Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.
Η συνέχεια της διάσημης σειράς βιβλίων έρχεται στα βιβλιοπωλεία στις 4 Αυγούστου με τίτλο «Midnight Sun» και αφηγείται την ιστορία του «Λυκόφωτος» από την πλευρά του Edward Cullen.
"Bella is with Edward. She's a part of this family, and we protect our family."
Carlisle Cullen, Twilight
Character of the Week
Rosalie Lillian Hale
(born 1915 in Rochester, New York) is a member of the Olympic coven.
She is the wife of Emmett Cullen and the adoptive daughter of Carlisle and Esme Cullen, as well as the adoptive sister of Jasper Hale (in Forks, she and Jasper pretend to be twins), Alice, and Edward Cullen.
Rosalie is the adoptive sister-in-law of Bella Swan and adoptive aunt of Renesmee Cullen, as well as the ex-fiancée of Royce King II.
Στο κατώφλι µιας νέας εποχής για τη Ροδεσία, η Μάντριγκαλ, έχοντας χάσει τον άντρα της λίγες µονάχα ώρες µετά τον γάµο τους, θρήνησε βαθιά την απώλειά του και αποφάσισε να ζήσει µε τη θύµησή του. Όµως δεν φαντάστηκε ποτέ πως θα της ζητούσαν να πάρει τη θέση της συζύγου του βασιλιά.
Ο βασιλιάς Έντουαρντ, αφού γνώρισε την απόλυτη ευτυχία δίπλα στη γυναίκα που λάτρεψε όσο καµία, την ¶µπερλιν, δέχτηκε το σκληρότερο χτύπηµα της µοίρας όταν εκείνη πέθανε πριν προλάβει να φέρει στον κόσµο το παιδί τους. Ωστόσο, προκειµένου ν' ανταποκριθεί στα βασιλικά του καθήκοντα και να χαρίσει έναν διάδοχο στη Ροδεσία, είναι υποχρεωµένος να παντρευτεί ξανά και απ' όλες τις υποψήφιες επιλέγει τη Μάντριγκαλ.
Μήπως όµως το όνοµα της νέας του συζύγου κουβαλά µια σκοτεινή µοίρα; ¶ραγε υπάρχει ελπίδα να αλλάξει το πεπρωµένο; Θα καταφέρει η Μάντριγκαλ να ξυπνήσει την αγάπη στην καρδιά του άντρα και βασιλιά της; Κι εκείνος θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τα αισθήµατά του πριν χάσει τα πάντα για άλλη µια φορά;
Isabella: Ο θεός μου είναι όμορφος. Ιζαμπέλλα: Κατάλευκο δέρμα…με σαρκώδη κόκκινα χείλη… μυστηριώδη σοκολατί μάτια… Με απαλές καμπύλες και ομορφιά που κόβει την ανάσα… Τολμηρή… Προκλητική… Ζει την κάθε στιγμή με πάθος. ~> Αναζητά την ελευθερία.
Ornela: To Ανθησμένο δέντρο. Ορνέλα: Μικροσκοπική… Σε τέλειες αναλογίες…. Με Εξωτική ομορφιά και υπέροχα σμαραγδένια μάτια… Πονηρή... Μαγευτική και Αθεράπευτα ερωτευμένη… ~> Ένα σπίρτο αναμμένο.
Natayla: Η χορεύτρια. Νατάιλα: Λεπτοκαμωμένη… Έντονα χαρακτηριστικά, μάτια γκρι, συννεφιασμένα, ονειροπόλα… Δοτική, Στοργική… Αυθεντική. Ανήσυχο πνεύμα που απελευθερώνεται με τον χορό ~> Ζει στον δικό της κόσμο. Dragoste: Ο Έρωτας. Ντράγκοστε: Σκουρόχρωμη επιδερμίδα… Με μακριά, σκούρα καστανά μαλλιά ίσια σαν καταρράκτης… Και καθαρά γαλάζια μάτια… Το πνεύμα της παρέας και της ενότητας… Ευαίσθητη και ευάλωτη… Αγαπησιάρα και ελαφρόμυαλη. ~>Ο πόθος νικάει την οξυδέρκεια της.
Oriana: Η αυγή Οριάνα: Πληθωρική κούκλα… Με μακριά ξανθά μαλλιά… Υπερκινητική.. H χαρά της ζωής…! Πανούργα ψυχή και βλέμμα που σκοτώνει. ~> Πολύ καλή φίλη… μα όταν το θέλει, ο σατανάς ο ίδιος!
Η Ιζαμπέλλα είναι μια 17χρονη Τσιγγάνα που ψάχνει το συναρπαστικό μέσα στην σκοτεινή μαγεία της κλειστής Φυλής της. Είναι ριζωμένη εκεί και –παρόλο που τα έχει όλα, δεν της αρκούν. Όχι, δεν είναι αχάριστη απλά θα αργήσει να καταλάβει ότι τα ξόρκια που την κάνουν να δυνατή τώρα, δεν πιάνουν στον έξω κόσμο...! Πάντα πλαισιωμένη από τις τέσσερεις καλύτερες της φίλες, τις πιο όμορφες τσιγγάνες που χει πλάσει η φύση, θα ανακαλύψει πρωτόγνωρα πράγματα καθώς θα ζήσει την γλυκιά κατάρα ενός αναπάντεχου, αληθινού Έρωτα!
niki Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 29 Τόπος : Κορινθος Αριθμός μηνυμάτων : 2465 Registration date : 07/08/2009
«Μάνα φεύγω.» της φώναξα χωρίς να κάνω τον κόπο να πάω στο δωμάτιο που βρισκόταν. Με την ευχή η απάντηση της Εσμεράλντας* να ήταν ένα απλό γεια. «Για πού το έβαλες χρυσάφι μου;» με ρώτησε τελικά με προσποιητή, αθώα, απορία. «Πάμε να στολίσουμε για τη γιορτή μάνα. Σου λέει τίποτα το Εντερλέζι**; Είναι 23 Απριλίου σήμερα.» είπα και στριφογύρισα τα μάτια μου μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη του σαλονιού της παράγκας μας. Πρόσθεσα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στην κορυφή των μαλλιών μου και ξανακοιτάχτηκα από την κορυφή ως τα νύχια. Όπως ακριβώς μου είχε μάθει η γιαγιά μου. «Μία τσιγγάνα πρέπει να είναι πάντα τέλεια στα νιάτα της. Ποτέ δεν ξέρεις Που και Πότε θα γνωρίσεις το παλικάρι που θα σε κλέψει.» «Φυσικά, το ήξερα. Το δωμάτιο σου;» «Συγυρισμένο μανούλα!» «Το σαλόνι;» «Λαμποκοπάει σαν αστερόσκονη.» «Φαγητό;» «Μπορείς να μυρίσεις αν είσαι περίεργη.» περίμενα λίγο και μετά μου απάντησε. Το κοκκινιστό κρέας μοσχοβολούσε σε όλο του το μεγαλείο. « Ελεύθερη τριαντάφυλλο μου.» είπε κάνοντας επίδειξη τις διαισθητικές τις ικανότητες αναφερόμενη στο τριαντάφυλλο που στόλιζε τα μαλλιά μου .Η μητέρα μου ήταν η διασημότερη μάντισσα της Φυλής. Προφανώς αποτελεσματική. Βγήκα έξω από το παλατάκι μου για να δω τις πολύχρωμες, μεγαλόπρεπες σκηνές να στέκονται η μία δίπλα στην άλλη όπως και κάθε άλλη μέρα. Χαιρέτησα την ηλιόλουστη άνοιξη με ένα χαμόγελο κι ύστερα σήκωσα την μακριά μου φούστα για να τρέξω, να προλάβω τις φίλες μου. Με περίμεναν ακριβώς στη μέση του χωριού και η ανυπομονησία ήταν ευδιάκριτη στα πρόσωπα τους. « Πάντα στην ώρα σου!» είπε σαρκαστικά η Ορνέλα και έτρεξε να με αγκαλιάσει πριν από όλες. Σηκώθηκε στις μύτες και μου χάρισε δυο φιλιά στο μάγουλο. Φορούσε ένα υπέροχο κιτρινωπό μακρύ φόρεμα με μεγάλα σκισίματα στα πλάγια. Τα καστανά μαλλιά της ξεκινούσαν ίσια και ακουμπούσαν τους ώμους της σε καλοσχηματισμένες μπούκλες. Εμφανώς πολύ πιο περιποιημένη από τις περισσότερες φορές. Όπως όλες μας. «Συγνώμη αδερφές μου. Η μάνα μου αργεί να πάρει μπρος.» Αγκάλιασα και τις υπόλοιπες σφιχτά. Χάιδεψα τα απαλά, κατάξανθα μαλλιά της Οριάνα . Μύρισα τα αρωματικά έλαια που ανέβλυζαν από την Ντράγκοστε. Τοποθέτησα μία πύρινη μπούκλα πίσω από το αυτί της Νατάιλα… «Δεν πειράζει.» είπε η τελευταία. «Έχουμε χρόνο.» Ξεκινήσαμε για τους κήπους με τα λουλούδια που θα στόλιζαν τα τραπέζια τις γιορτής. Ξέραμε από πριν τι θα μαζέψουμε όπως και κάθε άλλη χρονιά. Στο δρόμο για τους κήπους περάσαμε τα μεγάλα χωράφια όπου τα αγόρια της φυλής δούλευαν για τα προς το ζην. «Οριάνα πως κοιτάς έτσι κορίτσι μου; Δεν έχει δει αρσενικό χωρίς πουκάμισο ξανά;» την πείραξε η Ορνέλα. «Δουλειά σου εσύ!» την επέπληξε η Νατάιλα. «Και εσύ, πριν αρχίσει να σε καίει για τον Νίκολας***, τα ίδια έκανες.» «Ναι αλλά η Ορνέλα ωρίμασε και επέλεξε αυτόν που ήθελε. Έναν.» τόνισα ιδιαίτερα απευθυνόμενη προς την Οριάνα και την Ντράγκοστε. Αποτελεσματικά ανίκανες να κρατήσουν ένα αγόρι στο μυαλό τους. «Ψιλοπράγματα!» είπε η Ντράγκοστε και ξεσπάσαμε σε δυνατά γέλια κάνοντας όλους να μας κοιτάξουν. «Ναι, τουλάχιστον εμείς σκεφτόμαστε και κάποιον!» είπε με τον τσουχτερό της τόνο η Οριάνα. «Μπα; Και η Νατάιλα;» της έδειξα με το βλέμμα μου εκείνη και την Ορνέλα που τραγουδούσαν ένα παλιό τραγούδι και χόρευαν “διακριτικά”. «Η Νατάιλα είναι άλλη υπόθεση.» είπε η Ντράγκοστε. «Δεν πιάνεται.» «Μα και εγώ σκέφτομαι κάποιον!» είπα προσπαθώντας να δικαιολογήσω τον εαυτό μου. «Ονειρεύομαι τον άνθρωπο που θα με πάρει αυτό χωριό. Που θα μου δείξει πράγματα.» «Που θα με ταΐζει και θα με ποτίζει, και στο τέλος της μέρας θα με βάζει και για ύπνο.» με κορόιδεψε η Οριάνα. «Πολλά παραμύθια σου έλεγε η γιαγιά σου όταν ήσουνα μικρή. Κορίτσι μου εσύ θες μπαμπά.» «Έχω μπαμπά!» είπα ψύχραιμα. Τα πειράγματα μεταξύ μας ήταν καθημερινή υπόθεση. Δεν είχα σκοπό να θυμώσω. Τις λάτρευα υπερβολικά τις αδερφές μου. «Ξέρεις τι θέλει να πει η Οριάνα.» είπε η Νατάιλα που μπήκε μέσα στην συζήτηση από το πουθενά. « Όλα τα αγόρια τρελαίνονται για πάρτι σου και εσύ δεν θες κανέναν. Η μάνα σου είναι η πιο περιζήτητη μάγισσα… Ουπς συγνώμη» είπε και γελάσαμε όλες « Μάντισσα ήθελα να πω! Μπορεί να σου δέσει όποιον θες –όχι ότι το χρειάζεσαι βέβαια, αλίμονο, και εσύ κάθεσαι αμέριμνη και μαζεύεις λουλούδια…» «Τι να κάνω Ορνέλα;» της είπα με ταλαίπωρο βλέμμα. Οι φίλες μου ανησυχούσαν υπερβολικά για μένα. «Έλα τώρα Ιζαμπέλλα! Δες τον Μάρκος**** πως σε κοιτάει! Δεν μπορεί να είσαι τόσο τυφλή.» είπε η Οριάνα. «Αυτόν μέχρι και εγώ τον έχω προσέξει!» είπε η Νατάιλα. «Σοβαρά τώρα, έχει γίνει ένας κούκλος.» Αχ… Ο Μάρκος. Ο Μάρκος ήταν ένα όνειρο. Ήταν ψηλός, γεροδεμένος, ηλιοκαμένος με μάτια μαύρα… γοητευτικά, παιχνιδιάρικα. Πριν δύο χρόνια σαν και σήμερα ο Μάρκος με είχε φιλήσει στην γιορτή πάνω στον χορό και στην φασαρία. Ύστερα με είχε πάει κάπου απόμερα πιο “ρομαντικά” όπως έλεγε χαριτωμένα… Ήμουν πιωμένη και ζαλισμένη από τον χορό. Ήμουν σχεδόν 16. Αλλά δεν ήμουν χαζή. Ήξερα τι ακριβώς ήθελε ο κατά δυο χρόνια μεγαλύτερος μου Μάρκος όπως ήξερα πάρα πολύ καλά πως εγώ δεν είχα τίποτα απολύτως να του δώσω. Μία μέρα μετά από την γιορτή με αποχαιρέτησε με ένα ζουμερό φιλί πριν φύγει για την πόλη μαζί με τον πατέρα του. Για δουλειές. Από τότε…. Ή ίσως και λίγα χρόνια νωρίτερα όταν πρωτοέφυγε ο πατέρας μου –μου γεννήθηκε η ανάγκη να φύγω και εγώ για την πόλη που ήταν πια τόσο κοντά μας. Να την γνωρίσω να την ανακατέψω. Και ύστερα… να γνωρίσω και άλλες πόλεις και άλλα πράγματα. Μα τώρα ο Μάρκος ήταν πίσω πιο αξιολάτρευτος από ποτέ. Έτοιμος να βάλει φωτιά σε όποιο θηλυκό δεν είχε ακόμα βέρα στο δεξί της παράμεσο. Τον είχα πετύχει μάλιστα και να μπαίνει σε μία παράγκα μιας κουρασμένης, όμορφης κοπέλας που πουλούσε έρωτα… Εκείνος δεν με είχε δει. Αλλά ούτε και μου είχε μιλήσει από την μέρα που είχε επιστρέψει. Το είχα πει στα κορίτσια για να επιβεβαιωθώ αλλά αυτές επέμεναν ότι ήταν φυσικό αφού είχε περάσει τόσος καιρός από τότε που είχε φύγει. Τότε δεν με είχε πειράξει πραγματικά. Απλά δεν με ένοιαζε. «Μην προσποίησε πως δεν σε νοιάζει.» συνέχισε με σχεδόν παρακλητικό τόνο η Ντράγκοστε, διαβάζοντας τις σκέψεις μου όπως πάντα. «Και τι να κάνει μάτια μου;» την ρώτησε η Ορνέλα απαντώντας στην θέση μου την ώρα που χωνόταν κάτω από την αγκαλιά μου. Εκείνη ήταν που πάντα προσπαθούσε να με βγάλει από την δύσκολη θέση. «Χόρεψε μαζί του το βράδυ και όλα τα άλλα θα έρθουν από μόνα τους καλή μου!» πρότεινε η Οριάνα και μου έκλεισε το μάτι. Χαμογέλασα αλλά κοίταξα αλλού. «Δεν ξέρω κορίτσια…» «Αν χορέψεις μαζί του θα ξέρεις!» Επέμεινε η Νατάιλα. «Ο χορός θα σου πει όλα όσα θελήσεις να μάθεις.» έκανε επιδεικτικά μία περίτεχνη στροφή γύρω από τον εαυτό της. «Αν χορέψω μαζί του θα χορέψεις και εσύ μαζί με τον Νίκολας;» η Ορνέλα που χάρισε ένα από τα πιο φωτεινά της χαμόγελα και μου απάντησε: «Αυτό εννοείται Ιζαμπέλλα! Όλες μας θα χορέψουμε!» «Πράγμα εντελώς ανώφελο με την Νατάιλα τριγύρω! Χορεύει καλύτερα από όλες μας!» παραπονέθηκε η Οριάνα. «Η καθεμία χορεύει διαφορετικά. Και η Ιζαμπέλλα χορεύει με χάρη. Και η Ορνέλα κινείται γρήγορα. Και εσύ λικνίζεις τη μέση σου όμορφα. » Επισήμανε η Ντράγκοστε. «Έχει δίκιο!» την υποστήριξα. «Και εσύ κάνεις τις καλύτερες φιγούρες, Ντράγκοστε!» την παίνεψα και εκείνη με την σειρά μου. «Φτάνει αδερφές μου!!!» παραπονέθηκε η Νατάιλα με το που μπήκαμε στους κήπους, δήθεν θιγμένη. «Μου κλέβετε την δόξα!» συμπλήρωσε με στυλ και λυθήκαμε στα γέλια.
*Εσμεράλντα ή Esmeralda είναι ένα καθαρά τσιγγάνικο όνομα που σημαίνει Σμαραγδένιος ή αλλιώς emerald.
**Η σημαντικότερη γιορτή των Ρομά (τσιγγάνων) είναι η γιορτή της ¶νοιξης (Εντερλέζι). Η προέλευσή της είναι ελληνική και γιορτάζεται από 23 Απρίλη μέχρι 1 Μάη σε όλη την Ευρώπη.
***Νίκολας: νικητής. NICOLAE
**** Μάρκος: άμυνα. MARKO
niki Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 29 Τόπος : Κορινθος Αριθμός μηνυμάτων : 2465 Registration date : 07/08/2009
«Μα καλά, που στο καλό είναι η Νατάιλα;» ρώτησε για εικοστή φορά η Ορνέλα. «Θα έπρεπε να επιμείνεις να έρθετε μαζί. Δίπλα μένετε.» την μάλωσα εγώ για τη απερισκεψία της να αφήσει την Νατάιλα να έρθει μόνη της μέχρι το σπίτι μου. Από εκεί θα ξεκινούσαμε για την πλατεία όπου θα γινόταν ο χορός αλλά μέχρι τότε ετοιμαζόμασταν όλες μαζί. Η Νατάιλα όμως με στο θέμα συνέπεια ήταν η χειρότερη της παρέας! «Ε που να φανταστώ! Το καλό που της θέλω να έρθει έτοιμη για να φύγουμε αμέσως.» «Τι θα κάνει; Εκεί θα κάτσει;» είπε συνετά η Ντράγκοστε. «Κορίτσια δεν ξέρω για εσάς αλλά εγώ είμαι ήδη στην γιορτή!» είπε η Οριάνα έκανε μία στροφή γύρω από τον εαυτό της και προσγειώθηκε επάνω στο κρεβάτι μου αναστενάζοντας. «Θα είναι μαγική η νύχτα αυτή κορίτσια!» είπε και η Ντράγκοστε μπαίνοντας στο κλίμα. Τα μάτια της κοίταγαν το κενό και τα χείλη της είχαν σχηματίσει ένα αχνό χαμόγελο. «Το νιώθετε;» ρώτησε μετά από μερικές στιγμές ησυχίας. Και οι τρεις γνέψαμε καταφατικά. «Εγώ το νιώθω κάθε χρόνο τέτοια μέρα…» είπα και τελειοποίησα το χτένισμα της Ορνέλας. Πρόσθεσα λίγη χρυσόσκονη πάνω στις ζωηρές μπούκλες της, που είχα σχηματίσει χρησιμοποιώντας πολλές ζεστές κυκλικές βούρτσες. Εκείνη έβαλε λίγη μαύρη σαν κάρβουνο σκιά, που έκανε τα μάτια της πιο λάγνα. Φορούσε ένα βυσσινί πλούσια διακοσμημένο μπούστο, με μακριά αραχνοΰφαντα μανίκια, που άφηνε ακάλυπτη την επίπεδη κοιλιά της και μία ασορτί φούστα με κρόσσια που κατέληγε στους αστραγάλους της. Ήταν σκέτη κούκλα. Αν ήμουν στην θέση του Νίκολας δεν θα μπορούσα να της αντισταθώ. Αν το πρωί ήμασταν όλες πιο περιποιημένες από ότι συνήθως, το βράδυ λάμπαμε! Η Οριάνα φορούσε ένα υπέροχο, χρυσοκέντητο, μπλε φόρεμα της που τόνιζε τα ωραία σημεία του σώματος της. Η Ντράγκοστε από την άλλη αναδείκνυε την υψηλή καταγωγή της φορώντας ένα σύνθετο μαύρο φόρεμα με πολλούς φραμπαλάδες και διαφορικά υφάσματα να το στολίζουν. Τη φαντάστηκα να κάνει απανωτές στροφές και φιγούρες με αυτό και φάνταζε αγέρωχη! Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες το δικό μου ρούχο το είχα φτιάξει μόνη μου. Στην πραγματικότητα ήταν ένα μπούστο με μανίκια ως τους αγκώνες και μία μακριά φούστα με δύο μεγάλα σκισίματα στο πλάι που έφταναν πάνω από το γόνατο. Είχα προτιμήσει έντονα χρώματα σε πορτοκαλί και κόκκινο. Παρόλο που το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικά απλό, εντυπωσίασε της φίλες μου. «Αν θες να γίνει κάτι καλά, πρέπει να το κάνεις μόνος σου!» τους είπα και ανασήκωσα του ώμους μου. Σήμερα ήταν η ιδανική νύχτα για να τραβήξει κανείς τα βλέμματα. Η παχιά κουρτίνα που χώριζε την παράγκα μας από το υπόλοιπο χωριό άνοιξε και τα κουδουνάκια από κάποια παραδοσιακή στολή χορεύτριας, μας προετοίμασαν για την είσοδο της Νατάιλα. «Θεέ μου!» αναφώνησε η Ορνέλα από την έκπληξη. Η Νατάιλα ήταν απλά η πιο εντυπωσιακή της βραδιάς για απόψε… Φορούσε μία γαλαζοπράσινη στολή με πολλά κεντημένα φλουριά και μπόλικο σατέν ύφασμα να ανεμίζει. Ήταν έτοιμη για χορό! «Έκπληξη!» είπε και αρχίσαμε να γελάμε. «Αν δεν ήσουν τόσο όμορφη θα σε έπνιγα που άργησες!» της είπε η Ορνέλα και πήγε κοντά της για να περιεργαστεί από κοντά την περίτεχνη φορεσιά της. Εγώ εμπνευσμένη από εκείνη πήγα ακριβώς από πίσω της και έπιασα της κατακόκκινες μπούκλες της σε ένα χαλαρό κότσο με ένα μόνο τσιμπιδάκι αφήνοντας μερικές μόνο κάτω για να στολίζουν το πρόσωπο της. «Τι κάνεις;» ρώτησε με περιέργεια αλλά και ελαφρώς ενοχλημένη που πείραζα τα μαλλιά της. Όταν τελείωσα πήρα το χέρι της και το τοποθέτησα εκεί που ξεκινούσε το μαύρο κοκαλάκι. «Στην πιο εντυπωσιακή σου φιγούρα… Θα το διώξεις!» της είπα και πιάνοντας αμέσως το νόημα άρχισε να γελάει μαζί με τα υπόλοιπα κορίτσια. «Είσαι καλή εσύ!» μου είπε η Οριάνα και μου έκλεισε το μάτι. Της χάρισα ένα μεγάλο χαμόγελο. «Κορίτσια φεύγουμε επιτέλους;» διαμαρτυρήθηκε η Ορνέλα. Στο χορό θα συναντούσε τον Νίκολας, καλύτερο της φίλο και γείτονα. Ήταν από παιδιά μαζί και σε όλους έκανε εντύπωση που μια τσιγγάνα έκανε παρέα με τόσο πολύ άνεση με ένα αγόρι. Πόσο μάλλον ύστερα από καιρό που τίποτα ερωτικό δεν συνέβαινε ανάμεσα τους. Δηλαδή ο Νίκολας την έβλεπε μόνο φιλικά. Τα αγόρια είναι τόσο τυφλά ώρες ώρες. «¶ντε κορίτσια πάμε!» είπα δυνατά και μετά έσκυψα στο αυτή της Ορνέλας για να ψιθυρίσω: «Περιμένει ο Νίκολας!»
Καθώς περνούσαμε έξω από τις παράγκες όλα ήταν πολύ ήσυχα. Οι πάντες βρίσκονταν στην γιορτή και οι όμορφοι στίχοι τραγουδιών που έβγαιναν από τα χείλη μιας γλυκιάς τσιγγάνας ήταν το μόνο που ακουγόταν. Αρκετά σιγά, σαν βοή, σαν νανούρισμα καθώς απείχαμε πολύ ακόμα από την πλατεία. «Κοιτάξτε το φεγγάρι!» είπε η Ορνέλα κοιτώντας τον ουρανό! Το φωτισμένο φεγγάρι ήταν μόνο ένα μικρό νυχάκι αλλά φαινόταν τεράστιο, σαν να ήταν πολύ κοντά στην γη. Επίσης το υπόλοιπο φεγγάρι αχνοφαίνοταν και συμπλήρωνε το πρώτο δημιουργώντας μία μυστική πανσέληνο! «Είναι τέλειο!» αναφώνησε η Οριάνα. «Νέα σελήνη είναι! Το χω ξαναδεί πολύ παλιά.» είπε η Νατάιλα με θαυμασμό. «Έχει δίκιο κορίτσια!... την υποστήριξα εγώ. «Το παλιό φεγγάρι στην αγκαλιά του καινούριου.» «Μια νέα αρχή… αλλά…» ξεκίνησε να λέει η Ντράγκοστε και εγώ την συμπλήρωσα. «Με την συνεχή σκιά της παλιάς ζωής.» « Όπως τα έλεγε η Ντράγκοστε! Αυτή η νύχτα είναι ξεχωριστή.» είπε η Οριάνα. Σιωπή. Ανταλλάξαμε μερικά έντονα βλέμματα και νεύματα καθώς αντικρίζαμε εκστασιασμένες την παραμυθένια σελήνη. «Φτάνει κορίτσια έχω ανατριχιάσει. Εγώ την φοβάμαι αυτήν τη νύχτα! Οι αλλαγές δεν γίνονται πάντα για καλό.» είπε η Ορνέλα και αγκάλιασε τον εαυτό της με τα χέρια της. «Μη φοβάστε κορίτσια έχουμε η μία την άλλη τίποτα δεν θα γίνει!» προσπάθησα να τις ενθαρρύνω αλλά ούτε και εγώ δεν πίστευα στα λόγια μου. Γιατί να το κάνουν αυτές; Προσπάθησα ξανά. «Θα κάνουμε μία προσευχή και όλα θα πάνε καλά. Δώστε τα χέρια.» έκανα ότι τους είπα χωρίς να μιλήσουν.
«Ό,τι και να γίνει εγώ δεν φοβάμαι. Με προστατεύει η Θεά Φιλία.» επαναλάβαμε. «Θα γλεντήσω, θα χορέψω με την ψυχή μου.» επαναλάβαμε. «Θα ελευθερώσω το πνεύμα μου, θα ζήσω. Θα επιζήσω.» επαναλάβαμε. «Θα προστατέψω την Νατάιλα.» είπα και κοίταξα την κοπέλα που κρατούσε το δεξί μου χέρι. «Θα προστατέψω την Ορνέλα.» συνέχισε εκείνη κοιτάζοντας την διπλανή της. «Θα προστατέψω την Ντράγκοστε.» «Θα προστατέψω την Οριάνα.» «Θα προστατέψω την Ιζαμπέλλα.» « Ό,τι και να γίνει εγώ δεν φοβάμαι. Με προστατεύει η Θεά Φιλία.».»
«Και τώρα ήρθε και η ώρα για την προσευχή, πριν ξεκινήσει για τα καλά το γλέντι και ανάψουν τα αίματα…» Δώσαμε για άλλη μια φορά τα χέρια μας. Σημάδια βαθιάς φιλίας να κρατιόμαστε σαν ένα για να αναφωνήσουμε όλες μαζί τα ίδια λόγια…
Πρέπει τους φίλους σου να βοηθάς μην το ξεχνάς, Πρέπει τους φίλους να βοηθάς να τους πονάς Αν τους αγαπάς την πλάτη δεν θα γυρνάς. Στη ζωή σου είναι αυτοί, μικροί Θεοί ,είναι μοναδικοί Δίπλα τους να περπατάς, μην τους προσπερνάς Να τους προστατεύεις και από το χέρι, σφιχτά να τους κρατάς.
Αγκαλιαστήκαμε σπάζοντας τον κύκλο και προχωρήσαμε για την γιορτή.
Το φόρεμα της κάθε κοπέλας.....
Ιζαμπέλλα
Σπόιλερ:
Νατάιλα
Σπόιλερ:
Ορνέλα
Σπόιλερ:
Ντράγκοστε
Σπόιλερ:
Οριάνα
Σπόιλερ:
Αυτό το κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στις φίλες μου έτσι όπως τις ξέρεται εσείς, Στην αγαπημένη μου Ορνέλα, στην λατρεμένη μου Νατάιλα, στην μικρή μου Ντράγκοστε και την Οριάνα μου.
Η Γιορτή είχε στηθεί για τα καλά όταν φτάσαμε. Οι δαυλοί που κύκλωναν διαδοχικά την πλατεία, τα μικρά κεράκια που ήταν ακουμπισμένα πάνω σε κάθε τραπέζι και το κόκκινο φεγγάρι που έστεκε να μας παρακολουθεί από μακριά ήταν οι μόνες πηγές φωτισμού στην γιορτή. Τα τραπέζια είχαν στηθεί κυκλικά με μικρά περάσματα ανάμεσα τους που οδηγούσαν στην πίστα. Ένα υπερυψωμένο σκηνικό είχε φτιαχτεί με χώρο για τους οργανοπαίχτες καθώς και για τα όμορφα πρόσωπα, χαρούμενων τσιγγάνων που έπαιρναν μέρος στην γιορτή. Παντού υπήρχαν λουλούδια… Κόκκινα τριαντάφυλλα, πορτοκαλί ντάλιες, κίτρινα χρυσάνθεμα και λευκές γαρδένιες στόλιζαν κάθε γωνιά της πλατείας. Σηκώθηκα στις μύτες για να διακρίνω την μάνα μου και τα κορίτσια με αντέγραψαν. «Τη βρήκα!» είπα και έδειξα προς το μέρος της. «Και εγώ!» είπε η Ορνέλα. «Λοιπόν αδερφές μου θα τα πούμε στην πίστα ακριβώς στο πρώτο τραγούδι μετά από το φαγοπότι. Σας φιλώ.» είπε η Νατάιλα και αφού νεύσαμε όλες, χωριστήκαμε για να συναντήσουμε τις οικογένειες μας. Με την άκρη του ματιού μου είδα την Ορνέλα να βολεύεται σε μία θέση δίπλα στον Νίκολας και χαμογέλασα. Φυσικά θα καθόντουσαν στο ίδιο τραπέζι. Οι οικογένειες τους ήταν μία! Έδωσα ένα φιλί στο μάγουλο της μητέρας μου με το που έφτασα στο τραπέζι για να την καλοπιάσω. «¶στα αυτά λουλούδι μου.» είπε με το γνωστό της ύφος. «¶ργησες.» « Ναι, αλλά λίγο.» της χαμογέλασα. Η μητέρα μου δεν ήταν αυστηρή, καθόλου. Απλά ήθελε να ξέρει που είμαι γιατί ανησυχούσε πολύ για μένα. Δεν είχαν γίνει και λίγα μέσα στην φυλή. Η μεγάλη μου αδερφή η Μιρέλλα* είχε παντρευτεί εδώ και καιρό έναν υπέροχο άντρα τον Λούκας* και είχε φύγει από το σπίτι μας. Έτσι εγώ ήμουν το μόνο άτομο με το οποίο έπρεπε να ασχολείται η μάνα μου. Κάθισα δίπλα στην Μιρέλλα που με το που με πρόσεξε έσπευσε να με αγκαλιάσει. Τώρα πια, σπάνια βλεπόμασταν και μου έλειπε πολύ. Ανταπέδωσα την αγκαλιά χαϊδεύοντας τα απαλά μακριά καστανά μαλλιά της. «Πόσο μεγάλωσες!» μου είπε σχεδόν με παράπονο. Ο Λούκας δίπλα της τεντώθηκε για να με τσιμπήσει στο μάγουλο. Ανακάτεψα τα μαλλιά του για να απαντήσω. Λίγα λεπτά αργότερα ο Δήμαρχος μας σηκώθηκε όρθιος τραβώντας την προσοχή. Χτύπησε τρεις φορές παλαμάκια με τα χέρια του και επικράτησε αμέσως σιωπή. « Φίλοι μου. Μαζευτήκαμε εδώ απόψε για να γιορτάσουμε της αρχή της πιο ευλογημένης εποχής του χρόνου. Της άνοιξης. Εδώ μαζί μας είναι ο Δούκας Στέφαν Χέιλ. Είναι επίσημος καλεσμένος μας και τον ευχαριστούμε πάρα πολύ που δέχτηκε την πρόσκληση μας να έρθει. Τώρα είναι η ώρα για να αρχίσει η γιορτή. Φάτε, πιείτε και ξεφαντώστε! Εύχομαι η Φυλή μας να έχει πάντα όλα τα αγαθά που έχει τώρα και σε ένα χρόνο να γιορτάσουμε ξανά τον ερχομό της ¶νοιξης. Απολαύστε την γιορτή!» ζητοκραυγασμοί ακούστηκαν και όλοι σήκωσαν τα ποτήρια τους. Εγώ από την άλλη δεν άκουγα και δεν έβλεπα τίποτα από τον ξανθό άντρα με τα καταγάλανα μάτια που είχε μόλις αναφέρει ο Δήμαρχος. Ήταν όμορφος, πολύ όμορφος. Φαινόταν λίγο σφιγμένος καθώς κοιτούσε γύρω του προσπαθώντας να προσαρμοστεί στην γιορτή. Όταν κάποια στιγμή το βλέμμα του έπεσε επίμονο πάνω μου, γύρισα από την άλλη. Ανατρίχιασα ολόκληρη και δεν τον ξανακοίταξα. Ο άνθρωπος εκείνος είχε ο πιο επιβλητικό βλέμμα που είχα δει ποτέ. Σκληρό, όχι απλά σφιγμένο. ΠαρΆ όλα αυτά ήμουν περίεργη για εκείνον. Ήταν πολύ διαφορετικός από όλους τους άντρες που είχα δει. Ήταν νέος, αλλά φαινόταν πολύ σοβαρός και συγκρατημένος. Ήταν κομψός, ευγενής όμως στο βλέμμα του δεν ήμουν σίγουρη αν υπήρχε ευγένεια. Η ορχήστρα άρχισε να παίζει και δεν το σκέφτηκα πολύ όταν άρπαξα την Μιρέλα από το ένα χέρι και τον Λούκας από το άλλο και τους σήκωσα να χορέψουμε. Με τα μάτια μου έψαξα τις φίλες μου μία προς μία και της βρήκα όλες απάνω στην σκηνή. Πλησίασα το ημικύκλιο που είχε σχηματιστεί πάνω στην σκηνή για να δω έκπληκτη την Νατάιλα στο κέντρο να χορεύει και να κάνει κόλπα με μικρά αιχμηρά μαχαίρια. Οι αδερφές μου τρύπωσαν δίπλα μου το ίδιο ξαφνιασμένες με εμένα. «Τι στο καλό κάνει;» ρώτησα γεμάτη περιέργεια. «Εγώ δεν ξέρω πράμα!» είπε η Οριάνα κατηγορηματικά. «Πολύ περίεργο… Πάντα μου έλεγε ότι ήθελε να μάθει αυτόν το χορό αλλά δεν περίμενα ότι θα το έκανε!» σχολίασε η Ορνέλα. «Είναι καταπληκτική!» επισήμανε η Ντράγκοστε. Και είχε δίκιο. Χόρευε σαν τον άνεμο, στροβιλίζονταν, πετούσε ψηλά τα κοφτερά λεπίδια και τα έπιανε στον αέρα. Μας χαμογελούσε, μας έκλεινε το μάτι που και που αλλά ύστερα συνέχιζε με αφοσίωση τις φιγούρες της. «Ηρέμισε Ιζαμπέλλα!» είπε η Ορνέλα διαβάζοντας το ανήσυχο βλέμμα στα μάτια μου. «Δεν θα πάθει τίποτα!» κι όμως εκείνη ακριβώς την στιγμή παρατήρησα ότι η κατάσταση είχε ξεφύγει από τα χέρια της Νατάιλα. Εμφανώς ζαλισμένη από της απανωτές στροφές μπερδεύτηκε κάνοντας ένα βήμα πίσω αποτυχαίνοντας να πιάσει ένα μαχαίρι και παραβλέποντας ένα άλλο που κατευθυνόταν κατακόρυφα προς το μέρος της. Δεν σκέφτηκα καθόλου μόνο έκανα αμέσως μία στροφή σπάζοντας τον κύκλο που είχε δημιουργηθεί γύρω της πήδηξα ελαφρώς λίγα εκατοστά πιο ψηλά από εκείνη και έπιασα το μαχαίρι πριν εκείνο προλάβει να την πληγώσει. Το τραγούδι τέλειωσε την συγκεκριμένη στιγμή και εγώ έδειξα το μαχαίρι που κρατούσα στα χέρια μου στην Νατάιλα που έδειχνε να μην είχε καταλάβει τι είχα κάνει. Ρίξαμε και η δύο μία υπόκλιση και έβαλα το χέρι μου γύρω από την μέση της για να την απομακρύνω από την πίστα. Κανείς δεν κατάλαβε τίποτα. Τα κορίτσια μας ακολούθησαν αμέσως. «Νατάιλα είσαι τρελή, ανεμώνη μου! Τι έκανες εκεί πέρα;» την ρώτησε η Οριάνα. «Πο, πο αδερφές μου ζαλίστηκα! Δεν είχα υπολογίσει όλον αυτό το θόρυβο. Σκέφτηκα να βγάλω και το τσιμπιδάκι σου εκείνη την ώρα αλλά δεν πρόλαβα…» είπε παραπονιάρικα κάνοντας μας όλες να γελάσουμε. «Να ναι καλά η Ιζαμπέλλα σαχλοκούδουνο!» είπε η Ορνέλα και η Νατάιλα με κοίταξε απολογητικό ύφος. «Ευχαριστώ αδερφή.» μου είπε εκείνη και μου χάρισε μία αγκαλιά. Της το ανταπέδωσα με χαρά. «Υποσχέθηκα να σε προστατεύσω Νατάιλα θυμάσαι;» της είπα και την σκούντηξα στην πλάτη. «Πάμε να χορέψουμε τώρα. Εκτός κουράστηκες τόσο πολύ.» «Με τίποτα!» είπε και ανεβήκαμε ξανά στην πίστα να χορέψουμε. *Μιρέλα: θαυμαστή. ΜΙRELA.
«Ορνέλα ακόμα δεν έχω καταλάβει τι προσπαθείς να κάνεις!» της είπα κοιτάζοντας την να κατεβάζει το ένα ποτήρι ρούμι μετά το άλλο. «Και βέβαια δεν με καταλαβαίνεις Νατάιλα! Εσύ δεν έχεις ερωτευτεί ποτέ!» μου πέταξε και στριφογύρισα τα μάτια μου ειρωνικά στην φίλη μου. Είχε αρχίσει ήδη να ξεφεύγει. «Και τι δουλειά έχει το ρούμι με τον έρωτα, εξοχότατη;» της είπα και προσπάθησα να της πάρω την κούπα από τα χέρια με απέφυγε επιδέξια αλλά μου απάντησε. «Το ποτό θα μου δώσει θάρρος! Θέλω να του το πω Νατάιλα! Απόψε!» κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. Δεν ήμουν καθόλου σίγουρη για αυτό. Η Ορνέλα έδειχνε άτρωτη αλλά στην πραγματικότητα ήταν πολύ ευαίσθητη. Ήξερα τι θα συνέβαινε αν ο Νίκολας την απέρριπτε και δεν μου άρεσε καθόλου η προοπτική! «Δεν χρειάζεσαι το πιοτό Ορνέλα! Είσαι το πιο θαρραλέα και από λιοντάρι.» προσπάθησα να την ενθαρρύνω. «Δεν είναι αλήθεια Νατάιλα. Φοβάμαι. Το νιώθω και δεν ξέρω τι να κάνω!» «Ότι και αν δεν ξέρεις θα φροντίσεις να το μάθεις με άλλο τρόπο.» είπε η Οριάνα αποφασιστικά καθώς άρπαξε την κούπα από το χέρι της Ορνέλας και άδειασε το περιεχόμενο της. «Πάνω στην ώρα!» την ευχαρίστησα και την σκούντηξα με τον γοφό μου. «Έχεις δει τον Νίκολας;» την ρώτησε η Οριάνα γεμάτη αγωνία. «Κάπου πρέπει να τον πήρε το μάτι μου πάνω στην πίστα αν θυμάμαι καλά.» είπε εκείνη προσπαθώντας να θυμηθεί. «Ωραία θα καλέσω συμβούλιο. Πάω να βρω την Ιζαμπέλλα και την Ντράγκοστε. Μείνετε εδώ. Αν πιεις τίποτα την έβαψες μικρή.» απείλησα την Ορνέλα μεταξύ σοβαρού και αστείου και έφυγα. Ανέβηκα με γρήγορα βήματα πάνω στην πίστα προσποιούμενη ότι χόρευα. Με την άκρη του ματιού μου είδα τον Νίκολας να χορεύει με μία παράξενη κοπέλα με μαύρα μαλλιά και ανατριχιαστικά σκιστά μάτια. Ήταν όμορφη αλλά δεν μπορούσε να συγκριθεί με την Ορνέλα. Ο Νίκολας την κοιτούσε με θαυμασμό και χάιδευε την πλάτη της καθώς χορεύανε. Δεν είχα ιδέα τι έπρεπε να κάνω και έτσι απλά ακολούθησα το ένστικτό μου. Κατευθύνθηκα γρήγορα προς το μέρος τους. Το ζευγάρι μπροστά μου ήταν έτοιμο να φιληθεί όταν τους διέκοψα. Φώναξα στην κοπελιά ένα ξερό «μας συγχωρείς για λίγο κοπελιά!» έπιασα με δύναμη το χέρι του Νίκολας και τον τράβηξα μακριά από την πίστα αλλά από την αντίθετη μεριά από εκείνη που βρισκόταν η Ορνέλα. «Μπορώ να έχω πίσω το χέρι μου Νατάιλα;» μου είπε εκείνος θυμωμένος. «Πολύ ευχαρίστως.» του απάντησα εγώ προσπαθώντας να σκεφτώ μία πολύ καλή δικαιολογία! «Γιατί με τράβηξες από τον χορό; Τι θέλεις;» είπε εκείνος πιο ήπια. «Εμ, έχεις δει την Ορνέλα; Την ψάχνω παντού και δεν την βρίσκω πουθενά! Ανησυχώ…» είπα ψέματα. Εκείνος συννέφιασε αλλά προσπάθησε να μην το δείξει. «Την Ορνέλα… δεν ξέρω… Έχω πολύ ώρα να την δω.» αυτό ήταν ότι χρειαζόμουν. «Πόση ώρα έχετε να χορέψετε μαζί;» τύψεις. Σάστισε ακόμα περισσότερο. «Βασικά… Δεν χορέψαμε καθόλου.» τα μάτια του σκοτείνιασαν, ήταν φανερό πως ένιωθε άσχημα για αυτό. Εγώ το έπαιξα αδιάφορη. «Α κρίμα, τότε δεν μπορείς να με βοηθήσεις. Συγνώμη που σε διέκοψα από την διασκέδαση σου. Παρεμπιπτόντως πολύ όμορφη η κοπελιά σου!» γύρισα από την άλλη για να φύγω προσπαθώντας πολύ σκληρά να πνίξω ένα θριαμβευτικό χαμόγελο όταν άκουσα τον Νίκολας να έρχεται από πίσω μου, φωνάζοντας το όνομα μου. «Περίμενε, περίμενε Νατάιλα. Θες να σε βοηθήσω να την βρεις;» «Δεν χρειάζεται θα την βρω μόνη μου… ¶στο Νίκολας θα σε περιμένει και η κοπελιά.» «Ντρίνα* την λένε και δεν με νοιάζει αν με περιμένει. Θέλω να σιγουρευτώ ότι η Ορνέλα είναι καλά.» δεν μπορούσα να τον αφήσω να έρθει μαζί μου. Η Ορνέλα δεν θα ήταν σε καλή διάθεση. «Κοίτα, θα πάω εγώ να φωνάξω την Ιζαμπέλλα και την Ντράγκοστε και έτσι θα την βρούμε πολύ σύντομα. Αλλά πρέπει να συζητήσω και κάτι που θέλω εγώ μαζί της οπότε λυπάμαι δεν μπορείς να έρθεις. Σου υπόσχομαι όμως ότι όταν την βρω θα στην φέρω να χορέψετε εντάξει;» «Εντάξει.» είπε απλά παραδίδοντας τα όπλα. Έφυγα γρήγορα για το σημείο όπου είχα αφήσει τα κορίτσια ελπίζοντας ότι θα τις βρω ακριβώς εκεί που τις άφησα. Έπρεπε να βγούμε λίγο πιο έξω από την γιορτή. Να απομακρύνω την Ορνέλα και να της εξηγήσω τα πάντα πριν την δει ο Νίκολας. Θα έστελνα την Οριάνα να βρει τις υπόλοιπες.
*Ντρίνα: από την Hadria. DRINA.
Σπόιλερ:
Αυτό το κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην κολλητή μου.... Την Δήμητρα....! Σε ευχαριστώ που με αντέχεις ακόμα, που μου στέκεσαι, και που με αγαπάς. Και εγώ σε αγαπάω.
Χτύπησα και εγώ τα χέρια μου παλαμάκια μαζί με τις υπόλοιπες τσιγγάνες, έκανα μία στροφή και πήρα την πιο εντυπωσιακή πόζα που μου ερχόταν στο μυαλό. Το τραγούδι τελείωσε και όλοι χειροκρότησαν. Κοίταξα γύρω μου χωρίς να μπορώ να πάρω ανάσα και αναζήτησα για πολλοστή φορά της φίλες μου. Τι περίεργο! Δεν φαινόταν καμία πουθενά. Σηκώθηκα στις μύτες για να ψάξω καλύτερα καθώς στο πίσω μέρος του μυαλού μου παρατήρησα πως η μουσική άλλαζε καθώς γυναίκες και άντρες άρχισαν να σχηματίζουν ζευγάρια. Ιδρωμένα, καυτά χέρια άγγιξαν το γυμνό μέρος της πλάτης μου κάνοντας με να αναπηδήσω ξαφνιασμένη. Χέρια αντρικά και μυρωδιά γνώριμη. Γύρισα για να τον κοιτάξω προσέχοντας να μην χάσω καθόλου την σωματική μας επαφή. Ο Μάρκος… «Τι κάνεις πριγκηπέσα μου;» με τράβηξε ελαφρά προς το μέρος του και εγώ χώθηκα ευχαρίστως μέσα στην αγκαλιά του. Είχα ξεχάσει πόσο γρήγορα χτυπούσε η καρδιά μου ανάμεσα στα χέρια του. Δεν έχασα καθόλου χρόνο εισπνέοντας βαθειά λίγο ακόμα από το άρωμα του, γεμίζοντας αυτόματα το παρόν μου με μαγεμένες αναμνήσεις από το παρελθόν. «Είμαι πολύ καλά. Τώρα…» του είπα και είδα ένα ζεστό χαμόγελο να απλώνεται στο πρόσωπο του. «Χαίρομαι για αυτό. Χορεύεις μαζί μου;» με ρώτησε και έκανε ένα σχεδόν ανεπαίσθητο βήμα πιο κοντά μου. «Φυσικά.» του απάντησα χωρίς δεύτερη σκέψη. Λάτρευα εκείνο το πρώτο μου αγόρι, καθώς με έναν μοναδικό τρόπο, έκανε την κοιλιά μου άνω κάτω κάθε φορά όταν με άγγιζε. Όπως τώρα για παράδειγμα, που σήκωνε στον αέρα το ένα ζευγάρι από τα ενωμένα μας χέρια, έβαζε το δεύτερο δικό μου να ακουμπήσει ακριβώς πίσω από το σβέρκο του ενώ το ελεύθερο δικό του παρέμενε να καίει βασανιστικά στην πλάτη μου. Τα συναισθήματα μου για εκείνον δεν ήταν βαθειά αλλά ήταν σίγουρα δυνατά. «Είσαι μία κούκλα, ρόδο μου!» αναφορά στο άρωμα μου φτιαγμένο από μυρωδικά και βασικό συστατικό το τριαντάφυλλο που πάντα ξεχώριζε εκείνος. «Επίσης.» είπα προσπαθώντας να αποφύγω να τον κοιτάξω στα μαύρα του μάτια, όταν εκείνα συμπλήρωναν άκαρδα εκείνη την ομορφιά που το έκανε τόσο άπληστα γοητευτικό. «Ποιον έψαχνες πριν;» είπε με ένα πονηρό βλέμμα και με έκανε μία στροφή πάνω στον ρυθμό. Με τύλιξε στα χέρια του, μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί, γέλασε και με ξετύλιξε. Στριφογύρισα τα μάτια μου, δάγκωσα ένα χαμόγελο και κοίταξα το ξύλινο πάτωμα της σκηνής. Φυσικά και περίμενα μία τέτοια συμπεριφορά από τον Μάρκο που φαινόταν πολύ βέβαιος ότι δεν είχε περάσει ούτε ένα λεπτό από τότε που ήμουν το κορίτσι του. Αυτή η σιγουριά του κανονικά θα έπρεπε να με εκνευρίσει, αλλά εκείνη την στιγμή είχα πολύ σημαντικότερα πράγματα να ασχοληθώ. Έγλειψα τα χείλη μου και προσπάθησα να επανακτήσω τον αυτοέλεγχο μου. «Εμ… Τις φίλες μου.» είπα αποτυγχάνοντας να ακουστό χαλαρή. «Α, σωστά. Τα τρελοκόριτσα. Μην ανησυχείς, κάπου εδώ θα τριγυρίζουν. Η γιορτή είναι πολύ μεγάλη φέτος. Υπέροχη νύχτα, δεν συμφωνείς;» φυσικά και συμφωνούσα, η νύχτα ήταν υπέροχη και έμοιαζε στΆ αλήθεια φωτεινή ιδιαίτερα όσο εκείνος ήταν τόσο κοντά μου. «Θα σε ξάφνιαζε αν μάθαινες το πόσο…» του είπα αυτή την φορά με πιο πολύ αυτοπεποίθηση αφού του πέταξα πρώτη ένα υπονοούμενο που τον έκανε να σαστίσει έστω να για μία πολύ μικρή στιγμή. «Δεν ξαφνιάζομαι εύκολα αλλά… θα ήθελες να προσπαθήσεις;» είπε προκαλώντας με. Γέλασα θριαμβευτικά από μέσα μου. Μερικά πράγματα δεν αλλάζουν ποτέ. «Νομίζω πως μπορώ!» του είπα χορεύοντας αυτή την φορά πιο αισθησιακά . Πήρα το χέρι του από την μέση μου, πράγμα που έδειξε να τον δυσαρεστεί ιδιαίτερα, και ένωσα σφιχτά τις παλάμες μας όπως είχα τοποθετήσει και το άλλο μου χέρι πριν. Λύγησα τα γόνατα μου αργά για να κατέβω προς τα κάτω κουνώντας παράλληλα τους γοφούς μου, μέχρι που έφτασε το κεφάλι μου στο ύψος της κοιλιάς του και μετά έκανα ακριβώς το ίδιο για να ανεβώ προς τα πάνω. Κοίταξα γρήγορα τριγύρω για να σιγουρευτώ ότι όλοι ήταν πολύ απασχολημένοι με το να χορεύουν και όχι με το να μας κοιτάζουν, κόλλησα πάλι το σώμα μου με το δικό του και τον ξαναφίλησα. Αυτή την φορά πιο έντονα και με πιο πολύ πάθος τραβώντας ελαφρώς μερικές τούφες από τα πυκνά μαλλιά του και δαγκώνοντας αργά το κάτω χείλος του προς τα έξω για να τελειώσω το φιλί μας, Δεν είπε τίποτα… Τα μάτια του που είχαν πάρει φωτιά τα έλεγαν όλα. Ξαφνικά, ρυθμός άλλαξε πάνω στην πιο κατάλληλη στιγμή δίνοντας μου λίγο χώρο να αναπνεύσω. Απομακρύνθηκα από εκείνον και έτρεξα ανάμεσα στους άντρες περιμένοντας κάποιος να πιάσει το χέρι μου για να χορέψει μαζί μου… κάποιος από όλους τους άγνωστους, έτσι όπως επίτασσε το έθιμο. Η στιγμή εκείνη δεν άργησε να έρθει. Ένα βελούδινο άγγιγμα με τράβηξε κοντά σε ένα ψηλό άντρα που φορούσε ένα κυανό, μεταξωτό πουκάμισο. Σήκωσα το πρόσωπο μου και το ίδιο ρίγος διαπέρασε το σώμα μου όταν αντίκρισα τον βυθό των ματιών του. Έφερε το χέρι μου στα χείλη του και το φίλησε. «Δούκας Στέφαν Χέιλ.» έκανα μία ελαφρά υπόκλιση με το κεφάλι μου. Η φωνή του ήταν μπάσα. Επιβλητική. Προσπάθησα να χαλαρώσω λίγο από το προηγούμενο συμβάν, να χαμογελάσω και να αδράξω την ευκαιρία να γνωρίσω τον ξένο ευγενή. Δεν γινόταν να φοβόμουν κάποιον που δεν ήξερα. «Ιζαμπέλλα Σουάν.» έσμιξε τα φρύδια του και ψιλό-χαμογέλασε. Έφερα το χέρι μου στο στέρνο του διακριτικά και τον ώθησα προς τα πίσω για να αρχίσουμε να χορεύουμε όπως οι υπόλοιποι έτσι ώστε να μην τραβάμε τα βλέμματα. «Παράξενο όνομα για τσιγγάνα.» είπε χωρίς ίχνος αγένειας. «Ναι, ο προπάππους του πατέρα μου δεν ήταν ντόπιος. Καταγόταν από την Αγγλία.»… « Κανείς δεν ξέρει τι τον έκανε να βρεθεί εδώ.» πρόσθεσα μαντεύοντας την επόμενη ερώτηση του. Ένευσε. «Και εγώ από την Αγγλία κατάγομαι. Ο πατέρας μου δηλαδή.» χαμογέλασε και ήρθε λίγο πιο κοντά μου καθώς χορεύαμε. Πιθανώς ασυναίσθητα. «Δεν έχω πάει ποτέ, ούτε έχω φύγει ποτέ από την Ρουμανία, ούτε καν από το χωριό.» σχολίασα αφού μου ήταν πραγματικά, εντελώς αδύνατο να διατηρήσω την σιωπή. «Παράξενο, νόμιζα ότι εσείς οι τσιγγάνοι ταξιδεύετε συχνά.» Nαι αλλά μέχρι και σε εκείνο το σημείο ήμουν άτυχη. «Βέβαια, θα το κάναμε αν ήταν εφικτό. Όμως με τόσες διαμάχες που πληροφορούμαστε ανάμεσα στα βασίλεια και τόσες συγκρούσεις που γίνονται τόσο κοντά μας είναι αδύνατο. Δεν έχουμε μετακινηθεί καθόλου παρά μόνο λίγο νωρίτερα πριν γεννηθώ.» «Έτσι και αλλιώς δεν βλέπω τον λόγο. Ο τόπος αυτός είναι πολύ όμορφος και η Ρουμανία δεν έχει καμία σχέση με την Αγγλία. Είναι εντελώς άλλος κόσμος, με θρύλους και γρίφους και μυστήρια. Ήμουν πολύ μικρός όταν ήρθα εδώ και πραγματικά λάτρεψα αυτό την αλλαγή ως παιδί.» είπε και το βλέμμα του πήρε ξαφνικά χρώμα όσο μιλούσε. «Δεν μπορώ να διαφωνήσω όμως και πάλι θα ήθελα να γνωρίσω και την Ρουμανία έξω από τον καταβολισμό.» εκείνος γέλασε με το παράπονο μου. «Και να χάσει η Φυλή μια τόσο σπάνια ομορφιά;» μου είπε ευγενικά κολακεύοντας με. «Θα το αντέξει… Εξάλλου υπάρχουν πολλές όμορφες εδώ.» είπα περιμένοντας να ακούσω την απάντηση του. «Μπορώ να πω πως δεν έχω δει καμία άλλη, από εσένα.» μου αντιγύρισε αυτή τη φορά φλερτάροντας με απροκάλυπτα, προβληματίζοντας με. «Μεγάλη μου τιμή τότε Δούκα.» είπα και του χάρισα ένα σφιγμένο από την ένταση χαμόγελο. Πραγματικά δεν ήξερα πώς να αντιδράσω απέναντι σε εκείνο τον μυστήριο άντρα. Τελικά βρήκα διέξοδο για ακόμα μία φορά στον χορό. Σήκωσα τα ενωμένα χέρια μας και έκανα μία στροφή αργά γύρω από εκείνον χαϊδεύοντας την πλάτη του με το ελεύθερο μου χέρι, καθώς ερχόμουν πάλι μπροστά του. Ήλπιζα ότι δεν ήμουν πολύ τολμηρή για εκείνον. «Χορεύεις πολύ ωραία.» «Ευχαριστώ πολύ.» του απάντησα προσέχοντας να είμαι ευγενική μαζί του. «Συγχωράμε αν δεν είμαι καλός παρτενέρ, δεν έχω συνηθίσει αυτό του είδους τον χορό.» είπε με ειλικρίνεια. «Τα πας θαυμάσια.» είπα αυθόρμητα και αμέσως κατάλαβα το λάθος μου. «Τα πάτε θαυμάσια ήθελα να πω.» έτρεξα να διορθώσω τον εαυτό μου. Το ένα του χέρι μετακινήθηκε από την πλάτη μου στα μαλλιά μου και έμεινε εκεί να τα χαϊδεύει απαλά για λίγο. Σήκωσα το κεφάλι μου να τον κοιτάξω και παρατήρησα ότι το χαμόγελο του είχε μεγαλώσει και το βλέμμα του είχε μαλακώσει αρκετά. Γέλασε. Είχε χαλαρώσει, δεν είχε όμως παραδοθεί απόλυτα. Μερικές στιγμές αργότερα τον είδα και πάλι να κοιτάει γύρω - γύρω. Πήγα να τον ρωτήσω αν έψαχνε κάτι νικημένη από την περιέργειά μου, όταν τα μάτια του στράφηκαν και πάλι επάνω μου έντονα, πλησίασε πιο κοντά μου. «Είσαι αξιολάτρευτη μικρή τσιγγάνα, με μαγεύεις.» πλησίασε ακόμα πιο κοντά. Το χέρι του άγγιξε το μάγουλό μου φέρνοντας με πιο κοντά του. Τα πόδια μου χωρίς να με ρωτήσουν σηκώθηκαν στις μύτες φέρνοντας με πιο κοντά του. Τόσο κοντά του. «Με Συγχωρείται!!!» ακούστηκε η δυνατή φωνή της Οριάνα ακριβώς μέσα στο αυτί μου. Βγάζοντας με απότομα και άγαρμπα από τον λήθαργο μου. Μα τι έκανα;
Στην πιο υπέροχη αδερφή του κόσμου... Στην δική μου.... Μιρέλλα....
Πριν προλάβω να αντιδράσω ή να συνειδητοποιήσω καν την κατάσταση η Οριάνα με άρπαξε από το χέρι και με τράβηξε μακριά από την γιορτή. «Συμβούλιο!» μου ανακοίνωσε και τότε κατάλαβα πως μας οδηγούσε στην γνωστή μας κρυψώνα που βρισκόταν κοντά στη πλατεία δίπλα σε ένα μικρό ρυάκι που πήγαζε από το «ιερό ποτάμι». «Τι έγινε πάλι;» μα δεν είχε περάσει γιορτή για γιορτή που να μην είχαμε κάνει έστω και ένα αναθεματισμένο συμβούλιο. «Η Ορνέλα-» «Τι έχει η Ορνέλα;» «Έχει πιει πολύ, δεν είναι καλά.» «Δεν βοηθάς Οριάνα, ανησυχώ.» «Καλά κάνεις. Θέλει να πάει στον Νίκολας και να του τα πει όλα. Καταλαβαίνεις. Η Νατάιλα παρεμπιπτόντως τον έπιασε να ερωτοτροπεί μια Ντρίνα αλλά… μετά από αυτά που του είπε μάλλον δεν πρόκειται να την ακουμπήσει ξανά την κοπελιά από τις τύψεις!» «Χα! Καλά του έκανε! Ποιος ξέρει τι του είπε η τρελαμένη…» «Είναι πολύ πανούργα όταν το θέλει η άτιμη.» «Μην ανησυχείς καλή μου, τα σκήπτρα ανήκουν σε εσένα δικαιωματικά.» τις είπα και την κοίταξα επίμονα πειράζοντας την. «Εντάξει, εντάξει το ξέρω! Δεν έπρεπε να σε χωρίσω με τον κούκλο ευγενή την ώρα που χορεύατε αλλά αλήθεια Ιζαμπέλλα ένιωθα ότι πρέπει να το κάνω… με κάποιο τρόπο να σε προστατεύσω από αυτόν τον τύπο.» κούνησε γρήγορα το κεφάλι της αριστερά και δεξιά σαν να προσπαθούσε να διώξει κάποια άσχημη σκέψη από το μυαλό της. Πραγματικά θα φιλούσα τον Δούκα ενώ δεν τον ήξερα καν, που δεν μπορούσα να τον κοιτάξω στα μάτια, που κατά βάθος τον φοβόμουν και λίγα μόλις λεπτά, αφού είχα φιλήσει το πρώτο μου αγόρι… Ο Μάρκος… Θα μπορούσε ακόμα και να μας δει. Μα τι ανόητη που ήμουν. Αλλά δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Κοίταξα την αδερφή μου δίπλα μου. Τα μάτια της πρόδιδαν ανησυχία, φόβο. Πράγμα σπάνιο για εκείνη. Προσπάθησα να ελαφρύνω λίγο την κατάσταση χρησιμοποιώντας το χιούμορ μου. «Καλά έκανες Οριάνα. Μα πόσους θα φιλούσα και εγώ σε μία νύχτα;» «Τι;» τα μάτια της γούρλωσαν και το χείλη της σχημάτισαν ένα αχνό χαμόγελο. «Ποιον;», «Που;»«Τον Μάρκο. Δύο φορές. Στον χορό.» «Αμάν…. Το βλέπω αυτό το συμβούλιο να κρατάει πολύ τελικά.» είπε εκείνη κουνώντας το κεφάλι της απελπισμένα. «Κάτσε… Η Ντράγκοστε;» «Δεν την βρήκα πουθενά και δεν έχουμε πολύ χρόνο θα την βρούμε αργότερα.» «Αποκλείεται να έφυγε, έτσι;» «Σίγουρα όχι… μπορεί απλώς να είναι απασχολημένη.» είπε με δήθεν αθώο ύφος και μετά μου έκλεισε το μάτι. «Χα χα χα… καθόλου παράξενο….» είπα εγώ στριφογυρνώντας τα μάτια μου μηχανικά μέσα στο σκοτάδι, μπαίνοντας στο νόημα….!
Με το που φτάσαμε στην όχθη η Ορνέλα έπεσε κατευθείαν στην αγκαλιά μου και εκεί έμεινε για το υπόλοιπο του συμβουλίου. Η Νατάιλα μου εξήγησε τι ακριβώς είχε συμβεί και ύστερα εγώ και η Οριάνα εξιστορήσαμε τα δικά μας κατορθώματα. «Αμάν ρε Οριάνα! Στο καλύτερο σημείο την έκοψες την κοπέλα!» την επέπληξε η Ορνέλα μεταξύ αστείου και σοβαρού και όλες μας βάλαμε τα γέλια… Είχε ήδη ξεμεθύσει με ελάχιστο μόνο πονοκέφαλο να την ταλαιπωρεί –κατάλοιπα του ποτού, και είχε επανακτήσει την ψυχραιμία της κατά την διάρκεια της κουβέντας μας. «Και εσύ!» με έδειξε επιδεικτικά με το δάχτυλο. «Πόσους ποια θα ξετρελάνεις; Που θα πάει αυτή η κατάσταση;» είπε με δήθεν επιθετικό ύφος. «Λέω να αφήσω τρία τέσσερα αρσενικά να έχετε να παίζεται και εσείς.» της είπα κοροϊδευτικά και τσίμπησα την μύτη της. «Λοιπόν!» Η Νατάιλα μας επανέφερε στην τάξη.«Τι αποφασίζουμε;» Τον λόγο πήρε πρώτη η Οριάνα. «Πιστεύω πως η Ορνέλα δεν πρέπει να πει τίποτα στον Νίκολας ακόμα.» «Συμφωνώ. Δεν είναι η σωστή στιγμή. Εδώ ήρθαμε για να περάσουμε καλά. Όχι για να παιδευτούμε. Θα αφήσεις τα πράγματα ως έχουν και από αύριο βλέπουμε.» την κοίταξα βαθειά μέσα στα μάτια και μπορούσα να δω πως συμφωνούσε. «Μόλις τελειώσει το συμβούλιο εξάλλου σε περιμένει να χορέψετε… Μην το ξεχνάς…!» είπε η Νατάιλα και της έκλεισε το μάτι. «Μα δεν το ξεχνώ καλή μου! Να είσαι σίγουρη για αυτό.» «Τέλεια. Μέρος Δεύτερο. Ιζαμπέλλα.» ανακοίνωσε η Οριάνα. «Εγώ αδερφή νομίζω πως δεν πρέπει να ξαναμιλήσεις με τον Δούκα μέχρι να τελειώσει η γιορτή. Στο κάτω, κάτω χρυσάφι μου, δεν σε κάνει να αισθάνεσαι ωραία και δεν μου αρέσει καθόλου αυτή η επίδραση που ασκεί πάνω σου.» είπε σοβαρά η Ορνέλα. «Η μητέρα μου, μου είπε πως θα μείνει μέρες στο χωριό.» ανακοίνωσε η Οριάνα. «Αυτό είναι καλό.» συμπλήρωσε η Νατάιλα, «αν ενδιαφέρεται πραγματικά θα έχει χρόνο να στο δείξει.» Εγώ είχα μείνει με ανοιχτό το στόμα. «Α! Και μείνε μακριά και από τον Μάρκο. Δεν θέλουμε να σας δει ο Δούκας και να έχουμε τίποτα ιστορίες και αίματα.» « Έχετε δίκιο. Αυτό θα κάνω. Μέχρι να βάλω σε μία τάξη τις σκέψεις μου τουλάχιστον….» «Ωραία! Πάμε να βρούμε την Ντράγκοστε τώρα…. Πρώτα θα σιγουρευτώ ότι είναι καλά και μετά θα πάω στον Νίκολας… Οι φίλες πάνω από όλα!» είπε αποφασίστηκα η Ορνέλα. «Εννοείται.» συμφωνήσαμε και κατευθυνθήκαμε ξανά προς την γιορτή. Η κάθε μία είχε στο μυαλό της τα δικά της προβλήματα, αλλά ήταν φανερό πως ήμασταν πιο ενωμένες από ποτέ.
"Μα που στο καλό είναι αυτή η Ντράγκοστε πια!" αναλογίστηκα μετά από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα που την αναζητούσα. Είχα ψάξει ολόκληρη την γιορτή σπιθαμή προς σπιθαμή και τζίφος! Στο μεταξύ είχα δει ολόκληρη την οικογένεια της στην πλατεία καθώς την έψαχνα πράγμα που με βεβαίωνε ότι δεν είχε φύγει. Η τουλάχιστον δεν ήταν και πολύ μακριά. ¨Αχ ελαφρόμυαλη Ντράγκοστε. Αν σε βρω αλίμονο σου!¨ ποιος ξέρει σε ποια σκοτεινή γωνία θα ήταν κρυμμένη. «Αυτό είναι!» αναφώνησα γεμάτη χαρά από την ξαφνική αναλαμπή που μου ήρθε στο μυαλό. Πίσω από την σκηνή, κάτω ίσως από την εξέδρα χορού, όπου βελούδινες βυσσινί κουρτίνες χώριζαν το μεγάλο κενό από το έδαφος. Το ιδανικό μέρος για να κρυφτεί κανείς… έκανα γρήγορα τον κύκλο της πλατείας προσπερνώντας την πίστα του χορού και αποφεύγοντας επιτακτικά να κοιτάξω προς την μεριά του Νίκολας και έφτασα ακριβώς εκεί που άρχιζαν οι βελούδινες κουρτίνες. Έσκυψα ελαφρά για να περάσω από κάτω και αμέσως μία μεγάλη απογοήτευση με πλημμύρισε. Δεν ήταν πουθενά η Ντράγκοστε..έψαξα πίσω από κάθε χοντρή κολώνα μα και πάλι τίποτα. Τέλος αποφάσισα ότι ήταν άδικος κόπος να συνεχίσω να βρίσκομαι εκεί πέρα - αν και πολύ θα ήθελα απομονωθώ και εγώ για λίγο – και τράβηξα την κουρτίνα για να βγω από το πίσω μέρος της σκηνής. Και τότε την είδα και μου ήρθε να σκάσω στα γέλια, αφενός γιατί επιτέλους την ανακάλυψα και αφετέρου γιατί εκείνη την στιγμή προσπαθούσε να αποφύγει τόσο ξεκάθαρα έναν τύπο του τα είχε πιει πιο πολύ και από εμένα πριν. Ήταν ελαφρώς γεματούλης και γλυκούλικο παιδί –αν δεν τα είχε πιει τόσο θα ήταν γλυκούλικο παιδί φυσικά.– δηλαδή καθόλου το γούστο της Ντράγκοστε που προτιμούσε τα γεροδεμένα παλικάρια που συχνά ήταν κάτι βλάκες με πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Παρατήρησα για λίγο την σκηνή. «¶σε με καμάρι μου να φύγω.» έλεγε η Ντράγκοστε προσπαθώντας να απομακρυνθεί από την αγκαλιά του παλικαριού. «Σε αγαπάω κοπελιά μου! Χάρισε μου το όνομα σου!» «Γιατί παιδί μου; Δικό σου δεν έχεις; ¶σε με να φύγω σου λέω, μην με ταλαιπωρείς άλλο!» είπε δυσανασχετώντας η Ντράγκοστε αλλά ταυτόχρονα με ένα ίχνος χαμόγελου στο στόμα της. «Είσαι πιο ωραία από την ¶νοιξη, σαν ένα μαύρο ρόδο!» αν είναι δυνατόν! Τι κόλακας! Αναρωτιέμαι ποια κοπέλα θα μπορούσε να ακούει όλα αυτά τα κομπλιμέντα μαζεμένα χωρίς να αρχίσει να χτυπάει κάπου το κεφάλι της. «Μα που να χαθείς! Το ξέρω, το ξέρω είμαι Θεά! ¶φησε με να φύγω τώρα, να χαρείς ότι αγαπάς!» αν και είχαν πολύ πλάκα δεν θα μπορούσα να τους χαζεύω για ώρες. Κατέληξα ότι με την λογική ο τύπος δεν θα μου την άφηνε αλλά τον λυπόμουν πολύ για να φωνάξω τον πατέρα της Ντράγκοστε να τον μαζέψει. Έβγαλα το κεφάλι μου λίγο έξω από την κουρτίνα και καθώς εκείνος ήταν πλάτη η Ντράγκοστε με είδε αμέσως. Τα μάτια της ευθύς γούρλωσαν με τον γνωστό τρόπο αλλά της έκανα νόημα να μην βγάλει τσιμουδιά και έστρεψε την προσοχή της στο παλικάρι. Στο μεταξύ εγώ βρήκα αυτό που έψαχνα. Το πήλινο κανάτι που σίγουρα ήταν άδειο αφού ο αγαπητός μας φίλος το είχε κατεβάσει ολόκληρο ήταν πολύ κοντά στην σκηνή και χωρίς να χάσω καθόλου χρόνο το άρπαξα πριν με δει εκείνος. «Εσένα αγαπάω γλυκιά μου! ¶σε με να σε κάνω δική μου, αγαπημένη! Έχεις τα ωραιότερα χείλη που έχω δει ποτέ.» είπε και προσπάθησε να την φιλήσει. Εγώ δεν έχασα καθόλου χρόνο. Έπιασα γερά το πήλινο και με τα δύο μου χέρια και βγήκα από την κρυψώνα μου. Έκανα τρία αθόρυβα βήματα, σηκώθηκα στις μύτες και τον κοπάνισα με αυτό στο κεφάλι! Το πήλινο έγινε πολλά μικρά κομματάκια, ο τύπος σωριάστηκε στο πάτωμα και εγώ και η Ντράγκοστε σκάσαμε στα γέλια! Με αγκάλιασε σφιχτά και μου είπε τα εξής λόγια ανακουφισμένη. «Αχ σε ευχαριστώ τόσο πολύ αδερφή! Το καημένο είχε τρελαθεί εντελώς! ¶σε που η αναπνοή του βρόμαγε απίστευτα! Σκέψου να με φιλούσε! Μπλιαχ!» γελάσαμε ακόμα πιο πολύ. «Το καημένο το παιδί!» επανέλαβα. « Τι λάθος ατάκες!» ….Γέλια…. «Εμένα μου λες αδερφή μου;» «Αχ, τι θα τον κάνουμε αυτόν;» είπα και το μυαλό μου άρχισε να ψάχνει πιθανά μέρη με κρεβάτια. «Εκεί!» είπε η Ντράγκοστε και μου έδειξε ένα μεγάλο κάρο αρκετά πιο πίσω μας. «Είναι της ορχήστρας. Εκεί κοιμούνται και ταξιδεύουν ταυτόχρονα.» «Σωστά! Αλλά δεν μπορούμε να τον σύρουμε μέχρι εκεί και σίγουρα δεν μπορούμε να τον κουβαλήσουμε.» είπα εξαντλημένη πλέον από όλα αυτά που είχαν γίνει. «Πήγαινε φώναξε τον Νίκολας να μας βοηθήσει τότε!» είπε η Ντράγκοστε και με τσίμπησε στο μάγουλο πειραχτικά. «Αχ, υποθέτω πως δεν έχω άλλη επιλογή.» έτρεξα σηκώνοντας το φόρεμα μου και ανέβηκα γρήγορα τα μικρά σκαλόπακα που οδηγούσαν στην εξέδρα του χορού από το πλάι. Παραλίγο να πέσω απάνω στα κορίτσια που πολύ πιθανώς τώρα ψάχνανε και εμένα καθώς είχαν μαζευτεί πάλι όλες παρέα. «Είσαι καλά;» μου είπε η Ιζαμπέλλα καθώς με έσφιξε γρήγορα στην αγκαλιά της «νομίζαμε ότι χάθηκες και εσύ!» εγώ γέλασα σκεπτόμενη όλη την κατάσταση. «Την βρήκα την Ντράγκοστε είναι μία χαρά!» είπα για να τις καθησυχάσω. «Αλλά…. Έχουμε ένα μικρό προβληματάκι. Έχετε δει τον Νίκολας;» «Ναι, χορεύει με κάποια από τις αδερφές του νομίζω. Μας ρώτησε για σένα και του είπαμε ότι είσαι μαζί με την Ντράγκοστε!» είπε η Νατάιλα. « Τι πρόβλημα υπάρχει;» ρώτησε η Οριάνα με περιέργεια. «Πηγαίνατε πίσω από την πίστα και θα το βρείτε! Εγώ πάω να φωνάξω τον Νίκολας και θα έρθω να σας βρω.» «Εντάξει αδελφή.» είπε η Ιζαμπέλλα και τότε εγώ άφησα πίσω μου τα κορίτσια για να πάω να βρω εκείνον. Τον είδα από μακριά να χορεύει με την μικρότερη αδελφή του, τόσο όμορφος και να την κοιτάει με τόση αγάπη και θαυμασμό! Πλησίασα λίγο ακόμα κοντά του και τότε σήκωσε το κεφάλι του και με πρόσεξε! Τα μάτια του φωτίστηκαν και αμέσως έκανε μία στροφή την μικρούλα, τις έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και την άφησε με τις υπόλοιπες μικρές τσιγγάνες για να έρθει να με συναντήσει. Εντελώς απρόσμενα αφού έπιασε τα δύο μου χέρια τα φίλησε, με έσπρωξε μέσα στη αγκαλιά του! Μα αν ήταν δυνατόν! Επίτηδες το έκανε αυτός ο άνθρωπος για μα με βασανίζει. Τι φιλιά, τι αγκαλιές τι αγάπες και λουλούδια. Αλλά από έρωτα και λόγια τίποτα. Κλειστό βιβλίο. «Που ήσουν ουρανέ μου; Ανησύχησα τόσο πολύ για εσένα! Οι φίλες σου μου είπαν ότι ήσουν με την Ντράγκοστε αλλά και εκείνες έμοιαζαν να σε ψάχνουν… Όταν μου είπε η Νατάιλα ότι χάθηκες…» «Ηρέμισε Νίκολας θα πάθεις τίποτα! Είμαι μια χαρά όπως μπορείς να δεις! Έχω μόνο ένα μικρό προβληματάκι και σε χρειάζομαι.» γενικότερα σε χρειάζομαι. Χρειάζομαι εκείνο το φιλί που θα έδινες στην Ντρίνα και την ζεστή αγκαλιά σου, που με μεγάλη δυσκολία έπρεπε να αποτραβηχτώ. «Οτιδήποτε!» μου είπε εκείνος και έσφιξε το χέρι του στην μέση μου. «Ακολούθησε με!» είπα και τότε εκείνος έπιασε το χέρι μου στο δικό του, μου χαμογέλασε πλατιά και μου είπε στο αυτί. «Πάμε.» εντάξει, σίγουρα το έκανε επίτηδες. Η δεύτερη εκδοχή ήταν να είμαι εγώ απλώς τρελή. Εντάξει. Έπαιζαν και τα δύο. Έσπρωξα μερικούς ανθρώπους για να περάσω και πολλοί από αυτούς με πάτησαν δυνατά πάνω στον χορό! Πάλι καλά που οι περισσότεροι χόρευαν ξιπόλητοι. Πήγα τον Νίκολας στον ¨Τόπο Του Εγκλήματος¨ και ο καημένος έμεινε άφωνος από το κατόρθωμα μας! «Πο, πο, πο! Θύμισε μου να μην προσπαθήσω ποτέ να φιλήσω δική σου φίλη!» είπε και δεν μπορούσα να μην σηκωθώ στις μύτες και να του δώσω μία καρπαζιά στο πίσω μέρος του λαιμού του. «Μπορώ να αρχίσω από τώρα να σε δέρνω άμα θέλεις!» «Πολύ ευχαρίστως!» είπε εκείνος και έστρωσε μάγουλο. «Έλα να σε δω!» τα κορίτσια εν τω μεταξύ είχαν λιώσει στα γέλια. «Μην την προκαλείς Νίκολας!» τον προειδοποίησε η Ιζαμπέλλα. Εγώ του έδωσα μία αδύναμη μπουνίτσα στην κοιλιά κάνοντας τον να γελάσει και αυτός. «Θα ασχοληθώ μαζί σου αργότερα, τώρα βοήθησε μας να πάμε το παλικάρι στην σκηνή των τραγουδιστών θα πιαστεί εδώ πέρα! Αρκετή ζημιά του προκάλεσα.» όσο έλειπα πρόσεξα ότι τα κορίτσια είχαν περάσει ένα σεντόνι κάτω από το παιδί και είχαν δέσει έξι μικρούς κόμπους τις άκρες του για να μπορέσουμε να τον μεταφέρουμε. «Σιγά το παλικάρι!» είπε εκείνος υποτιμητικά. «Μα γιατί το λες αυτό;» τον τσίγκλησα εγώ. «Κοίτα τον! Σκέτος γλύκας!» «Μαζέψου Ορνέλα! Σιγά τον ωραίο!» είπε εκείνος συνοφρυωμένος. «Καλά ηρέμισε! Κανείς δεν είναι πιο ωραίος από σένα!» του είπα ειρωνικά αλλά τον χάιδεψα στο μάγουλο. «Ευχαριστώ αγαπημένη.» συνέχισε εκείνος την πλάκα μου και φίλησε το χέρι που είχα στο μάγουλο του. «Φτάνει γλύκες μου! Ξημερώσαμε! ¶ντε να τον πάμε από εκεί που ήρθε και να επιστρέψουμε στην γιορτή.» παραπονέθηκε η Οριάνα και εγώ και ο Νίκολας με ένα χαζό χαμόγελο στο στόμα και οι δύο πιάσαμε από ένα κόμπο μαζί μετά υπόλοιπα κορίτσια και σηκώσαμε τον ταλαίπωρο νεαρό. Αφού τον βάλαμε στην καρότσα και τον ξαπλώσαμε σε ένα πρόχειρο κρεβάτι. Τον σκεπάσαμε με το σεντόνι και φύγαμε χωρίς να μας δει κανείς. «Ουφ! Αυτό το παιδί τρώει καλά!» σχολίασε η Νατάιλα και λυθήκαμε στα γέλια. «Πάμε τώρα!» είπε ο Νίκολας και πέρασε το ένα χέρι του στον ώμο μου. Εγώ πέρασα το δικό μου στην μέση του αυθόρμητα. «Σου χρωστάω ένα χορό!» μου είπε πιο σιγά και μου χαμογέλασε. «Νίκολας περίμενε!» άκουσα την Οριάνα πίσω μας και μαζί με τα υπόλοιπα κορίτσια ήρθε και στάθηκε δίπλα μας. Σήκωσε το φουστάνι της και φανέρωσε μία μεγάλη κοκκινίλα κοντά στον αστράγαλο της. «Ξέρεις τα είναι αυτό;» Εκείνος με άφησε και έσκυψε να ακουμπήσει την περιοχή. Το βλέμμα του δεν μου άρεσε. Φαινόταν προβληματισμένος. «Τι είναι Νίκολας;» ρώτησε η Ιζαμπέλλα γεμάτη ανησυχία. «Αράχνη. Μαύρη. Έχει πρηστεί λίγο.»ο Νίκολας θα γινόταν ένας εξαίρετος γιατρός. Αυτό ήθελε να κάνει από παιδί και είχε ήδη αρχίσει να μαθαίνει πολλά, πολλά πράγματα. «¶στο επάνω μου!» του είπε η Ντράγκοστε και τράβηξε την Οριάνα που είχε παγώσει από το χέρι. «Κοντά στο ποτάμι είδα ένα φυτό που μου έχει πει ο πατέρας μου ότι είναι, ότι πρέπει για τα δαγκώματα αράχνης.» «Αχ αδερφή σε ευχαριστώ πολύ! Έχει αρχίσει να πονάει.!» παραπονέθηκε η Οριάνα. «Τίποτα καλή που, θυμάσαι τι υποσχέθηκα; Εγώ πήρα όση προστασία είχα ανάγκη…» η Ντράγκοστε μου έκλεισε το μάτι και εγώ της χαμογέλασα. Πριν μας γυρίσει την πλάτη και τραβήξει για την όχθη μας είπε. «Θα σας δω στον χορό!» « Στάσου Ντράγκοστε!» της είπα και αμέσως γύρισε ξανά προς εμένα. «Αφού εσύ δεν είχες έρθει στο συμβούλιο τότε πότε πήγες στην όχθη;» «Α! Κάπου εκεί ήμουν και εγώ και μάλιστα σας είδα. Ήμουν αόρατη αλλά παρόν. Μόνο που ήμουν και λίγο απασχολημένη εκείνη την στιγμή.» είπε και μου έκλεισε ξανά το μάτι με νόημα. Ο Νίκολας που είχε ακούσει τα πάντα ξερόβηξε επιδεικτικά. Εγώ γέλασα. «Κατάλαβα!» είπα και ξαναγύρισα κοντά του. «Θα τα πούμε τότε..!» τους γυρίσαμε την πλάτη και κατευθυνθήκαμε και πάλι προς την γιορτή. Η Ιζαμπέλλα και η Νατάιλα περάσανε διακριτικά μπροστά μας αφήνοντας μας μόνους πίσω. Ο Νίκολας με έπιασε όπως και πριν και εγώ επωφελήθηκα από την ζέστη του κορμιού του καθώς ήταν πολύ αργά η νύχτα και είχα αρχίσει να κρυώνω. «Ελπίζω να μην κουράστηκες αρκετά και να μην μπορείς να χορέψεις τώρα;» μου είπε τρυφερά. «Δεν νομίζω. Το πολύ πολύ να σε βάλω μετά να μου κάνεις μασάζ στα πόδια. Εκτός κι αν θέλεις να χορέψεις με καμία άλλη κοπέλα.» του απάντησα και τον κοίταξα με σηκωμένο το φρύδι. «Νομίζω χόρεψα με αρκετές άλλες απόψε. Τώρα θέλω να χορέψω μαζί σου. Εξάλλου μόλις σε βρήκα και θα σε αποχωριστώ;…»
Δεν υπάρχουν λόγια να ευχαριστήσω την φίλη μου Χρυσάνθη (Xrysanthi) που έφτιαξε για εμένα στην υπογραφή μου την πιο όμορφη Ιζαμπέλλα ως τσιγγάνα και έδωσε την δική της πινελιά στο φανφίκ μου! Σε ευχαριστώ για τον χρόνο που αφιέρωσες για εμένα... Το 6ο, ένα από τα αγαπημένα μου κεφάλαια, είναι δικό σου...!
Ήμουν στην αγκαλιά της Νατάιλα. Στην πιο ζεστή αγκαλιά που κάθε δευτερόλεπτο της ζωής θα μπορούσα να βρω στήριξη, ανιδιοτελή αγάπη μα πάνω από όλα, κατανόηση. Εγώ και η Νατάιλα είχαμε ένα πολύ συγκεκριμένο κώδικα επικοινωνίας. Καταλαβαινόμασταν με τα μάτια. Νιώθαμε η μία τον σφυγμό της άλλης όσο μακριά και αν ήμασταν. Κι όσο και αν αλλάζαμε, και όσο και αν μαλώναμε, στο τέλος πάντα βρίσκαμε ένα τρόπο να επανασυνδεθούμε και να ταιριάξουμε από την αρχή. Tην χρυσή μας τομή. ¶πειρες συζητήσεις ως τα βάθη των ψυχών μας, πλέων είχαμε μάθει η μία την άλλη αρκετά καλά. Και εκείνη όπως και εγώ ήξερε ότι το μόνο που είχα ανάγκη εκείνη την στιγμή ήταν η αγκαλιά της. Να παρατηρώ από εκεί με ασφάλεια τον υπόλοιπο κόσμο που διασκέδαζε… «Κάτι σε απασχολεί Ιζαμπέλλα μου.» μου είπε ενώ είχαμε ενώσει τις καρέκλες μας και είχαμε σηκώσει τα γυμνά μας πόδια σε μία τρίτη εξαντλημένες από τον χορό. «Το νιώθω.» «Σκέφτομαι ότι θα μου λείψεις. Όλες θα μου λείψετε.» της απάντησα. «Δεν είναι ανάγκη να φύγεις.» μου είπε εκείνη και μου χαμογέλασε γλυκά. «Είναι ανάγκη καρδιάς. Θα βρω έναν τρόπο και θα φύγω από εδώ. Εσύ πάντα μου έλεγες να κάνω αυτό που θέλω να ακολουθήσω το όνειρο μου.» «Το ξέρω καρδιά μου. Αλλά και εμένα θα μου λείψεις. Δεν θέλω να σε χάσω.» έσφιξε λίγο ακόμα το χέρι της γύρω από τον ώμο μου. «Δεν θα με χάσεις. Θα σου γράφω, και θα συναντηθούμε κάποια μέρα ξανά.» της είπα και την κοίταξα στα μάτια. Εκείνη απέστρεψε το βλέμμα της και μετά αναστέναξε. «Αχ αδερφούλα… Ούτε μία ρομαντική στιγμή δεν μπορούμε να έχουμε μου φαίνεται… Έχουμε επισκέψεις!» γύρισα και κοίταξα το κεφάλι μου και έκπληκτη είδα τον Μάρκο να έρχεται προς εμάς, παρέα με έναν αρκετά γοητευτικό φίλο του. Κρατούσαν ο καθένας ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο χέρι του. Ήρθε δίπλα μας, γονάτισε και μου έτεινε το χέρι με το τριαντάφυλλο. «Τι λες λουλούδι μου για έναν τελευταίο χορό;» και είπε με ένα πρόσωπο που έλαμπε όπως πάντα. Εγώ γύρισα να κοιτάξω την Νατάιλα που μου ένευσε καταφατικά και ύστερα ξαναγύρισα να απαντήσω στον Μάρκο. Ο Δούκας είχε φύγει πολύ ώρα πριν και έτσι γιατί όχι; «Γιατί όχι…; Ένας τελευταίος χορός;»πήρα το τριαντάφυλλο και το έβαλα μέσα στο μπούστο μου. Έπιασα το χέρι του και τον άφησα να με σηκώσει από την καρέκλα μου. Ο φίλος του είχε προσφέρει και εκείνος το δικό του στην Νατάιλα και έτσι τα δύο μας ζευγάρια κατευθυνθήκαμε στην πίστα για να τελειώσουμε όσο πιο όμορφα γινόταν εκείνη την μαγική βραδιά….
Αυτό το κεφάλαιο είναι διαφορετικό από όλα τα άλλα γιατί δεν είναι παρά μόνο μία έκφραση αγάπης και συγκίνησης σε μία κοπέλα που σκέκεται ακριβώς δίπλα στο πλευρό μου 4 ολόκληρα χρόνια. Σ αγαπάω.
Επίσης αυτό το κεφάλαιο είναι αφιερωμένο σε ένα υπέροχο αγόρι που βρίσκεται σε πάρα πολύ καλό δρόμο. Τον καλύτερο μου φίλο, Γιώργο.
¶κουγα το όμορφο κελάηδισμα των πουλιών με τα μάτια μου κλειστά, ξαπλωμένη στο πράσινο γρασίδι, γύρω από το ποτάμι. Το μυαλό μου κενό από σκέψεις. Ούτε ένα πρόβλημα που να με απασχολεί, ούτε μία απλή καθημερινή έγνοια στο πίσω μέρος του μυαλού μου. «Τι σκέφτεσαι;» με ρώτησε η Νατάιλα. Της απάντησα κρατώντας τα μάτια μου κλειστά. «Τίποτα.» είπα κάνοντάς τη να γελάσει. «Δεν γίνεται να μην σκέφτεσαι τίποτα!» πετάχτηκε η Ορνέλα. «Ναι, αστέρι μου! Όχι ότι σκέφτεσαι κάτι που μας κρατάς μυστικό….» ξεκίνησε η Ντράγκοστε. «Απλώς τεχνικά δε γίνεται να μη σκέφτεσαι τίποτα.» συμπλήρωσε η Οριάνα. «Κι όμως κορίτσια γίνεται! Είναι κρίμα αν δεν μπορείτε να το νιώσετε πάντως γιατί είναι πολύ ωραία η αίσθηση.» είπα με ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη… «Μπορεί… Μακάρι να μπορούσα και εγώ να μη σκέφτομαι τίποτα. Έστω και για μία στιγμή. Να ηρεμήσω για λίγο πια!!!.» είπε η Ορνέλα. «Χα! Αυτό είναι κάτι που δε θα πετύχω ποτέ!» είπε η Νατάιλα… «πάντα θέλω κάτι να απασχολεί το μυαλό μου!» «Το ποιο;» τη ρώτησε πειρακτικά η Οριάνα. «Δεν είναι σαν και εσένα η Νατάιλα, που σου έχουν πάρει τα μυαλά οι έρωτες!» απάντησε η Ντράγκοστε και γέλασε πονηρά. «Κοίτα ποια μιλάει! Για πες μας με ποιον ήσουν στην γιορτή λοιπόν την ώρα που εμείς κάναμε συμβούλιο;» της αντιγύρισε εκείνη δεικτικά. «Ααααα με έναν πολύ καλό κορίτσια…» είπε κάνοντας μας να σκάσουμε στα γέλια. «Μόνο που έπρεπε να φύγει νωρίς και δεν πρόλαβα να σας τον γνωρίσω. Εμιλιάνο τον λένε και μένει στην άλλη άκρη του καταυλισμού… Μου πέφτει λίγο μακριά αλλά ποιος νοιάζεται;» σήκωσε αδιάφορα τους ώμους της. «Έλα ντε; Λες και θα συναντηθείτε πολλές φορές ακόμα» είπε η Ορνέλα γελώντας «Μόνο τόσες μέχρι να τον βαρεθείς.» είπα εγώ ήρεμα, γνωρίζοντας την Ντράγκοστε όσο καμία άλλη. «Δεν είναι έτσι αυτή τη φορά, μου αρέσει πολύ μπορώ να πω, ίσως είναι ο τρόπος που μιλάει, που με κοιτάει… Δεν ξέρω…» «Όπα! Έχετε ξανακούσει την Ντράγκοστε να μιλάει έτσι;» ρώτησε η Ορνέλα έντονα. Στο μεταξύ εγώ σηκώθηκα στο γόνατα και έφτασα μέχρι την Ντράγκοστε και εκείνη άλλαξε στάση ακουμπώντας το κεφάλι της στα πόδια μου. Με κοίταξε στα μάτια και της έστειλα ένα φιλί. «Ποτέ!»σχολίασα εγώ. « ¶ρα είναι σοβαρά τα πράγματα, ξέρασε τα όλα!» είπε η Νατάιλα περίεργη όπως πάντα. Αν ήθελες να σκοτώσεις τη Νατάιλα έπρεπε να της πεις ότι υπάρχει κάτι που δε γνωρίζει. «Είναι ακόμα νωρίς... εξάλλου… η μικρή από εκεί ούτε που μου δίνει σημασία.» παραπονέθηκε εκείνη. Η Νατάιλα έριξε μία ματιά στην Ορνέλα για να διαπιστώσει ότι η Ντράγκοστε είχε δίκιο. Ήταν εκτός τόπου και χρόνου. Πήγε κοντά της και τη σκούντηξε. «Εσένα ποια είναι η άποψη σου για το θέμα καλή μου;» τη ρώτησε όταν εκείνη έστρεψε το πρόσωπο της προς εμάς. «Εμ… Τι;» ρώτησε εκείνη συνοφρυωμένη. «Τι, τι βρε μάτια μου;» τη ρώτησα εγώ γελώντας, «που ταξιδεύεις;» «Ακατάλληλο κορίτσια!» είπε εκείνη και γέλασε μαζί μας. Πίσω της στο μονοπάτι που υπήρχε παράλληλα στο ποτάμι και οδηγούσε στον καταυλισμό παρατήρησα μία ψηλόλιγνη φιγούρα να πλησιάζει και αμέσως τους υπέδειξα να κάνουν ησυχία.. «Σςςςς…. Κορίτσια! Κάποιος έρχεται!» χωρίς ίχνος διακριτικότητας γύρισαν όλες μαζί τα κεφάλια τους να κοιτάξουν και όσες ήταν ξαπλωμένες σηκώθηκαν. «Ο Νίκολας είναι!» είπε η Ορνέλα σχεδόν ψιθυριστά. Γύρισε προς τα εμένα για να με κοιτάξει. Εγώ της έγνεψα ελαφρά και εκείνη ξαναγύρισε και σήκωσε ψηλά το χέρι της κάνοντας του νόημα! «Νίκολας!!» του φώναξε και του έκανε νόημα να έρθει προς τα εμάς μα εκείνος απλώς έγνεψε και συνέχισε το δρόμο του . Κουβαλούσε ένα πανί γεμάτο πράγματα μέσα και πήγαινε όσο πιο γρήγορα μπορούσαν να τον πάνε τα πόδια του. Η Ορνέλα κατσούφιασε αμέσως. Τι κι αν φώναξε κι άλλες φορές το όνομα του δυνατά; Μέσα σε δυο στιγμές είχε εξαφανιστεί χωρίς να της δώσει σημασία. «Καλά δεν το πιστεύω!» είπε εκείνη έξαλλη. «Αν είναι δυνατόν! Τον είδατε; Ούτε που με χαιρέτησε!» προσγειώθηκε στο πράσινο με τη μία και σταύρωσε τα χέρια της. «Τι να κουβαλούσε άραγε;» ρώτησε η Νατάιλα κάνοντας την Ορνέλα να την κοιτάξει θυμωμένα. «Δεν είναι αυτό το θέμα μας.» είπα εγώ σκουντώντας την. «Η αλήθεια είναι πως αυτό ήταν πολύ μεγάλη αγένεια!» είπε η Ντράγκοστε κουνώντας το κεφάλι της. «Πολύ μεγάλο γράψιμο ήταν!» συμπλήρωσε η Οριάνα προκλητικά. «Έλεος Οριάνα.» είπα εγώ μαλώνοντας την. «Μπορεί να βιαζόταν, να είχε κάποια επείγουσα δουλειά ή άλλα χίλια δύο πράγματα.»είπα κοιτώντας ανήσυχα την Ορνέλα. «Και σιγά μην είχε την όρεξη μας μεσημεριάτικα!» συνέχισε η Νατάιλα αδιάφορα. «Ότι και να ήταν μπορούσε να πει ένα “γεια”!»είπε η Ορνέλα απογοητευμένη. «Ε, μπορεί να μπορούσε και απλώς να μην το έκανε Ορνέλα! Τέλος, ηρέμησε!» είπε η Νατάιλα που δεν έπαιρνε από λόγια. Η Ορνέλα άνοιξε το στόμα της για να πει κάτι , αλλά το μετάνιωσε. Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Εντάξει λοιπόν! Ας κάνει ότι θέλει. » «Α, πολύ ωραία. Σηκωθείτε να φύγουμε τώρα.» είπα εγώ καταλαβαίνοντας ότι το κλίμα ήταν ακόμα εύθραυστο. Τα κορίτσια έκαναν ότι τους είπα και όλες μαζί πήραμε τον δρόμο της επιστροφής ακολουθώντας το μονοπατάκι όπου διέσχιζε ο Νίκολας πριν από μερικά λεπτά. Κάποια στιγμή καθώς παρατούσαμε ακούσαμε ένα δυνατό σφύριγμα να έρχεται από πίσω μας και αυθόρμητα γυρίσαμε να δούμε ποιος το προκάλεσε. «Γεια σας όμορφες!» είπε ο Μάρκος με το γνωστό αλήτικο χαμόγελο του. Εγώ από την άλλη δεν μπόρεσα να κρύψω την χαρά μου και να μην του ανταποδώσω το χαμόγελο. «Γεια σου Μάρκο!» είπαν τα κορίτσια όλες μαζί και έσκασαν στα γέλια. «Σας πειράζει να σας κλέψω λίγο την φίλη σας;» ρώτησε εκείνος με μια άκρως γοητευτική έκφραση. «Τι να την κάνεις;» του αντιγύρισε η Ορνέλα σηκώνοντας το φρύδι της θεατρικά. Εκείνος γέλασε αλλά πριν προλάβει να απαντήσει μίλησα εγώ. «Δεν μπορώ τώρα Μάρκο. Με περιμένουν. Το απόγευμα ίσως;» «Γιατί όχι; Εδώ;» «Σίγουρα.» είπα και μου έκλεισε το μάτι. Για άλλη μία φορά η ανυπομονησία χτύπησε κόκκινο.
Αυτό το κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στα άτομα που με στήριξαν ή συνεχίζουν να με στηρίζουν με τα όμορφα σχόλια τους χαρίζοντας μου απλόχερα έμπνευση, κουράγιο, ενθουσιασμό και πείσμα για να συνεχίσω.!
Στην στην Emy+Robert, στην ROBELINA,στην volturi girl, στον mR.Geo, στην evi, στην d@n@e twilight!, στη VLaSia =), στην Ashley Greene, στην twilightsagaddicted,στην Mrs.Christina, στην Niki Patt, στην izzy cullen, στην peby, στον twilightFOREVER, στην athina, στην MIKAELLA, στο evaki...
Σας ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου...! Σας αγαπάω.
Έριξα μία ματιά στο δωμάτιο μου πριν φύγω πράγμα που με έκανε να γυρίσω απότομα το κεφάλι μου από την αντίθετη μεριά. Πληθώρα φορεμάτων ήταν διασκορπισμένα πάνω στο κρεβάτι μου και κάθε λογής μπιχλιμπίδι απλωμένο πάνω στην συρταριέρα μου. Χωρίς να θέλω να σκέφτομαι την αντίδραση της μητέρας μου, όταν θα αντίκριζε αυτό το θέαμα, πρόσθεσα την τελευταία πινελιά και πιο σημαντική πινελιά από όλες. Έβαλα λίγο από το πιο καλό άρωμα που είχα στον λαιμό, στα χέρια μου και ύστερα, αφού ψέκασα στον κενό χώρο μπροστά μου, πέρασα ολόκληρη μέσα από το όμορφο σύννεφο κολόνιας. Η γιαγιά μου συχνά μου υπενθύμιζε να βάζω και μάλιστα ειδικά εκεί που περίμενα να με φιλήσουν. Γέλασα λίγο μόνη μου και ύστερα διέσχισα με ορμή την σκηνή για να βγω έξω όσο πιο γρήγορα γινόταν. Όσο έμενα μέσα σίγουρα όλο και κάτι θα έβρισκα να διορθώσω και είχα ήδη αργήσει. Καθώς περπατούσα παρατήρησα ότι ο ήλιος είχε κιόλας κατέβει πολύ χαμηλά. Ελάχιστα σύννεφα υπήρχαν στον χρυσό-γαλάνο ουρανό αλλά παρΆ όλα αυτά έκανε πολύ ζέστη. Από μακριά τον είδα να κάθεται κάτω από ένα δέντρο και να με περιμένει, μόλις όμως με είδε σηκώθηκε αμέσως. Αφού σκούπισε βιαστικά την σκόνη από το παντελόνι τον ήρθε κοντά μου και μου χαμογέλασε γλυκά. «Καλώς την κούκλα!» μου είπε κάνοντας με να κοκκινίσω. Πλησίασα κοντά του και μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα για να με χαιρετήσει. Θα ήταν γελοίο να φιλιόμαστε σταυρωτά ενώ και οι 2 ξέραμε πολύ καλά τι θα ακολουθούσε. ¶ντλησα λίγο από την ζεστασιά του και από το οικείο άρωμα που ανέδιδε το σώμα του αγκαλιάζοντας τον σφιχτά. Ύστερα πέρασε το χέρι του στο αριστερό μου μπράτσο και εγώ έφερα το δικό γύρω από την μέση του. Προχωρούσαμε για το ποτάμι και δεν με ένοιαζε καθόλου που βρισκόμουν εκεί το πρωί με τα κορίτσια. Ήξερα πως με εκείνον θα ήταν διαφορετικά. «¶ργησα πολύ έτσι;» τον ρώτησα κάνοντας μία εντελώς αστεία γκριμάτσα με το πρόσωπο μου μπας και γλιτώσω την κατσάδα «Λίγο.» είπε εκείνος γελώντας « Αλλά άξιζε η αναμονή!» Έβαλα τα δυνατά μου για να του χαρίσω ένα χαμόγελο. Κάτσαμε πίσω από μια εγκαταλειμμένη καλύβα μπροστά από το ποτάμι έτσι ώστε να μην φαινόμαστε. Εκείνος προσγειώθηκε πρώτος και με τράβηξε στην αγκαλιά του, έτσι ώστε να βλέπουμε και οι δύο τα βουνά να σμίγουν με το μαγικό ποτάμι. «Μεγάλωσες πολύ!» σχολίασε όταν αφού τοποθέτησε το κεφάλι του στον ώμο μου με κοίταξε από την κορυφή ως τα νύχια. Η αναπνοή του γαργαλούσε το αυτί μου καθώς μιλούσε αλλά δεν μπορούσα να γελάσω. «Έπρεπε να έρθει η γιορτή για να το παρατηρήσεις;» του είπα εγώ αλλά δεν ταράχτηκε καθόλου από την αντίδραση μου.» «Το είχα παρατηρήσει Ιζαμπέλλα. Απλώς νόμιζα ότι είχες ήδη αρραβωνιαστεί. Έμαθα ότι είσαι ελεύθερη χτες στην γιορτή. Δεν ήθελα να ρωτήσω κανέναν πιο πριν. Ήμουν τόσο σίγουρος!» «Θα μπορούσες να έρθεις να με δεις ακόμα και αν ήμουν παντρεμένη Μάρκο! Δεν θα γινόταν και τίποτα!» «Χα!» νομίζεις. «Δεν μπορώ να είμαι φίλος σου λουλούδι μου. Δεν έπρεπε να δεχτώ καν, ούτε όταν μου το ζήτησες… τότε πριν φύγω.» μου είπε και με κοίταξε έντονα στα μάτια. Ο πόθος του έκαιγε μέσα τους μπορούσα να το δω. Τα χέρια του έκαψαν όλη την επιφάνεια της πλάτης μου μέχρι την μέση μου αφήνοντας μου γλυκά χάδια. Με φίλησε στον λαιμό, στα μάγουλα και τέλος στο στόμα. Ξεκίνησε σαν αυτά τα αγνά φιλιά που είχαμε ανταλλάξει πρώτα και συνέχισε σε ένα καθαρά ερωτικό φιλί. Η γλώσσα του πέρασε στο στόμα μου, πάλεψε με την δική μου και νίκησε. Παραδόθηκα στο φιλί του και έλιωσα μένοντας ένα με το πράσινο. Τα χέρια του πέρασαν από στα πόδια μου. Ανέβαιναν από ως τα γόνατα μου και μετά κατέβαιναν πάλι από την μέσα μεριά των ποδιών μου. Αποφάσισα να γυρίσω για να τον βλέπω καλύτερα και εκείνος ακούμπησε το κεφάλι του στο γρασίδι για να ξαπλώσω πάνω του… Χάιδεψα απαλά το πρόσωπο του παρατηρώντας τον να με φιλάει με τα μάτια του κλειστά… γλυκός σαν άγγελος. Απομάκρυνα τα χείλη μας και άνοιξε τα μάτια του για να με κοιτάξει. Η αναπνοές μας έτρεχαν και οι καρδιές μας χτυπούσαν σαν τρελές οι μία κάτω από την άλλη. «Θα ξαναφύγεις, έτσι δεν είναι;» «Έτσι είναι ναι. Μακάρι να μπορούσα να μείνω ή να σε πάρω μαζί μου, αλλά ο πατέρας μου δεν καταλαβαίνει. Πιστεύει ότι θα μπορέσω να βρω κάποια… αργότερα.» «Κάποια πολύ τυχερή.» είπα και του έδωσα ένα φιλάκι στην μύτη. «Δεν είναι καθόλου εύθυμο το κομπλιμέντο μάτια μου… Όμορφα μου μάτια.» «Ίσως. Ποτέ δεν είχα ιδιαίτερο χιούμορ.» «Χα!» ήταν η μόνη απάντηση του. Περάσαμε λίγη ώρα χωρίς να μιλάμε. Χάιδευε τα μαλλιά μου, το πρόσωπο μου, την περιοχή της πλάτης μου και εγώ μεταφέρθηκα στο πράσινο και χώθηκα στην αγκαλιά του για να μην τον κουράσω. Κάποια στιγμή μείναμε να κοιτάμε και οι δύο τον ουρανό. «Θες ακόμα να φύγεις αστέρι μου;» «Ναι! Θέλω πολύ!» «Θα τα καταφέρεις, αφού το θες ακόμα θα τα καταφέρεις. Πιστεύω σε εσένα.» «Μπορεί να ξανασυναντηθούμε κάπου εκεί έξω.» «Μπορεί…» «Θα μου μιλήσεις, έτσι δεν είναι; Και ας φοβάσαι πως είμαι παντρεμένη.» τον κοίταξα βαθιά και μου έγνεψε καταφατικά. «Θα το κάνω, το υπόσχομαι.»
Αυτό το κεφάλαιο είναι αφιέρωμένο στα αγορια αυτής της ιστορίας...! Τον Στέφαν, τον Έντουαρντ, τον Μάρκο και τον Νίκολας. Με πολύ πολύ αγάπη...
Το ποστ. αυτό δεν θα μπορούσε να είναι αφιερωμένο κάπου αλλού παρά στην υπέροχη Nantia Hale_Biers και την καταπληκτική της ιδέα να ανεβάσουμε τα πρόσωπα των αγοριών μας....
Να ευχαριστήσω επίσης και τα κορίτσια μου, που έψαξαν πολύ για να βρουν τους καλύτερους...!
Περιμένω τα σχόλια σας για τα καμάρια...
!
niki Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 29 Τόπος : Κορινθος Αριθμός μηνυμάτων : 2465 Registration date : 07/08/2009
Ήμουν κάτι παραπάνω από έξαλλη. Ήμουν προσβεβλημένη και απίστευτα εξαντλημένη. Είχα φτάσει τρέχοντας μέχρι το σπίτι μου aγνοώντας την Νατάιλα, που συνέχισε με το πάσο της περπατώντας μαζί με τα υπόλοιπα κορίτσια. Αγνοώντας το μακρύ φόρεμα μου που ήταν έτοιμο να σκιστεί. Αγνοώντας τις φωνές ενός άγνωστου περαστικού που παραλίγο να πέσω επάνω του. Για καλή μου τύχη το σπίτι μου ήταν άδειο πράγμα που σήμαινε ότι θα παρέμενε άδειο για πολύ ώρα ακόμα. Έτρεξα αμέσως για να φτιάξω ένα ζεστό ρόφημα, παρά τον καύσωνα της εποχής, θέλοντας να ηρεμίσω λίγο. Έβαλα ένα μαύρο, βελούδινο, άνετο φόρεμα και ξάπλωσα στον καναπέ. Σκεφτόμουν όλη την ώρα αλλά τίποτα δεν μου κολλούσε. Σηκώθηκα και πήγα μέχρι την κουρτίνα που χώριζε το σπίτι μου από τον υπόλοιπο καταβολισμό και κρυφοκοίταξα απέναντι με την ελπίδα να δω τον Νίκολας. Αντί για αυτόν όμως είδα εκείνη την κοπέλα με τα μακριά μαύρα μαλλιά. Την Ντρίνα. Να περνάει με άνεση την κουρτίνα και να χάνεται μέσα στην σκηνή του. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου και έκλεισα την κουρτίνα μου με ορμή. Μα τι έκανε σπίτι του αυτή; Και επιτέλους, ποια στο καλό ήταν; Ξάπλωσα ξανά στον καναπέ και ήπια λίγο από το χαμομήλι μου. Για καλή μου τύχη αποκοιμήθηκα εκεί λίγα λεπτά αργότερα. Κοιμήθηκα βαθιά χωρίς όνειρα. Μα μια δυνατή φωνή έξω από τη σκηνή με ξύπνησε… «Ορνέλα;;;; Ορνέλα είσαι εκεί;» ο Νίκολας. Να πάρει. Πόση ώρα κοιμόμουν; Έτριψα τα μάτια μου με τα χέρια μου και τεντώθηκα προσπαθώντας να ξεπιαστώ. «Ορνέλα;» έριξα μία ματιά στον χώρο γύρω μου και μετά του απάντησα. «Μπες Νίκολας μέσα είμαι.» «Γιατί δεν απαντάς τόση ώρα Ορνέλα; Τρελάθηκα!» φυσικά αυτό μου θύμισε κάτι αυτόματα. «Και εγώ σε φώναζα το απόγευμα Νίκολας αλλά δεν απάντησες. Ούτε καν με χαιρέτησες!» ύψωσα αμέσως την φωνή μου επιδεικτικά. Τα λόγια μου όμως δεν τον συγκίνησαν, η έκφραση του άλλαξε απότομα. Τα μάτια του γυάλισαν με έναν τρόπο που πάντα με τρόμαζε, αλλά παρόλα αυτά δεν άλλαξα τη στάση μου. Είχα πεισμώσει. «Μα τι έχεις μέσα στο κεφάλι σου Ορνέλα; Πιστεύεις ότι αν μπορούσα να το κάνω θα έφευγα έτσι; Φυσικά και όχι!» «Ναι αλλά το έκανες Νίκολας!» έβαλα όλον τον θυμό μου μπροστά και του αντιμίλησα αν και έβλεπα πόσο εξοργισμένος ήταν. Στο κάτω - κάτω είχα δίκιο! «Και δεν σκέφτηκες ότι μπορεί να είχα έναν πολύ σοβαρό λόγο που το έκανα;» φώναζε και κοιτούσε γύρω – γύρω αποφεύγοντας να με κοιτάξει. Ήμουν σίγουρη ότι θα μπορούσε να τα σπάσει όλα εδώ μέσα εκείνη την στιγμή. «Ίσως ότι βιαζόμουν να πάω κάπου;» «Ότι και να ήταν Νίκολας μπορούσες να πεις έστω ένα γεια!» έκλεισε τα μάτια του σαν εξαντλημένος και αν δεν τον ήξερα τόσο καλά θα μπορούσα να φανταστώ ότι έβριζε. «Τι δεν θες να καταλάβεις Ορνέλα; Δεν Μπορούσα.» ήμουν σίγουρη ότι οι φωνές μας ακουγόντουσαν παντού. Δύο φωνές εξαγριωμένες η κάθε μία για τον δικό της λόγο. «Μπα, γιατί; Βιαζόσουν να πας σπίτι σου να προετοιμαστείς για την έλευση της αγαπημένης σου;» του πέταξα και εγώ χωρίς να το σκεφτώ καθόλου. Έκανε μία έκφραση αηδίας με το πρόσωπο του και δεν ήξερα αν πήγαινε σε εμένα ή σε αυτό που μόλις είχα πει. Υπέθεσα και στα δυο. «Αν εννοείς την Ντρίνα δεν ξέρεις τι λες! Η κοπέλα ήρθε απλά να συμπαρασταθεί στους γονείς μου πράγμα που φαντάστηκα πως θες να κάνεις και εσύ και για αυτό ήρθα εδώ αλλά μάλλον έκανα μεγάλο λάθος.» Δεν καταλάβαινα τίποτα από αυτά που έλεγε. «Τι λες μωρέ Νίκολας; Δεν σε καταλαβαίνω!» «Αυτό είναι το κακό Ορνέλα! Δεν με καταλαβαίνεις!» «Εξήγησε μου τότε!» «Πολύ καλά λοιπόν! Η μικρή μου αδερφή είναι άρρωστη πολύ σοβαρά και εγώ έτρεχα μέχρι το ιατρείο του πατέρα της Ντράγκοστε για να βρω κάποιο αντίδοτο.» Κάθε διάθεση για καυγά κόπηκε αμέσως και έπεσα στον καναπέ από το σοκ. «Τι πράγμα;» «Αυτό που άκουσες Ορνέλα! Τελικά καταφέραμε να βρούμε ένα φάρμακο που έπρεπε να δράσει πριν να είναι πολύ αργά και αυτός κατά την γνώμη μου ήταν ένας πολύ σημαντικός λόγος για να βιάζομαι τόσο πολύ ώστε να μην σου πω γεια.» «Ή απλώς θα μπορούσες να μου κάνεις ένα νόημα για να σε ακολουθήσω και να έρθω και εγώ να δω την Τζασμίν. Ή δεν ξέρεις πόσο πολύ αγαπάω την μικρή;». του απάντησα χωρίς φωνές αυτή τη φορά και χωρίς ειρωνεία στα λόγια μου. Επικράτησε σιωπή για λίγο. Πότε κοιταζόμασταν και πότε σκύβαμε και οι δύο το κεφάλι κοιτάζοντας το πάτωμα. Επεξεργαζόμασταν την κατάσταση. «Εντάξει ίσως μπορούσα να το κάνω αυτό.» έσπασε πρώτος την σιωπή αφού ήρθε και κάθισε δίπλα μου στον καναπέ, κρατώντας μία απόσταση μεταξύ μας. «Όχι, όχι μάλλον δεν μπορούσες Νίκολας και είναι φυσιολογικό. Είχες όλο το άγχος της αδερφής σου εκείνη την ώρα. Ήταν λογικό να μην μπορείς να σκεφτείς εμένα.» είπα και γύρισα να τον κοιτάξω όταν γύρισε και εκείνος. «Είσαι η καλύτερη μου φίλη Ορνέλα. Πάντα είσαι στο μυαλό μου.» έβλεπα την ειλικρίνεια στα μάτια του καθώς μου μιλούσε. Χαιρόμουν πολύ που μετά από έναν τέτοιο καβγά μου έλεγε κάτι τέτοιο. Ευχόμουν όμως να μου έλεγε κάτι διαφορετικό. Αυτό που περίμενα τόσο καιρό. Τώρα όμως που είχαν ηρεμίσει τα πράγματα και μιλούσαμε με μεγάλες παύσεις σιωπής καταλάβαινα ότι η κατάσταση ήταν πολύ φορτισμένη. Αυτό ήταν κάτι που με ενοχλούσε αφάνταστα. Ένιωθα πολύ άβολα. Πιο άβολα και από όταν μαλώναμε! Εκείνος φαινόταν στεναχωρημένος έτσι όπως είχε καμπουριάσει δίπλα μου τοποθετώντας τους αγκώνες του στα γόνατα του. Πήγα ακόμα πιο δίπλα του και με το ένα μου χέρι χάιδεψα την πλάτη του και το άλλο το μπράτσο του. Εκείνος ακούμπησε το χέρι του στο δικό μου και το έσφιξε. «Η μικρούλα μου πως είναι;» «Είναι νωρίς ακόμα. Φαίνεται απλώς ελάχιστα καλύτερα από πριν…» «Θέλω να πάμε απέναντι θέλω να την δω.» «Χαίρομαι. Και εκείνη θέλει να σε δει.» μου είπε και χαμογέλασε. «Ωραία.» σκέφτηκα πως δεν θα ένιωθα και πολύ άνετα σπίτι του γιατί λογικά εκτός από την Ντρίνα θα ήταν και ένα σωρό κόσμος εκεί γύρω. Έριξα μία ματιά στον εαυτό μου. «Να σου πω είναι εντάξει αυτό που φοράω ή να πάω να αλλάξω;» μου έριξε μία εξονυχιστική ματιά από την κορυφή έως τα νύχια. Ύστερα χαμογέλασε και μου απάντησε με ένα ανασηκωμένο φρύδι. «Είσαι κάτι παραπάνω από εντάξει…» μετά μου γύρισε την πλάτη και κατευθύνθηκε προς την έξοδο λέγοντας «Αυτό είναι ένα… Πολύ… Ωραίο… Φόρεμα… » τονίζοντας ιδιαίτερα τις 3 τελευταίες λέξεις. Εγώ χαμογέλασα κοιτάζοντας την πλάτη του για λίγο και έπειτατον ακολούθησα!
Στην μαμά μου... Την δική μου, γλυκιά Εσμεράλντα...! Γιατί σ' αγαπάω πολύ πολύ πολύ και ας με μαλώνεις... Και γιατί οι άνθρωποι αλλάζουν....
Το να μαγειρεύω ήταν κάτι τελείως διαφορετικό από το γεγονός ότι έπρεπε να ψωνίζω και τα υλικά. Η σημερινή μέρα ήταν μία από αυτές που υπήρχε ένα τεράστιο παζάρι στον καταυλισμό και εγώ ήμουν αυτή που έπρεπε να ψωνίσει τα απαραίτητα για το σπίτι. Δεν μου έφτανε η τρομερά ψυχοφθόρα χτεσινή μέρα, έπρεπε να υποστώ και αυτήν την σωματική ταλαιπωρία. Προσπάθησα να διαγράψω όλον το θόρυβο από το μυαλό και να αφιερώσω όλη μου την δύναμη στην αίσθηση της όσφρησης. Έτσι βρήκα γρήγορα αυτό που έψαχνα. Ένας μεγάλος πάγκος από μπαχαρικά κάθε λογής ανέδιδε τις πιο εκλεκτές μυρωδιές. Εντόπισα γρήγορα την αγαπημένη μου κανέλα, την πάπρικα, την βανίλια και τα γαρίφαλα... Το πρόσωπο της γερασμένης γυναίκας που ήταν πίσω από τον πάγκο μου χαμογέλασε. Έψαξε κάπου πίσω από τον πάγκο και βρήκε ένα μαύρο, γυάλινο μπουκαλάκι. ¶νοιξα τον φελό και ανέπνευσα βαθιά με αποτέλεσμα να ζαλιστώ. Το άρωμα των ανθών πορτοκαλιού σε σκόνη μου έκοβε την ανάσα. Μπορούσα να με φανταστώ να φτιάχνω κολόνιες και έλαια χρησιμοποιώντας το. «Είναι υπέροχο. Αλλά θα πρέπει να είναι πανάκριβο». Η γριά τσιγγάνα κούνησε καταφατικά το κεφάλι με λύπη σαν να μην μπορούσε να μιλήσει. Ύστερα άκουσα τον ήχο πολλών νομισμάτων να σκάνε πάνω στον πάγκο μέσα σε ένα μαύρο βελούδινο πουγκί. Γύρισα ξαφνιασμένη πίσω μου για να δω τον Δούκα να με κοιτάει με περιέργεια. Ακριβώς όπως και εγώ… «Θα πληρώσω εγώ ότι και να πάρει η όμορφη Ιζαμπέλλα!» είπε εκείνος διατάζοντας την γριά να βάλει ένα σακούλι από όλα τα μπαχαρικά που πουλούσε. Εγώ έκανα μία μικρή υπόκλιση και ύστερα του μίλησα. «Δεν είναι ανάγκη άρχοντα μου.» ήταν πολύ όμορφος φορώντας ένα άσπρο μεταξωτό πουκάμισο και ένα απλό μαύρο παντελόνι με μπότες, Δεν έμοιαζε για τσιγγάνος φυσικά αλλά ούτε και για Δούκας. Δηλαδή, δεν θα έμοιαζε για Δούκας αν δεν είχε αριστερά και δεξιά του δύο πάνοπλους φρουρούς. «Θα μπορούσα να σου κάνω πιο ακριβά δώρα αν με άφηνες Ιζαμπέλλα. Θα ήθελες να έρθεις μία βόλτα μαζί μου ή ίσως για φαγητό μέχρι την σκηνή μου;» κοίταξα τριγύρω μας για λίγο τον έκπληκτο κόσμο που μας κοίταζε να μιλάμε. «Πρέπει πρώτα να πάω αυτά στο σπίτι μου.» Έδειξα όλα εκείνα που κουβαλούσα συν το άλλο φορτίο με μυρωδικά που με περίμενε ακόμα. «Και να ειδοποιήσω την μάνα μου φυσικά.» «Λοιπόν όλα αυτά θα τα κάνει ο φρουρός μου.» είπε και ο ένας από τους άντρες πήρε τα πράγματα από τα χέρια μου καθώς και εκείνα στον πάγκο. «Θα μου κάνετε αυτήν την τιμή δεσποινίς Σουάν;» με ρώτησε και μου χαμογέλασε πλατιά το πρόσωπο του γλύκανε λιγάκι κάνοντας το μου έτσι πιο εύκολο να τον κοιτάω στα μάτια. Προσπάθησα να χαμογελάσω και εγώ. Κάτι μου έλεγε να μην πάω, αλλά δεν είχα και άλλη επιλογή. «Πολύ ωραία. Ξεκίνησα να περπατάω δίπλα του καθώς κατευθυνόμασταν πιο μέσα στον καταυλισμό και όχι προς την μεριά που ήταν τα χωράφια. Το γεγονός ότι θα το μάθαινε ο Μάρκος ήταν αυτονόητο όμως σίγουρα δεν χρειαζόταν να το δει κιόλας «Δεν περίμενα ότι θα σε δω» είπε εκείνος κοιτάζοντας προς το μέρος μου. «Η αλήθεια είναι πως ούτε και εγώ το περίμενα. Νόμιζα πως θα είχατε φύγει». «Αποφάσισα να κάτσω μερικές μέρες. Είναι πολύ διαφορετικά εδώ. Όλοι όσοι έρχονται μου παινεύουν τον τόπο σας και είχα πολύ μεγάλη περιέργεια να τον γνωρίσω. Τελικά είχαν δίκιο.» «Είναι μεγάλη η ομορφιά εδώ είναι αλήθεια. Όμως υπάρχει και η καθημερινότητα. Δεν αρκεί να ζεις βλέποντας το ποτάμι να κυλάει. Εγώ αυτό που θέλω είναι να ταξιδέψω μαζί του.» «Πολύ περίεργο αυτό Ιζαμπέλλα. Δεν έχω συναντήσει κανέναν που να θέλει να φύγει από εδώ.» «Ίσως και να είμαι η μοναδική. Δεν με πειράζει. Εγώ απλά θέλω να γνωρίσω τον έξω κόσμο. Να μάθω ότι δεν ξέρω, να δω ότι δεν έχω αντικρίσει ακόμα» «Μιλάς με πολύ πάθος για αυτό» «Είναι το όνειρο μου» «Σωστά. Και τι θα έκανες για να το πετύχεις;» «Θα έλεγα ότι θα έκανα τα πάντα, αλλά αμέσως μου έρχεται στο μυαλό μία λίστα με πράγματα που δεν θα έκανα ποτέ. Οπότε μάλλον η σωστή απάντηση είναι ότι θα έκανα ότι μπορούσα για να το πετύχω». Τα μάτια του στένεψαν στο άκουσμα της απάντησης μου. «Είσαι ένα πολύ έξυπνο κορίτσι Ιζαμπέλλα!» είπε με θαυμασμό. Έσκυψα το κεφάλι κοκκινίζοντας. «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ Δούκα» «Όταν μιλάμε οι δυο μας μπορείς να με λες Στέφαν» γέλασα και κούνησα το κεφάλι μου κοιτάζοντας μερικούς από τους περαστικούς που μας προσπερνούσαν. «Μπορεί να νομίζεται ότι μιλάμε μόνοι μας αυτή τη στιγμή αλλά στην πραγματικότητα κάθε αυτί της φυλής μας ακούει! Οπότε καλύτερα όχι.» «Σε ενοχλεί αυτό;» «Απλώς σκεφτείτε πως δεν υπάρχει οποιαδήποτε έννοια απομόνωσης, αγαπητέ Δούκα. Εδώ όλα μαθαίνονται και οι ισορροπίες είναι λεπτές. Το παραμικρό «σκάνδαλο» μπορεί να τις κλονίσει, για να μην αναφερθώ στα κουτσομπολιά. «Στην πόλη διαδίδονται επίσης γρήγορα τα νέα. Δεν υπάρχει διαφορά.» Υπάρχει και μάλιστα μεγάλη. Εδώ όπου ο καταυλισμός είναι μικρός, ταχύτητα και η υπερβολή είναι τα κύρια χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, στην πραγματικότητα η μητέρα μου θα ήξερε ήδη ότι είμαι μαζί σας πριν καν την ειδοποιήσει ο φρουρός!»… σταμάτησα λίγο να το σκεφτώ καλύτερα και μετά συμπλήρωσα, « θα το ήξερε, όπως και όλη η περιοχή γύρω από την σκηνή μας.» εκείνος γέλασε. «Μάλλον έχεις δίκιο.» παραδέχτηκε. «Αλλά και να μην είχες πάλι θα με είχες πείσει. Λατρεύω τον τρόπο που μιλάς. Χειρίζεσαι τον λόγο καλύτερα από πολλούς συμβούλους μου στην πόλη. Αλήθεια πόσο χρονών είσαι;» με ρώτησε. « Δεκαεπτά.» «Σκέτο μπουμπούκι, όμορφη αλλά και με απίστευτο άρωμα. Εγώ είμαι είκοσι πέντε.» «Μικρός για να είστε Δούκας! Φαίνεστε μεγαλύτερος.» «Είμαι Δούκας τέσσερα χρόνια τώρα. Έχασα νωρίς τον πατέρα μου δυστυχώς.» «Λυπάμαι.» «Δεν πειράζει, λοιπόν το κακό είναι ότι μαζί με τον θρόνο κληρονόμησα και μπελάδες. Πολλοί με αμφισβητούν ακριβώς επειδή είμαι νέος. Διεκδικούν εδάφη, έχουν γίνει τρομερές μάχες σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.» «Αυτό είναι πολύ άδικο. Δεν μπορούν να σας κρίνουν μόνο από το νεαρό της ηλικίας σας.» «Στο είπα. Είσαι πολύ έξυπνη από τους περισσότερους από αυτούς. Το μόνο που ψάχνουν είναι αφορμές για να κατακτήσουν. Ευτυχώς για εμένα, μέχρι τώρα δεν τα καταφέρνουν.» είπε και χαμογέλασε. Μου άρεσε αυτή η αυτοπεποίθηση που έβγαζε, φαινόταν πολύ ικανός. «Είμαι σίγουρη ότι θα συνεχίσουν να μην τα καταφέρνουν». «Το ελπίζω. Για αυτό είμαι εδώ. Προσδοκώ να βρω υποστήριξη. Όλοι με συμβουλεύουν να είμαι κοντά στους τσιγγάνους. Έχετε ένα πολύ δυνατό πνεύμα ενότητας και αλληλοϋποστήριξης». «Έχουν δίκιο αυτή την φορά λοιπόν. Εδώ εμείς δεν είμαστε απλή πόλη, χωριό, καταβολισμός. Είμαστε φυλή». «Το βλέπω αυτό, ήδη δεν μπορώ να φύγω από αυτόν τον τόπο. Έξω η ζωή μου είναι γεμάτη κινδύνους και ακόμα και στον πύργο μου, γεμάτη μίσος.» «Αυτά τα πράγματα πάνε συνήθως μαζί με την εξουσία!» «Αυτό είναι το πρόβλημα…» είπε και μου χαμογέλασε θλιμμένα. «Φτάσαμε» είπε και τότε κοίταξα για πρώτη φορά γύρω μου. Περπατάγαμε πολύ ώρα και έτσι είχαμε ήδη φτάσει στην άλλη άκρη του καταυλισμού από την μεριά της πόλης. Εκεί είχε στηθεί μία τεράστια σκηνή με ακριβά, μαύρα υφάσματα να την καλύπτουν. Ήταν πολύ αρχοντική όπως και εκείνος φυσικά. «Πρέπει να είναι δύσκολο για εσένα να μένεις εδώ.» είπα καθώς περνούσα μέσα από την τραβηγμένη από ένα φρουρό “πόρτα” της σκηνής του. Έμεινα έκθαμβη από το εσωτερικό. Από τα πολυτελή έπιπλα, από τα χρωματιστά καλύμματα, και πάνω από όλα από το εύρος της σκηνής. Εγώ δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να έμενα εκεί πέρα αλλά για εκείνον φανταζόμουν ότι θα ήταν διαφορετικά. «Στις μάχες έχω μείνει και σε πολύ χειρότερα από αυτό καλή μου Ιζαμπέλλα.» Μου τράβηξε την καρέκλα για να κάτσω σε ένα μαονί τραπέζι και εκείνος έκατσε απέναντι μου. «Χαίρομαι πάρα πολύ που ήρθες να μου κάνεις παρέα. Δεν μου αρέσει να τρώω μόνος και για να πω την αλήθεια, απολαμβάνω την συντροφιά σου περισσότερο από οποιουδήποτε άλλου.» για πρώτη φορά ένιωσα ζεστασιά στην καρδιά μου, παρουσία αυτού του ανθρώπου. Είχαμε μιλήσει πολύ και έτσι μπορούσα να τον κοιτάζω χωρίς να φοβάμαι πια. Νομίζω ότι είχα καταλάβει λίγο από τον εαυτό του, και μου άρεσε. Τον θαύμαζα για αυτό που ήταν, παράλληλα όμως φαινόταν να κρύβει πολλά. «Και με ποιον τρως κάθε μέρα στον πύργο;» τον ρώτησα στον ενικό αφού είχαμε πια απομονωθεί θέλοντας να μας φέρω λίγο πιο κοντά. «Με την ξαδέρφη μου την Έμμα. Βέβαια εκείνη δεν δείχνει να απολαμβάνει και ιδιαίτερα την συντροφιά μου και δεν την αδικώ. Είναι όλη την ώρα κλεισμένη μέσα στον Πύργο. Φαντάζομαι ότι θα ήθελε και μία διαφορετική παρέα. Αλλά όταν είσαι ο μοναδικός συγγενείς του Δούκα τα πράγματα δεν είναι τόσο εύκολα.» «Την καημένη. Εγώ δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς φίλες. Σκέφτομαι ότι και να φύγω από εδώ θα βρω φίλους εκεί έξω και αν αυτό δεν γίνει θα έχω πάντα μαζί μου τις καλύτερες μου φίλες.» «Ναι τις είδα στην γιορτή. Ήσασταν πολύ κοντά. Δεν τις σκέφτεσαι όταν λες ότι θες να φύγεις;» «Φυσικά! Η φιλία τους είναι ένα από τα άπειρα πράγματα που θα μου λείψουν. Αλλά είναι κάτι που πρέπει να κάνω. Πάντα θα τις αγαπάω και ποτέ δεν θα τις ξεχάσω». «Τα έχεις σκεφτεί όλα πολύ καλά, έτσι δεν είναι;» «Είναι το μόνο που σκέφτομαι». «Και δεν υπάρχει κανένας που να σε κρατάει πίσω;» τόνισε την λέξη κανένας αδιαίρετα, κάνοντας με να καταλάβω γιατί ακριβώς μιλούσε. «Τίποτα δεν μπορεί να με κρατήσει πίσω. Είναι αυτό που θέλω περισσότερο από όλα. Να φύγω» «Πότε;» «Όσο δυνατόν γρηγορότερα» «Ε τότε έχω να σου κάνω προσφορά. Φύγε αύριο. Μαζί μου.»
“I donΆt wanna lose you but whatever it happens I will never let you go from my heart...
And even your away… my heart will be next to you forever…
«Και;;;» ρώτησε η Νατάιλα με ένταση. Δεν μου ήταν εύκολη η απάντηση. «Μίλα που να σε πάρει!» με πρόσταξε η Ορνέλα θυμωμένα. «Δέχτηκα» είπα και έσκυψα το κεφάλι για να μην δω την αντίδραση τους. «Δεν μπορείς να το κάνεις!» είπε η Ντράγκοστε φωνάζοντας. «Δεν καταλαβαίνεις τι πας να κάνεις Ιζαμπέλλα; Που θα πας; Στο άγνωστο, με έναν άγνωστο;» τα λόγια της Οριάνα έσταζαν φαρμάκι. Η Ορνέλα και η Νατάιλα παρέμεναν να με κοιτάζουν αμίλητες. «Δεν θα πείτε τίποτα κορίτσια; Ορνέλα;» της είπα και κοίταξα προς την μεριά της. «Δεν μπορώ να σου πω τίποτα Ιζαμπέλλα λυπάμαι.» «Ξέρω ότι έχεις θυμώσει Ορνέλα αλλά…» «Έχω θυμώσει; Όχι δεν έχω απλώς θυμώσει Ιζαμπέλλα! Είμαι έξαλλη! Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι η καλύτερη μου φίλη μας παρατάει στα καλά καθούμενα για να φύγει με έναν άγνωστο που δεν είναι καν ερωτευμένη μαζί του, εντάξει; Ότι βάζει τον εαυτό της σε τόσο μεγάλο κίνδυνο! Και το κυριότερο ότι μας στερεί τόσο ανεύθυνα την παρουσία της από δίπλα μας… Ας ακούγεται όσο εγωιστικό θέλει αυτό που λέω δεν με νοιάζει καθόλου. Είσαι η καλύτερη μου φίλη και σε θέλω δίπλα μου» είπε και με αγκάλιασε. «Σε παρακαλώ μην το κάνεις» Εγώ προσπάθησα να την καθησυχάσω χαϊδεύοντας της τα μαλλιά. «Ορνέλα το ξέρεις ότι αυτό είναι που θέλω… αυτό πρέπει να κάνω! Ξέρεις ότι πάντα θα είμαι ακριβώς δίπλα σου. Δίπλα σας κορίτσια!» Δεν είπε τίποτα. Εγώ στράφηκα στην Νατάιλα. «Εσύ;» την ρώτησα κάνοντας ένα νεύμα. «Εγώ δεν έχω να πω τίποτα περισσότερο ή λιγότερο εγωιστικό από την Ορνέλα. Λυπάμαι. Όμως ξέρεις, σε καταλαβαίνω. Απλά λυπάμαι.» «Πότε φεύγεις Ιζαμπέλλα;» Η Ντράγκοστε μου έκανε την πιο επικίνδυνη ερώτηση καταλαβαίνοντας όπως πάντα από το ύφος μου ότι κάτι δεν πάει καλά. Όλα τα βλέμματα στράφηκαν πάνω μου.
*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~* «Σήμερα το βράδυ.» τα λόγια του Στέφαν ακούστηκαν σαν ορισμός ημερομηνίας θανατικής ποινής. «Δεν Σοβαρολογείς παιδί μου έτσι δεν είναι;» «Είμαι απόλυτα σοβαρός κυρία.» η μητέρα μου έγινε έξαλλη και εγώ δεν μπορούσα καν να την κοιτάξω στα μάτια. «Όχι αγόρι μου δεν είσαι. Μπορεί να είσαι άντρας και Δούκας αλλά είναι πολύ πιθανό να έχω τα διπλά χρόνια από εσένα και επέτρεψε μου να ξέρω κάτι παραπάνω». «Στην πραγματικότητα το μόνο που θα έπρεπε να ξέρετε είναι η επιθυμία της κόρης σας.» «Μου λες ότι αν επιθυμούσε να πεθάνει εγώ θα έπρεπε να την σπρώξω στον γκρεμό; Δεν θα το κάνω λοιπόν.» «Μα μητέρα…» «Κόρη μου σε παρακαλώ μην το κάνεις πιο δύσκολο από ότι είναι. Λογικέψου.» «Μάνα, ξέρω τι κάνω. Κάποια στιγμή θα γινόταν και αυτό. Πάρε το επιτέλους απόφαση.» «Δεν μπορώ φως μου! Είσαι όλα όσα έχω. Τι θα κάνω εγώ άμα φύγεις;» «Πως μπορείτε να το λέτε αυτό Εσμεράλντα. Η κόρη σας είναι μεγάλη κοπέλα. Αύριο μπορεί να παντρευτεί και να φύγει από το σπίτι σας. Ακόμα και να μην παντρευτεί εμένα κάποτε θα το κάνει.» «Δεν μπορείς να με κρίνεις εσύ! Δεν είσαι γονιός.» «Ναι δεν είμαι γονιός και έχω και τα μισά σας χρόνια αλλά καταλαβαίνω το καλύτερο για την κόρη σας καλύτερα από εσάς από ότι φαίνεται και ευτυχώς το καταλαβαίνει και εκείνη. Θα γίνει λοιπόν μία πολύ αξιότιμη Δούκισσα κάποια μέρα και μέχρι να γίνει αυτό σας υπόσχομαι ότι θα την σέβομαι. Φεύγουμε σήμερα το βράδυ.» είπε και η φωνή του δεν σήκωνε αντιρρήσεις. «Δεν μπορείτε να την πάρετε όσο λείπει ο πατέρας της.» «Φυσικά και μπορώ. Ο πατέρας της είναι υπήκοος μου στην πόλη. Εξαρτάται από εμένα.» τα λόγια του έκαναν την μητέρα μου να χαμηλώσει τους τόνους αλλά ποτέ δεν θα έσκυβε το κεφάλι. «Πολύ καλά λοιπόν. Αφού αυτό είναι που θες μάλλον δεν μπορώ να σε εμποδίσω, και ούτε θα σου στερήσω την ευχή μου, μα θα γυρίσεις» είπε κοιτάζοντας βαθιά μέσα στα μάτια μου. «Ευχαριστώ πολύ μάνα» είπα και ρίχτηκα στην αγκαλιά της. Θεέ μου. Πόσο θα μου έλειπε.
*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~* Όσο περνούσε η ώρα, τόσο πιο γερά σφιγγόταν ένας κόμπος στο στομάχι μου. Μία ασταμάτητη ταχυπαλμία. Ένας τρομερός ιδρώτας. Κάθε πέτρα που πάταγα, καθώς περπατούσα διαμαρτυρόταν. Κάθε θρόισμα των φύλλων μου ψιθύριζε να μην φύγω. Ένιωθα τον ήλιο να φοβάται να δύσει στην σκέψη ότι όταν θα ανέτειλε θα ήμουν μακριά από την φυλή μου. Όμως θα έδυε σύντομα και εγώ θα έφευγα. Περπάτησα μέχρι το σπίτι κάθε κοριτσιού ώσπου μαζευτήκαμε πάλι πέντε. Η στάση τους ήταν διαφορετική από την πρωινή. Τώρα το μόνο που είχαν να μου πουν ήταν λόγια αγάπης, χάδια και αμέτρητες συμβουλές …πιάσαμε γερά η μία τους πήχεις της άλλης όπως πάντα όταν αποχαιρετιζόμασταν. Αριστερά μου η Νατάιλα δεξιά μου η Ορνέλα. «Να θυμάσαι ότι είσαι μία τσιγγάνα. Να προσέχεις αγάπη μου. Ο κόσμος εκεί έξω είναι σκληρός, δεν είναι σαν εμάς όλοι εκείνοι. Είναι διαφορετικοί.» μου είπε η Ντράγκοστε. «Να θυμάσαι ότι είσαι μία τσιγγάνα. Να εξερευνήσεις τον κόσμο χωρίς ενοχή. Μην φοβηθείς το διαφορετικό. Να προσέχεις. » με συμβούλεψε η Νατάιλα. «Να θυμάσαι ότι είσαι μία τσιγγάνα. Δεν πρέπει να ανέχεσαι τίποτα και κανέναν. Εσύ είσαι δυνατή. Έχεις το χάρισμα. Να επιβληθείς.» μου είπε η Οριάνα. «Να θυμάσαι ότι είσαι μία τσιγγάνα. Ότι η φυλή σου πάντα θα σε περιμένει και στα εύκολα και στα δύσκολα. Να μην ξεχάσεις τις φίλες σου.» ακούστηκε τελευταία η Ορνέλα. Όταν φτάσαμε στην σκηνή μου τα κορίτσια χαιρέτησαν την μάνα μου και ύστερα πήγαμε αμέσως στο δωμάτιο μου. Έπρεπε να ετοιμαστώ για την αποχώρηση μου και ο χρόνος κυλούσε αμίλητος. Τα κορίτσια έμειναν με ανοιχτό το στόμα όταν αντίκρισαν το φόρεμα που μου είχε φέρει ο Δούκας καθώς και τα υπόλοιπα δώρα.. «Θα με βοηθήσετε να το φορέσω γιατί η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ ούτε να το ακουμπήσω...» Η Ορνέλα το σήκωσε στα χέρια της. «Μάλλον πρέπει να βάλεις και τον κορσέ πρώτα.» είπε η Οριάνα σηκώνοντας το παράξενο ρούχο που ήταν κάτω από το φόρεμα μέσα στο όμορφο κουτί. «Μα είναι πολύ ωραίο το φόρεμα και χωρίς αυτό!» είπα εγώ παραξενεμένη. «Όχι δεν κατάλαβες. Αυτός εδώ ο κορσές δεν είναι σαν τους δικούς μας! Φοριέται από μέσα.» μου εξήγησε η Ντράγκοστε. Εγώ έκανα μία γκριμάτσα. «Και πολύ σφιχτά» «Μάλιστα.» ¶γρα και τελετουργικά τα κορίτσια με ετοίμασαν… Η Οριάνα μου έσφιξε τον κορσέ, η Ορνέλα με έβαψε, η Νατάιλα μου έφτιαξε τα μαλλιά και τέλος η Ντράγκοστε πέρασε το φόρεμα πάνω από τα χέρια μου. Το αποτέλεσμα που έβλεπα μπροστά στον καθρέπτη με εντυπωσίασε. Μου ήταν αδύνατο να πιστέψω πως ήμουν εγώ εκείνη η κοπέλα που στεκόταν απέναντί μου με αυτό το έκπληκτο βλέμμα. Όλες μου οι φίλες ήρθαν και με αγκάλιασαν κοιτάζοντας τα είδωλα μας μπροστά στον καθρέπτη. «Είσαι μία κούκλα!» είπε τρυφερά η Νατάιλα… «Θα συμφωνήσω.» ακούστηκε η Φωνή του Μάρκου ακριβώς από πίσω μου. Πάγωσα κοιτάζοντας την αντανάκλαση του στον καθρέπτη.
Το φόρεμα.
Σπόιλερ:
Αυτό το κεφάλαιο είναι αφιερωμένο σε ένα καινούριο μου φίλο ως δώρο για τα γενέθλια του... Είσαι το καλύτερο παιδί που υπάρχει. Μπράβο σου.!!! Να είσαι πάντα ευτυχησμένος. Σου αξίζουν τα καλύτερα και ακόμα περισσότερα... Ν.
niki Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 29 Τόπος : Κορινθος Αριθμός μηνυμάτων : 2465 Registration date : 07/08/2009
Γύρισα να αντικρίσω τα πονεμένα μάτια του Μάρκου έχοντας μείνει άναυδη από την εισβολή του στην κάμαρα μου. Τα κορίτσια με μιμήθηκαν.
Αυτόματα η Ντράγκοστε πέρασε μπροστά μου, η Ορνέλα ήρθε στα δεξιά μου σφίγγοντας μου το χέρι, η Νατάιλα στα αριστερά μου ακουμπώντας το χέρι της στον ώμο μου και η Οριάνα έκανε αισθητή την παρουσία της τοποθετώντας τα δύο της χέρια στην μέση μου ακριβώς από πίσω μου, στηρίζοντας με. Η αντίδραση τους ήταν σχεδόν αστραπιαία. Ήθελαν να με προστατέψουν και αυτό έκαναν δηλώνοντας η κάθε μία ότι είναι κοντά μου έτοιμη να με βοηθήσει. «Αφήστε μας μόνους.» πρόσταξε εκείνος. Τα κορίτσια έμειναν παγωμένα στην θέση τους στα λόγια του. Η Ορνέλα γύρισε αμέσως να με κοιτάξει και εγώ της ένευσα καταφατικά. Διατήρησε σιωπή και ύστερα μου έσφιξε το χέρι πριν με αποχωριστεί. Ξεκίνησε πρώτη κάνοντας νόημα στις υπόλοιπες να την ακολουθήσουν. Στο τέλος μείναμε μόνοι μας να μιλάμε με τα μάτια. «Τι κάθεσαι εκεί και με κοιτάς; Δεν έχουμε πολύ χρόνο.» είπε και άνοιξε τα χέρια του περιμένοντας με. Εγώ δεν έχασα χρόνο και έτρεξα να χωθώ μέσα την αγκαλιά του. «Μωρό μου.» ψιθύρισε εκείνος και χάιδεψε παρηγορητικά τα μαλλιά μου. «Έχεις θυμώσει μαζί μου που φεύγω.» δεν ήταν ερώτηση. «Κανονικά δεν θα έπρεπε, με είχες προειδοποιήσει, αλλά δεν περίμενα να γίνει τόσο γρήγορα.» η φωνή του ήταν ένας ψίθυρος. «Ούτε εγώ το περίμενα.» είπα με απόλυτη ειλικρίνεια. «Θα έφευγες πραγματικά χωρίς να με αποχαιρετήσεις, έτσι;» «Πάντα ήμουν δειλή.» «Δεν είσαι. Θέλει μεγάλο θάρρος αυτό που πας να κάνεις.» «Σε σκεφτόμουν, ήθελα να έρθω μα πραγματικά δεν θα το άντεχα, είναι καλύτερα που ήρθες εσύ.» τον έσφιξα ακόμα πιο πολύ και έκανε και εκείνος το ίδιο. «Δεν είχα ιδέα ότι θα φύγεις, η μητέρα σου μου το είπε. Πιστεύει ότι μπορώ να σε κάνω να αλλάξεις γνώμη.» παραδέχτηκε και γελάσαμε μαζί. «Και εσύ τι πιστεύεις;» τον ρώτησα περίεργη καθώς ήμουν. «Εγώ πιστεύω ότι αφού δεν τα κατάφεραν οι φίλες σου… κανείς δεν μπορεί να σου αλλάξει γνώμη.» βούρκωσα στην θύμηση της Ορνέλας. «Δεν πρέπει να κλαις μωρό μου. Ένα νέο μέλλον ανοίγεται μπροστά σου.» μου είπε καθώς απομακρυνόταν λίγο να μπορεί να κοιτάει το πρόσωπο μου. «Θα μου λείψεις.» του είπα προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυα μου. «Και εσύ θα μου λείψεις μικρή μου, όμως σου υπόσχομαι… θα τα ξαναπούμε.» του χαμογέλασα με όλη την δύναμη της ψυχής μου. «Θα σε αγαπάω πολύ μέχρι τότε.» του είπα και τον ξανά αγκάλιασα. «Και εγώ. Να προσέχεις μάτια μου.» «Στο υπόσχομαι.» του είπα κοιτάζοντας τον έντονα στα μάτια. Με τα δύο του χέρια έκλεισε το πρόσωπο μου στην χούφτα του… Χάιδεψε τον την περιοχή πίσω από τον αυχένα μου, τον λαιμό μου, τα μάγουλα μου και εγώ έκλεισα τα μάτια μου παραδομένη στην υπέροχη αυτή αίσθηση. Ένιωσα τα χείλη του να ακουμπάνε τα δικά μου τρυφερά και να τοποθετεί εκεί ένα γλυκό φιλί.
*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*
Η Μεγαλοπρεπής άμαξα είχε φτάσει έξω από το σπίτι μου την πιο κρύα νύχτα του Απρίλη. Ο Στέφαν είχε κατέβει και είχε χαιρετήσει ευγενικά την μαμά μου προσφέροντας της ένα μπουκέτο όμορφα κόκκινα τριαντάφυλλα. «Ξέρω ότι σου παίρνω το πιο όμορφο λουλούδι από όλα. Σε παρακαλώ να με συγχωρέσεις,» είπε ιπποτικά. «Σε συγχωρώ παιδί μου. Μόνο σε παρακαλώ κάνε την ευτυχισμένη και μην σε νοιάζει για εμένα.» «Θα την κάνω.» είπε εκείνος με ατσαλένια σιγουριά και φίλησε το χέρι της. Όταν είδε εμένα τα μάτια του γυάλισαν και ένα τεράστιο χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο του. «Είσαι τόσο όμορφη…» είπε θαμπωμένος. Εγώ του χαμογέλασα. «Ευχαριστώ πολύ Στέφαν.» εκείνος αφού φίλησε και το δικό μου χέρι ακουμπώντας το σαν εύθραυστη πορσελάνη το τοποθέτησε γύρω από το αριστερό του χέρι και με οδήγησε έξω από την σκηνή. Εκεί με περίμεναν οι φίλες μου και η μάνα μου και οι αδερφή μου με τον Λούκας. Ο Μάρκος είχε φύγει πολύ πριν έρθει ο Δούκας. Ο Στέφαν τους χαιρέτησε με μία βαθειά υπόκλιση και ανέβηκε στην άμαξα τραβώντας όλα τα βλέμματα τον φρουρών από πάνω μου. Κι όμως η αυλή ήταν σχεδόν άδεια. Μέσα στην φαντασία μου περίμενα πολύ κόσμο που θα είχε βγει για αποχαιρετήσει. Αν όχι εμένα τον Δούκα. Μάλλον εκείνος είχε φροντίσει και για αυτό. «Πάρε τον χρόνο σου.» μου είπε με ένα ίχνος συμπόνιας, Του ένευσα καταφατικά. Προχώρησα αμίλητη προ τα κορίτσια και εκείνες έτρεξαν να με συναντήσουν και να με αγκαλιάσουν. Δεν είχα την αντοχή να καταλάβω πια έκλεγε, πια ήταν βουρκωμένη και πια όχι, ήμουν σχεδόν μουδιασμένη. «Αγαπημένη μου Ορνέλα, λατρεμένη μου Νατάιλα, μικρή μου Ντράγκοστε, Οριάνα μου.» είπα νοσταλγικά ένα, ένα τα ονόματα τους σαν να είχα φύγει. Τώρα πια δάκρυζα και εγώ. Τις φίλησα όλες μία, μία, ανάμεσα σε πολλά «σΆ αγαπώ.», «θα μου λείψεις.», «να προσέχεις.», «να με θυμάσαι.». Της αποχωρίστηκα με δυσκολία, ξέροντας πάντα ότι ήταν ένα βήμα πίσω μου, και αγκάλιασα σφιχτά την αδερφή μου. «Είμαι έγκυος.» μου είπε ανάμεσα σε λυγμούς κάνοντας με να ξεσπάσω σε ένα νευρικό κλαυσίγελο. Την αγκάλιασα άλλη μία φορά χάιδεψα την επίπεδη ακόμα κοιλίτσα της και της είπα. «Να μου το προσέχεις.» μου χαμογέλασε. Έκανα μία γρήγορη αλλά σφιχτή αγκαλιά στον Λούκας και ύστερα προχώρησα στην μητέρα μου. Με κοίταξε βαθειά μέσα από μάτια γερασμένα μάτια της, γεμάτη αγάπη και μελαγχολία, και ύστερα από μία μεγάλη σιγή μου είπε. «Την ευχή μου κόρη μου.» και με φίλησε στο μέτωπο. Την αποχωρίστηκα και απομακρύνθηκα από όλους. Ήθελα να τρέξω να αγκαλιάσω τις φίλες μου, να τις παρηγορήσω να τους πω πως δεν έπρεπε να κλαίνε για εμένα, να τους πω πόσο πολύ τους αγαπάω. Μα δεν ήταν κάτι που δεν είχα κάνει ήδη και τώρα πια, δεν είχε νόημα. Σύντομα θα έφευγα και εκείνες θα συνέχιζαν τις ζωές τους, χωρίς εμένα. Δυνατές, άτρωτες, Τσιγγάνες, Πήρα μία βαθειά ανάσα. Τους γύρισα την πλάτη και ανέβηκα στην άμαξα με την βοήθεια ενός φρουρού. «Σας αγαπώ. Αντίο.» τους φώναξα και έκλεισα την πόρτα. “Τέλος. Αυτό ήταν.” είπα στον εαυτό μου. “Φεύγεις.” Ο Στέφαν ξεπήδησε ξαφνικά από το μυαλό μου. Ο Στέφαν φαινόταν καλός, ήταν καλός και δεν ήξερα για ποιον αναθεματισμένο λόγο δεν μπορούσα να τον εμπιστευτώ ακόμα, όμως ένιωθα προστατευμένη μαζί του, δυνατή σαν εκείνον. Είχε την συμπάθεια μου. Όμως όχι την καρδιά μου ακόμα. Ίσως αυτό να ήταν που δεν πήγαινε καλά, όπως έλεγαν και τα κορίτσια ήταν ένας ξένος. Δεν τον αγαπούσα ακόμα. Φυσικά ήξερα ότι ήταν θέμα χρόνου. Πάντα λάτρευα τους ανθρώπους γύρω μου. Αποφάσισα πως αυτό ήταν που μου έλειπε. Θα γνώριζα τον Στέφαν, θα τον μάθαινα καλύτερα. Ήδη τον εκτιμούσα για όλα όσα είχε κάνει για εμένα. Για τον σεβασμό με τον οποίο μου φερόταν. Για αυτά που ήταν διατεθειμένος να μου προσφέρει. Θα είχαμε ένα ευτυχισμένο γάμο. Δεν ήμουν ερωτευμένη μαζί του και το ήξερε, είχαμε συζητήσει πολύ οι δύο μας. Όμως έπρεπε και ήθελε να με παντρευτεί αν ήθελα να πάω μαζί του. Συμφώνησα να παντρευτώ ένα αξιότιμο άντρα που μου είχε φερθεί με κατανόηση και στοργή, για να φύγω από τον καταυλισμό. Δεν με ενδιέφερε ο έρωτας. Δεν μπορούσα να νοιαστώ για αυτό τώρα όταν θα υπήρχαν τόσα υπέροχα πράγματα για να ανακαλύψω, να μάθω, να γνωρίσω…. Η σκέψη και μόνο με χαροποίησε. Ο Στέφαν μου είχε ξεκαθαρίσει μερικά ακόμα πράγματα. Ο γάμος μας θα αργούσε να πραγματοποιηθεί προς μεγάλη μου έκπληξη αλλά και ικανοποίηση. Θα ήταν μία δέσμευση για εμένα και δεν είχα καθόλου χρόνο να το σκεφτώ αυτό πριν. Τουλάχιστον ο χρόνος θα με βοηθούσε να το χωνέψω και να συμβιβαστώ με το γεγονός, να νιώσω πιο άνετα με τον Στέφαν, και να είμαι πλήρως προετοιμασμένη για να μπορώ να εκπληρώσω τα καθήκοντα μου ως Δούκισσα. Ο λόγος παρ όλα αυτά που δεν θα γινόταν αυτός ήταν πολύ ανησυχητικός. Ο Στέφαν θα έπρεπε να υπερασπίζετε τις κατακτήσεις του όλο αυτό τον καιρό και να υποτάξει τα υπόλοιπα βασίλεια που αμφισβητούσαν χωρίς λόγο την ικανότητα του να κυβερνήσει. Μου εξήγησε ότι αυτό ίσως πάρει πάρα πολύ χρόνο και ότι θα έλειπε σε εκστρατείες για μεγάλα χρονικά διαστήματα και εγώ του είπα με μισή καρδιά πως δεν θα είχα πρόβλημα. Μου υποσχέθηκε πως θα με σέβεται με όλη την σημασία της λέξεως μέχρι να με κάνει γυναίκα του. Επίσης όσο έλειπε δεν θα με άφηνε μόνη μου. Εκτός από την μεγάλη φρουρά που θα υπήρχε στον πύργο για να προστατεύει όχι μόνο εμένα αλλά και την Έμμα, την ξαδέρφη του, στο κάστρο θα έμενε και η θεία του. Η κόμισα Νέστα ήταν η χήρα αδερφή του πατέρα του και φυσικά προστατευόμενη του μετά τον θάνατο του. Το τελευταίο από όλα αλλά και το πιο σημαντικό ήταν ότι θα μου έφερνε έναν Δάσκαλο. Εκείνος θα με μάθαινε όλα όσα ήθελα και όσα έπρεπε και θα με πήγαινε όπου ήθελα να πάω. Μου υποσχέθηκε ότι ο άντρας αυτός θα με σεβαστεί και ότι δεν υπήρχε περίπτωση να δεχτώ κανενός είδους ενόχληση από εκείνον. Μου είπε ότι περίμενε να τον σεβαστώ αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για το αντίθετο. Φαινόταν ότι είχε τρομερές τύψεις που έφευγε και πραγματικά εκτιμούσα πολύ το γεγονός ότι δεν θα με έκλεινε σε κάποιον σκοτεινό πύργο απομονωμένη. Θα προσπαθούσα να μην τον απογοητεύσω. Μου έκανε την τιμή να με κάνει γυναίκα του και το δώρο να με ελευθερώσει. Κοίταξα έξω από το παράθυρο την άγρια ομορφιά του τόπου που άφηνα πίσω μου. Τον όμορφο καταυλισμό γεμάτο με χρώματα την μαρμάρινη πλατεία που είχε γίνει η γιορτή. Μα πάνω από όλα θα μου έλειπε το ΅ιερό ποτάμιΆ… Τόσες φορές είχα κολυμπήσει γυμνή σε αυτό παρέα με τις φίλες μου πετώντας νερό η μία στην άλλη, παίζοντας διάφορες βλακείες, κολυμπώντας με τα πόδια ενωμένα όπως οι γοργόνες. Είχα περάσει κοντά του την μισή μου ζωή. Είχα τις πιο όμορφες αναμνήσεις. Θα τις κρατούσα σαν φυλακτό. Τώρα πια μόνο το μισοφέγγαρο με ακολουθούσε. Έτρεχε πλάι στην άμαξα κρατώντας μου συντροφιά και εγώ ευχήθηκα να μην με αφήσει ποτέ μόνη. Τουλάχιστον όχι εκείνο που ήταν ότι μου είχε απομείνει από την παλιά μου ζωή.... Ήμουν κολλημένη πάνω στην πόρτα της άμαξας ήξερα ότι ο Δούκας είχε καρφωμένα τα μάτια του πάνω μου. Γύρισα προς εκείνον. Δεν έκλαιγα πια και μπορούσα εύκολα να τον αντικρίσω. Ήταν πολύ αμήχανος, όμως όταν του χαμογέλασα, με αντέγραψε. «Συγνώμη για όλο αυτό.» είπα εννοώντας το στενάχωρο κλίμα της αποχώρησης. «Μην νοιάζεσαι για αυτό. Αυτοί οι άνθρωποι σε αγαπάνε πολύ. Είσαι τυχερή που τους έχεις.» «Είναι όλα όσα έχω.» του είπα νιώθοντας περήφανη. «Από εδώ και πέρα θα έχεις τα πάντα. Ότι ζητήσεις.» «Ευχαριστώ που κάνεις όλα αυτά για εμένα.» του είπα με ευγνωμοσύνη. «Εγώ ευχαριστώ.» Είπε ακουμπώντας το χέρι μου. «Θα έχω έναν άγγελο δίπλα μου να με συμβουλεύει και να με συντροφεύει.» έσκυψα το κεφάλι και κοκκίνισα. Γέλασε με την αντίδραση μου. Είναι αργά και πρέπει να είσαι εξαντλημένη. Θα φτάσουμε την αυγή. Κοιμήσου.» μου είπε τρυφερά και με τράβηξε κοντά του. Εγώ πλησίασα διστακτικά και τον άφησα να περάσει το ένα του χέρι πάνω από τους ώμους μου καθώς ξάπλωνα πάνω στο στέρνο του. Ήταν πολύ ζεστά την αγκαλιά του. Ύστερα από λίγο με πήρε ο ύπνος. Όλες μου οι αναμνήσεις πέρασαν από τα όνειρα μου. Όλη η παλιά μου ζωή. Μα τώρα εγώ άρχιζα μία καινούρια. Στην Πόλη.
Λένε πως μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται... Τι κρίμα που εγώ δεν ξεχνάω με την ίδια ευκολία τους φίλους που αγαπώ...Και μου λείπουν... Πολύ.... Αυτό το κεφάλαιο είναι αφιερωμένο σε άτομα που δεν βλέπω τόσο συχνά και που όμως τα αγαπάω απίστευτα. Και πιο πολύ στην καλή μου φίλη Βαγγελίτσα...! Την λατρεία μου. Ν.
Πέρασε τόσος λίγος καιρός και όμως ήδη μου λείπεις... Είμαι στο κάστρο, στην πόλη. Όλα γίνονται τόσο γρήγορα που δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο κουρασμένη αισθάνομαι. Με το που έφτασα όλοι οι κάτοικοι είχαν βγει έξω από τα σπίτια τους για να μας υποδεχτούν. Ο Δούκας μου είπε πως είχαν μάθει και για τη δική μου άφιξη μαζί με την δική του. ΠαρΆ όλα αυτά, δεν βγήκαμε καθόλου από την άμαξα κατευθυνθήκαμε αμέσως προς τον πύργο. Αφού διασχίσαμε όλη την πόλη φτάσαμε σε μία τεράστια πέτρινη γέφυρα που ένωνε το κάστρο με την υπόλοιπη πόλη. Από κάτω με πληροφόρησε ο Δούκας πως περνούσε το “ιερό ποτάμι”! Το φαντάζεσαι; Μου είπε πως πήγαζε ακόμα πιο ψηλά, από τα βουνά και πως σχημάτιζε και έναν καταρράκτη! Αχ… ανυπομονώ να το δω! Θα είναι πολύ όμορφος όπως φυσικά και το κάστρο του…!Έχει μεγάλο κήπο με ψηλά δέντρα και άγρια ομορφιά που συνεχίσει προς τα βουνά από την μία μεριά και έναν περιποιημένο περιβόλι με κάθε είδος λουλουδιού και ένα μεγάλο συντριβάνι από την άλλη μεριά. Ο πύργος είναι όλος από λευκή πέτρα εξωτερικά με κόκκινες σκεπές και πολλά πατώματα… Είναι πραγματικά τεράστιος και από μέσα μου φαίνεται ακόμα μεγαλύτερος! Μεγάλα δωμάτια, αίθουσες δεξιώσεων, βιβλιοθήκες. Μερικές φορές νομίζω ότι θα χαθώ! Όχι ότι είμαι και ποτέ μόνη μου βέβαια. Πάντα θα είναι μαζί μου η κάποια καμαριέρα που θα με φωνάζει μιλαίδη και θα μου μιλάει στον πληθυντικό, το πιο εξοργιστικό πράγμα που μου έχει συμβεί ποτέ. Με ντύνουν επίσης –φοράνε δηλαδή αυτούς τους αφόρητα στενούς κορσέδες- και μου φτιάχνουν τα μαλλιά. Το απόγευμα της πρώτης μου μέρας στον πύργο έπρεπε ο Δούκας να με παρουσιάσει στον λαό.
*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~
Το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην μεγάλη μπροστινή αυλή ήταν τόσο μεγάλο που με το που βγήκα στο μπαλκόνι μου κόπηκαν τα πόδια. Ευτυχώς που ο Στέφαν είχε το χέρι του γύρω από την μέση μου πράγμα που με έκανε να νιώθω καλύτερα. Ο κόσμος ζητωκραύγαζε και καλωσόριζε τον Δούκα και εκείνος μου υπέδειξε να χαιρετήσω και εγώ όπως και εκείνος. «Να είσαι άνετη Ιζαμπέλλα μου. Δεν πρέπει να δείχνεις ότι φοβάσαι. Να δείχνεις δυνατή.» μου ψιθύρισε στο αυτί και εγώ αμέσως προσπάθησα να εφαρμόσω την συμβουλή του. Έσφιξα τα δόντια και χαμογέλασα. Μετά από λίγο ο Δούκας σήκωσε τα χέρια του και με ένα του νόημα το πλήθος σώπασε αμέσως. «Λαέ μου. Σας ευχαριστώ για το καλωσόρισμα. Μου έλειψε πολύ αυτός ο τόπος. Χαίρομαι που γύρισα.» είπε με την βροντερή φωνή του όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Η γυναίκα που στέκεται δίπλα μου με συντρόφευσε ως εδώ για να γίνει σύζυγος μου. Ξέρω ότι ο καιρός αυτός είναι δύσκολος μα όταν θα φύγω θα έχω όλο το κουράγιο που θα μου δώσετε εσείς μαζί μου και φυσικά την σκέψη ότι μόλις επιστρέψω νικητής η Μπέλλα Σουάν θα ενωθεί μαζί μου με τα ιερά δεσμά του γάμου.» το πλήθος τον αποθέωσε για ακόμα μία φορά και όταν εκείνος στράφηκε σε εμένα έκανα μία βαθειά υπόκλιση.
*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*
Μετά από αυτό, μου γνώρισε και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του που έμεναν στο κάστρο. Την Κόμισσα Νέστα και την κόρη της την Έμμα.
*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*
Η ξαδέρφη του Δούκα ήταν μία κοπέλα μικρόσωμη με ζηλευτές καμπύλες και μεγάλη χάρη στην κίνηση. Είχε τα μακριά καστανόξανθα μαλλιά της τραβηγμένα πίσω έτσι ώστε να αναδεικνύεται το πανέμορφο πρόσωπο της. Τα μεγάλα πράσινα μάτια της, με τις έντονες βλεφαρίδες φώτιζαν από ένα ειλικρινές χαμόγελο. Ήταν γλυκιά σαν άγγελος. Κάναμε μία μικρή υπόκλιση η μία στην άλλη όταν μας σύστησε ο Δούκας,
«Είμαι σίγουρος ότι θα γίνετε αμέσως φίλες.» είπε και με κοίταξε επιδοκιμαστικά.
“Μακάρι…” σκέφτηκα.
Από την άλλη μεριά η Κόμισσα Νέστα ήταν το ακριβώς αντίθετο της Έμμα. Είχε κατάλευκο δέρμα, μικρά, κόκκινα χείλη και μακριά μαύρα μαλλιά που σχημάτιζαν μικρές μπούκλες και κατέληγαν μέχρι την μέση της. Μου θύμιζε κακιά μάγισσα. Το σφιγμένο σαγόνι της σχηματιζόταν από σκληρά ζυγωματικά, μία μικρή μύτη που κοιτούσε συνέχεια προς τα πάνω και επικριτικά μαύρα μάτια που σε αντίθεση με τον Δούκα με κοιτούσαν με έντονη αποδοκιμασία.
*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*
Δεν ξέρω σίγουρα αν όλα θα πάνε καλά μεταξύ μας όμως είναι δύο πολύ σημαντικές γυναίκες της ζωής του και πρέπει να κάνω τα πάντα για αυτό. Ύστερα οι δύο γυναίκες αποσύρθηκαν μαζί με τον Δούκα που είχε να κάνει κάποιες δουλειές και εγώ πέρασα την μέρα μου κάνοντας μία πολύωρη και πιο εμπεριστατωμένη ξενάγηση στο κάστρο. Το βράδυ καθώς τακτοποιούσα τα πράγματα μου στο καινούριο μου δωμάτιο πέρασε ο Στέφαν για να με καληνυχτίσει. Μου φάνηκε σχετικά απόμακρος και βιαστικός καθώς μου ευχόταν όνειρα γλυκά και αποχαιρετούσε με ένα φιλί στο μέτωπο! Ούτε ο πατέρας μου δεν με φιλάει στο μέτωπο… Τώρα είναι πλέον πρωί και περιμένω στο μικρό σαλονάκι του δωματίου μου τον δάσκαλο μου. Περιμένω τα νέα σου αγαπημένη μου. Πολλά φιλιά.
Όλη μου η αγάπη, τώρα και για πάντα. Ιζαμπέλλα.
*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*
Ήμουν έτοιμη να διπλώσω το γράμμα έτσι ώστε να το τοποθετήσω μέσα στον φάκελο όταν οι χτύποι της πόρτας με έκαναν να σηκωθώ ξαφνιασμένη από την καρέκλα μου αφήνοντας το γράμμα πάνω στο γραφείο. Περάστε. Η πόρτα άνοιξε και μία καμαριέρα μπήκε αμέσως μέσα. «Μιλαίδη μου, ο κύριος Έντουαρντ Κάλλεν, ο δάσκαλος σας, μόλις έφτασε.» είπε και έπειτα ο πιο όμορφος άντρας που είχα δει ποτέ πέρασε την πόρτα του δωματίου μου.
Αυτό το κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην αγαπημένη μου εποχή, το καλοκαίρι..! Εύχομαι αυτό το καλοκαίρι να είναι το πιο μαγικό της ζωής σας!!! Να περνάτε καλά και πάντα με προσοχή.! Πολλά πολλά φιλιά. Ν.
Σίγουρα η Κόμισσα Νέστα μου έκανε κάποιου είδους πλάκα. Με ποια αναθεματισμένα κριτήρια διάλεξε αυτόν τον τόσο όμορφο άντρα για δάσκαλο μου; ΑπΆ ότι μπορούσε να διακρίνει η Μπέλλα δεν πρέπει να ξεπερνούσε τον Δούκα σε ηλικία, το αντίθετο μάλιστα. Αλλά ήταν τόσο διαολεμένα όμορφος… Είχε δύο υπέροχα σμαραγδένια πράσινα μάτια, αιχμηρά ζυγωματικά, κατακόκκινα μακριά χείλη και τα μεταξένια χάλκινα μαλλιά του χτενισμένα προς τα πίσω… Ήταν ψηλός και φαινόταν αρκετά γυμνασμένος. Μα ήταν δυνατόν να ήταν αυτός ο δάσκαλος της; Με ποιον τρόπο δηλαδή θα κατάφερνε να συγκεντρωθεί με αυτόν τον άντρα δίπλα της;
"Με αυτόν τον άντρα που τώρα έκανε μία υπόκλιση και έτεινε το χέρι του προς εκείνη. Την κοίταξε με προσμονή αλλά η Μπέλλα διέκρινε και κάτι άλλο στα μάτια του. Θράσος; Της πήρε μία στιγμή μονάχα για να καταλάβει ότι έπρεπε να του δώσει το χέρι της. Ήταν σχεδόν σίγουρη για τον ηλεκτρισμό που θα δημιουργούταν όταν τα χέρια τους θα ερχόντουσαν σε επαφή όμως τελικά το αποτέλεσμα ήταν τόσο δυνατό που, παρά την προετοιμασία της, με το ζόρι κατάφερε να μην πάρει το χέρι της από το δικό του και τραβηχτεί δέκα βήματα πίσω."
Όταν επιτέλους άφησε το χέρι μου, είχα την ευκαιρία να κάνω αυτά τα βήματα και να τραβηχτώ πίσω. Ίσιωσα το κορμί μου και του συστήθηκα αφού πριν δεν είχα το απαραίτητο οξυγόνο στα πνευμόνια μου για να το κάνω. «Με λένε Ιζαμπέλλα Μαρί Σουάν.» του είπα αμήχανα. Εκείνος έσμιξε τα χείλη του και μισογέλασε χλευαστικά αλλά τα μάτια του με κοιτούσαν με περιέργεια. «Θα συστήνεστε κατά την διάρκεια της υπόκλισης ή του χειροφιλήματος και θα λέτε και τον τίτλο σας μαζί.» μου είπε αυστηρά. «Και αν δεν έχω τίτλο;» του πέταξα και εγώ προκλητικά. Εκείνος δεν φάνηκε να υποχωρεί. «Έχετε. Είστε Κόμισσα όσο κατοικείται στο παλάτι και μέχρι να γίνεται επισήμως Δούκισσα.» ο τόνος του παρέμενε σκληρός και δεν μπορούσα να καταλάβω τι του έδινε τέτοιο θάρρος. Δεν ήταν θυμωμένος αλλά ίσως πολύ αυστηρός για μένα. Αποφάσισα ότι μάλλον έπρεπε να του χαρίσω λίγο χρόνο για να μείνει μόνος του. «Ξέρετε κάτι; Μόλις θυμήθηκα μία πάρα πολύ σημαντική δουλειά που πρέπει να κάνω. Με συγχωρείται, επιστρέφω αμέσως.» του είπα και πέρασα ξυστά από δίπλα του για να βγω από το δωμάτιο μου αφήνοντας τον έκπληκτο πίσω μου. Έξω από την πόρτα μου όπως συνήθως βρισκόταν ένας υπηρέτης. Τον πλησίασα. «Μπορείς σε παρακαλώ να μου πεις που παίρνει το πρωινό της η Κόμισσα Νέστα;» και εκείνης της είχε ζητηθεί να κατέβει για πρωινό αλλά αφού ο Δούκας δεν ήταν εκεί όπως είχε πληροφορηθεί, είχε αρνηθεί. «Μάλιστα κυρία, στην μεγάλη τραπεζαρία.» «Θα είναι εκεί τώρα;» «Πιθανώς, μιλαίδη μου.» «Πολύ καλά. Ευχαριστώ.» Έφυγα τρέχοντας προς αυτή την κατεύθυνση μη ξέροντας τι ακριβώς θα συζητούσα με την Κόμισσα. Έφτασα έξω από την μεγάλη σιδερένια σκαλιστή πόρτα όταν άκουσα τις φωνές. «Μα τι έχει αυτός ο ξάδελφος σου μέσα στο κεφάλι του μπορείς να μου πεις;» άκουσα την Κόμισσα να ουρλιάζει εξοργισμένη. «Μητέρα ηρεμήστε σας παρακαλώ. Η κοπέλα φαίνεται πολύ καλή….» είπε μία λεπτεπίλεπτη φωνή από το βάθος της αίθουσας. «Και σταματήστε να φωνάζετε. Μπορεί να ακούσει κάτι και μετά να δω τι θα πείτε στον Δούκα άμα φύγει.» «Να φύγει; Αυτό το ξόανο που ήρθε και θρονιάστηκε εδώ, μέσα στα πλούτη και τις ανέσεις, να φύγει; Δεν νομίζω.» «Φαίνεται κοπέλα με αξιοπρέπεια μητέρα.» «Ναι, μία ετέρα με αξιοπρέπεια. Ποιος ξέρει πως ξελόγιασε τον Δούκα για να την πάρει μαζί του. Εγώ δεν πρόκειται να σεβαστώ μία παλλακίδα.» «Μητέρα δεν ξέρετε τι λέτε. Η κοπέλα κοιμήθηκε ξεχωριστά από τον Δούκα χτες το βράδυ και το ίδιο θα γίνει κα απόψε απΆ ότι ξέρω.» «Για τα μάτια του προσωπικού μέσα στο παλάτι. Είναι θέμα χρόνου να την πάρει στο δωμάτιο του.» «Μπορεί να τον αγαπάει μητέρα.» «Αυτή μόνο την εξουσία και το χρυσάφι του αγαπάει. Μην την υποστηρίζεις κόρη μου.» «Μητέρα, είστε εντελώς παράλογη. Δεν την ξέρετε καν.» «Κι ούτε θέλω να την μάθω. Θέλω να φύγει, και θα φύγει. Να είσαι σίγουρη. Έχω βρει τον ιδανικότερο τρόπο.» είπε αυτάρεσκα η Νέστα.. «Και ποιος είναι αυτός;» «Θα απατήσει τον Δούκα.» «Δεν είναι χαζή η κοπέλα μητέρα. Δεν θα το κάνει αυτό. Εξάλλου είναι όλη μέρα μέσα στο κάστρο.» «Έχω φροντίσει και για αυτό μικρή μου Έμμα, δεν είναι ανάγκη να μάθεις περισσότερα. Θα δεις μόνο ότι κάποια μέρα θα επιβεβαιωθώ.»
"Η αξιοπρέπεια της Ιζαμπέλλα λύγιζε σιγά, σιγά σαν ένα μεγάλο άσπρο μαραμένο τριαντάφυλλο..."
Τώρα όλα έμπαιναν στην θέση τους. Όλα ήταν μία παγίδα. Για μία στιγμή αναρωτήθηκα αν ο Έντουαρντ ήταν μέσα στο κόλπο. Όχι, συμπέρανα. Αν ήταν δεν θα μου μιλούσε με αυτόν τον τρόπο, θα την καλόπιανε. Κατσούφιασε ακόμα πιο πολύ. ¶ρα η απέχθεια του προς το πρόσωπο της ήταν αληθινή. Προσπάθησα να τον βγάλω από το μυαλό μου και να ηρεμίσω. Έβραζα από θυμό. Ώστε έτσι. Η Κόμισα Νέστα έπαιζε μαζί μου και έπαιζε βρώμικα. Πολύ καλά. Η κόμισσα είχε διαλέξει λάθος αντίπαλο. Εκείνη την στιγμή δεν μπορούσα να κατορθώσω να κάνω κάποιο σχέδιο στο μυαλό μου, όμως σίγουρα κάτι θα μου ερχόταν για να αντιμετωπίσω αυτή την κατάσταση. Γύρισα την πλάτη μου στην τραπεζαρία και κατευθύνθηκα ξανά προς του δωμάτιο μου. Ευτυχώς ο Έντουαρντ βρισκόταν ακόμα εκεί. Κανένας υπηρέτης μέσα στο δωμάτιο. Ήμασταν μόνοι.
Αυτό το κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στον μέχρι τώρα άντρα της ζωής μου. Στον Μπαμπά μου. Γιατί είναι διαφορετικός από τους άλλους και με ένα χαμόγελο στα χείλη ότι και να γίνει.
Καθόταν σε μία από της βελούδινες πολυθρόνες με χαμηλωμένο το κεφάλι του. Είχε τα χέρια του ακουμπισμένα πάνω στο γραφείο μου διπλωμένα κοντά στο γράμμα μου. Σήκωσε τα μάτια του όταν με κατάλαβε και ήταν ανήσυχα. Εγώ προσπάθησα να του χαμογελάσω και πλησίασα για να καθίσω σε μία από τις πολυθρόνες δίπλα του. Πήρα το γράμμα το έχωσα γρήγορα μέσα στον φάκελο. Ήμουν πολύ αναστατωμένη και ταυτόχρονα ικανοποιημένη με τα χέρια μου που δεν έτρεμαν. «Θα θέλατε να αρχίσουμε το μάθημα;» μου είπε εκείνος αφού ξεμπέρδεψα με το γράμμα κοιτάζοντας με κάπως παρακλητικά. Σε αντίθεση με την προηγούμενη συμπεριφορά του, η αιτία για αυτήν ήταν ξεκάθαρη. Πήρα λίγο παραπάνω θάρρος. «Με συγχωρείς που έφυγα πριν, έπρεπε να ρωτήσω κάτι την Κόμισσα αλλά τελικά βρήκα μόνη μου την άκρη. Δεν είχε να κάνει με εσένα σε διαβεβαιώνω.» ξεφύσησε μάλλον ανακουφισμένος και χαμογέλασε κόβοντας μου την ανάσα. «Χαίρομαι πολύ για αυτό. Λοιπόν;» «Νομίζω είμαι έτοιμη να ξεκινήσουμε.» «Πολύ ωραία. Μαζί μου θα μάθετε μερικά πράγματα όπως να φέρεστε έτσι όπως πρέπει για μία Κόμισσα αλλά και μερικά άλλα πιο πρακτικά πράγματα όπως ας πούμε να μάθετε τα αγγλικά που είναι η μητρική γλώσσα του Δούκα ή να διαβάζετε, να γράφετε…» «Τα δύο τελευταία τα ξέρω. Ο καταυλισμός ήταν πολύ κοντά στη πόλη και είχαμε σχετικά μορφωμένους ανθρώπους σαν επισκέπτες. Εμένα με δίδαξε ένας πολύ καλός μου φίλος.» χαμογέλασε αχνά από αυτή την πληροφορία. «Χαίρομαι για αυτό Κόμισσα Ιζαμπέλλα. Έτσι θα έχουμε χρόνο για πιο ενδιαφέροντα πράγματα από αυτά…» λίγο αργά συνειδητοποίησε ότι τα λόγια του θα μπορούσαν εύκολα να παρεξηγηθούν. « Εννοώ, ότι…» «Κατάλαβα τι εννοείς.» του είπα εγώ αφήνοντας ένα γελάκι να μου ξεφύγει. Γέλασε και εκείνος. «Δεν αφήνουμε στην άκρη τον πληθυντικό γιατί είμαι έτοιμη να αρχίσω να κοιτάω γύρω γύρω για άλλους.» του είπα κάνοντας μία γκριμάτσα. «Νομίζω ότι θα έπρεπε…-» «Δεν θα νιώθω καθόλου ωραία σε διαβεβαιώνω. Αν προτιμάς μπορεί να μείνει μεταξύ μας.» «Ωραία.» «Θα μένεις εδώ; Στον πύργο» τον ρώτησα με περιέργεια. Εκείνος συνοφρυώθηκε. «Όχι. Έχω σπίτι στην πόλη.» «Είσαι παντρεμένος, έχεις αρραβωνιαστικιά, κοπέλα;» ρωτούσα αδιάκριτα συνέχεια όμως έπρεπε να ξέρω. «Όχι…» απάντησε ήρεμα. Του χαμογέλασα. «Ποτέ δεν είναι αργά.» του είπα με νόημα. Εκείνος προσπάθησε να πνίξει το γέλιο του και να σοβαρευτεί. «Εντάξει αρκετά με εμένα. Ας ασχοληθούμε με εσένα λίγο και με το πρόγραμμα που θα κάνουμε με τα μαθήματα σου, που παρεμπιπτόντως θα γίνονται στην βιβλιοθήκη από αύριο.» «Μα γιατί; Θα προτιμούσα εδώ. ¶μα θες μπορούμε να φέρουμε ένα μέρος των βιβλίων και…» «Όχι.» μου απάντησε κοφτά και κατηγορηματικά. «Τα μαθήματα θα γίνονται στην βιβλιοθήκη.» απΆ ότι φαινόταν ήμουν η μόνη που αποζητούσε λίγο ιδιωτικό χώρο χωρίς ενοχλήσεις από τρίτους. «Μα γιατί;» επανέλαβα με παράπονο. Εκείνος με κοίταξε σχεδόν αγανακτισμένος. «Ιζαμπέλλα. Πίστεψε με θα είναι καλύτερα και για τους δύο μας έτσι.» χωρίς να μπορώ να εστιάσω στο ακριβές μήνυμα των λέξεων του παραιτήθηκα από την μάχη. Εξάλλου είχα και ένα προαίσθημα ότι ούτε εκεί θα τολμούσε να μας ενοχλήσει κανείς. «Πολύ ωραία. Στην βιβλιοθήκη.» εκείνος χαμογέλασε λίγο στραβά και πανέμορφα και ύστερα συνέχισε. «Πρώτα θα μάθεις να φέρεσαι, να μιλάς αγγλικά, να τραγουδάς ίσως και να παίζεις πιάνο, να κάνεις ιππασία, να μάθεις λίγο από την ιστορία, μερικά πράγματα για την Θρησκεία….» «Περίμενε, περίμενε… τι να τα κάνω εγώ όλα αυτά;» «Πολύ απλό Ιζαμπέλλα. Ο Δούκας φαίνεται να εκτιμάει πολύ το μυαλό σου. Πιστεύει ότι με τις απαραίτητες γνώσεις θα γίνεις όχι μόνο μία άξια… σύζυγος στο πλευρό του…» κατάφερε να ορθώσει με δυσκολία. «αλλά και μία άξια Δούκισσα που όσο εκείνος λείπει στις μάχες θα αποκαταστήσει την εικόνα του απέναντι στο λαό και θα γεμίσει το πλήθος εμπιστοσύνη.» Δεν πίστευα στα αυτιά μου. Ο Δούκας ήταν μάλλον ένας πολύ έξυπνος άντρας για να σκεφτεί αυτόν τον καταλυτικό ρόλο μίας συζύγου, αλλά πως θα μπορούσε να βασιστεί σε εμένα για κάτι τέτοιο; Το έργο μου θα ήταν πολύ δύσκολο αν και τώρα καταλάβαινα πως η μεγαλοψυχία του Στέφαν να με πάρει μαζί του είχε τελικά απώτερους σκοπούς πέρα από τα αγνά συναισθήματα. Ένιωσα ένα κύμα θλίψης να με κατακλύζει. Ο Έντουαρντ με κοίταζε συμπονετικά και επιφυλακτικά ταυτόχρονα σαν προσπαθούσε να βρει έναν τρόπο να με παρηγορήσει χωρίς αυτό να περιέχει την σωματική επαφή. «Δεν ξέρω αν μπορώ να τα καταφέρω.» είπα ειλικρινά. « αλλά θα προσπαθήσω.» είδα ένα ενθαρρυντικό χαμόγελο να απλώνεται στα χείλη του. «Αυτό περίμενα να ακούσω.» της είπε με μάτια να γυαλίζουν από κάποιου είδους έξαψης; «Πότε θα μπορέσω να βγω από τον πύργο δηλαδή;» «Μετά από δεκαπέντε μέρες σκληρής μελέτης και αν είσαι καλή μαθήτρια.» είπε εκείνος αυστηρά και πάλι. «Είμαι καλή μαθήτρια.» του αντιγύρισα εγώ με πείσμα. «Αυτό θα το δούμε.» είπε εκείνος κοιτάζοντας με, με στενεμένα μάτια. «Θα το δεις σύντομα.» του πέταξα με θράσος. «Τώρα θέλω να δώσω στον αμαξά ένα γράμμα που πρέπει να πάει στον καταυλισμό το συντομότερο.» είπα ψέματα χωρίς να περιμένω να με πιστέψει. «Δεν μπορεί να περιμένει;» με κοιτούσε παραξενεμένος και ταυτόχρονα λίγο θυμωμένος. «Δεν άκουσες τι είπα μόλις τώρα;» του απάντησα κάνοντας τον να σφίξει τα δόντια. «Θαυμάσια. Τότε θα φύγω. Νομίζω ήταν αρκετά για σήμερα.» είπε τις λέξεις σαν να ήταν με κάποιο τρόπο σχεδιασμένες για να πονέσουν όμως εγώ διασκέδαζα με αυτή του την συμπεριφορά. Προς το παρόν άλλο με ενδιέφερε. «Δηλαδή κάθε μέρα θα κάνουμε μόνο τόσο λίγη ώρα μάθημα;» εκείνος γέλασε ξανά και μην μπορώντας να αντισταθεί, απάντησε. «Όχι σήμερα ήταν απλώς μόνο η αρχή. Από αύριο και για όλα τα υπόλοιπα μαθήματα θα περνάμε σχεδόν όλες τις ώρες τις ημέρας μαζί.» είπε και το υπέροχο αυτό στραβό χαμόγελο εμφανίστηκε ξανά και αυτή τη φορά θριαμβευτικά στα χείλη του.
Έντουαρντ.
Λίγες μόνο στιγμές αγωνίας παραλίγο να με κάνουν να ξεχάσω ποια ήταν η Ιζαμπέλλα Σουάν. Ήταν μία τσιγγάνα. Ήταν ο προσωπικός μου εφιάλτης, ό δρόμος μου που όδευε αδιέξοδα προς την καταστροφή. Μα πως θα μπορούσα να ξεχάσω ότι ήταν μία τσιγγάνα όταν ήταν τόσο απελπιστικά όμορφη; Είχε μεγάλα σοκολατένια μάτια με έντονες βλεφαρίδες, κατακόκκινα μάγουλα και χείλη απίστευτα σαρκώδη. Το αλαβάστρινο λευκό χρώμα της επιδερμίδα της –ασυνήθιστο για μία τσιγγάνα, έκανε την πλήρη αντίθεση με τον καστανό καταρράκτη των μαλλιών της και το έβενο χρώμα του φορέματος της. Αντίθετα το κόκκινο του τονισμένου μπούστου της έδινε μία διαφορετική απόχρωση στα μαλλιά της και τα μάτια της. Ήταν ένας ζωντανός πειρασμός. Έπιασε αμέσως την ανησυχία μου και έτρεξε να με καθησυχάσει. Μία ανησυχία δικαιολογημένη από την πλήρως αδικαιολόγητη συμπεριφορά μου τις περασμένες στιγμές. Έκανα λάθος που μπέρδευα τα οικογενειακά με τα επαγγελματικά και το ήξερα.Ήξερα ότι έπρεπε να φερθώ πολιτισμένα και λογικά αλλά μου φαινόταν εντελώς αδύνατον αυτό όταν απέναντι μου είχα μία αυθεντική τσιγγάνα με σάρκα και οστά. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά ήταν και θανατηφόρα όμορφη. Προσπάθησα να μην σκεφτώ τι καταστροφές είχε προκαλέσει το είδος της στην οικογένεια μου. Ειλικρινά προσπάθησα αλλά δεν μπορούσα καν να την βλέπω να με κοιτάει με παιδική αθωότητα και να κινείται με κοριτσίστικη χάρη γύρω μου. Απλώς δεν μπορούσα να μην φανώ εξαιρετικά αγενής και έπειτα όταν με άφησε μόνο μου δεν μπορούσα παρά να μετανιώσω για αυτή μου την πράξη. Όχι ότι δεν την άξιζε η μέλλουσα Δούκισσα, αλλά επειδή δεν άξιζε να καταστραφώ εγώ για εκείνη και τον τρόπο που με επηρέαζε η μελωδική φωνή της και η έντονη προφορά της. Παρά τον απαράδεκτο τρόπο μου και τον ακόμα χειρότερο τρόπο σκέψης μου εκείνη με παρηγόρησε και με καθησύχασε. Τότε σχεδόν ξέχασα τα πάντα και άφησα τον εαυτό μου να μαγευτεί από εκείνη. Να γελάσω ξανά σαν μικρό παιδί. Όλα αυτά λίγο πριν αναγκάσω τον εαυτό μου να συνέλθει και να μαζευτεί. Να έκανα μάθημα μαζί της στο αποπνικτικό της δωμάτιο που ξεχείλιζε κιόλας από την μυρωδιά της; Με μία τσιγγάνα; Μία αδίστακτη μάγισσα; Και το κυριότερο με ένα κρεβάτι δίπλα; Όχι ποτέ. Αλλά για κάποιο ανεξήγητο λόγο δεν μπορούσα να συγκρατήσω τον εαυτό μου. Δεν μπορούσα να μην χαμογελάσω όταν συμβιβάστηκε, δεν μπορούσα να σταματήσω να την πείθω ότι έπρεπε να προσπαθήσει γιατί πολύ άνθρωποι πίστευαν σε αυτή. Εγώ πίστευα άραγε; Ο Δούκας είχε πει ότι ήταν πανέξυπνη. Ήταν τσιγγάνα. Έπρεπε να είναι πανούργα. Πονηρή. Αδίστακτη. Και όμως τίποτα στα μάτια της, τα βαθιά σοκολατένια μάτια της, δεν φανέρωνε κακία. Σπιρτάδα ναι, ίσως. Αλλά όχι κακία. Μα τι ανόητος που είμαι…. Τι περίμενα; Να μου δείξει αμέσως το πραγματικό της πρόσωπο; Είχε μεγάλο θράσος παρΆ όλα αυτά και αυτοπεποίθηση. Και ας μην το πίστευε. Είχε… Μπορούσε να τα καταφέρει και ίσως ήταν καλύτερα έτσι. Όσο πιο γρήγορα τα κατάφερνε τόσο πιο γρήγορα θα ξεμπέρδευα μαζί της. Ένα ήταν πλέον το βασανιστικό ερώτημα. Ήθελα;
Σπόιλερ:
Στις καινούριες φίλες μου από το σχολείο... Και ειδικότερα στην Μαρία που με βοήθισε τόσο πολύ με τις εικόνες. Την αγάπη μου. Ν.
Δεν κοιμήθηκα καλά. Δεν κοιμήθηκα καθόλου καλά. Κάθε φορά που πήγαινα να κλείσω τα μάτια μου έβλεπα το πρόσωπο του Έντουαρντ να με κοιτάει με μάτια σκληρά, θυμωμένα, με μία κατηγορία μέσα τους. Ύστερα το πρόσωπο του γινόταν τυπικό, ανέκφραστο και μετά γλυκό, χαρούμενο, σαγηνευτικό, ακαταμάχητο. Δεν έπρεπε να τον σκέφτομαι. Δεν έπρεπε να πέσω σε μία παγίδα που ήταν φανερή μπροστά στα μάτια μου. Και όμως, εγώ βάδιζα μπροστά ασταμάτητη σε μία πορεία προς την καταστροφή. Κοιμήθηκα με εφιάλτες να εξαγριώνουν τον ύπνο μου. Εφιάλτες γεμάτοι με το υπεροπτικό χαμόγελο της Νέστα. Τα αποτρόπαια λόγια της. Έπειτα το πρόσωπο του Δούκα λυπημένο, απογοητευμένο και τέλος έξαλλο από οργή να με πετάει έξω από τον πύργο. Ξύπνησα μούσκεμα από τον ιδρώτα, ουρλιάζοντας. Με το που άνοιξα τα μάτια μου είδα την Έμμα να εισβάλει στο δωμάτιο μου. «Ιζαμπέλλα για το όνομα του Θεού!» τα μάτια της ήταν ανήσυχα όταν πέρασε την πόρτα και έτρεξε αμέσως κοντά μου για να βάλει το χέρι της στο μέτωπο μου. «Είμαι καλά, είμαι καλά…» έλεγα και ξαναέλεγα αλλά δεν με άκουγε. «Ιζαμπέλλα δεν μπορείς να φανταστείς πόσο με τρόμαξες.» μου είπε αφού μετακίνησε το χέρι της από το μέτωπο μου για να χαϊδέψει τα μαλλιά μου. «Νόμιζα ότι κάτι έπαθες και μετά ότι ήσουν άρρωστη.» ύστερα γέλασε λίγο και με κοίταξε κάνοντας με να κοκκινίσω. «Αλλά εσύ απλώς μιλάς στον ύπνο σου.» Με βοήθησε να ανασηκωθώ και μου έδωσε ένα μαντίλι για να σκουπιστώ. «Τι πράγμα; Όχι, αποκλείεται, δηλαδή το έκανα παλιά αλλά η μάνα μου με γιάτρεψε. Έχω να μιλήσω χρόνια στον ύπνο μου.» εκείνη με κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο συμπόνια. «Ναι αλλά δεν είσαι πλέον κοντά στην μητέρα σου.» τα λόγια της είχαν μία τόσο μεγάλη δόση αλήθειας που με ξάφνιασαν. Σαν να είπε αυτό ακριβώς που σκεφτόταν. Προφανώς δεν είχε καμία σχέση με την μητέρα της. «Ναι μάλλον. Ευχαριστώ που ήρθες.» της είπα και της χαμογέλασα. «Δεν κάνει τίποτα. Θα ερχόμουν έτσι και αλλιώς, κοίτα Ιζαμπέλλα σε λίγο θα έρθει ο Έντουαρντ και πρέπει να ετοιμαστείς και έπειτα… πρέπει να σου πω και κάτι άλλο.» «Τι;» ρώτησα αμέσως με περιέργεια. «Ο Δούκας έφυγε. Ξεκίνησε μία μάχη όχι πολύ μακριά από εδώ και έπρεπε να τους εμποδίσει να πλησιάσουν…» «Τι; Έφυγε; Αποκλείεται. Δεν τον χαιρέτησα καν. Μα πως;» «Έπρεπε να φύγει άμεσα Ιζαμπέλλα. Σοβαρά κινδυνεύαμε. Αλλά τα καταφέρνει καλά κερδίζει έδαφος αυτή τη στιγμή που μιλάμε.» «Και εσύ που τα ξέρεις όλα αυτά Έμμα, καλή μου; Φαντάζομαι ότι κανένας δεν θα έμπαινε στον κόπο να ενημερώσει εμάς.» εκείνη γέλασε. « Έχεις απόλυτο δίκιο. Ευτυχώς έχω τις δικές μου άκρες μέσα στις μάχες κάθε φορά. Ευτυχώς… δυστυχώς…. Για αυτό δεν είμαι και τόσο σίγουρη.» «Κατάλαβα.» είπα εγώ και της έσφιξα το χέρι για συμπαράσταση. «Τουλάχιστον εμένα με αποχαιρέτησε θερμά ένας άντρας πριν φύγει και μου υποσχέθηκε ότι θα γυρίσει. Όσο και να θέλω να τον δικαιολογήσω δεν καταλαβαίνω γιατί ο αξάδερφος μου φέρεται με τόση απάθεια και αγένεια. Όχι ότι δεν το συνηθίζει βέβαια, δεν φαίνεται να τον νοιάζει τίποτα άλλο εκτός από την μάχη και την εξουσία. Όταν σε έφερε εδώ μου γεννήθηκε μία ελπίδα αλλά απΆ όσο δείχνουν τα πράγματα…» προφανώς η έκφραση στο πρόσωπο μου την έκανε να σταματήσει. «Συγνώμη Ιζαμπέλλα, δεν θα έπρεπε να λέω τέτοια πράγματα . Ο ξάδελφος μου φαίνεται αδιόρθωτος όμως και φοβάμαι για τα χειρότερα. Δεν θέλω να βρεις τον μπελά σου εξ αιτίας της ψυχρότητας του.» «Δεν καταλαβαίνω τι λες,» είπα ψέματα. Καταλάβαινα πολύ καλά τι εννοούσε. Εκείνη μου χαμογέλασε ξανά. «Φυσικά και δεν καταλαβαίνεις. Εγώ πάντως να ξέρεις ποτέ δεν θα σε κατηγορήσω για τίποτα όσο έχει εκείνος αυτή τη συμπεριφορά. Έχω ένα πολύ συγκεκριμένο πρότυπο για το πώς πρέπει να ζει μία κοπέλα στην ηλικία μας και αυτό δεν είναι να μένει κλεισμένη σε ένα πύργο περιμένοντας τον ψυχρό σύζυγο της.» μου έκλεισε το μάτι. «Εσύ θα μπορούσες άνετα να είσαι μία από τις τσιγγάνες αδελφές μου. Αν δεν σε προσβάλει αυτό φυσικά.» «Καθόλου και εγώ θα προτιμούσα έναν καταυλισμό από αυτό εδώ το μπουντρούμι. Θα προτιμούσα να ήμουν τσιγγάνα και αδερφή σου φυσικά. Μπορείς να με θεωρείς αδερφή σου. Τα ίδιο κάνω και εγώ από τώρα. Χαίρομαι τόσο πολύ που ήρθες. Σιχάθηκα να είμαι μόνη μου όλη την ώρα.» «Από εδώ και πέρα δεν θα είσαι. Μήπως… μήπως θα ήθελες να είσαι και εσύ στα μαθήματα μαζί με τον Έντουαρντ; Θα περνάγαμε πολύ χρόνο μαζί…» και θα με βοηθούσε και πολύ. Συμπλήρωσα μέσα στο μυαλό μου. Εκείνη συνοφρυώθηκε. «Όχι, φοβάμαι πως δεν μπορώ. Πρέπει να κάνεις μόνη σου αυτά τα μαθήματα Ιζαμπέλλα. Ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Τώρα σήκω θα πρέπει να ετοιμαστείς. Θα φωνάξω τις κοπέλες για το μπάνιο σου.» «Ευχαριστώ πολύ Έμμα. Αν θες διάλεξε μου ένα φόρεμα. Φοβάμαι πως αν προσπαθήσω να το κάνω μόνη μου θα περάσω όλη την μέρα μπροστά στην ντουλάπα.» εκείνη γέλασε μες το σχόλιο μου. «Οπωσδήποτε. Νομίζω ξέρω το κατάλληλο. Εξάλλου εγώ έχω διαλέξει όλα τα ρούχα μέσα σε εκείνη την ντουλάπα.» με αποχαιρέτησε με ένα νεύμα και βγήκε από το δωμάτιο. Δύο στιγμές αργότερα είχαν μπει οι κοπέλες.
*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*
Λίγο αργότερα η Έμμα ήρθε ξανά στο δωμάτιο μου την ώρα που μία από τις κοπέλες μου έφτιαχνε τα μαλλιά. «Σου πάει πάρα πολύ αυτό το φόρεμα γλυκιά μου.» μου είπε με την μελιστάλαχτη φωνή της. «Ευχαριστώ πολύ.» είπα κοκκινίζοντας και συνέχισα, «Έμμα θέλω μία χάρη.» «Πες μου.» είπε εκείνη με ενδιαφέρον. «Έχω ένα γράμμα που πρέπει να το στείλω στον καταυλισμό. Θέλω να πιστεύω ότι δεν θα το διαβάσει κανείς και φυσικά ότι θα φτάσει εκεί όσο το δυνατό το συντομότερο. Όσο λιγότεροι γνωρίζουν την ύπαρξη του τόσο το καλύτερο.» είπα γρήγορα χαμηλώνοντας την φωνή μου. Η Έμμα συνοφρυώθηκε λίγο αλλά μετά χαμογέλασε με αυτοπεποίθηση. «Νομίζω πως ξέρω τον κατάλληλο άνθρωπο Ιζαμπέλλα. Είναι εδώ στο κάστρο και είναι έμπιστος. Ετοιμάσου γρήγορα και αν είμαστε τυχερές θα τον προλάβουμε πριν φύγει.»
*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*
Καθώς κατεβαίναμε γρήγορα τις ατελείωτες σκάλες η Έμμα μου εξηγούσε στα γρήγορα τα βασικά σχετικά με τον Φίλιπ. «Είναι αδερφός του αγοριού μου, του Γκρεγκόρυ.» είπε πάρα πολύ σιγά και συνέχισε γρήγορα όταν με είδε ότι ήμουν έτοιμη να πεταχτώ. «Για τον οποίο θα μιλήσουμε άλλη ώρα.» μου ξεκαθάρισε αυστηρά κάνοντας με να γελάσω. «Λοιπόν είναι πάρα πολύ καλός, ευγενικός και έξυπνος σε αντίθεση με τον χαζό τον αδερφό του.» αστειεύτηκε στριφογυρνώντας τα μάτια της ειρωνικά. «Με συμπαθεί πάρα πολύ όπως είμαι σίγουρη ότι θα συμπαθήσει και εσένα. Τα καλά νέα είναι ότι έχει μία πολύ τιμητική θέση μέσα στον πύργο, διπλωματικές σχέσης με τους πάντες και ότι ταξιδεύει συχνά πυκνά για τις εξωτερικές υποθέσεις.» «Θα περάσει από τον καταυλισμό όμως;» «Σίγουρα… και θα μείνει κιόλας. Ο πατέρας του βλέπεις είναι ο επίσημος διαπραγματευτής μας με την φυλή σου. Θα πάνε εκεί μαζί θα μείνουν μία μέρα και θα επιστρέψουν.» «Δεν είχα ιδέα ότι γινόταν κάτι τέτοιο.» είπα εγώ έκπληκτη. «Οι άνθρωποι της πόλης σας φοβούνται πολύ Ιζαμπέλλα. Υπάρχουν πάρα πολλές δεισιδαιμονίες για τους τσιγγάνους και οι περισσότεροι πίστεψε με, τις υποστηρίζουν ακράδαντα και όχι μόνο αυτό αλλά πληρώνουν αδρά για να μένετε έξω από την πόλη.» κάγχασα στα λεγόμενα της. Δεν ήταν να απορούσε κανείς που ο Δούκας είχε βάλει ολόκληρο δάσκαλο – και τι δάσκαλο- για να με εκπαιδεύσει έτσι ώστε να μην υποψιαστεί κανείς ότι είμαι τσιγγάνα. Ποιος ξέρει τι ήξερε άραγε ο λαός του για εμένα… αλλά αυτή η συζήτηση δεν ήταν του παρόντος. «Θα μας βοηθήσει έτσι;» «Εννοείται πως θα το κάνει. Θα το παραδώσει ο ίδιος προσωπικά.» Προχωρώντας κάτω από ένα υπόστεγο δίπλα στον κήπο που κάθε τόσο έκρυβαν μεγάλες κολώνες την μεγαλειώδη ομορφιά του, συναντήσαμε τον Φίλιπ. Ήταν ένας άντρας γύρω στα είκοσι τέσσερα του χρόνια με καστανά μαλλιά και γαλαζοπράσινα μάτια. Ευθυτενής και καλοντυμένος με φαρδιούς ώμους και αδύνατο ψηλό κορμί περπατούσε με χάρη προς τα εμάς σαν να είχαμε δώσει κάποιου είδος ραντεβού. Το όμορφο πρόσωπο του φωτίστηκε μόλις είδε την Έμμα. Ήρθε και στάθηκε μισό μέτρο μπροστά μας χαιρετώντας την με ένα χειροφίλημα. «Καλημέρα Έμμα.» είπε καλοσυνάτα. «Καλημέρα Φίλιπ. Ξέρεις φυσικά για την Ιζαμπέλλα.» με έδειξε και μόνο στο άκουσμα του ονόματος μου εκείνος έδειξε να ξαφνιάζεται. «Α, τι ανόητο εκ μέρους μου να μην το καταλάβω νωρίτερα. Μα φυσικά. Τα σέβη μου Κόμισσα Ιζαμπέλλα.» είπε και φίλησε ευγενικά το χέρι μου. «Φίλιπ πρέπει οπωσδήποτε να μεταφέρεις ένα γράμμα στον καταυλισμό. Πότε φεύγεις;» τον ρώτησε βιαστικά η Έμμα. «Αύριο.» «Υπέροχα τότε θέλω να παραδώσεις αυτό το γράμμα στην Ορνέλα. Πίστεψε με μόνο μία κοπέλα λένε έτσι στον καταυλισμό. Θα την βρεις πανεύκολα.» « Κανένα πρόβλημα.» «Ωραία. Δεν θέλω κανείς να μάθει ότι στέλνω αυτό το γράμμα εγώ. Ας είναι οποιοσδήποτε άλλος. Δεν θέλω να μπει στον πειρασμό να το ανοίξει ούτε αυτό ούτε τα υπόλοιπα που θα στείλω στο μέλλον. Κατανοητό;» είπα με σοβαρό ύφος. «Απόλυτα.» απάντησε αμέσως χωρίς κανένα δισταγμό. Ακούγοντας τα λόγια του, του χάρισα ένα μεγάλο χαμόγελο. «Σε ευχαριστώ πάρα πολύ Φίλιπ. Αυτό που κάνεις σημαίνει πολλά για εμένα. Είσαι υπέροχος.» του είπα ειλικρινά. «Καθήκον μου Κόμισσα .» είπε εκείνος με ένα περήφανο χαμόγελο. «Ιζαμπέλλα για εσένα.» του είπα και μετά στράφηκα προς την Έμμα. «Είναι καιρός να φύγω, πρέπει να πάω στην βιβλιοθήκη. Θα σε δω αργότερα;» «Όταν τελειώσεις το μάθημα σου ψάξε να με βρεις.» μου είπε εκείνη και με αγκάλιασε. «Ωραία. Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα Φίλιπ.» του είπα προσπαθώντας να φερθώ λίγο πιο συγκρατημένα. Έκανα μία υπόκλιση και έφυγα για την βιβλιοθήκη.
Στο Δερβένι..... Σε ένα πολύ γλυκό κομμάτι της ζωής μου.... Γιατί όλη την ώρα εκεί... Έχουμε πρόβλημα!!!!! Τον έρωτα μου....! N.
Η καρδιά μου χτυπούσε αναμφισβήτητα πολύ πιο γρήγορα από το κανονικό. Βημάτιζα νευρικά πέρα δώθε στον μακρύ διάδρομο της βιβλιοθήκης, σέρνοντας πίσω μου και το όμορφο μακρύ γαλάζιο φόρεμα που είχε διαλέξει η Έμμα για εμένα. Το χτύπημα της πόρτας με έκανε να αναπηδήσω ελαφρά και κρaτώντας την αναπνοή μου είπα ένα αποφασιστικό “περάστε”. Τότε η πόρτα άνοιξε από κάποιον υπηρέτη και εκείνος πέρασε μέσα με την κατάλευκη επιδερμίδα του να αστράφτει κάτω από το πρωινό φως του ήλιου και τα υπέροχα σμαραγδένια μάτια του να φωτίζονται από ένα στραβό χαμόγελο που έκανε την κοιλιά μου να ζεσταίνεται. Προχώρησε προς τα εμένα με την πόρτα να κλείνει πίσω του και αφού μας χώριζαν μόνο δύο βήματα έσκυψε πήρε το χέρι μου και το φίλησε. «Καλημέρα Κόμισσα Ιζαμπέλλα.» πρόφερε με μεταξένια χροιά. «Καλημέρα Έντουαρντ.» του είπα με σταθερή φωνή που έβγαινε δύσκολα. «Πέρασε από εδώ.» είπε και έτεινε το χέρι του προς το μεγάλο τραπέζι στο κέντρο της βιβλιοθήκης. Πέρασα μπροστά του και έκανα ότι μου είπε. Τότε ήρθε σαν κεραυνός μία απρόσμενη σωματική επαφή που με ξάφνιασε εντελώς. Ετοιμαζόμουν να τραβήξω την καρέκλα μου για να κάτσω όταν εκείνος ήρθε ακριβώς από πίσω μου και τοποθέτησε τα χέρια του επάνω στα δικά μου που ακουμπούσαν την καρέκλα. «¶σε με να το κάνω εγώ αυτό.» ψιθύρισε μαγικά στο αυτί μου. Ο σφυγμός μου χτύπησε κόκκινο, καθώς η φωνή του με σαγήνευε και η ανάσα του γαργαλούσε το αυτί μου. Ανασυγκρότησα τις δυνάμεις μου που είχαν παραλύσει, απομάκρυνα μαλακά τα χέρια μου από τα δικά του και έκανα στη άκρη για να μου τραβήξει την καρέκλα, μην μπορώντας να πιστέψω την αλλαγή στην συμπεριφορά του. Ή μάλλον τις τόσες αλλαγές. Έκατσε αναπαυτικά σε μία καρέκλα δίπλα μου και αφού τακτοποιήθηκε γύρισε πάλι προς το μέρος μου. Εγώ τον κοιτούσα μαγεμένη πλέον. «Λοιπόν Ιζαμπέλλα έχοντας κάνει ένα πλάνο στο μυαλό αποφάσισα ότι σήμερα θα ασχοληθούμε αρχικά με μερικά βασικά θέματα που πρέπει να τα προσπεράσουμε γρήγορα και ύστερα να συνεχίσουμε με μερικά πιο ενδιαφέροντα έτσι ώστε να καλλιεργήσουμε λίγο περισσότερο το πνεύμα σου. Έχεις κάποια αντίρρηση;» αντίρρηση; Πραγματικά με ρωτούσε; «Όχι.» απάντησα μονολεκτικά. «Φαίνεσαι κάπως χλομή. Σίγουρα είσαι καλά;» με ρώτησε με ενδιαφέρον. «Όχι, δηλαδή ναι είμαι καλά ευχαριστώ.» του είπα βρίζοντας τον εαυτό μου που μπέρδεψα τα λόγια μου. Εκείνος έδειξε λίγο να προβληματίζεται αλλά μετά φάνηκε να το προσπερνάει. «Πολύ καλά, θα φανεί στην συνέχεια. Λοιπόν τώρα θα συζητήσουμε μερικά πράγματα για την συμπεριφορά σου.» είπε με ένα χαμόγελο και συνέχισε. «Φαίνεσαι.» είπε τονίζοντας ιδιαίτερα την λέξη. «Ευγενικό πλάσμα αλλά είναι καθήκον μου να σου τονίσω πως η ευγένεια και η τυπικότητα είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχει μία δεσποσύνη της καλής τάξης. Θα λες ευχαριστώ, παρακαλώ. Θα μιλάς γλυκά, αλλά με ευπρέπεια.» επισήμανε αυστηρά. Εγώ ένευσα λίγο και κοκκίνισα. «Επίσης τα λόγια σου θέλω να είναι συγκρατημένα. Θα σκέφτεσαι κάτι δύο φορές πριν το πεις. Θα ελέγχεις την πολυλογία αλλά θα απαντάς ολοκληρωμένα στις ερωτήσεις. Να συγκρατείς τον θυμό και την οργή σου. Να απαντάς χωρίς υπαινιγμούς αλλά έξυπνα.» έφερε το χέρι του απαλά κάτω από το πιγούνι μου και σήκωσε αλαφρά το πρόσωπο μου κάνοντας με να ανατριχιάσω και να ανοιγοκλείσω γρήγορα τα μάτια μου. Τον κοίταξα άναυδη. «Θα κοιτάς με σεβασμό και κάτω μόνο όταν κάποιος ανώτερος σου λέει να κάνεις κάτι. Την υπόλοιπη ώρα και ειδικότερα στις συζητήσεις το κεφάλι σου θα κοιτάει ψηλά. Καλύτερα να κοιτάς τους άλλους στα μάτια ακόμα και αν νιώθεις άβολα. Αυτό θα σε καλύψει αρκετές φορές. Μην κοιτάς προκλητικά, αλλά οπωσδήποτε λίγο υπεροπτικά.» μου έκλεισε το μάτι. Να κοιτάς, να ακούς, να μην μιλάς…. Τα λόγια του έβγαιναν γρήγορα και με ενθουσιασμό ενώ εγώ προσπαθούσα να συγκρατήσω όσο το δυνατόν περισσότερα. Τον κοίταζα καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να φαίνομαι σοβαρή ενώ στην πραγματικότητα το μόνο που ήθελα ήταν να κάτσω να τον κοιτάω σαν χαζή με τις ώρες και χωρίς να ακούω λέξη από αυτά που μου έλεγε…. Όχι ότι δεν είχε την πιο σαγηνευτική φωνή…. “Συγκεντρώσου Ιζαμπέλλα επιτέλους… Ένα ακόμα αρσενικό είναι…. Δεν έγινε και τίποτα…” μου ψιθύριζε μια εκνευριστική φωνούλα που υπέθεσα ότι μάλλον ήταν η συνείδηση μου όταν συνέχισε…. “είναι αλλοπρόσαλλος και αγενής, δεν μπορεί να συγκριθεί με τον Στέφαν….” “ Αχ…. Είναι αινιγματικός και πανέμορφος…. απλώς είναι αμάθητος και τυπικός και δεν ξέρει πώς να αντιμετωπίσει μία θεότρελη τσιγγάνα που τα έχει χάσει εντελώς.” Κάποια στιγμή που δεν πήγαινε άλλο ξεφύσησε φανερά ενοχλημένος με μία έκφραση έντονης δυσφορίας στο πρόσωπο του. «Δεν με προσέχεις.» μου είπε αυστηρά και τον κοίταξα απολογητικά. «Δεν μπορώ άλλο, κουράστηκα με αυτά. Είναι πάρα πολλά δεν θα τα θυμάμαι αν τα μαθαίνω όλα μαζί.» «Και θες να μείνεις κλεισμένη εδώ μέσα;» προς στιγμή ένιωσα μία αίσθηση συμπόνιας στο βλέμμα του λίγο πριν ξαναγίνει εντελώς τυπικό. «Όχι. Αλλά δεν γίνεται αλλιώς, Μπορούμε να συνεχίσουμε το μάθημα για ώρες και εγώ απλώς να προσποιούμε ότι ακούω αλλά αυτό δεν θα έχει τα αποτελέσματα που περιμένεις.» «Τα αποτελέσματα δεν τα περιμένω εγώ αλλά ο μέλλοντας σύζυγος σου.» είπε με μία καλά κρυμμένη απέχθεια στην φωνή του. Εγώ όμως την κατάλαβα. «Μου είχε πει ότι είσαι πολύ έξυπνη και ότι θα τα κατάφερνες. Προφανώς έκανε λάθος.» σηκώθηκε από την καρέκλα του και βημάτισε νευρικά στον χώρο. «Προφανώς. Την επόμενη φορά που θα τον δεις πρότεινε του να αλλάξει σύζυγο. Να κάνεις και κάτι πραγματικά χρήσιμο αφού το μόνο πράγμα που ξέρεις να κάνεις μέχρι τώρα είναι να με προσβάλεις.» του πέταξα και σηκώθηκα και εγώ όρθια από την αγανάκτηση μου. Ασυναίσθητα τον πλησίασα. «Προσπαθώ μάταια να σε πεισμώσω Ιζαμπέλλα. Όσο πιο γρήγορα τελειώνεις με αυτή την υπόθεση τόσο πιο γρήγορα θα απαλλαγείς από την αγένεια μου.» γύρισε να με κοιτάξει με σκληρά, επικριτικά αλλά και πανέμορφα μελαγχολικά μάτια. Ώστε αυτό ήθελε να απαλλαγεί από μένα; Να απαλλαγώ εγώ από εκείνον; Γιατί; «Δεν θα απογοητεύσω τον Δούκα επειδή εσύ δεν ξέρεις τίποτα για τους τρόπους παρά μόνο να τους διδάσκεις. Εγώ είμαι η Κόμισσα εδώ πέρα. Εγώ είμαι η μέλλουσα Δούκισσα και θα κάνεις ότι λέω. Αλλιώς…» εκείνη την στιγμή με πλησίασε, με άρπαξε από τους αγκώνες και με ακούμπησε απότομα πάνω στον τοίχο πίσω μου. Απότομα αλλά προσεκτικά ώστε να μην χτυπήσω. Κόλλησε το σώμα του πάνω μου και μου ψιθύρισε τέσσερεις λέξεις προκλητικά στο αυτί. «Αλλιώς τι θα κάνεις;» «¶φησε με τώρα. Με πονάς.» του φώναξα εξοργισμένη. Οι ανάσες μας επιτάχυναν η καρδιά μου ήταν έτοιμη να εκραγεί. «Λες ψέματα. Στην πραγματικότητα ούτε που σε αγγίζω.» «Θα σε κάνω να μετανιώσεις για αυτή την συμπεριφορά. Στο ορκίζομαι.» του είπα και μετά έκανα αυτό που ήθελα να κάνω από την πρώτη στιγμή που τον είδα. Κόλλησα το στόμα μου πάνω στο δικό του και τον φίλησα. Ήταν ένα σύντομο αλλά αισθησιακό φιλί. Πολύ γρήγορα απομάκρυνα τα χείλη μου από τα βελούδινα δικά του. Εκείνος άνοιξε απότομα τα έκπληκτα μάτια του. «Είμαι πολύ σίγουρος για αυτό.» είπε και …
*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*
Έντουαρντ.
Ορκίζομαι πως ποτέ δεν είχα κοιμηθεί πιο ανήσυχα στην ζωή μου. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι επί ώρες με βασάνιζε η ανάμνηση της. Κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια μου, τα δικά της βαθειά, σοκολατένια, εμφανίζονταν μπροστά μου κάνοντας με να πετάγομαι ολόκληρος. Πολύ αργά την νύχτα εξαντλημένος και παραδομένος έπεισα τον εαυτό μου να κρατήσει τα μάτια μου κλειστά και να απολαύσει το θέαμα… Ξύπνησα χαράματα με μία τεράστια έξαψη απλωμένη σε όλο μου το κορμί. Και ήταν εξαιτίας της. Έκλεισα τα μάτια μου γεμάτος αποστροφή για τα όνειρα που είχα δει την νύχτα, γιατί τα όνειρα μου αφορούσαν εκείνη. Την Ιζαμπέλλα… Ακόμα δεν είχα καταφέρει να καταλήξω σε ένα συμπέρασμα. Η λογική μου έλεγε να μείνω μακριά της, το γεγονός ότι ήταν τσιγγάνα μου φώναζε “προσοχή κίνδυνος!” . Παρ όλα αυτά το ένστικτο μου έλεγε να την εμπιστευτώ, η καρδιά μου επιτάχυνε τους ρυθμούς της όσο ήμουν κοντά της και το σώμα μου; Το σώμα μου την αποζητούσε. Απαιτητικά και απροκάλυπτα. Σκεφτόμουν πολλές διαφορετικές τακτικές που θα με βόλευαν πολύ αν μπορούσα να της ακολουθήσω μαζί της αλλά όταν μπήκα μέσα στην βιβλιοθήκη εκείνη την υπέροχα βασανιστική ημέρα όλα μου τα σχέδια γκρεμίστηκαν. Ήταν τόσο όμορφη μέσα σε εκείνο το γαλάζιο μεταξωτό φόρεμα που δεν μπορούσα με τίποτα να της αντισταθώ. Να αντισταθώ στον πόθο μου για εκείνη. Της χαμογέλασα, την πείραζα, άγγιξα τα ντελικάτα χέρια της και την ευαίσθητη περιοχή του λαιμού της ξέροντας ότι έπαιζα ένα ιδιαίτερα επικίνδυνο παιχνίδι μαζί της. Εκνευρίστηκα πάρα πολύ όταν αντιλήφτηκα ότι δεν με πρόσεχε. Μήπως σκεφτόταν τον Δούκα της ή κάποιον άλλο; ¶πλετος θυμός ανέβλυζε από μέσα μου σε εκείνη την σκέψη. Της έκανα παρατήρηση και με επιβεβαίωσε χωρίς ίχνος ντροπής. Τα λόγια της μου υπενθύμισαν ότι στην πραγματικότητα δούλευα για τον Δούκα. Εκείνος ήταν η αιτία που βρισκόμουν κοντά της. Απελπίστηκα με τον εαυτό μου και την προσέβαλλα άσχημα ακόμα και αν δεν πίστευα λέξη από όσα έλεγα. Να πάρει. Έπρεπε να τελειώνω μαζί της όσο το δυνατό γρηγορότερο. Έπρεπε να ήμουν καλός μαζί της και ανεκτικός για να το πετύχω. Οι κόντρες δεν θα μας έβγαζαν πουθενά. Στην περίπτωση που δεν θα την πείσμωναν θα μας καθυστερούσαν και από πάνω. Το να είμαι αγενής μαζί της εξυπηρετούσε σε ένα και μοναδικό πράγμα. Την απόσταση. Έπρεπε να είναι μακριά μου. Αλλιώς δεν θα μπορούσα να συγκρατηθώ και να κρατήσω την απαραίτητη απόσταση. Τελικά η θεωρία μου περί αγένειας ρίχτηκε στο κενό. Όταν σηκώθηκε και με πλησίασε απειλώντας με, χρησιμοποιώντας την εξουσία της, υπενθυμίζοντας μου την μειονεκτική μου θέση το ποτήρι ξεχείλισε. Το φιλί της ήταν κάτι το απρόσμενο. ΠαρΆ όλα αυτά ανταποκρίθηκα που να πάρει. Όταν τα βελούδινα χείλη της άγγιξαν τα δικά μου, η επαφή με συγκλόνισε. Το φιλί της κράτησε τόσο λίγο που δεν μου ήταν αρκετό. Ήθελα να γευτώ και άλλο να έτσι ώστε κάθε μου αίσθηση να αντικατασταθεί από της δικές της. Το σώμα μου την πλησίαζε από μόνο του, το μυαλό μου θόλωνε και η ανύπαρκτη κρίση μου με κορόιδευε. Τότε κατάλαβα ένα και μόνο πράγμα τίποτα και κανείς δεν θα μπορούσε να με κρατήσει μακριά από εκείνη την γυναίκα. Τίποτα…Ακόμα και ο ίδιος μου ο εαυτός.
Στο αγαπημένο μου χωριουδάκι... μια λακουβίτσα στην μέση της Ηλίας. Την αγάπη μου. Ν.
«Είμαι πολύ σίγουρος για αυτό.» είπε και … Και αν είναι δυνατόν με φίλησε. Στην αρχή ήταν άγριο σαν τιμωρία αλλά έπειτα, όταν δάγκωσε τα χείλη μου κάνοντας τα να ανοίξουν και οι γλώσσες μας άρχισαν να χορεύουν έναν χορό τόσο αρχαίο όσο και ο άνθρωπος, το φιλί του μαλάκωσε έγινε αργό και μεθυστικό. Τα χέρια μου μπλέχτηκαν στα χάλκινα μαλλιά του ενώ τα δικά του χάιδευαν απαλά το πρόσωπο μου. Ένιωσα το φιλί μας να τελειώνει και σηκώθηκα στις μύτες για να το παρατείνω. Το κατάφερα αλλά για λίγο. Μερικές στιγμές αργότερα… Οι ανάσες μας ακουόντουσαν σαν να τρέχαμε για ώρες και κάτω από την δική μου παράλογη καρδιά μπορούσα να ακούσω τον ξέφρενο ρυθμό της δικής του. Τα σώματα μας δεν έλεγαν να απομακρυνθούν το ένα από το άλλο. «Είσαι μία μάγισσα. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί έβαλα τον εαυτό μου σε αυτή την κατάσταση.» «Συνεχίζεις να με κατηγορείς βλέπω αλλά δεν πειράζει καθόλου.» «Όχι;» ρώτησε χλευαστικά. «Όχι. Καθόλου. Τώρα έχεις δύο επιλογές. Μπορείς πολύ εύκολα να φανείς δειλός και να με προδώσεις στην Νέστα ή μπορείς να φανείς ειλικρινής και να παραδεχτείς ότι το θέλαμε και οι δύο αυτό που έγινε και να κάτσεις εδώ για να το αντιμετωπίσεις.» είπα με ένα θάρρος που δεν καταλάβαινα ούτε και εγώ η ίδια από πού στην ευχή πήγαζε! «Στην πρώτη περίπτωση θα φερόμουν απλώς έξυπνα και η δεύτερη θα ήταν μία τρέλα.» «Όπως το βλέπει κανείς.» του απάντησα σαρκαστικά. «Το διασκεδάζεις έτσι; Μάθε λοιπόν μικρή μου τσιγγάνα ότι σε αυτό το παιχνίδι εγώ έχω το πάνω χέρι και ότι θα κάνεις ότι σου λέω εγώ.» του χαμογέλασα για λίγο και μετά του απάντησα μελιστάλαχτα. «Θα κάνω ότι θέλεις. Τώρα… το ποιος έχει το πάνω χέρι…» του είπα και πέρασα το χέρι μου από τα μαλλιά του στο μάγουλο του και από εκεί στο στέρνο του. Πλησίασα, τον φίλησα στον λαιμό και μετά τον έσπρωξα να απελευθερωθώ από τα δεσμά του. Έκανα μερικά αποφασιστικά βήματα μακριά του και ύστερα γύρισα ξανά να τον κοιτάξω. «Αυτό θα το δούμε.» Η πόρτα χτύπησε διστακτικά τραβώντας την προσοχή μας. Έγλειψα και έσμιξα τα χείλη μου στην προσπάθεια μου να τα συμμορφώσω. «Περάστε.» είπα μόλις τελείωσα. Η Έμμα μπήκε τότε μέσα στο ηλεκτρισμένο δωμάτιο. Χαιρέτησε με ένα απρόσωπο νεύμα τον Έντουαρντ και ύστερα έστρεψε την προσοχή της πάνω μου. «Ιζαμπέλλα το γεύμα είναι έτοιμο. Θα φας κάτι και θα συνεχίσετε αργότερα.» το βλέμμα της ψυχράνθηκε και γύρισε να καρφώσει τον Έντουαρντ με τα μάτια της. «Ο κύριος Έντουαρντ Κάλλεν θα φάει μαζί μας.» είπε και δεν ήταν ερώτηση. Ήταν ανακοίνωση. Ύστερα με κοίταξε ξανά γλυκά όπως και το πρωί, μου χαμογέλασε σαν άγγελος και είπε: «Θα έρθει μία υπηρέτρια να σας πάρει καλή μου.» μετά από αυτό μας γύρισε την πλάτη και εξαφανίστηκε γρήγορα κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Τα είχε ακούσει όλα. Γύρισα και κοίταξα τον Έντουαρντ. Προσπαθούσε να διατηρήσει την ψυχραιμία του αλλά σίγουρα τον είχε ξαφνιάσει η όλη κατάσταση. «Ηρέμισε.»του είπα. «Η Έμμα… άκουσε;» ναι φυσικά και άκουσε… «Δεν ξέρω…» είπα ψέματα. Ύστερα έσμιξε τα χείλη του θυμωμένα. «Τι θα κάνουμε;» «Θα φερόμαστε σαν να μην συνέβη τίποτα.» του απάντησα και τον πλησίασα λίγο διστακτικά. «Τι ακριβώς εννοείς;» του χαμογέλασα. «Εννοώ ότι μπροστά στους υπόλοιπους, θα φερόμαστε σαν να μην συνέβη τίποτα.» του είπα μαλακά. Εκείνος ένευσε με σφιγμένο το σαγόνι. «Πολύ καλά.» είπε σκληρά. «Θα χαλαρώσεις λίγο; Δεν βοηθάει αν έχει συνεχώς μία γκριμάτσα στο πρόσωπό σου που να γράφει ένοχος.» αυτή τη φορά τον πλησίασα ακόμα περισσότερο. «Δεν μου αρέσει να αισθάνομαι παγιδευμένος.» αυτό πόνεσε λιγάκι. Έριξα κάτω τα μάτια μου. «Δεν είσαι. Έχεις πάνα εναλλακτική επιλογή.» του είπα θλιμμένα. «Ναι, έχω.» είπε και αυτός κάπως υποτονικά. «Μόνο που δεν ξέρω αν μπορώ να την χρησιμοποιήσω πλέον.» σήκωσα τα μάτια μου για να τον κοιτάξουν. Τα δικά μου με κοιτούσαν έντονα. Σαν να προσπαθούσαν να με καταλάβουν. Εκείνη την ώρα χτύπησε η Πόρτα και μία υπηρέτρια μπήκε μέσα. «Το φαγητό είναι έτοιμο. Παρακαλώ ακολουθήστε με.»
*~*~*~*~*~*~*~*~*
«Η Κόμισσα Νέστα δεν θα φάει μαζί μας;» ρώτησα την Έμμα που καθόταν στα δεξιά μου στην κεφαλή του τραπεζιού. Απέναντι μου καθόταν ο Έντουαρντ. «Η μητέρα μου δεν ένιωθε καλά. Θα σερβιριστεί στα διαμερίσματα της.» μου είπε εκείνη απλά. «Ελπίζω να μην είναι κάτι σοβαρό.» είπα ξέροντας ότι έλεγα ψέματα. Στην πραγματικότητα δεν έδινα δεκάρα.! «Όχι δεν είναι.» είπε εκείνη αδιάφορα. «Πως πήγε το… μάθημα;» ρώτησε ύστερα τον Έντουαρντ με ένα τελείως προσποιητό χαμόγελο. «Καλά. Πολύ καλά.» είπε ο Έντουαρντ με αυτοπεποίθηση. «Αχά, είναι καλή μαθήτρια η Ιζαμπέλλα;» ρώτησε με σηκωμένο το φρύδι έπειτα. Ο Έντουαρντ παραλίγο να πνιγεί με το κρασί του. Εγώ δαγκώθηκα για να μην σκάσω στα γέλια. ¶τιμη Έμμα. «Αρκετά. Έχει προοπτικές.» εκείνη χαμογέλασε ακόμα πιο έντονα. «Εγώ πιστεύω στην Ιζαμπέλλα πολύ ξέρετε. Νομίζω πως θέλει απλώς ενθάρρυνση.» «Θα το έχω υπ όψιν μου.» απάντησε ο Έντουαρντ προφανώς σαρκαστικά σηκώνοντας και τα δύο του φρύδια του προς το μέρος μου στέλνοντας αυτόματα ρίγη στην σπονδυλική μου στήλη. «Να το έχετε. Θέλω να χαίρει άκρως εκτίμησης και ειδικής μεταχείρισης εκ μέρους σας.» «Δεν έχω παράπονο από τον Έντουαρντ είπα κοιτώντας την Έμμα συνωμοτικά.» εκείνη μου έκλεισε το μάτι χωρίς να το δει ο Έντουαρντ. Έπειτα γύρισε σε εκείνον. «Χαίρομαι που το ακούω αυτό. Από εδώ και στο εξής δεν θέλω να ακούσω έστω και ένα παράπονο από την Ιζαμπέλλα. Δεν θέλω να προδώσετε την εμπιστοσύνη που φαίνεται να σας έχει και φαντάζομαι ούτε εσείς θέλετε, σωστά;» Ο Έντουαρντ γύρισε να με κοιτάξει άναυδος. «Σωστά.» είπε ύστερα από λίγο και έβγαλε την πετσέτα που είχε στα πόδια του. «Εγώ τελείωσα το φαγητό μου.» είπε με σφιγμένο το σαγόνι και σηκώθηκε από το τραπέζι. «Πολύ ωραία. Τότε πηγαίνετε στην βιβλιοθήκη και περιμένετε εκεί την Ιζαμπέλλα γιατί θέλω να της μιλήσω πρώτα.» εκείνος απλώς έγνεψε. «Ένας συνόδεψε τον δάσκαλο είπε στον υπηρέτη που στεκόταν στην πόρτα που μόλις άνοιγε για να περάσει ο Έντουαρντ. Έπειτα γύρισε προς την σερβιτόρα και της είπε να αποσυρθεί και εκείνη. Τώρα πια. Ήμασταν μόνες. «Έμμα, εγώ…» ξεκίνησα να της λέω πριν με διακόψει η ίδια. «Ιζαμπέλλα μην διανοηθείς να αρχίσεις να υπολόγισε, πες μου μόνο τι γίνεται. Εγώ είμαι μαζί σου.» «Μακάρι να ήξερα. Υποτίθεται ότι θα έπρεπε να είναι κάποιος ευγενικός δάσκαλος που θα μου μάθει τρόπους μόνο που αυτός με κοιτάει ώρες, ώρες σαν να θέλει να με σκοτώσει.» είπα θλιμμένα και το βλέμμα της σκλήρυνε. «Και τις υπόλοιπες;» «Τις υπόλοιπες με κοιτάει με το πιο γοητευτικό βλέμμα που έχω δει. Είναι καλός, αστείος, ευγενικός και μετά ξανά πίσω στα ίδια. Σήμερα μαλώσαμε άσχημα. Δεν ξέρω τι με έπιασε τον φίλησα. Ήσουν εκεί, το ξέρεις;» «Το κατάλαβα από την σιωπή. Δεν είχα σκοπό να κρυφακούσω. Ήθελα μόνο να δω πως τα πάτε… Αυτός τι έκανε.» «Είπε ότι είναι σίγουρος ότι θα το μετανιώσει και με ξαναφίλησε. Τι υποτίθεται πως σημαίνει αυτό;» «Είναι περίπλοκη η κατάσταση σας Ιζαμπέλλα.» «Δεν είμαι σίγουρη ότι θα με προστατέψει, όταν είμαι μαζί του νιώθω ασφάλεια αλλά όταν ότι είναι μακριά μου… φοβάμαι. Ξέρω ότι δεν είναι σωστό αυτό που κάνω, όμως… δεν έχω άλλη επιλογή.» «Κοίτα Ιζαμπέλλα δεν πιστεύω να τον αφήνεις να σε εκβιάζει ή κάτι τέτοιο;» «Είναι ένα πολύ επικίνδυνο παιχνίδι Έμμα μου, είναι περίεργοι οι κανόνες.» «Θέλω να μου τα λες όλα Ιζαμπέλλα. Δεν θα τον αφήσω να εκμεταλλευτεί την δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι.» «Ευχαριστώ πολύ αδερφή μου. Δεν ξέρω τι θα έκανα χωρίς εσένα. Θέλω όμως να σου ζητήσω άλλη μία χάρη.» «Θα κάνω ότι περνάει από το χέρι μου.» «Θέλω πληροφορίες για τον Έντουαρντ. Ότι μπορούμε να μάθουμε. Νομίζεις ότι ο Φίλιπ θα μπορέσει να μας βοηθήσει;» την ρώτησα γεμάτη ελπίδα. «Είμαι σίγουρη για αυτό, θα κανονίσω να συναντηθούμε όταν γυρίσει από τον καταυλισμό μία μυστική συνάντηση.» «Υπέροχα. Αυτό ήθελα να ακούσω. Σε ευχαριστώ τόσο πολύ Έμμα. «Για αυτό είναι οι αδερφές Ιζαμπέλλα. Να θυμάσαι ότι εγώ είμαι με το μέρος σου, σε καταλαβαίνω. Μπορείς να μου λες τα πάντα.» της χαμογέλασα διστακτικά. «Θα το θυμάμαι αδερφή μου.»
*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*
Έντουαρντ POV
Η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα εκείνη. Το άρωμα του πορτοκαλιού μαζί με γιασεμί αιχμαλώτισε τον αέρα και όξυνε τις αισθήσεις μου. Σηκώθηκα από την καρέκλα που καθόμουν και τράβηξα την δική της λίγο πιο κοντά μου για να καθίσει. Τα μάτια της κοιτούσαν διαρκώς το πάτωμα σαν να προσπαθούσε να κρύψει τις σκέψεις της από εμένα. «¶ργησες.» είπα μαλακά. «Συγνώμη.» δεν μου έφτανε αυτό. «Δεν θα μου πεις τι σε ήθελε η Έμμα;» την ρώτησα σοβαρά. «Όχι.» αυτές οι μονολεκτικές απαντήσεις είχαν αρχίσει να με εκνευρίζουν. «Κοίταξε με που να πάρει!» ξέσπασα θυμωμένα και εκείνη επιτέλους σήκωσε τα μάτια της για να με κοιτάξει. Χιλιάδες πληροφορίες που όμως δυσκολευόμουν τόσο να διαβάσω. «Δεν σε αφορά. Δεν πρόκειται να το συζητήσω περεταίρω, προέχει κάτι άλλο.» «Ακούω.» είπα σφίγγοντας τα δόντια μου. « Εγώ δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι. Με τόση ένταση και καυγάδες και… Το θέμα είναι ότι εγώ δεν έχω συνηθίσει έτσι. Ήταν αλλιώς στον καταυλισμό. Έφυγα το ξέρω. ¶λλαξα ζωή. Δεν νομίζεις ότι είναι αρκετά δύσκολο ήδη για εμένα όλο αυτό;» σκέφτηκα για λίγο τα λόγια της. Όντως ακουγόταν σχεδόν τρομακτικό. Ο μόνος λόγος που θα έπρεπε να βρίσκομαι εγώ εδώ ήταν για να της το κάνω πιο εύκολο και ορίστε τα αποτελέσματα. Όμως ήταν περίπλοκο το θέμα. «Τι θες από εμένα;» της είπα πιο ήρεμα. Φάνηκε να ικανοποιείτε από την ερώτηση μου. «Για αρχή να προσπαθήσεις να με καταλάβεις.» είπε κοιτώντας με στα μάτια ικετευτικά. «Προσπαθώ.» είπα ακόμα πιο σιγά. Εκείνη μετακόμισε την καρέκλα της πιο κοντά στο τραπέζι έτσι ώστε να με πλησιάσει κι άλλο. «Ωραία θέλω επίσης να ρίξουμε λίγο τους τόνους. Δεν θα αντέξω για πολύ ακόμα έτσι.» «Το θέλω και εγώ αυτό.» ένα αχνό χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο της. «Χαίρομαι που το ακούω. Κοίτα. Ξέρω ότι δεν μπορούμε να γίνουμε φίλοι… Όχι πλέον. Αλλά θέλω να σε μάθω καλύτερα αν με αφήσεις. Αυτό που ζητάω είναι ανακωχή.» «Αυτό που ζητάς είναι συμμαχία.» «Πες το όπως θες.» μου αντιγύρισε ανυπόμονα. «Σε μία συμμαχία πρέπει να υπάρχει σεβασμός και εμπιστοσύνη.» «Και εσύ ούτε με σέβεσαι ούτε με εμπιστεύεσαι. Το ξέρω. Εμένα πάντως με έχουν διδάξει ότι ο σεβασμός και η εμπιστοσύνη κερδίζονται, δεν απαιτούνται ούτε προϋπάρχουν. Είμαι διατεθειμένη να προσπαθήσω το θέμα είναι εσύ θα με αφήσεις να το κάνω;»
Στους φίλους μου Έφη και Τάκη.... Ευχαριστώ για τις όμορφες διακοπές!!!!! Την λατρεία μου. Ν.
"Love is like the moon, when it does not decrease, it increases." - Proverb
Έντουαρντ
«Θα με αφήσεις να το κάνω;» η ερώτηση της επαναλαμβάνονταν στο μυαλό μου ξανά και ξανά και ξανά κατά την διάρκεια του υπόλοιπου μαθήματος. Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ και κάθε λίγο έχανα τον ειρμό των σκέψεων μου. Ευτυχώς η Ιζαμπέλλα ήταν πολύ πρόθυμη να συνεχίζει από εκεί που το είχα χάσει εγώ δείχνοντας μεγάλη υπομονή. «Λοιπόν;» την ρώτησα επιφυλακτικά. «Νομίζω τα κατάλαβα.» είπε τεντώνοντας λίγο τα χέρια της. Εγώ ανασηκώθηκα ελαφρά από την θέση μου. Κοίταξα πίσω από τις αραχνοΰφαντες κουρτίνες το απλωμένο σκοτάδι έξω. «Μάλλον ήρθε η ώρα να φύγω.» είπα εντελώς αβέβαιος και ελαφρώς απογοητευμένος. Δεν ήθελα να φύγω. Δεν ήθελα να φύγω από κοντά της. Απολάμβανα την συντροφιά της τόσο που ξάφνιαζε μέχρι και εμένα τον ίδιο. Το μόνο ευχάριστο στη υπόθεση ήταν η έκφραση δυσαρέσκειας της Ιζαμπέλλα. Ήταν φανερό ότι δεν ήθελε να φύγω παραπάνω από εμένα , κάτι που με ικανοποιούσε αφάνταστα. «Δεν κατάλαβα καθόλου πως πέρασε η ώρα.» παραπονέθηκε. «Για να είμαι ειλικρινής ούτε και εγώ.» είπα χαμογελώντας της σαν κανένα μικρό αγοράκι. «Πριν φύγεις μου χρωστάς μία απάντηση.» είπε εκείνη διστακτικά. «Όντως.» σηκώθηκα από την θέση μου και κατευθύνθηκα προς το παράθυρο. Τράβηξα την κουρτίνα όμως ούτε η ομορφιά της ασημένιας σελήνης δεν μπορούσε να συγκριθεί με την δική της. Ήμουν ανίκανος να δω οτιδήποτε άλλο εκτός από εκείνη. Ήρθε κοντά μου όμως εκείνη δεν κοίταζε έξω κοίταζε εμένα στα μάτια να την κοιτάω σχεδόν μαγεμένος. Το χέρι της έπιασε το μπράτσο μου μεταδίδοντας μου γλυκά κύματα θερμότητας. «Έντουαρντ. Σε παρακαλώ.» «Όταν είπα ότι ξέρω ότι θα το μετανιώσω το πίστευα. Αλλά αποφάσισα να συμφωνήσω και ας μου βγει και σε κακό.» «Δεν θα σου βγει.» είπε και με μία απότομη κίνηση τράβηξε ξανά την κουρτίνα. Έβαλε το χέρι της στο σβέρκο μου και με τράβηξε κοντά της μέχρι που τα χείλη μας συναντήθηκαν. Αυτό το φιλί σφράγιζε την συμμαχία μας. Δεν μπορούσα παρά να ανοίξω την αγκαλιά μου και να την σφίξω δυνατά μέσα της. Θεέ μου… Ήταν μία τσιγγάνα… μία απάτη… θα μπορούσα άραγε να την μετατρέψω σε αγάπη…;
*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*
Την επόμενη μέρα το πρωί είχα πάει πολύ πιο νωρίς από ότι έπρεπε στον πύργο, έτσι ήμουν εγώ αυτός που έπρεπε να περιμένω μερικά λεπτά που μου φάνηκαν αιώνες μέσα στην βιβλιοθήκη. Όταν επιτέλους στεκόταν ακριβώς απέναντι μου κοιτάζοντας με, με προσμονή κατάλαβα ότι το μόνο πράγμα που έπρεπε να κάνω ήταν να της χαμογελάσω και να της απλώσω το χέρι μου. Ενώσαμε τα δάχτυλα μας και την τράβηξα κοντά μου για να την φιλήσω. Τα χθεσινά μας φιλιά ήταν τα πιο συγκλονιστικά της ζωής μου και όσο και αν δεν ήθελα να το παραδεχτώ ο μόνος λόγος που είχα βρει το κουράγιο να επιστέψω στον πύργο ήταν η Ιζαμπέλλα και εκείνα. Απομακρυνθήκαμε αμήχανα και καθίσαμε όσο πιο κοντά ο ένας στον άλλον γινόταν στο τραπέζι. «Θέλω να μάθω και άλλα για εσένα.» «Τι θες να μάθεις;» «Που πιστεύεις; Είσαι χριστιανή;» ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπο της. «Όχι. Πιστεύω στην Μεγάλη Θεά. Στην Εκάτη.» «Είσαι στην Ρουμανία, είσαι τσιγγάνα και πιστεύεις σε μία αρχαία Ελληνίδα Θεά;» ρώτησα απορημένος μην μπορώντας να πιστέψω στα αυτιά μου. «Ακριβώς επειδή είμαι τσιγγάνα πιστεύω στην Εκάτη. Είναι η θεά της μαγείας ,του κάτω κόσμου, της γοητείας. Ηγέτιδα της νύχτας και του φεγγαριού. Εξουσιάζει γη και ουρανό. Στέλνει στους ανθρώπους βασανιστικούς δαίμονες στα όνειρα τους. Τους εξουσιάζει με μοναδικό τρόπο.» «Αυτό ακούγεται σαν έρωτας. Πιστεύεις στην μαγεία;» εκείνη χαμογέλασε και ύστερα με κοίταξε γεμάτη σαγήνη. «Αν πω ναι…» είπε με απαλή φωνή. «Θα απαιτήσεις να με κάψουν στην πυρά;» διασκέδασα με την ερώτηση της. Τέτοια ομορφιά να χαθεί στις φλόγες. Αδύνατο μόνο και μόνο σαν σκέψη. «Μόνο για να ξέρεις…. Δεν θα απαλλαγείς τόσο εύκολα από εμένα.» μου είπε και μου έκλεισε το μάτι. «Δεν απάντησες στην ερώτηση μου.» «Φυσικά και πιστεύω. Τα πάντα γύρω μας είναι μαγικά. Πως είναι δυνατόν να μην πιστεύω; Όταν κοιτάς την πανσέληνο δεν νιώθεις την μαγεία της. Την έλξη που ασκεί σε κάθε πλάσμα πάνω στη γη;» “Η μόνη έλξη που νιώθω εγώ είναι αυτή που ασκείς εσύ επάνω μου.” Σκέφτηκα αλλά δεν είπα τίποτα και έτσι συνέχισε. «Η Θεά μου λατρεύεται την παραμονή της Πανσελήνου. Όλα τότε πεθαίνουν και παίρνουν ζωή ξανά.» Για μία στιγμή ευχήθηκα να ήμουν εγώ η Θεά της έτσι ώστε να με λάτρευε με τον τρόπο που λάτρευε εκείνη. Να μιλάει για εμένα με το ίδιο πάθος και τα μάτια της να γεμίζουν με την ίδια ένταση σαν να λέει το δικό μου όνομα. «Ξέρεις να κάνεις μάγια;» γέλασε με την ψυχή της στην ερώτηση μου. «Όχι αλλά πολύ θα ήθελα. Η μάνα μου μπορεί.» «Και εμένα γιατί μου το είπες;» «Γιατί σε εμπιστεύομαι.» «Εγώ όχι.» της είπα τις λέξεις μόνο και μόνο για να τις ακούσω εγώ ο ίδιος. Πείσμα διαγράφηκε στο πρόσωπο της καθώς τα χείλη της έγιναν μία λεπτή γραμμή. «Ποτέ δεν είναι αργά.» είπε φανερά ενοχλημένη. «Όχι αλλά ίσως είναι απλώς πολύ νωρίς.» «Πολύ καλά. ¶λλη ερώτηση;» «Γιατί λατρεύεις την Θεά Εκάτη;» «Γιατί εξουσιάζει όλα όσα έμαθα να αγαπώ. Γιατί είναι η ίδια μοναδική.» “Εσύ είσαι μοναδική.” σκέφτηκα ξανά χωρίς να τις πω απολύτως τίποτα.
*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*
Ιζαμπέλλα.
«Έχεις οικογένεια;» «Μάνα, πατέρα και δύο μεγαλύτερες αδερφές. Την Μιρέλλα και την Σοφία. Εσύ;» « Η μητέρα μου και ο πατέρας μου έχουν πεθάνει και έχω μία αδερφή στην ηλικία σου που μένουμε μαζί. Την Ανγγελίν.» ήθελα να ρωτήσω περισσότερα με τους γονείς του αλλά κάτι μου έλεγε να μην το κάνω. Επίσης πέθαινα να γνωρίσω την αδερφή του όμως το ένστικτο μου, μου έλεγε ξανά να μην τολμήσω να του ζητήσω κάτι τέτοιο. «Αυτή σε φροντίζει;» ένα γλυκό χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο του, «Ναι, και εγώ την προσέχω σε αντάλλαγμα.» «Χαίρομαι που το ακούω.» «Ο φίλος σου, που σου έμαθε να διαβάζεις… ποιος είναι..;» «Είναι η αδυναμία της Ορνέλας. Στην φυλή μου έχω 4 φίλες, αδερφές. Την Ορνέλα, την Ντράγκοστε, την Οριάνα και την Νατάιλα. Ο Νίκολας έμαθε και στις πέντε μας γραφή και ανάγνωση.» «Και η αδυναμία του Νίκολας ποια είναι;» με ρώτησε ανασηκώνοντας το φρύδι του. Του χάρισα ένα πλατύ χαμόγελο και ύστερα του απάντησα. «Τι ερώτηση είναι αυτή; Η Ορνέλα φυσικά.» «Αχα. Εσένα ποια είναι η αδυναμία σου;» “Η απύθμενη χαζομάρα μου.” Σκέφτηκα. «Η Έμμα.» απάντησα αντί για αυτό. «Η Έμμα;» «Ναι, η Έμμα με στηρίζει και με προσέχει πολύ όσες μέρες είμαι εδώ.» «Δεν φαίνεται να με συμπαθεί και πολύ.» «Δεν έχεις και άδικο. Συμπαθεί πάρα πολύ εμένα και… ας πούμε ότι δεν σε εμπιστεύεται ακόμα.» «Και εγώ που νόμιζα ότι είχα ξεμπερδέψει με τα θέματα εμπιστοσύνης.» «Χα! Όχι όσον αναφορά στην Έμμα.» «Μάλιστα. Να προσέχω δηλαδή;» με ρώτησε περιπαικτικά. «Ναι, πολύ. Η Έμμα είναι ήρεμη δύναμη.» «Θα το έχω υπΆ όψιν μου.» «Θα στο συνιστούσα. ¶λλη ερώτηση;» «Γιατί ακολούθησες τον Δούκα; Αφού προφανώς δεν το έκανες από αγάπη.» «Α! Και εσύ που το ξέρεις; Μπορεί να τον ερωτεύτηκα τρελά και για αυτό να τον ακολούθησα μέχρι εδώ.» το σαγόνι του κλειδώθηκε και οι μυς του σφίχτηκαν κάτω από την στενή του μπλούζα. «Ναι… τόσο πολύ που τον απάτησες με την πρώτη ευκαιρία.» «Δεν είναι άντρας μου για να τον απατήσω.» «Όχι ακόμα.» «Και όχι. Δεν τον αγάπησα τρελά. Ο λόγος που τον ακολούθησα ήταν επειδή ήθελα να φύγω από τον καταυλισμό. Να νιώσω ελεύθερη.» «Αυτός το ξέρει;» «Πολύ καλά. ΑπΆ ότι φαίνεται δεν τον ενδιαφέρει και πολύ .Αυτό που θέλει είναι εμένα για μέλλουσα σύζυγο και το βασίλειο του ήσυχο.» «Και αν εσύ αλλάξεις γνώμη και δεν θελήσεις να τον παντρευτείς;» «Τότε υποθέτω πως θα γυρίσω πίσω στον καταυλισμό.» «Ή θα μείνεις εδώ σαν σκλάβα.» «Κανείς δεν κρατάει σκλάβα μία τσιγγάνα. Ο Στέφαν είναι έξυπνος άντρας. Θα το καταλάβει αν χρειαστεί. ¶λλη ερώτηση;» δεν μου άρεσε καθόλου ο τρόπος του, μα τι ιδέα είχε για εμάς τις τσιγγάνες; Είναι βλασφημία να κρατήσεις μια τσιγγάνα σκλάβα, είναι σαν να την ατιμάζεις, να την εξευτελίζεις στερώντας της το μεγαλύτερο αγαθό που της έχει δώσει η φύση: την ομορφιά της ελευθερίας.
Αυτό το κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στα καλύτερα που έρχονται!!!! Ν.
«Μα πότε επιτέλους έρχεται ο Φίλιπ, μου λες;» ρώτησα ανυπόμονα την Έμμα εκείνο το πρωί. «Λογικά είναι στον δρόμο ομορφιά μου. Μου είπε ότι θα κάνει όσο πιο γρήγορα μπορεί.» είπε και αμέσως χτύπησε η πόρτα. «Απολογούμαι για την καθυστέρηση ωραίες μου δεσποινίδες.» είπε ο Φίλιπ μπαίνοντας μέσα στο δωμάτιο βιαστικός. Εγώ και η Έμμα κάναμε αυτόματα μία υπόκλιση. Ύστερα ο Φίλιπ αγκάλιασε θερμά την Έμμα και χάρισε ένα χειροφίλημα σε εμένα. Όταν επιτέλους έκλεισε η πόρτα πίσω μας ο Φίλιπ έβγαλε έναν κομψό φάκελο από την εσωτερική τσέπη του μαύρου του γιλέκου και μου τον έδωσε. «Για εμένα;» «Από ποιον;» ρώτησε απορημένη η Έμμα. «Ποιος σου τον έδωσε;» ρώτησα ξανά εγώ μην θέλοντας να ανοίξω τον φάκελο ακόμη καθώς ήταν κάτι που ήθελα να κάνω μόνη μου. «Η φίλη σου η Ορνέλα μου τον έδωσε.» είπε εμφανώς μπερδεμένος από όλες μας τις ερωτήσεις. Αμέσως η καρδιά μου χτύπησε πιο γρήγορα. Η Ορνέλα… οι φίλες μου. Ήταν εκεί ακόμα. «Πως την βρήκες; Ρώτησες;» «Κανείς από όσους ρώτησα δεν την ήξερε, όμως μία κοπέλα που περνούσε τυχαία στον δρόμο με άκουσε να λέω το όνομα σου και μου είπε ότι σε ήξερε.» «Ποια;» «Η αδερφή σου η Σοφία.» «Η Σοφία;» επανέλαβα ξαφνιασμένη και το μόνο πράγμα που μπορούσα να κανω σκεπτόμενη την μεγάλη μου αδερφή ήταν να χαμογελάσω. Η τρελή είχε μετακομίσει στην θεία μου στην άλλη άκρη του καταυλισμού μόνο και μόνο για να μάθει την τέχνη των κοσμημάτων. Περίτεχνες δημιουργίες στόλιζαν τα χέρια της, της μαμά μου, της Μιρέλλα αλλά και τα δικά μου πάντα φτιαγμένα από την ίδια. Μου έλειπε πάρα πολύ καθώς τα αμέτρητα στολίδια που μου έστελνε συχνά ήταν τα μόνα που μπορούσαν να μου την θυμίζουν. «Ναι, η αδερφή σου είναι πολύ ευγενική σαν και εσένα. Με οδήγησε μέχρι το σπίτι της Ορνέλα και με βοήθησε να την βρω για να παραδώσω το γράμμα σου στα χέρια της.» «Πως είναι; Μιλήσατε καθόλου;» «Ναι, μου είπε να σου πω ότι είναι καλά, με ρώτησε για εσένα και είπε ότι πρέπει να της γράψεις και εκείνης.» «Λογικό.» είπε η Έμμα κοιτάζοντας με σαν να με μαλώνει. Είχε δίκιο. Έπρεπε να είχα γράψει και σε εκείνη. «Απολογείται επίσης που δεν ήρθε να σε χαιρετήσει όταν έφευγες αλλά ήταν άρρωστη… όπως και στη γιορτή. Τώρα όμως είναι μία χαρά.» «Χαίρομαι πολύ για αυτό. Αν χρειαστεί θα της πάς και εκείνης ένα γράμμα έτσι;» «Φυσικά και θα το κάνω κόμισσα, στις υπηρεσίες σας.» «Ιζαμπέλλα είπαμε Φίλιπ.» «Σωστά. Ιζαμπέλλα.» «Ωραία, για το γράμμα τώρα. Στο έδωσαν τα κορίτσια; Η Ορνέλα;» «Ναι. Οι φίλες σου πέταξαν από την χαρά τους όταν τους έδωσα το γράμμα. Απαίτησαν επίσης να περιμένω για να απαντήσουν.» «Θα πρέπει να σε τρέλαναν.» «Όχι το αντίθετο. Ήταν όλες τους πολύ καλοσυνάτες και περιποιητικές. Δεν έχω παράπονο.» «Είναι αξιολάτρευτες. Σου άρεσε καμία ιδιαίτερα;» τον πείραξα. «Όχι αν και είναι όλες πολύ όμορφες δεν μου άρεσε καμία από τις φίλες σου… προσωπικά...» «Χα χα χα ευτυχώς γιατί δεν είναι και όλες ελεύθερες. Θα είχες μεγάλο πρόβλημα.» αστειεύτηκα ξανά. «Ναι , γιατί άμα ερωτευτείς μία τσιγγάνα δύσκολο να ξεφύγεις !» είπε η Έμμα και με σκούντηξε με τον αγκώνα της. «Έμμα σε παρακαλώ!» την μάλωσα εγώ κοκκινίζοντας ελαφρά, όμως μερικές στιγμές μετά άρχισα να γελάω μαζί της. «Έλα Ιζαμπέλλα, σε πειράζω.» μου είπε εκείνη χαμογελώντας μου γλυκά. Ύστερα γύρισε στον Φίλιπ. «Υπάρχει κάτι ακόμα που θέλουμε από εσένα Φίλιπ.» του είπε. «Είναι κάτι πολύ σημαντικό και πρέπει να υποσχεθείς ότι δεν θα μιλήσεις σε κανέναν για αυτό.» συμπλήρωσα εγώ. «Έχετε τον λόγο μου Κόμισσες.» απάντησε εκείνος με μάτια που άστραφταν από ειλικρίνεια. «Θέλουμε να μάθεις τα πάντα για έναν άνθρωπο. Για εκείνον και την οικογένεια του.» «Τα πάντα.» επανέλαβε η Έμμα, «Είναι σημαντικό.» «Το θέμα είναι ότι δεν πρέπει να ακουστεί καθόλου ούτε το δικό μου όνομα ούτε και της Έμμα.» «Μπορείς να το κάνεις;» και οι δύο μας τον κοιτάζαμε με μεγάλη προσμονή. Εκείνος δεν το σκέφτηκε πολύ. «Το μόνο που χρειάζομαι είναι το όνομα.» είπε εκείνος και μας χαμογέλασε με αυτοπεποίθηση. «Έντουαρντ Κάλλεν.» είπαμε και οι δύο ταυτόχρονα.
*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*
Αγαπημένη μου Ιζαμπέλλα, Τίποτα δεν έχει αλλάξει από τότε που έφυγες και συγχρόνως όλα είναι διαφορετικά. Λείπεις από την παρέα μας και αυτό δεν είναι κάτι που περνάει απαρατήρητο. Όλα όσα μου περιγράφεις στο γράμμα για την καινούρια σου ζωή ακούγονται απίστευτα. ΠαρΆ όλο που μου λείπεις πάρα πολύ, χαίρομαι αφάνταστα για εσένα. Μην ανησυχείς για την Έμμα και την Νέστα. Είμαι σίγουρη ότι όταν σε γνωρίσουν καλύτερα θα σε συμπαθήσουν αμέσως. Όσο για τον Δούκα… φιλί στο μάγουλο; Με τα κορίτσια λιώσαμε στο γέλιο. Αλλά μην σε προβληματίζει αυτό κοριτσάκι μου. Μπορεί απλώς να μην θέλει να σε φέρει σε δύσκολη θέση. Είναι ένα καλό σημάδι. Εύχομαι να σου πάνε όλα καλά από εδώ και πέρα. Ξέρω ότι θα αντιμετωπίσεις αποτελεσματικά όλες τις δυσκολίες. Εγώ και τα κορίτσια θα είμαστε δίπλα σου όπως και να έχει. Προσευχόμαστε στην Θεά για εσένα. Να μας γράψεις γρήγορα ξανά, ανυπομονούμε. Σε φιλώ γλυκά.
Ντράγκοστε, Ορνέλα , Νατάιλα, Οριάνα. Ν.Ο.Ν.Ο.
Δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα από τα μάτια μου καθώς διάβαζα ξανά και ξανά το γράμμα που μου είχαν στείλει οι αδερφές μου. Όλα μου φάνταζαν ένα ψέμα. Ήξερα ότι θα ήταν δύσκολο μακριά τους όμως αυτό το αίσθημα του πόνου δεν θα μπορούσα να το είχα φανταστεί. Μου έλειπαν σαν να είχαμε το ίδιο αίμα. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η ψυχή μου είχε μείνει πίσω… μαζί τους. Ήθελα να τις δω, να τις σφίξω στην αγκαλιά μου, να τους πω όλα όσα είχαν συμβεί τις τελευταίες μέρες. Ένιωθα σαν να είχαν περάσει αιώνες.
Αισθανόμουν πολύ ευάλωτη. Ήξερα ότι δεν έπρεπε να τα σκέφτομαι όλα αυτά τώρα, ότι δεν ήταν αυτή η σωστή στιγμή για να διαβάσω εκείνο το γράμμα. Γιατί από στιγμή σε στιγμή…. Τρεις χτύποι στην πόρτα και ο Έντουαρντ μπήκε μέσα στην βιβλιοθήκη με ένα χαμόγελο. Όταν έκλεισε η πόρτα με πλησίασε και αμέσως μία ανήσυχη έκφραση επισκίασε το όμορφο πρόσωπο του. Γρήγορα ήρθε πιο κοντά μου. Εγώ σκούπισα βιαστικά τα δάκρυα μου με τα χέρια μου γυρίζοντας από την αντίθετη μεριά για να μην με βλέπει εκείνος. Κάθε μου κεφάλαιο ήταν αφιερωμένο σε αγαπημένα μου πρόσωπα ή πράγματα ή στιγμές.... Τώρα αυτό αλλάζει καθώς αυτό το κεφάλαιο είναι αφιερωμένο σε μερικές από τις πιο δύσκολες στιγμές που ευτυχώς πέρασαν πλέον για εμένα αλλά όπως φαίνεται είχαν και αυτές τον σκοπό τους.
Ζητώ συγνώμη για την καθυστέρηση του κεφαλαίου για ακόμα μία φορά, δυστυχώς τόσο η υγεία μου όσο και η ψυχολογία μου δεν μου επέτρεψαν να επισκέφτομαι πολύ συχνά το φόρουμ πόσο μάλλον να γράφω και να αφήνω κεφάλαια. Συγνώμη και πάλι.
Η σελίδα από χαρτί που κρατούσε στα χέρια της είχε σχεδόν μουσκέψει από τις κρυστάλλινες σταγόνες που έτρεχαν από τα μάγουλα της. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα και πρησμένα. Ακόμα ήταν πανέμορφη σαν άγγελος ακόμα και έτσι. Όλο το σκηνικό έπρεπε να είχε προκληθεί από την σελίδα που διάβαζε. Ένα γράμμα, συμπέρανα. Ήθελα να κάνω χίλια κομμάτια το χαρτί που την είχε πληγώσει τόσο. Πλήγωνε και εμένα μαζί ταυτόχρονα, δεν άντεχα να την βλέπω έτσι. Πλησίασα κι άλλο. Έκατσα δίπλα της στον βελούδινο καναπέ τις βιβλιοθήκης. Με το που κάθισα γύρισε απότομα προς το μέρος μου και προσπάθησε να χαμογελάσει. «Καλημέρα.» σχεδόν ψιθύρισε «Καλημέρα και σε εσένα.» είπα απλά. «Θες να αρχίσουμε το μάθημα…;» «Γιατί κλαις..;» είπα σκουπίζοντας άλλο ένα δάκρυ από το μάγουλο της. Εκείνη έκλεισε τα μάτια και πήρε μία βαθιά αναπνοή. «Δεν κλαίω.» αν δεν ήμουν τόσο ανήσυχος για εκείνη μπορεί και να γελούσα. Αντί για αυτό χάιδεψα τα μεταξένια της μαλλιά βυθίζοντας τα χέρια μου μέσα στις ζωηρές μπούκλες της. Την πλησίασα κι άλλο, κι άλλο.. και εκείνη μισάνοιξε τα χείλη της παίρνοντας μία κοφτή ανάσα. Αυτό ήταν. Κόλλησα με δύναμη το στόμα μου στο δικό της και την φίλησα με πάθος. Προσπαθούσα να της μεταγγίσω δύναμη, ενέργεια, ζωή… και άλλα συναισθήματα που ούτε και εγώ ο ίδιος δε ήξερα τι σήμαιναν.! Εκείνη ξάπλωσε πάνω στα βελούδινα μαξιλάρια και με τράβηξε επάνω της. Έβαλε τα χέρια της πίσω στο σβέρκο μου και με χάιδεψε απαλά κάνοντας με να ανατριχιάσω. Εγώ μετακίνησα τα χέρια μου από τα μαλλιά της στο πρόσωπο της… Ήθελα να αγγίξω το σώμα της, τις αισθησιακές τις καμπύλες, ήθελα να ξεφορτωθεί αυτό το υπέροχα βασανιστικό φόρεμα που τόνιζε τόσο ωραία το μπούστο της, την λεπτή της μέση… Το να σκέφτομαι έτσι δεν βοηθούσε καθόλου την κατάσταση. Η Ιζαμπέλλα ήταν απαγορευμένος καρπός. Ήταν αλήθεια ότι μπορούσα να έχω όποια ήθελα, αλλά όχι εκείνη. Εκείνη άνηκε αλλού. Ότι και να έλεγε. Πετάχτηκα όρθιος σαν να μου είχαν πετάξει κρύο νερό στο πρόσωπο. Γύρισα από την αντίθετη κατεύθυνση και σκέπασα το πρόσωπο μου με τα χέρια μου… Θεέ μου τι έκανα; «Σε παρακαλώ μην γίνεις ψυχρός πάλι…» είπε με φωνή που έσπαγε. «Δεν μπορώ πλέων.» Είπα και ξανά κάθισα στον καναπέ δίπλα της. «Θα μου πεις γιατί έκλαιγες;» «Είναι ένα γράμμα από τις φίλες μου…» μου είπε και μου έδειξε το χαρτί που είχε πέσει στον πάτωμα. «Λέει κάτι κακό;» «Όχι… αλλά μου λείπουν οι φίλες μου, εκείνες είναι όλες μαζί όπως πάντα, αλλά εγώ είμαι εδώ μόνη μου.» ακούγοντας τα λόγια της μου βγήκε ενστικτώδες ένα αίσθημα προστασίας απέναντι της. Ήθελα να της πω ότι δεν ήταν μόνη, ότι είχε εμένα. Αλλά πως μπορούσα να την γεμίσω με ελπίδες και αισθήματα που ούτε εγώ δεν ήξερα αν όντως υπήρχαν; Αντί για αυτό δεν είπα τίποτα και απλώς την τράβηξα ξανά στην αγκαλιά μου. «Όλα θα πάνε καλά.» της είπα καθησυχαστικά και την φίλησα στο μέτωπο. Εκείνη δεν απάντησε… μείναμε για λίγη ώρα έτσι, αγκαλιασμένοι και σιωπηλοί. «Μπορούμε να αρχίσουμε το μάθημα αν θες.» μου είπε εκείνη σιγανά ύστερα από μερικές στιγμές ακόμα. «Δεν έχει μάθημα σήμερα.» της είπα και της χάρισα ένα πλατύ χαμόγελο, εκείνη έκανε το ίδιο. «Δηλαδή;» «Η μέρα έξω είναι υπέροχη. Και νομίζω ότι θα καταφέρουμε να βρούμε ένα μέρος που να μην φαινόμαστε….» αυτομάτως σηκώθηκε και μου έπιασε το χέρι τραβώντας με να σηκωθώ. «Ναι, ναι, ναι, ναι!» μου είπε και το πιο όμορφο χαμόγελο στον κόσμο έκανε την εμφάνιση του. Το δικό της.
*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*
Σπόιλερ:
«Η Ορνέλα έχει τα πιο όμορφα μάτια στον κόσμο, είναι πολύ δυναμική και ετοιμόλογη. Είναι αστεία όσο δεν πάει και μερικές φορές μπορεί να γίνει καυστική, αλλά δεν το κάνει ποτέ για να πληγώσει τον άλλον… με ορισμένες εξαιρέσεις.» «Ενδιαφέρον» «Η Νατάιλα είναι πολύ ξεχωριστή. Δεν μοιάζει με καμία άλλη κοπέλα που ξέρω. Κάνει όνειρα και ας ανατρέπονται συνέχεια… κάνει πολλά όνειρα. Δεν είναι καθόλου αισιόδοξη όμως δεν έχει σημασία για εκείνη. Είναι πολύ ευχάριστη όταν έχει τα κέφια της και δεν πίνει ποτέ.» «Εσύ, πίνεις;» «Αρκετά αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Η Ντράγκοστε έχει κοφτερό μυαλό και ευαίσθητη καρδιά. Της αρέσει να ζει έντονα και να περνάει καλά. Είναι ένα κορίτσι που ξέρει να αγαπάει στΆ αλήθεια. Τυχερό το παλικάρι που θα την κερδίσει. Προσέχει πάρα πολύ τους ανθρώπους γύρω της και αλίμονο αν κάποιος στεναχωρήσει τις φίλες της.» «Να προσέχω δηλαδή;» «Σκοπεύεις να με στενοχωρήσεις;» μου είπε κρατώντας μου ψεύτικα μούτρα. «Δεν είναι αυτό το θέμα μας.» την μιμήθηκα για να αποφύγω την ερώτηση. Εκείνη συνέχισε. «Η Οριάνα είναι απίστευτη. Ανατρεπτική, αυθόρμητη, θαρραλέα. Είναι πάντα εκεί για εσένα την ώρα που χρειάζεσαι κάποιον να σου πει ότι όλα θα πάνε καλά. Την λατρεύεις εύκολα.» Εγώ νόμιζα ότι είχα λατρέψει εκείνη πολύ εύκολα. Πολύ εύκολα είχα ξεχάσει την ταπεινωτική της καταγωγή έτσι όπως της είχα υποσχεθεί. Πολύ εύκολα είχα ξεχάσει πως η Φυλή της είχε καταστρέψει την οικογένεια μου χωρίς καμία τιμωρία. Πολύ θα ήθελα να ξεχάσω. Να χαθώ στην πανέμορφη εικόνα της ανάμεσα στα λουλούδια του κήπου που όμως δεν μύριζαν πιο όμορφα από εκείνη. Το μελωδικό κελάηδημα των πουλιών δεν ξεπερνούσε την δική της κρυστάλλινη φωνή κι ομορφιά της φύσης δεν έφτανε την δική της. «Ακούγονται ιδανικές φίλες.» «Ιδανικές ή όχι. Αυτές είναι οι φίλες μου.» «Και με την Έμμα; Τι γίνεται με την Έμμα.» «Χα, με την Έμμα ήταν σαν τον έρωτα με την πρώτη ματιά. Με τα κορίτσια έκανα καιρό να δέσω αν και τα ξέρω πολλά χρόνια. Με την Έμμα ήταν διαφορετικά. Απλώς είπαμε ότι θα γίνουμε φίλες και γίναμε αδερφές. Ταιριάζουμε πολύ. Θέλουμε τα ίδια πράγματα, τα όνειρα μας συναντιούνται. Με καταλαβαίνει, με νιώθει. Τα μάτια της λάμπουν και έχει το πιο όμορφο χαμόγελο που έχω δει. Σαν να βγαίνει κατευθείαν από την καρδιά της. Έχει καλή καρδιά βλέπω ότι προσπαθεί να με προστατέψει και να με βοηθήσει από την πρώτη στιγμή που ήρθα εδώ. Αν ήταν να φύγω από το κάστρο θα δυσκολευόμουν τόσο πολύ να την αφήσω. Θα μου έλειπε πολύ….» “Αν ήταν να φύγω από το κάστρο” να έφευγε και να πήγαινε που; Μακριά στον καταυλισμό. Μακριά μου. Ελάχιστες μέρες πριν θα το επιθυμούσα σαν τρελός τώρα όμως δεν το ήθελα. Ένιωθα ότι ήταν πολύ νωρίς για να την χάσω αν και παρΆ όλα αυτά δεν ήξερα αν θα ήταν ποτέ αρκετός ο χρόνος. «Πες μου για την αδερφή σου. Την Eυαντζελίν.» «Τι να σου πω για εκείνη. Έχει τρέλα με το τι φοράει κάτι τρελές φίλες που την παρασύρουν, με ορισμένες εξαιρέσεις φαγητού και ύπνου δεν κάθετε ποτέ μέσα στο σπίτι, δεν υπάρχει κανένας τρόπος να την συγκρατήσω και ο μόνος λόγος που κοιμάμαι ήσυχος τα βράδια είναι μία εξωφρενική υπόσχεση ότι θα προσέχει.» «Είναι καλό που έχει φίλες Έντουαρντ. Ζει σαν κορίτσι της ηλικίας της και έχει και μία επίβλεψη.» «Επίβλεψη από της φίλες της;» «Οι φίλοι είναι οι καλύτεροι κριτές, αν την αγαπάνε δεν θα την αφήσουν να κάνει τίποτα λάθος.» μιλούσε με πολύ πάθος για την φιλία. Παραλίγο να ξεχάσω πως ήταν σχεδόν στην ίδια ηλικία με την αδερφή μου. «Αν κάνει κάτι λάθος θα φταίω εγώ.» «Νιώθεις ικανοποίηση γεμίζοντας τον εαυτό σου με ενοχές; Θα μπορούσε να είχε παντρευτεί. Είναι μεγάλη κοπέλα πια. Συντηρεί ολόκληρο σπίτι και έναν άντρα σαν και εσένα που οφείλω να ομολογήσω δεν είναι και εύκολο να αντέξεις.» είπε εκείνη γελώντας σαν μικρό παιδί. «Μην την υποστηρίζεις να χαρείς. Αυτό μου έλειπε τώρα!» «Εντάξει, εντάξει σταματάω.» κοίταξε γύρω της και ήρθε πιο κοντά μου… «Εξάλλου έχω κάτι καλύτερο στο μυαλό μου.» είπε και χαμογελώντας με τράβηξε από τον γιακά του πουκαμίσου μου. Εγώ χωρίς δεύτερη σκέψη την υποδέχτηκα στην αγκαλιά μου και ένωσα τα χείλη μας όσο πιο γρήγορα μπορούσα.
*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*~*
«Το αγαπημένο σου λουλούδι;» με ρώτησε ενώ κάναμε την βόλτα της επιστροφής ανάμεσα στον πανέμορφο κήπο. «Κόκκινο τριαντάφυλλο.» είπα χαμογελώντας του. Δεν πίστευα ότι θα μου έκανε μία τόσο απλή, καθημερινή ερώτηση που θα μπορούσε να κάνει πολύ εύκολα ένας άντρας στην αγαπημένη του. «Το δικό σου;» «Τα άνθη πορτοκαλιού. Μου αρέσει η μυρωδιά.» είπε σηκώνοντας τους ώμους του δήθεν αδιάφορα. «Αν πιάνονται.» προσπάθησε να κρύψει το πονηρό χαμόγελο του χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Ήταν εμφανές ότι αναφερόταν στο άρωμα που φορούσα, δημιουργημένο από σκόνη ανθών πορτοκαλιού που είχα αποκτήσει μετά από την τελευταία μου βόλτα στην αγορά του καταυλισμού. Ήταν το μόνο που φορούσα εδώ και μέρες. Με ικανοποιούσε πολύ που του άρεσε αυτό το άρωμα. Μου άρεσε και εμένα απίστευτα. «Θες να μυρίσεις λίγο ακόμα;» του είπα πιάνοντας το χέρι του και φέρνοντας τον πιο κοντά μου. Εκείνος όμως πολύ απαλά έπιασε το χέρι μου το φίλησε και το τοποθέτησε γύρω από το μπράτσο του έτσι ώστε να προχωράμε αγκαζέ. «Δεν μπορούμε εδώ ομορφιά μου. Φαινόμαστε.» σκέφτηκα να του πω ότι έτσι και αλλιώς ήμασταν υπό παρακολούθηση και ότι θα τους κάναμε πολύ μεγάλη χάρη μάλιστα εάν μας έβλεπαν έτσι. Κρατήθηκα όμως. Δεν θα άφηνα την Νέστα να κερδίσει το παιχνίδι έτσι εύκολα. Δεν θα έπεφτα στην παγίδα. Ήμουν πλέων σίγουρη ότι ο Έντουαρντ δεν ήταν μέρος του σχεδίου της. Δεν θα μπορούσε να είναι. Έτσι αποφάσισα ότι θα το εκμεταλλευόμουν αυτό. Θα έκανα μία συζήτηση μαζί του. Είχα το πιο δυνατό μου χαρτί. Τον Έντουαρντ. Και ας κερδίσει η καλύτερη!
Αφιερωμένο στις παλιές αγάπες. Γιατί "ότι αξίζει πονάει και είναι δύσκολο".
Είχαμε απομείνει μόλις τέσσερις. Είχα συνηθίσει τον αριθμό πέντε. Το πέντε είναι ο αριθμός που πάντα δραστηριοποιείται. Το πέντε είναι πολύ πολυπράγμων στο σημείο να ανακατεύεται σε θέματα άλλων και μπορεί να γίνει μια μικρή άμβλυνση σε μια κακή ημέρα. ¶λλα χαρακτηριστικά είναι η καιροσκοπία, απεραντοσύνη, ερωτική δραστηριότητα και δογματικότητα. Κατά κάποιο τρόπο μου άρεσε αυτή η εξήγηση του αριθμού. Έμοιαζε ασυνήθιστα με την παρέα μας. Η τελευταία συγκέντρωση μας με τα κορίτσια ήταν τότε που είχε έρθει το γράμμα της Ιζαμπέλλα. Είχαμε τρελαθεί από την χαρά μας ειδικά επειδή όλες πιστεύαμε ότι θα ήταν πολύ απασχολημένη με την καινούρια της ζωή για να μας θυμάται. Η δεύτερη έκπληξη ήταν το πόσο γρήγορα είχε πάρει την απόφαση να μας στείλει. Σαν να ήταν το πρώτο πράγμα που έκανε με το που πήγε. Η σημερινή συνάντηση ήταν ένα καθαρό συμβούλιο. Το είχε καλέσει η Ντράγκοστε και είπε ότι ήταν κάτι σημαντικό. Τα υπόλοιπα κορίτσια συμφώνησαν αμέσως ξαφνιάζοντας με. Φαίνεται πως μόνο εγώ δεν είχα ιδιαίτερα νέα να ανακοινώσω. Το χρώμα του ουρανού ήταν σχεδόν μωβ όταν βγήκα από το σπίτι μου. Βασικά ήταν μία μίξη γαλάζιου, μενεξεδί και κίτρινου. Πολύ όμορφος συνδυασμός. Το φεγγάρι ήταν απίστευτα όμορφο περιτριγυρισμένο από αυτά τα χρώματα έχοντας φτάσει σε μία φάση που είχε περάσει την μέση μόλις λίγες μέρες. Δεν καταλάβαινα την βιασύνη του συμβουλίου. Έτσι και αλλιώς η παραμονή πλησίαζε. Όταν έφτασα στο ποτάμι βρήκα όλες τις αδερφές μου να με περιμένουν ήδη εκεί συζητώντας ανάλαφρα. Σχεδόν όλες. Δεν μπορούσα ακόμα να συνηθίσω την απουσία της Ιζαμπέλλα. Δεν ήξερα και αν καμία από τα υπόλοιπα κορίτσια μπορούσε, δεν συζητούσαμε για αυτό συχνά και ούτε την αναφέραμε χωρίς λόγο. «Γεια.» είπα αδιάφορα, τις αγκάλιασα μία μία και μετά κάθισα μαζί τους ανάμεσα στην Ντράγκοστε και την Νατάιλα. «Τώρα που είμαστε όλες εδώ δεν θέλω να καθυστερήσω άλλο. Εξάλλου νυχτώνει όπου να ναι.» ξεκίνησε η Ντράγκοστε. «Συγκάλεσα αυτό το συμβούλιο γιατί θέλω να ανακοινώσω κάτι πολύ σημαντικό και δεν μπορούσε να περιμένει μέχρι την παραμονή της Εκάτης. Όπως σας έχω πει υπάρχει κάποιος ξεχωριστός στην ζωή μου από την γιορτή της αρχής της άνοιξης.» κοίταξε συνωμοτικά την Οριάνα . «Ναι αυτός ο Εμιλιάνο.» είπε η Νατάιλα ανυπόμονα. «Συνέχισε.» «Είναι ένα υπέροχο παιδί. Διαφορετικός από τους προηγούμενους. Με προσέχει, μου φέρετε γλυκά, στοργικά. Αν και διαφωνούμε σε ορισμένα πράγματα ταιριάζουμε πολύ σαν χαρακτήρες και περνάμε πολύ καλά μαζί. Νιώθω ευτυχισμένη, ερωτευμένη και πλήρης μαζί του. Κάτι που δεν έχει ξαναγίνει. Τον ερωτεύομαι όλο και πιο πολύ όσο περνάει ο καιρός κάτι που με κάνει να αισθάνομαι ανασφάλεια.» «Και εμένα.» σχολίασα διστακτικά. «Δεν θέλω να πέσεις από τα σύννεφα Ντράγκοστε.» «Το ξέρω Ορνέλα.» είπε και χαμογέλασε. Για αυτόν τον λόγο θέλω να τον γνωρίσετε. Η έκπληξη ήταν φανερή ανάμεσα μας. Ακόμα και η Οριάνα ξαφνιάστηκε που είναι πιο κοντά με την Ντράγκοστε και της έλεγε κάποια πράγματα παραπάνω. Χαχανητά ξέφυγαν από όλες μας καθώς την κοιτάζαμε με φανερή επιδοκιμασία. Ήταν ένα μεγάλο βήμα αυτό για την Ντράγκοστε, σαν να σοβάρευε σιγά, σιγά και αυτή. Σαν να προσπαθούσε να κατασταλάξει. «Μιλάς σοβαρά;» την ρώτησε η Νατάιλα γεμάτη ενθουσιασμό. «Σοβαρότατα!» της απάντησε η Ντράγκοστε με το ίδιο χαμόγελο μόνιμα κολλημένο στα χείλη της. «Αχ είμαι πολύ περιφανή για εσένα ομορφιά μου.» της είπε η Οριάνα και την αγκάλιασε. «Και εγώ.» είπα με ειλικρίνεια. «Ωραία. Σε τρεις μέρες από τώρα ίδια ώρα.» «Έγινε.» είπα και τα κορίτσια συμφώνησαν. «Υπέροχα. Μπορούμε να γράψουμε και ένα γράμμα στην Ιζαμπέλλα που να της λέμε τα πάντα. Σαν να ήταν εδώ.» πρότεινε η Νατάιλα. «Ναι. Θα γράψουμε όλες τα σχόλια μας. Χαχαχα.» είπε η Οριάνα διασκεδάζοντας το καθώς φαινόταν απόλυτα έτοιμη για πικρόχολα σχόλια. «Ναι φαντάζομαι.» σχολίασε η Ντράγκοστε δήθεν τρομοκρατημένη «Θα της γράψω και κάποια πράγματα που θέλω και εγώ.» είπε και τα μάτια της χάθηκαν στο κενό. «Έλα Ντράγκοστε όλα καλά θα πάνε.» της είπα και της έκλεισα το μάτι. «Το ελπίζω.» είπε απλά. «Χωρίς να θέλω να χαλάσω το όμορφο κλίμα που έχει δημιουργήσει η Ντράγκοστε. Θέλω και εγώ να πω κάτι.» ξεκίνησε η Οριάνα. «Μία μέρα μετά αφού γνωρίσουμε τον Εμιλιάνο θα φύγω.» αυτό με έκανε να πεταχτώ πραγματικά από την θέση μου και να σηκωθώ στα γόνατα. «Δεν κατάλαβα που θα πας;» είπα ταραγμένη. Δεν ήθελα να φύγει άλλη μία από τις φίλες μου δεν θα το άντεχα. Εκείνη μου χαμογέλασε ψύχραιμα. «Ηρέμισε Ορνέλα δεν θα πάω πολύ μακριά. Μέχρι το διπλανό χωριό μόνο για τρεις τέσσερις μέρες. Απλώς θεώρησα σωστό να σας ενημερώσω. Δεν είναι μεγάλο θέμα.» ένιωσα το χέρι της Νατάιλα να με τραβάει προς τα κάτω και πιο κοντά της και έπειτα το δεύτερο χέρι της να τυλίγεται γύρω μου. «Όλα καλά.» είπα προσπαθώντας να ανακτήσω την ψυχραιμία μου. «Καλά να περάσεις κουκλίτσα.» της είπε η Ντράγκοστε χαϊδεύοντας την στον ώμο. «Και να γυρίσεις σύντομα.» διευκρίνισα εγώ χαμογελώντας της αμήχανα. Ήμουν υπερβολική και εγώ. Το ήξερα. Όμως ήταν πολύ πρόσφατο αυτό που είχε γίνει με την Ιζαμπέλλα και δεν το είχα ξεπεράσει ακόμα. Η Οριάνα μου χαμογέλασε γλυκά. «Θα γυρίσω.» μου υποσχέθηκε. «Σειρά μου.» είπε σχεδόν βιαστική η Νατάιλα. Απορούσα πως τόση ώρα δεν είχε πάρει τον λόγο αν ήθελε να πει κάτι και έτσι γύρισα και την κοίταξα στριμωγμένη μέσα στην αγκαλιά της. Τότε κατάλαβα. Μία ρυτίδα έκφρασης ζάρωνε το μέτωπο της δηλώνοντας την ανησυχία της. Ήταν προβληματισμένη. Δεν ήξερε ακόμα αν μπορούσε να πει αυτό που ήθελε. Περίεργη καθώς ήμουν την ενθάρρυνα. «¶ντε κοριτσάκι μου μην μας κρατάς σε αγωνία.» «Δεν είναι εύκολο αυτό που θα πω Ορνέλα μου. Δεν είναι καλό νέο.» «Έχεις κάποιο πρόβλημα μάτια μου;» την ρώτησε η Ντράγκοστε θερμά. «Όχι. Δεν αφορά εμένα αλλά κάποια άλλη στην παρέα. Για αυτό είναι τόσο δύσκολο. Αλλά καλύτερα να το μάθει τώρα.» «Ποια αφορά Νατάιλα. Μίλα!» την παρακίνησε η Οριάνα. «Να το ξαναπώ; Δεν είναι καθόλου εύκολο. Πρώτα να πω ότι είναι κάποιο είδους νέο, φήμη, κουτσομπολιό.» «Εντάξει, καταλάβαμε, παρακάτω.» είπε η Ντράγκοστε «Αφορά εσένα Ορνέλα.» μου είπε αργά. «Το περίμενα.» είπα ξεφυσώντας. Απομακρύνθηκα λίγο από εκείνη έτσι ώστε να μπορώ να την κοιτάζω στα μάτια. Είχα αυτή την αίσθηση από τη αρχή. Ίσως για αυτό δεν ανυπομονούσα και τόσο για αυτό το συμβούλιο αν και ήθελα πολύ να δω τις αδερφές μου. «Ακούω.» είπα και η Ντράγκοστε με τη Οριάνα ήρθαν η μία αριστερά μου και η άλλη δεξιά μου για να με στηρίζουν. Δεν περίμενα να ακούσω και κάτι τραγικό όμως ήθελα να τις έχω δίπλα μου. Έγειρα λίγο στη Ντράγκοστε και περίμενα. «Πρόκειται για τον Νίκολας.» φυσικά…. Ποιος άλλος; «Πες μου μόνο ότι είναι καλά. Έχω μέρες να τον δω.» είπα ανήσυχα. «Είναι μία χαρά. Όμως ακούγεται για αυτόν δηλαδή…. Η μάνα μου το είπε.» έκανε μία παύση και μετά συνέχισε. «Μάλλον αρραβωνιάζεται.» Ένιωσα την καρδιά μου να χάνει έναν χτύπο, το στομάχι μου να δένεται κόμπο και τα χέρια μου να ιδρώνουν. «Τι;» ρώτησα παγωμένα. «Ορνέλα είναι απλώς μία φήμη, το θέμα είναι ότι πρέπει να το συζητήσετε.» μου είπε καθησυχαστικά η Νατάιλα όμως ήταν ήδη πολύ αργά. Ο πανικός έρεε στις φλέβες μου σαν δηλητήριο που εξαπλωνόταν ραγδαία. «Δεν μπορεί, δεν μπορεί… Θα μου το έλεγε.» αναλογίστηκα δυνατά «Είμαι η καλύτερη του φίλη.» δήλωσα και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι αυτός ο τίτλος δεν μου αρκούσε. Ήθελα κάτι παραπάνω από αυτό. «Ηρέμισε Ορνέλα. Ορνέλα.» με ταρακούνησαν τα κορίτσια. «Όλα καλά θα πάνε.» είπε η Οριάνα. «Δεν γίνεται να τελειώσει άσχημα αυτό μεταξύ σας.» μου είπε μαλακά η Ντράγκοστε. «Κι αν έχει ήδη τελειώσει κορίτσια; Αν είναι πια πολύ αργά;» αναρωτήθηκα χαμένη σε πιθανά σενάρια και εκδοχές. Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να είναι εκείνος ευτυχισμένος. Πως γίνεται να με πονάει η ευτυχία του; Να νιώθω πικραμένη και προδομένη; Αισθανόμουν πραγματικά να ασφυκτιώ όμως δεν ήθελα να απαλλαγώ από το σφιχτό κράτημα των κοριτσιών. Οι αδερφές μου με κρατούσαν προσγειωμένη. Με κρατούσαν και με προστάτευαν από το να κάνω κάποιο μεγάλο λάθος σε αυτή την στιγμή αδυναμίας. Δεν μου άρεσε να νιώθω έτσι, ούτε καν να φαίνομαι αδύναμη. Ίσως για αυτό να μην είχαν ξεφύγει ακόμα δάκρυα από τα σφραγισμένα μάτια μου. «Ορνέλα;» ρώτησε η Νατάιλα χαϊδεύοντας το μάγουλο μου. «Όλα καλά. Όλα καλά.» έλεγα και ξανάλεγα. Έπειτα ξεφύσησα δυνατά και άφησα το κορμί μου να πέσει προς τα πίσω. Τα κορίτσια με αντέγραψαν. Έμεινα να κοιτάζω τον έναστρο σκοτεινιασμένο ουρανό πολύ ώρα. Που ήταν τώρα η Μεγάλη Θεά; Τι είχε πάει στραβά; Τι είχα κάνει λάθος πια; Όλες αυτές οι απορίες μαζί με βλασφημίες που μου ήταν πολύ δύσκολο να συγκρατώ τριγύριζαν στο μυαλό μου σαν τις άδικες κατάρες. Μα ένα ήταν το κύριο ερώτημα. “Τι θα έκανα από εδώ και πέρα;”
Αυτό που θέλω να πω με αφορμή αυτό το κεφάλαιο δεν αφορά κάποια δική μου αφιέρωση. Σήμερα είχα μία επίσκεψη στο χαμόγελο του παιδιού της κορίνθου και τα πράγματα εκεί δεν πάνε καλά καθώς οι άνθρωποι εκεί που τους έχουν παραχωρίσει το σπίτι θέλουν να τους το πάρουν πίσω για να βρεθούν έτσι απλά 50 ψυχές στον δρόμο. Είναι πολύ δύσκολο ενώ ζεις μία κανονική ζωή να ξεχάσεις για λίγο τα προβλήματα σου και να ενδιαφερθείς για τον διπλανό σου. Η αλήθεια είναι όμως ότι όλα εμείς είμαστε παιδιά με τις ίδιες ανάγκες. Αυτά τα παιδιά έχουν προβλήματα τόσο σημαντικά που ένα παιδί μίας κανονικής οικογένειας ούτε που φαντάζεται. Ας αναλογιστεί λοιπόν ο καθένας μας πόσο σημαντικά είναι τα προβλήματα μας τελικά και κατα πόσο αξίζουν την αγωνία μας. Καλό θα ήταν όλοι μας να ενδιαφερθούμε για πιο σημαντικά προβλήματα που ίσως αυτά τα παιδιά να αντιμετωπίζουν. Εγώ εύχομαι απλώς το χαμόγελο του παιδιού να συνεχίσει να λάμπει.! Ν.