Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.
Η συνέχεια της διάσημης σειράς βιβλίων έρχεται στα βιβλιοπωλεία στις 4 Αυγούστου με τίτλο «Midnight Sun» και αφηγείται την ιστορία του «Λυκόφωτος» από την πλευρά του Edward Cullen.
"Bella is with Edward. She's a part of this family, and we protect our family."
Carlisle Cullen, Twilight
Character of the Week
Rosalie Lillian Hale
(born 1915 in Rochester, New York) is a member of the Olympic coven.
She is the wife of Emmett Cullen and the adoptive daughter of Carlisle and Esme Cullen, as well as the adoptive sister of Jasper Hale (in Forks, she and Jasper pretend to be twins), Alice, and Edward Cullen.
Rosalie is the adoptive sister-in-law of Bella Swan and adoptive aunt of Renesmee Cullen, as well as the ex-fiancée of Royce King II.
Στο κατώφλι µιας νέας εποχής για τη Ροδεσία, η Μάντριγκαλ, έχοντας χάσει τον άντρα της λίγες µονάχα ώρες µετά τον γάµο τους, θρήνησε βαθιά την απώλειά του και αποφάσισε να ζήσει µε τη θύµησή του. Όµως δεν φαντάστηκε ποτέ πως θα της ζητούσαν να πάρει τη θέση της συζύγου του βασιλιά.
Ο βασιλιάς Έντουαρντ, αφού γνώρισε την απόλυτη ευτυχία δίπλα στη γυναίκα που λάτρεψε όσο καµία, την Άµπερλιν, δέχτηκε το σκληρότερο χτύπηµα της µοίρας όταν εκείνη πέθανε πριν προλάβει να φέρει στον κόσµο το παιδί τους. Ωστόσο, προκειµένου ν' ανταποκριθεί στα βασιλικά του καθήκοντα και να χαρίσει έναν διάδοχο στη Ροδεσία, είναι υποχρεωµένος να παντρευτεί ξανά και απ' όλες τις υποψήφιες επιλέγει τη Μάντριγκαλ.
Μήπως όµως το όνοµα της νέας του συζύγου κουβαλά µια σκοτεινή µοίρα; Άραγε υπάρχει ελπίδα να αλλάξει το πεπρωµένο; Θα καταφέρει η Μάντριγκαλ να ξυπνήσει την αγάπη στην καρδιά του άντρα και βασιλιά της; Κι εκείνος θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τα αισθήµατά του πριν χάσει τα πάντα για άλλη µια φορά;
Θέμα: Αλήθειες και Ψέματα Κυρ 21 Ιουν 2009 - 21:11
Λοιπον αυτη ειναι μια ιστορια μου που δεν εχει καμια σχεση με Twilight. Αφηγειται την ιστορια της Έμμα Μπονέτ, στο Χιλντροφ της Μεγαλης Βρετανιας το 1960.
Βαζω τωρα το πρωτο κομματι. Λεπιζω να σας αρεσει.
1860- ΕΠΑΡΧΙΑ ΑΓΓΛΙΑΣ
Περπατούσε με βαριά βήματα στο λασπωμένο μονοπάτι. Οι σταγόνες της βροχής, ανίσχυρης πια, έκαναν τις μπούκλες της να κολλάνε στο πρόσωπο της. Οι λάσπες, λέρωναν το μαύρο της φόρεμα αλλά δεν την ενδιέφερε. Συνέχισε να περπατάει στο δρομάκι, αγνοώντας την κατάστασή της και τον καιρό. Είδε τα πρώτα δέντρα που εκδήλωναν την αρχή του δάσους. Τα προσπέρασε γρήγορα και μπήκε βαθιά μέσα στο δάσος. Το δάσος ήταν νεκρό λόγω της βροχής. Όλα τα μικρά ζώα που ζούσαν είχαν μπει στις φωλιές τους, όπως έκαναν και οι άνθρωποι -έμπαιναν στα σπίτια τους. Μονό εκείνη περπατούσε μονή της. Όταν έφτασε στο γέρικο δέντρο που αγαπούσε από παΐδι, κίνησε να κάτσει κάτω, αγνοώντας το πόσο βρώμικα θα γίνονταν τα ρούχα της. Η Άννα θα την μάλωνε σίγουρα, αλλά δεν την ενδιέφερε. Μόλις ακούμπησε στο έδαφος, μάζεψε τα πόδια της κοντά στο στήθος της και άφησε τις εικόνες και όλο τον πόνο της να την γεμίσουν. Θα άφηνε τα συναισθήματα της, τις αναμνήσεις της να την γκρεμίσουν για μια ώρα. Μια ώρα, που της φαινόταν αιώνας άλλα έπρεπε να περνάει κάθε μέρα. Κάθε εικόνα που θυμόταν, κάθε μικρός ήχος που είχε μείνει γραμμένος στην μνήμη της, κάθε αντίδραση των άλλων ανθρώπων, τα πάντα, ήταν σαν μικρές, αιχμηρές μαχαιριές στην καρδιά της. Άφησε την απόγνωση της να εκφραστεί με τα δάκρυα της αν και σιχαινόταν το πόσο ευάλωτη ήταν. Μετά από μια ώρα, τρέμοντας, προσπάθησε να συγκεντρωθεί και να παραστήσει πάλι τον ρολό της, το ρολό μιας ψυχρής νέας που αδιαφορούσε για τους άλλους. Κοίταξε το δασός για λίγο και θαύμασε την μεγαλόπρεπη ομορφιά του. Οι κάτοικοι του χωρίου φοβόντουσαν να μπουν, επειδή το έβρισκαν τρομακτικό. Εκείνοι όμως το λάτρευε. Η βροχή έκανε τα φύλλα των δέντρων λαμπερά πράσινα ενώ ο συννεφιασμένος καιρός, έκανε το δασός να φαίνεται κρυστάλλινο. Σηκώθηκε πανω και κατευθύνθηκε αργά προς την έξοδο του δάσους. Δεν είχε καμία διάθεση να φύγει αλλά η Άννα και οι άλλες υπηρέτριες θα ανησυχούσαν. Όταν βγήκε από το δάσος, αναγκαστικά πέρασε από την πλατειά του χωρίου, για να πάει στο σπίτι της. Την είδε ο κύριος Μόλερ που έδιωχνε τα νερά της βροχής με μια παλιά σκούπα και της έριξε μια υποτιμητική ματιά. Μόλις γύρισε το βλεμμα της σε εκείνον, διέκρινε τον φόβο του στα γέρικα μάτια του. Εκείνος έσκυψε το κεφάλι του και άρχισε να πιέζει την σκούπα του περισσότερο. Συνέχισε τον δρόμο της χωρίς να την ενδιαφέρουν οι απόψεις των χωρικών, τα αδιάκριτα βλέμματα τους και τα σχόλια που άφηναν. Ήξερε πως εάν ήθελε θα τους σώπαζε κατευθείαν, αλλά δεν ήταν άξιοι για αυτό. Όταν έφτασε στο μεγαλόπρεπο σπίτι της, μπήκε μέσα νιώθοντας όλα τα μέλη της να την πονάνε. 'Δεσποινίς Μπονέτ!' είπε η Άννα μόλις την είδε και έφερε τα χέρια της στο στόμα της. 'Που κυκλοφορούσατε τέτοια ώρα κυρία; Τέτοια ώρα οι δεσποινίδες δεν βγαίνουν έξω μόνες τους, χωρίς συνοδείες. Τι θα σκεφτούν οι κάτοικοι του χωριού; Και το φόρεμα σας.... Ω Χριστέ μου!' είπε η Άννα, η οικονόμος, καθώς την πλησίαζε. 'Άννα, δεν έχω διάθεση για ανώφελες υστερίες. Πες να μου ετοιμάσουν το μπάνιο σε παρακαλώ. Μετα να πέσετε όλοι για ύπνο' 'Μα κύρια, πρέπει να ετοιμάσουμε τις δουλ...' 'Άννα, παρακούς εντολές μου; Είπα, θα πέσετε όλοι για ύπνο. Έχετε φάει σωστά;' 'Ναι κύρια' είπε η Άννα σκύβοντας το κεφάλι της. 'Ωραία. Τώρα πήγαινε να ειδοποιήσεις τις κοπέλες'. 'Εσείς κυρία δε θα φάτε;' 'Όχι δεν πεινάω' 'Κυρία, με όλο τον σεβασμό, αλλά πιστεύω πως πρέπει να φάτε. Έχετε χάσει κιλά από τότε που...' 'Σε ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σου Άννα, αλλά θα αρκεστώ στην άποψη μου. Τώρα πήγαινε σε παρακαλώ' 'Μάλιστα κυρία' είπε η Άννα, έκανε μια υπόκλιση και έφυγε. Έπλυνε τα χέρια της και πήγε στο τεράστιο της σαλόνι, διακοσμημένο με έπιπλα του γούστου της. Στο κέντρο, βρισκόταν το μεγαλόπρεπο πιάνο της. Πήγε κοντά του, νιώθοντας φόβο και μόνο στην ιδέα του να παίξει ξανά. Την ειδοποίησαν πως το μπάνιο ήταν έτοιμο και έφυγε από το σαλόνι ανακουφισμένη. Μικρή ανακουφιση. Δε θα ένιωθε ποτέ όπως παλιά.
LizCullen Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 30 Τόπος : Διπλα στον Edward.... Αριθμός μηνυμάτων : 2237 Registration date : 25/01/2009
Το Χιλντροφ ήταν ένα πανέμορφο, μικρό, γραφικό χωριό, απομονωμένο από τις μεγαλουπόλεις της Μεγάλης Βρετανίας. Ήταν μια περιοχή, γνωστή στους πλουσίους, άγνωστη στους άλλους όμως ανθρώπους. Η ηρεμία του χωριού και η ομορφιά του προσέλκυε τους αριστοκράτες, που νοίκιαζαν τα πολυτελή σπίτια και πήγαιναν για κυνήγι.
Εκείνο το χειμώνα, είχε φτάσει στο χωριό μια πλούσια οικογένεια από τo Μπλάκπουλ. Η οικογένεια Έντουαρντς αποτελούταν από τον κ. Έντουαρντς και τις δυο αδελφές του. Ο μεγάλος αδελφός είχε κληρονομήσει μια τεράστια περιουσία από τον μακαρίτη τον πατέρα του. Εκείνη την περίοδο ασχολιόταν περισσότερο με την βιοτεχνία, και το εισόδημα που έπαιρνε τον χρόνο, είχε μεγαλώσει κατά πολύ. Οι δυο αδελφές του, μικρότερες από δεκαοκτώ ετών, θεωρούνταν οι ομορφότερες και εξυπνότερες νεαρές κοπέλες του Μπλάκπουλ. Ο κ. Έντουαρντς τις μεγάλωνε και τις πρόσφερε την καλύτερη δυνατή εκπαίδευση που θα μπορούσαν να έχουν.
Η οικογένεια δεν συνήθιζε να συναναστρέφεται με τους κατοίκους του χωριού. Οι κάτοικοι ήταν στενόμυαλοι, με προκαταλήψεις και αρνούνταν πεισματικά να εκσυγχρονιστούν. Υποστήριζαν ακόμη τις ιδέες των παλιότερων, για τις μάγισσες που υπήρχαν, για τις τιμωρίες που δέχονταν οι 'αμαρτωλοί' από τον Θεό και τα σκόρδα που κρατούσαν μακριά τα κακά πνεύματα. Πίστευαν πως όσοι βρίσκονταν ύποπτοι για συναναστροφή με 'σκοτεινή μαγεία' -η κυκλοφορία το βράδυ ήταν για εκείνους ένα αποδεικτικό στοιχειό!- έπρεπε να καούν στην φωτιά για να μην αποτελέσουν πρόβλημα. Οι Έντουαρντς, σπουδαγμένοι όπως ήταν, δεν πίστευαν σε τέτοιες προλήψεις του Μεσαίωνα. Έμαθαν για τις απόψεις του Ντεκάρτ, του Μπέικον και τον Λοκ, απόψεις που οι φτωχοί χωρικοί δεν ήξεραν.
Όλο το υπηρετικό προσωπικό τους, είχε καταφθάσει στο χωριό την προηγούμενη μέρα από την πόλη. Βρίσκονταν εκεί νωρίτερα όχι μόνο για να προετοιμάσει την βίλα στην οποία θα έμενε η οικογένεια, αλλά και για να μάθουν την κατάσταση που επικρατούσε στο χωριό. Δεν το είχαν επισκεφτεί για τρία χρόνια για οικονομικούς λόγους.
Η οικονόμος τους, η Κόρα, βγήκε το απόγευμα της μέρας που είχαν φτάσει, για μια βόλτα στο χωριό. Συνάντησε μια παρέα γυναικών να κουβεντιάζει σε ένα από τα παγκάκια της πλατειάς. Πλησίασε, πιστεύοντας πως εκείνες θα ήταν μια μεγάλη πηγή πληροφοριών. 'Καλησπέρα κυρίες μου' είπε καλοσυνάτα η Κόρα και έκανε μια μικρή υπόκλιση. Οι κυρίες υποκλίθηκαν κι εκείνες και την κοίταζαν ερωτηματικά, γνωρίζοντας όμως πια ήταν. 'Μπορεί να με γνωρίζετε ήδη αλλά το θεωρώ σωστό να σας συστηθώ. Είμαι η οικονόμος της οικογένειας Έντουαρντς που θα έρθει αύριο στο χωριό σας. Έχουμε καιρό να έρθουμε και οι αφέντες μου είναι πολύ περίεργοι να μάθουν τις διαφορές που συνέβησαν τα τελευταία τρία χρόνια. Θα μπορούσατε να μου δώσετε μερικές πληροφορίες;' είπε η Κόρα και με ευχαρίστηση είδε τα πρόσωπα των γυναικών να φωτίζονται. 'Φυσικά! Ό,τι θελήσει η οικογένεια. Η αλήθεια είναι πως έχουν αλλάξει μερικά πράγματα τα τελευταία τρία χρόνια. Μερικοί κάτοικοι πέθαναν, μερικοί μετακόμισαν στο Λονδίνο και στο Λίβερπουλ...' 'Ω, δεσποινίς Όλιβερ μου φαίνεται πως δεν δίνετε καθόλου χρήσιμες πληροφορίες!' είπε μια ψηλή γυναίκα, με μια ψεύτικη έκπληκτη έκφραση. 'Νομίζω πως θα ήταν πιο ενδιαφέρον εάν συζητούσαμε για τους Μπονέτ και τους Χάμιλτον' συνέχισε η γυναίκα και χαμήλωσε την ένταση της φωνής της όταν ανέφερε τα επωνύματα των δυο οικογενειών. Οι άλλες κυρίες έβαλαν τα χέρια τους στο στόμα τους με έκπληξη. Αυτό κίνησε το ενδιαφέρον της Κόρα. 'Θα μπορούσατε να μας εξηγήσετε αξιοσέβαστη κυρία;' της είπε. 'Μα φυσικά! Μπορεί να θυμάστε την πλούσια οικογένεια Μπονετ' 'Δυστυχώς αγαπητή μου, δεν θυμάμαι. Στην ηλικία μου, τα ονόματα και οι ημερομηνίες ξεχνιούνται εύκολα' 'Η οικογένεια Μπονέτ ήταν η πλουσιότερη οικογένεια που ζούσε εδώ πέρα. Η κ. και η κ. Μπονετ ήταν πολύ καλοί άνθρωποι. Ευγενικοί, καλόκαρδοι, πάντα περνούσαν από το χωριό. Ναι, λέω περνούσαν από το χωριό επειδή το σπίτι τους είναι στην άκρη του χωριού, εκεί όπου τελειώνει. Είχαν μια κόρη, μια κόρη που δεν τους έμοιαζε καθόλου. Συγχωρέστε με για τα λόγια μου αλλά ήταν σαν να ήταν γένος του διαόλου, κακόκεφη πάντα, ψυχρή και πάντα λιγομίλητη. Έδειχνε τέτοιο μίσος η ματιά της όποιον και να κοιτούσε, ακόμη και στους ίδιους τους γονείς της! Βλέπαμε αυτήν την κοπέλα κάθε βράδυ να περπατάει μόνη της προς το δάσος. Το τι έκανε εκεί μόνο εκείνη γνωρίζει. Μερικές φόρες την άκουγαν μερικοί να μουρμουρίζει πως σιχαινόταν τους πάντες και τα πάντα σε αυτό το μέρος και τους καταριόταν όλους. Ω, μια φορά τόλμησα να την κοιτάξω στα ματιά και η καρδιά μου πήγε να σταματήσει αγαπητή μου! Αυτή η κοπέλα λοιπόν, φημιζόταν πως θα παντρευόταν τον κ. Χάμιλτον. Ο κ. Χάμιλτον ήταν ο γιος μιας άλλης οικογένειας που μένει στο χωριό, ευκατάστατη αλλά όχι όσο οι Μπονετ. Όμως προς έκπληξη μας παντρεύτηκε σε ηλικία των δεκαέξι έναν άλλον πάμπλουτο βιομήχανο από το Λονδίνο. Φυσικά είναι όμορφη αλλά ο χαρακτήρας της τους απωθεί όλους. Δεν γνωρίσαμε ποιος ήταν ο άντρας της επειδή την νύχτα του γάμου της συνέβη κάτι μοιραίο. Ενώ η κοπέλα είχε βγει έξω, κατευθυνόμενη προς το δάσος -την ημέρα του γάμου της, φανταστείτε!-, κάποιος σκότωσε τους γονείς της και τον άντρα της στο σπίτι τους. Ήταν παράξενο αυτό, υπήρχαν οι άνθρωποι του προσωπικού αλλά ο δολοφόνος δεν πείραξε ούτε μια τρίχα τους! Στην κηδεία τους, η αισχρή αυτή κοπέλα δεν έριξε ούτε ένα δάκρυ. Ούτε ένα δάκρυ για την οικογένεια της και τον άντρα της! Στοιχηματίζω το ένα μου μάτι αγαπητή μου, πως εκείνη βρήκε τρόπο να τους ξεφορτωθεί. Δεν τους ήθελε και εάν έφευγαν εκείνοι, τότε όλη η περιουσία θα πήγαινε στα χέρια της. Ήταν παντρεμένη όποτε, θα ήταν όλα δικά της. Μερικοί την χαρακτηρίζουν μάγισσα και λίγο μου χρειάζεται για να το πιστέψω κι εγώ!' είπε η γυναίκα ενώ οι άλλες είχαν σωπάσει και άκουγαν την ιστορία. 'Και μετά; Τι έγινε μετά και με τον κύριο Χάμιλτον;' ρώτησε η Κόρα. 'Ο νεαρός βρήκε τα συγκαλά του και απομακρύνθηκε από την κοπέλα. Εγώ πάντως πιστεύω, πως εκείνη με μάγεια τον κρατούσε μαζί της. Μετα όμως από τα συμβάντα μπορεί πολύ απλά να τον βαρέθηκε. Εκείνος τώρα φημίζεται πως θα παντρευτεί μια όμορφη κοπέλα που γνωρίζω. Την Ελίζαμπεθ Κλέιν. Πανέμορφη κοπέλα. Με αρχές, με τρόπους, με γνώσεις αν και φτωχή.' 'Πολύ ενδιαφέρον τα λόγια σας κυρία μου' είπε η Κόρα αν και δεν πίστεψε το μέρος που είχε αναφέρει η κυρία με την μαγεία. 'Α! Τι τυχερή που είστε! Βλέπετε εκείνη την κοπέλα με το ροζ φόρεμα; Αυτή είναι η Ελίζαμπεθ Κλέιν' είπε η κυρία δείχνοντας με το βλεμμα της προς μια όμορφη, νέα κοπέλα. Η ψιλόλιγνη κορμοστασιά της, τα μακριά ξανθά μαλλιά της και το έξυπνο γαλάζιο βλεμμα της, μπορούσαν να την χαρακτηρίσουν πολύ όμορφη. Προχωρούσε στο δρόμο με περηφάνια, ψηλά το κεφάλι και ένα χαμόγελο στο πρόσωπο της. 'Πραγματικά είναι πολύ όμορφη' είπε η Κόρα. 'Ω, αγαπητές κυρίες μου, η ώρα μαζί σας πέρασε πολύ γρήγορα. Πρέπει να γυρίσω τώρα πίσω στην βίλα των αφεντών μου. Θα ήταν μεγάλη μου χαρά εάν θα μπορούσαμε να ξανακουβεντιάσουμε στο μέλλον' συμπλήρωσε η οικονόμος. 'Μεγάλη μας χαρά που συνομιλήσαμε μαζί σας και στείλτε σας παρακαλώ τα χαιρετίσματα μας στην οικογένεια Έντουαρντς από την οικογένεια Μπλίγκαν' είπε η γυναίκα που εξιστόρησε την ιστορία και έκανε μια βαθιά υπόκλιση. Η Κόρα την ανταπέδωσε και γύρισε την πλάτη της στις γυναίκες, γυρνώντας ευχαριστημένη στην βίλα.
Όσο συνέβαιναν όλα αυτά στο χωριό, στη βίλα η ζωή συνεχιζόταν κανονικά. Η Έμμα κατευθύνθηκε προς την βιβλιοθήκη της –αγνοώντας το πιάνο στο κέντρο του σαλονιού- και πήγε στα ράφια με τα αγαπημένα της βιβλία. Χρειαζόταν κάτι για να αποσπάσει την προσοχή της. Διάλεξε ένα βιβλίο στην τύχη, γνωρίζοντας ήδη πως θα το είχε διαβάσει περίπου είκοσι φορές στο παρελθόν. Έκατσε σε μια αναπαυτική πολυθρόνα και πρόσεξε τον τίτλο του βιβλίου. ‘Περηφάνια και Προκατάληψη’. Στράβωσε λίγο το στόμα της καθώς τα κοκκαλιάρικα δάχτυλα της ακούμπησαν τα γράμματα του τίτλου. Η πόρτα του σαλονιού χτύπησε διακριτικά και η Άννα μπήκε μέσα. ‘Κυρία’ είπε και έκανε μια βαθιά υπόκλιση. ‘Δεν σας έχω πει πως δεν θέλω να με ενοχλείτε τέτοια ώρα;’ είπε εκνευρισμένη η Έμμα καθώς σηκωνόταν πανω, αφήνοντας το βιβλίο στην πολυθρόνα. Η Άννα άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και το επόμενο δευτερόλεπτο έσκυψε το κεφάλι της. ‘Συγγνώμη Κυρία’ μουρμούρισε τρέμοντας σαν φύλλο. ‘Τώρα βγες σε παρακαλώ έξω και πες μου ό,τι επιθυμείς σε τρεις ώρες’ είπε η Έμμα και περίμενε την υπόκλιση της οικονόμου της για να επιστρέψει στην ηρεμία της. Η Άννα υποκλίθηκε και βγήκε έξω γρήγορα, σαν κυνηγημένη. Όταν έκλεισε η πόρτα, η Έμμα αναστενάζοντας, έκατσε πάλι στην πολυθρόνα της. Έβαλε το χέρι της στο μέτωπο της και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στην ενδιαφέρουσα σχέση του κυρίου Ντάρσυ με την δεσποινίς Μπένετ. Έκλεισε το βιβλίο της όταν η Ελίζαμπεθ Μπένετ παρευρέθηκε στον χορό του Νέδερφιλντ. Έκατσε για λίγο στην πολυθρόνα σκεπτόμενη πόσο ανόητοι ήταν οι άνθρωποι που πίστευαν στο ευτυχισμένο τέλος. Το ευτυχισμένο τέλος υπήρχε μόνο στα βιβλία, στους φανταστικούς ήρωες, στην Ελίζαμπεθ και τον Φιτζγουίλιαμ, στον Χίθκλιφ και την Κατερίνα. Η πραγματικότητα ήταν πιο σκληρή και δεν υπήρχαν πάντα απαντήσεις στα προβλήματα. Σηκώθηκε πανω και άνοιξε τις πόρτες του σαλονιού. Όταν βγήκε έξω, η Μαίρη βρέθηκε δίπλα της κατευθείαν. ‘Τι ήθελε να μου πει η Άννα;’ είπε βιαστικά η Έμμα καθώς προχωρούσε γρήγορα προς την εξώπορτα. Ήθελε να βγει έξω για να ξεφύγει από το σπίτι που κουβαλούσε τόσες αναμνήσεις. ‘Η Άννα κυρία πήγε στο χωριό για να αγοράσει λαχανικά. Μπορώ να σας πω εγώ όμως τι ήθελε να σας αναφέρει’ είπε η νεαρή κοπέλα. ‘Είναι σημαντικό;’ ‘Αρκετά σημαντικό κυρία. Η Άννα πληροφορήθηκε από τους χωρικούς κυρία πως αύριο θα έρθει στο χωριό μια πλούσια οικογένεια από το Μπλάκπουλ. Έχουν ξαναρθεί στο παρελθόν, μπορεί να τους θυμάστε. Είναι οι Έντουαρντς’ είπε η Μαίρη με θαυμασμό όταν ανέφερε το επώνυμο της οικογενείας. ‘Δεν μου θυμίζουν τίποτα’ είπε η Έμμα χωρίς να ενδιαφέρεται. ‘Με μεγάλη μου χαρά να σας μιλήσω για αυτούς κυρία’ είπε η Μαίρη ενθουσιασμένη. Η Έμμα θα την διέκοπτε κατευθείαν, όπως θα έκανε με κάθε άλλον υπηρέτη, αλλά μόλις κοίταξε τα αθώα, καστανά μάτια της δεκαεξάχρονης κοπέλας, σώπασε. Της έγνεψε να συνεχίσει και έτσι έκανε εκείνη. ‘Πολλές οικογένειες του χωριού θα πάνε να τους καλωσορίσουν αύριο. Άκουσα πως απλά θέλουν να παντρέψουν τα παιδιά τους κυρία, για αυτό το θεωρούν ευκαιρία να παντρευτούν με ευκατάστατους. Επιτρέψτε μου να εκφράσω την γνώμη μου κυρία, και να πω πως διαφωνώ τελείως με αυτές τις ιδέες. Γιατί να καταστραφεί το μέλλον ενός νέου όταν θα παντρευτεί κάποιον που δεν αγαπάει; Είναι προτιμότερο να παντρευτεί κάποιος στα δεκαοκτώ του με έναν πλούσιο ή αργότερα με κάποιον που αγαπάει; Γιατί πιστεύω, πως καλά είναι τα πλούτη αλλά θα τον βαρεθεί τον άλλον μετά από λίγα χρόνια. Οπότε τι είναι προτιμότερο, μια σύντομη περίοδος καλοπέρασης και μετά αδράνεια ή ευτυχία για όλη σου τη ζωή με τα βασικά αγαθά;’ ‘Ω μικρή μου Μαίρη, μου φαίνεται πως έχεις επηρεαστεί αρκετά από τα συγκράματα των ρομαντικών μας συγγραφέων. Φυσικά όλα αυτά που περιγράφουν για τον έρωτα και την αγάπη είναι μαγικά στις σελίδες των βιβλίων αλλά στην πραγματική ζωή Μαίρη, τα πράγματα είναι αλλιώς. Η αληθινή αγάπη, αν και καταπληκτική, είναι δύσκολο να βρεθεί. Φαντάσου την ως το ομορφότερο λουλούδι του κόσμου, που βρίσκεται στο πιο επικίνδυνο βουνό. Όμορφη, αλλά τόσο δύσκολο να τη βρει κανείς και να την κατακτήσει. Όμως νομίζω πως ξέφυγες από το θέμα Μαίρη. Ώστε τα νεότερα μέλη της οικογένειας είναι ελεύθερα;’ είπε η Έμμα φορώντας το μαύρο καπέλο της και βγήκε έξω στον κήπο. ‘Ναι, ελεύθερα κυρία και πολύ όμορφα λένε. Οι γονείς έχουν πεθάνει εδώ και καιρό και την περιουσία την ανέλαβε ο μεγαλύτερος αδελφός. Έχει δυο αδελφές νεότερες από εσάς κυρία, περίπου στην ίδια ηλικία με εμένα. Λένε πως έχουν εισόδημα εφτά χιλιάδες λίρες το χρόνο’ είπε η Μαίρη με θαυμασμό και συνέχισε, ‘Εσείς κυρία θα τους συναντήσετε αύριο;’ ‘Για ποιον λόγο να το κάνω αυτό; Δεν νομίζω πως οι δρόμοι μας με τους Έντουαρντς θα συναντηθούν για όσο καιρό και να μείνουν’ ‘Μα κυρία νόμιζα πως είναι συνηθισμένο αυτό!’ ‘Όχι φυσικά και όχι Μαίρη. Είναι πιο περίπλοκο απ’ ότι μπορείς να καταλάβεις. Μα τι ώρα είναι Μαίρη; Δεν θα έρθει ο δάσκαλός σου σε λίγο;’ ‘Ναι κυρία’ ‘Πήγαινε μέσα στο σπίτι τότε και ετοιμάσου για το μάθημά σου. Στο τέλος θα ρωτήσω τον δάσκαλό σου για την πρόοδο σου. Ενημέρωσε όμως πρώτα τους άλλους πως σε μια ώρα θα επιστρέψω και θέλω να είναι έτοιμο το φαγητό, Επίσης, ο δάσκαλος σου θα φάει μαζί μας σήμερα’ είπε η Έμμα και η Μαίρη υποκλίνοντας πρώτα, έφυγε προς το σπίτι. Η Έμμα συνέχισε την βόλτα της στο κτήμα της, ευχαριστημένη που πρόσφερε τουλάχιστον κάτι καλοί στην νεαρή κοπέλα που βρισκόταν σπίτι της τώρα.
LizCullen Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 30 Τόπος : Διπλα στον Edward.... Αριθμός μηνυμάτων : 2237 Registration date : 25/01/2009
'Πως τα παει η Μαίρη κυριε Μπλανκ;' ρωτησε η Έμμα μετα το φαγητο. 'Πολυ καλα δεσποινις Μπονετ. Ειναι ευφυεστατη και της αρεσουν πολυ τα συγγραματα των διασημων συγγραφεων της χωρας μας' 'Ω ναι, σε αυτο θα συμφωνησω. Μου φαινεται πως η μικρη θα ξεκοκκαλιασει τον τομεα του ρομαντισμου στην βιβλιοθηκη μας.' 'Μεγαλη ομως ατυχια την βρηκε την αμοιρη! Οι γονεις της ειχαν τετοιο τραγικο τελος... Τι δυστυχισμενη που θα ειναι!' 'Το αντιθετο. Πιστευω πως ειναι καλυτερο που οι γονεις της πεθαναν οταν ηταν ακομη μωρο. Εαν τους γνωριζε τοτε θα πονουσε περισσοτερο.' 'Μπορει να ειναι και ετσι. Μα πειτε μου, δουλευαν και οι δυο εδω σωστα;' 'Ναι, ηταν απο τους παλιους εργατες του σπιτιου. Οταν πεθαναν οι γονεις της, οι γονεις μου' οταν ειπε την λεξη, ενιωσε πολλα αιχμηρα μαχαιρια να της επιτιθονται σε καθε χιλιοστο του κορμιου της, 'δεν ηθελαν να την αφησουν να φυγει και μεγαλωνει τωρα εδω.' 'Πολυ ευγενικο που την κρατατε ακομη μαζι σας δεσποινις. Αυτα που κανετε για εκεινη, ειναι αδιανοητα! Κανενας αφεντης δεν διδασκει τοσο καλα τον υπηρετη του' 'Η Μαίρη δεν είναι υπηρέτρια για εμένα. Ειναι σαν αδελφή μου κύριε Μπλανκ. Αλλα δυστυχως δεν μπορω να της συμπεριφερομαι οπως θα συμπεριφερομουν σε μια βιολογική αδελφη.' 'Πολυ μεγαλοψυχο αυτο δεσποινις Μπονετ' 'Δεν ψαχνω φιλοφρονησεις κυριε Μπλανκ' ειπε η Έμμα και κοιταξε στα ματια τον κοντο, αδυναμο –λογω ηλικιας- αντρα μπροστα της. Ο κυριος Μπλανκ δεν αρθρωσε λεξη οταν ειδε τα ματια της. Μετα ομως βρηκε την μιλια του. 'Φοβαμαι πως θα πρεπει να φυγω τωρα δεσποινις μου. Θα τα ξαναπουμε μεθαυριο' ειπε και εκανε μια μικρη υποκλιση την οποια ανταπεδωσε και η Έμμα. Οταν βγηκε απο το παρκο του σπιτιου, αρχισε να κατηφοριζει γρηγορα το μονοπατι πηγαινοντας προς το χωριο. Οσο συμπονετικη και να φαινοταν, η δεσποινις Μπονέτ πάντα του προκαλουσε μια αμηχανια.
Μπηκε μεσα στο σπιτι της καθως ειχε αναγκαστει να βγει εξω για να αποχαιρετισει τον κυριο Μπλανκ. 'Αννα;' ειπε σαν να βρισκοταν ηδη η οικονομος διπλα της. Οταν ακουσε την φωνη της κυρας της, η οικονομος ετρεξε γρηγορα διπλα της. 'Θα βγω εξω τωρα. Θελω το μπανιο να ειναι ετοιμο σε μιαμιση ωρα, εσεις να εχετε δειπνησει ηδη, τα ρουχα να μαζευτουν απο εξω και να μπουνε σε ταξη καποια βιβλια στο σαλονι. Το τελευταιο να το κανει η Μαιρη. Θελω να τα βαλει σε χρονολογικη σειρα και μετα με βαση τους συγγραφεις αναλυτικα. Ξερω πως θα της αρεσει.' ειπε η Έμμα γρηγορα και μπηκε στο δωματιο της για να βαλει ενα μαυρο φορεμα για εξω. 'Μαλιστα κυρια' ειπε η Άννα που προσπαθουσε να μην ξεχασει τιποτα. 'Οταν γυρισω, θα ξεκουραστειτε ολοι σας' 'Μα κυρια οι αυριανες δουλειες δεν ειν...' 'Χρειαζεστε ξεκουραση. Δεν σηκωνω αντιρρηση. Αντιο' ειπε η Έμμα και εκλεισε την πορτα πισω της.
Σηκωθηκε τρεμοντας για αλλη μια φορα απο το εδαφος. Το γερικο δεντρο, στο οποιο καθοταν, βρισκοταν βαθια μεσα στο δασος, εκει οπου τα φυλλα των αλλων δεντρων δεν αφηναν τις ηλιαχτιδες του φωτος να φωτισουν την φυση ή τους ανθρωπους να δουν το χλωμο φεγγαρι. Κατευθυνθηκε αργα προς το μονοπατι που θα την οδηγουσε στην εξοδο του δασους. Ο μονος ηχος που ακουγοταν ηταν τα βηματα της, ο ηχος των παπουτσιων της που ακουμπουσαν τα ξερα χορτα στο εδαφος. Το μυαλο της, απο την στιγμη που δεν ηταν απασχολημενο, εφερε στο προσκυνιο ξανα τις εικονες που ηθελε να ξεριζωσει απο την μνημη της. Σταματησε ξαφνικα και εδωσε στον εαυτο της δεκα δευτερολεπτα για να ανακτησει την ψυχραιμια της. Ποιος ο λογος να συνεχιζε να ζει εαν αφηνε το μικρο ευαισθητο μερος της ψυχης της, να καταλαμβανε εξουσια πανω της. Καθε φορα που γινοταν αυτο, βρισκοταν παντα απογοητευμενη, ηταν παντα κομματια. Μετα απο τα γεγονοτα των τελευταιων χρονων, θα ηταν πολυ χειροτερη η κατασταση της. Συνεχισε το δρομο της περπατοντας πιο γρηγορα. Ηθελε να γυρισω γρηγορα πισω, να κανει κατι για να γινει κυρια του εαυτου της παλι. Το ποδι της πιαστηκε σε ενα χαμοκλαδο και επεσε κατω αποτομα. 'Οο' ξεφωνησε και βρεθηκε κατω στο χωμα. 'Διαολε' μουρμουρισε σιγανα και σηκωθηκε αργα πανω. Ειχε χτυπησει τις παλαμες της και ειχε μια πληγη στο ποδι της, τιποτα σοβαρο. Οταν σηκωθηκε ορθια, καποιοι απροσμενοι ηχοι την ξαφνιασαν. Δεν ηταν μονη της στο δασος. Γυρισε ενστικτωδως το κεφαλι της προς τον ηχο και κατευθυνθηκε προς τα εκει. Δεν μπορουσε να ξεχωρισει καλα τους ηχους... οπλες αλογου; Εφτασε στο μονοπατι και εκατσε σε ενα δεντρο, κρυμενη απο τους ανθρωπους που μπορει να την εβλεπε. Σκεφτηκε ποσο αξιολυπητη ηταν αλλα η περιεργεια της υπερνικησε την περηφανια της. Μια αμαξα εμφανιστηκε που την οδηγουσαν δυο ασπρα αλογα που ξεχωριζαν στην νυχτα. Δεν μπορουσε ομως να διακρινει τα χαρακτηριστικα του ανθρωπου που τα ελεγχε. Η αμαξα εφυγε γρηγορα και οταν εξαφανιστηκε απο το μονοπατι, εκεινη βγηκε εξω και κοιταζε προς το δρομο. Δεν ειχε σκεφτει ποιοι μπορει να ηταν και μετα απο λιγη ωρα ολη η περιεργεια της ειχε χαθει. Ποια η διαφορα για εκεινη; Τα φαντασματα του παρελθοντος της ειχαν επιτεθει και παλι οταν επαψε να σκεφτεται κατι ουσιωδες. Σταματησε ξανα και σηκωνοντας πανω το κεφαλι της, φωναξε απελπισμενα: 'Αφηστε με ησυχη! ΤΙ θελετε απο εμενα;' ειπε και ενα δακρυ ξεφυγε απο το ματι της. Το σκουπισε γρηγορα, επιασε με τα χερια της το φορεμα της και αρχισε να τρεχει στο δασος. Εφτασε στο σπιτι της σε μιση ωρα και ειδε την Άννα έξω απο την εξωπορτα να την περιμενει. 'Τι συνεβη Άννα;' της ειπε οταν εφτασε διπλα της. 'Εφτασαν στην πολη οι Εντουαρντς κυρια πριν λιγο, τα μαθατε;' ειπε η οικονομος καθως επαιρνε το πανωφορι τηε Εμα. 'Πως να το μαθαινα αφου δεν ημουν εδω Άννα; Μην κανεις ασκοπες ερωτησεις' ειπε η Έμα και καταλαβε ποιοι ηταν τελικα οι ανθρωποι στην αμαξα. 'Εχετε δικιο κυρια. Ολες οι δουλειες που μας αναθεσατε ειναι ετοιμες' 'Τοτε γιατι δεν εισαι στο κρεβατι σου;' ρωτησε η Έμα κοιταζοντας την αυστηρα. 'Δεν... δεν περασε πολυ ωρα που τελειωσαμε' 'Μην μου λες ψεματα Άννα. Εισαι χειροτερη και απο τα μικρα παιδια. Η Μαίρη εκανε αυτο που της ειπα;' 'Ναι κυρια. 'Ωραια. Πηγαινετε να κοιμηθειτε τωρα'. Εκεινη την φορα η Άννα δεν ειχε καμια αντιρρηση κατι που ικανοποιησε αφανταστα την Εμα. Μετα το μπανιο της κατευθυνθηκε γρηγορα στο δωματιο της, χωρις να εχει καμια ορεξη να φαει. Χτενισε τα μαλλια της παρατηρωντας ποσο μεγαλυτερη φαινοταν για την ηλικια της και επεσε να κοιμηθει.
Δεν γνωριζε πως η αφιξη των Εντουαρντς θα ειχε επιδραση και σε εκεινην...
