April Jasper's Queen
Ηλικία : 38 Τόπος : Korea! Αριθμός μηνυμάτων : 3318 Registration date : 16/02/2009
Forks Student Profile Team: Edward - Bella Special ability: Mind Reading
| Θέμα: New Moon Outtakes Τρι 17 Φεβ 2009 - 18:23 | |
| Το τηλέφωνημα της Ρόζαλι
Το τηλέφωνο στην τσέπη μου δόνησε ξανά. Ήταν η 25η φορά μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Σκέφτηκα να άνοιξω το τηλέφωνο, να δω τουλάχιστον ποιος προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί μου. Ίσως ήταν σημαντικό. ΅Ισως ο Καρλάιλ με χρειαζόταν. Το σκέφτηκα αλλά δεν κινήθηκα. Δεν ήμουν ακριβώς σίγουρος για το που βρισκόμουν. Σε κάποια σκοτεινή, ανατριχιαστική σοφίτα, γεμάτη από αρουραίους και αράχνες. Οι αράχνες με αγνοούσαν, και οι αρουραίοι μου έδιναν ευρύ χώρο. Ο αέρας ήταν γεμάτος με βαριές μυρωδιές μαγειρεμένου λαδιού, δύσοσμου κρέατος, ανθρώπινου ιδρώτα, και το σχεδόν συμπαγές στρώμα ρύπανσης που ήταν πραγματικά ορατό στον υγρό αέρα, σαν μια μαύρη ομίχλη πάνω απΆ όλα. Κάτω από μένα, τέσσερα πατώματα μιας ετοιμόρροπης πολυκατοικίας στο γκέτο έσφυζαν από ζωή. Δε με ενοχλούσε να ξεχωρίζω τις σκέψεις από τις φωνές – έκαναν μια μεγάλη, δυνατή, Ισπανική βοή που δεν άκουγα. Απλά άφηνα τους ήχους να αναπηδούν από μένα. Ασήμαντα. Όλα ήταν ασήμαντα. Η ίδια μου η ύπαρξη ήταν ασήμαντη. Όλος μου ο κόσμος ήταν ασήμαντος. Το μέτωπό μου πιέστηκε ενάντια στα γόνατά μου, και αναρωτήθηκα για πόσο καιρό ακόμα θα μπορούσα να το αντέξω. Ίσως να ήταν ανέλπιδο. Ίσως, αν η προσπάθεια μου ήταν καταδικασμένη να αποτύχει ούτως ή άλλως, θα έπρεπε να σταματήσω να βασανίζω τον εαυτό μου και απλά να γυρίσω πίσω… Η ιδέα ήταν τόσο ισχυρή, τοσό θεραπευτική – σαν τα λόγια να εμπεριείχαν ένα δυνατό αναισθητικό, παίρνοντας μακριά το βουνό του πόνου κάτω από το οποίο ήμουν θαμμένος – αυτό με έκανε να αγκομαχήσω, με έκανε ζαλισμένο. Μπορούσα να φύγω τώρα, μπορουσα να γυρίσω πίσω. Το πρόσωπο της Μπέλλα, πάντα πίσω από τις βλεφαρίδες των ματιών μου, μου χαμογέλασε. Ήταν το χαμόγελο καλωσορίσματος, συγχώρεσης, αλλά δεν είχε το αποτέλεσμα που το υποσυνείδητο μου σκόπευε να έχει. Φυσικά δεν μπορούσα να γυρίσω πίσω. Τι ήταν ο πόνος μου, τελικά, σε σύγκριση με τη ευτυχία της; Θα έπρεπε να μπορεί να χαμογελά, ελεύθερη από τον φόβο και τον κίνδυνο. Ελεύθερη από το να επιθυμεί ένα άψυχο μέλλον. ¶ξιζε καλύτερα απΆ αυτό. ¶ξιζε καλύτερα από μενα. Όταν θα