Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.
Η συνέχεια της διάσημης σειράς βιβλίων έρχεται στα βιβλιοπωλεία στις 4 Αυγούστου με τίτλο «Midnight Sun» και αφηγείται την ιστορία του «Λυκόφωτος» από την πλευρά του Edward Cullen.
"Bella is with Edward. She's a part of this family, and we protect our family."
Carlisle Cullen, Twilight
Character of the Week
Rosalie Lillian Hale
(born 1915 in Rochester, New York) is a member of the Olympic coven.
She is the wife of Emmett Cullen and the adoptive daughter of Carlisle and Esme Cullen, as well as the adoptive sister of Jasper Hale (in Forks, she and Jasper pretend to be twins), Alice, and Edward Cullen.
Rosalie is the adoptive sister-in-law of Bella Swan and adoptive aunt of Renesmee Cullen, as well as the ex-fiancée of Royce King II.
Στο κατώφλι µιας νέας εποχής για τη Ροδεσία, η Μάντριγκαλ, έχοντας χάσει τον άντρα της λίγες µονάχα ώρες µετά τον γάµο τους, θρήνησε βαθιά την απώλειά του και αποφάσισε να ζήσει µε τη θύµησή του. Όµως δεν φαντάστηκε ποτέ πως θα της ζητούσαν να πάρει τη θέση της συζύγου του βασιλιά.
Ο βασιλιάς Έντουαρντ, αφού γνώρισε την απόλυτη ευτυχία δίπλα στη γυναίκα που λάτρεψε όσο καµία, την Άµπερλιν, δέχτηκε το σκληρότερο χτύπηµα της µοίρας όταν εκείνη πέθανε πριν προλάβει να φέρει στον κόσµο το παιδί τους. Ωστόσο, προκειµένου ν' ανταποκριθεί στα βασιλικά του καθήκοντα και να χαρίσει έναν διάδοχο στη Ροδεσία, είναι υποχρεωµένος να παντρευτεί ξανά και απ' όλες τις υποψήφιες επιλέγει τη Μάντριγκαλ.
Μήπως όµως το όνοµα της νέας του συζύγου κουβαλά µια σκοτεινή µοίρα; Άραγε υπάρχει ελπίδα να αλλάξει το πεπρωµένο; Θα καταφέρει η Μάντριγκαλ να ξυπνήσει την αγάπη στην καρδιά του άντρα και βασιλιά της; Κι εκείνος θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τα αισθήµατά του πριν χάσει τα πάντα για άλλη µια φορά;
Θέμα: "Χαραυγή" by Dukicca Τρι 14 Ιουλ 2009 - 21:56
Λοιπόν το πρώτο κεφάλαιο του υποτιθέμενου βιβλίου μου ειναι έτοιμο ελπίζω να σας αρέσει! Πείτε τη γνώμη σας!! :blush:
Κεφάλαιο Πρώτο: Αποκαλύψεις
Ακόμα υπήρχε στο μυαλό μου, αυτή η αίσθηση του φόβου. Η αίσθηση του ότι τίποτα δεν είχε τελειώσει. Ότι θα τα ξαναζούσα όλα από την αρχή. Κάθε τόσο πεταγόταν στο μυαλό μου, και μου δημιουργούσε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Δεν μπορούσα να εξηγήσω τι ακριβώς ένιωθα. Το μυαλό μου, έλεγε ότι ήταν απλά το άγχος που είχα για τη μέρα αυτή, αλλά η καρδιά μου, ήξερε ότι ήταν κάτι άλλο. Πήγα και κοίταξα τον άχαρο εαυτό μου, στον καθρέφτη του μπάνιου. Δεν είχα αλλάξει. Ο φόβος όμως που ένιωθα, είχε τρομοκρατήσει τα μάτια μου. Κοίταζαν φοβισμένα το βρώμικο καθρέφτη, και λαμπύριζαν στο μουντό φως του ήλιου που προέβαλλε μέσα από τα παράθυρα. Έκλεισα απότομα τα μάτια μου, και πήγα τρέχοντας στο δωμάτιο μου. Κουλουριάστηκα πάνω στο κρεβάτι μου, περιμένοντας να αποκοιμηθώ. Προσπάθησα να σκεφτώ να καθαρά. Η ζωή μου πια είχε αλλάξει… Θα γινόμουν επιτέλους το τέρας που ήθελα να γίνω… Θα ζούσα για πάντα με τον αγαπημένο μου βρικόλακα… Αυτό ήταν που ήθελα περισσότερο απ’ όλα… Τότε ένα συναίσθημα γαλήνης κυριάρχησε το μυαλό μου… Τότε κατάλαβα πόσο τον αγαπούσα… τότε κατάλαβα πως κάθε στιγμή μου μαζί του ήταν ένα υπέροχο όνειρο που θα κρατούσε για πάντα… τότε κατάλαβα πως δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτόν… Έκλεισα αργά τα μάτια μου, περιμένοντας να πέσει η νύχτα. Όταν ξύπνησα ο Τσάρλι είχε ήδη γυρίσει. Όταν κατέβηκα κάτω, εκείνος καθόταν στον καναπέ, με μια τεράστια πίτσα ακουμπισμένη στα πόδια του, βλέποντας τηλεόραση. Είχα κοκαλώσει στο τελευταίο σκαλί και παρατηρούσα την πίτσα που άχνιζε. «Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω, για να μαγειρέψεις.» μου είπε, κατεβάζοντας την ένταση της τηλεόρασης. «Ποιοι παίζουν;» ρώτησα αδιάφορα, κοιτώντας επίμονα την τηλεόραση. «Οι Μάρινερς με τους Σοκς, καταπληκτικός αγώνας!» είπε ενθουσιασμένος, «Θες πίτσα;» με ρώτησε απαλά. «Όχι, δεν πεινάω.» είπα κοφτά. Δεν του άξιζε τέτοια συμπεριφορά. Τελευταία, ήταν πολύ καλός μαζί μου. «Μπέλλα, μπορείς σε παρακαλώ να μου πεις τι έχεις; Τόσες μέρες σε βλέπω έτσι. Μήπως μετάνιωσες; Είσαι όπως ήσουν όταν είχε φύγει… Σε παρακαλώ εξήγησε μου.» είπε, ενώ η φωνή του ήταν έτοιμη να σπάσει. Τότε παρατήρησα ότι ένα δάκρυ κύλησε αργά από τα μάτια του. «Σ’ αγαπώ πάρα πολύ Μπέλλα… Οτιδήποτε και αν αποφασίσεις… να ξέρεις ότι εγώ… εγώ θα είμαι μαζί σου.» είπε με σβησμένη φωνή. « Μπαμπά μην ανησυχείς… δεν μετάνιωσα… κι εγώ σ’ αγαπώ.» « Μπέλλα, θες να σου εξηγήσω τι πραγματικά σημαίνεις για μένα; Θα ήθελα να το κάνω πριν σε χάσω εντελώς.» είπε αφήνοντας με από τη ζεστή αγκαλιά του, « Όταν γεννήθηκες Μπέλλα… Τότε κατάλαβα τι πραγματικά σήμαινες για μένα… Κατάλαβα ότι ήσουν όλη μου η ζωή, ότι έπρεπε να ζω για σένα. Όμως μετά η Ρενέ σε πήρε, και φύγατε… τότε έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου. Σε χρειαζόμουν καθημερινά. Τώρα που γύρισες ξανά κοντά μου, ξέρω ότι με χρειάζεσαι κι εσύ. Μπορεί να μην σου δείχνω την αγάπη μου, όμως θέλω να ξέρεις ότι ο γεροπατέρας σου σ’ αγαπάει πολύ.» είπε με βραχνή φωνή, και άλλο ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια του. Δεν μίλησα. Ποτέ δεν μου είχε μιλήσει έτσι ο Τσάρλι. Δεν είχα καταλάβει ποτέ ότι με αγαπούσε τόσο πολύ. Τότε αυθόρμητα έπεσα πάνω στην αγκαλιά του κλαίγοντας. Εκείνος χάιδευε απαλά τα μαλλιά μου λέγοντας μου συνεχώς πόσο μ’ αγαπάει. Ένα μελωδικό χτύπημα στην πόρτα μας ξάφνιασε και τους δύο. «Πάω εγώ.» μου είπε απαλά. Σκούπισα τα μάτια μου και ανακάθισα στον καναπέ. «Έντουαρντ!» φώναξε ο Τσάρλι. «Γειά σου Τσάρλι, η Μπέλλα;» είπε με τη βελούδινη φωνή του, που θα την αναγνώριζα παντού. «Μέσα είναι. Όμως πριν πας, θέλω να σου πω κάτι». «Ότι θέλεις». «Θέλω… θέλω να προσέχεις το κοριτσάκι μου.» είπε και η φωνή του κατέρρευσε. «Τσάρλι… ξέρεις πόσο πολύ αγαπάω τη Μπέλλα… υπόσχομαι ότι θα είμαι πάντα μαζί της και δεν θα την ξαναπληγώσω ποτέ.» είπε ο πανέμορφος άγγελος με τη γυάλινη φωνή του, αγκαλιάζοντας τον Τσάρλι. «Σ’ ευχαριστώ… Έλα πέρασε μέσα.» είπε ο Τσάρλι χαρούμενα. Ο υπέροχος άγγελος μου, εμφανίστηκε στο σαλόνι. Το δωμάτιο φαινόταν φτωχικό μπροστά του. Τα μάτια του είχαν ένα χρυσαφί, ζεστό χρώμα , και τα χάλκινα μαλλιά του, ήταν πάλι ανακατεμένα «Μπέλλα; Τι έπαθες; Γιατί κλαίς;» ρώτησε ανήσυχος. Τα μάτια του κοίταξαν τα δικά μου με αγωνία και φόβο. Με πήρε απαλά στην αγκαλιά του και μου χάιδεψε τα μαλλιά. «Απλά συγκινήθηκα.» είπα με βραχνή φωνή. «Α» είπε. Προφανώς είχε καταλάβει το λόγο… Θα είχε διαβάσει τις σκέψεις του Τσάρλι πάλι. «Πάμε πάνω.» είπα πρόθυμα, «καληνύχτα μπαμπά.» «Καληνύχτα παιδιά.» Τον οδήγησα στο δωμάτιο μου. Ξάπλωσε στο κρεβάτι μου, κάνοντας μου νόημα να πάω και’ γω. Με ένα μεγάλο χαμόγελο στα χείλη μου, πήγα και κάθισα δίπλα του. Το παγωμένο σώμα του με έκανε να τρέμω, όμως ήξερα ότι ήμουν ασφαλής. Τα σκληρά του χέρια, το στραβό του χαμόγελο, τα υπέροχα μάτια του, τα μαλλιά του, εκείνος ο ίδιος ήταν ότι πολυτιμότερο είχα στη ζωή μου. Εγώ όμως; Τι σήμαινα για εκείνον; Ποτέ δεν μου εξήγησε καθαρά… «Έντουαρντ… Έντουαρντ μ’ αγαπάς;» ψιθύρισα με τρεμάμενη φωνή. «Μπέλλα… είσαι το πιο σημαντικό κομμάτι στη ζωή μου… αν χρειαστεί θα πεθάνω για σένα… θα κάνω οτιδήποτε για να μείνεις κοντά μου… είσαι η ίδια μου η ζωή… καταλαβαίνεις; Τώρα που σε βρήκα, θα σε κρατήσω εδώ για πάντα. Υπόσχομαι να μην σε ξαναπληγώσω ποτέ. Όμως… αν ποτέ πάθω κάτι… θέλω να συνεχίσεις να ζεις και να ξέρεις πως εγώ πάντα θα σε αγαπώ ότι και αν αποφασίσεις. Σε παρακαλώ…» είπε. Τα λόγια του φαίνονταν τόσο ρεαλιστικά και τόσο πειστικά. Δεν ήξερα αν θα μπορούσα να κάνω αυτό που μου έλεγε. Πως θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτόν; «Αύριο, σκέφτομαι να πάω στον Τζέικομπ. Αλλά δεν ξέρω αν θα δεχτεί να με δει. Πρέπει να είναι θυμωμένος.» «Μπέλλα, πρέπει να του εξηγήσεις. Πρέπει να ξέρει. Πρέπει να του πεις ότι αν θέλει να είσαι ευτυχισμένη, να σταματήσει τις εχθρικότητες, και να παραδεχτεί ότι θα είσαι ευτυχισμένη, μόνο μαζί μου… υποθέτω.» είπε. Ο τόνος της φωνής του ήταν αυστηρός. Σαν να με μάλωνε.
«Έχεις δίκιο… υποθέτω.» παραδέχτηκα. «Νομίζω πως πρέπει να κοιμηθείς… η νύστα σε ‘χει πειράξει στο κεφάλι.» είπε
χαμογελώντας. «Λάθος κάνεις. Κοιμόμουν όλο το πρωί. Τώρα θα κάτσω μαζί σου. Πρέπει να είναι βαρετό να με βλέπεις να κοιμάμαι.» τον πείραξα. «Καθόλου. Είναι πολύ ενδιαφέρον. Μη θυμώσεις αλλά σε ακούω όταν μιλάς στον ύπνο σου. Χωρίς να το θέλω φυσικά.» είπε χαμογελώντας με αυτό το στραβό χαμόγελό του που λάτρευα. « Τι σου έχω πει; Με παράκουσες πάλι έτσι; Καλά, όπως θες.» είπα, υπονοώντας πολλά βέβαια. «Συγγνώμη, υπόσχομαι να μην το ξανακάνω, αν αυτό σε ευχαριστεί, σε παρακαλώ θα με συγχωρέσεις;» είπε με ένα λυπητερό ύφος. «Πλάκα σου κάνω, εγώ συγγνώμη που σου μίλησα έτσι.» «Είσαι απίστευτη!» «Το ξέρω!» είπα και άρχισε να γελάει. Το μόνο που ήξερα, ήταν ότι αν έχανα αυτόν τον θεόσταλτο άγγελο από τη ζωή μου, δεν θα μπορούσα να ζήσω. Τουλάχιστον αυτή τη φορά. Γιατί τώρα τον είχα βρει και δεν θα ξαναχωριζόμασταν ποτέ πια…
Dukicca Twilight Human
Ηλικία : 29 Τόπος : Αθήνα Αριθμός μηνυμάτων : 59 Registration date : 13/07/2009
Το δεύτερο κεφάλαιο είναι έτοιμο..Ελπίζω να σας αρέσει πιο πολύ απο το πρώτο
Breaking Dawn: Κεφάλαιο Δεύτερο Μόνο Φίλοι
Άδειο σκοτάδι υπήρχε παντού. Ούτε ένα σημάδι να με καθοδηγήσει. Ήμουν μόνη μέσα στο απόλυτο κενό. Προσπαθούσα να βρω μια διέξοδο… Αλλά τίποτα. Απόλυτο σκοτάδι. Κανένας δεν υπήρχε εκεί. Ούτε αυτός. Ουρλιαχτά ακούγονταν από το βάθος. Δεν μπορούσα να δω τι ήταν. Πλησίαζε προς το μέρος. Τότε τον είδα. Ο αγαπημένος μου καστανοκόκκινος λύκος, ο καλύτερος μου φίλος, ήταν εκεί. Ήρθε αργά προς το μέρος μου, κλαίγοντας. Κάθισε κάτω και έβαλε το χέρι το στα πόδια μου. Κάθισα κάτω, και εκείνος έβαλε το κεφάλι του στα χέρια μου. Τον χάιδεψα. Αυτός άρχισε να ουρλιάζει. Τότε τέλειωσαν όλα. Ξύπνησα απότομα. Αντίκρισα το ακατάστατο δωμάτιο μου. Τα σύννεφα είχαν απλωθεί στο γκρίζο ουρανό. Ο ήλιος είχε κρυφτεί. Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου με γρήγορες κινήσεις, και πήγα τρέχοντας στη ντουλάπα μου. Φόρεσα ότι βρήκα μπροστά μου, και έτρεξα στο φορτηγάκι μου. Έκλεισα δυνατά την πόρτα και άρχισα να οδηγάω γρήγορα προς το Λα Πους. Όταν έφτασα, έβρεχε ήδη. Πάρκαρα δίπλα στο Ράμπιτ του Τζέικ. Τον είδα στο γκαράζ του. Επισκεύαζε το μηχανάκι που του είχα δώσει, πριν από πολύ καιρό. Προχώρησα γρήγορα προς το μέρος του, αποφασισμένη να τα ξεκαθαρίσω όλα. «Τζέικ…» είπα σιγανά. «Μπέλλα; Τι κάνεις εδώ;» είπε αυτός έκπληκτος. «Θέλω να σου μιλήσω.» είπα αποφασιστικά πιάνοντας του το χέρι, «Τζέικ, σε παρακαλώ πρέπει να μ’ ακούσεις.» «Δεν νομίζω ότι μπορώ να το κάνω…» είπε ειρωνικά. «Σε παρακαλώ, για τελευταία φορά Τζέικ, σε παρακαλώ…» τον ικέτεψα. «Πολύ καλά λοιπόν… για τελευταία φορά.» «Τζέικ, πρέπει να καταλάβεις ότι, μπορεί εσύ να με αγαπάς , με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι εγώ, όμως ποτέ δεν θα μπορέσει να γίνει αυτό που επιθυμείς… μπορεί να νιώθω και γω κάτι για σένα, αλλά είναι πολύ μικρό σε σχέση μ’ αυτό που νιώθω για εκείνον. Εσύ Τζέικ είσαι ο καλύτερος μου φίλος. Δεν θα σε άλλαζα με κανέναν. Όμως αυτό που νιώθεις, πρέπει να το ξεχάσεις. Θα ήθελα όμως να σου ζητήσω μια χάρη. Θέλω να έρθεις στο γάμο. Θέλω εσύ να με συνοδεύσεις… Σε παρακαλώ Τζέικ, σε χρειάζομαι…» είπα και τον αγκάλιασα σφιχτά. «Μπέλλα… αν είσαι σίγουρη γι’ αυτό που μου λες..τότε θα έρθω. Καταλαβαίνω. Ξέρω ότι αυτός σε κάνει πιο ευτυχισμένη. Όμως να ξέρεις ότι εγώ πάντα θα σ’ αγαπώ, με αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο. Αν με χρειάζεσαι εκεί, θα είμαι εκεί. Το υπόσχομαι. Την Κυριακή στις επτά θα είμαι στο σπίτι της βδέλλας.» είπε γελώντας. «Μην τον λες έτσι!» είπα αυστηρά, «Λοιπόν πρέπει να φύγω. Πάω στην Άλις για να δω πως τα πάει. Σ’ ευχαριστώ πάντως. Έφυγε ένα βάρος από πάνω μου.» είπα χαμογελώντας. Άρχισα να περπατάω αργά προς το φορτηγάκι μου. Μπήκα μέσα, δημιουργώντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο με την πόρτα. Το μυαλό μου είχε πια ηρεμήσει. Αύριο θα ερχόταν η μητέρα μου με τον Φιλ. Τουλάχιστον θα ξεχνούσα για λίγο, το φόβο. Πήγα στο τεράστιο σπίτι των Κάλεν. Υπήρχαν ένα σωρό εργάτες στον κήπο, που μετέφεραν λουλούδια, φώτα, τραπέζια και καρέκλες. Πέρασα προσεχτικά ανάμεσά τους, και όταν έφτασα στην πόρτα έβγαλα το κλειδί από την τσάντα μου. Όταν την άνοιξα είδα την Άλις και τη Ρόζαλι να ταχτοποιούν τις τελευταίες εκκρεμότητες. Το σαλόνι ήταν γεμάτο κούτες και φελιζόλ. Οι εργάτες ήταν περισσότεροι μέσα, απ’ ότι απ’ έξω. «Άλις, Ρόζαλι τι συμβαίνει εδώ; Τι είναι όλα αυτά; Δεν ζήτησα κάτι τόσο μεγάλο.» είπα θυμωμένη. «Μπέλλα ηρέμισε σε παρακαλώ. Είναι όλα υπό έλεγχο, μην ανησυχείς.» είπε η Άλις με ένα τεράστιο χαμόγελο, καθησυχάζοντας με. Κόντευα να χάσω την ψυχραιμία μου. Ήμουν πολύ εκνευρισμένη, όμως αν φώναζα στην Άλις θα πληγωνόταν. Οπότε έπρεπε να κάνω μια υποχώρηση. «Μπορείς να μου δείξεις την λίστα των καλεσμένων, σε παρακαλώ;» ζήτησα ευγενικά. «Φυσικά! Αλλά μη θυμώσεις.» είπε και μου έδωσε, ένα μπλοκ με πολλά χαρτιά μέσα. Άνοιξα το μπλοκ, και μέσα είχε δεκάδες ανθρώπους γραμμένους, στους οποίους είχαν σταλεί οι προσκλήσεις. Στην τελευταία σελίδα, αναγραφόταν ο συνολικός αριθμός ο οποίος ήταν… 220 άτομα. «Α..Α..Άλις τι είναι όλα αυτά;» ρώτησα έτοιμη να πέσω κάτω. «Μερικοί συγγενείς και φίλοι! Θα καλούσα κι’ άλλους αλλά είχαν πάει διακοπές. Μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά!» είπε ενθουσιασμένη. «Με δουλεύεις; Μερικούς τους λες εσύ αυτούς; Η Τζέσικα, ο Μάικ, η Άντζελα, ο Έρικ; Γιατί τους κάλεσες αυτούς; Και όλους τους υπόλοιπους από το σχολείο;» «Απλώς οι καλύτεροι σου φίλοι, ήθελαν να σε δουν να παντρεύεσαι. Τόσο κακό είναι;» ρώτησε απορημένη. «Όχι… απλά νομίζω ότι κουράστηκες πολύ… έχεις ήδη κάνει πάρα πολλά… και η Ρόζαλι δηλαδή.» «Όχι! Δεν κουράστηκα καθόλου! Μου αρέσει που το κάνω αυτό για σένα και για τον Έντουαρντ. Είναι πολύ ευτυχισμένος τώρα που έχει εσένα Μπέλλα. Μην του το χαλάς. Νομίζω πως εσύ έχεις κουραστεί πολύ και δεν ξέρεις τι λες. Πήγαινε σπίτι σου να ξεκουραστείς. Αύριο έρχεται η μητέρα σου. Θα πω στον Έντουαρντ να έρθει, σε λίγο. Έχει πάει για κυνήγι.» είπε γράφοντας σε ένα χαρτί, τις οδηγίες, στους εργάτες. «Εντάξει πάω σπίτι. Μην ξεχάσεις, αύριο θα έρθω με τη Ρενέ να κάνουμε την τελευταία πρόβα του νυφικού. Γειά!» φώναξα πηγαίνοντας προς την πόρτα. «Το θυμάμαι! Γειά σου Μπέλλα!» φώναξε. Όταν έφτασα στο σπίτι, αντίκρισα το αυτοκίνητο του Έντουαρντ παρκαρισμένο έξω από το σπίτι. Όταν μπήκα, τον είδα μπροστά στην τηλεόραση, χωρίς καν να την παρακολουθεί. « Καλώς την. Που τριγυρνούσες εσύ τόση ώρα;» είπε με μελωδική φωνή. «Πήγα στον Τζέικ, και μετά στο σπίτι σου.» «Α.. Με τον Τζέικομπ τι έγινε;» ρώτησε, πρόθυμος να μάθει. «Μια χαρά όλα. Με συγχώρεσε, μάλλον. Του είπα, να με συνοδεύσει εκείνος στο γάμο.» «Α..» είπε. Μου φάνηκε κάπως στεναχωρημένος, «Πάμε μια βόλτα στο λιβάδι μας;» με παρακάλεσε. «Τι; Τ..Τ..Τι λες Έντουαρντ; Πάλι θα μ’ αφήσεις; Τ..Τι εννοείς; Όχι δεν θέλω; Δεν θέλω να με ξαναφήσεις ποτέ ξανά!» «Δεν είχα αυτό το σκοπό.» είπε γελώντας, «Απλώς ήθελα να περάσουμε μια τελευταία μέρα μαζί, μόνοι μας.» «Ααα…» είπα ανακουφισμένη, «Πάμε!». Δεν ήθελα να με ξαναφήσει. Αυτό, μου θύμισε εκείνη τη μέρα.. στο δάσος. Και δεν ήθελα να την ζήσω ξανά. Όταν φτάσαμε, στο λιβάδι μας, το πιο υπέροχο μέρος που είχα δει ποτέ, άρχισε να μου τραγουδάει ένα τραγούδι. «I'll keep going on As just another one With another song Who wants to be the only one for you
Just another guy Blinded by your smile Just a lonely heart Can't stand this aching feeling we're apart Apart
Let me sleep in your arms Let me breathe This clean bright light surrounding you
I know I'm not smart But still I'm trying hard Let me be your guard Protecting you, my angel, from the dark
I will not pretend That I'm just a friend My deliverance Will you think about me every now and then When I call again
Let me sleep in your arms Let me breathe This clean bright light surrounding you Let me dream in your arms Let me breathe This clean bright light surrounding you
I cannot breathe Without you
In your arms Let me dream in your arms Let me breathe This clean bright light surrounding you In your arms» Άρχισα να κλαίω χωρίς να το καταλαβαίνω. Κούρνιασα στην αγκαλιά του ακόμα πιο πολύ. Η μελωδική φωνή του με μάγευε κάθε φορά που την άκουγα. «Αυτό είναι αυτό που νιώθω για σένα.» είπε χωρίς καμία άλλη διευκρίνιση. Δεν μίλησα. Μετά από λίγο, χωρίς τίποτα άλλο να έχει ειπωθεί, έσπασα εγώ πρώτη τη σιωπή. «Αύριο έρχεται η μητέρα μου.» του υπενθύμισα. «Ναι το θυμάμαι.» είπε απαλά, «Θα έρθω μαζί σου στο σπίτι σήμερα θα μείνω εκεί για να υποδεχτούμε μαζί τη Ρενέ.» «Ωραία! Είμαι σίγουρη πως θα χαρεί πολύ που θα σε δει! Σε λατρεύει ξέρεις.» «Το ξέρω. Καμία δεν μπορεί να μου αντισταθεί. Αλλά εγώ αγαπάω μόνο μια. Την πιο όμορφη που υπάρχει.» «Ναι ε; Και ποια είναι αυτή;» ρώτησα πειραχτικά. «Εσύ ποιά λες να είναι η πιο όμορφη; Εσύ φυσικά! Όλες οι άλλες δεν με ενδιαφέρουν.» είπε και με φίλησε με ενθουσιασμό. «Είμαι πολύ τυχερή που σε έχω!» είπα. Εκείνος δεν είπε τίποτα. Με πήρε πιο σφιχτά στην αγκαλιά του, και τότε όλα τελείωσαν και εγώ βρισκόμουν μέσα στην παγωμένη του αγκαλιά.
Dukicca Twilight Human
Ηλικία : 29 Τόπος : Αθήνα Αριθμός μηνυμάτων : 59 Registration date : 13/07/2009
Θέμα: Χαραυγή Κεφάλαιο Τρίτο: Όνειρο (Συγγνώμη για την καθυστέρηση ) Πεμ 27 Αυγ 2009 - 19:45
Κεφάλαιο Τρίτο: Όνειρο
«Μαμά τι έπαθες;» ρώτησα τη μητέρα μου. Τα μάτια της είχαν κοκκινίσει, σα να έκλαιγε. «Θες να πάμε μια βόλτα στο δάσος; Και θα σου εξηγήσω το λόγο. Φιλ, σε πειράζει να μείνεις με τον Τσάρλι και τον Έντουαρντ; Πρέπει να μιλήσω στη Μπέλλα.», είπε εκείνη απευθύνοντας το λόγο στο Φιλ. «Όχι. Πηγαίνετε. Θα κάτσω εδώ.» είπε, ο Φιλ ευγενικά. Ο Έντουαρντ σούφρωσε τα χείλη του. Είχε καταλάβει κάτι. Στεκόμουν ακριβώς απέναντι του περιμένοντας να πει κάτι. «Πήγαινε.» ψέλισσε, «Έχει κάτι σημαντικό να σου πει.». Πήγα μπροστά του, κοιτάζοντας τον γεμάτη αγωνία. Δεν είπε κάτι. Τα μαύρα μάτια του με κοίταζαν ακόμα. Σαν ένα άγριο, τεράστιο θηρίο έτοιμο να με κατασπαράξει. Έτρεξα γρήγορα προς την πόρτα, και την έκλεισα με δύναμη. Κατέβηκα τα σκαλάκια του σπιτιού, και παραλίγο να έπεφτα, εξαιτίας ενός χαλασμένου ξύλου. Άκουσα το μελωδικό γέλιο του, και αναστέναξα. Στεκόταν μπροστά στο παράθυρο και με παρακολουθούσε ακόμα, γελώντας. Έτρεξα προς το μέρος της μητέρας μου. Έκλαιγε ακόμα. Περπατούσε αργά. Ο καιρός ήταν κρύος, ακόμα και αν ήταν τέλη Ιουλίου. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τη μέση μου. «Πρώτη φορά παρατηρώ, πόσο όμορφο είναι αυτό το δάσος.» μου φώναξε, ενώ βρισκόταν λίγα μέτρα πιο μακριά από μένα. Έσκυψε κάτω και έκοψε ένα λουλούδι. Το έβαλε στα μαλλιά μου και με χάιδεψε. Απομακρύνθηκε ξανά από μένα, προχωρώντας πιο βαθιά μέσα στο δάσος. « Ξέρεις..Μάλλον ήταν λάθος μου που έφυγα από εδώ. Τώρα βλέπω πόσο πολύ σου αρέσει. Και έχεις και τον Έντουαρντ. Ήταν μεγάλο λάθος. Είμαι απαίσια. Σου στέρησα πολλά Μπέλλα...Και σε ανάγκασα να ζήσεις με έναν άλλον πατέρα. Όμως κανείς δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον πατέρα σου. Λυπάμαι, ειλικρινά. Δεν περίμενα πότε να το πω αυτό. Νόμιζα, ότι θα ήταν καλύτερα και για τις δύο. Όμως έκανα λάθος. Συγγνώμη. Έπρεπε να είχα μάθει να σκέφτομαι. Όμως ήμουν μικρή. Δεν ήξερα πως αυτό, που είχα κάνει, μπορεί να δημιουργούσε προβλήματα στο μέλλον. Αλλά ήταν πέρα από τις δυνάμεις μου. Πρέπει να με συγχωρέσεις…» είπε, και τα γαλάζια μάτια της γέμισαν δάκρυα. «Μαμά..δεν σε κατηγορώ για τίποτα, ξέρω πως νιώθεις. Αλλά ήταν δικαίωμα σου. Δεν μπορούσες να ζήσεις άλλο με τον μπαμπά. Καταλαβαίνω.» «Όχι Μπέλλα, δεν καταλαβαίνεις. Στις πιο δύσκολες στιγμές σου..εγώ δεν ήμουν εκεί. Δεν σε παρηγόρησα, δεν σε συμβούλευσα, δεν έκανα τίποτα. Είμαι… Δεν μπορώ, καν να χαρακτηρίσω τον εαυτό μου. Νιώθω τύψεις Μπέλλα. Ποτέ δεν σου στάθηκα σαν αληθινή μητέρα. Πάντα ήμουν ψυχρή και επιφανειακή. Δεν ήξερα πώς να σου φερθώ. Αντιθέτως, ο Τσάρλι, σου έδωσε όλα αυτά που δεν μπόρεσα να σου δώσω εγώ. Την αγάπη, τη βοήθεια, την παρηγοριά… Καθετί που χρειαζόσουν. Σιχαίνομαι τον εαυτό μου αυτή τη στιγμή. Μακάρι να μπορούσα να εξαφανιστώ.. Λυπάμαι…» είπε. Η φωνή της έσπασε σα γυάλινο ποτήρι, που πέφτει και γίνεται χίλια κομμάτια, και μετά δεν μπορείς να το ξανακολλήσεις, γιατί όλα τα κομμάτια του έχουν χαθεί. Έτσι ακριβώς ήταν και η καρδιά της. Είχε σπάσει και δεν θα ξανακολλούσε ποτέ. «Μπορείς σε παρακαλώ να σταματήσεις τις βλακείες; Εσύ έκανες πάρα πολλά. Εσύ με μεγάλωσες. Εσύ με έκανες αυτό που είμαι τώρα. Αν δεν υπήρχες εσύ, εγώ δεν θα ήμουν εδώ. Γ’ αυτό μην προσπαθείς να εξαφανίσεις τον εαυτό σου. Είσαι μαζί μου την κατάλληλη στιγμή. Και σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό. Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό που είσαι. Σ’ ευχαριστώ που μ’ έφερες εδώ. Αν δεν ήσουν εσύ και ο Τσάρλι, εγώ δεν θα τον είχα γνωρίσει ποτέ. Τώρα καταλαβαίνω πόσο σημαντική θέση έχεις στην καρδιά μου.» είπα μαλακά. Σίγουρα δεν θα μπορούσα να την μεταπείσω. «Μην προσπαθείς να με κάνεις να νιώσω καλύτερα.» είπε γελώντας ειρωνικά. «Δεν προσπαθώ τίποτα. Απλά σου λέω την αλήθεια. Γιατί δεν με πιστεύεις;» απαίτησα να μάθω. Ήξερα ότι δεν θα μου έδινε μια ειλικρινή απάντηση. «Μπορείς σε παρακαλώ να μην με κάνεις να νιώθω άσχημα, δύο μέρες πριν από το γάμο; Ήδη νιώθω κάπως περίεργα με όλη αυτή την κατάσταση..Σε παρακαλώ;» είπα πιάνοντας το χέρι της. «Έχεις δίκιο, μάλλον. Είμαι τελείως χαζή. Τελοσπάντων, πότε θα δω το νυφικό σου; Τη μέρα του γάμου υποθέτω…» είπε, και το βλέμμα της έγινε πιο θλιβερό. «Όχι, κανόνισα να πάμε σήμερα να το δεις. Είναι στο σπίτι του Έντουαρντ. Ο γάμος θα γίνει στον πίσω κήπο. Ελπίζω να είναι ανθρώπινος.» είπα γελώντας. Οι σκέψεις μου, μελετούσαν την Άλις φυσικά. Θα τα είχε οργανώσει όλα τέλεια. Και το μήνα του μέλιτος υποθέτω. Δεν μου είχαν πει που θα πηγαίναμε, όμως ήταν το δώρο της οικογένειας Κάλεν. Όμως θα υπήρχε κι άλλο δώρο. Αυτό δεν ήξερα καν τι ήταν. «Τι εννοείς ανθρώπινος;» είπε εκείνη, διακόπτοντας τις σκέψεις μου. «Ξέρεις, η Άλις, η αδερφή του Έντουαρντ είναι κάπως περίεργη. Εννοώ αν στο γάμο δεις λουλούδια, μπαλόνια, τούρτα με δέκα ορόφους ή τίποτα τέτοιο μην παραξενευτείς. Η Άλις θα το έχει οργανώσει όλο αυτό. Έχει καλέσει 220 ανθρώπους, να παρεβρεθούν στην τελετή. Είναι απρόβλεπτη. Και απίστευτη συγχρόνως.» είπα αναστενάζοντας. Γέλασε. Ήταν πολύ όμορφη όταν γελούσε. Μακάρι να ήταν πάντα έτσι. «Δεν νομίζεις, ότι πήρατε λίγο βιαστικά την απόφαση;» είπε απαλά χωρίς όμως να θέλει να με μεταπείσει. «Μαμά, εγώ κι ο Έντουαρντ, είμαστε απόλυτα πλασμένοι ο ένας για τον άλλο. Δεν πρόκειται να χωριστούμε ποτέ. Ο Έντουαρντ το ήθελε πολύ. Κι εγώ δηλαδή.» παραδέχτηκα. «Καλά παιδί μου, δεν θέλω να επέμβω στα προσωπικά σας, απλά λέω τη γνώμη μου, γιατί έτσι ήμουν κι εγώ με τον Τσάρλι. Πήραμε βιαστικά αυτή την απόφαση δηλαδή.» είπε λυπημένα. «Δεν θα γίνει έτσι μαμά, μην ανησυχείς.» την καθησύχασα. «Το ελπίζω… Γιατί βλέπω πόσο πολύ αγαπιέστε. Τελοσπάντων..Πάμε σπίτι; Κάνει λίγο κρύο. Και σε λίγο πάμε και στην Άλις, να δω το φόρεμα.» πρότεινε. «Βέβαια.» είπα .Σίγουρα αγαπούσε ακόμα τον μπαμπά. Το μόνο πράγμα που ήλπιζε, ήταν να μην καταλήξω σαν κ’ αυτή. Προχωρήσαμε προς το σπίτι, και όταν μπήκαμε μέσα είδαμε τον Τσάρλι, τον Έντουαρντ και τον Φιλ να βλέπουν ένα παιχνίδι μπέιζμπολ στην τηλεόραση. «Πάμε στην Άλις μαμά; Θα μας περιμένει..» είπα σιγανά για να μην ενοχλήσω τους άντρες. «Θα σας πάω εγώ!» είπε ο Έντουαρντ. «Εντάξει. Πάμε.» είπε η Ρενέ. Αφήσαμε τον Φιλ και τον μπαμπά στο σπίτι, και κατευθυνθήκαμε προς το αυτοκίνητο του Έντουαρντ. «Ωραίο το αυτοκίνητό σου.» είπε η Ρενέ χαμογελώντας. «Ευχαριστώ. Θέλω να πάρω και στην Μπέλλα ένα αλλά δεν μ’ αφήνει.» είπε γελώντας μυστήρια. «Μου αρέσει το φορτηγάκι μου. Και σου έχω πει ότι δεν θέλω να ξοδεύεις λεφτά για μένα.» είπα εκνευρισμένη. «Καλά μη νευριάζεις.» ψέλισσε. «Πολύ επιβλητικά είναι εδώ.» είπε η Ρενέ μαγεμένη. «Όντως είναι. Όταν όμως δεις το σπίτι του, θα πέσεις κάτω.» παραδέχτηκα. «Σιγά.» είπε εκείνος. «Τελοσπάντων.» ψιθύρισα. Όταν φτάσαμε στο σπίτι ,τα τραπέζια οι καρέκλες όλα ήταν έτοιμα. Το μόνο που άκουσα από το στόμα της Ρενέ ήταν το «Ουάου» που είπε μόλις βγήκε από το αυτοκίνητο. Η Άλις εμφανίστηκε στη πόρτα σαν θεά της ομορφιάς. Φορούσε ένα άσπρο φόρεμα που ταίριαζε απόλυτα με τη χλωμή επιδερμίδα της. «Καλησπέρα κυρία Ρενέ. Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω. Είμαι η Άλις, η αδερφή του Έντουαρντ.» είπε με τη μαγευτική φωνή της, δίνοντας το ευγενικά χέρι της στη Ρενέ. « Γειά σου Άλις. Χαίρομαι επίσης που σε γνωρίζω. Η Μπέλλα μου έχει πει πολλά για σένα. Όμως σε παρακαλώ μη με λες κυρία Ρενέ, σκέτο Ρενέ.» είπε η μητέρα μου γελώντας. «Όπως επιθυμείς. Λοιπόν θα έρθεις να δεις το νυφικό και να γνωρίσεις και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας;» «Φυσικά! Ανυπομονώ να τους γνωρίσω!» είπε η Ρενέ μπαίνοντας στο σπίτι. «Πω πω! Το σπίτι σας είναι φανταστικό!» «Είναι πολύ μεγάλο δυστυχώς. Δεν μου αρέσουν τα μεγάλα σπίτια. Αλλά τελοσπάντων. Ααα Εσμί, Κάρλαϊλ ελάτε να γνωρίσετε την μητέρα της Μπέλλα» φώναξε η Άλις. «Καλησπέρα Εσμί, δόκτορα Κάρλαϊλ.» «Χαίρομαι που σε γνωρίζω Ρενέ» είπε η Εσμί. «Έλα να σου δείξω το φόρεμα Ρενέ.» Ανεβήκαμε τη μεγάλη σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο, και η Άλις μας οδήγησε σε ένα δωμάτιο, που δεν το είχα ξαναδεί. Ο Κάρλαϊλ έβγαλε ένα κλειδί από την τσέπη του και της το έδωσε. Άνοιξε την πόρτα, και μέσα στο δωμάτιο βρίσκονταν στοίβες ρούχα σε όλα τα σημεία, διπλωμένα. Μέσα σε μια ντουλάπα βρισκόταν το φόρεμα μου. Η Άλις ξεκλείδωσε την ντουλάπα, με ένα μικρό κλειδί. «Ουάου είναι φανταστικό Άλις.» είπε η μητέρα μου ενθουσιασμένη. «Εσύ το διάλεξες;» «Όχι, η Μπέλλα το επέλεξε, εγώ απλά της έδινα συμβουλές.» «Ευτυχώς που υπήρχες εσύ.» αναστέναξε η Ρενέ. Η Άλις έκανε ένα μορφασμό. Δεν κατάλαβε. Εγώ και ο Έντουαρντ κοιταχτήκαμε. «Θα το βάλω;» ρώτησα, διακόπτοντας την άφωνη στιγμή. «Φυσικά!» είπε η Άλις. «Άντε πήγαινε μέσα. Αν χρειαστείς τίποτα φώναξε με.» «Ναι.» Προσπαθώντας να χωθώ μέσα στο φόρεμα, παρατήρησα τον εαυτό μου στο μεγάλο καθρέφτη του δωματίου. Το υπέροχο φόρεμα, με έκανε διαφορετική. Πιο όμορφη. Αναστέναξα με ευχαρίστηση. Χαμογέλασα στον εαυτό μου και βγήκα έξω στο από το δωμάτιο. «Αγάπη μου είσαι υπέροχη! Τόσο όμορφη! Σου ταιριάζει απόλυτα!» είπε η Ρενέ συγκινημένη. Χαμογέλασα . «Νομίζω ότι δεν χρειάζεται καμία επιδιόρθωση. Είναι τέλειο.» παραδέχτηκε η Άλις. «Θα είσαι η ομορφότερη αύριο.» Αυτό ήταν αυτό που φοβόμουν περισσότερο. Ότι όλοι θα κοίταζαν εμένα. Θα ήμουν το κέντρο της προσοχής για όλη τη διάρκεια της τελετής. «Μαμά εγώ θα μείνω εδώ. Εσύ να πας στο σπίτι να ξεκουραστείς.» «Θα σε πάω εγώ Ρενέ.» είπε ο Έντουαρντ πρόθυμα. «Σ’ ευχαριστώ Έντουαρντ, είσαι πολύ ευγενικός.» Χαμογέλασε. «Πάμε.» είπε με την αγνή φωνή του. Η Άλις κ’ εγώ μείναμε μόνες στο δωμάτιο. «Μπορείς να το βγάλεις τώρα.» μου είπε. «Άλις;» «Ναι;» είπε συμπληρώνοντας κάτι χαρτιά. «Μπορώ να σου πω;» είπα παίρνοντας τα χαρτιά από το χέρι της. Με κοίταξε παραξενεμένη, περιμένοντας να πω κάτι. «Άλις είσαι τόσο καλή μαζί μου.» είπα σιγανά, «εγώ δεν έχω κάνει ποτέ τίποτα για σένα.». «Έχεις κάνει για τον αδελφό μου. Και ξέρεις ότι ο Έντουαρντ είναι τα πάντα για μένα. Αυτό όμως που πρέπει να φροντίσω αυτή τη στιγμή είσαι εσύ. Ξέρεις πόσο σε αγαπάω. Σε λίγο θα είσαι η μικρή αδελφή μου. Και θα πρέπει να σε προσέχω.» «Μάλλον δεν είμαι ικανή να φροντίσω τον εαυτό μου.»
Dukicca Twilight Human
Ηλικία : 29 Τόπος : Αθήνα Αριθμός μηνυμάτων : 59 Registration date : 13/07/2009
«Μπέλλα μην υποτιμάς τον εαυτό σου. Φυσικά και μπορείς. Φρόντισες και τον Τσάρλι που δεν μπορεί ούτε ένα φαγητό να μαγειρέψει. Απλά τώρα χρειάζεσαι βοήθεια. Και πρέπει αλλά και θέλω να σου τη δώσω.» μου είπε χαϊδεύοντας απαλά τα μαλλιά μου. «Λοιπόν πάω να το βγάλω αυτό.» είπα κοφτά, αλλάζοντας το θέμα της συζήτησης. «Αύριο θα είσαι υπέροχη.» μου υπενθύμισε φωναχτά. Αναστέναξα με ευχαρίστηση. Η νύχτα πέρασε πολύ γρήγορα. Εγώ και ο Έντουαρντ δεν ήμασταν στο ίδιο δωμάτιο, γιατί σύμφωνα με τα λεγόμενα της Άλις δεν έπρεπε να με δει πριν από το γάμο. Το πρωί ο συννεφιασμένος ουρανός που φαινόταν από τους γυάλινους τοίχους, έμοιαζε σαν τα κάτασπρα φτερά ενός αγγέλου να αγκάλιαζαν όλο το Φορκς. Όλα έμοιαζαν τόσο όμορφα, τόσο υπέροχα. Τα δέντρα ήταν καταπράσινα και ο ήλιος πίσω από τα μουντά σύννεφα ήταν τόσο φωτεινός. Όλη η ιστορία μας ξανάρχιζε από την αρχή. Μια καινούρια αρχή, με πολλά απρόοπτα. Ίσως και με πολλές δυσκολίες. Θ α τις ξεπερνούσαμε όμως μαζί, όποιες και να ήταν. Τότε όλα πέρασαν από το μυαλό μου σαν μια ταινία μικρού μήκους. Η πρώτη φορά που είδα το πρόσωπο του… η πρώτη νύχτα που τον ονειρεύτηκα ... εκείνο το πρώτο φιλί… η ανάγκη και η θέληση που είχε να με σώσει από τον Τζέιμς… όταν μου ζήτησε να παντρευτούμε… Τώρα παντρευόμαστε. Τώρα όλα αλλάζουν. Και δεν ξέρω που και πως θα καταλήξουν. Ένα χτύπημα στην πόρτα διέκοψε τις σκέψεις μου. «Μπέλλα είσαι ξύπνια;», η απαλή φωνή της Εσμί αντήχησε σε όλα το δωμάτιο. Τα μαλλιά της στο χρώμα της καραμέλας, ήταν βρεγμένα και απλωμένα κάθετα στους τέλεια σχηματισμένους ώμους της. «Ναι» είπα χαμογελώντας. « Ήρθε η μητέρα σου.» «Ααα. Από τώρα; Τι ώρα είναι;» ρώτησα φτιάχνοντας τα μαξιλάρια του κρεβατιού. «Δύο και μισή.» «Τι; Μου κάνεις πλάκα; Πωπω έχω αργήσει!» είπα πανικοβλημένη. «Μπέλλα ηρέμησε. Όλα είναι καλά. Οι κομμώτριες είναι κάτω. Όλα είναι υπό έλεγχο. Ο Έντουαρντ, ο Έμετ και ο Τζάσπερ πήγαν χτες για κυνήγι, άρα είναι εφοδιασμένοι. Ξέρω ότι είσαι αγχωμένη. Απλά ηρέμησε.» είπε, προσπαθώντας να με ηρεμήσει. «Έλα πάμε κάτω να γνωρίσεις την Τάνια και τα υπόλοιπα κορίτσια.» «Έρχομαι. Να ντυθώ.» είπα μη ξέροντας τι με περίμενε στον κάτω όροφο. Μια ολόκληρη αγέλη βρικολάκων βρισκόταν τόσο κοντά με τη μητέρα μου. Κατέβηκα κάτω και τις είδα. Ήταν έξι συνολικά. Τόσο όμορφες. Τα μάτια της κάθε μίας είχαν διαφορετικό χρώμα. Η πρώτη, η πιο ψηλή, είχε κάτασπρο δέρμα και μαύρα μακριά μαλλιά. Τα μάτια της είχαν ένα χρυσό χρώμα. «Μπέλλα να σου γνωρίσω την Τάνια, την Κάρμεν, την Κέιτ, την Ιρίνα, τη Μάγκι και την Τία. Οικογενειακές φίλες.» «Χαίρομαι που σας γνωρίζω επιτέλους.» είπα ντροπαλά. «Μπέλλα..» είπε η πιο ψηλή, η Τάνια, «..εκπροσωπώντας όλες μας, θέλω να σου ευχηθώ μια πολύ ευτυχισμένη ζωή με τον Έντουαρντ». «Ευχαριστώ πολύ.» είπα, τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω από τη μέση μου. «Μπέλλα!» φώναξε η μητέρα μου. «Συγγνώμη.» είπα στις έξι πανέμορφες γυναίκες, και έτρεξα γρήγορα προς το μέρος της μητέρας μου. «Ωω, Μπέλλα πως είσαι γλυκιά μου;» είπε ανήσυχη η μητέρα μου. «Μια χαρά μαμά. Εσύ δεν μου φαίνεσαι καλά.» «Εγώ είμαι μια χαρά, αγάπη μου. Έλα πήγαινε να κάνεις ένα ζεστό μπάνιο, γιατί σε λίγο θα πρέπει να αρχίσεις να ετοιμάζεσαι.» «Εε, ναι πάω.» είπα κοιτώντας τις έξι γυναίκες, που μιλούσαν μεταξύ τους. Όταν βγήκα από το μπάνιο, ένιωσα ανακουφισμένη. Το άγχος, είχε κάπως φύγει. Μια μικρή ανασφάλεια υπήρχε, αλλά σίγουρα θα την ξεπερνούσα, όταν θα τον έβλεπα να με περιμένει για να με παντρευτεί, επιτέλους. Μόλις άνοιξα την πόρτα, πέντε γυναίκες, άρχισαν να με τραβάνε. Με καθήλωσαν σε μια καρέκλα και άρχισαν να πειραματίζονται με τα μαλλιά μου. Μιλούσαν μεταξύ τους, έλεγαν πράγματα που δεν καταλάβαινα, σαν να μιλούσαν άλλη γλώσσα. «Τα μαλλιά της, θα είναι κάτω, και θα κάνετε τις μπούκλες της πιο έντονες. Τα υπόλοιπα θα τα κανονίσω εγώ.» είπε η Άλις στις γυναίκες. «Όση ώρα, αυτές έφτιαχναν τα μαλλιά μου, εγώ παρατηρούσα τον κήπο από τη μεγάλη τζαμαρία του σαλονιού. Όλα ήταν φτιαγμένα στην εντέλεια. Η Άλις τα είχε σχεδιάσει όλα υπέροχα και πίστευε πως όλα θα πήγαιναν υπέροχα. «Δεσποινίς Κάλεν, είστε έτοιμη.» είπε μια από τις γυναίκες. «Ε..Ευχαριστώ.» είπα, κοιτάζοντας τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Οι μπούκλες μου πήγαιναν πολύ. Ήμουν σίγουρη ότι θα του άρεσα. «Ω Μπέλλα δείχνεις υπέροχη!» είπε η Άλις, «Τόσο φυσική. Αναδεικνύεται η ομορφιά σου. Είναι υπέροχο το χτένισμα.» Χαμογέλασα με ευχαρίστηση. Η μητέρα μου είχε αγαπήσει τόσο πολύ την Εσμί, που δεν με είχε καν προσέξει. Κάθονταν στον καναπέ, με την Τάνια και τις υπόλοιπες και συζητούσαν. «Τι ώρα είναι;» ρώτησα βιαστικά την Άλις. «Πέντε. Νομίζω ότι πρέπει να βιαστούμε. Έχουμε μόνο δυόμιση ώρες. Έλα πρέπει να φτιάξουμε τα μαλλιά σου.» Πάλι έπρεπε να φτιάξουμε τα μαλλιά μου; Η Άλις μου είχε φτιάξει υπέροχα τα μαλλιά. Πολύ λίγα ήταν μαζεμένα ψηλά, και όλα τα υπόλοιπα ήταν κάτω. Αμέσως μετά ήρθαν άλλες τρείς γυναίκες για να με βάψουν. Μιάμιση ώρα σχεδόν περίμενα υπομονετικά μέσα στα άχαρα ρούχα μου. Όταν επιτέλους τελείωσαν, έτρεξα μέσα στο δωμάτιο μου, για να ντυθώ. Προσπάθησα, με δυσκολία να χωθώ μέσα στο φόρεμα. Όταν επιτέλους τα κατάφερα, βγήκα έξω, προσπαθώντας ακόμα να ελέγξω, το νυφικό. «Φανταστικό!» είπαν όλες οι γυναίκες μαζί. Η μητέρα μου στεκόταν ακριβώς απέναντι μου, εκείνη μέσα στο δικό της φόρεμα φυσικά, τόσο όμορφη, και με κοιτούσε. Έκλαιγε. «Όχι..» ψιθύρισα. «Εντάξει..» ψιθύρισε κ’ εκείνη. Όταν χτύπησε το κουδούνι για πρώτη φόρα κατάλαβα ποιός ήταν. «Μπέλλα ήρθε ο Τζέικομπ.» είπε η Άλις μπαίνοντας στο δωμάτιο μου. «Πες του να έρθει.» είπα ευτυχισμένη πια. «Πέρασε Τζέικομπ.» είπε η Άλις, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Στάθηκε, απέναντί μου, κοιτώντας με για πολλή ώρα. Έτριψε δυνατά τα μάτια του και με ξανακοίταξε. «Τι συμβαίνει;» ρώτησα. «Πωπω, είναι υπέροχο.» είπε, «Δεν το πιστεύω ότι είσαι εσύ.» «Ευχαριστώ.» «Ξέρεις νόμιζα, ότι στο τέλος θα παντρευόσουν εμένα.» είπε διστακτικά. Δεν απάντησα. «Νομίζω πως πρέπει να πηγαίνουμε. Η μουσική έχει κιόλας αρχίσει.» «Πάμε.» είπα. Περπατήσαμε προς την πόρτα. «Μπέλλα, αρχίζουμε.» φώναξε η Εσμί. Δεν μπήκα καν στον κόπο να φωνάξω. Απλά τον κοίταξα στα μάτια και συνέχισα να περπατάω. Βγήκαμε στον πίσω κήπο. Όλοι είχαν τα βλέμματά τους στραμμένα επάνω μας. Και εκεί, στο τέλος της μοναχικής ζωής μου, στεκόταν εκείνος, με εκείνο το στραβό χαμόγελο που λάτρευα, και με περίμενε. Κανείς δεν σε κοιτάει, κανείς δεν σε κοιτάει, είσαι μόνο εσύ κ’ αυτός, κανένας άλλος, μόνο εσύ και αυτός. Σκέφτηκα από μέσα μου. Προσπάθησα να καθησυχάσω τον εαυτό μου. Μόνο όταν έφτασα στα χέρια του ένιωσα ασφαλής. «Για πάντα..μαζί.» ψιθύρισα. « Σ’ αγαπάω περισσότερο από την ίδια μου τη ζωή. Για πάντα μαζί.» ψιθύρισε κ’ εκείνος, «Είσαι υπέροχη..» είπε. Κανένας δεν υπήρχε εκεί για μας τους δύο τότε. Μόνο εγώ και αυτός. Δεν μας ενδιέφερε κανείς. Με κοιτούσε μες τα μάτια, και την κατάλληλη στιγμή, στο τέλος της τελετής, με φίλησε. Το πρώτο μας φιλί ως παντρεμένοι. Ο Τσάρλι κρατούσε το χέρι της Ρενέ και έκλαιγαν μαζί. Η Εσμί και Ο Κάρλαϊλ, ήταν αγκαλιασμένοι και συγκινημένοι. Όλοι χειροκροτούσαν αυτή τη νέα ζωή. Ήταν σαν παραμύθι. «Σε μία ώρα.» είπε χαμογελώντας. «Τι σε μία ώρα;» είπα προσπαθώντας να ξαναβρώ το ρυθμό. «Πετάμε για το αεροδρόμιο της Βραζιλίας.» είπε. «Ουάου. Ποτέ δεν το περίμενα αυτό. Θα με πας στη Βραζιλία;» είπα κάνοντας μια στροφή. «Όχι. Αλλά ελπίζω να σας αρέσει εκεί που θα πάμε κυρία Κάλεν.» «Να είστε σίγουρος γι’ αυτό κύριε Κάλεν.» είπα γελώντας. «Σειρά μου.» είπε ο πατέρας μου. «Σας την δανείζω για λίγο, διοικητή Σουάν, αλλά μόνο για λίγο.» είπε χαμογελαστός. «Μην ανησυχείς.» είπε ο Τσάρλι, «Πωπω Μπέλς δεν το φανταζόμουν ότι θα παντρευόσουν τόσο μικρή.». «Για να είμαι ειλικρινής ούτε κ’ εγώ.» είπα. Συνέχισα να χορεύω με πολλούς. Μέχρι που έφτασε η στιγμή της αναχώρησης. Τους αποχαιρετήσαμε όλους. «Φύλαξε το καλά το νυφικό μου.» ψιθύρισα στο αυτί της Άλις. «Μην ανησυχείς.» Αγκάλιασα σφιχτά όλα τα μέλη της οικογένειάς μου, και τον καλύτερο μου φίλο. «Να προσέχεις.» μου είπε. Αγκαλιαστήκαμε ξανά. Όταν ήμασταν έτοιμη να βγούμε από την πόρτα, ο Έντουαρντ με φίλησε, για τελευταία φορά μπροστά τους, και όλοι χειροκρότησαν. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο, ξεκινώντας μια νέα περιπέτεια μαζί πια.
Dukicca Twilight Human
Ηλικία : 29 Τόπος : Αθήνα Αριθμός μηνυμάτων : 59 Registration date : 13/07/2009
Θέμα: Χαραυγή Κεφάλαιο Τέταρτο: Το νησί της Μπέλλα (Special Thanks to:Deppy, Maggie) Κυρ 13 Σεπ 2009 - 20:49
Κεφάλαιο Τέταρτο: Το νησί της Μπέλλα (Special Thanks to:Deppy, Maggie)
«Ρίο ντε Τζανέιρο;» . «Όχι.» είπε γελώντας δυνατά. Νόμιζε, ή μάλλον ήταν σίγουρος ότι δεν θα το έβρισκα. «Σάο Πάολο;» «Όχι. Θα δεις. Πρέπει να κάνεις λίγη υπομονή. Με βοηθάς να βάλουμε τα πράγματα στο σκάφος;» «Ναι. Αλλά να ξέρεις ότι θα βρω που θα πάμε.» «Ναι καλά. Είμαι σίγουρος πως ποτέ δεν θα μπορούσες να βρεις το όνομα αυτού του μέρους.» είπε, ξεκινώντας το ταξίδι μας, στο μυστηριώδες νησί. «Το βλέπεις αυτό;» φώναξε δυνατά. Ο ήχος των κυμάτων, παλλόταν δυνατά μέσα στ’ αυτιά μου. «Ποιο;» φώναξα. «Εκείνο το νησάκι απέναντι. Σε λίγη ώρα θα είμαστε εκεί.». Ήμουν πολύ περίεργη να δω πως ήταν αυτό το μυστηριώδες νησί, που δεν υπήρχε καν στο χάρτη. Με το που πατήσαμε το πόδι μας, στο νησί, έμεινα έκπληκτη. Τεράστιοι φοίνικες, βρίσκονταν στα πιο απίθανα σημεία του νησιού, τα νερά της θάλασσας ήταν καταγάλανα, τεράστιοι όγκοι ξεπηδούσαν μέσα από τα ελάχιστα φουρτουνιασμένα νερά. Ακολουθούσα τον Έντουαρντ, μαγεμένη από τη διαδρομή, μέχρι τον προορισμό μας, ο οποίος ήταν ένα απλό ξύλινο σπίτι, που δεν αρμόζει στη μεγαλοπρέπεια των Κάλεν. Μόλις μπήκαμε στο σπίτι, ο Έντουαρντ χαμογέλασε, σαν να πέρασαν χιλιάδες ευχάριστες αναμνήσεις από το μυαλό του. Χαμογέλασε μ’ αυτό το υπέροχο στραβό χαμόγελο, και ξαφνικά τα δροσερά του χείλη ακούμπησαν απαλά τα δικά μου. Αμέσως κοιταχτήκαμε και αυτά τα υπέροχα χρυσαφένια μάτια του, πρόδωσαν αμέσως τα συναισθήματα του. Κούρνιασα στην αγκαλιά του, δείχνοντας του την ευχαρίστηση μου. «Καλώς όρισες στο νησί Μπέλλα.». Τον κοίταξα έκπληκτη, και ένιωσα το στομάχι μου να δένεται κόμπος. «Εγώ θα ήμουν ευχαριστημένη, ακόμη και αν με πήγαινες στο πιο απλό μέρος του κόσμου. Μου αρκεί μόνο να είμαι μαζί σου. Και ενώ ξέρεις ότι δεν μου αρέσουν τα μεγαλεία και η χλιδή ειδικά από σένα, γιατί έτσι αισθάνομαι ότι μου δίνεις περισσότερα από όσα αξίζω!». «Μπέλλα τι ανοησίες είναι αυτές που λες; Δεν σε λυπάμαι, αλλά είναι ότι καλύτερο μπορώ να κάνω για να σου ανταποδώσω την αγάπη που μου δίνεις.» είπε, και τράβηξε απαλά στο παγωμένο στήθος του. Καθώς μπήκαμε στην κρεβατοκάμαρα, σκέφτηκα την υπόσχεση που μου είχε δώσει. Δάγκωσα τα χείλη μου και τον κοίταξα. Αυτός αμέσως κατάλαβε τι σκεφτόμουν… «Όχι σήμερα Μπέλλα.». «Μα γιατί αφού μου το έχεις υποσχεθεί.» «Σήμερα ήταν μια κουραστική μέρα, και πρέπει να ξεκουραστείς.» Δεν μίλησα , γιατί είδα την αρνητική έκφραση στο πρόσωπο του. Σούφρωσα τα χείλη μου, και άνοιξα απότομα τη βαλίτσα για να τακτοποιήσω τα πράγματα. Με τράβηξε απότομα στην αγκαλιά του και μου ψιθύρισε στο αυτί, «Αφού στο έχω υποσχεθεί, θα γίνει, απλά δεν είναι η κατάλληλη μέρα.». Η κρύα του ανάσα με ζάλισε και ήταν αδύνατο να του αρνηθώ και να του θυμώσω. Με φίλησε στο μέτωπο, και αφέθηκα στην αγκαλιά του. Το επόμενο πρωί, ξύπνησα στο κρεβάτι μόνη. Ο Έντουαρντ δεν ήταν δίπλα μου. Για μια στιγμή τρομοκρατήθηκα, όταν όμως τον άκουσα να περπατάει στις μύτες των ποδιών του, για να μη με ξυπνήσει ανακουφίστηκα. Τότε άνοιξε σιγά, σιγά η πόρτα, και εμφανίστηκε εκείνος, σαν άγγελος. Είχα μαγευτεί από την ομορφιά του, καθώς οι φωτεινές ηλιαχτίδες, που προέβαλλαν από το παράθυρο, έκαναν το δέρμα του να αστράφτει σαν χιλιάδες διαμάντια, να είχαν γίνει ένα με το δέρμα του, που μόνο όταν πλησίασε κοντά μου, κατάλαβα τι ήταν αυτό που κρατούσε. Ένας δίσκος, γεμάτος φαγητά, που θα μπορούσε να καταβροχθίσει και ένας στρατός, ενώ εκείνος δεν τρώει καν. «Καλημέρα κυρία Κάλεν. Σας έφερα πρωινό στο κρεβάτι.» «Σταμάτα να μου μιλάς στον πληθυντικό κύριε Κάλεν. Δεν ήταν ανάγκη να μου φέρεις όλο αυτό το φαγητό. Μήπως θες να με παχύνεις;» «Όχι, απλώς θέλω να πάρεις δυνάμεις, γιατί η μέρα θα είναι πολύ κουραστική σήμερα.» Έπιασα το κουτάλι από το μπολ των δημητριακών. «Τι εννοείς;» είπα με το στόμα γεμάτο. «Απλώς σήμερα έχουμε να πάμε για εξερεύνηση στο νησί, για κατάδυση, να πάμε στο απέναντι νησί για να εφοδιαστούμε… αυτά προς το παρόν.» «Αυτό εννοούσες;» «Μπέλλα..» είπε και με αγριοκοίταξε, «όλα θα γίνουν στην ώρα τους. Κάνε λίγη υπομονή.» «Δηλαδή πότε;» απαίτησα να μάθω. «Νομίζω το έχουμε συζητήσει αυτό. Κανονικά πρώτα θα έπρεπε να γινόσουν βρικόλακας, διότι υπάρχει μεγάλος κίνδυνος να σε τραυματίσω ακόμα και να σε σκοτώσω!». Τον αγριοκοίταξα. «Είναι ένα από τα πράγματα που θα ήθελα να κάνω ως άνθρωπος και όχι ως βρικόλακας. Εξάλλου εσύ μου είχες μιλήσει για τα πράγματα που θα έπρεπε να κάνω ως άνθρωπος, όπως ας πούμε να πάω στο κολλέγιο. Ούτως ή άλλως σου έχω μεγάλη εμπιστοσύνη.». Δεν μίλησε, απλώς με κοίταξε με τα απίστευτα μάτια του, που άρχισαν να αλλάζουν χρώμα, και από χρυσαφί να γίνονται μαύρα. Οι ώρες περνούσαν και ήδη οι περισσότερες δραστηριότητες είχαν γίνει. Καθόμουν στην αμμουδιά ενώ ο Έντουαρντ παρίστανε τον ψαρά. Φορούσε ένα παντελόνι λίγο κάτω απ’ το γόνατο, ενώ απ’ τη μέση και πάνω είχε αφήσει ακάλυπτους τους υπέροχους κοιλιακούς του. Κάθε φόρα που με κοίταζε γελούσα, βλέποντας τον, με αυτήν την αστεία αμφίεση. Πάλευε να πιάσει ένα ψάρι, που συνεχώς του γλιστρούσε απ’ τα χέρια. Μετά από μια ώρα ήρθε και κάθισε δίπλα μου με άδεια χέρια. «Μοιάζεις με τους ντόπιους ψαράδες.» του είπα κοροϊδευτικά. «Σ’ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Προσπαθώ να ντύνομαι και να συμπεριφέρομαι όσο πιο απλά μπορώ!». «Αφήνοντας, το στήθος σου ακάλυπτο, δεν είναι απλό ντύσιμο.» είπα γελώντας. «Ζηλεύεις; Είμαστε μόνοι μας σ’ αυτό το νησί, δεν πρόκειται να μας δει κανείς.» «Η μόνη φορά που ζήλεψα κύριε Κάλεν, ήταν όταν ήσουν στην Αλάσκα με την Τάνια και την οικογένεια της. Όταν με είδε για πρώτη φορά, διέκρινα μια μικρή κοροϊδία προς το άτομό μου. Σίγουρα θα προτιμούσε να ήταν εκείνη στη θέση μου!» «Απ’ την αρχή της είχα δείξει ότι δεν ενδιαφέρομαι για καμιά άλλη εκτός από σένα. Πιστεύω ότι ήταν η πρώτη και η μοναδική φορά που διέκρινες ένα τέτοιου είδους μορφασμό. Η Τάνια ξέρει πότε να σταματάει. Ας μη μιλάμε όμως άλλο για αυτήν. Πως σου φάνηκε ο γάμος μας;». «Ήταν υπέροχος, αλλά λίγο υπερβολικός. Το νυφικό ήταν καταπληκτικό. Αυτό πρέπει να το αναγνωρίσω στην Άλις. Θα μπορούσε να είχε καλέσει λιγότερο κόσμο, αλλά όταν με έπιασες στα χέρια σου ένιωσα ότι ήμασταν μόνοι μας. Ήταν η ωραιότερη στιγμή που είχα ποτέ. Εσένα;» «Σε περίμενα πάρα πολύ καιρό. Όταν σε είδα να φτάνεις προς το μέρος μου, ήθελα να σ’ αρπάξω στην αγκαλιά μου, και να σε απελευθερώσω απ’ αυτό το μπασταρδόσκυλο! Ήξερα όμως, ότι εγώ ήμουν αυτός, που θα σε κρατούσε στην αγκαλιά του σε λίγα λεπτά!». «Μη τον λες έτσι! Είναι ο καλύτερος μου φίλος, και ξέρω ότι είναι πολύ λυπημένος αυτή τη στιγμή.» «Μπέλλα, μη στεναχωριέσαι. Μήπως το μετάνιωσες; Μήπως προτιμούσες τον Τζέικ; Εγώ θέλω να είσαι εσύ ευτυχισμένη, θα δεχτώ κάθε σου απόφαση!» «Δεν έχω μετανιώσει για τίποτα μέχρι τώρα. Η ζωή μου είναι άδεια χωρίς εσένα. Μακριά από τον Τζέικ μπορεί να είμαι λυπημένη, αλλά μπορώ να το αντέξω, ενώ όταν είμαι μακριά σου, νιώθω ότι δεν έχω λόγο πια να ζω. Κάθε λεπτό της ζωής μου μακριά σου, είναι τόσο ασήμαντο.» «Μπέλλα, σταμάτα να λες ανοησίες, και ας μιλήσουμε για κάτι πιο ευχάριστο.» Κ’ έτσι η κουβέντα μας συνεχίστηκε, ομαλά. Ήταν πρωί, ο Έντουαρντ το βράδυ είχε πάει για κυνήγι, σ’ ένα διπλανό νησί. Καθόμασταν στον καναπέ, και βλέπαμε τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα. Ακόμα και τώρα ο Έντουαρντ μετά από τόσο καιρό, ψιθύριζε τις ατάκες του Ρωμαίου στο αυτί μου. Η κρύα του ανάσα με δρόσιζε, ενώ με κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά του. Όταν τελείωσε η ταινία, πήγαμε για μπάνιο, στη θάλασσα, που βρισκόταν απέναντι από το ξύλινο σπίτι μας. Περνούσαμε τόσο ωραία, που δεν καταλάβαμε πόσο γρήγορα πέρασε η ώρα. Ήταν ηλιοβασίλεμα, και καθώς το φως του ήλιου καθρεφτιζόταν στα κρυστάλλινα νερά, ο Έντουαρντ με κρατούσε στην αγκαλιά του και μου ψιθύριζε ακόμα τα ρομαντικά λόγια του Ρωμαίου! Κόλλησα επάνω του, και άρχισα να τον φιλάω. Ο Έντουαρντ ακόμα ήταν επιφυλακτικός, καθώς οι κανόνες του ήταν αυστηροί. Μετά από λίγο όμως ,με τράβηξε πιο κοντά του και άρχισε να με φιλάει με μια ακαταμάχητη μανία και φάνηκε να ξεχνάει τους κανόνες, και να χαλαρώνει… Ξύπνησα τόσο χαρούμενη, άνοιξα τα μάτια μου και αντίκρισα το πρόσωπο του Έντουαρντ στο πλάι μου, να με κοιτάει μ’ αυτά τα αψεγάδιαστα μάτια του, που μου έκοβαν την ανάσα κάθε φορά, και με αυτό το τέλειο χαμόγελό του. Τελικά είχε κρατήσει την υπόσχεσή του! Ήταν η πιο υπέροχη μέρα της ζωής μου. Είχα πλέον ολοκληρωθεί ως άνθρωπος, και ο επόμενος στόχος μου, να γίνω βρικόλακας.
