Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.
Η συνέχεια της διάσημης σειράς βιβλίων έρχεται στα βιβλιοπωλεία στις 4 Αυγούστου με τίτλο «Midnight Sun» και αφηγείται την ιστορία του «Λυκόφωτος» από την πλευρά του Edward Cullen.
"Bella is with Edward. She's a part of this family, and we protect our family."
Carlisle Cullen, Twilight
Character of the Week
Rosalie Lillian Hale
(born 1915 in Rochester, New York) is a member of the Olympic coven.
She is the wife of Emmett Cullen and the adoptive daughter of Carlisle and Esme Cullen, as well as the adoptive sister of Jasper Hale (in Forks, she and Jasper pretend to be twins), Alice, and Edward Cullen.
Rosalie is the adoptive sister-in-law of Bella Swan and adoptive aunt of Renesmee Cullen, as well as the ex-fiancée of Royce King II.
Στο κατώφλι µιας νέας εποχής για τη Ροδεσία, η Μάντριγκαλ, έχοντας χάσει τον άντρα της λίγες µονάχα ώρες µετά τον γάµο τους, θρήνησε βαθιά την απώλειά του και αποφάσισε να ζήσει µε τη θύµησή του. Όµως δεν φαντάστηκε ποτέ πως θα της ζητούσαν να πάρει τη θέση της συζύγου του βασιλιά.
Ο βασιλιάς Έντουαρντ, αφού γνώρισε την απόλυτη ευτυχία δίπλα στη γυναίκα που λάτρεψε όσο καµία, την Άµπερλιν, δέχτηκε το σκληρότερο χτύπηµα της µοίρας όταν εκείνη πέθανε πριν προλάβει να φέρει στον κόσµο το παιδί τους. Ωστόσο, προκειµένου ν' ανταποκριθεί στα βασιλικά του καθήκοντα και να χαρίσει έναν διάδοχο στη Ροδεσία, είναι υποχρεωµένος να παντρευτεί ξανά και απ' όλες τις υποψήφιες επιλέγει τη Μάντριγκαλ.
Μήπως όµως το όνοµα της νέας του συζύγου κουβαλά µια σκοτεινή µοίρα; Άραγε υπάρχει ελπίδα να αλλάξει το πεπρωµένο; Θα καταφέρει η Μάντριγκαλ να ξυπνήσει την αγάπη στην καρδιά του άντρα και βασιλιά της; Κι εκείνος θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τα αισθήµατά του πριν χάσει τα πάντα για άλλη µια φορά;
Ήταν μια μέρα του Μαΐου σαν όλες τις άλλες. Σε λίγο καιρό έκλειναν τα σχολεία κι υπήρχε μία ένταση ανάμεσα μας. Ξύπνησα όπως πάντα στις 6:30 για να πάω στο σχολείο. Πλύθηκα έφαγα πρωινό πήρα το βιολί μου και πήγα στην στάση να πάρω το σχολικό. Μπήκα μέσα κάθισα στην μπροστινή θέση δίπλα στην Βαλεντίνα και ξεκινήσαμε για το σχολείο. Σήμερα από το πρωί με πόναγαν όλοι μου οι μυς αλλά μπορούσα να το αντέξω. Την πρώτη ώρα είχαμε αρχαία με τον κύριο Λούκα. Μπήκα στην τάξη κάθισα στην θέση μου και περίμενα να αρχίσει το μάθημα. Μπήκε ο καθηγητής στην τάξη κι άρχισε να μας λέει για την Α’ κλίση των ουσιαστικών. Κάποια στιγμή ο κύριος Λούκας μου ζήτησε να πω πως τονίζετε η λέξη νήσος έπρεπε να συγκεντρωθώ για να απαντήσω έτσι ώστε να μην φωνάξω .Ο πόνος άρχισε να γίνετε αφόρητος. Δάγκωνα τα χείλη μου για να μην μου ξεφύγει καμία κραυγή. Όταν επιτέλους χτύπησε το κουδούνι ήρθε η Μαρίνα και μου ζήτησε να κατεβούμε στο προαύλιο . Εγώ δέχτηκα και σιγά σιγά κατέβηκα τις σκάλες που οδηγούσαν στην μπροστινή αυλή χωρίς παράπονα. Την επόμενη ώρα είχαμε γυμναστική. Αναρωτιόμουν τι θα έλεγα στον κύριο για να μην κάνω κι πονούσα. Αποφάσισα να μην του πω τίποτα κι ότι θα περνούσε. Στο τέλος μας έβαλε να κάνουμε αγώνες. Εγώ ήμουν σίγουρη ότι θα έβγαινα τελευταία όπως έβγαινα πάντα ειδικά τώρα που πονούσα κιόλας. Όταν ξεκίνησε το τρέξιμο χωρίς να καταλάβω το πώς τους πέρασα όλους κι μάλιστα με μεγάλη διαφορά. Με πιάνει η Μαρίνα κι μου λέει: - Μάντι πως έτρεξες τόσο γρήγορα? -Τι να σου πω δεν ξέρω. Τέλος πάντων άντε πάμε. Να μην τα πολυλογώ σχολάσαμε και γύρισα σπίτι. Η ημέρα πέρασε άνετα κι χωρίς πολύ πόνο. Την επόμενη μέρα ήταν Σάββατο οπότε δεν είχα σχολείο. Το βράδυ πάνω που πήγα να κοιμηθώ να σου ένας άλλος πόνος αυτήν την φορά στο στομάχι και στο κεφάλι. Με πολύ κόπο κατάφερα να αποκοιμηθώ. Το πρωί που ξύπνησα είχα μία τρομερά μεγάλη όρεξη να τρέξω, κι δεν πόναγα καθόλου σήμερα, έτσι πήγα κι ζήτησα από τον πατέρα μου τον Γιώργο να με αφήσει να πάω μια βόλτα μόνη μου, εξάλλου ήμουν 14 ετών και πήγαινα για 15. Βγήκα κι άρχισα να πηγαίνω βόλτα προς το δάσος. Ξαφνικά με έπιασε μια λαχτάρα να τρέξω κι έτσι άρχισα να τρέχω. Όπως έτρεχα έγινε κάτι πολύ παράξενο. Έτρεχα για πολύ ώρα ώσπου κάποια στιγμή το σώμα μου άρχισε να αλλάζει κι από ανθρώπινο άρχισε να γίνετε λυκίσιο. Σταμάτησα να τρέχω για να με περιεργαστώ. Είχα γίνει μια λύκαινα. Μια λύκαινα στο χρώμα του χιονιού. Ήμουν αρκετά μεγάλο μέγεθος για λύκος αλλά δεν ξεπερνούσε το πραγματικό. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι σύμβαινε. Νόμιζα πως είχα τρελαθεί ή ότι είχα αποκοιμηθεί κάτω από κάποιο δέντρο. Ξάφνου άκουσα ένα λυκίσιο ουρλιαχτό να σκίζει την σιωπή του δάσους. Κάποιος με καλούσε. Αλλά ποιος? Άρχισα να τρέχω ακολουθώντας αυτό το ουρλιαχτό ώσπου έφτασα σε ένα μεγάλο καταπράσινο λιβάδι. Εκεί μ περίμενε ένας λύκος. Το χρώμα της γούνας του ήταν καστανό ανοιχτό προς μελί. Μόλις με είδε δεν πρόλαβα να πάρω μια ανάσα κι έτρεξε μέσα στο δάσος κι επέστρεψε με την ανθρώπινη μορφή του. Ήταν ένα αγόρι γύρω στα 16-17 με καστανοκόκκινα μακριά μαλλιά ως τους ώμους και πράσινα μάτια. «Καλώς είρθες.» Μου είπε. «Πως είσαι? Δεν περιμένω να μου απαντήσεις γιατί είναι λίγο δύσκολο στην μορφή που βρίσκετε, θα ήταν πιο εύκολο αν γινόσουν πάλι άνθρωπος. Για να μπορέσω να σου εξηγήσω.» Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι δεν ξέρω να αλλάζω μορφή. Ευτυχώς το κατάλαβε. «Αν θες μπορώ να σου πω πως.» του έκανα ένα νεύμα με το κεφάλι μου ότι θέλω. «Πρόσεξε με καλά συγκέντρωσε όλη σου την σκέψη στην ανθρώπινη μορφή σου και θα γίνεις ξανά άνθρωπος. Να σκέφτεσαι μόνο αυτό. Σου έχω αφήσει ρούχα μέσα στο δάσος για να φορέσεις.»Του έγνεψα ευχαριστώ κι πήγα στο δάσος για να αλλάξω. Συγκεντρώθηκα στην ανθρώπινη μορφή μου κι άλλαξα, έτσι απλά. Φόρεσα τα ρούχα που μου είχε αφήσει το αγόρι και επέστρεψα στο λιβάδι. «Τώρα Μάντι άκουμε καλά.» Μου είπε. «Ονομάζομαι Άγγελος Ακτόρ. Πρέπει να επιστρέψεις σπίτι σου πριν αρχίσουν οι γονείς σου να σε ψάχνουν. Πρόσεχε μην πεις τίποτε σε κανέναν. Το βράδυ κατά τις 24:00 έλα εδώ, θα σε περιμένουμε. Βγες στο μπαλκόνι σου και πίδιξε κάτω. Μόλις κατέβεις έλα τρέχοντας εδώ πριν σε δει κανείς.» «Τι, τι λες; Πως ξέρεις το όνομα μου; Γιατί γίνομαι λύκος; Ποιοι θα με περιμένετε;» «Έλα το βράδυ και θα στα εξηγήσουμε όλα. Μην ανισιχείς.» «Καλά θα έρθω . Αλλά αν θελήσω θα φύγω.» « Δεν σε εμποδίζει κανείς από το να φύγεις.» «Ναι, ναι» Του είπα κι έφυγα να πάω στο σπίτι. Τώρα είχα να αντιμετωπίσω τις ερωτήσεις της μητέρας μου που έπεφταν βροχή. «Που ήσουν; Είσαι καλά; Έχεις τίποτα;» « Είμαι μια χαρά μαμά. Απλά συνάντησα κάποιους φίλους κι άργησα να γυρίσω.» «Άλλη φορά να παίρνεις το κινητό σου μαζί.» «Εντάξει μαμά. Τώρα θέλω να πάω για ύπνο. Ευχαριστώ.» Είπα κι ανέβηκα τις σκάλες για να φτάσω στον 3ο όροφο όπου και είναι το δωμάτιο μου. Έκανα τα μαθήματα μου για την Δευτέρα, άλλαξα και περίμενα να πάει η ώρα 24:00. Σκεφτόμουν τι μου είχε πει ο Άγγελος. Πως θα πίγενα εκεί. Τι θα με περίμενε. Θα μου έλεγαν όλοι την αλήθεια; Κάποια στιγμή σκέφτηκα να μην πάω αλλά αυτό ήταν μόνο μια στιγμιαία σκέψη. Τελικά η ώρα πήγε 24:00 και βγήκα στο μπαλκόνι μου, πιδιξα κάτω και ξεκίνησα για το λιβάδι όπου θα συναντούσα τον Άγγελο. Άρχισα να τρέχω ώσπου τελικά έφτασα στον προορισμό μου. Στο λιβάδι με περίμεναν 3 λύκοι. Αναγνώρισα εύκολα τον Άγγελο βρισκόταν ανάμεσα από τους άλλους 2 λύκους. Αριστερά του βρισκόταν ένας γκρίζος λύκος κι δεξιά του ένας κατάμαυρος. Μόλις με είδαν πήγαν στο δάσος, άλλαξαν μορφή κι ήρθαν. Ο μαύρος λύκος ήταν ο φίλος μου ο Παύλος και ο γκρίζος ήταν η δίδυμη αδερφή του η Μαρίνα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Μα γιατί δεν μου είχαν πει τίποτα; Κάποια στιγμή ο Άγγελος με πλησίασε ενώ η Μαρίνα κι ο Παύλος έμειναν πίσω. «Για σου Μάντι» Με χαιρέτισε ο Άγγελος.»χαίρομαι που ήρθες, μι θυμώσεις με τα παιδιά δεν σου το είπαν γιατί δεν μπορούσαν. Όμως όταν είδαν την έκφραση σου εχτές στο σχολείο μόνο εκείνοι κατάλαβαν τι είχες. Έπρεπε όμως να συμπεριφερθούν σαν να μην κατάλαβαν, για αυτό κι η Μαρίνα σου ζήτησε να κατέβετε στο προαύλιο. Όταν σχολάσετε με ειδοποίησαν κι έτσι σε περίμενα μέχρι που σήμερα εμφανίστηκες.» «Καλά! Θα μου πεις τώρα τι συμβαίνει; Γιατί γινόμαστε λύκοι; Τι έχουμε πάθει;» «Λοιπόν έχουμε επιλεχθεί για να προστατεύουμε αυτό το μέρος κι γι αυτό γινόμαστε λύκοι. Είμαστε κάτι σαν προστάτες. Βέβαια δεν είναι πολύ ασφαλές για εσάς. Για να μεταμορφωθείς σε λύκο χρειάζεται μόνο να το σκεφτείς. Από εδώ και στο εξής θα είσαι μέλος της αγέλης μας και θα πρέπει να το κρατήσεις κρυφό. Δε πρέπει κανείς ούτε οι γονείς σου να μάθουν τίποτα.» «Γιατί παλιά δεν γινόμασταν λύκοι ενώ τώρα γινόμαστε; Και θα έρθουν κι άλλοι ή θα μείνουμε μόνο 4;» Τώρα ήταν ο Παύλος αυτός που απάντησε στην ερώτηση μου. «Παλιότερα δεν μεταμορφωνόμασταν γιατί δεν υπήρχε λόγος, τώρα όμως υπάρχει. Μην με ρωτήσεις ποιος είναι γιατί δεν τον γνωρίζω. Κι αυτό που ρώτησες για το αν θα μείνουμε μόνο 4. Όχι θα έρθουν κι άλλοι μερικούς μπορεί και να τους ξέρεις.» «Τώρα πρέπει να κάνουμε περιπολία στο δάσος Μαρίνα, Μάντι εσείς πιγένετε ανατολικά. Εγώ κι ο Παύλος θα πάμε δυτικά. Αν προσέξετε τίποτα παράξενο βάλτε μια φωνή.»είπε ο Άγγελος. Πήγαμε όλοι στο δάσος κι άλλαξα με μορφή ο Παύλος κι ο Άγγελος έφυγαν λίγο πριν φύγουμε. Τότε η Μαρίνα μου μίλησε μέσα στο κεφάλι μου. Τι ήταν πάλι κι αυτό. «Κάτι που ξέχασε να σου πει ο Άγγελος είναι ότι μπορούμε να μιλάμε μεταξι μας όταν είμαστε λύκοι δηλαδή εσύ π.χ. να ακούς μόνο αυτό που θέλω να σου πω.» «Αυτό γίνετε κι με πολλά άτομα. Δηλαδή αν μιλάω με εσένα μπορεί να το ακούσει κι ο Παύλος;» «Όχι μόνο ο Άγγελος μπορεί επιδεί είναι ο αρχηγός. Άντε πάμε τώρα.» Είπε κι αρχίσαμε την περιπολία.
LaDy_SoVeReigN Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 28 Τόπος : Στον κόσμο τον Anime!! Αριθμός μηνυμάτων : 1666 Registration date : 09/08/2009
Έτσι όπως τρέχαμε μέσα στο δάσος άκουσα κάποιον να φωνάζει. Αρχίσαμε να τρέχουμε εγώ κι η Μαρίνα ακολουθώντας την φωνή. Ενώ συγχρόνως φωνάζαμε τον Άγγελο κι τον Παύλο να έρθουν. Όταν φτάσαμε στο μέρος από το οποίο ερχόταν η φωνή έμεινα κάγκελο. Ήταν ένα πλάσμα που σφάδαζε από πόνο κι αυτό το πλάσμα ήταν ο κολιτός μου ο Ντέιβ. Τον είδαν κι ι υπόλοιποι και πήραν θέση μάχης. Τότε κατάλαβα τι είχε συμβεί . Τον είχε δαγκώσει βρικόλακας και μας άκουσε μάλλον κι τον άφησε κι έφυγε. Τώρα το διλιτίριο του κυλούσε στις φλέβες του και τον έκανε να πονάει μέχρι να μεταμορφωθεί. Τώρα όμως η αγέλη έπρεπε να τον σκοτώσει. Μόλις το σκεφτικά αυτό έτρεξα κι κάθισα μπροστά από τον Ντέιβ κι άρχισα να γρυλίζω. «Μα τι κάνεις; Τον προστατεύεις;» Μου είπε ο Άγγελος μέσα στο κεφάλι μου. «Είναι φίλος μου δε θα σε αφήσω να τον σκοτώσεις.» «Δεν είναι πια ο φίλος σου.» «Δεν με ενδιαφέρει δεν θα τον αγγίξεις.» «Κάνε στην άκρη να τελειώνουμε.» «Πάνω από το πτώμα μου.»Του είπα κι άρχισα να του γρυλίζω. Τότε ο Παύλος και η Μαρίνα άλλαξαν μορφή κι ήρθαν να κάτσουν δίπλα μου. Άλλαξε κι ο Άγγελος. Μόνο εγώ ήμουν λύκος τώρα αρνούμενη να αφήσω τον Ντέιβ έστω κι για να γίνω άνθρωπος.» «Πήγαινε να αλλάξεις μορφή θα τον προσέχουμε εγώ κι ο Παύλος. Δεν θα του κάνουμε κακό.» Μου είπε η Μαρίνα. Γρύλισα άλλη μια φορά στον άγγελο και πήγα να αλλάξω μορφή. Όταν πια ήμουν άνθρωπος έτρεξα κι έκατσα διπλά στον Ντέιβ που ακόμα πονούσε προσπαθώντας να τον ηρεμίσω. «Αφού θα τον αφήσουμε να ζήσει πρέπει να τον πάμε κάπου.» Μου είπε ο άγγελος. «Υπάρχει μια καλύβα μέσα στο δάσος, μπορούμε να τον πάμε εκεί.»Του είπε ο Παύλος. «Ναι όμως ποιος θα μένει μαζί του;» «Εγώ!» Είπα αμέσως. «Και το σχολείο;» Μου είπαν και οι 3 μαζί. «Την Δευτέρα θα έχει τελειώσει η μεταμόρφωση του .Το πρωί θα κάνω κοπάνα. Σιγά τώρα για 1 μέρα.» «Και η μητέρα σου; αν μάθει για την κοπάνα…» «θα κάνω ότι είμαι άρρωστη και θα με αφήσει στο σπίτι.» «Τότε πως θα έρχεσαι εδώ;» «Κρυφά. Δεν λέω θα ναι δύσκολο άλλα θα τα καταφέρω.» «Πάμε τότε στην καλύβα»Είπε η Μαρίνα. Τότε πήρα αγκαλιά τον Ντέιβ κι ακολούθησα τον Παύλο που μας πήγαινε στην καλύβα. Όταν φτάσαμε μπήκε μέσα ο Παύλος κι η Μαρίνα κι έφτιαξαν ένα πρόχειρο κρεβάτι από χόρτα. Μπήκα μέσα κι ξάπλωσα τον Ντέιβ πάνω στο κρεβάτι από τα χόρτα κι κάθισα δίπλα του.
LaDy_SoVeReigN Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 28 Τόπος : Στον κόσμο τον Anime!! Αριθμός μηνυμάτων : 1666 Registration date : 09/08/2009
Κάποια στιγμή μπήκε μέσα η Μαρίνα κι έφερε ένα στρώμα για εμένα. Εγώ της είπα ότι δεν ήταν ανάγκη αλλά εκείνη επέμενε. Όταν βγήκε από την καλύβα πείρα τον Ντέιβ και τον έβαλα να ξαπλώσει πάνω στο στρώμα. Κατά τις 08:00 θα πήγαινα σπίτι και στις 09:00 θα ερχόταν η Μαρίνα να με πάρει να πάμε για ψώνια στην γλυφάδα. Τουλάχιστον έτσι θα νόμιζαν οι γονείς μου. Κάποια στιγμή εκεί που καθόμουν δίπλα από τον Ντέιβ μου λέει η Μαρίνα. «Γρήγορα πρέπει να φύγεις. Θα τον προσέχω εγώ.» Βγήκα από την καλύβα κι άρχισα να τρέχω με προορισμό το σπίτι μου. Η μόνη δυσκολία ήταν το πώς θα ανέβαινα στο μπαλκόνι για να μπω μέσα. Τέλος πάντων την ώρα που ο πατέρας μου έβγαινε έξω για να πετάξει τα σκουπίδια εγώ με γρήγορες δρασκελιές ανέβηκα στο μπαλκόνι μου, μπήκα μέσα, άλλαξα κι κατέβηκα κάτω κάνοντας ότι μόλις είχα ξυπνήσει. Δεν είχα κοιμηθεί καθόλου όλο το βράδυ αλλά δεν νύσταζα. Όταν κατέβηκα κάτω έκανα ότι έκανα και κάθε άλλη φυσιολογική Κυριακή. Ήπια το γάλα μου έφαγα φρυγανιές με μέλι και κάθισα να δω τι παίζει στην τηλεόραση. Στις 09:00 όπως το είχαμε κανονίσει ήρθε να με πάρει η Μαρίνα. Στο δρόμο για την καλύβα την ρώτησα πως είναι ο Ντέιβ κι μου απάντησε ότι ήταν όπως τον άφησα. Όταν φτάσαμε μπήκα γρήγορα μέσα στην καλύβα. Η Μαρίνα κι ο Παύλος έφυγαν κι συνέχισαν την περιπολία ενώ ο άγγελος έμεινε γιατί ανησυχούσε για εμένα. Κάποια στιγμή εκεί που καθόμουν δίπλα του μου έπιασε το χέρι κι μου είπε τόσο χαμηλά που σχεδόν δεν ακουγόταν. «Πο-να-ω.» «Το ξέρω καλέ μου. Ηρέμισε θα περάσει.» Του είπα κι άρχισα να του τραγουδώ. Το ότι είχα γίνει ‘‘προστάτης’’ δεν σήμαινε το ότι είχα ξεχάσει να τραγουδάω και να παίζω μουσικά όργανα. Έμεινα εκεί δίπλα του όλη την ημέρα κι όταν πήγε 20:00 έφυγα και πήγα σπίτι. Μπήκα μέσα από την πόρτα κανονικά και πήγα για ύπνο, που λέει ο λόγος. Ανέβηκα στο δωμάτιο μου και πήδηξα από το μπαλκόνι. να πάω στην καλύβα. Είχα ένα προαίσθημα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
LaDy_SoVeReigN Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 28 Τόπος : Στον κόσμο τον Anime!! Αριθμός μηνυμάτων : 1666 Registration date : 09/08/2009
Η Μάχη «Μάντι!!!» Με φώναξε ο άγγελος όταν με είδε να φτάνω. «Τι έγινε;’ «Έχουμε επισκέψεις.» Είπε κι έτριξε τα δόντια του. Το προαίσθημά μου είχε βγει αληθινό όντως κάτι δεν πήγαινε καλά. «Πήγαινε να αλλάξεις μορφή. Εγώ θα πάω στο δάσος να δω ποιοι είναι.»Άλλαξα μορφή όπως μου είπε ο άγγελος και πήγα και στάθηκα μπροστά από την καλύβα. Σε λιγότερο από πέντε λεπτά ήρθε μια θηλυκιά βρικόλακας με ξανθά μαλλιά σαν τον ήλιο και τα μάτια της ήταν τόσο κόκκινα που νόμιζες ότι θα σε έκαιγαν. Εδώ ήμουν μόνο εγώ. Όταν ο Άγγελος από το δάσος που βρισκόταν είδε την βρικόλακα που ερχόταν, ήρθε κι μπήκε μπροστά μου γρήγορα γρυλίζοντας. Έπειτα η βρικόλακας μίλησε. «Για σας είμαι η Άλκη . δεν ήρθα εδώ για να κάνω κακό σε κανέναν. Ήρθα μόνο για να πάρω κάτι που μου ανήκει.» Είπε κι έριξε μια ματιά στην καλύβα. Τότε μου μίλησε ο Άγγελος μέσα στο κεφάλι μου. «Σε αυτό μπορείς μόνο εσύ να πάρεις μιαν απόφαση. Θα τον αφήσεις να πάει με τους όμοιους του ή θα τον κρατήσεις εδώ;» «Φυσικά και θα μείνει εδώ» του είπα κι πήγα 2 βήματα πιο κοντά στην βρικόλακα γρυλίζοντας. Τότε εκείνη με μια γρήγορη κίνηση με χτύπησε στο πρόσωπο. Αμέσως ο Άγγελος έτρεξε κατά πάνω της και της δάγκωσε το χέρι. Άρχισα να φωνάζω δυνατά για να έρθουν η Μαρίνα κι ο Παύλος. Η Άλκη με μια επιδέξια κίνηση πέταξε τον Άγγελο στην άκρη κι άρχισε να τρέχει προς την καλύβα. Τότε πήδιξα πάνω της και της δάγκωσα το ίδιο χέρι και της το έκοψα. Εκείνη την στιγμή αϊδίασα με τον ίδιο μου τον εαυτό. Εκείνη με πέταξε πάνω σε έναν βράχο. Εκείνη την στιγμή έφτασαν ο Παύλος κι η μαρίνα. Όταν ο Παύλος είδε την βρικόλακα που ερχόταν καταπάνω μου κι εγώ δεν μπορούσα να κουνηθώ από τον πόνο της σύγκρουσης, έπεσε πάνω της και της δάγκωσε το πόδι για να την καθυστερήσει. O Άγγελος ήρθε γρήγορα δίπλα μου Ενώ έκανε νόημα στον Παύλο κι την μαρίνα να απασχολήσουν την Άλκη. Εγώ είχα μείνει εκεί που με είχε ρήξη η βρικόλακας. Προτιμούσα να μην κινούμε πολύ ειδικά το χέρι μου γιατί όταν το κινούσα με πόναγε. «Μάντι είσαι καλά; Ηρέμισε. Πρέπει να αλλάξεις μορφή. Θες να φωνάξω την Μαρίνα;» Δεν του απάντησα. Δεν ήθελα να ανησυχεί για εμένα μπορούσα να τα βγάλω πέρα. Πρέπει να αλλάξεις μορφή για να δούμε το τραύμα σου. Έλα πάμε στο δάσος. Θες να έρθει και η Μαρίνα μαζί σου;» «Όχι μπορώ να τα καταφέρω απλώς βοήθησε με να σηκωθώ.» Με βοήθησε να σηκωθώ και πήγα στο δάσος να αλλάξω στο δάσος ενώ οι υπόλοιποι απασχολούσαν την Αλκη. Αφού σιγουρεύτηκα ότι δεν είχα τίποτε άλλο από μελανιές κι το χέρι μου μάλλον σπασμένο έτρεξα και μπήκα μέσα στην καλύβα. Ευτυχώς ο Ντείβ ήταν ακόμα εκεί ασφαλής. Αν και είχε σταματήσει να φωνάζει ήμουν σίγουρη ότι ακόμα πονούσε. Από έξω ακουγόντουσαν φωνές. Άλλαξα μορφή κι πήγα να βοηθήσω τα ‘‘αδέρφια μου’’ . Η Άλκη ενώ της έλειπε ένα χέρι πετούσε τον Παύλο από την μια μεριά στην άλλη ενώ ο άγγελος και η Μαρίνα προσπαθούσαν να της αποσπάσουν την προσοχή. Τότε εγώ έτρεξα με φόρα και την ακινητοποίησα, τότε ήρθε ο Άγγελος και με μια γρήγορη κίνηση την σκότωσε. Έπειτα αλλάξαμε όλοι μορφή κι ανάψαμε μια μεγάλη φωτιά. Μετά με την βοήθεια των υπολοίπων μαζέψαμε όλα της τα κομμάτια και τα πετάξαμε στην φωτιά. Όταν ποια είχε καεί τελείως σβήσαμε την φωτιά και μπήκαμε μέσα να περιποιηθούμε τις πληγές μας. Η Μαρίνα είχε χτυπήσει , ευτυχώς όχι σοβαρά, στο κεφάλι ενώ ο Παύλος είχε μερικές μελανιές. Ο άγγελος είχε ένα βαθύ σκίσιμο στο πόδι ενώ εγώ τελικά είχα σπάσει το χέρι μου. Ο άγγελος μου έδεσε το χέρι με επίδεσμο κι είπε ότι την Δευτέρα θα ήταν μια χαρά γιατί εμείς γιατρευόμαστε γρήγορα. Η Μαρίνας κι ο Παύλος θα ήταν μια χαρά σε μερικές ώρες ενώ ο Άγγελος θα ήταν μια χαρά αύριο. Δεν μπορούσαμε να πάμε σε γιατρό γιατί θα καταλάβενε ότι κάτι δεν πάει καλά με εμάς.
LaDy_SoVeReigN Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 28 Τόπος : Στον κόσμο τον Anime!! Αριθμός μηνυμάτων : 1666 Registration date : 09/08/2009
Η ώρα είχε πάει 06:00 κι έφυγα. Πήγα στο σπίτι , σκαρφάλωσα με δυσκολία στο μπαλκόνι και μπήκα μέσα από το παράθυρο. Ντίθικα, έβαλα μια ζακέτα για να μην δουν οι γονείς μου τον επίδεσμο και κατέβηκα κάτω. Τότε με είδε ο πατέρας μου. «Μάντι γλυκιά μου τι έχεις?» «Δεν αισθάνομαι πολύ καλά.» «Τότε καλύτερα να μην πας σχολείο να μείνεις εδώ σήμερα.» «Εντάξει.» »Όμως δεν θα σηκωθείς καθόλου από το κρεβάτι. Άντε πήγαινε να ξαπλώσεις.» «Εντάξει μπαμπά.» Είπα κι πήγα επάνω. Είχα συμφωνήσει με τον άγγελο πως αν ήθελα μπορούσα να κοιμόμουν λίγο. Στην αρχή σκέφτηκα να κοιμηθώ αλλά τελικά αποφάσισα πως άμα ήθελα να κοιμηθώ θα κοιμόμουν εκεί στην μορφή του λύκου. Οπότε βγήκα στο μπαλκόνι μου και πίδιξα στο έδαφος. Έπειτα άρχισα να τρέχω ώσπου έφτασα στο λιβάδι. Μόλις με είδε ο Άγγελος είρθε δίπλα μου. «Πως είσαι? Είσαι καλύτερα? Πονάει πολύ το χέρι σου?» «Είμαι μια χαρά. Εσύ?» Του είπα κι του έδειξα το πληγωμένο του πόδι που από ότι παρατήρησα δεν τον πόναγε κι πολύ γιατί περπατούσε κι έτρεχε άνετα. «Α σχεδόν έκλεισε η πληγή.» «Ωραία. Εμ. Πρέπει να σου ζητήσω μία χάρη.» «Τι καλέ? Πες μου.» «Να το πω στους γονείς μου. Όχι όλες τις λεπτομέρειες αλλά μόνο ότι γίνομαι λύκος. Δεν μπορώ να τους γεμίζω στο ψέμα.» «Όχι αυτό με τίποτα. Δεν πρέπει. Με τίποτα» «Μα» «Δεν έχει μα δεν μπορείς. Όχι.» «Μα δεν καταλαβένεις. Εσένα οι δικοί σου ναμίζουν ότι έχεις χαθεί ή ότι έχεις πεθάνει. Δεν με ενδιαφέρει εγώ θα τους το πω.» Έκανε σαν να μην με άκουσε κι μου είπε. «Σημερα περιμένουμε άλλη μια κοπέλα να έρθει και θα πας εσύ να την καλοσορίσεις.» «Μμμ. Ωραία πιλογή έκανες να με δει η κοπέλα κι να τρομάξει ακόμα δεν θα ρθει.» Του πα κι του διξα το σπασμένο χέρι μου που το χα με επίδεσμο ακόμα. «Θα ΄ρθει κατά τις 21:00 το μέρος όπου με συνάντισες. Όταν την ακούσεις από μακρια να τρέχει θα αρχίσεις να φωνάζεις για να ακολουθίσει την φωνή σου και να σε βρει.Θα την περιμένεις στην λυκίσαι σου μορφή κι έπειτα θα αλλάξεις. Αμέσως μετά φέρε την εδώ για να της εξιγίσω εγώ τα υπόλιπα. Μιας και θα έχεις έναν νεογένιτο βρικόλακα για να φροντίσεις.» «Ό,τι πεις ‘‘Αρχηγέ’’» Έκανε ένα μορφασμό στο άκουσμα αυτής της λέξης. Δεν του άρεσε να τον λέμε έτσι. «Καλά καλά κάνε ότι θες πες το και στην μισή χώρα αλλά έτσι και βρεθούμε σε μπελάδες ...» « Ξέρω ξέρω εγώ θα τρέχω για να μας βγάλω από την δύσκολη θέση και αν χρειαστεί θα φύγω από την αγέλη. Ευχαριστώ.» Του είπα και πήγα στην καλύβα. Ο Ντέιβ ήταν ακόμα ξαπλομένος αλλά προσπαθούσε να μου πει κάτι.Πήγα κοντά του κι του έπιασα το χέρι. Ήταν πολύ κρύος, παγωμένος μπορώ να πω. Ειδικά για εμένα που ήμουν γύρω στους 40οC. «Μάντι. Εσύ είσαι?» «Εγώ είμαι. Ηρέμισε σε λίγες ώρες θα περάσει ο πόνος. Μην ανισιχείς.» Κάθισα μαζί του και του τραγούδησα για να του απαλύνω τον πόνο. Όταν η ώρα πήγε 15:00 Δεν θα τους το έλεγα ακόμα. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για αυτό. Όταν έφτασα σπίτι πήρε τηλέφωνο η Μαρίνα. «Ναι? Έλα Μαρίνα τι έγινε στο σχολείο?» «Δεν θα το πιστέψεις. Έκλεισε το σχολείο.» «Γιατί?» «Λόγω του νέου Ιού» «Κρίμα. Πάντως έχει και την καλή του πλευρά θα μπορούμε να συναντιόμαστε κι να κάνουμε της περιπολίες πιο εύκολα..» «Καλά άντε για θα τα πούμε εκεί.» «Έγινε.» Της είπα και πήγα να πω στους γονείς μου για το σχολείο. Έπειτα ζήτησα από τον πατέρα μου να με αφήσει να πάω μια βόλτα κι ευτυχώς με άφησε. Όταν έφτασα ήταν 19:00 είχα καθυστερήσει να ξεκινήσω από το σπίτι. Το χέρι μου το είχα ξεδέσει λόγω των γονιών μου αλλά ούτως ή άλλως δεν με πονούσε. Όταν μπήκα στην καλύβα έμεινα άφωνη. Δίπλα στον Ντέιβ καθόταν ο Άγγελος και τον κοίταζε με ένα πονεμένο βλέμμα. Αδερφικό μπορούσα να πω. Ο Ντέιβ είχε έναν αδερφό αλλά δεν τον είχα δει ποτέ. Λες να ήταν ο Άγγελος? Μπα. Αποκλείετε. Αφού ήθελε να τον σκοτώσει. Μόλις με είδε βγήκε έξω γρήγορα. Εγώ τον ακολούθησα και στάθηκα μπροστά του και του μίλησα στα ίσια. «Είσαι ο αδερφός του Ντέιβ.» Δεν μου απάντησε. Αυτό τι σήμαινε. Ναι? «Άγγελε σε είδα πως τον κοίταζες μέσα στην καλύβα κι πως δάκρυσες κιόλας. Αν δεν είσαι αδερφός του τότε γιατί έκανες έτσι? «Εντάξει. Ναι είμαι αδερφός του. Και λείπαμε που τον βλέπω έτσι.» «Τότε γιατί ήθελες να τον σκοτώσεις. Θα μπορούσες να το κάνεις αυτό.?» «Δεν ξέρω αν θα μπορούσα. Ήταν το σωστό. Ευτυχώς όμως που ήσουν εσύ εκεί. Δεν θα το άντεχα στην συνείδηση μου αν το έκανα.» «Και γιατί τόσο θέατρο . Γιατί δεν το είπες από την αρχή.» «Γιατί δεν ήθελα ούτε εγώ να το πιστέψω ότι αυτό το παιδί που πόναγε ήταν ο αδερφός μου . Ο μικρός μου αδερφός. Εγώ είμαι 17 χρονών κι αυτός μόλις 15. Και κοίτα τι του έκαναν. Πήγενε τώρα γιατί τελικά η κοπέλα θα έρθει πριν της 21:00.» «Μα είναι ακόμα 20:00. Εντάξει πάω.» Του είπα κι έφυγα.
LaDy_SoVeReigN Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 28 Τόπος : Στον κόσμο τον Anime!! Αριθμός μηνυμάτων : 1666 Registration date : 09/08/2009
Όταν έφτασα άφησα στο δάσος μία μπλούζα κι ένα τζιν για να αλλάξει η κοπέλα που θα ερχόταν. Στην αρχή δεν μπορούσα να καταλάβω πως το ξέραμε ότι θα ερχόταν αλλά τελικά κατάλαβα ήταν κάτι σαν έκτη αίσθηση μία από τις ανομαλότητες μας. Κάποια στιγμή άκουσα βήματα κι κατάλαβα πως ήταν αυτή ευθύς άρχισα να φωνάζω. Μέχρι που με άκουσε κι είδα έναν σοκολατί λύκο να με πλησιάζει. Μόλις με είδε σταμάτησε. Εγώ πήγα κι άλλαξα μορφή κι ήρθα γρήγορα εκεί. Να της εξηγήσω πώς να άλλαξε μορφή.«Καλός ήρθες.»Είπα. «Στην μορφή που είσαι θα ναι λίγο δύσκολο να επικινονήσουμε. Αν είναι πήγαινε στο δάσος να αλλάξεις μορφή. Σου έχω αφήσει ρούχα.» Με κοίταξε με ένα αθώο βλέμμα σαν να μου λέει πως θα το κάνω αυτό. «Για να αλλάξεις μορφή πρέπει να σκέφτεσαι μόνο την ανθρώπινη μορφή σου.» Μου έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι της κι πήγε στο δάσος να αλλάξει μορφή. Όταν βγήκε έμεινα άναυδη. Η κοπέλα δεν ήταν άλλη από την Βαλεντίνα. Όταν πλησίασε έτρεξα γρήγορα κοντά της.
«Μάντι . τι μου συμβαίνει. Μάλλον διόρθωση. Τι Μας συμβαίνει?»
«Να. Εμ. Να. Έχουμε επιλεχθεί για να προστατεύουμε τους ανθρώπους.»
«Να τους προστατεύουμε από τι?»
«Από τους βρικόλακες κι γενικός όσους θέλουν να τους κάνουν κακό.»
«Μα δεν καταλαβένω γιατί όχι πιο πριν γιατί τώρα?»
«Δεν ξέρω. Τα υπόλοιπα θα σου τα εξηγήσουν τα υπόλοιπα μέλη της αγέλης . εγώ πρέπει να φύγω. Ακολούθα με. Θα σε πάω στους υπόλοιπους.» ‘Όταν φτάσαμε την παρέδωσα στον Παύλο κι την Μαρίνα κι εγώ με τον άγγελο μπήκαμε μέσα στην καλύβα. Εγώ κάθισα δίπλα στον Ντείβ κι του τραγούδαγα ψιθυριστά χαδεύοντας του τα μαλλιά, όπως θα έκανε μια μάνα για να νανουρίσει το παιδί της, ενώ ο Άγγελος καθόταν όρθιος κι κοίταζε τον Ντέιβ. Ήταν πολύ αναστατωμένος. Μάλλον φοβόταν μην κάνει κακό στον Ντέιβ ή μήπως έκανε ο Ντέιβ στον Άγγελο κακό. Ναι αυτό πρέπει να ήταν . Θύμωσα με την στάση του κι σηκώθηκα όρθια.
«Αν φοβάσαι μην σου κάνει κακό ο Ντέιβ να βγεις έξω. Δηλαδή δεν έχεις καθόλου πίστη στον αδερφό σου πια?» Είχα θυμώσει τόσο πολύ που φοβόμουν μην αλλάξω μορφή κι πληγώσω τον Άγγελο. Αλλά τι έγινε καθόλου δεν νοιαζόταν για τον αδερφό του δεν του είχε απομείνει καθόλου πίστη πια?
«Δεν είναι αυτό που νομίζεις. Δεν φόβάμε μην κάνει κακό σε εμένα. Αλλά»
«Αλλά τι?»
«Αλλά φοβάμαι μην κάνει κακό σε εσένα. Δεν θα άντεχα άμα έβλεπα τον ίδιο μου τον αδερφό να σου κάνει κακό κι δεν ξέρω πως θα αντιδρούσα.»
«Πόπο τώρα σε έπιασαν κι τα παλικαρίσια ε?»
«Καλύτερα να σταματήσει η συζήτηση εδώ δεν βλέπω να βγάζουμε καμία άκρη.»
«Ναι μάλιστα. ΑΡΧΗΓΕ» Μόλις τελειώσαμε , μετά από λίγο ο Ντέιβ άρχισε να συνέρχεται. Η μεταμόρφωση του είχε ολοκληρωθεί. Έτρεξα αμέσως δίπλα του ενώ ο Άγγελος ήρθε από πίσω μου.
«Μάντι, Άγγελε. Τι μου συμβαίνει, τι κάνετε εδώ, που είμαι, γνωρίζεστε, γτ πονάω τόσο πολύ στο λαιμό μου κι γιατί γενικός πόναγα τόσο καιρό?»
«Ηρέμισε Ντέιβ. Θα στα εξηγήσουμε όλα. Σιγά σιγά. Καταρχάς πονάς κι νιώθεις ένα κάψιμο στο λαιμό κι πόναγες αυτές τις 3 μέρες διότι είσαι βρικόλακας.» Του είπε ο Άγγελος.
«Τι τι είμαι? Κι πως. Δηλαδή.»
«Πως το ξέρουμε εμείς?» Του είπα κι γύρισα να ζήτησε με το βλέμμα μου βοήθεια από τον Άγγελο. Σαν να του έλεγα να του το πω ή όχι. Τελικά κατάλαβε γιατί γύρισα κι μου έγνεψε με το κεφάλι του ναι. Όλη αυτή η βουβή συζήτηση δεν κράτησε παραπάνω από λίγα δευτερόλεπτα αλλά του Ντέιβ αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα του φάνηκαν αιώνες ώσπου να γυρίσω να του απαντήσω.
«Το ξέρουμε διότι είμαστε λυκάνθρωποι. Σε βρήκα μέσα στο δάσος μόλις σε είχαν δαγκώσει. Κανονικά θα έπρεπε να σε σκοτώσουμε πριν τελειώσει η μεταμόρφωση σου αλλά εγώ δεν το επέτρεψα. Δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο. Όμως τώρα πρέπει να πας να κυνηγήσεις γιατί αλλιώς θα σε πονάει πολύ ο λαιμός σου κι θα υποφέρεις.»
«Μα τι λες είσαι τρελή. Δεν πάω πουθενά. Δεν πρόκειται να σκοτώσω κανέναν.»
«Αν το έκανες θα είχες να τα βάλεις μαζί μου.» Του είπε ο Άγγελος δείχνοντας του την γροθιά του.
«Αυτό που εννοούσε ο Άγγελος» Είπα κι γύρισα κι τον κοίταξα θυμωμένη προτού γυρίσω κι τελειώσω την πρόταση μου. «Είναι ότι δεν θα σε αφήσουμε να σκοτώσεις ανθρώπους αλλά θα σε πάμε στο δάσος κι θα τραφείς με ζώα.» Λέγοντας τις τελευταίες τέσσερις λέξεις ανατρίχιασα κι η φωνή μου κόμπιασε λίγο.
Έπειτα του έκανα νεύμα να με ακολουθήσει ενώ κοίταξα τον Άγγελο αυστηρά κι το έγνεψα να έρθει κι αυτός μαζί. Άλλο που δεν ήθελε αυτός να ελέγχει τον μικρό του αδερφό μην κάνει καμία βλακεία. Μόλις βγήκαμε έξω από την καλύβα εγώ κι ο Άγγελος αλλάξαμε μορφή. Ο Ντέιβ δεν μας είχε ξαναδεί να αλλάζουμε μορφή κι είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Έπειτα ο Άγγελος έτρεξε προς το δάσος. Εγώ έκανα ένα νόημα στον Ντέιβ ότι πρέπει να τον ακολουθήσουμε κι έτσι κι έγινε. Φτάσαμε στο δάσος. Εγώ κάθισα κάτω από ένα δέντρο κι λιαζόμουν στον ήλιο ενώ τα αγόρια πήγαν να κυνηγήσουν. Δεν μου αρέσει να κυνηγάω τα ζώα μου φέρνει αναγούλα κι μόνο στην σκέψη ότι θα δάγκωνα ένα κακόμοιρο ελάφι. Κάποια στιγμή άκουσα φωνές. Ανοισίχισα. Μήπως τσακόνοντε. Άμα τσακόνοντε ο Άγγελος μπορεί να πληγωθεί ή ακόμα και να.. όχι δεν θα πάθει τίποτα πρέπει να πάω εκεί αμέσως. Σκέφτηκα κι πήγα γρήγορα εκεί από όπου άκουσα φωνές. Το θέαμα ήταν ανατριχιαστικό. Ο Ντέιβ είχε πιάσει μία αντιλόπη κι ενώ εκείνη προσπαθούσε να ξεφύγει εκείνος της έπινε το αίμα. Αμέσως έφυγα μακριά. Άρχισα να τρέχω. Ήθελα να φύγω να πάω όσο πιο μακριά μπορούσα. Δεν ανήκω εδώ. Ένα απλό κορίτσι μέχρι πριν λίγες μέρες κι τώρα, τώρα τι? Είμαι μία λυκάνθρωπος. Μόλις μεταμορφώθηκα είδα τον καλύτερο μου φίλο να υποφέρει ώσπου να γίνει ένας βρικόλακας. Έχει αλλάξει τόσο πολύ από την τελευταία μέρα που τον είδα στο σχολείο. Τώρα πια τα μάτια του δεν έχουν αυτό το όμορφο καστανό χρώμα τους αλλά ένα κατακόκκινο σαν την φωτιά. Σαν την φλόγα του θανάτου. Δεν έχει πια το μαύρισμα που είχε αλλά είναι χλομός. Μπορώ να πω όμως ότι έχει ομορφύνει αρκετά. Όταν σηκώθηκε από το κρεβάτι πριν από λίγο παραλίγο να μην τον αναγνωρίσω. Αφότου τον βρήκα όμως κι τον μετέφερα στην καλύβα ο κίνδυνος δεν είχε περάσει. Έπρεπε να τα βάλω με μία βρικόλακα την Άλκη για να τον προστατεύσω κι να μην πάει κι του κάνει κακό ή έστω να τον πάρει μακριά. Δεν μπορούσα ούτε να τον φανταστώ ότι θα τον έπαιρνε ενώ εκείνος θα ήταν ανίκανος να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Την σκότωσα μαζί με τους άλλους. Είδα μπροστά στα μάτια μου ένα ζωντανό πλάσμα να πεθαίνει. Αλλά κι πάλι ο κίνδυνος δεν είχε περάσει. Έπρεπε να τον προσέχω. Κι εκτός από αυτό πρέπει να λέω ψέματα. Πολλά ψέματα σε όλους. Στους γονείς μου στις φίλες μου ακόμα κι στους γονείς του Ντέιβ, αυτούς ειδικά τους λυπάμαι χάσανε κι τα 2 τους παιδιά σε διάστημα ολίγον ημερών δεν έχουν ιδέα για το που βρίσκονται. Νομίζουν ότι έχουν πεθάνει, κι κάθε μέρα ελπίζουν πως θα τους ξαναδούν. Αυτό όμως θα αργήσει να γίνει. Δεν ξέρω κιόλας αν θα γίνει. Ο Άγγελος μέχρι να είναι σίγουρος ότι μπορεί να τους πει την αλήθεια δεν θα πάει να τους βρει. Ενώ ο Ντέιβ, ο Ντέιβ θα περάσει ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι να δει ξανά άνθρωπο. Κανονικό άνθρωπο. Όχι λύκους κι βλακείες. Όση ώρα τα σκεφτόμουν αυτά δεν κοίταζα τι συνέβενε γύρω μου. Απλώς έτρεχα. Έτρεχα να ξεφύγω από τον ίδιο μου τον εαυτό. Ο Άγγελος προσπάθησε να μου μιλήσει αλλά εγώ σαν να έκανα ένα κλικ σε κάποιον υπολογιστή τον έκανα να σωπάσει. Το τελευταίο που ήθελα τώρα είναι να δει τι σχεδιάζω να κάνω τι πρόκειται να κάνω για να ξεφύγω από όλα αυτά. Μόνο ένα πράγμα μπορεί να με σώσει από όλα αυτά. Μόνο ένα πράγμα μου μένει να κάνω.
LaDy_SoVeReigN Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 28 Τόπος : Στον κόσμο τον Anime!! Αριθμός μηνυμάτων : 1666 Registration date : 09/08/2009
Ο Άγγελος κι ο Ντέιβ ανυσιχούσαν πολύ. Δεν έβρισκαν την Μάντι πουθενά. Είχαν ψάξει σε όλο το δάσος, στο λιβάδι της καλύβας στην καλύβα, ακόμα κι στο σπίτι της είχαν πάει να δουν μήπως ήταν εκεί. Η Μαρίνα κι ο Παύλος είχαν ανυσιχίσει πολύ. Κάποια στιγμή εκεί που η Βαλεντίνα καθόταν κι προσπαθούσε όπως όλοι οι άλλοι να μπουν στο μυαλό της Μάντις τα κατάφερε κι χωρίς να σκεφτεί τίποτα κι την πάρει είδηση καθόταν κι παρακολουθούσε τον ειρμό της σκέψης της ενώ έβλεπε κι προς τα πού κατευθυνόταν. Την άκουσε να παραπονιέται στον εαυτό της για αυτό που είχε καταντήσει κι για πράγματα που σε εκείνη ήταν ελάχιστα γνωστά. Δηλαδή όσα της είχαν πει ο Παύλος κι η Μαρίνα. Δηλαδή για της μέρες που δεν ήταν λύκαινα. Στο τέλος όμως μία φράση της Μάντι την έκανε να τρομάξει κι να φωνάξει. Η Μάντι την άκουσε κι σφράγισε καλά της σκέψεις της για να μην μπορούν να της δουν. Η Βαλεντίνα για να ηρεμίσει άλλαξε μορφή. Μόλις ο Άγγελος κι οι υπόλοιποι την άκουσαν να φωνάζει άλλαξαν μορφή κι έτρεξαν κοντά της. Ο Ντέιβ πήγε κι έκατσε δίπλα της κάτω από ένα δέντρο στο λιβάδι. Όταν μαζεύτηκαν όλοι γύρο της εκείνη άρχισε να τους λέει χωρίς να παραλείψει τίποτα τους είπε ό,τι είχε ακούσει στο μυαλό της Μάντις. Για το πόσο απαίσια ένιωθε για αυτό που είναι κι τους είπε ακόμα κι για την φράση αυτή που την τρόμαξε τόσο. ‘Μόνο ένα πράγμα μπορεί να με σώσει από όλα αυτά. Μόνο ένα πράγμα μου μένει να κάνω.’ Όσο τα άκουγε όλα αυτά ο Ντέιβ είχε σηκωθεί κι είχε καθίσει σε μία απόμερη γωνιά για να σκεφτεί. Της είχε προκαλέσει τόσα προβλήματα. Την είχε κάνει να πονέσει. Για αυτόν είχε σπάσει το χέρι της. Κι παρόλα αυτά εκείνη όσο αυτός πονούσε καθόταν δίπλα του κι του τραγουδούσε για να του απαλύνει τον πόνο. Κι τώρα. Τώρα βρισκόταν σε κίνδυνο εξαιτίας του. Γιατί ήταν σίγουρος τι σήμαινε αυτή της η τελευταία φράση. Έπρεπε να κάνει κάτι κι μάλιστα γρήγορα αλλιώς η Μάντι μπορεί…Όχι δεν θα το σκεφτόταν αυτό. Δεν θα την άφηνε να πάθει κι άλλο κακό εξαιτίας του. Θα πήγαινε να την σώσει. Με ή χωρίς την αγέλη. Ο Άγγελος τον είδε που είχε απομακρυνθεί κι πήγε να του μιλήσει. Όσο να ναι αδερφός του ήταν έπρεπε να τον παρηγορήσει.
«Τι έχεις αδερφέ μου?» Του είπε κι πήγε κι έκατσε ακριβώς μπροστά του σε έναν σπασμένο κορμό. Ο Ντέιβ πριν του απαντήσει κάθισε δίπλα του. Ένιωθε έτυμος να κλάψει κι ήταν σίγουρος πως αν ήταν άνθρωπος τώρα κι όχι βρικόλακας θα έκλεγε. Εξήγησε στον Άγγελο αυτά που είχε συλλογιστεί προηγουμένως. Έπειτα πήγαν κι κάθισαν μαζί με την υπόλοιπη αγέλη όπου κατέστρωσαν το σχέδιο της διάσωσης της Μάντι από τον ίδιο της τον εαυτό. Ενώ η αγέλη κι ο Ντέιβ σκέφτονταν που ακριβώς ήταν η Μάντι κι πως θα την σταμάταγαν εκείνη είχε φτάσει στον προορισμό της. Στεκόταν ακριβώς μπροστά από τον γκρεμό. Είχε πάρει την απόφασή της θα πήδαγε από τον γκρεμό. Έτσι θα τελείωναν όλα. Πήρε φόρα κι πήδηξε. Ένιωθε τον αέρα να της τινάζει τα μαλλιά. Όλο της το είναι ήθελε να πάρει θέση έτσι ώστε άμα έπεφτε να πάταγε σώα στα πόδια της όμως όχι το είχε πάρει απόφαση. Όπως έπεφτε χτύπησε πάνω σε ένα κλαδί που προεξίχε από τον βράχο κι της έκοψε λίγο την φόρα. Χτύπησε στο κεφάλι κι άρχισε να ζαλίζετε. Τότε ένιωσε πως κάτι την κρατούσε κι τότε γύρισε κι είδε τον Ντέιβ ο οποίος την κρατούσε γερά κι δεν την άφηνε να του πέσει ενώ έπεφταν μαζί στο κενό. Κι τότε όλα γύρω της μαύρισαν.
Απροσμενες Ανακαλύψεις
Σελίδα 1 από 1
Παρόμοια θέματα
Παρόμοια θέματα
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης