Bella And Edward
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.



 
ΦόρουμΠόρταλΕικονοθήκηΑναζήτησηLatest imagesΣύνδεσηΕγγραφή
Η συνέχεια της διάσημης σειράς βιβλίων έρχεται στα βιβλιοπωλεία στις 4 Αυγούστου με τίτλο «Midnight Sun» και αφηγείται την ιστορία του «Λυκόφωτος» από την πλευρά του Edward Cullen.
Πρόσφατα Θέματα
» Ashley's Greene blog
Νταντά για όλες τις δουλειές - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΠαρ 17 Μαρ 2023 - 15:11 από Marzaki Cullen

» Τι ακουτε αυτη την στιγμη;
Νταντά για όλες τις δουλειές - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΠαρ 4 Ιουν 2021 - 15:08 από April

» Bella And Edward - 11 χρόνια μετά
Νταντά για όλες τις δουλειές - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΤετ 6 Ιαν 2021 - 20:34 από Marzaki Cullen

» Συζήτηση για το Midnight Sun
Νταντά για όλες τις δουλειές - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΚυρ 13 Δεκ 2020 - 17:38 από Katrin

» Robert Pattinson
Νταντά για όλες τις δουλειές - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΔευ 7 Σεπ 2020 - 21:40 από $ofi@ + Edward

» Infernal Devices - Κουρδιστός 'Αγγελος
Νταντά για όλες τις δουλειές - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΠαρ 8 Μάης 2020 - 1:03 από evi

» Wallpapers by twins
Νταντά για όλες τις δουλειές - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΔευ 4 Μάης 2020 - 13:25 από Zafrina

» Twilight the movie
Νταντά για όλες τις δουλειές - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΚυρ 3 Μάης 2020 - 12:07 από hiddenfantasy

» Vampire Diaries - TV Series
Νταντά για όλες τις δουλειές - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΔευ 13 Απρ 2020 - 12:11 από Zafrina

» New Moon the movie
Νταντά για όλες τις δουλειές - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΠαρ 10 Απρ 2020 - 12:49 από Zafrina

Παρόμοια θέματα
    Quote of the Week
    "Bella is with Edward. She's a part of this family, and we protect our family."

    Carlisle Cullen, Twilight
    Character of the Week
    Rosalie Lillian Hale

    (born 1915 in Rochester, New York) is a member of the Olympic coven.

    She is the wife of Emmett Cullen and the adoptive daughter of Carlisle and Esme Cullen, as well as the adoptive sister of Jasper Hale (in Forks, she and Jasper pretend to be twins), Alice, and Edward Cullen.

    Rosalie is the adoptive sister-in-law of Bella Swan and adoptive aunt of Renesmee Cullen, as well as the ex-fiancée of Royce King II.
    Νοέμβριος 2024
    ΔευΤριΤετΠεμΠαρΣαβΚυρ
        123
    45678910
    11121314151617
    18192021222324
    252627282930 
    ΗμερολόγιοΗμερολόγιο
    Bella & Edward Playlist
    Το μαργαριτάρι της Ροδεσίας

    Στο κατώφλι µιας νέας εποχής για τη Ροδεσία, η Μάντριγκαλ, έχοντας χάσει τον άντρα της λίγες µονάχα ώρες µετά τον γάµο τους, θρήνησε βαθιά την απώλειά του και αποφάσισε να ζήσει µε τη θύµησή του. Όµως δεν φαντάστηκε ποτέ πως θα της ζητούσαν να πάρει τη θέση της συζύγου του βασιλιά.

    Ο βασιλιάς Έντουαρντ, αφού γνώρισε την απόλυτη ευτυχία δίπλα στη γυναίκα που λάτρεψε όσο καµία, την Άµπερλιν, δέχτηκε το σκληρότερο χτύπηµα της µοίρας όταν εκείνη πέθανε πριν προλάβει να φέρει στον κόσµο το παιδί τους. Ωστόσο, προκειµένου ν' ανταποκριθεί στα βασιλικά του καθήκοντα και να χαρίσει έναν διάδοχο στη Ροδεσία, είναι υποχρεωµένος να παντρευτεί ξανά και απ' όλες τις υποψήφιες επιλέγει τη Μάντριγκαλ.

    Μήπως όµως το όνοµα της νέας του συζύγου κουβαλά µια σκοτεινή µοίρα; Άραγε υπάρχει ελπίδα να αλλάξει το πεπρωµένο; Θα καταφέρει η Μάντριγκαλ να ξυπνήσει την αγάπη στην καρδιά του άντρα και βασιλιά της; Κι εκείνος θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τα αισθήµατά του πριν χάσει τα πάντα για άλλη µια φορά;

    Συγγραφέας ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΜΑΡΙΑ
    Εκδότης ΩΚΕΑΝΙΔΑ


     

     Νταντά για όλες τις δουλειές

    Πήγαινε κάτω 
    Μετάβαση στη σελίδα : Επιστροφή  1, 2
    ΣυγγραφέαςΜήνυμα
    marina
    Midnight Sun Vampire
    Midnight Sun Vampire
    marina


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 29
    Τόπος : κόρινθος
    Αριθμός μηνυμάτων : 3084
    Registration date : 22/01/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Inflict Pain with Thoughs

    Νταντά για όλες τις δουλειές - Σελίδα 2 Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Νταντά για όλες τις δουλειές   Νταντά για όλες τις δουλειές - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΠαρ 29 Ιουλ 2011 - 0:16

    Κεφάλαιο 15

    Είχε τόσο κόσμο που δεν χωρούσα να περάσω. Ανάμεσα σε αμέτρητα “με συγχωρείτε” και σπρωξίματα διέσχισα το κλαμπ. Τελικά την είδα. Μέσα σε ένα κατακόκκινο, μίνι φόρεμα που κολλούσε πάνω στο σώμα της, η Άλις. Η χαρά μου που την έβλεπα ήταν απερίγραπτη! Έτρεξα κοντά της αδιαφορώντας πλέον για τον κόσμο. Τη στιγμή που με είδε, έριξε μια από τις χαρακτηριστικές της τσιρίδες και έπεσε πάνω μου. Αγκαλιαζόμασταν λέγοντας πόσο λείπαμε η μία στην άλλη. Ένιωθα τα δάκρυα να θολώνουν την όραση μου. Η Άλις ήταν πολύ σημαντική για μένα. Ήταν πάντα δίπλα μου σε κάθε δύσκολη στιγμή. Ήταν η αδερφή που ποτέ δεν είχα

    <<Μπελς, μωρό μου!>> άκουσα τον Τζάσπερ να μου φωνάζει, κάνοντάς με να ξεσπάσω σε δυνατά γέλια. Ήρθε κοντά μου και όπως συνήθιζε πάντα, με σήκωσε στην αγκαλιά του, γυρνώντας με γύρω γύρω. Όταν με άφησε κάτω τον αγκάλιασα σφιχτά και του ψιθύρισα

    <<Μου την προσέχεις;>> ήξερα την απάντηση και αυτό με έκανε να ευχαριστώ το Θεό για την τύχη της Άλις.
    <<Περισσότερο από την ζωή μου>> είπε και με φίλησε στο μάγουλο.

    Μετά ήρθε και η Άλις και χώθηκε στην αγκαλιά μας. Καθίσαμε έτσι για λίγο.
    Η Άλις απομακρύνθηκε πρώτη. Με κοίταξε στα μάτια και ένιωθα την έξαψη της. Ένας χείμαρρος ερωτήσεων ήταν έτοιμος να με κατακλείσει.

    <<Πες τα μου όλα!>> είπε και το βλέμμα της δε σήκωνε αντιρρήσεις. Πόσο μου είχε λείψει!
    Ο Τζάσπερ κούνησε το κεφάλι του. <<Δε σε σώζει τίποτα>> είπε και είδα τη συμπόνια στο βλέμμα του.
    <<Θα σας πω τα πάντα>> υποσχέθηκα, <<αλλά πρώτα θέλω να μου πείτε για τη μπάντα>> είπα και κοίταξα τον Τζάσπερ, του οποίου το πρόσωπο φωτίστηκε από ένα πλατύ χαμόγελο.
    <<Μπέλλα είμαι τόσο χαρούμενος>> είπε και πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση της Άλις κάνοντάς με να σκεφτώ για χιλιοστή φορά πόσο ταιριαστό ζευγάρι ήταν.

    <<Ο ιδιοκτήτης του κλαμπ ήρθε μερικές φορές και μας άκουσε στο μπαράκι που παίζαμε με τα παιδιά. Μετά από μία βδομάδα ήρθε στο γκαράζ που είχαμε αράξει και κάναμε πρόβα. Όλοι ξέραμε ποιος είναι και ξαφνιαστήκαμε πολύ που τον είδαμε. Είπε πως του αρέσαμε πολύ και πως ρώτησε που μπορούσε να μας βρει. Και αυτό ήταν. Μας πρότεινε να εμφανιστούμε στο κλαμπ του και φυσικά δεχτήκαμε>> είπε και χαμογέλασε. Ήμουν τόσο περήφανη. Πραγματικά του άξιζε.
    <<Θα είμαι η μάνατζερ του συγκροτήματος>> είπε παιχνιδιάρικα η Άλις και κόλλησε το σώμα της πάνω στον Τζάσπερ. Ήταν τρελή γι' αυτόν.
    <<Και βέβαια είσαι>> είπε ο Τζάσπερ φιλώντας την με πάθος. Ήταν προφανές ότι ο ενθουσιασμός υπήρχε ακόμα. Αυτή τη φορά η φίλη μου ήταν πραγματικά ερωτευμένη.

    <<Σε πόση ώρα θα παίξετε;>> ρώτησα τον Τζαζ όταν με κοίταξε. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του.
    <<Σε μισή ώρα περίπου>>

    Καθίσαμε στο μπαρ και παραγγείλαμε τα ποτά μας. Τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας μας συνάντησαν εκεί. Ήμουν τόσο χαρούμενη που τους έβλεπα. Ήταν όλοι απίστευτοι καλλιτέχνες και τρομερά παιδιά. Ο Μαξ, ο ντράμερ, που η Άλις πίστευε ότι του αρέσω, με αγκάλιασε σφιχτα και με φίλησε στο μάγουλο.
    <<Μπέλλα, χαίρομαι πολύ που σε βλέπω>> είπε και με κράτησε από το χέρι. Δεν το έδιωξα. Ο Μαξ ήταν απίθανος τύπος και πολύ ευγενικός.
    Αν είχα μείνει στο φοίνιξ το πιθανότερο είναι ότι κάτι θα είχε συμβεί μεταξύ μας. Άλλωστε ήταν πολύ γοητευτικός. Μαύρα μαλλιά και καταπράσινα μάτια συνοδευόμενα από ένα γοητευτικότατο χαμόγελο.
    <<Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω Μαξ. Όλους σας>> πρόσθεσα. Δεν ήθελα να με παρεξηγήσει.

    Περάσαμε υπέροχα. Πίναμε, γελάγαμε, χορεύαμε. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Συζητούσαμε και κάναμε πλάκα. Μου είχαν λείψει όλα αυτά. Με έκαναν να ξεχάσω τον Έντουαρντ. Όλες αυτές τις μέρες προσπαθούσα να μην τον σκέφτομαι. Όταν ήμουν με τη Ρένεσμι τα κατάφερνα. Το πρόβλημα ήταν όταν έμενα μόνη.

    Τελικά τα παιδιά, μετά από μια πολύ καλή παρουσίαση από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη, ανέβηκαν σε μια υπερυψωμένη εξέδρα για να αρχίσουν.

    Το τι έγινε δεν περιγράφεται! Όλος ο κόσμο χειροκροτούσε και χόρευε και τραγούδαγε δυνατά τα γνωστά τραγούδια που έπαιζαν τα παιδιά. Η φωνή του Τζάσπερ ακουγόταν δυνατά απ' όλα τα ηχεία. Η Άλις ήταν συγκινημένη. Όλοι έπαιζαν υπέροχα. Ο μπασίστας, ο Καλέμπ, ο κιθαρίστας, ο Έρικ, ο πιανίστας, ο Πίτερ και ο Μαξ, ο οποίος κυριολεκτικά τα έδινε όλα κάνοντας και εκείνα τα κολπάκια, που λάτρευα, με τις μπακέτες.

    Ο κόσμος αποθέωσε την μπάντα . Έπαιξαν μια μισή ώρα ασταμάτητα. Τα χέρια μας πόνεσαν από το χειροκρότημα. Ο κόσμος τους λάτρεψε και φώναζε για να παίξουν κι άλλο. Ο ιδιοκτήτης τους ενημέρωσε ότι για τις επόμενες τέσσερις μέρες θα εμφανίζονταν στο κλαμπ.

    Τους είχε περικυκλώσει κόσμος δίνοντας τους συγχαρητήρια. Πολλά κορίτσια πλησίαζαν τα παιδιά και κοίταξα ανήσυχη την Άλις.
    <<Δεν έχεις φρικάρει;>> τη ρώτησα τη στιγμή που ο Τζάσπερ υπέγραφε ένα αυτόγραφο στην κοιλιά μιας κοπέλας.
    Η Άλις γέλασε και κούνησε το κεφάλι της.
    <<Με τον Τζάσπερ δεν ανησυχώ>> είπε και την κοίταξα στα μάτια. Το εννοούσε.
    <<Άλλωστε>> συνέχισε <<μετά, στο ξενοδοχείο, θα τον βάλω να γεμίσει εμένα με αυτόγραφα από σαντιγί και ύστερα να με καθαρίσει>> είπε κλείνοντας μου το μάτι. Γέλασα δυνατά και την αγκάλιασα.

    <<Μου έλειψες πολύ>> της είπα και τη φίλησα. <<Και μένα>> είπε χαμογελώντας.

    <<Θέλω να μου πεις τι γίνεται με το αφεντικό σου>> είπε και με κοίταξε πονηρά. Αναστέναξα.
    <<Τίποτα>> είπα απλά.
    <<Μμμ, φαίνεται σαν να θες να συμβεί κάτι>> είπε πίνοντας μια γουλιά από το ποτό της.
    <<Μη λες ανοησίες Άλις. Είναι το αφεντικό μου>> είπα και κοίταξα αλλού.
    <<Ναι αλλά σου αρέσει>> είπε και δεν ήταν ερώτηση.
    <<Δεν έχει σημασία>>. Ήπια μια γερή γουλιά από το ποτό μου. Δεν ήθελα να τον σκέφτομαι.
    <<Πες τα μου όλα>> είπε η Άλις και με πήρε να καθίσουμε.

    Της εξήγησα λοιπόν πως είχε η κατάσταση ανάμεσα στον Έντουαρντ και την Ρένεσμι, για τους γονείς της, για την ψυχρότητα του Έντουαρντ και τις αλλαγές στη διάθεσή του, που μου προκαλούσαν πονοκέφαλο. Μιλήσαμε και για άλλα πολλά πράγματα. Γενικά δε μου ήταν εύκολο να μιλάω στους ανθρώπους αλλά με την Άλις ήταν διαφορετικά. Από την πρώτη στιγμή ήξερα ότι μπορούσα να την εμπιστευτώ.

    Η Άλις πέθαινε να δει τον Έντουαρντ. Μου είπε να προσέχω μαζί του. Αλλά πίστευε ότι του άρεσα. Έβαλα τα γέλια. <<Τι;>> με ρώτησε.
    <<Δεν του αρέσω> της είπα και ένιωσα ένα κύμα πόνου να με χτυπά τόσο απροειδοποίητα όσο και δυνατά.
    <<Ναι καλά>> είπε <<Μη σε νοιάζει τίποτα. Αν του το επιτρέψεις και ξεχάσεις αυτές τις αηδίες περί σωστού και λάθους, θα δεις ότι θα στο δείξει. Κι αν, όπως λες, δεν του αρέσουν οι σχέσεις τόσο το καλύτερο. Εσύ δε θα μείνεις για πάντα σπίτι του. Απλώς πάρε ότι έχει να σου προσφέρει και μη γεμίζεις τον εαυτό σου με άγχος για το τι θα γίνει μετά. Ζήσε τη στιγμή φιλενάδα>> είπε και με σκούντηξε. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πόσο ήθελα να ακολουθήσω τη συμβουλή της.

    <<Πάντως αυτός ο Τζος φαίνεται τρομερός τύπος>> είπε και χαμογέλασα.
    <<Είναι>> είπα. <<Και επίσης πολύ τρυφερός με τη Ρένεσμι>>
    <<Τ θα κάνεις με τον Έντουαρντ και τη μικρή;>> με ρώτησε με ενδιαφέρον.
    <<Ειλικρινά δεν ξέρω>> αποκρίθηκα ξεφυσώντας.
    <<Είμαι σίγουρη ότι κάτι θα σκεφτείς>> είπε και τσούγκρισε το ποτήρι της στο δικό μου.
    <<Στην υγειά των Κάλλεν>> είπε κλείνοντας μου το μάτι.
    Αυτή ήταν η Άλις. Πάντα στο πλευρό μου να μου δίνει θάρρος και να κάνει τα προβλήματά μου να μοιάζουν πολύ μικρά.

    Είχε πάει σχεδόν δύο το πρωί όταν τους αποχαιρέτησα.
    <<Θα μιλήσουμε στο τηλέφωνο>> είπα στην Άλις καθώς την καληνύχτιζα.
    <<Καληνύχτα παιδιά, ήσασταν υπέροχοι>> τους είπα για χιλιοστή φορά.
    <<Ευχαριστούμε Μπελς>> είπε ο Καλέμπ και με αγκάλιασε.

    Τους χαιρέτησα όλους και μπήκα στο ταξί. Έδωσα τη διεύθυνση και κάθισα αναπαυτικά στο κάθισμα. Είχα περάσει υπέροχα. Ήμουν τόσο ευτυχισμένη που τους είδα όλους.

    Μετά από λίγη ώρα φτάσαμε. Πλήρωσα το ταξί και κατέβηκα.
    Έψαξα στην τσάντα μου τα κλειδιά που μου είχε δώσει η Μπρέντα.
    Ήμουν τόσο κουρασμένη. Το μόνο που ήθελα ήταν να κάνω ένα ζεστό μπάνιο και να πέσω για ύπνο. Σταμάτησα απότομα όταν είδα κάποιον έξω από την πόρτα. Το σώμα μου πάγωσε. Κάποιος προσπαθούσε να διαρρήξει το σπίτι. Πλησίασα προσεχτικά χωρίς να είμαι σίγουρη για το τι να κάνω. Μετά από λίγα λεπτά ήρθε η αναγνώριση. Ήταν ο Έντουαρντ. Μα τι έκανε;

    Τον πλησίασα αρκετά, αλλά δε με πρόσεξε. Προσπαθούσε να ανοίξει την πόρτα, αλλά δεν έβαζε τα κλειδιά στο σωστό σημείο.

    <<Έντουαρντ;>> ρώτησα απαλά. Γύρισε και με κοίταξε. Έδειχνε χάλια.
    <<Εσύ είσαι>> είπε και ίσιωσε το σώμα του.
    <<Είσαι καλά;>> τον ρώτησα ανήσυχη.
    <<Μια χαρά. Απλώς έχω πιει λίγο παραπάνω και δυστυχώς η κλειδαριά είναι πολλή μικρή>> είπε κοροϊδευτικά. Ήταν μεθυσμένος!
    Τον κοιτούσα σαν χαζή και δεν ήξερα τι να κάνω.
    <<Λοιπόν θα ανοίξεις ή θες να κοιμηθούμε εδώ;>> με ρώτησε χαμογελώντας.
    Κούνησα το κεφάλι μου. Αυτός είχε πιει και εγώ έδειχνα μεθυσμένη. Όχι ότι ο Έντουαρντ δε με μεθούσε. Αλλά αυτό ήταν άλλο θέμα.

    <<Ναι φυσικά>> είπα και πλησίασα την πόρτα. Αυτός δεν έδειχνε πρόθυμος να κουνηθεί. Ξεφύσησα και πήγα να ανοίξω. Το σώμα μου ακουμπούσε πάνω στο δικό του και ένιωθα πως θα δυσκολευόμουν κι εγώ να βρω τη κλειδαριά.

    Τελικά άνοιξα την πόρτα και περάσαμε μέσα. Ήταν σκοτεινά και ήσυχα. Όλοι κοιμούνταν.
    <<Πάμε>> είπα. Πέρασα το χέρι του στους ώμους μου για να τον βοηθήσω να ανέβει τις σκάλες και δεν αντιστάθηκε. Η επαφή με το σώμα του με έκανε να χάνω τα λογικά μου.

    Ήταν βαρύς αλλά δε με δυσκόλεψε καθόλου.
    <<Σου είπα ότι είσαι όμορφη σήμερα;>> με ρώτησε ψιθυριστά με την ανάσα του να ζεσταίνει το λαιμό μου. Μια γλυκιά ανατριχίλα διαπέρασε όλο μου το κορμί.
    <<Ναι>> του απάντησα καθώς θυμόμουν τη συνάντησή μας στη σκαλα.
    <<Ευτυχώς>> είπε και χαμογέλασε.

    Μπήκαμε στο δωμάτιό του και τον έβαλα να ξαπλώσει.

    Με κοίταξε χαμογελώντας. <<Τι;>> τον ρώτησα εκνευρισμένη.
    <<Εγώ δε σε άφησα να κοιμηθείς με τα ρούχα>> είπε. Ήμουν έτοιμη να βάλω τις φωνές, αλλά με σταμάτησε σηκώνοντας το χέρι του.
    <<Μη φοβάσαι. Ήμουν κύριος>> είπε χαμογελώντας παιχνιδιάρικα. Είχε ξαπλώσει φαρδύς πλατύς στο κρεβάτι και είχε τα χέρια πίσω από το κεφάλι. Δεν είχα λόγια.
    <<Λοιπόν θα με βοηθήσεις με τα ρούχα;>> ρώτησε σοβαρά και ανακάθισε στο κρεβάτι Μου ήρθε να τον χαστουκίσω.

    <<Όχι>> του είπα αποφασιστικά
    <<Δουλεύεις για μένα>> είπε υπεροπτικά. <<Είμαι νταντά>> είπα έξαλλη.
    <<Νταντά για όλες τις δουλειές>> είπε και χαμογέλασε. Δε σχολίασα το υπονοούμενο και τον πλησίασα παραδομένη.

    <<Η Ιζαμπέλλα Σουαν δε φέρνει αντιρρήσεις>> είπε και με άφησε να του βγάλω το σακάκι.
    <<Απίστευτο>> είχε και γέλασε. <<Μη κάνεις φασαρία>> του είπα καθώς ξεκούμπωνα τα κουμπιά του πουκαμίσου του. Τα δάχτυλά μου έτρεμαν και ευχόμουν να μην το πρόσεχε.
    Έβγαλα τελείως το πουκάμισό του και προσπάθησα να μην κοιτάω το τέλειο σώμα του.

    <<Με το παντελόνι τα καταφέρνω>> είπε και ευχαρίστησα το Θεό από μέσα μου. <<Φέρε μου τη φόρμα μου>> είπε και την τράβηξα από την καρέκλα. Του την πέταξα χωρίς να γυρίσω να τον κοιτάξω.

    <<Έτοιμος>> είπε και γύρισα και τον είδα όρθιο. <<Δε θες μπλούζα;>> τον ρώτησα αναψοκοκκινίζοντας.
    <<Ζεσταίνομαι>> είπε και με πλησίασε. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή και τα χέρια μου είχαν ιδρώσει. Όλο μου το κορμί είχε πάρει φωτιά καθώς ο Έντουαρντ κάλυψε την απόσταση μεταξύ μας. Χωρίς καμία προειδοποίηση πέρασε τα χέρια του γύρω από τη μέση μου και με τράβηξε κοντά του. Κόλλησε το κορμί μου πάνω στο δικό του κόβοντάς μου την ανάσα. Δεν μπορούσα να του αντισταθώ και δεν το ήθελα.

    Με φίλησε με πάθος και κάθε σκέψη χάθηκε από το μυαλό μου. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του και τον πίεσα πάνω του. Έκανε το φιλί μας πιο βαθύ, πιο έντονο βάζοντας φωτιά στις αισθήσεις μου.

    Όλο μου το κορμί τον ζητούσε. Τον είχα ανάγκη. Τα χέρια του εξερευνούσαν το κορμί μου. Ξαφνικά με σήκωσε στην αγκαλιά του και τα πόδια μου τυλίχτηκαν στη μέση του. Δεν είχε σταματήσει στιγμή το φιλί μας. Το έκανε μόνο όταν τα χείλη του άρχισαν να φιλούν το λαιμό μου κάνοντάς με να αναστενάξω από ευχαρίστηση.

    Με πήγε στο κρεβάτι του και ξάπλωσε πάνω μου. Με κοίταξε στα μάτια και τότε παρά την μαγεία που μου ασκούσε συνήλθα. Μα τι στο καλό έκανα; Ο Έντουαρντ ήταν μεθυσμένος και σίγουρα αν άφηνα να συμβεί κάτι τώρα, το πρωί θα το μετανιώναμε κι δύο.
    <<Έντουαρντ, πρέπει να φύγω>> είπα βαριανασαίνοντας,
    Γύρισε στο πλάι και με άφησε να σηκωθώ. Ίσιωσα τα ρούχα μου και τον κοίταξα. Ήθελα να τρέξω πάλι στην αγκαλιά του αλλά δε γινόταν. Δεν μπορούσε να συμβεί τώρα. Όχι έτσι. Η Άλις είχε δίκιο. Με ήθελε όπως τον ήθελα κι εγώ. Θα απολάμβανα τη στιγμή. Αρκεί όλα να γίνονταν σωστά.

    <<Καληνύχτα>> του είπα απλά.
    <<Καληνύχτα Μπέλλα>> είπε και χαμογέλασε.

    Βγήκα από το δωμάτιό του και πήγα τρέχοντας στο δικό μου.

    Χρειαζόμουν ένα κρύο ντους...



    Έχει επεξεργασθεί από τον/την marina στις Πεμ 15 Μαρ 2012 - 17:08, 3 φορές συνολικά
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    marina
    Midnight Sun Vampire
    Midnight Sun Vampire
    marina


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 29
    Τόπος : κόρινθος
    Αριθμός μηνυμάτων : 3084
    Registration date : 22/01/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Inflict Pain with Thoughs

    Νταντά για όλες τις δουλειές - Σελίδα 2 Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Νταντά για όλες τις δουλειές   Νταντά για όλες τις δουλειές - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΤρι 2 Αυγ 2011 - 3:10

    Κεφάλαιο 16

    ΈΝΤΟΥΑΡΝΤ

    Τελικά ήταν πιο δύσκολο απ' ότι είχα φανταστεί. Το να μη σκέφτομαι την Μπέλλα ήταν σχεδόν αδύνατο. Όμως προσπαθούσα. Έφευγα από το σπίτι νωρίς πριν ξυπνήσει έτσι ώστε να μην τη συναντήσω και γυρνούσα αργά το βράδυ. Η Ρόζαλι ανησυχούσε. Kαθόμουν πολλές ώρες στο γραφείο. Το να δουλεύω κρατούσε το μυαλό μου απασχολημένο.

    Όπως όμως ήταν φυσικό, αφού μέναμε στο ίδιο σπίτι, την έβλεπα. Τότε όμως και οι δύο, σαν να είχαμε κάνει μια κοινή συμφωνία, περιοριζόμασταν στα τυπικά και δεν υπήρχε καμία οικειότητα.
    "Αυτό είναι το καλύτερο" έλεγα και ξανάλεγα στον εαυτό μου.

    Έτσι λοιπόν αφοσιώθηκα στη δουλειά μου. Η Ρόζαλι μου είχε φέρει να ελέγξω τη μισθοδοσία των υπαλλήλων της εταιρίας. Κάτι εντελώς περιττό αφού την είχε ελέγξει πρώτα η ίδια. Αλλά δεν παραπονιόμουν. Έτσι τουλάχιστον δε σκεφτόμουν εκείνη. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα...
    Αν δε δούλευε για μένα.....

    Αυτά σκεφτόμουν όταν ο Τζος εισέβαλε βίαια στο γραφείο μου κάνοντάς με να πεταχτώ από τη θέση μου. Πίσω του ερχόταν η Ρόζαλι.

    <<Συγγνώμη Έντουαρντ. Δεν πρόλαβα να σε ειδοποιήσω>> είπε και κοίταξε απηυδησμένη τον Τζος.
    <<Δεν πειράζει Ρόουζ>> της είπα και της χαμογέλασα.

    Έφυγε κλείνοντας την πόρτα πίσω της και αφήνοντάς με μόνο με τον παλαβό φίλο μου.
    Κάθισε αναπαυτικά απέναντί μου και σταύρωσε τα χέρια του πάνω στο στήθος. Έμοιαζε τόσο αναίσθητος. Με έκανε έξαλλο!

    <<Γιατί δε σηκώνεις το κινητό σου; Που χάθηκες τόσες μέρες;>> τον ρώτησα αν και η απάντηση ήταν προφανής. Ο Τζος χανόταν μόνο όταν στη μέση υπήρχε κάποια γυναίκα.

    Μου χαμογέλασε πλατιά και με το χέρι του μου έδειξε τον αριθμό τέσσερα. Τι έπρεπε να καταλάβω από αυτό; Ότι είχε πάθει τέσσερα εγκεφαλικά; Πολύ πιθανό! Φαινόταν τελείως χαμένος! Με εκνεύριζε απίστευτα!

    <<Τζος, κόψε τα νοήματα και πες μου τι στο καλό συμβαίνει>> είπα και φάνηκε να σοβαρεύει. Αμυδρά...
    <<Αυτό που συμβαίνει φίλε μου είναι απίστευτο>> είπε και επιτέλους φάνηκε να επικοινωνεί με το περιβάλλον.
    <<Τέσσερις μέρες τώρα ήμουν κλειδωμένος στο διαμέρισμα της Τζοάννας>> είπε και το ηλίθιο χαμόγελο εμφανίστηκε πάλι στα χείλη του.

    Έτσι εξηγούνταν όλα. Κλασικός Τζος. Τίποτα το ανησυχητικό. Έπιασα το στυλό μου και συνέχισα τη δουλειά.
    <<Σε απήγαγε;>> τον ρώτησα χωρίς να τον κοιτάξω.
    <<Αν το προσπαθούσε δε θα πρόβαλα καμία αντίσταση>> είπε με νόημα.
    <<Είμαι σίγουρος>> είπα και τον κοίταξα.
    <<Είσαι πολύ ανεύθυνος Τζος>> είπα και ξαφνιάστηκα με το πόσο θυμωμένος ακουγόμουν. Αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω.
    <<Σκέφτεσαι μόνο την καλοπέραση σου. Έλειπες τόσες μέρες από τη δουλειά και ήσουν με τη γραμματέα σου! Είναι τελείως απαράδεκτο>> είπα και ούτε ο ίδιος δεν καταλάβαινα γιατί ήμουν τόσο εξοργισμένος.

    Στην αρχή ο Τζος με κοιτούσε σαστισμένος. Μετά, αργά στα χείλη του σχηματίστηκε ένα, μάλλον, συμπονετικό χαμόγελο. Κάτι που με ξάφνιασε. Περίμενα να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
    <<Και εσύ Έντουαρντ τι κάνεις;>> με ρώτησε πιάνοντας με απροετοίμαστο.
    <<Η Ρόουζ μου είπε ότι μέρες τώρα έχεις κάνει το γραφείο σπίτι σου. Φαίνεσαι χαμένος και είναι προφανές ότι τα νεύρα σου δεν είναι καλά. Γιατί έχεις κλειστεί εδώ μέσα; Ποιον προσπαθείς να αποφύγεις;>> ρώτησε και με κοίταξε διερευνητικά. Όπως πάντα δεν είχε κανένα νόημα να προσπαθώ να κρυφτώ από τον Τζος. Με ήξερε υπερβολικά καλά.

    Αφού είδε πως δεν ήμουν διατεθειμένος να απαντήσω σε καμία από τις ερωτήσεις του, συνέχισε. <<Η Μπέλλα, έτσι;>> ρώτησε και με κοίταξε σοβαρός. Κούνησα απλώς το κεφάλι μου χωρίς να πω λέξη. Ο λαιμός μου είχε στεγνώσει.

    <<Γιατί το κάνεις αυτό Έντουαρντ. Αφού σου αρέσει>> είπε και κούνησε το κεφάλι του.
    <<Τι δεν καταλαβαίνεις Τζος; Δεν μπορώ! Είναι νταντά της Ρένεσμι που να πάρει! Δουλεύει για μένα!>> είπα αλλά δεν περίμενα να με καταλάβει. Όπως φανέρωνε και το τελευταίο του κατόρθωμα με τη γραμματέα, αυτός δε θα είχε κανένα πρόβλημα με την Μπέλλα...

    <<Και; Σύνελθε Έντουαρντ; Πρέπει να κάνεις κάτι όσο έχεις την ευκαιρία! Ή μήπως νομίζεις ότι θα μείνει μια ζωή μαζί σας; θα το μετανιώσεις πικρά αν φύγει χωρίς να γίνει κάτι μεταξύ σας φίλε. Γι' αυτό ξεκόλλα και σταμάτα να συμπεριφέρεσαι σαν βλάκας!>> είπε και χαμογέλασε.

    Είχε δίκιο! Θα τρελαινόμουν αν έχανα την Μπέλλα προτού την κάνω δική μου. Μου είχε γίνει έμμονη ιδέα. Άλλωστε θα ήταν και γερό χτύπημα στον εγωισμό μου αν δεν τα κατάφερνα μαζί της! Πάντα κατακτούσα όποια γυναίκα κι αν μου άρεσε. Γιατί να αποτελούσε εξαίρεση η Μπέλλα. Ένα χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη μου. Μετά από πολλές μέρες ένιωθα ξανά την ελπίδα να ζωντανεύει μέσα μου.

    <<Από το ύφος στο πρόσωπό σου, φαίνεται ότι σου έβαλα μυαλό>> παρατήρησε ο Τζος.

    <<Δεν ξέρω Τζος>> είπα καθώς θυμήθηκα κάτι. Του είπα για τις υποψίες μου ότι η Μπέλλα μπορεί να συναντούσε τον αγαπημένο της απόψε.

    <<Λοιπόν>> είπε ο Τζος αφού του διηγήθηκα τη συζήτηση που είχα με την Μπέλλα στο γραφείο μου.
    <<Υπάρχει μια πολύ εύκολη λύση. Θα προσφερθείς να την πας εσύ στο κλαμπ και έτσι θα δεις ποιον θα συναντήσει>>. Πήγα να μιλήσω αλλά δε με άφησε.
    <<Άσε που θα φανείς και ευγενικός. Κάτι που μάλλον δε συμβαίνει τώρα τελευταία>> είπε και κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι.

    <<Έχεις δίκιο>> παραδέχτηκα, <<Πολλή καλή ιδέα. Από πότε έγινες τόσο έξυπνος εσύ;>> τον ρώτησα κοροϊδευτικά.
    Με κοίταξε παριστάνοντας τον έκπληκτο. <<Μη μου πεις ότι θα μιλήσουμε για μένα;>>
    <<Ναι! Πες μου για την κοκκινομάλλα σου>> είπα και του έκλεισα το μάτι.

    Στο άκουσμα αυτών των λέξεων τα μάτια του φίλου μου έλαμψαν. Έμοιαζε μαγεμένος.
    <<Έντουαρντ, είναι υπέροχη! Και εκτός από απίστευτα όμορφη και σέξι είναι και πανέξυπνη!>> είπε ενθουσιασμένος. Τον κοίταξα καχύποπτος...
    <<Σοβαρά σου μιλάω! Έριξα μια ματιά στο βιογραφικό της, κάτι που ομολογώ ότι δεν το είχα κάνει όταν την προσέλαβα, και εντυπωσιάστηκα. Α! Μιλάει και τέλεια ιταλικά. Το τσέκαρα όταν κάναμε έρωτα!>> είπε κλείνοντας μου το μάτι. Έμοιαζε... περήφανος! Και εμφανώς χαρούμενος.

    <<Μάλιστα. Και εγώ μιλάω ιταλικά αλλά δεν το κάνεις τόσο μεγάλο θέμα!>> τον κορόιδεψα γιατί δεν ήξερα τι να σκεφτώ.
    <<Χάνομαι όταν με κοιτάει με αυτά τα καταπράσινα μάτια. Τρελαίνομαι όταν αγγίζω τα κόκκινα μαλλιά της>> συνέχισε χωρίς να δώσει σημασία στα λόγια μου.
    <<Έντουαρντ>> είπε και με κοίταξε σοβαρός. <<Νομίζω ότι είμαι ερωτευμένος μαζί της>> είπε και περίμενε με αγωνία να πω κάτι. Αλλά είχα μείνει άναυδος! <<Τι;>> τον ρώτησα έκπληκτος.
    <<Ξέρεις όπως εσύ τότε. Πρέπει να θυμάσαι πως ήταν. Νιώθω όπως εσύ τότε>> είπε και ένιωσα το σώμα μου να σφίγγεται. Το πρόσωπό της άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό μου και το συρτάρι στο οποίο είχα κλειδώσει αυτές τις αναμνήσεις πάλευε να ανοίξει. Είχα τόσο καιρό να την σκεφτώ. Να αναφερθώ στο όνομά της. Για μία στιγμή περίμενα να με κατακλείσει εκείνος ο πόνος που ένιωθα τότε αλλά δεν το άφησα να με καταβάλει. Όχι πάλι. Όχι μετά από τόσα χρόνια.

    <<Τζος, ξέρεις ότι δε μιλάμε γι' αυτήν>> είπα και τον κοίταξα ενοχλημένος. Ούτε το όνομά της δεν ήθελα να πω. <<Ναι ναι το ξέρω. Με συγχωρείς φίλε! Απλώς ήθελα να σε κάνω να καταλάβεις πως νιώθω γα την Τζοάννα>> είπε και έδειχνε μετανιωμένος.
    Έκανα μια κίνηση με το χέρι μου σαν να έσβηνα ότι έγινε. Δεν ήθελα να το συζητήσω.
    <<Είσαι σίγουρος για την Τζοάννα;>> ρώτησα με ενδιαφέρον.
    <<Όχι, αλλά δε σκοπεύω να την αφήσω πριν σιγουρευτώ>> είπε και έβγαλε από την τσέπη του ένα βελούδινο, ορθογώνιο κουτάκι. “Όχι δαχτυλίδι. Όχι δαχτυλίδι” ευχήθηκα από μέσα μου. Δεν ήθελα να χάσω τον φίλο μου. Ήμουν τόσο εγωιστής.

    Το άνοιξε και ξεφύσησα ανακουφισμένος. Μέσα στο κουτί βρίσκονταν ένα ζευγάρι σμαραγδένια σκουλαρίκια.
    <<Θα τις τα κάνω δώρο. Πως σου φαίνονται;>> ρώτησε γεμάτος αγωνία.
    <<Είναι πολύ ωραία. Και ξοδεύτηκες για τα καλά αυτή τη φορά>> είπα βλέποντας το όνομα του κοσμηματοπωλείου.
    <<Δε νοιάζομαι για τα λεφτά. Το μόνο που θέλω είναι να της αρέσουν>> είπε. Πρώτη φορά ο Τζος μίλαγε και συμπεριφερόταν έτσι. Έπρεπε να γνωρίσω την Τζοάννα!

    Έκλεισε το κουτί και το έβαλε στην τσέπη του. <<Λοιπόν, αφού έλυσα το θέμα σου με την Μπέλλα και αφού σου μίλησα για τη Θεά μου>> είπε και χαμογέλασε πλατιά, <<πάμε για δείπνο>> συνέχισε και σηκώθηκε. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο πεινούσα. Ήταν οχτώ η ώρα και είχα να φάω από το πρωί.

    <<Εντάξει>> είπα και αφού έκλεισα τον υπολογιστή, πήρα το σακάκι μου και βγήκαμε από το γραφείο.
    Βρήκαμε την Ρόζαλι να δουλεύει.
    <<Γλυκιά μου, θα πάμε να φάμε. Έλα μαζί μας>> είπε ο Τζος και έκανε το γύρω του γραφείου της. Έσκυψε πάνω της και άρχισε να κλείνει τα παράθυρα στον υπολογιστή της. Η Ρόζαλι ήταν τόσο έκπληκτη που δεν μπορούσε καν να του φωνάξει. Τη σήκωσε από τη θέση της και αφού την έκανε μια στροφή γύρω από τον εαυτό της τη φίλησε στο μάγουλο.
    <<Έντουαρντ, τι του συμβαίνει;>> ρώτησε ανήσυχη.
    Άρχισα να γελάω. <<Έλα μαζί μας και θα σου τα πει ο ίδιος>>.

    Έτσι καταλήξαμε στο αγαπημένο μας εστιατόριο να τρώμε, να γελάμε και να πειράζουμε τον Τζος.
    Ο Τζος και η Ρόζαλι ήταν οι καλύτεροι μου φίλοι και δύο από τους πιο κοντινούς μου ανθρώπους.
    Ήμουν τυχερός που τους είχα.

    ******

    Μόλις άνοιξα την πόρτα την είδα. Ανέβηκα τη σκάλα αλλά εκείνη δε με είδε και έπεσε πάνω μου. Κοκκίνισε αμέσως. Ήταν τόσο χαριτωμένη και απίστευτα σέξι ταυτόχρονα. Ήταν πανέμορφη! Της είπα πόσο όμορφη ήταν για να μείνει λίγο ακόμα το αίμα στα μάγουλά της. Να μου δώσει ευχαρίστηση. Η ανίδρασή της δε με απογοήτευσε καθόλου!

    Την ρώτησα που θα έπαιζαν οι φίλοι της. Ήξερα τον ιδιοκτήτη του κλαμπ.
    Τότε θυμήθηκα την κουβέντα με τον Τζος και προσφέρθηκα να την πάω εγώ. Δυστυχώς εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η κόρνα του ταξί απ' έξω. Είχα αργήσει...

    Πήγα στο δωμάτιό μου και την είδα να απομακρύνεται με το ταξί. Ένιωσα τόσο άδειος. Λες και θα έφευγε για πάντα. Έδιωξα αυτή τη σκέψη από το μυαλό μου. Μια χειρότερη όμως άρχισε να με βασανίζει.
    Ποιον θα συναντούσες; Δεν άντεχα να μην ξέρω.

    Άρπαξα τα κλειδιά του αυτοκινήτου και κατέβηκα τις σκάλες τρέχοντας. Μπήκα στο αυτοκίνητο και άναψα τη μηχανή. Θα πήγαινα να την βρω. Θα ήταν περίεργο αν με έβλεπε εκεί αλλά δε με ένοιαζε. Κάτι θα έβρισκα να πω. Πάτησα το γκάζι για να βρεθώ το γρηγορότερο κοντά της.

    Μετά από λίγη ώρα πάρκαρα το αυτοκίνητο έξω από το κλαμπ.
    Μπήκα μέσα στο ασφυχτικά γεμάτο μαγαζί. Το κλαμπ ήταν γεμάτο κόσμο. Δε θα έβρισκα σύντομα την Μπέλλα. Πλησίασα στο μπαρ και παρήγγειλα ένα ουίσκι. Ο μπάρμαν μου έφερε το ποτό. Ήπια μια γουλιά και άρχισα να την ψάχνω με το βλέμμα μου.

    Ξαφνικά την είδα στην άλλη μεριά του κλαμπ. Αγκάλιαζε μια κοπέλα με κόκκινο φόρεμα. Ήταν ενθουσιασμένη. Πανέμορφη! “Μακάρι να μπορούσα και εγώ να την κάνω να χαμογελάει έτσι” σκέφτηκα.
    Ένιωσα ανακουφισμένος. Κατέβασα το πρώτο ποτό και πέρασα στο δεύτερο. Ήμουν πολύ χαρούμενος. Η σκέψη ότι η Μπέλλα μπορεί να έβγαινε με κάποιον με βασάνιζε μέρες τώρα.

    Την κοίταξα. Μιλούσε ακόμα με την κοπέλα όταν κάποιος φώναξε δυνατά <<Μπελς, μωρό μου!>>. Ένας ξανθός νεαρός όρμησε πάνω της και τη σήκωσε στην αγκαλιά του. Τη γύρισε γύρω γύρω και εκείνη γελούσε στην αγκαλιά του. Την άφησε κάτω και έμειναν για λίγο αγκαλιασμένοι. Ύστερα γύρισε το κεφάλι της και μου φάνηκε πως τον φίλησε. Αυτό ήταν! Δεν άντεχα να βλέπω άλλο! Κατέβασα μονομιάς το ποτό μου και βγήκα έξω βιαστικά. Δεν ήθελα να δω άλλο! Δεν ήθελα να δω πόσο ευτυχισμένη ήταν με αυτόν τον τύπο, τον οποίο ήδη μισούσα θανάσιμα! Μπήκα στο αυτοκίνητο μου με ανάμεικτα συναισθήματα. Θυμός, ζήλια, πόνος...
    Το κάθε ένα από αυτά με χτυπούσε βίαια. Έσφιξα δυνατά το τιμόνι. Ήθελα να ξεχάσω αυτό που είχα δει. Να μην πονάω. Γιατί πονούσα. Για αυτή την κοπέλα που ελάχιστα γνώριζα αλλά τόσο πολύ ποθούσα.

    Δε θυμάμαι σε πόσα μπαρ πήγα. Πόσα ποτά ήπια. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι είχα ξοδέψει όλα τα λεφτά που είχα μαζί μου. Και αμυδρά θυμόμουν ότι ήταν πολλά. Μου είχαν μείνει λίγα ακόμα και έτσι κάλεσα ένα ταξί. Δεν μπορούσα να οδηγήσω σε αυτή την κατάσταση.

    Έφτασα στο σπίτι, πλήρωσα το ταξί και κατευθύνθηκα προς την πόρτα. Ήταν δύσκολο να κρατώ την ισορροπία μου. Σπάνια μεθούσα αλλά απόψε το είχα παρακάνει. Η Μπρέντα θα ανησυχούσε πολύ αν με έβλεπε έτσι. Θα θυμόταν πως είχα γίνει μετά το θάνατο του Φεντερίκο και της Κλερ.

    Προσπαθούσα να βάλω το κλειδί στην κλειδαριά αλλά το χέρι μου δεν ήταν σταθερό και το βλέμμα μου δεν μπορούσε να εστιάσει.

    <<Έντουαρντ;>> άκουσα την Μπέλλα πίσω μου. Είχε γυρίσει.
    <<Εσύ είσαι>> είπα και ίσιωσα το σώμα μου. Δεν ήθελα να με βλέπει έτσι.
    <<Είσαι καλά;>> ρώτησε. Φαινόταν ανήσυχη. Μα τι την ένοιαζε;
    <<Μια χαρά. Απλώς έχω πιει λίγο παραπάνω και δυστυχώς η κλειδαριά είναι πολλή μικρή>> είπα κοροϊδευτικά. Δε μου άρεσε να δείχνει ότι ενδιαφέρεται. Δεν ήθελα να μου αρέσει η συμπεριφορά της.
    Με κοιτούσε σαστισμένη.
    <<Λοιπόν θα ανοίξεις ή θες να κοιμηθούμε εδώ;>> τη ρώτησα χαμογελώντας. Μάλλον είχε πάθει σοκ.

    Άρχισε να πλησιάζει αλλά δεν κουνήθηκα. Κάτι που φάνηκε να την ενοχλεί. Ακούμπησε το σώμα της πάνω στο δικό μου και με δυσκολία κρατήθηκα και δεν την άρπαξα στην αγκαλιά μου. Θα την έκανα να υποφέρει όπως έκανε και αυτή σε εμένα. Ήξερα ότι της προκαλούσα ταραχή. Ότι την έλκυα. Δεν ήμουν ανόητος!
    Στην προσπάθειά μου όμως να βασανίσω εκείνη βασάνιζα τον εαυτό μου. Η επαφή των σωμάτων μας με τρέλαινε. Από τη ζέστη που ανέδιδε το κορμί της κατάλαβα ότι και σε εκείνη δεν ήταν αδιάφορη η επαφή.

    Τελικά άνοιξε την πόρτα και περάσαμε μέσα. Ήταν σκοτεινά και ήσυχα. Όλοι κοιμούνταν.
    Πέρασα το χέρι μου στους ώμους της. Μπορούσα να ανέβω μια χαρά τις σκάλες και μόνος μου. Αλλά δεν άντεχα να αφήσω την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη.

    <<Σου είπα ότι είσαι όμορφη σήμερα;>> την ρώτησα ψιθυριστά, ανασαίνοντας το άρωμά της. Μεθυστικό! <<Ναι>> απάντησε και ένιωσα την ανάσα της να γίνεται πιο γρήγορη. Μάλλον την είχα κουράσει.
    <<Ευτυχώς>> είπα και χαμογελώντας. Πρόσεχα ώστε να μην της προσθέτω βάρος.

    Μπήκαμε στο δωμάτιό μου και με έβαλε να ξαπλώσω.

    Της χαμογέλασα καθώς μια ιδέα άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό μου.
    <<Τι;>> ρώτησε εκνευρισμένη. Μου άρεσε όταν θύμωνε.
    <<Εγώ δε σε άφησα να κοιμηθείς με τα ρούχα>> είπα και φαινόταν σκανδαλισμένη. Ήταν έτοιμη να μιλήσει αλλά την σταμάτησα.
    <<Μη φοβάσαι. Ήμουν κύριος>> είπα χαμογελώντας παιχνιδιάρικα.

    <<Λοιπόν θα με βοηθήσεις με τα ρούχα;>> ρώτησα σοβαρά και ανακάθισα στο κρεβάτι.
    <<Όχι>> είπε αποφασιστικά. Αυτό ήταν πολύ σεξι.
    <<Δουλεύεις για μένα>> είπα υπεροπτικά. Ήθελα να δω πόσο άντεχε. <<Είμαι νταντά>> είπε έξαλλη.
    <<Νταντά για όλες τις δουλειές>>της αντιγύρισα και χαμογέλασα.

    Τελικά με πλησίασε παραδομένη. Κάτι που δεν περίμενα με τίποτα!

    <<Η Ιζαμπέλλα Σουαν δε φέρνει αντιρρήσεις>> την πείραξα.

    Με βοήθησε με το σακάκι και το πουκάμισο. Ήθελα να νιώσω τα χέρια της πάνω στο δέρμα μου. Αλλά φρόντισε να μη μου δώσει αυτή την ικανοποίηση.
    <<Με το παντελόνι τα καταφέρνω>> είπα. Δεν ήθελα να με περάσει για ανώμαλο.
    Φόρεσα το παντελόνι της φόρμας που μου πέταξε, χωρίς να με κοιτάξει, χαμογελώντας.

    <<Έτοιμος>> είπα και γύρισε προς το μέρος μου. <<Δε θες μπλούζα;>> με ρώτησε κοκκινίζοντας σαν κοριτσάκι.
    <<Ζεσταίνομαι>> είπα και την πλησίασα. Ήταν η αλήθεια. Το σώμα μου είχε πάρει φωτιά και δεν μπορούσα πλέον να μένω μακριά της. Μόλις έφτασα κοντά της έκανα αυτό που είχα φανταστεί πολλές φορές. Την τράβηξα κοντά μου και την φίλησα με πάθος. Ήταν δύσκολο να ελέγξω τον εαυτό μου. Τα ποτά που είχα πιει δε βοηθούσαν ιδιαίτερα.
    Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη όταν την ένιωσα να ανταποκρίνεται στο φιλί μου και να τυλίγει τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου. Κάτι που με ερέθιζε απίστευτα. Τη φίλησα πιο δυνατά, πιο λαίμαργα, κάνοντας το φιλί μας πιο βαθύ και πιο έντονο. Η ανταπόκρισή της μου επέτρεπε να συνεχίσω. Με τα χέρια μου άγγιζα το υπέροχο κορμί της με τις απαλές καμπύλες. Δεν άντεχα άλλο. Την σήκωσα στα χέρια μου, πιο ελαφριά κι από πούπουλο, και την οδήγησα στο κρεβάτι. Εκείνη τύλιξε τα πόδια της γύρω μου. Αυτή η κοπέλα θα με εξόντωνε!

    Την άφησα απαλά στο κρεβάτι και ξάπλωσα πάνω της. Το σώμα της ταίριαζε τέλεια με το δικό μου. Η ανάγκη να την κάνω δική μου ήταν τόσο επιτακτική που όλα τα άλλα δεν είχαν καμία σημασία. Δε με ένοιαζε καν η σχέση που είχε η Μπέλλα με εκείνον τον νεαρό. Την ήθελα! Έπρεπε να την κάνω δική μου.

    <<Έντουαρντ, πρέπει να φύγω>> είπε ξαφνικά βαριανασαίνοντας. Δεν ήθελα, αλλά έπρεπε να την αφήσω να φύγει. Δε θα έκανα τίποτα ενάντια στη θέλησή της.
    Γύρισα στο πλάι και την άφησα να σηκωθεί. Ίσιωσε τα ρούχα της και με κοίταξε. Για λίγο δεν είπε τίποτα. Φάνηκε να αξιολογεί την κατάσταση.

    <<Καληνύχτα>> είπε απλά. Δε φάνηκε να έχει μετανιώσει για ότι συνέβη. Αυτό ήταν αρκετό. Για την ώρα...
    <<Καληνύχτα Μπέλλα>> είπα χαμογελώντας. Θα την έκανα δική μου. Τώρα ήξερα ότι και εκείνη το ήθελε.
    Ήταν το μόνο που είχε σημασία.


    ΜΠΈΛΛΑ

    Κοίταξα την ώρα. Ήταν εννιά το πρωί. Είχα μία ώρα που είχα ξυπνήσει. Σκεφτόμουν το χτεσινό βράδυ. Τα φιλία του Έντουαρντ και την αγκαλιά του. Τα δυνατά του χέρια γύρω μου. Αναστέναξα. Πλέον ήταν πολύ αργά για να νιώθω μετανιωμένη. Δεν ένιωθα ντροπή. Ήθελα τον Έντουαρντ. Κάθε κύτταρο του κορμιού μου ανταποκρινόταν στο άγγιγμα του. Πώς μπορεί να ήταν λάθος κάτι που το ένιωθα τόσο σωστό;
    Αυτά σκεφτόμουν όλη αυτή την ώρα. Έπρεπε όμως να σηκωθώ και να φροντίσω την Ρένεσμι.
    Ετοιμάστηκα και βγήκα από το δωμάτιο. Το σπίτι φαινόταν ασυνήθιστα ήσυχο. Πήγα στο δωμάτιο της μικρής αλλά δεν ήταν εκεί. Πήγα στην κουζίνα. Όμως δεν την βρήκα με την Μπρέντα όπως περίμενα. Μετά από λίγο συνειδητοποίησα ότι ήμουν μόνη στο σπίτι. Τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Για μερικά δευτερόλεπτα πάγωσα. Δεν ήξερα αν έπρεπε να το σηκώσω. Αλλά από την άλλη μπορεί να ήταν η Μπρέντα.

    <<Οικεία Κάλλεν>> είπα σηκώνοντας το ακουστικό.
    <<Ποιος είναι;>> ρώτησε μια γυναικεία φωνή από την άλλη άκρη της γραμμής.
    <<Είμαι η νταντά της Ρένεσμι>> απάντησα στη γυναίκα.
    <<Α Μπέλλα, η Ρόζαλι είμαι>> είπε η γραμματέας του Έντουαρντ. Γι' αυτό μου φάνηκε κάπως γνώριμη η φωνή.
    <<Γεια σου Ρόζαλι. Τι μπορώ να κάνω για σένα;>> ρώτησα.
    <<Είναι εκεί ο Έντουαρντ. Δεν έχει έρθει ακόμα στο γραφείο και ανησυχώ>> είπε κάνοντας με και εμένα να ανησυχήσω. Αλλά δεν ήξερα που ήταν.
    <<Ρόζαλι, δεν έχω ιδέα που είναι. Μπορεί να είναι στο δρόμο. Τον κάλεσες στο κινητό;>> ρώτησα.
    <<Ναι και δυστυχώς το έχει κλειστό. Μπέλλα, μπορεί να είναι στο σπίτι. Σε παρακαλώ κοίτα και πάρε με ένα τηλέφωνο να με ενημερώσεις>> είπε και μου έδωσε το κινητό της.

    Έκλεισα το κινητό και έτρεξα στον πάνω όροφο ευχόμενη να τον βρω στο δωμάτιό του.
    Χτύπησα απαλά την πόρτα αλλά δεν πήρα καμία απάντηση. Χτύπησα πιο δυνατά και κόλλησα το αφτί μου στην πόρτα για να ακούσω αν ήταν μέσα. Μου φάνηκε πως άκουσα ένα βογκητό. Αυτό ήταν! Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα.

    Τον βρήκα ξαπλωμένο στο κρεβάτι με ένα σεντόνι να καλύπτει την περιοχή από τη μέση και πάνω αφήνοντας σε κοινή θέα το γυμνό, γυμνασμένο στήθος του. Τον πλησίασα και πρόσεξα ότι ήταν ιδρωμένος. Δεν είχε καταλάβει ότι είχα μπει στο δωμάτιο. Όλο ένα βογκητό ξέφυγε από τα σφιγμένα χείλη του και το πρόσωπό του συσπάστηκε.
    <<Έντουαρντ;>> ψιθύρισα και έσκυψα από πάνω του. Φαινόταν χάλια.
    Άνοιξε τα μάτια του και με κοίταξε. <<Είσαι καλά;>> ρώτησα. Περιττό βέβαια αφού φαινόταν να πονάει.
    <<Πονάει φριχτά το στομάχι μου και μάλλον έχω πυρετό>> είπε σιγανά. Άγγιξα το μέτωπο και το πρόσωπό του. Αυτό το υπέροχο πρόσωπο. Είχε δίκιο. Ψηνόταν στον πυρετό.

    <<Είσαι άρρωστος>> είπα πανικόβλητη. <<Πάω να δω αν γύρισε η Μπρέντα>> είπα ανήσυχη και έκανα να φύγω. Το χέρι του όμως έπιασε δυνατά τον καρπό μου, σταματώντας με.
    <<Θέλω να με φροντίσεις εσύ, Μπέλλα>> είπε και με κοίταξε με τα εκπληκτικά, γαλάζια μάτια του.
    Χαλάρωσε τη λαβή στον καρπό μου και το χέρι του απαλά γλίστρησε μέσα στην παλάμη μου.
    Τον πλησίασα λίγο και τον είδα να χαμογελά αμυδρά.
    <<Ναι ξέχασα>> είπα και γονάτισα δίπλα από το κρεβάτι του. <<Είμαι νταντά για όλες τις δουλειές>> είπα και το χέρι του χάιδεψε το μάγουλό μου.

    Φυσικά και θα τον φρόντιζα. Θα έκανα ο,τι κι αν μου ζητούσε!


    Έχει επεξεργασθεί από τον/την marina στις Πεμ 15 Μαρ 2012 - 17:28, 5 φορές συνολικά (Λόγος της επεξεργασίας : Διορθώσεις...)
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    marina
    Midnight Sun Vampire
    Midnight Sun Vampire
    marina


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 29
    Τόπος : κόρινθος
    Αριθμός μηνυμάτων : 3084
    Registration date : 22/01/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Inflict Pain with Thoughs

    Νταντά για όλες τις δουλειές - Σελίδα 2 Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Νταντά για όλες τις δουλειές   Νταντά για όλες τις δουλειές - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΤρι 23 Αυγ 2011 - 21:33

    Κεφάλαιο 17

    Έμεινα για λίγο να τον κοιτάω. Ήταν εμφανές ψηνόταν στο πυρετό. <<Πάρε τη Ρόζαλι τηλέφωνο. Ανησυχεί>> είπα και απομακρύνθηκα από κοντά του. Πήρα το κινητό από το κομοδίνο και του το έδωσα. Με κοίταξε μπερδεμένος. <<Πήρε τηλέφωνο πριν από λίγο>> του εξήγησα

    Τον είδα να το ανοίγει και να πληκτρολογεί έναν αριθμό.
    Βγήκα από το δωμάτιο αφήνοντάς τον να κάνει το τηλεφώνημά του. Πήγα κάτω αλλά η Μπρέντα δεν είχε γυρίσει ακόμα. Έπρεπε να φροντίσω τον Έντουαρντ, αλλά δεν είχα ιδέα που κρατούσαν τα φάρμακα σε αυτό το σπίτι.

    Αναστέναξα και πήγα πάλι πάνω να τον ρωτήσω. Την ώρα που έμπαινα στο δωμάτιο τον είδα να κλείνει το τηλέφωνο.
    <<Έχεις ιδέα που βρίσκονται τα φάρμακα εδώ μέσα;>> τον ρώτησα καθώς άνοιγα τις κουρτίνες για να μπει φως στο δωμάτιο.
    <<Όχι>> είπε απλά και σταύρωσε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι.
    <<Ναι, αλλά είσαι άρρωστος και χρειάζεσαι φάρμακα>> του είπα. Έκανε σαν παιδάκι.
    <<Περίεργο>> είπε σαν να μη με είχε ακούσει <<Έχω πάρα πολλά χρόνια να αρρωστήσω>> είπε χαμογελώντας.
    <<Τι θα κάνουμε τώρα;>>τον ρώτησα εκνευρισμένη. Με κοίταξε και ένα πονηρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.
    <<Τι ακριβώς εννοείς;>> με ρώτησε κλείνοντας μου το μάτι.
    <<Έντουαρντ!>> φώναξα και ένωσα να κοκκινίζω από ντροπή. Δεν ήταν εύκολο να αγνοήσω το υπονοούμενο ούτε το βλέμμα του.

    <<Λοιπόν μάλλον πρέπει να πας στο φαρμακείο>> είπε σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους του.
    Ήμουν έτοιμη να του πετάξω πως δεν ήμουν ούτε η νοσοκόμα του, ούτε η υπηρέτρια του, αλλά δεν είχε νόημα να τσακωθώ μαζί του. Δεν ήθελα κάτι τέτοιο.

    Άλλωστε είναι ευρέως γνωστό πως όταν οι άντρες αρρωσταίνουν, γίνονται εκνευριστικοί!
    Στριφογύρισα τα μάτια μου και πήγα να βγω από το δωμάτιο, αλλά με σταμάτησε η φωνή του.
    <<Ξέρεις που είναι το φαρμακείο και τι πρέπει να πάρεις;>> Το χαμόγελο στα χείλη του φανέρωνε ότι το διασκέδαζε.
    <<Μήπως θες να πας εσύ;>> τον ρώτησα κοροϊδευτικά, σηκώνοντας το φρύδι μου.
    Γέλασε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
    Βγήκα από το δωμάτιό του και πήγα να πάρω λεφτά.

    ******
    Γύρισα σπίτι κρατώντας τη σακούλα με τα φάρμακα που μόλις είχα αγοράσει. Το φαρμακείο ήταν μερικά σπίτια μακριά. Το είχα προσέξει την πρώτη μέρα που ήρθα εδώ. Ήταν πραγματικά μια όμορφη και πολύ πλούσια περιοχή. Τα σπίτια ήταν τεράστια και όλα είχαν μεγάλους, περιποιημένους κήπους

    Μπήκα από την κουζίνα και ευχήθηκα να βρω εκεί την Μπρέντα αλλά δεν είχε γυρίσει ακόμα. Γέμισα ένα ποτήρι νερό και πήγα στο δωμάτιο του Έντουαρντ.

    Τον βρήκα να κάθεται πάνω στο κρεβάτι του, με το λάπτοπ στα χέρια του.
    <<Νιώθεις καλύτερα;>> τον ρώτησα και τον πλησίασα βγάζοντας από τη σακούλα το κουτί με τα αντιπυρετικά χάπια.
    <<Όχι, αλλά δεν μπορώ να αφήσω τη δουλειά μου>> είπε πληκτρολογώντας με μανία.
    “Εργασιομανής” σκέφτηκα και κούνησα το κεφάλι. Έβγαλα ένα χάπι και το έτεινα μαζί με το ποτήρι. Αυτός δεν έκανε καμία κίνηση να το πάρει. Άνοιξε το στόμα του και συνέχισε να δουλεύει.
    <<Είσαι μεγάλο μωρό>> του είπα κοροϊδευτικά και έβαλα το χάπι στο στόμα του. Του έδωσα νερό και άφησα το ποτήρι στο κομοδίνο.
    Άγγιξα το μέτωπό του. Ακόμα έκαιγε.
    <<Δεν μπορείς να ξαπλώσεις μέχρι να επιδράσουν τα φάρμακα; Συνεχίζεις αργότερα>> του είπα αλλά κούνησε αρνητικά το κεφάλι.
    <<Καλά λοιπόν. Φεύγω. Θα έρθω μετά να δω πως τα πας>> είπε και πήγα να φύγω.
    <<Που πας; Δεν μπορείς να με αφήσεις μόνο! Είμαι άρρωστος>> είπε και ήταν μουτρωμένος. Χαμογέλασα. Ήταν τόσο ωραίος.
    <<Εντάξει>>είπα και έκατσα στην άκρη του κρεβατιού. Ένιωθα μια γλυκιά ζεστασιά να απλώνεται στο σώμα μου.
    <<Πως πέρασες χτες;>> με ρώτησα και τον κοίταξα με μάτια διάπλατα από το σοκ. Δεν μπορεί να ρωτούσε για....
    <<Στο κλαμπ>> διευκρίνισε βλέποντας το ύφος μου. Ξεφύσησα ανακουφισμένη και λίγο ντροπιασμένη.
    <<Πολύ καλά>> του απάντησα χωρίς να τον κοιτάω.

    <<Μπέλλα>>είπε ο Έντουαρντ και κάτι στη φωνή του με έκανε να τον κοιτάξω. <<Ποιος ήταν αυτός ο άντρας που συνάντησες χτες;>>ρώτησε και ήταν σαν να με χτύπησε κεραυνός. <<Ναι σε ακολούθησα.>> συνέχισε <<Ναι ντρέπομαι που το έκανα. Όμως σε είδα να αγκαλιάζεις εκείνο τον τύπο και θέλω να ξέρω ποιος είναι. Αν εσύ και αυτός.... Εγώ σου υπόσχομαι πως δεν...>> είπε αλλά τον σταμάτησα σηκώνοντας το χέρι.

    Κατάλαβα ότι μιλούσε για τον Τζάσπερ. <<Είναι ο φίλος της Άλις, της καλύτερής μου φίλης>> του εξήγησα και τον είδα να παίρνει μια βαθιά ανάσα. Χαμογέλασα ντροπαλά. Μου άρεσε που με είχε ακολουθήσει. Αυτό σήμαινε πως ενδιαφερόταν. Η Άλις θα έπαιρνε το γνωστό δασκαλίστικο υφάκι της και θα έλεγε “στα λεγα εγώ”....
    Δεν ξέρω που βρήκα το θάρρος, ίσως ήταν μια στιγμή τρέλας ή κάτι τέτοιο. Τον πλησίασα και πήρα το λάπτοπ από τα πόδια του και το ακούμπησα στο κομοδίνο.
    Με κοίταξε με τα υπέροχα, γαλάζια μάτια του να λάμπουν. Έκατσα κοντά του και έκανα αυτό που ήθελα να κάνω από εκείνο το βράδυ που τον είδα χωρίς μπλούζα, να σκύβει πάνω μου, για να φιλήσει τη Ρένεσμι. Δεν ξέρω τι μου έδινε αυτή την τόλμη. Ίσως η, πέρα από κάθε έλεγχο, έλξη που ένιωθα γι' αυτόν. Ακούμπησα τα χέρια μου στο στήθος του και τον είδα να κλείνει τα μάτια του αναστενάζοντας. Αυτό μου έδωσε περισσότερο θάρρος. Τον πλησίασα κι άλλο σπρώχνοντας το σώμα του με το δικό μου πίσω στο κρεβάτι.
    <<Χαίρομαι που λύσαμε την παρεξήγηση>> ψιθύρισα στο αφτί του. Απομακρύνθηκα από κοντά του και τον είδα να χαμογελά. <<Και εγώ>>είπε απλά και ένιωσα το χέρι του πάνω στη μέση μου.
    Πήγα να σηκωθώ, όμως τη στιγμή που στάθηκα στα πόδια μου, ο Έντουαρντ έπιασε το χέρι μου και με τράβηξε με αποτέλεσμα να χάσω την ισορροπία μου και να βρεθώ στην αγκαλιά του. Το μοναδικό μέρος που λαχταρούσα να βρεθώ.

    <<Για που το έβαλες;>> ψιθύρισε ακουμπώντας τα χείλη του στη βάση του λαιμού μου, κάνοντας τη καρδιά μου να χτυπά σαν τρελή. <<Δεν μπορείς να κάνεις τέτοια πράγματα και μετά να σηκώνεσαι να φύγεις>. Δεν μπορούσα να απαντήσω. Τα χείλη του φιλούσαν τη κοιλότητα του λαιμού μου και δάγκωνε απαλά το λοβό του αφτιού μου, βάζοντας φωτιά στις αισθήσεις μου. Τα χέρια του έτρεχα στην πλάτη μου.
    Έβαλα τα χέρια μου στο στήθος του και έσπρωξα απαλά το σώμα μου μακριά του. Ακούμπησα το μέτωπό του. <<Καις>> του είπα ανήσυχη.
    <<Πίστεψέ με, δεν είναι από τον πυρετό>> με διαβεβαίωσε και σήκωσε το κεφάλι του από το μαξιλάρι, ενώνοντας τα χείλη του με τα δικά μου.

    Η αίσθηση ήταν εκπληκτική. Στην αρχή τα χείλη του ήταν απαλά, ευγενικά. Το φιλί του τρυφερό. Μετά όμως έγινε πιο έντονο. Η γλώσσα του κατέκτησε τη δική μου και εγώ ένιωσα να καίγομαι στην αγκαλιά του. Τα πόδια μου μπλέχτηκαν με τα δικά του και τα χέρια μου άγγιζαν το υπέροχο στέρνο του, τους σμιλευμένους κοιλιακούς του, τα δυνατά του μπράτσα. Το χέρι του κατέβηκε από την πλάτη μου στη μέση μου, πιέζοντας το σώμα μου πάνω στο δικό του.

    Κάτω ακούστηκε η εξώπορτα να κλείνει δυνατά. Σταματήσαμε να φιλιόμαστε και αφουγκραστήκαμε για μερικά δευτερόλεπτα. Από κάτω ακουγόταν η φωνή της Μπρέντα και το γέλιο της Ρένεσμι. Είχαν επιστρέψει. Κοιταχτήκαμε με τον Έντουαρντ. Αναστέναξε και ένα ύφος οσιομάρτυρα ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Άφησε ένα απαλό φιλί στα χείλη μου πριν σηκωθώ από πάνω του. Ίσιωσα τα ρούχα μου και κοίταξα ανήσυχη προς την πόρτα. Είχα ξεχάσει τελείως που βρισκόμουν. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν το ημίγυμνο σώμα του Έντουαρντ κάτω από το δικό μου.

    Τον είδα να ανασηκώνεται και να φτιάχνει το σεντόνι. Πήρε το λάπτοπ από το κομοδίνο και με κοίταξε. Ξεροκατάπια όταν θυμήθηκα ότι εγώ ήμουν αυτή που τα άρχισε όλα. Είχα ριχτεί στο αφεντικό μου! Ένιωσα την ντροπή να προσπαθεί να με καταβάλει αλλά αντιστάθηκα. Το γεγονός ότι ο Έντουαρντ ήταν το αφεντικό μου ήταν ένα μια μικρή ειρωνεία της τύχης. Με ήθελε όπως κι εγώ άλλωστε. Δεν έπρεπε να γεμίζω τον εαυτό μου τύψεις και να καταστρέφω κάτι τόσο ωραίο.

    Ο Έντουαρντ με κοίταξε και στα μάτια του έβλεπα τον πόθο. Τον ίδιο πόθο που έβλεπα στα μάτια του όταν με πήρε στην αγκαλιά του και με φίλησε.
    <<Πρέπει να φύγω>> του είπα και κοίταξα προς την πόρτα.
    <<Εντάξει. Σε ευχαριστώ για τη φροντίδα σου Μπέλλα>> είπε και δεν ήμουν σίγουρη τι ακριβώς εννοούσε. Τον είδα όμως να μου χαμογελά και κάθε μου ανησυχία εξατμίστηκε.

    Κατέβηκα τρέχοντας τις σκάλες και είδα την Ρένεσμι να κατευθύνεται στην κουζίνα.
    <<Ρένεσμι>> φώναξα και γύρισε προς το μέρος. Χαμογέλασε και έτρεξε στην αγκαλιά μου.
    <<Που ήσουν, αγάπη μου;>>τη ρώτησα μετά από μια σφιχτή αγκαλιά. Με πήρε από το χέρι και πήγαμε στην κουζίνα όπου βρήκα την Μπρέντα και την Τζέιν να γεμίζουν τα ντουλάπια και το ψυγείο με τρόφιμα.
    <<Καλημέρα γλυκιά μου>> είπε η Μπρέντα όταν μας είδε. Η Τζέιν μου χαμογέλασε γλυκά.
    <<Πήγαμε για ψώνια>>είπε η Ρένεσμι και σκαρφάλωσε σε μια καρέκλα.
    <<Ελπίζω να μην ανησύχησες κορίτσι μου. Η Ρένεσμι ξύπνησε νωρίς σήμερα και την πήραμε μαζί μας>> είπε και περνώντας δίπλα μας χάιδεψε τα μαλλιά της Ρένεσμι και το μπράτσο μου.
    Αν και ήταν εύσωμη ήταν πολύ σβέλτη. Γύριζε στην κουζίνα σαν σίφουνας και τακτοποιούσε τα πράγματα.
    <<Έπρεπε να με ξυπνήσετε>> είπα και προσφέρθηκα να τη βοηθήσω με τα ψώνια.
    <<Ω μα δεν ήταν ανάγκη>> είπε γλυκά. <<Άλλωστε>>συνέχισε
    <<Ο ύπνος φαίνεται να σου κάνει καλό. Λάμπεις ολόκληρη>> είπε και με κοίταξε χαμογελώντας. Ένιωσα να κοκκινίζω.
    <<Ναι μάλλον>>είπα τελικά και δάγκωσα τα χείλη μου.

    Βοήθησα την Μπρέντα με τα ψώνια ενώ η Ρένεσμι πήγε στο δωμάτιό της με την Τζέιν για να αλλάξει.

    <<Μπρέντα, ο Έντουαρντ είναι άρρωστος >> της είπα και αμέσως μετάνιωσα που δεν το είπα με τρόπο. Το πρόσωπό της χλόμιασε.

    Της εξήγησα πως με πήρε τηλέφωνο η Ρόζαλι και μου είπε να τον ψάξω επειδή δεν είχε εμφανιστεί ακόμα στην εταιρία. Της είπα πως του αγόρασε αντιπυρετικά και πως φρόντισα να τα πάρει.
    Άφησα τις υπόλοιπες λεπτομέρειες για μένα...
    Η Μπρέντα ησύχασε.
    <<Αν όπως λες έχει μόνο πυρετό τότε δεν υπάρχει πρόβλημα. Θα του φτιάξω αμέσως μια σούπα και θα γίνει καλά. Από μικρός ο Έντουαρντ είχε γερή κράση>> είπε και ευθύς άρχισε να ετοιμάζει τη σούπα.

    Η Ρένεσμι κατέβηκε στην κουζίνα και καθίσαμε στο τραπέζι. Είχε φέρει μαζί της το μπλοκ και τις μπογιές της και αρχίσαμε να ζωγραφίζουμε
    .
    Εγώ όμως ήμουν αφηρημένη. Ήθελα να δω τον Έντουαρντ, να τρέξω στο δωμάτιό του και να ελέγξω αν του είχε πέσει ο πυρετός. Ήθελα να με τυλίξει στα μπράτσα του όπως είχε κάνει νωρίτερα το πρωί. Ένιωσα να ανατριχιάζω.

    <<Καλημέρα>> ακούστηκε να λέει μια αντρική φωνή. Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα τον κηπουρό, τον Έμμετ, να ακουμπάει το σώμα του πάνω στην ανοιχτή πόρτα που ένωνε την κουζίνα με τον κήπο. Στα χέρια του κρατούσε ένα μπλε τριαντάφυλλο.

    <<Καλημέρα Έμμετ>> είπε η Μπρέντα περνώντας δίπλα του, τσιμπώντας τον στο μάγουλο. Η Μπρέντα ήταν η μητέρα όλων εδώ μέσα, σκέφτηκα και χαμογέλασα.

    <<Καλημέρα Ρένεσμι>> είπε ο Έμμετ και της πρόσφερε το τριαντάφυλλο. Εκείνη χαμογέλασε και άπλωσε τα χέρια της προς το μέρος του. Όλοι λάτρευαν αυτό το κορίτσι! Ο Έμμετ την πήρε στα χέρια του όπου η Ρένεσμι φαινόταν ακόμα πιο μικρή.
    Ο Έμμετ ήταν τεράστιος!

    <<Έχω φτιάξει τηγανίτες>> είπε η Μπρέντα και έβαλε το πιάτο στο τραπέζι. Εγώ άρχισα να μαζεύω τις μπογιές και τα χαρτιά. <<Καθίστε να φάτε>>είπε σε μένα και τον Έμμετ. Γύρισα και τον είδα να μου χαμογελά.
    <<Γεια σου Έμμετ>>
    <<Γεια σου Μπέλλα>>

    Πήγα να πάω πάνω τα πράγματα της Ρένεσμι αλλά η Μπρέντα με σταμάτησε.
    <<Μπέλλα, η Τζέιν έχει δουλειά. Μιας και πας πάνω μπορείς να πας τη σούπα στον Έντουαρντ;>>με ρώτησε και μου έδειξε το δίσκο. Ούτε και εγώ ξέρω πως κρατήθηκα και δε φώναξα ναι!
    Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και πήρα το δίσκο.

    Άφησα τα πράγματα της Ρένεσμι στο δωμάτιό της και μετά χτύπησα ελαφρά την πόρτα του δωματίου του.

    <<Περάστε>>

    Άνοιξα την πόρτα και τον βρήκα όρθιο, ντυμένο να κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Γύρισε και με κοίταξε.
    <<Γιατί σηκώθηκες;>> ρώτησα πλησιάζοντάς τον.
    <<Θα πάω στο γραφείο να δουλέψω>> είπε σηκώνοντας τους ώμους του.
    <<Μα...>> άρχισα να λέω, αλλά με σταμάτησε σηκώνοντας το χέρι του.
    <<Όχι στην εταιρία. Κάτω>> είπε και με πλησίασε. Ένιωθα να μου κόβονται τα γόνατα.
    “Ω Θεέ μου, ας μη μου πέσει ο δίσκος” σκέφτηκα έντρομη.
    Σαν να διάβασε τη σκέψη μου, πήρε το δίσκο από τα χέρια μου αγγίζοντας τα δάχτυλά μου, στέλνοντας κύματα ηλεκτρισμού σε όλο μου το σώμα

    <<Είναι σούπα>> είπα κοιτώντας το πάτωμα.
    <<Εσύ την έφτιαξες;>>με ρώτησε και ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του.
    Χαμογέλασα. <<Η Μπρέντα>>

    Έκανε πως απογοητεύτηκε. <<Κρίμα. Ήθελα να με φροντίσεις εσύ>> είπε.
    Άφησε το δίσκο στο κομοδίνο του και με πλησίασε. Πέρασε τα χέρια του γύρω από τη μέση μου και με τράβηξε κοντά του.
    Ακούμπησε τα χείλη του στο λαιμό μου και η ζεστή του ανάσα με έκανε να ανατριχιάζω. Έκλεισα τα μάτια. Δε με φιλούσε όμως. Απλώς ανάσαινε πάνω μου. Τραβούσε τη μυρωδιά μου και άφηνε τη δική του. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή! Σίγουρα το καταλάβαινε από τη φλέβα που παλλόταν στο λαιμό μου.
    <<Δεν πειράζει>> μουρμούρισε. <<Φτάνει που είσαι εδώ>> είπε και επιτέλους άφησε ένα φιλί στη βάση του λαιμού μου. Ένιωθα τα μέλη μου τόσο αδύναμα. Ήθελα να σηκώσω τα χέρια μου και να τα τυλίξω γύρω από το λαιμό του, αλλά δεν είχα τη δύναμη να κάνω την παραμικρή κίνηση.
    <<Έντουαρντ>> ψιθύρισα. Με μεγάλη δυσκολία σήκωσα τα χέρια μου και τα ακούμπησα στο στήθος του σπρώχνοντας τον αδύναμα. Άνοιξα τα μάτια. Με κοίταξε δίχως να καταλαβαίνει.

    <<Σε παρακαλώ, μη μου το κάνεις αυτό>> είπα προσπαθώντας να συνέλθω. Έσμιξε τα φρύδια του.
    <<Μπορεί να μας δουν>> είπα και απομακρύνθηκα με δυσκολία από την αγκαλιά του.
    <<Έχεις δίκιο>> είπε κοιτάζοντας τα χείλη μου. Τα δάγκωσα ελαφρά. Πάντα το έκανα όταν αγχωνόμουν.
    Ο Έντουαρντ μου γύρισε απότομα την πλάτη και πήρε το λάπτοπ στα χέρια του.
    <<Πάρε το δίσκο>> είπε και με προσπέρασε. <<Θα φάω στο γραφείο>>
    Πριν προλάβω να κάνω την παραμικρή κίνηση είχε βγει από το δωμάτιο. Τι είπα; Μήπως θύμωσε;

    Πήρα το δίσκο και τον ακολούθησα βιαστικά.
    Κάθισε πίσω από το γραφείο του και άρχισε αμέσως δουλειά. Άφησα το δίσκο εκεί που μου είχε υποδείξει.
    Φαινόταν απορροφημένος στη δουλειά του. Αναστέναξα και γύρισα να φύγω.
    <<Περίμενε>> άκουσα να μου λέει. Γύρισα προς το μέρος του γεμάτη ελπίδα.
    <<Πες στη Μπρέντα να μαγειρέψει για τρία παραπάνω άτομα>> είπε χωρίς να με κοιτάξει.
    <<Μάλιστα>>είπα με φωνή που μόλις ακουγόταν και βγήκα από το γραφείο.

    Λίγο αργότερα κατάλαβα γιατί η Μπρέντα έπρεπε να μαγειρέψει για παραπάνω άτομα....


    Νωρίτερα....


    ΡΌΖΑΛΙ

    <<Εντάξει Έντουαρντ, κατάλαβα. Είσαι σίγουρος πως είσαι καλά;>> τον ρώτησα. Αν και με διαβεβαίωνε πως είχε μόνο λίγο πυρετό, ανησυχούσα. Ο Έντουαρντ σπάνια αρρώσταινε. Όταν είδα πως είχε αργήσει πολύ πήρα τηλέφωνο σπίτι του και μου απάντησε η νταντά της Ρένεσμι. Τελικά ήταν σπίτι με πυρετό.

    <<Ναι Ρόζαλι. Τίποτα σοβαρό. Θα μου φέρεις αυτά που σου ζήτησα; Δε θέλω να μείνουμε πίσω>>τον άκουσα να λέει. “Τι εργασιομανής”σκέφτηκα αλλά αντί γι' αυτό είπα
    <<Θα είμαι εκεί σε μισή ώρα>>
    <<Θα μείνεις να φάμε>>
    <<Έντουαρντ....>>είπα και έπλεξα το στυλό στα μαλλιά μου. Το έκανα όταν βρισκόμουν σε δύσκολη θέση. Αυτή η συνήθειά μου ενοχλούσε τον Έντουαρντ.

    “Ένα μόνο παράπονο έχω από σένα Ρόζαλι. Που μπλέκεις το στυλό στα μαλλιά σου” μου έλεγε συχνά πυκνά.

    <<Ρόουζ;>>
    <<Ναι σε ακούω>> του είπα και τράβηξα το στυλό από τα μαλλιά μου.
    <<Έλα να φάμε μαζί. Θυμάσαι πότε ήταν η τελευταία φορά που φάγαμε σπίτι μου;>>
    Δε θυμόμουν. Είχε περάσει καιρός.
    <<Ούτε εγώ>> είπε χωρίς να περιμένει απάντηση. <<Σε περιμένω λοιπόν>> είπε και το έκλεισε πριν πω τίποτα άλλο.
    Αναστέναξα και έκλεισα το τηλέφωνο.

    Μάζεψα από το γραφείο όταν χρειαζόμασταν για την καινούρια συμφωνία που ετοιμαζόταν να κλείσει ο Έντουαρντ, τα έβαλα στο χαρτοφύλακά μου και βγήκα από την εταιρία. Είχα καλέσει ήδη ταξί.

    Σε λίγη ώρα ήμουν στο σπίτι του. Παλιά ερχόμουν συνέχεια εδώ. Σχεδόν κάθε μεσημέρι, μετά τη δουλειά, ερχόμασταν με τον Έντουαρντ και τρώγαμε σπίτι του. Πολλές φορές με τον Φεντερίκο και την Κλερ. Ο Έντουαρντ ήταν τόσο χαρούμενος, τόσο ξέγνοιαστος. Τώρα σπάνια ερχόμουν για φαγητό. Δεν ήθελα να θυμάμαι πως ήταν ο Έντουαρντ πριν το θάνατο του αδερφού του και πως τώρα... Είχε αλλάξει τόσο πολύ!
    Στην αρχή της γνωριμίας μας υπήρχε έλξη ανάμεσά μας την οποία προσπαθούσα με δυσκολία να παραβλέψω. Ο Έντουαρντ ήταν το αφεντικό μου. Οι αρχές μου δε μου το επέτρεπαν. Ούτε σε αυτόν βέβαια. Αλλά όταν πέθανε ο Φεντερίκο και η Κλερ ο Έντουαρντ ήταν ένα ράκος. Φοβήθηκα τότε ότι θα πάθαινε κάτι.
    Εκείνο το βράδυ στο ξενοδοχείο έπινε συνέχεια. Ήθελε να ξεχάσει τον πόνο του. Να τα ξεχάσει όλα. Και εγώ έμεινα μαζί του.
    Στο δωμάτιό του με φίλησε και το φιλί του ήταν γεμάτο πόνο και απελπισία. Ήθελε παρηγοριά και εγώ δεν μπορούσα να του την αρνηθώ. Δεν το ήθελα.
    Έτσι αφού κάναμε έρωτα τον κράτησα στην αγκαλιά μου και έκλαψα μαζί του.

    Αυτά σκεφτόμουν καθώς διέσχιζα τον κήπο. Ξαφνικά νερό έπεσε στα πόδια μου βγάζοντάς με απότομα από τις σκέψεις μου. Τα πόδια και τα τακούνια μου είχαν γίνει μούσκεμα! Ήμουν έτοιμη να βάλω τις φωνές όταν ένας άντρας ξεπρόβαλε πίσω από μερικά δέντρα. Ήταν ψηλός και μυώδης. Είχε ξανθά μαλλιά και υπέροχα πράσινα μάτια. Στα χέρια του κρατούσε ένα λάστιχο που έτρεχε νερό.
    <<Δεσποινίς χίλια συγγνώμη. Δε σας είδα>> είπε και χαμήλωσε το κεφάλι. Χαμογέλασα. Όλος ο θυμός που ένιωθα εξαφανίστηκα. Αυτό που ήθελα ήταν να με κοιτάξει με αυτά τα σμαραγδένια μάτια. Η ανάγκη ήταν τόσο επιτακτική που έπαθα σοκ. Δε μου είχε ξανασυμβεί ποτέ κάτι τέτοιο.

    <<Δεν πειράζει. Ποιος είσαι;>> τον ρώτησα αν και η απάντηση ήταν προφανής. Ήταν ...
    <<Ο κηπουρός>> είπε και επιτέλους με κοίταξε. Τι υπέροχα μάτια!
    <<Είμαι η Ρόζαλι, η γραμματέας του Έντουαρντ>> είπα και του έτεινα το χέρι μου. Σκούπισε βιαστικά το δικό του στο παντελόνι για να το καθαρίσει και έσφιξε το χέρι μου. Ένιωθα τόσο περίεργα που με άγγιζε. Ωραία.
    <<Έμμετ>>είπε και συνέχισε να κρατά το χέρι μου στο δικό του. Τόσο ζεστό.
    <<Δε σε έχω ξαναδεί. Πόσο καιρό δουλεύεις εδώ;>> τον ρώτησα.
    Άφησε το χέρι μου αλλά δεν απομακρύνθηκε. Καλό αυτό.
    <<Σχεδόν δύο χρόνια δεσποινίς>> είπε και πήγε να κλείσει το νερό που έτρεχε όση ώρα μιλούσαμε. Τον ακολούθησα. Πως και δεν τον είχα δει τόσο καιρό;
    <<Να με λες Ρόζαλι>> του είπα. Γύρισε και μου χαμογέλασε. Ένιωσα να μου κόβεται η ανάσα. Μα τι στο καλό γινόταν;

    Έκλεισε το νερό και με ένα μεγάλο ψαλίδι έκοψε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.
    Μου το έδωσε λέγοντας <<Το λιγότερο που μπορώ να κάνω αφού σε έβρεξα. Και πάλι συγγνώμη>>
    Πήρα το τριαντάφυλλο και το μύρισα. Μύριζε υπέροχα. <<Δεν πειράζει, αλήθεια>> είπα κοιτάζοντας γύρω μου.
    <<Ο κήπος είναι πολύ περιποιημένος. Κάνεις πολύ καλή δουλειά>> είπα και ένα τεράστιο χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό του.
    <<Σε ευχαριστώ Ρόζαλι>> είπε και ήταν μεγάλη ευχαρίστηση για μένα να τον ακούω να λέει το όνομά μου. Χαμογέλασα.
    <<Ο πατέρας μου δούλευε για τον κύριο Έντουαρντ. Τώρα ανέλαβα εγώ. Μου αρέσει πολύ η δουλειά μου>>είπε και χάιδεψε το τριαντάφυλλο που κρατούσα.
    Για λίγο κοιταζόμασταν χωρίς να μιλάμε. Μου ήταν σχεδόν αδύνατον, αλλά κατάφερα να τραβήξω τα μάτια μου από τα δικά του.
    <<Με περιμένει ο Έντουαρντ>> είπα και έκανα ένα βήμα πίσω.

    Εκείνος με πλησίασε. Πήρε το χέρι μου στο δικό του, το έφερε στα χείλη του και το φίλησε απαλά.
    Για κάποιο ανόητο λόγο είχα την εντύπωση ότι θα μου άφηνε σημάδι. Φυσικά στο σημείο που με άγγιξαν τα χείλη του δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο μια γλυκιά ζεστασιά άρχισε να απλώνεται στο σώμα μου.
    <<Χάρηκα για τη γνωριμία Ρόζαλι>> είπε και άρχισε να απομακρύνεται.
    <<Κι εγώ χάρηκα Έμμετ>>
    Έφυγε και έμεινα για λίγο μόνη προσπαθώντας να αναπνεύσω κανονικά. Δούλευε δύο χρόνια σε αυτό το σπίτι και εγώ τον γνώριζα τώρα. Τόσο άδικο...

    Μπήκα από την κουζίνα και βρήκα εκεί την Μπρέντα, την Ρένεσμ και την Μπέλλα.
    Η Ρένεσμι έφυγε από τα χέρια της νταντάς της και ήρθε να με αγκαλιάσει. Χαμογέλασα και τη σήκωσα στην αγκαλιά μου.
    <<Τι κάνεις Ρένεσμι;>> είπα και τη φίλησα στο μάγουλο. Η ανιψιά του Έντουαρντ ήταν ένα θαύμα.
    <<Καλά είμαι>>είπε και χάιδεψε τα μαλλιά μου.
    <<Ρόζαλι, καλώς ήρθες>> είπε η Μπρέντα και με αγκάλιασε και αυτή.
    <<Μπρέντα, χαίρομαι που σε βλέπω>> είπα και πήγα την Ρένεσμι στην Μπέλλα, η οποία μου χαμογελούσα. Δεν την ήξερα καλά και όταν βγήκαμε δε μιλήσαμε πολύ, αλλά φαινόταν πολύ καλή κοπέλα και ο Έντουαρντ μου είχε πει πως έκανε καταπληκτική δουλειά με την ανιψιά του.
    Χαιρέτησα και εκείνη και μου είπε πως ο Έντουαρντ με περίμενε στο γραφείο του.

    <<Θα μείνεις για φαγητό Ρόουζ;>>με ρώτησε η Μπρέντα.
    Κοίταξα έξω και είδα τον Έμμετ να κλαδεύει μερικούς θάμνους.
    <<Σίγουρα>> της είπα και πήγα να βρω τον Έντουαρντ.


    ********


    ΜΠΈΛΛΑ

    <<Πάω εγώ>> είπα στην Μπρέντα και την Τζέιν που την βοηθούσε στο μαγείρεμα.
    Βγήκα από την κουζίνα τρέχοντας και πήγα να ανοίξω την πόρτα.
    Άνοιξα και αντίκρισα τον Τζος, ψηλό,όμορφο, κομψό και με ένα αστραφτερό χαμόγελο. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να αντιληφθώ πως δεν ήταν μόνος. Λίγο πιο πίσω δίπλα του στεκόταν μια γυναίκα με κόκκινα μαλλιά, μεγάλα πράσινα μάτια και ένα φιλικό χαμόγελο. Φορούσε ένα πράσινο φόρεμα με λεπτές τιράντες και δαντέλα στο μούστο. Στα αφτιά της κρέμονταν δύο σμαραγδένια σκουλαρίκια. Ήταν πανέμορφη.
    <<Γεια σας>> είπα και έκανα στην άκρη να περάσουν.
    <<Γεια σου Μπέλλα>> είπε ο Τζος και με άγγιξε στον ώμο. Με το άλλο του χέρι έπιασε το χέρι της γυναίκας δίπλα του και την τράβηξε κοντά του.
    <<Από δω η Τζοάννα, η γραμματέας μου>>είπε και την κοίταξε με έναν τρόπο που δεν μπορούσα να καταλάβω. Σίγουρα όχι όπως έπρεπε να κοιτά τη γραμματέα του, αλλά τι ήξερα εγώ; Ίσως έτσι κοίταζε ο Τζος τις γραμματείς του...
    <<Χάρηκα>> είπε εκείνη και μου έδωσε το χέρι.
    <<Κι εγώ>> της είπα χαμογελώντας. Υπήρχε κάτι πάνω της που με έκανε αμέσως να τη συμπαθήσω. Ίσως το χαμόγελό της.

    <<Που είναι ο φίλος μου;>> ρώτησε ο Τζος.
    <<Στο γραφείο με τη Ρόζαλι>>
    <<Θα πάω να τον βρω. Τζοάννα έρχεσαι;>>τη ρώτησε και μόλις την αντίκρισε το χαμόγελό του έγινε πιο πλατύ.
    <<Προτιμώ να κάτσω με την Μπέλλα.>>είπε και με κοίταξε.<<Θα τα πούμε μετά>> του είπε και τράβηξε το χέρι της από το δικό του.
    Ο Τζος φάνηκε να απογοητεύεται αλλά αυτό κράτησε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Το χαμόγελο επέστρεψε στα χείλη του.
    <<Θα σε δω σε λίγο >> της είπε και χωρίς καμία προειδοποίηση της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα. Γύρισα αμέσως το κεφάλι αλλού. Είχα μείνει άναυδη. Δεν είπε πως ήταν γραμματέας του;
    <<Εντάξει>>ψιθύρισε η Τζοάννα η οποία είχε γίνει κατακόκκινη. Ο Τζος εξαφανίστηκε και μείναμε μόνες μας.

    <<Συγγνώμη>>είπε κάνοντάς με να την κοιτάξω. <<Για ποιο πράγμα;>> τη ρώτησα χωρίς να καταλαβαίνω.
    <<Ο Τζος δε νοιάζεται πολύ για το που βρισκόμαστε κάθε φορά>> είπε ντροπαλά και κατάλαβα αμέσως τι συνέβαινε. Αφού τη φίλησε!
    <<Δηλαδή είστε...>>τη ρώτησα διστακτικά.
    <<Ναι>> απάντησε εκείνη γρήγορα. <<Κοίτα δε θέλω να νομίζεις πως είναι του χαρακτήρα μου κάτι τέτοιο, όμως ο Τζος...>>είπε και ήταν προφανές πως ένιωθε πολύ άβολα.
    <<Τζοάννα, δε χρειάζεται να δίνεις εξηγήσεις>>την καθυσήχασα.
    <<Απλώς δε θέλω να σχηματίσεις τέτοια γνώμη για μένα>> είπε και χαμογέλασε.
    <<Μην ανησυχείς>>της είπα και την τράβηξα από το χέρι.

    Η Μπρέντα αγκάλιασε τη Τζοάννα σαν να τη γνώριζε χρόνια. Η Ρένεσμι λάτρεψε τα μαλλιά της.
    Η Τζοάννα βοηθούσε πρόθημα στη κουζίνα και μας έλεγε πως ήρθε από τον Καναδά στη Νέα Υόρκη. Μας είπε μερικά πράγματα για την ζωή της, η οποία δεν ήταν καθόλου εύκολη. Τώρα ήταν πολύ ευχαριστημένη που είχε βρει μια τόσο καλή δουλειά. Τα τελευταία της λόγια συνοδεύτηκαν από ένα χαμόγελο και κατάλαβα πως σκεφτόταν τον Τζος. Χαμογέλασα κι εγώ. Μου φαινόταν τέλεια για τον Τζος.

    Αρχίσαμε να ετοιμάζουμε την τραπεζαρία. Η Μπρέντα με τη βοήθεια της Τζέιν είχε μαγειρέψει ένα σωρό φαγητά που μύριζαν υπέροχα.
    Σε λίγο η Ρόζαλι εμφανίστηκε στην κουζίνα. Μετά της απαραίτητες συστάσεις με την Τζοάννα, άρχισε να μας βοηθά.
    Βρισκόμασταν στην κουζίνα και γελούσαμε όλες με ένα σχόλιο της Ρένεσμι όταν ήρθε ο Έμμετ
    Σταματήσαμε και τον κοιτάξαμε.
    <<Τελείωσες αγόρι μου;>> τον ρώτησε η Μπρέντα.
    <<Μάλιστα. Ήρθα να σας χαιρετήσω>> της απάντησε αλλά δεν την κοιτούσε. Κοίταζε... την Ρόζαλι, η οποία κρατούσε στα χέρια της τη σαλάτα και του χαμογελούσε. Μα τι γινόταν σε αυτό το σπίτι; Κοίταξα γύρω μου και αναρωτήθηκα αν ήμουν η μόνη που είχα προσέξει πως κοιτάζονταν ο Έμμετ και η Ρόζαλι.
    Η Τζοάννα μιλούσε με τη Ρένεσμι, η Τζέιν είχε βγει από την κουζίνα και η Μπρέντα έκοβε ψωμί αλλά δε φαινόταν να αγνοεί τη γινόταν γύρω της.
    <<Έμμετ γιατί δε κάθεσαι να φας μαζί μας;>>είπε η Μπρέντα και τον κοίταξε αδιάφορα.
    Χαμογέλασα και κοίταξα στον κήπο. Ώστε δεν ήμουν η μόνη που το είχε προσέξει.
    <<Δεν ξέρω>> είπε εκείνος διστακτικά κοιτώντας μια τη Ρόζαλι μια την Μπρέντα. Η Μπρέντα τον πλησίασε και ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του.
    <<Άντε, πήγαινε να πλυθείς και έλα να βοηθήσεις με το τραπέζι>>

    Εκείνος ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στη Ρόζαλι κούνησε καταφατικά το κεφάλι και βγήκε από την κουζίνα. Η Ρόζαλι με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη πήγε και έδωσε ένα φιλί στη Μπρέντα επιβεβαιώνοντας τις υποψίες μου.
    Όταν η Ρόζαλι βγήκε από την κουζίνα πήγα δίπλα στην Μπρέντα και της ψιθύρισα.
    <<Είσαι απίστευτη>> .
    Εκείνη έπνιξε ένα γελάκι και μίλησε εξίσου χαμηλόφωνα με μένα.
    <<Μόνο εσύ μου έμεινες>>είπε και βγήκε από την κουζίνα αφήνοντάς με να αναρωτιέμαι αν είχε καταλάβει κάτι για μένα και τον Έντουαρντ.


    Η τραπεζαρία είχε γεμίσει κόσμο. Ο Έντουαρντ έδειξε να εντυπωσιάζεται από την Τζοάννα. Αναρωτήθηκα αν γνώριζε την πραγματική σχέση του Τζος και της γραμματέως του. Όταν μετά τον είδα να του γνέφει επιδοκιμαστικά κατάλαβα πως ήξερα.
    Ο Έντουαρντ καθόταν δίπλα στον Τζος , ο οποίος έσκυβε συνέχεια και ψιθύριζε στην Τζοάννα που καθόταν δίπλα του.
    Η Μπρέντα, εγώ και η Ρένεσμι καθόμασταν απέναντί τους. Ο Έμμετ είχε κάτσει δίπλα στην Ρόζαλι και μίλαγαν ασταμάτητα ο ένας στον άλλον.
    Το φαγητό ήταν υπέροχο και η ατμόσφαιρα φιλική και ευχάριστη.
    Ο Έντουαρντ μου έριχνε κλεφτές ματιές, μου χαμογελούσε και μου ζήταγε συνέχεια να του δώσω κάτι που δεν έφτανε.

    Κάποια στιγμή σηκώθηκα και πήγα στην κουζίνα να πάρω τα φρούτα της Ρένεσμι.
    Ο Έντουαρντ με ακολούθησε. Έκλεισε την πόρτα πίσω του και με δύο δρασκελιές έφτασε κοντά μου. <<Επιτέλους>>είπε και κόλλησε τα χείλη του πάνω στα δικά μου.
    Με φίλησε δυνατά και με πάθος. Κόλλησε το σώμα του πάνω στο δικό μου και ένιωθα ότι θα χάσω τις αισθήσεις μου.
    <<Τα βρήκες;>>ακούσαμε την Τζέιν να λέει απ' έξω και αμέσως ο Έντουαρντ με άφησε και απομακρύνθηκε από κοντά μου αφήνοντάς με ξέπνοη.
    Πήρε την πιατέλα και όταν μπήκε μέσα η Τζέιν της την έδωσε.

    Όταν μείναμε πάλι μόνοι ο Έντουαρντ με πλησίασε και άρχισα πάλι να τρέμω.
    <<Δεν πρέπει να μου τα κάνεις αυτά!>>του είπα σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να φανώ αυστηρή και συγκρατημένη. Αλλά η φωνή μου ήταν ξεψυχισμένη και αδύναμη.
    Με πλησίασε κι άλλο και το χαμόγελό του με έκανε να παραλύω.
    Μου έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη και ψιθύρισε <<Μην αργήσεις. Θέλω να σε έχω απέναντί μου>>

    Αυτά είπε και με άφησε στην κουζίνα, προσπαθώντας να συνέλθω.
    Αυτός ο άντρας θα με πεθάνει!


    Έχει επεξεργασθεί από τον/την marina στις Πεμ 15 Μαρ 2012 - 17:29, 1 φορά
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    marina
    Midnight Sun Vampire
    Midnight Sun Vampire
    marina


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 29
    Τόπος : κόρινθος
    Αριθμός μηνυμάτων : 3084
    Registration date : 22/01/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Inflict Pain with Thoughs

    Νταντά για όλες τις δουλειές - Σελίδα 2 Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Νταντά για όλες τις δουλειές   Νταντά για όλες τις δουλειές - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΠαρ 23 Σεπ 2011 - 20:45

    Κεφάλαιο 18

    Αναστέναξα κοιτώντας το ρολόι μου. Ήταν έξι το απόγευμα και τα τελευταία είκοσι λεπτά μιλούσα στο τηλέφωνο με την Άλις. Της είχα διηγηθεί ότι είχε συμβεί από τη συνάντησή στο κλαμπ μέχρι σήμερα.

    Ενθουσιάστηκε όταν της είπα πως ο Έντουαρντ με είχε ακολουθήσει στο κλαμπ. Φυσικά!
    <<Ναι Άλις, κατάλαβα. Θα χαλαρώσω και θα το απολαύσω. Το κατάλαβα. Το έχεις πει δέκα φορές>> είπα ξεφυσώντας.
    <<Με σένα αγάπη μου, ποτέ δεν μπορώ να είμαι σίγουρη!>> είπε γελώντας.

    Η Άλις ανησυχούσε πως θα με έπιανε “κρίση ηθικής” όπως έλεγε και θα κατέστρεφα τα πάντα.
    Τη διαβεβαίωνα πως κάτι τέτοιο δε θα συνέβαινε.
    Πως θα μπορούσε άλλωστε;
    Ήμουν τόσο απόλυτα γοητευμένη από αυτόν τον άντρα που δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο.

    Είχe περάσει ήδη μια βδομάδα από εκείνο το μεσημέρι που το σπίτι είχε γεμίσει κόσμο. Από εκείνο το μεσημέρι που χωρίς να υπολογίζει τίποτα, ο Έντουαρντ εισέβαλε στην κουζίνα και με φίλησε, κάνοντας τα γόνατά μου να τρέμουν.

    Η Ρόζαλι είχε επισκεφτεί το σπίτι δύο φορές μέσα σε αυτή την εβδομάδα. Τις δύο εκείνες μέρες που ο Έμμετ φρόντιζε τον κήπο. Και τις δύο φορές έφυγαν μαζί. Η Μπρέντα ήταν απόλυτα ευχαριστημένη.

    Σε μια τυχαία συζήτηση που είχα με τον Έντουαρντ ένα μεσημέρι που φάγαμε μαζί, έμαθα πως είχε εντυπωσιαστεί από την Τζοάννα. “Είναι εκπληκτική, Μπέλλα! Είναι έξυπνη, δραστήρια και πολύ επαγγελματίας. Ευτυχώς δηλαδή γιατί ο Τζος δεν κρατιέται όποτε τη βλέπει. Αν δεν ήταν αυτή θα τους είχαν πάρει χαμπάρι όλοι” είπε γελώντας και κουνώντας το κεφάλι του δήθεν απελπισμένος.
    Ήταν εμφανές ότι χαιρόταν για τον φίλο του.

    <<Δηλαδή είσαι εναντίον των σχέσεων μεταξύ προϊσταμένων και υπαλλήλων;>> τον ρώτησα προσποιούμενη τη σοβαρή.
    <<Εντελώς>> απάντησε εκείνος πολύ σοβαρός.
    Πριν προλάβω όμως να ανησυχήσω, τη στιγμή που η Ρένεσμι σηκώθηκε από το τραπέζι, μου έκλεισε το μάτι και εγώ προσπάθησα να πνίξω ένα γελάκι καθώς την ακολουθούσα.

    <<Με ακούς Μπέλλα;>>ρώτησε η Άλις από την άλλη μεριά της γραμμής.
    <<Ναι Άλις, ακούω>>
    <<Όπως είπαμε με τον Έντουαρντ. Μην κάνεις πίσω τώρα. Λοιπόν πρέπει να κλείσω.
    Έχω ραντεβού με τον Τζάσπερ στο Buono Mangia>> είπε αφήνοντάς με άφωνη. Ήταν το πιο διάσημο ιταλικό εστιατόριο στην Αριζόνα.
    <<Άλις, αυτό είναι πανάκριβο!>> είπα.
    <<Το ξέρω. Το είπα δεκάδες φορές στον Τζάσπερ, αλλά αυτός επιμένει! Λέει πως έτσι θέλει να ξοδέψει τα λεφτά που έβγαλε από τις εμφανίσεις τις μπάντα στη Νέα Υόρκη. Μου είπε πως αν αρνηθώ να πάω θα τσακωθούμε άσχημα>> είπε απελπισμένη.
    <<Λοιπόν έχει δίκιο. Δεν έχει νόημα να μην πας. Αυτό θέλει. Μην τον προσβάλλεις λοιπόν. Φρόντισε να είσαι ευδιάθετη και να περάσετε καλά.>> της είπα. Αχ αυτός ο Τζάσπερ.

    <<Αυτό θα κάνω>> είπε και σχεδόν μπορούσα να δω το χαμόγελο στα χείλη της.
    <<Καλά να περάσετε Άλις. Δώσε χαιρετίσματα στον Τζάσπερ>>
    <<Εντάξει, θα τα ξαναπούμε. Φιλιά>> είπε και το έκλεισε.

    Πέταξα το κινητό στο κρεβάτι μου και έτρεξα στη ντουλάπα. Κάπου είχa ένα μαγιό. Ήμουν σίγουρη ότι το είχα πάρει μαζί μου.
    Η Ρένεσμι με περίμενε στην πισίνα.
    Έκανα το συρτάρι μου άνω κάτω και τελικά βρήκα αυτό που έψαχνα. Ένα λουλουδάτο, ολόσωμο μαγιό. Το φόρεσα, πήρα την πετσέτα που μου είχε αφήσει η Τζέιν, και κατέβηκα στην πισίνα.

    Βρήκα την Ρένεσμι μέσα στο νερό, να επιπλέει φορώντας τα μπρατσάκια της.
    <<Άργησες>>είπε κάνοντας μια στροφή γύρω από τον εαυτό της.
    <<Συγγνώμη γλυκιά μου>> της απάντησα. Η Άντζελα, που την πρόσεχε μέχρι να κατέβω, μας άφησε μόνες.

    Άφησα την πετσέτα μου σε μια καρέκλα και μπήκα στην πισίνα. Το νερό ήταν ζεστό. Κολύμπησα μέχρι την Ρένεσμι και την πήρα αγκαλιά. Χαμογέλασε.
    <<Δεν πειράζει που άργησες>> είπε και ακούμπησε της παλάμες της στα μάγουλά μου. Πόσο μου άρεσε όταν το έκανε αυτό.

    Παίξαμε στο νερό με τα παιχνίδια της, την κυνήγησα, μέσα και έξω από την πισίνα, με έβαζε να κάνω βουτιές από τον βατήρα. Και γελούσε ασταμάτητα. Ο ήχος του γέλιου της με ευχαριστούσε αφάνταστα.

    <<Γεια σας>> άκουσα μια αντρική φωνή να λέει. Πολύ ευγενική και διακριτική, σκέφτηκα και πριν γυρίσω, ήξερα ήδη ποιος ήταν.

    <<Τόμας>> φώναξε η Ρένεσμι και προσπάθησε να τον βρέξει. Εκείνος χαμογέλασε.
    <<Δεσποινίς Ρένεσμι> είπε χαιρετώντας την.

    <<Γεια σου Τόμας>> είπα κουνώντας το χέρι μου.
    <<Έλα Τόμας να κολυμπήσεις μαζί μας>>είπε η Ρένεσμι.
    <<Δεν μπορώ δεσποινίς>> είπε εκείνος πάντα χαμογελώντας. Τελικά είναι πολύ ψηλός, σκέφτηκα κοιτώντας τον. Είχε τα χέρια του στις τσέπες και μας κοιτούσε.

    Παρόλο που δεν μπορούσε να μπει στην πισίνα, ο Τόμας δεν χάλασε το χατίρι της Ρένεσμι..
    Έκατσε να παίξει μαζί της. Αυτή μέσα στην πισίνα και αυτός απ' έξω. Πετούσαν ο ένας στον άλλον μια φουσκωτή, πολύχρωμη μπάλα. Μετά από αρκετές πάσες η Ρένεσμι ζήτησε γάλα.
    Βγήκα από την πισίνα αλλά ο Τόμας ήταν πιο γρήγορος. Πήρε την πετσέτα και την έριξε στους ώμους μου.
    <Ορίστε δεσποινίς>> είπε ευγενικά, χρησιμοποιώντας τον πληθυντικό κι ας του είχα ζητήσει να μην το κάνει. Αλλά έτσι ήταν ο Τόμας. Του χαμογέλασα.

    <<Καλησπέρα σας>>
    <<Θείε Έντουαρντ>> τσίριξε η Ρένεσμι μέσα από την πισίνα. Γύρισα και βρήκα τον Έντουαρντ στην άλλη πλευρά της πισίνας να με καρφώνει με τα μάτια του.
    Ασυναίσθητα έκανα ένα βήμα μακριά από τον Τόμας, ο οποίος ίσιωσε το σώμα του.

    Ο Έντουαρντ φίλησε το κεφάλι της Ρένεσμι, που τον είχε πλησιάσει, και μετά ήρθε προς το μέρος μας.
    <<Κύριε Έντουαρντ>> τον χαιρέτησε ο Τόμας κουνώντας το κεφάλι του. Ο Έντουαρντ έκανε μια αόριστη κίνηση με το χέρι του, σαν να προσπαθούσε να διώξει κάτι που τον ενοχλούσε, και στράφηκε σε μένα.

    <<Περνάτε καλά δεσποινίς Σουαν;>> ρώτησε με φωνή σταθερή και αδιάφορη. Το σφιγμένο σαγόνι του όμως έλεγε άλλα πράγματα. Πετάρισα τα βλέφαρα μου για να διώξω τις σταγόνες νερού και δεν του απάντησα. Ένιωθα το λαιμό μου στεγνό.

    <<Τόμας>> είπε χωρίς να τον κοιτάει. <<Πάρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου και φερε το μπροστά από το σπίτι. Το χρειάζομαι σε λίγο>> συνέχισε δίνοντάς του τα κλειδιά. Όση ώρα μιλούσε κοίταζε εμένα. Εγώ από την άλλη είχα ζαρώσει δίπλα στον Τόμας και δεν έβγαζα άχνα. Είχα σχεδόν παραλύσει.

    Ο Τόμας πήρε τα κλειδιά κι εξαφανίστηκε.

    Κοίταξα τον Έντουαρντ. Συνέχισε να με κοιτάει με βλέμμα σκληρό. Κάτι σιγόκαιγε μέσα στα μάτια του. Κατέβασα πάλι το κεφάλι μου γιατί δεν άντεχα άλλο τη ματιά του.

    <<Θα βγεις;>> ρώτησα με φωνή που μόλις ακουγόταν.
    <<Έχω ένα δείπνο με κάποιους επενδυτές της εταιρίας>> είπε απλά.

    Είχε μια βδομάδα να με φιλήσει.
    Από εκείνο το μεσημέρι στην κουζίνα. Δούλευε πολλές ώρες της ημέρας και όποτε ήταν στο σπίτι δεν καταφέρναμε στιγμή να μείνουμε μόνοι μας. Ήταν πάντα παρόν η Μπρέντα ή η Ρένεσμι ή κάποιος από το προσωπικό.
    Αλλά τον έπιανα συχνά να με κοιτάει. Ρίχναμε κλεφτές ματιές ο ένας στον άλλον. Και κάθε του ματιά ήταν μια υπενθύμιση για μένα. Μου θύμιζε τα φιλιά του και μου υποσχόταν ακόμη περισσότερα. Ένας αναστεναγμός ανέβηκε στο λαιμό μου, αλλά τον έπνιξα.

    <<Μπέλλα θα μου φέρεις το γάλα;>> ρώτησε η Ρένεσμι που δε φαινόταν διατεθειμένη να βγει από την πισίνα.
    <<Αμέσως>> είπα ανοιγοκλείνοντας τα μάτια.

    Μπήκα στο σπίτι με τον Έντουαρντ, ο οποίος πριν ανέβει τρέχοντας στο δωμάτιό του για να ετοιμαστεί, άγγιξε τα βρεγμένα μου μαλλιά και τον λαιμό μου. Παραλίγο να κλείσω τα μάτια και να βογκήξω. Πόσο που είχε λείψει το άγγιγμά του. Τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν, τόσο που νόμιζα ότι θα μου έπεφτε η πετσέτα.

    Εκείνος όμως έφυγε και εγώ συνήλθα.
    Έτρεξα στην κουζίνα και γέμισα ένα ποτήρι γάλα για την Ρένεσμι.
    Βγήκα από την κουζίνα και πριν βγω έξω κοίταξα την σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο. Άραγε να είναι ακόμα πάνω ο Έντουαρντ; Αναστέναξα και βγήκα στην πισίνα. Η Ρένεσμι ήταν ακόμα μέσα στο νερό.

    <<Ρένεσμι το γάλα σου>> είπα αφήνοντας το ποτήρι στο τραπεζάκι κάτω από την ομπρέλα.
    <<Φέρτο μου εδώ>>
    <<Ρένεσμι βγες από την πισίνα και έλα να πιεις το γάλα σου>> της είπα αυστηρά. Δεν μπορούσε να περνάει πάντοτε το δικό της. Κοίταξα το ρολόι μου. Ήταν εφτά και μισή. Ήταν πάνω από μια ώρα στο νερό.
    <<Όχι! Εσύ έλα εδώ>> φώναξε και φαινόταν να το διασκεδάζει.
    Λοιπόν αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί.

    <<Ρένεσμι>> είπα καθώς έμπαινα στην πισίνα, <<εσύ με ανάγκασες>>. Την έπιασα από τα μπράτσα και όταν εκείνη κατάλαβε ότι θα την έβγαζα από το νερό άρχισε να φωνάζει.
    Δεν έδωσα σημασία και την έβγαλα έξω. Την σκούπισα και της ζήτησα να σταματήσει να φωνάζει.
    Με κοίταξε με τα μάτια δακρυσμένα και το κάτω χείλι της έτρεμε, αλλά δεν έκανα πίσω.

    <<Ρένεσμι, πρέπει να καταλάβεις ότι δεν μπορείς να κάνεις πάντα αυτό που θες. Δεν μπορείς να πιεις το γάλα σου μέσα στην πισίνα! Άλλωστε είσαι πολλή ώρα μέσα στο νερό. Θα κρυώσεις>> είπα σκουπίζοντάς την καλά με την πετσέτα.
    Η Ρένεσμι με άκουγε με το κεφάλι κατεβασμένο.
    Γονάτισα μπροστά της έτσι ώστε να είμαστε πρόσωπο με πρόσωπο.
    <<Καταλαβαίνεις τι σου λέω;>> τη ρώτησα βάζοντας τα μαλλιά πίσω από τα αφτιά της. Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφαλάκι της.

    Χαμογέλασα.
    <<Πολύ καλά. Κάνε με τώρα μια αγκαλιά και πάμε μέσα να πιεις το γάλα σου. Φτάνει το κολύμπι για σήμερα>>. Πριν καν ολοκληρώσω την πρότασή μου η Ρένεσμι βρισκόταν ήδη στην αγκαλιά μου. Την σήκωσα, πήρα το γάλα από το τραπέζι και πήγαμε στην κουζίνα.

    Ένιωθα περίεργα. Ήταν η πρώτη φορά που μάλωνα τη Ρένεσμι. Αν και δε μου άρεσε καθόλου να μαλώνω τα παιδιά ήταν κάτι που έπρεπε να κάνω μερικές φορές.

    Καθίσαμε στην κουζίνα και η Ρένεσμι έπινε το γάλα της.
    Λίγα λεπτά αργότερα μπήκε μέσα ο Έντουαρντ. Φίλησε τη Ρένεσμι στο κεφάλι και εκείνη δεν αντέδρασε. Δεν φώναξε από την χαρά της όπως κάθε φορά που τον έβλεπε.

    Ο Έντουαρντ την κοίταξε για λίγο και μετά ήρθε κοντά μου.
    <<Τι έχει;>> ρώτησε ψιθυρίζοντας στο αφτί μου.
    <<Τη μάλωσα>> του απάντησα στο ίδιο χαμηλόφωνα.
    Εκείνος έγειρε το κεφάλι στο πλάι και έδειξε να το σκέφτεται για λίγο.

    <<Λοιπόν είσαι η πρώτη που το κάνει κάποιος>> είπε μετά από ένα λεπτό.
    <<Το εγκρίνεις;>> ρώτησα κοιτώντας μέσα στα μπλε μάτια του. Ήταν έτοιμος να βγει.
    Φορούσε ένα μαύρο κοστούμι και από μέσα ένα άσπρο πουκάμισο χωρίς γραβάτα. Ήταν τέλειος!
    <<Φυσικά>> απάντησε και κοίταξε το ρολόι του. Ξεφύσησε.
    <Πρέπει να φύγω>>. Με κοίταξε και το βλέμμα του ήταν τρυφερό, όχι όπως νωρίτερα.
    <<Καληνύχτα>> είπα με φωνή που μόλις ακουγόταν.
    <<Καληνύχτα Μπέλλα>>
    Κούνησα το κεφάλι, πέρασε δίπλα μου και έφυγε. Ένιωσα ένα ρίγος να με διαπερνά και τύλιξα τα χέρια γύρω από το σώμα μου.

    *********

    Την κοίταξα. Ήταν ακόμα στεναχωρημένη.
    <<Ρένεσμι, τι έχεις;>>
    Καμία απάντηση.
    <<Θες να σου διαβάσω ένα παραμύθι;>> Αυτή τη φορά κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.

    Την είχα μόλις κάνει μπάνιο και ήταν έτοιμη να πέσει για ύπνο.
    Πήρα το βιβλίο που της είχε αγοράσει σήμερα η Μπρέντα και ξάπλωσα δίπλα της. Της άνοιξα την αγκαλιά μου και αμέσως βολεύτηκε πλάι μου.
    Όταν τελείωσα το παραμύθι δεν την είχε πάρει ακόμα ο ύπνος.
    <<Έχεις θυμώσει;>> τη ρώτησα με σιγανή φωνή. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Αναστέναξα. Δεν το άντεχα άλλο αυτό.
    <<Ρένεσμι, δεν ήθελα να σε μαλώσω, αλλά είμαι η νταντά σου και είμαι εδώ για να σε προσέχω. Πρέπει να ακούς αυτά που σου λέω>>.
    Δεν απάντησε. Είχε χαμηλώσει το κεφάλι και δεν την έβλεπα. Έβαλα το χέρι μου κάτω από το πιγούνι της και την έκανα να με κοιτάξει. Ήταν έτοιμη να ξεσπάσει σε κλάματα!

    <<Αγάπη μου, τι συμβαίνει;>> τη ρώτησα ανήσυχη και ανασηκώθηκα.
    Το πιγούνι της είχε σφιχτεί από την προσπάθεια να μην κλάψει. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα κατάφερε να μιλήσει.
    <<Θα φύγεις επειδή ήμουν κακό κορίτσι; Θα με αφήσεις;>> ρώτησε και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της. Μου κόπηκε η ανάσα.
    <<Όχι βέβαια!>> Την αγκάλιασα σφιχτά και την φίλησα. <<Πως σου ήρθε αυτό;>> τη ρώτησα κουνώντας την στην αγκαλιά μου.
    <<Σκέφτηκα πως η μαμά και ο μπαμπάς έφυγαν και πως αν φύγεις και συ σίγουρα θα φταίω εγώ>> είπε και τα δάκρυά της μούσκευαν το λαιμό μου.

    Ένιωσα έναν πόνο στην καρδιά και την έσφιξα πιο δυνατά πάνω μου. Πως θα της εξηγούσα ότι δεν έφταιγε αυτή; Πως θα μπορούσε αυτό το υπέροχο πλάσμα να φταίει για το οτιδήποτε;
    Πήρα μια βαθιά ανάσα και την απομάκρυνα από πάνω μου για να βλέπω το πρόσωπό της. Ήταν μουσκεμένο. Σκούπισα το πρόσωπό της και την κοίταξα. Πήρα μια βαθιά ανάσα.

    <<Ρένεσμι, το ότι οι γονείς σου δεν είναι πια εδώ δεν έχει να κάνει με σένα. Δεν φταις εσύ. Κάποια πράγματα απλώς συμβαίνουν. Ο μπαμπάς κι μαμά σου είναι ψηλά στον ουρανό και βλέπουν πόσο καλό και όμορφο κοριτσάκι είσαι. Σε προσέχουν συνέχεια! Δε σε έχουν αφήσει. Μπορεί να μην τους βλέπεις, αλλά εκείνοι είναι πάντα στο πλάι σου>>.

    Έδειξε να το σκέφτεται για λίγο και μετά ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη της.
    <<Αλήθεια;>> με ρώτησε γεμάτη ελπίδα.
    Κούνησα το κεφάλι μου γιατί δεν ήξερα αν μπορούσα να μιλήσω.
    <<Και εσύ;>> με ρώτησε ανήσυχη.
    <<Εγώ θα είμαι εδώ για όσο καιρό με χρειάζεστε>> είπα και σκέφτηκα τον Έντουαρντ και τη σχέση του με τη Ρένεσμι. <<Δε θα σε αφήσω>> της είπα.
    Επιτέλους ένα αστραφτερό χαμόγελο στόλισε το πρόσωπό της. Πήδηξε πάνω μου και πέσαμε πίσω στα μαξιλάρια γελώντας.
    Αρχίσαμε να γαργαλιόμαστε και να παίζουμε μαξιλαροπόλεμο.
    Κατακόκκινες και λαχανιασμένες πέσαμε στο κρεβάτι. Όταν ηρεμήσαμε η Ρένεσμι δεν ήταν πια στεναχωρημένη.
    <Εντάξει μικρή. Ώρα για ύπνο. Ελπίζω να μην ξυπνήσαμε την Μπρέντα με τις φωνές μας>> ψιθύρισα και της έκλεισα το μάτι.
    Χώθηκε κάτω από τα σκεπάσματα και με κοίταξε. Ξαφνικά μου ήρθε μια ιδέα!
    Κοίταξα γύρω μου αλλά δεν βρήκα αυτό που ήθελα.
    <<Ρένεσμι, δεν έχεις φωτογραφία των γονιών σου;>>
    Η μικρή κούνησε αρνητικά το κεφάλι. <<Εντάξει, θα δω τι μπορώ να κάνω>> είπα γρήγορα. Δεν ήθελα να την στεναχωρήσω.

    Την σκέπασα καλά, άναψα ένα μικρό φωτάκι και της χαμογέλασα. <<Κοιμήσου τώρα. Όνειρα γλυκά>>. Την φίλησα στο μέτωπο και εκείνη τύλιξε τα χεράκια της γύρω από το λαιμό μου και μου ανταπέδωσε το φιλί.

    Βγήκα από το δωμάτιο και πριν μπω στο δικό μου έριξα μια τελευταία ματιά στην πόρτα της Ρένεσμι. Με είχε αναστατώσει τόσο πολύ το αποψινό της ξέσπασμα. Πως ήταν δυνατόν να πιστεύει τέτοια πράγματα; Ποιος ξέρει πόσο καιρό βασανίζει τον εαυτό της με τέτοιες σκέψεις!
    Ίσως απόψε να κατάλαβε πως αυτή δεν ευθύνεται για τίποτα. Και δεν είχε ούτε μια φωτογραφία των γονιών της! Έπρεπε να μιλήσω με τον Έντουαρντ!

    Κοίταξα το ρολόι μου. Κόντευε δέκα και μισή. Ο Έντουαρντ δεν είχε επιστρέψει ακόμα.
    Έκανα ένα ζεστό μπάνιο για να ηρεμήσω. Φόρεσα ένα άνετο νυχτικό, τύλιξα τα μαλλιά μου σε μια πετσέτα και βγήκα στο μπαλκόνι. Κάθισα σε μια ψάθινη πολυθρόνα και περίμενα μέσα στα σκοτάδια. Περίμενα να γυρίσει εκείνος.
    Θα του έλεγα για τη Ρένεσμι. Θα του έλεγα πως έχει ευθύνη απέναντί της. Έπρεπε να είναι πιο κοντά της. Να της μιλάει για τους γονείς της αλλιώς εκείνη θα τους ξέχναγε. Ήταν τόσο μικρή όταν τους έχασε. Δεν είχε ούτε μια φωτογραφία τους!

    Περίμενα να γυρίσει εκείνος.
    Να τρέξω κάτω και να τον συναντήσω στη σκάλα. Να πέσω στην αγκαλιά του και να απαιτήσω τα φιλιά εκείνα που μου στέρησε όλες αυτές τις μέρες. Αφέθηκα για λίγο να απολαύσω τις εικόνες που δημιουργούσα με τη φαντασία μου. Αλλά μόνο για λίγο. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα από αυτά που φανταζόμουν. Ήθελα απλώς να τον δω. Έτσι λοιπόν περίμενα.
    Αλλά εκείνος δεν ερχόταν.

    Είχε πάει δώδεκα. Άρχισα να κρυώνω. Πήγα μέσα, πήρα μια κουβέρτα και βγήκα πάλι στο μπαλκόνι. Βολεύτηκα στην πολυθρόνα και κοίταξα τον ουρανό. Είχε ξαστεριά. Όλα ήταν ήσυχα.
    Έκλεισα για λίγο τα μάτια.

    Ξύπνησα απότομα όταν η πετσέτα που είχα στα μαλλιά μου έπεσε κάτω. Και εγώ η ίδια κόντευα να πέσω από την πολυθρόνα. Το σώμα μου είχε πιαστεί. Έτριψα τα μάτια και κοίταξα την ώρα. Είχε πάει δύο και μισή. Σηκώθηκα και κοίταξα κάτω. Δεν έβλεπα πουθενά το αυτοκίνητο του Έντουαρντ. Δεν είχε γυρίσει. Αναστέναξα απογοητευμένη.

    Έπεσα στο κρεβάτι και πριν βυθιστώ σε έναν ανήσυχο και γεμάτο όνειρα ύπνο, με κατέκλυσε ένα περίεργο συναίσθημα. Ο Έντουαρντ δεν είχε γυρίσει.

    ***********

    Άλειψα μια φέτα ψωμί με βούτυρο και μετά με μαρμελάδα σύκο. Ήταν η αγαπημένη της Ρένεσμι και εμένα. Και όπως με πληροφόρησε η Μπρέντα, που την είχε φτιάξει, άρεσε πολύ και στο Έντουαρντ.

    Κοίταξα την Ρένεσμι με την άκρη του ματιού μου. Φαινόταν ευδιάθετη. Χαμογέλασα και της έδωσα τη φέτα ψωμιού που κρατούσα στα χέρια μου.
    Η Τζέιν μπήκε φουριόζα στην κουζίνα κρατώντας μια χάρτινη σακούλα φρούτα, ένα καθαριστικό και ένα περιοδικό. Έπλυνε τα φρούτα και μου τα έδωσε για την Ρένεσμι. Έφυγε βιαστικά λέγοντας πως είχε πολλές δουλειές. Η Μπρέντα ερχόταν πάνω κάτω και αναρωτιόταν δυνατά τι να μαγειρέψει.

    <<Μακαρόνια με κιμά>> πετάχτηκε η Ρένεσμι. Εγώ χαμογέλασα ενώ έκοβα σε ροδέλες μια μπανάνα.
    <<Χτες φάγαμε μακαρόνια Ρένεσμι>> είπε η Μπρέντα χωρίς να την κοιτάξει. Ξεφύλλιζε το περιοδικό που έφερε η Τζέιν.
    <<Δεν πειράζει. Φτιάξε πάλι>> συνέχισε απτόητη η Ρένεσμι. Όταν η Μπρέντα δεν απάντησε, σήκωσα το κεφάλι και την κοίταξε. Ήταν απορροφημένη σε κάτι που διάβαζε.
    <<Μπρέντα, τι συμβαίνει;>>
    <<Τίποτα, κορίτσι μου>> είπε κλείνοντας απότομα το περιοδικό. <<Θα φτιάξω κοτόπουλο>> συνέχισε καταχωνιάζοντας το περιοδικό πίσω από τα κρασιά.
    Μα τι έπαθε;

    ********

    <<Μυρίζει υπέροχα Μπρέντα>> είπα. Δοκίμασα μια μπουκιά από το κοκκινιστό κοτόπουλο που είχε μαγειρέψει και συνειδητοποίησα πως η γεύση ήταν εφάμιλλη της μυρωδιάς.
    <<Είναι υπέροχο!>>
    <<Σε ευχαριστώ, καλή μου>> είπε η Μπρέντα φουσκώνοντας από υπερηφάνεια. Λάτρευε την μαγειρική.
    Ένας μεταλλικός ήχος ακούστηκε και γυρίσαμε και οι δύο προς τη Ρένεσμι. Είχε ρίξει κάτω το πιρούνι της. Η Μπρέντα αναστέναξε και πήγε να σηκωθεί.
    <<Πάω εγώ>> της είπα και σηκώθηκα κάνοντας της νόημα να καθίσει.
    <<Ξέρεις που είναι;>> με ρώτησε.
    <<Ναι, στο συρτάρι, ξέρω>> της απάντησα ενώ κατευθυνόμουν ήδη προς την κουζίνα.

    Άνοιξα το συρτάρι, πήρα ένα πιρούνι και πήγα να φύγω αλλά σταμάτησα. Πλησίασα ξανά στον πάγκο και τράβηξα το περιοδικό που είχε πετάξει η Μπρέντα το πρωί. Το ξεφύλλισα βιαστικά. Ξαφνικά σταμάτησα. Γύρισα αργά μερικές σελίδες πίσω και κοίταξα αυτό που είχε δει η Μπρέντα.
    Μια φωτογραφία του Έντουαρντ. Ήταν περικυκλωμένος από φωτογράφους και στο πλάι του στεκόταν μια πανέμορφη, μελαχρινή γυναίκα με καμπύλες και πλούσιο στήθος. Κρατούσε σφιχτά το μπράτσο του Έντουαρντ ενώ με το άλλο χέρι χάιδευε το μάγουλό του. Κι εκείνος χαμογελούσε!

    <<Μπέλλα;>> άκουσα την Μπρέντα να με φωνάζει. Έκλεισα βιαστικά το περιοδικό και πήγα στην τραπεζαρία.
    <<Δυσκολεύτηκες να τα βρεις;>> ρώτησε η Μπρέντα. Κούνησα αόριστα το κεφάλι και έδωσα το πιρούνι στην Ρένεσμι, η οποία είχε αρχίσει να τρώει με τα χέρια. Πήρα μια πετσέτα, σκούπισα τα χέρια της και της έδωσα το πιρούνι. Όλα αυτά έγιναν μηχανικά. Το μυαλό μου είχε κολλήσει στην φωτογραφία του περιοδικού. Πως τον άγγιζε εκείνη η γυναίκα. Και πως ο Έντουαρντ χαμογελούσε. Χαμογελούσε, έλαμπε ολόκληρος! Ένιωθα ναυτία. Ένα κύμα απελπισίας με κατέκλυσε.

    <<Κορίτσι μου, είσαι καλά; Είσαι κατάχλομη!>> είπε η Μπρέντα ανήσυχη.
    <<Δεν αισθάνομαι πολύ καλά. Καλύτερα να πάω πάνω>> είπα και κοίταξα τη Ρένεσμι. Έπρεπε να την βάλω για ύπνο. Ήταν δύο το μεσημέρι.
    <<Μην ανησυχείς. Θα την κοιμίσω εγώ. Πήγαινε να ξαπλώσεις λίγο>> είπε και κάνοντας το γύρω του τραπεζιού βρέθηκε δίπλα μου. Μου χάιδεψε το μπράτσο. <<Θες να σου φέρω τίποτα;>>
    <<Όχι, όχι. Θα πάρω ένα ποτήρι νερό και θα πάω στο δωμάτιό μου>>
    <<Όπως θες κορίτσι μου>>
    <<Μπέλλα, είσαι καλά;>> ρώτησε η Ρένεσμι κοιτώντας με.
    <<Ναι αγάπη μου, θα τα πούμε όταν ξυπνήσεις>>. Την φίλησα, χαμογέλασα όσο μπορούσα στην Μπρέντα και πήγα στην κουζίνα. Άρπαξα το περιοδικό και ανέβηκα τρέχοντας στο δωμάτιο.

    Κάθισα πάνω στο κρεβάτι και άνοιξα το περιοδικό. Ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται.

    Νέος έρωτας για τον πολυεκατομμυριούχο Έντουαρντ Κάλλεν; Άγνωστη η συνοδός του περιζήτητου εργένη.

    “Ο γνωστός επιχειρηματίας εθεάθη χτες σε γνωστό εστιατόριο της πόλης συνοδευόμενος από μια αιθέρια ύπαρξη με την οποία φάνηκε να περνάει καταπληκτικά. Αυτός και η συνοδός του και η παρέα τους συνέχισαν τη βραδιά τους σε κλαμπ μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.”

    Έγραφε κι άλλες λεπτομέρειες για την βραδιά τους και για τα άλλα άτομα που ήταν στην παρέα. Όλοι επιχειρηματίες, προφανώς συνεργάτες του Έντουαρντ. Εγώ όμως διάβαζα και ξαναδιάβαζα εκείνες τις τρεις σειρές μέχρι που τις έμαθα απέξω.
    Κοιτούσα την φωτογραφία και το άρθρο όλο το μεσημέρι λες και μπορούσα να αλλάξω τις λέξεις. Να εξαφανίσω την φωτογραφία. Βλέποντας τη γυναίκα το μόνο που σκεφτόμουν ήταν δεν μπορούσα να συγκριθώ μαζί της. Ύστερα η απελπισία μετατράπηκε σε θυμό. Είχα θυμώσει με τον εαυτό μου που παρασύρθηκα! Μα τι νόμιζα δηλαδή πως θα συνέβαινε; Ο Έντουαρντ ήταν ελεύθερος να κάνει ότι θέλει και με όποια θέλει. Όπως και εγώ άλλωστε! Τότε γιατί ένιωθα τόσο προδομένη; Τόσο ταπεινωμένη; Ο Έντουαρντ δε μου είχε υποσχεθεί τίποτα! Αυτό που αισθανόμασταν δεν ήταν τίποτα πέρα από έλξη. Θα έπαιρνα ότι είχε να μου προσφέρει! Έτσι είχα πει στην Άλις. Δεν έψαχνα για δεσμεύσεις. Έκλεισα με αποφασιστικότητα το περιοδικό και κατέβηκα κάτω.

    Μόλις κατέβηκα την σκάλα βρήκα τον Έντουαρντ. Αυτόματα όλο μου το σώμα σφίχτηκε. Ο θυμός επανήλθε. Φορούσε τα ίδια ρούχα με χτες. Διάφορες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό μου αλλά τις έδιωξα γρήγορα και τον κοίταξα σταθερά στα μάτια.

    <<Γεια>> είπε χαμογελώντας. Ήταν εμφανώς πολύ χαρούμενος. Δε μίλησα. Άφησε κάτω τον χαρτοφύλακά του και έβγαλε το σακάκι του. Ήμουν πολύ σίγουρη πως το πουκάμισό του θα είχε λεκέδες από κόκκινο κραγιόν, αλλά ήταν κάτασπρο όπως και χτες το βράδυ.

    <<Σου έχω καλά νέα!>> είπε ρίχνοντας το σακάκι του στον ώμο.
    “Λοιπόν τίποτα απ' ο,τι έχεις να μου πεις δε θα με κάνει να νιώσω καλύτερα” σκέφτηκα αλλά δε μίλησα.

    <<Η Ρένεσμι έχει γενέθλια σε μερικές μέρες και λέω να πάμε σε ένα νησί. Μπορώ να λείψω μερικές μέρες από την εταιρία και σκέφτηκα πως θα ήταν καλή ιδέα. Τι λες και συ;>>

    Είχα μείνει άφωνη! Παρά την βεβαιότητα πως τα λόγια του δε θα άλλαζαν τη διάθεσή μου ήμουν απίστευτα ενθουσιασμένη! Θα την έπαιρνε και θα πήγαιναν διακοπές! Αυτό ήταν υπέροχο! Η Ρένεσμι θα ενθουσιαζόταν.

    <<Τέλεια ιδέα Έντουαρντ! Η Ρένεσμι θα τρελαθεί από τη χαρά της! Έχω σκεφτεί και το τέλειο δώρο. Εγώ θα πρέπει να ψάξω να της πάρω κάτι. Θα της το δώσω όταν γυρίσετε>>
    μιλούσα χωρίς να παίρνω ανάσα, κουνώντας έντονα τα χέρια. Χωρίς να το καταλάβω τον είχα πλησιάσει. Ήμουν ένα βήμα μακριά του. Ο Έντουαρντ έβαλε τα γέλια.

    <<Σιγά, πάρε ανάσα. Χαίρομαι που σου αρέσει η ιδέα. Θέλω οπωσδήποτε να μου πεις για το δώρο γιατί εγώ δεν είμαι καλός σε αυτά. Όσο για το δικό σου, θα της το δώσεις στα γενέθλιά της>> είπε και κάλυψε την απόσταση μεταξύ μας. Οι σφυγμοί μου ανέβηκαν και η ανάσα μου επιτάχυνε.
    Μα πως το έκανε αυτό; Ξέχασα σχεδόν τη φωτογραφία στο αναθεματισμένο περιοδικό.

    <<Τι εννοείς;>> ψέλλισα προσπαθώντας να κρατήσω τη φωνή μου σταθερή.
    <<Θα έρθεις μαζί μας>> είπε και πριν προλάβω να πω οτιδήποτε πέρασε το χέρι του γύρω από τη μέση μου, με τράβηξε πάνω του και ένωσε τα χείλη μας σε ένα φιλί που συντάραξε όλο μου το είναι. Τα χείλη του ήταν απαιτητικά, διψασμένα. Το σώμα μου πονούσε ολόκληρο από την επιθυμία. Άφησα ένα βογκητό και πέρασα τα χέρια μου μέσα από τα μαλλιά του. Δυστυχώς σταμάτησε το φιλί μας. Μπορεί να μας έβλεπαν.

    Απομακρύνθηκε αργά και με κοίταξε. Τα μάτια μου έκαιγαν. Χάιδεψε το μάγουλο μου και ανέβηκε τη σκάλα τρέχοντας αφήνοντάς με βαριανασαίνω.

    Έκατσα στην σκάλα και προσπάθησα να συνέλθω.
    Θα πηγαίναμε διακοπές!

    Σπόιλερ:


    Έχει επεξεργασθεί από τον/την marina στις Πεμ 15 Μαρ 2012 - 17:32, 3 φορές συνολικά
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    marina
    Midnight Sun Vampire
    Midnight Sun Vampire
    marina


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 29
    Τόπος : κόρινθος
    Αριθμός μηνυμάτων : 3084
    Registration date : 22/01/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Inflict Pain with Thoughs

    Νταντά για όλες τις δουλειές - Σελίδα 2 Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Νταντά για όλες τις δουλειές   Νταντά για όλες τις δουλειές - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΤετ 8 Φεβ 2012 - 18:34

    Κεφάλαιο 19


    ΈΝΤΟΥΑΡΝΤ


    Χαμογέλασα και έβγαλα το σακάκι μου. Την είχα αφήσει άφωνη. Όσο το σκεφτόμουν τόσο περισσότερο μoυ άρεσε η ιδέα. Το να επισκεφτούμε το Νησί της Ορχιδέας για να γιορτάσουμε τα γενέθλια της Ρένεσμι ήταν υπέροχη ιδέα.
    Βρήκα μια φόρμα και ένα κοντομάνικο και άρχισα να ντύνομαι. Το Νησί της Ορχιδέας ήταν ένα νησί οχτακοσίων στρεμμάτων στον Ατλαντικό. Κόστισε αρκετά εκατομμύρια στην οικογένειά μου αλλά άξιζε τα λεφτά του και με το παραπάνω...

    Εγώ και ο Φεντερίκο πηγαίναμε συνέχεια εκεί όποτε θέλαμε να βρούμε την ησυχία μας.
    Τροπικά δάση, πράσινα κρυστάλλινα νερά, καταρράχτες, λευκές παραλίες, εξωτικά πουλιά και μαγευτικές λευκές ορχιδέες. Ο προσωπικός μας παράδεισος στη γη. Βέβαια το νησί δεν χρησίμευε μόνο ως τόπος ξεκούρασης και απομόνωσης.
    Οι δημοσιογράφοι τρελαίνονταν για τα περίφημα πάρτι των αδερφών Κάλλεν στο Νησί της Ορχιδέας. Όλη η αφρόκρεμα των επιχειρήσεων και του σταρ σύστεμ παρευρισκόταν στο πάρτι που διοργανώναμε ο Φεντερίκο κι εγώ στο τέλος του καλοκαιριού.

    Μετά το θάνατό του δεν είχα επισκεφτεί ξανά το νησί. Οι γονείς μου με παρακαλούσαν να πάω μαζί τους, αλλά πάντα έβρισκα μια δικαιολογία για να το αποφύγω. Ήξερα πάντως πως το έμπιστο προσωπικό που έμενε μόνιμα στο νησί, το διατηρούσε σε τέλεια κατάσταση και έτοιμο να με δεχτεί ανά πάσα στιγμή.
    Ο Φεντερίκο λάτρευε αυτό το μέρος και ήθελα να το αγαπήσει και η κόρη του. Έπρεπε να την έχω πάει εδώ και καιρό να το επισκεφτεί. Τα γενέθλιά της ήταν σε λίγο καιρό και σκόπευα να διοργανώσω ένα μεγάλο πάρτι προς τιμήν της και να ξαναδώσω ζωή στο νησί. Και φυσικά η Μπέλλα θα ερχόταν μαζί μας. Μόλις τη σκέφτηκα ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου.

    Ντυμένος πια βγήκα βιαστικά από το δωμάτιο. Όταν της ανακοίνωσα την απόφασή μου στην ουσία δεν της έδωσα την ευκαιρία να μου πει τη γνώμη της. Τη φίλησα σαν τρελός. Το είχα ανάγκη.
    Αλλά και εκείνη ανταποκρίθηκε όπως πάντα με μια θέρμη που κάθε φορά με εξέπληττε.
    Αυτά σκεφτόμουν όταν σταμάτησα απότομα στην κορυφή της σκάλας. Η Μπέλλα καθόταν στα τελευταία σκαλοπάτια και δεν με έβλεπε. Κοίταξα γύρω μου. Δεν ήταν κανείς.

    Κατέβηκα αθόρυβα τις σκάλες και μόλις έφτασα κοντά της, έσκυψα και πήρα μια βαθιά ανάσα. Το άρωμα της λεβάντας με κατέκλυσε. Εκείνη, χαμένη στις σκέψεις της, που θα έδινα τα πάντα για να μάθω ποιες ήταν, δε φάνηκε να αντιλαμβάνεται τη παρουσία μου. Κοίταξα άλλη μια φορά γύρω μου. Ακούγονταν ομιλίες στην κουζίνα, πράγμα που σήμαινε πως όλοι ασχολούνταν με την προετοιμασία του μεσημεριανού. Με μια γρήγορη κίνηση της έκλεισα το στόμα και κόλλησα την πλάτη της στο στέρνο μου. Η Μπέλλα άρχισε να παλεύει και προσπάθησε να ελευθερωθεί.
    Τι αγρίμι!

    <<Ησύχασε>> της ψιθύρισα στο αυτί. Αμέσως η Μπέλλα σταμάτησε. Σχεδόν δεν ανέπνεε. Κάτι στην υπακοή της άρχισε να με αναστατώνει.
    Παρόλο που ήξερα πως δεν θα έκανε φασαρία ή κάτι τέτοιο δεν τράβηξα το χέρι μου από το στόμα της. Μου άρεσε να νιώθω τα ζεστά χείλη της στη παλάμη μου. Με το άλλο χέρι τράβηξα τα μαλλιά από το λαιμό της και άρχισα να την φιλάω έχοντας το νου μου μην έρθει κανείς.
    Ξαφνικά σταμάτησα έκπληκτος όταν ένιωσα τη γλώσσα της στη παλάμη μου. Κόλλησε κι άλλο πάνω μου αναστενάζοντας.

    Εγώ ξεκίνησα αυτό το παιχνίδι, γιατί μου άρεσε να σκέφτομαι ότι αποπλανώ την Μπέλλα Σουαν. Όμως αυτή τη στιγμή εκείνη είχε το πάνω χέρι και εγώ ένιωθα αδύναμος και παραδομένος. Φίλησε το χέρι μου και μετά απαλά το τράβηξε από το στόμα της. Γύρισε και με κοίταξε στα μάτια με έναν τρόπο που είχα συνηθίσει να με κοιτούν οι γυναίκες. Τα μάτια του γυάλιζαν από πόθο. Όμως υπήρχε και κάτι άλλο. Κάτι που δεν είχα ξαναδεί. Υπήρχε τρυφερότητα, ενδιαφέρον και ίσως κάποια σκιά ανησυχίας.
    <<Σε θέλω πολύ, Μπέλλα>> είπα χωρίς να το σκεφτώ ξαφνιάζοντας τον εαυτό μου με αυτή τη δήλωση. Όμως ήταν η αλήθεια και δεν το μετάνιωσα. Την ήθελα πάρα πολύ. Όπως δεν θέλησα καμία άλλη ως τώρα. Δεν ήταν μόνο η σωματική έλξη που με βασάνιζε. Ήταν και κάτι άλλο που δεν μπορούσα να προσδιορίσω. Ήθελα να μάθω τα πάντα για αυτή. Μου άρεσε να παρατηρώ τις εκφράσεις της, να μιλάω μαζί της, να είμαι κοντά της.

    <<Και εγώ σε θέλω, Έντουαρντ>> μου απάντησε. Το ένιωθα αλλά το ότι την άκουσα να το λέει με έκανε να νιώσω απίστευτα. Απομακρύνθηκε λίγο από κοντά μου και μου χαμογέλασε.
    <<Αλλά καλύτερα να μην κάνεις τέτοιες αιφνιδιαστικές επιθέσεις>> είπε και τα μάγουλά της πήραν χρώμα.
    <<Γιατί όχι; Αφού μου φάνηκες ετοιμοπόλεμη>> την πείραξα. Όμως είχε δίκιο. Μπορεί να μας έβλεπε κάποιος. Σηκώθηκα από τη σκάλα και της έδωσα το χέρι μου για να την βοηθήσω να σηκωθεί κι εκείνη.
    <<Αναγκαστικά>> μου ανταπάντησε << Με εσένα που έχω μπλέξει πρέπει να είμαι σε εγρήγορση>> είπε σφίγγοντας το χέρι μου προτού το αφήσει.

    <<Αν το θεωρείς αυτό μπλέξιμο που να δεις τι έχει να γίνει στη συνέχεια>> της ψιθύρισα.
    Χάιδεψα το μάγουλό της και χαμογέλασα. Ήμουν έτοιμος να σκύψω και να την φιλήσω αλλά εκείνη τραβήχτηκε χαμογελώντας.
    <<Κύριε Κάλλεν, το μεσημεριανό είναι έτοιμο. Δεν πρέπει να αργήσουμε>> είπε και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα έχοντας εμένα πίσω της.


