Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.
Η συνέχεια της διάσημης σειράς βιβλίων έρχεται στα βιβλιοπωλεία στις 4 Αυγούστου με τίτλο «Midnight Sun» και αφηγείται την ιστορία του «Λυκόφωτος» από την πλευρά του Edward Cullen.
"Bella is with Edward. She's a part of this family, and we protect our family."
Carlisle Cullen, Twilight
Character of the Week
Rosalie Lillian Hale
(born 1915 in Rochester, New York) is a member of the Olympic coven.
She is the wife of Emmett Cullen and the adoptive daughter of Carlisle and Esme Cullen, as well as the adoptive sister of Jasper Hale (in Forks, she and Jasper pretend to be twins), Alice, and Edward Cullen.
Rosalie is the adoptive sister-in-law of Bella Swan and adoptive aunt of Renesmee Cullen, as well as the ex-fiancée of Royce King II.
Στο κατώφλι µιας νέας εποχής για τη Ροδεσία, η Μάντριγκαλ, έχοντας χάσει τον άντρα της λίγες µονάχα ώρες µετά τον γάµο τους, θρήνησε βαθιά την απώλειά του και αποφάσισε να ζήσει µε τη θύµησή του. Όµως δεν φαντάστηκε ποτέ πως θα της ζητούσαν να πάρει τη θέση της συζύγου του βασιλιά.
Ο βασιλιάς Έντουαρντ, αφού γνώρισε την απόλυτη ευτυχία δίπλα στη γυναίκα που λάτρεψε όσο καµία, την ¶µπερλιν, δέχτηκε το σκληρότερο χτύπηµα της µοίρας όταν εκείνη πέθανε πριν προλάβει να φέρει στον κόσµο το παιδί τους. Ωστόσο, προκειµένου ν' ανταποκριθεί στα βασιλικά του καθήκοντα και να χαρίσει έναν διάδοχο στη Ροδεσία, είναι υποχρεωµένος να παντρευτεί ξανά και απ' όλες τις υποψήφιες επιλέγει τη Μάντριγκαλ.
Μήπως όµως το όνοµα της νέας του συζύγου κουβαλά µια σκοτεινή µοίρα; ¶ραγε υπάρχει ελπίδα να αλλάξει το πεπρωµένο; Θα καταφέρει η Μάντριγκαλ να ξυπνήσει την αγάπη στην καρδιά του άντρα και βασιλιά της; Κι εκείνος θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τα αισθήµατά του πριν χάσει τα πάντα για άλλη µια φορά;
Θέμα: Μια Παντοτινή Ανάμνηση Τετ 3 Μαρ 2010 - 13:33
“Μια Παντοτινή Ανάμνηση”
1ο Κεφάλαιο
Η εκδρομή
Τέσσερα χρόνια έχουν περάσει από τότε που συνέβη,ακόμα θυμάμαι εκείνη την ημέρα αλλά πιο πολύ εκείνο το αξέχαστο ηλιοβασίλεμα.Τον μικρό περίπατο στην παραλία,αυτά τα δύο σμαραγδί μάτια,εκείνο το γλυκό χαμόγελο αλλά και εκείνο το φιλί,το φιλί του αποχαιρετισμου.
Ολα ειχαν τελειωσει μετα ενα κενο καλυπτε ολο μου το κορμι σαν καποιος να μου ειχε παρει μακρυα οτι πιο πολυτιμοτερο ειχα και δεν θα το επεστρεφε.
Οπως καθε χρονο ετσι και φετος τα ειχα ολα προγραμματισμενα απο τις αρχες του καλοκαιριου,τα παντα ηταν περιστρεφονταν γυρω απο αυτη την εκδρομη και πως θα περνουσα αφου ηταν ο δικος μου τροπος διαφυγης απο τη πραγματικοτητα που τοσο με επνιγε μερικες φορες....Η φθινοπωρινη μου εκδρομη..... Φετινος μου προορισμος ηταν το εξοχικο που ειχαν οι δικοι μου λιγο πιο εξω απο τη πολη του Ντάντη της Σκωτιας.
Οι μονες εκρεμμοτητες που ειχαν πριν το ταξιδι ηταν να στειλω καποια mail στη δουλεια και να τηλεφωνησω στον μπαμπα για να του πω οτ θα φυγω ωστε να μην ανησυχει και ετσι και εκανα.
Εστειλα τα τελευταια mail και τηλεφωνηασα στον πατερα μου: -“Ελα,μπαμπα τι κανεις;” -“Λουσυ μου...καλα ειμαι,εσυ;” “Ολα ετοιμα για αυριο;” -“Καλα ειμαι και εγω,ολα ειναι ετοιμα,σε πηρα για να μην ανησυχεις επειδη μεχρι να φτασω εκει δεν θα εχω καλο σημα” -“Το ξερω,αντε τωρα πηγαινε για υπνο σε περιμενει ταξιδι.Καληνυχτα”
-“Καληνυχτα και σε σενα”
Αφου εκελεισα το τηλεφωνο εκανα τον συνηθισμενο ελεγχο και πηγα για υπνο. Ξυπνησα το επομενο πρωι γυρω στις 6.30 κατεβασα τα πραγματα και ξεκινησα το ταξιδι μου.....ολα γυρω εμοιαζαν ονειρικα παντου εβλεπες το χρωμα του φθινοπωρου να εχει ντυσει τα παντα και να δινει μια μικρη αισθηση μελαγχολιας στην ατμοσφαιρα.
Ηταν περιπου εννεα και μιση οταν ετσριψα στο δρομο που οδηγουσε στο εξοχικο μας αλλα οχι μονο εκει.Λιγο πιο μακρυα στο 2ο δρομο απο τη γεφυρα που περνουσε απο εκει υπηρχε ενα μικρο χωριο το “Αμπάτον”.
Δεν ειχα ποτε μου επισκεφθει το χωριο αυτο ουτε οταν ημουν μικρη και ερχομουν εδω με τον πατερα μου και καποιους αλλους συγγενεις.
Μαλλον ειχα λογο που δεν το ειχα,καθως περνουσα απο το δρομο εκει παντα ειχα ενα περιεργο συναισθημα που δεν μπορουσα να εξηγησω αλλα με απωθουσε απο το να παω εκει.
Καθως ειχα περασει με το αυτοκινητο τη γεφυρα και εμεναν μονο λιγα χιλιομετρα απο το να φτασω στο εξοχικο μου συνεβη.... κατι πεταχτηκε μπροστα απο το αμαξι τοσο γρηγορα που δεν μπρολαβα να αντιδρασω και το αμαξι αναποδογυρισε....μετα κενο....
Μονο μια φωνη μου μιλουσε...
-“Δεσποινις,πως νιωθετε;” “Με ακουτε;” -Εγνεψα καταφατικα,μην γνωριζοντας που βρισκομουν ή πως ειχα βρεθει εκει. Ανοιξα τα ματια μου και τον ειδα....
hiddenfantasy Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 37 Τόπος : Where the fairytale begins...... Αριθμός μηνυμάτων : 1204 Registration date : 23/05/2009
-“Ποιος εισαι;” τον ρωτησα και εκεινος ευγενικα απαντησε: -“Ειμαι ο γερο Τζακ,εσενα πως σε λενε παιδι μου;” -“Λουσι,Λουσι Ριβερ” “Που βρισκομαι,τι συνεβη;” ρωτησα -“Εισαι στο σπιτι μου,ειχεσ ενα ατυχημα με το αυτοκινητο σου,χτυπησες και σε εφερα εδω αφου δεν υπαρχει καποιο νοσοκομειο εδω κοντα.” “Που πηγαινες;” με ρωτησε. -“Πηγαινω στο εξοχικο μου,βρισκεται λιγα χιλιομετρα πιο κατω απο εδω.” -“Μαλιστα” εεπε σαν να ηξερε ποια ημουν και τοτε θυμηθηκα και εγω ποιος ηταν ο γερο Τζακ. -“Σε αφηνω να ξεκουραστεις” ειπε και βγηκε απο το δωματιο.
Ανασηκωθηκα στο κρεβατι και κοιταξα γυρω στο δωματιο,το δωματιο ειχε πετριννους τοιχους και πανω τους υπηρχαν λαμπες λαδιου τοποθετημενες σε ιση αποσταση δινοντας ενα ισομετρικο φως στο δωματιο.Ακριβως απεναντι υπηρχε ενα σκαλιστο τζακι που μολις ειχε αναφτει εδινε μια ζεστασια στο δωματιο,μπροστα απο το τζακι βρισκοταν ενα μικρο σαλονι με βελουδινα καλυμματα στην αποχρωση του καφε.
Ξαπλωσα και παλι και προσπαθησα να κοιμηθω αλλα δεν μπορουσα,στο μυαλο μου ερχοταν η στιγμη του ατυχηματος προσπαθωντας να φερω την εικονα τι μπορει να ηταν αυτο που ειχα χτυπησει εαν ειχα χτυπησει κατι τελικα.
Τελικα αφου μετα απο μιση ωρα δεν μπορουσα να κοιμηθω σηκωθηκα και πηγα βα βρω τον γερο Τζακ.
Ανοιξα την πορτα του υπνοδωματιου και βρεθηκα σε ενα μικρο διαδρομο το ιδιο διακοσμημενο με το υπνοδωματιο πετρινοι τοιχοι με ξυλινα επιπλα και διαφορους πινακες.
Προχωρησα λιγο και μια επροχη μυρωδια ειχε καλυψει τον αερα του σπιτιου την ακολουθησα και βρεθηκα στην κουζινα οπου ηταν ο γερο Τζακ πανω απο την κατσαρολα.
Σταθηκα και τον παρατηρησα,ηταν οπως ακριβως τον θυμομουν απο τα παιδικα μου χρονια οταν ερχοταν και βοηθουσε τον πατερα μου σε διαφορες δουλειες μονο που τωρα ειχε πιο πολλα ασπρα μαλλια και ρυτιδες στο προσωπο που ομως δεν εμποδιζαν να φανουν τα ζεστα καστανα ματια που διψουσαν για ζωη ακομα και τωρα.
“Μμμ.....μυριζει υπεροχα!!!”
Γυρισε και μου χαμογελασε και ειπε:
“Βλεπω δεν κοιμηθηκες τελικα,ωραια τωρα δεν θα φαω μονος μου” “Ελα να κατσουμε,εχω ετοιμασει τραπεζι”
Ετσι καθησαμε και φαγαμε την πιο νοστιμη κοτοσουπα που ειχα δοκιμασει ποτε στη ζωη μου,επειτα πηγαμε και καθησαμε στο σαλονι μπροστα απο το τζακι πινοντας ζεστ σοκολατα.
Στην αρχη απορησα γιατι ζεστη σοκολατα την πινεις συνηθως το απογευμα αλλα ο γερο Τζακ μου ειπε:
“Παντα ειναι η σωστη ωρα για να πιεις μια ζεστη σοκολατα.”
Καθως πιναμε και οι δυο αρχισαμε να μιλαμε για τα παιδικα μου χρονια και τις μερες που περνουσα εκει αλλα τις δικες του αναμνησεις που πηγαιναν πολυ παλια.
Ετσι μετα απο λιγο ηπιε μια γουλια ζεστη σοκολατα και ανεστεναξε μλεγχολικα και ειπε
“Ετσι αρχισαν ολα”
hiddenfantasy Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 37 Τόπος : Where the fairytale begins...... Αριθμός μηνυμάτων : 1204 Registration date : 23/05/2009
“Ηταν πρωι φθινοπωρου του 1810 και το χωριο μαζι με ολα τα αλλα τριγυρω του ειχαν ντυθει με τα χρωματα του φθινοπωρου και μια αισθηση μελαγχολιας υπηρχε στην ατμοσφαιρα.Ολοι ειχαν ξεκινησει απο νωρις για να πανε στις δουλειες τους στα χωραφια αλλα και αν πηγαινες στην κεντρικη πλατεια θα σου ερχοταν μυρωδιες απο τα διαφορα μαγαζια εξω απο το φουρνο θα σου μυριζε ζεστο φρεσκο ψωμι ενω εξω απο το μαναβη τα φρεσκα φρουτα και λαχανικα που μολις ειχαν ερθει.
Ετσι περνουσαν οι μερες και το μικρο χωριο εμοιαζε να μην επηρεαζοταν απο τον εξω κοσμο.
Μια μερα σαν τις αλλες η κορη του πρωτου αρχοντα απο τους τεσσερις ειχε κατεβει στο χωριο για τον μικρο καθημερινο της περιπατο.
Η Περσεφονη ηταν η πιο ομορφη κοπελα στο χωριο με καστανοξανθα μαλλια,γλυκο χαμογελο και δυο καστανα ματια που δυσκολα μπορουσες να κρατησεις κακια,σε αντιθεση βεβαια με τον πατερα της που τον φοβοντουσαν πιο πολυ απο τους αλλους τρεις διοτι παρα το γεγονος οτι ηταν δικαιος η αυστηροτητα και καθολικοτητα που εφαρμοζε στις αποφασεις του ,τον εκαναν σκληρο.
Οταν μετα απο καιρο ειχε ερθει η ωρα η Περσεφονη να παντρευτει οι δυο αλλοι αρχοντες εστειλαν τους γιους τους να ζητησουν το χερι της αφου ηξεραν οτι εαν ενωνονταν με την οικογενεια της δεν θα μπορουσε κανεις να τους πει τιποτα.
Ο πατερας της ηταν ενθουσιασμενος οχι ομως και η κορη του αφου περιμενει να παντρευτει απο αληθινο ερωτα και οχι απο κοινωνικο συμφερον.
Ετσι μην μπορωντας να κανει κατι αλλο ζητησε απο τον πατερα της να του δωσει την οριστικη της αποφαση μεσα σε 2 γεματα φεγγαρια ελπιζοντας οτι μεχρι τοτε κατι αλλο θα ειχε συμβει που θα σταματουσε το γαμο αυτον.
Οι μερες περνουσαν χωρις να γινεται τιποτα μεχρι μια μερα που ειχε παει στο μικρο ξεφωτο του δασους και ειχε καθησει κατω απο το δεντρο που συχναζε για να ξεκουραστει τον ειδε να καθεται λιγα μετρα πιο περα σε ενα αλλο δεντρο και να την κοιταει.
Ηταν ο Ερρικος ο γιος του τεταρτου αρχοντα λλα δεν τον εβλεπαν πολυ στο χωριο λογω οτι ηταν μοναχικος τυπος.
Ηταν μελαχροινος με σμαραγδι ματια και υπεροχα χαρακτηρηστικα.σαν να ειχε βγει απο καποιο παραμυθι.Οταν γυρισε τα ματια του απανω της και συναντηθηκαν τα βλεματα τους οι ουρανοι ανοιξαν....”
Η ετσι λενε οτι εγινε....σταματησε για λιγο και μου ειπε: “Ξερεις δεν ηταν απαραιτητο να πουν κατι μονο και μονο που κοιταχτηκαν ηξεραν οτι επρεπε να ειναι μαζι”
“Πηγε αυτος και τη ζητησε; Εεεεε;”
Με κοιταξε,γελασε και ειπε “Οχι ακριβως”
“εεεε τοτε συνεχισε,μην με κρατας αλλο σε αγωνια...”
“Αχχχ Λουσι μπορει να μεγαλωσες απο την τελευταια φορα που σε ειδα αλλα εχεις ακομα την παιδικη σου αθωοτητα στα ματια σου” ¨Ενταξει λοιπον”
“Οι δυο νεοι λοιπον ξανασυναντηθηκαν σ εκεινο το μερος και οπως ηταν φυσικο ερωτευτηκαν.Ομως ο ερωτας αυτος δεν θα ειχε χαρουμενο τελος αφου οι γονεις τους ηταν εχθροι απο παλια αφου ο ενας ειχε αρνηθει στον αλλο τη βοηθεια του οταν το ειχαν αναγκη.
Ετσι ειχαν αποφασισει να φυγουν μαζι απο το χωριο και να παντερυτουν .Ετσι το βραδυ της 26ης οκτωβριου ηταν η νυχτα που η Περσεφονη που θα εδινε την οριστικη αποφαση στον πατερα της αλλα ηταν επισης και η νυχτα που θα εφευγε με τον αγαπημενο της Ερρικο.
Ειχαν κανονισει να πει στον πατερα της οτι θα επαιρνε για αντρα της τον Ροδολφο ενω μετα το βραδυ θα συναντουσε τον Ερρικο στην κεντρικη πλατεια του χωριου.
Ηταν 11.30 το βραδυ και το χωριο εμοιαζε ακατοικητο αφου ολοι ειχαν πεσει απο νωρις για υπνο ετσι κανεις δεν θα τους εβλεπε.
Ενω ηταν ετοιμοι να φυγουν ενας αγνωστος αντρας τους σταματησε,η Περσεφονη τον αναγνωρισε και εκανε πισω,ηταν ο μαγος Αλκαρ εμπιστος φιλος του πατερα της.
Αυτο που την φοβιζε περισσοτερο πανω ηταν το βλεμμα του που ηταν γεματο φθονο και μοχθηρια αν και πολλες φορες προσπαθουσα να δειξει το αντιθετο τα ματια του ελεγαν τα παντα για αυτον.
Σε λιγη ωρα φανηκε ο πατερας της αλλα και ολο το υπολοιπο χωριο.
Εξαλλος ο πατερας της την αρπαξε μακρυα του και τον απειλησε για τη ζωη του.Ο Ερρικος δεν φοβοταν να πεθανει ποσο μαλλον για καποια που ηταν τρελα ερωτευμενος.
Ομως ο αρχοντας Ρουμπεν ειχε αλλα σχεδια χειροτερα απο τον θανατο για αυτον αλλα και για ολο το χωριο που φαινοταν να γνωριζε για το δεσμο των δυο νεων.
Αφου πηρε την κορη και βγηκε εξω απο την πυλη του χωριου ο μαγος Αλκαρ εριξε μια καταρα πανω στον Ερρικο αλλα και το χωριο.
Η καταρα τους ηταν να μην πεθανουν,να μεινουν οπως ειναι ενω γυρω τους ολα θα αλλαζουν δεν θα μπορουσαν να φυγουν περα απο τη παραλια που βρισκοταν κατω απο το ξεφωτο και το δρομο περα απο το δασος.Ομως ο πατερας της Περσεφονης δεν ηταν ικανοποιημενος μονο με αυτο,ηθελε να υποφερουν και αλλο αλλα περισσοτερο απο ολους ηθελε να υποφερει ο Ερρικος πεπεισμενος οτι ο ερωτας του για την κορη του ηταν ενα σχεδιο εκδικησης του πατερα του προς αυτον.
Τοτε ο Αλκαρ εριξε και αλλη καταρα πανω στους ανθρωπους του χωριου,ετσι οι ερωτευμενοι θα εχαναν για παντα τους αγαπημενους τους και θα ζουσαν με την αναμνηση οτι δεν θα μπορουσαν να κανουν κατι για να τους σταματησουν ενω οσοι δεν ειχαν αγαπησει θα ηταν καταδικασμενοι να περιπλανιονται συνεχεια χωρις η ψυχη τους να μπορει να βρει γαληνη.
Επειτα εφυγαν και κανενας δεν τους ξαναειδε η ακουσε τιποτα για αυτους.
Ο Ερρικος μην πιστευοντας στην καταρα ευχηθηκε εκεινο το βραδυ να μην υπαρξει αλλη κοπελα που να μπορεσει να την αγαπησει τοσο οσο την Περσεφονη και εκανε την καρδια του πετρα.
Απο εκεινη τη νυχτα ηταν σαν ζωντανος νεκρος παρα μον ο τριγυρνουσε στο χωριο και στο δασος χωρις να κανει τιποτα αλλο.
Τα χρονια περασαν και οι κατοικοι τελικα καταλαβαν οτι η καταρα ηταν αληθινη ομως δεν κρατησαν κακια στον νεαρο Ερρικο αφου ο αρχοντας τα ειχε και με αυτους οχι μονο με εκεινον.
Αυτο που δεν μπορουσαν να καταλαβουν ηταν πως θα λυνοταν η καταρα.....ο μαγος δεν ειχε πει τιποτα για αυτο πριν φυγει...μηπως η λυση βρισκοταν κρυμμενη στα λογια του; Κανενας δεν γνωρισε....κανενας δεν εψαξε τουλαχιστον φανερα....
Επειτα ο Ερρικος αφιερωσε την υπολοιπη ζωη του στην ευεργετηση του χωριο χτιζοντας διαφορα και προσπαθωντας να το αναβαθμισει οσο μπορουσε προσπαθωντας με αυτο τον τροπο να εξιλεωθει.
Σταματησε και ηπιε την υπολοιπη σοκολατα του λεγοντας οτι αυτο ισχυει μεχρι και σημερα.
Αφου τελειωσε ο γερο Τζακ την ιστορια δεν μπορουσα να μην ρωτησω: "Ναι ομως γιατι να τα κανει ολα αυτα?" "Γιατι να τους μισει τοσο πολυ?" "Ειχε και αυτους τους δικους του λογους να το κανει αυτο" μου ειπε. "Ποιοι ηταν αυτοι???" "Ακου λοιπον"
"Ο μαγος Αλκαρ δεν χρειαζοταν αλλο λογο για να τους κανει να υποφερουν αφου για χρονια και ο ιδιος εψαχνε μια αφορμη.
Ο λογος βρισκοταν σε κατι που ειχε γινει χρονια πριν οταν ειχε πρωτοεπισκεφθει το χωριο μαζι με τη γυναικα του και ειχε ζητησει απο τους ανθρωπους του χωριου να μεινει εκει μαζι τους και σε περιπτωση αναγκης να τους βοηθουσε με τις αποκρυφες δυναμεις που κατειχε.
Ομως οι ανθρωποι του χωριου τον περιφρονησαν και χλευασαν τις ικανοτητες του αν και ο ιδιος ειχε κανει μια μικρη επιδειξη των δυνατοτητων του.Θ αμπορουσε να τους ειχε τιμωρησει τοτε αλλα δεν το εκανε για ενα πολυ σημαντικο λογο,ειχε υποσχεθει στη γυναικα του οτι δεν θα χρησιμοποιουσε τις δυναμεις του για κακο παρα μονο να βοηθαει τους αλλους.Ηταν τοσο ερωτευμενος μαζι της που δεν μπορουσε να της πει οχι σε οτι και να του ζητουσε....
Ετσι αφου δεν ηταν ευπροσδεκτοι να μεινουν μεσα στο χωριο ο Αλκαρ μαζι με τη γυναικα του εγκατασταθηκαν σε ενα μικρο σπιτι λιγο πιο εξω απο το χωριο....
Ο καιρος περναγε και ολα εδειχναν ηρεμα,οι κατοικοι φαινεται να ειχαν συνηθισει την παρουσια τους αν και ηταν επιφυλακτικοι με τις δυναμεις αφου δεν ηξεραν ποτε και αν τις χρησιμοποιουσε....
Πολλες φορες ειχαν προσπαθησει να μαθουν περισσοτερα για αυτον απο τη γυναικα του η και απο αλλους που εμεναν σε αλλα χωρια και ειχε μεινει εκει παλιοτερα αλλα ματαιος κοπος...κανενας δεν ηξερε παραπανω απο αυτους...λες και οποιες πληροφοριες υπηρχαν γι αυτον ειχαν σβηστει....
Ολα κυλουσαν ηρεμα μεχρι που ξεσπασε μια τρομερη αρρωστια στο χωριο και οχι μονο........ παντου ακουγες ταξιδιωτες να λενε οτι κοσμος πεθανε και οι γιατροι να μην μπορουν να βρουν θεραπεια....
Το συμβουλιο του χωριου ηταν πεπεισμενο οτι για αυτο το γεγονος εφταιγε ο Αλκαρ ασχετα αν πεθαιναν και αλλου ανθρωποι επειδη δεν τον ειχαν δεκτει αρχικα στο χωριο τους.
Ετσι ενα βραδυ πηραν δαυλους φωτιας και αποφασισμενοι να τον διωξουν μακρυα πιστευοντασ οτι ετσι η αρρωστια θα εφευγε πανω απο το χωριο τους και οσοι ειχαν αρρωστησει και δεν ειχαν πεθανει θα γινοντουσαν καλα.
Νομιζοντας οτι αυτος και η γυναικα του ειχαν φυγει απο το πρωι για να επισκεφθουν τους δικους της οπως συνηθιζαν να κανουν κα8ε δευτερη εβδομαδα ξεκινησαν για το σπιτι τους.
Ο σκοπος τους ηταν να βαλουν φωτια ετσι ωστε να χαθουν τα πραμγατα που ειχε ο Αλκαρ για να ασκει την μαγεια του και να φυγουν μια για παντα απο εκει.
Εβαλαν φωτια κια εβλεπαν το σπιτι να καιγεται....
...........οταν αντιληφθηκαν οτι καποιος βρισκοταν μεσα....προσπαθησαν να σβησουν την φωτια αλλα δεν μπορουσαν...οποιος και να ηταν μεσα δεν ειχε ελπιδες σωτηριας.....
...απο τα ουρλιαχτα καταλαβαν οτι ηταν η γυναικα του.....
...μα πως εγινε αυτο ...κανεις δεν επρεπε να ειναι μεσα...
Οταν τελικα μετα απο ωρα εσβησαν τη φωτια το μονο που ειχε απομεινει ηταν σταχτεσ και καμμενα ξυλα....
Μετα απο λιγα λεπτα φτανει και ο Αλκαρ καταλαβαινοντας τι ειχε συμβει προσπαθουσε να καταλαβει...πως ηταν δυνατον αυτοι οι ανθρωποι να καψουν καποιον αλλον ζωντανο μονο και μονο επειδη δεν τον ηθελαν στην κοινοτητα τουσ....
Συντετριμμενος ακουγε τισ συγνωμες των χωρικων αλλα δεν αντιδρουσε οτι πιο πολυτιμο ειχε μεχρι εκεινη τη στιγμη χαθηκε για παντα και οσες δυναμεις και εαν ειχε η αποκτουσε δεν θα την εφερναν πισω....
Ετσι πηρε το αψυχο σωμα της και εφυγε....ομως πριν φυγει ορκιστηκε οτι μια μερα θα γυρναγε για να παρει την εκδικηση του.
Δεν τον ξαναειδαν στο χωριο απο εκεινο το βραδυ μεχρι τη νυχτα που ειχε παει μαζι με τον πατερα της Περσεφονης στη κεντρικη πλατεια μαζι με ολο το χωριο."
"Και ολα αυτα τα χρονια περιμενε...." "Ακριβωσ...περιμενε την καταλληλη στιγμη..." "Και την βρηκε...χαχ" "Ετσι ομως δεν εσπαγε την υποσχεση που ειχε δωσει στη γυναικα του?" "Ναι,αλλα αφου δεν μπορουσε να τη φερει πισω...δεν τον ενοιαζε..με τα χρονια ειχε γινει ενας μοχθηρος ανθρωπος...και οση ανθρωπια ειχε παλιοτερα ειχε εξαφανιστει τωρα πια.." "καταλαβα"
"Αντε φτανουν οι ιστοριες για μια μερα,εχω και ενα αυτοκινητο να επιδιορθωσω" "Αν θελεις μπορεισ να βγεισ και να κανεις μια βολτα στο δασος,μην καθεσαι μεσα...εχει πολυ ωραια μερα εξω." "Ενταξει,δεν θα ργησω" "Μην ανησυχεις,θα ργησω απο οτι φαινεται" "Ενταξει,τοτε"
Μετα βγηκα εξω...
hiddenfantasy Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 37 Τόπος : Where the fairytale begins...... Αριθμός μηνυμάτων : 1204 Registration date : 23/05/2009
Δεν προλαβα να κανω παραπανω απο μερικα βηματα και σταματησα,μου ειχε κοπει η ανασα απο αυτο που αντικρυσα.Ολα τριγυρω εμοιαζαν σαν να ειχαν βγει απο καποιο ονειρο.Τοσο διαφορετικα απο αυτα που εβλεπα πισω στην πολη.
Βρισκομουν αναμεσα σε 2 παραλληλους κοσμουσ και η γεφυρα ηταν η εισοδος και η εξοδος απο τον εναν στον αλλον.
Αρχισα να περπαταω.....
Παρασυρμενη μεσα στις σκεψεις μου και μαγεμενη απο τα χρωμτα που εβλεπα να απλωνονται γυρω μου εκεινη την ωρα στο δασος.
Ενα αισθημα μελαγχολιας υπηρχε τριγυρω και εγω για πρωτη φορα ενιωσα να ειχα ξεχασει κατι η καποιον πισω μου και δεν ξαναγυρισα να τον βρω....
Δεν ξερω ποση ωρα περπατουσα μεχρι που εφτασα σε ενα μικρο ξεφωτο,καθισα κατω απο ενα δεντρο και παρατηρουσα τριγυρω.Ολα ηταν πανεμορφα σα ενας πινακας ζωγραφικης,που ο ζωγραφος του ειχε βαλει ολη την αγαπη για την τεχνη του ακριβως σε αυτο το σημειο και ηθελε να μεινει για παντα ετσι οπως το ιχε φτιαξει.
Στο βαθος μπορουσα να διακρινω το εξοχικο μου πρεπει να ηταν το παραθυρο του δωματιου μου,παραξενο οταν κοιταγα παλια απο αυτο το παραθυρο ολα φαινονταν τοσο διαφορετικα.
ΔΕν ξερω ποση ωρα ειχε περασει μεχρι να καταλαβω οτι δεν ημουν μονη μου στο ξεφωτο.
Ενιωθα τα ματια του να ειναι καρφωμενα πανω μου,δεν μπορουσα παρα να γυρισω να δω ποιος ηαλλος ηταν εκει και τοτε τον ειδα.... Καθοταν και αυτος κατω απο ενα δεντρο λιγα μετρα μακρυα μου. Καθοταν εκει και με κοιτουσε με 2 υπεροχα σμαραγδι ματια,ηθελα να παρω το βλεμμα μου απο πανω του αλλα δεν μπορουσα το σωμα μου δεν ανταποκρινοταν.
Ημουν ενα ζωντανο αγαλμα.
Ετσι μην μπορωντας να κανω κατι αλλο εμεινα εκει και τον κοιτουσα και εγω.
Υστερα σηκωθηκε και αρχισε να ερχεται προς το μερος μου.
Πανικοβληθηκα δεν ηξερα τι να κανω,ηθελα να σηκωθω και να τρεξω αλλα δεν μπορεσα να το κανω,απλα εμεινα εκει και τον κοιτιυσα να ερχεται προσ σε μενα.
Οταν ηρθε κοντα μου,χαμογελασε γλυκα και με ρωτησε:
-"Εσυ δεν εισαι η Λουσι?" -"Ναι εγω ειμαι" απαντησα αυθορμητα -"Θελεις να παμε μια βολτα στο δασος??" "Μεχρι ο γερο Τζακ να σου φτιαξει το αυτοκινητο σου??" -"Φυσικα"
Ετσι μετα απο λιγο ξεκινησαμε,Μου επιασε το χερι και με τραβηξε κοντα του.Ενιωσα την καρδια μου να χτυπα σαν τρελη και την ανασα μου να κοβεται.
Ηθελα να τον ρωτησω τοσα πολλα πραγματα,πως ηξερε το ονομα μου,ποιος ηταν,πως ηξερε για το αυτοκινητο μου και τοσα αλλα....εκεινη την ωρα ομως φαινονταν τοσο ασημαντα.
Το μονο που με ενοιαζε εκεινη τη στιγμη ηταν να ειμαι μαζι του και να περπαταμε μαζι μεσα σ αυτο το υπεροχο δασος.
Δεν ηξερα που πηγαιναμε αλλα δεν με ενοιαζε.
ξαφνικα με ρωτησε: -"Αισθανεσαι καλα??" -"Ναι" απαντησα αλλα δεν ηταν αληθεια,ημουν ετοιμη να λιποθυμησω αλλα δεν αφηνα τον ευατο μου....δεν ηθελα να χασω ουτε λεπτο απο κοντα του.
-"Εισαι σιγουρη??" -"Σιγουρη"
Ομως δεν εδειξε να με πιστευει,αλλα δεν ξαναρωτησε μονο με εσφιξε πιο πολυ κοντα του ωστε να στηριζομαι πανω του.
Υστερα απο αρκετη ωρα αρχισαμε να μπαινουμε σε ενα παλιο δρομακι που στο βαθος οδηγουσε σε κατι σπιτια.ΔΕν μου πηρε παρα μονο λιγα λεπτα απο το να καταλαβω οτι ο δρομος οδηγουσε στο χωριο.
Σταματησα....Γυρισα και τον κοιταξα και γυρισε και αυτος
-"Θα παμε στο χωριο??" ρωτησα εντρομη απο τον φοβο. -"Nαι θα παμε για λιγο στο σπιτι,πρεπει να ξεκουραστεισ για λιγο"μου ειπε με μια ζεστη φωνη. -"Δεν εχω ξαναπαει στο χωριο,δεν πρεπει.." ελεγα συνεχεια -"Γιατι δεν πρεπει" με ρωτησε -"Δεν ξερω" απαντησα -"Τοτε παμε?"
Εγνεψα καταφατικα
Μεσα σε λιγα λεπτα περασαμε τα πρωτα σπιτια του χωριου και μεσα σε λιγη ωρα βρεθηκαμε να ανηφοριζουμε ενα δρομο.Μου εξηγησε οτι το σπιτι του που βρισκοταν στην κορυφη του λογου.
Ημουν εξουθενωμενη και αυτο φαινοταν..με το ζορι κρατιομουν στα ποδια μου αλλα οποτε ημουν ετοιμη να πεσω τον ενιωθα να με στηριζει πανω του.
Στο τελος φτασαμε στο σπιτι του,ηταν ενα παλιο αρχοντικο που σε καθηλωνε με την επιβλητικοτητα του.
Ενα αισθημα ανακουφισης με κυριευσε καθως περναγαμε μεσα απο το δρομακι του κηπου..πρεπει να το ενιωσε και αυτος γιατι γυρισε με κοιταξε και χαμογελασε.
Μπηκαμε μεσα και με πηρα στα χερια του,ανεβηκαμε τις σκαλες και πηγαμε σε ενα απο τα δωματια με αφησε απαλα στο κρεβατι ωστε να ξεκουραστω....
-"Θα φυγεισ??" ρωτησε φοβισμενη -"Οχι" "θα κατσω διπλα σου μεχρι να κοιμηθεις και υστερα θα κατεβω να σου ετοιμασω κατι να φας" -"Ενταξει" -"Δεν θα σ αφησω....μονο αν μ αφησεισ εσυ θα φυγω..."
Υστερα ξαππλωσα και αποκοιμηθηκα,ομως τον αισθανομουν απο πανω μου που και που..μεχρι να με παρει ο βαθυς υπνος και να......
...... χαθω μεσα σε σκεψεις και ονειρα......
hiddenfantasy Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 37 Τόπος : Where the fairytale begins...... Αριθμός μηνυμάτων : 1204 Registration date : 23/05/2009
Ξυπνησα τρομαγμενη ,μεσα στον ιδρωτα και τα δακρυα,δεν τολμουσα να ανοιξω τα ματια μου φοβουμενη μην ο εφιαλτης που μολις ειχα δει γινοταν πραγματικοτητα. Απλα καθομουν εκει και εκλαιγα μεχρι που ακουσα μια φωνη και ενιωσα ενα χερι να με ακουμπαει λεγοντας μου:
-"Ελα ησυχασε,ενα ονειρο ηταν μονο ολα θα πανε καλα!!!!" "Εγω ειμαι εδω,δεν θα αφησω κανεναν να σε πειραξει,ανοιξε τα ματια σου σε παρακαλω..."
Ανοιξα τα ματια μου και καταλαβα που βρισκομουν,τι ειχε γινει εκεινη την ημερα,μολις τον ειδα,επεσα αμεσως στην αγκαλια του θελοντας να νιωσω ασφαλεια κατι που δεν ενιωθα οση ωρα κοιμομουν.....Ηθελε να βρω αυτο το αισθημα γλαηνης που με ειχε κυριευσει οταν με ειχε παρει στην αγκαλια νωριτερα εκεινη την ημερα.
Υστερα απο λιγα λεπτα με πηρε και κατεβηκαμε κατω.πηγαμε στο σαλονι και με ακουμπησε στον καναπε τοσο απαλα σαν να ημουν απο πορσελανη και φοβοταν μην σπασω αν εκανε καποια αποτομη κινηση.
-"Σου εχω ετοιμασει κατι να φας,θα σου κανει καλο μετα απο το ονειρο που ειδες"
Με φιλησε απαλα στο μετωπο και ειπε"Επισρεφω αμεσως" και εφυγε σε ενα αλλο δωματιο.
Εμεινα μονη σε ενα τεραστιο δωματιο..και αναρωτιομουν που ηξερε τι ειχα δει...αλλο ενα ερωτημα που δεν τολμουσα να ρωτησω μαζι με ολα τα αλλα.
Ενω περιμενα να επιστρεψει σηκωθηκα και αρχισα να γυριζω γυρω γυρω στο δωματιο ολα τα επιπλα ηταν ξυλινα...και απο οτι φαινοταν πρεπει να ηταν πολυ παλια.Πανω στους τοιχους υπηρχαν διαφοροι πινακες εδω και εκει που αλλοτε εδιεχναν μαγευτικα τοπια και αλλοτε προσωπα,μου φαινοντουσαν τοσο οικεια κατι που δεν μπορουσα να καταλαβω...
Υπο αλλες συνθηκες θα αισθανομουν αβολα να ημουν σε μια τετοια κατασταση αλλα τωρα οχι...ενιωθα οτι επρεπε να ημουν εδω και οτι η εκδρομη που αρχικα θα ηταν μια βολτα στο εξοχικο μου επρεπε να ειχε εξελιχθει ετσι ακριβως.
Η ματια μου επεσε εκει που ηταν το τζακι,ηταν απο μαρμαρο και στις ακρες του ηταν σκαλισμενα αγγελοι,πηγα πιο κοντα και καθησα στην ακρη,αφηνοντας τη φωτια να με ζεστανει.
-"Αααα..εδω εισαι...!" "Για μια στιγμη νομιζα οτι θα εφευγες"
Ποσο ανοητο μου ακουστηκε αυτο...πως ηταν δυνατον να εφευγα απο εκει...αν μπορουσα θα εμενα για παντα...
Εκεινος δεν απαντησε,μονο εκατσε διπλα στο τζακι και με κοιτουσε.
Αρχισα να τρωω σιγα σιγα...ενω στην πραγμτικοτητα δεν ειχα και πολλη ορεξη..αλλα δεν ηθελα να τον στεναχωρησω οποτε εφαγα λιγο και το αφησα το υπολοιπο.
-"Εχεις πολυ ομορφο σπιτι" "Μονος σου μενεις?" ρωτησα ελπιζοντας να μην τον εφερνα σε δυσκολη θεση αλλα ηθελα να μαθω κατι παραπανω για αυτον,αυτος φαινοταν να ξερει τοσα για μενα ενω εγω σχεδον τιποτα....
-"Ναι,οι γονεις μου εχουν πεθανει εδω και παρα πολλα χρονια..." _"Λυπαμαι" -"Δεν πειραζει,δεν υπηρχε κατι που μπορουσε να γινει" -"Και παλι.." -"Πιστευω οτι πρεπει σιγα σιγα να γυρισουμε πισω" -"Απο τωρα...??!!!!" ειπα καπως θυμωμενα.... -"Ναι μεχρι να παμε πισω στο ξεφωτο θα κοντευουν μεσανυχτα και ειμαι σιγουρος οτι ο γερο Τζακ θα εχει ανησυχησει παρα πολυ" -"Οποτε πηγαινουμε??"
Εγνεψα καταφατικα..
Αρχιζαμε να κατηφοριζουμε παλι τον ιδιο δρομο,τωρα ομως μου φαινοταν πιο σκοτεινος και επικυνδυνος...δεν ξερω γιατι αλλα μπορει να εφταιγε που ηταν νυχτα.. Αμεσως με πηρε στην αγκαλια του χωρις να του πω κατι απλα το καταλαβε...κοντευε 11,30 οταν φτασαμε στο ξεφωτο. Μειναμε λιγο εκει και εγω παρατηρουσα για μια ισως τελευταια φορα το ξεφωτο το βραδυ...ηταν ολα τοσο γαληνια και ηρεμα...
βαθια μεσα μου ηξερα οτι αυτη ηταν η τελευταια φορα που τον εβλεπα αλλα δεν ηθελα να το παραδεχτω..δεν ηθελα να τελειωσει....
-"Εδω πρεπει να πουμε αντιο,Λουσι" η φωνη του ηταν λυπημενη. -"Ναι το ξερω" "δεν θα εισαι εδω αυριο..." -"Το ξερεις πως οχι αλλα ουτε και εσυ θα εισαι" -"Δεν ξερω γιατι νομιζεις οτι εγιναν ολα αυτα σημερα αλλα ειμαι σιγουρος οτι μια μερα θα καταλαβεις" -"Το ελπιζω..."
Με επιασε στην αγκαλια του παλι και με φιλησε...ενιωσα να μου κοβεται η ανασα αλλα και να πεθανα εκεινη τη στιγμη δεν με ενδιεφερε και μονο που με φιλησε ηταν αρκετο.Οι ματιες μετα διασταυρωθηκαν και για λιγα λεπτα ειχαμε μεινει εκει να κοιταμε ο ενας τον αλλον οπως το μεσημερι,ξεραμε οτι οι δρομοι μας θα χωριζονταν για παντα.
Πριν φυγει,γυριζει και μου λεε: "Σ ευχαριστω που με ελευθερωσες"
Μην καταλαβαινοντας τι εννοουσε και εχοντας συνεχεια στο μυαλο μου τα λογια επεστρεψα πισω στον γερο Τζακ που παρολο που ελειπα σχεδον ολη μερα δεν εδειχνε να ειχε ανησυχησει. Το μονο που μου ειπε ηταν οτι το αυτοκινητο μου ηταν ετοιμο και οτι επρεπε να γυρισω πισω.
"Μην στεναχωριεσαι μου ειπε" "Δεν μπορουσε να γινει αλλιως"
"Καληνυχχτα" του ειπε μπηκα στο αυτοκινητο και ξεκινησα.
Με αυτα τα λογια να γυριζουν στο κεφαλι μου γυρισα πισω στην πολη.Μολις εφτασα σπιτι επεσα για υπνο,μη θελοντας να σκεφτω τι αλλο θα μπουρουσε να ειχε γινει η να προσπαθησω να εξηγησω ολα αυτα.