~~~Ταυτόχρονα~~~~
"Καλωσηρθατε Κυριε!" ειπε η Κόρα στον αφεντη της οταν τον ειδε να βγαινει απο την αμαξα. "Καλως σε βρηκα Κόρα" ειπε εκεινος χαμογελαστος και πηγε κοντα στην ηλικιωμενη οικονομο του. "Οι κυριες που ειναι κυριε;" "Βγαινουν τωρα απο την αμαξα. Ειναι ετοιμα τα πραγματα μας Κόρα;" "Ναι κυριε. Ολα ετοιμα. Τα δωματια τα καθαρισαμε το πρωι, βαλαμε τα ρουχα σας στις ντουλαπες, εμαθα τα νεα του χωριου, το φαγητο σας ειναι ετοιμο και ζεστο και τα μπανια σας ειναι ετοιμα" "Ωραια. Πηγαινε να βοηθησεις τις αδελφες μου Κόρα. Ειναι κουρασμενες απο το ταξιδι." ειπε ο αφεντης και η Κόρα πηγε γρηγορα στην αμαξα. Τοτε βγηκαν απο εκει οι δυο κυριες του σπιτιου. Πρωτα βγηκε η Μαργκαρετ, που ηταν και η μεγαλυτερη απο τις δυο. Τα μαυρα μαλλια της εφταναν ως την μεση της και τα γκριζοπρασινα ματια της εδειχναν εξυπναδα και ευστροφια. Το προσωπο της ηταν ο λογος που πολλοι πλουσιοι απο ολη την Αγγλια ηθελαν να την εχουν για γυναικα τους. Ηταν πολυ αδυνατη αλλα το λιλα φορεμα που φορουσε επιδυκνυε τα δυνατα σημεια του σωματος της. Μετα βγηκε και η Ρέιτσελ, ενα χρονο μικροτερη και τοσο διαφορετικη! Τα καστανα μαλλια της, χρωμα που κληρονομησε απο την μητερα της, ηταν αρκετα μακρια, και με πολλες μπουκλες. Πιο κοντη απο την αδελφη της, με ενα ομορφο μπεζ φορεμα βγηκε εξω και χαμογελασε στην Κόρα μολις την ειδε. Τα καστανα της ματια ηταν γεματα ζεστασια, ευσπλαχνια και χαρα. "Καλωσηρθατε κυριες" ειπε η Κόρα και υποκλιθηκε. "Πολυ χαιρομαι που σε βλεπω Κόρα! Πως είσαι στην υγεια σου;" ειπε η Μάργκαρετ. "Πολυ καλα, ευχαριστω κυρια." "Αγαπημενη μου Κόρα εχω τοσα να σου πω!" ειπε η Ρέιτσελ οταν πηγε κοντα της. "Περασαμε απο το Λονδινο για καποιες δουλειες του Γουίλιαμ και εκει ενας ευκαταστατος κυριος, χειρος, ζητησε το χερι της Μάργκαρετ! Ο Γουίλιαμ δεν δεχτηκε φυσικα η αδελφουλα μου να παντρευτει εναν τοσο μεγαλο κυριο αλλα ουτε και η Μαργκαρετ ενδιαφερθηκε για εκεινον." ειπε η Ρέιτσελ ευθυμα και συνεχισε να μιλαει ενθουσιασμενη οσο οι τρεις γυναικες προχωρουσαν προς το σπιτι. "Πολυ ενδιαφερον αυτα που λετε κυρια. Γιατι δεν πηγαινετε με την αδελφη σας να κανετε ενα μπανιο και να ερθετε για δειπνο στο σαλονι ομως καλυτερα;" "Ενταξει Κόρα. Το ταξιδι εκανε το στομαχι μου να γουργουριζει ολη την ωρα!" ειπε η Ρέιτσελ και εφυγε με την αδελφη της για το μπανιο. Η Κόρα πηγε στον αφεντη της ο οποιος βρισκοταν στο γραφειο του και κοιτουσε καποια χαρτια. "Κυριε να περασω;" ειπε η Κόρα οταν χτυπησε την πορτα. "Φυσικα Κόρα, περασε" ειπε εκεινος και η Κόρα μπηκε στο γραφειο. Τα εξυπνα γκριζοπρασινα ματια του, κληρονομημενα απο τον πατερα του, την κοιταξαν και χαμογελασε λιγο κουρασμενα, κατι που δεν ταιριαζε για την ηλικια του, περιμενοντας να ακουσει τι θα πει. "Κυριε εμαθα τα νεα του χωριου οπως μου ζητησατε" ειπε η Κόρα και στηθηκε ορθια μπροστα απο το γραφειο του. "Εμαθες τιποτα το ενδιαφερον;" "Το μονο σημαντικο γεγονος που συνεβη ηταν ο θανατος των Μπονέτ και του συζηγου της δεσποινιδος Μπονέτ κυριε". Ο κ. Εντουαρτς οταν το ακουσε αυτο, εκπληξη εμφανιστηκε στο προσωπο του. "Ο Εντουιν Μπονέτ και η Αλις Μπονέτ πεθαναν;" "Τους γνωριζατε κυριε;" "Φυσικα και τους γνωριζα! Ηταν οι μοναδικοι ανθρωποι με τους οποιους μπορουσε κανενας να εχει μια κανονικη συζητηση! Μα πες μου Κόρα, πως εγινε αυτο το κακο;" "Λενε πως δολοφονηθηκαν οι τρεις τους απο καποιον ο οποιος ομως δεν σκοτωσε κανεναν απο το προσωπικο." "Και η κορη τους; Εκεινη τι επαθε;" "Η κορη τους δεν βρισκοταν στο σπιτι. Ηταν η μερα του γαμου της και ειχε βγει εξω το βραδυ οταν ειχε συμβει το τραγικο γεγονος" "Την κακομοιρη.... Φανταζομαι πως οι χωρικοι της συμπαρασταθηκαν σε αυτην την κατασταση της ζωης της..." "Καθε αλλο κυριε. Κανενας δεν την συμπαθει στο χωριο. Ολοι την θεωρουν... κακια, δυστροπη και υπερηφανη" ειπε η Κόρα αποφευγωντας να χρησιμοποιησει την λεξη με την οποια την περιεγραφαν οι χωρικοι. "Ανοητοι! Πως μπορουν και συμπεριφερονται ετσι σε μια τετοια κοπελα; Ποσο χρονων πρεπει να ειναι τωρα; Ηταν νομιζω μικρη νομιζω οταν την ειχα γνωρισει..." "Ειναι Δεκαεννια κυριε, ολοκληρη κυρια λενε αν και δεν την εχω δει ποτε." "Λοιπον Κόρα αυριο το πρωι θα παμε κατευθειαν στο σπιτι των Μπολέτ για να δηλωσουμε τα συλληπητηρια μας στην κοπελα. Να ειδοποιησεις τις κοπελες σε παρακαλω." ειπε ο κ. Εντουαρντς και με αυτα τα λογια η Κόρα βγηκε απο το γραφειο του. Εκεινος εμεινε με τις σκεψεις του και την λυπη του για αυτο που συνεβη στους Μπονέτ.
LizCullen Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 30 Τόπος : Διπλα στον Edward.... Αριθμός μηνυμάτων : 2237 Registration date : 25/01/2009
Το πρωινο βρηκε την Έμα στο σαλονι της, να συνεχιζει το βιβλιο που ειχε αρχισει την προηγουμενη μερα. Τα μεγαλα παραθυρα ηταν ανοιχτα και αφηναν το φως του ηλιου να φωτισει ολο το δωματιο. Ησυχια επικρατουσε καθως οι υπηρετες εκαναν τις δουλειες του σπιτιου χωρις να κανουν θορυβο. Οταν μεσημεριασε, η Άννα χτύπησε διακριτικά την πόρτα του σαλονιου. «Περασε Άννα» ειπε η Έμα και εκλεισε το βιβλιο της. «Κυρια ήθελα να σας ειδοποιήσω πως ήρθε αυτο το γράμμα για εσας» ειεπ η Άννα και εδωσε το γραμμα στην Έμα. «Απο ποιον είναι Έμα;» «Η υπογραφη ειναι του κ. Έντουαρντς κυρια» ειπε η Άννα. «Του κ. Έντουαρντς; Εχουμε καμια σχεση μαζι τους;» ειπε η Έμα καθως ανοιγε τον φακελο. «Ο κ. Έντουαρντς γνωριζε τους... τους γονεις σας κυρια» ειπε η Άννα και στο τελος η φωνη της. Ελεγχοντας τον εαυτο της, τα χειλη της σχηματισαν μια λεπτη γραμμη. Ανοιξε το γραμμα και αρχισε να διαβαζει. Μετα απο λιγο ξαναδιπλωσε το γραμμα και κοιταξε την Άννα. «Πες να ετοιμαστουν ολοι Άννα. Θα εχουμε επισκεψεις σημερα.» ειπε ανεκφραστα η Έμα. «Επισκεψεις; Ω Θεε μου και δεν εχουμε ετοιμασει το σαλονι!» ειπε η Άννα σε μια στιγμη παρανιας, σιγανα. «Πηγαινω κυρια και να ειστε σιγουρη πως θα σας βγαλουμε ασπροπροσωπη!» συμπληρωσε και ζητησε την αδεια να φυγει. Η Έμα την εστειλε στις κουζινες και εμεινε μονη της στο σαλονι. Πήρε το βιβλιο της και το έβαλε πίσω στο ράφι της βιβλιοθηκης. Αναστεναξε σιγανα και εφυγε απο το σαλονι καθως σε λιγη ωρα το δωματιο θα γεμιζε απο ανθρωπους. Ανεβηκε πανω στο δωματιο της και πηγε στην ντουλαπα της με τα ρουχα. Όλα μαύρα. Μετά τον θάνατο των γονιών της (δεν υπολογιζε τον αντρα της) δεν ειχε βαλει ενδυμα πανω της που ειχε αλλο χρωμα. Βρισκοταν σε πενθος εδω και τρια χρονια και δεν ειχε σκεφτει ποτε να βαλει αλλο ρουχο. Διαλεξε στα γρηγορα ενα φορεμα ( http://www.victoriana.com/library/Timeline/1860/peter-1860.JPG αλλα σε μαυρο χρωμα ολο το φορεμα) και το αφησε στην ακρη για να το φορεσει οταν ερθει η σωστη στιγμη. Κατεβηκε κατω στο ισογειο, και ειδε αυτο που ειχε ηδη φανταστει: οι υπηρετες περπατουσαν πανω-κατω στο διαδρομο καθαριζοντας, ξεσκονιζοντας, σφουγγαριζοντας, ενω φωνες ακουγονταν στην κουζινα οπου ετοιμαζαν το φαγητο. Σε ολη εκεινη τη φασαρια, η Έμα αποφασισε να βγει εξω για λιγη ωρα για να γευτει τον ηλιο που ειχε εκεινη την μερα. Πηρε το καπελο της, βγηκε εξω και αποφασισε να κανει ενα περιπατο στην μπροστινη αυλη του σπιτιου. Προχωρησε μπροστα και εκατσε σε ενα πεζουλι που υπηρχε κοντα στα λουλουδια που μεγαλωναν στον κηπο. Εβγαλε το καπελο απο το κεφαλι της και αφησε τα μαλλια της να πλεσιωσουν το ομορφο προσωπο της. Αρχισε να παρατηρει τα λουλουδια, ενω το αερακι ανακατευε τα μαλλια της. Είχε καιρο να κατσει σε εκεινον τον κηπο. Υπηρχαν τοσες οδυνηρες αναμνησεις που της θυμιζε ο κηπος. Γενικα, ολο το σπιτι της θυμιζε εκεινους. Ήθελε να φυγει απο εκει αλλα ηξερε πως δε θα συμφωνουσαν σε αυτο οι γονεις της. Ξαφνικα, ειδε μπροστα της μια σκηνη του παρελθοντος. «Έμα μην πειραζεις τα λουλουδια» «Γιατι μπαμπα; Ειναι τοσο ομορφα! Θα βγαλω μερικα τριανταφυλλα για να τα δωσω στην μαμα!» ειπε το μικρο κοριτσακι και απλωσε τα χερια του στα λουλουδια. «Εχουν αγκαθια μικρη μου...» της ειπε ο αντρας πισω της. «Αουτς! Μπαμπα!» ειπε ετοιμο να κλαψει το παιδι και γυρισε πισω στον πατερα της. «Αγκαθια!» ειπε ξανα και αρχισε να κλαιει. «Ω μην κλαις Έμα μικρή μου» της ειχε πει εκεινος και την ανεβασε πανω αγκαλιαζοντας την. Ο άντρας καθοταν με την πλατη του στην δεκαεννιαχρονη Έμα ενω το παιδι, μεσα απο τους λυγμους του, την κοιταζε καταματα παραπονεμενα. Σηκώθηκε πανω γρηγορα ενω η αναπνοη της ταχυνε. Κοιταξε σπασμωδικα γυρω της, νιωθοντας πως καποιος την παρακολουθουσε. Καταλαβε τοτε, πως τα ματια της ηταν υγρα και με σφιγμενες γροθιες τα καθαρισε. Οι αναμνήσεις δεν ηταν φιλοι της οποτε επρεπε να μεινει μακρυα απο αυτες. Κοιταξε την αυλόπορτα και κατευθυνθηκε αποφασιστικα προς το μερος της. Μια αμαξα περασε τοτε εξω και η Έμα σταματησε οταν την αναγνωρισε. Σε κλασματα δευτερολεπτων εικονες εμφανιστηκαν μπροστα της οταν θυμηθηκε ποιοι θα ηταν μεσα στην αμαξα. Ο Τζέιμς Χάμιλτονκαι η Ελιζαμπεθ Κλέιν. Ενας διαφορετικος πονος την χτυπησε οταν το σκεφτηκε αυτο και δαγκωσε τη γλωσσα της οσο πιο δυνατα μπορουσε για να μην αντιδρασει. Ειχε αντεξει τρια χρονια, θα αντεχε κι αλλο. Επιασε το φορεμα της με μισος και κατευθυνθηκε πισω στο σπιτι. Τιποτα και κανενας δεν ηταν με το μερος της. Ήταν λες και ολοι ήθελαν να της θυμιζουν την κατεστραμενη της ζωη, τον πονο που δεν επρεπε να ειχε δεχτει στην ηλικια των δεκαξι. Ξεχνωντας το καπελο της εξω, περπατησε γρηγορα, σχεδον τρεχοντας στον κηπο και μπηκε μεσα στο σπιτι της που ολο παραδοξως της φανηκε η σωτηρια της. Εκλεισε την πορτα πισω της και ξεφυσηξε γρηγορα. Περασαν γρηγορα καποιοι υπηρετες απο μπροστα της και μολις την ειδα σταματησαν για να της υποκλιθουν. Τους αφησε εκει περα και ανεβηκε γρηγορα στο υπνοδωματιο της, οταν στα μεσα της διαδρομης αποφασισε να μην παει εκει. Κατεβηκε κατω αργα, λογαριαζοντας καθε βημα της. Πηγε στο σαλονι για να ξαναδιαβασει το γραμμα του κ. Έντουαρντς. Οταν μπηκε μεσα, οι υπηρετες εστηναν το τραπεζι για τα χαρτια, η Μαίρη ξεσκονιζε το πιανο ενω ειχε συμμαζεψει ηδη τις παρτιτουρες της Έμα. Πηρε το γραμμα στα χερια της και το ξαναδιαβασε.
"Δεσποινις Μπονέτ, Τα θερμα μου συλληπητηρια για το θλιβερο γεγονος που συνεβη σε εσας πριν τρια χρονια. Με την αφιξη μου στο Χίλντροφ έμαθα το τι συνεβη και θα ηθελα να σας εκφρασω τα συναισθηματα μου αυτοπροσωπως. Θα μπορουσατε να δεχτειτε την οικογενεια μου το απογευμα για να σας μιλησουμε και να εκφρασουμε τις αποψεις μας; Δε θα προσθεσω παρα τους χαιρετισμους μου, Γουιλιαμ Έντουαρντς»
«Άννα;» ειπε δυνατα η Έμα. «Ναι κυρια;» της απαντησε γρηγορα η οικονομος. «Γιατι το γραμμα δεν εχει παει πισω στην βιλα των Έντουαρντς;» ρωτησε συγκρατημενα.» «Ω κυρια, χιλια συγγνωμη! Μεσα σε ολη αυτη τη βαβουρα το ξεχασαμε τελειως. Σας παρακαλω δωστε το μου με την απαντηση σας και θα στειλω γρηγορα καποιον να το παει στο σπιτικο των Έντουαρντς.» «Καλα θα κανεις να σταλθει γρηγορα Άννα» είπε η Έμα ψυχρά και έβαλε στα χέρια της οικονόμου την απάντηση του γράμματος. Πήγε στην κουζίνα για να δει τον χαμό που επικρατουσε εκει και εφυγε γρηγορα. Σιχαινόταν μέρες σαν κι εκεινη. Μέρες που δεν είχε τιποτα να κανει, μέρες που δεν μπορουσε να κανει κατι. Πηγε ξανα στο σαλονι και είδε το πιανο με ουρα να στεκεται στο κεντρο του δωματιου. Και μόνο η σκέψη του να παίξει ξανα, την τρόμαζε. Είχε τοσα χρόνια να παίξει. Είχε παρατήσει την μουσικη, και ολα αυτα που αγαπουσε εκτος απο το διαβασμα. Αναρωτιόταν εαν θα αλλαζε τίποτα εαν ακουμπουσε για λιγο τα δαχτυλα της στα πληκτρα... λιγες νοτες.... ενα κομματι... Κουνησε γρηγορα το κεφαλι της και εδιωξε την ιδεα απο το μυαλο της. Δεν υπηρχε λογος να κανει κατι τετοιο. Δεν θα ειχε κανενα αποτελεσμα οποτε γιατι να καταλαβει καμια προσπαθεια; Εφυγε ξανα απο το σαλονι και ανεβηκε –για πολλοστη φορα- πανω στο δωματιο της. Άρχισε να μετραει στα δαχτυλα της τους αριθμους απο το χιλια μεχρι το μηδεν για να περασει η βασανιστηκη ωρα... Μετα απο δυο ωρες, καποιος χτυπησε διακριτικα την πορτα του δωματιου της. "Περαστε" ειπε η Έμα μολις σηκωθηκε πανω απο το κρεβατι της. "Κυρια οι Έντουαρντς ειδοποιησαν αυτον που στειλαμε πως θα ερθουν σε τρεις ωρες περιπου" ειπε η Μαίρη οταν μπηκε στο δωματιο. "Πιστευα πως επρεπε να το μαθετε." "Καλα εκανες Μαίρη." ειπε η Έμα και πηγε στον καθρεφτη της. "Μπορεις να με βοηθησεις να ετοιμαστω σε παρακαλω;" της ειπε και εκατσε στο μικρο σκαμνακι μπροστα απο τον καθρεφτη. "Φυσικα κυρια" ειπε η Μαίρη και πηγε κοντα στην Έμα. Ξεμπλεξε τα σκουρα καστανα, σχεδον μαυρα, μαλλια της Έμα και πηρε μια βουρτσα για να τα χτενισει. Η εκφραση της ηταν πολυ συγκεντρωμενη και το υφος της χαμενο, λες και σκεφτοταν κατι αλλο εκεινη την στιγμη. "Τι σκεφτεσαι Μαίρη;" "Τι ειπατε κυρια;" ρωτησε η κοπελα, καθως η ερωτηση της Έμα την 'ξυπνησε'. "Σε ρωτησα, τι σκεφτεσαι." "Δε θα ηθελα να σας φορτωσω με τις σκεψεις μου κυρια." ειπε η νεαρη και εσκυψε το κεφαλι της. "Καλοσυνη σου, αλλα δεν με φορτωνεις καθολου. Πες μου σε παρακαλω" επεμενε η Έμα. "Αναρωτιομουν Κυρια, πως ηταν οι γονεις μου..." ειπε η Μαίρη και αρχισε να φτιαχνει τις μπουκλες της Έμα. «Δεν εχεις φωτογραφιες τους Μαίρη;»ρωτησε η Έμα λυπημενη. Ηταν οδυνηρο να μην γνωριζεις πως ηταν οι γονεις σου αλλα ηταν καλυτερο να μην εχεις αναμνησεις τους. ¨Εχω αλλα θα ηθελα να μαθω τι ανθρωποι ηταν απο αλλους που τους γνωριζαν. Εσεις τους ξερατε κυρια;¨ ¨Οχι Μαίρη. Ήμουν μικρη, μολλις τριων χρονων. Δεν θυμαμαι και πολλα απο αυτη την ηλικια¨απαντησε η Έμα. "Ειμαι σιγουρη ομως πως θα τους θυματε η Άννα" "Το ξερω κυρια, την εχω ρωτησει ηδη." "Μην βασανιζεσαι αδικα Μαίρη. Ειναι φυσικο να λυπάσαι αλλα πρέπει να συνεχίσεις στη ζωη σου. Οι γονείς σου ηταν καταπληκτικοι ανθρωποι απ' οσο ξερω, δεν τους αξιζε αυτο που επαθαν, αλλα δε θα ηθελαν να σε βλεπουν σε αυτη την κατασταση δεν νομιζεις;" ειπε η Έμα κοιτωντας απο τον καθρεφτη στην Μαίρη. "Εχετε δίκιο κυρία και αυτο προσπαθω να κανω. Αλλα η περιεργεια μου ειναι μεγαλη και δεν μπορω να την συγκρατησω" ¨Κακως Μαίρη. Ο ελεγχος και η πειθαρχια ειναι απαραιτητα στη ζωη μας. Οπως πειθαρχησε μεσω της μουσικης πρεπει να πειθαρχησε και στην ζωη σου." "Μαλιστα κυρια" ειπε η κοπελα και συνεχισε να φτιαχνει τα μαλλια της Έμα. Το προσωπο της ομως εδειχνει ακομη ανησυχο, σκεφτοταν κι αλλα πραγματα. "Πες μου τι σκεφτεσαι τωρα Μαίρη" ¨Δεν... δεν θα σας αρεσει κυρια¨ ¨Πες μου....¨ ¨Εσεις κυρια, τον ξεπερασατε ποτε... τον θανατο των δικων σας ανθρωπων;" Λαθος ερωτηση. Δεν επρεπε τελικα να την ακουσει. Ένας κόμπος ανεβηκε μεχρι το λαιμο της και αδυνατουσε να απαντησει. Προσπαθησε να κρατησει το προσωπο της ανεκφραστο και απαντησε στην κοπελα. "Ναι Μαίρη. Ασχολουμε με αλλα θεματα και τον ξεπερνω σιγα σιγα. Φυσικα η λυπη υπαρχει παντα εκει, στην καρδια μου αλλα μπορω να πω πως ο πονος φευγει αργα και σταθερα" ειπε και στραβωσε τις ακρες των χειλιων της για να φανει πως χαμογελαει. Ψεματα. Ολα ψεματα. Αλλα ποιος ο λογος να φορτωσει στην νεαρη κοπελα τα δικα της προβληματα; Ειχε την ιδια ηλικια που ειχε κι εκεινη οταν συνεβησαν τα γεγονοτα και θα προσπαθουσε να της ελαφρυνει οσο περισσοτερο μπορουσε την ζωη της. "Χαίρομαι πολυ για εσας κυρία" ειπε η Μαίρη και χαμογελασε.
Μετα απο δυο ωρες ηταν ετοιμη. Ειχε φορεσει ηδη το μαυρο φορεμα της, και ολη η εμφανιση της ειχε ετοιμαστει απο την Μαίρη. Εστειλε την νεαρη κοπελα να ετοιμαστει κι εκεινη για το δειπνο και εμεινε μονη της στο δωματιο της. Κοιταξε ξανα στον καθρεφτη το ειδωλο της και εμεινε εκπληκτη απο το ποσο διαφορετικη φαινοταν απο τις προηγουμενες μερες. Η Μαίρη ειχε καταφερει να κανει αισθητό το ποσο νεα ηταν. Συνηθως οι αλλοι ανθρωποι την θεωρουσαν πιο μεγαλη λογω της ωριμης εκφρασης της και την αδιαφορια της στο να επιδειξει την πραγματικη της ομορφια. Τωρα τα ομορφα χαρακτηριστικα της και η νεανικη φρεσκαδα που εχουν ολοι οι ανθρωποι στην ηλικια της, ειχαν τον πρωταγωνιστικο ρολο. Αν και αδυνατο, το προσωπο της ειχε αρμονικα συνδιασμενα στοιχεια. Τα μεγαλα, λαμπερα πρασινα ματια της προκαλουσαν αντιθεση με το χλωμο δερμα της και τα μαυρα μαλλια της. Το σωμα της ηταν υπερβολικα λεπτο κανοντας την κοπελα να φαινεται πως δεν επαιρνε ολες τις βιταμινες που χρειαζοταν. Αλλα ουτε αυτο μειωνε τον θαυμασμο των αλλων ανθρωπων. Αναστεναζοντας απομακρυνθηκε απο τον καθρεφτη και εφυγε απο το δωματιο της. Κατεβηκε κατω και πηγε κατευθειαν στο σαλονι της. Ολα ηταν ετοιμα. Οι υπηρετες της τα ειχαν ετοιμασει ολα στην ωρα τους και απλα συμπληρωναν τα μικρα πραγματα -εβαζαν το καλο σερβιτσιο απο την Ρωσία εκεινη την στιγμη. Ευχαριστημενη απο τα αποτελεσματα, πηγε πισω στο χωλ. Οπως περπατουσε, προσεξε πως το καπελο της ελειπε. Θυμηθηκε τοτε, πως το ειχε ξεχασει εξω, στον κηπο. "Άννα;" ειπε αμεσως ενω φορουσε το πανωφορι της. "Ναι κυρια" ειπε η οικονομος και εμφανιστηκε διπλα της. "Παω εξω να παρω το καπελο μου. Το ειχα ξεχασει εκει το μεσημερι. Φροντισε οταν γυρισω ολα να ειναι ετοιμα." ειπε η Έμμα γρηγορα και βγηκε εξω. Φυσουσε πολυ -κατι λογικο για την εποχη- και η Έμμα ανατριχιασε αμεσως. ΠΗγε προς το παγκακι που ειχε αφησει το καπελο της, το οποιο βρισκοταν στο εδαφος τωρα. Ο αερας το παρεσυρε ξανα και εκεινο βγηκε εξω απο τον κηπο, στον δρομο. Θυμωμενα, βγηκε εξω και αρπαξε το καπελο της πριν προλαβε ο αερας να το ξαναστειλει καπου αλλου. Οταν ισιωσε τον κορμο της, ακουσε μια αμαξα να καταφτανει. Την παρακολουθουσε με το βλεμμα της μεχρι που σταματησε λιγα βηματα πιο διπλα της. 'Οχι...' σκεφτηκε απο μεσα της. Εαν ηταν εκει αυτοι που πιστευε πως ηταν, δεν θα εδεινε καθολου καλη εντυπωση εκεινη την στιγμη. Μεσα απο την αμαξα βγηκαν τρεις ανθρωποι που θαυμασαν για λιγο το σπιτι της. Μετα το βλεμμα τους επεσε πανω της. Έκανε την εκφραση της γαλήνια για να μην τρομαξει τους επισκεπτες της και δημιουργησει λαθος εντυπωσεις. Και μονο η παρουσια της εκει δεν βοηθουσε την κατασταση. Φορεσε το καπελο της και πηγε κοντα τους. "Καλωσηρθατε στην επαυλη μου" ειπε η Έμμα, χαμογελωντας λιγο. Ήταν ο οικοδεσποτης της βραδιας και επρεπε να ειναι ευχαριστη. Ο αντρας υποκλιθηκε οταν την ειδε και οι κοπελες το ιδιο- οπως κι εκεινη. Τους παρατηρησε για λιγο για να δημιουργησει μερικες εντυπωσεις. Ο Αντρας φαινοταν εκπληκτος και τα γκριζοπρασινα ματια του μαρτυρουσαν απορια. Μια απο τις δυο δεσποινιδες -η μεγαλυτερη πιθανοτατα- φαινοταν το ιδιο απορημενη με τον αντρα διπλα της. Δεν μπορουσε να ξερει εαν η κοπελα ειχε συγγενεια με τον αντρα ή ηταν γυναικα του. Η δευτερη ομως χαμογελουσε, και η ζωντανια ζωγραφιζοταν στο προσωπο της. "Παρακαλω ακολουθηστε με" συνεχισε η Έμμα και ανοιξε την αυλοπορτα. "Σας ευχαριστουμε πολυ που δεχτηκατε εμενα και τις αδελφες μου στο σπιτι σας κ. Μπονέτ" ειπε ο αντρας καθως περπατουσε διπλα της. "Μεγαλη μου χαρα να περασω το δειπνο μου μαζι σας κ. Έντουαρντς. Μπορω να πω ομως πως ξαφνιαστηκα οταν σας ειδα. Σας περιμεναμε αργοτερα" "Συγχωρεστε με εαν σας προκαλεσαμε προβλημα ερχομενοι νωριτερα αλλα δεν ενημερωθηκαμε σωστα για το ποσην ωρα χρειαζομασταν να φτασουμε εδω" ειπε απολογητικα ο κ. Έντουαρντς. "Ω κανενα προβλημα, αντιθετως μεγαλη μας χαρα" ειπε η Έμμα και χαμογελασε συγκρατημενα. Έφτασαν στην πορτα της επαυλης και η Έμμα χτυπησε το κουδουνι. Ήλπιζε πως η Άννα θα καταλαβαινε ή θα ειχε ηδη προσεξει την αφιξη των καλεσμενων. Η πορτα ανοιξε σχεδον αμεσως και η Άννα εμφανιστηκε. ¨Κυρια...΅ειπε και υποκλιθηκε. Γυρισε προς τους αλλους και υποκλιθηκε ξανα. Η Έμμα μπηκε μεσα στο σπιτι γρηγορα και ξαναμιλησε. ΅Αννα παρε το πανωφορι του κ. Έντουαρντς και τις εσαρπες των δεσποινιδων΅. Γυρισε ξανα προς το μερος τους για να σιγουρευτει πως ήταν ετοιμοι. ΅Παμε στο σαλονι;΅ ειπε χαμογελωντας και παλι συγκρατημενα. ΅Φυσικα΅ειπε ο κ. Έντουαρντς ανταποδιδοντας με το δικο του εκθαμβωτικο χαμογελο. Η Έμμα προχωρησε στον διαδρομο μεχρι που εφτασε στο σαλονι. Το μεγαλο τραπεζι απο την Αιστροουγγαρια ήταν ηδη στρωμενο, με τα σερβιτσια και τα μαχαιροπιρουνα στη θεση τους. Οι υπηρετες τραβηξαν τις καρεκλες τους και οι τεσσερις αφεντες εκατσαν στις θεσεις τους. Τοτε μπηκαν κι αλλοι υπηρετες με τα πρωτα πιατα φαγητου, συμπεριλαμβανμενου και της Μαίρη. Όταν εβαλαν τα πιατα μπροστα στην Έμμα και τους καλεσμενους, γυρισαν στον τοιχο του σαλονιου και περιμεναν. ΅Πειτε μου κ. Έντουαρντς, πως κι απο το Χιλντροφ;΅ ¨Ερχομαστε καθε χρονο εδω περα. Ειναι ενα ησυχο περιβαλλον οπου μπορει κανεις να ξεκουραστει απο τις εργασιες του και τις υποχρεωσεις." "Απο που εχετε ερθει;" "Απο το Μπλακπουλ" "Θα πρεπει λοιπον να πηγαινετε πολυ συχνα στο Λιβερπουλ για τις δουλειες σας"
LizCullen Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 30 Τόπος : Διπλα στον Edward.... Αριθμός μηνυμάτων : 2237 Registration date : 25/01/2009
"Ο αδελφος μου πηγαινει περιπου τρεις φορες την εβδομαδα στο Λιβερπουλ και μερικες φορες πηγαινει μεχρι το Ματσενστερ και γυριζει μετα απο μαι εβδομαδα. Η δουλεια του ειναι ο λογος που ταξιδευει πολυ συχνα, αλλα οταν μια επιχειρηση εχει επιτυχια ειναι λογικο αυτο, δεν νομιζετε;" ειπε η μικροτερη δεσποινιδα. "Παντα μπορεις να συνδιασεις την οικογενειακη γαληνη με την επαγγελματικη αποκατασταση, αυτο πιστευω" ειπε ηρεμα η Έμμα. "Πολυ ομορφο το σπιτι σας δεσποινις Μπονέτ" ειπε η μεγαλυτερη αδελφη. Η Έμμα γυρισε το κεφαλι της προς το μερος της και ειδε την κοπελα να κοιταζει το πιανο. "Ευχαριστω πολυ. Παιζεται πιανο;" ειπε ευχαριστα η Έμμα. "Ναι, εδω και πεντε χρονια." "Εχετε καμια ιδιαιτερη προτιμηση;" "Προτιμω τα κλασικα κομματια. Εσεις παιζετε;" "Ναι, εδω και πολυ καιρο" ειπε η Έμμα και αποφασισε να αλλαξει το θεμα. "Δεν παιρνουν ολες οι νεες της εποχης μας την καταλληλη γνωση. Παλιοτερα, ολες οι κοπελες επρεπε να γνωριζουν ζωγραφικη ή ραπτικη τουλαχιστον για να ειναι σε θεση να παντρευτουν ενω τωρα, ολα εχουν αλλαξει" ειπε ο κ. Εντουαρντς. "Φυσικα οι εποχες εχουν αλλαξει κ. Εντουαρντς και οι γυναικες πρεπει να εκσυγχρονιστουν κι αυτες. Φυσικα το να εχει τις απαραιτητες γνωσεις μια γυναικα την κανει πιο σπουδαια και πιο σιγουρη για τον εαυτο της αλλα δεν συμμεριζονται την ιδια αποψη πολλοι ανθρωποι ξερετε." ειπε η Έμμα. "Και εσεις τι πιστευετε;" ρωτησε, πεινασμενος για πληροφοριες ο Γουιλιαμ Εντουαρντς. "Συμφωνω μαζι σας αλλα υπαρχουν μερικες πτυχες της εποχης μας που δεν αφηνουν πολλες κοπελες να εχουν προσβαση στην γνωση αν και το θελουν. Για αυτο, εγω προσωπικα προσπαθω να παρεχω οσα περισσοτερα πραγματα και γνωσεις μπορω στην Μαίρη" ειπε και εδειξε την κοπελα που γουρλωσε τα ματια της οταν ακουσε την αναφορα του ονοματος της "και χαιρομαι πολυ που ενδιαφερετε τοσο. Εαν δεν εδειχνε το παραμικρο ενδαιφερον, τοτε θα ειχα σταματησει την προσπαθεια, οφειλω να ομολογησω" Οι αλλοι τρεις κοιταξαν με απορια την Μαίρη και η Ρειτσελ ρωτησε: "Παρεχετε εκπαιδευση στην υπηρετρια σας;" ειπε σηκωνοντας το φρυδι της. "Υπαρχει μια λεπτη σχεση μεταξυ εμου και της Μαίρης και ναι, της προσφερω εκπαιδευση. Μαίρη θα ηθελες να παιξεις για μας πιανο;" ειπε χαμογελωντας η Έμμα στην κοπελα. Εκεινη σαστισε για λιγο αλλα μετα συκγεντρωθηκε ξανα. "Εαν αυτο επιθυμητε" ειπε και οταν υποκλιθηκε πηγε στο πιανο για να παιξει ενα απο τα αγαπημενα της κομματια. Κομματι ομως αγαπημενο και στην Έμμα. ( https://www.youtube.com/watch?v=4C-oiN_KDD0 ) Η Έμμα γυρισε το κεφαλι της προς το τραπεζι και ειδε διαφορετικες αντιδρασεις. Ο κ. Εντουαρντς ηταν ακομη απορημενος αλλα τα ματια του εοδειχναν και κατι αλλο που δεν καταλαβαινε η Έμμα. Η μεγαλυτερη αδελφη φαινοταν εκπληκτη και συναμα καχυποπτη για την μικρη Μαίρη. Η αλλη ομως κοπελα ηταν η μονη που φαινοταν να απολαμβανει την μουσικη -εκτος απο την Έμμα- και ετρωγε ηρεμα την σουπα της. Δεν συζητησαν αλλο και συνεχισαν το φαγητο τους, ο καθενας στις σκεψεςι του με την μουσικη στο προσκυνιο.
"Ενδιαφερεστε για θεματα των αλλων χωρων της Ευρώπης δεσποινίς Μπονέτ;"ρωτησε με ενδιαφερον η Ρέιτσελ την Έμμα στο τελος του δειπνου. "Πιστευω πως θα επρεπε να δινουμε μεγαλη σημασια στα γεγονοτα του εξωτερικου. Ο λαος, με την επικοινωνια που εχουμε στις μερες μας, επηρεαζεται απο τα κατορθωματα των ανθρωπων απο γειτονικες χώρες. Τα λόγια μερικών ανθρώπων μπορούν να γίνουν προφητικά όταν προηγουμένως έχουν παρατηρήσει τις πολιτικές αναταραχές άλλων χωρών." "Πολύ λογική η σκέψη σας δεσποινίς αλλά δεν πιστεύω πως οι Άγγλοι πολίτες έχουν το απαραίτητο θάρρος, τις γνώσεις και την αντοχή για να ξεκινήσουν μια επανάστση όπως άλλες χώρες. Επίσης, η Αγγλία είναι μια από τις τρεις χώρες που όχι μόνο διατηρούν την ηρεμία στους κατοίκους τους αλλά και σε όλη την Ευρώπη. Δεν υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες για εξέγερση." ειπε ο Γουίλιαμ ενώ έπινε το τσάι του. "Φυσικά κ. Έντουαρντς αλλά και η Ιταλία είναι μια πανίσχυρη χώρα αλλά τα τελευταία δύο χρόνια οι κάτοικοι μάχονται για την ανασυγκρότηση της χώρας. Γιατί δεν έχουν επέμβη εκεί ακόμη οι Μεγάλες Δυνάμεις;" "Για τον ίδιο ακριβώς λόγο που δεν είχαν επέμβη και στην επανάσταση των Ελλήνων πριν σαράντα περίπου χρόνια. Θα έχουν πολλά πλεονεκτήματα εάν νικήσουν οι Ιταλοί." "Άρα δεν μιλάμε πια για την ηρεμία της Ευρώπης σωστα; Μιλάμε για τα συμφέροντα των ισχυρών χωρών κύριε Έντουαρντς. Και πως γνωρίζουμε πως στο μέλλον, εμείς οι ίδιοι δε θα υπκινούμε επανάσταση κατά της βασιλείας και της αριστοκρατίας;" ειπε η Έμμα σηκωνοντας το φρυδι της, αρνούμενη να μην υποστηριξει τα επιχειρήματά της. "Δεν νομίζω πως το γνωρίζουμε αυτό δεσποινίς Μπονέτ αλλα ας μην φιλονικήσουμε τώρα και χαλάσουμε αυτη τη βραδια, δεν συμφωνειτε;" είπε η Ρέιτσελ κοιτώντας και τους δύο. Για μερικά δευτερόλεπτα ακουγόταν μόνο το πιανο και η ενθουσιώδης συζήτηση της Μαίρη και της Μάργκαρετ. "Είστε πολύ λογική δεσποινίς Έντουαρντς. Κι όμως, η όψη σας μαρτυράει το νεαρό της ηλικίας σας" είπε η Έμμα στην Ρέιτσελ θέλωντας να την κολακέψει. "Το ίδιο ακριβώς θα έλεγα και για εσάς δεσποινίς Μπονέτ. Η αυξημένη κριτική σας ικανοτητα και η διαγωγή σας θα έκαναν καποιον να πιστέψει πως είστε μια πολυταξιδευμένη γυναίκα με πολλές εμπειρίες, εάν φυσικά αυτό μπορούσε να συμβεί" απαντησε η Ρειτσελ και χαμογελασε πλατια στην Έμμα. Τοτε εμφανίστηκε η Μάργκαρετ που αν και γελούσε, δεν έχανε το κύρος της. Η Μαίρη ήταν πιο πίσω, στην θέση που κάθονταν οι υπηρέτες. "Ω αδελφέ μου εάν με αγαπάς όσο υποστηρίζεις, σε παρακαλώ κάλεσε την δεσποινίς Μπονέτ για δειπνο αύριο. Θα χαιρομουν τόσο πολύ εάν θα ερχόσασταν να μας επισκεφτείτε δεσποινίς" είπε η Μάργκαρετ και γύρισε προς το μέρος της Έμμα. "Δεσποινις Μπονέτ θα ηταν μεγαλη μας τιμη και ευχαριστηση εαν θα δεχοσασταν να ερθετε αυριο στην έπαυλη μας για να παρετε το πρωινο σας μαζι μας" ειπε ο κ. Έντουαρντς και χαμογελασε στην Έμμα. Είχε καιρό να περάσει τόσο ευχαριστα με αλλους ανθρωπους, ανθρωπους ευχαριστους και σπουδαγμενους. Κοιταξε γρηγορα τα προσωπα της οικογενειας Εντουαρντς και το βλεμμα της σταματησε στον κυριο Έντουαρντς. Τα μάτια του για αλλη μια φορα εκρυβαν κατι που δεν μπορουσε να καταλαβει τι ηταν, αν και ειχε μαθει να αποκρυπτογραφει τις διαφορες εκφρασεις των ανθρωπων. "Θα ηταν μεγαλη μου χαρα" ειπε η Έμμα και τραβηξε το βλεμμα της απο τον κ. Έντουαρντς. Η Μάργκαρετ χαμογελασε στα αδελφια της και κοιταξε ξανα την Έμμα. "Ω δεσποινις Μπονέτ σας παρακαλώ μπορειτε να φερετε και την Μαίρη; Θα ηθελα τοσο πολυ να περασω κι αλλο χρονο μαζι της." ειπε η Μάργκαρετ και κοίταξε πίσω της την Μαίρη που είχε μια ξαφνιασμενη εκφραση. "Εαν το θελει εκεινη..." ειπε η Έμμα και κοιταξε την Μαίρη. Εκεινη εγνεψε λιγο και παρεμεινε οπως ηταν. "Ωραια, αυριο το πρωι θα ερθουμε στην επαυλια σας η Μαίρη και εγω κ. Έντουαρντς" ειπε η Έμμα και ειδε ξανα το καταπληκτο υφος του. "Πολυ ωραια" ειπε εκεινος και σηκωθηκε ορθιος. Η Έμμα σηκωθηκε και εκεινη οπως και η Ρέιτσελ. "Νομιζω πως ειναι ωρα να παμε σπιτι μας. Δεσποινις Μπονετ.." ειπε και υποκλιθηκε και η Έμμα του ανταπεδωσε την κινηση, "... ηταν μια πολυ ομορφη βραδια. Κοριτσια πηγαινετε να ετοιμαστητε" ειπε στις κοπελες οι οποιες εφυγαν αμεσως. "Μαίρη πηγε να πεις αντιο" ειπε η Έμμα στην κοπέλα και εκεινη εφυγε βιαστικα. Έμειναν στην αιθουσα μονοι τους και ο Γουίλιαμ την πλησίασε. "Ο κύριος λόγος που ήρθαμε εδω δεσποινις Μπονέτ ήταν για να σας πούμε τα θερμά μας συλληπητηρια. Πραγματικα αυτο που σας συνεβη ηταν τραγικο και αδικο" ειπε ο κ. Έντουαρντς με φωνη μαλακη, ενω φαινοταν να νοιαζεται. Η Έμμα μετα απο τρια χρονια αφησε για λιγο τον αυτοελεγχο της μπροστα σε ανθρωπο και χαμηλωσε το κεφαλι της. Εγνεψε και τον κοιταξε στα ματια, προσπαθωντας να συγκρατησει τα δακρυα της χαμογελωντας. "Πολυ ευγενικο εκ μερους σας. Παμε ομως τωρα στο χωλ γιατι οι κοπελες θα περιμενουν" ειπε η Έμμα και ο Γουίλιαμ εφυγε γνεφοντας. Σκουπισε τα ματια της γρηγορα και καθαρισε τον λαιμο της. Μετα πηγε στο διαδρομο και ειδε την Άννα να εξυπηρετει τα τρια αδελφια. Οταν ετοιμαστηκαν η Έμμα τους μιλησε φιλικα. "Καλο δρομο να εχετε" τους ειπε και χαμογελασε πλατια για πρωτη φορα μετα απο πολλα χρονια. Οι μυς του προσωπου της ηταν μουδιασμενοι και δυσκολευτηκαν να υποδεχτουν το χαμογελο. "Αντιο και καλη σας νυχτα" ειπε ο κ. Έντουαρντς και η Μάργκαρετ χαιρετησε την Μαίρη με το χερι της.
