Η παρακατω ιστορια την εγραψε η αδερφη μου.
δεν ειναι αληθινη εμπνευστηκε ομως απο αληθινο γεγονος μιας και πραγματι ενας συμμαθητης της πνιγηκε απροσμενα το καλοκαιρι.
η ρωγμη στην καρδια μου θα σε θυμιζει πανταΟ ΧΑΜΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΗΣ
Η ζωή προσφέρει χαρές αλλά και λύπες. Λύπες που πολλές φορές είναι αβάστακτες. Μια τέτοια περίπτωση έτυχε και στην Άννα που ήταν 17 ετών και έχασε τη φίλη της από πνιγμό πριν 2 μέρες. Αυτό όμως που δεν γνώριζε η Άννα ήταν πως και η μητέρα της η Νικόλ είχε χάσει την φίλη της.
-Ήταν η καλύτερη μου φίλη. Μου λείπει τόσο πολύ.
-Το ξέρω καρδιά μου. Το ξέρω.
-Όχι δεν ξέρεις πως αισθάνομαι γιατί εσένα καμία σου φίλη δεν πνίγηκε. Δεν ξέρεις τι είναι να χάνεις την καλύτερη σου φίλη. Με την Αμαλία ήμασταν σαν αδερφές είπε η Άννα στη μητέρα της.
-Κανείς πολύ μεγάλο λάθος αγάπη μου. Δεν αναρωτήθηκες ποτέ γιατί σε λένε Άννα και δεν πήρες κάποιο από τα ονόματα των γιαγιάδων σου;
-Τι σχέση έχει τώρα; Είπε εκνευρισμένη η Άννα
-Σε ονομάσαμε Άννα γιατί έτσι λέγονταν η καλύτερη μου φίλη στο λύκειο που σκοτώθηκε πριν χρόνια.
Η Άννα σταμάτησε να κλαίει και κοίταξε την μητέρα της που κοιτούσε έξω από το παράθυρο θλιμμένη όσο ποτέ. Η μητέρα της την κοίταξε και άρχισε να της λέει την ιστορία της:
Πήγαινα σχολείο συγκεκριμένα Λύκειο ήμουν γύρω στα 18. Ήταν εποχή που για τη νεολαία υπήρχαν τα ναρκωτικά, τα ποτά και το sex. Ο όρος «παρθένα» μου ήταν πραγματικά σπάνιος. Θυμάμαι συγκεκριμένα πως πιο πολλές ήταν οι έγκυες παρά οι «πρώτοι στόχοι» όπως ονόμαζαν τις παρθένες. Όπως καταλαβαίνεις ήμουν και εγώ ένας πρώτος στόχος, όχι γιατί δεν είχα προτάσεις κάθε άλλο, απλά γιατί ήταν η επιλογή μου. Εμφανισιακά δεν ήμουν και τίποτα σπουδαίο γιατί εκτός από καστανή με πράσινα μάτια δεν ήμουνα ιδιαίτερα ψηλή ήμουν γύρω στα 1,62. Ήμουν αθλήτρια του βόλεϊ παρά το ύψος μου οπότε το σώμα μου ήταν αρκετά καλό για να με βάλουν στόχο. Έτσι και έγινε. Τον έλεγαν Βαγγέλη και ήταν ο πιο δημοφιλής του σχολείου, καστανόξανθος με καστανά μάτια γύρω στα 1,75 πρωταθλητής στην κολύμβησης. Αν όχι όλες το 98% των γυναικών του σχολείου ήταν ερωτευμένες μαζί του. Μαζί και εγώ αν και στην αρχή δεν το παραδεχόμουν.
Όλα άρχισαν μια μέρα του Οκτώβρη που είχε συννεφιά. Πήγα το πρωί και όλοι με κοιτούσαν περίεργα ώσπου ήρθε η φίλη μου η Άννα και μου είπε:
-Είναι αλήθεια αυτό που λένε; Έκανες sex με το Βαγγέλη χθες στο γυμναστήριο όταν μείνατε μόνοι σας;
-Όχι βέβαια ποιος το είπε αυτό;
-Όλο το σχολείο το συζητάει . Λένε ότι ο ίδιος ο Βαγγέλης το είπε
-Που είναι;
-δεν ξέρω πάντως τώρα δεν προλαβαίνεις να πας να τον βρεις γιατί έχεις αγώνα κάτω. Σε περιμένουν.
-Θα προλάβω. Πάω να τον βρω της είπα και έφυγα για να τον βρω.
