Edward's POV
Είχε μπει για τα καλά ο χειμώνας αλλά δεν με πείραζε δεν το ένιωθα έτσι κιαλιός περίμενα να πάει κατάλληλη ώρα (για τον τσαρλυ) για να πάω στο σπίτι της μπελλας η ώρα μακριά της έμοιαζε αιώνας τι ειρωνεία όμως τόσα χρόνια έζησα περιμένοντας την μπελλα και τώρα μια ώρα ήταν τόσο αργή. Στον τρίτο χτύπο ακούστηκε μια φωνή ‘εμπρός’ ακουγόταν τόσο κουρασμένη η φωνή ‘μπελλα αγάπη μου…όλα καλά;’
Δεν απάντησε για μερικά δευτερόλεπτα ‘ναι όλα είναι μια χαρά απλά κρύωσα λίγο φαίνεται’ και όντος ακουγόταν πιο άσχημα η φωνή της. ‘απλά πήρα να δω αν είχες ξυπνηση’τωρα ήμουν σίγουρος για την απάντηση αλλά δεν ήξερα αν ευθυνόμουν εγώ που είχε ξυπνήσει με το τηλεφώνημα η όχι ‘εντουαρντ νόμιζα ότι δεν είχες γυρίσει από το κυνήγι’ τη παράξενο είχα γυρίσει αλλά ποιος της είπε το αντίθετο ‘ναι αγάπη μου σε πήρα για να δω αν ξύπνησες για να έρθω’ παύση μερικών δευτερολέπτων ‘ωραία ξύπνησα και σε περιμένω’ ο τόνος της φαινόταν πιο χαρούμενος τώρα ‘θα είμαι εκεί σε λίγα λεπτά’ και έκλεισα το τηλεφωνώ για να πάω στο αμάξι
πάλη σαυτήν πας;’ η σκέψεις της ροζαλη ήταν τόσο δυνατές που μου απέσπασαν την ηρεμία ‘ναι στην μπελλα’ προσπάθησα να ακουστή ο τόνος της φωνής μου πιο αυστηρός δεν την συμπαθεί αλλά θέλω όταν μιλά για την μπελλα να την αποκαλεί με το όνομα της ΄΄δεν σε καταλαβαίνω άνθρωπος είναι θα κάνεις κάποιο λάθος και εσύ΄΄ το ήξερα το πρόβλημα είχε γίνει πριν δυο μέρες στα γενέθλια της και το να μου το θυμίζει η ροζαλι ήταν ακόμα πιο βασανιστικό ‘θα το έχω υπόψη μου ροζαλι’ της πέταξα άγρια και βγήκα από την πόρτα. πηγαίνοντας προς το σπίτι της μπελλας σκαφτόμουν πολύ αυτά που είχα πει με τον Καρλαϊ και με στήριζε κατά κάποιο τρόπο το να φύγω ήταν είδη βασανιστικό αλλά κάτι μέσα μου ένα πολύ μικρό κομμάτι ηρεμούσε γνωρίζοντας ότι θα είναι και η οικογένεια μου μαζί μου μάλλον η μισή οικογένεια μου αφου η μπελλα δεν θα ήταν.
Έκατσα για λίγα λεπτά έξω από το σπίτι της μπελλας ήθελα να δω μια τελευταία φορά το σπίτι οπού έμενε αυτή που αγαπούσα.
Βγήκα από το αμάξι και πήγα με αργά βήματα στην πόρτα δεν πέρασε πολύ ώρα μέχρι να μου ανοίξει την πόρτα ‘μπελλα’ την χαιρέτησα φαινόταν τόσο αδύναμη και εύθραυστη σίγουρα ήταν άρρωστη ‘εντουαρντ’ ψιθύρισε πιάνοντας το χέρι μου και μπήκαμε μέσα ‘μπελλα πρέπει να σου πω κάτι’ και όμως δεν ήθελα ήταν τόσο εύθραυστη θα την πλήγωνα πως θα έβρισκα τα σωστά λόγια η μπελλα δεν ήταν σαν τους άλλους ανθρώπους ούτε ήξερα τη σκαφτόταν.
‘μπορούμε να πάμε μια βόλτα για να σου μιλήσω» μια παύση μερικών λεπτών «ναι μισολεπτο να πάρω το μπουφάν μου» πως θα της το πεις τη θα πεις ΄΄μπελλα σε αφήνω και φεύγω;…φοβάμαι να σου κάνω κακό και φεύγω…»δεν θα υποχωρούσε και το ήξερα οι σκέψεις έτρεχαν στο μυαλό μου πηγαίνοντας προς το λιβάδι με την μπελλα. Τώρα πρέπει να το κάνω τώρα που το ξεκίνησα
«μπελλα φεύγουμε»της ψιθύρισα
«τώρα; περίμενε ένα χρόνο για να μπορώ πιο εύκολα από τον τσαρλυ» με κοίταξε ικετευτικά
«μπελλα δεν φεύγουμε εμείς αλλά εγώ…εγω..με την οικογένεια μου» η φωνή μου και τα λόγια μου…μου ακουόντουσαν τόσο απαίσια
«θα έρθω και γω τότε»
Τι μπορούσα να κάνω δεν ήθελα να την αφήσω αλλά ούτε και να κινδυνεύει από μένα
«όχι…όχι δεν θέλω»ακουγόμουν τόσο κακός πως μπορούσα να το κάνω αυτό
Είδα την έκφραση της μπελλας είχε χλομιάσει πιο πολύ «δεν με θες;» ΙΣΑ ΙΣΑ που ακουγωταν η φωνη της οι χτυποι της καρδιας της χτυπουσαν τοσο γρυγορα και δυνατα που μου αποσπουσαν την προσοχη σε λιγα λεπτα δεν θα ξανα ακουγα τον πιο σιμαντικο ηχο της ζωης μου όμως επρεπε
«όχι δεν θελω» προσπαθησα να ακουστω οσο γινεται πιο αδιαφορος
«αν..αν αυτό είναι που θες» με δυσκολία ανέπνεε είχε μείνει κοκαλωμένη ζαλισμένη από αυτό που μόλις της είχα πει
«αντίο μπελλα» της είπα φιλώντας το μάγουλο της
Και άρχισα να τρέχω «εντουαρντ»ήταν η μονή λέξει που άκουσα τρέχοντας δεν ήθελα να δω πίσω κι όμως ήθελα να πάω πίσω και να της πω να με συχωρέσει για την βρισιά που είχα πει ότι δεν την θελω αλλά ένα μεγάλο κομμάτι μου επίσης μου φώναζε ‘καλά έκανες είναι για το καλό της’
Σταγόνες άρχισαν να πέφτουν καθώς έτρεχα προς το σπίτι.
«Εντουαρντ; Είσαι καλά σε είδα στο δάσος με την..» την σταμάτησα με ένα άγριο βλέμμα και συνέχισα προς το δωμάτιο μου…με είχε δει είχε δει τι πόνο προκάλεσα κι ώμος το βλέμμα της ήταν τοσο παρήγορο παρά εχθρικό…αυτή ήταν η αρχή της κολάσεως μου σίγουρα…