Βγηκαν εξω απο το σπιτι και η Έμμα παρακολουθησε τον δρομο τους μεχρι την αμαξα τους, απο το παραθυρο. Οταν μπηκαν, εφυγαν γρηγορα. Γυρισε την πλατη της στα παραθυρα και κοιταξε τους υπηρετες που ηδη μαζευαν τα πραγματα. Ηταν εκπληκτη που δεν ενιωθε το ιδιο κενο, την ιδια απροθυμια για καθε τι που εκανε ενας ανθρωπος. Η διαφορα ηταν πολυ μικρη αλλα ηταν κατι πολυ σημαντικο και διαφορετικο για εκεινη. Πηγε στο σαλονι και ειδε την Μαίρη να μαζευει το τραπεζι. "Μαίρη;" ειπε και η κοπελα σηκωσε το κεφαλι της. Προχωρησε γρηγορα και βρεθηκε μπροστα στην Έμμα. "Ναι κυρία;" "Πες μου πως περασες με την δεσποινιδα Έντουαρντς" είπε η Έμμα και γυρισε πισω στο χωλ. "Δεν νομιζω πως ειναι αρκετα σημαντικο για να το παρετε υπ' οψη σας κυρια" είπε η Μαίρη που την ακολουθουσε απο πισω της. "Μαίρη, περασες ολοκληρο το βραδυ με μια αξιοπρεπη κοπελα απο την υψηλη κοινωνια η οποια σε συμπαθησε τοσο πολυ που ζητησε να περασει κι αλλη μερα μαζι σου. Αν ημουν εγω στην θεση σου, θα πετουσα απο την χαρα μου" "Μα φυσικα και χαιρομαι κυρια απλα δεν πιστευω πως οι κοινωνικες διαφορες θα μας αφησουν να κρατησουμε αυτη την σχεση" "Ω Μαίρη αυτό φοβάσαι; Μην εισαι ανοητη, οι γνώσεις σου είναι ανταξιες με αυτες των κοριτσιων της πολης" "Μπορει να εχετε και δικιο κυρια." απαντησε η κοπελα και μπηκε με την Έμμα στο δωματιο της δευτερης. "Ετοιμασε με Μαίρη και πες μου για ποια θεματα μιλουσατε με την δεσποινις Μάργκαρετ". Η κοπελα φανηκε να ειναι πιο ηρεμη και λιγοτερο ανησυχη για τις κοινωνικες διαφορες. "Στην αρχη, οταν επαιζα πιανο μιλουσαμε, δηλαδη με ρωτουσε κυριως για την μουσικη. Ποιοι ειναι οι αγαπημενοι μου συνθετες, τα αγαπημενα μου κομματια, εαν μου αρεσει η κλασσικη εποχη... O αγαπημενος συνθετης της ειναι ο Σιουμαν, ο συνθετης που πεθανε πριν τεσσερα χρονια. Ειπε πως της αρεσει η σονατα νουμερο δυο, σε σολ μειζων ( https://www.youtube.com/watch?v=GuwhMUvthaA&feature=related ). Εγω της ειπα πως προτιμουσα την Σονατα του Μπετοβεν ( https://www.youtube.com/watch?v=B2LcJTqwVug )..." "Εχεις υιοθετησει τα γουστα μου μου φαινεται Μαίρη" σχολιασε η Έμμα ενω η κοπελα ξεμπλεκε τα μαλλια της. "Συνεχισε" "Μετα με ρωτησε για τις σπουδες μου, για το ποσο καιρο ειμαι μαζι σας, για εσας..." "Για εμενα;" ρωτησε εκπληκτη η Έμμα. "Ναι, ρωτησε γιατι πιστευα πως...πως προσφερεται ολα αυτα σε εμενα" "Και εσυ τι της απαντησες Μαίρη;" ρωτησε η Έμμα βλεποντας τις μπουκλες της να πεφτουν στους ωμους της. "Ειπα πως δεν γνωριζω την απαντηση της ερωτησης της κυρια" απαντησε η κοπελα. Η Έμμα την κοιταξε μεσω του καθρεφτη επιμονα, περιμενοντας ποτε θα σηκωνε το βλεμμα της η Μαίρη. Όταν κοιταξε την κυρια της εκεινη της μιλησε. "Μαίρη, εισαι δεκαεξι χρονων. Η διαφορα μας ειναι μονο τριων χρονων, μεγαλωσαμε μαζι, οι γονεις μου μου εμαθαν πως δεν πρεπει να βλεπω μονο το τιτλο του καθενος αλλα τις αξιες του και τις δεξιοτητες του. Εαν μπορουσαν θα σε ειχαν νομιμα ως κορη τους. Μπορω να πω πως μερικες φορες σε ζηλευα, δεν ηξερα γιατι οι γονεις μου ενδιαφερονταν τοσο πολυ για εσενα. Μερικες φορες ενιωθα πως θα προτιμουσαν εσενα για κορη τους, οχι εμενα" ειπε η Έμμα κοιτωντας κατω. Τα φρυδια της ειχαν σμιξει ενω η Μαίρη κοιτουσε το προσωπο της απορημενη. "Πως μπορουσα λοιπον να μην σου προσφερω ολα οσα ηθελαν οι γονεις μου να σου προσφερουν; Αλλα μην πιστεψεις αγαπημενη μου Μαίρη πως ολα αυτα τα κανω μονο για τους μακαριτες τους γονεις μου.." ειπε η Έμμα και εσφιξε τα χειλη της, αρνουμενη να χασει τον αυτοελεγχο της για δευτερη φορα, μεσα στην ιδια μερα, "...Οχι, το κανω επειδη κι εγω το θελω. Θελω να σου προσφερω ολα οσα προσφεραν σε εμενα γιατι δεν πρεπει να ξεχνας Μαίρη πως εμεις οι δυο δεν ειμαστε πολυ διαφορετικες" ειπε η Έμμα κοιταζοντας τα καστανα ματια της κοπελας πισω της. "Τωρα σε παρακαλω συνεχισε με τα μαλλια μου. Ειμαι πολυ κουρασμενη και φανταζομαι κι εσυ" ειπε η Έμμα μετα απο μια εκνευριστικη σιωπη. "Κυρια υπαρχει και κατι αλλο που σκεφτομαι" "Ναι;" "Για την επισκεψη μας αυριο κυρια, δεν εχω καταλληλα επισημα ρουχα για να φορεσω. Δεν νομιζω πως θα μπορεσω να παρευρεθω εκει." ειπε η Μαίρη καθως βουρτσιζε τα μαλλια της Έμμα. "Νομιζω πως κατι εχω για εσενα" ειπε η Έμμα και σηκωθηκε πανω, ξαφνιαζοντας την Μαίρη. Πήγε προς την μεγάλη ντουλαπα της, ντουλαπα που θα μπορουσε να χωρέσει τα τριπλασια ρουχα που ειχαν ολοι οι υπηρετες μαζι, και την ανοιξε γρηγορα. Τα μαύρα φορέματά της βρισκονταν παντου, φορέματα απο διαφορες χωρες, για διαφορες περιστασεις. Έκλεισε την ντουλαπα αποοητευμενη, σκεπτομενη πως η Μαίρη δε θα φορουσε μαυρα ρουχα. Σταματησε να σκεφτει λιγο και ξαφνικα κρατησε το φορεμα της με τα δυο της χερια και βγηκε απο το δωματιο. "Κυρια!" φωναξε η Μαίρη και βγηκε απο το δωμάτιο κι εκεινη. Την είδε να κατεβαινει τα σκαλια και την ακολουθησε. Οταν εφτασε στο χωλ, η Έμμα προχωρησε γρηγορα προς τα σκαλια που οδηγουσαν στο υπογειο. Οταν κατεβηκε κατω βρήκε αυτο που εψαχνε. Η Μαίρη είδε την Έμμα να ανοιγει μια αλλη μεγαλη ντουλαπα, ακομη μεγαλυτερη απο εκεινη που ειχε στο δωματιο της.Μονο το περιεχομενο ηταν διαφορετικο. Η Έμμα ανοιξε την ντουλαπα και ειδε ολα τα παλια της φορεματα. Φορεματα που δεν φορουσε εδω και τρια χρονια λογω του πενθους της. Οταν τα αντικρισε, φοβηθηκε. Τα ειχε αφησει εκει κατω, επειδη η Άννα την ειχε παρακαλεσει να μην τα καψει. Αν ομως τα ακουμπουσε, ερχοταν ξανα σε επαφη μαζι τους, ποιος την διαβεβαιωνε πως δε θα της επιτιθονταν ξανα οι αναμνησεις; Η αναπνοη της ταχυνε στον ξαφνικο πανικο της αλλα θυμωμενη επισης απο την αντιδραση της, ηρεμησε τον οργανισμο της. "Μαίρη;" είπε η Έμμα και η κοπελα κατεβηκε απο τα σκαλια και σταθηκε πισω απο την κυρια της. "Διαλεξε οποιο θες για αυριο" είπε η Έμμα και γυρισε να φυγει. Δεν ηθελε να μεινει παραπανω εκει περα. "Να εισαι ετοιμη αυριο στις εννια το πρωι. Ειδοποιησε τους αλλους πως η αμαξα με τον οδηγο πρεπει να ειναι ετοιμη απο τις οχτωμιση. Μην ερθεις στο δωματιο μου, θα ξεκουραστω." ανακοινωσε γρηγορα και εφυγε απο το υπογειο. Ανεβηκε πανω σχεδον τρεχοντας και εκλεισε την πορτα του δωματιου της. Άλλαξε τα ρουχα της και έπεσε στο κρεβάτι της εξουθενωμενη. Όταν είχε σχεδον αποκοιμηθει θυμηθηκε πως για πρωτη φορα μετα απο τρια χρονια δεν ειχε παει στο δασος...
LizCullen Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 30 Τόπος : Διπλα στον Edward.... Αριθμός μηνυμάτων : 2237 Registration date : 25/01/2009
Την ιδια ώρα, στην άλλη ακρη του χωριου τα τρια αδελφια είχαν κιολας φτασει στο σπιτι τους. Η Κόρα τους περίμενε ήδη έξω όταν η άμαξα είχε φτάσει εξω από την επαυλη. Πήγε κοντά και άνοιξε την πορτα για να βγουν και οι τρεις Εντουαρντς. “ Καλωσηρθατε πισω κυριε… δεσπονιδες΅ είπε μόλις είδε και τις κοπέλες. “ Περάσατε καλά;΅ ΅Ήταν μια ευχαριστη βραδια Κόρα΅ είπε ο Γουίλιαμ και κατευθυνθηκε προς την επαυλη. Η Μάργκαρετ χαμογελασε στην Κόρα και πηγε διπλα στον αδελφο της, με την Ρέιτσελ στο πλευρο της. Μπήκαν μέσα και αφού άφησαν τα πανωφόρια τους στους υπηρέτες πήγαν στο σαλόνι, ζητώντας από τους υπηρέτες να φτιάξουν τσάι. ΅Μάργκαρετ, κατσε στο πιανο για να μου παιξεις κατι σε παρακαλω΅ είπε ο Γουίλιαμ στην αδελφη του και η Μάργκαρετ σηκώθηκε πάνω. ΅Με μεγαλη μου χαρα αδελφε μου΅είπε και έκατσε στο πιάνο, παίζοντας την Λύρα του Chopin (https://www.youtube.com/watch?v=aK5D7B-lTfY το πρωτο κομματι) και οι ήχοι γέμισαν την αίθουσα. Όταν τέλειωσε ο Γουίλιαμ την παρακίνησε να συνεχισει και εκείνη συνεχισε με αλλο κομματι του Chopin(το δευτερο κομματι του βιντεου). Όταν ήρθε το τσάι, ο Γουίλιαμ με την Ρέιτσελ περίμεναν την Μάργκαρετ να τελειώσει για να το πιουν μαζι. Μετά άρχισαν να συζητουν. ΅Μάργκαρετ, από ποτε ενδιαφερεσαι τοσο πολύ για την Ρομαντικη μουσικη; Εσυ προτιμούσες τα κλασσικά είπε η Ρέιτσελ. “Νομίζω πως την έχω υποτιμήσει Ρέιτσελ. Υπάρχουν τόσοι καταπληκτικοί ρομαντικοί συνθέτες που τα κομμάτια τους είναι λες και βγαίνουν από την ψυχη τους δεν νομιζεις; Δεν σου αρεσαν τα κομμάτια που έπαιξα τώρα; Είναι από έναν Πολωνό συνθέτη, τον Chopin.” “Φυσικά και ήταν καταπληκτικά τα κομμάτια αλλά ποτέ δεν είχες δώσει τόση σημασία σε αυτούς τους συνθέτες. Τους αποκαλούσες “επαναστάτες χωρίς λόγο” εάν θυμάσαι” “Δεν καταλάβαινα την σκέψη τους. Τώρα όμως μπορώ να καταλάβω κάποια πράγματα.” “Μήπως η νεαρή από την επίσκεψή μας σε επηρέασε Μάργκαρετ;΅ ΅Μπορω να πω πως απλα μου έδειξε κι αλλες επιλογες Ρέιτσελ΅ απαντησε η κοπελα και ηπιε μια γουλια απο το τσαι της. ΅Πως σου φανηκε λοιπον η νεαρή; Μαίρη δεν την ελεγαν;΅ρωτησε η Ρέιτσελ την Μάργκαρετ. ΅Καταπληκτικη κοπελα! Εχουμε την ιδια ηλικια και ενω στην αρχη πιστευα πως δε θα γνωριζε πολλα πραγματα λογω της κοινωνικης της θεσης, εκεινη γνωριζε ισαξια πραγματα με εμενα! Ιστορια, Μαθηματικα, Αγγλικη Γλωσσα, Τροπους, Ζωγραφικη και μαθαινει και Γαλλικα! Πραγματικα δεν το περιμενα! Φαινεται πως η δεσποινις Μπονέτ πραγματικα της παρεχει πολλα πραγματα.΅ ΅Η δεσποινις Μπονέτ φαινεται πολύ εξυπνη, ευστροφη και με πολυ καλους τροπους. Και μονο απο την κορμοστασια της το βλεπει κανεις αυτο. Η όλη της παρουσία φαίνεται όμως να ανήκει σε καποια μεγαλυτερης ηλικίας, οχι μονο δεκαεννια ετων. Φαίνεται πολύ ώριμη για την ηλικία της΅ ΅Λογικο το βρισκω Ρέιτσελ μετά απο όλα αυτά που πέρασε δεν νομιζεις; Μετα απο μια τετοια ξαφνικη δολοφονια των αγπαημενων προσωπων της, επρεπε να ορθοποδησει και ναι διαχειρισει ολη την περιουσια, ολες τις επιχειρησεις του πατερα της και του αντρα της. Κι οχι μονο αυτο αλλα επρεπε να ορθοποδησει και στην ζωη της.΅ ΅Και παλι μου φαινεται περιεργη. Φυσικα και ειναι αξιοσεβαστη κοπελα, το ειπα και πιο πριν, αλλα ειναι περιεργη και ειμαι καχυποπτη για αυτη την 'αγαπη' που δειχνει στην υπηρετρια της. Προς τι τετοιο ενδιαφερον;΅ ΅Δεν μπορουμε να ξερουμε την απαντηση αδελφη μου, μπορουμε να κανουμε μονο υποθεσεις. Αλλα δεν το θεωρεις πιθανο να ειναι καλος ανθρωπος;΅ ΅Οι καλοι ανθρωποι σπανιζουν στην εποχη μας αδελφε μου. Πρεπει να υπαρχουν λογοι για τους οποιους το κανει αυτο, δεν υπαρχει αλλη εξηγηση΅ ΅Θα ηθελα να συνεχισουμε την συζητηση μας -και να εισαι σιγουρη πως θα γινει καποτε αυτο Ρειτσελ- αλλα πιστευω πως ειναι ωρα για υπνο κοριτσια. Ξαπλωστε και μην ξεχνατε πως αυριο εχουμε καλεσμενους.΅είπε ο Γουίλιαμ. Τα κορίτσια τον καληνυχτισαν -η Μάργκαρετ τον αγκαλιασε και του ειπε ευχαριστω για τον ερχομο της Μαίρη- και μετα πήγαν για ύπνο. Η Κόρα ακολούθησε τον κύριο της που πήγαινε στο γραφείο του. Κατευθυνθηκε προς την βιβλιοθηκη και αρχισε να ψαχνει τα βιβλια που είχε. ΅Κύριε εσεις δε θα πατε για υπνο;΅ ΅Σε λιγο Κόρα... Ω το βρηκα΅είπε και έβγαλε ενα καλοδιατηρημενο βιβλιο απο το πεμπτο ραφι. Το ανοιξε και βρηκε την σελιδα που ηθελε.
΅...Συλλογιζομουνα τι ευχαριστηση μπορουν να μας χαρισουν καμια φορα δυο εκφραστικα ματια στο προσωπο μιας ομορφης γυναικας...΅διαβασε και το μυαλο του δημιουργησε την εικονα της δεσποινιδος Μπονέτ. Τα λαμπερα πρασινα ματια της τον στοιχιωναν πολυ ωρα και η λεπτη γραμμη που δημιουργησαν τα χειλη της, δειχνοντας ενταση τον ενοχλουσαν καθως ηθελε να δει ηρεμια να απλωνεται στο προσωπο της. ΅Κυριε; Με ακουτε;΅ ακουσε την Κόρα μακρια να του φωναζει. ΅Οριστε Κόρα;΅ειπε ξαφνιασμενος. ΅Θελετε να μεινω εδω ή για να παω στις δεσποινίδες μήπως;΅ ΅Πηγαινε στις αδελφες μου Κόρα. Εγω θα παω για υπνο τωρα.΅είπε και άφησε το βιβλιο στο γραφειο του. Έφυγε απο το γραφειο του και πήγε στο υπνοδωμάτιο του. Είχει ειδοποιησει ηδη τους υπηρέτες για την επίσκεψη που θα δέχονταν την επομενη μερα και οταν ξαπλωσε στο κρεβατι του, ηταν ενθουσιασμενος για το τι θα επακολουθουσε σε λιγοτερο απο εικοσιτεσσερις ωρες.
Το επομενο πρωινο στο σπιτι της δεσποινιδος Μπονέτ επικρατούσε πανικός. Λίγα λεπτά πριν σημάνει εννιά η ώρα ο οδηγός την άμαξας ήταν ήδη έτοιμος, κρατώντας τα λουριά των λευκών αλόγων του οχήματος. Η Άννα έδινε εντολές στους άλλους υπηρέτες για να ετοιμαστούν και οι μικρότερες λεπτομέρεις ενώ η Μαίρη καθόταν στην εξώπορτα, περιμένοντας νευρικά την Έμμα. Μερικές απο τις υπηρέτριες κοίταζαν περίεργες την Μαίρη και το φορεμα που φορουσε. Ήταν κάτι το διαφορετικο εκεινη την μέρα και θα πήγαιναν να το ανακοινωσουν σε ολο το χωριο πως η υπηρετρια ειχε παει με την κυρια του σπιτιου στο σπιτι των πλουσιων. Αφ' ότου έδιωξε τις υπηρέτριες που την είχαν ετοιμάσει, η Έμμα άνοιξε το συρτάρι του κωμοδίνου της. Μέσα, υπήρχε ενα μικρό λευκό κουτάκι, δεμένο απλά με μια σκούρα μωβ κορδέλα. Το άνοιξε προσεκτικά και αντίκρισε το μικρό αγαθό που βρισκόταν μέσα. Ένα κινέζικο ρολόι που είχε αγοράσει πριν πολλά χρόνια, μικρό και κομψό με μικρά διαμαντάκια κατα μήκος του λουριου. Όταν ήταν μικρότερη ήθελε εκεινο το ρολόι να είναι το πρώτο δώρο που θα έδινε σε έναν καλεσμένο όταν θα είχε πια οικογένεια και ήταν η νοικοκυρά του σπιτιου. Πόνεσε μέσα της για την παιδική της αφέλεια και κοίταξε τον καθρέφτη για να θυμηθεί την αλήθεια: ήταν μόνη και είχε γίνει αναγκαστικά αρχηγός όχο μόνο του σπιτιού αλλά και όλου του πλούτου των γονιών της και του άντρα της. Έσμιξε τα φρυδια της στην αναμνηση του τελευταιου. Έδιωξε γρήγορα τις οδυνηρές σκέψεις της και έβαλε προσεκτικα πίσω, το ρολοι στο κουτακι του. Το ξαναεδεσε και το έβαλε σε ενα μικρό , μαύρο τσαντάκι που είχε μαζί της. Βγήκε απο το δωμάτιό της και κατέβηκε τα σκαλιά που την οδήγησαν στο χωλ. Πρόσεξε την Μαίρη που οφρούσε ένα απο τα παλιά της φόρεμα. Είχε διαλέξει ενα μπεζ φόρεμα της, που της το είχαν φέρει κάποιοι φιλοι του πατέρα της. Βρισκόταν σε άριστη κατάσταση, τα διαμάντια ήαν ραμμένα απο ανθρώπους σκλάβους της Σικελίας και βρίσκονταν κατά μήκος του φορεματος, ενώ οι δαντέλες έδεναν πολύ όμορφα με το όλο σύνολο. Η κοπέλα τσαλάκωνε το καπέλο της, το οποιο εκνευριζε την Έμμα. "Σταμάτα να καταστρέφεις το καπέλο σου Μαίρη, δεν είναι πρέπων" είπε η Έμμα και φόρεσε ένα μαύρο καπέλο. ΅΄Αννα δεν γνωρίζω πότε ακριβώς θα γυρίσουμε οπότε εσείς να φάτε κανονικά όπως τρωμε πάντα. Καλη σας ημέρα΅ είπε η Έμμα και βγήκε έξω απο το σπίτι με την Μαίρη στο πλευρό της. "Κυρια σας ευχαριστω πολυ που με παίρνετε μαζί σας΅είπε η Μαίρη πριν φτάσουν στην άμαξα. ΅Δεν χρειαζεται να ευχαριστεις εμενα Μαίρη. Εγω δεν εκανα τιποτα΅ είπε η Έμμα και πήγε κοντά στους υπηρέτες που υπήρχαν έξω απο την άμαξα. Την βοήθησαν να μπει μέσα ενώ η Μαίρη μπήκε μόνη της, χωρίς καμιά βοήθεια. ΅την επόμενη φορά που δεν θα την βοηθήσετε, δε θα είστε σε πολύ καλή θέση΅είπε η Έμμα στους υπηρέτες με ψυχρή έκφραση. Εκείνοι γούρλωσαν τα μάτια τους και απάντησαν. ΅Μάλιστα κυρία΅είπαν και κάνανε μια βαθια υπόκλιση. Τότε ο οδηγός ξεκίνησε την άμαξα και τα δύο άλογα οδήγησαν το όχημα προς την βίλα των Έντουαρντς. ΅Δεν χρειαζόταν να το κάνετε αυτό κυρία στους άντρες έξω. Είχαν δίκιο που δεν με βοήθησαν. Εσείς είστε η κυρία και εσάς πρέπει να βοηθανε΅είπε επιφυλακτικα η Μαίρη λίγο πιο μετά. ΅Νομιζω Μαίρη πως γνωριζω πολυ καλα τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κανω΅είπε η Έμμα και εκλεισε εκει την συζητηση. Μετά απο λιγο, συμπληρωσε κατι στα λογια της. ΅Πολυ ομορφο το Ιταλικο φορεμα που διαλεξες Μαίρη΅είπε και η Μαίρη την ευχαρίστησε. Συνέχισαν τον δρόμο τους και μέχρι να φτάσουν δεν μίλησαν καθόλου. Μετά από μισή ώρα ο οδηγός της άμαξας ειδοποίησε τις δυο δεσποινίδες πως είχαν φτάσει πια. Τότε η άμαξα έκοψε ταχύτητα μέχρι που σταμάτησε να κινείται εντελώς. Οι πόρτες άνοιξαν και αντίκρισαν υπηρέτες κάθε ηλικίας να τις κοιτάζουν, θέλοντας να τις βοηθήσουν να βγουν από την άμαξα. Ένας νεαρός έτεινε το χέρι του προς την Μαίρη η οποία πρόσφερε πρόθυμα το δικό της. Βγήκε έξω πρώτη και μετά την ακολούθησε η Έμμα. Οι κινήσεις της Μαίρη ήταν όμορφες και συγκρατημένες, αποδεικνύοντας τις γνώσεις της και την σεμνότητα της. Ποιος θα το πίστευε πως η νεαρή δεσποινίδα ήταν μια υπηρέτρια!
Οι κινήσεις της Έμμα όμως είχαν διαφορετική χάρη. Η κορμοστασιά της με το βλέμμα της έκαναν όλους τους ανθρώπους να νιώθουν κατώτεροι από εκείνην. Η λεπτή γραμμή που σχημάτιζαν τα χείλη της, προωθούσαν μια αυστηρή εικόνα για εκείνην ενώ τα μάτια της έκρυβαν πολλά πράγματα, πολλά μυστικά και συναισθήματα που πολλοί φοβόντουσαν να μάθουν και να εξερευνήσουν.
Όταν βγήκαν μπροστά τους το πρώτο πράγμα που αντίκρισαν ήταν η μεγάλη έπαυλη των Έντουαρντς. Έπιανε περίπου δυο στρέμματα μόνο η κατοικία ενώ το περιβάλλον γύρω από το σπίτι ήταν μαγευτικό. Δέντρα όλων των ειδών που μπορούσε να βρει κανείς στην Αγγλία υπήρχαν ενώ μικρά δρομάκια είχαν χαραχτεί ανάμεσά τους.
Οι δύο νέες κοπέλες θαύμασαν για λίγο την περιοχή ενώ η Μαίρη χαμογελούσε ασυναίσθητα. Μέτα πρόσεξαν τα τρία αδέλφια να τις κοιτάζουν έξω από την είσοδο του σπιτιού. Περπάτησαν την απόσταση που τους χώριζε με τους υπηρέτες να τους ακολουθούν από πίσω. Όταν έφτασαν πια κοντά στους Έντουαρντς υποκλίθηκαν λίγο και μετά τους χαμογέλασε ο κύριος Έντουαρντς. «Καλωσορίσατε δεσποινίδες. Ελπίζω να μην κουραστήκατε στην διαδρομή» είπε χαμογελώντας ακόμη περισσότερο. Η ευφορία που ενέπνεε ο κ. Έντουαρντς έκαναν την Έμμα να χαμογελάσει λίγο. «Όχι, καθόλου κ. Έντουαρντς. Αφήστε μου να σας πω πόσο εκπληκτική είναι η βίλα σας.» «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας δεσποινίς Μπονέτ. Ο αδελφός μου κάλεσε τους καλύτερους αρχιτέκτονες και κηπουρούς της χώρας για να έχουμε αυτό το αποτέλεσμα.» είπε η Ρέιτσελ χαμογελώντας κι εκείνη συγκρατημένα. «Αλλά ας μην συνεχίσουμε εδώ κυρίες μου. Δεκέμβρης ο μήνας και το κρύο μεγάλο. Δεν χρειάζεται να κρυολογήσουμε, δεν νομίζετε;» είπε ο κ. Έντουαρντς και οδήγησε τις τέσσερις γυναίκες στο σπίτι.
Το σπίτι ήταν ακόμη καλύτερο μέσα. Το χωλ ήταν βαμμένο με ένα απαλό χρυσό στους τοίχους ενώ στο πάτωμα βρίσκονταν χαλιά ένα τόνο πιο σκούρο από το χρώμα του τοίχου. Στους τοίχους βρίσκονταν μικροί πίνακες που ταίριαζαν όμορφα με τα χρώματα. Τρεις υπηρέτες κάθονταν σε μια γωνία και πήραν τα πανωφόρια τους. Ο κ. Έντουαρντς μετά προχώρησε πρώτος για να δείξει την διαδρομή. Από πίσω ακολούθησαν οι αδελφές του και η Έμμα με την Μαίρη. «Το πρωινό είναι έτοιμο και ήδη σερβιρισμένο στην τραπεζαρία» ανακοίνωσε ο κ. Έντουαρντς καθώς προχωρούσε και δεν ακολούθησε καμία απάντηση. Μετά από πολλούς διαδρόμους και δωμάτια βρέθηκαν στην τραπεζαρία. Η διακόσμηση ήταν σε πιο συντηρητικό και αυστηρό ύφος από αυτή του χωλ. Στους τοίχους απλωνόταν ένα σωμών μια ένα μεγάλο μπεζ χαλί στο πάτωμα. Η αίθουσα ήταν πολύ μεγάλη και ήταν δύσκολο να το φανταστεί κανείς πώς είχαν βρει τέτοιο χαλί. Τα έπιπλα ήταν γαλλικού στυλ, με αυστηρές γωνίες και ευθείες. Ένα μεγάλο τραπέζι ήταν απλωμένο στο κέντρο της τραπεζαρίας, με πλούσια φαγητά πάνω. Η μυρωδιά χτύπησε τις μύτες όλων τους και πήγαν να κάτσουν στο τραπέζι. Οι υπηρέτες τράβηξαν τις καρέκλες και όταν έκατσαν οι γυναίκες, ο κ. Έντουαρντς έκατσε στην κεφαλή του τραπεζιού. Στην αρχή δεν μιλούσαν και απλά έτρωγαν ήσυχα το φαγητό τους. Ένας άγνωστος θα πίστευε πως δεν υπήρχε καμία επικοινωνία μεταξύ τους αλλά αυτό δεν ίσχυε. Χωρίς λόγια, όλοι επικοινωνούσαν με διάφορους τρόπους μεταξύ τους. Η Μάργκαρετ χαμογελούσε στην Μαίρη η οποία στην αρχή είχε ξαφνιαστεί. Μετά όμως μπήκε κι εκείνη στο παιχνίδι. Η Μάργκαρετ με το βλέμμα της έδειχνε διάφορα σημεία και μετά κάνοντας γκριμάτσες τα διακωμωδούσε. Ήταν παράξενο να βλέπεις μια κοπέλα του επιπέδου της να είναι τέτοια κωμικός!
LizCullen Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 30 Τόπος : Διπλα στον Edward.... Αριθμός μηνυμάτων : 2237 Registration date : 25/01/2009
Το ενδιαφέρον όμως κυριαρχούσε στον Γουίλιαμ με την Έμμα. Η σύνδεση που είχαν εκείνοι, ήταν πιο περίεργη. Ο Γουίλιαμ φαινόταν να παρατηρεί όλες τις κινήσεις της Έμμα. Όσο ενοχλητικό κι αν ήταν αυτό, κατάφερνε να παραμένει διακριτικός και να μην γίνεται αντιληπτός στους άλλους. Η Έμμα είχε συναντήσει πολλές φορές τα γκριζοπράσινα μάτια του και είχε χαμογελάσει ασυναίσθητα. Όσο παράξενο κι αν ήταν αυτό που γινόταν δεν ένιωθε άβολα με αυτό. Ο κ. Έντουαρντς, σκεφτόταν πως ήταν διαφορετικός. Ο τρόπος που την κοιτούσε δεν ήταν ίδιος με εκείνον με τον οποίο έβλεπαν όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Υπήρχε κάτι διαφορετικό στο βλέμμα του, κάτι που ήθελε να μάθει τι ήταν. Δεν μπορούσε όμως να φανταστεί πως ο ίδιος λόγος κρατούσε τον Γουίλιαμ το ίδιο περίεργο. Δεν είχε ξαναγνωρίσει πιο ενδιαφέρον και μυστηριώδη άνθρωπο. Τα λαμπερά πράσινα μάτια της δεσποινίδος Μπονέτ του έκρυβαν πολλά πράγματα που ήθελε να μάθει ενώ κάθε της χαμόγελο όταν τον κοίταζε του γεννούσε εκατομμύρια απορίες για τον λόγο της αντίδρασής της αυτής. Θα τους οδηγούσε όμως σε καλό αυτή η περιέργεια ή η μοίρα είχε αποφασίσει ήδη την ιστορία τους; Αυτό δεν το γνώριζε κανείς… H άμαξα την έκανε να χοροπηδάει σε κάθε λακκούβα που υπήρχε. Είχαν μόλις φύγει με την Μαίρη από την έπαυλη των Έντουαρντς. Όσο παράξενο κι αν της φαινόταν, είχε περάσει αρκετά καλά μαζί τους. Είχε καιρό να συναναστραφεί με ανθρώπους τέτοιου επιπέδου για τόσες ώρες. Παλιότερα, όταν έρχονταν επισκέπτες στο σπίτι της, της συμπεριφέρονταν σαν μικρό παιδί, κάτι που δεν ίσχυε τα τελευταία τρία χρόνια. Ήταν φυσικό να μην υπάρχει ίση αντιμετώπιση μιας δεκαπεντάχρονης νεαρής δεσποινίδος με ενήλικους ανθρώπους. Έσκυψε το κεφάλι της και ξεφύσηξε αργά, προσπαθώντας να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις της. Ένιωθε… ηρεμία. Μα πως ήταν αυτό δυνατόν; Τρία χρόνια βασανιζόταν, τρία χρόνια δεν μπορούσε να κοιμηθεί από τους εφιάλτες της, από τον ίδιο εφιάλτη που έβλεπε κάθε βράδυ. Τρία χρόνια επισκεπτόταν καθημερινά το δάσος για να ξεσπάει μέσω των δακρύων και μετά να συνεχίζει να παίζει τον ρόλο της. Πώς λοιπόν μπορούσε αυτό να αλλάξει μέσα σε δύο μόλις μέρες; Ήταν αυτές οι μέρες αυτό που περίμενε τόσο καιρό; ‘Μπορεί…’ σκέφτηκε. Την προηγούμενη νύχτα κοιμήθηκε για πρώτη φορά ήρεμα. Δεν είχε δει κανένα όνειρο, κανέναν εφιάλτη. Η εικόνα της νεκρής Άλις Μπονέτ, με τον Έντουιν Μπονέτ στο πλευρό της δεν είχε εισβάλλει στον ύπνο της. Οι κραυγές της, τα τρομοκρατημένα βλέμματα του υπηρετικού προσωπικού, τα κενά, ανέκφραστά πρόσωπα των θυμάτων δεν την είχαν επισκεφτεί και ήταν χαρούμενη με αυτό. Δεν άντεχε άλλο, δεν είχε άλλη αντοχή για να αντιμετωπίσει όλες τις αναμνήσεις της. Είχε κουραστεί πια αλλά δεν ήθελε να ηττηθεί από το παρελθόν. Ήθελε να παραμείνει λογική, ήθελε να συνεχίσει την ζωή της κι όχι να παλεύει κάθε μέρα. Ανακάλεσε στην μνήμη της την επίσκεψη της πριν λίγες ώρες. Τι υπέροχο πρωινό! Η μικρότερη αδελφή Έντουαρντς ήταν μια πολύ ευχάριστη παρουσία, λίγο ατίθαση στον χαρακτήρα αλλά με τρόπους και πολλές γνώσεις. Η άλλη κοπέλα πάλι, φαινόταν το ακριβώς το αντίθετο. Τόσο συνετή και υπεύθυνη, ενημερωμένη σε όλα τα θέματα, ήξερε πιάνο, τρεις ξένες γλώσσες, ζωγραφική, χορό και τραγούδι. Τι ευχάριστο που ήταν όταν οι δύο αδελφές έδωσαν μια μικρή παράσταση. Η νεαρή στο πιάνο, και η μεγαλύτερη στο τραγούδι. Και ο κύριος Έντουαρντς της είχε τραβήξει την προσοχή… ξανά. Ήταν τόσο περίεργο το να είναι κοντά του. Και μόνο η παρουσία του την έκανε να χαλαρώνει. Ήταν σαν την αίσθηση του μπάνιου, όλα τα μέλη της χαλάρωναν και μόνο στην όψη του. Τα μάτια του όμως αποτελούσαν ακόμη μυστήριο για εκείνην: τι σκεφτόταν; Γιατί ήταν τόσο κρυφό σε εκείνη; Γιατί αντιμετώπιζε τέτοια δυσκολία στο να τον καταλάβει; Ξαφνικά η άμαξα σταμάτησε απότομα, με τα άλογα να φωνάζουν ταραγμένα. Η Μαίρη έπεσε από το κάθισμα ενώ η Έμμα χρειάστηκε να πιαστεί από το παράθυρο για να παραμείνει στην θέση της. Μετά το πρώτο σοκ, σηκώθηκε όρθια γρήγορα και έπιασε την Μαίρη από τον αγκώνα της. «Είσαι καλά Μαίρη;» «Ναι κυρία» είπε ξέπνοα η κοπέλα. «Τι συνέβη;» ρώτησε και κοίταξε γύρω της χαμένα, λες και θα έβρισκε την απάντηση εκεί. «Θα πάω να δω τώρα εγώ. Κάτσε εδώ εσύ» είπε η Έμμα επιτακτικά. Γύρισε την πλάτη της στην Μαίρη και άνοιξε την πόρτα της άμαξας. Κατέβηκε τα μικρά σκαλοπατάκια και ακούμπησε στο έδαφος. Κοίταξε λίγο γύρω της και αναγνώρισε την πλατεία του χωριού. Πολλοί χωρικοί κοίταζαν περίεργοι, καθισμένοι σε μερικά τραπέζια, κυρίες σε μικρές παρέες σχολίαζαν και μικρά παιδιά κοίταζαν περίεργα. Γύρισε το βλέμμα της στο οδηγό της άμαξας για να βεβαιωθεί πως είναι καλά. Βρισκόταν σε καλή κατάσταση, τα χέρια του κρατούσαν ακόμη τα λουριά των αλόγων ενώ προσπαθούσε να τα ηρεμήσει. «Συγχωρέστε με κυρία αλλά εμφανίστηκαν από το πουθενά!» είπε ο οδηγός και η Έμμα κοίταξε ευθεία όπου πρόσεξε μια άλλη άμαξα, μια άμαξα γνωστή. Ο οδηγός της άλλης άμαξας προσπαθούσε να καθησυχάσει το μαύρο άλογο που την οδηγούσε και τότε άνοιξε η πόρτα όπου κατέβηκαν δύο νέοι. Η Έμμα αναγνώρισε τα μαύρα μαλλιά του νεαρού και έμεινε έκπληκτη από το πόσο καλά είχε κρατήσει την μνήμη των καστανών ματιών του ο εγκέφαλός της. Ίσιωσε τον κορμό του και κοίταξε την Έμμα, παγώνοντας στο λεπτό όταν την αναγνώρισε. Δίπλα του, βγήκε μια νεαρή κοπέλα με τα ξανθά μακριά μαλλιά της να πέφτουν απαλά στην πλάτη της. Ακούμπησε το χέρι του νεαρού και ακολούθησε το βλέμμα του με τα γαλανά μάτια της. Μόλις αντίκρισε την Έμμα, σήκωσε τα φρύδια της και φάνηκε να σφίγγει πιο δυνατά το χέρι του νεαρού. ‘Τουλάχιστον μπορώ να παρατηρήσω καλά αυτούς’ σκέφτηκε η Έμμα. «Λοιπόν; Τι συνέβη δεσποινίς Μπονέτ;» φώναξε δυνατά η νεαρή κοπέλα λες και ήταν ηθοποιός σε ένα μεγάλο θέατρο με κακή ακουστική. Μα φυσικά, δεν ήθελε να φανεί κατώτερη της δεσποινίδος Μπονέτ η νεαρή μπροστά σε όλο το χωριό. Η Έμμα έμεινε έκπληκτη από την αγένεια της Ελίζαμπεθ Κλέιν. Περίμενε πως μετά τους αρραβώνες της με τον Τζέιμς Χάμιλτον, θα είχε μάθει τρόπους. «Περίμενα εσείς να μου το εξηγήσετε αυτό δεσποινίς Κλέιν. Εγώ δεν γνωρίζω τίποτα» απάντησε ήρεμα η Έμμα. «Δεσποινίς Χάμιλτον θέλετε να πείτε» την διόρθωσε η Ελίζαμπεθ και κοίταξε τους χωρικούς. Εκείνοι φάνηκαν ξαφνιασμένοι αλλά μετά πολλοί χαμογέλασαν. «Ω, τα θερμά μου συγχαρητήρια τότε για τον γάμο σας κ. Χάμιλτον και κ. Χάμιλτον» είπε η Έμμα ανέκφραστη. Ήθελε να φανεί χαρούμενη αλλά δεν μπορούσε. Κοίταξε τον κ. Χάμιλτον και εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα του. «Δεν έχουμε παντρευτεί ακόμη» είπε εκείνος. «Τότε δυστυχώς κάνετε λάθος δεσποινίς Ελίζαμπεθ. Όλοι γνωρίζουμε πως παίρνουμε το όνομα του αντρός όταν παντρευόμαστε, οπότε μην βιάζεστε» είπε με ικανοποίηση η Έμμα. Η Ελίζαμπεθ την κοίταξε στενεύοντας τα μάτια της. Ήταν δικό της παιχνίδι, όχι της παράξενης μικρής που έμενε στην άκρη του χωριού. Τότε βγήκε από την άμαξα η Μαίρη. Κρατούσε προσεκτικά το φόρεμα της και πρόσεχε κάθε βήμα της μέχρι να φτάσει κοντά στην Έμμα. Η Ελίζαμπεθ την είδε, όπως και ο Τζέιμς. Όλοι οι χωρικοί έμειναν με ανοιχτό στόμα όταν αντίκρισαν την υπηρέτρια με το αριστοκρατικό φόρεμα. «Αυτή δεν είναι οι υπηρέτρια σας δεσποινίς Μπονέτ; Δεν ήξερα πως οι υπηρέτες έπαιρναν λεφτά για να αγοράζουν τέτοια φορέματα! Αν είναι δυνατόν! Για ποιον λόγο το κάνατε αυτό κυρία Μπονέτ; Είστε τόσο απελπισμένη στην μιζέρια σας και την μοναξιά σας που ντύνετε τους υπηρέτες σας ανθρώπους της υψηλής κοινωνίας για να μην νιώθετε μόνη;" "Αρκετα Ελιζαμπεθ!" ψιθύρισε ο Τζέιμς δίπλα της. Το αίμα της Έμμα κόχλαζε στις φλέβες της. Έβλεπε την άμυαλη, μοχθηρή δεσποινίς Κλέιν να μιλάει με μεγάλη ασέβεια όχι μόνο για εκείνην, αλλά και για τους μακαρίτες γονείς της. Με ποιο δικαίωμα εκείνο το ανώριμο πλάσμα ατίμαζε την μνήμη των αγαπημένων της γονέων τόσο απάνθρωπα; Πως μπορούσε και ταπείνωνε την άμοιρη Μαίρη, μπροστά στους αγράμματους χωρικούς; Αγνόησε τα σχόλια της δεσποινίδος Κλέιν για εκείνην: είχε συνηθίσει πια την σκληρότητα των άλλων ανθρώπων. Ήθελε τόσο πολύ να της προκαλέσει κακό. Ήλπιζε πως θα καταστρεφόταν μια μέρα. Το ήλπιζε με όλη την δύναμη την καρδιά της και του μυαλού της. Ήθελε όμως προπάντων εκείνη να είναι ο λόγος της καταστροφής της. Εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα σκέφτηκε με πόσους τρόπους μπορούσε να καταστραφεί –γιατί όχι να πεθάνει- η Ελίζαμπεθ Κλέιν με άγρια ευχαρίστηση. Οι σκέψεις αυτές την έκαναν να χαμογελάσει σαρδόνια. Πλησίασε αργά προς την Ελίζαμπεθ Κλέιν χαμογελώντας ακόμη και έμεινε ευχαριστημένη από την αντίδρασή της: κοκάλωσε στην θέση της και τα μάτια της γούρλωσαν από φόβο, η συνηθισμένη αντίδραση όλων των ανθρώπων. «Δεσποινίς Κλέιν δεν έχετε ιδέα για το τι συμβαίνει στο σπίτι μου…» είπε η Έμμα με σιγανή φωνή που την έκανε να ακούγεται ακόμη πιο τρομακτική, «και δεν νομίζω πως θα άντεχε το μικρό μυαλό σας πολλές πληροφορίες σχετικά με αυτό. Επίσης, μην ξεχνάτε τι είσαστε εσείς δεσποινίς. Κι εσείς μια μικρή υπηρέτρια ήσασταν που την πρόσεξε ένας νεαρός της μεσαίας τάξης. Είναι μεγάλη προσβολή για την Μαίρη να συγκρίνεται έστω με το μικρό σας δαχτυλάκι γιατί εκείνη αξίζει πολλά περισσότερα. Δεν έχετε καλλιεργήσει τις γνώσεις σας δεσποινίς Κλέιν και αυτό, πιστέψτε με, θα σας οδηγήσει σε μεγάλη μιζέρια και στεναχώρια.» είπε η Έμμα και είχε ήδη φτάσει πολύ κοντά στην Ελίζαμπεθ, κοιτώντας την κατευθείαν στα μάτια. «Πως τολμάτε και μου μιλάτε έτσι;» κατάφερε να αρθρώσει η δεσποινίς Κλέιν αν και φαινόταν το πόσο δύσκολο της ήταν να βγάλει τις λέξεις από το στόμα της. Η Έμμα έβγαλε ένα μικρό ειρωνικό γελάκι. «Θέλετε να ανοίξουμε μια φιλονικία εδώ πέρα δεσποινίς Κλέιν;» της είπε σηκώνοντας το ένα φρύδι της. «Εάν ναι, καλό θα ήταν να σας πληροφορήσω πως δε θα έχει αίσιο τέλος για εσάς» συνέχισε η δεσποινίς Μπονέτ. «Δεσποινίς Μπονέτ…» είπε τότε ο Τζέιμς Χάμιλτον. Η Έμμα δεν του έδωσε σημασία, αν και ήξερε πόσο αγενής γινόταν. «Έμμα…» είπε τότε ο κύριος Χάμιλτον και η Έμμα τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Τελευταία φορά είχε ακούσει τον κύριο Χάμιλτον να της μιλάει με τόσο γλυκό τρόπο πριν τρία χρόνια. Την κοιτούσε ικετευτικά, με τα σκούρα καστανά του μάτια να καίγουν. ‘Ψεύτη..’ σκέφτηκε η Έμμα και σκλήρυνε την έκφρασή της. Εκείνος, ήθελε να της δείξει πως νοιαζόταν; Όχι αυτό δεν γινόταν. Απλά δεν ήθελε να μπλέξει την αγαπημένη του. Πήγε πίσω και περπάτησε γρήγορα προς το μέρος της Μαίρη. «Η κατάσταση λύθηκε…» είπε η Έμμα κοιτάζοντας το ζεύγος ξανά. «Κανείς δεν έφταιγε, απλά συνέβη μια ατυχία. Εμείς θα φύγουμε τώρα.» συνέχισε και γύρισε την πλάτη της. «Πάμε Μαίρη» είπε στην κοπέλα και περπάτησε μπροστά. Η Μαίρη την ακολούθησε από πίσω και μπήκε στην άμαξα προσεκτικά μετά από την κυρία της. Η Έμμα πρόσταξε τον οδηγό να ξεκινήσει και η άμαξα μετά από λίγο έφυγε από την πλατεία. Έβαλε το χέρι της στο παράθυρο και ακούμπησε το μέτωπό της. Ο θυμός της για τα λόγια της δεσποινίδος Κλέιν δεν είχε περάσει ακόμη. ‘Σε καταριέμαι με όλη μου την ψυχή Ελίζαμπεθ Κλέιν. Να έχεις μια μίζερη ζωή, όπου η κακία σου και ο εγωισμός σου θα σε οδηγήσουν στην μοναξιά σου’ σκέφτηκε μέσα της καθώς το χέρι της έτρεμε.
LizCullen Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 30 Τόπος : Διπλα στον Edward.... Αριθμός μηνυμάτων : 2237 Registration date : 25/01/2009
Όταν έφτασαν στον σπίτι πια οι δύο κοπέλες η Μαίρη, λέγοντας συγνώμη στην Έμμα, ανέβηκε γρήγορα πάνω στο δωμάτιο που μοιραζόταν με μια άλλη υπηρέτρια του σπιτιού. Είχε τρέξει στις σκάλες του προσωπικού σαν κυνηγημένη, κάτι που έκανε μεγάλη εντύπωση στην Έμμα. Δεν έδωσε μεγάλη σημασία και πήγε προς το σαλόνι της. Είχε πονοκέφαλο μετά την συνάντηση της με τον κύριο Χάμιλτον και την δεσποινίς Κλέιν. Το σπίτι της φαινόταν παράξενα ήσυχο. Συνήθως οι υπηρέτες της δεν την άφηναν σε ησυχία. «Άννα;» φώναξε καθώς περπατούσε αργά στο χωλ. Καμία απάντηση από την οικονόμο της. «Ρίνα; Σαρλότ; Φρανκ;» είπε ποιο σιγανά αλλά δεν έλαβε ξανά καμία απάντηση. Μπήκε στο σαλόνι της ευχαριστημένη με το γεγονός πως ήταν μόνη της. Είχε καιρό να συμβεί αυτό και σίγουρα εκείνη η μέρα ήταν κατάλληλη για λίγη ηρεμία και μοναξιά. Έκατσε σε μια από τις πολυθρόνες της και τοποθέτησε κουρασμένα τα δάχτυλά της στους κροτάφους της. Αναρωτήθηκε πως ένα καταπληκτικό πρωινό μπορούσε να καταλήξει σε μια τόσο συναισθηματικά φορτισμένη μέρα. Ένιωθε ένα βάρος στο στήθος της, ασήκωτο και ενοχλητικό. Τα λόγια που ειπώθηκαν νωρίτερα επέστρεψαν στο προσκήνιο ενώ εκείνη προσπαθούσε να τα διώξει. Σαν να μην έφταναν αυτά, τα σκούρα καστανά μάτια που γνώριζε πολύ καλά την τυραννούσαν ξανά. Το όμορφο πρόσωπό της συσπάστηκε καθώς ο πόνος εκείνης της ανάμνησης ήταν ισχυρότερος από τα λόγια της ανόητης Ελίζαμπεθ Κλέιν. Η σημασία των λεγόμενών της φαίνονταν ασήμαντα στην αντίδραση του αρραβωνιαστικού της. Αρραβωνιαστικού… σκέφτηκε η Έμμα και κάτι τσίμπησε την καρδιά της. Τα συναισθήματα που προσπαθούσε να σκοτώσει εδώ και χρόνια παρέμεναν άθικτα στην ψυχή της, προκαλώντας της πόνο κάθε φορά που τον σκεφτόταν. Όσο σκληρά κι αν της είχε συμπεριφερθεί, εκείνη δεν είχε αλλάξει όσο κι αν το ήθελε. Θυμήθηκε ξανά την τελευταία, καθοριστική τους συνάντηση πριν τρία χρόνια. Δεν είχε ξεχάσει καμία λεπτομέρεια εκείνης της βραδιάς. Ήταν κομμάτια μετά την κηδεία των γονιών και του άντρα της και περίμενε την συνάντησή τους με μεγάλη προσμονή καθώς πίστευε πως εκείνος θα της απάλυνε τον πόνο. Είχε πάει νωρίτερα στο δάσος, δίπλα στο δέντρο που συναντιούνταν πάντα γιατί δεν ήθελε να αργήσει για κανέναν λόγο. Θυμόταν ακόμη πως οι στάλες της βροχής κολλούσαν τις μπούκλες της στο πρόσωπό της, πως η λάσπη λέρωνε τα παπούτσια και το φόρεμά της. Θυμόταν τα δάκρυα που προσπαθούσε να συγκρατήσει μέχρι να τον δει. Και μετά από λίγο καιρό εκείνος εμφανίστηκε. Είχε έρθει με μια άμαξα της οικογένειας του, κρατώντας μια ομπρέλα για να μην τον επηρεάσει ο άσχημος καιρός. Όταν τον είχε δει, είχε ηρεμήσει αμέσως. Πάντα γινόταν αυτό όταν έβλεπε τα καστανά του μάτια, ο οργανισμός της αντιδρούσε αμέσως, η ροή του αίματος πήγαινε πιο αργά κάνοντας την να νιώθει πιο χαλαρή. Μετά όμως από λίγα δευτερόλεπτα τον πρόσεξε καλύτερα και σφίχτηκε. Τα χείλη του δημιουργούσαν μια ίσια γραμμή, τα χέρια του έσφιγγαν πιο δυνατά απ’ ότι έπρεπε την ομπρέλα του ενώ μετατόπιζε το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο. Δεν είχε όμως συνειδητοποιήσει ακόμη και την διαφορά μεταξύ τους εμφανισιακά. Εκείνη, όσο όμορφη κι αν ήταν, φαινόταν ατημέλητη, διαλυμένη, ενώ εκείνος ήταν το ακριβώς αντίθετο. «Για μια στιγμή φοβήθηκα πως δεν θα ερχόσασταν κύριε Χάμιλτον» του είχε πει ξέπνοα. «Τα θερμά μου συλλυπητήρια δεσποινίς Μπονέτ για τον χαμό των δικών σας. Πρέπει να ήταν τραγικό για εσάς και συμμερίζομαι τον πόνο σας. Όμως εκπλήσσομαι που σας βρίσκω εδώ. Θα σας περίμενα στο σπίτι σας, να θρηνείτε όπως είναι το φυσιολογικό» της είχε πει εκείνος, το βλέμμα του χαμηλό. «Κύριε Χάμιλτον…» είχε ξεκινήσει η Έμμα ενώ ήταν έτοιμη να ξεσπάσει ξανά σε δάκρυα, «πολύ ευγενικό που συμμερίζεστε την κατάστασή μου αλλά πίστευα πως εσείς ο ίδιος θα καταλαβαίνατε καλύτερα απ’ όλους γιατί είμαι εδώ». Όταν τέλειωσε την φράση της, ένα δάκρυ έτρεξε από το μάτι της. Χαμήλωσε το βλέμμα της και δάγκωσε σπασμωδικά το χείλος της. Μάτια όμως, τα δάκρυα δεν άργησαν να φανούν. Ο κύριος Χάμιλτον την είδε να κλαίει αλλά δεν αντέδρασε. Παρέμεινε ακίνητος στην θέση του ενώ η Έμμα τον κοίταζε έκπληκτη με τα υγρά μάτια της. «Νομίζω πως είναι ώρα να το τελειώνω αυτό πια.» είπε τότε με τα μάτια του να κοιτάζουν στο έδαφος. Η Έμμα είχε σταματήσει να αναπνέει, είχε ένα κακό προαίσθημα για αυτό που θα ακολουθούσε. «Θα ήθελα να σας ενημερώσω πως σκέφτομαι πολύ σοβαρά να αρραβωνιαστώ στο μέλλον την δεσποινίς Κλέιν. Νομίζω πως την γνωρίζετε. Είναι η κόρη του φούρναρη και μένει στο χωριό. Πιστεύω πως είμαι ερωτευμένος μαζί της και είστε η πρώτη που το εξομολογούμαι αυτό αφού σας θεωρώ μια πολύ καλή μου φίλη.» Η Έμμα τον κοίταζε έκπληκτη. Ένιωθε τον κόσμο της να χάνεται για άλλη μια φορά. Εκείνος ο νέος, που της υποσχόταν αγάπη για πάντα, της ανακοίνωνε πως θα παντρευόταν μια άλλη γυναίκα που ούτε καν γνώριζε. Ο κ. Χάμιλτον δεν την κοίταζε στα μάτια κάνοντας την να τρέμει από θυμό για αυτό. «Είστε… ερωτευμένος μαζί της;» τον ρώτησε με τρεμάμενη φωνή. «Νομίζω πως ναι. Δεν μπορώ να σας περιγράψω αυτό που αισθάνομαι. Είναι απλά υπέροχη δεσποινίς Μπονέτ. Πιστεύω πως θα θέλατε πολύ να την γνωρίσετε.» «Και τα λόγια που λέγατε σε εμένα κ. Χάμιλτον;» πρόφερε σιγανά η Έμμα καρφώνοντας το βλέμμα της σε ένα φύλλο ενός δέντρου που το χτυπούσαν αλύπητα οι σταγόνες της βροχής. «Πως είπατε;» ρώτησε εκείνος και σήκωσε τα μάτια του για να την κοιτάξει. «Είπα, τα λόγια που λέγατε σε εμένα κ. Χάμιλτον. Ξεχάσατε τόσο εύκολα τις υποσχέσεις που μου κάνατε ή απλά ποτέ δεν ενδιαφερθήκατε; Πείτε την αλήθεια κ. Χάμιλτον, δεν έχετε να χάσετε τίποτα πια.» του είπε με σκληρή φωνή ενώ τα δάκρυα έτρεχαν ακόμη από τα μάτια της. «Τι θέλετε να σας πω δεσποινίς Μπονέτ;» της είχε πει εκείνος χαμηλόφωνα. Την πλησίαζε ενώ συνέχιζε να μιλάει. «Ποιο θα ήταν το μέλλον μου με εσάς δεσποινίς; Σκεφτείτε το λίγο. Εγώ με την νεαρή χήρα του χωριού, για την οποία ακούγονται τόσα και τόσα; Η φήμη που προσπαθώ να φτιάξω θα καταστρεφόταν αμέσως! Δεν ξέρετε δεσποινίς τα λόγια που λένε για εσάς και θα προτιμούσα να μην γνωρίζατε ποτέ. Δεν βλέπετε πως έχω δίκιο; Δεν βλέπετε πως δεν υπήρχε κανένα μέλλον;» «Καταλαβαίνω απόλυτα τι θέλετε να πείτε κ. Χάμιλτον. Δεν χρειάζεται να δικαιολογήστε άλλο. Μπορείτε να φύγετε.» είπε η Έμμα τότε νεκρά, χωρίς να τραβήξει το βλέμμα της από το φύλλο του δέντρου. Ένιωσε όλο τον κόσμο της να καταστρέφεται για δεύτερη φορά μέσα σε δύο μέρες. Όλα αυτά που γνώριζε και για τα οποία ήταν σίγουρη, διαλύθηκαν. Ήταν μόνη, ολομόναχη, και κανένας δεν νοιαζόταν για εκείνην. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο για εκείνη εκτός από την μοναξιά. Κανένας ποτέ δεν την αγάπησε και δεν άξιζε την αγάπη τους. Ήταν απλά ένα τίποτα. Θυμόταν ακόμη πως ένιωθε κουβάρι μετά από εκείνη την τελευταία τους συνάντηση. Θυμόταν πως ήταν σαν χαμένη τους επόμενους δύο μήνες, φτάνοντας στο σημείο της τρέλας. Τίποτα δεν είχε ξεφύγει από την μνήμη της και ένα μικρό μέρος του εαυτού της ήταν χαρούμενο για αυτό: θυμόταν κάθε μέρα για ποιους λόγους ο κ. Χάμιλτον δεν άξιζε τίποτα από εκείνην. Άνοιξε τα μάτια της και βρέθηκε ξανά στο οικείο σαλόνι της. Σηκώθηκε πάνω αμέσως, αρνούμενη να αφήσει τα παλιά συναισθήματά της να την επηρεάσουν ξανά. Δε θα επέστρεφε ποτέ ξανά σε εκείνους τους μήνες της τρέλας.
LizCullen Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 30 Τόπος : Διπλα στον Edward.... Αριθμός μηνυμάτων : 2237 Registration date : 25/01/2009
Περπατούσε γρήγορα στους διαδρόμους, πηγαίνοντας προς το δωμάτιο της Μαίρη. Για να αποφύγει τον πόνο και τις αναμνήσεις, ήθελε να κρατήσει το μυαλό της απασχολημένο. Αυτό άλλωστε έκανε και τα τελευταία χρόνια. Βάζοντας τον εαυτό της να δουλεύει σκληρά για τις επιχειρήσεις του άντρα και των γονιών της, πέτυχε μέσα σε τρία χρόνια να κρατήσει ζωντανή μια επιχείρηση και να την αναπτύξει περισσότερο, με αποτέλεσμα να έχει τέσσερις χιλιάδες λίρες εισόδημα κάθε χρόνο. Όμως ποτέ δεν έδωσε σημασία στις επιπτώσεις της δουλειάς αυτής. Είχε σταματήσει να τρώει κανονικά, η όρεξή της είχε κοπεί. Δεν ήθελε να τρώει πολύ και ανάγκαζε τον εαυτό της να δουλεύει περισσότερο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να αδυνατίσει αισθητά, αλλά και να κλονιστεί η υγεία της. Τα πρώτα δύο χρόνια υπέφερε από ναυτίες και λιποθυμούσε συχνά. Είχε βρεθεί στο κρεβάτι της, με μεγάλο πυρετό πολλές φορές αλλά ποτέ δεν σταματούσε την δουλειά, και δεν άλλαζε την γνώμη της. Εκείνη την χρονιά όμως ο γιατρός του χωριού την είχε φοβερίσει πως εάν δεν ξεκουραζόταν για τουλάχιστον τέσσερις μήνες, θα κατέληγε να βρίσκεται σε πολύ χειρότερη κατάσταση από κάθε τι είχε αντιμετωπίσει. Αποφάσισε λοιπόν να σεβαστεί εκείνη την φορά την διάγνωση του γιατρού. Άλλωστε, μπορούσε να το καταλάβει κι εκείνη πως δεν ήταν όπως παλιά. Το πρόσωπό της ήταν πάντα ωχρό, πάντα χλωμό. Το δέρμα της φαινόταν σαν να ήταν κολλημένο πάνω της μια λεπτή στρώση χαρτιού, ανίκανο να την προστατεύσει από τον έξω κόσμο. Αν και είχε αποφασίσει να σταματήσει την δουλειά, η όρεξή της για φαγητό ήταν ακόμη κομμένη. Δεν έτρωγε πολύ, μόνο το απαραίτητο, και η Άννα περνούσε πολλές μέρες της ζωής της προσπαθώντας να της αλλάξει γνώμη. Ανέβηκε τις σκάλες που οδηγούσαν στα δωμάτια του προσωπικού. Όταν έφτασε στο διάδρομο, προχώρησε γρήγορα προς το τελευταίο δωμάτιο όπου κοιμόταν η Μαίρη. Ήταν απορημένη όταν είδε την πόρτα του δωματίου λίγο ανοιχτή. Πρόσεξε στο κενό που υπήρχε την φιγούρα της Μαίρη πάνω στο κρεβάτι της, με τα χέρια στο πρόσωπό της. Άνοιξε την πόρτα μέχρι το τέλος για να γίνει αισθητή η παρουσία της. Όταν η νεαρή κοπέλα άκουσε τα βήματά της, σήκωσε το πρόσωπό της έκπληκτη. Η Έμμα έσμιξε τα φρύδια της όταν την είδε. Το πρόσωπο της Μαίρη ήταν γεμάτο δάκρυα, τα μάγουλα της κόκκινα από το κλάμα, τα μάτια της πρησμένα. «Τι συνέβη Μαίρη και κλαις τόσο πολύ;» την ρώτησε καθώς την πλησίασε. Εκείνη δεν της απάντησε αλλά συνέχισε να κλαίει, καλύπτοντας το πρόσωπό της με τα χέρια της. «Μαίρη μπορείς να μου πεις, το ξέρεις αυτό» συνέχισε η Έμμα μαλακώνοντας την φωνή της. «Όχι κυρία. Δεν μπορώ να το πω σε εσάς ειδικά» είπε εκείνη ανάμεσα στα αναφιλητά της, σηκώνοντας το κεφάλι της. Μετά, κάλυψε ξανά το πρόσωπό της με τα χέρια της, σαν να ντρεπόταν και μόνο που ανέπνεε. «Πάω να σου φέρω ένα ποτήρι νερό να ηρεμήσεις» είπε σιγανά η Έμμα αδιαφορώντας για τα προηγούμενα λόγια της κοπέλας. Έτρεξε στις σκάλες αναστατωμένη για να φτάσει στην κουζίνα. Δεν μπορούσε να σκεφτεί ποιος ήταν ο λόγος που κρυβόταν πίσω από την αντίδραση της Μαίρη. Όταν έφτασε πίσω στο δωμάτιό της κοπέλας, της πρόσφερε το νερό. Εκείνη το ήπιε λαίμαργα και μετά από λίγα λεπτά ηρέμησε. «Είστε τόσο καλή κυρία Μπονέτ. Πραγματικά δεν σας αξίζουν όλα αυτά που ακούτε κάθε μέρα. Πως μπορείτε και δεν αντιδράτε; Δεν ξέρω τι θα έκανα εγώ εάν ήμουν στη θέση σας.» «Πίστεψέ με, δεν πρόκειται να βρεθείς ποτέ σε τέτοια θέση. Και ακόμη και εάν βρισκόσουν, θα έκανες ό,τι κάνω κι εγώ. Θα αδιαφορούσες. Δυστυχώς καλή μου, εάν αντιδράσω σε ό,τι λέγεται για εμένα τα σχόλια θα συνεχίσουν και θα είναι ακόμη χειρότερα» «Όπως σήμερα; Ω κυρία, νιώθω τόσο άσχημα για όλα όσα σας προκάλεσα σήμερα! Τέτοια βαριά λόγια από εκείνη την δεσποινίς… Και εάν δεν εμφανιζόμουν δε θα συνέβαινε τίποτα.» είπε η Μαίρη, καλύπτοντας ξανά το πρόσωπό της με τα χέρια της. «Μαίρη, είναι τελείως παράλογο να κατηγορείς τον εαυτό σου για τα λόγια εκείνης της κοπέλας. Σε παρακαλώ, μην νιώθεις ένοχη, θα κατηγορώ τον εαυτό μου για την κατάστασή σου. Εσύ δεν φταις σε τίποτα. Δεν μπορώ να σου πω ποιες είναι οι δικές μου απόψεις γιατί δεν θέλω να επηρεάσω την κρίση σου Μαίρη αλλά δεν θα ανεχτώ αυτήν την άδικη συμπεριφορά σου προς εσένα την ίδια!» είπε η Έμμα και ανέβασε τον τόνο της φωνής της στο τέλος. «Πολύ ευγενικό αυτό που κάνετε κυρία, δεν εκφράζεται την γνώμη σας γιατί φοβάστε πως είμαι τόσο μικρή που θα μιμηθώ τις σκέψεις σας. Αλλά -με την άδεια σας φυσικά- θα ήθελα να εκφράσω την δική μου άποψη» «Μα φυσικά Μαίρη!» «Δεν είναι ευγενικό που μια κοπέλα της δικής μου κοινωνικής θέσης κρίνει κάποια της δικής της, αλλά μου φαίνεται πως η συγκεκριμένη δεν έχει εκμεταλλευτεί τα χρήματα που διαθέτει για να αναπτύξει τους τρόπους και τις γνώσεις της. Ο καθένας θα μπορούσε να καταλάβει πως βασίζεται περισσότερο στην ομορφιά της παρά στα άλλα πλεονεκτήματα που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος. Είναι έξυπνη, όχι λάθος μου, δεν θα την έλεγα έξυπνη αλλά πονηρή περισσότερο. Βασίζεται όμως μόνο σε αυτά τα δυο της χαρίσματα και φοβάμαι πως θα έχει μια μέτρια ζωή, μέσα στην αδράνεια.» «Πόσο χαίρομαι Μαίρη που έχουμε τελικά ίδιες απόψεις. Δεν θα μπορούσα να προσθέσω τίποτα άλλο σε όλα αυτά που είπες. Για αυτούς τους λόγους όμως που ανέφερες Μαίρη, πιστεύω πως πρέπει να μην της δίνεις σημασία. Μπορεί να πιστεύεις πως είναι πρόσωπο υψηλότερης κοινωνικής τάξης αλλά πίστεψε με, δεν γνωρίζει ούτε τα μισά από αυτά που ξέρεις εσύ. Ναι Μαίρη, μην εκπλήσσεσαι από αυτό που λέω. Δεν πρέπει να δίνεις μεγάλη σημασία στις κοινωνικές τάξεις της εποχής μας. Σε λίγο καιρό θα εξασθενήσουν αυτές οι προκαταλήψεις και θα γκρεμιστούν αυτές οι αόρατες φυλακές που έχουν χτίσει οι ίδιοι οι άνθρωποι μεταξύ τους. Δεν λέω πως θα είναι όλοι ίσοι, όχι αυτό είναι πολύ ουτοπικό για να το πιστέψει κανείς, αλλά θα καταστραφούν κάποια ιδεώδη.» «Θα μπορούσε κανείς να σας θεωρήσει μάντισσα κυρία!» είπε με έκπληξη η Μαίρη. «Μαίρη, πόσες φορές σου έχω πει να μην ακούς αυτές τις παιδικές ιστορίες που υποστηρίζουν οι χωρικοί; Δεν υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι» είπε η Έμμα και χαμογέλασε. Η Μαίρη της ανταπέδωσε το χαμόγελο και γύρισε την πλάτη της προς τα πλάγια. Έπιασε απαλά το φόρεμα που φορούσε νωρίτερα και το έβαλε στα πόδια της. «Κυρία αυτό είναι το φόρεμά σας. Το πρόσεχα σαν τα μάτια μου, δεν έχει ίχνος λεκέ πάνω του και το έβγαλα αμέσως όταν ήρθαμε σπίτι» είπε η Μαίρη γρήγορα καθώς παρατηρούσε το φόρεμα. Η Έμμα το παρατήρησε για λίγο και μετά της απάντησε. «Σου αρέσει το φόρεμα αυτό Μαίρη;» «Είναι πανέμορφο φυσικά κυρία, αλλά δεν νομίζω πως θα μπορούσα να το φορέσω ποτέ ξανά.» «Ελπίζω να κάνεις λάθος γιατί εγώ δεν το θέλω Μαίρη και σκεφτόμουν να σου το χαρίσω» είπε η Έμμα σηκώνοντας ψηλά το ένα της φρύδι ενώ χαμογελούσε. «Μα… Αλήθεια θα το κάνατε αυτό κυρία;» είπε η Μαίρη καθώς σήκωνε το κεφάλι της απότομα. Τα μάτια της έλαμπαν αν και δεν ήθελε να δεχτεί αμέσως το δώρο αυτό. «Ακολούθησέ με Μαίρη» της είπε η Έμμα και πήγε πιο πίσω. Γύρισε την πλάτη της και πήγε στον διάδρομο. Είχε σκεφτεί έναν τρόπο για να κάνει την Μαίρη να νιώσει καλύτερα. Ένιωσε την κοπέλα να την ακολουθεί από πίσω και χαμογέλασε ασυναίσθητα. Η Μαίρη περπάτησε πιο γρήγορα για να την προλάβει και να μπορέσει να συμβαδίσει μαζί της. «Που πάμε κυρία;» την ρώτησε ενώ κοίταζε ευθεία μπροστά. «Έκπληξη Μαίρη, έκπληξη» είπε ενθουσιασμένη η Έμμα. Έμεινε έκπληκτη με την συμπεριφορά της. Ξαφνικά ένιωθε μια ζωντάνια μέσα της, μια ζωντάνια που ήθελε να μοιραστεί και με άλλους ανθρώπους. Δεν μπορούσε να το πιστέψει πως πριν λίγα λεπτά βρισκόταν μέσα στη μιζέρια και την στενοχώρια με τη ανάμνηση του κύριου Χάμιλτον. Δεν μπορούσε να το πιστέψει πως μετά από τόσα χρόνια ήθελε να γελάσει με όλη την δύναμη της ψυχής της και να τρέξει στους διαδρόμους του σπιτιού, όπως έκανε μικρή. Γύρισε και κοίταξε την Μαίρη δίπλα της. Τα μάτια της ήταν καχύποπτα, τα μάγουλά της κατακόκκινα, εικόνα που φώναζε από χιλιόμετρα μακριά πόσο υγιής ήταν η κοπέλα. Ποιος όμως να το πίστευε πως ένα μέρος της ευτυχίας της Έμμα, το χρωστούσε στην Μαίρη; Ένα μεγάλο μέρος σίγουρα, καθώς η Μαίρη ήταν ένας από τους λόγους που η Έμμα, από την αρχή της τραγωδίας της ζωής της, προσπαθούσε να παραμείνει λογική. Ήθελε να εξασφαλίσει όμως και το μέλλον της όχι μόνο οικονομικά αλλά και να την προικίσει με όλες τις αρετές που θα της ήταν χρήσιμες. Όλα αυτά για να μπορέσει να είναι μια ανεξάρτητη νεαρή γυναίκα στο μέλλον. Υπήρχε όμως και ένας άλλος λόγος που ήταν πιο ευδιάθετη απ’ ό,τι συνήθως όμως δεν τολμούσε ούτε καν να τον σκεφτεί. Φυσικά η μνήμη της και το υποσυνείδητο της δεν υπάκουσαν για ακόμη μια φορά. Ένα γνωστό γκριζοπράσινο βλέμμα την κοίταξε εξεταστικά και εκείνη έμεινε σαστισμένη. Υπήρχε ακόμη κάτι κρυφό στο οικείο βλέμμα και η Έμμα έμεινε συνάμα ευχαριστημένη και λυπημένη που η το μυαλό της κρατούσε το καλά όλες τις λεπτομέρειες. Άφησε έναν μικρό αναστεναγμό και επέστρεψε στην πραγματικότητα. Είχαν φτάσει ήδη στο χωλ και προχώρησε γρήγορα προς τα σκαλιά που οδηγούσαν στο υπόγειο. «Τι θέλουμε στο υπόγειο κυρία;» ρώτησε ψιθυρίζοντας η Μαίρη. «Μην είσαι ανυπόμονη Μαίρη. Η υπομονή είναι μια σπάνια αλλά πολύ ωφέλιμη αρετή.» είπε επικριτικά η Έμμα ενώ άναβε την λάμπα. Είδε για ακόμη μια φορά την μεγάλη ντουλάπα, στο κέντρο του δωματίου. Κατέβηκε τα μικρά σκαλάκια και πήγε κοντά στο έπιπλο. Άνοιξε τις πόρτες και είδε ξανά τα παλιά φορέματά της. Εκείνη την φορά όμως δεν ένιωσε φόβο σαν τα αντίκρισε. Ένιωσε μια παλιά νοσταλγία, μια γλυκόπικρη νοσταλγία για τα παλιά χρόνια που λάτρευε τα φορέματά της. Φορέματα που είχαν φέρει οι γονείς της και οι φίλοι τους από όλες τις γωνιές της γης. «Πλησίασε Μαίρη» είπε η Έμμα με εύθυμο τόνο. Η κόπελα περπάτησε αργά και διστακτικά και βρέθηκε πίσω της. Η Έμμα την κοίταξε ππίσω από τον ώμο της και με ειρωνικό τόνο της μίλησε. «Δεν είσαι ενθουσιασμένη τώρα Μαίρη;» είπε χαμογελώντας. «Απλά απορώ κυρία. Για ποιον λόγο είμαστε εδώ;» «Μα δεν καταλαβες ακόμη μικρή μου;» της είπε μαλακά η Έμμα και γύρισω προς την Μαίρη. «Μαίρη, αξίζεις να βρίσκεσαι πολύ υψηλότερα απ’ ό,τι είσαι τώρα. Έχεις τις κατάλληλες γνώσεις, είσαι μια εύθυμη νεαρή κοπέλα, αξιοζήλευτους τρόπους, όμορφο παρουσαιστικό. Έχεις όλα όσα χρειάζονται σε μια νεαρή της εποχής μας. Οι επισκέχεις σου στην έπαυλη των Έντουαρντς είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα για εσένα. Βλέπεις πόσο σε συμπαθούν άτομα που πίστευες πως ποτέ δε θα σε καταδέχονταν! Κι αφού οι επισκέψεις μας θα συνεχιστούν, πιστεύω πως πρέπει να έχεις και κατάλληλα φορέματα, δεν νομίζεις;» είπε η Έμμα και πήγε στην άκρη, αφήνοντας την Μαίρη να θαυμάσει τα φορέματα της ντουλάπας. «Μα.. κυρία… Ω, τι θέλετε να μου πείτε αξιοσέβαστη κυρία Μπονέτ;» «Δε θα πολυλογίσω Μαίρη. Απλά διάλεξε ό,τι θέλεις από εδώ» είπε ξανά η Έμμα και χαμογέλασε γλυκά. «Μπορεί να γίνει δικό μου όποιο φόρεμα θελήσω; Μα αυτό είναι αδύνατον κυρία!» είπε η Μαίρη, γουρλώνοντας τα μάτια της. «εάν ήταν αδύνατο δε θα είμασταν εδώ Μαίρη. Σε παρακαλώ καλή μου, διάλεξε τουλάχιστον ένα φόρεμα. Κάν’το για εμένα, κάνε μου αυτή την χάρη σε θερμοπαρακαλώ» είπε η Έμμα και χαμογέλασε απολογητικά. Γνώριζε πως η Μαίρη δε θα αντικρούσε τα λόγια της εκείνη την φορά. Και αυτό συνέβη. Προχώρησε μπροστά και διστακτικά ακούμπησε το χέρι της σε μερικά φορέματα. Μετά από δέκα λεπτά η Μαίρη ανακοίνωσε πως είχε βρει τα φορέματα που ήθελε και πως δεν επιθυμούσε άλλα. Η πρώτη της επιλογή ήταν ένα πανέμορφο χρυσό και λευκό φόρεμα που προερχόταν από την Σουηδία. Με φουσκωτά μανίκια και μερικά τριγωνομετρικά σχέδια στο κέντρο, κεντημένα με τρία διαμάντια ( https://2img.net/r/ihimizer/img44/5043/dsc02056uls.jpg ). Ένα άλλο φόρεμα ήταν ένα λευκό, επίσημο, κατάλληλο για χορούς που θα διοργανώνονταν στο χωριό (https://2img.net/r/ihimizer/img188/8995/dsc02055s.jpg ). Διάλεξε κι άλλα δύο φορέματα, παρόμοια μεταξύ τους, στο κόκκινο και στο κίτρινο (http://2.bp.blogspot.com/_Z1O4LRB6zPo/SByDWNIH5fI/AAAAAAAAAOM/O8cduzwamjU/s400/Victorian_fashions.jpg ) ενώ η τελευταία της επιλογή ήταν ένω φούξια, απλό φόρεμα, με μωβ σημεία στο φόρεμα (http://www.katrinamariedesigns.com/RG203Madelyn2JM.jpg ). «Ευχαριστώ πάρα πολύ κυρία. Δεν ξέρω πως μπορώ να σας το ξεπληρώσω αυτό. Τι μεγάλη χάρη που μου κάνατε! Πόσο χαρούμενη είμαι!» είπε η Μαίρη χαμογελώντας καθώς έβγαιναν από το υπόγειο. «Τις επόμενες μέρες θα πάμε στο Λίβερπουλ για να αγοράσεις κι άλλα φορέματα που μπορεί να σου αρέσουν. Δεν έχεις αρκετά ρούχα Μαίρη» είπε η Έμμα και διασκέδασε με την αντίδραση της Μαίρη. «Κι άλλα ρούχα; Δεν χρειάζεται να υποχρεωθείτε τόσο πολύ κυρία» είπε παολογητικά η Μαίρη. «Καμία δυσκολία εκ μέρους μου» είπε η Έμμα και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι. Εκεί είδε το πιάνο της και θυμήθηκε τους παλιούς καιρούς όπου έπαιζε καθημερινά πιάνο. «Κυρία..» είπε η Μαίρη αδύναμα. «Ναι Μαίρη;» είπε η Έμμα χωρίς να κουνήσει το βλέμμα της από το πιάνο. «Η Άννα μου είχε αναφέρει πως παίζεται πολύ όμορφα πιάνο. Θα μπορούσατε να παίξετε κάτι;» ρώτησε ντροπαλά η κοπέλα. Η Έμμα κατάλαβε πόσο δύσκολο θα ήταν για την Μαίρη να εκφράσει αυτή την επιθυμία της λόγω των απόψεων της περί κοινωνικής τάξης. Έπρεπε λοιπόν να δεχτεί αυτό που ζητούσε για να την κάνει να νιώθει πιο άνετα όταν εκφράζει τις επιθυμίες της. Την κοίταξε για λίγο και χαμογέλασε ξανά. Χαμογελούσε πολύ εκείνο το απόγευμα. «Φυσικά Μαίρη» είπε η Έμμα και πήγε κοντά στο πιάνο της. Έκατσε στο σκαμπό και ακούμπησε τα κοκκαλιάρικα δάχτυλά της στα πλήκτρα. Περίμενε πως οι αναμνήσεις θα την χτυπούσαν αμέσως αλλά… έκανε λάθος. Τίποτα δεν πηγε στραβά. Έπαιξε μερικές σκάλες για να ξεμουδιάσουν τα δάχτυλά της αλλά ήταν ακόμη καλά. Ξεφύσηξε χαρούμενη και άρχισε να παίζει ένα γνωστό κομμάτι του Schubert, ένας από τους αγαπημένους της συνθέτες (https://www.youtube.com/watch?v=JtA9Js-22ko καταπληκτικό κομμάτι, ακούστε το). Η Μαίρη άφησε τα φορέματά της σε μια από τις κομψές πολυθρόνες και στάθηκε δίπλα στο πιάνο, τραγουδώντας με την σοπράνο φωνή της την μελωδία.
LizCullen Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 30 Τόπος : Διπλα στον Edward.... Αριθμός μηνυμάτων : 2237 Registration date : 25/01/2009
Η Έμμα άφησε τα δάχτυλά της να τρέξουν στα πλήκτρα του πιάνου, πραγματικά χαρούμενη για όλα όσα συνέβαιναν εκείνη την περίοδο στην ζωή της. Ένιωθε κι άλλα συναισθήματα μετά από πολύ καιρό, εκτός του πόνου και της μιζέριας. Η ευχαρίστηση, η προσμονή, ο εκνευρισμός, όλα τα ανθρώπινα, συνηθισμένα συναισθήματα την έκαναν να νιώθει ξανά ζωντανή. Δεν μπορούσε να φανταστεί τον λόγο αυτής της αλλαγής. Σε ποιον ή σε τι όφειλε όλη αυτή την ζωντάνια; Ποιος ήταν ο λόγος αυτής της ευτυχίας; Υπήρχε οπωσδήποτε κάτι στο οποίο ήταν υπόχρεη, αλλά δεν μπορούσε να σκεφτεί τι ήταν αυτό. Ή μάλλον, δεν ήθελε να πιστέψει πως χρωστούσε αυτήν την αλλαγή σε κάποιον. Η εικόνα του κ. Έντουαρντς εμφανίστηκε ξανά μπροστά της. Καταντούσε ενοχλητική αυτή η νέα ασχολία του εγκεφάλου της. Εμφάνιζε ξανά και ξανά την εικόνα του, διασκεδάζοντας με την αντίδραση της Έμμα. Ήταν σαν ένα μικρό παιδί που ελέγχει τμήματα του εγκεφάλου μιας ώριμης νέας κοπέλας. Τα γκριζοπράσινα μάτια του κ. Έντουαρντς την στοίχειωσαν ξανά και τα δάχτυλά της στο πιάνο κοκάλωσαν. Έμεινε να κοιτάζει ευθεία μπροστά όπου χάζευε το γνωστό βλέμμα. Της άρεσε που μπορούσε να προσέχει όλες τις μικρές λεπτομέρειες με αυτές τις αναλαμπές που δεχόταν: η ίσια μύτη, τα μικρά, με τόση ένταση μάτια με τις μεγάλες σκούρες βλεφαρίδες, τα λεπτά χείλη ενωμένα σε μια σφιχτή γραμμή, όλα τα χαρακτηριστικά αρμονικά συνδεδεμένα. Απόρησε με τον εαυτό της στο επόμενο κλάσμα του δευτερολέπτου. Δεν συνήθιζε να προσέχει τόσο προσεκτικά τα χαρακτηριστικά των άλλων ανθρώπων. Συγκεκριμένα, αυτή την παρατηρητικότητα την είχε εφαρμόσει μόνο σε ένα συγκεκριμένο άτομο… Γούρλωσε τα μάτια της όταν άρχισε να σκέφτεται πιο καθαρά τι συνέβαινε. ‘Κυρία, είστε καλά;’ άκουσε την ανήσυχη φωνή της Μαίρη να της λέει. Η Έμμα σηκώθηκε αμέσως όρθια χωρίς να τραβήξει το βλέμμα της από το πρόσωπο του κ. Έντουαρντς που είχε αλλάξει. Τώρα της χαμογελούσε, συμφωνώντας με αυτό που είχε ανακαλύψει. ‘Πάω να ξαπλώσω Μαίρη. Όταν έρθουν οι υπηρέτες, ας ετοιμάσετε το μεσημεριανό. Μετά να με ειδοποιήσεις σε παρακαλώ’ είπε ξέπνοα και έφυγε γρήγορα από το σαλόνι, αφήνοντας την Μαίρη να την κοιτάζει απορώντας. Έτρεξε γρήγορα στις σκάλες για να βρεθεί στο δωμάτιο της. Το βλέμμα της ήταν χαμένο στην μικρή διαδρομή καθώς ήταν χαμένη στις σκέψεις της. Κλείνοντας την πόρτα πίσω της έβαλε το χέρι της στο μέτωπό της. ‘Δεν είναι δυνατόν…’ ψιθύρισε, ενώ βαθιά μέσα της ήξερε πως ήταν δυνατόν αυτό που φοβόταν.
Αλήθειες και Ψέματα
Σελίδα 1 από 1
Παρόμοια θέματα
Παρόμοια θέματα
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης