Rozali87 - ΕΝΑΣ ΑΞΕΧΑΣΤΟΣ ΑΓΙΟΣ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΣ 2ο Μέρος
<< Όπως θέλεις. >> Είπε και τράβηξε το τηλέφωνο από το απέναντι γραφείο. Της έδωσε το ακουστικό << Ορίστε! >>
<< Ευχαριστώ. >> Η Μπέλλα κράτησε το τηλέφωνο και περίμενε να τον δει να φεύγει. Αλλά όπως φάνετε εκείνος δεν είχε σκοπό να το κάνει. Εντάξει, ας είναι. Πάτησε τον αριθμό και περίμενε να το σηκώσουν. Στο τρίτο χτύπο ο φίλος της ο Τζέικ το σήκωσε.
<< Παρακαλώ; >>
<< Τζέικ! >>
<< Μπέλλα! Πού είσαι; Τι ώρα γυρνάς; >>
<< Ξέρεις Τζέικ είχα ένα ατύχημα και στραμπούλιξα το πόδι μου. Θα πρέπει να μείνω εδώ δυο μέρες, ο γιατρός λέει ότι δεν γίνεται να οδηγήσω. >>
<< Τι έγινε Μπέλλα; Είσαι καλά; >> Ο γλυκός Τζέικ… πόσο νοιαζόταν γι’ αυτή.
<< Ναι Τζεικ μια χαρά. Αν εξαιρέσεις το πόδι μου δηλαδή… αλλά μην ανησυχείς δεν είναι κάτι σοβαρό. >>
<< Και που θα μείνεις ; Είσαι στο νοσοκομείο ;>>
<< Όχι. Βασικά… θα μείνω στον πύργο. >>
<< Εννοείς… στον πύργο Άμποτσντέιλ ; >>
<< Ακριβώς! >>
<< Μα πως ; >>
<< Θα σου εξηγήσω από κοντά Τζέικ.>>
<< Εντάξει όπως θες. Τα λέμε, φιλιά ! >>
<< Τα λέμε Τζέικ… φιλία. >> Η Μπέλλα κατέβασε το ακουστικό και αναστέναξε.
<< Λοιπόν τώρα που ειδοποίησες και τον φίλο σου… μπορούμε να πάμε να σου δείξω το δωμάτιο σου.>>
Τα μάτια του την κοιτούσαν με περιφρόνηση και η φωνή του ήταν πιο χλευαστική από ποτέ. Αυτή τη φορά δεν την πήρε αγκαλιά απλά της έδωσε το χέρι του για να στηριχτεί, και αυτό μάλλον με το ζόρι. Μα πως μπορούσε να αλλάζει την συμπεριφορά του συνέχεια; Τι μια γλυκός και τρυφερός και την άλλη ψυχρός και απόμακρος.
Το δωμάτιο που θα έμενε ήταν ακόμη πιο όμορφο απ’ ότι το φανταζόταν. Ήταν ένα υπέροχο δωμάτιο, διακοσμημένο σε γλυκό ροζ χρώμα και τουλάχιστον διπλάσιο σε μέγεθος από το διαμέρισμα της στο Λονδίνο. Ένα τεράστιο κρεβάτι με ουρανό βρισκόταν στο κέντρο του δωματίου, καλυμμένο με ένα υπέροχο μοβ κάλυμμα από μετάξι και δαντέλα. Οι κουρτίνες ήταν από βελούδο στο χρώμα της λεβάντας με μικρά τριανταφυλλάκια κεντημένα επάνω και η θέα από το παράθυρο ήταν θαυμάσια.
<< Καλύτερα να ξεκουραστείς. Θα πω να σου φέρουν ένα τσάι και κάτι να φας. Φαίνεσαι πολύ χλωμή! >> Δεν υπήρχε ίχνος τρυφερότητας στα λόγια του.
<< Ευχαριστώ >> Του απάντησε στον ίδιο ψυχρό τόνο. Εκείνος χωρίς να της απαντήσει έβαλε τα χέρια στης τσέπες του παντελονιού του και βγήκε από το δωμάτιο.
Λοιπόν δεν θα έσκαγε άλλο για την συμπεριφορά του απέναντι της. Αυτό που της χρειαζόταν τώρα ήταν ένα ζεστό μπάνιο. Ευτυχώς το δωμάτιο που της είχε δώσει είχε το δικό του. Έβγαλε τα ρούχα της μένοντας μόνο με τα εσώρουχα και μπήκε στο μπάνιο.
Ακόμη και αυτό ήταν πανέμορφο. Οι τοίχοι ήταν ντυμένοι με λουλουδάτη ταπετσαρία. Σε μία άκρη ήταν τοποθετημένος ένας κομψός νιπτήρας με μπρούτζινα διακοσμητικά και έναν μεγάλο σκαλιστό καθρέφτη ακριβώς από πάνω. Το ραφάκι ακριβώς δίπλα είχε πολλές χνουδωτές πετσέτες σε παστέλ χρώματα και διάφορα μπουκαλάκια με αφρόλουτρα και αιθέρια έλαια. Το λουτρό ήταν από κρεμ πορσελάνη με πολλές κόγχες και σκαλίσματα και τα απαραίτητα ποδαράκια. Η Μπέλλα άφησε τη βρύση να τρέχει με καυτό νερό, διάλεξε ένα αφρόλουτρο που μύριζε φράουλα και κεράσι και έριξε αρκετό μέσα στη μπανιέρα.
Πλησίασε στον καθρέφτη και κοίταξε το είδωλό της. Τα μαλλιά της που άλλοτε έπεφταν στους ώμους της σαν λιωμένη σοκολάτα τώρα ήταν ανακατεμένα. Το δέρμα της ήταν ακόμη πιο λευκό απ’ ότι συνήθως και τα βελούδινα καστανά της μάτια τώρα έδειχναν τεράστια στο ταλαιπωρημένο πρόσωπο της. Με έναν αναστεναγμό έβγαλε τα μικρά δαντελωτά της εσώρουχα, έκλεισε την βρύση και μπήκε στο καυτό νερό που είχε γεμίσει σαπουνόφουσκές.
Το ζεστό νερό χαλάρωσε αμέσως τα πονεμένα μέλη της. Η εικόνα του Έντουαρντ εισέβαλε στις σκέψεις της. Καθισμένος επάνω στο άλογο, με τα χρυσαφένια του μάτια να λάμπουν και τα μαλλιά του ανακατεμένα από τον αέρα…. Ω πόσο της άρεσαν τα μαλλιά του. Ήθελε να βάλει το χέρι της μέσα και να δει αν ήταν τόσο απαλά όσο φαινόταν. Πρέπει να την πήρε ο ύπνος με το να τον σκέφτεται.
Ξαφνικά η πόρτα του μπάνιου άνοιξε, ή μάλλον έσπασε και ο Έντουαρντ όρμησε μέσα σαν σίφουνας. Η Μπέλλα ανακάθισε βιαστικά προσπαθώντας να κρύψει τη γύμνια της αφού η σαπουνάδα είχε σχεδόν διαλυθεί.
<< Πως τολμάς να μπαίνεις εδώ μέσα…… >> του φώναξε ενώ τα μάτια της πετούσαν φλόγες.
<< Χτυπάω τόση ώρα την πόρτα και δεν μου απαντάς… τι ήθελες να κάνω; Πίστευα πως κάτι έπαθες! >>
Η φωνή του ήταν δυνατή και στα μάτια του εναλλάσσονταν η ανησυχία, ο θυμός και κάτι άλλο που η Μπέλλα δεν μπορούσε να καταλάβει.
<< Μα τι θα μπορούσα να πάθω; Απλώς έκανα ένα μπάνιο!>>
<< Θα μπορούσε να σε πάρει ο ύπνος και να πνιγείς, αν δηλαδή δεν σε πήρε! Ή ακόμα να γλιστρήσεις και να χτυπήσεις και ένα σωρό ακόμα ατυχήματα, που δεν θα μου έκανε εντύπωση αν τα προκαλούσες! >>
<< Όπως βλέπεις δεν πνίγηκα, ούτε χτύπησα, οπότε παρατάμε και βγες έξω, δεν έχω συνηθίσει να κάνω μπάνιο μπροστά σε κοινό ! >> Ο Έντουαρντ της έριξε ένα άγριο βλέμμα και βγήκε έξω χτυπώντας πίσω του την πόρτα.
Μα τι στο καλό είχε πάθει; Την είχε πάρει όντως ο ύπνος και δεν τον άκουσε να χτυπάει; Το νερό πάντως ήταν παγωμένο που σημαίνει ότι είχε μείνει αρκετά εκεί μέσα. Ωστόσο μπορεί το νερό να ήταν κρύο αλλά το κορμί της είχε πάρει φωτιά.
Η παρουσία του σε έναν τόσο μικρό χώρο και τα μάτια του να ταξιδεύουν στο γυμνό κορμί της ήταν αρκετά για να την αναστατώσουν. Πήρε μια βαθιά ανάσα, σηκώθηκε και τέντωσε το χέρι της για να πάρει μια πετσέτα. Το πόδι της γλίστρησε στην μπανιέρα και με ένα γδούπο έπεσε μαζί με τη πετσέτα μέσα στο νερό. Ο Έντουαρντ όρμησε ξανά στο μπάνιο.
<< Τι στο καλό ήταν πάλι αυτό ; >> Την είδε εκεί ξαπλωμένη στην μπανιέρα με την πετσέτα βουτηγμένη στο νερό.
<< Ορίστε. Δεν το γλιτώσαμε το ατύχημα τελικά. >>
<< Απλώς γλίστρησα , αυτό είναι όλο! >> Του πέταξε.
Χωρίς να της απαντήσει ο Έντουαρντ, σαν να μην τον ένοιαζε να μουσκέψει τα ρούχα του, έσκυψε, την πήρε στην αγκαλιά του και την άφησε ακριβώς μπροστά του. Τράβηξε μια μεγάλη χνουδωτή πετσέτα και άρχισε να την σκουπίζει μαλακά.
Ω… θεέ μου! Τι ακριβώς γίνεται; Η Μπέλλα δεν μπορούσε να μιλήσει. Η μυρωδιά της κολόνιας του εισέβαλε στα ρουθούνια της και την ζάλιζε. Τα χέρια του απαλά πάνω στο γυμνό κορμί της την είχαν ταράξει. Ένιωθε έναν πόνο χαμηλά στο στομάχι και καθόταν εκεί, γυμνή μπροστά του κοιτάζοντας τον σαν χαμένη. Τι άλλο θα μπορούσε να της συμβεί…;
Σαν απάντηση στην ερώτηση της ο Έντουαρντ πολύ τρυφερά την τράβηξε κοντά του, τυλίγοντας και τα δύο χέρια του γύρο από τη μέση της. Και καθώς η Μπέλλα ένιωσε την σκληρή ζεστασιά του κορμιού του να την πιέζει, ένα καυτό κύμα απόλαυσης την πλημμύρισε. Άπλωσε τα χέρια της στους ώμους του και με έναν αναστεναγμό βούλιαξε στο στήθος του. Για μια στιγμή τα βλέμματα τους συναντήθηκαν και η φλόγα τους έλιωσε και τους δύο. Και μετά κάνοντας την να αναστενάξει , ο Έντουαρντ έσκυψε και τη φίλησε. Δε συμβαίνει στ’ αλήθεια αυτό, είπε μέσα της. Πρέπει να ονειρεύομαι. Από στιγμή σε στιγμή θα ξυπνήσω. Γιατί πρέπει να ήταν όνειρο. Πως ήταν δυνατόν να στέκεται εκεί γυμνή και να φιλάει τον Έντουαρντ Κάλλεν.
Ξαφνικά εκείνος σήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε.
<< Καλύτερα να ντυθείς τώρα. Θα τα πούμε αργότερα στο δείπνο.>> Γύρισε και έφυγε αφήνοντας την κεραυνοβολημένη από το φιλί του. Ο θεέ μου πόσο πολύ της είχε αρέσει να βρίσκεται στην αγκαλιά του, να ανασαίνει το άρωμα του να τον νιώθει πάνω στο κορμί της… και το φιλί του τόσο γλυκό και τρυφερό, ήταν σαν να της είχε ρουφήξει όλη την ενέργεια.
Με χέρια που έτρεμαν τυλίχτηκε με μια ρόμπα που βρισκόταν διπλωμένη στο ραφάκι με τις πετσέτες, πήγε μέχρι το κρεβάτι, χώθηκε κάτω από τα ζεστά σκεπάσματα και βυθίστηκε σε ένα ύπνο γεμάτο όνειρα με πρωταγωνιστή τον Έντουαρντ Κάλεν!
Όταν ξύπνησε ο ήλιος είχε δύσει, αφήνοντας ένα απαλό φως να μπαίνει στο δωμάτιο. Ανακάθισε στο κρεβάτι και είδε ένα δίσκο με τσάι και κουλουράκια που μοσχοβολούσαν κανέλα, ακουμπισμένα πάνω στο κομοδίνο δίπλα από το κρεβάτι της.
Κάποιος είχε μπει στο δωμάτιο και τον είχε φέρει. Με τη σκέψη ότι ο Έντουαρντ ήταν εκείνος που είχε μπει στο δωμάτιο ενώ εκείνη κοιμόταν, ένα γλυκό ρίγος διαπέρασε το κορμί της κάνοντας την να ανατριχιάσει.
Ντύθηκε βιαστικά και καθώς βούρτσιζε τα μαλλιά της που τώρα είχαν στεγνώσει, ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα.
<< Περάστε. >> Η φωνή της ήταν βραχνή. Η πόρτα άνοιξε και μια κοντούλα γυναίκα γύρο στα πενήντα μπήκε στο δωμάτιο.
<< Ξυπνήσατε >> Της είπε γλυκά. << Είμαι η Ελίζα, ήρθα να σας πω ότι το δείπνο θα είναι έτοιμο σε δέκα λεπτά.>>
Ώστε αυτή ήταν η Ελίζα. Για κάποιο λόγο η Μπέλλα ένιωσε ανακούφιση.
<< Εγώ είμαι η Μπέλλα. Χάρηκα πολύ. >>
<< Βλέπω δεν ήπιατε το τσάι που σας έφτιαξα. >> Είπε με ένα τόνο δυσαρέσκειας! Άρα αυτή ήταν που είχε μπει στο δωμάτιο και όχι ο Έντουαρντ. Ανακούφιση ή απογοήτευση ήταν τώρα αυτό που ένιωθε;
<< Ο… έχει λίγη ώρα μόνο που ξύπνησα και δεν πρόλαβα! Ευχαριστώ πολύ πάντως.>> Απολογήθηκε.
<<Εντάξει κορίτσι μου δεν πειράζει . Λοιπόν σε αφήνω τώρα , η τραπεζαρία είναι μόλις βγεις η δεύτερη πόρτα δεξιά.>>
<<Ευχαριστώ.>>
Μα πως θα αντίκριζε τον Έντουαρντ μετά από ότι είχε συμβεί μεταξύ τους. Μήπως να μην πήγαινε για δείπνο. Από την άλλη δεν είχε φάει τίποτα εκτός από λίγο κέικ, το πρωί πριν ξεκινήσει για το Γιόρκσαϊρ και τώρα το στομάχι της διαμαρτυρόταν.
Θα πάω είπε αποφασίστηκα στον εαυτό της, εξάλλου εκείνος ήταν που μπήκε στο μπάνιο της και εκείνος ήταν που την φίλησε. Αν υπήρχε κάτι για το οποίο θα έπρεπε να ντρέπεται ήταν μόνο ότι ανταποκρίθηκε στο φιλί του.
Κουτσαίνοντας αλλά αποφασισμένη να τον αντιμετωπίσει βγήκε από το δωμάτιο.
Η τραπεζαρία ήταν εξίσου ένα εντυπωσιακό δωμάτιο. Στη μια πλευρά υπήρχε ένα μεγάλο πέτρινο τζάκι που τώρα ήταν αναμμένο. Τριγύρω του υπήρχαν βαριά έπιπλα ντυμένα από σκούρο κόκκινο βελούδο, ενώ ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι ήταν στρωμένο επίσημα με κρυστάλλινα ποτήρια, ασημένια μαχαιροπίρουνα και δυο ανέμενα κηροπήγια στο κέντρο.
Ακριβώς από πίσω της άκουσε βήματα, γύρισε και είδε τον Έντουαρντ. Τα Μαλλιά του ήταν τώρα χτενισμένα. Φορούσε ένα γαλάζιο πουκάμισο, ένα σκούρο γκρι γιλέκο και το σακάκι του κουστουμιού του αγκάλιαζε τις φαρδιές πλάτες του. Ήταν πραγματικά ένας πανέμορφος άντρας.
<<Ελπίζω να ξεκουράστηκες.>> Της είπε. <<Θα ήθελες ένα ποτό πριν το φαγητό;>>
<<Ένα γλυκό τσέρι θα ήταν ότι πρέπει.>>
Εκείνος προχώρησε έβαλε γι’ αυτήν το τσέρι που του ζήτησε και ένα τζιν με τόνικ για τον ίδιο.
<< Ορίστε.>> Της πρόσφερε το ποτό και κάθισε σε μια από τις πολυθρόνες.
Εκείνη σαν αυτόματο τον αντέγραψε και κάθισε στην πολυθρόνα που βρισκόταν πιο μακριά από την δική του. Καλύτερα να κρατάμε μια απόσταση.
<<Λοιπόν ξεκουράστηκες.>>
<< Ο ναι ευχαριστώ, κοιμήθηκα πολύ καλά και το πόδι μου το νιώθω ήδη καλύτερα.>> Του είπε και ήπιε μια γουλιά από το ποτό της. Εκείνη την στιγμή μπήκε στο δωμάτιο η Ελίζα σέρνοντας ένα καροτσάκι με το γεύμα τους.
<<Το φαγητό είναι έτοιμο κύριε.>>
<<Σ’ ευχαριστώ Ελίζα, άφησε τα θα τα αναλάβω εγώ πήγαινε να ξεκουραστείς, θυμήσου τι είπε ο γιατρός.>>
<<Ευχαριστώ πολύ κύριε, ελπίζω να απολύσετε το γεύμα σας.>>
Ο Έντουαρντ ανέλαβε να σερβίρει το φαγητό, προσέχοντας να μην την ακουμπήσει και κρατώντας αποστάσεις. Το γεύμα άρχισε και τελείωσε με σιωπή, κανείς δεν μίλησε.
<<Λοιπόν πως σου φάνηκε το φαγητό;>> Την ρώτησε αφού είχαν τελειώσει.
<< Ήταν θαυμάσιο ευχαριστώ πολύ και ο πύργος είναι πανέμορφος!>> Η τώρα ή ποτέ, έπρεπε να του ζητήσει να βγάλει τις φωτογραφίες που ήθελε.
<<Αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να βγάλω μερικές φωτογραφίες, αν δεν σε πειράζει φυσικά.>> Πρόσθεσε δειλά.
Για μια στιγμή ήταν σίγουρη ότι θα της αρνηθεί, αυτό έλεγε η έκφραση του.
<< Και γιατί τις θέλεις;>> Την ρώτησε .
Τώρα τι να του πω; Δεν θα πιστέψει ότι τις θέλω για να τις χαρίσω στην θεια μου.
<<Απλώς θέλω να τις κάνω δώρο κάπου, δες το σαν σουβενίρ από το ταξίδι μου.>> << Μάλιστα… >> Είπε σκεφτικός. << Να υποθέσω ότι τις θες για τον φίλο σου τον Τζέικομπ; >>
Μα πώς τολμούσε να σκέφτεται κάτι τέτοιο. Μετά απ’ ότι είχε γίνει μεταξύ τους στο μπάνιο. Πίστευε λοιπόν ότι ήταν από εκείνες που ενώ έχουν φίλο, παράλληλα μπορούν να περνάνε καλά με όποιον τύχει στο δρόμο τους… Ε λοιπόν αν είχε αυτή την εντύπωση δεν είχε σκοπό να τον διαψεύσει. Έτσι ήταν καλύτερα. Θα τον άφηνε με τα συμπεράσματα που είχε βγάλει μόνος του!
<< Ναι σωστά υπέθεσες. Ξέρεις θα ήταν ένα πολύ όμορφο δώρο!>> Η φωνή της ήταν γλυκιά και απαλή.
Αμέσως είδε τα μάτια του να σκοτεινιάζουν η έκφρασή του σκλήρυνε. Λες να τον πείραξαν τα λόγια της; Μήπως και εκείνος ένιωθε το ίδιο μ’ εκείνη; Όχι δεν μπορεί. Φυσικά εκείνος την είχε φιλήσει αλλά μετά την άφησε μόνη της και σε όλο το δείπνο ήταν τελείως αδιάφορος, δεν είχε αναφερθεί καθόλου σε ότι είχε γίνει μεταξύ τους.
<< Εντάξει… μπορείς να βγάλεις όσες θέες! >>
Σίγουρα δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτή, το έδειξε με τα λόγια του. Αν ένιωθε κάτι γι’ αυτή δεν θα την άφηνε να βγάλει φωτογραφίες που όπως ψέματα είχε πει θα χάριζε στον φίλο της.
Δεν έπρεπε να του δείξει πως αυτό την πείραξε, προσπάθησε να κάνει τη φωνή της τελείως αδιάφορη και να το παίξει ψύχραιμη.
<< Πολύ καλά, πάω να πάρω τη φωτογραφική από το δωμάτιο μου. >>
Του είπε και έκανε να φύγει. Αλλά το χέρι του που την έπιασε σφιχτά από το μπράτσο την σταμάτησε.
<< Καλύτερα να τις βγάλεις αύριο >> Της είπε. << Με το φώς της μέρας οι φωτογραφίες σου θα βγουν πιο όμορφες. >>
<< Έχεις δίκιο απλώς αύριο σκοπεύω να φύγω νωρίς, πρέπει να βρίσκομαι στο Λονδίνο το βραδύ, είναι του αγίου Βαλεντίνου και θέλω… >>
<< Και θέλεις να είσαι με τον φίλο σου ! >>
Όχι ήθελε να του φωνάξει απλά θέλω να τις πάω στην θεία μου! Πόσο λάθος έκανε γι’ αυτή.
<< Εντάξει καταλαβαίνω, τότε βγάλτες σήμερα. >> Συνέχισε. Τα δάχτυλά του την έσφιξαν λίγο παραπάνω πριν τελικά την αφήσουν. Η Μπέλλα είχε τραβήξει φωτογραφίες απ’ όλα σχεδόν τα δωμάτια του πύργου. Η θεία της θα ήταν πολύ ευχαριστημένη όταν θα τις έβλεπε. Της έμενε μόνο η αίθουσα χορού . Μετά θα πήγαινε να ξαπλώσει και αύριο θα έφευγε μια για πάντα μακριά από τον Πύργο και μακριά από τον Έντουαρντ.
Ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπο της με αυτή τη σκέψη.
<< Μακριά από τον Έντουαρντ >> Ψιθύρισε.
Την πλήγωνε τόσο πολύ ότι δεν θα τον ξαναέβλεπε. Τον ήξερε μόλις μια μέρα και ήταν τόσο δύσκολό να φύγει μακριά του είχε νιώσει τόσα πολλά γι’ αυτόν, της ξυπνούσε συναισθήματα που πίστευε ότι δεν υπήρχαν… μέχρι σήμερα τουλάχιστον. Ένα χέρι ακούμπησε τον ώμο της και την έκανε να τιναχτεί.
<< Συγνώμη σε τρόμαξα >> Η φωνή του ήταν τόσο γλυκιά που έφτανε στα αυτιά της σαν μελωδία. << Δεν το ήθελα >>
<< Εντάξει δεν πειράζει, εξάλλου εγώ ήμουν αφηρημένη. >>
<< Τελείωσες με τις φωτογραφίες ; >>
<< Μόνο η αίθουσα χορού μου έμεινε και τελείωσα. >>
<< Πάμε μαζί τότε. >>
<< Εντάξει .>> Ψιθύρισε.
Η παρουσία του την έκανε να νιώθει άβολα. Ακόμα ένιωθε τα χείλη της να καίνε από το φιλί του και το κορμί της να λιώνει στην αγκαλιά του. Η αίθουσα χορού ήταν εκπληκτική. Ήταν μια τεραστία αίθουσα, από την οροφή της οποίας κρεμόταν επιβλητικοί πολυέλαιοι, ενώ υπέροχα χαλιά στόλιζαν το καλογυαλισμένο ξύλινο δάπεδο.
<< Είναι απίστευτο! >> Είπε η Μπέλλα καθώς έμπαινε μέσα, ξεχνώντας από τον θαυμασμό της όλη την ταραχή που ένιωθε μέσα της.
<< Δεν έχω δει ποτέ κάτι πιο όμορφο! >>
<< Άρχισε λοιπόν να βγάζεις τις φωτογραφίες σου. >> Της είπε χαμογελώντας.
Η Μπέλλα ξόδεψε δυο ολόκληρα φιλμ και θα μπορούσε να συνεχίσει να τραβάει φωτογραφίες όλο το βράδυ ακόμα. Αλλά τελικά σταμάτησε.
<< Νομίζω ότι τράβηξα αρκετές. >> Είπε γελώντας. Ήταν ενθουσιασμένη και δεν μπορούσε να το κρύψει.
Καθώς σταμάτησε να γελάει και τον κοίταξε στα μάτια, η καρδιά της άρχισε να σφυροκοπά στο στήθος της. Θα με φιλήσει, σκέφτηκε με πανικό καθώς εκείνος την πλησίαζε. Και δεν πρόκειται να του αντισταθώ.
Το χέρι του έπιασε απαλά το δικό της, πήρε την μηχανή και την πέταξε σε μια πολυθρόνα. Και τότε έσκυψε και την φίλησε.
Ήταν ένα φιλί αργό και βαθύ που πλημμύρισε γλυκά το κορμί της. Της άνοιξε τα χείλη με τη γλώσσα του. Ήταν τόσο γλυκός, τόσο ζεστός, τόσο άντρας! Ακούμπησε την άκρη της γλώσσας της στην άκρη των δοντιών του και ανατρίχιασε μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών της. Τύλιξε τα χέρια της γύρο από τον λαιμό του και έχωσε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του, καθώς εκείνος την έσφιξε πάνω του. Ο θεέ μου πόσο απαλά ήταν, τα ένιωθε σαν μεταξύ κάτω από τα δάχτυλά της. Μακάρι να μην τελείωνε ποτέ αυτό το φιλί.
Αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή ήταν που το χαλί τραβήχτηκε κάτω από τα πόδια της.
Γιατί ξαφνικά αντιλήφθηκε κάποιο θόρυβο στο άνοιγμα της πόρτας πίσω τους και ταυτόχρονα με τον Έντουαρντ γύρισε να κοιτάξει. Και εκεί όρθιος και χαμογελαστός, φανερά ευχαριστημένος που την έβλεπε και περιμένοντας μια εξίσου ευχαριστημένη υποδοχή από κείνη, στεκόταν ο φίλος της ο Τζέικ.
Η Μπέλλα ένιωσε να παγώνει.
<< Τζέικ >> Είπε ξέπνοα. << Τι… ευχάριστη έκπληξη. >> Καθώς η Μπέλλα συνέχισε να μένει εκεί μονοκόμματη και ακίνητη, κοιτάζοντας σαν χαμένη τον Τζέικ που εξακολουθούσε να μένει στο άνοιγμα της πόρτας, σαν να ήταν είδος φαντάσματος,
ο Έντουαρντ προχώρησε προς τα μπρός, με το χέρι του απλωμένο για να τον χαιρετήσει.
<< Χαίρομαι που σε γνωρίζω. >> Είπε << Είμαι ο Έντουαρντ Κάλλεν.
Πρέπει να είσαι ο φίλος της Μπελάς. >>
Ο Τζέικ φαινόταν λίγο σαστισμένος.
<< Ελπίζω να μην σας διακόπτω. Η οικονόμος σου μου είπε ότι πιθανόν να είσαστε εδώ… >> Σταμάτησε και άπλωσε το χέρι του ευγενικά. <<Είμαι ο Τζέικομπ Μπλάκ, χάρηκα πολύ. Ήρθα να πάρω τη Μπέλλα.>>
Η Μπέλλα διέσχισε το δωμάτιο για να τον χαιρετήσει. Τον αγκάλιασε σφιχτά και τον φίλησε.
<< Γιατί δεν μου είπες ότι θα ερχόσουν ; >>
<< Ήθελα να σου κάνω έκπληξη. >>
<< Λοιπόν, σίγουρα το πέτυχες αυτό. >>
<< Βρήκα είδη το αυτοκίνητο σου σταματημένο στο δρόμο καθώς ερχόμουν και ειδοποίησα να έρθουν να το πάρουν. >>
<< Καλά έκανες, το είχα ξεχάσει τελείως. >>
<< Οπότε μπορούμε να φύγουμε τώρα.>>
<< Ναι φυσικά ας… ας φύγουμε. >> Είπε προσπαθώντας να κρύψει την απογοήτευση στη φωνή της.
Ο Τζέικ ευχαρίστησε τον Έντουαρντ, ενώ εκείνη τον κοιτούσε σαν χαμένη περιμένοντας να της πει κάτι, να της πει να μένει. Αλλά εκείνος την κοιτούσε αδιάφορα.
<< Μπέλλα είσαι εντάξει; >>
<< Ο ναι Τζέικ, απλά έχω λίγο πονοκέφαλο. >> Γύρισε προς τον Έντουαρντ.
<< Λοιπόν σας ευχαριστώ πολύ κύριε Κάλλεν, για όλα όσα κάνατε για μένα σήμερα.>> Άπλωσε το χέρι της προς το μέρος του αλλά εκείνος δεν κουνήθηκε.
<< Δεν ήταν τίποτε, θα έκανα το ίδιο για τον οποιονδήποτε. >> Η φωνή του ψυχρή σαν πάγος.
Ώστε δεν σήμαινε τίποτα γι’ αυτόν ότι είχε συμβεί ανάμεσα τους πριν λίγα λεπτά; Δεν θα έλεγε τίποτα… δεν θα έκανε τίποτα;
<< Πολύ καλά, Αντίο >> Κρεμάστηκε από το μπράτσο του Τζέικ του έριξε μια τελευταία ματιά και βγήκε από τον αποπνικτικό εκείνο χορό. Η διαδρομή μέχρι το Λονδίνο της φάνηκε τεράστια. Δεν ήθελε να μιλήσει στον Τζέικ για ότι έγινε και έτσι προτίμησε να κάνει πως κοιμάται σε όλη την επιστροφή. Όταν τελικά έφτασαν κάτω από το διαμέρισμα της ο Τζέικ δεν την πίεσε να ανεβεί επάνω μαζί της. Τον ευχαρίστησε και του είπε ότι θα τα πούνε αύριο γιατί ήταν πολύ κουρασμένη.
Το διαμέρισμα της αν και μικρό ήταν ζεστό, με το ροδακινί χρώμα στους τοίχους, της απαλές ροζ κουρτίνες στα παράθυρα και τα λιγοστά αλλά όμορφα έπιπλά που το συνόδευαν.
Βούλιαξε στον καναπέ για να σκεφτεί τι είχε περάσει τις τελευταίες ώρες. Πόσο όμορφα ένιωθε στην αγκαλιά του. Δεν ήθελε να το παραδεχτεί αλλά αυτό που ένιωθε για εκείνον ήταν κάτι παραπάνω από τις δυνάμεις της… καθώς τον κοίταξε πριν φύγει από τον πύργο το κατάλαβε, ήταν ερωτευμένη μαζί του. Τον αγαπούσε. Ναι τον αγαπούσε και ας ήξερε ότι εκείνος δεν ένιωθε τίποτα. Έπρεπε να τον ξεχάσει, και αυτό θα έκανε ακόμα και αν αυτό την πονούσε.
Το φως του ήλιου που έμπαινε από το παράθυρο την έκανε να ξυπνήσει. Κοίταξε γύρω της με μισάνοιχτα μάτια. Την είχε πάρει ο ύπνος στον καναπέ, φορούσε ακόμα τα ρούχα της και κοιμόταν ξεσκέπαστη. Καθώς σηκωνόταν ένιωσε μια έντονη ζάλη. Το κεφάλι της ήταν βαρύ και το κορμί της έτρεμε.
<< Αυτό μου έλειπε τώρα να αρρωστήσω ! >>
Είπε δυνατά στον εαυτό της. Πήγε το μπάνιο ξεντύθηκε και έκανε ένα γρήγορο ντους. Στέγνωσε τα μαλλιά της και φόρεσε ένα σατέν γαλάζιο νυχτικό. Έβαλε και μια ζεστή ζακέτα και πήγε στην κουζίνα να κάνει ένα τσάι. Καθώς το έπινε βαριεστημένα μπροστά στην τηλεόραση , χτύπησε το τηλέφωνο.
<< Εμπρός! >>
<<Μπέλλα! >>
<< Θεία Τζούλια, τι κάνεις; >>
<< Εγώ μια χαρά, εσύ πες μου πήγες στον πύργο ; >> Δεν θα την άφηνε κανείς να το ξεχάσει λοιπόν;
<< Ναι, πήγα και σου τράβηξα τόσες φωτογραφίες που θα χρειαστείς τουλάχιστον τρείς ώρες για να τις δεις όλες.>> Προσπάθησε να κάνει τη φωνή της ενθουσιασμένη.
<< Αλήθεια, δεν το πιστεύω ! >> Είπε χαρούμενα.
<< Και από την αίθουσα χορού ; >> Συνήχησε.
Την αίθουσα χορού… αχ όχι η φωτογραφική μηχανή. Την είχε ξεχάσει τελείως. Ο Έντουαρντ της την πήρε από τα χέρια πριν τη φιλήσει και μετά την ανεπάντεχη εμφάνιση του Τζέικ και την ξαφνική αναχώρηση της, την είχε ξεχάσει εκεί, στην αίθουσα χώρου.
<< Μπέλλα… Μπέλλα με ακούς καλή μου ; >>
<< Ο… ναι θεία, συγνώμη απλά θυμήθηκα ότι… >> Σταμάτησε απότομα.
Όχι δεν μπορούσε να απογοητεύσει τώρα την θεια της, θα της εξηγούσε από κοντά τι είχε συμβεί και ήταν σίγουρη ότι εκείνη θα την καταλάβαινε.
<< Ξέχασα τη τσαγιέρα στη φωτιά, συγνώμη πρέπει να κλείσω. >>
<< Εντάξει καλή μου , θα τα πούμε. >> Δεν πρόλαβε να απομακρυνθεί, όταν το τηλέφωνο χτύπησε ξανά.
<< Παρακαλώ; >> Είπε βαριεστημένα.
<<Μπέλλα, εδώ Τζέικ, πως είσαι;>>
<<Γεια σου Τζέικ.>>
<<Λοιπόν τι ώρα να περάσω να σε πάρω το βραδύ.>>
<<Λυπάμαι Τζέικ αλλά δεν θα μπορέσω , τελικά προτιμώ να μείνω μέσα.>>
<<Μα Μπελά είναι του Άγιου Βαλεντίνου και είχαμε πει ότι θα πηγαίναμε για χορό.>>
<< Το ξέρω Τζέικ και λυπάμαι αλλά δεν νιώθω και πολύ καλά, έχω πυρετό και ο λαιμός μου πονάει.>>
<<Να έρθω από εκεί>>>
<<Ο όχι δεν χρειάζεται προτιμώ να μείνω μονή μου, εσύ να βγεις και να περάσεις καλά.>>
<<Είσαι σίγουρη;>>
<<Ναι, θα βάλω καμιά ταινία και θα ξαπλώσω νωρίς.>>
<<Όπως θες, περαστικά σου τα λεμέ.>>
<<Τα λεμέ.>>
Είχε περάσει το περισσότερο μέρος της ημέρας σκεπασμένη στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση; Είχε πάει τέσσερεις και ο πυρετός την έκανε να νιώθει χαλιά .
Πήρε δύο ασπιρίνες, έκανε ένα δροσερό ντους μήπως και βοηθούσε τον πυρετό της να πέσει, αλλά το αποτέλεσμα ήταν να την πιάσουν τέτοια ρίγη, που φόρεσε αμέσως το νυχτικό της και έπεσε στο κρεβάτι.
Κοιμήθηκε αρκετά αλλά κάποια στιγμή ξύπνησε από έναν απροσδιόριστο ήχο. Τέντωσε τα αυτιά της και συνειδητοποίησε ότι ήταν το κουδούνι. Σηκώθηκε με κόπο από το κρεβάτι και πήγε προς την πόρτα. Ο πυρετός της είχε πέσει, αλλά ένιωθε πάρα πολύ αδύναμη. Έριξε μια ματιά στο ρόλοι και είδε ότι ήταν εφτά και μισή το απόγευμα. Μήπως τελικά ο Τζέικ είχε αποφασίσει να έρθει να την δει;
Άνοιξε την πόρτα και ξαφνικά πάγωσε. Με κομμένη την ανάσα κούνησε το κεφάλι της και αναρωτήθηκε αν ήταν ξύπνια ή αν έβλεπε όνειρο. Στο κατώφλι του σπιτιού της στεκόταν ο Έντουαρντ Κάλλεν!
<<Μπορώ να περάσω; >> Τη ρώτησε ανέκφραστα και μπήκε στο σπίτι χωρίς να περιμένει την απάντηση της.
Φορούσε τζιν παντελόνι, σκούρο μπλε πουκάμισο και ήταν πιο όμορφος από κάθε άλλη φόρα. Κοίταξε γύρο του και μετά κάρφωσε το ειρωνικό του βλέμμα στο τσαλακωμένο της νυχτικό.
<<Τι δουλειά έχεις εδώ, Έντουαρντ;>>
<<Ήρθα στο Λονδίνο για δουλειές και επειδή ξέχασες τη φωτογραφική σου μηχανή στον πύργο, είπα να έρθω να σου την φέρω!>> Της είπε σαρκαστικά.
<<Τέτοια ώρα;>> Τον ρώτησε εκείνη με φωνή που δεν θύμιζε και πολύ την δική της και πίεσε τον εαυτό της να τον κοιτάξει κατάματα.
<<Μη μου πεις ότι ενοχλήθηκες .>>
Της είπε εκείνος απότομα και έκανε μερικά βήματα στο χολ. Το χολ ήταν σκοτεινό και δεν μπορούσε να διακρίνει την έκφραση του, αλλά η Μπέλλα δεν είχε το κουράγιο να ανάψει το φως! Έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω και έψαξε με το χέρι της τον τοίχο να στηριχτεί.
<<Φύγε από εδώ Έντουαρντ.>>
<<Ήθελα άπλα να ξεκαθαρίσω ορισμένα πράγματα μαζί σου και πίστευα ότι το πεδίο θα ήταν ελεύθερο στις εφτά και μισή το απόγευμα.
Βλέπω όμως ότι τελικά ήρθα σε ακατάλληλη ώρα. Αρχίσατε από τώρα να γιορτάζετε τον Άγιο Βαλεντίνο. Μην ενόχλησε λοιπόν και ξαναγύρνα στην αγκαλιά του εραστή σου…! >>
Η Μπέλλα τον κοίταξε απορημένη για μια στιγμή και όταν κατάλαβε τι εννοούσε της ήρθε να ξεσπάσει σε υστερικά γέλια. Άνοιξε το στόμα της να του δώσει την απάντηση που του άξιζε, αλλά έτρεμε τόσο πολύ που δε μπόρεσε να μιλήσει. Ακούμπησε την πλάτη της στον τοίχο και τον κοίταξε ανυπόμονα. Πότε επιτέλους θα αποφάσιζε να φύγει και να την αφήσει ήσυχη; Έπρεπε οπωσδήποτε να πάει να ξαπλώσει.
<< Τελείωσες το κήρυγμα; >> Τον ρώτησε προσπαθώντας να ελέγξει το κροτάλισμα των δοντιών της. << Θα φύγεις επιτέλους ή θα με έχεις να στέκομαι όλο το βράδυ εδώ; Κοντεύω να ξεπαγιάσω από το κρύο. >>
Ο Έντουαρντ έπνιξε μια βλαστήμα και έσκυψε να την κοιτάξει καλύτερα. Έψαξε με το χέρι του το διακόπτη και μόλις άναψε το φως είδε το κατάχλομο πρόσωπο της και συνοφρυώθηκε.
<< Μα εσύ είσαι άρρωστη! Τι δουλεία έχεις να σηκωθείς από το κρεβάτι σου σ’ αυτό το χάλι; Ωραίο εραστή βρήκες, μα την αλήθεια! Δεν μπορούσε να σηκωθεί να ανοίξει την πόρτα αυτός; >>
Υπήρχε μια νότα πικρίας στη φωνή του. Και χωρίς να περιμένει την απάντηση της τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την έσφιξε πάνω του.
<< Πού είναι το δωμάτιο σου; >> Τη ρώτησε τραχιά.
<< Από δω >> Του έδειξε μια πόρτα στο τέλος του διαδρόμου. << Αλλά μπορώ να πάω και μόνη μου.>>
Εκείνος την αγνόησε, προχώρησε, έσπρωξε με τον ώμο του τη πόρτα και έκανε ένα μορφασμό βλέποντας το διπλό κρεβάτι. Την άφησε όμως απαλά στο κρεβάτι και έριξε από πάνω της το πάπλωμα.
<< Έχεις πάρει κάτι για τον πυρετό; >> Την ρώτησε.
<< Πήρα δυο ασπιρίνες και είχα κάνει ένα Ντους για να ρίξω τον πυρετό και μετά με είχε πάρει ο ύπνος. Ξύπνησα την ώρα που χτυπούσες την πόρτα…. >>
<< Ώστε είσαι ολομόναχη; Πού είναι ο Τζέικ; >>
<< Ο εραστής μου; >> Του είπε ειρωνικά. << Ο Τζέικ είναι απλώς φίλος μου, είτε το πιστεύεις είτε όχι!>> Του πέταξε.
<<Μα πως αφού εσύ η ιδία μου είπες ότι ήθελες τις φωτογραφίες για να τις χαρίσεις στον φίλο σου, γιατί μου είπες ψέματα Μπέλλα ; >>
<<Γιατί εσύ ήσουν σίγουρος, είχες βγάλει τα δικά σου συμπεράσματα και εγώ πίστευα ότι έτσι θα κρατούσες μια απόσταση από μένα, μετά από το φιλί μας στο μπάνιο, ήσουν τέλειος ψυχρός και αδιάφορος απέναντι μου, έτσι υπέθεσα ότι δεν σήμαινε κάτι για σένα…>>
<<Όχι γλυκιά μου μη το λες αυτό!>> Κάθισε διπλά της στο κρεβάτι και της έπιασε απαλά το χέρι.
<<Τι μια ήσουν γλυκός και αμέσως μετά γινόσουν απόμακρος, και σκληρός.>>
<<Όχι…. Αγάπη μου πόσο σε πλήγωσα άθελα μου.>>
Αγάπη μου; Με είπε αγάπη μου η έχω παραισθήσεις από τον πυρετό;
<<Συχώρεσε με. >> Την σήκωσε απαλά και την κράτησε στην αγκαλιά του!
<<Και μετά ήρθες εδώ και με πρόσβαλες τόσο πολύ με τα λόγια σου…>> Την έσφιξε περισσότερο στην αγκαλιά του.
<< Όταν ήρθε ο Τζέικ και σε πήρε μέσα από την αγκαλιά μου θύμωσα με τον εαυτό μου που αντιδρούσα έτσι δεν μπορούσα να ελέγξω τα αισθήματα μου για σένα . Αποφάσισα να σε ξεχάσω… και μετά βρήκα την φωτογραφική σου μηχανή και ήταν μια δικαιολογία στον εαυτό μου να έρθω να σε βρω. Και όταν ήρθα είδα το νυχτικό σου τσαλακωμένο, τα φώτα κλειστά και εσύ άργησες τόσο πολύ να μου ανοίξεις… Πίστεψα ότι ήσουν μαζί του.>>
<< Μα εγώ άπλα κοιμόμουν.>>
<<Το ξέρω γλυκιά μου έκανα ένα φρυκτό λάθος.>> Έσκυψε και την φίλησε απαλά στα χείλη.
<<Αχ Μπέλλα να ξέρες πόσο πολύ σ’ αγαπώ… δε θα σε πληγώσω ποτέ ξανά μωρό μου , δεν θα σε αφήσω ποτέ.>>
<<Μα πώς… θέλω να πω είσαι σίγουρος; >>
<< Πιο σίγουρος δεν γίνεται, όταν μπήκα στο δωμάτιο σου στον πύργο και σε είδα να κοιμάσαι σαν άγγελος… είπες το όνομα μου στον ύπνο σου και τότε το κατάλαβα, σ’ αγαπούσα. Σ’ αγάπησα από την πρώτη στιγμή που σε είδα, εκεί σκαρφαλωμένη πάνω στο δέντρο ! >>
<< Και γώ σ’ αγαπώ Έντουαρντ. Δεν ήθελα να το παραδεχτώ Αλλά όταν έφυγα μακριά σου το κατάλαβα δεν μπορούσα να το αρνούμαι άλλο! >>
Η Μπέλλα πέρασε τα χέρια της γύρο από το λαιμό του και τον φίλησε.
<< Σίγουρα θα μας μείνει αξέχαστος αυτός ο Άγιος Βαλεντίνος έτσι ; >> Της ψιθύρισε ανάμεσα στα φιλιά τους.
<< Ο… ναι. Είναι ο πρώτος μας και θα είναι αξέχαστος! >> Του είπε γλυκά.
<< Ο πρώτος μας από πολλούς που θα ακολουθήσουν. >>
Και η Μπέλλα ήταν σίγουρη ότι αυτό δεν ήταν υπόσχεση αλλά η αλήθεια!!