άφηνε αυτόν τον κόσμο, θα πήγαινε σε ένα μέρος, για πάντα απαγορευμένο σε μένα, άσχετα από πόσο οδηγούσα το εαυτό μου εκεί. Η ιδέα αυτού του οριστικού αποχαιρετισμού ήταν τόσο πιο έντονη από τον πόνο που είχα ήδη. Το σώμα μου ρίγησε απΆ αυτό. Όταν η Μπέλλα πήγαινε στο μέρος που ανήκε και που εγώ ποτέ δεν θα μπορούσα, δεν θα καθυστερούσα άλλο πίσω. Θα πρέπει να υπάρχει λησμονιά. Θα πρέπει να υπάρχει ανακούφιση. Αυτή ήταν η ελπίδα μου, αλλά δεν υπήρχαν εγγυήσεις. Να κοιμηθείς ίσως και να ονειρευτείς. Α, εδώ είναι το εμπόδιο, είπα στον εαυτό μου. Ακόμα κι όταν θα ήμουν στάχτες, θα μπορουσα με κάποιο τρόπο να υποφέρω από την απώλειά της; Αναρρίγησα ξανά. Και, να πάρει, το υποσχέθηκα. Της υποσχέθηκα ότι δεν θα στοίχειωνα τη ζωή της ξανά, φέρνοντας τους μαύρους δαίμονες σΆ αυτή. Δεν θα έπαιρνα πίσω το λόγο μου. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα σωστό γιΆ αυτήν; Τίποτα απολύτως; Η ιδέα της επιστροφής σε αυτην την μικρή συννεφιασμένη πόλη που πάντα θα είναι το αληθινό μου σπίτι σε αυτόν τον πλάνήτη εισέβαλλε μέσα στις σκέψεις μου ξανά. Απλά για να ελέγξω. Απλά για να δω αν ήταν καλά και ασφαλής και ευτυχισμένη. Όχι για να επέμβω. Δεν θα μάθει ποτέ ότι ήμουν εκεί. Όχι. Να πάρει, όχι. Το τηλέφωνο δόνησε ξανά. «Να πάρει, να πάρει, να πάρει», γρύλισα. Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω την περίσπαση, υποθέτω. ¶νοιξα το τηλέφωνο και αντίκρυσα τα νούμερα με την πρώτη έκπληξη που ένοιωσα εδώ και μισό χρόνο. Γιατί η Ρόζαλι με καλούσε; Ήταν το μόνο άτομο που πιθανόν χαιρόταν με την απουσία μου. Θα πρέπει να συμβαίνει κάτι πραγματικά άσχημο αν έπρεπε να μου μιλήσει. Ξαφνικά ανήσυχος για την οικογένεια μου, πάτησα το κουμπί της αποστολής. «Τι;» ρώτησα έντονα. «Ω, ουάου, ο Έντουαρντ απάντησε το τηλέφωνο. Νοιώθω τέτοια τιμή.» Αμέσως μόλις άκουσα τον τόνο της, ήξερα πως η οικογένεια μου ήταν καλά. Θα πρέπει να βαριόταν. Ήταν δύσκολο να μαντέψω τα κίνητρά της χωρίς τις σκέψεις τις σαν οδηγό. Η Ρόζαλι ποτέ δεν έβγαζε πολύ νόημα σε μένα. Οι διαθέσεις τις συνήθως είχαν βάση στο πιο μπλεγμένο είδος λογικής. Έκλεισα με δύναμη το τηλέφωνο. «¶φησε με ήσυχο», ψυθίρισα σε κανέναν. Φυσικά το τηλέφωνο δόνησε ξανά αμέσως. Θα συνέχιζε να καλεί μέχρι να μου έδινε όποιοδήποτε μήνυμα σχεδίαζε για να με ενοχλήσει; Πιθανότατα. Θα έπαιρνε μήνες μέχρι μέχρι να κουραζόταν από αυτό το παιχνίδι. Έπαιξα με την ιδέα να την αφήνω να χτυπά το κουμπί της επανάκλησης για τον επόμενο μισό χρόνο… και τότε αναστέναξα και απάντησα το τηλέφωνο ξανά. «Τελείωνε με αυτό.» Η Ρόζαλι είπε βιαστικά τις λέξεις. «Νόμιζα πως θα ήθελες να μάθεις πως η ¶λις είναι στο Φορκς.» «Τι;» η φωνή μου ήταν επίπεδη, χωρίς συναίσθημα. «Ξέρεις πως είναι η ¶λις – νομίζει ότι τα ξέρει όλα. Σαν εσένα. Η Ρόζαλι γέλασε χωρίς χιούμορ. Η φωνή της είχε έναν νευρικό τόνο, σαν να ήταν ξαφνικα αβέβαιη για το τι έκανε. Αλλά η οργή μου το έκανε δύσκολο να νοιαστώ ποιό ήταν το πρόβλημα της Ρόζαλι. Η ¶λις είχε ορκιστεί ότι θα ακολουθούσε τις ενδείξεις μου όσο αναφορά την Μπέλλα, παρόλο που δεν συμφωνούσε με την απόφασή μου. Υποσχέθηκε ότι θα άφηνε την Μπέλλα ήσυχη… για όσο καιρό το έκανα κι εγώ. Ολοφάνερα, πίστεψε ότι στο τέλος θα ενέδινα στον πόνο. Μπορεί να ήταν σωστή σε αυτό. Αλλά δεν είχα. Ακόμα. Τότε τι έκανε στο Φορκς; Ήθελα να στρίψω τον λεπτό λαιμό της. Όχι ότι ο Τζάσπερ θα με άφηνε να την πλησιάσω, μόλις έπιανε το ελάχιστο από την οργή που εξέδιδα… «Είσαι ακόμα εκεί, Έντουαρντ;» Δεν απάντησα. Έσφιξα το πάνω μέρος της μύτης μου με τα δάχτυλα μου, αναρωτώμενος αν είναι ποτέ δυνατόν οι βρικόλακες να παθαίνουν ημικρανία. Από την άλλη μεριά, αν η ¶λις είχε γυρίσει… Όχι. Όχι. Όχι. Όχι. Είχα δώσει μια υπόσχεση. Η Μπέλλα άξιζε μια ζωή. Είχα δώσει μια υπόσχεση. Η Μπέλλα άξιζε μια ζωή. Επαναλάμβανα τις λέξεις σαν σφυροκόπημα, προσπαθώντας να καθαρίσω το μυαλό μου από τη δελεαστική εικόνα του σκοτεινού παραθύρου της Μπέλλα. Το κατώφλι για το μοναδικό μου καταφύγιο. Χωρίς αμφιβολία θα έπρεπε να ταπεινωθώ, αν επέστρεφα. Δεν με πείραζε αυτό. Θα μπορούσα ευχαρίστως να περάσω την υπόλοιπη δεκαετία στα γόνατα αν ήμουν μαζί της. Όχι. Όχι. Όχι. «Έντουαρντ; Δεν σε ενδιαφέρει γιατί η ¶λις είναι εκεί;» «Όχι ιδιαίτερα.» Η φωνή της Ρόζαλι έγινε λιγάκι αυτάρεσκη τώρα, ευχαριστημένη, χωρίς αμφιβολία, που εξανάγκασε μια απάντηση από μένα. «Λοιπόν, φυσικά, δεν σπάει τους κανόνες ακριβώς. Εννοώ, μας προειδοποιήσες να μείνουμε μακριά από την Μπέλλα, σωστά; Το υπόλοιπο Φορκς δεν μετράει.» Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου αργά. Η Μπέλλα είχε φύγει; Οι σκέψεις μου περιστράφηκαν γύρω από την ανεπάντεχη ιδέα. Δεν είχε αποφοιτήσει ακόμα, οπότε θα πρέπει να επέστρεψε στη μητέρα της. Αυτό ήταν καλό. Θα έπρεπε να ζει στην λιακάδα. Ήταν καλό που μπόρεσε και άφησε τις σκοτεινές σκιές πίσω της. Προσπάθησα να καταπιώ αλλά δεν μπορούσα. Η Ρόζαλι κελάηδησε με ένα νευρικό γέλιο. «Έτσι, δεν χρειάζεται να είσαι θυμωμένος με την ¶λις.» «Τότε γιατί μου τηλεφώνησες, Ρόζαλι, αν όχι να βάλεις την ¶λις σε μπελάδες; Γιατί με ενοχλείς; Α!» «Περίμενε!» είπε, διαισθάνοντας, αμέσως, ότι ήμουν ικανός να το κλείσω ξανά. «Δεν σου τηλεφώνησα γιΆ αυτό.» «Τότε γιατί; Πες μου γρήγορα και μετά άφησε με ήσυχο.» «Λοιπόν…» δίστασε. «Πες το, Ρόζαλι. Έχεις δέκα δευτερόλεπτα.» «Νομίζω πως πρέπει να γυρίσεις σπίτι,» είπε η Ρόζαλι βιαστικά. «Κουράστηκα την Εσμέ να θρηνεί και τον Καρλάιλ να μη γελάει πότε. Πρέπει να νιώθεις ντροπή γιΆ αυτό που έκανες σΆ αυτούς. Του Έμετ του λείπεις όλη την ώρα και μου δίνει στα νεύρα. Έχεις μια οικογένεια. Ωρίμασε και σκέψου κάτι άλλο εκτός από τον εαυτό σου.» «Ενδιαφέρουσα συμβουλή, Ρόζαλι. ¶σε με να σου πω μια ιστορία για τον τέντζερη και το καπάκι…» «Εγώ σκέφτομαι αυτούς, σε αντίθεση με σένα. Δεν σε ενδιαφέρει πόσο πολύ πληγώνεις την Εσμέ αν όχι κανέναν άλλον Σε αγαπάει περισσότερο από τους υπόλοιπους από μας, και το ξέρεις αυτό. Έλα σπίτι.» Δεν απάντησα. «Σκέφτηκα πως από τη στιγμή που το όλο θέμα με το Φορκς ήταν τελειωμένο, θα το ξεπερνούσες.» «Το Φορκς ποτέ δεν ήταν πρόβλημα, Ρόζαλι» είπα, προσπαθώντας να είμαι υπομονετικός. Αυτό που μου είπε για την Εσμέ και τον Καρλάιλ χτύπησε ένα νεύρο. «Απλώς επειδή η Μπέλλα» - ήταν δύσκολο να λέω το όνομά της δυνατά - «μετακόμισε στη Φλώριδα, δεν σημαίνει πως θα μπορούσα… Κοίτα Ρόζαλι. Αλήθεια λυπάμαι, αλλά, πίστεψέ με, δεν θα έκανε κανέναν πιο ευτυχισμένο αν ήμουν εκεί.» «Εμ…» Εκεί ήταν, ο νευρικός δισταγμός πάλι. «Τι είναι αυτό που δε μου λες, Ρόζαλι; Είναι η Εσμέ εντάξει; Είναι ο Καρλάιλ – » «Είναι καλά. Είναι που… λοιπόν δεν είπα ότι η Μπέλλα μετακόμισε.» Δε μίλησα. Έπαιξα ξανά τη συζήτησή μας στο μυαλό μου. Ναι, η Ρόζαλι είχε πει ότι η Μπέλλα μετακόμισε. Είχε πει: … μας προειδοποιήσες να μείνουμε μακριά από την Μπέλλα, σωστά; Το υπόλοιπο Φορκς δεν μετράει. Και τότε: Σκέφτηκα πως από τη στιγμή που το όλο θέμα με το Φορκς ήταν τελειωμένο… ¶ρα η Μπέλλα δεν ήταν στο Φορκς. Τι εννοούσε, ότι η Μπέλλα δεν μετακόμισε; Τότε η Ρόζαλι είπε βιαστικά τις λέξεις πάλι, λέγοντάς τες σχεδόν θυμωμένα αυτή τη φορά. «Δεν ήθελαν να στο πουν αλλά νομίζω πως είναι ανόητο. Όσο πιο γρήγορα το ξεπεράσεις αυτό τόσο πιο σύντομα τα πράγματα θα ξαναγίνουν φυσιολογικά. Γιατί να σε αφήνουν να μελαγχολείς στις σκοτεινές γωνιές αυτού του κόσμου όταν δεν υπάρχει πια ανάγκη γιΆ αυτό; Μπορείς να γυρίσει σπίτι τώρα. Μπορούμε να ξαναγίνουμε οικογένεια. Τελείωσε.» Το μυαλό μου έμοιαζε να είναι χαλασμένο. Δεν μπορούσε να βγάλει νόημα από τις λέξεις της. Ήταν σαν να υπήρχε κάτι πολύ, πολύ προφανές που μου έλεγε αλλά δεν είχα καμιά ιδέα τι ήταν αυτό. Ο εγκέφαλός μου έπαιζε με την πληροφορία κάνοντας παράξενα νοήματα με αυτή. Χωρίς νόημα. «Έντουαρντ;» «Δεν καταλαβαίνω τι μου λες, Ρόζαλι.» Μεγάλη παύση, διάρκεια μερικών ανθρώπινων καρδιοχτύπων. «Είναι νεκρή, Έντουαρντ.» Μεγαλύτερη παύση. «Εγώ… λυπάμαι. Έχεις το δικαίωμα να ξέρεις, όμως, πιστεύω. Η Μπέλλα έπεσε από έναν βράχο πριν από δύο μέρες. Και η ¶λις το είδε, αλλά ήταν πολύ αργά να κάνει οτιδήποτε. Νομίζω πως θα βοηθούσε, όμως, θα είχε σπάσει την υπόσχεσή της, αν υπήρχε χρόνος. Πήγε πίσω να δει τι μπορούσε να κάνει για τον Τσάρλι. Ξέρεις πόσο εκείνη πάντα νοιαζόταν γιΆ αυτόν – » Το τηλέφωνο νέκρωσε. Μου πήρε μερικά δευτερόλεπτα να συνειδητοποιήσω ότι το είχα κλείσει εγώ. Κάθισα στο σκονισμένο σκοτάδι για έναν μεγάλο παγωμένο χρονικό διάστημα. Ήταν σαν ο χρόνος να είχε τελειώσει. Σαν το σύμπαν να είχε σταματήσει. Αργά, κινούμενος σαν ηλικιωμένος άνοιξα το τηλέφωνο πάλι και πληκτρολόγησα τον έναν αριθμό που υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δεν θα καλούσα ξανά. Αν ήταν εκείνη, θα το έκλεινα. Αν ήταν ο Τσάρλι θα έπαιρνα την πληροφορία που χρειαζόμουν με τέχνασμα. Θα αποδείκνυα το μικρό αρρωστημένο αστείο της Ρόζαλι λάθος, και μετά θα γύριζα πίσω στην ανυπαρξία. «Οικία Σουάν,» απάντησε μια φωνή που δε είχα ακούσει ποτέ πριν. Η βραχνή φωνή ενός άντρα, βαθιά, αλλά ακόμα νεανική. Δεν κοντοστάθηκα να σκεφτώ τις επιπλοκές αυτού. «Σας μιλάει ο δρ. Καρλάιλ Κάλεν,» είπα, τέλεια μιμούμενος την φωνή του πατέρα μου. «Μπορώ να μιλήσω στον Τσάρλι παρακαλώ;» «Δεν είναι εδώ,» απάντησε η φωνή και ήμουν αμυδρά έκπληκτος από το θυμό μέσα σε αυτή. Οι λέξεις ήταν σχεδόν ένα γρύλισμα. Αλλά δεν είχε σημασία. «Λοιπόν, που είναι τότε;» απαίτησα, ενώ γινόμουν ανυπόμονος. Έγινε μια μικρή παύση σαν ο ξένος να ήθελε να αποκρύψει αυτή την πληροφορία από μένα. «Είναι στην κηδεία,» το αγόρι απάντησε τελικά. Έκλεισα το τηλέφωνο ξανά. http://rapidshare.com/files/199253769/nm_extras_rosalie_greek.pdf | |
|