Bella And Edward
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.



 
ΦόρουμΠόρταλΕικονοθήκηΑναζήτησηLatest imagesΣύνδεσηΕγγραφή
Η συνέχεια της διάσημης σειράς βιβλίων έρχεται στα βιβλιοπωλεία στις 4 Αυγούστου με τίτλο «Midnight Sun» και αφηγείται την ιστορία του «Λυκόφωτος» από την πλευρά του Edward Cullen.
Πρόσφατα Θέματα
» Ashley's Greene blog
ΤΗΕ CULLEN I_icon_minitimeΠαρ 17 Μαρ 2023 - 15:11 από Marzaki Cullen

» Τι ακουτε αυτη την στιγμη;
ΤΗΕ CULLEN I_icon_minitimeΠαρ 4 Ιουν 2021 - 15:08 από April

» Bella And Edward - 11 χρόνια μετά
ΤΗΕ CULLEN I_icon_minitimeΤετ 6 Ιαν 2021 - 20:34 από Marzaki Cullen

» Συζήτηση για το Midnight Sun
ΤΗΕ CULLEN I_icon_minitimeΚυρ 13 Δεκ 2020 - 17:38 από Katrin

» Robert Pattinson
ΤΗΕ CULLEN I_icon_minitimeΔευ 7 Σεπ 2020 - 21:40 από $ofi@ + Edward

» Infernal Devices - Κουρδιστός 'Αγγελος
ΤΗΕ CULLEN I_icon_minitimeΠαρ 8 Μάης 2020 - 1:03 από evi

» Wallpapers by twins
ΤΗΕ CULLEN I_icon_minitimeΔευ 4 Μάης 2020 - 13:25 από Zafrina

» Twilight the movie
ΤΗΕ CULLEN I_icon_minitimeΚυρ 3 Μάης 2020 - 12:07 από hiddenfantasy

» Vampire Diaries - TV Series
ΤΗΕ CULLEN I_icon_minitimeΔευ 13 Απρ 2020 - 12:11 από Zafrina

» New Moon the movie
ΤΗΕ CULLEN I_icon_minitimeΠαρ 10 Απρ 2020 - 12:49 από Zafrina

Παρόμοια θέματα
Quote of the Week
"Bella is with Edward. She's a part of this family, and we protect our family."

Carlisle Cullen, Twilight
Character of the Week
Rosalie Lillian Hale

(born 1915 in Rochester, New York) is a member of the Olympic coven.

She is the wife of Emmett Cullen and the adoptive daughter of Carlisle and Esme Cullen, as well as the adoptive sister of Jasper Hale (in Forks, she and Jasper pretend to be twins), Alice, and Edward Cullen.

Rosalie is the adoptive sister-in-law of Bella Swan and adoptive aunt of Renesmee Cullen, as well as the ex-fiancée of Royce King II.
Νοέμβριος 2024
ΔευΤριΤετΠεμΠαρΣαβΚυρ
    123
45678910
11121314151617
18192021222324
252627282930 
ΗμερολόγιοΗμερολόγιο
Bella & Edward Playlist
Το μαργαριτάρι της Ροδεσίας

Στο κατώφλι µιας νέας εποχής για τη Ροδεσία, η Μάντριγκαλ, έχοντας χάσει τον άντρα της λίγες µονάχα ώρες µετά τον γάµο τους, θρήνησε βαθιά την απώλειά του και αποφάσισε να ζήσει µε τη θύµησή του. Όµως δεν φαντάστηκε ποτέ πως θα της ζητούσαν να πάρει τη θέση της συζύγου του βασιλιά.

Ο βασιλιάς Έντουαρντ, αφού γνώρισε την απόλυτη ευτυχία δίπλα στη γυναίκα που λάτρεψε όσο καµία, την Άµπερλιν, δέχτηκε το σκληρότερο χτύπηµα της µοίρας όταν εκείνη πέθανε πριν προλάβει να φέρει στον κόσµο το παιδί τους. Ωστόσο, προκειµένου ν' ανταποκριθεί στα βασιλικά του καθήκοντα και να χαρίσει έναν διάδοχο στη Ροδεσία, είναι υποχρεωµένος να παντρευτεί ξανά και απ' όλες τις υποψήφιες επιλέγει τη Μάντριγκαλ.

Μήπως όµως το όνοµα της νέας του συζύγου κουβαλά µια σκοτεινή µοίρα; Άραγε υπάρχει ελπίδα να αλλάξει το πεπρωµένο; Θα καταφέρει η Μάντριγκαλ να ξυπνήσει την αγάπη στην καρδιά του άντρα και βασιλιά της; Κι εκείνος θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τα αισθήµατά του πριν χάσει τα πάντα για άλλη µια φορά;

Συγγραφέας ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΜΑΡΙΑ
Εκδότης ΩΚΕΑΝΙΔΑ


 

 ΤΗΕ CULLEN

Πήγαινε κάτω 
ΣυγγραφέαςΜήνυμα
setna
Twilight Human
Twilight Human
setna


Άντρας Δίδυμος
Ηλικία : 44
Τόπος : keratea
Αριθμός μηνυμάτων : 8
Registration date : 04/03/2013

ΤΗΕ CULLEN Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: ΤΗΕ CULLEN   ΤΗΕ CULLEN I_icon_minitimeΠεμ 21 Μαρ 2013 - 17:41

φίλοι μου αυτή είμαι μια ιστορία από την μεριά του καρλαιλ και αναφέρεται στην αρχή της οικογένειας του. Είναι η πρώτη φορά που γράφω κάτι όποτε θέλω πόλη μεγάλη κατανόηση. Με βοήθησε στην διόρθωση του κείμενου η panagiota.

ΤΗΕ CULLEN

Τι χωρίζει τον άνθρωπο από το να είναι τέρας?…
Τι χωρίζει το τέρας από το να γίνει άνθρωπος?...
Πότε η ψυχή είναι καταδικασμένη και ποτέ όχι? ...


Ήμουν ένα τέρας. Ένα τέρας που δίψαγε για αίμα. Ήταν στη φύση μου να σκοτώνω, το ζητούσε το σώμα μου, ο οργανισμός μου κι όμως ποτέ δεν μου άρεσε. Ποτέ δε συμβιβάστηκα στην ιδέα αυτή. Πάντα με έτρωγε μέσα μου η κατάντια μου να χρειάζομαι αίμα για να ζήσω και πάντα μετάνιωνα την ώρα που τελείωνα και είχα ξεδιψάσει την πείνα μου.
Με λένε Κάρλαιλ Κάλεν και είμαι βρικόλακας.

Ήμουν στην αυλή της Βολτέρας. Καθώς έκανα έναν περίπατο, προσπαθούσα να ξεχάσω την κάψα που ένιωθα στο στόμα μου. Είχα μέρες να στραφώ και η ανάγκη γινόταν επιτακτική. Αισθάνθηκα μια παρουσία κοντά μου και είδα τον Άρο να με πλησιάζει. Μου είπε πως είμαι πολύ αδύναμος, πως πρέπει να τραφώ και ευκαιρία γι αυτό θα ήταν το απόγευμα που θα ερχόταν μια ομάδα ατόμων για τα αξιοθέατα. Του απάντησα πως δεν θα έρθω σε αυτή τη σφαγή, πως θα βγω για να πάω να κυνηγήσω ζώα αδιαφορώντας για το ειρωνικό του ύφος. Κι έτσι έκανα καταφέρνοντας να σβήσω εν μέρει τη δίψα μου αλλά όταν επέστρεψα στη Βολτέρα ο Άρο με περίμενε με μια κοπέλα που της είχε κάνει μια γρατσουνιά στο λαιμό για να με δελεάσει. Προσπάθησα να αντισταθώ, ειλικρινά το ήθελα αλλά δεν τα κατάφερα τελικά. Υπέκυψα προσπαθώντας να μη σκέφτομαι την πράξη μου.
Όταν τελείωσα έτρεξα μετανιωμένος μέσα στο δωμάτιό μου. Τι έφταιγε αυτή η νέα γυναίκα να πεθάνει στα χέρια μου? Τι είχα κάνει? Κουλουριάστηκα στο κρεβάτι μου και πονούσα όσο ποτέ άλλοτε που σκότωσα ένα αθώο κορίτσι. Ήξερα πως κανένας δεν θα με κακολογούσε για αυτό και όπως είπε κάποτε ο Άρο ¨είναι στην φύση μας¨. Ο πόνος όμως για την πράξη μου συνέχιζε να είναι δυσβάσταχτος.

Τότε πήρα μια μεγάλη απόφαση. Θα έφευγα από την Βολτέρα. Το να φύγω θα διευκόλυνε τα πράγματα για πολλούς που διψούσαν για εξουσία εδώ αλλά ήθελα να μείνω μόνος μου, να μείνω σε ένα μέρος όπου δεν θα μπορούσα να κάνω κακό σε ανθρώπους. Έτσι λοιπόν, το πρωί της επόμενης μέρα επισκέφτηκα τη μεγάλη αίθουσα του συμβουλίου και στάθηκα μπροστά στους τρεις θρόνους. Ο Άρο με πλησίασε με ήρεμο ύφος ρωτώντας με
- Τι σε βασανίζει τόσο πολύ? και μου έτεινε το χέρι του (ο Άρο είχε την ικανότητα να ''διαβάζει'' τους ανθρώπους αγγίζοντας τους). Του έδωσα το χέρι μου και μόλις το έπιασε έκανε έναν περίεργο μορφασμό και έπειτα είπε
- Αχ Κάρλαιλ, πότε θα συμβιβαστείς με αυτό το ισχυρό πλάσμα που είσαι? Πότε θα καταλάβεις πως εμείς κυβερνούμε τον κόσμο? Ο Ντιμίτρι μας κοίταζε με περιέργεια και τότε μίλησα πως θα φύγω κι έτσι θα μπορέσει κάποιος άλλος να πάρει τη θέση μου στην Βολτέρα. Ο Ντιμίτρι μίλησε σκληρά.
- Αν φύγεις θα είσαι μόνος.
- Ναι του είπα χωρίς καμιά αντίρρηση και τότε γυρνάει ο Άρο και δίνει εντολή σε έναν υπήκοο να μου ετοιμάσει τα πράγματα. Γυρνάει το βλέμμα του προς εμένα, με κοιτάει και μου λέει πως η θέση μου θα είναι πάντα εδώ στη Βολτέρα και πως θα με περιμένει. Αλλά στον έξω κόσμο θα πρέπει να συμβαδίσω με τους νόμους αλλιώς θα είμαι εχθρός της Βολτέρα και κατά πάσα πιθανότητα νεκρό αν τους παραβώ.

Αφού έπεσε ο ήλιος ξεκίνησα το μακρινό μου ταξίδι της αναζήτησης.
Έμεινα στα δάση της Σουηδίας για πολύ καιρό μακριά από ανθρώπους προσπαθώντας να βρω τον εαυτό μου και τρεφόμενος αποκλειστικά με ζώα. Μέχρι που κάποια μέρα, εκεί που περιπλανιόμουν άσκοπα, σε μια στιγμή άκουσα ανθρώπινα ουρλιαχτά. Έτρεξα προς το μέρος όπου είχαν προέλθει για να δω έναν ξυλοκόπο που τον είχε πλακώσει ένα δέντρο. Με το που τον είδα τα έχασα. Είχα πολύ καιρό να δω άνθρωπο και κοντοστάθηκα λίγο να δαμάσω του τέρας που μου έλεγε προστακτικά να κάνω κάτι που θα το μετάνιωνα. Ευτυχώς για καλή μου τύχη δεν είχε ματώσει όποτε κατάφερα και συνήρθα γρήγορα.

Πήγα κοντά του με προσοχή. Ήξερα πως έπρεπε να τον σώσω. Ήξερα πως μπορούσε αλλά έτσι θα μας εξέθετα όλους και κατά πάσα πιθανότητα θα βρισκόμουν νεκρός... Δεν αμφέβαλα καθόλου για την προειδοποίηση του Άρο.
Κοίταξα γύρω μου είδα το τσεκούρι να είναι πίσω από το σώμα του πεταμένο. Σκέφτηκα πως άμα έκοβα το κορμό από πίσω του δεν θα μπορούσε να με δει οπότε δεν θα καταλάβαινε τίποτα για τη φύση μου. Πήρα το τσεκούρι κι έκοψα τον κορμό, έπειτα τον πρόσταξα να με βοηθήσει να τον σηκώσουμε και με αυτό τον τρόπο θα κάλυπτα και την υπεράνθρωπη δύναμη μου. Έτσι έγινε. Μόλις ελευθερώθηκε τον σήκωσα από κάτω και τον ρώτησα είναι καλά αποφεύγοντας να συναντήσω το βλέμμα του.

Και τότε έγινε αυτό που μου έδωσε πίσω αυτό που είχα χάσει από καιρό... μου έδωσε ελπίδα για την ψυχή μου. Πλέον δεν ήμουν το τέρας που ήταν καταδικασμένο να ζει στην κόλαση αλλά ένας τρόπος να εξιλεωθώ για τη φύση μου, αυτή που με ανάγκαζε να ζω εις βάρος των ανθρώπων. Κατάλαβα πως αυτός είναι ο σκοπός στη ζωή μου πλέον. Να βοηθώ.
Ο ξένος μου είπε πως πιο πέρα είναι η καλύβα του και πως θα χρειαζόταν τη βοήθεια μου για να πάει σε αυτήν. Του την πρόσφερα χωρίς δεύτερη σκέψη και ευγνωμονούσα το κρύο που κάλυπτε την ψύχρα του σώματός μου. Όταν φτάσαμε στην καλύβα του μου πρόσφερε στέγη και φαγητό αλλά εγώ του αρνήθηκα και του είπα πως πρέπει να φύγω γιατί με περιμένουν.


Ήξερα πλέον πως θέλω να βοηθήσω τους ανθρώπους, πως αυτό με κάνει λιγότερο τέρας και έτσι κατευθύνθηκα για το πατρικό μου, ένα χωριό έξω από την πολιτεία της Αλάσκα.
Και βρέθηκα στο πατρικό μου. Είχαν περάσει χρόνια για να με γνωρίζουν οι χωριανοί αλλά κάποιοι πιο μεγάλοι σε ηλικία με κοιτούσαν περίεργα καθώς διέσχιζα τον κεντρικό δρόμο το σούρουπο κοιτώντας νοσταλγικά γύρω μου.
Τότε βρέθηκε μπροστά μου ο παιδικός μου φίλος. Ήθελα πολύ να τον αγκαλιάσω, να τον σφίξω στην αγκαλιά μου αλλά κρατήθηκα. Ρώτησα φωναχτά
- Ποιος είναι από σας ο Ρόμπερτ?
Η έκφραση του άλλαξε όταν άκουσε το όνομά του. Τον είδα να απορεί, να με κοιτάζει περίεργα και με πλησίασε διστακτικά και μου είπε
- Εγώ. Κάρλαιλ εσύ είσαι? Πώς γίνεται αυτό?
Έβλεπα ένα φόβο και μια απορία στο βλέμμα του και αποφάσισα να τον καθησυχάσω. Του είπα πως με λένε Τζον και πως είμαι ο γιος του Κάρλαιλ. ήταν λογικό να με πιστέψει όπως κ όλοι στο χωριό. Τους ερχόταν πιο λογικό να είμαι ο απόγονος του εαυτού μου παρά κάτι άλλο.

Οι μέρες κυλούσαν ήρεμα και εγώ βοηθούσα όσο μπορούσα στο χωριό με προσοχή χωρίς να καταλαβαίνει κάτι για τη διαφορετικότητά μου. Πρόσεχα όσο μπορούσα και ευτυχώς για εμένα το χωριό μου είχε λίγες μέρες το χρόνο ήλιο οπότε δεν το είχα ποτέ στο μυαλό μου αυτό.
Μια μέρα καθώς ήμουν με τον γιο του Ρόμπερτ και οργώναμε το χωράφι του. Σε μια στιγμή, το αλέτρι φεύγει από τα χέρια του και του κάνει ένα κόψιμο πολύ βαθύ στο πόδι του. Για καλή μου τύχη ήμουν δέκα μέτρα πιο πέρα, ο άνεμος φύσαγε αντίθετα αλλά η κάψα που μου ήρθε στο λαιμό μου ήταν αφόρητη. Με πολλή δυσκολία κατάφερα και συγκράτησα τον εαυτό μου. Σταμάτησα την αναπνοή μου και έφυγα από το σημείο φωνάζοντας του πως θα φώναζα βοήθεια στο χωριό.. Πήγα σπίτι μου και κάθισα να ηρεμήσω. Χάρηκα με τον εαυτό μου που πάλεψα με το θηρίο που ύπαρχε μέσα μου και τελικά βγήκα νικητής. Ήθελα να κάνω πάρτι! Ήταν η πρώτη φορά που κατάφερα να αντισταθώ σε ανθρώπινο αίμα όμως γρήγορα οι σκέψεις μου άρχισαν να πηγαίνουν στο κακό. Τι θα γινόταν αν ήμουν πιο κοντά ή τι θα γινόταν αν ο αέρας ερχόταν κατά πάνω μου? Και αυτή την φορά τα κατάφερα αλλά τι θα γίνει την επόμενη?
Τότε απογοητεύτηκα. Ήθελα τόσο πολύ να βοηθήσω τους ανθρώπους του χωριού μου κι όμως ήμουν η μεγαλύτερη απειλή για το ζωή τους.

Με είχαν παρασύρει οι σκέψεις μου και μόλις την τελευταία στιγμή κατάλαβα τον Ρόμπερτ να μπαίνει μέσα. Δεν είχα ακούσει καν να χτυπάει την πόρτα.
- Τι έγινε? Ο γιος μου είπε πως ξαφνικά σε είδε να τρέχεις από το χωράφι και παρόλο που σου φώναξε εσύ δεν γύρισες πίσω.
Τότε σκέφτηκα πως θα έπρεπε να φύγω λίγο από κοντά τους. αυτό μου προκαλούσε πόνο αλλά θα έπρεπε να δαμάσω αυτή τη δίψα που είχα. Είχα καταφέρει την πρώτη μου νίκη αλλά μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος είχα πολλές μάχες να δώσω ακόμα. Του είπα πως θα πρέπει να φύγω, πως με ειδοποίησαν πως ένας μακρινός συγγενής πέθανε και πως πρέπει να πάω. Με χτύπησε στην πλάτη.
 Να πας φίλε μου, μου είπε. Αυτή είναι η μοίρα του ανθρώπου, να πεθαίνει.

Δεν κατάλαβα γιατί το είπε αυτό. Μάζεψα τα πράματα μου και ξεκίνησα. Είχα σκεφτεί πού θα πάω. Θα πήγαινα να στεκόμουν σε αποτελειωμένες μάχες όπου το φρέσκο αίμα μύριζε ακόμα. θα προσπαθούσα να παλέψω σε 100 χιλιόμετρα. Πιο βόρεια είχα ακούσει πως δόθηκε μια μεγάλη μάχη στο χωριό Γκρενσελβίτ.

Εκεί πήγα στην αρχή.
Δεν πλησίασα πάρα πολύ. Καθόμουν στα βουνά, μόλις είχα κυνηγήσει και πίστευα πως έτσι θα ήταν πιο υποφερτό. Ο αέρας πότε φύσαγε ανατολικά και ποτέ δυτικά. Όποτε φύσαγε δυτικά μου ερχόταν η μυρωδιά του ανθρώπινου αίματος – ελάχιστη, αμυδρή αλλά κι αυτό έκανε το κορμί μου να τρέμει. Το θηρίο έπαιζε μαζί μου και ήμουν στο χείλος να το αφήσω να με κυριεύσει... Ο αέρας με βοηθούσε όποτε έπαιρνε τη μυρωδιά μακριά κι τότε έβρισκα το κουράγιο και τη δύναμη να αντισταθώ.
Σε κάποια φάση ο αέρας δε γύριζε, η οσμή το φρέσκου αίματος είχε κατακλύσει τα ρουθούνια μου και το κτήνος άρχισε να παίρνει την κυριαρχία. Με σήκωσε από εκεί που ήμουν, έκανα τρεις δρασκελιές αλλά κατάφερα και σταμάτησα τελευταία στιγμή.

Έφυγα τρέχοντας. Βρήκα ένα ξέφωτο κάπου μακριά από τη μάχη και εκεί κατάφερα να φτιάξω μια καλύβα. Ο πόλεμος θα συνεχιζόταν για αρκετές μέρες όποτε είχα αρκετό χρόνο έτσι ώστε να πετύχω το στόχο μου. Τα καθημερινά παιχνίδια με το κτήνος ήταν βασανιστικά αλλά πάντα είχα ένα μεγάλο χαμόγελο όποτε ερχόμουν στο καλυβάκι έχοντας νικήσει την αβάσταχτη δίψα. Είχα αρχίσει να εξοικειώνομαι, είχα φτάσει πολλή κοντά στην μάχη μέχρι που μπορούσα να διακρίνω και τα στρατεύματα. Η μάχη είχε τελειώσει, οι επιτιθέμενοι νικήσαν και οι αντίπαλοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Κάποιοι ξέφυγαν στο δάσος προσπαθώντας να σωθούν και σ ήλπιζα να μην βρεθεί κάποιος κοντά μου ματωμένος γιατί δεν ήξερα αν θα κατάφερνα να αντισταθώ. Έβλεπα τη σημαία τον κατακτητών να αιωρείται και σκεφτόμουν πως οι μάχες είχαν τελειώσει πλέον. Ως εδώ είχα καταφέρει να αντισταθώ στο ανθρώπινο αίμα. Αυτό ήταν πολύ καλό για μένα, κατάφερα παρά πολλά αλλά είχα πολύ δρόμο ακόμα για να το ελέγξω
.
Ήμουν λίγα μέτρα έξω από το καλυβάκι όπου ξαφνικά αίμα άρχισε να μυρίζει πόλη έντονα από τη δυτική πλευρά και ερχόταν κατά πάνω μου. Τότε άρχισε να με κυριεύει το κτήνος που είχα μέσα μου. Ξεκίνησα να πηγαίνω προς το μέρος που μύριζε το αίμα για να σκοτώσω. Κράτησα την αναπνοή μου και πήρα σε θέση επίθεσης. Ήξερα πως κάποιον άνθρωπο θα σκοτώσω αλλά όσο και αν πάλευα δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Τότε ξεπρόβαλε η σκιά μιας γυναίκα λεπτοκαμωμένης. Ήμουν έτοιμος να επιτεθώ μέχρι που φάνηκε μπροστά μου γυμνή και χαρακωμένη. Στα μάτια της έβλεπα την απελπισία... μου φώναξε ''σώσε με'' και είδα δυο άνδρες να τρέχουν από πίσω της. Είχα μείνει αποσβολωμένος να τη κοιτώ, χωρίς να μπορώ να κουνηθώ. Ήταν σαν άγγελος που έτρεχε προς το μέρος μου. Ήταν το πιο υπέροχο πλάσμα που είχα δει ποτέ στην ζωή μου. Ο λαιμός μου έκαιγε και σε άλλη περίπτωση δεν θα μπορούσα με τίποτα να κρατηθώ αλλά δεν με ένοιαζε πλέον. Το μόνο που γυρόφερνε στο μυαλό μου ήταν η μορφή της, τα μεγάλα και απελπισμένα καστανά μάτια της, το τρομαγμένο κελάηδισμα των λέξεων της. Αφού με προσπέρασε, ήρθαν οι 2 άντρες κοντά μου και πήγαν να με χτυπήσουν αλλά κατάφερα με ευκολία να τους αφοπλίσω μιας και ήταν μεθυσμένοι δεν θα έδιναν σημασία καθόλου. Τους ακινητοποίησα και τους άφησα λιπόθυμους. Έτρεξα να βρω τον άγγελο . Προσπάθησα να την εντοπίσω από τη μυρωδιά της αλλά όταν έφτασα αρκετά κοντά διαπίστωσα ότι είχαν βρει την καλύβα μου άτομα από το στρατόπεδο και την είχαν λεηλατήσει. Έτσι λοιπόν έπρεπε πρώτα να πάρω τα υπάρχοντα μου πίσω. Με ακριβείς κινήσεις και χωρίς να το καταλάβουν τους πήρα ό,τι είχαν μαζέψει. Στο σκοτάδι κινούμουν με τέτοια ταχύτητα που νόμιζαν ότι κάτι τρελό συνέβαινε. Στην ιδέα πως τα πράματα εξαφανίσθηκαν από το χέρι τους από μόνα τους, τα πέταξαν κάτω και έτρεχαν να σωθούν. Έψαξα τις υπόλοιπες μέρες να την βρω αλλά δεν τολμούσα να πάω στο πεδίο, ακόμα το άρωμα του αίματος έπαιζε με μένα και δεν ήθελα να το ριψοκινδυνέψω. Αυτά τα καστανοπράσινα μάτια της, τα καστανά μαλλιά της και το άρωμα του κορμιού της με είχαν συνεπάρει. Είχα πιάσει τον εαυτό μου να την σκέφτεται όλη μέρα. Θα έπρεπε να κάνω κάτι για να ξαναδώ τον άγγελο μου και θα έψαχνα να την βρω αλλά προς το παρόν θα πήγαινα να βρω νέα μάχη.

Πήρα τα πράγματα μου και ξεκίνησα νότια όπου θα ξεκίναγε άλλη μάχη. Στο δρόμο είδα από μακριά μια μορφή πεσμένη λιπόθυμη στο έδαφος. Είχε τα ίδια μαλλιά και καθώς πλησίασα κοντά της το αίμα που κυλούσε από τον ώμο της με έκανε να διψάω φοβερά αλλά οι σκέψεις πως ο άγγελος μου ήταν εκεί και είχε, είχε… ούτε να το σκεφτώ δεν ήθελα. Σταμάτησα να αναπνέω και πήγα κοντά. Γονάτισα και την έπιασα από τον ώμο. Την γύρισα ανάσκελα για να διαπιστώσω τελικά ότι δεν ήταν αυτή που ονειρευόμουν. 'Ηταν μια κοπέλα που απλά της έμοιαζε. Είδα το αίμα να τρέχει από τον ώμο της και η δίψα θέριεψε μέσα μου. Για ένα δευτερόλεπτο το τέρας πήρε τα ηνία αλλά ήρθε στο μυαλό μου η μορφή του αγγέλου και με την σκέψη πως μπορεί να ήταν αυτή στη θέση της κοπέλας μπροστά μου, κρατήθηκα. Έβγαλα το πουκάμισο μου και το έδεσα στον ώμο της. Η κοπέλα άρχισε να συνέρχεται.
Τότε άκουσα φωνές . ''Χάιντι... Χάιντι....που είσαι?'' Την αφίσα μαλακά στο έδαφος και απομακρύνθηκα γρήγορα πριν προλάβουν να με δουν. Είχα φτάσει αρκετά μακριά όταν συνειδητοποίησα πως είχα βρει το πιο ισχυρό όπλο για να καταπολεμήσω το τέρας που βρίσκεται μέσα μου -ήταν ο άγγελος μου.
Ξεκίνησα πάλι πίσω για το πεδίο της μάχης. Τα πτώματα είχαν μαζευτεί αλλά το αίμα είχε μείνει να ποτίζει μακάβρια το χώμα. Θα προσπαθούσα να κινηθώ μέσα στο πεδίο με το αίμα κάτω από τα πόδια μου.
Έφερα στο μυαλό μου το πρόσωπό της, την έκφραση που είχε πάρει όταν έτρεχε προς το μέρος μου και την υπέροχη φωνή της «σώσε με»...
Τι ειρωνεία! Ζητούσε να τη σώσω ενώ αυτή είχε, εν αγνοία της, σώσει εμένα.
Έκανα το πρώτο βήμα σε αυτό το πεδίο μάχης. Το κάψιμο στο λαιμό μου ήταν ανυπόφορο, το αίμα ήταν υπερβολικά φρέσκο αλλά δεν με ένοιαζε πια. Ήμουν μαγεμένος με κάποια θνητή, έναν άνθρωπο που δεν ήξερα καλά καλά, δεν της είχα μιλήσει ποτέ. Αυτό που με πόναγε περισσότερο ήταν πως δεν ήταν κοντά μου. Διέσχισα το πεδίο άι κατευθύνθηκα προς το επόμενο χωριό. Είχα ακούσει πως πολλοί είχαν φύγει και είχαν πάει εκεί όπου θα ερχόταν άλλη μονάδα μάχης και θα ξεκίναγε άλλος πόλεμος εκεί.

Είχα φτάσει στα προπύλαια. Μια μονάδα με νέους στρατιώτες βρισκόταν στο χωριό και έψαξα με αγωνία μέσα στο πλήθος μήπως κατάφερνα και την έβλεπα. Δυστυχώς τίποτα... οι περισσότερες γυναικείες ήταν στο ιατρείο που είχαν στήσει πρόχειρα σε μια καλύβα αλλά με τόσο πολύ κόσμο δεν θα ρίσκαρα να πάω τόσο κοντά σε φρέσκο αίμα. Ξαφνικά ο αέρας άλλαξε. Ερχόταν η μυρωδιά από το αίμα του αναρρωτηρίου προς το μέρος μου. Έφυγα γρήγορα και πήγα από την άλλη πλευρά. Κοίταξα στο πίσω μέρος του χώρου,υπήρχαν κάτι γυναίκες και ξαπόσταιναν μα πουθενά αυτή που έψαχνα... Και εκεί που άρχισα να χάνω τις ελπίδες μου ακούω έναν γιατρό που ήταν λίγα βήματα πιο μακριά από την ανατολική πλευρά του ιατρείου να φωνάζει ¨ΕΣΜΕ ΕΣΜΕ τρέχα γρήγορα!'' Την αναγνώρισα αμέσως αν και ήμουν πολύ μακριά. Ετρεξε μέσα στο ιατρείο για να πάει να βοηθήσει τον γιατρό. Μου κόπηκαν τα ποδιά. Ένοιωσα ένα ρίγος να με κυριεύει. Αν η καρδιά μου χτύπαγε, σίγουρα θα είχε σπάσει από το τρελό χτύπο. Η φωνή του γιατρού αντηχούσε στα αυτιά μου.... ΕΣΜΕ ΕΣΜΕ ΕΣΜΕ ΕΣΜΕ...
Ήξερα το όνομα της, μου αρκούσε προς το παρόν. Έφυγα από το πεδίο και μπήκα μέσα στο δάσος .Τα πόδια μου δεν τα ένοιωθα στη γη, ένιωθα πως πετούσα. Κάθισα κάτω από ένα μεγάλο δέντρο και σκεφτικά πως θα πρέπει να πάω να την γνωρίσω. Να της πω πώς αισθάνομαι. Πως έχει μετατρέψει ένα άψυχο τέρας στον πιο ευτυχισμένων άνθρωπο που υπάρχει στη γη. Το ¨τέρας¨ ...οι σκέψεις μου άρχισαν να περνούν άλλες στροφές . Πώς θα μπορούσα εγώ ένα τέρας να σκεφτώ πως θα μπορούσα να είμαι με έναν άγγελο? Πώς θα μπορούσε αυτός ο άγγελος να με δεχτεί? Πώς θα μπορούσε να είναι ασφαλής μαζί μου? Απελπίστηκα και έκανα να φύγω αλλά δεν μπορούσα να κινηθώ. Η απελπισία ήταν αυτή που με καθήλωσε. Τι θα έπρεπε να κάνω? Να απομακρυνθώ από κοντά της? Ναι, αυτό θα έκανα. Η σκέψη της μόνο μου αρκούσε. Πως υπάρχει, πως είναι στην ζωή μου. Βρήκα τη δύναμη να σηκωθώ έχοντας πάρει την απόφαση να απομακρυνθώ.

Ξεκίνησα να φύγω παίρνοντας ένα μονοπάτι που θα οδηγούσε λίγο έξω από το χωριό. Είχε ξεκινήσει να σουρουπώνει. Εκεί είδα μια άμαξα να έχει πρόβλημα και πήγα να βοηθήσω. Είχε φύγει ένα σίδερο από τον τροχό και η άμαξα δεν μπορούσε να κινηθεί.
- Καλησπέρα είπα στον αμαξά και εκείνος μου ανταπόδωσε τον χαιρετισμό.
- Βλέπω πως έχετε πρόβλημα, μπορώ να κάνω κάτι να βοηθήσω?
Ο άμαξας μου είπε πως θα πρέπει να λυγίσουμε το σίδερο και πήγα να τον βοηθήσω. δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο, απλό θέμα και ούτε ήθελε υπερβολική δύναμη. Πήγα με την σκέψη πως θα μπορούσε να με πάρει μαζί του έτσι ώστε να έχω το μυαλό μου απασχολημένο με κουβέντα αν και πραγματικά ήθελα να μείνω μόνος απόψε, να σκέφτομαι τον άγγελό μου.
Μόλις τελειώσαμε με την επισκευή, άνοιξε η πόρτα και βγήκε από μέσα η πιο όμορφη ύπαρξη. Ο άγγελός μου. Κοκάλωσα. Τα έχασα. Άκουγα τη φωνή της και νόμιζα πως ονειρεύομαι.
- Καλησπέρα ξένε. Ευχαριστούμε πολύ για τη βοήθειά σου. Με λένε Εσμέ και από δω ο Τσίγκο είπε δείχνοντας τον αμαξά. Το όνομα σου?
- Κααααα.... κααα… Κάρλαιλ κατάφερα και ξεστόμισα.
Μου χαμογέλασε και εγώ αισθανόμουν να λιώνω.
- Τσίγκο, φωνάζει, γρήγορα και άλλοι γιατροί μας περιμένουν είπε και ανέβηκε πάλι στην άμαξα.
- Μάλιστα κυρία, αποκρίθηκε ο Τσίγκο.
Μου έριξε ένα τελευταίο χαμόγελο καθώς η άμαξα έφευγε.

Δεν κατάφερα να πω τίποτα, δεν κατάφερα να κινηθώ μέχρι που η άμαξα χάθηκε από τα μάτια μου. Πήγα λίγο πιο πέρα έκατσα λίγο για να συνέλθω. Όλα γύριζαν στο μυαλό μου μα περισσότερο το χαμόγελο της όπου ξαφνικά θυμήθηκα την απάντηση του Τσίγκου- ¨κυρία¨ την είχε αποκαλέσει...Ήταν παντρεμένη? Όχι! Η γλυκιά μου οπτασία, ο υπέροχος μου άγγελος άνηκε σε άλλον. Τι θα έκανα, πώς θα συνέχιζα τώρα? Τώρα που όσο περνούσε η ώρα ένα μεγάλο κενό άρχιζε να υπάρχει μέσα μου και τότε μου ήρθε η ιδέα: ΓΙΑΤΡΟΣ. Μα ναι, πώς δεν το είχα σκεφτεί νωρίτερα? Αυτή θα είναι η λύση σε όλα, στο να καταφέρω να βοηθάω τους ανθρώπους, στο να μπορέσω να είμαι κοντά της και στο να καταφέρω να είμαι άτρωτος. Το ήξερα από την αρχή ότι δεν θα ήταν καθόλου εύκολο. Έπρεπε να εξοικειωθώ πάρα πολύ με το αίμα αλλά είχα ένα πολύ ισχυρό όπλο πλέον, την αγάπη μου για αυτή τη γυναίκα.
Έτσι λοιπόν έκανα να γυρίσω πίσω, πήγα προς το αναρρωτήριο, έβγαλα από τις σκέψεις μου την Εσμέ μου και το υπέροχο χαμόγελο της και μπήκα μέσα. Δεν ρίσκαρα να πάρω ανάσα. Τα μάτια μου ήταν απασχολημένα με την μορφή της. το είχα ξανακάνει σε εκείνη την κοπέλα που έμοιαζε πολύ με την \Εσμέ μου. Πήγα και πήρα λίγες γάζες και έβαλα πάνω σε μια πληγή ενός άρρωστου. Κατάφερα να τον ανακουφίσω. Ναι, τα είχα καταφέρει, μπορεί το τέρας μέσα μου να πάλευε όπως και η δίψα που μου έκαιγε το λαιμό αλλά μπροστά στην αγάπη που ένιωθα για αυτήν την γυναίκα μου φαινόντουσαν πράγματα τα οποία απλά ενοχλούν.
Είχε σκοτεινιάσει αρκετά όταν βγήκα έξω από το ιατρείο. Το είχα αποφασίσει, θα πήγαινα σε σχολή να γίνω γιατρός. Τώρα ήξερα πού θα ήταν η αγαπημένη μου, πως για ένα χρόνο θα ήταν μια χαρά.

Πήγα στην στρατιωτική σχολή και γράφτηκα. Ήμουν ιδιαίτερα ανυπόμονος να αρχίσω όπως και ξεκίνησα άρχισα να μαθαίνω παρά πολλά πράγματα. Όποτε τύχαινε να είμαι κοντά σε αίμα σταμάταγα να ανασαίνω και έφερνα το χαμόγελο της στο μυαλό μου. Και έτσι συνέχιζα. Υπήρχε πλέον ελπίδα, ναι, θα τελείωνα και θα είχα κάνει το Όνειρο μου πραγματικότητα. Το τέρας μέσα μου είχε κατευνάσει, το είχε σκεπάσει η αγάπη μου για αυτήν την γυναίκα.

Η ώρα της αποφοίτησης είχε φθάσει. Μόλις θα έπαιρνα το χαρτί. Είχα ακούσει πως ο πόλεμος έφτασε στην περιοχή που ήταν ο άγγελος μου. Ένα ρίγος με διαπέρασε. Θα προλάβαινα να βρεθώ κοντά της, να την προστατεύσω?
Έκανα υπομονή να πάρω στα χέρια μου το χαρτί και τότε έτρεξα κοντά της. Ο πόλεμος είχε ήδη αρχίσει, ευτυχώς ήταν ακόμη μακριά αλλά ερχόντουσαν πολλοί τραυματίες. Παρέδωσα το χαρτί της αποφοίτησης μου στον υπεύθυνο και τότε φώναξε αυτός ¨Εσμέ, κατατόπισε τον νέο μας γιατρό!''
Την είδα να ξεπροβάλλει ανάμεσα σε αρρώστους-μια οπτασία... ήταν ο άγγελος μου.


- Καλησπέρα Κάρλαιλ, αποκρίθηκε, δεν ήξερα πως είσαι γιατρός?
Σάστισα για λίγα δευτερόλεπτα Θυμόταν το όνομα μου? Κι ώμος το θυμόταν. δεν είχε πει τίποτα ο υπεύθυνος. Τώρα πέταγα από ευτυχία. Το αίμα είχε σταματήσει να με ενοχλεί σχεδόν. Ξεκινήσαμε να περιθάλπτουμε αυτούς που έρχονταν συνεχώς με τραύματα από τη μάχη.
Βρήκα την ευκαιρία και της μίλησα
- Ο άντρας σας που βρίσκεται? ρώτησα και αυτή μου είπε πως σκοτώθηκε στην μάχη με ένα λυπημένο ύφος.
- Λυπάμαι πολύ, αποκρίθηκα.
- Τώρα όλη μου η ζωή είναι ο γιος μου, μου απάντησε.
- Και που βρίσκεται τώρα αναρωτήθηκα?
- είναι στο Τρίτο Τάγμα πεζικού, μου απάντησε με καμάρι.
 Πολύ ωραία, αποκρίθηκα και συνέχισα τη δουλειά μου χαμογελώντας ¨είναι μόνη, είναι μόνη '' μου γυρνούσε η ιδέα στο μυαλό μου αλλά ο τρόπος που απάντησε δεν μου άρεσε και πάρα πολύ. Μάλλον σκέφτεται τον άντρα της και μάλλον δεν θα θέλει να κοιτάξει άλλον άνδρα.

Οι μέρες περνούσαν, το χαμόγελο της ήταν λύτρωση σε όλο αυτό το αίμα που υπήρχε τριγύρω μου. Της μίλησα για μένα, πως καταγόμουν από ευγενική οικογένεια, πως ήθελα να βοηθήσω τους ανθρώπους και πώς με γέμιζε αυτό. Δεν είχα αναφέρει κάτι όμως για το τι είμαι, πώς θα μπορούσα να της το πω και να πιστέψω ότι θα ήθελε να βρίσκεται δίπλα μου? Μου μίλησε και αυτή για την ζωή της. για το ότι σκότωσαν τον άνδρα της και αυτή την αιχμαλώτισαν, πως ευτυχώς ο γιος της είχε καταταγεί στο στρατό και δεν ήταν κοντά την ώρα της επίθεσης. Ο γιος της ήταν ο Έντουαρντ,μου τον έδειξε σε μια φωτογραφία, τη μια και μοναδική που είχε. Ήταν τότε δεκατεσσάρων, τώρα θα ήταν δεκαέξι χρονών παλικάρι.
Είχα αρχίσει να παρατηρώ κάτι, πως αυτό το υπέροχο χαμόγελο της ήταν μόνο σε μένα, πως σε κανέναν δεν χαμογελούσε με αυτόν τον τρόπο. Σε μια στιγμή ενώ δέναμε έναν τραυματία, μου έπιασε το χέρι, το άφησε απότομα και με κοίταξε στα μάτια. Δεν μίλησε.
Κάποιες φόρες πήγαινε να μου πιάσει πάλι το χέρι αλλά εγώ απέφευγα κάθε είδους σωματική επαφή.' Όπου σε μια στιγμή μου είπε ''θέλω να σου πιάσω το χέρι'' κι εγώ της αποκρίθηκα πως θα αρχίσουν να λένε διάφορα ¨στην εποχή μας το να πιάνεις το χέρι κάποιας σήμαινε πολλά¨. ΄΄Δε με νια ζει΄΄ μου είπε ΄΄εγώ το θέλω΄΄.
'' Είναι κρύα'' της απάντησα και μου λέει ''το ξέρω'' και άπλωσε τα χέρια της τότε και έπιασε τα δικά μου. Η καρδιά της χτύπαγε πολύ δυνατά, είχα παρατηρήσει πως όσες φορές ήταν μαζί μου η καρδιά της χτυπούσε λίγο πιο δυνατά από άλλες φορές αλλά τώρα δεν την είχα ξανακούσει έτσι. Μου έπιασε τα χέρια μου και τα χάιδεψε απαλά. Την κοίταξα στα μάτια με ένα βλέμμα ενοχής.
- Μη φοβάσαι.
Σάστισα λιγάκι, δεν μου το είχαν ξαναπεί αυτό για πάρα πολύ καιρό. Έπειτα σκέφτηκα την ειρωνεία- εγώ θα έπρεπε να το λέω αυτό σε εκείνη. Μου χάιδεψε το πρόσωπο και πλησίασε ακόμα πιο κοντά. Ένιωσα τη θέρμη του σώματος της να με αποπλανεί. Πήγα να την σταματήσω, απομακρύνθηκα λίγο από κοντά της λέγοντας πως κανονικά θα έπρεπε να μην είναι κοντά μου. Αυτή ξαναήρθε κοντά μου, μου ξανά έπιασε τα χέρια και μου είπε
-Σ' αγαπώ για αυτό που είσαι , ό, τι και αν είσαι.
Τα χείλη της πλησίασαν τα δικά μου και με φίλησε.
Πώς γίνεται αυτό? Ξέρει? Άρχισαν να τρέχουν διάφορες σκέψεις στο μυαλό . Με είδε που δείλιασα και απομακρύνθηκε.
Βγήκα έξω και έτρεξα μακριά πετώντας. Με αγαπάει…. με φίλησε… είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Και έπειτα άρχισα να φοβάμαι, πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό ένιωθα θα πάλι αυτό το συναίσθημα. Ξέρει. Τι ξέρει, αν ήξερε θα έτρεχε μακριά μου, δεν θα καθόταν ούτε δευτερόλεπτο. Δεν ξέρει, δεν φανταζότανε... Τι να κάνω, να της πω? Αν της πω και μάθει θα με βάλει σε κίνδυνο. Στους βρικόλακες ένας νόμος υπάρχει, πως δεν πρέπει να αποκαλύψουμε την ταυτότητα μας. Θα έπρεπε να κάνω μια κουβέντα μαζί της, δεν θα αποκάλυπτα τίποτα ακόμα. Θα ήθελα να δω τι έχει καταλάβει, τι φαντάζεται. Μετά την πρωινή αναφορά θα πήγαινα και θα την έβρισκα να μιλήσουμε. Άλλωστε ο τρόπος που αντέδρασα στο φιλί της δεν ήταν και ο καλύτερος και της όφειλα μια συγνώμη.

Την άλλη μέρα με φώναξε ο υπεύθυνος για να μου πει πως θα πρέπει να πάω στο Τρίτο τάγμα για να βοηθήσω εκεί. Η Εσμέ θέλησε να έρθει και αυτή εκεί γιατί ήταν ο γιος της αλλά ο υπεύθυνος της είπε πως την χρειαζόντουσαν ακόμα στο πόστο της. Είχα ξεκινήσει να σκέφτομαι να αρνηθώ αλλά ήρθε κοντά μου και μου είπε να πάω εγώ, να προσέχω τον Έντουαρντ. Τότε οι αμφιβολίες μου φύγαν. Θα πήγαινα να προστατέψω το παιδί του αγγέλου μου. μόνο με αυτή την ιδέα μπόρεσα να αποχαιρετήσω την γλυκιά μου Εσμέ.

Καθώς έφτανα στο Τρίτο τάγμα, ξεπρόβαλε μπροστά μου ένα παιδί δεκαεφτά περίπου χρονών με καστανόξανθα μαλλιά, αδύνατο αλλά με γεμάτο ενέργεια σώμα.
- Καλησπέρα, του είπα, έρχομαι από τα κεντρικά ιατρεία του Ίκουαλ.
- Καλησπέρα, είστε ο νέος μας γιατρός? με ρώτησε.
- Ναι, του αποκρίθηκα.
- Η μάνα μου ήταν στα ιατρεία αυτά. Μήπως την γνωρίζετε?
Και πριν προλάβει να τελειώσει, ανέφερα το όνομα της.
- Την Εσμέ εννοείς? Ναι, μου μίλαγε πάρα πολύ για σένα.
Τότε γύρισε με μια απορία και λαχτάρα και με ρώτησε
- Τι κάνει? Πώς είναι η μάνα μου? Είναι καλά?
- Μια χαρά είναι, του είπα, μην ανησυχείς, σου στέλνει τα χαιρετίσματα της και μου είπε να σου πω πως σε αγαπάει πολύ.
- Μου λείπει ξέρετε, αποκρίθηκε αυτός μελαγχολικά.
Τότε εγώ του είπα πως ήθελε πολύ να έρθει άλλα ο υπεύθυνος την χρειαζόταν και πως σε λίγο καιρό θα ήταν και αυτή εκεί.
Πήγα μέσα στον λοχαγό και παρουσιάστηκα. Με καλωσόρισε και μου έδειξε ένα χώρο που θα μπορούσα να εργαστώ.
Τον ελεύθερο μου χρόνο τον πέρναγα με τον Έντουαρντ. Μιλάγαμε για πάρα πολλά θέματα, ένιωθα μεγάλη συμπάθεια για αυτόν το νεαρό όχι μόνο γιατί ήταν ο γιος της γυναίκας που αγαπούσα αλλά και γιατί μου έβγαζε ένα πατρικό ένστικτο. Κάποιες φορές ο Έντουαρντ νόμιζα πως είναι μέσα στο μυαλό μου πως μπορούσε να με καταλάβει, δεν του είχα αναφέρει κάτι για την μάνα του αλλά νομίζω πως το είχε καταλάβει. Σε μια συζήτηση μας μου ανάφερε πως μπορεί να είχε χάσει τον πάτερα του αλλά σε μένα βλέπει ένα πατρικό πρόσωπο που του αναπληρώνει το κενό. Κάποιες φορές νόμιζα πως διαβάζει τις σκέψεις μου γιατί όποτε ένιωθα να μου λείπει η Εσμέ, ερχόταν και με έπιανε στον ώμο χωρίς να μου μιλάει. Ο τρεις μήνες περάσαν πολύ γρήγορα, τα νέα για τον πόλεμο όμως ήταν δυσάρεστα. Οι κατακτητές είχαν φτάσει και εδώ.

Είχε σουρουπώσει- εγώ καθόμουν στη σκηνή με τον Έντουαρντ όταν ξαφνικά άνοιξε η πόρτα της σκηνής μου και άρχισα να χάνομαι στην εικόνα που έβλεπα μπροστά μου. Ο Έντουαρντ έτρεξε και χώθηκε μέσα στην αγκαλιά της.
- Μητέρα αποκρίθηκε και αυτή τον έσφιξε μέσα στην αγκαλιά της. Ήταν το πιο ωραίο θέαμα που είχα συναντήσει μέχρι στιγμής, με παρέσυρε και έτσι δεν κατάφερα να ακούσω το σφύριγμα μιας οβίδας που έφτασε έξω από την σκηνή. με το ζόρι κατάφερα και έτρεξα με υπερβολική ταχύτητα και τους έριξα κάτω αλλά το κακό είχε γίνει. Δεν κατάφερα να τους προστατέψω - τα θραύσματα της οβίδας είχαν χτυπήσει μητέρα και γιο. Τους πήρα στα χέρια μου και απομακρύνθηκα όσο μπορούσα από τη σκηνή. Κατάφερα να βγάλω κάποια θραύσματα όσο ήταν λιπόθυμη αλλά είχαν χάσει πολύ αίμα και οι δυο τους. Προσπαθούσα να τους κρατήσω στην ζωή αλλά με το ζόρι τα κατάφερνα. Τότε η Εσμέ συνήλθε για λίγο. Με κοίταξε με απορία μέσα στην ζάλη της και τότε κατάλαβα πως δεν είχε ιδέα για το τι είχε γίνει. Της είπα πως χτυπηθήκαμε από οβίδα. Το πρώτο που κατάφερε να πει είναι ''ο γιος μου?'' και της είπα
- Μείνε ακίνητη, είναι καλά. Έχει χτυπήσει αλλά είναι καλά. με κοίταξε με ένα βλέμμα απελπισίας και τότε μου είπε
- Άσε εμένα, σώσε τον γιο μου και ξανά λιποθύμησε. Ο Έντουαρντ τότε άρχισε να συνέρχεται. Ακούστηκε μια κραυγή πόνου που βγήκε από το στόμα του. Πήγα κοντά του, καταλάβαινα πως χάνει την μάχη και πως ο θάνατος θα τον έπαιρνε μακριά. Κάθισα για δυο λεπτά και σκέφτηκα πως πρέπει να κάνω κάτι για να μην τον χάσω, τι μπορούσα όμως να κάνω? Μου ήρθε η ιδέα στο μυαλό, θα τον μεταμόρφωνα αλλά δεν το τόλμησα απ απευθείας. Δεν ήξερα αν θα κατάφερνα, βλέπετε για ένα βρικόλακα όταν αρχίζει να δαγκώνει μια παράνοια ξεκινάει και δεν μπορεί να σταματήσει με τίποτα. Το είχα δοκιμάσει και παλιότερα να σταματήσω αλλά σταμάταγα πάντα ενώ είχα ρουφήξει όλο το αίμα. Τα χέρια μου έτρεμαν, τι θα έπρεπε να κάνω? Κοίταξα για μια φορά τον άγγελο μου και τότε πήρα θάρρος. Αυτή την φορά θα τα κατάφερνα, είχα ένα μοναδικό όπλο μαζί μου. Την αγάπη για αυτήν την γυναίκα.
Πλησίασα τον Έντουαρντ - το κοιμισμένο τέρας είχε ξυπνήσει για τα καλά μέσα μου. Πλησίασα τα δόντια μου στο λαιμό του και τα κάρφωσα. Με την πρώτη σταγόνα άρχισε να παίρνει τον έλεγχο και ξεκίνησε να ρουφάει πολύ δυνατά ααολλιήρθαν τότε στο μυαλό μου η μέρα που την πρωτοείδα, το βλέμμα το τρομαγμένο, ο ήχος της φωνής της για βοήθεια και τέλος το γλυκό της χαμόγελο που είχε μόνο για μένα. Ξεκίνησα να παίρνω και πάλι τον έλεγχο. Αναστέναξα από ανακούφιση όταν είδα τον Έντουαρντ να κινείται. Κατάλαβα πως είχα πετύχει.

Ναι,αυτή ήταν η πιο μεγάλη μου μάχη με το τέρας, ήταν η τελική μάχη και όμως είχα καταφέρει να το νικήσω. Είδα τον Έντουαρντ να σπαράζει από τον πόνο του δηλητηρίου μου. Έτρεξα κοντά του και του ψιθύρισα να κάνει υπομονή.
- Γιε μου, σε λίγο θα τελειώσουν όλα.
Τότε είδα και τον άγγελο μου να χλομιάζει, άκουσα πως η καρδιά της χτύπαγε όλο και πιο λίγο. Πήγα κοντά της, ήταν ώρα να ξανά παλέψω με το θηρίο άλλη μια φορά. Έφερα πάλι στην σκέψη μου άλλες της αναμνήσεις, έσκυψα και πλησίασα το λαιμό της. Ήξερα πως δεν μπορούσα να ρουφήξω πολύ αίμα, πως δεν είχε απομείνει πάρα πολύ. Άρχισα να τρομάζω λίγο. Κοντοστάθηκα, ψιθύρισα ένα ''σ αγαπώ'' και κάρφωσα τα δόντια μου. Με την πρώτη σταγόνα που ήπια το θηρίο ξεκίνησε να παλεύει μέσα μου, με δυσκολία κρατήθηκα να μην ρουφήξω καθόλου αλλά τα κατάφερα. Άκουσα μια κραυγή από τα χείλη της και τότε πετάχτηκα πίσω. Καθόμουν και τους έβλεπα να πονάνε , να συσπειρώνουν το σώμα τους προσπαθώντας να αποφύγουν τη φωτιά που τους έκαιγε από μέσα. Ωχ, τι είχα κάνει, σκέφτηκα. Κατέστρεψα τη ζωή και τον δύο. Πώς θα μπορούσα να ζήσω με αυτό? Μου πέρασε η ιδέα να τους σκοτώσω πριν μετατραπούν σε τέρατα και να σκοτωθώ και εγώ.
Πήγα προς το μέρος του αγγέλου μου με αυτό το σκοπό. Πήρα το μαχαίρι από τη θήκη της ζώνης μου αλλά δεν κατάφερα να το σηκώσω. Το πέταξα κάτω και τότε τους πήρα στην αγκαλιά μου και έτρεξα μέσα στο δάσος. Τους απομάκρυνα από κάθε τι που θα μπορούσε να με θέσει σε κίνδυνο. Άλλωστε ο ΑΡο με είχε προειδοποιήσει πως θα πρέπει να πηγαίνω σύμφωνα με τους νομούς και με δυο νεογέννητους θα ήταν δύσκολο να μην παραβώ αυτούς τους νόμους..
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
setna
Twilight Human
Twilight Human
setna


Άντρας Δίδυμος
Ηλικία : 44
Τόπος : keratea
Αριθμός μηνυμάτων : 8
Registration date : 04/03/2013

ΤΗΕ CULLEN Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: ΤΗΕ CULLEN   ΤΗΕ CULLEN I_icon_minitimeΤρι 2 Απρ 2013 - 8:27

Η Εσμέ ξύπνησε πρώτη. Το κορμί της είχε σταματήσει να συσπάται από τους πόνους της μεταμόρφωσης. Πήγα κοντά αργά, προσπαθώντας να μην την τρομάξω. Έσκυψα πάνω από το κεφάλι και της είπα μια λέξη μόνο που έκαιγε το λαιμό μου όση ώρα την έβλεπα να βασανίζεται από τους πόνους.
- Συγγνώμη.
Έβλεπα τον άγγελο ου με κατακόκκινα μάτια να με κοιτάει με απορία. Δεν κατάλαβε στην αρχή ποιος ήμουν, πού βρισκόταν, τι έγινε.
- Πού βρισκόμαστε? Τι έχει γίνει?
Μίλησα με ήρεμη φωνή.
- Είμαστε στο δάσος. Έπρεπε να έρθουμε εδώ γιατί το ιατρείο το χτύπησε βόμβα. Έπρεπε να σας σώσω.
Τότε θυμήθηκε. Το κατάλαβα από τα μάτια της που πλέον δεν εστίαζαν θολά πάνω μου.
- Μα πώς?με ένα μορφασμό στο πρόσωπό της και σ βλέμμα της να είναι ζωγραφισμένη η απορία.
Τα μάτια της καρφωνόντουσαν πάνω μου και εγώ προσπαθούσα να μην κοιτάω παρα πολι. Κατάλαβε την απροθυμία μου να απαντήσω και ξαναρώτησε.
- Πώς είμαστε ζωντανοί? Ο Έντουαρντ? Είναι ζωντανός?
Τα λόγια που είχα σκοπό να πω σκάλωσαν στο λαιμό μου. Πώς μπορούσα να της πω την αλήθεια δίχως να την τρομάξω? Πώς θα δεχόταν το γεγονός ότι μεταμόρφωσα αυτήν και το γιο της σε πλάσματα σκοτεινά? Έπρεπε όμως να βρω το κουράγιο να ομολογήσω την πραγματικότητα και το τι είχα κάνει.
Της έδειξα το σώμα του Έντουαρντ που βρισκόταν λίγο πιο πέρα κάτω από ένα δέντρο. Ανακούφιση ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της αλλά επανέλαβε την ερώτηση της.
- Πώς καταφέραμε να βγούμε ζωντανοί από το μακελειό στο ιατρείο?
Η ώρα της αλήθειας. Έπρεπε να απαντήσω. Πήρα μια βαθιά ανάσα και ξεστόμισα την σκληρή πραγματικότητα.
-Δεν είμαστε ζωντανοί.

Περίμενα πανικό. Ήμουν σίγουρος για φόβο. Ήμουν προετοιμασμένος να μου επιτεθεί. Γι αυτό που ακολούθησε δεν ήμουν προετοιμασμένος!
Μου απάντησε με την πιο γλυκιά φωνή, τη φωνή ενός αγγέλου κάνοντας τη νεκρή μου καρδιά να λιώσει...
- Με σένα δίπλα μου σίγουρα είμαστε στο παράδεισο.
Γέλασα ανακουφισμένος. Κατάλαβα πως με αγαπούσε πολύ αυτή η γυναίκα και οι ελπίδες μου πως όλα θα πήγαιναν καλά αναπτερώθηκαν. Έσκυψα το κεφάλι και μουρμούρισα με σοβαρή φωνή.
- Μάλλον στην κόλαση είμαστε και φταίω εγώ για αυτό...
Απομακρύνθηκα λίγο αφήνοντας της χώρο και χρόνο να το συνειδητοποίηση.
Με πλησίασε πολύ γρήγορα. Σάστισε από την ταχύτητα, κατάλαβε πώς κάτι είχε γίνει αλλά μου έπιασε τα χέρια.
- Δεν μπορεί να είμαι με τον άνδρα που αγαπώ και να είμαι στην κόλαση.
Έπρεπε να της εξηγήσω την εγωιστική συμπεριφορά μου. Να την κάνω να καταλάβει. - Φέρθηκα πολύ εγωιστικά, φοβήθηκα μη σε χάσω και σε μεταμόρφωσα σε κάτι πολύ κακό για να σε κρατήσω δίπλα μου. Εξαιτίας μου έχασες την ψυχή σου. Ήξερα ότι στο βλέμμα μου έβλεπε όλη τη θλίψη που ένιωθα. Μου χάιδεψε απαλά το μάγουλο με τα ακροδάχτυλα της και μου είπε πως θα έδινε την ψυχή της για να είναι μαζί μου.

Τότε ξύπνησε και ο Έντουαρντ. Πήγαμε αμέσως και οι δυο κοντά του κοιτάζοντας τον ανήσυχα.
- Τι έγινε? μας ρώτησε με αγριωπή φωνή. Ήταν ταραγμένος και τα μάτια του κοιτούσαν γύρω γύρω πανικόβλητα λες και έψαχνε κάτι. Η Εσμέ τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο μέτωπο λέγοντας του καθησυχαστικά λόγια.. Τότε ο Έντουαρντ γύρισε προς εμένα και με σκληρή φωνή ρώτησε.
- Είμαστε αλήθεια?
Δεν κατάλαβα στην αρχή τι εννοούσε και δεν απάντησα. Ξαναρώτησε.
- Είμαστε αλήθεια βρικόλακες?
Ντράπηκα, σάστισα. Τι θα σκεφτόταν αυτό το παιδί τώρα για μένα? Τι θα του έλεγα για την ψυχή του, πώς θα το άντεχε αυτό? Και τότε μου είπε
- Αλήθεια... η ψυχή μου? και σκέφτηκα πως ό, τι μου έκανε τώρα θα ήταν αποτέλεσμα του εγωισμού μου. Θα περίμενα να μ]έρθει να μου επιτεθεί και θα ήταν απόλυτα δικαιολογημένος κι ας μην μπορούσε να με βλάψει στην πραγματικότητα. Τον είδα να συνοφρυώνεται, να σκέφτεται, να κοιτάζει τη μητέρα του και τελικά να λέει.
- Μην σκέφτεσαι έτσι, μην έχεις τύψεις. Μας έσωσες και τους δύο, και την μάνα μου και εμένα και θα είμαστε ευγνώμονες. Ξέρω πως η μάνα μου σε αγαπάει πάρα πολύ, όσο την αγαπάς και εσύ οπότε δεν μπορώ να σου κάνω κανένα κακό.
Σάστισα. Τι γίνεται εδώ? Μα πώς? Πώς τα ξέρει όλα?
Η Εσμέ τον κοίταγε με πάρα πολύ παράξενο τρόπο. Φανταζόμουν θα αισθανόταν και αυτή το ίδιο με τον Έντουαρντ γιατί δεν μίλησε καθόλου.
Ετοιμάστηκα να τον ρωτήσω πώς μπορεί να τα ξέρει όλα αυτά αλλά δεν πρόλαβα γιατί μου απήντησε πριν καν ανοίξω το στόμα μου.
- Άκουγα αυτά που σκεφτόσασταν και οι δυο σας.
Και συνέχισε την απίστευτη ιστορία του. Πως κάποιες φορές πίστευε πως καταλαβαίνει τι περίπου σκέφτονταν οι άλλοι αλλά τώρα μπορούσε να δει μέσα στο μυαλό του άλλου. Πως πάντα είχε την ικανότητα να καταλαβαίνει τις σκέψεις του άλλου σε γενικά πλαίσια αλλά τώρα άκουγε τις σκέψεις μας! Και φυσικά τον έκανε να νιώθει πολύ μπερδεμένος.
Τον πλησίασα. Ήξερα πως κάποιοι του είδους μας είναι χαρισματικοί, πως μπορούν να κάνουν διάφορα πράγματα αλλά τώρα το έβλεπα μπροστά μου. Διάβασε την σκέψη μου και ηρέμησε λιγάκι.
- Οπότε είμαι χαρισματικός ε?
Δε φάνηκε να τον ενοχλεί η σκέψη.

Η Εσμέ δεν μπορούσε να καταλάβει τίποτα από όσα είχαν γίνει.
Ο Έντουαρντ προσπάθησε να της εξηγήσει.
- Μητέρα είμαστε βρικόλακες. Μας μεταμόρφωσε ο Κάρλαιλ. Μπορώ να διαβάσω σκέψεις. Κάποιοι από αυτό το είδος, τους βρικόλακες, είναι χαρισματικοί, έχουν κάποιες ικανότητες.
Η Εσμέ στην αρχή έμεινε ακίνητη προσπαθώντας να αφομοιώσει όλα όσα της έλεγε ο γιος της. Τελικά φάνηκε να συνέρχεται.
Τότε τον αγκάλιασε σφιχτά και εγώ πήγα κοντά τους.

Είπα πάρα πολλά. Προσπάθησα να τους εξηγήσω και ήθελα την κατανόηση τους την οποία φαίνεται πως είχα. Θυμήθηκα πως θα πρέπει να διψούν τώρα και πως θα πρέπει να κυνηγήσουν. Τότε ο Έντουαρντ έπιασε το λαιμό του με τα δυο του χέρια.
-Ναι, νιώθω να καίγεται το λαρύγγι μου.
- Και εμένα, απάντησε η Εσμέ, αλλά γιατί?
Ο Έντουαρτ ήξερε. Το είχε διαβάσει μόλις στη σκέψη μου. Έπρεπε να το εξηγήσω στην Εσμέ.
- Διψάμε για αίμα, της είπα.
Τότε τρόμαξε αναλογιζόμενη τις συνέπειες αυτού που την είχα μεταμορφώσει.
Η φωνή της ήταν παράξενα χαμηλή όταν μίλησε.
- Δηλαδή θα κάνουμε κακό σε ανθρώπους?
Χαίρομαι, της είπα, που νιώθεις έτσι. Η δίψα μπορεί να σβήσει με αίμα ζώων, της αποκρίθηκα. Δεν είναι βέβαια πότε αρκετό αλλά είναι ο τρόπος επιβίωσης που έχω επιλέξει και εύχομαι να τον ακολουθήσετε και εσείς.
Τους είπα επίσης πως αν θέλουν, μπορούν να βρούνε άλλους του είδους μας και να κάνουν αυτό που δεν ήθελα να κάνουν ποτέ, να κυνηγήσουν ανθρώπους.
Η Εσμέ,τότε γύρισε και με κοίταξε έντονα και μου είπε,.
- Θέλω να βοηθήσω τους ανθρώπους γι αυτό και έγινα νοσοκόμα. Δεν θα ήθελα με τίποτα να τους σκοτώσω τώρα που η ζωή μου έχει πάρει άλλη τροπή.
Η ανακούφιση ήταν έκδηλη στο πρόσωπο μου αλλά και στη φωνή μου.
- Είναι πολύ δύσκολο να αντισταθείς στο ανθρώπινο αίμα και γι αυτό το λόγο σας έφερα στο δάσος, μακριά από τους ανθρώπους. Πάντα θα νιώθετε πως κάτι λείπει, θα υπάρχουν στιγμές που θα αναζητάτε αυτό το αίμα
Μου είπαν πως θα ακολουθήσουν εμένα.
Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη. Θα ξεκινούσαμε οι τρεις μας μια καινούρια ζωή.

Ξεκινήσαμε. Τους έδειξα πώς να αφήνουν τις αισθήσεις τους να ενεργούν. Είχαν ενθουσιαστεί με την ταχύτητα που απόκτησαν και με το ζόρι τους έφτανα και ειδικά τον Έντουαρντ. Συγκεκριμένα, όταν πήρε μια στροφή απότομα και έπεσε πάνω σε ένα δέντρο και το τσάκισε η χαρά του ήταν απερίγραπτη και μεταδοτική για εμένα και τη μητέρα του που τον παρακολουθούσαμε.
Τους έδειξα να ψάχνουν μέσα στο δάσος για το θήραμά τους. Φτάσαμε κοντά σε μια αρκούδα. Κρυφτήκαμε πίσω από ένα κορμό και τους είπα να επιτεθούν και το έκαναν. Είχαν το ένστικτο του κυνηγού μέσα τους. Πήδηξε ο Έντουαρντ πρώτος και ακολούθησε έπειτα η Εσμέ. Με μια γρήγορη κίνηση ο Έντουαρντ βρέθηκε στη ράχη του ζώου και του έμπηξε τα δόντια μέσα στο λαιμό. Επιτέθηκε τότε η Εσμέ, τον δάγκωσε από την άλλη μεριά και άρχισαν να πίνουν το αίμα. Είχαν πολλή χάρη για νεογέννητοι και αυτό μου έδωσε ελπίδα ότι αυτή η ζωή τους ταιριάζει.
Αφού ξεδίψασαν τους εξήγησα για το πώς είναι να είσαι βρικόλακας, πως θα έρχεται αυτή η δίψα συχνά, πως το τέρας που έχουν μέσα τους θα θέλει ανθρώπινο αίμα για να ευχαριστηθεί, πως θα υπάρξουν κάποιες φορές που δεν θα μπορούν να κάνουν κάτι γιατί αυτό το τέρας θα παίρνει την κυριαρχία του σώματός τους. Τους είπα πως θα μείνουμε στο δάσος για να είμαστε μακριά από ανθρώπους για λίγο καιρό μέχρι μάθουν να ελέγχουν το αίσθημα του δολοφόνου.
Συμφώνησαν και οι δυο τους. Ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε μια καλύβα για να μπορούμε να μείνουμε. Η Εσμέ τότε ρώτησε πώς θα φτιάχναμε τα κρεβάτια μας και τότε ο Έντουαρντ ξαφνιάστηκε όταν διάβασε τη σκέψη μου.
- Αλήθεια, δεν κοιμόμαστε? και με κοίταξε έκπληκτος.
- Ναι, του αποκρίθηκα, περισσότερο για να το ακούσει η Εσμέ. Ο Έντουαρντ χάρηκε με την ιδέα αυτή. κάποιες φορές ένιωθε πως ο ύπνος είναι χρόνος χαμένος. Και τότε ήρθε και η δεύτερη αναλαμπή.
- Αλήθεια, ζούμε αιώνια?
- Ναι.
Όταν το είπα αυτό σκέφτηκα πως όταν δεν πεθαίνεις δεν σκέφτεσαι το χρόνο που θα χάσεις κοιμισμένος. Η Εσμέ με ξανά κοίταξε με τα μελί πλέον μάτια της που μπορώ να πω της πήγαιναν πάρα πολύ. Της έδιναν μια ζεστή αύρα που όταν με κοιτούσε με έκανε να ζαλίζομαι.... Της είπα πως είναι αλήθεια. Τότε γύρισε ο Έντουαρντ στην μάνα του και της είπε.
- Ξέρω πως τον αγαπάς πάρα πολύ αλλά μπορείς να σκεφτείς σε παρακαλώ κάτι άλλο εκτός απ' αυτό? Και γύρισε και με κοίταξε και μου είπε το ίδιο ισχύ και για μένα.
Κοιταχτήκαμε με πόθο στα μάτια και οι δυο κάναμε της ίδιες σκέψεις... μ' αγαπάει!!!!Ο ΄Έντουαρντ σηκώθηκε και βγήκε έξω από την καλύβα και έτρεξε μέσα στο δάσος γι να μας αφήσει μόνους.
Τότε με πλησίασε η Εσμέ. Με κοιτούσε μέσα στα μάτια με ένα βλέμμα όλο υποσχέσεις. Μου ακούμπησε το χέρι στο μάγουλο και με φίλησε. Την φίλησα και εγώ έτσι όπως δεν είχα φιλήσει ποτέ άλλη γυναίκα στη ζωή μου. Έκλεισα τα μάτια μου για να απολαύσω την στιγμή. Αυτό το φιλί θα το θυμάμαι σε όλη μου την ζωή....

Μόλις σταματήσαμε άρχισα να ανησυχώ για τον Έντουαρντ. Της είπα να μείνει στην καλύβα για να πάω να βρω τον Έντουαρντ και βγήκα έξω να τον ψάξω. Δεν ήταν πάρα πολύ δύσκολο να τον βρω. Είχε πάει αρκετά μακριά για να μπορεί να μην μας ακούει αλλά όπως πλησίαζα είχε ακούσει τις σκέψεις μου. Όταν πλησίασα αρκετά κοντά σηκώθηκε να με συνάντησε. Ξεκίνησε να μιλάει.
- Βλέπω την αγάπη των δυο σας και χαίρομαι για αυτό Ο πατέρας μου ποτέ δεν αγάπησε την μάνα μου έτσι όπως την αγαπάς εσύ αλλά δεν αντέχω να ακούω τις σκέψεις σας, είναι μάνα μου το καταλαβαίνεις?
Τότε κατάλαβα πραγματικά τι πέρναγε αυτό το παιδί, να ακούει τις σκέψεις της μάνας του για την ερωτική έλξη για κάποιον.
- Αχ γιε μου, δεν μπορούμε να το ορίσουμε αυτό, είναι έρωτας και είναι πολύ ωραίο. Έλα κοντά μου, του αποκρίθηκα, θα έρθει κάποια στιγμή που θα το νιώσεις και εσύ και θα με καταλάβεις. Αλλά μέχρι τότε θα πρέπει να κάνουμε κάτι, του είπα. Θα πρέπει να μάθεις να μπλοκάρεις τη σκέψη μας.
Γύρισε και με κοίταξε και με ρώτησε με απορία
 Πώς θα το πετύχω αυτό?
 Θα το ανακαλύψουμε μαζί, του είπα και τον αγκάλιασα και του είπα να πάμε πίσω γιατί η μάνα του θα τον περιμένει.

Όπως και γυρίσαμε. Εξήγησα στην Εσμέ τι είχε γίνει και τότε την είδα να κατεβάζει το κεφάλι της και να αποκτά το πρόσωπό της το πιο ένοχο μορφασμό που είχα δει ποτέ. Είναι σίγουρο πως είχε ντραπεί πάρα πολύ. Πήγε κοντά της ο Έντουαρντ και της είπε να μην αισθάνεται ενοχές γιατί δεν έκανε κάτι κακό, πως ο πατέρας του έχει φύγει και πως εγώ είμαι ένας άνδρας που την αγαπάει πάρα πολύ και θα ήθελε να είναι μαζί μου.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
setna
Twilight Human
Twilight Human
setna


Άντρας Δίδυμος
Ηλικία : 44
Τόπος : keratea
Αριθμός μηνυμάτων : 8
Registration date : 04/03/2013

ΤΗΕ CULLEN Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: ΤΗΕ CULLEN   ΤΗΕ CULLEN I_icon_minitimeΚυρ 7 Απρ 2013 - 1:28

Το πρωί είπα στην Eσμέ να μείνει εκεί, στην καλύβα μας και πως θα πηγαίναμε μαζί με τον Έντουαρντ μια βόλτα. Είχα σκοπό να ξεκινήσουμε την εκπαίδευση του. Πρωταρχικός μου στόχος ήταν να τον κάνω να ελέγξει τις φωνές στο κεφάλι του, αυτή την ικανότητα να ακούει τις σκέψεις των άλλων και που τόσο τον μπέρδευε.
Αφού είχαμε απομακρυνθεί από κοντά της αρκετά, τον ρώτησα αν άκουγε τις σκέψεις της. Μου απάντησε πως όχι, διάβασε όμως τη σκέψη μου και κατάλαβε τι ήθελα να κάνουμε στη συνέχεια χωρίς να χρειαστεί να το πω μεγαλόφωνα. Τότε προχώρησε πιο κοντά προς την καλύβα μας για να την ακούει. Όταν φτάσαμε σε ένα σημείο που άκουγε αμυδρά τη μητέρα του σταματήσαμε να προχωράμε και του είπα να προσπαθήσει να μην ακούει σκέψεις αλλά να συγκεντρωθεί στα πουλιά που κελαηδούν, να ακούσει το νερό στο ρυάκι που τρέχει απαλά, να ακούσει τους ήχους του δάσους. Έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Ξαφνικά κατάλαβε πως δεν άκουγε την μητέρα του μέχρι που την ξανασκέφτηκε και ο νους του συγκεντρώθηκε και πάλι πάνω της. Πήγαμε πιο κοντά και το ξαναδοκίμασε. Έβλεπε να πιάνει μέχρι μια απόσταση. Γύρισε και μου είπε πως το καταφέρνει σε ένα βαθμό αλλά θα πρέπει να αποσπάται η προσοχή΄ του το από κάτι άλλο, πως όταν είναι κοντά της και την σκέφτεται, ακούει όσα περνούν από το μυαλό της. Του είπα πως κάτι καταφέραμε σήμερα. Ήταν η πρώτη δοκιμή και πως θα θέλει χρόνο για να έχει αποτελέσματα, πως θέλει εξάσκηση και πως σιγά σιγά θα μπορεί να διακόπτει τη ροή των σκέψεων άλλων ανθρώπων όποτε θέλει στο μέλλον.
Η ζωή στο δάσος ήταν πολύ ωραία για τους τρεις μας. Βγαίναμε για κυνήγι όλοι μαζί, τρέχαμε και διασκεδάζαμε με την ταχύτητα μας και την αίσθηση ελευθερίας που πρόσθετε. Ο Έντουαρντ κάποιες φορές απομακρυνόταν από κοντά μας για να έχουμε την δυνατότητα να μείνουμε μόνοι με την Εσμέ.
Ένα πρωινό πήρα τον Έντουαρντ και πήγαμε μια βόλτα. Η Εσμέ είχε μείνει στην καλύβα όπως της είχα ζητήσει να κάνει και ήμουν αρκετά σφιγμένος ξέροντας πως ο Έντουαρντ μπορεί να διαβάσει τη σκέψη μου. Έπρεπε όμως να το κάνω.
Ο Έντουαρντ παρόλο που γνώριζε τα σχέδιά μου δεν είπε τίποτα αν άφησε να φανεί κάτι στην έκφραση του προσώπου του. Ήταν και αυτός πολύ χαρούμενος που θα έκανα αυτό το βήμα. Ξεκίνησα να του λέω αυτά που είχα στο μυαλό μου παίρνοντας θάρρος από την αποδοχή που διέκρινα στο βλέμμα του.
- Ξέρεις πως αγαπάω πολύ τη μητέρα σου και πως και αυτή με αγαπάει.
Κούνησε καταφατικά του κεφάλι του χωρίς να μιλήσει. Μου έδινε την άδεια να συνεχίσω.
- Ξέρεις επίσης και πως σε έχω σαν παιδί μου και… τότε σταμάτησα. Ξαφνικά είχα χάσει τα λόγια μου.
Ο Έντουαρντ τότε γέλασε και με παρότρυνε να συνεχίσω. Θυμήθηκα πως διαβάζει τη σκέψη και του χαμογελαστό κι εγώ.
- Αφού ξέρεις, γιατί με δυσκολεύεις?. Μου χαμογέλασε και πάλι και μου είπε πως δεν ήθελε να μου το χαλάσει.
- Λοιπόν, του είπα, τι λες?
Άργησε να απαντήσει. Αναρωτήθηκα αν προσπαθούσε να βρει τρόπο να μου πει ότι δε με θεωρούσε κατάλληλο για τη μητέρα του. Τελικά γύρισε τα κεφάλι του προς το μέρος μου και τα λόγια του ξεχύθηκαν ορμητικά από μέσα του. Η απάντησή του ήταν βάλσαμο.
- Είσαι ό,τι καλιτερο έχει συμβεί τα τελευταία αυτά χρόνια για μένα και τη μάνα μου. Θα ήμουν ευτυχής να σε αποκαλώ και επίσημα πατέρα.
Πιστεύω πως από την αρχή ήξερα την απάντηση αλλά τα λόγια του με έκαναν να χαρώ ακόμη περισσότερο από όσο φανταζόμουν. Ο Έντουαρντ μπορεί να ήταν ένα παιδί 17 χρονών αλλά ήταν πολύ ώριμος για την ηλικία του. Του είπα να με αφήσει να το πω εγώ στην Εσμέ όταν βρω την κατάλληλη ευκαιρία και φυσικά συμφώνησε.

. Το βράδυ ο Έντουαρντ μας είπε πως θα κάνει μια βόλτα και πως θα γυρίσει αργά. Ήθελε να σκεφτεί είπε. Είχε καταλάβει τι σκεφτόμουν, θα έκανα την πρόταση μου στην Εσμέ και ήθελε να μας αφήσει μόνους με διακριτικό τρόπο. Βγήκε έξω απομακρυνόμενος γρήγορα και τότε εμένα άρχισε να με πιάνει αμηχανία. Η Εσμέ ήρθε κοντά μου αγκαλιάζοντας με και με φίλησε. Ένα φιλί βαθύ, γεμάτο ανάγκες. Σίγουρα νόμιζε πως θα της ζητούσα άλλα πράγματα. Μέχρι τότε, εκτός από κάτι φιλιά, δεν την είχα αγγίξει. Το φιλί της με παρέσυρε. Την αγκάλιασα και την έσφιξα με δύναμη πάνω μου μην μπορώντας να της αντισταθώ. Ξεκίνησε να βγάζει την μπλούζα που φορούσε αλλά εγώ τη σταμάτησα. Με κοίταξε απορημένη και πληγωμένη. Μα είναι δυνατόν να νομίζει πως την απορρίπτω? Ξεκίνησα να μιλάω γρήγορα, της είπα πως έχω μιλήσει στον Έντουαρντ και συμφώνησε μαζί μου σε αυτό αλλά εκείνη δεν καταλάβαινε και με κοίταγε με περιέργεια. Τότε έψαξα στην τσέπη μου και βρήκα το δαχτυλίδι της μάνας μου . Ήταν το κειμήλιο της φατρίας των Κάλλεν με το αρχικό του ονόματός μας χαραγμένο πάνω του. Το είχα πάντα μαζί μου, το μοναδικό απτό συνδετικό κρίκο με την οικογένεια της οποίας υπήρξα κάποτε μέλος.
Γονάτισα μπροστά της, τέντωσα το χέρι μου και την κοίταξε βαθιά στα μάτια.
- Κυρία Εσμέ Πλατ δεχεσθε να γίνετε γυναίκα μου?
Γονάτισε κι εκείνη μπροστά μου. Μου έπιασε τα χέρια και με το δαχτυλίδι ανάμεσα στα μπλεγμένα μας δάχτυλα με κοίταξε με τα μελί της μάτια που έλαμπαν από αγάπη. Μου χαμογέλασε με το χαμόγελο που είχε μόνο για μένα και έπειτα με αγκάλιασε και με φίλησε όπως ποτέ άλλοτε. Απομακρύνθηκε λίγο από κοντά μου ώστε να μπορεί να με κοιτάξει. με κοίταξε μες τα μάτια και πάλι και μου είπε απλά.
 Ναι, δέχομαι. με ένα χαμόγελο που έλαμπε από ευτυχία.


Τότε ακούσαμε τα χειροκροτήματα του Έντουαρντ. Καθόταν απ έξω και περίμενε να ακούσει και αυτός τι είχε γίνει. Μας αγκάλιασε και μας συγχάρηκε. Καθίσαμε στη καλύβα μας και ξεκινήσαμε να σχεδιάζουμε τον γάμο. Ήθελα να είναι όλα τέλεια για την ένωσή μου με αυτή τη θεσπέσια γυναίκα.
Μου είχαν πει πως από την μεριά τους δεν υπήρχε κάποιος για να καλέσουν, πως όλοι χάθηκαν στο πόλεμο. Τότε σκέφτηκα πως δεν έχουν πλησιάσει άνθρωπο από τότε που μεταμορφώθηκαν και δεν ήξερα πώς θα αντιδρούσαν. Μήπως θα ήταν παρακινδυνευμένο να γίνει ανοιχτός γάμος όπως τον ονειρεύτηκα? Ο Έντουαρντ διάβασε την σκέψη μου και μαζεύτηκε. Συνειδητοποίησε το πρόβλημα που με απασχολούσε και φαινόταν να συμμερίζεται τους φόβους μου.
- Τι πάθατε? ρώτησε η Εσμέ βλέποντας να έχουμε σιωπήσει.
τότε της είπα πως για να γίνει ο γάμος θα πρέπει να κάνουμε κάποια πράγματα πρώτα, θα πρέπει να πλησιάσουμε τους ανθρώπους για να μπορέσουν να τους συνηθίσουν, τη μυρωδιά τους που ίσως τους έβαζε σε πειρασμό, να μην αποτελούνε κίνδυνο για αυτούς. Συμφώνησα μαζί μου ΄τι θα έπρεπε να περιμένουμε ένα διάστημα πριν γίνει οτιδήποτε.
Πήρα την Εσμέ και ξεκινήσαμε για το πλησιέστερο χωριό. Καθώς προχωρούσαμε ανάμεσα στα δέντρα πηγαίνοντας προς το χωριό, ξαφνικά ήρθε το άρωμα ενός ανθρώπου που έκοβε ξύλα εκεί κοντά. Η Εσμέ, μόλις οσφρήνθηκε τη μυρωδιά τρελάθηκε. Με τη μυρωδιά να γεμίζει τις αισθήσεις της αδιαφόρησε για τα λόγια που της έλεγε προσπαθώντας να την κάνω να ηρεμήσει. Προσπάθησα να την σταματήσω αλλά μάταια, δεν τα κατάφερα. ήταν πολύ δυνατή για νεογέννητη παρόλο που είχε περάσει αρκετός καιρός από την μεταμόρφωσή της. Δεν πρόλαβα να την πιάσω όταν άρχισε να τρέχει προς τον άνθρωπο.

Όταν έφτασα κοντά της ήταν ήδη πολύ αργά. Την βρήκα να έχει καρφώσει τα δόντια της στο λαιμό του ανθρώπου και να πίνει με λαιμαργία το αίμα του. Σήκωσε τα μάτια της και με κοίταξε, ήταν κατακόκκινα. Είχε πιει το αίμα του άτυχου ξυλοκόπου.
Αφού σταμάτησε ήρθε στην αγκαλιά μου τρέχοντας και μου έλεγε συνέχεια πως δεν το ήθελε, πως προσπάθησε να συγκρατηθεί, πως δεν μπορούσε να σταματήσει. Την αγκάλιασα και την πήρα μακριά. Την άφησα για λίγο μόνη και πήγα πίσω, να θάψω το πτώμα του άτυχου άνδρα. Επιστρέφοντας κοντά της, την αγκάλιασα από τους ώμους και περπατούσαμε σιωπηλοί, καθένας χαμένος στις σκέψεις του. Καταλάβαινα τις τύψεις που την έτρωγαν. Καθώς πλησιάζαμε στην καλύβα της είπα πως το ξέρω πως δεν θα ήταν εύκολο, η αυτοσυγκράτηση ήταν δύσκολη- είχα περάσει κι εγώ από το στάδιο-, πως θα είχαμε κάποιες φορές και αυτά τα ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Με κοίταξε με παραπονεμένα ολοκόκκινα μάτια χωρίς να μου απαντήσει.
Καθώς φτάναμε στην καλύβα ο Έντουαρντ είχε διαβάσει τις σκέψεις μας. Παρηγορήθηκε στην ιδέα πως και εγώ το είχα ζήσει αυτό και ξέροντας πως δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι άλλο, έτρεξε προς τη μεριά της Εσμέ, την αγκάλιασε και της είπε πως δεν πειράζει.
Καθίσαμε και άρχισα να τους λέω ιστορίες για το πως στην αρχή και εγώ είχα πάρει ανθρώπινες ζωές, πως μόνο η ιδέα να σεβόμαστε τους ανθρώπους και να μην τους πειράζουμε μας εξιλέωνε από αυτό που είμαστε. Τους μίλησα για την Βολτέρος όπως και για άλλους του είδους μας, πως θεωρείται φυσιολογική η πόση ανθρώπινου αίματος. Θα ήταν δύσκολο να τηρήσουμε αυτή τη ''συμφωνία'' την αποχή από ανθρώπινο αίμα ως μια πράξη σεβασμού προς τον ίδιο τον άνθρωπο. Και πως θα επιχειρούσαμε κάποια άλλη στιγμή να δοκιμάσουμε τις αντοχές τους.
Το βράδυ σκέφτηκα κάποιες ιστορίες που είχα ακούσει για την φυλή Ινδιάνων τους Κούλιεν. Μια φυλή που μεταμορφώνονταν σε λυκανθρώπων και σκέφτηκα πως σύμφωνα με κάποιες άλλες μαρτυρίες δεν μυρίζουν σαν τους ανθρώπους και αν ίσχυε όντως αυτό, θα μπορούσε να γίνει ο γάμος κοντά στην περιοχή τους. Μάνο με εμένα, την Εσμέ και τον Έντουαρντ και κάποιον από αυτούς για να κάνει την τελετή. Τους είπα τι είχα σκεφτεί και έτσι λοιπόν, τις επόμενες μέρες ξεκινήσαμε για το Φορκς.


Αφού ξεκινήσαμε σταματήσαμε λίγο πιο μακριά από ένα χωριό. Άφησα την Εσμέ και τον Έντουαρντ μέσα στο δάσος και εγώ κατευθύνθηκα μέσα στο χωριό για να μπορέσω να πάρω τα απαραίτητα πράγματα για το ταξίδι μας.
Όταν μπήκα στο χωριό, έκπληκτος είδα μπροστά μου ένα κτίριο να καταρρέει και μυρίστηκα ανθρώπινο αίμα. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα προς τα εκεί αλλά το κτίριο είχε ήδη γκρεμιστεί. Γύρω του στεκόντουσαν χωρικοί και παρακολουθούσαν ανήμποροι. Ήταν ένα ψυχιατρείο. Προσπάθησα να ακούσω χτύπους καρδιάς μήπως υπήρχε κάποιος άνθρωπος κάτω από τα ερείπια που θα μπορούσα να τον βγάλω έξω και να τον σώσω. Πλησίασα κι άλλο στα χαλάσματα και συγκεντρώθηκα. Τότε άκουσα έναν πολύ αδύναμο χτύπο καρδιάς. Παραμέρισα τα συντρίμμια και είδα ένα λεπτοκαμωμένο κορίτσι να είναι λιπόθυμο. Την τράβηξα έξω και της έδωσα τις πρώτες βοήθειες. Ρώτησα τους χωρικούς αν υπάρχει γιατρός για να την πάω, όμως αυτοί απομακρύνθηκαν μουρμουρίζοντας πως έσωσα τη μάγισσα και καλύτερο θα ήταν να την αφήναμε να πεθάνει, να πεθάνει η μάγισσα… κατάλαβα πως το κορίτσι θα είχε πρόβλημα αν παρέμενε εκεί και αν έμενα θα είχα και εγώ. Την μάζεψα και την έβγαλα έξω από το χωριό. Ήταν τραυματισμένη σοβαρά, δεν είχα εργαλεία για να την κάνω να γίνει καλά. Έτρεξα να ειδοποιήσου τον Έντουαρντ για να μην ανησυχούν Αυτός διάβασε τη σκέψη μου πριν φτάσω στο μέρος όπου με περίμεναν και έτσι ξαναγύρισα στο σημείο όπου είχα αφήσει την τραυματισμένη κοπέλα. Πλησίασα. Η καρδιά της χτυπούσε ακόμη πιο αργά από πριν και κατάλαβα πως δεν τα καταφέρει. Τι να έκανα? Ν α την άφηνα να φύγει ή να την μεταμόρφωνα? Σκέφτηκα πως ο Έντουαρντ θα νιώθει πολύ μόνος με εμένα και την Εσμέ κοντά του και μπορεί να ήταν η κατάλληλη για αυτόν. Μπορεί είπα μέσα μου και δικαιολόγησα απόλυτα την πράξη που ακολούθησε. Πλησίασα τα δόντια μου στο λαιμό της, έφερα το χαμόγελο της Εσμέ στη σκέψη μου και την δάγκωσα. Το κορίτσι άρχισε να φωνάζει από τον πόνο. Τότε τη σήκωσα στην αγκαλιά μου και την πήρα μαζί μου. Την πήγα στους δικούς μου. Τώρα που το δηλητήριο άρχισε να κυλάει στης φλέβες της δεν θα ήταν απειλή για τον Έντουαρντ και την Εσμέ. Ο Έντουαρντ πριν φτάσω διάβασε τη σκέψη μου και άπλωσε φύλλα κάτω στο χώμα για να ξαπλώσουμε το κορίτσι. Την ακουμπήσαμε εκεί και περιμέναμε. Λίγα λεπτά πριν τελειώσει η μεταμόρφωση της ο Έντουαρντ διάβασε τις σκέψεις της και έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Με κοίταξε έκπληκτος.
- Το περίμενε μου είπε.
Τον κοίταξα περίεργα.
- Τι εννοείς ''το περίμενε''? τον ρώτησα.
Μου μίλησε τότε για ένα όραμα που είδε μέσα στο μυαλό της. Ότι το κορίτσι ήξερε ήδη για τη μεταμόρφωση της, είχε δει πως θα πέσει το κτίριο και ήξερε πως δεν θα μπορέσει να σωθεί παρά μόνο με αυτόν τον τρόπο. Η κοπέλα είχε οράματα για το μέλλον μου είπε.
- Βλέπω να την καλωσορίζουμε όταν ξυπνάει και να μας μιλάει με τα μικρά μας ονόματα.
Δεν ήθελε να μείνει περισσότερο μέσα στο μυαλό της γιατί ένιωθε και αυτός τον πόνο που περνούσε η κοπέλα.

Η μεταμόρφωση είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Άνοιξε τα μάτια της το κορίτσι και τότε ο Έντουαρντ προσπάθησε και πάλι να διαβάσει της σκέψεις της. Αυτό που μπόρεσε να δει ήταν ένα άλλο όραμα, να κυνηγάνε οι τέσσερις τους μαζί, να τον κοιτάζει και να του χαμογελάει. Με το που ξύπνησε, σηκώθηκε όρθια. Τους κοίταξε με τα κατακόκκινα μάτια της . Δεν κατάφερε κανείς μας να της μιλήσει. Με κοίταξε με ένα μικρο γελάκι και μου είπε.
- Καιρός ήταν!
Δεν κατάλαβα στη αρχή. Έπειτα αγκάλιασε την Εσμέ πάρα πολύ σφιχτά και της ξέφυγε ένα ¨σ' αγαπώ μανούλα μου¨. Η Εσμέ με κοίταξε σαστισμένη. Αφού την άφησε και μας κοίταξε, κατάλαβε πως τα είχαμε χάσει όλοι, μας συστήθηκε.

- Είμαι η Άλις. Εσύ είσαι ο Έντουαρντ, εσύ ο Καρλάιλ και εσύ η Εσμέ. Είμαι μάντισσα γι αυτό στο χωριό με είχαν κλεισμένη σε αυτό το κτίριο. Περίμενα με αγωνία πότε θα έρθει αυτή η στιγμή για να μπορέσω να ελευθερωθώ.
Να ελευθερωθεί? Πως να ελευθερωθεί? Την είχα μετατρέψει σε τέρας και νόμιζα πως δεν το είχε καταλάβει. Την πλησίασα και της μίλησα ήρεμα.
- Κορίτσι μου ξέρεις τι είσαι?
- Ναι, μου αποκρίθηκε αυτή με μια χάρη. Είμαι βρικόλακας… αλλά από τους καλούς…απάντησε. Άντε λοιπόν, διψάω,θα πάμε για κυνήγι? κάνοντας ένα μορφασμό.
Ο Έντουαρντ τότε πήρε το λόγο και μας είπε πως η Άλις ξέρει πολλά περισσότερα, πως τα έχει οραματιστεί και πως ήταν η ζωή που διάλεξε και ήθελε να ξεκινήσει να την ζει.
Μπήκαμε μέσα πιο βαθιά στο δάσος και ξεκινήσαμε να κυνηγάμε. Όσο κυνηγάγαμε της έλεγα για εμάς και το τρόπο που είχαμε επιλέξει να ζούμε. Γύρισε προς το μέρος μου, με κοίταξε χαμογελώντας και μου είπε.
- Το ξέρω, γι αυτό επέλεξα και εγώ να ζήσω έτσι παρά να πεθάνω. Και με ένα σάλτο άρπαξε μια αντιλόπη που ξεπήδησε από τις φτέρες.

Τότε σκέφτηκα πως ευτυχώς σε αυτή την κοπέλα είχα κάνει το σωστό. Ήταν η επιλογή της να γίνει σαν και εμάς παρόλο που δεν το ήξερα εκείνη την στιγμή που αποφάσισα να την μεταμορφώσω. Αφού είχε τελειώσει το γεύμα της την ρώτησα αυτό που με απασχολούσε περισσότερο.
 Ξέρεις πάντα τι θα γίνει στο μέλλον?
 Όχι, το μέλλον αλλάζει συνέχεια. Είναι ανάλογα με τις αποφάσεις που παίρνει ο καθένας την ανάλογη στιγμή. Αν αλλάξει η απόφαση ενός ανθρώπου τότε το μέλλον θα αλλάξει κι αυτό.
ήξερε πως θα πέσει το κτίριο και ό,τι και αν απόφαση έπαιρνε μένοντας στο χωρίο ή κάπου αλλού σαν άνθρωπος η κατάληξη θα ήταν ο θάνατος.
 Έβλεπα πως θα ερχόσουν αλλά και πάλι ανάλογα τις αποφάσεις που θα έπαιρνες για μένα εκείνη τη στιγμή θα ζούσα ή θα πέθαινα .
Άλλα ήξερε πως είχα πίστη σε μένα. Μου είπε πως όλα ξεκαθάριζαν από την στιγμή που την πήρα μακριά από το ψυχιατρείο. Πως θα γινόταν σαν και εμάς. Είδε όλη την ιστορία που θα της έλεγα για την ψυχή μας. Για το τι είμαστε και πως ζούμε εμείς και χαιρόταν που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Τότε σκέφτηκα πως του Έντουαρντ θα του άρεσε αυτή η κοπέλα.

Όταν μείναμε λίγο μόνοι μας με τον Έντουαρντ άρχισα να του μιλάω για την Άλις αλλά ο Έντουαρντ ήδη διάβασε την σκέψη μου και μου είπε πως από την πρώτη στιγμή είχε ένα δεσμό με την κοπέλα αλλά έναν αδελφικό δεσμό. Δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να την κοιτάξει με άλλο τρόπο και πως αυτό δεν το πείραζε καθόλου. Τότε τον άφησα και πήγα να δω την Εσμέ. Μου είπε πως η Άλις χαιρόταν πάρα πολύ που θα παντρευτούμε και πως θα ήθελε να συμμετέχει στις προετοιμασίες του γάμου μας.
Το βράδυ που καθίσαμε όλοι μαζί άρχισε να μας λέει την ιστορία της. Πως από μικρο κοριτσάκι είχε αυτή την ικανότητα να μπορεί να δει τι θα συμβεί στο μέλλον αλλά οι γονείς της την καταπίεζαν θεωρώντας αφύσικη αυτήν τη ικανότητά της. Τις περισσότερες φορές δεν έλεγε τίποτα αλλά μετά από αρκετό καιρό κατάλαβαν ότι επίτηδες αποσιωπούσε τα οράματα που έβλεπε και επειδή φοβόντουσαν την έκλεισαν σε ψυχιατρείο. Δεν μπορούσε να το αποφύγει και η ζωή της μέσα στο ψυχιατρείο ήταν άθλια. Δεν της έδιναν φαγητό, την έδερναν και την κακομεταχειρίζονταν. Μέχρι την στιγμή που είδε πως το κτίριο θα κατέρρεε. Εκεί προσπάθησε να πάρει διάφορες αποφάσεις αλλά ό,τι και να έκανε η κατάληξη ήταν ο θάνατός της ή η ελευθερία της. Αλλά η κατάληξη της σαν μια βρικόλακας και η καλή ζωή, την είδε μέσα από την οικογένεια μου όπου θα άλλαζε τελείως. Οπότε έκανε της απαραίτητες ενέργειες όταν πέσει το κτίριο να τραυματιστεί αρκετά αλλά όχι να χάσει και την ζωή της. Κατά κάποιο τρόπο θαύμαζα αυτό το κορίτσι. Είχε τη δύναμη να μείνει κάτω από τα χαλάσματα αλλά είχε και την αποφασιστικότητα να μετατραπεί σε ένα τέρας. Αλλά από την άλλη, τα λόγια της μου έδωσαν ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Αυτό σήμαινε πως δεν θα είχαμε πολλά εμπόδια έτσι ώστε να ζήσουμε την ζωή μας έτσι όπως την αποφασίσαμε.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
setna
Twilight Human
Twilight Human
setna


Άντρας Δίδυμος
Ηλικία : 44
Τόπος : keratea
Αριθμός μηνυμάτων : 8
Registration date : 04/03/2013

ΤΗΕ CULLEN Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: ΤΗΕ CULLEN   ΤΗΕ CULLEN I_icon_minitimeΠαρ 26 Απρ 2013 - 14:51

Με την Άλις νεογέννητη έπρεπε να προσέχουμε τώρα λίγο περισσότερο, ευτυχώς είχε καταλάβει και αυτή την επικινδυνότητα της κατάστασης.
Ξεκινήσαμε για το Σιάτλ αλλά πριν από εκεί θα κάναμε μια στάση σε κάποιους φίλους μου, τους Ντενάλι. Ήταν κάποιοι φίλοι μου που είχαν έρθει στην Βολτέρα κάποια φορά στο παρελθόν και τους είχα γνωρίσει. Μετρημένοι και με πολλή κατανόηση. Όταν φτάσαμε μας καλοδέχτηκαν, τους γνώρισα την οικογένειά μου και τους είπα όλη μου την ιστορία. Η Ιρινα κι η Τάνια τους καλοδέχτηκαν όλους και σε κάποια στιγμή καθώς έβλεπα την γυναίκα μου και τα δυο μου , πλέον, ευτυχισμένα, ένιωθα ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Έτσι τους ένιωθα και την Άλις και τον Έντουαρντ, παιδιά μου. Είχαν γεμίσει τη ζωή μου με ένα μοναδικό τρόπο. Πριν κάτι χρόνια δεν θα μπορούσα καν να σκεφτώ αυτό το πράγμα νόμιζα ότι θα ήμουν για πάντα μόνος, και όμως ήμουνα πλέον με μια οικογένεια, την οικογένεια Cullen. Τους είπα πως θα πάω στο Σιάτλ μια βόλτα για να κανονίσω κάτι χαρτιά για το γάμο μας. Ο χρόνος είχε περάσει και πλέον είχαμε ξεκινήσει να αποκτάμε ταυτότητες και πιστοποιητικά, δεν γινόταν όπως παλιά. Ήταν απαραίτητη η ύπαρξη εγγράφων που θα πιστοποιούσαν την ύπαρξη μας. Έπρεπε να πάω λοιπούς να βρω έναν άνδρα στο Σιάτλ που μου είχε πει η Τάνια πως θα με βοηθούσε σε αυτό το θέμα, μου έδωσε επίσης και κάποια νομίσματα και μου είπε πως ήταν το δώρο τους για το γάμο μου. Καθώς έφευγα η Άλις ήρθε δίπλα μου και μου είπε.
- Μη διστάσεις.
- Τι να μη διστάσω? Την κοίταξα ερωτηματικά περιμένοντας κάποια διευκρίνηση αλλά μου χαμογέλασε απλά, γύρισε την πλάτη της και ξαναμπήκε μέσα στο σπίτι χοροπηδώντας και τραγουδώντας ένα χαρούμενο σκοπό.
Εγώ ξεκίνησα, έπρεπε να φτιάξω τα χαρτιά για το γάμο μου. Όταν έφτασα στο Σιάτλ πήγα κατευθείαν στο μέρος που μου είχε υποδείξει η Τάνια. Ήταν ένα εστιατόριο σε μία όχι και τόσο καλή γειτονιά, που φαινόταν να μην έχει και πάρα πολύ κόσμο. Μπήκα μέσα και ένας άνδρας που καθόταν πίσω από το μπαρ με καλοδεχτηκε αν και έβλεπα την απορία στο βλέμμα του. Του είπα πως ψάχνω τον Έβαν. Μου είπε να κάτσω σε ένα τραπέζι και πως θα τον ειδοποιούσε. Τον παρατηρούσα καθώς πήγε σε ένα παλικάρι που πρέπει να το είχε για σερβιτόρο και του ψιθύρισε κάτι στο αφτί. Το παλικάρι βγήκε έξω από το μαγαζί και σε λίγα λεπτά ξαναμπήκε και πήγε και του ψιθύρισε κάτι στο αφτί. Το αφεντικό με πλησίασε αμέσως σκύβοντας κατά το μέρος μου. Μου είπε πως θα πρέπει να περιμένω λιγάκι και με ρώτησε αν θέλω να πιω κάτι. Κοιτάζοντας τα άτομα μέσα στο εστιατόριο συνειδητοποιούσα πως το μέρος ήταν λίγο περίεργο και για να μην υποψιαστούν κάτι, παρήγγειλα ένα ποτό. Μου γέμισε ένα ποτήρι και απομακρύνθηκε για να ξαναμπεί στο μπαρ του. Παρατήρησα τα άτομα που καθόντουσαν στο εστιατόριο. Κατάλαβα πως πίσω μου σε ένα τραπέζι μιλούσαν για παράνομα όπλα ενώ πιο μπροστά κανόνιζαν τη μοιρασιά για κάτι χρυσά νομίσματα που είχαν κλέψει. Κατάλαβα πως το εστιατόριο πρέπει να ήταν μαφιόζικο. Ένας άντρας κοντός και αδύνατος, με μακριά χέρια, μπήκε μέσα και ήρθε και κάθισε στο κάθισμα απέναντι από το δικό μου. Με σκληρό βλέμμα με ρώτησε τι θέλω. Του έδωσα τα χρήματα που μου είχε δώσει η Τάνια και του είπα πως θέλω μία άδεια γάμου ώστε να μπορώ να παντρευτώ. Ευτυχώς η Εσμέ είχε ακόμα την κανονική της ταυτότητα, πράγμα που σήμαινε ότι η άδεια γάμου δεν θα καθυστερούσε πολύ. Μου είπε πως θα κάνει λίγες μέρες για να βγει, κανονίσαμε μια νέα συνάντηση στο τέλος της εβδομάδας και ξεκίνησα να γυρίσω πίσω στο σπίτι των Ντενάλι.
Οι δρόμοι είχαν ερημώσει όση ώρα βρισκόμουν στο εστιατόριο. Ελάχιστοι άνθρωποι περπατούσαν, οι περισσότεροι βιαστικοί και με σκυμμένα τα κεφάλια τους, να προλάβουν να πάνε στις δουλειές τους πριν σκοτεινιάσει. Ανακουφισμένος που δεν τραβούσα την προσοχή, περπατούσα σκεπτόμενος την Εσμέ μου και τον επικείμενο γάμο μας.
Μια μυρωδιά αίματος μου τράβηξε την περιέργεια. Ανάμεσα σε δυο χαμηλά κτίρια, στο στενάκι που χρησίμευε για να ξεφορτώνουν εμπορεύματα είδα να κείτεται μια ανθρωπινή φιγούρα. Πλησίασα διστακτικά. Ήταν μια όμορφη κοπέλα, σχεδόν πεθαμένη. Προσπάθησα να την βοηθήσω να σηκωθεί. Έπιασα το σφυγμό της να δω αν ζούσε ακόμη αλλά είχα φτάσει αργά. Η καρδιά της ίσα που χτύπαγε, και ι θερμοκρασία είχε πέσει πάρα πολύ, κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να τη βοηθήσω. Τότε θυμήθηκα την Άλις που μου είπε να μη διστάσω. Κατάλαβα τι εννοούσε με αυτά της τα λόγια. Είχε όραμα, κατάλαβα τι έπρεπε να κάνω χωρίς δισταγμό. Την δάγκωσα και την πήρα στα χέρια μου. Είχε πια σκοτεινιάσει για τα καλά και ήλπιζα να μην κινούσα υποψίες σε όποιον με έβλεπε με ένα κορίτσι στη αγκαλιά μου. Είχα απομακρυνθεί πλέον από κατοικημένες περιοχές, η κοπέλα όταν η άρχισε να συνέρχεται. Πριν φτάσουμε στο σπίτι ξύπνησε εντελώς. Την άφησα να σταθεί στα πόδια της. Της μίλησα.

Σε έσωσα, αλλά..., δεν μπόρεσα να συνεχίσω τη φράση μου.
Τι αλλά? με κοίταξε με περιέργεια περιμένοντας να απαντήσω.
Για να μπορέσω να σε σώσω έπρεπε να σε μεταμορφώσω, είπα και έσκυψα το κεφάλι μου κάτω.
Δηλαδή? ρώτησε το κορίτσι.
Να... έπρεπε να σε κάνω σαν και εμάς.
Με καίει ο λαιμός μου, αποκρίθηκε.
Ε. είναι γιατί διψάς για αίμα. της είπα.
Αυτή κοκάλωσε. Κοίταξα τις αντιδράσεις της, είδα το βλέμμα της να παίζει δεξιά αριστερά πανικόβλητο, κατάλαβε. Έμεινε έκπληκτη. Έπιασε το λαιμό της. Εκείνη τη στιγμή πέρναγε ένας λαγός από δίπλα μας. Τον άρπαξα με μια αστραπιαία κίνηση και της τον πρόσφερα.
Πιες.

Με κοίταξε τρομαγμένη αλλά τα ένστικτα λειτούργησαν ακαριαία. Πήρε το ζωάκι από τα χέρια μου, το έβαλε στο στόμα και ρούφηξε κάθε του σταγόνα αίματος του. Με είδε που την παρακολουθούσα. Με ένα βλέμμα πολύ λυπημένο και θυμωμένο μου επιτέθηκε.

Τι μου έκανες ?

Χαμήλωσα το κεφάλι μου, κατάλαβε τι της είχα κάνει και δυστυχώς έμοιαζε να με μισεί. Της είπα πως ήταν ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει και πως θα είχε πεθάνει στο σοκάκι όπου τη βρήκα να ψυχορραγεί. Έβλεπα να κατανοεί όσα της έλεγα, Σιγά σιγά η φουρτούνα έφυγε από τα μάτια της. Ηρέμησε.
Στο δρόμο για το σπίτι τής είπα όσα έπρεπε να ξέρει και της διευκρίνισα πως μπορεί να μείνει με μας αλλά δεν θα πρέπει να πειράξει άνθρωπο. Όταν φτάσαμε στο σπίτι η Άλις ήρθε και σφιχταγκάλιασε.
- Γεια σου Ρόουζ, της είπε και τότε θυμήθηκα πως δεν είχα πει στο κορίτσι το όνομά μου. Η Άλις μας την σύστησε σε όλους και κάθισε μαζί της. Η Ρόουζ έκανε πολλές ερωτήσεις και στην Ιρίνα και στην Τάνια.

Το πρωί είπε αποφασιστικά πως θα έμενε εδώ μαζί με τα κορίτσια, δεν θα μας ακολουθούσε στο Σιάτλ. Όλοι στεναχωρηθήκαμε αλλά ήταν επιλογή της. Τα κορίτσια τρεφόντουσαν με ανθρώπινο αίμα αλλά για όλους του είδους μας αφύσικο ήταν να μην τρέφεσαι με αυτό αν και δεν με κατέκριναν για την επιλογή μου να απέχω εγώ και η οικογένεια μου από την αφαίρεση ανθρώπινης ζωής
.Παρόλο αυτά, στους Ντενάλι είχανε κάποιες ηθικές, δεν πείραζαν κάποιον αν ήταν εντελώς υγιής και προτιμούσαν άτομα τα οποία είχαν περάσει κάποιο όριο ηλικίας.
Πήγα και πήρα από το Σιάτλ το χαρτί και ξεκινήσαμε για το Φορκς.


Είχαμε πολλές μέρες να τραφούμε και όταν φτάσαμε κοντά στο Φορκς πήγαμε για κυνήγι... Την ώρα όμως που κυνηγάγαμε είδαμε τέσσερις λύκους να έρχονται κατά πάνω μας. Κινούνταν υπερβολικά γρήγορα για λύκους, έμοιαζαν τρομακτικοί καθώς πλησίαζαν. Τότε σταματήσαμε όλοι και πλησιάσαμε ο ένας τον άλλον. Βλέποντάς μας οι λύκοι, ενστικτωδώς μπήκαν σε θέση άμυνας, έτοιμοι να επιτεθούν.
- Σταματήστε, σας παρακαλώ! Προσπάθησα να φαίνομαι ήρεμος. Σταματήστε, ξαναείπα. Έψαχνα για να σας βρω, δεν ήρθαμε να κάνουμε κακό.
Τότε σταμάτησε η πορεία τους προς εμάς. Ο αρχηγός τους μεταμορφώθηκε σε άνθρωπο και μίλησε με φωνή άγρια.
- Αυτή είναι δικιά μας περιοχή, θα σας αφήσουμε να φύγετε χωρίς προβλήματα αν αποφασίσετε να φύγετε τώρα.
Δε δίστασα να μιλήσω.
- Σας παρακαλώ, έχουμε έρθει για να σας βρούμε, του είπα και κοίταξε μέσα στα μάτια μου.
- Τα μάτια σας έχουν άλλο χρώμα, είπε με μια έναν ερωτηματικό τόνο.
- Έχουν, του είπα, γιατί δεν κυνηγάμε ανθρώπους.
Απέμεινε να μας κοιτάζει σκεπτόμενος ενώ οι άλλοι τρεις λύκοι παρέμεναν ακίνητοι πίσω τους παρακολουθώντας και την παραμικρή μας κίνηση.
- Να έρθεις στο μεγάλο δέντρο, μου είπε, λίγο πριν δύσει ο ήλιος. Τώρα φύγετε από δω. το και κάναμε. Σιγά σιγά αποχωρήσαμε. Όταν είχαμε φύγει αρκετά μακριά ένας φόβος κυρίευσε τους άλλους. Ο Έντουαρντ μου είπε πως θελαν να μας κάνουν μεγάλο κακό, το άκουσε να το λένε μεταξύ τους οι λύκοι. Τότε του μίλησα ήρεμα.
- Έντουαρντ, πρέπει να το ρισκάρουμε. Βρήκαμε ένα μέρος μέσα στο δάσος του Φορκς που είχε ένα ξέφωτο. Καθίσαμε εκεί και τους πρότεινα να μείνουμε εδώ. Το μέρος ήταν μακριά από το χωριό και θα βόλευε. θα πήγαινα μόνος όσο οι άλλοι θα με περίμεναν από αυτήν την παράξενη συνάντηση με τον αρχηγό των λύκων.

Είδα τον άνδρα να έρχεται προς το μέρος μου από μακριά. Η όρασή μου βοηθούσε σε αυτό. Μύριζα την απαίσια μυρωδιά των λύκων που δεν μπορούσα όμως να τους δω, υπέθεσα θα ήταν κρυμμένοι μέσα στην πυκνή βλάστηση. Ο άντρας πλησίασε και με ρώτησε τι ζητάει ένας εχθρός του εδώ, στη περιοχή του, να τον παρακαλάει κιόλας. Τότε του μίλησα για εμάς. Του είπα πως ενώ δεν έχουμε ψυχή, προτιμήσαμε να ακολουθήσουμε το δρόμο της καλοσύνης και να βοηθήσουμε τους ανθρώπους. Έμεινε σκεπτικός για ώρα. Άργησε να απαντήσει.
- Τότε εμένα δεν με χρειάζεστε αλλά θα ήθελα να φύγετε μακριά από δω.
Του είπα για την Εσμέ μου και πως ήθελα να την παντρευτώ αλλά το πρόβλημα ήταν πως τα άλλα μέλη της οικογενείας μου δεν είχαν βρεθεί κοντά σε άνθρωπο και πως θα ήταν δύσκολο να γίνει αυτός ο γάμος. Του είπα πως θέλω από αυτούς να καλύψουν την ανθρώπινη μυρωδιά στην περιοχή για να γίνει ο γάμος χωρίς απρόοπτα.
- Τι παράξενο αυτό που σκέφτεσαι, είπε ο αρχηγός. Θα σας βοηθήσω αλλά θέλω κανένας από του είδους σας να μην μας ενοχλήσει εδώ την περιοχή μου.
Του το υποσχέθηκα. Γύρισα πίσω για να αναγγείλω τα ευχάριστα στους δικούς μου. Αφού τους είπα τι έγινε, έπειτα συνειδητοποίησα πως θα μέναμε πως θα μέναμε ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα εδώ και πως θα χρειαζόμασταν ένα σπιτικό. Όλοι συμφώνησαν και ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε το πρώτο σπιτικό μας. Κουβαλήσαμε πέτρες, εγώ πήρα τα κατάλληλα εργαλεία για να το φτιάξουμε, ρίξαμε κάτι δέντρα και κόψαμε τους κορμούς τους και σιγά σιγά φτιάξαμε ένα πολύ όμορφο σπίτι από πέτρα και ξύλο. Επιτέλους αισθανόμουν ότι η ευτυχία μου θα ολοκληρωνόταν.

Όλα ετοιμάστηκαν. Στην αυλή του σπιτιού μας στήθηκε ένα ιερό που θα αντικαθιστούσε την εκκλησία. Επιτέλους όλα ήταν έτοιμα για το γάμο με τον άγγελο μου, την ένωση που ονειρευόμουν τόσο καιρό..
Δίπλα στον παπά κοντά, ήταν ένας άνδρας περίπου 28 χρονών και μια γυναίκα 23 χρονών. Εγώ στεκόμουν μπροστά στο ιερό με ένα κοστούμι που είχα πάρει από το χωριό. Είχα πάρει και ένα καινούριο φόρεμα για την Εσμέ αλλά η Άλις δεν με άφησε να την δω όσο ετοιμαζόταν.. Βγήκε η Άλις από την πόρτα του σπιτιού και μας ανήγγειλε πως η νύφη έρχεται. Τότε γύρισα και είδα έναν άγγελο ντυμένο σε ένα άσπρο φόρεμα να έρχεται προς το μέρος μου στηριζόμενη στο χέρι του Έντουαρντ. Ήταν πανέμορφη. Ήταν σαν την πριγκίπισσα που βγαίνει από τα παραμύθια, κατάλαβα πως είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό. Προχώρησαν προς το μέρος μου και τότε ο 'Έντουαρντ μου είπε:
- Στην παραδίδω.
Οι λύκοι που στεκόντουσαν δεξιά και αριστερά του παπά χαμογελούσαν και όλα ήταν τέλεια. Πήρα την Εσμέ από το χέρι και ανεβήκαμε στο ιερό. Κατάλαβα δυο φορές που της ήρθε η ανθρώπινη μυρωδιά αλλά τη συγκράτησα σφίγγοντας το χέρι της μέσα στο δικό μου. Από κάτω ο Έντουαρντ και η Άλις κάθονταν σε ένα ξύλινο κορμό που είχε γίνει πάγκος και μας καμάρωναν.
Τελείωσε ο γάμος, δεχτήκαμε με χαμόγελα τις ευλογίες και τις ευχές του παπά και ο Έντουαρντ τον ξεπροβόδησε μέχρι την άκρη του δρόμου για να επιστρέψει στο Φορκς. Ο αρχηγός των λύκων μίλησε εκ μέρους όλων. Μας είπε ότι εφόσον τελειώσαμε αυτό που θέλαμε από αυτούς, μπορούσαμε τώρα να φύγουμε. Του είπα να μας αφήσει να μείνουμε στην περιοχή. Πρότεινε να πάμε την ανατολική μεριά του βουνού όπου είχαμε χτίσει το σπιτικό μας και μας υποσχέθηκαν πως δεν θα μας πείραζαν γιατί κατάλαβαν πως είμαστε διαφορετικοί και πως θα μπορούσαμε να συνυπάρχουμε αρκεί να μην πειράζαμε κάποιον άνθρωπο.
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
 
ΤΗΕ CULLEN
Επιστροφή στην κορυφή 
Σελίδα 1 από 1
 Παρόμοια θέματα
-
» emerald eyes' Blog: Diamond & Lemonade Teardrops
» The Cullen Cars

Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτήΔεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
Bella And Edward :: Midnight Inspirations :: Fanfictions-
Μετάβαση σε: