Παιδιά αυτό δεν έχει συνέχεια. Αυτό το κομμάτι και τέλος.
Δεν το έγραψα σε word αλλά σε κουγτάκι που κάνει ποστ σε φόρουμ. Ίσως
πιστέψετε ότι δεν το έγραψα εγώ για δεν κολλάει α τα γράφει αυτά ένα
δωδεκάχρωνο. Ελπίζω να σας αρέσει.
-Έλα βρε αγάπη μου, πάρτην τηλέφωνο. Πόσο καιρό έχεις να τη δείς; Ήταν η γυναίκα μου.
Εγώ την κοίταζα απλώς.
-Είναι οικογένια σου, είπε αργά και ψιθυριστά.
Ήθελε να πάρω τηλέφωνο την μαμά μου για να δω τι κάνει. Την κοιταξα.
-Όχι τώρα πια. Τώρα οικογένεια μου είστε εσείς. Εσύ και τα παιδιά, απάντησε με αποφασιστηκότητα.
-Πώς
μπορείς να το λες αυτό;φαινόταν θυμομένη τώρα, είναι η γυναίκα που σε
μεγάλωσε, Αντρέα, είναι η γυναίκα που σε έκανε να είσαι τώρα αυτό που
είσαι;
Τί είμαι άραγε;συλογίστηκα,ένα κάθαρμα που δεν ενδιαφέρεται για τρην οικόγένεια του. Αυτο είμαι! Αλλά θα επανορθώσω.
Αναστέναξα.
-Έχεις...έχεις δίκιο και ξέρεις κάτι; Θα την πάρω τηλέφωνο για την βγάλω έξω,είπα.
Η γυναίκα μου χαμογέλασε. Νόμιζα ότι την άκουσα να ψιθυρίζει <<αυτός είσαι>>.
Την επόμενη μέρα πήγα σπίτι της μαμάς μου και χτύπησα το κουδούνι. Ήταν
έτοιμη. Φορούσε ένα τιρκουαζ φόρεμα με ασορτί καπέλο και γάντια. Ατο
πρόσωπο της είχε αυτό το αγνό χαμόγελο που θυμάμαι απο τα παιδικά μου
χρόνια.
-Λοιπόν, είπα, πάμε;
-Πάμε, απάντησε εκείνη χωρίς να σβήσει το χαμόγελο της.
Σε όλη την διαδρομή, απο το σπίτι ως το αμάξι κι απο το αμάξι ως το μαγαζί, ένιωθα τα μάτια της πάνω μου. Ένιωθα αμήχανα.
Όταν φτάσαμε της έβγαλα το παλτό της και το άφησα στην καρέκλα.
-Λοιπόν τί θα πάρεις;είπα
Εκείνη δεν απάντησε αμέσως κοιτάζοντας με.
-Κάποτε εγώ σε ρωτούσα τί θα πάρεις,είπε ξαναζωγραφίζοντας το χαμόγελο στα χείλη της και αγνωόντας με.
-Καιρός να στο ανταποδώσω λοιπόν, είπα δίχνοντας κι εγλω λενα χαμόγελο.
Καθ'όλη την διάρκεια του δείπνου μας με χάζευε κι εγώ πάλι ένιωθα αμήχανα κι έκανα πως δεν το πρόσεχα.
Όταν την πήγα σπίτι της μου είπε:
-Ευχαριστώ για το αποψινό δείπνο. Ήταν υπέροχο. Την επόμενη εβδομάδα θα πληρώσω εγώ.
-Έντάξει, της είπα, χαίρομαι που πέρασες καλά. Καληνύχτα.
Η γυναίκα μου με περίμενε όταν γύρισα.
-Πώς πήγε;με ρώτησε με περιέργεια.
-Πήγε πολύ καλά. Ευχαριστώ, είπα δίνοντάς της ένα δροσερό φιλί στο μέτωπο.
Ύστερα όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Την Τετάρτη πέθαναι η μητέρα μου και την Πέμπτη έγινε η κηδεία.
Την Παρασκευή έλαβε ένα τηλεφώνημα απο το μαγαζί που είχαν πάει με την μητέρα του, ότι είχε ένα γράμμα.
Εκείνος πήγε. Το γράμμα έλεγε:
Ήξερα
ότι δεν θα άντεχα μέχρι την επόμενη εβδομάδα. Ήμουν ήδη πολύ άρρωστη
για να αντέξω μια εβδομάδα. Πέρασα πολύ όμορφα εκείνο το βράδυ. Τα έξοδα είναι πληρωμένα για δύο άτομα. Να πας με την γυναίκα σου. Είναι πολύ τυχερή που σ'έχει.
Σ'αγαπώ πολύ!
Η μαμά.
Κοίταζα για πολύ ώρα το σ'αγαπώ πολύ.
Πέθαναι και δεν πρλολαβα να την πω κι εγώ πόσο πολύ την αγαπώ. Το ξέρει
άραγε; Δεν θα μάθω ποτέ. Το μόνο που ξέρω...είναι ότι κι εγώ την αγαπώ
πολύ.
ΤΕΛΟΣ