    ΜΠΕΛΛΑ

    Γέμισα το πιάτο της Ρένεσμι με την αχνιστή κοτόσουπα που είχε φτιάξει η Μπρέντα. Γέμισα και το δικό μου πιάτο και έκατσα δίπλα της. Η Τζέιν σέρβιρε τον Έντουαρντ που είχε τα μάτια του κολλημένα πάνω μου. Καθάρισα το λαιμό μου και κοίταξα τη Ρένεσμι.
    <<Θες να σε ταΐσω, αγάπη μου;>>
    <<Μπορώ μόνη μου>> είπε και προσπάθησε να κρατήσει σταθερό το γεμάτο κουτάλι καθώς το έφερνε στο στόμα της. Τα κατάφερε αλλά της έπεσε λίγο στην πετσέτα που είχε στα πόδια της.
    <<Δεν πειράζει. Να γεμίζεις λιγότερο το κουτάλι σου και να το φυσάς για να μην καείς>>

    Κούνησε το κεφάλι της και συνέχισε να τρώει. Όταν σήκωσα το κεφάλι μου είδα πως ο Έντουαρντ κοιτούσε την Ρένεσμι και ένα υπέροχο χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.

    <<Πως σας φαίνεται η σούπα;>> ρώτησε η Μπρέντα μπαίνοντας φουριόζα στην κουζίνα.
    Μόλις δοκίμασα της απάντησα. <<Είναι πεντανόστιμη>>

    <<Σίγουρα; Μήπως θέλει λίγο αλάτι;>> ρώτησε τακτοποιώντας τον πάγκο.
    <<Όχι είναι μια χαρά>> απάντησε ο Έντουαρντ.

    Για λίγο τρώγαμε χωρίς να μιλάμε. Με την άκρη του ματιού μου είδα τον Έντουαρντ να σκουπίζει τα χείλη του. <<Ρένεσμι>> είπε τραβώντας την προσοχή της.
    <<Σε λίγο είναι τα τέταρτα γενέθλιά σου και σκεφτόμουν πως πρέπει να κάνουμε κάτι ξεχωριστό. Το καλοκαίρι κοντεύει να τελειώσει και δεν πήγες πουθενά διακοπές. Σκέφτηκα λοιπόν, αν δεν έχεις αντίρρηση, να γιορτάσουμε τα γενέθλιά σου σε ένα πολύ ωραίο νησί. Τι λες;>> είπε και με κοίταξε αγχωμένος. Του ένευσα χαμογελώντας.

    Η Ρένεσμι δεν απαντούσε και ο Έντουαρντ ανακάθισε στην καρέκλα του νιώθοντας άβολα. Έκανε μια προσπάθεια να την πλησιάσει αλλά εκείνη δεν ανταποκρινόταν.

    <<Ρένεσμι; Πως σου φαίνεται η ιδέα;>> την ρώτησα χαϊδεύοντας τα μαλλιά της. Εκείνη κοίταζε μια εμένα μια τον Έντουαρντ. Ο Έντουαρντ πήγε να πει κάτι αλλά τον πρόλαβε η Ρένεσμι.
    <<Αλήθεια;>> ρώτησε με επιφύλαξη. Με κοίταξε και της έγνεψα καταφατικά.
    <<Ναι, φυσικά. Αλλά αν δεν θες μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο>> είπε γρήγορα ο Έντουαρντ.
    <<Εσύ θα θέλεις να έρθεις;>> με ρώτησε.
    <<Εεε,εγώ...>> δεν ήξερα αν ήθελα να πάω.
    <<Φυσικά και θα έρθει! Δεν είναι δυνατόν να μην έρθει>> απάντησε ο Έντουαρντ και ο τόνος του δεν άφηνε περιθώρια για αντιρρήσεις. Αναστέναξα....

    <<Θα έρθω Ρένεσμι>> της είπα την είδα να χαμογελά.
    <<Τέλεια!>> φώναξε ενθουσιασμένη, πήδηξε από την καρέκλα και έτρεξε πάνω στον Έντουαρντ.
    Εκείνος την πήρε αγκαλιά και την κράτησε στα γόνατά του. Πόσο ήθελα να τους βγάλω μια φωτογραφία!

    <<Σε ευχαριστώ πολύ, θείε>> είπε και τον φίλησε στο μάγουλο. Και τότε στο πρόσωπο του Έντουαρντ σχηματίστηκε ένα χαμόγελο που δεν είχα δει ποτέ μέχρι τώρα. Ήταν σχεδόν ντροπαλό.
    <<Τίποτα>> είπε και της ανταπέδωσε το φιλί.
    Ένιωθα πως η καρδιά μου θα έσπαγε από την ευτυχία που ένιωθα!

    <<Υπέροχη ιδέα, αγόρι μου>> είπε η Μπρέντα με βραχνή φωνή καθώς σηκωνόταν. Πήγε δίπλα του και του χάιδεψε το μάγουλο. Ένιωσα ένα τσίμπημα ζήλιας. Μακάρι να μπορούσα να τον αγγίξω και εγώ τόσο απλά όσο τον άγγιζε η Μπρέντα. Κοίταξα το πιάτο μου. Ένιωθα ένα κόμπο στο στομάχι μου.

    <<Μπέλλα;>>Σήκωσα το κεφάλι και είδα τον Έντουαρντ να με παρατηρεί. Πίεσα τον εαυτό μου να χαμογελάσει. Ξαφνικά είχα μελαγχολήσει και δεν υπήρχε κανένας λόγος. Η Ρένεσμι και ο Έντουαρντ έρχονταν όλο και πιο κοντά. Τι παραπάνω να ζητούσα;

    <<Άρχισε να ετοιμάζεις βαλίτσες! Αύριο το βράδυ πετάμε!>> είπε ο Έντουαρντ.
    <<Τόσο σύντομα;>> είπα αποσβολωμένη.
    <<Θα τακτοποιήσω κάποια θέματα που επείγουν στο γραφείο και μετά θα είμαι ελεύθερος.
    Θα περάσουμε δύο βδομάδες στο Νησί της Ορχιδέας>> είπε και τα μάτια του γυάλισαν.


    ****************

    Έκλεισα το φερμουάρ της μικρής μου βαλίτσας. Κοίταξα την ώρα. Ήταν έντεκα και μισή το βράδυ.
    Πέρασα όλο το απόγευμα με την Ρένεσμι η οποία ήταν τόσο ενθουσιασμένη για το ταξίδι μας που δεν μιλούσε για τίποτα άλλο. Ο Έντουαρντ μετά το μεσημεριανό πήγε πάλι στο γραφείο. Μάλλον θα γύριζε σε λίγο. Σήκωσα την βαλίτσα μου, με τα ελάχιστα ρούχα που είχα πάρει μαζί μου, και την ακούμπησα δίπλα από την ντουλάπα μου.
    Έπεσα στο κρεβάτι μου και αναστέναξα. Αύριο θα ετοίμαζα και τα πράγματα της Ρένεσμι. Πόσο πολύ χαιρόταν! Και εγώ κατά βάθος χαιρόμουν, αν και δεν ήθελα να το παραδεχτώ.
    Η φωτογραφία εκείνης της γυναίκας δίπλα στον Έντουαρντ ερχόταν όλο και πιο συχνά στο μυαλό μου και μου δημιουργούσε θλίψη.
    Όταν όμως με φιλούσε τα ξεχνούσα όλα. Ένιωθα τόσο... Δεν ήξερα πως να το περιγράψω. Ένιωθα την ανάγκη μου να βρίσκομαι πλάι του να μεγαλώνει μέρα με τη μέρα.
    Μου έλειπε ακόμα και όταν στεκόταν δίπλα μου. Μα τι μου συνέβαινε;
    Ο Έντουαρντ ήταν η τελευταία μου σκέψη καθώς χωρίς να το καταλάβω άρχισα να βυθίζομαι σε έναν ανήσυχο ύπνο.

    Κατά τις τρεις το πρωί ξύπνησα λουσμένη στον ιδρώτα. Έκανε αφόρητη ζέστη. Πήγα παραπατώντας μέχρι την μπαλκονόπορτα και την άνοιξα. Ένα δροσερό αεράκι χάιδεψε το πρόσωπό μου. Είχε ξαστεριά απόψε. Επέστρεψα στο κρεβάτι μου αλλά δεν με έπαιρνε ο ύπνος. Είχα δει ένα όνειρο. Ο Έντουαρντ ήταν σε μια παραλία και έπαιζε με την Ρένεσμι. Εγώ τους παρακολουθούσα από μακριά και ήμουν πολύ ευτυχισμένη. Όμως δεν μπορούσα να τους πλησιάσω. Σαν να υπήρχε ένα αόρατο τείχος ανάμεσά μας. Τους φώναξα αλλά εκείνοι δεν φάνηκαν να το προσέχουν. Συνέχισαν να διασκεδάζουν και εγώ ήμουν τόσο κοντά τους αλλά τόσο μακριά την ίδια στιγμή.
    Ένιωσα να μου κόβεται η αναπνοή. Ανακάθισα στο κρεβάτι και τύλιξα τα χέρια γύρω από το σώμα μου. Ο λαιμός μου είχε στεγνώσει. Κοίταξα το ποτήρι που βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο μου. Ήταν άδειο. Το πήρα και κατέβηκα στην κουζίνα. Το σπίτι ήταν σκοτεινό και ήσυχο. Άναψα το φως της κουζίνας και γέμισα το ποτήρι μου με νερό. Το ήπια και ένιωσα κάπως καλύτερα. Το ξαναγέμισα για να το πάρω στο δωμάτιό μου.
    Έκλεισα το φως της κουζίνας και κατευθύνθηκα προς τις σκάλες. Ξαφνικά σταμάτησα. Από κάπου ερχόταν φως.
    Πως δεν το είχα προσέξει νωρίτερα;
    Ακολούθησα το φως και συνειδητοποίησα ότι ερχόταν από την βιλιοθήκη. Την πρώτη μέρα που είχα έρθει εδώ η Τζέιν με είχε πληροφορήσει σχετικά με αυτή και είχα ενθουσιαστεί αλλά δεν βρήκατην ευκαιρία να την επισκεφτώ. Ένα ζεστό κίτρινο φως περνούσε μέσα από την μισάνοιχτη πόρτα. Την έσπρωξα απαλά και μπήκα μέσα.
    Οι τοίχοι του δωματίου ήταν καλυμμένοι από βιβλιοθήκες και ράφια γεμάτα βιβλία. Το δωμάτιο ήταν πολύ μεγάλο και ψηλοτάβανο. Υπήρχαν άλλες δύο τουλάχιστον βιβλιοθήκες,πιο μέσα στο δωμάτιο, παράλληλες, που δημιουργούσαν ένα στενό διάδρομο. Μερικά από τα ράφια έφταναν τόσο ψηλά και αναρωτήθηκαν πως έφταναν τα βιβλία. Σίγουρα θα υπήρχε κάποια σκάλα εδώ μέσα. Ανάμεσα στα ράφια του δεξιού τοίχου βρισκόταν ένα τζάκι ενώ μπροστά του ήταν μια δέσμη κούτσουρα τακτοποιημένη,έτοιμη για το χειμώνα. Απέναντί μου βρισκόταν ένα γραφείο και μια μεγάλη δερμάτινη μαύρη πολυθρόνα. Το φως που με είχε οδηγήσει εδώ προερχόταν από το λαμπατέρ δίπλα στο γραφείο.

    <<Τι κάνεις εδώ;>> με ρώτησε ο Έντουαρντ καθώς ξεπρόβαλε από τις σκιές. Τρόμαξα τόσο πολύ που πήγε να μου πέσει το ποτήρι. Φορούσε μία απλή φόρμα και ένα μαύρο φανελάκι. Πολύ στενό ήταν... Πήρα τα μάτια μου από πάνω του και κοίταξα γύρω μου. Αν και είχαμε φιληθεί αρκετές φορές και τον είχα δει και μελιγότερα ρούχα, ντρεπόμουν νατον κοιτάω έτσι. Όμως ήταν πολύ δύσκολο να μην το κάνω. Η ανάσα μου είχε γίνει γρήγορη.
    Ο Έντουαρντ ήταν ξυπόλυτος και κρατούσε ένα βιβλίο στο χέρι του. Με πλησίασε,άφησε το βιβλίο στο γραφείο και το ίδιο έκανε και με το ποτήρι που κρατούσα στα χέρια μου.
    <<Δεν ήθελα να σε τρομαξω. Με συγχωρείς>> είπε χωρίς να αφήσει το χέρι μου. Τον κοίταξα. Τα μάτια του έλαμπαν. Ίσως πάλι να ήταν ιδέα μου.
    <<Λοιπόν>> είπε και ένα χαμόγελο τρεμόπαιξε στα χείλη του <<γιατί δεν κοιμάσαι;>>
    <<Κατέβηκα να πιώ νερό>> του είπα δείχνοντας το ποτήρι πάνω στο γραφείο. << Εσύ γιατί δεν κοιμάσαι;>>
    <<Όπως σου είπα το μεσημέρι είχα να τακτοποιήσω κάποιες εκκρεμότητες. Μετά άρχισα να διαβάζω ένα βιβλίο και πέρασε η ώρα χωρίς να το καταλάβω>>.

    "Ακόμα κρατάει το χέρι μου" σκέφτηκα. Μα φυσικά και το κρατούσε. Εγώ του είχα δώσει το δικαίωμα. Για αυτό και για περισσότερα ακόμα. Ήμουν τρελή για αυτόν τον άντρα και πέταγα από την χαρά μου που φαινόταν να ενδιαφέρεται το ίδιο για μένα, όμως κάποιες φορές προσγειωνόμουν απότομα στην πραγματικότητα. Ήταν το αφεντικό μου και η αλήθεια ήταν πως δεν θα ήμουν για πάντα κοντά στην Ρένεσμι και αυτόν. Σκέφτηκα πάλι το όνειρό μου.
    <<Μπέλλα, είσαι καλά; Τι συμβαίνει;>> με ρώτησε καθώς τόση ώρα με παρατηρούσε σιωπηλός. Κοίταξα το πρόσωπό του. Φαινόταν μπερδεμένος και λίγο ανήσυχος. Αναρωτιόμουν τι να έβλεπε εκείνος στο δικό μου πρόσωπο. Φόβο, διστακτικότητα, απόγνωση ίσως;
    <<Τίποτα. Είμαι μια χαρά>>. Δε φάνηκε να πείθεται αλλά δεν το συνέχισε.
    Άλλαξε θέμα.
    <<Ετοίμασες τα πράγματά σου;>> Κατάλαβα ότι αναφερόταν στο ταξίδι. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου.
    Με κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια του. <<Μπέλλα, αν για οποιονδήποτε λόγο δεν θες να έρθεις...>> άρχισε να λέει αλλά τον σταμάτησα.
    <<Φυσικά και θέλω να έρθω>> είπα. Σώπασε για λίγο. << Απλώς δεν ξέρω πως ακριβώς να φερθώ στην Ρένεσμι, οπότε φαντάστηκα πως θα ήταν καλό για εκείνη να έρθεις μαζί μας>>
    Φυσικά και με ήθελε για την Ρένεσμι. Επειδή δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνος του. Μα καλά τι περίμενα δηλαδή;

    <<Τουλάχιστον μαζί σου δεν θα βαρεθεί>> είπε βγάζοντάς με από τις σκέψεις μου. Έκανε το γύρω του γραφείου και κάθισε. Μου έκανε νόημα να πάω κοντά του. Χωρίς καν το μυαλό μου να σκεφτεί πήγα κοντά του. Μου έκανε νόημα τα κάτσω στα πόδια του. Προσπάθησα να μη γελάσω και έκατσα πάνω στο γραφείο. Ο Έντουρντ χαμογέλασε αποκαλύπτοντας τα δόντια του.
    Μου άρεσε όταν χαμογελούσε με αυτόν τον τρόπο.
    <<Και δεν νομίζω πως η Ρένεσμι βαριέται μαζί σου. Αν της αφιέρωνες λίγο χρόνο θα το διαπίστωνες και ο ίδιος>> Το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη του και με κοίταξε στα μάτια.
    <<Δεν σε κατηγορώ Έντουαρντ>> του εξήγησα. << Απλώς λέω>> συνέχισα ανάλαφρα ελπίζοντας πως δε θα το έπαιρνε στραβά.
    Οι άκρες των χειλιών του ανασηκώθηκαν. Πέρασε τα χέρια του πίσω από τον αυχένα του μπλέκοντας τα δάκτυλά του. << Απλώς λες>> επανέλαβε.
    Για λίγο δεν μιλούσαμε και απομείναμε να κοιταζόμαστε. Υπήρχε μια οικειότητα ανάμεσά μας που μας επέτρεπε να μοιραζόμαστε τη σιωπή χωρίς να υπάρχει ανάγκη για άσκοπα λόγια.
    Ο Έντουαρντ έσπασε πρώτος τη σιωπή.
    <<Είπες πως είχες μια ιδέα για κάποιο δώρο για τη Ρένεσμι>> Μα ναι!
    <<Ναι ήθελα να στο προτείνω>> είπα ψάχνοντας πως να ξεκινήσω.
    <<Σε ακούω>>
    <<Τις προάλλες είχα μια συζήτηση με την Ρένεσμι που με προβλημάτησε πολύ. Έχει την εντύπωση πως έχει μερίδιο ευθύνης για τον θάνατο των γονειών της>>
    Ο Έντουαρντ σχεδόν πετάχτηκε από τη θέση του. Τα μάτια του είχαν ανοίξει διάπλατα. << Πως είναι δυνατόν αυτό; Την είχα διαβεβαιώσει και παλιότερα ότι δεν ήταν έτσι>> είπε απελπισμένος.
    <<Έντουαρντ, είναι παιδί. Έχασε και τους δυό της γονείς πριν καν προλάβει να τους γνωρίσει και δει πως την αγαπούσαν. Τα παιδιά και σε μεγαλύτερες ηλικίες σκέφτονται έτσι. Κυρίως όταν χωρίζουν οι γονείς τους. Η Ρένεσμι δεν μπορεί να καταλάβει. Για αυτήν η μόνη λογική εξήγησει είναι ότι κάτι έκανε και την άφησαν οι γονείς της>>
    Στο πρόσωπό του έβλεπα πόνο. Ήθελα τόσο πολύ να τον παρηγορίσω. Άγγιξα τον ώμο του. Με κοίταξε και σαν να μη με είχε ακούσει επανέλαβε <<Ματης το είχα εξηγήσει>>

    <<Έντουαρντ με το να της το πεις απλώς δεν της το δίνεις να το καταλάβει>> είπα πιο δυνατά κάνοντάς τον να με προσέξει.
    <<Πρέπει να είσαι δίπλατης. Να αναπληρώνεις όσο είναι δυνατόν το κενό που έχουν αφήσει ο αδερφός σου και η γυναίκα του. Να της δείξεις ότι είναι σημαντική για σένα. Ότι νοιάζεσαι. Ότι έχετε ο ένας τον άλλον. Μην την αφήσεις να πιστέψει ότι σε έχει ΄χασει κι εσένα, γιατί τότε θα την χάσεις έσυ και μετά θα είναι πολύ αργά>> είπα γεμάτη θλίψη καθώς θυμόμουν τη Ρένεσμι.
    Ο Έντουαρντ φαινόταν σαν να πονούσε παντού. Το όμορφο πρόσωπό του ήταν βουτιγμένο στον πόνο και την απελπισία. Δεν το άντεχα άλλο αυτό. Κατέβηκα από το γραφείο και έκατσα στα γόνατά του όπως μου είχε υποδείξει στην αρχή για να με πειράξει. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από το σώμα του και τον έσφιξα κοντά μου σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να τον παρηγορήσω. Να πάρω τον πόνο του. Τον πόνο που είχα προκαλέσει λέγοντας την αλήθεια. Στην αρχή δεν αντέδρασε. Μετά όμως ένιωσα τα χέρια του στη μέση και στην πλάτη μου. Ακούμπησε το πιγούνι του στον ώμο μου και έχωσε το πρόσωπό του στα μαλλιά μου. Τον άκουσα να παίρνει βαθιέες ανάσες.
    Δεν ξέρω πόση ώρα μείναμε έτσι...

    Τραβήχτηκα αργά μακριά του χωρίς όμως να σηκωθώ. Απλώς δεν μπορούσα να αποχωριστώ ακόμα το άγγιγμά του. Όχι ακόμα.
    Το πρόσωπό του φανόταν ήρεμο αλλά στα μάτια του διέκρινα ακόμα τη θλίψη.
    <<Έντουαρντ, ξέρω πως το να χάσεις τον αδερφό σου και την Κλέρ ήταν μεγάλο χτύπημα για σένα. Όμως η Ρένεσμι είναι εδώ. Είναι εδώ Έντουαρντ και σε έχει ανάγκη>> είπα χαϊδεύοντας το μάγουλό του.
    <<Πιστεύεις πως μπορώ να επανορθώσω; Πως μπορώ να τα καταφέρω; Πως δεν είναι αργά;>>ρώτησε με αγωνία. Με κοίταξε λες και από την απάντηση μου κρινόταν η ζωή του.
    <<Φυσικά Έντουαρντ. Η Ρένεσμι σε λατρεύει, όπως και συ άλλωστε. Πρέπει απλώς να έρθετε πιο κοντά. Θα δειςπως τελικά δεν είναι και τόσο δύσκολο. Όλα θα πάνε καλά>> είπα και ήξερα πως είχα δίκιο. Θα τα κατάφερναν και θα ήταν πολύ ευτυχισμένοι. Η πίστη αυτή ήταν τόσο δυνατή που ένιωθα να ακτινοβολεί από μέσα μου και ευχόμουν να άγγιζε τον Έντουαρντ που είχε τα μάτια του καρφωμένα στο πρόσωπό μου.
    <<Σε ευχαριστώ Μπέλλα>> είπε απλώς αλλά η βραχνή του φωνή και τα μάτια του έλεγαν όλα τα άλλα.
    <<Τι δώρο θα κάνουμε στην Ρένεσμι;>> με ρώτησε γεμάτος περιέργεια θέλοντας να ελαφρήνει την ατμόσφαιρα.
    <<Πιστεύω πως πρέπει να της δώσουμε μια φωτογραφία των γονειών της>> είπα και κράτησα την ανάσα μου. Δεν ήθελα να μελαγχολήσει και πάλι. Το σκέφτηκε για λίγο και μετά το πρόσωπό του έλαμψε.
    <<Ξέρω ακριβώς ποια φωτογραφία θα της δώσουμε!>> είπε και παίρνοντάς με στην αγκαλιά του σηκώθηκε από την πολυθρόνα. Έκανε το γύρω και με άφησε κάτω. Ήταν πολύ χαρούμενος. Έκανε να φύγει αλλά γύρισε ξανά κοντά μου. Πέρασε τα χέρια του γύρω από τη μέση μου και ένωσε τα χείλη του με τα δικά μου τραβώντας με πάνω του. Θα περίμενε κανείς πως θα το είχα συνηθίσει μέχρι τώρα. Κι όμως για άλλη μια φορά ένιωσα τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια μου, την ύπαρξή μου να μηδενίζεται και να υπάρχω μόνο για το φιλί του.
    Σταματήσαμε για να αναπνεύσουμε. Μακάρι ναμην ήταν ανάγκη!

    Έφυγε αφήνοντάς με για λίγο. Χάθηκε πίσω από τις ψηλές βιβλιοθήκες. Μέχρι να γυρίσει είχε ηρεμίσει ο σφιγμός μου. Περίπου...
    Κρατούσε ένα άσπρο κουτί. Χαμογελούσε.
    Έκατσε στο πάτωμα και βολεύτηκα δίπλα του. Άνοιξε το κουτί. Ήταν γεμάτο φωτογραφίες. Δεν ήθελα να τον ρωτήσω γιατί τις είχα καταχονιάσει στη βιβλιοθήκη.
    Έψαξε για λίγο και μετά αναφώνησε.
    <<Τι λες για αυτή;>> είπε δίνοντάςμου μια φωτογραφία. Στην φωτογραφία ήταν η Κλερ, με τα κόκκινα μαλλιά της να πέφτουν στους ώμους της, και ο Φεντερίκο. Και οι δύο κοίταγαν με
    λατρεία το μικρό πλασματάκι με τα ελάχιστα καστανοκόκκινα μαλλιά και τα κλειστά ματάκια. Ένα αχνό χαμόγελο υπήρχε και στα δικά του χείλη.
    <<Είναι η πρώτη φωτογραφία της ρένεσμι με τους γονείς της. Εγώ την τράβηξα>> είπε ο Έντουαρντ.
    <<Είναι υπέροχη!>> είπα και την κοιτάξαμε για λίγο ακόμα.
    Την βάλαμε στην άκρη και ο Έντουαρντ άρχισε να μου δείχνει τις οικογενειακές του φωτογραφίες. Στις περισσότερες ήταν αυτός, ο Φεντερίκο και οι γονείς τους. Σε κάποιες ήταν και ο Τζος. Σε μερικέςπετύχαμε και την Νταίζη. Έβλεπα τον Έντουαρντ σε όλες τις ηλικιές με τον αδερφό του, πότε φορόντας κοντά παντελονάκια πότε γάντια και σκουφιά. Εκείνο το βράδυ ο Έντουαρντ μίλησε όσο ποτέ άλλωτε. Μου έλεγε διάφορα περιστατικά από τη ζωή του καθώς βλέπαμε τις φωτογραφίες. Με μερικές γελούσα τόσο δυντατά που για να με κάνει να σωπάσω με φιλούσε. <<Όσο γελάς τόσο δυνατά είμαι αναγκασμένος να το κάνω>> μου έλεγε δήθεν απελπισμένος.

    Κατά τις τέσσερις και μισή μαζέψαμε τις φωτογραφίες με εξαίρεση εκείνη που θα δίναμε στη Ρένεσμι και ανεβήκαμε πάνω. Σταματήσαμε έξω από το δωμάτιό μου. Για λίγο κοιταχτήκαμε χωρίς να λέμε τίποτα.
    <<Δεν ήθελα να έρθεις στο νησί μόνο για την Ρένεσμι>> είπε ξαφνικά. <<Ήθελα να έρθεις για να είσαι μαζί μου. Νασε βλέπω>>
    Ένιωσα την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. Σήκωσε το χέρι του και χάιδεψε το μάγουλό μου απομακρύνοντας τα μαλλιά. Έσκυψε και άφησε ένα απαλό φιλί στα χείλη μου.
    <<Σε ευχαριστώ>> ψιθύρισε.Έκανε μεταβολή και πήγε στο δωμάτιό του.

    Ξάπλωσα στο κρεβάτι και έκλεισα τα μάτια μου. Ένιωσα ένα δάκρυ στο μάγουλό μου.
    "Θεε μου, πόσο πολύ αγαπούσα τον Έντουαρντ Κάλλεν".
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
    marina
    Midnight Sun Vampire
    Midnight Sun Vampire
    marina


    Θηλυκό Υδροχόος
    Ηλικία : 29
    Τόπος : κόρινθος
    Αριθμός μηνυμάτων : 3084
    Registration date : 22/01/2010

    Forks Student Profile
    Team: Edward - Bella Edward - Bella
    Special ability Special ability: Inflict Pain with Thoughs

    Νταντά για όλες τις δουλειές - Σελίδα 2 Empty
    ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Νταντά για όλες τις δουλειές   Νταντά για όλες τις δουλειές - Σελίδα 2 I_icon_minitimeΠαρ 28 Φεβ 2014 - 4:10

    Κεφάλαιο 20

    ΜΠΈΛΑ

    Κοίταξα ξανά το ρολόι μου.  Θα αργούσαμε. Ήμουν ήδη έξω στο αυτοκίνητο με τον Τόμας και περιμέναμε την Ρένεσμι , η οποία είχε γυρίσει στο δωμάτιό της να πάρει κάτι.
    Ο Τόμας έβαλε και την τελευταία βαλίτσα στο αυτοκίνητο. Θα μας πήγαινε στο αεροδρόμιο όπου θα συναντούσαμε τον Έντουαρντ. Θα ταξιδεύαμε με το ιδιωτικό του τζετ. Ακόμα δεν το είχα συνειδητοποιήσει ότι θα πήγαινα για δύο εβδομάδες σε ένα εξωτικό νησί με τον Έντουαρντ και την Ρένεσμι.

    Ένα λεπτό αργότερα η μικρή βγήκε τρέχοντας από το σπίτι με την Τζέιν να την ακολουθεί. Στα χέρια της κρατούσε το αγαπημένο της λούτρινο σκυλάκι.
    «Είχε κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι» είπε λαχανιασμένη. Χαμογέλασα.
    «Αυτό να το πεις στον Έντουαρντ όταν μας κατσαδιάσει που αργήσαμε» απάντησα.

    Χαιρετήσαμε την Τζέιν, η οποία μας ευχήθηκε καλό ταξίδι. Τότε ήρθε η Μπρέντα.  
    Αγκάλιασε την Ρένεσμι και την συμβούλεψε να είναι καλό κορίτσι. Μετά από αυτό η Ρένεσμι βολεύτηκε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου.
    «Να περάσεις καλά, κορίτσι μου. Κοίτα να διασκεδάσεις σε παρακαλώ» είπε κοιτώντας με στα μάτια. Της χαμογέλασα και της υποσχέθηκα ότι θα το έκανα. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ο Τόμας έβαλε μπροστά.

    Σε όλη τη διαδρομή η Ρένεσμι μιλούσε κατενθουσιασμένη για το ταξίδι και το αεροπλάνο.  Λίγη ώρα αργότερα φτάσαμε στον προορισμό μας. Ο Τόμας έβγαλε τις αποσκευές από το αυτοκίνητο. Δύο αχθοφόροι τις μετέφεραν στο τζετ που βρισκόταν μερικά μέτρα μακριά μας.

    «Δεσποινίς Ρένεσμι» είπε ο Τόμας γονατίζοντας μπροστά της. Εκείνη τον κοίταξε χαρίζοντάς του ένα αστραφτερό χαμόγελο.
    «Επειδή δεν θα σας δω στα γενέθλιά σας, ορίστε το δώρο σας» είπε βγάζοντας από την τσέπη του σακακιού του ένα ροζ βελούδινο κουτάκι. Η Ρένεσμι το πήρε ενθουσιασμένη και το άνοιξε. Έσκυψα από πάνω της για να δω τι ήταν. Μέσα στο κουτί βρισκόταν ένα ασημένιο βραχιολάκι με ροζ, κίτρινα και γαλάζια σκυλάκια να κρέμονται απ’ αυτό. Η Ρένεσμι φώναξε από την χαρά της και αγκάλιασε όσο πιο σφιχτά μπορούσε τον Τόμας.
    «Είναι τόσο όμορφο» είπε με την τσιριχτή της φωνούλα. «Βοήθησέ με να το φορέσω, Μπέλα»
    Έσκυψα και εγώ δίπλα της και προσεχτικά της φόρεσα το βραχιόλι. Ήταν τόσο χαριτωμένο.

    Μια αεροσυνοδός ήρθε προς το μέρος μας και μας ενημέρωσε ότι ο Έντουαρντ μας περίμενε στο τζετ. Η Ρένεσμι ευχαρίστησε τον Τόμας και ακολούθησε την κοπέλα στο αεροπλάνο.

    Χαμογέλασα στον Τόμας. «Ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους σου Τόμας. Το δώρο ήταν υπέροχο»  
    Χαμογέλασε και εκείνος. «Δεν ήταν τίποτα, πραγματικά. Αυτό το κορίτσι δίνει ζωή στο σπίτι, της αξίζουν πολλά περισσότερα» Είχε φυσικά δίκιο.
    Τον αγκάλιασα και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα ανταπέδωσε. Τον αποχαιρέτησα και πήγα βιαστικά προς το αεροπλάνο.
    Μία αεροσυνοδός με οδήγησε μέσα και  με πήγε στον Έντουαρντ και την Ρένεσμι. Με ρώτησε αν χρειαζόμουν το οτιδήποτε. Η Ρένεσμι έπινε ήδη έναν χυμό. Αρνήθηκα ευγενικά και έκατσα απέναντι από τον Έντουαρντ, ο οποίος ήταν απορροφημένος από κάτι στην οθόνη του υπολογιστή του. Σε λίγο θα πρέπει να το κλείσει για την απογείωση, σκέφτηκα κοιτώντας τον. Εκείνος δεν είχε σηκώσει το βλέμμα του.

    Όντως λίγα λεπτά αργότερα έκλεισε τον υπολογιστή του και έδεσε την ζώνη του καθώς και της Ρένεσμι που καθόταν δίπλα του.
    «Δεν πιστεύω να φοβάσαι;» την ρώτησε σηκώνοντας το φρύδι του.
    «Όχι, καθόλου» είπε εκείνη αν και φαινόταν λίγο ανήσυχη.
    «Λογικό μου ακούγεται» είπε ο Έντουαρντ και της έπιασε το χέρι. «Δεν είναι η πρώτη φορά που ταξιδεύεις με αεροπλάνο. Όσο βρισκόσουν στην κοιλία της μαμάς σου έκανες πολλά ταξίδια. Οι γονείς σου τα λάτρευαν. Και αφότου γεννήθηκες ανέβηκες μερικές φορές σε αεροπλάνο. Η μαμά σου πάντα έλεγε ότι το απολάμβανες»
    Χαμογέλασα. Δεν είχα ξανακούσει τον Έντουαρντ να μιλάει στην ανιψιά του για τον Φεντερίκο και την Κλερ. Κοίταξα την Ρένεσμι. Ήταν σκεπτική και φοβήθηκα ότι θα μελαγχολούσε με την αναφορά στους γονείς της. Με διέψευσε την ίδια στιγμή. Ένα τεράστιο χαμόγελο στόλισε το πρόσωπό της.
    «Αφού το είχε πει η μαμά, έτσι πρέπει να είναι. Είμαι σίγουρη ότι θα μου αρέσει πολύ» είπε και χαλάρωσε στο κάθισμά της. Ο Έντουαρντ κούνησε ικανοποιημένος το κεφάλι του και χαμογέλασε.

    Φαινόταν χαρούμενος και ανακουφισμένος ταυτόχρονα, σαν να φοβόταν κι ο ίδιος για την αντίδρασή της. Τότε γύρισε και με κοίταξε και συνειδητοποίησα ότι ήταν η πρώτη φορά που το έκανε από την ώρα που ήρθα. Το χαμόγελο δεν χάθηκε από τα χείλη του όμως μου φάνηκε πως τα μάτια μου έχασαν λίγη από την χαρά τους. Τι συνέβαινε;
    Τελικά απογειωθήκαμε και όντως η Ρένεσμι δεν φοβήθηκε. Ίσα ίσα ενθουσιάστηκε και άλλαξε θέση με τον Έντουαρντ έτσι ώστε να κάθεται στο παράθυρο και να βλέπει έξω. Ο ήλιος είχε χαθεί από ώρα και ο ουρανός σκοτείνιαζε. Ο Έντουαρντ έκατσε δίπλα μου χωρίς να μιλάει. Παρατηρούσε την ανιψιά του και φαινόταν χαμένος στις σκέψεις του. Δεν τον ενόχλησα. Αντιθέτως έβγαλα ένα βιβλίο από την τσάντα μου και άρχισα να διαβάζω.

    Για αρκετή ώρα έτσι κύλησε το ταξίδι μας. Με εμένα να διαβάζω και τον Έντουαρντ να απαντά στις σποραδικές ερωτήσεις της Ρένεσμι.
    «Τόσο ενδιαφέρον είναι αυτό που διαβάζεις;» άκουσα τον Έντουαρντ να ρωτά χαμηλόφωνα κοιτώντας την Ρένεσμι, η οποία είχε κολλήσει το πρόσωπό της στο τζάμι και που και που φώναζε ενθουσιασμένη για κάτι. Γύρισα και τον κοίταξα. Η φωνή του ήταν ήρεμη όμως πρόσεξα πως το σαγόνι του ήταν σφιγμένο. Μα τι είχε;
    «Είναι αρκετά καλό» απάντησα. Γύρισε επιτέλους και με κοίταξε. Φαινόταν μπερδεμένος θα έλεγα. Ίσως και λίγο θυμωμένος. Κούνησε απλώς το κεφάλι του.
    «Σου συμβαίνει κάτι, Έντουαρντ;»
    «Ίσως» απάντησε και σηκώθηκε απότομα από την θέση του πηγαίνοντας προς το μπαρ. Τον κοίταξα άναυδη. Ήταν προφανώς ενοχλημένος με κάτι. Λοιπόν και εγώ δεν πετούσα ακριβώς από την χαρά μου. Ακόμα δεν είχα ξεχάσει την φωτογραφία του Έντουαρντ και εκείνης της γυναίκας στο περιοδικό.  Ξεφύσησα και γύρισα στο βιβλίο μου, αλλά μόνο για ένα λεπτό. Το έκλεισα απότομα και σηκώθηκα από την θέση μου. «Ρένεσμι, σε πειράζει να μείνεις λίγο μόνη; Θα γυρίσω σε λίγο» της είπα φιλώντας την στο μάγουλο. «Δεν υπάρχει πρόβλημα» είπε συνεχίζοντας να ζωγραφίζει στο τζάμι.

    Βρήκα τον Έντουαρντ στο μπαρ να πίνει ένα ποτό. Κάθισα δίπλα του.
    «Θα πιείς κάτι;» με ρώτησε ανάλαφρα.
    «Όχι, ευχαριστώ» απάντησα και τον είδα να σηκώνει τους ώμους του. Για λίγο δεν είπαμε τίποτα. Τελείωσε το ποτό του και γύρισε προς το μέρος μου. «Το βραχιόλι της Ρένεσμι είναι πολύ χαριτωμένο» είπε. Συνοφρυώθηκα. Δεν περίμενα να ακούσω κάτι τέτοιο.
    «Ναι, όντως είναι» απάντησα αργά. Δεν καταλάβαινα που ήθελε να καταλήξει. «Είναι δώρο του Τόμας»
    «Τον συμπαθείς, έτσι δεν είναι;» ρώτησε κοιτώντας με διερευνητικά. «Ναι» είπα απλώς. Μα τι σχέση έχει αυτό;  Σκέφτηκα και περίμενα υπομονετικά να συνεχίσει.
    «Και φαντάζομαι θα σου λείψει όσο θα ήμαστε στο νησί, σωστά;» συνέχισε στον ίδιο τόνο. Είδα πάλι το σαγόνι του να σφίγγεται.  Γούρλωσα τα μάτια μου. Ε όχι! Ζηλεύει τον Τόμας.

    «Είμαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρω μακριά του» είπα προσπαθώντας να μη γελάσω. Ώστε για αυτό ήταν έτσι. Σίγουρα με είχε δει να τον αγκαλιάζω.  Δεν το πίστευα ότι νόμιζε πως μου αρέσει ο Τόμας, ο οποίος ήταν πολύ καλός βέβαια, αλλά δεν ήταν προφανές ότι εγώ ήθελα εκείνον;  Πήγε να μιλήσει αλλά τον πρόλαβα.
    «Εσύ θα αντέξεις δύο βδομάδες μακριά από εκείνη την γυναίκα με την οποία σε φωτογράφισαν πριν λίγες μέρες;»
    Εντάξει, σε άλλη περίπτωση δεν θα έκανα ποτέ τέτοιο σχόλιο, αλλά εκείνος το άρχισε. Άλλωστε έπρεπε να μάθω ποια ήταν αυτή η γυναίκα.
    Με κοίταξε σαν να μην καταλάβαινε. Μετά το βλέμμα του φωτίστηκε και κατάλαβε.
    Χαμογέλασε. «Δεν έχω λόγο να ξανασκεφτώ την Κλαρίς» είπε χαλαρά.
    «Τελείωσες τη δουλειά σου μαζί της και τώρα δε τη χρειάζεσαι πια; Αυτό θες να πεις;» ρώτησα προσπαθώντας να ελέγξω τον τόνο της φωνής μου.
    «Κάτι τέτοιο» απάντησε αυτάρεσκα. Ήθελα να τον χαστουκίσω!  Ήταν τόσο αλαζόνας, τόσο χυδαίος. Πως μπορούσε να μου λέει κάτι τέτοιο τόσο απλά; Σηκώθηκα απότομα πριν χάσω την ψυχραιμία μου και έκανα μεταβολή. Δεν πρόλαβα να κάνω μισό βήμα και με είχε αρπάξει από τη μέση. Κόλλησε την πλάτη μου στο στήθος του και έσκυψε στο αυτί μου. Ένιωσα την καυτή του ανάσα στον λαιμό μου και ανατρίχιασα.
    «Για να είμαι πιο ακριβής, τελείωσα την δουλειά με τον πατέρα της. Μεγαλοεπιχειρηματίας με τον οποίο διαπραγματευόμουν μήνες τώρα μια επαγγελματική συμφωνία. Λίγες μέρες πριν καταφέραμε να κλείσουμε τη δουλειά και βγήκαμε φυσικά να το γιορτάσουμε. Όπως καταλαβαίνεις έπρεπε να είναι ευγενικός με την κόρη του νέου μου συνεργάτη, η οποία πρέπει να παραδεχτώ πως, αν και αρραβωνιασμένη, ήταν αρκετά  φιλική>>  ψιθύρισε στο αυτί μου ενώ με το χέρι του χάιδευε τα μαλλιά μου.

    Ένιωσα να χαλαρώνω.  Επιτέλους μετά από τόσες μέρες έμαθα την αλήθεια. Δεν άντεχα να μην ξέρω και να κάνω ένα σωρό υποθέσεις. Ένιωσα τον Έντουαρντ να αφήνει φιλία στο λαιμό και τον σβέρκο μου, τυλίγοντας τα χέρια του γύρω μου. Έκλεισα τα μάτια μου και έγειρα πάνω του απολαμβάνοντας πλέον καθησυχασμένη το άγγιγμά του.
    Μετά από λίγο με γύρισε μαλακά προς το μέρος του και με κοίταξε. Τα μάτια του είχα το πιο υπέροχο γαλάζιο χρώμα. Ο καθαρός ουρανός ωχριούσε μπροστά τους. Θύμισα στον εαυτό μου να αναπνεύσει.
    «Βλέπεις εγώ απάντησα στις ερωτήσεις σου. Όμως πρέπει να μου πεις και συ» είπε και καταλάβαινα πως ένιωθε άβολα να με ρωτάει για τον Τόμας. Χαμογέλασα και έμπλεξα τα δάχτυλά μου με τα δικά μου.

    «Ο Τόμας είναι πολύ ευγενικός και πολύ καλός με την Ρένεσμι. Νομίζω ότι αν δεν ήταν τόσο σοβαρός όλη την ώρα και σταματούσε να μου μιλά στον πληθυντικό, θα μπορούσαμε να γίνουμε πολύ καλοί φίλοι» απάντησα ειλικρινά.
    Ήρθε λίγο πιο κοντά μου. «Μόνο φίλοι;» με ρώτησε σηκώνοντας το φρύδι του.  

    Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου και τον φίλησα ανάλαφρα στα χείλη. «Μόνο» μουρμούρισα αγγίζοντας τον ακόμα. Ένιωσα τα χείλη του κάτω από τα δικά μου να σχηματίζουν ένα χαμόγελο και τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω από την μέση μου σηκώνοντάς με στον αέρα. Κοιταχτήκαμε για λίγο καθώς με κρατούσε πάνω του. Το χαμόγελό του άρχισε να σβήνει και το βλέμμα του σκοτείνιασε. Η ανάσα του έβγαινε κοφτή από το στήθος του και τον ένιωσα να με σφίγγει πιο πολύ πάνω του. Ένιωσα να ζαλίζομαι. Πέρασα τα χέρια μου μέσα από τα μαλλιά του και πλησίασα το πρόσωπό του. Έφερε το χέρι του στον σβέρκο μου και ένωσε τα χείλη μας σε ένα παθιασμένο φιλί. Τα χείλη μας συγχρονίστηκαν και ένιωσα την γλώσσα του να ζητά πρόσβαση  την οποία του έδωσα με μεγάλη ευχαρίστηση. Το φιλί μας έγινε πιο αργό, πιο βαθύ. Δάγκωνε την γλώσσα μου, τα χείλη μου, αλλά δεν παραπονέθηκα. Ήθελα κι άλλο. Τα χέρια του ταξίδευαν σε όλο μου το σώμα. Σταμάτησαν στους γλουτούς μου και με κόλλησε πάνω του, δείχνοντάς μου πως και ο ίδιος απολάμβανε το φιλί μας. Τον ένιωθα στην κοιλιά μου και αυτό με έκανε να τρελαίνομαι . Η επιθυμία μου να τον αγγίξω ήταν σχεδόν αβάσταχτη. Φυσικά το μπαρ του αεροπλάνου δεν ήταν το κατάλληλο μέρος για κάτι τέτοιο, έτσι μετά από λίγο και με πολύ δυσκολία σταματήσαμε βαριανασαίνοντας.

    Άλλωστε έπρεπε να επιστρέψουμε στην Ρένεσμι. Ο Έντουαρντ με κοίταξε για λίγο στα μάτια απομακρύνοντας μια τούφα από τα μαλλιά μου, τακτοποιώντας την πίσω από το αφτί μου. «Πάμε;» ρώτησε χαμογελώντας. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι και τον άφησα να με οδηγήσει πίσω στις θέσεις μας. Φτάνοντας εκεί βρήκαμε την Ρένεσμι να έχει αποκοιμηθεί ακουμπώντας το κεφάλι της στο παράθυρο. Ο Έντουαρντ έλυσε την ζώνη ασφαλείας της και την πήρε προσεχτικά στην αγκαλιά του. Εκείνη αναδεύτηκε λίγο αλλά δεν ξύπνησε. Κοιμόταν βαθιά. «Ας την πάμε στο δωμάτιο»

    Το τζετ είχε δύο υπνοδωμάτια. Ακολούθησα τον Έντουαρντ σε αυτό που υπέθεσα ότι ήταν για μένα και την Ρένεσμι. Φυσικά ήταν υπέροχο. Το κρεβάτι ήταν τεράστιο, τα παπλώματα απαλά και μυρωδάτα. Τοποθέτησε προσεχτικά το παιδί στο κέντρο του κρεβατιού και την σκέπασε. Μείναμε για λίγο να την κοιτάμε. Ήταν τόσο όμορφη, το πρόσωπό της τόσο γαλήνιο καθώς είχε παραδοθεί σε έναν βαθύ ύπνο.

    «Καλύτερα να ξαπλώσουμε κι εμείς. Έχουμε αρκετές ώρες μέχρι να φτάσουμε και πρέπει να είμαστε ξεκούραστοι το πρωί» είπε ο Έντουαρντ χαμηλόφωνα για να μην ξυπνήσει την Ρένεσμι. «Έχεις δίκιο» συμφώνησα και έβγαλα τα παπούτσια μου. Έκανε το γύρω του κρεβατιού και στάθηκε απέναντι μου. Έπιασε με τα δυο του χέρια το πρόσωπό μου και με φίλησε ανάλαφρα, πρώτα στα χείλη, μετά στο πηγούνι, τη μύτη, τα βλέφαρα. Ένιωθα σαν κάτι μέσα μου να λιώνει.  Τα χέρια μου ήταν αδύναμα, τα μάτια μου δεν μπορούσαν να μείνουν ανοιχτά και το χαμόγελο δεν έφευγε από τα χείλη μου. Με έβαλε να ξαπλώσω στο κρεβάτι και με σκέπασε δίνοντας μου ένα ακόμα φιλί. Γύρισε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.

    «Έντουαρντ;» είπα χαμηλόφωνα κάνοντας τον να γυρίσει προς το μέρος μου. «Κοιμήσου εδώ, έχει χώρο» Όντως είχε. Το κρεβάτι ήταν πελώριο, χωρούσαμε όλοι άνετα. Το σκέφτηκε και για μια στιγμή νόμιζα πως θα έφευγε. Τότε ακολούθησε το παράδειγμά μου, έβγαλε τα παπούτσια του και ξάπλωσε προσεχτικά δίπλα στην Ρένεσμι. Στην αρχή φοβόταν ακόμα και να αναπνεύσει για να μην την ξυπνήσει, μέχρι να καταλάβει ότι κάτι τέτοιο δε θα συνέβαινε. Χαλάρωσε και άρχισε να χαϊδεύει τα μαλλάκια της. Την κοίταζε και εγώ κοίταζα εκείνον. Τα μάτια του ξεχείλιζαν αγάπη και τρυφερότητα. Η Ρένεσμι δεν το έβλεπε αλλά ήμουν σίγουρη ότι το αισθανόταν. Ήμουν τόσο ευτυχισμένη.  Ήξερα ότι υπήρχε ακόμα ελπίδα. Η σχέση του Έντουαρντ  και της Ρένεσμι μπορούσε να χτιστεί από την αρχή. Υπήρχε άφθονη αγάπη και θέληση και από τους δύο.

    Σήκωσε τα μάτια του και με κοίταξε. «Ευχαριστώ» μουρμούρισε. Άπλωσα το χέρι μου και έπιασα το δικό του. Μείναμε για λίγο έτσι. Μετά ο Έντουαρντ άρχισε να μου λέει για το Νησί της Ορχιδέας, για τα πάρτι που έκανε εκεί με τον αδερφό του, για τα παιδικά του χρόνια, για μέρη που αγαπούσε. Και εγώ απαντούσα σε κάθε του ερώτηση. Από την πιο απλή, όπως για παράδειγμα πιο ήταν το αγαπημένο μου φαγητό, ως την πιο περίπλοκη, το μεγαλύτερό μου όνειρο.

    Μιλούσαμε και μιλούσα ως που οι φωνές μας άρχισαν να σβήνουν, τα βλέφαρά μας να κλείνουν. Η τελευταία μου σκέψη πριν βυθιστώ σε ένα υπέροχο όνειρο, ήταν πως ο Έντουαρντ κρατούσε ακόμα το χέρι μου.
    Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
     
    Νταντά για όλες τις δουλειές
    Επιστροφή στην κορυφή 
    Σελίδα 2 από 2Μετάβαση στη σελίδα : Επιστροφή  1, 2
     Παρόμοια θέματα
    -

    Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτήΔεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
    Bella And Edward :: Midnight Inspirations :: Fanfictions-
    Μετάβαση σε: