, εγώ συγγνώμη. Δεν έπρεπε να είχα σου είχα μιλήσει έτσι όταν εγώ έφταιγα».
Μετά από ένα λεπτό αμηχανίας που και οι δυο χαμογελούσαν χωρίς να ξέρουν γιατί, ο Βαλεντίνος έτεινε το χέρι του.
«Βαλεντίνος», είπε χαμογελώντας.
«Αφροδίτη», απάντησε κρατώντας το χέρι του παραπάνω από ότι ήταν πρέπων.
«Τι θα γίνει επιτέλους; Θα πάρετε τα αυτοκίνητα σας για να πάμε και εμείς στις δουλειές μας;», φώναξε ένας μουσάτος άντρας που είχε βγάλει το πελώριο κεφάλι του έξω από το παράθυρο του ταξί του.
«Ναι αμέσως κύριε», απάντησε ο Βαλεντίνος και βγάζοντας το πανάκριβο κινητό του, άρχισε να πατά τα από ζαφείρι κουμπιά του για να καλέσει την οδική βοήθεια.
«Τι κάνεις εκεί;», ρώτησε η Αφροδίτη.«Αφού και τα δυο αυτοκίνητα είναι ακέραια γιατί καλείς την οδική βοήθεια;»
«Μα το δικό σου είναι…», άρχισε να λέει αλλά πρόσεξε ότι η Τζουλιέτα ήταν σα να την είχε μόλις αγοράσει. Πήγε και κοίταξε το σημείο που υπήρχε λίγο πριν η γρατζουνιά στην Μερσεντέζ του. Δεν υπήρχε τίποτα. Μάλλον δεν είχε γίνει καμιά ζημιά, απλώς η σύγχυση τον είχε οδηγήσει να δει κάποια άλλα πράγματα.
«Τι θα γίνει όμως; Θα περιμένω για πολύ ακόμα; »,φώναξε ο μουσάτος πατώντας ταυτόχρονα δυνατά την κόρνα.
«Όχι, όχι», ψιθύρισε ο Βαλεντίνος και μπήκε στο αυτοκίνητο.«Ακολούθα με», πρότεινε στην Αφροδίτη και ξεκίνησε.
Κοίταξε από τον καθρέπτη και με ανακούφιση διαπίστωσε ότι τον ακολούθησε. Δε μπορούσε να φανταστεί ότι η συνάντηση τους θα τελείωνε τόσο γρήγορα. Είχε νιώσει κάτι για αυτή τη γυναίκα, κάτι που είχε πάρα πολύ καιρό να το αισθανθεί. Σαν ένα φτερούγισμα στο στομάχι.
Προχώρησε λίγα μέτρα και σταμάτησε σε ένα δημόσιο πάρκινγκ με την Αφροδίτη να τον αντιγράφει.
«Ξέρω ένα πολύ καλό εστιατόριο εδώ δίπλα. Θέλεις να πάμε να κάτσουμε;», ρώτησε όταν την πλησίασε.
«Ε ναι, φυσικά», απάντησε κοκκινίζοντας ελαφρώς.
Προχώρησαν μπροστά αφήνοντας μια απόσταση ευγενείας, όταν μια ξαφνική παρόρμηση έκανε τον Βαλεντίνο να την πλησιάσει και την Αφροδίτη να βάλει το χέρι της ανάμεσα από το μπράτσο του και τα πλευρά του. Καθώς έφταναν στο εστιατόριο αγκαζέ, η ίδια σκέψη πέρασε από το μυαλό και των δύων: ¨Γιατί το έκανα αυτό;¨
«Καλώς ήρθατε στο εστιατόριο μας, κύριε Βαλεντίνε. Θέλετε το γνωστό τραπέζι;», ρώτησε ένας ψηλός σερβιτόρος που είχε ντυθεί σαν πιγκουίνος, μαύρο σμόκιν και παπιγιόν με άσπρο πουκάμισο συνδυασμένα με μαύρα παπούτσια.
«Μάλιστα Τζέικομπ», απάντησε χαμογελώντας ο Βαλεντίνος και ακολούθησε τον σερβιτόρο στον επάνω όροφο. Η Αφροδίτη άφησε για λίγο τον Βαλεντίνο και έμεινε εντυπωσιασμένη να κοιτά το χώρο του ισογείου, που χρησίμευε ως χώρος οινογνωσίας και εκδηλώσεων. Οι τοίχοι ήταν όλοι καλυμμένοι από φιάλες κρασιού οργανωμένες ανά παραγωγό και έτσι όπως έμπαινε το φως του ήλιου μέσα, το χρώμα των διάφορων κρασιών έπαιρνε διαφορετικές αποχρώσεις του κόκκινου και του λευκού.
«Θα έρθεις;», ρώτησε ο Βαλεντίνος, ο οποίος είχε ήδη ανέβει τα μισά σκαλοπάτια.
«Ναι έρχομαι», απάντησε ανεβαίνοντας γρήγορα τα σκαλιά και στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το τραπέζι στο μπαλκόνι που περίμενε ο Τζέικομπ.
Πήγε να καθίσει και ο σερβιτόρος έσπευσε να της τραβήξει την καρέκλα.
«Επέτρεψε μου εμένα Τζέικομπ», είπε ο Βαλεντίνος και βόηθησε την Αφροδίτη να καθίσει.
«Λοιπόν πώς σου φαίνεται;», ρώτησε όταν έκατσε και ο ίδιος.
«Είναι… τέλειο», απάντησε η Αφροδίτη κοιτώντας έξω τη θέα του λιμανιού με τον Λευκό Πύργο να δεσπόζει στην άκρη του.
«Πράγματι», είπε γελώντας. Ένα άγχος ένιωσε να φεύγει από πάνω του.
«Γεια σας, κύριε Βαλεντίνος. Τι θα πάρετε;», ρώτησε ένας άλλος σερβιτόρος ο οποίος είχε παρόμοιο ντύσιμο και κρατούσε μια πετσέτα διπλωμένη στο λυγισμένο χέρι του.
«Γεια σου Μάικ», απάντησε και γυρίζοντας το κεφάλι του απευθύνθηκε στην Αφροδίτη.
«Να παραγγείλω και για τους δυο μας;», της πρότεινε. Ερχόταν τόσο συχνά σε αυτό το μαγαζί που ήξερε απ’έξω πια τι έπαιρνε.
«Εεε ναι, βέβαια», είπε η Αφροδίτη και άφησε κάτω τον κατάλογο που είχε πάρει. Τα μάτια της επικεντρώθηκαν στον Βαλεντίνο. Φορούσε ένα μπλε σακάκι με ένα άσπρο ριγέ πουκάμισο και μωβ γραβάτα. Τα καστανόξανθα μαλλιά του ήταν σηκωμένα και ατημέλητα, ένιωθε να μαγνητίζουν το χέρι της να τα ανακατέψει. Τα γκριζομπλέ του μάτια ήταν στραμμένα προς τον Μάικ καθώς παράγγελνε τα φαγητά.
«Ωραία. Τότε θέλω να μας φέρεις μια σαλάτα φρέσκων λαχανικών με μυρωδικά και βινεγκρέτ με μέλι, ντολμαδάκια με γιαούρτι και μοσχαρίσιο φιλέτο με καρπάτσιο. Για κυρίως το μπιφτέκι από τρία είδη κιμά με τηγανιτά τσιπς και μια μπουτάκια κοτόπουλου με σάλτσα από κουρκουμά. Τέλος για επιδόρπιο κρέμα λεμονιού με γιαούρτι, καρύδια και παγωτό μαστίχα και μια πραλίνα σοκολάτας με γέμιση φρούτων του δάσους».
«Θα πιείτε κάτι;», ρώτησε ο Μάικ σημειώνοντας γρήγορα στο μπλοκάκι του.
«Θέλω στην αρχή να μας φέρεις έναν ερυθρό οίνο από τη κάβα αμέθυστου, ποικιλία Cabernet Sauvignon και στο επιδόρπιο Vinsanto, ποικιλία Αϊδάνι», συνέχισε ο Βαλεντίνος χωρίς να κοιτάξει τον κατάλογο.
«Ευχαριστώ πολύ», απάντησε ο σερβιτόρος παίρνοντας τους αχρησιμοποίητους καταλόγους.
«Σαν πολλά δεν πήρες;», ρώτησε η Αφροδίτη όταν ο Μάικ απομακρύνθηκε.
«Όχι. Μπορεί να σου φαίνονται πολλά αλλά ουσιαστικά όλες οι μερίδες είναι μικροσκοπικές», απάντησε χαμογελώντας. Αυτό το χαμόγελο είναι ικανό να με σκοτώσει, σκέφτηκε η Αφροδίτη.
«Λοιπόν, έρχεσαι συχνά εδώ; Όλοι οι σερβιτόροι σε ξέρουν». Έπρεπε να πει κάτι, δε μπορούσε να στέκεται σαν χάνος να τον κοιτάζει.
«Αρκετά συχνά .Μου αρέσει να έρχομαι εδώ μετά από τη δουλειά. Έχει καλό φαγητό και υπέροχη θέα. Και τα παιδιά είναι πολύ εξυπηρετικά». Η Αφροδίτη ευχήθηκε να μην ήταν μια από τις πολλές που είχε φέρει εδώ πέρα.
«Και τι δουλειά κάνεις;». Με ανακούφιση παρατήρησε ότι δεν φορούσε βέρα. Είχε μπλέξει ξανά με παντρεμένο και δεν ήταν η καλύτερη της εμπειρία.
«Είμαι ψυχίατρος. Έχω ανοίξει το δικό μου ιατρείο». Η Αφροδίτη εστίασε στα μάτια του και μπόρεσε να δει τις μαύρες σακούλες που είχαν σχηματιστεί από την κούραση. Ποιος ξέρει τι είχαν δει αυτά τα μάτια;, αναρωτήθηκε. Αυτά τα γκριζομπλέ μάτια που τώρα την κοιτούσαν με λατρεία.
«Αλήθεια; Πού;», ρώτησε βιαστικά και ένιωσε το αίμα να ανεβαίνει στα μάγουλά της.
«Στο κέντρο. Αλλά…αρκετά μιλήσαμε για μένα. Για πες μου, εσύ τι δουλειά κάνεις;».
«Δουλεύω σε μια τράπεζα. Είμαι η διευθύντρια». Πριν λίγους μήνες είχε καταφέρει να πάρει αυτή τη προαγωγή και ένιωθε πολύ περήφανη.
«Αλήθεια; Και πώς είναι; Εννοώ, δε νομίζω όλοι οι εργαζόμενοι να έχουν συνηθίσει μια γυναίκα να είναι ανώτερη τους». Εμένα μου λες;, ρώτησε από μέσα της. Οι πλάκες που τις είχαν κάνει στο ξεκίνημα ήταν, το λιγότερο, χοντρές.
«Στην αρχή ήταν λίγο δύσκολα αλλά μετά το συνήθισαν. Δε τελείωσα το Χάρβαρντ για να δουλέψω ως σερβιτόρα». Αυτό το τελευταίο της βγήκε αυθόρμητα. Δε της άρεσε να καυχιέται για τις επιτυχίες της.
«Σπούδασες στο…», ξεκίνησε να πει ο Βαλεντίνος αλλά τον διέκοψε ο σερβιτόρος, ο οποίος σέρβιρε το κρασί στα κολονάτα ποτήρια και στη συνέχεια έφερε τα πρώτα πιάτα.
«Σπούδασες στο Χάρβαρντ;» συνέχισε όταν ο σερβιτόρος ξαναεπέστρεψε στην κουζίνα.
«Ναι στη σχολή Οικονομικών. Δυσκολεύτηκα λίγο αλλά τα κατάφερα. Και η Αμερική ήταν υπέροχη». Ήπιε μια γουλιά κρασί και έμεινε έκπληκτη. Ήταν το καλύτερο κρασί που είχε δοκιμάσει.
«Το ξέρω. Εγώ σπούδασα στη σχολή Ιατρικής στο Γέηλ. Από τότε έχω να επισκεφτώ την Αμερική». Μπόρεσε να δει τη νοσταλγία στα μάτια του.
«Εμένα οι γονείς μου μένουν στον Καναδά και έτσι την έχω επισκεφτεί άλλες δυο φορές».
●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●
. . .
●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●
«Σου είπα Άρη έχω δουλειά, δε μπορώ τώρα», είπε για πολλοστή φορά η θεά του έρωτα.
«Μα αγάπη μου, σε θέλω τώρα», απάντησε ο πολεμοχαρής θεός και πλησίασε το γυμνό του θώρακα στο στήθος της.
«Ξέρεις Άρη, μπορεί να είμαι η θεά του πάθους αλλά κάποιες φορές με πιάνει πονοκέφαλος. Και έτσι και αλλιώς από στιγμή σε στιγμή έρχεται ο Έρωτας».
«Τι γυρεύει εδώ; Νόμιζα ότι είχατε μαλώσει», τη ρώτησε με απορία.
«Μα καλά δεν ακούς τίποτα από όσα σου λέω; Επέστρεψε στο καθήκον του και τώρα έχουμε αναλάβει ένα ζευγάρι. Για αυτό φύγε πριν σε δει εδώ». Προσπάθησε να τον σπρώξει αλλά δεν κατάφερε τίποτα.
«Θα φύγω όταν θα έρθει. Θέλω να τον δω, μου έχει λείψει».
«Με κοροϊδεύεις Άρη; Εσύ ήσουν αυτός που διέδιδε τις φήμες ότι ο Έρωτας δημιουργήθηκε μαζί με τη Γαία για να μη παραδεχτείς ότι είχες κάνει έναν φλώρο, όπως τον αποκαλούσες».
«Περασμένα ξεχασμένα», απάντησε αδιάφορος σηκώνοντας τους ώμους τους.
«Μητέρα είσαι μέσα;», φώναξε ο Έρωτας.
«Εξαφανίστηκες», απαίτησε η Αφροδίτη και ο Άρης δίνοντας της ένα φιλί στο στόμα, εξαφανίστηκε.
«Μητέρα;», επανέλαβε.
«Πέρασε μέσα», απάντησε η θεά και ο Έρωτας παραμερίζοντας το υφαντό μπήκε στην κυκλική αίθουσα.
«Λοιπόν, τι γίνεται με αυτούς τους δυο;», ρώτησε όταν έκατσε σε μια πολυτελή πολυθρόνα.
«Μέχρι τώρα όλα καλά. Την έχει πάει σε ένα εστιατόριο και από ότι είδα την τελευταία φορά, περνούσαν ωραία».
«Να ξέρεις πάντως, ήταν παρακινδυνευμένο αυτό που έκανες με τα αυτοκίνητα. Μπορεί να καταλάβαιναν ότι κάτι δεν πάει καλά», την αποδοκίμασε.
«Ωχ έλα τώρα Έρωτα, αφού οι άνθρωποι ποτέ δε θέλουν να δουν την αλήθεια. Αν δε τα επισκεύαζα θα περνούσε πόση ώρα μέχρι να έρθει η οδική βοήθεια. Ξέρεις πόσο αργή είναι». Η ίδια τουλάχιστον ήξερε πολύ καλά. Γενικώς οι άνθρωποι ήταν αργοί. Ήταν ένα μαρτύριο για αυτήν όταν αναγκαζόταν να πάρει την ανθρώπινη μορφή της και να ζήσει για λίγο στον κόσμο των θνητών.
«Και τώρα τι θα κάνουμε; Θα περιμένουμε;»
«Βασικά έχω μια ιδέα για να μην περιμένουμε. Είναι καιρός κάποιος να μου ξεπληρώσει μια χάρη», είπε με ένα πονηρό χαμόγελο η Αφροδίτη.
«Τι εννοείς; Και ποιος;», ρώτησε ο Έρωτας κοιτώντας τη περίεργα.
«Θα σου εξηγήσω σε λίγο», απάντησε και γυρίζοντας το κεφάλι της, μίλησε σε ένα καστανοκόκκινο σπουργίτι.«Εσύ, πήγαινε να ειδοποιήσεις τον Γανυμήδη να φωνάξει τον Απόλλωνα. Θέλω να του μιλήσω επειγόντως».
Το σπουργίτι σα να κατάλαβε τι του είχε προστάξει η θεά, πέταξε με γρηγοράδα.
«Τι τον θέλεις τον Απόλλωνα τώρα; Δε νομίζω να μπορεί να βοηθήσει κάπως».
«Κάνεις λάθος Έρωτα. Μπορεί να μας βοηθήσει ώστε να μην περιμένουμε».«Θα σου εξηγήσω όταν θα έρθει», τον πρόλαβε πριν τη ρωτήσει.
Τελικά δε χρειάστηκε να περιμένουν πολύ, καθώς μετά από λίγα λεπτά ένας ψηλός έφηβος με ξανθές μακριές μπούκλες μπήκε μέσα. Ο άσπρος του χιτώνας κάλυπτε τα επίμαχα σημεία ενώ τα λευκά μάτια του ήταν στραμμένα προς την Αφροδίτη.
«Τι θέλεις Αφροδίτη; Έχουμε και δουλειές να κάνουμε», ρώτησε όταν την πλησίασε.
«Και εγώ σχετικά με τη δουλειά σου θέλω να κάνεις κάτι. Αλλά προς το παρόν άσε με να σου εξηγήσω το πώς έχει κατάσταση», ξεκίνησε.«Όπως ίσως κατάλαβες ο Έρωτας γύρισε και έχουμε αναλάβει πάλι ένα ζευγάρι», είπε δείχνοντας τον γιο της.
«Ναι κάτι είχα ακούσει», απάντησε και σταμάτησε προσπαθώντας να μαντέψει τι μπορεί να του ζητούσε η Κνίδια. «Πες μου ότι δε θες να σου ξαναγράψω ένα θεατρικό έργο. Τη προηγούμενη φορά κουράστηκα πολύ για να το κάνω».
«Όχι, αυτή τη φορά θέλω να πας λίγο πιο γρήγορα με το άρμα σου».
«Τι λες; Αυτό αποκλείεται. Δεν υπάρχει περίπτωση». Κούνησε το κεφάλι του έντονα και οι μπούκλες του ανακατεύτηκαν.
«Να σου θυμίσω τον όρκο που έδωσες στα νερά της Στυγός ότι θα μου ξεπλήρωνες τη χάρη αν στερούσα από την Κασσάνδρα τα δώρα μου;».
«Δε χρειάζεται να το κάνεις, όχι». Τον είχε παγιδέψει. «Πόσο μπροστά θες να πάω τον χρόνο;», ξεφύσησε ηττημένος.
«Όχι πολύ. Μέχρι να παραδώσεις τα ινία στην Άρτεμη», είπε χαμογελώντας χαρούμενη για τη νίκη της.
«Πολύ καλά. Αλλά θέλω να σε ρωτήσω κάτι. Δεν έχεις βαρεθεί με το να βασανίζεις τους ανθρώπους;»
«Τι ανοησίες λες; Όσους έχω αναλάβει έχουν μείνει στην ιστορία», απάντησε συγχυσμένη.
«Ναι αλλά δε ρώτησες τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα για παράδειγμα αν θέλουν να γραφτούν στην ιστορία. Γιατί αν το είχες κάνει, είμαι σίγουρος ότι θα προτιμούσαν να χαρούν έναν συνηθισμένο έρωτα. Τέλος πάντων δε πρόκειται να κάτσω να λογομαχήσω μαζί σου. Θα κάνω αυτό που θέλεις αλλά να θυμάσαι ότι δε σου χρωστώ καμιά χάρη από εδώ και πέρα», είπε και εξαφανίστηκε, αφήνοντας την Αφροδίτη έξαλλη.
●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●
…
●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●
«Με συγχωρείς λίγο», είπε ο Βαλεντίνος ανάμεσα στα γέλια τους. Περνούσαν υπέροχα με τη χημεία να είναι εμφανής σε όλη τη διάρκεια του γεύματος αλλά ένα επίμονο τηλεφώνημα διέκοψε τη συζήτηση τους.
«Έλα Ντέιβιντ, τι θες;», τον ρώτησε βιαστικά. Ο Ντέιβιντ ήταν παιδικός φίλος του και του είχε σταθεί στα πάντα αλλά τώρα δεν ήταν στιγμή για κουβέντα.
«Άντε ρε φίλε, πού είσαι;». Η φωνή του σα να του ακούστηκε ελαφρώς εκνευρισμένη.
«Τι εννοείς;», τον ρώτησε μπερδεμένος.
«Βαλεντίνε με κοροϊδεύεις; Δεν είχες πει ότι θα βγαίναμε εσύ, εγώ και η Σερίνα για τα γενέθλια σου;». Όχι, ήταν σίγουρα εκνευρισμένος.
«Ωχ ναι το ξέχασα. Εεε βράδυ δεν είχαμε πει όμως ότι θα βγαίναμε;», είπε καθώς άρχιζε σιγά σιγά να θυμάται την κουβέντα που είχε κάνει με τον Ντέιβιντ.
«Κοίτα έξω λίγο ρε φίλε. Έχει σκοτεινιάσει. Σε περιμένουμε εδώ και ένα τέταρτο». Ο Βαλεντίνος ήταν σίγουρος ότι ο φίλος του νόμιζε ότι είχε ξεχαστεί στη δουλειά. Σχεδόν κάθε φορά που έβγαιναν του έκανε κήρυγμα για το πόσες πολλές ώρες περνούσε στο γραφείο.
«Έρχομαι μη φύγετε. Είστε στο γνωστό;». Αν δεν είχε κίνηση το πολύ σε ένα δεκάλεπτο θα ήταν εκεί.
«Ναι. Βιάσου», απάντησε και το έκλεισε.
«Αφροδίτη, πρέπει να φύγω», είπε ο Βαλεντίνος όταν γύρισε στο τραπέζι τους.
«Εντάξει», είπε και η έκφραση της σκυθρώπιασε.
«Θα πάω σε ένα μπαράκι με κάτι φίλους μου για τα γενέθλια μου. Θέλεις να έρθεις;», της πρότεινε.
«Χρόνια πολλά!», είπε και τον φίλησε σταυρωτά. Ευχαρίστησε τον Θεό που της έδωσε την ευκαιρία να τον φιλήσει. «Πώς δεν τα συνδύασα;»
«Θα έρθεις;», τη ξαναρώτησε, λιγάκι αποδιοργανωμένος από το μεθυστικό άρωμα της και την υγρή υφή των χειλιών της.
«Σίγουρα, αν δε σε πειράζει. Αλλά δε σου έχω πάρει δώρο».
«Πίστεψε με, μου έχεις κάνει το καλύτερο», της είπε χαμογελώντας και κρατώντας της το χέρι την οδήγησε προς την έξοδο.
«Γεια σας κύριε Βαλεντίνε», αποχαιρέτησε ο Τζέικομπ.
«Τζέικομπ κράτα εδώ και τα ρέστα θα μου τα δώσεις μια άλλη φορά», είπε δίνοντας του διακόσια ευρώ και τρέχοντας προς τα αυτοκίνητα.
«Πότε πέρασε τόσο γρήγορα η ώρα;», ρώτησε η Αφροδίτη όταν συνειδητοποίησε ότι είχε σκοτεινιάσει.
«Και εγώ αυτό αναρωτιόμουν. Τώρα, θα πάω εγώ μπροστά και εσύ θα με ακολουθήσεις, εντάξει;», είπε καθώς άνοιγε το αυτοκίνητο του.
«Μα τι λες; Αφού μαζί ήρθαμε. Το αυτοκίνητο μου το πήρε η οδική βοήθεια». Τον κοίταξε ανήσυχη, ήταν η δεύτερη φορά που είχε κάνει λάθος για τα αυτοκίνητα.
«Ε ναι σωστά. Μπορεί να με πείραξε το κρασί», είπε περισσότερο στον εαυτό του παρά στην Αφροδίτη.
Μπήκαν μέσα στο πολυτελές αμάξι και την στιγμή που τα χέρια τους ήρθαν σε επαφή, ένας ηλεκτρισμός διαπέρασε όλο τους το σώμα.
«Λοιπόν τι φίλοι σου είναι αυτοί;», ξεκίνησε την κουβέντα η Αφροδίτη.
«Είναι ο Ντέιβιντ και η Σερίνα. Με τον Ντέιβιντ ήμαστε παιδικοί φίλοι. Οι δρόμοι μας χωρίσανε όταν εγώ έφυγα για Αμερική αλλά τελικά ωφελήθηκε», είπε γελώντας ο Βαλεντίνος.
«Τι εννοείς;», απάντησε και αυτή χαμογελώντας. Όταν τον έβλεπε να γελάει ένιωθε ευτυχισμένη.
«Αυτός τελείωσε Πολιτικός Μηχανικός στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και έτσι τα τέσσερα χρόνια που σπούδαζε, δεν ήρθε να με επισκεφτεί καθόλου. Όταν τελείωσε όμως ήρθε και με βρήκε στην Αμερική και εκεί γνώρισε την Σερίνα, η οποία ήταν συμφοιτήτρια μου. Ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα και λίγο αργότερα παντρευτήκαν». Ελπίζω να έρθει και η δικιά μου σειρά, ευχήθηκε.
«Και μένουν εδώ;».
«Κι οι δύο έχουν πάρα πολλά λεφτά, αρκετά εκατομμύρια ο καθένας. Έτσι έχουν δυο σπίτια εδώ και ένα στο Βανκούβερ, όπου μένουν και οι γονείς της Σερίνα». Θυμήθηκε την αντίδραση των γονιών της όταν η Σερίνα και ο Ντέιβιντ τους ανακοίνωσαν ότι θα παντρευτούν. Οι γονείς της πάντα πίστευαν ότι θα παντρευόταν τον Βαλεντίνο και έτσι τους κακοφάνηκε στην αρχή. Ευτυχώς ο Ντέιβιντ δεν το είχε καταλάβει ποτέ αυτό.
«Α αυτή είναι η φίλη σου, που μου είπες ότι μένει εκεί;», τον διέκοψε.
«Ναι αυτή», της απάντησε χαρούμενος που τον παρακολουθούσε.
«Έχουν και παιδιά;».
«Όχι αν και έχουν προσπαθήσει. Και οι δυο έχουν πρόβλημα και για αυτό σκέφτονται να υιοθετήσουν. Έχουν ήδη βρει ένα μωρό ενός χρονών αλλά ακόμα το σκέφτονται. Είναι δύσκολη απόφαση».
«Τι εννοείς το βρήκαν;», ρώτησε πριν προλάβει να συγκρατηθεί. Αισθανόταν ότι είχε γίνει λίγο αδιάκριτη.
«Ο αδελφός του Ντέιβιντ, το είχε βρει μέσα στα σκουπίδια και το πήγε κατευθείαν σε ένα παράρτημα του Χαμόγελου του Παιδιού», απάντησε ο Βαλεντίνος χωρίς δισταγμό, κάτι που ανακούφισε την Αφροδίτη.«Λίγες μέρες αργότερα οι υπεύθυνοι βρήκαν ένα σημείωμα που έλεγε ότι το μωρό που έφεραν από τα σκουπίδια, λέγεται Έντουαρντ. Ο Ντέιβιντ με την Σερίνα τον έχουν επισκεφθεί τρεις φορές αλλά αισθάνονται ότι δεν είναι ακόμα έτοιμοι», απάντησε καθώς έμπαινε στον χώρο του πάρκινγκ του μπαρ.
«Εδώ ήμαστε;», ρώτησε η Αφροδίτη.
«Ναι», είπε και κατεβαίνοντας από το αμάξι, της άνοιξε την πόρτα.
«Πάμε;», συνέχισε όταν την έπιασε αγκαζέ και με το νεύμα της, προχώρησαν μέσα στο μπαρ.
Μετά από λίγο ψάξιμο βρήκαν τους φίλους του να κάθονται στη μπάρα. Η Σερίνα ξεχώριζε μέσα σε ένα κοντό φόρεμα στο κόκκινο της φωτιάς, όπως είχε βάψει και τα χείλη της, που άφηνε ακάλυπτους τους ώμους της. Ψηλοτάκουνα κόκκινα τακούνια αναδείκνυαν τα καλογυμνασμένα πόδια της. Την προσοχή ,όμως, σού τραβούσε ένα διαμαντένιο κολιέ σε σχήμα κυματιστού V ενώ τα τραβηγμένα προς τα πίσω μαλλιά της, άφηναν ακάλυπτο τον ψηλό λαιμό της.
«Άντε ρε επιτέλους. Αν δεν είχα να σου πω κάτι σημαντικό θα είχα φύγει», άρχισε να λέει ο Ντέιβιντ, όταν πρόσεξε την Αφροδίτη.«Δεν ήξερα ότι θα έφερνες και παρέα. Νόμιζα ότι ήσουν στην δουλειά ακόμα», συνέχισε επιβεβαιώνοντας τις υποψίες του Έντουαρντ.
«Πω με πόνεσε το κεφάλι μου, σταμάτα να μιλάς για λίγο. Σερίνα τι κάνεις;», είπε ο Βαλεντίνος αγκαλιάζοντας την.
«Χρόνια πολλά Βαλεντίνε. Καλά», απάντησε και μετά του ψιθύρισε «Δε θα μας συστήσεις;».
«Τι θα έκανα χωρίς εσένα», της απάντησε ψιθυριστά και μετά φέρνοντας κοντά του την Αφροδίτη την σύστησε.
«Αφροδίτη ο Ντέιβιντ και η Σερίνα».
«Γοητευμένος», είπε ο Ντέιβιντ φιλώντας της το χέρι κάνοντας την να κοκκινίσει.
«Σταμάτα κόλακα», τον ψευτομάλωσε η Σερίνα και έπειτα γυρίζοντας προς το μέρος της, της έδωσε το χέρι.
«Χάρηκα πολύ για την γνωριμία Αφροδίτη».
«Και εγώ», απάντησε χαμογελώντας.
«Λοιπόν πώς γνωριστήκατε;», είπε ο Ντέιβιντ, ο οποίος βιαζόταν να μάθει τα νέα του κολλητού του. Επιτέλους κάποια, σκέφτηκε.
«Είναι μεγάλη ιστορία. Εσείς τι θέλετε να μου πείτε;».
«Κάτσε, πρώτα το δώρο σου», τον διέκοψε ο Ντέιβιντ χαμογελώντας πονηρά και βγάζοντας ένα κουτάκι με τη λέξη Hublot να καταλαμβάνει όλη την επιφάνεια του.
«Δεν ήταν ανάγκη» ,είπε ο Βαλεντίνος φιλώντας και τους δυο.
«Ήταν και παρά ήταν. Αν δεν ήσουν εσύ, πώς θα είχαμε γνωριστεί; Και έτσι και αλλιώς άνοιξε το πρώτα να δεις αν σου αρέσει», του απάντησε η Σερίνα.
«Είμαι σίγουρος», της επιβεβαίωσε και με αργές κινήσεις άνοιξε το κουτί αποκαλύπτοντας ένα ρολόι με μαύρο δερμάτινο λουράκι και καντράν, σε μαύρο του γραφίτη. Το σχέδιο ήταν τέτοιο ώστε να φαίνεται ο μηχανισμός του.
«Είναι…», προσπάθησε να βρει λόγια για να το περιγράψει.
Ο Ντέιβιντ χαμογέλασε.«Ξέρω. Είναι συλλεκτικό κομμάτι»
«Ευχαριστώ πολύ», τους ευχαρίστησε φορώντας το.«Αλλά τώρα τι θέλετε να μου πείτε;»
«Αφροδίτη, θα πάω για λίγο να φρεσκαριστώ. Θέλεις να έρθεις μαζί μου;», πρότεινε η Σερίνα.
«Ναι», απάντησε μπαίνοντας στο νόημα. Είχε ξεχαστεί κοιτώντας το πανάκριβο ρολόι και ένιωσε ανακούφιση όταν της βρέθηκε η δικαιολογία για να σταματήσει να κοιτάζει σαν χάνος.
«Λοιπόν;», ρώτησε ο Βαλεντίνος όταν οι γυναίκες απομακρύνθηκαν.
«Αποφασίσαμε να υιοθετήσουμε τον Έντουαρντ», είπε ο Ντέιβιντ γρήγορα.
«Τι;», ρώτησε έκπληκτος.
«Μου φέρνεις ένα ουίσκι σκέτο;», είπε ο Ντέιβιντ στον μπάρμαν.
«Έφτασε», απάντησε αυτός και μετά από λίγα δευτερόλεπτα ο Ντέιβιντ έδινε το ποτήρι στον Βαλεντίνο.
«Έλα πιες», του πρότεινε.
«Πώς το αποφασίσατε;», είπε πίνοντας μια γερή γουλιά.
«Το σκεφτήκαμε και… Είναι δύσκολο να στο εξηγήσω αλλά ήδη έχουν αρχίσει οι διαδικασίες». Ένα μικρό χαμόγελο είχε αρχίσει να σχηματίζεται στα χείλη του.
«Δε το πιστεύω. Εσύ θα γίνεις πατέρας!», απάντησε αγκαλιάζοντας τον.
«Το ξέρω ρε φίλε. Ούτε εγώ το πιστεύω». Το πρόσωπο του έλαμπε από χαρά.
«Έλα να χορέψουμε. Είναι το αγαπημένο μου», είπε η Σερίνα, η οποία είχε επιστρέψει μαζί με την Αφροδίτη.
Ο Ντέιβιντ γρήγορα σηκώθηκε και μετά από λίγο χάθηκαν στην πίστα.
«Στο είπε;», ρώτησε η Αφροδίτη. Ο Βαλεντίνος παρατήρησε ότι τα χείλη της είχαν βαφτεί σε ένα ελαφρό ροζ.
«Ναι. Το ξέρεις και εσύ;».
«Μου το είπε η Σερίνα. Είναι πολύ καλή».
«Πράγματι», είπε ο Βαλεντίνος ενώ ξαφνικά πρόσεξε έναν νεαρό με γένια και ένιωσε έναν θυμό να του κατασπαράζει την ψυχή.
«Θες να πάμε να χορέψουμε;», πρότεινε η Αφροδίτη.
«Όχι», της απάντησε απότομα.
Εκείνη τη στιγμή, ο νεαρός πλησίασε την Αφροδίτη και αγνοώντας επιδεικτικά τον Βαλεντίνο της χαμογέλασε.
«Θες να χορέψουμε;», της πρότεινε. Για ένα δευτερόλεπτο η Αφροδίτη πήγε να αρνηθεί αλλά μετά το μετάνιωσε.
«Φυσικά», είπε και πιάνοντας το χέρι του κατευθυνθήκαν στην πίστα. Μετά από λίγο μια αιθέρια παρουσία μπήκε στο μπαρ. Φορούσε ένα καστανοκόκκινο φόρεμα με μεγάλη μαύρη ζώνη στην κοιλιά. Είχε φροντίσει τα μαλλιά της να είναι μαζεμένα από την μία μεριά ώστε να αναδεικνύονται τα υπέροχα σε οβάλ σχήμα σκουλαρίκια από λευκόχρυσο. Το οβάλ τους σχήμα στόλιζαν οπάλ πολύτιμοι λίθοι σε διάφανο ροζ χρώμα.
●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●
…
●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●
Η θεά του έρωτα ήταν έξαλλη. Όχι μόνο ο Απόλλωνας είχε αμφισβητήσει τη μεγαλοψυχία της αλλά τώρα είχε και τον Ήφαιστο να προσπαθεί να της χαλάσει τα σχέδια.
Με το που τον είδε να ακολουθεί το ζευγάρι της και να μπαίνει στο μπαρ, έσπευσε να τον παρακολουθήσει. Και τελικά αποδείχτηκε ότι είχε δίκιο. Ήταν πάνω στην πίστα και χόρευε με την εκλεκτή της. Γρήγορα έτρεξε προς το μέρος του και πιάνοντας του τα χέρια απευθύνθηκε στην συνονόματη της.
«Τον δανείζομαι λίγο», της είπε και βάζοντας όλη την τέχνη της πάνω στην διαχείριση των συναισθημάτων και στην διαγραφή μνήμης, έκανε το ζευγάρι της να μη θυμάται αυτήν την μικρή παρέμβαση.
«Ξέρεις άντρα μου, ώρες ώρες γίνεσαι πολύ εκνευριστικός», κατηγόρησε τον Ήφαιστο.
«Τι θέλεις εδώ, Αφροδίτη; Πώς και σε άφησε ο Άρης να δεις τον άντρα σου;», την ρώτησε ειρωνικά.
«Εμένα δε μπορείς να με κοροϊδέψεις Ήφαιστε. Δεν ήρθες τυχαία εδώ αλλάζοντας τα συναισθήματα του ζευγαριού μου». Ευτυχώς ο Ήφαιστος δεν κατείχε αυτή την τέχνη των θεών όπως η ίδια, σκέφτηκε.
«Και θα το ξανακάνω αν δεν σταματήσεις να συναντάς τον Άρη», την απείλησε.
«Ξέρεις κάτι; Δε θα το έκανα αν είχες αυτή τη μορφή πάντα», του είπε πονηρά και έφερε τα χείλη της λίγα εκατοστά από τα δικά του.
«Αλήθεια; Εννοείς ότι και τώρα αν πάμε πάνω…». Έκανε το σώμα του να διεγερθεί, μια ακόμη ικανότητα που κατείχε στην εντέλεια.
«Εννοείται», απάντησε και φιλώντας τον, τον οδήγησε έξω και στη συνέχεια στα ιδιαίτερά της.
Τουλάχιστον δε θα ξαναενοχλήσει το ζευγάρι, σκέφτηκε.
●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●
…
●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●
https://www.youtube.com/watch?v=32rasDF7jtQ«Βαλεντίνε συγγνώμη, αλλά αύριο πρέπει να ξυπνήσουμε νωρίς», είπε ο Ντέιβιντ.
«Ω έλα τώρα. Ούτε δώδεκα δεν πήγε», παραπονέθηκε ο Βαλεντίνος. Μέχρι τώρα περνούσαν καταπληκτικά. Όλη την ώρα χόρευαν και όποτε καθόντουσαν, δε σταματούσαν να γελάνε. Ακόμα και η Αφροδίτη, η οποία ήταν νέα στην παρέα, είχε προσαρμοστεί τέλεια.
«Θα περάσει πρωί πρωί, μια κοινωνική λειτουργός για να ελέγξει την καταλληλότητά μας. Δεν θέλουμε να μας δει μεθυσμένους με μαύρες σακούλες», απολογήθηκε.
«Αν είναι για τον Έντουαρντ, εντάξει. Τα λέμε αύριο», είπε και αφού αποχαιρετιστήκαν όλοι, γύρισε στην Αφροδίτη.
«Έλα, θα σε πάω σπίτι σου».
Εκείνη έγνεψε και μετά από λίγο βρισκόντουσαν στο αυτοκίνητο, με την Αφροδίτη να τον καθοδηγεί.
«Λοιπόν, πώς σου φάνηκαν;», τη ρώτησε λίγα μέτρα πριν φτάσουν στην μονοκατοικία της,
«Είναι τέλειοι και ταιριάζουν πάρα πολύ. Ο Έντουαρντ είναι πολύ τυχερός που θα έχει αυτούς για γονείς». Για μια στιγμή έπιασε τον εαυτό της να σκέφτεται πώς θα ήταν τα δικά τους παιδιά.
«Θα γίνει το πιο κακομαθημένο παιδί σε όλο τον κόσμο», είπε και άρχισαν και οι δυο να γελάνε.
«Εδώ σταμάτα», τον καθοδήγησε και βγήκε από το αυτοκίνητο. Ο Βαλεντίνος την ακολούθησε και περνώντας τον κήπο της, έφτασαν στην εξώπορτα.
«Λοιπόν, έχεις το κινητό μου. Θα περιμένω τηλεφώνημα», είπε η Αφροδίτη με την αμηχανία να είναι εμφανής και στους δύο.
«Ναι», απάντησε μονολεκτικά και με το που έκλεισε την πόρτα, στηρίχτηκε πάνω της και ψιθύρισε «Σε αγαπώ».
●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●
…
●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●
Την ίδια περίπου στιγμή η Κνίδια με τον Έρωτα καθόντουσαν πίσω από έναν κύκνο, ο οποίος είχε ανοίξει και ενώσει τα πάλλευκα φτερά του σχηματίζοντας ένα είδος τηλεόρασης, και παρακολουθούσαν τι συνέβαινε ανάμεσα στο ζευγάρι.
«Ξέρεις κάτι, Έρωτα;», ξεκίνησε η Αφροδίτη καθώς έβλεπαν το ζευγάρι να κατεβαίνει από το αυτοκίνητο και να πλησιάζει το σπίτι της συνονόματής της.
«Τι μαμά;». Πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό που με φωνάζει έτσι, σκέφτηκε η θεά.
«Σκεφτόμουν ότι ο Απόλλωνας είχε δίκιο. Δε θα έπρεπε να δημιουργήσουμε έναν έρωτα μεταξύ αυτών των δύο, ο οποίος μέσα από τις θυελλώδεις εντάσεις και τις διάφορες δυσκολίες, θα γραφτεί στην ιστορία». Δε πίστευε ότι το έλεγε αυτό αλλά έπρεπε να αναγνωρίσει την ορθότητα των λογιών του Απόλλωνα.
«Μα μητέρα». Άντε πάλι.
«Τελείωσε Έρωτα. Ίσως κάποια στιγμή επιστρέψουμε αλλά προς το παρόν θα τους αφήσουμε να χαρούν ένα συνηθισμένο έρωτα», τον διέκοψε.«Ίσως είναι καλύτερα», παραδέχτηκε η θεά του πάθους και ψιθυρίζοντας μια λέξη στα λατινικά, ο κύκνος έκλεισε τα φτερά του.
●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●
…
●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●
Η πόρτα άνοιξε και η Αφροδίτη κοίταξε τον Βαλεντίνο με απορία.
«Τι είπες;»
«Πότε;», απάντησε ξαφνιασμένος.
«Τώρα που έκλεισα την πόρτα». Από το ότι φορούσε ακόμη τα σκουλαρίκια της κατάλαβε ότι δεν είχε προλάβει να απομακρυνθεί από την πόρτα.
«Ότι σε αγα…», άρχισε να λέει αλλά η Αφροδίτη τον φίλησε με πάθος στο στόμα.
«Και εγώ σε αγαπώ», του είπε όταν σταμάτησαν το φιλί και παίρνοντας την στην αγκαλιά του, την ανέβασε στην κρεβατοκάμαρα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
https://www.youtube.com/watch?v=KeUkCaXNSbs«Η μητέρα σου, κόρη μου, ήταν εκπληκτική γυναίκα. Πανέμορφη αλλά και πανέξυπνη. Ευγενική αλλά και τσαούσα», είπε ο Βαλεντίνος με συγκίνηση.
«Και από τι πέθανε, μπαμπά;», τον ρώτησε για πολλοστή φορά. Αυτή η συζήτηση είχε επαναληφθεί πολλές φορές στο παρελθόν αλλά δε βαριόταν ποτέ να την ακούει.
«Αυτό μάλλον δε θα το μάθουμε ποτέ. Οι γιατροί δεν κατάφεραν να βρουν την αιτία αλλά είμαι πεπεισμένος ότι αυτή το γνώριζε. ‘Να την προσέχεις’, έγραφε ένα σημείωμα εκεί που τη βρήκα νεκρή. Αλλά τέλος πάντων ας μη μιλάμε άλλο για αυτά». Τα μάτια του είχαν γεμίσει με δάκρυα που προσπαθούσαν να ξεχυθούν στο πρόσωπο του.
«Καλά λες, πρέπει να πάω και στη δουλειά», του απάντησε δίνοντας του ένα πεταχτό φιλί.
«Α και Μπέλα. Προσπάθησε να τα ξαναβρείς με τον Έντουαρντ και να επιστρέψεις στο σπίτι σας. Είναι κρίμα να είστε μαλωμένοι την ημέρα των ερωτευμένων. Κάνε το σαν δώρο για εμένα». Η μάτια του έπεσε στην κοιλιά της. Έπρεπε ναι είναι μαζί τώρα.
«Εντάξει μπαμπά μην ανησυχείς, θα το κανονίσω», είπε και άνοιξε την πόρτα για να φύγει.
«Εσύ τι θα κάνεις τώρα;», τον ρώτησε λίγο πριν βγει, βάζοντας το χέρι της πάνω στην κοιλιά της. Κάτι την είχε ενοχλήσει.
«Θα την ακολουθήσω», ψιθύρισε χαμογελώντας. Το τελευταίο επίγειο χαμόγελό του.
Δεύτερη εποχή: Απρόσμενη υιοθεσία
Οι πιο ωραίες ιστορίες αγάπης είναι αυτές που δεν είχαμε το χρόνο να τις ζήσουμε.
~Claude Lelouch - [ 1937- ] - Γάλλος σκηνοθέτης
Όπου υπάρχει αγάπη, υπάρχει ζωή.
~Ίντιρα Γκάντι - [ 1917-1984 ] - Ινδή πρωθυπουργός
Η ομορφιά του έρωτα δε βρίσκεται στην αιωνιότητα, βρίσκεται στην προσωρινότητα.
~Άγγελος Τερζάκης - [ 1907-1979 ] - Έλληνας συγγραφέας
Ας φύγουμε, μέσα σ’ ένα φιλί, για έναν άγνωστο κόσμο.
~Alfred De Musset - [ 1810-1857 ] - Γάλλος συγγραφέας
Η πρώτη αληθινή αγάπη είναι πάντα και η τελευταία.
~Andrzej Majewski - [ 1963- ] - Πολωνός συγγραφέας και σκηνοθέτης
«Συλλυπητήρια», είπε ο τελευταίος μαυροντυμένος της μέχρι πρότινος τεράστιας ουράς. Η Μπέλα δεν μπορούσε να αντέξει μια ακόμη υπενθύμιση ότι ο πατέρας της ήταν νεκρός και με ανακούφιση ένιωσε την προστατευτική αγκαλιά του Έντουαρντ να την τυλίγει καθώς λίγα δάκρυα ξέφευγαν από τα μάτια της.
«Τελείωσαν», την ανακούφισε φιλώντας τα μαλλιά της. Η Μπέλα σκούπισε τα δάκρυα της, ευχαριστώντας τον εαυτό της που θυμήθηκε να τα βάλει. Δεν ήθελε οι άλλοι να την βλέπουν αδύναμη και ειδικότερα ο Έντουαρντ. Έπρεπε να σταθεί δυνατή για αυτόν αλλά και για τον Ντίγκορι.
Αχ, ο Ντίγκορι ο οποίος έμελε να γεννηθεί τρεις μέρες μέρα μετά τον επόμενο χρόνο από τότε που ο πατέρας της άφησε τον κόσμο. Αύριο είχε τα πρώτα του γενέθλια και αυτή δεν είχε ετοιμάσει τίποτα ακόμη.
«Πάμε», είπε ο πατέρας του Έντουαρντ έχοντας εμφανιστεί από το πουθενά. Δίπλα η Σερίνα, η γυναίκα του, ήταν εκθαμβωτική μέσα στα μαύρα ακόμα και αν τα μάτια της είχαν κοκκινίσει. Κανείς θα μπορούσε να θαυμάσει την ομοιότητα της Σερίνα με του Έντουαρντ, αν και δεν ήταν η πραγματική του μητέρα. Τα ίδια ξανθά μαλλιά, με του Έντουαρντ να έχουν μια κοκκινωπή απόχρωση, τα ίδια σαρκώδη χείλη, τις ίδιες μακριές βλεφαρίδες. Μακάρι όταν ο Ντίγκορι μεγαλώσει να γίνει ίδιος με τον πατέρα του.
Διέσχισαν το νεκροταφείο περνώντας από ένα στενό μονοπάτι κατευθυνόμενοι προς την έξοδο. Η Μπέλα κοίταξε δεξιά και αντίκρισε την ταφόπλακα της μητέρας της. Όσο και αν είχαν προσπαθήσει, ο Βαλεντίνος δεν μπορούσε να θαφτεί δίπλα στην μητέρα της, η οποία είχε πεθάνει εδώ και χρόνια. Δεν θυμόταν καμιά ανάμνηση δική της παρά ένα τραγούδι που πρέπει να της τραγουδούσε για να την νανουρίσει. Ο πατέρας της είχε αναλάβει την εκτέλεση και των δύο ρόλων και για αυτό ήταν αδύνατο να πιστέψει ότι τον είχε χάσει για πάντα.
Ήταν σα να το ήξερε, σα να είχε καταλάβει ότι η κόρη του ήταν έγκυος. Αυτή ήταν και η τελευταία του επιθυμία, να τα ξαναβρεί με τον Έντουαρντ, λες και ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να την προστατεύσει άλλο πια. Έδιωξε αυτές τις ανόητες σκέψεις, πώς θα μπορούσε να το ξέρει άλλωστε, και ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του Έντουαρντ.
Καθώς μπήκαν στο αυτοκίνητο, η ματιά της συνάντησε μια γυναίκα να στέκεται πάνω από τον τάφο της μητέρας της ντυμένη στα κόκκινα μαζί με έναν νεαρό που φορούσε κόκκινο κουστούμι. Όλα αυτά θα της φαινόταν φυσιολογικά, πάντα υπήρχαν αυτοί που δεν ήθελαν να δεχτούν τον θάνατο των αγαπημένων τους, όταν πρόσεξε δυο φτερά να ξεπηδούν από την πλάτη του νεαρού και να ανεμίζουν ελαφρώς. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της και με έκπληξη παρατήρησε ότι η γυναίκα και ο νεαρός είχαν εξαφανιστεί.
Ένα νέο ξέσπασμα λυγμών διατάραξαν την Σερίνα αποσπώντας την προσοχή της. Είχε περάσει πολλά, δεν ήταν περίεργο που φανταζόταν διάφορα.
«Ηρέμισε μαμά», είπε ο Έντουαρντ δίνοντας της μια σφιχτή αγκαλιά από τα πίσω καθίσματα. Αν και στεναχωρημένη, η Μπέλα δεν μπορούσε παρά να θαυμάσει την εξαίσια ομορφιά του Έντουαρντ. Τα σφιχτά μπράτσα του αχνοφαίνονταν κάτω από το μαύρο πουκάμισο του ενώ τα γαλάζια μάτια του την κοιτούσαν περιμένοντας μάλλον ένα ξέσπασμα και από αυτήν.
«Μα δεν μπορώ να το πιστέψω. Πρώτα η Αφροδίτη και μετά αυτός. Μου είναι τόσο δύσκολο να….», προσπάθησε να πει αλλά ένας ακόμη λυγμός την έπνιξε.
Η Μπέλα μπορούσε να την καταλάβει. Η Σερίνα και ο Ντέιβιντ γνώριζαν τον πατέρα της από το τότε που ήταν ακόμη νεαρός. Ήταν φίλοι, σε αυτόν όφειλαν και την γνωριμία τους που οδήγησε στον γάμο. Τους ήταν ήδη δύσκολο που είχαν χάσει την μητέρα της, ο Βαλεντίνος ήταν το κερασάκι στην τούρτα. Η Σερίνα φίλησε τον Ντέιβιντ και σκούπισε γρήγορα τα δάκρυα της.
Ο Έντουαρντ κάθισε ξανά πίσω και η Μπέλα ξάπλωσε πάνω του. Τα χέρια του βρέθηκαν στα μαλλιά της και ένιωσε τα βλέφαρά της να κλείνουν. Λίγο πριν αποκοιμηθεί είδε πάνω από το αυτοκίνητο της να περνάει πετώντας ένας άνθρωπος και κατευθείαν κοκάλωσε. Τα χείλη του Έντουαρντ ακούμπησαν τα δικά της και ένα γνωστό αίσθημα την κατέκλυσε. Μπορούσε να κοιμηθεί ασφαλής.
●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●
…
●▬▬▬▬▬๑۩۩๑▬▬▬▬▬●
«Έρωτα θα αργήσουμε», προειδοποίησε η θεά Αφροδίτη φορώντας τα μαύρα διχτυωτά παπούτσια της. Βιαστικά έπιασε τον μαύρο φάκελο της και κατευθύνθηκε προς τον Έρωτα.
«Τώρα μητέρα», απάντησε δένοντας την κόκκινη γραβάτα του και έπιασε το χέρι της Αφροδίτης.
«Έτοιμος;», ρώτησε και μόλις την επιβεβαίωσε, έκλεισε τα μάτια της και τους μετέφερε στο νεκροταφείο.
«Ποτέ δε κατάφερα να καταλάβω πως μπορείτε να ταξιδεύετε έτσι», είπε ο Έρωτας κουνώντας νευρικά τα φτερά του. «Θα μπορούσα να μας είχα φέρει εδώ εγώ».
«Έρωτα, κάνεις σαν θνητός», τον επέπληξε η Αφροδίτη. «Είσαι γιος δυο θεών. Θα έπρεπε να έχεις συνηθίσει αυτού του τύπου τις μεταφορές». Βγάζοντας από το τσαντάκι της ένα ζευγάρι κόκκινα γυαλιά ηλίου, κάλυψε το πρόσωπο της ώστε να μην μπορεί να την επηρεάσει ο Απόλλων. Είχαν να μιλήσουν από τότε που της έκανε την μικρή χάρη και αυτή δεν ήταν σίγουρη η πρώτη που θα υποχωρήσει.
«Ίσως αν δεν με είχες αποκληρώσει όταν παντρεύτηκα με την Ψυχή, να το είχα συνηθίσει», της ανταπάντησε και η Αφροδίτη ένιωσε ένα κύμα φθόνου ανάμεικτο με πόνο να την πλημμυρίζει. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε αφήσει μια θνητή να της πάρει, έστω και για λίγο, τον γιο της. Τώρα ο γιος της μπορεί να είχε χωρίσει με την Ψυχή αλλά την είχε μετατρέψει σε αθάνατη, πράγμα που σήμαινε ότι θα έπρεπε να την ανέχεται για μια αιωνιότητα.
«Δεν ήρθαμε εδώ για να μαλώσουμε, Έρωτα», είπε και κατευθύνθηκε προς τον τάφο του πρώην εκλεκτού της. Αυτή το μόνο που ήθελε ήταν να ζήσουν έναν έρωτα που θα μείνει στην ιστορία και αν και στο τέλος τους άφησε για να χαρούν τον συνηθισμένο τους έρωτα το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Θάνατος.
«Έρωτα γιατί πρέπει η πραγματική αγάπη να έχει τέτοιο τέλος;», ρώτησε τον γιο της, αγγίζοντας τον μαρμάρινο τάφο του Βαλεντίνου.
«Είναι στην φύση μου, μαμά. Μην ξεχνάς ότι είμαι γιος του Άρη. Η πραγματική αγάπη, η αγάπη που έχει προέλθει από τα βέλη μου, είναι αναγκασμένη να καταδικαστεί σε γρήγορο θάνατο του ζευγαριού. Επιφέρει το ίδιο αποτέλεσμα με τον πόλεμο. Μόνο που το ταξίδι είναι πιο γλυκό», απάντησε. Η Αφροδίτη κατάλαβε ότι ο γιος της ένιωθε άβολα από το ότι ανοιγόκλεινε νευρικά τα φτερά του. Ποτέ δεν του άρεσε ότι τα βέλη του θα έπρεπε να επιφέρουν στο τέλος θάνατο και ήταν κάτι που δεν ήθελε να συζητάει. Οι άλλοι θεοί μάλιστα τον είχαν τιμωρήσει που απείχε από την επιλογή ζευγαριών όσο καιρό ήταν με την Ψυχή κάνοντας τα επόμενα του τέσσερα βέλη να φέρουν σύντομο θάνατο στα δυο ζευγάρια που θα χτυπήσουν. Είχε να τον δει τόσο στεναχωρημένο εδώ και πεντακόσια χρόνια, από τότε που η Ιουλιέτα και ο Ρωμαίος βρήκαν τέτοιο τραγικό θάνατο.
«Πάμε να δούμε λίγο και την εκλεκτή μου», πρότεινε η Αφροδίτη και ο Έρωτας συμφώνησε σιωπηλά. Πέρασαν μέσα από ένα μικρό δασάκι κατευθυνόμενοι προς τον τάφο της θνητής Αφροδίτης. Όπου πατούσε η θεά, τριαντάφυλλα και μυρτιές φύτρωναν. Ξαφνικά ένα μπουμπούκι της μυρτιάς άρχισε να φουσκώνει και ένα λευκό περιστέρι βγήκε από μέσα του. Αφού διέγραψε ένα κύκλο πάνω από την Αφροδίτη, πέταξε μακριά βγάζοντας σιγανούς ήχους σαν γουργουρίσματα.
Ο τάφος της θνητής Αφροδίτης βρισκόταν στην άλλη μεριά, κοντά στην είσοδο και η Αφροδίτη μπορούσε να δει το περιστέρι να συναντάει ένα σμήνος από άλλα πουλιά. Η Αφροδίτη μπορούσε να ταυτιστεί με αυτό το περιστέρι, έτσι και αυτή είχε ενωθεί με τους υπόλοιπους θεούς. Ήταν λίγο πολύ ο λιγότερος σημαντικός θεός, η ξένη.
«Μαμά, μας είδε», προειδοποίησε ο Έρωτας κοιτώντας προς ένα αμάξι. Το βλέμμα της Αφροδίτης μεταφέρθηκε και αντίκρισε τα πράσινα μάτια της κόρης των εκλεκτών της να την αντικρίζουν.
«Έρωτα, κάλυψε μας», ψιθύρισε γρήγορα και ο γιος της άρχισε να κουνά γρήγορα τα φτερά του. Ένας μικρός ανεμοστρόβιλος δημιουργήθηκε και τους κάλυψε.
Η Αφροδίτη εξέπνευσε ανακουφισμένη. Δεν ήθελε η κόρη των εκλεκτών της να τη δει, όχι μόνο γιατί θα κινδύνευε αν την παρατηρούσε πολύ ώρα, αλλά γιατί δεν ήθελε η ίδια να αντικρίσει τη θλίψη στα μάτια της Μπέλα, όπως θυμήθηκε ότι την έλεγαν.
«Εντάξει, έφυγαν», τους καθησύχασε μια φωνή και ο Έρωτας διέκοψε αμέσως τον ανεμοστρόβιλο. Μπροστά τους στεκόταν ένα νεαρός με ξανθά κοντοκουρεμένα μαλλιά που κρατούσε ένα είδος μπαστουνιού με φτερά στο πάνω μέρος του και δυο φίδια περιτριγυρισμένα στο υπόλοιπο κομμάτι του. Θα μπορούσε να θεωρηθεί θνητός αν στα σανδάλια του δεν είχε δύο ζευγάρια φτερά που τον σήκωναν λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος.
«Ερμή, τι κάνεις εδώ;», ρώτησε η θεά τσιτωμένη.
«Ηρέμησε ‘φούλα. Δεν με έστειλε ο αδερφός μου, μην ανησυχείς», την καθησύχασε ο Ερμής δίνοντας της μια αγκαλιά.
«Πόσες φορές σου έχω πει να μην με αποκαλείς ‘φούλα;», τον μάλωσε ανταποδίδοντας του την αγκαλιά. Ο Ερμής ήταν ένας από τους θεούς που την είχαν υποστηρίξει όταν ήθελαν να την διώξουν για να πάρει τη θέση της ο Διόνυσος. Από τότε του όφειλε αιώνια ευγνωμοσύνη.
«Αφού είσαι σαν αδερφή μου, ‘φούλα», απάντησε αγνοώντας τον Έρωτα. Η Αφροδίτη δεν τον κατηγορούσε αφού οι θεοί ήθελαν να τον αντικαταστήσουν με τον γιο της. Ήξερε πώς είναι να μην νιώθεις σημαντικός.
«Τι θες εδώ λοιπόν;», ρώτησε ξέροντας ότι αν κάτι κολλούσε στον Ερμή, δεν γινόταν να του το βγάλεις από το μυαλό. Για τα επόμενα χίλια χρόνια θα έπρεπε να ανέχεται το “‘φούλα”.
«Ήρθα εδώ για να πάω στον Άδη να μεταφέρω την ψυχή του Βαλεντίνου», είπε κατευθυνόμενος προς ένα δένδρο. «Το ξέχασες, ‘φούλα;».
«Φυσικά και δεν το έχω ξεχάσει, Ερμή». Πώς θα μπορούσε άλλωστε; «Απλά νόμιζα ότι αυτή την δουλειά την είχε αναλάβει ο Χάροντας».
Τα μάτια του Ερμή μαύρισαν και τα φίδια στο κηρύκειο του ζωντάνεψαν για λίγα λεπτά. «Ο Χάροντας ισχυρίζεται ότι έχει πολλή δουλειά τώρα με τον πόλεμο και τις πλημμύρες που θέλει επιπλέον βοήθεια. Δεν μου έφτανε που πρέπει να μεταφέρω τόσες ψυχές μέχρι τον Άδη, τώρα πρέπει να της μεταφέρω και μέσα στον Άδη».
«Έλα εντάξει θα τα καταφέρεις, είμαι σίγουρη, ‘φούλη», τον ενθάρρυνε δίνοντας του άλλη μια αγκαλιά.
Ο Ερμής χαμογέλασε και έβαλε το χέρι του πάνω σε ένα κλαδί. Γρήγορα το κλαδί μετατράπηκε σε ένα ζευγάρι χέρια που έπιασαν το χέρι του Ερμή και άρχισαν να τον τραβάνε μέσα.
«Τελικά έχεις δίκιο, ‘φούλα. Το “‘φούλης” ακούγεται εκνευριστικό», είπε και χάθηκε μέσα στο δέντρο.
Ωραία, σκέφτηκε η Αφροδίτη, ίσως το γλιτώσω για λίγο καιρό το “‘φούλα”.
DAN