Κεφάλαιο 22ο
ΜΠΕΛΛΑ
Περιεργάστηκα για λίγο την μυρωδιά του αέρα γύρω μου, ενώ παράλληλα ανταποκρινόμουν στο φιλί. Ατό το υπέροχο άρωμα το είχε μόνο ένα άτομο στο κόσμο o…
<<Έντουαρτ?>> και άνοιξα τα μάτια μου
<<Καλημέρα αγάπη μου>> είπε και η φωνή του κουδούνισε στα αυτιά μου.
<<Καλημέρα. Τι ώρα είναι? Πόση ώρα είσαι εδώ? Αφού είσαι άρρωστος ρε αγάπη μου δεν έπρεπε να είσαι εδώ->>
<<Μπέλλα συγκεντρώσου>> και με μετακίνησε έτσι ώστε να κάθομαι <<Είναι οκτώ και μισή, ήρθα πριν δέκα λεπτά και ήρθα γιατί αισθάνομαι μια χαρά και ήθελα να σε δω>>
<<Αφού εχθές είχες πυρετό->> ακούμπησα το ένα μου χέρι στο μέτωπο του και με το άλλο μου χέρι έπιασα το δικό του. Δεν είχε πυρετό και τα χέρια του δεν ήταν κρύα.
<<Δεν έχεις πυρετό, αλλά δεν έκανες καλά που βγήκες έξω μάτια μου. Μπορεί να ξανανεβάσεις . Θες να είσαι αρρωστούλης?>>
Τότε πήρε μια παραπονεμένη έκφραση έσκυψε το κεφάλι και…
<<Εγώ ήθελα να σε δω μόνο, και αφού δεν με θες να φύγω. Να φύγω να πάω σπίτι να μην ξανά αρρωστήσω>> και μετά μου γύρισε την πλάτη.
Τον ξαναγύρισα προς εμένα τον αγριοκοίταξα και μετά του έδωσα ένα πεταχτό φιλί στην άκρη των χειλιών του. Εκείνος σήκωσε το ένα φρύδι και μου χαμογέλασε πονηρά.
<<Τώρα κάπως διορθώνονται τα πράγματα>> και έκανε να με φιλήσει αλλά εντελώς ξαφνικά μπήκε μέσα στο δωμάτιο Τζάσπερ .
Ξερόβηξε, και οι δύο πεταχτήκαμε ο ένας στην μια άκρη του καναπέ και ο άλλος στην άλλη.
<<Εεε ήρθα να ρίξω μια τελευταία ματιά στον Τζέικομπ , γιατί τελειώνει η βάρδια μου>>
Σηκωθήκαμε πάνω εγώ και ο Έντουαρτ και βγήκαμε έξω άδειο διάδρομο του νοσοκομείου.
Μείναμε για λίγη ώρα σιωπηλοί αλλά ‘έσπασα την σιωπή.
<<Θέλω να με πας σπίτι>>
<<Και ο Τζέικομπ?>>
<<Ας περιμένει καμιά ωρίτσα, θέλω να αλλάξω ρούχα, να δω και τον Έμμετ>>
<<Καλά μωράκι μου>>
Τότε βγήκε ο Τζάσπερ.
<<Είναι καλά?>> Τον ρώτησα
<<Αρκετά για να λέει βλακείες.. Πονάει λέει. Θα πω να του φέρουν κανένα παυσίπονο.>>
Μπήκαμε μέσα στο δωμάτιο, εγώ πλησίασα τον Τζέικομπ. Ο Έντουαρτ κράτησε μια απόσταση.
<<Τι έγινε τρελόπαιδο ? Πονάς?>>
<<Όχι την βρίσκω…>>
Τον αγριοκοίταξα. <<Ναι πολύ αστείο γελάσαμε. Λοιπόν καλέ μου , θα πάω για λίγο σπίτι να αλλάξω ρούχα, και θα ξαναέρθω καλά?>>
<<Ναι εντάξει>>
Ξεκλείδωσα την πόρτα και μπήκαμε μέσα. Ο Έμμετ είχε χυθεί στον καναπέ και ροχάλιζε. Προχώρησα κοντά του και τον έσπρωξα να ξυπνήσει.
<< Έμμετ ξύπνα>>
Εκείνος τεντώθηκε. <<Καλά που ήσουν?>> ρώτησε και μετά χασμουρήθηκε.
<<Στο νοσοκομείο>>
Αμέσως πετάχτηκε πάνω. << Γιατί τι έπαθες?>>
<<Εγώ καλά είμαι. Ο Τζέικομπ έπεσε με την μηχανή, αλλά είναι ‘’καλά’’ τώρα>>
<<Καλά , πως έπεσε?>>
Σήκωσα τους ώμους μου. <<Πάω πάνω να κάνω κανένα ντουζ και να αλλάξω ρούχα. Δεν θα αργήσω οκ, αγάπη μου?>>
Ο Έντουαρτ κούνησε το κεφάλι του.
Ανέβηκα από την σκάλα στο δωμάτιο μου. Πήγα στο μπάνιο και άρχισα να ξεντύνομαι. Ξαφνικά σταμάτησα να κινούμε καθώς μια γρήγορη σκέψη πέρασε από το μυαλό μου. Μετά άρχισα να μετράω από μέσα μου. Μια φορά, και δεύτερη. Ξαναμέτρησα και τρίτη φορά μουρμουρίζοντας στον εαυτό μου.
Αποκλείετε. Τελευταία φορά που …. Το χέρι μου μετακινήθηκε αυτόματα στην κοιλιά μου.
Όχι, όχι, όχι δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. Αλλά οι αναγούλες, η τάση για έμετο? Τότε που λιποθύμησα? Κάτι άλλο πρέπει να είναι .
Προσπαθώντας να βγάλω αυτή την σκέψη από το μυαλό μου, έβγαλα και τα υπόλοιπα ρούχα μου. Μπήκα στην μπανιέρα και άνοιξα το ζεστό νερό. Παίρνοντας βαθιές ανάσες και σκεπτόμενη άσχετα πράγματα, προσπάθησα να χαλαρώσω αλλά μάταια προσπαθούσα.
Όλος ο κόσμος είχε αναποδογυρίσει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Τι θα έκανα αν ήμουν…… ούτε τη λέξη δεν μπορούσα να σκεφτώ.
Βγήκα από το μπάνιο μιας και δεν βοήθησε καθόλου να χαλαρώσω. Τυλίχτηκα σε μια πετσέτα και κάθισα στο κρεβάτι. Έκλεισα τα μάτια μου και έβαλα το πρόσωπο μου μέσα στα χέρια μου.
Δεν ήξερα τι να κάνω , το μόνο σίγουρο ήταν πως έπρεπε να κάνω ένα τεστ εγκυμοσύνης.
Και αν ήμουν ? Τι θα έκανε ο Έντουαρτ ? Δεν ήξερα σε ποιόν να το πω. Η θεία μου ήταν τόσο μακριά , και φυσικά και δεν θα έλεγα κάτι στον Έμμετ μέχρι να μάθαινα κάτι σίγουρο και… και …
Ήθελα να ουρλιάξω. Ένιωθα πως θα έσκαγα. Απορούσα με τον εαυτό μου πως ακόμα δεν είχα βάλει τα κλάματα.
Ντύθηκα και κατέβηκα κάτω. Ο Έμμετ με τον Έντουαρτ ήταν σκυμμένοι πάνω από μια εφημερίδα.
Ξεφύσησα και προσπάθησα να δείχνω όσο πιο φυσιολογική μπορούσα .
<<Τι κάνετε εσείς οι δυο, εκεί πέρα?>>
<<Μωρό μου έλα να δεις τι μας βρήκε ο Έμμετ!>> είπε γεμάτος ενθουσιασμό ο Έντουαρτ.
Πήγα κοντά τους και κοίταξα στην εφημερίδα. Με κόκκινο μαρκαδόρο ήταν κυκλωμένη μια αγγελία για ένα σπίτι. Την διάβασα .
Κοίταξα με απορία τον Έντουαρτ. <<Και τι?>>
<<Δεν ψάχνουμε για σπίτι , ρε καρδούλα μου?>>
<<Ναι σωστά>> αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα.
Το είχα ξεχάσει εντελώς αυτό το θέμα.
<<Λοιπόν?>> ρώτησε ο Έντουαρτ <<Θα πάμε να το δούμε?>>
<<Ε … ναι… αν θες… ναι να πάμε>> είπα πισωπατώντας
<<Ωραία θα πάρω τηλέφωνο , να κανονίσουμε πότε θα το δούμε!>> μέσα στην χαρά ήταν.
Πήγα στην κουζίνα. Ένιωθα να πιέζομαι από παντού. Από την μια ήταν ο Τζέικομπ που έπρεπε να είμαι κοντά του. Από την άλλη ο Έντουαρτ, που είχε ενθουσιαστεί τόσο πολύ με το θέμα του σπιτιού και συν όλα αυτά είχα την αγωνία μου για τον αν ήμουν έγκυ...-
Ο Έμμετ με έβγαλε από τις σκέψεις μου καθώς έμπαινε μέσα.
<<Τι έχεις?>> ρώτησε με ένα περίεργο ύφος.
Δεν απάντησα. Πήγα κοντά του και του έκανα νόημα για αγκαλιά. Είχα ανάγκη την αγκαλιά του αδερφού μου.
Στριφογύρισε τα μάτια του και άνοιξε τα χέρια του και με αγκάλιασε. Το ότι ήταν αρκετά πιο μεγαλόσωμος από εμένα μου ήταν ευχάριστο καθώς ήμουν άνετα όταν ήμουν εκεί.
Μετά με άφησε, και πήρε πάλι εκείνο το περίεργο ύφος.
<<Γιατί τρέμεις?>>
Μόλις συνειδητοποίησα ότι έτρεμα, πιάστηκα από τον πάγκο προσπαθώντας να σταθεροποιηθώ. <<Δεν τρέμω, βρε χαζέ! Πώς σου ήρθε αυτό?>>
Σήκωσε τους ώμους του.
Έφυγα και πήγα στο σαλόνι, προσπαθώντας να αποφύγω την ερευνητική του ματιά. Ο Έντουαρτ διάβαζε ακόμα εκείνη την αγγελία.
<<Πάμε αγάπη μου ?>> τον ρώτησα κάνοντας του νόημα να φύγουμε.
<<Ναι, πάμε>>
Μπήκαμε στο Volvo. Άναψε την μηχανή και ξεκινήσαμε.
<<Συνεννοήθηκα να πάμε αύριο το απόγευμα να το δούμε, το σπίτι>>
<<Ωραία>> είπα αδιάφορα χωρίς να προσέχω ιδιαίτερα τι έλεγε.
<<λοιπόν , σκεφτόμουν να αγοράσω ένα αερόστατο, τι λες?>>
<<τέλεια..>>
<<Μπέλλα είσαι καλά?>>
<< Μια χαρά, γιατί ρωτάς?>>
<<Γιατί τόση ώρα είσαι στον κόσμο σου, σου μιλάω και δεν με ακούς>>
<<Είναι μωρέ που έχω την έννοια του Τζέικομπ, μωρέ, συγνώμη>> είπα ψέματα. Στην πραγματικότητα αυτή την στιγμή δεν νοιαζόμουν καθόλου για αυτόν.
<<Είσαι κάπως ανήσυχη>>
<<ε σου είπα γιατί βρε καρδιά μου>>
<< Καλά>>
Όταν φτάσαμε στο νοσοκομείο ο Τζέικομπ κοιμόταν. Ο Έντουαρτ μετά από λίγο έφυγε. Μου είπε πως θα ερχόταν η Άλις αργότερα.
Όταν έφυγε, βρήκα την ευκαιρία και κατέβηκα κάτω στο φαρμακείο του νοσοκομείου και πήρα ένα τεστ εγκυμοσύνης. Ανέβηκα στο δωμάτιο αλλά δεν είχα κουράγιο να το κάνω. Φοβόμουν τόσο πολύ το αποτέλεσμα.
Έμεινα να το κοιτάω για ώρες. Διάβασα τις οδηγίες τόσες πολλές φορές που τις έμαθα απ’ έξω.
Κοίταξα την ώρα. Είχε πάει τέσσερις το απόγευμα. Αυτό ήταν. Πήρα μια βαθειά ανάσα και μπήκα στην τουαλέτα του δωματίου. Έκανα το τεστ και περίμενα την ένδειξη. Αν ήταν συν ήμουν, αν ήταν πλην όχι.
Δεν πέρασε ούτε ένα λεπτό και εγώ ένιωθα σαν να είχαν περάσει αιώνες. Το σήκωσα στα χέρια και κοίταξα .
Βγήκα αργά έξω. Μόλις είχε μπει μέσα η Άλις.
Έτρεξα και την αγκάλιασα με δάκρυα στα μάτια.
<<Μπέλλα μου , τι έγινε?>>
<< Είμαι έγκυος>> ψιθύρισα.