Κεφάλαιο 4ο «Οι εφιάλτες»
Ισαβέλλα Νταρκ Μια βδομάδα κόλαση. Εκείνο το απόγευμα με ξύπνησαν οι φωνές της μάνας μου. Χωρίς να το καταλάβω είχα επιστρέψει σπίτι μου, αλλά ήταν αργά το απόγευμα. Η μαμά μου είχε φρικάρει περισσότερο γιατί είδε το πρόσωπο και το σώμα μου σημαδεμένα και τα ρούχα μου σχισμένα. Αφού γύρισε ο μπαμπάς και την ηρέμισε λίγο –αφού με έβαλε ένα μήνα τιμωρία- πήγα να ξανακοιμηθώ –μάλλον είχα πάθει σοκ αφού μετά από τόσες ώρες ύπνου νύσταζα ακόμα.
Από πίσω μου ακουγόντουσαν βήματα… όλο πιο πολλά… όλο πιο κοντά… Τα πόδια μου δε κουνιόντουσαν. Βρέθηκα σε ένα αδιέξοδο. Φώναζα, ούρλιαζα αλλά φωνή δεν έβγαινε. Προσπάθησα να κρυφτώ στις σκιές, αλλά ο ήλιος που ανέτειλε με φανέρωνε. Τρεις άντρες εμφανίστηκαν ντυμένοι στα μαύρα. Κάθε βήμα που έκαναν η απελπισία με κατέκλυζε όλο και πολύ. Πάσχιζα να βγάλω έστω μια κραυγούλα αλλά τίποτα. Είχαν φτάσει πλέον από πάνω μου. Ο ένας από αυτούς έσκυψε από πάνω μου σαν αρπακτικό πουλί και ψιθύρισε στο αυτί μου ¨Ισαβέλλα, ερχόμαστε για σας…¨ Αυτός ο εφιάλτης συνεχίστηκε για μια βδομάδα. Ενώ ήξερα ότι ήταν απλά ένα όνειρο, συνέχιζα να ξυπνάω τρομαγμένη. Αλλά τα πράγματα χειροτέρεψαν, γιατί πήγαινα στο σχολείο κουρασμένη, με αποτέλεσμα να πατώσω στο διαγώνισμα ιστορίας και σε πολλά από τα μαθήματα να με παίρνει ο ύπνος. Οι καθηγητές ενημέρωσαν τους γονείς μου και η μάνα μου φρίκαρε και άρχισε το κήρυγμα.
Το κορυφαίο ήταν ότι κανένα από τα παιδιά δεν εμφανίστηκε στο σχολείο όλη εκείνη την εβδομάδα. Τους έπαιρνα συνέχεια τηλέφωνο και τους άφηνα μηνύματα, αλλά
τίποτα. Έπρεπε να μιλήσω επειγόντως κάπου και μόνο την Άλις εμπιστευόμουν. Τα παιδιά δε το είχαν ξανακάνει ποτέ αυτό και ειδικά εκείνη. Από την μέρα που τους γνώρισα δε με είχαν αφήσει ούτε μία μέρα μόνη μου. Είχα αρχίσει να ανησυχώ.
Εκείνη τη Κυριακή η μαμά είχε κανονίσει να πάμε για δείπνο στους γείτονες. Η οικοδέσποινα είναι απόγονος Άρο Βολτούρι, του ιδρυτή της πόλης των Γαλαζοαίματων. Απ’ ότι ακούγεται είναι και η τελευταία απόγονος Βολτούρι, κάτι απόλυτα λογικό μετά από εκατόν εβδομήντα χρόνια.
«Ισαβέλλα, ώρα να φύγουμε. Κατέβα!» άκουσα την αγχωμένη φωνή της μαμάς μου. Αφού έριξα μια τελευταία ματιά στο είδωλο μου στο καθρέφτη, πήρα τη ζακέτα μου και κατέβηκα. «Κοίτα να φερθείς καλά. Και πρόσεχε μην αρχίσεις πάλι αυτά τα επαναστατικά σου.»
«Μάλιστα μαμά. Υπόσχομαι να ευγενική και καθώς πρέπει.» της απάντησα με μια δόση ειρωνείας.
~*~*~*~*~*~
Τη πόρτα μας άνοιξα η οικοδέσποινα. Η κ
α Βολτούρι ήταν μία κοπέλα γύρος τα εικοσιπέντε που ντυνόταν και φερόταν σαν σαραντάρα. Ο λόγος φυσικά, η θέση της στη κοινωνία και ο κατά τριάντα χρόνια μεγαλύτερός της σύζυγος της. Στο ύψος μου, με μακριά κόκκινα μαλλιά. Στο πρόσωπο της φαινόταν πόσο κουρασμένη ήταν –σε αντίθεση με του συζύγου της. Ελαφρώς μακιγιαρισμένη, ντυμένη με τα πιο παλιομοδίτικα ρούχα που μπορούσε να βρει κανείς.
«Καλώς ήρθατε στο σπίτι μας. Παρακαλώ περάστε.» μας προσκάλεσε μέσα.
«Ω, ευχαριστούμε. Το σπίτι σας είναι πραγματικά ωραίο.» είπε η μαμά μου καθώς καθόμασταν στο καναπέ.
«Να σας προσφέρω κάτι πριν ετοιμαστεί το δείπνο;»
«Εγώ θα ήθελα λίγο κρασί.» της απάντησε ο πατέρας μου. Μετά από ένα-δυο ποτήρια που ήπιαν οι δύο άντρες πήγαμε στο τραπέζι. Οι άντρες ξεκίνησαν τα πολιτικά αλλά κατέληξαν να μιλάνε για αυτοκίνητα. Οι γυναίκες μιλούσαν μόνο για συνταγές και νοικοκυριό. Αφού τελειώσαμε το φαγητό οι άντρες πήγαν στο γραφείο να καπνίσουν και εμείς καθίσαμε στο σαλόνι. Επιτέλους μετά από δύο ώες πλήρους βαρεμάρας και ανίας φύγαμε.
Όταν έφτασα σπίτι ίσα που άντεξα να αλλάξω και έπεσα κατευθείαν για ύπνο. Και ξανά το ίδιο όνειρο. Μόνο που αυτή τη φορά αντί η σκοτεινή φιγούρα να μου πει ότι έρχονται για μας, είπε ¨Μην ανησυχείς Ισαβέλλα την επόμενη φορά που θα πας σε αυτό το σπίτι δε θα σε αφήσουμε να βαρεθείς…¨
Πετάχτηκα πάνω κατά τρομαγμένη. Πως ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο. Πήρα το τηλέφωνο από το κομοδίνο και κάλεσα το νούμερο της Άλις, αλλά ακόμα έδειχνε κλειστό. Ένιωθα πως δεν είχα άλλη επιλογή. Ήθελα να μιλήσω με κάποιον. Κάλεσα τον αριθμό του. Χτύπησε αρκετές φορές πριν απαντήσει.
«Τι θες;» με ρώτησε κοφτά. Δίστασα, αλλά πραγματικά ήθελα να τον δω και αυτή ίσως να ήταν η μόνη ευκαιρία μου.
«Θέλω να σε δω.»
«Γιατί.» «Μπορείς να έρθεις;»
«Αν θες έλα.» «Δε μπορώ να φύγω. Είμαι τιμωρημένη, αν με πιάσουν πιθανών να μην ξαναβγώ ποτέ.»
«Δε μπορώ να κάνω κάτι για αυτό.» είπε αδιάφορα.
«Σε παρακαλώ έλα. Φοβάμαι.» του είπα και η φωνή μου ξεθώριασε.
«Καληνύχτα.» είπε ξερά και το έκλεισε. Ξάπλωσα πίσω και προσπάθησα να κλείσω τα μάτια μου, αλλά ερχόταν στο μυαλό μου το όνειρο.
Πέντε λεπτά μετά το κλείσιμο του τηλεφώνου άκουσα ένα θόρυβο έξω από το παράθυρό μου. Πλησίασα αργά και κοίταξα απέξω. Και μόνο που τον έβλεπα ένιωθα ασφαλής. Έκανα πίσω και εκείνος σκαρφάλωσε στις κληματαριές και πήδηξε μέσα από το παράθυρο στο δωμάτιό μου.
«’Ήρθες.» είπα τρέχοντας και αγκαλιάζοντάς τον σαν μικρό παιδάκι.
«Μη γίνει συνήθειο όμως.» είπε απότομα και με απομάκρυνε. Γύρισε τη πλάτη του και έπεσε φαρδύς πλατύς πάνω στο κρεβάτι μου. Αφού στριφογύρισε τόσο ώστε να μου κάνει το κρεβάτι χάλια, με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω και είπε «Μια χαρά σε βλέπω. Και το σπίτι ασφαλή είναι. Τι φοβάσαι λοιπόν;»
«Να… μια βδομάδα τώρα βλέπω τον ίδιο εφιάλτη, μόνο που σήμερα άλλαξε.»
«Και για τα χαζοόνειρα σου με φώναξες εδώ;» είπε τσιτωμένος ενώ πετάχτηκε όρθιος.
«Το ξέρω ότι είναι χαζά αλλά αυτοί οι τρεις άντρες με τα μαύρα πραγματικά με τρομάζουν και ειδικά μετά από αυτό είπαν για το σπίτι των Βολτούρι-» με άρπαξε και με κόλλησε στο τοίχο. Έφερε το κατακόκκινο πρόσωπό του κοντά στο δικό μου.
«Τι σου είπαν;» είπε σφίγγοντας περισσότερο τα μπράτσα μου.
«Απλά είπαν να μην ανησυχώ και την επόμενη φορά που θα πάω σε αυτό το σπίτι δε θα με αφήσουν να βαρεθώ.» έκανε πίσω και κάθισε στο κρεβάτι.
«Πολύ γρήγορα. Όλα γίνονται πολύ γρήγορα.» επαναλάμβανε σαστισμένος. Σηκώθηκε απότομα και με έσπρωξε να ξαπλώσω στο κρεβάτι. «Μην ανησυχείς. Θα το κανονίσουμε εμείς αυτό. Μη τους δίνεις πολύ σημασία. Ακόμα είναι στα όνειρά σου.» έλεγε αγχωμένος.
«Τι εννοείς
ακόμα και ποιοι είναι αυτοί;»
«Δε χρειάζεται να ανησυχείς.»
«Μόνο αν υποσχεθείς ότι δε θα φύγεις αν δε βγει ο ήλιος.» είπα όσο πιο παραπονιάρικα μπορούσα.
«Δε πάω πουθενά κοιμήσου.» είπε αφού φάνηκε να το σκέφτεται για λίγο.
Αυτό ήταν, δεν χρειάστηκα άλλη λέξη. Τα μάτια μου έκλεισαν από μόνα τους. Όταν ο εφιάλτης ήρθε, αισθανόμουν το χέρι του Ρόμπερτ να κρατάει το δικό μου. Δε φοβήθηκα στιγμή, αντίθετα συνέχισα τον ύπνο μου.