[left]
Dukicca Twilight Human
Ηλικία : 29 Τόπος : Αθήνα Αριθμός μηνυμάτων : 59 Registration date : 13/07/2009
Οι μέρες των διακοπών μας ήταν πολύ κουραστικές με τον Έντουαρντ. Παρ’ όλα αυτά, τον ακολουθούσα παντού. Ένιωθα περίεργα γενικώς, όχι μόνο από την κούραση, συνεχώς λιποθυμούσα, έκανα εμετούς και κοιμόμουν συνέχεια. «Είσαι καλά Μπέλλα;» είπε με την αγνή φωνή του. Χωρίς να του απαντήσω έτρεξα ξανά στο μπάνιο. Όταν βγήκα, με περιεργαζόταν, με κοιτούσε, και αναστέναζε. «Μπέλλα, εδώ και μέρες δεν είσαι καλά μήπως πρέπει να φύγουμε;». Φυσικά, εγώ υποψιαζόμουν το αδύνατο. Δεν μπορούσα όμως να του το πω. «Αν γυρίσω, και ο Τσάρλι με δει τέσσερα κιλά παραπάνω θα φρικάρει.» είπα, ως δικαιολογία φυσικά. Δεν γινόταν να του πω αυτό που σκεφτόμουν. Δεν μπορούσε να συμβεί. Προσπαθούσα , να βγάλω αυτή την ιδέα από το μυαλό μου. «Μα μπορεί να είναι κάτι σοβαρό! Όλο λιποθυμάς, κάνεις εμετούς, κρυώνεις και έχεις μια απίστευτα τρελή λαιμαργία. «Έντουαρντ δεν είναι τίποτα. Μην ανησυχείς.» είπα, και ξανάνιωσα ναυτία. Έτρεξα πάλι στο μπάνιο. Μόλις βγήκα, εκείνος καθόταν απ’ έξω, με τα χέρια σταυρωμένα και με περίμενε. «Λοιπόν τέλος! Γυρίζουμε πίσω, δεν μπορώ να σε βλέπω να βασανίζεσαι.» είπε, νευριασμένος, όμως πολύ προστατευτικός απέναντι μου. «Εντάξει..Θα φύγουμε..Αλλά αύριο, σε παρακαλώ;» «Πολύ καλά λοιπόν..αύριο το πρωί φεύγουμε.» είπε. Δεν σκόπευα να το συνεχίσω άλλο. Φαινόταν ήδη πολύ νευριασμένος. Και δεν ήθελα να τσακωθούμε. Απλά του έκανα τη χάρη, για άλλη μια φορά. Ήταν πρωί, και ο Έντουαρντ είχε ήδη προετοιμαστεί. Με πήρε στην αγκαλιά του και με έβαλε στο σκάφος, νομίζοντας ότι κοιμόμουν. Όταν ξύπνησα, είδα ότι βρισκόμασταν στη μέση του ωκεανού. Ήταν τόσο όμορφα. Τα κρυστάλλινα νερά, καθρέφτιζαν την πανέμορφη μορφή του. «Καλή σου μέρα Ωραία Κοιμωμένη. Πως αισθάνεσαι σήμερα;» είπε παίρνοντας με στην αγκαλιά του. «Μια χαρά. Κακώς φύγαμε έτσι. Τόσο γρήγορα.» «Ναι έτσι λες και σε λίγα λεπτά θα τρέχεις στο μπάνιο πάλι.» είπε κοφτά. «Έντουαρντ τι σ’ έχει πιάσει; Γιατί μου μιλάς τόσο απότομα;» «Μπέλλα, αγάπη μου, συγγνώμη δεν ήθελα να σε πληγώσω. Απλά ανησυχώ για σένα και συ κάνει λες και δεν τρέχει τίποτα!» είπε χαϊδεύοντας μου το μάγουλο. Ο Έντουαρντ είχε δίκιο. Δεν ήμουν καλά. Και έπρεπε εκείνος ήδη να το ξέρει. Είχε ξεκινήσει λίγες μέρες αφού φτάσαμε στο νησί. Αμέσως πέρασε πάλι αυτή η χαζή ιδέα πέρασε από το μυαλό μου. Δεν γινόταν όμως. Ο Έντουαρντ ήταν βρικόλακας. Κ’ εγώ αποκλείεται να ήμουν έγκυος. «Έντουαρντ; Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;» είπα, ντροπαλά. «Φυσικά αγάπη μου.» «Μόλις μου πέρασε από το μυαλό μια χαζή, αλλά καθόλου απίθανη ιδέα.» είπα, προσπαθώντας να βρω ακόμα περισσότερο θάρρος. «Έλα πες μου.» επέμεινε εκείνος. Ξεροκατάπια. «Αν σκεφτείς τις ημερομηνίες, ως κανονικός άνθρωπος φυσικά, όλα αυτά τα συμπτώματα που έχω, οδηγούν σε ένα συμπέρασμα.», είπα, προσπαθώντας να βρω έναν πιο, κατανοητό τρόπο να του το εξηγήσω. «Έντουαρντ, νομίζω πως είμαι έγκυος..» είπα κατεβάζοντας κάτω το κεφάλι μου. Δεν μπορούσα να δω τα μάτια του. Είχε κοκαλώσει. «Τι;» είπε ανέκφραστα. Ο τόνος της φωνής του είχε παγώσει. «Ν..Ν..Νομίζω ότι τ..τ..το έχ..ω..ω ακούς..σει αυτό..» είπε. Η φωνή του έτρεμε. Ολόκληρο το σώμα του έτρεμε. «Αλήθεια μου λες; Δηλαδή τώρα εγώ είμαι έγκυος; Ωχ Θεέ μου..». Μόλις το άκουσα αυτό ένας κόμπος σφίχτηκε στο στομάχι μου. Ένας λυγμός ανέβηκε στο λαιμό μου. Εκείνος φαινόταν πιο τρομαγμένος από μένα. Κοιτούσε στο κενό, έτρεμε ολόκληρος. Νόμιζα ότι είχε πάθει σοκ. Άρχισα να τον ταρακουνάω. «Έντουαρντ, Έντουαρντ μίλα μου, πες κάτι σε παρακαλώ.» είπα ταρακουνώντας τον πιο δυνατά. «Μπέλλα, ηρέμησε, καλά είμαι.», είπε ακόμα κοιτώντας το κενό. Όμως το πρόσωπό του έδειχνε πιο ήρεμο τώρα. «Μπέλλα..δεν θέλω να σε χάσω.» είπε. Μόνο αυτό. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Όλα στον κόσμο μου κατέρρευσαν. Τίποτα δεν υπήρχε πια. «Έντουαρντ τι εννοείς; Πραγματικά δυσκολεύομαι να σε παρακολουθήσω.» «Μπέλλα αυτό το πράγμα που πιθανότατα είναι μέσα σου, σε σκοτώνει. Είναι τόσο δυνατό. Κανένας δεν ξέρει πόσο. Πρέπει να βγάλουμε αυτό το έκτρωμα από μέσα σου. Τώρα». Τι έλεγε τώρα; Ήθελε να σκοτώσει το παιδί μας; Το μοναδικό πράγμα που μας ένωνε στην κυριολεξία; Πως μπορούσε να είναι τόσο κακός; Ω. Έλα τώρα, το κάνει για να σε προστατέψει..μην το κάνεις ολόκληρο θέμα.. σκέφτηκε η μια πλευρά του μυαλού μου, που ως συνήθως τον υπερασπιζόταν. Σκάσε.. σκέφτηκα. Τότε σταμάτησα τις σκέψεις μου για λίγο για να ακούσω και την άλλη εκδοχή, αυτή που ήταν πάντα με το μέρος μου. Μην τον ακούς. Δική σου η απόφαση. Δε θες να σκοτώσεις αυτό το μικρό πλασματάκι, φτυστό ο Έντουαρντ. Θα σε κάνει πολύ ευτυχισμένη το μωράκι σου. Σκέφτηκε η πλευρά Μπέλλα. Συμφωνώ . Σκέφτηκα και ‘γω. «ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΠΟΤΕ!» ούρλιαξα. Ακόμα και γω δεν με αναγνώρισα. Εκείνος είχε μείνει να με κοιτάει. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Του είχαν πέσει όλα τα σοκ μαζεμένα. «Εεε, πιστεύω πως αυτό δεν θα ξαναγίνει. Τι σ’ έπιασε ξαφνικά; Δεν χρειάζεται να μου φωνάζεις έτσι, δεν είμαι κουφός. Σου είπα απλά ότι αυτό το πράγμα σε σκοτώνει Μπέλλα..» είπε πιάνοντας τα χέρια μου. «Μην ξαναπείς το μωρό μου έτσι ποτέ ξανά, ακούς; Δεν το περίμενα ποτέ από σένα. Έντουαρντ είναι το παιδί μας. Πως μπόρεσες να το αποκαλέσεις έτσι;» είπα έτοιμη να κλάψω. «Μπέλλα αυτό δεν είναι παιδί, αυτό είναι ένα τερατάκι που προσπαθεί να σε σκοτώσει. Δεν θα τα καταφέρεις αν δεν το βγάλουμε από εκεί όσο είναι μικρό ακόμα. Πρέπει Μπέλλα, είναι η μόνη λύση.» «ΟΧΙ,ΟΧΙ,ΟΧΙ!» ούρλιαξα ξανά. «Δεν θα μου κάνεις τίποτα. Δεν θα κάνεις τίποτα στο ΜΩΡΟ ΜΟΥ. Δεν θα κάνεις κακό στο ΠΑΙΔΙ ΜΑΣ!!! ΠΟΤΕ!» είπα. Κόντευα να τρελαθώ. Έφυγα από δίπλα του πηγαίνοντας στην άλλη μεριά του καραβιού. Το μωρό μου ήταν ανήσυχο. Είχε καταλάβει ότι κάτι συνέβαινε. Μου έριξε μια δυνατή κλωτσιά. «Ηρέμησε μωράκι μου..όλα θα πάνε καλά..ο μπαμπάς θα αλλάξει γνώμη. Σ’ αγαπάει αλλά δεν το ξέρει. Η μαμά είναι εδώ.. Θα σε προστατεύω πάντα άγγελέ μου..» ψιθύρισα χαϊδεύοντας την ελαφρώς μεγαλωμένη κοιλιά μου. Κουνήθηκε μέσα μου ξανά ευτυχισμένο. Συγκινήθηκα. Ξέρω. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να γίνω μαμά- και μόνο στο άκουσμα αυτής της λέξεις, ζαλιζόμουν- αλλά το παιδί του Έντουαρντ ήταν κάτι το τελείως διαφορετικό. Ήθελα να του έμοιαζε. Να είχε τα υπέροχα μαλλιά του, τα μάτια του, το χρώμα του δέρματος του..Όλα. Θα ήταν το μοναδικό πράγμα το οποίο θα ήταν δικό μας. Ολοκληρωτικά. Δεν πίστευα ότι το μωρό μου ήθελε να με σκοτώσει. Με αγαπούσε. Το ήξερα. Το ένιωθα. Αυτό το μικρό, σκανταλιάρικο μωράκι, που κουνιόταν νευρικά μέσα μου, με αγαπούσε. Το ήξερα. Άρχισα να το χαϊδεύω. Ξανακουνήθηκε μέσα μου, κυκλικά, χωρίς να δημιουργήσει κανέναν πόνο. Μόνο ευτυχία. «Μπέλλα…» είπε εκείνος, διακόπτοντας αυτήν την πολύ προσωπικά στιγμή. «Τι θέλεις;» είπα κοφτά, χαϊδεύοντας ακόμα τον μικρούλη μέσα μου. «Αν θέλεις να γεννήσεις αυτό το πρα.. αυτό το μωρό τότε θα το προσπαθήσουμε. Θα γίνει αυτό που θες εσύ. Όμως αν αρχίσει να σε σκοτ..» πήγε να πει. «ΔΕΝ ΜΕ ΣΚΟΤΩΝΕΙ. Έντουαρντ πως γίνεται να νομίζεις ότι το μωρό μου θέλει να με σκοτώσει; Δεν θέλει, μ’ αγαπάει. Να πιάσε.» είπα παίρνοντας το χέρι του, και βάζοντας το στο εξόγκωμα. Ο μικρούλης με κλώτσησε ξανά, όμως δεν ένιωσα τίποτα. Ήταν απλά τόσο υπέροχο συναίσθημα. Εκείνος χαμογέλασε. «Ούτε εγώ θέλω να τον σκοτώσω. Είναι μεγάλος ταραξίας έτσι; Πρέπει να σ’ έχει ταράξει στις κλωτσιές τόση ώρα.» είπε χαϊδεύοντας προσεκτικά την κοιλιά μου. «Αλλά Μπέλλα, αν αρχίσει να σε σκοτώνει; Αν είναι τόσο δυνατός ώστε να σου θρυμματίσει όλα τα κόκκαλα; Τότε δεν θα υποκύψω. Θα τον βγάλω κατευθείαν, χωρίς καν να σου το πω.» Χάιδεψα ξανά τον μικρούλη κλαίγοντας. Εκείνος δεν έδωσε σημασία. Το παιδί μου..σκέφτηκα. Είσαι το παιδί μου..Δεν θα επιτρέψω να σου συμβεί τίποτα κακό..υποσχέθηκα. «Τίποτα» ψιθύρισα, αγκαλιάζοντας το εξόγκωμα με τα χέρια μου. «Είσαι τα πάντα για μένα μικρούλη. Σε λατρεύω. Η μαμά σ’ αγαπάει μωρό μου. Πάντα.» ψιθύρισα, και εκείνος με κλώτσησε ξανά, άπονα, σαν να με λάτρευε κ’ αυτός.
Dukicca Twilight Human
Ηλικία : 29 Τόπος : Αθήνα Αριθμός μηνυμάτων : 59 Registration date : 13/07/2009
Εκεί στη μέση. Εκείνο το μικρό κορίτσι με τις μπούκλες, και το αστραφτερό χαμόγελο, τόσο όμορφο. Κ’ αυτοί ήταν γύρω του. Ο καθένας το μισούσε με το δικό του τρόπο. Οι κόκκινοι μανδύες τους ξεχώριζαν στο μαύρο φόντο. Εκείνη ήταν καθισμένη στο μαύρο έδαφος. Κλαψούριζε. Με κοιτούσε. Άπλωσε το μικροσκοπικό χεράκι της. Προχώρησα μπροστά, προσπαθώντας να το φτάσω. Αμέσως αυτοί προχώρησαν μπροστά σχηματίζοντας έναν ακόμα μικρότερο κύκλο γύρω της. Ο ένας απ’ αυτούς με κοίταξε. ‘Η μάλλον η μία. Την αναγνώρισα αμέσως. Η Τζέιν. Με κοίταξε με τα κατακόκκινα μάτια της. Τα μαλλιά της ήταν στερεωμένα πάνω στο κεφάλι της, σχηματίζοντας έναν ομοιόμορφο κότσο. «Αυτό ίσως να πονέσει λίγο.» μου είπε ειρωνικά, «Κάντο.» είπε, σ’ έναν από τους υπηρέτες της. Αυτός πλησίασε αργά το κοριτσάκι, και το πιασε από το λαιμό. Πίεσε τα χέρια του τόσο δυνατά, που κατάφερε να θρυμματίσει τα κόκκαλα της. Μια κραυγή πόνου, αντήχησε σ’ όλο το κενό. Το κοριτσάκι είχε πεθάνει. Το ίδιο κ’ εγώ. Εξαρτιόμουν απ’ αυτήν. Και όταν πέθανε, με πήρε μαζί της. «Όχι..όχι..Σε παρακαλώ Τζέιν..όχι..μη..» φώναξα δυνατά. «Μπέλλα; Μπέλλα;» ακούστηκε μια τόσο γνώριμη φωνή. Τόσο γαλήνια. «Τζέιν..πέθανε..τη σκότωσες..και σκότωσες και εμένα. Τζέιν γιατί;» είπα κοιτάζοντας τον στα μάτια. Ακόμα ήμουν επηρεασμένη. Δεν καταλάβαινα τι γινόταν. «Φέρτε της λίγο νερό!» είπε μια άγνωστη φωνή. Μου έδωσε το ποτήρι μια γυναίκα. «Μπέλλα είσαι καλά;» με ρώτησε εκείνος. Έβαλε τα χέρια του ανάμεσα στο πρόσωπο μου, «Τι διάολο ονειρευόσουν; Η Τζέιν; Γιατί αυτή;» «Έντουαρντ θέλουν να σκοτώσουν το μωρό μου. Θέλουν να σκοτώσουν το παιδί μας. Πρέπει να τους σταματήσουμε.» είπα έντρομη. Ανακάθισα στο κάθισμα. Όλοι με κοιτούσαν. «Σσστ.» ψιθύρισε, «Όλα θα πάνε καλά. Εγώ είμαι εδώ.» είπε και έπιασε, το φούσκωμα που προστάτευε το μωρό μας. Το χάιδεψε και εκείνο κλώτσησε, όχι τόσο δυνατά όσο πριν. «Τι εννοείς θέλουν να το σκοτώσουν; Τι είδες;» είπε ψιθυριστά ώστε να μην μας ακούσουν οι άλλοι επιβάτες. «Ήταν όλα μαύρα, και υπήρχε ένας κύκλος ανθρώπων, οι Βολτούρι, και στη μέση ήταν ένα παιδάκι. Ένα τόσο όμορφο, μικρό κοριτσάκι, με μπούκλες και καστανά μάτια, με κάτασπρο δέρμα. Και τότε η Τζέιν είπε σε έναν να το σκοτώσει. Και τότε πέθανα και’ γω, επειδή ζούσα μόνο γι’ αυτήν. Κι αν πέθαινε αυτή, θα πέθαινα και γω.», είπα ψιθυριστά, χαϊδεύοντας την κοιλιά μου, που είχε μεγαλώσει ξανά, «Ήταν το μωρό μας Έντουαρντ. Ήταν αυτή. Και εγώ δεν μπόρεσα να τη σώσω.» «Μην ανησυχείς όλα θα πάνε καλά.» είπε καθησυχαστικά. «Δεν θα αφήσω να σας πειράξουν. Ούτε εσένα ούτε αυτήν. Ή αυτόν.» είπε, φιλώντας με, προστατευτικά. «Το ξέρω» είπα πιάνοντας το κρύο μάγουλό του. Όταν φτάσαμε στο αεροδρόμιο, αντίκρισα την Άλις, τη Ρόζαλι και την Εσμί να μας περιμένουν. Πήγα τρέχοντας στην αγκαλιά της Ρόζαλι. «Ρόουζ συγγνώμη..λυπάμαι τόσο πολύ...συγγνώμη...» είπα αγκαλιάζοντας την, κλαίγοντας με λυγμούς. «Μπέλλα..όχι, σε παρακαλώ μην το κάνεις αυτό στον εαυτό σου..θα χειροτερέψει η κατάστασή σου. Ηρέμησε. Εγώ… Εγώ είμαι χαρούμενη για σένα. Χαίρομαι που έχεις αυτό το προνόμιο. Θα είναι όλα υπέροχα. Πίστεψέ με.» είπα χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου. «Εσμί τουλάχιστον εσύ. Βρίσε με, πες μου πόσο απαίσια είμαι. Ότι δεν θέλεις να με ξέρεις. Σε παρακαλώ.» είπα πέφτοντας στην αγκαλιά της Εσμί. «Λυπάμαι Μπέλλα, αλλά πιστεύω τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που μου λες. Είναι τόσο υπέροχο αυτό που ζεις. Πρέπει να το χαρείς για όσο διαρκέσει. Έλα τώρα πάμε σπίτι.» είπε με τη γλυκιά φωνή της. Όταν φτάσαμε σπίτι, ο Έμετ, Ο Τζάσπερ και ο Κάρλαϊλ μας περίμεναν έξω από την πόρτα. Το δυνατό γέλιο του Έμετ ακούστηκε αμέσως μόλις βγήκα από το αυτοκίνητο. «Αδελφούλα πάχυνες!» είπε, και γέλασε ξανά. «Πολύ αστείο Έμετ.» είπα κάνοντας του μια γκριμάτσα. Εκείνος συνέχισε να γελάει. «Πάψε Έμετ.» είπε η Ρόζαλι αυταρχικά. Εκείνος σταμάτησε αμέσως. «Μπέλλα πως νιώθεις;» με ρώτησε ο Κάρλαϊλ, αγνοώντας, το περιστατικό. «Παράξενα. Αλλά αυτό το μικρούλι μέσα μου με κάνει ευτυχισμένη.» είπα πιάνοντας το εξόγκωμα. «Μάλιστα.» είπε. «Πάμε να κάνουμε έναν υπέρηχο, να δούμε πως τα πάει.» είπε πιάνοντας το χέρι μου. «Ναι, θα το ήθελα πολύ.» είπα ακολουθώντας τον μέσα στο σπίτι. Όταν μπήκαμε, παντού υπήρχαν ιατρικά μηχανήματα, κρεβάτια νοσοκομείου, μηχανήματα υπερήχων. «Κάρλαϊλ, τι είναι όλα αυτά; Μετέτρεψες το σπίτι σε νοσοκομείο;» είπα με κοροϊδευτικό τόνο, που μόνο τον εαυτό μου δεν κατάφερα να διασκεδάσω. Καμία απάντηση. Δεν ήθελε να μου πει. Με πήγε σε ένα δωμάτιο – εξοπλισμένο με ιατρικά είδη και αυτό- και με έβαλε να ξαπλώσω σε ένα από αυτά τα κρεβάτια νοσοκομείου, ή αλλιώς ίσως-να-μας-χρειαστούν –κ’-άλλα όπως τα είχα ονομάσει εγώ. Εκείνος κάθισε σε μια από αυτές τις στριφογυριστές καρέκλες, ή αλλιώς στις καρέκλες ζαλίστε-όλοι τη-Μπέλλα. Ναι, σε όλα τα πράγματα είχα δώσει δικό μου όνομα. Ας πούμε για την Άλις είχα σκεφτεί το είμαι-θύμα-της μόδας ή το ξέρω-τα-πάντα. «Μπέλλα, μπορείς να σηκώσεις λίγο τη μπλούζα σου, για να βάλω το τζελ; Που έχεις το μυαλό σου;» είπε, βγάζοντας ένα χάρτινο κουτί μέσα από ένα ντουλάπι. Η αλήθεια ήταν ότι απέφευγα να σκεφτώ όλη αυτή τη διαδικασία, και σκεφτόμουν διάφορες βλακείες για να την αποφύγω. Σήκωσα τη μπλούζα μου χωρίς δεύτερη κουβέντα, και αμέσως εκείνος άπλωσε το παγωμένο τζελ στην επιφάνεια της κοιλιάς μου. Άρχισε να κουνάει πέρα δώθε εκείνο το μαραφέτι που δεν ήξερα καν το όνομα του. «Χμμ..» μουρμούρισε. «Συμβαίνει κάτι;» ρώτησα ανήσυχα. Φυσικά και θα μου το έκρυβαν. Ναι, έτσι ήταν. Δεν θα μου έλεγαν τίποτα. Το μωρό μου κάτι είχε πάθει κάτι. Έπρεπε να μάθω. «Όχι κάτι ανησυχητικό, απλά να..δεν μπορώ να το δω. Δεν φαίνεται τίποτα.» είπε κλείνοντας το μηχάνημα. «Τι εννοείς; Ότι δεν υπάρχει μωρό;» ρώτησα έτοιμη να κλάψω. Φυσικά, θα ήταν ανακουφιστικό να μην υπάρχει μωρό, γιατί ούτως ή άλλως ήμουν πολύ μικρή, αλλά το παιδί του Έντουαρντ είχε ανατρέψει όλες αυτές τις σκέψεις, που είχα πριν καν μάθω ότι είμαι έγκυος. «Όχι δεν λέω αυτό. Απλά δεν μπορώ να το δω. Ο λεγόμενος «σάκος» που το περιβάλλει έχει πολύ χοντρά τοιχώματα και γι’ αυτό δεν φαίνεται. Φυσικά και υπάρχει μωρό, και απ’ ότι έμαθα θέλεις να το κρατήσεις έτσι;» ρώτησε, χωρίς να παρακολουθεί το πρόσωπο μου, με το κεφάλι προς τα κάτω, παίζοντας με τα χέρια του. Φαινόταν ανήσυχος και σκεπτικός, σαν κάτι να τον απασχολούσε. «Ναι, σωστά σε πληροφόρησαν. Γιατί είσαι τόσο σκεπτικός;» ρώτησα παρά τη θέληση μου. Ευχόμουν να μην το είχα ρωτήσει αυτό. «Μπέλλα, απλά σκέφτομαι ότι αυτό το πράγμα, σου κάνει κακό. Δεν μπορώ να είμαι σίγουρος γι’ αυτό αλλά η τόσο μεγάλη διαφορά στο μέγεθός του είναι τόσο παράξενη. Πίστεψέ με δεν θέλω να σου αλλάξω γνώμη, ούτε να σκοτώσω το παιδί σου, απλά το κάνω για να ζήσεις εσύ. Κανένας δεν μπορεί να ξέρει τι μπορεί να κάνει αυτό το πράγμα.» είπε πιάνοντας το χέρι μου. «Για σένα το λέω κόρη μου.». «Κάρλαϊλ, κοίτα, αυτό είναι το λιγότερο. Δεν με ενδιαφέρει αν θα πεθάνω. Θέλω να ζήσει εκείνο. Το προτιμώ. Είναι καλύτερα έτσι.» είπα. «Ναι αλλά..ο Έντουαρντ; Τι θα κάνει χωρίς εσένα; Θα πεθάνει και αυτός. Σε θέλει εδώ. Σε χρειάζεται.». «Ξέρω ότι το παιδί μου δεν θέλει να με σκοτώσει. Δεν θα γίνει αυτό. Πιστεύω πως αξίζει να δοκιμάσουμε. Θα ζήσω. Και θα γίνουμε μια πολύ ευτυχισμένη οικογένεια.», ανατρίχιασα με το άκουσμα των ίδιων μου των λέξεων. «Οικογένεια», τι άραγε να σήμαινε αυτό; Είχα ξεχάσει. Είχα ήδη όμως μια – την καλύτερη. Και τώρα με το μωρό, θα ολοκληρωνόταν. «Κάρλαϊλ;» είπα με δυσπιστία. «Ναι Μπέλλα;». «Υπάρχει καμία περίπτωση, να μας επισκεφτούν οι Βολτούρι στο άμεσο μέλλον;» ρώτησα, σκεπτόμενη το όνειρό μου. «Απ’ όσο ξέρω όχι. Γιατί ρωτάς; Αν είναι σχετικό με τη μεταμόρφωση μην ανησυχείς. Μέχρι να έρθουν εσύ θα είσαι έτοιμη.» είπε χαμογελώντας. «Όχι δεν έχει σχέση με αυτό. Τελοσπάντων δεν έχει καμιά σημασία έτσι κι’ αλλιώς.» είπα, και σηκώθηκα από το νοσοκομειακό κρεβάτι. «Σ’ ευχαριστώ για την προσπάθεια σου, να δεις το μωρό.» είπα χαμογελώντας. «Φυσικά δεν ήταν απολύτως τίποτα. Πάντως το μωρό φαίνεται να είναι καλά.» είπε. Χαμογέλασα. Έφυγα από το δωμάτιο, σκεπτόμενη τις στιγμές που θα περνούσαμε εγώ, ο Έντουαρντ και το μωρό μας. Ήταν τόσο αληθινές, τόσο όμορφες. Ήθελα να ρωτήσω την Άλις, αν θα ήταν αγόρι ή κορίτσι. Σίγουρα εκείνη θα το ήξερε. Πήγα τρέχοντας στην κουζίνα, και βρήκα την Άλις, να βάζει λουλούδια μέσα σε κάτι βάζα. «Άλις μπορώ να σου κάνω μια ερώτηση;» είπα με ένα μεγάλο χαμόγελο πονηριάς και μυστηρίου στα χείλη. «Φυσικά και μπορείς.» είπε, βάζοντας σε ένα βάζο λίγο νερό. «Εεε να θα ήθελα να μου πεις, καταρχήν αν μπορείς να δεις το μωρό μου αν είναι γεννημένο, αν εγώ έχω πεθάνει και αν θα είναι αγόρι ή κορίτσι.» είπα. «Κάτσε να σκεφτώ..» είπε, κλείνοντας τα μάτια της. Ήταν σαν να έκανε μαθήματα γιόγκα. Είχε πλάκα όταν το έκανε αυτό. «Βλέπω..Βλέπω εσένα να κρατάς ένα μικρό μωράκι, τυλιγμένο σε μια ροζ κουβερτούλα .Άρα αυτό σημαίνει ότι το μωρό θα γεννηθεί, ότι εσύ δεν θα πεθάνεις και ότι θα είναι κορίτσι!» είπε και άρχισε να τσιρίζει. Χοροπηδούσε πάνω κάτω, τόσο χαρούμενα. «Τι συμβαίνει εδώ;» είπε ο Έντουαρντ, τρέχοντας μέσα στην κουζίνα. «Τι έπαθε;» με ρώτησε δύσπιστα. «Τίποτα. Απλά η Άλις είδε το μωρό.» είπα ευτυχισμένη. «Το μωρό… Στηριζόμενοι στα οράματα της Άλις, θα δοκιμάσουμε να γεννήσεις την κόρη μας.» είπε χαϊδεύοντας τη μικρούλα μας .Άρχισε να με φιλάει. Με διαπέρασε ένα ρίγος καθώς εκείνος με φιλούσε. «Πρέπει να σκεφτούμε ένα όνομα.» είπε χαμογελώντας. «Κάτι πολύ ξεχωριστό.». «Έχω σκεφτεί κάτι.» του είπα ντροπαλά. «Τι; Πες μου.» ζήτησε να μάθει. «Ρένεσμι.» τόσο ξεχωριστό όνομα, θα της ταίριαζε απόλυτα. Δεν απάντησε όμως έδειχνε να του άρεσε η επιλογή μου. Θα ήταν ξεχωριστή, σαν αυτόν. Η κόρη μου. Η κόρη μας.
Dukicca Twilight Human
Ηλικία : 29 Τόπος : Αθήνα Αριθμός μηνυμάτων : 59 Registration date : 13/07/2009
Καθώς οι μέρες περνούσαν, η κοιλιά μου φούσκωνε όλο και περισσότερο. Ο Κάρλαϊλ δεν είχε καταφέρει ακόμα να δει τα μωρό, παρ’ όλες τις προσπάθειες του. Έλεγε ότι τα οράματα της Άλις, οι προφητείες, μπορεί να άλλαζαν και να συνέβαιναν αλλιώς. Ο Έντουαρντ συμφωνούσε σε αυτό. Αντιθέτως εγώ η Άλις και η Ρόζαλι λέγαμε κατηγορηματικά όχι. Κάθε μέρα σχεδόν η Άλις πήγαινε στο Πόρτ Άντζελες για να αγοράζει μωρουδιακά –εγώ δεν μπορούσα να πάω, αν και το ήθελα πολύ, γιατί ένιωθα πολύ άσχημα τις τελευταίες μέρες- και μου έφερνε κάθε φορά μια ντουζίνα φορεματάκια, φορμάκια και όλα τα σχετικά. Αν και γω έπρεπε να διαλέξω, εκείνη πάλι θα τα έπαιρνε όλα για να με εκνευρίσει. Μια μέρα μου είχε φέρει ένα άλμπουμ με φωτογραφίες από παιδικά δωμάτια, για να διαλέξω μια κούνια για τη Ρένεσμι. Ήθελα να βρω κάτι ξεχωριστό, κάτι που θα της ταίριαζε. Το μάτι μου έπεσε κατευθείαν σε μια κούνια, το μοντέλο ήταν παλιάς κάπως εποχής, πολύ όμορφη, στρογγυλοπή, επενδυμένη με άσπρο κεντημένο ύφασμα και μικρές ροζ λεπτομέρειες. Τη λάτρεψα μόλις την είδα, και την παραγγείλαμε αμέσως. Ήταν ότι καλύτερο για τη Ρένεσμι και ταίριαζε απόλυτα με το γούστο του Έντουαρντ, παλιομοδίτικο. Η Άλις ήταν τόσο απορροφημένη με όλα αυτά. Το δωμάτιο της Ρένεσμι, ήταν δίπλα από του Έντουαρντ και το δικό μου. Η Άλις και ο Έμετ άρχισαν να το βάφουν αμέσως μόλις μάθαμε το φύλο του μωρού. Ήταν αρκετά μεγάλο, αλλά αυτοί κατάφεραν να το βάψουν μέσα σε δύο μόλις μέρες. Ο Έμετ με τον Κάρλαϊλ και τον Έντουαρντ, συναρμολογούσαν τα έπιπλα, και όταν τα τελείωσαν με ρώτησαν που ήθελα να τα βάλουν. Τους υπαγόρευσα τις θέσεις, και εκείνοι το έκαναν ακριβώς όπως τους είπα. Ήταν πραγματικά τέλειο για κείνη. Ο Έντουαρντ με κοίταξε με δυσπιστία. «Τι σκέφτεσαι;» με ρώτησε, επεξεργάζοντας με. «Να αφού το μωρό απορρίπτει κάθε είδος τροφής, και επειδή λέτε ότι είναι μισό βρικόλακας μισό άνθρωπος, σκέφτηκα τι μπορεί να θέλει.» είπα ελπίζοντας να μην θυμώσει. «Τι;» είπε, λιγάκι ξαφνιασμένος, αλλά διατήρησε την ψυχραιμία του. «Εεε να, μη θυμώσεις όμως.» είπα ντροπαλά. «Εξαρτάται… Ωχ εντάξει δεν μπορώ να σου θυμώσω όταν με κοιτάς έτσι και το ξέρεις. Άντε λέγε.» είπε χαμογελώντας μυστήρια. Του ανταπέδωσα το χαμόγελο, το οποίο είχε πάρει ένα τόνο θριαμβευτικότητας κατά κάποιο τρόπο. «Ωραία.. Λοιπόν πιστεύω ότι επειδή η κόρη σου απορρίπτει κάθε είδος τροφής..» επανέλαβα, «..Να νομίζω ότι θέλει πάρα πολύ να τραφεί με αίμα.» είπα, χαμογελώντας ακόμα. Αυτό θα ήταν ένα καλό ξεκίνημα για να συνηθίσω στη βρικολακιαστική ζωή. «Τι; Εννοείς να πιείς αίμα; Αποκλείεται δεν υπάρχει περίπτωση.» είπε αυταρχικά. «Μα γιατί αφού τα θέλει.» παραπονέθηκα. Δεν μίλησε. Έκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να ακούσει κάτι. «Τι συμβαίνει;» ρώτησα παραξενεμένη. «Σσστ μη μιλάς λίγο.» «Τι έπαθες;» είπα ανήσυχα. «Σσστ προσπαθώ να ακούσω.» είπε ξανά. Δεν μίλησα άλλο. Δεν ήθελα να του αποσπάσω την προσοχή. «Η Ρένεσμι όντως χρειάζεται αίμα.» είπε τελικά. «Που το ξέρεις; Μπορείς να ακούσεις τις σκέψεις της;» ρώτησα. Ουάου, αυτό ήταν καλό. «Απ’ ότι φαίνεται, ναι. Το χρειάζεται το αίμα. Οι σκέψεις τι είναι τόσο γαλήνιες, μακάρι να μπορούσες να τις δεις και συ. Σ’ αγαπάει, περισσότερο από οτιδήποτε.» «Αγάπη μου μ’ αγαπάς τόσο πολύ; Και γω μωράκι μου, κ’ εγώ.» είπα χαϊδεύοντας την κοιλιά μου. «Ωραία. Φέρε μου αίμα.» είπα, ελπίζοντας. «Όχι αποκλείεται. Θα το χορηγήσουμε με άλλο τρόπο. Δε θέλω να σε αναγκάσω να το πιείς αυτό το πράγμα.» είπε απαγορευτικά. «Μα γιατί; Θέλω να δοκιμάσω. Αυτός είναι ο ευκολότερος τρόπος.» είπα με ένα συναίσθημα αηδίας. Πως γινόταν εγώ να ήθελα να δοκιμάσω αυτό το πράγμα; Αλλά το χρειαζόμουν. Έπρεπε να το κάνω για τη Ρένεσμι. «Δεν γίνεται αυτό.» είπε. «Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ. Για μια φορά. Και αν δεν μου αρέσει δεν θα ξαναπιώ ποτέ. Θα το κάνουμε όπως θες εσύ. Αλλά για μια φορά, σε παρακαλώ.» ικέτεψα εντελώς θεατρινίστικα, αλλά αυτό το κόλπο πάντα έπιανε. «Αμάν πια Μπέλλα επίτηδες το κάνεις; Ξέρεις ότι δεν μπορώ να σου αρνηθώ τίποτα όταν με παρακαλάς έτσι.» είπε εκνευρισμένος. «Για να είμαι ειλικρινής, ναι επίτηδες το κάνω. Δεν θέλω να μου αρνείσαι τίποτα.» είπα και άρχισα να τον φιλάω. «Ωχ, εντάξει. Μπορείτε να πιείτε λίγο αίμα κυρία Κάλεν. Αλλά μόνο λίγο. Αν και είμαι σίγουρος πως δεν θα σας αρέσει.» είπε προσπαθώντας να ξεφύγει από τα φιλιά μου. Άρχισα να τον φιλάω πιο παθιασμένα για να τον εκδικηθώ. Η νύχτα είχε κιόλας αρχίσει να ρίχνει το πέπλο της γύρω απ’ το Φόρκς. Καθόμασταν, όλη η οικογένεια, στην τραπεζαρία και περιμέναμε τον Κάρλαϊλ. Μετά από δύο δευτερόλεπτα περίπου, εκείνος εμφανίστηκε στην πόρτα, με ένα σιδερένιο ποτήρι στο χέρι του. Περπάτησε, αργά προς το μέρος μου χωρίς να είναι σίγουρος γι’ αυτό που πήγαινε να κάνει. Τα χέρια του έτρεμαν κάπως. Ήταν εμφανές το ότι δεν ήθελε να μου δώσει το ποτήρι. Τον κοίταξα επίμονα, περιμένοντας να δω την επόμενη κίνησή του. Εκείνος περπάτησε πιο γρήγορα, και όταν έφτασε κοντά στο τραπέζι, ακούμπησε το σιδερένιο ποτήρι στη γυάλινη επιφάνεια, και αυτή έκανε έναν άσχημο ήχο. Μέσα στο ποτήρι, που ήταν αεροστεγώς κλεισμένο, υπήρχε ένα καλαμάκι, μαύρο. Παραξενεύτηκα. Γιατί να το είχαν βάλει αυτό; «Δεν χρειάζεται να το βλέπεις.» είπε ο Έντουαρντ με ένα καθησυχαστικό τόνο στη φωνή του. Απάντησε κατευθείαν στην ερώτηση μου, είχε μάθει να διαβάζει το πρόσωπό μου. Δεν του απάντησα. Πήρα με γρήγορες κινήσεις το ποτήρι , και έφερα το καλαμάκι κοντά στα χείλη μου. Κοίταξα καθέναν τους, χωρίς να είμαι σίγουρη γι’ αυτό, και έβαλα το καλαμάκι στο στόμα μου. Ρούφηξα με δύναμη, και το αίμα κατέληξε μέσα στο στόμα μου. Δεν το κατάπια αμέσως, το άφησα εκεί για να καταλάβω τη γεύση του. Ήταν ξεχωριστή. Θα μπορούσα να πω… ωραία. Και η μυρωδιά του, ήταν ωραία κι αυτή. Ήπια άλλη μια γουλιά. Αυτή ήταν πιο ωραία. Ήπια πολλές γουλιές, μέχρι που τελείωσα όλο το αίμα μέσα στο ποτήρι. «Είναι… τέλειο.» είπα. Εκείνοι με κοίταξαν έκπληκτοι. «Θέλω κ’ άλλο. Το μωρό θέλει δηλαδή.» είπα ψέματα. Βασικά δεν ήταν εντελώς ψέμα. Και οι δύο θέλαμε. Ο Κάρλαϊλ πήρε το ποτήρι και εξαφανίστηκε μέσα στα νοσοκομειακά δωμάτια. Μετά από λίγα λεπτά, ξαναεμφανίστηκε με το ποτήρι στο χέρι. Τι ακούμπησε δίπλα μου, και κάθισε στη θέση του, ακριβώς απέναντι μου. Πήρα διστακτικά το ποτήρι, εν όσο όλοι με κοιτούσαν χωρίς να λένε κουβέντα, Άρχισα να πίνω τη μια γουλιά μετά την άλλη, και τελείωσα το ποτό μου μέσα σε δύο δευτερόλεπτα. Ο Έντουαρντ με κοίταζε ξαφνιασμένος. Η Ρόζαλι και η Εσμί επίσης. Ο Τζάσπερ φαινόταν ικανοποιημένος. Ο Έμετ προσπαθούσε να κρύψει το γέλιο του και η Άλις με τον Κάρλαϊλ φαίνονταν ικανοποιημένοι και αυτοί. Οι εκφράσεις το περισσοτέρων με ανακούφισαν. Ο Έντουαρντ όμως με κοίταζε ακόμα έκπληκτος. Φαινόταν να έχει πάθει σοκ. «Τι έπαθε;» ρώτησα ανήσυχη, χωρίς να απευθύνομαι σε κάποιον συγκεκριμένα. «Τίποτα είναι απλά ξαφνιασμένος. Ήσουν καταπληκτική αδελφούλα. Πραγματικά.» είπε ο Έμετ. «Ευχαριστώ.» είπα ντροπαλά. Σίγουρα θα είχα κοκκινίσει πάλι. Εκείνος γέλασε δυνατά. «Έντουαρντ αγόρι μου ηρέμησε, είναι εντάξει.» είπε ο Κάρλαϊλ, χαϊδεύοντας τον ώμο του Έντουαρντ. «Η..ήρεμος είμαι. Απλά έχω μείνει έκπληκτος. Πραγματικά Μπέλλα, αγάπη μου, δεν ξέρω τι να πω. Νίκησες.» είπε σηκώνοντας τα χέρια ψηλά. «Τέλεια.» είπα θριαμβευτικά. Σηκώθηκα από την καρέκλα , πηγαίνοντας προς την πόρτα. «Λέω να πάω να ξαπλώσω. Νιώθω κουρασμένη.» είπα. «Θα έρθω μαζί σου.» είπε ο Έντουαρντ, και έτρεξε δίπλα, μου μέσα σε ένα δευτερόλεπτο ίσως και λιγότερο. Ανεβήκαμε τη μεγάλη σκάλα, και πήγαμε στο δωμάτιο μας. Το πιο υπέροχο μέρος. Με έκανε να νιώθω ασφάλεια. Ότι έχω το δικό μου μέρος, και μπορώ να κάνω ότι θέλω. Πήγα στο μπάνιο να αλλάξω και να πλυθώ. Όταν έβγαλα την μπλούζα μου, παρατήρησα στον καθρέφτη την κοιλιά μου. Ήταν τόσο τέλεια σχηματισμένη. Στρογγυλή. Μεγάλωνε γρήγορα. Φαινόμουν σίγουρα έξι μηνών έγκυος. Μέσα σε μια εβδομάδα το μωρό είχε μεγαλώσει τόσο πολύ. Ο Κάρλαϊλ μας είχε πει ότι η Ρένεσμι θα γεννιόταν, στις 12 Σεπτεμβρίου. Μια μέρα πριν από τα γενέθλιά μου. Σε μια βδομάδα από σήμερα. Ανυπομονούσα να τη δω. Θα ήταν υπέροχη. Βγήκα από το μπάνιο και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Κουκουλώθηκα μέχρι το λαιμό. «Κρυώνεις;» ρώτησε, πρόθυμος να κάνει τα πάντα για να με ζεστάνει. «Όχι είμαι καλά.» είπα κλείνοντας τα μάτια μου. «Ήταν μεγάλη μέρα σήμερα έτσι;» ρώτησε, αποφεύγοντας της συζήτηση περί κρύου. «Ναι όντως. Αλλά νομίζω πως ήδη νιώθω πολύ καλύτερα. Σχετικά με πριν εννοώ. Το αίμα βοήθησε πολύ. Ελπίζω να έχουμε κι’ άλλο.» είπα. «Ο Κάρλαϊλ έχει αρκετό. Αλλά φρόντισε να μην το έχεις πιεί όλο μέσα στη βδομάδα. Που θα βρούμε άλλο μετά;». «Θα προσπαθήσω. Βασικά ξέρεις, νιώθω σαν βρικόλακας τώρα. Ξέρεις είναι λίγο παράξενο να πίνει ένας άνθρωπος. Αλλά είναι μια προετοιμασία για το μέλλον. Το άμεσο φαντάζομαι. Ίσως τη μέρα των γενεθλίων μου;» προσπάθησα να μάθω. «Δεν νομίζω πως τότε θα είναι η κατάλληλη στιγμή. Μπορεί να φέρεις σε κίνδυνο τη Ρένεσμι. Και είμαι σίγουρος ότι δεν το θέλεις αυτό. Ίσως έξι μήνες ή κανένα χρόνο πιο μετά. Αυτό θα είναι τέλειο.» είπε αποφασισμένος να γίνει πάλι το δικό του. «Ας μην το συζητήσουμε άλλο. Νυστάζω.» είπα γυρνώντας απ’ την άλλη μεριά. «Όπως θες.» ένας τόνος ευχαρίστησης υπήρχε στη φωνή του, «Καληνύχτα.» είπε χαϊδεύοντας τα μαλλιά μου. «’Νύχτα.» είπα βαριεστημένα προσπαθώντας να κοιμηθώ. Μούγκρισε και σταμάτησε να μιλάει. Το επόμενο πρωί, παρ’ όλες τις προσπάθειες μου να αντισταθώ δεν τα κατάφερα κα ήπια τουλάχιστον δύο λίτρα αίμα μέσα σε τρείς ώρες. Η Ρένεσμι φαινόταν να τα πήγαινε καλύτερα. Και εγώ φυσικά. Η ξαφνική αλλαγή στη διάθεσή μου ήταν εμφανής, και μπορούσε να το αποδείξει αυτό. Ο πατέρας μου τηλεφωνούσε, σχεδόν καθημερινά για να δει τι κάνω, νομίζοντας πως είμαστε ακόμα στο νησί. Όλοι οι άνθρωποι τουλάχιστον αυτό νόμιζαν. Ακόμα και ο Τζέικομπ. Οι μέρες περνούσαν πολύ γρήγορα, χωρίς ευτυχώς κανένα αναπάντεχο και τώρα απέμεναν μόνο τρείς μέρες μέχρι τη γέννηση της Ρένεσμι. Ένιωθα υπέροχα και η διάθεσή μου ήταν πολύ ανεβασμένη, και σίγουρα ήμουν πολύ καλά. Όμως ο Κάρλαϊλ, ο Τζάσπερ και ο Έντουαρντ φυσικά, δεν ήταν και πολύ βέβαιοι γι’ αυτό. Καθόμουν στον καναπέ, με μία μεγάλη κουβέρτα τυλιγμένη γύρω μου, και έβλεπα τηλεόραση. Η Άλις καθόταν δίπλα μου, πολύ σκεπτική. Κάτι την απασχολούσε σίγουρα, αλλά δεν πολυέδινα σημασία. «Ωχ..» μουρμούρισε. Σηκώθηκε γρήγορα από τον καναπέ. «Μπέλλα πρέπει να εξαφανιστείς. Τώρα. Ο Τζέικομπ θα χτυπήσει το κουδούνι της πόρτας σε τρία λεπτά. Γρήγορα εξαφανίσου.» είπε με τόνο αυταρχικό, σαν μια μητέρα που μάλωνε το παιδί της. «Ο Τζέικ; Είναι εδώ; Όχι δεν πάω πουθενά πρέπει να το δει αυτό. Δεν δέχομαι αντιρρήσεις.» είπα και εκείνη δεν ξαναμίλησε. Το κουδούνι χτύπησε. Η καρδιά μου είχε πάει απέναντι. Η Ρόζαλι άνοιξε την πόρτα. «Τι κάνεις εδώ μπασταρδόσκυλο;» είπε. «Σκάσε βδέλλα. Που είναι η Μπέλλα; Πρέπει να τη δω.» είπε προχωρώντας πιο μέσα στο σπίτι. «Μπέλς; Τι έπαθες;» είπε ανήσυχος. «Άλις με βοηθάς να σηκωθώ;» ζήτησα. Εκείνος παραξενεύτηκε και έμεινε να με κοιτάει. Σηκώθηκα από τον καναπέ και η μεγάλη κουβέρτα έπεσε στο πάτωμα. Η μεγάλη μου κοιλιά εμφανίστηκε, κι εκείνος απόρησε με το θέαμα. «Ωωω..» μουρμούρισε στεναχωρημένος. Η κουβέντα δε συνεχίστηκε άλλο. Κάθισε μαζί μου, πολλή ώρα. Μερικές φορές τον έβλεπα να συζητάει με τον Κάρλαϊλ και τον Έντουαρντ. Και δεν φαινόταν ικανοποιημένος από τη συζήτηση, όμως δεν μου έλεγε τίποτα.
Κάθισε μαζί μου και τις επόμενες μέρες. Μέχρι που ήρθε η ώρα. Μου κρατούσε το χέρι μέχρι την τελευταία στιγμή. «Σ’ ευχαριστώ που είσαι εδώ.» ψέλλισα. Ο Έντουαρντ ήρθε και έπιασε το άλλο μου χέρι. «Σ’ αγαπώ. Ότι και αν πάθω, να φροντίζεις τη Ρένεσμι.» τον παρακάλεσα. Δεν μου απάντησε. Έμεινα να περιμένω την κόρη μου, χωρίς να ξέρω τι θα μπορούσε να κάνει για να βγει από μέσα μου.
Dukicca Twilight Human
Ηλικία : 29 Τόπος : Αθήνα Αριθμός μηνυμάτων : 59 Registration date : 13/07/2009
«Σε παρακαλώ σώσε τη.» με παρακάλεσε ο Τζέικομπ. Η έκφραση στο πρόσωπο του ήταν άκρως απογοητευτική. Ήταν σαν να μην ήλπιζε για τίποτα. Σα να πίστευε ότι η Μπέλλα θα πέθαινε. Τον κοίταξα μες τα μάτια για λίγο. Διάβασα τις σκέψεις του άλλη μια φορά. Είδες τι της έκανες;, φώναζαν. Οι λέξεις αυτές με έκαναν να νιώσω χάλια. «Δε θα το κάνω για σένα. Είναι δική μου και τη θέλω ζωντανή.» είπα κοφτά. Ήμουν πολύ εγωιστής. Ήμουν σίγουρος πως εκείνη, μέσα στον πόνο της τα είχε ακούσει όλα. Και ήμουν χαρούμενος γ’ αυτό. «Κάνε την βδέλλα. ΚΑΝΤΟ ΤΩΡΑ!» φώναξε. Για μια στιγμή, φαντάστηκα τη ζωή της χωρίς εμένα. Θα ήταν με τον Τζέικομπ, θα μπορούσε να κάνει παιδιά με φυσιολογικό τρόπο, θα ήταν ευτυχισμένη. Τη φαντάστηκα να παραπονιέται για όλα αυτά που της προξένησα. Μέσα σε εκείνο το ίδιο δάσος. Στο δάσος που την είχα αφήσει εγώ, θα με άφηνε τώρα εκείνη. «Κοίτα τι μου έκανες; Είσαι ευχαριστημένος; Ξέρεις κάτι; Διαλέγω τον Τζέικομπ. Και κανονικά θα έπρεπε α το κάνω αυτό πιο νωρίς. Με αυτόν μπορώ να κάνω οικογένεια. Δεν θα μου στερήσει τίποτα. Θα με κάνει ευτυχισμένη. Άδικα σπατάλησα τόσο χρόνο για σένα. Είσαι ένα τίποτα που μου κατέστρεψε τη ζωή.» Αυτά θα μου έλεγε. Σίγουρα. Γιατί ήμουν τόσο εγωιστής που την ήθελα μόνο για τον εαυτό μου. Και θα είχε δίκιο. Όμως και πάλι, αν εκείνη είχε διαλέξει το σκυλί αντί για μένα, ή αν είχε κάνει κουτάβια αντί του τίποτα εγώ πάλι θα την αγαπούσα. Πάλι θα έδινα τα πάντα για κείνη. Κάθε λεπτό θα τη σκεφτόμουν ακόμα κι αν δεν ήταν δική μου. Θα την προστάτευα, ακόμα και αν εκείνος έκανε το ίδιο. Εκείνος δεν θα με εμπόδιζε σε αυτό. Όμως τώρα που ήταν ολοκληρωτικά δική μου, τώρα έπρεπε να τη σώσω. Έπρεπε να κάνω αυτό που σιχαινόμουν περισσότερο. Έπρεπε να κάνω αυτό που απέφευγα να απαντήσω στις ερωτήσεις της περί αυτού του θέματος. Κάτι που ήθελε εκείνη. Το τέλος της ζωής της. «Κι άλλη μορφίνη Άλις.» είπα ψύχραιμα, χωρίς να δίνω σημασία στο σκύλο. Το χλωμό δέρμα της ήταν τόσο απαλό. Το ζεστό χέρι της έτρεμε μέσα στο δικό μου. Το σώμα της χοροπηδούσε πάνω στο κρεβάτι. Η κόρη μας προσπαθώντας να βγει από μέσα της, της έσπαγε τα κόκκαλα. Ούρλιαζε δυνατά, καθώς, η αδυναμία της να αντισταθεί στα σπασίματα, είχε πάει στο μηδέν.. «ΚΑΝΤΟ ΤΩΡΑ!» φώναξε ξανά ο σκύλος. Το σκέφτηκα λίγο. Την κοίταξα μες τα μάτια, που είχαν δακρύσει από τον πόνο. Δεν θα το άντεχα αν πέθαινε. Έπρεπε να τη σώσω. «Μπέλλα θα σε σώσω. Δε θα φύγω από κοντά σου ούτε λεπτό. Το υπόσχομαι.» έσφιξα το αδύναμο χέρι της μέσα στο δικό μου. Ο Κάρλαϊλ εμφανίστηκε στο δωμάτιο και μου έδωσε τη σύριγγα με το δηλητήριο. «Ας ελπίσουμε για το καλύτερο.» είπε σφίγγοντας το χέρι μου. Αποφασιστικά, πήγα κοντά της. Χωρίς να ξέρω τι κάνω, χωρίς να είμαι σίγουρος, προσευχήθηκα να πάνε όλα καλά. «Σε παρακαλώ κάντο. Κάνε το τώρα!» είπε και η φωνή της έτρεμε. Το χέρι της άφησε το δικό μου και έπεσε, με έναν άσχημο γδούπο, πάνω στη σιδερένια βάση του κρεβατιού. «Αυτό είναι αυτό που θέλεις Μπέλλα. Τώρα θα είσαι αρκετά δυνατή. Μόνο, σε παρακαλώ μην με αφήσεις. Ακούς; Μην με αφήσεις. Θα σε σώσω..» της υποσχέθηκα. Ο Τζέικομπ με ειρωνεύτηκε σιγανά. Δεν μπήκα στον κόπο να του απαντήσω. «Γρήγορα αγόρι μου. Δεν μας έχει μείνει πολύς χρόνος.» Πλησίασα τη σύριγγα στο στήθος της. Ακριβώς πάνω από την καρδιά της. Σήκωσα λίγο το χέρι μου, και το άφησα να τρέξει στον προορισμό του. Έκλεισα τα μάτια μου για να μην τη δω να υποφέρει. Όμως ακόμα άκουγα τη φωνή της, την ανάσα της. Η καρδιά τη έκαιγε, όπως είχε γίνει και με τη δική μου, και με όλων. Άρχισε να τρέμει. Μια κραυγή αγωνίας και πόνου βγήκε από το στόμα της. Η φωνή της είχε γίνει τόσο σιγανή, τόσο αδύναμη. Δεν μπορούσε καν να φωνάξει. «Το μωρό!» φώναξε ο Τζέικομπ. Μια έκφραση αηδίας, υπήρχε στο πρόσωπο του. Δεν του έδωσα καμία σημασία. Τώρα δε με ενδιέφερε αυτή. Καθόλου. Η Μπέλλα, ακόμα ανέπνεε, αλλά είχε χάσει τις αισθήσεις της. Ήλπιζα να μπορούσε να με ακούσει. Ήλπιζα να μπορούσε να ζήσει. «Μπέλλα, τα κατάφερες! Μπέλλα, είναι όλα εντάξει. Μπορείς να ξυπνήσεις τώρα. Τελείωσαν όλα.» της είπε ο Τζέικομπ ταρακουνώντας τη. «Μη νομίζεις ότι είναι τόσο εύκολο σκύλε. Χρειάζονται ώρες, για να συνέλθει. Άδικα φωνάζεις.» είπα κοιτάζοντας τη. Ήταν σα νεκρή. Δεν άντεχα να τη βλέπω έτσι. Ήταν απαίσιο. «Ρόουζ πάρε τη Ρένεσμι.» είπε ο Κάρλαϊλ, με αυστηρό τόνο. Εκείνη πήρε γρήγορα το παιδί στην αγκαλιά της, χωρίς να νοιάζεται να μη λερωθούν τα ακριβά ρούχα της. Πάντα τόσο φαντασμαγορική. Ήθελε συνεχώς να ξεχωρίζει. Να είναι το κέντρο της προσοχής. Παρ ‘όλα αυτά, η Ρόουζ, έπλυνε τη Ρένεσμι στο νιπτήρα, και την τύλιξε μέσα σε μια ροζ κουβέρτα. Δεν ήθελα να τις κοιτάω. Δεν είχα καταφέρει να δω το τέρας που κόντευε να σκοτώσει τη γυναίκα μου, αλλά δεν το ήθελα κιόλας. «Θα γίνει καλά;» ρώτησα τον Κάρλαϊλ ελπίζοντας για την καλύτερη δυνατή απάντηση. «Με τόση μορφίνη που υπάρχει στον οργανισμό της, θα είναι μια χαρά. Άκου την ανάσα της, την καρδιά της. Είναι τόσο δυνατή. Πιο δυνατή και από μια αρκούδα γκρίζλι ή τον Έμετ.» «Είσαι σίγουρος γι αυτό; Και τα κόκκαλα της; Το τερατάκι κατάφερε να της σπάσει και τα δύο πλευρά.» είπα σαστισμένος. «Το δηλητήριο θα την κάνει καλά. Μην ανησυχείς, μέσα στις επόμενες εικοσιτέσσερις ώρες, πιστεύω πως θα έχουμε κάποια εξέλιξη. Θα είναι μια χαρά.» «Το ελπίζω.» είπα, και δεν συνέχισα την κουβέντα. Το μόνο που έκανα τώρα ήταν να ελπίζω. Γιατί αν αυτό το πράγμα κατάφερνε τελικά να τη σκοτώσει, θα το σκότωνα με τα ίδια μου τα χέρια. Το επόμενο πρωί, καθόμουν στην ίδια θέση όπως και χθες το βράδυ. Στην ίδια πολυθρόνα. Με την ίδια στάση. Χωρίς να κουνιέμαι. Κρατούσα ακόμα το χέρι της. Ανέπνεε αργά, η καρδιά της όντως ήταν πολύ δυνατή. Αλλά αυτό δεν σήμαινε τίποτα. Τα πράγματα είχαν ηρεμίσει κάπως τώρα. Ο σκύλος κοιμόταν έξω, και οι υπόλοιποι Κάλεν ασχολούνταν με το μικρό αγγελούδι. Η πόρτα άνοιξε διστακτικά. Η Ρόζαλι μπήκε μέσα, δεν μπήκα καν στον κόπο να την κοιτάξω. Με πλησίασε με αργά βήματα. «Εε, Έντουαρντ;» είπε χτυπώντας την πλάτη μου. «Τι θέλεις Ρόζαλι, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να..» «Παρ’ την.» με διέκοψε. «Κοιμάται σαν άγγελος. Μην την ξυπνήσεις.» είπε δίνοντας μου ένα μικροσκοπικό μωρό, τόσο προσεκτικά, λες και κρατούσε κανένα βάζο. Μου χαμογέλασε και βγήκε με χορευτικά βήματα από το δωμάτιο. Είχα μείνει να κοιτάω το μωρό. Το τέρας που νόμιζα ότι ήταν- τι βλάκας. Ήταν το πιο όμορφο μωρό που είχα δει ποτέ. Κοιμόταν όντως σαν άγγελος. Είχε μικρές μπούκλες σε όλη την έκταση του κεφαλιού της, το ίδιο χρώμα με των δικών μου. Όμως, γενικότερα ήταν ολόιδια η Μπέλλα. Πανέμορφη χωρίς καμία ατέλεια. «Ρένεσμι…» ψιθύρισα, «Πόσο όμορφη;». Κουνήθηκε μέσα στην αγκαλιά μου, και για μια στιγμή νόμιζα ότι είχε ξυπνήσει. Της χαμογέλασα. Δεν περίμενα να μου ανταποδώσει κανένα χαμόγελο φυσικά. Αλλά το όνειρο της ήταν τόσο ευχάριστο, γεμάτο χρώμα, που έσκασε ένα χαμόγελο χωρίς λόγο. Εκείνη τη στιγμή αναρωτήθηκα, πως ήταν δυνατόν να αγαπήσω αυτό το μωρό. Κι όμως. Με έκανε να την κερδίσω. Ήταν τόσο… ξεχωριστή. Η πόρτα άνοιξε σιγανά. Η Άλις, μπήκε μέσα κρατώντας ένα μπιμπερό με ένα κόκκινο υγρό μέσα. Με πλησίασε περπατώντας στις μύτες των ποδιών της. «Θες να της το δώσεις εσύ;» είπε χαϊδεύοντας το κεφαλάκι της Ρένεσμι. « Να της δώσω τι πράγμα;» ρώτησα απορημένος για το υγρό μέσα στο μπιμπερό. «Μη μου πεις… ω όχι..» ψιθύρισα αγανακτισμένος. «Δεν της αρέσει το γάλα. Προ τιμάει αυτό. Έλα δωσ’ της το.» «Μα κοιμάται.» «Δεν έχει σημασία. Αχ δεν ξέρεις τίποτα από μωρά. Ωραίος μπαμπάς είσαι.» είπε γελώντας με εκείνο το μελωδικό γέλιο της. «Συγγνώμη αλλά πρώτη φόρα έγινα πατέρας.» είπα χαμογελώντας. Είχα δίκιο όμως. Εκείνη μου χαμογέλασε και πήρε τη Ρένεσμι από την αγκαλιά μου, και κάθισε στην απέναντι πολυθρόνα. Την ακούμπησε προσεκτικά στα πόδια της, με το ένα χέρι κρατούσε το κεφάλι της και με το άλλο της έδινε το «γάλα» της. Έπρεπε να είχα κρατήσει σημειώσεις γι’ αυτό. «Πως τα πάει;» ρώτησε ενώ η Ρένεσμι έπινε ευχαριστημένα το αίμα μέσα από το μπιμπερό. «Τα ίδια. Από χτες έχει μείνει στάσιμη. Μάλλον εγώ έκανα κάτι λάθος.» είπα σαστισμένος. «Έλα Έντουαρντ μη στεναχωριέσαι. Θα γίνει καλά. Είναι δυνατή. Μπορώ να τη δω. Θα ζήσει.» είπε με σιγουριά. Εγώ όμως δεν ήμουν τόσο σίγουρος, ούτε τόσο αισιόδοξος. Μετά από λίγο, χωρίς κάτι άλλο να έχει ειπωθεί, εκείνη μου έσφιξε το χέρι. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου πετάχτηκα όρθιος, και βρέθηκα ακριβώς πάνω από το κεφάλι της. «Μπέλλα αγάπη μου μπορείς να με ακούσεις;» είπα προσπαθώντας να καταλάβω αν ήταν ζωντανή ή νεκρή. Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια της. Ζεστά, κόκκινα, σαν φωτιά. «Εδώ είμαι αγάπη μου. Εδώ! Πάντα!» είπα συγκινημένος. Κόντευα να κλάψω. Εκείνη πετάχτηκε όρθια –κόντεψε να σπάσει το κρεβάτι- και με αγκάλιασε πολύ πιο δυνατά απ’ ότι περίμενα. «Σιγά Μπέλλα. Αουτς. Αυτό πόνεσε.» «Συγγνώμη.» είπε χαμογελώντας στεναχωρημένα. «Μην τρελαίνεσαι Μπέλλα. Απλώς θα είσαι πιο δυνατή από μένα για λίγο.» «Που είναι; Θέλω να τη δω. Τη Ρένεσμι.» είπε, προσπαθώντας να σηκωθεί από το κρεβάτι. Τα καινούρια μάτια της έψαξαν το δωμάτιο. «Εδώ είναι. Όμως ας μην το διακινδυνέψουμε. Πως αισθάνεσαι;» «Καλά. Κάπως διαφορετική.» είπε. «Άλις, μπορείς σε παρακαλώ να φέρεις τη Ρένεσμι;» ρώτησα την αδελφή μου, που είχε κρυφτεί από πίσω μου, χαμογελώντας. Εκείνη προχώρησε μπροστά κρατώντας τη Ρένεσμι, που κοιμόταν ακόμα στην αγκαλιά της. «Ωωω..» ψιθύρισε. «Η κόρη μου, το μωρό μου.» είπε και θέλησε να πάρει τη Ρένεσμι στην αγκαλιά της. «Όχι Μπέλλα. Όχι ακόμα. Πρέπει πρώτα να βεβαιωθούμε ότι δεν μπορείς να της κάνεις κακό.» την απέτρεψα. «Τι έγινε, ξύπνησε;». Μπήκαν μέσα όλοι μαζί. Τουλάχιστον, είχα γλιτώσει από την αντίδραση της, για την απαγόρευση μου. Η Μπέλλα χαμογέλασε και έγνεψε. «Πως αισθάνεσαι;» τη ρώτησε ο Κάρλαϊλ. «Καλά… Αρκετά συγκλονισμένη θα μπορούσα να πω.» είπε φτιάχνοντας τα μαλλιά της. Δεν είχε ιδέα πόσο όμορφη ήταν. Φυσικά, ξεπερνούσε το μέγιστο όριο ομορφιάς. Το αγγελικό της πρόσωπο χαμογελούσε, και τα μάτια της ήταν τόσο ζεστά, οικεία. Δεν ένιωθα φυσικά, διαφορετικά γι’ αυτήν. Ίσως να μη μπορούσα μυριστώ αυτή τη μυρωδιά, ή να προσπαθώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου κάθε φορά που την άγγιζα, για να μην την τραυματίσω. Όμως τότε και τώρα και πάντα θα την αγαπώ με τον ίδιο τρόπο, όπως και θα είναι. Πάντα θα είναι η Μπέλλα που γνώρισα τότε. Η ντροπαλή, η όμορφη αυτή που με έκανε να δω τον κόσμο ξανά με άλλα μάτια. Δεν διέφερε από την παλιά Μπέλλα, πολύ. Είχε μερικές διαφορές στα χαρακτηριστικά, αλλά τίποτα δεν είχε αλλάξει σε σχέση με αυτό που ένιωθα για εκείνη. «Σίγουρα. Συγγνώμη που σου κάνω αυτές τις ερωτήσεις, αλλά πρέπει. Ξέρω ότι έχεις ανάγκη να τραφείς. Όμως ξέρεις, είναι ερωτήσεις ρουτίνας.» είπε ο Κάρλαϊλ, αναγνωρίζοντας, την ανάγκη της. «Όχι, η δίψα είναι υποφερτή κατά κάποιο τρόπο. Όχι ότι δεν θέλω λίγο αίμα αυτή τη στιγμή, αλλά μπορώ να το ελέγξω.» παραδέχτηκε. «Καταπληκτικό.» είπε ο Κάρλαϊλ ενθουσιασμένος. «Απίθανο.» είπε ο Τζάσπερ. «Στα εκατόν εξήντα έξι χρόνια μου πρώτη φορά παρατηρώ τέτοιο φαινόμενο. Μπορεί και συγκρατείται με τη Ρένεσμι και τον κοπρίτη τόσο κοντά. Είναι τελείως απίθανο κάποιος να μπορεί να ελέγχει τα συναισθήματα του. Αυτό ακριβώς κάνεις αυτή τη στιγμή Μπέλλα. Αλλά μη ζορίζεσαι. Όλα θα έρθουν στη ώρα τους.» «Πω, πω. Είναι κάπως περίεργο αυτό. Εννοώ δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς εννοείτε, αλλά μου ακούγεται φανταστικό. Το ότι μπορώ εγώ να το κάνω αυτό, είναι εκπληκτικό. Τουλάχιστον κάνω κάτι σημαντικό έτσι;» είπε. «Αχ Μπέλλα.. Πότε θα καταλάβεις πόσο σημαντική είσαι;» ρώτησα αν και καθένας τους εκεί μέσα γνώριζε την απάντηση. Δεν μου απάντησε. Χαμογέλασε πλατιά. Τα κάτασπρα δόντια της άστραψαν στο φως και έκαναν αντανάκλαση με το παράθυρο, όμως αυτό απ’ ότι φαίνεται, αυτό ξύπνησε το σκύλο που κοιμόταν απέναντι ακριβώς, για να την «προσέχει», και καλά. Η ανάγκη της Μπέλλα να δει την κόρη μας γινόταν όλο και μεγαλύτερη, καθώς τρέχαμε στο δάσος. Φυσικά, ήμουν πιο γρήγορος από αυτή, αλλά πολύ λιγότερο δυνατός. Κατάφερε να φάει τέσσερα ελάφια μέσα σε πέντε λεπτά- ουάου, νόμιζα ότι έτρωγε πιο αργά. «Αυτό ήταν πιο ωραίο.» είπε με ευχαρίστηση. Την κοίταξα από πάνω μέχρι κάτω, και τελικά, έσκασα στα γέλια. «Τι συμβαίνει;» είπε με αυστηρό τόνο, λες και δεν ήξερε το λόγο. «Πρέπει, να δεις τον εαυτό σου. Χα! Πως έγινες έτσι; Νόμιζα ότι έτρωγες πιο προσεκτικά.» είπε γελώντας δυνατά. «Χάλια ε;» είπε ντροπαλά, κρύβοντας το πρόσωπό της , στα μαλλιά της. «Ε, λιγάκι. Αλλά μην ανησυχείς, θα το φτιάξουμε στο σπίτι.» της είπα ενθαρρύνοντας τη. «Πότε θα πάμε σπίτι;» ρώτησε. «Θες να πάμε τώρα;» ρώτησα, αν και ήδη γνώριζα την απάντηση. «Ε, ναι. Αλλά χωρίς να με δει η Άλις, γιατί ή αυτή θα με δολοφονήσει, ή εγώ θα την κάνω κομματάκια. Ένα από τα δύο, σίγουρα. Θα αλλάξω, μόλις πάμε σπίτι. Αλλά μόνο μη με δει, σε παρακαλώ.» μου είπε. «Εντάξει.. Πολύ ωραία. Όμως, μήπως δε νιώθεις αρκετά χορτασμένη;» «Νιώθω μια χαρά. Κρατιέμαι.» παραδέχτηκε. «Σωστά, τέσσερα ελάφια τσάκισες, δεν είναι και λίγα.» είπα κοροϊδευτικά. Εκείνη γέλασε, και το μελωδικό γέλιο της ακούστηκε σε όλη σχεδόν την έκταση του δάσους. «Δεν πάμε προς το σπίτι;» είπε, δείχνοντας μου, προς την κατεύθυνση του σπιτιού. «Φτάσε με, αν μπορείς.» είπα και άρχισα να τρέχω, όσο πιο αργά μπορούσα, για να την αφήσω να με νικήσει. Έτρεχε γρήγορα, και ευτυχώς, δεν κοπάνησε το κεφάλι της σε κανένα δέντρο. Η απόσταση μέχρι το σπίτι δεν ήταν πολύ μεγάλη, αλλά παρόλο που πήγαινα με σταθερή ταχύτητα, μετά από λίγο, εκείνη κατάφερε τελικά να με νικήσει. Πανηγύρισε για τη νίκη της, και το βροντερό γέλιο του Έμετ, ακούστηκε, από επάνω. «Σε νίκησα!!» είπε ενθουσιασμένη. «Για πρώτη φορά, και τελευταία.» είπα. «Θέλω να τη δω. Αλλά πρώτα θα αλλάξω. Είναι η Άλις εδώ κοντά;» ρώτησε αναστατωμένη. «Όχι. Δεν μας έχει πάρει καν είδηση. Είναι στο γκαράζ, και τακτοποιεί. Έχουμε το πεδίο ελεύθερο.» είπα οδηγώντας τη προς τα μέσα. «Ωραία. Θα τη δω όμως έτσι;» «Φυσικά και θα τη δεις.» τη βεβαίωσα. Αυτή τη φορά ήμουν αποφασισμένος να της δείξω την κόρη μας, και τίποτα δεν θα με εμπόδιζε. Τουλάχιστον, δεν την είχα χάσει ξανά, και δεν θα την έχανα ποτέ, για πάντα.
Dukicca Twilight Human
Ηλικία : 29 Τόπος : Αθήνα Αριθμός μηνυμάτων : 59 Registration date : 13/07/2009
Θέμα: Χαραυγή Κεφάλαιο Ένατο: Ξανά απο την αρχή Κυρ 4 Οκτ 2009 - 19:02
Κεφάλαιο Ένατο: Ξανά απο την αρχή
Ένας χαοτικός κόσμος, γεμάτος πόνο. Αυτό ήταν αυτό το οποίο ένιωθα, και εκεί βρισκόμουν αυτή τη στιγμή. Τουλάχιστον ήταν αυτό το λίγο που μπορούσα να νιώσω και να καταλάβω. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι συνέβαινε. Δεν αναγνώριζα πρόσωπα, τα μάτια μου είχαν θολώσει εντελώς. Ο Τζέικ φώναζε συνεχώς, προσπαθούσε να τον πείσει να με σώσει, αν και αυτός ούτως ή άλλως θα το έκανε. Φοβόμουν για το χειρότερο αλλά ήλπιζα και για το καλύτερο. Προσπαθούσα να ονειρευτώ, να σκεφτώ τη ζωή μου μετά από αυτό το βασανιστήριο, για να ξεχάσω έστω και για λίγο τον φρικτό πόνο. Ήταν σαν να μου έκαναν εγχείρηση ανοιχτή καρδιάς, μόνο που δεν ήμουν ναρκωμένη. Σαν να με ποδοπατούσαν χιλιάδες άνθρωποι χωρίς καν να ενδιαφέρονται. Σαν να με είχαν βάλει μέσα σε ένα καζάνι με καυτό, βραστό νερό και να με άφηναν εκεί μέχρι να πεθάνω. Ή μάλλον όλα αυτά μαζί. Ήταν σαν να μην ενδιαφερόταν κανένας για μένα, και όλοι να ασχολούνταν για εκείνη, σαν να μην υπήρχα. Και τότε και τα δύο μου χέρια σφίχτηκαν, από δύο διαφορετικούς ανθρώπους. Ο ένας ήταν τόσο ζεστός, και ο άλλος τόσο κρύος. Αυτός ο φρικτός πόνος ξανάρθε, διέλυσε τις σκέψεις μου, δεν με άφησε να τον ξεχάσω. Πάλι. Με ξέσκιζε. Σαν να με έτρωγαν λιοντάρια. Κάτι τέτοιο.. Ένα σπάσιμο. Κάτι είχε διαλυθεί. Ο πόνος ξαφνικά μεταφέρθηκε, άλλαξε πορεία. Τα πλευρά μου είχαν διαλυθεί. Κάτι μέσα μου κινούνταν, με γαργαλούσε, πονούσε, ήταν φρικτό. Προσπαθούσα να διώξω τον πόνο ξανά. Να τον ξεχάσω. Αλλά τίποτα. Χτυπιόμουν πάνω στο σιδερένιο κρεβάτι, και αυτό πονούσε περισσότερο. Σκοτάδι. Δεν έβλεπα τίποτα. Δεν ένιωθα τίποτα. Φωνές ακούγονταν από το βάθος. Δεν μπορούσα να βγάλω νόημα. «Σώσε τη!» είπε κάποιος. Μόνο αυτό κατάφερα να ακούσω. Εκείνος, αναστέναξε μάλλον. Δεν ήξερε τι να κάνει. «Κι άλλη μορφίνη Άλις.» είπε εκείνος. Ήταν απίστευτο. Ήθελε να κάνει εμένα να νιώσω καλύτερα αντί να σώσει το μωρό. Κάτι μπήκε στο χέρι μου, κάτι μυτερό. Τα λεπτά χέρια της Άλις με άγγιξαν. Το παγωμένο της δέρμα με έκανε να ανατριχιάσω. Άρχισα να τρέμω. Έγιναν πολλά, αλλά δεν κατάφερα να ακούσω τίποτα. Ο ήχος ήταν τόσο παράξενος, σαν να προσπαθούσα να ακούσω μουσική από ένα χαλασμένο σιντί πλέϊερ- τόσο χάλια. Το μόνο που έπιασα ήταν κάτι από το τέλος.
Το τέλος, του πόνου. Και μετά άρχισε το κάψιμο. Τότε βασικά κατάλαβα τι γινόταν. «Αυτό είναι αυτό που θέλεις Μπέλλα. Τώρα θα είσαι αρκετά δυνατή. Μόνο, σε παρακαλώ μην με αφήσεις. Ακούς; Μην με αφήσεις. Θα σε σώσω..» είχε πει. Φυσικά και δεν θα τον άφηνα. Θα προσπαθούσα, με όλη μου τη δύναμη, με κάθε σταγόνα δύναμης που μου είχε απομείνει. Και τότε μια κραυγή. Φώναξα. Τσίριξα. Τίποτα. Το κεφάλι μου έκαιγε. Ξανά κάψιμο. Βοήθεια, ήθελα να φωνάξω. Μάταια. Δεν μπορούσα. Προσπάθησα να δω. Θολά όλα, ξανά. Ήταν αδιανόητο. Δεν μπορούσα να νιώσω το σώμα μου. Προσπάθησα να κουνηθώ, να βρω το σώμα μου μέσα στο σώμα μου, αλλά τίποτα. Αυτό ήταν αδύνατο. «Το μωρό!» είπε ο Τζέικομπ. Και τότε όλα ξεκαθάρισαν. Τα είχε καταφέρει. Και εγώ τα είχα καταφέρει. Προσπάθησα να τη δω. Σήκωσα το κεφάλι μου, όσο μπορούσα, και είδα ένα θολό τοπίο. Τίποτα δεν φαινόταν καθαρό. Αλλά αυτή, ήταν το μόνο εμφανές, το μόνο όμορφο πράγμα που αντίκρισα μέσα στο άσπρο χάος. Τα κρυσταλλένια της μάτια κοίταξαν τα δικά μου γεμάτα αγωνία και φόβο. Την κοίταξα και εγώ, για τόσο λίγο. Την ήθελα εδώ, μαζί μου. Τόσο όμορφη, τόσο απίστευτη, τόσο ανεξήγητη. Και τότε εξαφανίστηκε από μπροστά μου, το αγγελικό μωρό μου, ως δια μαγείας. Που είχε πάει; Δεν μπορούσα να τη δω, να την αγγίξω. Τότε πίστεψα πραγματικά ότι θα πέθαινα. Η αδυναμία κατέκλυσε όλο μου το σώμα, δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Δεν ένιωθα απολύτως τίποτα. Σαν να ήμουν ζωντανή στο μέσα θάνατο. Δεν είχα προλάβει να αποχαιρετήσω κανέναν. Όχι πραγματικά. Δεν θα ξανάβλεπα κανέναν τους. Ούτε τον Τζέικ, τον Τσάρλι, την Άλις, τη Ρόζαλι, τον Τζαζ, τον Εμ, τον Κάρλαϊλ, την Ρενέ ή την Εσμί. Δεν θα ξανάβλεπα ποτέ τη Ρένεσμι. Οι ελπίδες χάθηκαν εντελώς. Κάθε δείγμα δύναμης εξαφανίστηκε. Κάθε πρόσωπο, κάθε ανάμνηση, όλα έσβησαν ξαφνικά. Ένιωθα τον πόνο να πηγαίνει σε όλη την έκταση του σώματος μου και να με αποδυναμώνει. Πόνος. Κάψιμο. Ξανά κάψιμο. Και μετά μόνο κάψιμο. Προσπάθησα να θυμηθώ. Τα πάντα. Την πρώτη φορά. Εκείνο το πρώτο φιλί. Όλα. Τόσο φανερά, τόσο ξεκάθαρα. Και τότε ένιωσα δύναμη. Ένιωθα να έχω τον έλεγχο του σώματός μου. Κάθε μεριά του μυαλού μου ήθελε να μείνω ζωντανή. Και αυτό έκανα. Κάθε ανάμνηση, την κράτησα κοντά. Δεν θα την άφηνα να μου ξεφύγει γιατί αυτό θα με κρατούσε ζωντανή. Τα πάντα έγιναν φωτεινά. Τίποτα μαύρο. Τότε κατάλαβα ότι κάποιος μου κρατούσε το χέρι. Δεν ήταν ούτε ζεστός ούτε κρύος. Κάτι ανάμεσα. Αυτός μου έδινε δύναμη. Ένιωσα τα χείλη του να πιέζουν τα δικά μου, απαλά. Ένα αίσθημα ευχαρίστησης. Δεν μπορούσα να ανταποκριθώ στο φιλί. «Συγγνώμη..» η κρύα ανάσα του χτύπησε το πρόσωπο μου. Όχι, ήθελα να του πω. Ένιωσα τη φωνή μου να επανέρχεται. Οι φωνητικές χορδές μου, χόρευαν μέσα στο λαιμό μου. Έσφιξα το χέρι του όσο πιο δυνατά μπορούσα. Προσπάθησα να δακρύσω, για να καταλάβει ότι είμαι ζωντανή. Ένιωθα το χέρι του να είναι τόσο κοντά με το δικό μου. Σαν να ήμασταν κολλημένοι. Δεμένοι. Πετάχτηκε μπροστά μου, τόσο γρήγορα. Τα μάτια μου τον έψαξαν στο δωμάτιο. Δεν τον έβλεπα, αλλά τον ένιωθα. Τόσο κοντά. Έψαξα κι άλλο, τίποτα, ξανά. Μόνο όταν αντίκρισα τα μάτια του, μόνο όταν άγγιξα το ζεστό δέρμα του, μόνο όταν είδα το χαμόγελο του, κατάφερα να συνέλθω. Όταν κατάλαβα ότι ήταν αυτός, όταν συνειδητοποίησα ότι τον είχα επιτέλους βρει, μόνο τότε, τον αγκάλιασα όσο πιο σφιχτά μπορούσα, με όση δύναμη μου είχε απομείνει. Κόντεψα να του σπάσω τα κόκκαλα. «Σιγά Μπέλλα. Άουτς. Αυτό πόνεσε.» είπε αγκαλιάζοντας με ξανά. Πιο απαλά, πιο συγκρατημένα. «Συγγνώμη.» ψιθύρισα στο αυτί του, όσο με αγκάλιαζε. Ήθελα να κλάψω αλλά δεν μπορούσα. Τον είχα βρει ξανά. Τα είχα καταφέρει. Είχα καταφέρει να επιζήσω. Κι’ αυτή τα είχε καταφέρει. «Θα είσαι αρκετά πιο δυνατή από μένα για λίγο.» Δεν μίλησα. Χαμογέλασα. Προσπάθησα να του μεταδώσω με την έκφραση του προσώπου μου, αυτό που ήθελα, αλλά φοβόμουν να του ζητήσω. Αναστέναξε βαριά αλλά με ευχαρίστηση. «Άλις, μπορείς να φέρεις τη Ρένεσμι σε παρακαλώ;» είπε, κι εγώ προσπαθώντας να αντικρίσω για πρώτη φορά, με τα καινούρια μου μάτια, την κόρη μου, κόντεψα να σπάσω το κρεβάτι. Ένα ρίγος με διαπέρασε. Ένα αίσθημα αγωνίας. Προσπάθησα να θυμηθώ το πρόσωπο της. Τόσο όμορφο. Η Άλις προχώρησε μπροστά, αποφασιστικά. Το μικρό μωρό στα χέρια της, το πιο όμορφο μωρό του κόσμου, το δικό μου μωρό. Τα ματάκια της ήταν ανοιχτά, είχαν ένα σοκολατί χρώμα, σαν το δικό μου, και το στρογγυλό της κεφάλι ήταν γεμάτο μπούκλες. Μισή ο Έντουαρντ, μισή εγώ – αν και αυτό θα ήταν μεγάλο μειονέκτημα, δεν έπρεπε να μου μοιάζει, αλλά τελικά μόνο μειονέκτημα δεν ήταν- η απόλυτη τελειότητα. Τα μάτια της βρήκαν τα δικά μου, γεμάτα θέληση. Άπλωσε το μικροσκοπικό χεράκι της για να αγγίξει το πρόσωπο μου. «Ωωω…» ψιθύρισα σιγανά, «Η κόρη μου. Το μωρό μου.» μόνο αυτό μπόρεσα να πω. Και ήταν η αλήθεια. Θέλησα να την πάρω στην αγκαλιά μου, το όμορφο μωρό μου ήταν εδώ. «Όχι Μπέλλα. Όχι ακόμα. Μπορεί να της κάνεις κακό.» είπε ο Έντουαρντ αυστηρά, αλλά είχε ένα γλυκό τόνο στη φωνή του. Τον κοίταξα λυπημένα. Κοίταξα για άλλη μια φορά το απίστευτο παιδί, στην αγκαλιά τη Άλις. «Πριν λίγο ξύπνησε.» είπε η Άλις, χαϊδεύοντας το γεμάτο μπούκλες, κεφαλάκι της Ρένεσμι- τελικά είχε πάρει και κάτι από τον Τσάρλι. Ο Τζάσπερ μπήκε στο δωμάτιο, τρομερά ανήσυχος. «Μπέλλα πως το κάνεις αυτό;» ρώτησε. Τον κοίταξα έκπληκτη προσπαθώντας να καταλάβω για ποιο πράγμα μιλούσε. «Ορίστε;» ρώτησα. Δεν υπήρχε κάποιος τύπος απάντησης που να αρμόζει σε μια τέτοιου είδους ερώτηση. «Πως μπορείς να συγκρατείς τα συναισθήματά σου; Πως, τόση ώρα που είμαστε εδώ δεν έχεις καταβροχθίσει τη Ρένεσμι; Τόση ώρα προσπαθώ να καταλάβω πως το κάνεις, αλλά δεν τα καταφέρνω. Μπορείς λοιπόν να με διαφωτίσεις;» ρώτησε. «Πραγματικά δεν καταλαβαίνω τι θες να πεις. Απλά, μπορώ να το ελέγξω. Δεν είναι κάτι που το απέκτησα τώρα. Το έχω από όταν ξύπνησα. Βέβαια, θα ήθελα πολύ λίγο αίμα αυτή τη στιγμή, αλλά δεν τρελαίνομαι κιόλας.» «Κανονικά θα έπρεπε να τους είχες καταβροχθίσει και τους δύο . Οι νεογέννητοι είναι πολύ ευαίσθητοι σχετικά με αυτό το θέμα. Απορώ δηλαδή πως κρατιέσαι.» «Τι να πω; Συμβαίνει από μόνο του. Εγώ δεν κάνω τίποτα.» είπα χωρίς να ξέρω να απαντήσω. Ο Τζαζ έφυγε από το δωμάτιο μελετώντας ακόμα τις σκέψεις του σχετικά με την αυτοσυγκράτηση μου. Αναστέναξα και γύρισα προς το πρόσωπο του Έντουαρντ. «Είναι πανέμορφη..» ψιθύρισα. «Σαν κι εσένα.» ψιθύρισε κι αυτός στο αυτί μου. Με αγκάλιασε όσο πιο σφιχτά μπορούσε, χωρίς να φοβάται αν θα μου κάνει κακό. Τώρα αυτή που έπρεπε να φοβάται μη τον διαλύσει εντελώς ήμουν εγώ. «Ναι καλά.» είπα. Φυσικά και δεν ήμουν όμορφη. «Έντουαρντ πάρε λίγο τη Ρένεσμι. Μπέλλα έλα μαζί μου.» είπε η Άλις, προσπαθώντας να με σηκώσει από το κρεβάτι. Ο Έντουαρντ πήρε τη Ρένεσμι στην αγκαλιά του, τόσο προστατευτικά. Τα χέρια του, δημιούργησαν έναν προστατευτικό κύκλο γύρω της. Νόμιζα πως δεν την αγαπούσε καν. Αλλά αυτό αποδείκνυε κάτι περισσότερο, όχι απλή αγάπη. Αναστέναξα με ευχαρίστηση, και ακολούθησα την Άλις. «Πού πάμε;» ρώτησα, ενώ προχωρούσαμε μέσα στο σπίτι. «Στο μπάνιο. Να σου πω, είσαι σίγουρη ότι μπορείς να περπατήσεις;» «Ναι είμαι μια χαρά.» είπα, νιώθοντας λίγο ζαλισμένη. Όταν φτάσαμε στην πόρτα του μπάνιου, εκείνη μου έκανε νόημα να μπω μέσα. «Τι κάνουμε εδώ;» ρώτησα παραξενεμένη. «Έλα μπες μέσα και κοιτάξου στον καθρέφτη.» είπε και με τράβηξε μέσα. Την κοίταξα κάνοντας μια γκριμάτσα- ευτυχώς που δεν με είδε. «Έλα, κοίτα.» είπε ενθουσιασμένη. Φοβήθηκα στην αρχή. Γύρισα το πρόσωπο μου στον καθρέφτη και είδα, στη θέση που στεκόμουν εγώ, να στέκεται τώρα μια πανέμορφη γυναίκα. Μια τόσο απίστευτα όμορφη, τόσο λαμπερή γυναίκα. Το χλωμό δέρμα της έλαμπε στο φως, που διαπερνούσε το μακρύ παράθυρο. Τα κόκκινα μάτια της έβλεπαν τα δικά μου, με ανησυχία. Είχε μακριά καστανά μαλλιά, που έφταναν σχεδόν μέχρι τη μέση της. Τα απίστευτα χείλη της χαμογέλασαν. Ένιωθα τα δικά μου χείλη να χαμογελάνε κι αυτά στην ξένη. «Λοιπόν; Τι έχεις να πεις;» είπε η Άλις, φτιάχνοντας τα μαλλιά μου. «Αυτή είμαι εγώ;» ρώτησα. «Ναι αυτή είσαι.» είπε γνέφοντας. «Θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να συνηθίσω τη νέα μου εμφάνιση.» παραδέχτηκα. «Δυστυχώς δεν έχεις νέα εμφάνιση. Το στυλ σου στα ρούχα παραμένει το ίδιο. Και θα παραμείνει το ίδιο για αιώνες.» είπε, και αναστέναξε λυπημένα. «Δεν εννοούσα αυτό.» είπα, κάνοντας μια ειρωνική γκριμάτσα. Δεν απάντησε. Βγήκε έξω από το μπάνιο με μεγάλα βήματα. Την ακολούθησα. « Ωπ. Μπέλλα! Ξύπνησες;» ρώτησε ο Έμετ, μόλις με είδε να βγαίνω από το μπάνιο. Με πήρα στην αγκαλιά του, την τεράστια αγκαλιά του μάλλον, και με έσφιξε δυνατά. «Σιγά Έμετ. Μπορεί να είμαι η πιο δυνατή από όλους τώρα, αλλά εσύ πάντα θα παραμένεις ο πιο δυνατός γορίλας της οικογένειας.» είπα προσπαθώντας να τον κάνω να με αφήσει κάτω. «Η Νέσι μου; Πως είναι;» ρώτησε την Άλις, αγνοώντας με παντελώς. «Η ποια σου;» ρώτησα, προσπαθώντας να σκεφτώ ποια θα μπορούσε να είναι αυτή η Νέσι. «Η Ρένεσμι θέλω να πω.» παραδέχτηκε. «Πως την είπες;» ρώτησα, προετοιμάζοντας τον εαυτό μου για έναν αγώνα μποξ με το μεγάλο μου αδελφούλη. «Ο Τζέικ τη φωνάζει έτσι. Δεν έχω καταλάβει ακόμα τι σημαίνει, αν θες ρώτα εκείνον.» είπε, σαν να μην ήξερε όντως τι σημαίνει. «Αυτό το Νε.., το όνομα τελοσπάντων που έδωσε το σκυλί στο παιδί μου, είναι το όνομα του τέρατος του Λοχ Νες!» ούρλιαξα. Τρομερά εκνευρισμένη, πήγα τρέχοντας στο δωμάτιο που ήταν ο Έντουαρντ με τη Ρένεσμι. «Ξέρεις πως έχει ονομάσει ο κοπρίτης την κόρη μας;» φώναξα. Εκείνος με κοίταξε έκπληκτος, καθώς προσπαθούσε να κοιμίσει τη Ρένεσμι στην αγκαλιά του. «Σσστ.. κοντεύει να κοιμηθεί.» είπε κοιτώντας τη Ρένεσμι, τόσο έκπληκτος, τόσο αφοσιωμένος σαν να ήταν το πιο όμορφο έργο τέχνης του κόσμου. Όμως όντως ήταν. Τόσο ξεχωριστό, τόσο διαφορετικό από τα άλλα. Είχε κάτι το παράξενο. Όταν την έβλεπες, σου δημιουργούσε ένα παράξενο συναίσθημα. Σε έκανε να την ακολουθήσεις στα φωτεινά όνειρα της, να ταξιδέψεις μαζί της σε μαγικούς κόσμους, σε έκανε να μη βαριέσαι ποτέ. Την έβαλε στην κούνια της, αυτή που είχα διαλέξει κάποτε εγώ. Της ταίριαζε απόλυτα. Ήταν σαν παιδάκι εποχής με τις μπούκλες να πέφτουν στο προσωπάκι της. Κοιμόταν τόσο ήσυχα, τόσο γαλήνια που φύγαμε από το δωμάτιο περπατώντας στις μύτες των ποδιών μας, για να μην της ταράξουμε τον υπέροχο ύπνο της. «Νομίζω πως πρέπει να σκοτώσω τον Τζέικ.» είπα θριαμβευτικά. «Μπέλλα ηρέμισε.» «Μα αποκάλεσε την κόρη μας Νέσι. Πιστεύει πως η Ρένεσμι είναι τέρας!» είπα, προσπαθώντας να διατηρήσω την ψυχραιμία μου. «Θα ήταν πολύ καλύτερα αν το συζητούσες μαζί του.» είπε χωρίς να θέλει να αποβεί σε άλλες ενέργειες. «Δεν το νομίζω.» «Μπέλλα, δεν είναι λύση αυτή.» είπε πιάνοντας το πρόσωπο μου με τα χέρια του. «Το ξέρω. Απλά , νιώθω απαίσια που αποκαλεί έτσι την κόρη μας. Είναι υποχρέωση μου να την προστατέψω.» είπα. Η ανάμνηση της κόρης μου, η παρουσία της στο περιβάλλον μου, με έκαναν πιο δυνατή απ’ ότι ήμουν. Αρκετά δυνατή για να τον δείρω, τουλάχιστον.
Dukicca Twilight Human
Ηλικία : 29 Τόπος : Αθήνα Αριθμός μηνυμάτων : 59 Registration date : 13/07/2009
Το ζεστό αίμα χύθηκε αργά πάνω στο άσπρο μου φόρεμα, και δημιουργήθηκε ένας τεράστιος λεκές σαν μπάλα. Το ένα ελάφι κόντευε να μου ξεφύγει καθώς προσπαθούσα να σκοτώσω το άλλο. Προσπάθησα να το πιάσω με τα χέρια μου, να του ξεριζώσω κυριολεκτικά το δέρμα, για να του πιω το αίμα. Μια άλλη ξεχωριστή μυρωδιά εισέβαλλε στη μύτη μου. Αυτή η θεσπέσια μυρωδιά γινόταν όλο και πιο έντονη. Δεν με άφηνε να συγκεντρωθώ. Κάτι άλλο εκτός από τη μυρωδιά των ζώων, μια μυρωδιά σαν του Τζέικ ή της Ρένεσμι. Άνθρωποι, σκέφτηκα. Αυτά τα υπέροχα όντα με το ακόμα πιο υπέροχο και λαχταριστό αίμα να κυλάει μέσα στο σώμα τους. Για μια στιγμή νόμιζα ότι δεν θα άντεχα. Η δίψα έκαιγε το λαιμό μου, και με έκανε να το θέλω ακόμα περισσότερο. Τότε ξαφνικά μου ήρθε στο μυαλό, η εικόνα του Τσάρλι. Τόσο ταπεινή, τόσο αθώα. Έκλεισα τα μάτια μου, διώχνοντας τη σκέψη ότι κάποιος από αυτούς θα μπορούσε να είναι ο Τσάρλι και ότι εγώ θα μπορούσα να τον σκοτώσω. Άνοιξα τα μάτια μου κοιτάζοντας αηδιασμένη από τη σκέψη μου μέσα στο κενό. Πήρα θέση άμυνας και άρχισα να τρέχω προς την αντίθετη κατεύθυνση από την δελεαστική, ανθρώπινη μυρωδιά του αίματος. Ο ψυχρός άνεμος μαστίγωνε το πρόσωπό μου καθώς τρέχαμε . Η θέληση μου να δω τη Ρένεσμι με έκανε να τρέχω όλο και πιο γρήγορα και να ξεχνάω την απαίσια αυτή σκέψη. Προσπαθούσα να μην καθυστερώ, και να μην αλλάζω ταχύτητα, να πηγαίνω συνέχεια γρήγορα. Τα μαλλιά μου ανέμιζαν στον υγρό άνεμο, κάνοντας τα να σγουραίνουν- αν και είχα πολύ ίσια μαλλιά τώρα πια. Τα δέντρα περνούσαν από δίπλα μου με αστραπιαία ταχύτητα, και ούτε καν μπορούσα να τα ξεχωρίσω. Τσαλαπάταγα τα αγριολούλουδα τρέχοντας όλο και πιο γρήγορα. Άρχισε να τρέχει μαζί μου προσπαθώντας να με φτάσει, μου έπιασε το χέρι και ξαφνικά κοκάλωσα. «Μπέλλα, συγγνώμη δεν έπρεπε να σε έχω φέρει εδώ. Συγγνώμη. Δικό μου το λάθος. Όμως..πως μπόρεσες Μπέλλα; Πως το έκανες αυτό; Γιατί δεν τους όρμισες;» «Δεν είναι η κατάλληλη ώρα, ούτε έχω τη διάθεση να το συζητήσω αυτό.» είπα, σκεπτόμενη τη Ρένεσμι. «Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο. Συγγνώμη που κάνω όλη αυτή τη διαδικασία των ερωτήσεων πάλι, αλλά σε όλους μας φάνηκε περίεργο. Και περισσότερο στον Τζαζ.» είπε απογοητευμένος. «Εγώ λέω να πάω σπίτι.» του είπα βιαστικά και άρχισα να τρέχω και πάλι. Αναστέναξε βαριά, και άρχισε να τρέχει και αυτός με την ίδια σχεδόν ταχύτητα και πάλι. Φτάσαμε στο σπίτι την ίδια ακριβώς στιγμή. «Σε νίκησα!» πανηγύρισα. «Για πρώτη και τελευταία φορά.» είπε ηττημένος. «Ναι καλά.» είπα κουνώντας το κεφάλι μου. «Λοιπόν, θα τη δω;» ρώτησα γεμάτη ελπίδες. «Φυσικά και θα τη δεις» είπε αποφασισμένος. «Αλλά πάμε να αλλάξω ρούχα, αν με δει έτσι η Άλις τη βάψαμε.» είπα κάνοντας μια γκριμάτσα. «Είναι εδώ κοντά;» ρώτησα φοβισμένη. «Όχι είναι στο γκαράζ.» είπε, σίγουρος. Ανεβήκαμε τα σκαλάκια του πίσω κήπου, για να μπούμε από την πόρτα της κουζίνας και να ανέβουμε κατευθείαν πάνω στο δωμάτιο μας. Μου άνοιξε ευγενικά την πόρτα, και όταν μπήκαμε μέσα στο σπίτι εκείνος κάτι μουρμούρισε, κάτι που δεν κατάφερα να ακούσω, κάτι όμως που μπορούσα να μυρίσω, κάτι που μπορούσα να γευτώ. «Τι είναι;» ρώτησα, και προσπάθησα να μυρίσω ξανά. Δεν απάντησε, αλλά προσπάθησε να μην δείξει την ανησυχία του. Αναστέναξα, και πήγα προς το σαλόνι. Εκεί κάθονταν η Ρόζαλι και ο Έμετ στον καναπέ αγκαλιασμένοι με τη Ρένεσμι στην αγκαλιά τους. Εστίασα το βλέμμα μου πάνω της, χωρίς να κοιτάω γύρω μου. Έπαιζαν τόσο όμορφα μαζί της- εκείνη τη στιγμή ένιωσα πολύ άσχημα που η Ρόουζ δεν είχε τη δυνατότητα να αποκτήσει παιδί. Τα μικροσκοπικά χεράκια της άγγιζαν το λευκό δέρμα της Ρόζαλι, και το χάδι τους, ήταν τόσο ζεστό, τόσο μικρό. Τα δαχτυλάκια της άγγιξαν το χέρι του Έμετ, και αυτός πήρε το χέρι της μέσα στη χούφτα του- τόσο μικρό, τόσο μαγευτικό. Η κόρη μου χαμογέλασε, και τα λευκά δοντάκια της άστραψαν στο φως. Γύρισε το κεφαλάκι της προς τη μεριά μου και χαμογέλασε πάλι, απλώνοντας τα χέρια της για να έρθει στην αγκαλιά μου. Είχε μεγαλώσει αρκετά τις τελευταίες μέρες. Φαινόταν σαν μωράκι τριών μηνών. Όμως δεν ήθελα να την απογοητεύσω. Της χαμογέλασα, και κοίταξα ξανά γύρω μου. Ο Τζαζ καθόταν στην άλλη μεριά του καναπέ, διαβάζοντας ένα βιβλίο- ιστορίας απ’ ότι κατάλαβα- που ήταν σχετικό με τους βρικόλακες, ή μάλλον τις ιδιότητες των βρικολάκων μέσα στους αιώνες. Προσπάθησα να διαβάσω το εξώφυλλο. Δεν είχε το όνομα κάποιου συγγραφέα, ούτε κάποια άλλη ένδειξη, μόνο τον τίτλο, «Οι βρικόλακες και οι ειδικότητες τους μέσα στου αιώνες.». Προφανώς θα ήταν κάποιο βιβλίο που άνηκε στον Κάρλαϊλ, και ο Τζαζ θα το είχε δανειστεί. «Για σένα ψάχνω.» είπε, χωρίς να με κοιτάει, απορροφημένος από το βιβλίο. «Ορίστε;» ρώτησα, χωρίς να καταλαβαίνω, τη μάλλον λίγο επιθετική στάση του απέναντι μου. «Αυτό το βιβλίο ανήκε σε μια πολύ παλιά μου φίλη, την Άμπιγκειλ Αλλέγκερι. Αυτή πριν γίνει βρικόλακας, ήθελε να ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο και να γράψει σε βιβλία τις συνήθειες, και τα έθιμα όλων των λαών. Όμως, ένας σεισμός διέλυσε τα όνειρα της. Ζούσε με την οικογένεια της, σε ένα πέτρινο σπίτι, στο Νασβίλ του Τεννεσί. Ήταν πολύ ευτυχισμένη οικογένεια, απ’ όσο ξέρω. Αλλά μια νύχτα, καταστράφηκε ολόκληρη η ζωή τους. Το Νασβίλ, δεν είχε πολλούς σεισμούς τότε, όποτε δεν είχαν λόγω να ανησυχούν. Όμως, με αυτόν τον πολύ ισχυρό σεισμό, το σπίτι τους καταστράφηκε και τα συντρίμμια τους πλάκωσαν. Δεν ζούσαν σε μια γειτονιά που υπάρχει πολύς κόσμος. Δύο, τρία σπίτια που υπήρχαν τριγύρω που καταστράφηκαν και αυτά, παρ’ όλο που η πέτρα θεωρούνταν ισχυρό υλικό. Η Άμπιγκειλ όμως, δεν πέθανε. Είχε μείνει αρκετή ώρα αναίσθητη, όμως στάθηκε τυχερή. Ένας βρικόλακας, περνούσε από εκεί την ίδια νύχτα. Η Άμπιγκειλ, δεν είχε βυθιστεί μέσα στα συντρίμμια, όμως ήταν ετοιμοθάνατη. Αυτός λοιπόν, το όνομα του ήταν Βλαντιμίρ, την είδε, ή μάλλον θα ήταν καλύτερα να πω τη μύρισε, και όταν είδε πως κόντευε να πεθάνει, αποφάσισε, πως το καλύτερο θα ήταν να μην της στερήσει τη ζωή, αλλά να τη σώσει. Έτσι τη δάγκωσε και έγινε κι αυτή βρικόλακας. Τη γνώρισα πριν από αρκετά χρόνια, και μου έδωσε αυτό το βιβλίο, που το έχει γράψει η ίδια, επειδή αποφάσισε πως ήταν επικίνδυνο να ασχολείται με ανθρώπους, όταν έχει μετατραπεί η ίδια σε τέρας . Έτσι αποφάσισε να ασχοληθεί με τους βρικόλακες. Ταξίδεψε σχεδόν παντού, γνώρισε πολλούς και έμαθε αυτά που μπορούν να κάνουν, τις δυνάμεις των βρικολάκων αφού γεννηθούν. Έτσι συνέγραψε αυτό το βιβλίο, που εξηγεί όλες τις ιδιότητες τους, και μου το χάρισε. Τώρα δεν γνωρίζω τι έχει απογίνει, αλλά το βιβλίο της ακόμα με ενθουσιάζει. Ψάχνω κάτι σχετικό με την περίπτωσή σου, αλλά δεν βρίσκω τίποτα. Πρέπει να είναι κάτι πολύ σπάνιο, ή ίσως κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί..» είπε απογοητευμένος και έκλεισε με έναν δυνατό θόρυβο το μεγάλο βιβλίο. Τον κοίταζα έκπληκτη ακόμα από την ιστορία της Άμπιγκειλ. Ίσως να μην είχε δει ποτέ κάποιο περιστατικό σαν το δικό μας. «Ει Μπέλλα!» είπε ο Τζέικομπ, και έτρεξε γρήγορα προς την αγκαλιά μου. Αισθάνθηκα ασφάλεια μέσα στην καυτή του αγκαλιά. Τόσο οικεία. Όμως αμέσως μετά κοίταξα απέναντι, στα μάτια της Ρένεσμι. «Φύγε από δω μπασταρδόσκυλο, βρωμάς!» είπα σπρώχνοντας τον με δύναμη. Εκείνος έπεσε πάνω στον Έντουαρντ, ο οποίος είχε σκάσει στα γέλια. Άρχισε να γελάει και αυτός. «Έλα Μπέλς χαλάρωσε. Α παρεμπιπτόντως και συ βρωμάς!» είπε κλείνοντας τη μύτη του, με το ένα του χέρι. «Μεταβολή και έξω. Κανόνισε την πορεία σου, γιατί δεν ξέρεις τι μπορώ να κάνω.» τον προειδοποίησα. «Μην τολμήσεις να με ξανα αγκαλιάσεις γιατί θα σε μαδήσω σαν κοτόπουλο! Πως μπόρεσες να αποκαλέσεις το μωρό μου Νέσι;» ούρλιαξα. «Μπέλλα, δεν το χρησιμοποιώ με κακία. Απλά είναι κάτι παραπάνω για μένα, όχι απλά ένα οποιοδήποτε μωρό..» είπε κατεβάζοντας το κεφάλι του. Κατάλαβα χωρίς άλλες εξηγήσεις τι ήθελε να πει. «Θες να πεις ότι αποτύπωσες το μωρό μου;» ρώτησα, φωνάζοντας τόσο δυνατά, που μπορεί να ακουγόμουν και μέχρι το κέντρο του Φόρκς. «Δεν είπα αυτό Μπέλλα εγώ απλά..» προσπάθησε να πει. «Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα. Κατάλαβα πάρα πολύ καλά τι ήθελες να πεις.» είπα και όρμησα πάνω του, αποφασισμένη, να τον κάνω κομματάκια.
Dukicca Twilight Human
Ηλικία : 29 Τόπος : Αθήνα Αριθμός μηνυμάτων : 59 Registration date : 13/07/2009
Καθώς προσπαθούσα να του δείξω πόσο δυνατή ήμουν τώρα και να του δώσω να καταλάβει οτι κανένας δεν πρόκειται ποτέ να αποτυπώσει το μωρό μου, εκείνος με απέφευγε με χορευτικές κινήσεις δείχνοντας μου τις απίστευτες ικανότητες του. Ο Έντουαρντ προσπάθησε να με καθησυχάσει, με τράβηξε, με κράτησε μέσα στην αγκαλιά του και μου ψιθύρισε στ’ αυτί το νανούρισμά μου. Τότε αμέσως συνήλθα και ηρέμισα. Αυτή η μελωδική, παγωμένη φωνή του δεν είχε αλλάξει καθόλου ακόμα και τώρα. Είχα αλλάξει πολύ και νόμιζα οτι θα άκουγα τη φωνή του αλλιώς, σαν μια απλή, ανθρώπινη φωνή όμως ακόμα έμενε μια τόσο ξεχωριστή, τόσο βελούδινη φωνή, μια φωνή που θα αναγνώριζα παντού. Και τότε ξαφνικά θυμήθηκα τον σκοπό για τον οποίο είχαμε γυρίσει τόσο ξαφνικά απο το κυνήγι. Γύρισα αργά το κεφάλι μου προς το μέρος της, κοιτάζοντας έκπληκτη τα σοκολατένια μάτια της. Ήταν πολύ πιο όμορφη απο την τελευταία φορά που τη είδα. Χαιρόμουν τόσο πολύ που του έμοιαζε. Ξαφνικά τέντωσε τα χέρια της προς το μέρος μου. Συνέχιζε να με κοιτάζει επίμονα και με την παλάμη της άγγιξε απαλά το μαρμάρινο, υπέροχο πρόσωπο της Ρόζαλι. «Ναι αυτή είναι η μαμά σου. Μπέλλα θα ήθελες να την κρατήσεις στην αγκαλιά σου;» με ρώτησε ενώ η Ρένεσμι πάλευε στην αγκαλιά της. «Εγώ; Θέλει εμένα;» ρώτησα παραξενεμένη. «Φυσικά. Δεν τη βλέπεις; Δεν κρατιέται. Έλα παρ’ την.» είπε και σηκώθηκε απο τον μεγάλο άσπρο καναπέ και ήρθε αργά προς το μέρος μου. Μου έδωσε με όσο πιο απαλές κινήσεις μπορούσε την κόρη μου. Την πήρα στην αγκαλιά μου, σχηματίζοντας έναν προστατευτικό κύκλο με τα χέρια μου, για να νιώσει άνετα. Ακούμπησε το μάγουλο μου, και τότε μια τόσο τρομακτική και τόσο γνωστή ανάμνηση εμφανίστηκε στο μυαλό μου, χωρίς να καταλάβω το πως και το γιατί. Κοιτάζοντας καλύτερα μέσα στην εικόνα, παρατήρησα ότι ήμουν εγώ, όμως τόσο περίεργη, σαν να είχα βγει από μια λίμνη αίματος. Προσπάθησα να δω καλύτερα μέσα στην ανάμνηση πιο καθαρά, όμως τότε όλα με μια γρήγορη κίνηση εξαφανίστηκαν απο το μυαλό μου και δεν έμεινε τίποτα, μόνο κενό. Την κοίταξα απορημένη και μετά τα μάτια μου περιπλανήθηκαν στο χώρο. Τους κοίταξα όλους, έναν έναν, ψάχνοντας να βρω τι ήταν αυτό που μόλις είχε εμφανιστεί με έναν τόσο περίεργο τρόπο στο μυαλό μου. «Έτσι επικοινωνεί μαζί μας. Ήταν η τελευταία της ανάμνηση απο σένα. Έτσι σε θυμάται!». «Αλήθεια;» είπα στον Έντουαρντ και τότε γύρισα και την κοίταξα. «Χαίρομαι πολύ που δεν θα έχεις πια αυτή την άθλια εικόνα στο μυαλό σου.» της ψιθύρισα γλυκά στο μικροσκοπικό της αυτί. Τότε μου χαμογέλασε και τα κάτασπρα δοντάκια της άστραψαν στο φως του ήλιου που ακτινοβολούσε απο τα παράθυρα. Τότε ξέχασα που βρισκόμουν, με ποιούς ήμουν τι έκανα και σκεφτόμουν μόνο την αγαπημένη μου κόρη. Ένιωθα, τώρα πια, ολοκληρωμένη. Σαν να είχα ολοκληρώσει μια δύσκολη αποστολή. Είχα, ευτυχώς, πετύχει αυτό που ήθελα. Η ζωή μου ήταν τώρα τέλεια τώρα, και κανένας δεν μπορούσε να μου διαλύσει την ευτυχία. Και τότε μια βαριά φωνή, χάλασε, εν μέρει την γαλήνη που ένιωθα εκείνη τη στιγμή. « Με συγχωρείς;» ρώτησε ο Τζέικ. «Θα το σκεφτώ..Προς το παρόν, νομίζω πως είναι καιρός να φύγεις.» είπα αυστηρά. «Ω Μπέλλα έλα τώρα, μην του χαλάς την απίστευτη ικανοποίηση που νιώθει αυτή τη στιγμή. Άφησε τον να παίξει μαζί σου λίγο ακόμα.» είπε ο Έντουαρντ κοιτάζοντας τον Τζέικ και χαμογελώντας ειρωνικά. «Σκάσε ηλίθιε.» του απάντησε νευριασμένα ο Τζέικ. «Έχεις καταλάβει κοπρόσκυλο οτι έχεις αποτυπώσει την κόρη μου; Έχεις συνειδητοποιήσει οτι οι βρικόλακες και οι λύκοι δεν πάνε μαζί; Πήγαινε να φας τη σκυλοτροφή σου και τα σκυλομπισκότα σου, αρκετά κάθισες εδώ. Πάρε τους ψύλλους σου και φύγε απο δω και γρήγορα.» «Πες τα αδελφούλη. Αρκετά κάθισες εδώ. Ώρα να φεύγεις.» είπε επιθετικά η Ρόζαλι. «Λες κι εγώ έχω όρεξη να βλέπω το κουκλόσπιτο της Μπάρμπι!» Η Ρόζαλι τινάζοντας ειρωνικά τα μαλλιά της του απάντησε : «Ο μόνος λόγος που είσαι ακόμα εδώ, είναι επειδή υπάρχει η Ρένεσμι. Όταν όμως καταλάβει πόσο αηδιαστικά βρωμερός είσαι, θα φύγει από κοντά σου, πολύ σύντομα!» είπε και κούνησε ειρωνικά το χέρι της προς την κατεύθυνσή του. Ο Τζέικομπ άρχισε να τρέμει. Μέτα βίας, άνοιξε το στόμα του, και είπε κάτι, προσβλητικό, για τη Ρόζαλι. «Βούλωσε το επιτέλους ηλίθια, ψωνάρα αιμορουφήχτρα!!!.» «Λίγα τα λόγια σου για τη Ρόζαλι, σκυλάκι του καναπέ.» είπε αγριεμένος ο Έμετ. Τότε εγώ μπήκα στη μέση, δυσαρεστημένη με την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα. «Εε Έμετ, Ρόζαλι, Τζέικ σταματήστε!» φώναξα. Ο τζέικομπ, μόλις άκουσε την φωνή μου, γύρισε αργά το κεφάλι του και κοίταξε με θλίψη, τη Ρένεσμι. Αμέσως, άνοιξε την πόρτα και έφυγε σαν άνεμος. Έδωσα γρήγορα τη Ρένεσμι στη Ρόζαλι, και έτρεξα πίσω του με τελευταία ανάμνηση από το σπίτι, το θλιμμένο πρόσωπο του Έντουαρντ.
"Χαραυγή" by Dukicca
Σελίδα 1 από 1
Παρόμοια θέματα
Παρόμοια θέματα
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης