φίλοι μου αυτή είμαι μια ιστορία από την μεριά του καρλαιλ και αναφέρεται στην αρχή της οικογένειας του. Είναι η πρώτη φορά που γράφω κάτι όποτε θέλω πόλη μεγάλη κατανόηση. Με βοήθησε στην διόρθωση του κείμενου η panagiota.
ΤΗΕ CULLEN
Τι χωρίζει τον άνθρωπο από το να είναι τέρας?…
Τι χωρίζει το τέρας από το να γίνει άνθρωπος?...
Πότε η ψυχή είναι καταδικασμένη και ποτέ όχι? ...
Ήμουν ένα τέρας. Ένα τέρας που δίψαγε για αίμα. Ήταν στη φύση μου να σκοτώνω, το ζητούσε το σώμα μου, ο οργανισμός μου κι όμως ποτέ δεν μου άρεσε. Ποτέ δε συμβιβάστηκα στην ιδέα αυτή. Πάντα με έτρωγε μέσα μου η κατάντια μου να χρειάζομαι αίμα για να ζήσω και πάντα μετάνιωνα την ώρα που τελείωνα και είχα ξεδιψάσει την πείνα μου.
Με λένε Κάρλαιλ Κάλεν και είμαι βρικόλακας.
Ήμουν στην αυλή της Βολτέρας. Καθώς έκανα έναν περίπατο, προσπαθούσα να ξεχάσω την κάψα που ένιωθα στο στόμα μου. Είχα μέρες να στραφώ και η ανάγκη γινόταν επιτακτική. Αισθάνθηκα μια παρουσία κοντά μου και είδα τον Άρο να με πλησιάζει. Μου είπε πως είμαι πολύ αδύναμος, πως πρέπει να τραφώ και ευκαιρία γι αυτό θα ήταν το απόγευμα που θα ερχόταν μια ομάδα ατόμων για τα αξιοθέατα. Του απάντησα πως δεν θα έρθω σε αυτή τη σφαγή, πως θα βγω για να πάω να κυνηγήσω ζώα αδιαφορώντας για το ειρωνικό του ύφος. Κι έτσι έκανα καταφέρνοντας να σβήσω εν μέρει τη δίψα μου αλλά όταν επέστρεψα στη Βολτέρα ο Άρο με περίμενε με μια κοπέλα που της είχε κάνει μια γρατσουνιά στο λαιμό για να με δελεάσει. Προσπάθησα να αντισταθώ, ειλικρινά το ήθελα αλλά δεν τα κατάφερα τελικά. Υπέκυψα προσπαθώντας να μη σκέφτομαι την πράξη μου.
Όταν τελείωσα έτρεξα μετανιωμένος μέσα στο δωμάτιό μου. Τι έφταιγε αυτή η νέα γυναίκα να πεθάνει στα χέρια μου? Τι είχα κάνει? Κουλουριάστηκα στο κρεβάτι μου και πονούσα όσο ποτέ άλλοτε που σκότωσα ένα αθώο κορίτσι. Ήξερα πως κανένας δεν θα με κακολογούσε για αυτό και όπως είπε κάποτε ο Άρο ¨είναι στην φύση μας¨. Ο πόνος όμως για την πράξη μου συνέχιζε να είναι δυσβάσταχτος.
Τότε πήρα μια μεγάλη απόφαση. Θα έφευγα από την Βολτέρα. Το να φύγω θα διευκόλυνε τα πράγματα για πολλούς που διψούσαν για εξουσία εδώ αλλά ήθελα να μείνω μόνος μου, να μείνω σε ένα μέρος όπου δεν θα μπορούσα να κάνω κακό σε ανθρώπους. Έτσι λοιπόν, το πρωί της επόμενης μέρα επισκέφτηκα τη μεγάλη αίθουσα του συμβουλίου και στάθηκα μπροστά στους τρεις θρόνους. Ο Άρο με πλησίασε με ήρεμο ύφος ρωτώντας με
- Τι σε βασανίζει τόσο πολύ? και μου έτεινε το χέρι του (ο Άρο είχε την ικανότητα να ''διαβάζει'' τους ανθρώπους αγγίζοντας τους). Του έδωσα το χέρι μου και μόλις το έπιασε έκανε έναν περίεργο μορφασμό και έπειτα είπε
- Αχ Κάρλαιλ, πότε θα συμβιβαστείς με αυτό το ισχυρό πλάσμα που είσαι? Πότε θα καταλάβεις πως εμείς κυβερνούμε τον κόσμο? Ο Ντιμίτρι μας κοίταζε με περιέργεια και τότε μίλησα πως θα φύγω κι έτσι θα μπορέσει κάποιος άλλος να πάρει τη θέση μου στην Βολτέρα. Ο Ντιμίτρι μίλησε σκληρά.
- Αν φύγεις θα είσαι μόνος.
- Ναι του είπα χωρίς καμιά αντίρρηση και τότε γυρνάει ο Άρο και δίνει εντολή σε έναν υπήκοο να μου ετοιμάσει τα πράγματα. Γυρνάει το βλέμμα του προς εμένα, με κοιτάει και μου λέει πως η θέση μου θα είναι πάντα εδώ στη Βολτέρα και πως θα με περιμένει. Αλλά στον έξω κόσμο θα πρέπει να συμβαδίσω με τους νόμους αλλιώς θα είμαι εχθρός της Βολτέρα και κατά πάσα πιθανότητα νεκρό αν τους παραβώ.
Αφού έπεσε ο ήλιος ξεκίνησα το μακρινό μου ταξίδι της αναζήτησης.
Έμεινα στα δάση της Σουηδίας για πολύ καιρό μακριά από ανθρώπους προσπαθώντας να βρω τον εαυτό μου και τρεφόμενος αποκλειστικά με ζώα. Μέχρι που κάποια μέρα, εκεί που περιπλανιόμουν άσκοπα, σε μια στιγμή άκουσα ανθρώπινα ουρλιαχτά. Έτρεξα προς το μέρος όπου είχαν προέλθει για να δω έναν ξυλοκόπο που τον είχε πλακώσει ένα δέντρο. Με το που τον είδα τα έχασα. Είχα πολύ καιρό να δω άνθρωπο και κοντοστάθηκα λίγο να δαμάσω του τέρας που μου έλεγε προστακτικά να κάνω κάτι που θα το μετάνιωνα. Ευτυχώς για καλή μου τύχη δεν είχε ματώσει όποτε κατάφερα και συνήρθα γρήγορα.
Πήγα κοντά του με προσοχή. Ήξερα πως έπρεπε να τον σώσω. Ήξερα πως μπορούσε αλλά έτσι θα μας εξέθετα όλους και κατά πάσα πιθανότητα θα βρισκόμουν νεκρός... Δεν αμφέβαλα καθόλου για την προειδοποίηση του Άρο.
Κοίταξα γύρω μου είδα το τσεκούρι να είναι πίσω από το σώμα του πεταμένο. Σκέφτηκα πως άμα έκοβα το κορμό από πίσω του δεν θα μπορούσε να με δει οπότε δεν θα καταλάβαινε τίποτα για τη φύση μου. Πήρα το τσεκούρι κι έκοψα τον κορμό, έπειτα τον πρόσταξα να με βοηθήσει να τον σηκώσουμε και με αυτό τον τρόπο θα κάλυπτα και την υπεράνθρωπη δύναμη μου. Έτσι έγινε. Μόλις ελευθερώθηκε τον σήκωσα από κάτω και τον ρώτησα είναι καλά αποφεύγοντας να συναντήσω το βλέμμα του.
Και τότε έγινε αυτό που μου έδωσε πίσω αυτό που είχα χάσει από καιρό... μου έδωσε ελπίδα για την ψυχή μου. Πλέον δεν ήμουν το τέρας που ήταν καταδικασμένο να ζει στην κόλαση αλλά ένας τρόπος να εξιλεωθώ για τη φύση μου, αυτή που με ανάγκαζε να ζω εις βάρος των ανθρώπων. Κατάλαβα πως αυτός είναι ο σκοπός στη ζωή μου πλέον. Να βοηθώ.
Ο ξένος μου είπε πως πιο πέρα είναι η καλύβα του και πως θα χρειαζόταν τη βοήθεια μου για να πάει σε αυτήν. Του την πρόσφερα χωρίς δεύτερη σκέψη και ευγνωμονούσα το κρύο που κάλυπτε την ψύχρα του σώματός μου. Όταν φτάσαμε στην καλύβα του μου πρόσφερε στέγη και φαγητό αλλά εγώ του αρνήθηκα και του είπα πως πρέπει να φύγω γιατί με περιμένουν.
Ήξερα πλέον πως θέλω να βοηθήσω τους ανθρώπους, πως αυτό με κάνει λιγότερο τέρας και έτσι κατευθύνθηκα για το πατρικό μου, ένα χωριό έξω από την πολιτεία της Αλάσκα.
Και βρέθηκα στο πατρικό μου. Είχαν περάσει χρόνια για να με γνωρίζουν οι χωριανοί αλλά κάποιοι πιο μεγάλοι σε ηλικία με κοιτούσαν περίεργα καθώς διέσχιζα τον κεντρικό δρόμο το σούρουπο κοιτώντας νοσταλγικά γύρω μου.
Τότε βρέθηκε μπροστά μου ο παιδικός μου φίλος. Ήθελα πολύ να τον αγκαλιάσω, να τον σφίξω στην αγκαλιά μου αλλά κρατήθηκα. Ρώτησα φωναχτά
- Ποιος είναι από σας ο Ρόμπερτ?
Η έκφραση του άλλαξε όταν άκουσε το όνομά του. Τον είδα να απορεί, να με κοιτάζει περίεργα και με πλησίασε διστακτικά και μου είπε
- Εγώ. Κάρλαιλ εσύ είσαι? Πώς γίνεται αυτό?
Έβλεπα ένα φόβο και μια απορία στο βλέμμα του και αποφάσισα να τον καθησυχάσω. Του είπα πως με λένε Τζον και πως είμαι ο γιος του Κάρλαιλ. ήταν λογικό να με πιστέψει όπως κ όλοι στο χωριό. Τους ερχόταν πιο λογικό να είμαι ο απόγονος του εαυτού μου παρά κάτι άλλο.
Οι μέρες κυλούσαν ήρεμα και εγώ βοηθούσα όσο μπορούσα στο χωριό με προσοχή χωρίς να καταλαβαίνει κάτι για τη διαφορετικότητά μου. Πρόσεχα όσο μπορούσα και ευτυχώς για εμένα το χωριό μου είχε λίγες μέρες το χρόνο ήλιο οπότε δεν το είχα ποτέ στο μυαλό μου αυτό.
Μια μέρα καθώς ήμουν με τον γιο του Ρόμπερτ και οργώναμε το χωράφι του. Σε μια στιγμή, το αλέτρι φεύγει από τα χέρια του και του κάνει ένα κόψιμο πολύ βαθύ στο πόδι του. Για καλή μου τύχη ήμουν δέκα μέτρα πιο πέρα, ο άνεμος φύσαγε αντίθετα αλλά η κάψα που μου ήρθε στο λαιμό μου ήταν αφόρητη. Με πολλή δυσκολία κατάφερα και συγκράτησα τον εαυτό μου. Σταμάτησα την αναπνοή μου και έφυγα από το σημείο φωνάζοντας του πως θα φώναζα βοήθεια στο χωριό.. Πήγα σπίτι μου και κάθισα να ηρεμήσω. Χάρηκα με τον εαυτό μου που πάλεψα με το θηρίο που ύπαρχε μέσα μου και τελικά βγήκα νικητής. Ήθελα να κάνω πάρτι! Ήταν η πρώτη φορά που κατάφερα να αντισταθώ σε ανθρώπινο αίμα όμως γρήγορα οι σκέψεις μου άρχισαν να πηγαίνουν στο κακό. Τι θα γινόταν αν ήμουν πιο κοντά ή τι θα γινόταν αν ο αέρας ερχόταν κατά πάνω μου? Και αυτή την φορά τα κατάφερα αλλά τι θα γίνει την επόμενη?
Τότε απογοητεύτηκα. Ήθελα τόσο πολύ να βοηθήσω τους ανθρώπους του χωριού μου κι όμως ήμουν η μεγαλύτερη απειλή για το ζωή τους.
Με είχαν παρασύρει οι σκέψεις μου και μόλις την τελευταία στιγμή κατάλαβα τον Ρόμπερτ να μπαίνει μέσα. Δεν είχα ακούσει καν να χτυπάει την πόρτα.
- Τι έγινε? Ο γιος μου είπε πως ξαφνικά σε είδε να τρέχεις από το χωράφι και παρόλο που σου φώναξε εσύ δεν γύρισες πίσω.
Τότε σκέφτηκα πως θα έπρεπε να φύγω λίγο από κοντά τους. αυτό μου προκαλούσε πόνο αλλά θα έπρεπε να δαμάσω αυτή τη δίψα που είχα. Είχα καταφέρει την πρώτη μου νίκη αλλά μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος είχα πολλές μάχες να δώσω ακόμα. Του είπα πως θα πρέπει να φύγω, πως με ειδοποίησαν πως ένας μακρινός συγγενής πέθανε και πως πρέπει να πάω. Με χτύπησε στην πλάτη.
Να πας φίλε μου, μου είπε. Αυτή είναι η μοίρα του ανθρώπου, να πεθαίνει.
Δεν κατάλαβα γιατί το είπε αυτό. Μάζεψα τα πράματα μου και ξεκίνησα. Είχα σκεφτεί πού θα πάω. Θα πήγαινα να στεκόμουν σε αποτελειωμένες μάχες όπου το φρέσκο αίμα μύριζε ακόμα. θα προσπαθούσα να παλέψω σε 100 χιλιόμετρα. Πιο βόρεια είχα ακούσει πως δόθηκε μια μεγάλη μάχη στο χωριό Γκρενσελβίτ.
Εκεί πήγα στην αρχή.
Δεν πλησίασα πάρα πολύ. Καθόμουν στα βουνά, μόλις είχα κυνηγήσει και πίστευα πως έτσι θα ήταν πιο υποφερτό. Ο αέρας πότε φύσαγε ανατολικά και ποτέ δυτικά. Όποτε φύσαγε δυτικά μου ερχόταν η μυρωδιά του ανθρώπινου αίματος – ελάχιστη, αμυδρή αλλά κι αυτό έκανε το κορμί μου να τρέμει. Το θηρίο έπαιζε μαζί μου και ήμουν στο χείλος να το αφήσω να με κυριεύσει... Ο αέρας με βοηθούσε όποτε έπαιρνε τη μυρωδιά μακριά κι τότε έβρισκα το κουράγιο και τη δύναμη να αντισταθώ.
Σε κάποια φάση ο αέρας δε γύριζε, η οσμή το φρέσκου αίματος είχε κατακλύσει τα ρουθούνια μου και το κτήνος άρχισε να παίρνει την κυριαρχία. Με σήκωσε από εκεί που ήμουν, έκανα τρεις δρασκελιές αλλά κατάφερα και σταμάτησα τελευταία στιγμή.
Έφυγα τρέχοντας. Βρήκα ένα ξέφωτο κάπου μακριά από τη μάχη και εκεί κατάφερα να φτιάξω μια καλύβα. Ο πόλεμος θα συνεχιζόταν για αρκετές μέρες όποτε είχα αρκετό χρόνο έτσι ώστε να πετύχω το στόχο μου. Τα καθημερινά παιχνίδια με το κτήνος ήταν βασανιστικά αλλά πάντα είχα ένα μεγάλο χαμόγελο όποτε ερχόμουν στο καλυβάκι έχοντας νικήσει την αβάσταχτη δίψα. Είχα αρχίσει να εξοικειώνομαι, είχα φτάσει πολλή κοντά στην μάχη μέχρι που μπορούσα να διακρίνω και τα στρατεύματα. Η μάχη είχε τελειώσει, οι επιτιθέμενοι νικήσαν και οι αντίπαλοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Κάποιοι ξέφυγαν στο δάσος προσπαθώντας να σωθούν και σ ήλπιζα να μην βρεθεί κάποιος κοντά μου ματωμένος γιατί δεν ήξερα αν θα κατάφερνα να αντισταθώ. Έβλεπα τη σημαία τον κατακτητών να αιωρείται και σκεφτόμουν πως οι μάχες είχαν τελειώσει πλέον. Ως εδώ είχα καταφέρει να αντισταθώ στο ανθρώπινο αίμα. Αυτό ήταν πολύ καλό για μένα, κατάφερα παρά πολλά αλλά είχα πολύ δρόμο ακόμα για να το ελέγξω
.
Ήμουν λίγα μέτρα έξω από το καλυβάκι όπου ξαφνικά αίμα άρχισε να μυρίζει πόλη έντονα από τη δυτική πλευρά και ερχόταν κατά πάνω μου. Τότε άρχισε να με κυριεύει το κτήνος που είχα μέσα μου. Ξεκίνησα να πηγαίνω προς το μέρος που μύριζε το αίμα για να σκοτώσω. Κράτησα την αναπνοή μου και πήρα σε θέση επίθεσης. Ήξερα πως κάποιον άνθρωπο θα σκοτώσω αλλά όσο και αν πάλευα δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Τότε ξεπρόβαλε η σκιά μιας γυναίκα λεπτοκαμωμένης. Ήμουν έτοιμος να επιτεθώ μέχρι που φάνηκε μπροστά μου γυμνή και χαρακωμένη. Στα μάτια της έβλεπα την απελπισία... μου φώναξε ''σώσε με'' και είδα δυο άνδρες να τρέχουν από πίσω της. Είχα μείνει αποσβολωμένος να τη κοιτώ, χωρίς να μπορώ να κουνηθώ. Ήταν σαν άγγελος που έτρεχε προς το μέρος μου. Ήταν το πιο υπέροχο πλάσμα που είχα δει ποτέ στην ζωή μου. Ο λαιμός μου έκαιγε και σε άλλη περίπτωση δεν θα μπορούσα με τίποτα να κρατηθώ αλλά δεν με ένοιαζε πλέον. Το μόνο που γυρόφερνε στο μυαλό μου ήταν η μορφή της, τα μεγάλα και απελπισμένα καστανά μάτια της, το τρομαγμένο κελάηδισμα των λέξεων της. Αφού με προσπέρασε, ήρθαν οι 2 άντρες κοντά μου και πήγαν να με χτυπήσουν αλλά κατάφερα με ευκολία να τους αφοπλίσω μιας και ήταν μεθυσμένοι δεν θα έδιναν σημασία καθόλου. Τους ακινητοποίησα και τους άφησα λιπόθυμους. Έτρεξα να βρω τον άγγελο . Προσπάθησα να την εντοπίσω από τη μυρωδιά της αλλά όταν έφτασα αρκετά κοντά διαπίστωσα ότι είχαν βρει την καλύβα μου άτομα από το στρατόπεδο και την είχαν λεηλατήσει. Έτσι λοιπόν έπρεπε πρώτα να πάρω τα υπάρχοντα μου πίσω. Με ακριβείς κινήσεις και χωρίς να το καταλάβουν τους πήρα ό,τι είχαν μαζέψει. Στο σκοτάδι κινούμουν με τέτοια ταχύτητα που νόμιζαν ότι κάτι τρελό συνέβαινε. Στην ιδέα πως τα πράματα εξαφανίσθηκαν από το χέρι τους από μόνα τους, τα πέταξαν κάτω και έτρεχαν να σωθούν. Έψαξα τις υπόλοιπες μέρες να την βρω αλλά δεν τολμούσα να πάω στο πεδίο, ακόμα το άρωμα του αίματος έπαιζε με μένα και δεν ήθελα να το ριψοκινδυνέψω. Αυτά τα καστανοπράσινα μάτια της, τα καστανά μαλλιά της και το άρωμα του κορμιού της με είχαν συνεπάρει. Είχα πιάσει τον εαυτό μου να την σκέφτεται όλη μέρα. Θα έπρεπε να κάνω κάτι για να ξαναδώ τον άγγελο μου και θα έψαχνα να την βρω αλλά προς το παρόν θα πήγαινα να βρω νέα μάχη.
Πήρα τα πράγματα μου και ξεκίνησα νότια όπου θα ξεκίναγε άλλη μάχη. Στο δρόμο είδα από μακριά μια μορφή πεσμένη λιπόθυμη στο έδαφος. Είχε τα ίδια μαλλιά και καθώς πλησίασα κοντά της το αίμα που κυλούσε από τον ώμο της με έκανε να διψάω φοβερά αλλά οι σκέψεις πως ο άγγελος μου ήταν εκεί και είχε, είχε… ούτε να το σκεφτώ δεν ήθελα. Σταμάτησα να αναπνέω και πήγα κοντά. Γονάτισα και την έπιασα από τον ώμο. Την γύρισα ανάσκελα για να διαπιστώσω τελικά ότι δεν ήταν αυτή που ονειρευόμουν. 'Ηταν μια κοπέλα που απλά της έμοιαζε. Είδα το αίμα να τρέχει από τον ώμο της και η δίψα θέριεψε μέσα μου. Για ένα δευτερόλεπτο το τέρας πήρε τα ηνία αλλά ήρθε στο μυαλό μου η μορφή του αγγέλου και με την σκέψη πως μπορεί να ήταν αυτή στη θέση της κοπέλας μπροστά μου, κρατήθηκα. Έβγαλα το πουκάμισο μου και το έδεσα στον ώμο της. Η κοπέλα άρχισε να συνέρχεται.
Τότε άκουσα φωνές . ''Χάιντι... Χάιντι....που είσαι?'' Την αφίσα μαλακά στο έδαφος και απομακρύνθηκα γρήγορα πριν προλάβουν να με δουν. Είχα φτάσει αρκετά μακριά όταν συνειδητοποίησα πως είχα βρει το πιο ισχυρό όπλο για να καταπολεμήσω το τέρας που βρίσκεται μέσα μου -ήταν ο άγγελος μου.
Ξεκίνησα πάλι πίσω για το πεδίο της μάχης. Τα πτώματα είχαν μαζευτεί αλλά το αίμα είχε μείνει να ποτίζει μακάβρια το χώμα. Θα προσπαθούσα να κινηθώ μέσα στο πεδίο με το αίμα κάτω από τα πόδια μου.
Έφερα στο μυαλό μου το πρόσωπό της, την έκφραση που είχε πάρει όταν έτρεχε προς το μέρος μου και την υπέροχη φωνή της «σώσε με»...
Τι ειρωνεία! Ζητούσε να τη σώσω ενώ αυτή είχε, εν αγνοία της, σώσει εμένα.
Έκανα το πρώτο βήμα σε αυτό το πεδίο μάχης. Το κάψιμο στο λαιμό μου ήταν ανυπόφορο, το αίμα ήταν υπερβολικά φρέσκο αλλά δεν με ένοιαζε πια. Ήμουν μαγεμένος με κάποια θνητή, έναν άνθρωπο που δεν ήξερα καλά καλά, δεν της είχα μιλήσει ποτέ. Αυτό που με πόναγε περισσότερο ήταν πως δεν ήταν κοντά μου. Διέσχισα το πεδίο άι κατευθύνθηκα προς το επόμενο χωριό. Είχα ακούσει πως πολλοί είχαν φύγει και είχαν πάει εκεί όπου θα ερχόταν άλλη μονάδα μάχης και θα ξεκίναγε άλλος πόλεμος εκεί.
Είχα φτάσει στα προπύλαια. Μια μονάδα με νέους στρατιώτες βρισκόταν στο χωριό και έψαξα με αγωνία μέσα στο πλήθος μήπως κατάφερνα και την έβλεπα. Δυστυχώς τίποτα... οι περισσότερες γυναικείες ήταν στο ιατρείο που είχαν στήσει πρόχειρα σε μια καλύβα αλλά με τόσο πολύ κόσμο δεν θα ρίσκαρα να πάω τόσο κοντά σε φρέσκο αίμα. Ξαφνικά ο αέρας άλλαξε. Ερχόταν η μυρωδιά από το αίμα του αναρρωτηρίου προς το μέρος μου. Έφυγα γρήγορα και πήγα από την άλλη πλευρά. Κοίταξα στο πίσω μέρος του χώρου,υπήρχαν κάτι γυναίκες και ξαπόσταιναν μα πουθενά αυτή που έψαχνα... Και εκεί που άρχισα να χάνω τις ελπίδες μου ακούω έναν γιατρό που ήταν λίγα βήματα πιο μακριά από την ανατολική πλευρά του ιατρείου να φωνάζει ¨ΕΣΜΕ ΕΣΜΕ τρέχα γρήγορα!'' Την αναγνώρισα αμέσως αν και ήμουν πολύ μακριά. Ετρεξε μέσα στο ιατρείο για να πάει να βοηθήσει τον γιατρό. Μου κόπηκαν τα ποδιά. Ένοιωσα ένα ρίγος να με κυριεύει. Αν η καρδιά μου χτύπαγε, σίγουρα θα είχε σπάσει από το τρελό χτύπο. Η φωνή του γιατρού αντηχούσε στα αυτιά μου.... ΕΣΜΕ ΕΣΜΕ ΕΣΜΕ ΕΣΜΕ...
Ήξερα το όνομα της, μου αρκούσε προς το παρόν. Έφυγα από το πεδίο και μπήκα μέσα στο δάσος .Τα πόδια μου δεν τα ένοιωθα στη γη, ένιωθα πως πετούσα. Κάθισα κάτω από ένα μεγάλο δέντρο και σκεφτικά πως θα πρέπει να πάω να την γνωρίσω. Να της πω πώς αισθάνομαι. Πως έχει μετατρέψει ένα άψυχο τέρας στον πιο ευτυχισμένων άνθρωπο που υπάρχει στη γη. Το ¨τέρας¨ ...οι σκέψεις μου άρχισαν να περνούν άλλες στροφές . Πώς θα μπορούσα εγώ ένα τέρας να σκεφτώ πως θα μπορούσα να είμαι με έναν άγγελο? Πώς θα μπορούσε αυτός ο άγγελος να με δεχτεί? Πώς θα μπορούσε να είναι ασφαλής μαζί μου? Απελπίστηκα και έκανα να φύγω αλλά δεν μπορούσα να κινηθώ. Η απελπισία ήταν αυτή που με καθήλωσε. Τι θα έπρεπε να κάνω? Να απομακρυνθώ από κοντά της? Ναι, αυτό θα έκανα. Η σκέψη της μόνο μου αρκούσε. Πως υπάρχει, πως είναι στην ζωή μου. Βρήκα τη δύναμη να σηκωθώ έχοντας πάρει την απόφαση να απομακρυνθώ.
Ξεκίνησα να φύγω παίρνοντας ένα μονοπάτι που θα οδηγούσε λίγο έξω από το χωριό. Είχε ξεκινήσει να σουρουπώνει. Εκεί είδα μια άμαξα να έχει πρόβλημα και πήγα να βοηθήσω. Είχε φύγει ένα σίδερο από τον τροχό και η άμαξα δεν μπορούσε να κινηθεί.
- Καλησπέρα είπα στον αμαξά και εκείνος μου ανταπόδωσε τον χαιρετισμό.
- Βλέπω πως έχετε πρόβλημα, μπορώ να κάνω κάτι να βοηθήσω?
Ο άμαξας μου είπε πως θα πρέπει να λυγίσουμε το σίδερο και πήγα να τον βοηθήσω. δεν ήταν κάτι ιδιαίτερο, απλό θέμα και ούτε ήθελε υπερβολική δύναμη. Πήγα με την σκέψη πως θα μπορούσε να με πάρει μαζί του έτσι ώστε να έχω το μυαλό μου απασχολημένο με κουβέντα αν και πραγματικά ήθελα να μείνω μόνος απόψε, να σκέφτομαι τον άγγελό μου.
Μόλις τελειώσαμε με την επισκευή, άνοιξε η πόρτα και βγήκε από μέσα η πιο όμορφη ύπαρξη. Ο άγγελός μου. Κοκάλωσα. Τα έχασα. Άκουγα τη φωνή της και νόμιζα πως ονειρεύομαι.
- Καλησπέρα ξένε. Ευχαριστούμε πολύ για τη βοήθειά σου. Με λένε Εσμέ και από δω ο Τσίγκο είπε δείχνοντας τον αμαξά. Το όνομα σου?
- Κααααα.... κααα… Κάρλαιλ κατάφερα και ξεστόμισα.
Μου χαμογέλασε και εγώ αισθανόμουν να λιώνω.
- Τσίγκο, φωνάζει, γρήγορα και άλλοι γιατροί μας περιμένουν είπε και ανέβηκε πάλι στην άμαξα.
- Μάλιστα κυρία, αποκρίθηκε ο Τσίγκο.
Μου έριξε ένα τελευταίο χαμόγελο καθώς η άμαξα έφευγε.
Δεν κατάφερα να πω τίποτα, δεν κατάφερα να κινηθώ μέχρι που η άμαξα χάθηκε από τα μάτια μου. Πήγα λίγο πιο πέρα έκατσα λίγο για να συνέλθω. Όλα γύριζαν στο μυαλό μου μα περισσότερο το χαμόγελο της όπου ξαφνικά θυμήθηκα την απάντηση του Τσίγκου- ¨κυρία¨ την είχε αποκαλέσει...Ήταν παντρεμένη? Όχι! Η γλυκιά μου οπτασία, ο υπέροχος μου άγγελος άνηκε σε άλλον. Τι θα έκανα, πώς θα συνέχιζα τώρα? Τώρα που όσο περνούσε η ώρα ένα μεγάλο κενό άρχιζε να υπάρχει μέσα μου και τότε μου ήρθε η ιδέα: ΓΙΑΤΡΟΣ. Μα ναι, πώς δεν το είχα σκεφτεί νωρίτερα? Αυτή θα είναι η λύση σε όλα, στο να καταφέρω να βοηθάω τους ανθρώπους, στο να μπορέσω να είμαι κοντά της και στο να καταφέρω να είμαι άτρωτος. Το ήξερα από την αρχή ότι δεν θα ήταν καθόλου εύκολο. Έπρεπε να εξοικειωθώ πάρα πολύ με το αίμα αλλά είχα ένα πολύ ισχυρό όπλο πλέον, την αγάπη μου για αυτή τη γυναίκα.
Έτσι λοιπόν έκανα να γυρίσω πίσω, πήγα προς το αναρρωτήριο, έβγαλα από τις σκέψεις μου την Εσμέ μου και το υπέροχο χαμόγελο της και μπήκα μέσα. Δεν ρίσκαρα να πάρω ανάσα. Τα μάτια μου ήταν απασχολημένα με την μορφή της. το είχα ξανακάνει σε εκείνη την κοπέλα που έμοιαζε πολύ με την \Εσμέ μου. Πήγα και πήρα λίγες γάζες και έβαλα πάνω σε μια πληγή ενός άρρωστου. Κατάφερα να τον ανακουφίσω. Ναι, τα είχα καταφέρει, μπορεί το τέρας μέσα μου να πάλευε όπως και η δίψα που μου έκαιγε το λαιμό αλλά μπροστά στην αγάπη που ένιωθα για αυτήν την γυναίκα μου φαινόντουσαν πράγματα τα οποία απλά ενοχλούν.
Είχε σκοτεινιάσει αρκετά όταν βγήκα έξω από το ιατρείο. Το είχα αποφασίσει, θα πήγαινα σε σχολή να γίνω γιατρός. Τώρα ήξερα πού θα ήταν η αγαπημένη μου, πως για ένα χρόνο θα ήταν μια χαρά.
Πήγα στην στρατιωτική σχολή και γράφτηκα. Ήμουν ιδιαίτερα ανυπόμονος να αρχίσω όπως και ξεκίνησα άρχισα να μαθαίνω παρά πολλά πράγματα. Όποτε τύχαινε να είμαι κοντά σε αίμα σταμάταγα να ανασαίνω και έφερνα το χαμόγελο της στο μυαλό μου. Και έτσι συνέχιζα. Υπήρχε πλέον ελπίδα, ναι, θα τελείωνα και θα είχα κάνει το Όνειρο μου πραγματικότητα. Το τέρας μέσα μου είχε κατευνάσει, το είχε σκεπάσει η αγάπη μου για αυτήν την γυναίκα.
Η ώρα της αποφοίτησης είχε φθάσει. Μόλις θα έπαιρνα το χαρτί. Είχα ακούσει πως ο πόλεμος έφτασε στην περιοχή που ήταν ο άγγελος μου. Ένα ρίγος με διαπέρασε. Θα προλάβαινα να βρεθώ κοντά της, να την προστατεύσω?
Έκανα υπομονή να πάρω στα χέρια μου το χαρτί και τότε έτρεξα κοντά της. Ο πόλεμος είχε ήδη αρχίσει, ευτυχώς ήταν ακόμη μακριά αλλά ερχόντουσαν πολλοί τραυματίες. Παρέδωσα το χαρτί της αποφοίτησης μου στον υπεύθυνο και τότε φώναξε αυτός ¨Εσμέ, κατατόπισε τον νέο μας γιατρό!''
Την είδα να ξεπροβάλλει ανάμεσα σε αρρώστους-μια οπτασία... ήταν ο άγγελος μου.
- Καλησπέρα Κάρλαιλ, αποκρίθηκε, δεν ήξερα πως είσαι γιατρός?
Σάστισα για λίγα δευτερόλεπτα Θυμόταν το όνομα μου? Κι ώμος το θυμόταν. δεν είχε πει τίποτα ο υπεύθυνος. Τώρα πέταγα από ευτυχία. Το αίμα είχε σταματήσει να με ενοχλεί σχεδόν. Ξεκινήσαμε να περιθάλπτουμε αυτούς που έρχονταν συνεχώς με τραύματα από τη μάχη.
Βρήκα την ευκαιρία και της μίλησα
- Ο άντρας σας που βρίσκεται? ρώτησα και αυτή μου είπε πως σκοτώθηκε στην μάχη με ένα λυπημένο ύφος.
- Λυπάμαι πολύ, αποκρίθηκα.
- Τώρα όλη μου η ζωή είναι ο γιος μου, μου απάντησε.
- Και που βρίσκεται τώρα αναρωτήθηκα?
- είναι στο Τρίτο Τάγμα πεζικού, μου απάντησε με καμάρι.
Πολύ ωραία, αποκρίθηκα και συνέχισα τη δουλειά μου χαμογελώντας ¨είναι μόνη, είναι μόνη '' μου γυρνούσε η ιδέα στο μυαλό μου αλλά ο τρόπος που απάντησε δεν μου άρεσε και πάρα πολύ. Μάλλον σκέφτεται τον άντρα της και μάλλον δεν θα θέλει να κοιτάξει άλλον άνδρα.
Οι μέρες περνούσαν, το χαμόγελο της ήταν λύτρωση σε όλο αυτό το αίμα που υπήρχε τριγύρω μου. Της μίλησα για μένα, πως καταγόμουν από ευγενική οικογένεια, πως ήθελα να βοηθήσω τους ανθρώπους και πώς με γέμιζε αυτό. Δεν είχα αναφέρει κάτι όμως για το τι είμαι, πώς θα μπορούσα να της το πω και να πιστέψω ότι θα ήθελε να βρίσκεται δίπλα μου? Μου μίλησε και αυτή για την ζωή της. για το ότι σκότωσαν τον άνδρα της και αυτή την αιχμαλώτισαν, πως ευτυχώς ο γιος της είχε καταταγεί στο στρατό και δεν ήταν κοντά την ώρα της επίθεσης. Ο γιος της ήταν ο Έντουαρντ,μου τον έδειξε σε μια φωτογραφία, τη μια και μοναδική που είχε. Ήταν τότε δεκατεσσάρων, τώρα θα ήταν δεκαέξι χρονών παλικάρι.
Είχα αρχίσει να παρατηρώ κάτι, πως αυτό το υπέροχο χαμόγελο της ήταν μόνο σε μένα, πως σε κανέναν δεν χαμογελούσε με αυτόν τον τρόπο. Σε μια στιγμή ενώ δέναμε έναν τραυματία, μου έπιασε το χέρι, το άφησε απότομα και με κοίταξε στα μάτια. Δεν μίλησε.
Κάποιες φόρες πήγαινε να μου πιάσει πάλι το χέρι αλλά εγώ απέφευγα κάθε είδους σωματική επαφή.' Όπου σε μια στιγμή μου είπε ''θέλω να σου πιάσω το χέρι'' κι εγώ της αποκρίθηκα πως θα αρχίσουν να λένε διάφορα ¨στην εποχή μας το να πιάνεις το χέρι κάποιας σήμαινε πολλά¨. ΄΄Δε με νια ζει΄΄ μου είπε ΄΄εγώ το θέλω΄΄.
'' Είναι κρύα'' της απάντησα και μου λέει ''το ξέρω'' και άπλωσε τα χέρια της τότε και έπιασε τα δικά μου. Η καρδιά της χτύπαγε πολύ δυνατά, είχα παρατηρήσει πως όσες φορές ήταν μαζί μου η καρδιά της χτυπούσε λίγο πιο δυνατά από άλλες φορές αλλά τώρα δεν την είχα ξανακούσει έτσι. Μου έπιασε τα χέρια μου και τα χάιδεψε απαλά. Την κοίταξα στα μάτια με ένα βλέμμα ενοχής.
- Μη φοβάσαι.
Σάστισα λιγάκι, δεν μου το είχαν ξαναπεί αυτό για πάρα πολύ καιρό. Έπειτα σκέφτηκα την ειρωνεία- εγώ θα έπρεπε να το λέω αυτό σε εκείνη. Μου χάιδεψε το πρόσωπο και πλησίασε ακόμα πιο κοντά. Ένιωσα τη θέρμη του σώματος της να με αποπλανεί. Πήγα να την σταματήσω, απομακρύνθηκα λίγο από κοντά της λέγοντας πως κανονικά θα έπρεπε να μην είναι κοντά μου. Αυτή ξαναήρθε κοντά μου, μου ξανά έπιασε τα χέρια και μου είπε
-Σ' αγαπώ για αυτό που είσαι , ό, τι και αν είσαι.
Τα χείλη της πλησίασαν τα δικά μου και με φίλησε.
Πώς γίνεται αυτό? Ξέρει? Άρχισαν να τρέχουν διάφορες σκέψεις στο μυαλό . Με είδε που δείλιασα και απομακρύνθηκε.
Βγήκα έξω και έτρεξα μακριά πετώντας. Με αγαπάει…. με φίλησε… είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Και έπειτα άρχισα να φοβάμαι, πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό ένιωθα θα πάλι αυτό το συναίσθημα. Ξέρει. Τι ξέρει, αν ήξερε θα έτρεχε μακριά μου, δεν θα καθόταν ούτε δευτερόλεπτο. Δεν ξέρει, δεν φανταζότανε... Τι να κάνω, να της πω? Αν της πω και μάθει θα με βάλει σε κίνδυνο. Στους βρικόλακες ένας νόμος υπάρχει, πως δεν πρέπει να αποκαλύψουμε την ταυτότητα μας. Θα έπρεπε να κάνω μια κουβέντα μαζί της, δεν θα αποκάλυπτα τίποτα ακόμα. Θα ήθελα να δω τι έχει καταλάβει, τι φαντάζεται. Μετά την πρωινή αναφορά θα πήγαινα και θα την έβρισκα να μιλήσουμε. Άλλωστε ο τρόπος που αντέδρασα στο φιλί της δεν ήταν και ο καλύτερος και της όφειλα μια συγνώμη.
Την άλλη μέρα με φώναξε ο υπεύθυνος για να μου πει πως θα πρέπει να πάω στο Τρίτο τάγμα για να βοηθήσω εκεί. Η Εσμέ θέλησε να έρθει και αυτή εκεί γιατί ήταν ο γιος της αλλά ο υπεύθυνος της είπε πως την χρειαζόντουσαν ακόμα στο πόστο της. Είχα ξεκινήσει να σκέφτομαι να αρνηθώ αλλά ήρθε κοντά μου και μου είπε να πάω εγώ, να προσέχω τον Έντουαρντ. Τότε οι αμφιβολίες μου φύγαν. Θα πήγαινα να προστατέψω το παιδί του αγγέλου μου. μόνο με αυτή την ιδέα μπόρεσα να αποχαιρετήσω την γλυκιά μου Εσμέ.
Καθώς έφτανα στο Τρίτο τάγμα, ξεπρόβαλε μπροστά μου ένα παιδί δεκαεφτά περίπου χρονών με καστανόξανθα μαλλιά, αδύνατο αλλά με γεμάτο ενέργεια σώμα.
- Καλησπέρα, του είπα, έρχομαι από τα κεντρικά ιατρεία του Ίκουαλ.
- Καλησπέρα, είστε ο νέος μας γιατρός? με ρώτησε.
- Ναι, του αποκρίθηκα.
- Η μάνα μου ήταν στα ιατρεία αυτά. Μήπως την γνωρίζετε?
Και πριν προλάβει να τελειώσει, ανέφερα το όνομα της.
- Την Εσμέ εννοείς? Ναι, μου μίλαγε πάρα πολύ για σένα.
Τότε γύρισε με μια απορία και λαχτάρα και με ρώτησε
- Τι κάνει? Πώς είναι η μάνα μου? Είναι καλά?
- Μια χαρά είναι, του είπα, μην ανησυχείς, σου στέλνει τα χαιρετίσματα της και μου είπε να σου πω πως σε αγαπάει πολύ.
- Μου λείπει ξέρετε, αποκρίθηκε αυτός μελαγχολικά.
Τότε εγώ του είπα πως ήθελε πολύ να έρθει άλλα ο υπεύθυνος την χρειαζόταν και πως σε λίγο καιρό θα ήταν και αυτή εκεί.
Πήγα μέσα στον λοχαγό και παρουσιάστηκα. Με καλωσόρισε και μου έδειξε ένα χώρο που θα μπορούσα να εργαστώ.
Τον ελεύθερο μου χρόνο τον πέρναγα με τον Έντουαρντ. Μιλάγαμε για πάρα πολλά θέματα, ένιωθα μεγάλη συμπάθεια για αυτόν το νεαρό όχι μόνο γιατί ήταν ο γιος της γυναίκας που αγαπούσα αλλά και γιατί μου έβγαζε ένα πατρικό ένστικτο. Κάποιες φορές ο Έντουαρντ νόμιζα πως είναι μέσα στο μυαλό μου πως μπορούσε να με καταλάβει, δεν του είχα αναφέρει κάτι για την μάνα του αλλά νομίζω πως το είχε καταλάβει. Σε μια συζήτηση μας μου ανάφερε πως μπορεί να είχε χάσει τον πάτερα του αλλά σε μένα βλέπει ένα πατρικό πρόσωπο που του αναπληρώνει το κενό. Κάποιες φορές νόμιζα πως διαβάζει τις σκέψεις μου γιατί όποτε ένιωθα να μου λείπει η Εσμέ, ερχόταν και με έπιανε στον ώμο χωρίς να μου μιλάει. Ο τρεις μήνες περάσαν πολύ γρήγορα, τα νέα για τον πόλεμο όμως ήταν δυσάρεστα. Οι κατακτητές είχαν φτάσει και εδώ.
Είχε σουρουπώσει- εγώ καθόμουν στη σκηνή με τον Έντουαρντ όταν ξαφνικά άνοιξε η πόρτα της σκηνής μου και άρχισα να χάνομαι στην εικόνα που έβλεπα μπροστά μου. Ο Έντουαρντ έτρεξε και χώθηκε μέσα στην αγκαλιά της.
- Μητέρα αποκρίθηκε και αυτή τον έσφιξε μέσα στην αγκαλιά της. Ήταν το πιο ωραίο θέαμα που είχα συναντήσει μέχρι στιγμής, με παρέσυρε και έτσι δεν κατάφερα να ακούσω το σφύριγμα μιας οβίδας που έφτασε έξω από την σκηνή. με το ζόρι κατάφερα και έτρεξα με υπερβολική ταχύτητα και τους έριξα κάτω αλλά το κακό είχε γίνει. Δεν κατάφερα να τους προστατέψω - τα θραύσματα της οβίδας είχαν χτυπήσει μητέρα και γιο. Τους πήρα στα χέρια μου και απομακρύνθηκα όσο μπορούσα από τη σκηνή. Κατάφερα να βγάλω κάποια θραύσματα όσο ήταν λιπόθυμη αλλά είχαν χάσει πολύ αίμα και οι δυο τους. Προσπαθούσα να τους κρατήσω στην ζωή αλλά με το ζόρι τα κατάφερνα. Τότε η Εσμέ συνήλθε για λίγο. Με κοίταξε με απορία μέσα στην ζάλη της και τότε κατάλαβα πως δεν είχε ιδέα για το τι είχε γίνει. Της είπα πως χτυπηθήκαμε από οβίδα. Το πρώτο που κατάφερε να πει είναι ''ο γιος μου?'' και της είπα
- Μείνε ακίνητη, είναι καλά. Έχει χτυπήσει αλλά είναι καλά. με κοίταξε με ένα βλέμμα απελπισίας και τότε μου είπε
- Άσε εμένα, σώσε τον γιο μου και ξανά λιποθύμησε. Ο Έντουαρντ τότε άρχισε να συνέρχεται. Ακούστηκε μια κραυγή πόνου που βγήκε από το στόμα του. Πήγα κοντά του, καταλάβαινα πως χάνει την μάχη και πως ο θάνατος θα τον έπαιρνε μακριά. Κάθισα για δυο λεπτά και σκέφτηκα πως πρέπει να κάνω κάτι για να μην τον χάσω, τι μπορούσα όμως να κάνω? Μου ήρθε η ιδέα στο μυαλό, θα τον μεταμόρφωνα αλλά δεν το τόλμησα απ απευθείας. Δεν ήξερα αν θα κατάφερνα, βλέπετε για ένα βρικόλακα όταν αρχίζει να δαγκώνει μια παράνοια ξεκινάει και δεν μπορεί να σταματήσει με τίποτα. Το είχα δοκιμάσει και παλιότερα να σταματήσω αλλά σταμάταγα πάντα ενώ είχα ρουφήξει όλο το αίμα. Τα χέρια μου έτρεμαν, τι θα έπρεπε να κάνω? Κοίταξα για μια φορά τον άγγελο μου και τότε πήρα θάρρος. Αυτή την φορά θα τα κατάφερνα, είχα ένα μοναδικό όπλο μαζί μου. Την αγάπη για αυτήν την γυναίκα.
Πλησίασα τον Έντουαρντ - το κοιμισμένο τέρας είχε ξυπνήσει για τα καλά μέσα μου. Πλησίασα τα δόντια μου στο λαιμό του και τα κάρφωσα. Με την πρώτη σταγόνα άρχισε να παίρνει τον έλεγχο και ξεκίνησε να ρουφάει πολύ δυνατά ααολλιήρθαν τότε στο μυαλό μου η μέρα που την πρωτοείδα, το βλέμμα το τρομαγμένο, ο ήχος της φωνής της για βοήθεια και τέλος το γλυκό της χαμόγελο που είχε μόνο για μένα. Ξεκίνησα να παίρνω και πάλι τον έλεγχο. Αναστέναξα από ανακούφιση όταν είδα τον Έντουαρντ να κινείται. Κατάλαβα πως είχα πετύχει.
Ναι,αυτή ήταν η πιο μεγάλη μου μάχη με το τέρας, ήταν η τελική μάχη και όμως είχα καταφέρει να το νικήσω. Είδα τον Έντουαρντ να σπαράζει από τον πόνο του δηλητηρίου μου. Έτρεξα κοντά του και του ψιθύρισα να κάνει υπομονή.
- Γιε μου, σε λίγο θα τελειώσουν όλα.
Τότε είδα και τον άγγελο μου να χλομιάζει, άκουσα πως η καρδιά της χτύπαγε όλο και πιο λίγο. Πήγα κοντά της, ήταν ώρα να ξανά παλέψω με το θηρίο άλλη μια φορά. Έφερα πάλι στην σκέψη μου άλλες της αναμνήσεις, έσκυψα και πλησίασα το λαιμό της. Ήξερα πως δεν μπορούσα να ρουφήξω πολύ αίμα, πως δεν είχε απομείνει πάρα πολύ. Άρχισα να τρομάζω λίγο. Κοντοστάθηκα, ψιθύρισα ένα ''σ αγαπώ'' και κάρφωσα τα δόντια μου. Με την πρώτη σταγόνα που ήπια το θηρίο ξεκίνησε να παλεύει μέσα μου, με δυσκολία κρατήθηκα να μην ρουφήξω καθόλου αλλά τα κατάφερα. Άκουσα μια κραυγή από τα χείλη της και τότε πετάχτηκα πίσω. Καθόμουν και τους έβλεπα να πονάνε , να συσπειρώνουν το σώμα τους προσπαθώντας να αποφύγουν τη φωτιά που τους έκαιγε από μέσα. Ωχ, τι είχα κάνει, σκέφτηκα. Κατέστρεψα τη ζωή και τον δύο. Πώς θα μπορούσα να ζήσω με αυτό? Μου πέρασε η ιδέα να τους σκοτώσω πριν μετατραπούν σε τέρατα και να σκοτωθώ και εγώ.
Πήγα προς το μέρος του αγγέλου μου με αυτό το σκοπό. Πήρα το μαχαίρι από τη θήκη της ζώνης μου αλλά δεν κατάφερα να το σηκώσω. Το πέταξα κάτω και τότε τους πήρα στην αγκαλιά μου και έτρεξα μέσα στο δάσος. Τους απομάκρυνα από κάθε τι που θα μπορούσε να με θέσει σε κίνδυνο. Άλλωστε ο ΑΡο με είχε προειδοποιήσει πως θα πρέπει να πηγαίνω σύμφωνα με τους νομούς και με δυο νεογέννητους θα ήταν δύσκολο να μην παραβώ αυτούς τους νόμους..