Φανταστικά ότι θα είναι στις αντρικές τουαλέτες με κάποια. Μπήκα μέσα. Πρώτα αντίκρισα τους φίλους-μπράβους του. Με είδαν και άρχισαν να γελάνε λέγοντας:
-Βαγγέλη φαίνεται πως η Νικολ από χθες θέλει και δεύτερο γύρο.
-Πείτε της ότι λυπάμαι γιατί πρέπει να ικανοποιηθούν και άλλες.
Τσαντίστηκα τόσο πολύ που άνοιξα την πόρτα της τουαλέτας. Τον είδα να φιλάει μια μελαχρινή κοπέλα που ήταν ημίγυμνη.
-Σου είπα ότι θα ασχοληθώ αργότερα μαζί σου
-Ήρθα απλά για να σου πω πως εγώ δεν θυμάμαι τίποτα από χθες οπότε δεν πρέπει να άξιζες και πολύ. Φαίνεται πως ήσουν πώς να στο πω …..αμελητέα ποσότητα.
Οι φίλοι του άρχισαν να γελάνε εις βάρος του. Εκείνος άφησε την κοπέλα με πλησίασε με κοίταξε μέσα στα μάτια και μου είπε ψύχραιμα
-Μήπως πρέπει πρώτα να δοκιμάσεις και μετά να κρίνεις;
Εγώ απλά χαμογέλασα ειρωνικά και έφυγα λέγοντας «έχω αγώνα» Τις επόμενες μέρες η φήμη μου είχε αποκατασταθεί κατά περίεργο τρόπο. Ωστόσο μου κολλούσε όλο και περισσότερο. Μετά από δυο μέρες ήρθε μια καινούρια κοπέλα και αμέσως έγινε πρώτος στόχος. Έτσι την κάλεσαν σε ένα ιδιωτικό πάρτι που θα έκαναν παράνομα στο σχολείο το Σάββατο το απόγευμα. Όμως άκουσα κατά λάθος και μια συζήτηση τους που έλεγαν πως θα την μεθούσαν και θα την βίαζαν. Της το ανέφερα αλλά δε με πίστεψε.
-Υπάρχει τρόπος να σώσεις τη φίλη σου αν έρθεις εσύ στη θέση της και γίνεις δικιά μου. Μου είπε ξαφνικά ο Βαγγέλης που εμφανίστηκε από πίσω μου.
-Το ξέρεις ότι οι φίλοι σου θα κάνουν κάτι τόσο φρικτό και δεν τους λες τίποτα;
-Εγώ τους έβαλα την ιδέα
-Είσαι τρελός
-Ξέρεις με ενοχλεί να με αποκαλούν έτσι είπε και έβαλε το χέρι του στο λαιμό μου σφίγγοντας το.
-Είναι πολύ εύκολο να σε κάνω δικιά μου και τώρα αν θέλω αλλά θα σε αφήσω γιατί θέλω να με παρακαλέσεις
Τον κλότσησα στο ευαίσθητο σημείο του και με άφησε. Έφυγα τρέχοντας. Δεν μπορούσα να τους αφήσω να κάνουν κάτι τέτοιο σε μια κοπέλα και έτσι το Σάββατο τους ακολούθησα. Έξω στο πίσω μέρος του κτιρίου υπήρχαν πάντα σπασμένα θρανία καρέκλες και ντουλάπες. Φαίνεται πως τις ντουλάπες τις είχαν βάλει στη σειρά όπου η πρώτη ακουμπούσε στα κάγκελα του σχολείου ενώ η τελευταία στο τοίχο του σχολείου. Τους είδα να μπαίνουν μέσα στις ντουλάπες. Περίμενα 20 λεπτά και μετά μπήκα και εγώ. Προχώρησα και στο τέλος είδα ότι είχαν γκρεμίσει τον τοίχο και στη θέση του βρισκόταν κάτι σαν μεγάλο ξύλο. Το έσπρωξα άνοιξε και βγήκα μέσα στο σχολείο. Κοίταξα πίσω μου και συνειδητοποίησα ότι ήταν ο καθρέφτης που υπήρχε στην είσοδο του σχολείου. Ύστερα ακολούθησα τις φωνές
-Ψψψτ! Ψψτ! Μου φώναξε κάποιος από πίσω
-Τζόναθαν! Τι θέλεις εδώ αναφώνησα πηγαίνοντας προς το μέρος του
-Άκουσα όταν τα έλεγες στη Σαμάνθα και ήρθα να την προστατέψω.
-Ωραία πάμε να την βρούμε
-Συνήθως ξεμοναχιάζονται στις αίθουσες διδασκαλίας
-Οπότε τις ψάχνουμε όλες του απάντησα
Έτσι ανοίγαμε σιγά-σιγά τις πόρτες και βλέπαμε αν υπήρχε μέσα η Σαμάνθα. Ξέραμε πως αν μας πιάνανε θα είχαμε σοβαρό πρόβλημα
-Τη βρήκα! Είναι εδώ μέσα μου είπε ψιθυριστά ο Τζόναθαν
-Δε νομίζω όμως πως θέλει βοήθεια μάλλον ο Παύλος χρειάζεται μου είπε αμέσως μετά
Πράγματι αυτός που είχε μάθηση ήταν ο Παύλος και όχι η Σαμανθα η οποία βρισκόταν τώρα από πάνω του και φώναζε ότι δεν ήθελε να είναι παρθένα πια.
-Λυπάμαι Τζοναθαν ξέρω πως σου άρεσε
-Πρέπει να φύγουμε τώρα μου είπε.
Το ενδιαφέρον μου όμως κέντρισε μια αίθουσα από την οποία δεν ακούγονταν κανένας θόρυβος. Πλησίασα και την άνοιξα
-Δε θα είναι κανένας μέσα πάμε να φύγουμε μου είπε ο Τζοναθαν
Τότε όμως με τράβηξε μέσα ο Βαγγέλης και μου είπε
-Το ήξερα ότι θα ερχόσουν. Καμία δεν μου αντιστέκεται είπε και άρχισε να με φιλάει
-Άσε με Βαγγέλη άσε με!
Λίγο αργότερα μπήκε μέσα ο Τζοναθαν και τον χτύπησε από πίσω στο κεφάλι και αρχίσαμε να τρέχουμε. Καθώς βγαίναμε ακούσαμε τον Βαγγέλη που φώναζε να μας πιάσουν
-Έλα από εδώ μου φώναξε ο Τζοναθαν «Θα ανέβουμε την μεγάλη ανηφόρα που είναι ανατολικά του σχολείου. Στην κατάσταση που είναι αυτοί όχι ανηφόρα αλλά ούτε στο ίσιωμα δεν θα μπορούν να τρέξουν.
Είχαμε φτάσει σχεδόν στη μέση της ανηφόρας όταν τους είδαμε να βγαίνουν έξω μανιωδώς. Όταν βγήκε και ο Βαγγέλης τους συγκέντρωσε όλους και τους μιλούσε. Άκουσα να τους λέει :
-Δεν πειράζει παιδιά πάμε κάτω στην παραλία να διασκεδάσουμε.
Εκείνη την ώρα βγήκε και ο Παύλος με την Σαμανθα
-Δεν είμαι παρθένα πια είπε γελώντας στον Βαγγέλη
Όλοι άρχισαν να φωνάζουν και να γελάνε. Μετά ο Βαγγέλης τους είπε να ησυχάσουν και κοιτώντας προς το μέρος μου είπε δυνατά.
-Τώρα σειρά στον κατάλογο έχει η Νικόλ
Μόλις άκουσα το όνομα μου πάγωσα.
-Άκουσες Νικόλ που κρύβεσαι εκεί πάνω. Είναι η σειρά σου και θα γίνεις η προσωπική μου πόρνη.
Πάντα μου έλεγαν πως είμαι πολύ περήφανη και πως δεν σηκώνω μύγα στο σπαθί μου και τους έλεγα υπερβολικούς. Τελικά όμως είχαν δίκιο γιατί εγώ μετά τα λόγια του σηκώθηκα όλο θάρρος πήγα στη μέση του δρόμου κοίταξα προς τα κάτω και είπα:
-Αν θέλεις να τα βάλεις μαζί μου δοκίμασε αλλά σε προειδοποιώ θα είναι δύσκολο γιατί εγώ δε σε φοβάμαι του είπα και γύρισα τη πλάτη να φύγω. Ο αέρας φυσούσε το παλτό που φορούσα και με έκανε να νιώθω αήττητη. Ο Τζοναθαν ήρθε τρέχοντας κοντά μου και μου είπε:
-Είσαι τρελή; Ξέρεις με ποιον πας να τα βάλεις;
-Έχω βαρεθεί να μου κολλάει και να διαδίδει ότι του κατεβεί για μένα έχω βαρεθεί να κρύβομαι. Θα τον αντιμετωπίσω με τη βοήθεια των φίλων μου του είπα κοιτώντας τον στα μάτια
-Δεν το πιστεύω ότι θα το πω αλλά ναι θα σε βοηθήσω να το λιώσουμε το καθίκι
-Σε ευχαριστώ
-Ει Νικολ πολύ πιασάρικα αυτά που είπες τον τσάντισες πραγματικά τον Βαγγέλη μου είπε μια κοπέλα που είχε ανέβει τρέχοντας την ανηφόρα
Γύρισα και κοίταξα προς την αρχή της ανηφόρας και είδα πως ο Βαγγέλης και όλοι οι άλλοι έρχονταν προς το μέρος μας. Ξαφνικά η κοπέλα με έπιασε και φώναξε:
-Έλα, την κρατάω
Ο Τζοναθαν την χτύπησε στο σβέρκο και την άφησε λιπόθυμη
-Τρέχα Νικολ τρέχα! Μου φώναξε και αρχίσαμε να τρέχουμε
-Νικολ! Μου φώναξε η Άννα που διέσχιζε το δρόμο για να μας φτάσει
-Τρέχα Άννα Ακολούθησε μας . Θα σου εξηγήσω..
Έτσι τρέχαμε και οι τρεις ώσπου μπροστά μας ένα αμάξι άναψε την μηχανή
Αμέσως κατάλαβα ότι ήθελε να μας χτυπήσει
-Απ’ το πεζοδρόμιο πίσω από τα παρκαρισμένα αμάξια φώναξα
Προσπάθησε να μας χτυπήσει τρεις φορές αλλά τα δέντρα ή τα παρκαρισμένα αμάξια μας προστάτευαν
-Θέλουν να μας σκοτώσουν! Είναι τρελοί! Φώναξα
Ο Τζοναθαν η Άννα και εγώ είχαμε πανικοβληθεί γιατί πλέον παιζόταν και η ίδια μας η ζωή.
Το επόμενο λεπτό ήταν το λεπτό που δε θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Η Άννα μέσα στο πανικό της πήγε στο δρόμο και άρχισε να φωνάζει βοήθεια. Τότε όμως την χτύπησε με δύναμη αυτός με το αμάξι που μας κυνηγούσε. Θυμάμαι χαρακτηριστικά το φρενάρισμα και την Άννα στον αέρα να πέφτει λίγα μέτρα πιο μακριά. Ήταν ακίνητη στο δρόμο με γυρισμένη τη πλάτη σε εμάς. Ο Τζοναθαν έκλαιγε.
-Δεν είναι δυνατόν. Δεν μπορεί έλεγα συνέχεια πλησιάζοντας την. Σε παρακαλώ Χριστέ μου όχι! Μα πριν φτάσω στο σημείο που κείτονταν ο άντρας που οδηγούσε το αμάξι με έπιασε και με έβαλε στο αμάξι. Έβαλα τα κλάματα και τον θερμοπαρακαλούσανε πάει να την βοηθήσει να φωνάξει ένα ασθενοφόρο να κάνει κάτι. Η πόρτα πίσω άνοιξε και δίπλα μου κάθισε ο Βαγγέλης.
-Σε παρακαλώ φώναξε ένα ασθενοφόρο
-Δε χρειάζεται ασθενοφόρο γιατί είναι νεκρή μια νεκροφόρα θέλει
-Λες ψέματα! Θα κάνω ότι θέλεις φώναξε όμως ένα ασθενοφόρο
-Σου είπα πως είναι νεκρή και φταις εσύ γι’ αυτό
-Όχι είπα και ασυναίσθητα άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω τρέχοντας προς το μέρος της χωρίς να με νοιάζει αν θα με πυροβολούσαν ή όχι. Την γύρισα έπιασα το σφυγμό της αλλά δεν είχε.
-Όχι. Όχι ο πόνος που ένιωθα εκείνη την στιγμή ήταν απερίγραπτος
-Σε παρακαλώ Άννα συγχώρεσε με. Άννα σε παρακαλώ.
Σηκώστε την είπε ο Βαγγέλης και δυο φίλοι του με σήκωσαν όρθια
-Τόσος πόνος, τόσο κλάμα δε θα σε ωφελήσουν είναι νεκρή και δεν μπορείς να τα αλλάξεις αυτό μου είπε κοιτώντας με
-Την σκοτώσατε!! Θα πάω στην αστυνομία.
-Όχι δεν θα πας μου είπε ζουλώντας μου τα μάγουλα γιατί αν πας θα πεθάνεις και εσύ μου είπε και με φίλησε
-Βαγγέλη έλα εδώ να δεις ποιον βρήκαμε είπαν δυο άλλοι φίλοι του λίγα μέτρα πιο πέρα.
Ο Βαγγέλης πήγε προς το μέρος τους και εγώ βρήκα την ευκαιρία να το σκάσω. Χτυπήσαμε δύναμη τις πατούσες αυτών που με κρατούσαν και μετά τους χτύπησα με τον αγκώνα μου στη κοιλιά όπως είχα δει σε αστυνομικές ταινίες και άρχισα να τρέχω. Ο Βαγγέλης εξοργισμένος άρχισε να πυροβολεί προς το μέρος μου
-Όχι τους είπε θα την πιάσω εγώ και με κυνήγησε
Απείχα ένα τετράγωνο από το αστυνομικό τμήμα. Ο Βαγγέλης κατάλαβε που θα πήγαινα και άρχισε να πυροβολεί πάλι. Μια σφαίρα μου έκανε μια μεγάλη γρατσουνιά στο αριστερό χέρι. Ευτυχώς οι αστυνομικοί από τους πυροβολισμούς βγήκαν έξω.
-Βοήθεια φώναξα
Με είδαν και άρχισαν να πυροβολούν προς το Βαγγέλη. Μια σφαίρα τον πέτυχε στο πόδι και έπεσε κάτω. Οι αστυνομικοί τον έπιασαν
-Είστε καλά με ρώτησαν;
-Τώρα ναι χάρις εσάς. Ευχαριστώ.
Εκείνη την ώρα πέρασε ο Βαγγέλης με χειροπέδες από μπροστά μου. Με κοίταξε στα μάτια
-Είναι δολοφόνος. Σκότωσε τη φίλη μου μαζί με τους φίλους του και ήθελε να σκοτώσει και εμένα είπα και τον πήρανε. Εκείνη ήταν και η τελευταία φορά που τον είδα. Συνέλαβαν τους φίλους του και ένα ασθενοφόρο πήρε την Άννα . Η κηδεία της έγινε μετά από δυο μέρες. Ήμουν απαρηγόρητη. Παρόλο που δεν σταμάτησα να λέω ότι εγώ την σκότωσα οι γονείς της προσπαθούσαν να με ηρεμήσουν
-Έκανες ότι μπορούσες. Δε φταις εσύ . Εκείνη έτρεξε στο δρόμο
-Ο Βαγγέλης και οι φίλοι του την σκότωσαν όχι εσύ ηρέμησε.
Όταν άνοιξαν το φέρετρο για να την αποχαιρετήσουμε για τελευταία φορά λιποθύμησα. Με πήγανε στο καφενείο.
-Τώρα θα φέρει ο πατέρας σου το αμάξι για να φύγουμε μου είπε η μητέρα μου.
-Όχι όχι ακόμα πρέπει να της μιλήσω να της εξηγήσω
-Όχι σήμερα δεν είσαι καλά. Κάποια άλλη στιγμή όταν θα είσαι πιο ψύχραιμη. Πέρασες πολλά. Δώσε λίγο χρόνο στον εαυτό σου να συνέλθει.
Συμφώνησα και φύγαμε. Από εκείνη την ημέρα πέρασαν είκοσι ολόκληρα χρόνια. Είκοσι χρόνια που δεν συγχώρεσα τον εαυτό μου για το θάνατο της καλύτερης μου φίλης. Δεν πήγα ποτέ ξανά ούτε για να της εξηγήσω όπως ήθελα. Δε βρήκα ποτέ το θάρρος, τη δύναμη να με οδηγήσει εκεί που κείτεται η φίλη μου. Βέβαια άλλαξα πόλη, χώρα ακόμα και ήπειρο. Δεν ήθελα να θυμάμαι. Πονούσα πολύ. Με τον καιρό έμαθα να ζω με αυτό το πόνο του χαμού της φίλης μου. Ο πόνος μου έγινε πιο λίγο πιο μαλακός με τα χρόνια όμως ποτέ δεν ξέχασα ποτέ δεν θα ξεχάσω γιατί ο χρόνος δεν γιατρεύει την πληγή δεν την εξαφανίζει απλά σε βοήθα να μην πονάς τόσο. Έχω την ουλή στο αριστερό μου χέρι από τον πυροβολισμό για να μου θυμίζει εκείνη τη μέρα και έχω και την φωτογραφία της Άννας για να θυμάμαι όσα δεν πρέπει να ξεχάσω.» είπε η Νικολ στην κόρη της
-Συγχώρεσε με μητέρα που σου θύμισα κάτι τόσο δυσάρεστο είπε η Άννα στην μητέρα της και την αγκάλιασε
-Δεν πειράζει. Κοίταξε με η φίλη σου θα ζει πάντα μέσα από σένα. Θα ζει όσο την έχεις στην καρδιά σου.
-Ναι. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ είπε και αγκάλιασε ξανά την μητέρα της.