Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.
Η συνέχεια της διάσημης σειράς βιβλίων έρχεται στα βιβλιοπωλεία στις 4 Αυγούστου με τίτλο «Midnight Sun» και αφηγείται την ιστορία του «Λυκόφωτος» από την πλευρά του Edward Cullen.
"Bella is with Edward. She's a part of this family, and we protect our family."
Carlisle Cullen, Twilight
Character of the Week
Rosalie Lillian Hale
(born 1915 in Rochester, New York) is a member of the Olympic coven.
She is the wife of Emmett Cullen and the adoptive daughter of Carlisle and Esme Cullen, as well as the adoptive sister of Jasper Hale (in Forks, she and Jasper pretend to be twins), Alice, and Edward Cullen.
Rosalie is the adoptive sister-in-law of Bella Swan and adoptive aunt of Renesmee Cullen, as well as the ex-fiancée of Royce King II.
Στο κατώφλι µιας νέας εποχής για τη Ροδεσία, η Μάντριγκαλ, έχοντας χάσει τον άντρα της λίγες µονάχα ώρες µετά τον γάµο τους, θρήνησε βαθιά την απώλειά του και αποφάσισε να ζήσει µε τη θύµησή του. Όµως δεν φαντάστηκε ποτέ πως θα της ζητούσαν να πάρει τη θέση της συζύγου του βασιλιά.
Ο βασιλιάς Έντουαρντ, αφού γνώρισε την απόλυτη ευτυχία δίπλα στη γυναίκα που λάτρεψε όσο καµία, την ¶µπερλιν, δέχτηκε το σκληρότερο χτύπηµα της µοίρας όταν εκείνη πέθανε πριν προλάβει να φέρει στον κόσµο το παιδί τους. Ωστόσο, προκειµένου ν' ανταποκριθεί στα βασιλικά του καθήκοντα και να χαρίσει έναν διάδοχο στη Ροδεσία, είναι υποχρεωµένος να παντρευτεί ξανά και απ' όλες τις υποψήφιες επιλέγει τη Μάντριγκαλ.
Μήπως όµως το όνοµα της νέας του συζύγου κουβαλά µια σκοτεινή µοίρα; ¶ραγε υπάρχει ελπίδα να αλλάξει το πεπρωµένο; Θα καταφέρει η Μάντριγκαλ να ξυπνήσει την αγάπη στην καρδιά του άντρα και βασιλιά της; Κι εκείνος θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τα αισθήµατά του πριν χάσει τα πάντα για άλλη µια φορά;
Εφτασε το καλοκαίρι και η δουλειά έχει ελλαττωθει,δουλεύω σε εταιρία κετερινκ και συνήθως δεν έχουμε πολύ δουλειά. Στο Φοίνιξ οπου μένω έχει πολύ ήλιο και μου αρέσει πάρα πολύ,ζω με τους γονείς μου τον Τσάρλι και την Ρενε,με αγαπάνε πολύ οπως και εγώ άλλωστε,αυτο έχει ως συνεπεια να είναι υπερπροστατευτικοι έτσι οταν η κολλητη μου η Αλις μου προτεινε να πάμε στο Ρίο διακοπές δεν το είδαν με καλο μάτι ειδικά ο πατέρας μου. Ήμουν και εγώ διατακτική διοτι ούτε χρηματα είχα για ένα τέτοιο ταξίδι ούτε και ορεξη να με σέρνει η Αλις,παρ'ολα αυτά η Αλις φροντισε να πείσει-καθησυχασει τους γονείς μου αλλά και εμενα λέγοντάς μου πως αναλάμβανε ολα τα έξοδα μιας και είχε την δυνατοτητα,δεχτηκα ομως με την προυποθεση να της φτιάχνω φαγητά δωρεάν οποτε εκανε πάρτι.Έτσι ήμασταν έτοιμες να φύγουμε οταν χτύπησε η πορτα,ανοίγω και ηταν ο Τζεικομπ ο καλύτερος μου φιλος που έχουμε μεγαλώσει μαζί. -Λοιπον θα πας στο Ρίο; -Ναι Τζεικ,την ξερεις την Αλις αν δεν δεχομουν δεν θα μου το συγχωρούσε. -Ναι την ξέρω, και ποσο θα κατσετε; -Τρεις εβδομάδες,είναι εντολή,εσύ δεν θα πάς πουθενά; -Θα παω στο εξοχικο του Σεθ -Ωραία,Τζεικ πρέπει να φύγω θα τα πούμε,να περνας καλά. -Να προσεχεις Μπελλα. Αφού χαιρετησα τον Τζεικ πήγα γρήγορα με ένα ταξί στο αεροδρομιο που με περιμενε μια εξαλη Αλις προφανώς γιατί είχα αργήσει. -Επιτελους,μας εκανες την τιμή,λίγο ακομα και θα χαναμε την πτήση,θες να με πεθανεις; -Ηρέμησε καλή μου, απλά ήρθε απο το σπίτι ο Τζεικ για να με χαιρετήσει. -Α! πάλι αυτος ακομα και τώρα θέλει να μπλεκεται.Ας είναι πάμε τώρα γρήγορα μην χάσουμε την πτήση. Δεν είπαμε τίποτα άλλο ανεβήκαμε στο αεροπλάνο και ενώ η Αλις χαζευε ένά περιοδικο εγώ κοίταζα απο το παράθυρο το Φοίνιξ να ξεμακρενει. Η συμπεριφορά της Αλις οσον αφορα τον Τζεικ δεν ηταν απροβλεπτει δεν τον συμπαθούσε ιδιαιτερα και μπορώ να πω πως τα αισθηματα ηταν αμοιβαία.Υπήρχε ένας ανταγωνισμος μεταξύ τους οσον αφορα τα αισθηματα που είχα για τον καθένα και πια υπερτερούσαν,μάταια προσπαθουσα να τους δώσω να καταλάβουν πως τους αγαπούσα το ιδιο,ελπίζω αυτο να αλλάξει κάποτε.Μετά απο ένά πολύωρο ταξίδι τα ποδια μας πάτησαν στο Ρίο το οποίο ήταν πραγματικά πανέμορφα
nansypap New Moon Victim
Ηλικία : 33 Τόπος : Πάτρα Αριθμός μηνυμάτων : 100 Registration date : 29/09/2011
Αφού φτάσαμε μπήκαμε μέσα σε ένά ταξί για να μας πάει στο ξενοδοχείο μας. Σε ολη την διαδρομή ενθουσιαστηκα με αυτο που αντικρζα, πρώτη φορά ταξίδευα και σε συνδιασμο με το οτι απλά αυτο το μέρος ήταν οπως την ονομαζαν χωρίς καμιά υπερβολή "θαυμάσια πολη". Καθώς διασχιζαμε τους δρομους πεζοδρομοι με μαυροασπρα μωσαϊκά περνούσαν μπροστά απο τα μάτια μας , άνθρωποι απλοί μας χαιρετουσαν πραγματικά ήμουν απλά με το στομα ανοιχτο. Η Αλις περιττω να πω πως ήταν ικανοποιημενη με την αντίδρασή μου λέγοντάς μου πως για ακομη μια φοράείχε δίκιο που επεμενε να έρθουμε. Ύστερα απο λίγη ώρα φτάσαμε στο ξενοδοχείο μας το οποίο ήταν το κατι άλλο.
Κάτι τέτοιο δεν είχα δει ποτέ στην ζωή μου ολη η πολυτέλεια ήταν εδώ,απλά φοβομουν και τρομαζα και μονο να σκεφτω ποσο θα καστηζε αυτο,αν και η Αλις δεν είχε προβλημα χρημάτων εγώ εξακολουθουσα να ανυσηχω και να νιώθω άβολα ομως η Αλις για ακομα μια φορά διεσθανθηκε την ανυσηχεια μου. -Λοιπον,πως σου φαίνεται; -Αλις είναι τέλειο,απλά δεν νομίζω πως θα φτάσει μια ζωή για να σου μαγειρευω ακομα και αν το κανω κάθε μέρα. -Μπελλα σου έχω πει χιλιάδες φορές να αφεθείς και απλά να διασκεδασεις,με το να σκεφτεσαι δεν θα καταφερεις τίποτα.Υποσχεσου μου πως δεν θα κάβα γκρινιαξεις γιατί θα σε σκοτώσω. -Εντάξει θα περάσω καλά.Το υποσχομαι. -Ωραία λοιπον πάμε μέσα να τακτοποιηθουμε. Έτσι μπήκαμε μέσα στο εσωτερικο του ξενοδοχείου που ξεχείλιζε απο πολυτέλεια. -Καλώς ήρθατε στο Copacabana Palace. Μας χαιρετησε ο ρεσεψιονιστ. Αφού μας έδωσε το κλειδί μας ανεβήκαμε πάνω και μπαίνοντας στην σουίτα εντυπωσιαστικα.
Ένα μεγάλο δωμάτιο η μάλλον σουίτα απλωνωταν μπροστά μου,δεν είχα συνηθησει τοση πολυτέλεια και οι αντιδράσεις μου ήταν δικαιολογημένες,η Αλις είχε μεγαλώσει μέσα σε τέτοιο περιβάλλον και ήταν φυσικο για εκείνη.Αφού τακτοποιησαμε τα πράγματά μας κοίταξα καλύτερα το δωμάτιο.Υπήρχαν δύο μπαλκονοπορτες οι οποίες είχαν πανοραμική θέα στην παραλια Copacabana,ήταν φανταστικο.Το μπάνιο ήταν μαρμάρινο και είχε τζακουζι.Ζούσα σε ένά ονειρο. -Μπελλα σήκω να πάμε για φαγητο,πιναω πολύ. Κατεβηκαμε κάτω και πήγαμε στο Pergula ένα εστιατοριο με παραδοσιακά βραζιλιανικα φαγητά τα οποία ήταν υπέροχα.Αφού φάγαμε ανεβήκαμε πάνω και ετοιμαστηκαμε για ύπνο. -Λοιπον Μπελλα κοιμησου καλά γιατί αυριο έχω ετοιμάσει γεμάτο προγραμα,πρέπει να γνωρισεις ολες τις χαρές του Ρίο. -Εντάξει,υποθέτω πως δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά.Το επομενο πρωί πήραμε πρωινο και στη συνέχεια πήγαμε στο σπα,έπειτα επισκευτηκαμε την παραλια Copacabana η οποία είχε πολύ κασμο.Στο ίδιο μοτίβο πέρασαν και οι επομενες τρεις μέρες μας,με μπάνιο,σπα, κλαμπ το βράδυ,βολτες το πρωί. -Αλις σήμερα λέω να κάνω μία βολτα στην άλλη μεριά του νησιού. -Οκ.Εγώ θα είμαι εδώ γύρω,μην χαθεις. -Οχι Αλις μην ανυσηχεις. -Τα λέμε λοιπον στο μεσημεριανο.Να προσεχεις. Αφού έφυγε άρχισα να ετοιμάζομαι,φορεσα το μαύρο μπικίνι και απο πάνω ένα τζιν σορτς και ένα αμανικο μπλουζάκι και ξεκινησα για την περιήγηση. Καθώς περπατουσα έβλεπα τον κασμο που ήταν προσιτοί και με το χαμογελο στα χείλη.Αγορασα φρούτα απο το παζάρι αφού δεν μπορεσα να αντισταθώ μιας και ήταν τοσο λαχταρηστα.Η πολη ηταν τοσο ομορφη πραγματικά.Καθώς περπατουσα για αρκετή ώρα βγήκα σε ένα μονοπάτι και ακολουθώντας το διαπιστωσα πως οδηγούσε σε μια πανέμορφη παραλια που πρέπει να ηταν ερημική αφού δεν υπήρχε κανείς. http://blog.gohoto.com/wp-content/uploads/2011/01/Leblon-Beach-Rio-de-Janeiro-Gohoto.jpg
Κατέβηκα κάτω και πράγματι δεν υπήρχε ψυχή,έτσι αποφασισα να κάτσω.Αχ! Τι ωραία που ηταν εδώ θα μπορούσα να μείνω εδώ μέχρι το τέλος των διακοπών δεν μπορούσα άλλο την βαβούρα στην παραλια του ξενοδοχείου προτιμώ αυτήν την ήρεμη και συγχρονως γαλήνια παραλια.Έβγαλα το σορτς και το μπλουζάκι και ξαπλωσα,ίσως να εκανα καμια βουτιά αργοτερα άλλωστε είχα ακομα χρονο.Δεν είχε περάσει αρκετή ώρα οταν άκουσα φωνές να έρχονται λίγα μέτρα πιο περα,σηκωσα τα μάτια μου και είδα δύο άντρες να μιλούν βραζιλιανικα και έτσι δεν καταλάβαινα τι έλεγαν,αυτο ομως που μου εκανε εντύπωση είναι ο ψηλος άντρας,φορούσε ένα σιελ μαγιο,είχε χάλκινα μαλλιά και σε συνδυασμο με το μυώδη κορμί του τον εκαναν ακαταμάχητο.Ήταν πολύ ομορφος και οπως φαίνεται εργαζοταν για τον κοντο άνδρα που φορούσε κοστούμι.Οταν είδα τον πιο καντο κύριο να φεύγει και να τελειώνει η συνομιλία τους ξαναξαπλωσα κλείνοντας τα ματια μου απολαμβάνοντας τον ήλιο. -Δεσποινίς η περιοχή είναι ιδιωτική. Ακούγοντας αυτή την βελούδινη φωνή τα εχασα για λίγο αλλά οταν κατάλαβα τι είχε συμβεί σηκώθηκα αμέσως μαζεύοντας τα πράγματά μου. -Συγνώμη δεν το ήξερα,φεύγω αμέσως,συγνώμη. Είχα μαζέψει ολα τα πράγματά μου και τον κοίταξα θέλοντας να απολογηθω,η παρουσία του μου προκαλουσε ταραχή αλλά μάλλον θα ήταν απο την γκάφα μου να έρθω εδώ αλλά που να ήξερα. -Ξερεις ο ιδιοκτήτης δεν θα είχε προβλημα αν εμενες. -Οχι θα φύγω,συγνώμη και παλι απλά δεν ήξερα. -Αληθεια δεν υπάρχει προβλημα,ξέρω τον ιδιοκτήτη και είναι εντάξει.. Με κοιτουσε με αυτά τα τέλεια πράσινα μάτια που δεν μπορούσα να συγκεντρωθω σε οτι μου έλεγε.Φορούσε στο λαιμο μια αλυσίδα ψεύτικοι που είχε μαυρίσει γύρω απο το λαιμο του αυτο σήμαινε πως ήταν φτωχος οπως είχα καταλάβει πιο πριν,πρέπει να κουβαλούσε με την βάρκα τουρίστες.Αφού με διαβεβαίωσε πως δεν υπήρχε προβλημα να μείνω ξανακαθησα και αυτος με μιμήθηκε. -Ευχαριστώ!Είναι πραγματικά πολύ ομορφη παραλια. -Ναι πράγματι,απο που είσαι;είσαι τουριστρια έτσι δεν είναι; -Ναι.είμαι απο το Φοίνιξ. -Πολύ ωραία!Σου αρέσει η πολη; -Ναι πάρα πολύ! Είχα πραγματικά μαγευτεί απο την παρουσία του, ήταν χωρίς αμφιβολία ο πιο ομορφος άντρας που είχα δει. -Και που μένεις αν επιτρέπεται; -Φυσικά. Στο Copacabana Palace. -Είναι πολύ ωραίο ξενοδοχείο! Τωρα που είπαμε ξενοδοχείο εχω να παραλάβω κάποιους για ξενάγηση.Πρέπει να φύγω,Χάρηκα,Εντουαρντ. -Και εγώ χάρηκα!Μπελλα.Μήπως θα ηθελες ένα φρούτο;κάνει πολύ ζέστη και αφού έχεις δουλειά χρειάζεσαι δυνάμεις. -Ναι θα ήθελα!Ευχαριστώ!Λοιπον,πρέπει να φύγω.Γεια σου Μπελλα! -Γεια σου Εντουαρντ! Λέγοντας αυτά έφυγε.Ένα ήταν σίγουρο ο Εντουαρντ που ακομα και το ονομα του ήταν τέλειο θα έμενε για πάντα στην μνήμη μου.
nansypap New Moon Victim
Ηλικία : 33 Τόπος : Πάτρα Αριθμός μηνυμάτων : 100 Registration date : 29/09/2011
Ύστερα απο μία κουραστικη εβδομάδα αποφασισα να ξεκουραστω,έτσι αποφασισα να πάω στο Ρίο,εκεί έχω το ξενοδοχείο μου το Copacabana,ομως δεν ήθελα την βαβούρα και έτσι προτίμησα να μείνω σε ένα ξύλινο σπιτάκι που είχα σχεδον φτιάξει μονος μου. Χρειαζομουν ηρεμία,να γεμισω τις μπαταριες μου έτσι οταν θα γύριζα στο Σιατλ να μπορούσα να αποδώσω καλύτερα στην δουλειά.Η εταιρία που είχαμε μαζί με τον θειο μου τον Καρλαιλ ήταν πολύ γνωστή σχεδον σε ολο τον κοσμο,είχα πάρει και κάποια βραβεία ως επιχειρηματίας της χρονιάς,το είχα υποσχεθεί στον πατέρα μου πριν πεθάνει,γι΄αυτο δημιουργησα και το ξενοδοχείο που ήταν δικο μου αποκτημα.Ήθελα να είναι περηφανος για εμενα ακομα και τώρα.
Ήμουν οπως είπα πολύ γνωστος οχι μονο στις σελίδες της ενημερωσης αλλά και του κουτσομπολιού ενος περιοδικού.Δεν με πείραζε είχα διαφορετική συνοδο κάθε φορά και γινοταν θέμα συζητησης αλλά ήταν κάτι που δεν με ενοχλούσε κάτι που δεν μπορώ να πω και για τους θείους μου,τον Καρλαιλ και την Εσμι που ήθελα οσο τίποτα να με δουν να ανεβαίνω τα σκαλιά της εκκλησιας αλλά οχι,αυτο δεν θα γινοταν ποτέ,οχι οταν ξέρω τι θα σήμαινε αυτο για μένα.Είχα οποια ήθελα για μια ή δύο βραδιες και αυτο μου έφτανε.
Αυτος ηταν και ένας άλλος λογος που είχα έρθει εδώ να ξεφύγω απο κάθε λογής πρηκοθυρα που οταν άκουγε το ονομα μου γυαλιζαν τα ματια της. Εδω μπορούσα να ζω μια απλή ζωή σε ένα απλο σπίτι και να πηγαίνω για ψάρεμα σε μια παραλια που είχα αγοράσει ώστε να έχω την υσηχια μου. Ηταν πραγματικά ένα διαμάντι!!
Έτσι και σήμερα ήρθα για ψάρεμα με την βάρκα οπως εκανα παλιοτερα με τον πατέρα μου. Γυρίζοντας ομως είδα τον λογιστή μου να έρχεται προς το μέρος μου, αφού κατέβηκα απο την βάρκα τον πλησιασα.Δεν ήθελα με τίποτα να μιλήσω για δουλειά είχα το λαπτοπ για περιπτωση ανάγκης αλλά δεν ανεχομουν να με ενοχλούν εδώ. -Τι έγινε παλι;δεν μπορώ να έχω μια στιγμή ηρεμίας; Είπα νευριασμενα. -Συγνώμη κύριέ Εντουαρντ απλά προεκυψε ένα θεματακι στο ξενοδοχείο και θεώρησα πως έπρεπε να έρθω και να σας ενημερώενημερώσω. Αναστεναξα εκνευρισμενος και προσπαθησα να ηρεμήσω οταν τα μάτια μου ταξίδεψαν λίγα μέτρα μακρυα μία ξαπλωμενη γυναίκα να κάθεται ανενοχλητη στον ιδιωτικο μου χώρο. -Τι είναι αυτο παλι.Δεν το πιστεύω. -Θέλετε μήπως να παρεμβω εγώ κύριε; -Οχι.Ευχαριστώ θα το αναλάβω εγώ.Εσύ πήγαινε και να μου στείλεις οτι εκρεμοτητα υπάρχει. -Εντάξει κύριε.Γεια σας. Αφού έφυγε προχώρησα προς το μέρος της κοπελας ενώ αναρωτιομουν που στο διάβολο με είχε ανακαλύψει.Ήμουν σίγουρος πως ήταν μια απο αυτές που είχαν "λεφτά αισθηματα",τις ήξερα καλά,πολύ καλά.Γνώριζα το εργακι απ΄έξω πια.Αφού θα προσποιηθεί πως δεν ήξερε τίποτα θα αρχίσει τα χαζο νάζια για να με ρίξει.Είχαν γίνει τοσο προβλεψιμες.
Καθώς πλησιαζα προσεξα καλύτερα την κοπέλα,είχε υπέροχο σώμα καλλίγραμμο με καμπύλες,φορούσε μαύρο μπικίνι που της πήγαινε τέλεια.Είχα δει πολλές ομορφες γυναίκες δεν μου εκανεντύπωση. -Δεσποινίς η περιοχή είναι ιδιωτική.Της είπα κάπως αποτομα.Τοτε σηκωθηκε πανικοβλητη και με κοίταξε απολογητικά με τα υπέροχα καφέ μάτια της. -Συγνώμη δεν το ήξερα,φεύγω αμέσως,συγνώμη. Ειπε και άρχισε να μαζεύει τα πράγματά της.Αμέσως το μετάνιωσα για τον τροπο που της μίλησα.Αυτή η κοπέλα φαινοταν να λεει την αλήθεια οταν ζητουσε συγνώμη και αντι να μου κάνει νάζια δείχνοντας μου το κορμί της αντίθετα αυτή το έκρυβε με τα πραγματα της, ήταν πραγματικά το κάτι άλλο φαινοταν τοσο αθώα,ήταν τοσο ομορφη και τα μαγουλά της είχαν βαφτει κοκκινα και αυτο μου προκαλεσε ένά σφυξημο στο στομάχι.Καθώς την είδα να αναστατώνεται προσπαθησα να την καθησυχασω. -Ξερεις ο ιδιοκτήτης δεν θα είχε προβλημα αν εμενες. -Οχι θα φύγω,συγνώμη και πάλι απλά δεν ήξερα. -Αλήθεια δεν υπάρχει προβλημα,ξέρω τον ιδιοκτήτη και είναι εντάξει. -Ευχαριστώ,είναι πραγματικά ομορφη παράλια. -Ναι είναι.ΣΑπο που είσαι;Είσαι τουριστρια έτσι δεν είναι; -Ναι. Είμαι απο το Φοίνιξ. -Πολύ ωραία!Σου αρέσει η πολη; -Ναι πάρα πολύ! -Και που μένεις αν επιτρέπετε? -Φυσικά.Στο Copacabana -Είναι πολύ ωραίο ξενοδοχείο.Τώρα που είπα ξενοδοχείο έχω να παραλάβω κάποιους για ξενάγηση .Πρέπει να φύγω.Χάρηκα Εντουαρντ Καλλεν. -Και εγώ χάρηκα!Μπελλα Σουαν.Μήπως θα ηθελες ένά φρούτο;Κάνει ζέστη και αφού έχεις δουλειά χρειάζεσαι δυνάμεις. -Ναι θα ήθελα.Ευχαριστώ!Λοιπον πρέπει να πηγαίνω.Γεια σου! -Γεια σου! Ήταν σίγουρα ξεχωριστή και προς μεγάλη που ευχαρηστηση έπεσα έξω,Δεν έμοιαζε με τις άλλες δεν αναγνωρησε το ονομα μου το κατάλαβα.Με είχε πραγματικά μαγεψει.Έμενε και στο ξενοδοχείο μου.Σίγουρα έπρεπε να την ξαναδώ.Προς το παρον πρέπει να πάρω την αδερφή μου και την ανηψια μου για ξενάγηση.Ωστοσο σκεφτομαι την Μπελλα και η επιθυμία μου να την ξαναδώ μεγαλώνει,σίγουρα θα το κανω με κάποιο τροπο.
nansypap New Moon Victim
Ηλικία : 33 Τόπος : Πάτρα Αριθμός μηνυμάτων : 100 Registration date : 29/09/2011
Οταν γυρισα στο ξενοδοχείο ήμουν περίεργα χαρούμενη.Η Αλις το πήρε είδηση και άρχισε τις ερωτησεις ομως εγώ το έπαιζα κινεζος ευτυχώς επεμενε μου είπε πως γνώρισε κάποιον πολύ ωραίο και πως θα ηταν καλος για φλερτ του καλοκαιριού.Θα πήγαινε να τον σηναντηση οποτε μπορούσα να πάω ξανα στην παραλια.Περίμενα πως και πως.
Την άλλη μέρα φορεσα το μαγιο μου και ένά καφτανι μπλε που μου δάνεισε η Αλις και αφου χαιρετησα ξεκινησα. Οταν εφτασα δεν υπήρχε κανείς άφησα την τσάντα μου κάτω έβγαλα το καφτανι και βούτηξα στην ζεστή θάλασσα. Μετά απο λίγο ένιωσα δύο χέρια να αγκαλιάζουν την μέση μου γυρησα και τον είδα -Γεια σου -Γεια -Βλέπω σου αρέσει εδώ. -Ναι είναι υπέροχο το νερο. Αφού κολυμπησαμε καθίσαμε στην άμμο. -λοιπον τι δουλειά είπαμε πως κάνεις στο Φοίνιξ; -Μαγειρευω σε εταιρία κετερινκ.Εσύ;τι δουλειά κάνεις στο Σιατλ; -Οτι βρω.Σου αρέσει αυτή η δουλειά; -Ναι.Θυμάμαι τον εαυτο μου απο πολύ μικρή να βοηθαω την μητέρα μου στην κουζίνα. -Πολύ ωραία!Τι θα ελεγες αν σου εκανα τοτραπέζι,εσύ χθες μου προσφερες φρούτο θα ήθελα και εγώ να κάνω κάτι για σενα.Οφείλω βέβαια να σε προειδοποιησω πως θα είναι κάτι απλο. Είχα μείνει να τον κοιτω με ανοιχτο το στομα,δεν το πίστευα.Δεν έφτανε που αυτος ο "θεος" καθοταν και μιλούσε μαζί μου αλλά με καλούσε για φαγητο.Φυσικά και δέχομαι ήθελα να του φωνάξω αλλά οι λέξεις δεν έβγαιναν,με κοιτουσε με τα πράσινα μάτια του που μου φαινοταν τώρα πιο έντονα και χανομουν μέσα τους μη μπορώντας να σκεφτω λογικά.Θεέ μου τι έχω πάθει πρώτη φορά το παθαίνω αυτο με κάποιον ακομα και ο Ρομπ που μου άρεσε τοτε στο σχολείο δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον Εντουαρντ.Εντουαρντ,ακομα και το ονομα του ήταν τέλειο,ολος ήταν τέλειος.Ήθελα να πω ναι αλλά δεν μπορούσα να μην σκεφτω λογικά,τι ήθελε κάποιος σαν αυτον απο κάποια σαν εμενα;εγώ ήμουν μια συνηθησμενη.Με κοιτουσε ακομα στα μάτια και σε μια στιγμή ένιωσα να μαγευομαι ακομα πιο πολύ αν αυτο ήταν δυνατο.Έτσι δεν υπήρχε τίποτα πλέον να σκεφτω απλά να αφεθω και οπου με έβγαζε.
-Θα το ήθελα πολύ,είμαι σίγουρη πως μαγειρευεις εξαιρετικά. -Αυτο θα μου το πεις αφού δοκιμασεις.Πάμε λοιπον.
Το σπίτι του δεν ήταν πολύ μακρυα.Οταν φτάσαμε έμεινα με το στομα ανοιχτο,ήταν ένα υπέροχο ξύλινο σπιτάκι,ήταν απλο αλλά και τοσο ξεχωριστο οπως εκείνος.Με κοιτουσε περιμένοντας το σχολιο μου. -Είναι πολύ ομορφο εσύ το εφτιαξες; -Περίπου.Αληθεια σου αρέσει;Δεν είναι απλο; -Ναι.Είναι απλο γι΄αυτο μου αρέσει. -Θα περίμενα να σου αρέσει η πολυτέλεια μιας και μένεις στο Copacabana. -Δεν μπορώ να πω πως δεν εντυπωσιαστικα αλλά ήταν πιο πολύ επιλογή της φίλης μου.Προσωπικά θα προτιμούσα ένα τετοιο σπιτάκι και μια τέτοια παραλια χωρίς τον πολύ κοσμο. -Συμφωνώ μαζί σου.Πάμε μέσα.
Το εσωτερικο του ήταν ακομα πιο ομορφο.Δεν ήταν μεγάλο αλλά σε τραβούσε.Είχε ένά ξύλινο τραπέζι και μερικές καρέκλες,υπήρχε και μια σκαλα που οδηγούσε στον επάνω οροφο που προφανώς ήταν το δωμάτιο του.
Με οδήγησε σε μια απλή κουζίνα και άρχισε να ετοιμάζει τα πραγματα που χρειαζοταν. -Λοιπον το μενού σήμερα έχει μακαρονια.Ελπίζω να σου αρέσουν. -Ναι. Πολύ.Μπορώ να βοηθησω και εγώ αν θες. -Οχι.Σήμερα είπαμε θα φας απο τα χερακια μου.Εσυ απλά θα κοιτάς.
Οσο περνούσε η ώρα τον λάτρευα και πιο πολυ.Τι είχα πάθει;Δεν αναγνώριζα την Μπελλα που ήμουν κάποτε,που δεν την εννοιαζε (ερωτικά) κανείς. Δεν άργησε να γίνει το φαγητο και καθίσαμε. -Λοιπον ακούω.Παρακαλώ να είσαι αντικειμενικη. -Είναι πραγματικά εξαιρετική,αλήθεια. -Το δέχομαι. Καθώς τρώγαμε μιλούσαμε για διάφορα θέματα,για βιβλία που μας άρεσαν,ταινίες και ανακαλύψαμε πως είχαμε πολλά κοινά.
Μου μιλούσε για το Ρίο και ποσο το αγαπούσε ο πατέρας του αλλά και ο ίδιος,μου ανέφερε μέρη που δεν ήξερα και υποσχέθηκε να με πάει.
Τον χάζευα πραγματικά.Ο τροπος που μιλούσε,οι κινήσεις του ήταν μαγικές. Σε κάποια στιγμή είδα οτι είχε περάσει η ώρα και έπρεπε να φύγω κάτι που δεν μου ήταν ευχάριστο αλλά οσο σκεφτομουν την ανάκριση της Αλις το αποφασισα.
Εντουαρντ
-Εντουαρντ ήταν ολα τέλεια αλλά πρέπει να φύγω,έχει περάσει η ώραΕυχαριστώ για ολα! -Δική μου ευχαριστηση! Τι μου εκανε αυτή η κοπέλα;Απο την ώρα που την είδα στην παραλια έχω χάσει το μυαλο μου.Το σώμα της ,τα μάτια της,τα μαλλιά της το χαμογελο της με μαγεύουν και με ανάβουν.Με δυσκολία συγκρατουμε .
Είναι τοσο διαφορετική,της άρεσε τοσο το σπίτι που αναρωτιέμαι πως θα της φαινοταν αν έβλεπε το κανονικο μου σπίτι.¶ραγε πως θα το έπαιρνε αν μάθαινε πως είμαι πλουσιος; δεν ήθελα να το σκεφτομαι.
Ετοιμαζοταν να φύγει και έπρεπε κάτι να βρω για να την ξαναδώ. -Ελπίζω να τα ξαναπούμε. -Φυσικά.
Ολα έγιναν αμέσως. Δεν κατάλαβα ακριβώς. Την μια στιγμή μάζευε τα πράγματά της και ήταν έτοιμη να φύγει και την άλλη βρισκοταν μέσα στην αγκαλιά μου και την φιλουσα. Εκείνη ανταποκρίθηκε αμέσως και χάθηκα.
Ήταν τοσο γλυκιά, τοσο απαλή. Την κρατούσα σφιχτά κοντά μου ,αυτή επιασε τα μαλλιά μου και το χάδι της με παροτρυνε, πέρασα το χέρι μου μέσα απο το παρεο της και την χαιδευα άφησε έναν αναστεναγμο. ¶φησα τα χείλη της και φιλησα το λαιμο της. -Είσαι σίγουρη; -Ναι! Εντουαρντ μην σταματας. Κανε με δική σου , σε θέλω! -Και εγώ σε θέλω. Δεν ξερεις ποσο. Την πηρα στην αγκαλιά μου και ανεβήκαμε στα σκαλιά και ένιωθα πως πήγαινα στον παράδεισο.
Αφού της έβγαλα το παρεο την ξαπλωσα στο κρεβάτι,την φιλησα και έβγαλα το πάνω μέρος του μαγιο της, την κοίταξα για λίγο,ήταν τοσο ομορφη,τα μαγουλά της είχαν πάρει ένακοκκινο χρώμα που την εκανε τοσο αθώα.
-Δεν χρειάζεται να ντρεπεσαι. Είσαι τοσο ομορφη! Με κοίταξε με τα ομορφα της μάτια δίνοντάς μου την άδεια να συνεχίσω. Αφού άφησα φιλια σε ολο της το σώμα εφτασα στο κάτω μέρος του μαγιο της,την χαιδεψα και άφησε ένα γλυκο ήχο. -Εντουαρντ.. -Σςςςςς μη μιλάς.. -Δεν το έχω ξανακάνει..αυτο.. Έμεινα για λίγο να την κοιτάω αλλά δεν με εξέπληξε τοσο. Αυτή ήταν η Μπελλα μου,τοσο αθώα ,τοσο αγνή. -Και θέλεις να το κάνεις μαζί μου; -Ναι! -Σου υποσχομαι να προσέχω!!Σ΄αγαπώ! -Κι εγώ!
Την εκανα δική μου επισφραγιζοντας τα λογια μας. Δεν πηρα καμία προφυλαξη,δεν χρειαζοταν,ήξερα πως η Μπελλα ήταν η γυναίκα της ζωής μου και θα γινοταν ολοκληρωτικα δική μου.
nansypap New Moon Victim
Ηλικία : 33 Τόπος : Πάτρα Αριθμός μηνυμάτων : 100 Registration date : 29/09/2011
Γυρισα στο ξενοδοχείο αργά,οταν εφτασα η Αλις άρχισε τις ερωτησεις. -Που ήσουν κυρία μου;Είπε ανασηκωνοντας το φρύδι της. -Ε, ξεχαστηκα καθώς περπατουσα. Δεν επεμενε περισσοτερο,ήξερε πως κάτι της κρύβω αλλά βιαζοταν να φύγει. -Λοιπον τώρα φεύγω αλλά μην νομίζεις πως θα μου ξεφυγεις. Α! Αυριο θέλω να γνωρισεις τον Τζασπερ,είναι τοσο γλυκος! Το χαμογελο της έλαμψε οταν μίλησε γι'αυτον. -Αυριο; -Γιατί; έχεις κανονισει κάτι; Τα μάτια της γυαλισαν κοιταζοντας με πονηρά. -Οχι. οκ! Ανυπομονω να τον γνωρησω. -Πηγαίνω! Τα λέμε!
Φυσικά και είχα κανονισει,θα πηγαίναμε με τον Εντουαρντ βολτα αλλά δεν ήθελα να να υποψιασθεί κάτι η Αλις. Δεν ξέρω γιατί δεν της το έλεγα ίσως αργοτερα.
Έπρεπε να ειδοποιησω τον Εντουαρντ. Έπεσα πάνω στο κρεβάτι και ξαναεφερα στην μνήμη μου τις στιγμές μας. Τα χάδια του , τα φιλια του. Ήταν υπεροχος. Ήμουν σίγουρη πως αυτος ήταν ο άντρας των ονείρων μου! Έπρεπε να τον ειδοποιησω αλλά πως; Αποφασισα να πάω να τον βρω.
Φτανοντας στην παραλια τον είδα να κάθετε εκεί που ειμασταν το πρωί. Τον πλησιασα και αμέσως με πήρε είδηση. -Ήθελα να σου κάνω έκπληξη. Του είπα. -Μου την εκανες! Τι έγινε πως και απο εδώ; Εκατσα δίπλα του και με πήρε αγκαλιά,με φίλησε τρυφερά στα χείλη. -Ήθελα να σου πω πως δεν θα μπορέσω τελικά για την βολτα που λέγαμε. Με κοίταξε με απορία -Γιατί; -Η φίλη μου θέλει να γνωρίσω τον φίλο της. -Μάλιστα εντάξει αφού έχεις δουλειά. Διέκρινα απογοητευση και πονο στην φωνή του και αυτο δεν μου άρεσε. -Εντουαρντ,αλήθεια δεν μπορούσα να το αποφύγω. Ξερεις πως με σενα θέλω να είμαι. -Μπελλα θέλω να περνάμε χρονο μαζί. -Κι εγώ. Με φίλησε. Το φιλί ενώ άρχισε τρυφερά έγινε παθιασμενο και εκδήλωνε ολα τα συναισθηματα.
Εντουαρντ τι ακριβώς είμαστε; θέλω να πω τι έχουμε; -Είμαστε μαζί! Σ΄αγαπώ..σε θέλω. -Κι εγώ! Σε τρεις μέρες φεύγω. -Μα θα έρθω να σε βρω στο Φοίνιξ. Αν φυσικά το θέλεις. -Μα το θέλω. Δεν ξερεις ποσο. Τον φιλησα με ολη την χαρά μου.
Οι επομενες μέρες πέρασαν γρήγορα. Γνώρισα τον Τζασπερ ο οποίος ήταν πολύ καλος άνθρωπος. Με τον Εντουαρντ πηγαίναμε βολτες,με κρατούσε στην αγκαλιά του και δεν ήθελα να φύγω απο εκεί ποτέ. Κάναμε και άλλες φορές έρωτα αλλά με προφυλαξη διοτι ο Εντουαρντ ήθελε την ασφάλειά μου.
Ήρθε η μέρα να φύγουμε και κατάφερα να ξεκλεψω χρονο για να τον αποχαιρετήσω. -Θα μου λειψεις. Μου είπε. -Κι εμενα αλλά υποσχεθηκες να ερθεις. -Φυσικά αμέσως. Τον αγκαλιασα και τον φιλησα. Εχωσα το προσωπο μου στον ώμο του και εισεπνευσα για να πάρω το άρωμά του. Σ΄αγαπώ. -Πρέπει να φύγω!Σ΄αγαπώ!
Μολις ανεβήκαμε στο αεροπλάνο η καρδιά μου έσπασε στα δυο ένά κομμάτι της έμενε πίσω καντα σε αυτον. Η Αλις με είδε πως είχα τις μαύρες μου. -Μπελλα μου τι έγινε; Δεν μπορούσα να της το κρύβω άλλο. -Αλις. Γνώρισα κάποιον. -¶ντε. Δεν το καταλάβαμε. Είπε προσποιούμενη την έκπληκτη. -Αλις τον αγαπώ και με αγαπά κι αυτος. -Το καλο που του θέλω. Για πες,πως τον λενε; -Εντουαρντ! Θα έρθει να με βρει στο Φοίνιξ. Αλις είναι τέλειος! -Καλά το ξέρω έχεις μαγευτεί! Αλλά την τελευταία λέξη θα την πω εγώ. Χαμογελουσαμε και η δύο. Σίγουρα θα τα πήγαιναν καλά. Δεν έβλεπα την ώρα να τον ξαναδώ είδη μου έλειπε. Οταν εφτασα σπιτι ήμουν πολύ κουρασμένη. Η μητέρα μου άρχισε να με ρωτά πως τα πέρασα,τι είδα. Αφού της διηγηθηκα ολα οσα είδα και εκανα,εκτος φυσικά την γνωριμία μου με τον Εντουαρντ. Οταν ήρθε και ο πατέρας μου έπεσα στην αγκαλιά του. -Μπα! Θυμηθηκες το σπίτι σου; πως τα περασες μικρή; -Τέλεια αλλά τώρα είμαι κουρασμένη,πάω να ξαπλωσω. Μολις ανέβηκα στο δωμάτιο μου έπεσα κουρασμένη στο κρεβάτι. Με είχε πάρει μολις ο ύπνος οταν ερχοταν στο υποσεινηδητο μου ένα ονειρο,ήμουν σίγουρη πως θα έβλεπα τον Εντουαρντ.
Το άλλο πρωί ετοιμαστηκα για την δουλειά. Σε κάποια στιγμή χτυπάει το κινητο μου,αμέσως βγήκα έξω με την δικαιολογία οτι βιαζομουν. -Ναι. Εντουαρντ; -Αγάπη μου τι κάνεις; -Καλά είμαι μονο που μου λειπεις. -Και μένα μωρο μου αλλά σύντομα θα σε ξαναδώ,σε τρεις μέρες. -Περιμένω. Εσύ είσαι ακομα στο Ρίο; -Ναι αλλά σήμερα φεύγω. -Ωραία κι εγώ τώρα πάω στην δουλειά. -Οκ! Μωρο μου θα τα πούμε! Σ΄αγαπώ! -Κι εγώ. Φιλια!
Μου λείπει πολύ ανυπομονουσα να τον δω. Καθώς περπατουσα άκουσα μια γνώριμη φωνή να με φωνάζει. -Μπελλα. -Τζεικ; τι κάνεις; Ήταν ο καλύτερος μου φιλος. -Καλά είμαι! Εσύ; ποτε γυρισες; -Χθες. -Πως τα περασες; -Τέλεια! -Χαίρομαι! Δεν φαινοταν να το εννοεί αλλά δεν έδωσα σημασια ίσως να μην είχε ορεξη. -Η χαζο Αλις σε παιδεψε; -Τζεικ μην την λες έτσι σε παρακαλώ,είναι φίλη μου. -Καλά ,καλά.Πρέπει να πηγαίνω. Τα λέμε. -Γεια! Μερικές φορές δεν τον καταλάβαινα έδειχνε να ζηλεύει την Αλις. Ήταν και οι δύο φιλοι μου και τους αγαπούσα το ίδιο,θα έπρεπε να το ξέρει.
Δεν είχαμε πολύ δουλειά αλλά ήταν χρονοβορα. Ήμουν μαζί με την ¶ντζελα και φτιαχναμε καναπεδακια. -Πως τα περασες. -Τέλεια. -Τι καλά! Εκείνη την στιγμή μπήκε η Τζεσικα μια ξινή που δούλευε μαζί μας . -Μπα! Καλως τα μάτια μας τα δυο. Είπε ειρωνικά. Δεν της έδωσα σημασια. -Εσύ πήγαινε τώρα στον διευθυντή για να μάθεις να μην με παρακους. Είπε στην ¶ντζελα και έφυγε με ένά ηλίθιο χαμογελο. -Τι έγινε; -Εκανα την συνταγή του ριζοτο που μου είπες και δεν συμφωνουσε. ¶ραγε τι είπε στον διευθυντή και τον εξοργισε. -Πάμε μαζί.
Καθώς μπήκαμε στο γραφείο άρχισα να εξηγώ τον πολεμο που μας κάνει η Τζεσικα και οτι δεν μπορούσαμε να δουλέψουμε υπο αυτές τις συνθήκες. Τοτε κάλεσε την Τζεσικα και της τονησε πως αν συνεχιστεί αυτ. ή η κατασταση θα την έδιωχνε. Ο κύριος Σμιθ ήταν δίκαιος άνθρωπος. Η Τζεσικα είχε κακκινισει και άρχισε τις δικαιολογίες.
Οταν βγήκαμε έξω με κοίταξε με μίσος. -Θα μου το πληρωσεις πολύ ακριβά. Ορκίζομαι. Είπε θυμωμενα και έφυγε. -Φοβηθηκαμε. -Εγώ πάντως την φοβάμαι. Να προσεχείς. Μου είπε η ¶ντζελα. -Δεν την φοβάμαι. Καθώς γυρισα για να βγω έξω ένιωσα μια ζάλη και κρατηθηκα απο την πορτα. -Μπελλα είσαι καλά; -Ναι απλώς είμαι κουρασμένη. Μην ανυσηχεις.
Οι ώρες πέρασαν και πήγα σπίτι. Εκεί μου ξαναηρθε ζαλάδα. Ξαπλωσα και ήμουν σίγουρη πως θα μου περνούσε.
Την άλλη μέρα κύλησαν ολα στο ίδιο μοτίβο. Μίλησα με τον Εντουαρντ πήγα στην δουλειά. Το μοναδικο περιεργο ήταν οι ζαλάδες που συνεχίστηκαν. Πραγματικά άρχισα να ανυσηχω. -Μπελλα να πας στον γιατρο. Ανυσηχω. Μου είπε με ενδιαφέρον η ¶ντζελα. Σίγουρα θα πήγαινα.
Το απογευμα κανονισα ραντεβού και εκανα εξετάσεις. Περίμενα με αγωνία. Πηρα την Αλις και ήρθε για συμπαρασταση. Δεν το είχα αναφέρει στους γονείς μου ούτε στον Εντουαρντ. Δεν ήθελα να τους ανυσηχησω. -Μην ανυσηχεις Μπελλα μου δεν θα είναι τίποτα σοβαρο.Με παρηγορησε η Αλις ομως διέκρινα τον τρομο στην φωνή της.
Μετά απο αρκετή ώρα με φωναξαν και πήγα στο ιατρείο. -Δεσποινίς Σουαν δεν υπάρχει λογος ανυσηχειας. Παρακολουθούσα κάθε λέξη του γιατρου. -Τι έχω; απο που προέρχονται οι ζαλάδες; -Είναι φυσιολογικο. Είστε έγκυος. Πιθανον τις επομενες μέρες θα έχετε και εμετούς. Δεν άκουγα πια είχα παγώσει. Έγκυος. Πως δεν το είχα σκεφτει,πως; αφού μονο μια φορά έγινε χωρίς προφυλαξη. Θεέ μου πως θα το έπαιρνε ο Εντουαρντ; ολα αυτά τα ερωτηματα με βασάνιζαν. -Τι συμβαίνει; μήπως υπάρχει προβλημα με τον πατέρα; -Οχι δεν είναι αυτο. Απλώς ήταν ξαφνικο. -Καταλαβαίνω. Πάντως αν δεν το θέλετε θα πρέπει να γίνει άμεσα κάτι γι΄αυτο.Να το σκοτωνα; το παιδί του Εντουαρντ; ποτέ. Ήμουν σίγουρη πως θα χαιροταν οταν θα το μάθαινε. Με αγαπούσε έτσι δεν ήταν; -Ευχαριστώ αλλά δεν θα χρειαστω κάτι τέτοιο. Γεια σας.
Οταν βγήκα η Αλις αμέσως πετάχτηκε ορθια. -Αλις είμαι έγκυος. -Τι πράγμα; τσιριξε -Είμαι έγκυος. Περιμένω το παιδί του Εντουαρντ και νομίζω ειμαι ευτυχησμενη. -Χαίρομαι! Ποτε θα του το πεις; -Έρχεται αυριο. -Ωραία! Πως λες να αντιδραση; -Δεν είμαι σίγουρη αλλά πιστεύω πως θα χαρεί οπως εγώ. -Στους γονείς σου ποτε θα το πεις; -Δεν ξέρω και δεν θέλω να το σκεφτω και αυτο τώρα. -Οκ!πάμε να ηρεμησεις.
Με άφησε σπίτι και μου ευχήθηκε καλή τύχη. Πήγα κατευθείαν στο δωμάτιο μου και ξαπλωσα. Αυριο θα ερχοταν ο Εντουαρντ και έπρεπε να σκεφτω με πιο τροπο θα του το έλεγα.
Εντουαρντ
Είχαν περάσει πέντε μέρες σχεδον μια εβδομάδα και δεν την είχα δει καθολου μου έλειπε τοσο πολύ. Μιλούσαμε στο τηλέφωνο αλλά δεν ήταν το ίδιο.
Ήμουν στο γραφείο κοίταξα γύρω μου το χώρο και γέλασα. Η Μπελλα μου πίστευε πως δεν είχα δεκάρα και έχω μαζί με τον θειο μου βέβαια την μεγαλυτερη διαφημιστική. Αυριο θα της το έλεγα.
Δεν άντεξα και την πηρα τηλέφωνο. -Ναι. Ακουστικε η υπέροχη φωνή της. -Αγάπη μου τι κάνεις; -Εντουαρντ. Καλά είμαι.! Εσύ; -Και εγώ. Δεν βλέπω την ώρα να σε πάρω αγκαλιά. -Και εγώ το ίδιο. Μου λειπεις! -Θα τα πούμε αυριο μωρο μου. Σε αφήνω τώρα. Καλο βράδυ. Σ΄αγαπώ! -Καληνύχτα. Σ΄αγαπώ.
Αυριο αγάπη μου. Καθησα πίσω στην πολυθρονα και συλλογηζομουν τις στιγμές που ζήσαμε μαζί. Οσο τις σκεφτομουν τοσο ήμουν σίγουρος για εκείνη. Την ήθελα μονο δική μου,για πάντα.Έκλεισα τα μάτια μου ενώ το κουτάκι που είχα στην μέσα τσέπη του σακακιού μου , μου εκαιγε το στήθος.
nansypap New Moon Victim
Ηλικία : 33 Τόπος : Πάτρα Αριθμός μηνυμάτων : 100 Registration date : 29/09/2011
Το πρωί ξύπνησα πλημμυρισμένη χαρά και αγωνία. Χαρά γιατί μεγάλωνε μέσα μου ενας άγγελος,το δικο του παιδί. Αγωνία για την αντιδραση του Εντουαρντ. Θα έπρεπε να το πω και στους γονείς μου.
Εφτασα στην δουλειά καθυστερημένα, η Τζεσικα με κοιτουσε με μισο μάτι. -Τι έγινε Μπελλα ? Εκανες τις εξετάσεις; με ρώτησε με ενδιαφέρον η ¶ντζελα. -Δεν είναι τίποτα απλά κούραση. Δεν ήθελα να το μάθουν ακομα.
Η ¶ντζελα έπρεπε να φύγει και εγώ βιαζομουν το απογευμα θα ερχοταν ο Εντουαρντ. Έτσι έμεινα με την Τζεσικα.
Κάποια στιγμή που η Τζεσικα είχε βγει απο την κουζίνα χτυπάει το κινητο μου. Ήταν η Αλις. -Ναι. Αλις. -Έλα Μπελλα, ήρθε ο Εντουαρντ; ρώτησε με αγωνία. -Οχι το απογευμα θα είναι εδώ τοτε θα του το πω. -Έχεις άγχος; -Ναι. Είναι να μην έχω. Δεν θα περιμένει να του πω οτι ειμαι έγκυος, αν και είμαι σίγουρη πως θα χαρεί με αγαπάει και τον αγαπώ. -Έτσι σε θέλω. Που θα συναντηθείτε; -Στην πλατεία και μετά θα πάμε για καφέ. -Οκ! Πάρε μετά να μου πεις. Καλή επιτυχία! -Ευχαριστώ. Τα λέμε. Φιλια! Οταν έκλεισα το τηλέφωνο μπήκε η Τζεσικα . Ελπίζω να μην άκουσε οσα έλεγα.
Η ώρα πέρασε και έπρεπε να φύγω. -Τζεσικα πρέπει να φύγω. Έχω ένά ραντεβού και πρέπει να μην αργησω. -Τι ώρα έχεις το ραντεβού; -Τεσσεραμησι και είναι τρεισήμισι. -Λυπάμαι αλλά έχω ραντεβού με γιατρο. Ας μην αφηνες την φιλενάδα σου να φύγει. Τα λέμε γλυκιά μου. Είπε και έφυγε με ένα εκνευριστικο χαμογελο. -Δεν το πιστεύω θα αργούσα. Έπρεπε να ειδοποιησω τον Εντουαρντ.
Εντουαρντ
Εφτασα στο φοίνιξ και πήγαινα με ένα ταξί στην πλατεία που μου είπε η Μπελλα. Χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν εκείνη. Το σηκωσα με ένα χαμογελο στα χείλη. -Έλα αγάπη μου τώρα πηγαίνω στην πλατεία που μου είπες. -Εντουαρντ θα αργησω λίγο συγνώμη απλά έχω δουλειά.είπε με ανυσηχη φωνή. -Δεν πειράζει αγάπη μου θα περιμένω.την καθυσηχασα. -Ευχαριστώ αγάπη μου. Τα λέμε.είπε και έκλεισε το τηλέφωνο. Εφτασα στην πλατεία και εκατσα σε ένα παγκάκι. Ήταν ομορφα. Ήταν μία ήσυχη μέρα.
Δεν πέρασε πολύ ώρα και ήρθε και έκατσε δίπλα μου μια κοπέλα. Είχε καστανά μαλλιά και ήταν στο υψος της μπελλας μου. Αλλά δεν ήταν σαν αυτήν , η Μπελλα μου ήταν η πιο ομορφη απ΄ολες. -Συγνώμη έχετε ώρα;με ρώτησε. -Ναι. Πέντε παρά. -Ευχαριστώ. Είσαστε απο εδω.ρώτησε πάλι. -Οχι.της είπα. Δεν ήθελα να πιασω κουβέντα. -Εμενα με λένε Τζεσικα. Εσάς; -Εντουαρντ Καλλεν.της είπα και αμέσως μετάνιωσα που έδωσα το επώνυμο μου. Με κοίταξε και είδα να μένει με το στομα ανοιχτο.Κάτι έλαμπε στα μάτια της. -Χαίρομαι!είπε. Ξερεις σήμερα άκουγα μία κοπέλα να αναφέρει αυτο το ονομα αλλά θα ήταν συνωνυμία. Αύτη θα έλεγε για τον πλούσιο λογικά. Εσείς δεν είσαστε έτσι.με κοίταξε πονηρά. Αποφασησα να μην της αποκαληπτω. Είχα περιεργεια. -Οχι φυσικά. -Α! Τι σου είναι ομως μερικές γυναίκες. Ψαχνουν έναν πλούσιο και τον τυλιγουν για τα λεφτά. Έτσι και αυτή η κοπέλα που σας λέω.το αίμα μου παγωσε. Δεν μπορεί. -Βρήκε τον Καλλεν; αλήθεια εσείς τον έχετε δει; -Οχι.μου είπε και κοίταξε αλλού. -Πως την λένε την κοπέλα.ρώτησα και κράτησα την αναπνοή μου. -Μπελλα. Έπρεπε να την ακούγατε σήμερα. Ήταν τοσο χαρούμενη που επιασε την καλή. Είναι φριχτό να βλεπεις τέτοιες γυναίκες. Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτο. Πρέπει να ειναι συνωνυμία. -Που δουλεύετε; -Μαγειρευω σε εταιρία κετερινκ. Μαζί με την Σουαν και μια άλλη.είπε και με αποτελείωσε. Ήταν σαν να μου καρφωναν ένά μαχαίρι στην καρδιά. -Συγνώμη πρέπει να φύγω είπα.την είδα να γελάει αλλά δεν έδωσα σημασια.
Απομακρυνθηκα λίγο. Ήξερε τα πάντα απο την αρχή και μου εκανε την ανηξερει. Ήμουν οργισμένος. Ήταν σαν ολες τις άλλες. Μια πουτάνα σαν ολες. Ξαναγυρισα στο σημείο που βρισκομουν . Η κοπέλα είχε φύγει. Βρήκα ένα παιδάκι και αφού έγραψα γρήγορα ένά σημείωμα και του είπα να το δώσει στην κοπέλα που θα ερχοταν σε λίγο. Του την περιεγραψα και αφού του έδωσα χρηματα έφυγα. Μακρυα απο εκείνη , μακρυα απο το ψέμα της. Ήταν τοσο γελοίο έπεσα στην παγίδα ενώ ήξερα καλά. Ήμουν έτοιμος να της κάνω προταση γάμου ενώ γνώριζα πως ήταν ολες ίδιες.Την είχα πιστέψει αλλά αυτο δεν θα ξαναγινοταν ποτέ. Μπελλα
Εφτασα στην πλατεία τρέχοντας. Είχα καθυστερήσει πολύ. Ήλπιζα να μην είχε θυμωσει. Κοίταξα αλλά δεν ήταν πουθενά. Λες να είχε φύγει; προσπαθησα να τον πάρω τηλέφωνο αλλά το είχε απενεργοποιημενο.
Ξαφνικά ήρθε ένα παιδάκι. -Είσαι η Μπελλα; -Ναι. -Αυτο είναι για σενα.είπε δίνοντάς μου ένά σημείωμα και έπειτα έφυγε. Το κοίταξα ξαφνιασμενη αλλά το άνοιξα.
Έμεινα για λίγο παγωμένη και κοίταξα γύρω μου ψάχνοντας τον. Περίμενα να βγει απο κάπου και να μου πει πως μου κάνει πλάκα αλλά δεν βγήκε. Ξανακοιταξα το σημειωμα. "Περάσαμε καλά αλλά μπορώ να βρω και αλλού αυτο που μου προσφερεις και καλύτερο. Εντουαρντ"
Το σεξ. Εννοούσε το σεξ. Γιατί; Γιατί; Δεν άντεχα άλλο. Ξανακοιταξα το σημειωμα μη θέλοντας να το πιστέψω και τοτε με καταπιε το σκοτάδι.
nansypap New Moon Victim
Ηλικία : 33 Τόπος : Πάτρα Αριθμός μηνυμάτων : 100 Registration date : 29/09/2011
Μολις άνοιξα τα μάτια μου αντικρυσα ένα άσπρο ταβάνι,κοίταξα αριστερά μου και κατάλαβα πως βρισκομουν στο νοσοκομείο. Προσπαθησα να θυμηθώ τον λογο,δεν αργησα να θυμηθώ ξαφνικά ολα ήρθαν στο μυαλο μου και ένιωσα έναν πονο στην καρδιά μου, κάτι σαν πληγή που άνοιγε και πονουσε πάρα πολύ. Μπήκε στο δωμάτιο η Αλις και με κοίταξε χαρούμενη. -Συνηλθες, επιτελους τι έγινε καλή μου; ρώτησε ανυσηχα. -Τελείωσε Αλις. Έφυγε.. -Έφυγε; πως; του το είπες; -Δεν προλαβα. Απλά έφυγε.
Έτσι το αποφασισα,θα μεγάλωμα μονη μου το παιδί μου. Οι γονείς μου το έμαθαν,η μητέρα μου είπε πως θα με στηρίξε, ο πατέρας μου ήθελε να πάει να βρει το χαμένο κορμί και να τον σκοτώσει ομως λογικευτηκε και είχα και την δικιά του αγάπη και υποστηριξη.
Μαζί μου είχα και την Αλις αλλά και τον Τζεικομπ τους καλούς μου φιλους. Δεν ήμουν μονη. Αργοτερα έμαθα απο ένα περιοδικο πως ο Εντουαρντ ήταν παμπλουτος και απλά είχε παίξει μαζί μου. Τώρα καταλάβαινα. Ήταν ένας γελοιος. Δεν με ένοιαζε,είχα γύρω μου ανθρώπους που με αγαπούσαν και θα μεγαλωνα το παιδί μου με ολη την αγάπη μου.
*αποφασισα να αλλάξω το στυλ γραφής μου για να γίνει καλυτερη η ανάγνωσή σας.προσπαθησα αρκετά. Ελπίζω να σας αρέσει. Περιμενω σχολια.
Μετά απο εφτά μήνες
Πιέζοντας χαμηλά τη μέση της που πονουσε, η Μπελλα κοίταξε τα ποδια της με τα παλιά άνετα,μαύρα παπούτσια. Ήταν σίγουρη οτι οι αστράγαλοι της ήταν πρησμενοι. Μία απο τις επιπτώσεις της εγκυμοσύνης της.
Τα χέρια της ήρθαν μπροστά τώρα και ακούμπησαν πάνω στην φουσκωμένη της κοιλιά που δεν κατάφερνε να κρύβει η τεράστια πράσινη φορμα εργασίας. Παρά τα προβληματα που της προκαλουσε,λάτρευε το μωρο που θα ερχοταν,περισσοτερο απ΄οσο θα μπορούσε να φανταστεί ποτέ.
Ήταν το μωρο της και το αγαπούσε με ολη τη δύναμη της ψυχής της. Θα τα κατάφερνε χωρίς βοηθεια απο τον πατέρα του. Και μονο η ιδέα αυτή την εκανε να βράζει. Ήταν γελοιος! Μπορεί να ήταν πιο ομορφος απο κάθε άλλον άνδρα και, οπως είχε αποδειχθεί ,παμπλουτος,αλλά ήταν επίσης και ένα χαμένο κορμί που έπαιζε με τις γυναίκες.
Ενοχλημένη με τον εαυτο της που του είχε αφιερώσει χώρο στο μυαλό της, παραβιαζοτας τον ορκο που είχε δώσει να μην τον ξανασκεφτεί ποτέ,άρχισε να ετοιμάζετε. Θα πήγαινε στον γάμο της Αλις,παντρευοταν τον Τζασπερ. Ήταν υπεροχοι μαζί.
Με την φουσκωμένη κοιλιά της δυσκολευοταν να βρει κάτι να βάλει αλλά δεν μπορούσε να λείπει απο τον γάμο της καλύτερης της φίλης. Έτσι κατέληξε,με την συμβουλή της Αλις,σε ένα μαυρο φορεμα εγκυμοσύνης. Αφού εκανε ένα ζεστο μπάνιο ντύθηκε και βάφτηκε ελαφρά. Ήταν ταλαιπωρημένη απο την εγκυμοσύνη.
Οι γονείς της δεν μπορούσαν να πάνε μαζί της έτσι θα πήγαινε μονη.
Εντουαρντ
Τα φρύδια του εσμιξαν καθώς ο Εντουαρντ οδηγούσε μέσα στο κρύο βράδυ του Μάρτη το ασημι βολβο του.
Η επισκεψη σε αυτο το μέρος ,υπήρχαν πολλές αναμνησεις που του προκαλουσαν αμηχανία,αλλά δεν υπήρχε τροπος να το αποφύγει. Παντρευοταν ο παιδικος του φιλος ο Τζασπερ,και ήταν αδύνατον να μην παρευρεθεί. Το προβλημα ήταν πως η μελλουσα γυναίκα του ήταν απο το Φοίνιξ και ο γάμος θα γινοταν εκεί. Μια περιοχή που έστελνε ρίγος να κυλήσει στη σπονδυλική του στήλη κάθε φορά που αναφεροταν το ονομα της. Και αυτο τον εξοργιζε.
«Ξεπέρασε το! »είπε αποτομα στον εαυτο του, σφιγγοντας τα δοντια του μέχρι που το πιγούνι του έγινε λες και ήταν πέτρα. Οσο οδυνηρή κι αν ηταν εκείνη η εμπειρία,είχε πάρει ένα πολύτιμο μάθημα σωστά; Ο Εντουαρντ ηταν κυνικος στις σχέσεις του με το γυναικείο φύλο απο τοτε που πέρασε την εφηβεία και συνειδητοποιησε οτι τα λεφτά της οικογένειάς του ήταν ένας ισχυρος μαγνητης για τις γυναίκες που τοντριγυριζαν.
Ήταν δύσκολο να δεχτεί οτι είχε επιτρέψει στον εαυτο του να πιστέψει πως , παρά τις προηγουμενες εμπειρίες του είχε βρει τελικά κάποια που μπορούσε να την εμπιστευτεί. Να πιστέψει οτι ήταν η μονη γυναίκα στον κοσμο στην οποία μπορούσε να εμπιστευτεί την ζωή του και την αγάπη του μέχρι την μέρα που θα πέθαινε. Η γλυκιά του Μπελλα... Το στομα του συσπαστηκε σε μια κυνική εκφραση περιφρονησης. Τι ανοητος που ήταν! Να φερθεί σαν άπειρος εφηβος και οχι σαν έμπειρος και ώριμος άντρας. Η Μπελλα είχε αποδειχτεί τοσο απληστη οσο και ολες οι άλλες γυναίκες που έβαζαν στο μάτι την προσωπική του περιουσία. Και ακομη χειροτερα. Είχε προσποιηθεί,ήταν πραγματικά πολύ καλή στην προσποίηση. Είχε προσποιηθεί οτι πίστευε πως ηταν ένας συνηθισμενος τύπος που εργαζοταν σαν ξεναγος οποτε έβρισκε δουλειά.
Κοντευε να φτάσει αλλά ήταν σίγουρος πως δεν θα προλάβαινε το μυστήριο.
Καθώς πλησίαζε έφερνε στην μνήμη του το πως είχε φύγει απο κει μισωντας τη. Μισωντας την που τον είχε κάνει να φέρεται σαν ηλιθιος που τον οδηγούσε η καρδιά και οχι το μυαλο του.
Αυτος που περηφανευοταν οτι είχε ψύχραιμο και κοφτερο μυαλο και έμφυτη ικανοτητα να καταλαβαίνει τους χρυσοθηρες απο ένά χιλιομετρο μακριά,είχε πιαστεί τοσο εύκολα στην παγίδα. Ντεποταν για τον εαυτο του. Πάτησε το γκάζι λέγοντας στον εαυτο του να ξεχάσει ολες αυτές τις απαισιες αναμνησεις και ελπιζε πως θα περνούσε μια ήρεμη βραδιά.
nansypap New Moon Victim
Ηλικία : 33 Τόπος : Πάτρα Αριθμός μηνυμάτων : 100 Registration date : 29/09/2011
Το μυστήριο ήταν υπέροχο,τοσο ομορφο. Εβλεπες στα μάτια τους ποσο αγαπιοντουσαν . Ποσο τυχερή που ήταν η Αλις.
Τώρα η Μπελλα προχωρούσε στο χώρο της δεξιωσης , ήταν πραγματικά ολα πολύ ομορφα,τ κρυστάλλινα ποτήρια,τα φίνα τραπεζομάντιλα,τα ομορφα λουλούδια,το εξαιρετικο φαγητο και την γαλήνια μουσική ολα ήταν ένα παραμύθι. Το παραμύθι της Αλις,πάντα έτσι ονειρευοταν τον γάμο της. Το άξιζε!
Καθώς προχωρούσε στην μεγάλη αίθουσα που είχε γεμισει κοσμο έψαχνε να βρει την Αλις αλλά δεν φαινοταν πουθενά. Κάποια στιγμή εντοπισε τον Τζασπερ,τα μάτια της ομως έπεσαν σε δυο άλλα μάτια. Στα δικά του. Η Μπελλα ένιωσε το προσωπο της να φλογιζεται. Την τελευταία φορά που είχε δει αυτά τα μάτια,ελαμπαν μέσα απο τις πυκνές και μακριες βλεφαριδες του, θολά απο τον ποθο. Τώρα ήταν σκληρά στενά και είχαν στενέψει επικίνδυνα.
Η Μπελλα έπνιξε μια κραυγή οργής. Χαμηλωσε το βλέμμα της ,διέταξε το κοκκινισμα να σβήσει απο το προσωπο της. Είχε ήδη πλησιάσει αρκετά και την είχαν δει. Έτσι πλησιασε. «Τζασπερ,ξερεις μήπως που είναι η Αλις;»είπε αμήχανα. «Στο μπάνιο,να σου συστήσω τον παιδικο μου φίλο. Τον Εντουαρντ Καλλεν» είπε εκείνος με χαρά αφού δεν γνώριζε πως ήξερε καλά αυτο το κάθαρμα. «Χαίρω πολύ. Μπελλα Σουαν. Πρέπει να πηγαίνω. Με συγχωρείτε.»είπε και με οση αξιοπρεπεια της είχε μείνει έφυγε.
Βλέποντας τον εκεί,ήρεμο,αυτοκυριαρχημενο με το καλοραμμενο κοστούμι του που θα πρέπει να καστιζε μια μικρή περιουσία,να την κοιτάζει σαν να ήταν κάτι απορριπτεο και απαράδεκτο ,της είχε προκαλέσει ένα οδυνηρο σοκ. Τα λογια που της είχε γράψει σ΄εκείνο το σημείωμα που είχε αφήσει πριν απο μήνες ήρθαν ανελέητα μπροστά στα μάτια της.
Το στομαμαχι της συσπαστηκε και έφερε την σφιγμένη της γροθιά στο στομα της. Είχε αξοιοπρεπεια και θα είχε το κεφάλι της ψηλά προχώρησε στις τουαλέτες,θα χαιρετούσε την Αλις και θα έφευγε. Δεν θα την εκανε ξανα να πονουσε. Οχι δεν θα τον εκανε ρεζιλιφωνάζοντας σε ολους ποσο μεγάλο κάθαρμα ήταν. Αν ομως τολμούσε να της ξαναριξει μια τοσο περιφρονητική μάτια άλλη φορά,θα έμπαινε σε μεγάλο πειρασμο!
Αφού χαιρετησα την Αλις πήγαμε στον τζασπερ τους ευχηθηκα καιτους εξήγησα πως έπρεπε ναφύγω. Τον είδε λίγο πιο πέρα που ήταν με μια διμετρη ξανθιά. Βρήκε αμέσως παρεα. Η Αλις κατάλαβε και ήρθε πιο κοντά της «Μπελλα σήμερα το έμαθα δεν προλαβα να σου το πω,συγνώμη τοση συμπτωση δεν την πιστεύω πια.»είπε ενώ την κοίταξε απολογιτικα. «δεν πειράζει Αλις» είπε και έφυγε. Θα έφευγε και θα ήταν ολα καλύτερα.
Εντουαρντ
Ήταν έγκυος! Απο εκείνον; Ο Εντουαρντ πιεσε τον εαυτο του να ηρεμήσει. Τον πιεσε να αγνοήσει Την Μπελλα Σουαν που ήταν μπροστά του και μιλούσε με τον Τζασπερ. Η Μπελλα ήταν παρθένα. Την πρώτη φορά που είχαν κάνει σεξ δεν είχε χρησιμοποιησει προφυλακτικο. Δεν είχε προλάβει να το σκεφτει καν παραδομενος στο πάθος. Χαμενος. Είχε χαθεί σε έναν ανεμοστροβιλο αισθημάτων,μια εμπειρία τοσο καινούρια και δυνατή,που είχε νιωσει λες και ολη του η ζωή μέχρι εκείνη την στιγμή ήταν ένα θέατρο σκιων.
Το παιδί που κουβαλούσε μέσα της μπορεί να ήταν δικο του. Εκτος και αν... Με αδιάφορο ύφος ρώτησε τον Τζασπερ. «Η κοπέλα ποσο μηνών έγκυος είναι;Ξερεις;»ρώτησε Ο Τζασπερ τον κοίταξε περίεργα «γιατί ρωτας;»τον ρώτησε. «να δεν είναι επικυνδυνο να γεννήσει; θα χαλουσε τον γάμο» είπε χωρίς να σκεφτει μια καλυτερη δικαιολογία. «εφτά μηνών είναι αλλά μην ανυσηχεις. Είναι η κολλητη της Αλις δεν μπορούσε να λείπει. »του απάντησε . «και ο άντρας της;»είπε ο Εντουαρντ αναλογιζομενος τους εφτά μήνες που είχε ακούσει. Το παιδί εκείνο θα μπορούσε να είναι δικο του, εκτος και αν αμέσως μετά την επιστροφή της στο σπίτι η Μπελλα είχε πέσει στο κρεβάτι με κάποιον άλλο. Αλλά αυτο δεν ήταν και πολύ πιθανο,δεδομένου οτι εκείνη την εποχή η προσοχή της ήταν στραμμένη σ΄αυτον. Περιμεν ε να την ακολουθησει στο Φοίνιξ,γι΄αυτο και δεν είχε κάποιον άλλο να την περιμένει,για να μην δημιουργήσει προβλημα. Καταβαλλοντας μεγάλη προσπαθεια να μην συνοφρυωθει η να μην τρέξει πίσω της άκουσε την απαντηση του Τζασπερ. «δεν είναι παντρεμένη. Ο πατέρας του παιδιού που είναι εΝα κάθαρμα την παράτησε» του είπε μορφαζοντας. Τοτε πήγε να πάρει ένα ποτο. Ξαφνικά απο εκεί που δεν το περιμενε εμφανίστηκε μπροστά του μια ξανθιά και άρχισε να του την πέφτει. Δεν είχε καθολου ορεξει και της έδειξε πως δεν ενδιαφεροταν ομως αυτή επεμενε. Αποφασισε να μην της δίνει σημασια. Είδε την Μπελλα να φεύγει αλλά δεν ανυσηχησε. Την επομένη το πρώτο πράγμα που θα εκανε θα ήταν να την επισκεφτεί και να ζητησει να μάθει αν το παιδί ήταν δικο του.
Μπελλα
Το βράδυ εκείνο ήταν εφιαλτης. Το σοκ που τον είχε ξαναδεί την είχε καταβαλει. Τα είχε ξαναφερει στο νου της ενώ δεν ήθελε ούτε να τον σκεφτεται. Αλλά η δοκιμασια τελείωσε,υπενθύμισε στον εαυτο της και προσπαθησε να δει το θέμα απο την καλή πλευρά του. Λέγοντας σοβαρά στον εαυτο της πως δεν ήταν αναγκασμένη να τον ξαναδεί μπήκε στο αυτοκίνητο. Νιωθοντας πλέον πιο ανάλαφρη τον έβγαλε απο το μυαλο της και γυρισε το κλειδί στη μηχανή. Η μηχανή έβγαλε ένα παραπονιαρικο ήχο και μετά τίποτα. Ύστερα απο την τέταρτη προσπαθεια η μπαταρία έμεινε νεκρή. Έψαξε στην τσάντα της να βρει το κινητο της. Το λάθος ήταν δικο της. Ο Τζεικομπ την είχε συμβουλεψει να αλλάξει μπαταρία αλλά εκείνη το ανέβαλλε συνεχεια λογω οικονομικών. Τελικά κατάλαβε οτι μάλλον είχε ξεχάσει το κινητο της στο σπίτι. «Ηλίθια! Ηλίθια!»φωναξε χτυπώντας τις γροθιες της στο τιμονι και μετά έπεσε εξαντλημενη πίσω στο κάθισμα αντιμετωπίζοντας το γεγονος οτι έπρεπε να γυρίσει πίσω για να ζητησει βοηθεια. Και σαν να μην έφτανε αυτο έβρεχε,στο Φοίνιξ σπάνια έβρεχε αλλά είπε σήμερα να κάνει μια εξαιρεση για να συμπληρωσει την γκαντεμια που την ακολουθούσε.
Εντουαρντ
Ο Εντουαρντ για να αποφύγει την ξανθιά κολιτσιδα έφυγε απο τον χώρο και κατευθύνθηκε στην είσοδο. Τοτε ξαφνικά έπεσε πάνω της καθώς εκείνη έμπαινε μέσα. Σιωπή. Ύστερα απο τον ήχο της βροχής που έπεφτε πήρε μία ανάσα και τα μάτια της ανέβηκαν στα δικά του. Το βλέμμα του σκληρο σαν ατσάλι. «Πες μου την αλήθεια,για μια φορά», της είπε άγρια. «Είναι δικο μου το παιδί;»
Μπελλα
Έκπληκτη με την απροκάλυπτη ερωτηση που της πέταξε καταμουτρα, η Μπελλα αποφασισε οτι θα ήταν φρονιμοτερο να την αγνοήσει παρά να ενδώσει στην τηςνα του πετάξει ένα -κι εσένα τι σε νοιάζει;- οπως θα ήθελε. Έμεινε πεισματικά στην απαίτησή της συνειδητοποιωντας οτι η μονη επικοινωνια μεταξύ τους έπρεπε να είναι το πως θα έλυνε το προβλημα με την βλάβη του αυτοκίνητου της. Μιας και δεν ήθελε να ενοχλησει την Αλις μια τέτοια μέρα. «Θέλω να πω στον Τζεικομπ να έρθει να με πάρει και για να το κάνω αυτο πρέπει να χρησιμοποιησω το τηλέφωνο. Μπορώ να χρησιμοποιησω το δικο σου;» Νιωθοντας το ατσάλινο βλέμμα του να την διαπερνά και το ένα φρύδι του να ανασηκωνεται με δυσπιστία ριγησε μέσα της. Να αναρωτιοταν πως είχε καταφέρει να κάνει έρωτα-διορθωση,σεξ-με ένα τέτοιο πλάσμα; Σώμα φουσκωμένο,μαλλιά να κρέμονται σαν ποντικοουρες απο την βροχή.
Παλεύοντας με το κύμα υστεριας που φούντωνε μέσα της διέταξε τον εαυτο της να ηρεμήσει,να ξεχάσει την απέχθεια της γι΄αυτον και να του εξηγησει αργά και καθαρά βγαζοντας κάθε επικυνδυνο συναίσθημα απο τον τονο της φωνής της. «Σε παρακαλώ πες στον Τζασπερ να πει στον ιδιοκτήτη πως θα έρθουμε με τον Τζεικομπ να πάρουμε το αυτοκίνητο μου αυριο πρωί πρωί. Χρειάζεται καινούρια μπαταρία». Μακάρι δηλαδή. Γιατί δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπισει το έξοδο και δεν θα ζητουσε απο τους γονείς της. Ριγωντας τώρα,βρεγμένη,παγωμένη εκανε μια κίνηση να μπει πιο μέσα. Εκείνος δεν εκανε την παραμικρή κίνηση για να την αφήσει να περάσει πιο μέσα και η Μπελλα τον κοίταξε με την καρδιά της σφιγμένη απο φοβο. Η έκφρασή του ήταν σκυθρωπη και το ομορφο στομα του είχε σφιχτει σε μια σκληρή ίσια γραμμή. Τα ομορφα χαρακτηριστικά του ήταν τραβηγμένα. Ο Εντουαρντ κινήθηκε επιτελους. Προς το μέρος της ομως. Και την επιασε άγρια απο τον αγκώνα. «Θα σε παω εγώ» «Δεν είναι ανάγκη». Δεν μπορούσε να σβήσει τον πανικο απο τον τονο της φωνής της τρεμοντας στη σκέψη να μπει στο αυτοκίνητο μαζί του και να του δώσει έτσι την ευκαιρία να επαναλάβει την ερωτηση στην οποία δεν ήθελε να απαντησει. «Ο Τζεικομπ δε θα έχει καμία αντιρρηση να έρθει να με πάρει». Το χέρι του Εντουαρντ σφιχτηκε περισσοτερο στον αγκώνα της και το βήμα του καθώς την εσερνε,απροθυμη,αλλά πολύ κουρασμένη για να προβάλλει αντισταση,προς το αυτοκίνητο του, ταχυνε. «Είμαι σίγουρος», παρατήρησε σαρκαστικά. «Πάντως πρέπει να βγάλεις τα βρεγμένα ρούχα απο πάνω σου και να κάνεις ενα ζεστο μπάνιο το συντομοτερο». Σταμάτησε αποτομα φτανοντας στο βολβο. «Τώρα δεν έχεις μονο τον εαυτο σου να σκεφτεις».
Εννοούσε το μωρο,οπως κατάλαβε η Μπελλα με ενοχές και κάθισε στη θέση του συνοδηγού. Και είχε απολυτο δίκιο. Έπρεπε να στεγνώσει, να ζεσταθεί και να χαλαρώσει για το καλο του μωρού της. Αλλά το να εμπιστευτεί αυτον αντί να περιμένει τον Τζεικομπ να έρθει να την πάρει σήμαινε πως ο Εντουαρντ θα είχε την ευκαιρία να της κάνει πάλι εκείνη την ερωτηση και δεν ήξερε πως θα του απαντούσε.
Το κορμί της έγίνε άκαμπτο απο την ανησυχία και ένιωσε καυτά δάκρυα εξάντλησης στα μάτια της. Δαγκωσε το κάτω χείλη της για να τα εμποδίσει να τρέξουν.
Να του έλεγε οτι δεν τον αφορούσε το θέμα; Θα το δεχοταν άραγε εκείνος; Θα εκανε τον αδιάφορο, ανακουφισμενος που δεν είχε προθεση να του ζητησει χρηματα και να του φορτωθεί προκαλώντας μεγάλο σκάνδαλο στην οικογένειά του; Το έβρισκε αρκετά πιθανο. Ταίριαζε με το προφίλ του άντρα που εκμεταλλεύεται την καρδιά μιας φτωχης κοπελας και μετά την πετά σαν φύλλο που πέφτει απο το δέντρο. Εκτος και αν κατάφερνε να βρει την δύναμη να του πει οτι ο πατέρας του μωρού της ήταν άλλος. Να του έλεγε οτι ήταν πέντε μηνών έγκυος και να τον έβγαζε οριστικά απο την ζωή της . Θα την πίστευε ομως με το μέγεθος της κοιλιάς της; Περιμενε, προετοιμάζοντας τον εαυτο της. «Μένεις ακομα με τους γονείς σου;»την ρώτησε ομως εκείνος. Παίρνοντας καταφατική απαντηση δεν είπε ούτε λέξη μέχρι που σταμάτησε το αυτοκίνητο μπροστά στο σπίτι της. Μετά γυρισε και την κοίταξε. «Μη νομίζεις οτι τελειώσαμε. Θα είμαι εδώ αυριο το πρωί. Και σε προειδοποιω αν μου πουν οτι είσαι απασχολημένη θα περιμένω μέχρι να είσαι ευκαιρη για να τα πούμε».
Εντουαρντ
Οδηγώντας πίσω με την ταχυτητα που είχε κρατήσει και πριν για να προσέχειτη συνεπιβατισσα του , ο Εντουαρντ έβρισε τον εαυτο του που δεν είχε καταφέρει να την ρωτήσει κατηγορηματικά και να μάθει αν ήταν εκείνος ο πατέρας του παιδιού της. Έπρεπε να την είχε πιέσει να του πει την αλήθεια. Είχε την κατάλληλη ευκαιρία στα χέρια του. Μονο που... Η Μπελλα ήταν πολύ ευάλωτη. Βρεγμένη και σε κακή κατασταση. Γι΄αυτο είχε νιωσει την ανάγκη να την πάει εκεί που θα μπορούσε να ανακουφιστεί και να ξεκουραστεί.
Ξεφυσηξε με βία μέσα απο τα σφιγμενα χείλη του. Μάλλον γερνουσε και έχανε τον δυναμισμό του. Ύστερα πάλι, ποιος στο διάολο ήταν αυτος ο Τζεικομπ;
nansypap New Moon Victim
Ηλικία : 33 Τόπος : Πάτρα Αριθμός μηνυμάτων : 100 Registration date : 29/09/2011
Η Μπελλα ξάπλωσε σκεπτομενη οσα συνεβησαν. Μακάρι να μην πήγαινε στον γάμο έτσι δεν θα είχαν δει ο ένας τον άλλο. Μακάρι να μπορούσε να ερωτευτεί τον Τζεικομπ και να δεχτεί την προταση γάμου που της είχε κάνει. Έτσι, οταν η εγκυμοσύνη της είχε αρχίσει να φαίνεται, θα ήταν παντρεμένη και ο Τζεικ θα ορκιζοταν πως το παιδί ήταν δικο του. Ο Τζεικ θα εκανε τα πάντα γι΄αυτήν, μια σκέψη που την καταπιεζε.
Με τον Τζεικ ήταν φιλοι απο παιδιά και ήταν ο πιο ευγενικος άνθρωπος που ήξερε. Ανάμεσά τους υπήρχε ανέκαθεν μια βαθιά αγάπη, γι΄αυτο και της είχε κάνει την προταση γάμου. Είχαν υποσχεθεί να προσέχουν και να νοιάζονται ο ένας για τον άλλο σαν να ήταν ο εαυτος τους.
Ο Τζεικ νοιαζοταν γι΄αυτή ν, η Μπελλα το ήξερε αλλά δεν ήταν ερωτευμενος μαζί της και του άξιζε κάτι καλύτερο. Κάποια μέρα θα γνώριζε μια γυναίκα που θα του έκοβε την ανάσα. Ούτε και η ίδια ήταν ερωτευμένη μαζί του. Αυτο που αισθανοταν για εκείνον δεν έμοιαζε σε τίποτα με τα αισθήματα που είχε για τον Εντουαρντ... Ω διάβολε! Χτύπησε το στρώμα με τις γροθιες τις, έκρυψε το προσωπο της στο μαξιλάρι και προσπαθησε να κοιμηθεί.
Την αυγή η Μπελλα σηκωθηκε απο το κρεβάτι της. Φορεσε καθαρά ρούχα εγκυμοσύνης και ύστερα σηκωσε τα μαλλιά της και τα επιασε στην καρυφη του κεφαλιού της. Τα μάτια της έδειχναν στοιχειωμενα καθώς την κοιταξαν μέσα απο τον καθρέφτη.
Γυρισε απο την άλλη, αηδιασμενη απο τον εαυτο της που είχε τρομάξει απο εκείνο το κάθαρμα. Ο Εντουαρντ δεν μπορούσε να την αναγκάσει να κάνει κάτι που δεν ήθελε. Φορεσε ένά ζευγάρι παλιά πάνινα παπούτσια. Έψαξε να βρει το κινητο της. Ο Τζεικ ακούστηκε νυσταγμενος οταν απάντησε και η Μπελλα του ζητησε συγνώμη. «Συγνώμη που σε ξύπνησα, αλλά ακου...»
Του εξήγησε σύντομα τι ήθελε, νιωθοντας απαίσια που τον είχε ξυπνήσει τοσο νωρίς. «Δεν υπάρχει προβλημα», απάντησε ο Τζεικ. «Δώσε μου μισή ώρα. Δε σου είχα πει οτι θα μπλεξεις; Πως γυρισες σπίτι; Έπρεπε να μου είχες τηλεφωνήσει». «Θα το έκανα, αλλά ένας καλεσμένος επεμενε να με φέρει εκείνος», είπε βιαστικά η Μπελλα. «Ευχαριστώ Τζεικ». «Για πιο πράγμα;» «Που θα ερθεις να με σωσεις». «Ο, τι θέλεις, στη διάθεσή σου, το ξερεις . Θα έπρεπε να το ξερεις».
Η Μπελλα έκλεισε το τηλέφωνο και κατέβηκε στην κουζίνα. Θα έπινε στα γρήγορα ένά ποτήρι χυμο και θα έβγαινε να συναντησει τον Τζεικ. Ο καιρος ήταν τέλειος. Αναστεναζοντας άνοιξε την πορτα της κουζίνας. «Μαμά;» Η Ρενε ήταν καθισμένη στο τραπέζι φορώντας την ρομπα της, πήρε την τσαγιέρα και κοίταξε την κορη της. «Θέλεις τσαι καλή μου;» «Οχι ευχαριστώ» «Για πες μου, πως τα περασες χθες; Ήταν ωραίος γάμος;» «Ναι, ήταν πολύ ωραίος. Αλλά χάλασε το αυτοκίνητο μου και θα πάμε με τον Τζεικ να το κοιτάξει.»Είπε η Μπελλα χωρίς να κοιτάζει την μητέρα της, ήξερε πως θα ξεσπουσε. «Τι; Το περίμενα. Μπελλα σου έχω πει τοσες φορές πως είναι επικυνδηνο να οδηγεις αυτο το σαραβαλο. Ο πατέρας σου θα μπορούσε να σου πάρει...» «Ούτε να το σκεφτεσαι. Δεν θέλω να σας επιβαρύνω» είπε και το εννοούσε, δεν ήθελε να φορτώνεται στους γονείς της το οτι έμενε μαζί τους ήταν ήδη πάρα πολύ.
Το κουδούνι χτύπησε διακοπτοντας οτι και να ήθελε να πει η μητέρα της. Σηκωθηκε. «Ο Τζεικ πρέπει να είναι. Πρέπει να φύγω. Θα μιλήσουμε αργοτερα.» «Να προσεχείς αγάπη μου! » Της είπε η μητέρα της γλυκά. Αχ! Αυτή η μητέρα της θα την έβλεπε πάντα σαν μωρο ας περιμενε και η ίδια το δικο της.
¶νοιξε την εξώπορτα αφήνοντας μια πνοή αερα να μπει μέσα. Κι εκείνον. Ο Εντουαρντ πέρασε μέσα προσπερνωντας την. Ήταν ανάγκη να σηκωθει τοσο νωρίς; Δεν μπορούσε η τελευταία του ερωμένη να τον κρατήσει παραπάνω στο κρεβάτι μαζί της; Κι εκείνο το πρωί έδειχνε παράλογα ομορφος.
Ένας ομορφος ψηλος με χάλκινα μαλλιά που πετούσαν ατημελητα, με πράσινα μάτια και ένα ομορφο στομα που σχημάτιζε ένα σαρκαστικο μορφασμο. «Πας κάπου;» Πρυος μεγάλη της έκπληξη η Μπελλα ένιωσε να γίνεται κατακοκκινη. Και να σκεφτει κανείς πως κάποτε πίστευε πως ήταν ερωτευμένη με αυτον τον αλαζονα αγροικο! Της είχε κρύψει επιδέξια αυτήν την πλευρά του οταν την αποπλανουσε ομως. Και οταν την παράτησε. Το κομψο, πανάκριβο γκρι κοστούμι του τονιζε το γεροδεμένο σώμα του. Ήταν ένας επιβλητικος άγνωστος.
Στο νησί φορούσε πάντα παλιά βαμβακερά παντελονια, πάνινα παπούτσια που είχαν δει καλύτερες μέρες και στο λαιμο μια ψεύτικη χρυσή αλυσίδα που άφηνε πρασινωπες κυλιδες στο γεροδεμένο στερνο του. Οι λεκέδες αυτοί είχαν κάνει την καρδιά της να σφιχτει απο τρυφεροτητα και να τον αγαπήσει. Τώρα ομως δεν τον αγαπούσε καθολου. Τον μισούσε, οπως μισούσε ολα αυτά που αντιπροσώπευε.
Το σίγουρο ήταν οτι δε θα του έδινε καμία απαντηση, ανοίγοντας έτσι κουβέντα. Αφήνοντας την εξώπορτα ανοιχτή, παρακάλεσε το Θεο να εμφανιστεί γρήγορα ο Τζεικ και να την πάρει. «Μπορούμε να κουβεντιάσουμε κάπου πιο άνετα;» Ο τονος της φωνής του της έλεγε οτι η υπομονή του έφτανε στα ορια της και το αδιάκριτο βλέμμα του που έπεφτε πάνω της οτι δεν του άρεσε αυτο που έβλεπε. «Οχι». Η Μπελλα δεν ήθελε να κουβεντιάσει μαζί του σχετικά με το θέμα της πατροτητας. Δεν ήθελε να το κουβεντιάσει με κανέναν. Και επειδή αγαπούσε ήδη το παιδί που θα ερχοταν με ολη της την καρδιά, φοβοταν πολύ. «Ποιος είναι Μπελλα;» Η Ρενε εμφανίστηκε απο την πορτα της κουζίνας και ξαφνικά σταμάτησε αποτομα. «¶κουσα ομιλίες, αλλά δεν αναγνωρισα την φωνή του Τζεικομπ». Η Μπελλα θα ήθελε να μείνει η μητέρα της εκεί που ήταν. Πως να τον συστηνε; Α ! Να σου γνωρίσω το χαμένο κορμί. Οι γονείς της πέρα απο τα βασικά δεν γνώριζαν τίποτα άλλο. Η Μπελλα δεν αποκάλυψε το ονομα του, ο Τσάρλι ήταν τοσο εξαγριωμένος που θα πήγαινε να τον βρει. Η μονη που γνώριζε ήταν η Αλις. Και τώρα μπερδευονταν ξανα τα πραγματα.
Τελικά ανέλαβε ο Εντουαρντ και τα χείλη του μαλάκωσαν σε ένα αφοπλιστικο χαμογελο καθώς πλησιασε την μητέρας της το πρωσοπο του χαλαρωνε. «Κυρία Σουαν, χαίρομαι που γνωρίζω την μητέρα της Μπελλας» είπε και άπλωσε το χέρι του. Μετά απο μια στιγμή δισταγμού και μια ματια στην κορη της η Ρενε το πήρε. Έγινε κατακοκκινη αταν εκείνος το έφερε στα χείλη του. «Μπελλα;» «Είναι ο Εντουαρντ Καλλεν» είπε η Μπελλα κοφτά. Ήθελε να μαλώσει την μητέρα της που έτρεμε σαν ανοητο σχολιαροκοριτσο αλλά την συγχώρεσε γιατί καμιά γυναίκα δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει λογικά την γοητεία του, οποτε εκείνος έκρινε οτι τον βολευε να το κάνει. «Ήμαστε ξανα μαζί με την Μπελλα χθες βράδυ, στον γάμο είμαι φιλος του Τζασπερ»είπε ο Εντουαρντ. «Ήρθα να ρωτήσω τι κάνει». Παλιοψευτη! Σκεφτηκε οργισμένη η Μπελλα, μισωντας τον για την ικανοτητα του να λέει ψέματα και να εξαπατα για την ικανοτητα του να δείχνει τοσο σίγουρος και αυτοκυριαρχημενος ενώ εκείνη αδύναμη να κάνει οτιδήποτε. Η μητέρα της έμεινε προφανώς στην λέξη «ξανα», αν έκρινε σωστά απο το φρύδι της που η Μπελλα είδε να ανασηκωνεται και το μικρο της χαμογελο. «Πολύ ευγενικο εκ μέρους σας. Θα περάσετε στην κουζίνα; Θα θέλατε μήπως έναν καφέ;». Η Μπελλα έβγαζε καπνούς απο το κεφάλι της. Η μητέρα της δεν θα τον άφηνε να διαβεί το κατώφλι τους αν ήξερε την αλήθεια. Πίσω απο το υπέροχο προσωπείο του κρυβοταν ένας σατανας, ένα άκαρδο καθίκι.
Απορροφημενη στις σκέψεις της , της πήρε μερικά δευτερολεπτα μέχρι να συνειδητοποιησει οτι είχε έρθει στο μεταξύ και ο Τζεικομπ. Με το οικείο προσωπο του τα σκούρα μαλλιά του, το λεκιασμενο με λάδια τζιν , έδειχνε τοσο απλος, συνηθισμενος και σίγουρος, που της ήρθε να βάλλει τα κλάματα. «Έτοιμη;»είπε είπε χαμογελώντας και κοίταξε την μητέρα της. «Γεια σας, κυρία Σουαν» προσθεσε χωρίς να δείχνει οτι προσεξε την παρουσία του αγνωστου με το αψεγαδιαστο ντύσιμο. «Έχεις τα κλειδιά του αυτοκίνητου;» ρώτησε την Μπελλα. «Πάμε τοτε. Ο μπαμπας λέει οτι δεν χρειάζεται να βιαστεις να πληρωσεις την μπαταρία. Μπορεί να περιμένει».
Η Μπελλα έσφιξε τα δοντια της. Ο πατέρας του Τζεικ είχε το συνεργείο. Ο Μπιλι ήταν πολύ καλος φιλος του πάτερα της. «Δεν θα χρειασθεί».είπε και πήγε στην πορτα. «Περιμενε!»την σταμάτησε αποτομα η φωνή του. Εκπληκτικά ψυχραιμος , ο Εντουαρντ εκανε ένα βήμα μπροστά. «Ο Τζεικομπ; Εσύ είσαι;» Εισπράττοντας μία έκπληκτη ματια που τη θεώρησε καταφατική απαντηση συνεχισε με το ύφος ανθρωπου που έχει την απαιτηση να τον υπακουνε. «Δεν υπάρχει λογος να περιμενεις. Πήγαινε άλλαξε την μπαταρία και θα πάω εγώ την Μπελλα μετά να πάρει το αυτοκίνητο». «Για μια στιγμή!» Εκνευρισμενη με το θράσος του να δίνει εντολές, η Μπελλα μπήκε μπροστά του. Μακάρι να μην το είχε κάνει ομως. Γιατί και μονο που τον κοίταξε η καρδιά της σκιρτησε και το στομα της στεγνωσε σαν την έρημο, ενώ ο σφυγμος της άρχισε να καλπάζει... Πνιγοντας ένα βογκητο και νιωθοντας το θυμό να σβήνει μέσα της σαν νερο που στραγγιζε , υποχωρησε. Δεν είχε νοημα να αποφύγει πια την ανάκριση. Οσο ανέβαλλε την απαντηση σε εκείνη την ερωτηση τοσο μεγάλη νευρικοτητα ένιωθε. Και αυτο δεν θα εκανε καλο στο μωρο της.
Χαμογέλασε απολογητικά στον Τζεικ. «Σ΄ευχαριστώ φίλε. Θα τα πούμε αργοτερα. Έχω κάτι να συζητησω με...αυτον». Δεν έδινε δεκάρα αν είχε ακουστεί αγενης. Εξάλλου δεν αισθανοταν διολου ευγενής καθώς ο Εντουαρντ την συνοδεψε πίσω απο την μητέρα της που προχώρησε προς στην κουζίνα. Ναυτία αισθανοταν.
nansypap New Moon Victim
Ηλικία : 33 Τόπος : Πάτρα Αριθμός μηνυμάτων : 100 Registration date : 29/09/2011
«Πρέπει να πάω να ντυθώ. Τι θα σκεφτεσαι για μένα;» είπε η Ρενε και κράτησε την πορτα για να περάσουν.«Μια στιγμή θα κάνω. Στο μεταξύ, Μπελλα μπορείς να προσφερεις στον καλεσμένο σου έναν καφέ». Η Μπελλα δεν εκανε τίποτα τέτοιο. Πιεσε τον εαυτο της να μείνει στη θέση της και να μην πτοηθει απο την ψυχροτητα του απροσκλητου επισκέπτη.
Ήταν εκπληκτος στη σκέψη οτι μπορούσε να είναι πατέρας του παιδιού κάποιας που προερχοταν απο φτωχή οικογενεια; Κάποιας που του εκανε για ένα σύντομο φλερτ, αλλά οχι για κάτι πιο σοβαρο; «Λοιπον;» είπε η Μπελλα. Ανασήκωσε το πιγούνι της περήφανα, αλλά εκανε έναν μορφασμο καθώς το μωρο κλώτσησε μέσα της υπενθυμίζοντάς της την ύπαρξή του. Μακάρι το αγέννητο παιδί να μην καταλάβαινε τα αρνητικά κύματα μεταξύ των γονιών του. Έφερε αυτοματα το χέρι της πάνω στην κοιλιά της, μια κίνηση που ακολούθησε το βλέμμα του Εντουαρντ. «Νομίζω οτι γνωριζεις την ερωτηση», της είπε και η βαθιά φωνή του εσταξε οξύ. «Και πριν μου πεις αν είμαι ή οχι ο πατέρας του παιδιού σου, σε προειδοποιω. Μπορώ να μάθω την αλήθεια με ένα απλο τεστ DNA».
Το εννοούσε! Το σχέδιο της να του πει οτι δεν ήταν εκείνος ο πατέρας και εκείνος να το δεχτεί με ευγνωμοσύνη και να αποχωρήσει απο τη ζωή της έγινε σκονη.
Συνειδητοποιωντας αυτή την πραγματικοτητα , η Μπελλα ένιωσε το αίμα να στραγγιζει απο το προσωπο της. Τα καστανά μάτια της φανταζαν τεράστια. Μετά την ασπλαχνη προδοσία του ήταν σχετικά απλο να τον βγάλει απο το μυαλο της, χρησιμοποιωντας ολη της τη θεληση και το ένστικτο για να προστατέψει τον εαυτο της και το αγέννητο μωρο της.
Βλέποντας τον ξανα ομως η αναστάτωση στον συναισθηματικο της κοσμο ήταν τεράστια. Με ποδια που δεν μπορούσαν να την κρατήσουν πλέον, πιεσε με τα δάχτυλά της τους κροταφους της, που σφυροκοπουσαν ξαφνικά. Μουρμουριζοντας μια βρισιά, ο Εντουαρντ άπλωσε σαν αστραπή τα δυνατά του χέρια για να την στηρίξει και την έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα. Η κίνησή του αυτή έφερε και πάλι το αίμα στο προσωπο της. Ο Εντουαρντ ανασηκώθηκε και εκανε ένα βήμα πίσω, οπου στάθηκε με τα ποδια ανοιχτά και τα χέρια στις τσεπες του παντελονιού του. Έτσι οπως στεκοταν επιβλητικος απο πάνω της, έδειχνε απειλητικος και αμειλικτος. Η Μπελλα ωστοσο ύψωσε περήφανα το κεφάλι της, αρνούμενη να πτοηθει. «Δεν υπάρχει λογος να βριζεις!»του είπε. «Και μια και ρωτησες,ναι, εσύ είσαι ο πατέρας αυτού του παιδιού. Εσύ ήσουν ο πρώτος και ο τελευταίος μου! » Πήρε μια βαθιά ανάσα, έξαλλη με τον εαυτο της που είχε ερωτευτεί ποτέ αυτο το άκαρδο και αλαζονικο πλάσμα.
Του είχε δώσει την πληροφορία που ήθελε. Δεν θα καθοταν να τον δει να φεύγει κιολας τρέχοντας. «Θέλω να καταλαβεις κάτι. Ούτε περιμένω ούτε και θέλω τίποτα απο σενα. Ούτε θα μάθει ποτέ κανείς οτι το παιδί είναι δικο σου. Μπορείς λοιπον, να γυρισεις στην ερωμένη σου! » Ακολούθησε σιωπή. Τα χαρακτηριστικά ήταν τραβηγμένα και χλομιασε αποτομα. Η Μπελλα προσπαθησε να μαντέψει τι σκεφτοταν αλλά δεν τα κατάφερε. «Μου λες την αλήθεια;» Η Μπελλα κουνησε καταφατικά το κεφάλι της και εκείνος γυρισε και πήγε μπροστά στο παράθυρο. Το παιδί του! Σάρκα απο τη σάρκα του! Η καρδιά του σφιχτηκε. Τα πράσινα μάτια του άστραφταν. Το παιδί του! Στην κοιλιά μιας πονηρης αλεπού. Που του είχε παίξει την αθώα,που είχε προσποιηθεί πως δεν ήξερε ποιος ήταν, που τον είχε παγιδεψει. Ετοιμάζοντας πίσω απο την πλάτη του τις μηχανορραφιες της ! Καταφέρνοντας να τον κάνει να φερθεί τοσο ανοητα που δε θα φεροταν ούτε ένας δεκαπενταχρονος!
Οσο για τα μεγάλα λογια της οτι δεν ήθελε τίποτα απο αυτον, θα μπορούσε να πιστέψει ευκολοτερα οτι το φεγγάρι ήταν απο...τυρί! Σίγουρα θα του έλεγε τις απαιτησεις της μολις γεννιοταν το μωρο! Ακούγοντας την πορτα να ανοίγει ο Εντουαρντ γυρισε. «Κυρία, είναι εδώ ο σύζυγος σας; Θα ήθελα να μιλήσω και στους δυο σας». Για να λυθεί το θέμα μια και καλή. «Είναι στην υπηρεσία. Είναι κάτι σοβαρο;»ρώτησε με περιεργεια. «Ναι. Προκειτε για το μέλλον της κορης σας». «Τοτε θα του τηλεφωνησω». Είπε και έφυγε ξανα. «Δεν υπάρχει λογος να μπλεξεις τους γονείς μου σ΄αυτο»,είπε η Μπελλα σπαζοντας την σιωπή της. «Δεν ξέρουν τίποτα για σενα». «Γιατί; Φοβάσαι μήπως;»την ρώτησε. «Προσπαθώ να σου εξηγησω. Αν πάψεις και μ΄ακουσεις... Δεν ξέρουν ποιος είναι ο πατέρας του παιδιού. Κανείς δεν ξέρει. Και μια και σκοπεύω να μην το πω σε κανέναν μπορείς να πηγαινεις!» Του πέταξε εκνευρισμενη απο τον τροπο που την κοιτουσε, σαν κακομαθημένο, δύστροπο παιδί.
Περιμένοντας να φύγει η Μπελλα ξεφυσηξε αφού δεν εκανε καμία κίνηση. Η Μπελλα έπεσε ξανα στην καρέκλα της ζαλισμένη και νιωθοντας τα εντυπωσιακά μάτια του να μην την αφήνουν στιγμή. «Πήγαινε», μουρμούρισε κουρασμένα. Αλλά ήταν πολύ αργά. Ακούστηκε το αυτοκίνητο του πατέρα της. Μα πως ήρθε αμέσως; Τι θα γινοταν; Φοβοταν για την αντιδραση του πατέρα της. Οταν μπήκε μέσα ο Τσάρλι εμφανίστηκε και η Ρενε. «Γεια σας! »είπε ο Τσάρλι. «Γεια σας! »είπε ο Εντουαρντ, «Εντουαρντ Καλλεν χαίρομαι κύριε Σουαν». «Κι εγώ. Τι ακριβώς θα θέλατε να συζητησουμε και ποιος είσαστε, εννοώ απο που ξέρετε την κορη μου».είπε και κοίταξε μία τον άγνωστο και μία την κορη του. «Ας καθίσουμε» είπε ο Εντουαρντ.
Αφού κάθισαν ολοι επικράτησε ησυχία. «Λοιπον» ,είπε η Μπελλα κοφτά. «Αν έχεις κάτι να πεις πες το να τελειώνουμε. Έχουμε και δουλειές!» Εκείνος την αγνοησε αλλά ο πατέρας της την κοιτουσε εντονα. «Η κορη σας είναι έγκυος στο παιδί μου. Γνωριστηκαμε στο Ρίο». Ο Τσάρλι τον κοίταξε για μια στιγμή. «Ώστε εσύ είσαι αυτος που άφησε το κορίτσι μου έγκυο και μετά το παράτησε. Εσύ λεγεσαι άντρας;»είπε εξαγριωμένος. «Τσάρλι σε παρακαλώ! Ας τον ακούσουμε». Είπε η Ρενε «Να τον ακούσουμε, μάλιστα. Πες γρήγορα τι θέλεις και γιατί εμφανιστηκες γιατί με δυσκολία συγκρατουμε». Η Μπελλα κοίταζε φοβισμενη τον πατέρα της που τώρα είχε σηκωθει ορθιος. «Πριν βγάλετε λάθος συμπεράσματα να σας τονίσω πως δεν γνώριζα για την ύπαρξη αυτού του μωρού. Το έμαθα μολις χθες. Τώρα ομως που γνωρίζω θα συμφωνησετε πως η κορη σας είναι τώρα υπο την ευθηνη μου». «Για μια στιγμή» είπε θυμωμενα η Μπελλα. «Μπελλα σε παρακαλώ!»είπε ο Τσάρλι. «Και ποιες είναι οι προθέσεις σου νεαρε;»ρώτησε τον Εντουαρντ. «Μα φυσικά να της παρέχω φροντίδα. Δεν πρέπει να δουλεύει στην κατάστασή της»είπε ο Εντουαρντ. «Το βρίσκω σωστο. Μπελλα θα πρέπει να σκεφτεις το καλο του παιδιού σου». Δεν πίστευε πως άκουγε αυτά τα λογια απο τον πατέρα της. «Μπελλα θα έρθω αυριο να σε πάρω. Να έχεις τα πράγματά σου έτοιμα». Είπε ενώ σηκωθηκε και έφυγε. «Μπελλα θα πας. Το χρωστάς στο παιδι σου»της είπε η μητέρα της.
Ήταν υποχρεωμένη να πάει. Ίσως να ήταν καλο για το μωρο της. Πως ομως θα ανεχοταν τα μούτρα του. Ένα ήταν σίγουρο. Οταν θα γεννούσε θα έφευγε.
Οταν εφτασε ο Εντουαρντ χαιρετησε τους γονείς της και ξεκινησαν. Μολις μπήκε κι εκείνος χωρίς να μπει στον κοπο να την κοιτάξει και να της μιλήσει, έσπευσε να τον ενημερώσει.«Το κάνω χωρίς να το θέλω. Οσο μπορείς να το καταλαβεις αυτο». «Αλήθεια;» Ο Εντουαρντ έβαλε μπρος την μηχανή. Το κλασικο προφίλ του ήταν σφιγμένο οπως και η φωνή του. «Τι δεν θέλεις δηλαδή; Την οικονομική υποστηριξη;» «Δεν είναι αρκετο», είπε αυθορμητα την σκέψη της δυνατά, ευχομενη απο μέσα της το αγέννητο παιδί της να είχε έναν κανονικο πατέρα που θα τους αγαπούσε και τους δύο που θα ήταν δίπλα τους σε μονιμη βάση έναν πατέρα που δεν θα πίστευε οτι αυτο που είχε σημασια ήταν τα χρηματα. «Δεν θα το έλεγα» είπε ξερά εκείνος. «Αλλά δεν υπάρχει μεγαλυτερη προσφορά. Εκανα ένα λάθος και δέχομαι τις ευθύνες μου. Θα στηρίξω οικονομικά το παιδί και αυτή είναι η τελευταία μου προσφορά».
Πολύ θυμωμενη για να μιλήσει η Μπελλα έσφιξε τα χέρια της σε γροθιες και κοίταξε έξω απο το παρμπιζ χωρίς να βλέπει τίποτα στην πραγματικοτητα. Τον μισούσε τοσο πολύ που αισθανοταν ναυτία. Είχε παρεξηγήσει επιπολαια τα λογια της θεωρώντας οτι ζητουσε περισσοτερα χρηματα.
Και μετά της είχε πει οτι ήταν λάθος. Αναφεροταν κυνικά στην πρώτη τους φορά. Τοτε που ήταν παραδομενος στον ποθο και δεν είχε σκεφτει να χρησιμοποιησει προφυλακτικο κι εκείνη τυφλωμενη απο τον έρωτα που ένιωθε για πρώτη φορά στη ζωή της και δεν είχε αναλογιστεί τιςσυνέπειες.
«Πρέπει να αλλαξεις συμπεριφορά» Της είπε ο Εντουαρντ με παγερή φωνή. «Εδωσες τον καλύτερο εαυτο σου αλλά απετυχες. Δέξου το και πάψε να κάνεις σαν κακομαθημένο παιδί που ανακαλύπτει οτι δεν μπορεί να έχει αυτο που θέλει. Οσο θα μείνεις στο σπίτι μου στο Σιατλ, θα φέρεσαι στην οικονομο μου, την Πεγκι Παουελ και στον άντρα της τον Αρνολντ, με το σεβασμό που τους πρέπει. Δεν θέλω να ξαναδώ άλλη αγένεια και αντιδραστική συμπεριφορά». Της έριξε μία εχθρική ματια. «Οταν θες μπορείς να γίνεσαι πολύ γοητευτική οπως ξέρω πολύ καλά , με προσωπικο κοστος». Τα φρύδια του εσμιξαν στην τελευταία φράση. Απο που είχε έρθει αυτο; Για εκείνον το παρελθον είχε πάψει να υπάρχει, γιατί λοιπον το είχε αναφέρει; Κι άλλο λάθος, σκεφτηκε ενοχλημενος. Οταν ήταν κοντά της τελικά εκανε πολλά λαθοι. Ξαφνικά έγινε μια μικρή έκρηξη δίπλα του οταν μίλησε η Μπελλα. «Με προσωπικο κοστος! Τι γενναιοψυχο! Πολύ αμφιβάλλω πάντως αν κάποια σημασια για σενα τα λεφτά που δινεις για το παιδί μας.!»
Το παιδί μας. Απο ποτε είχε αρχίσει να μιλάει σαν να ήταν οι δυο τους γονείς; Απο τοτε που είχε πιστέψει τα ψέματα του οτι την αγαπούσε περισσοτερο και απο την ζωή του με αποτελεσμα να ελπίζει οτι θα είχαν μέλλον μαζί...
Ακούγοντας την μικρή αυτή έκρηξη απο μέρους της ο Εντουαρντ άφησε τα χέρια του να χαλαρωσουν πάνω στο τιμονι. Η Μπελλα αναφεροταν στο οικονομικο καστος και οχι στο συναισθηματικο. Μάλλον δεν είχε περάσει κάτι τέτοιο απο το μυαλο της. Είχε επικεντρωθεί στον οικονομικο στοχο οπως θα εκαναν ολες οι γυναίκες στην θέση της.
Η ανακουφιση που ένιωσε η Μπελλα οταν επιτελους εφτασαν στον προορισμό τους , μετά απο ένα ταξίδι μέσα στη σιωπή που διακοπτοταν μονο απο σκορπιες φράσεις μπήκε σε δοκιμασια οταν εφτασαν και ένιωσε να την κατακλύζει ένα καινούριο κύμα έντασης.
Μπορεί να περιμενε οτι το σπίτι του θα ήταν μια κομψή κατοικία σε μία ήσυχη πλατεία του Σιατλ που θα απεπνεε πλούτο και δύναμη, αλλά δεν ήταν αυτο που της προκαλουσε τοση νευρικοτητα.
¶ραγε οι Παουελ , στην φροντίδα των οποίων θα την άφηνε, θα της φέρονταν σαν να ήταν ένα αδέσποτο που ο εργοδοτης τους το είχε μαζέψει απο τον δρομο; Αυτο δεν είχε προθεση να το ανεχτει. Θα έπαιρνε το πρώτο αεροπλάνο και θα γύριζε σπίτι της. «Έλα», της είπε ανυπομονα ο Εντουαρντ και την προσπέρασε κουβαλωντας την βαλίτσα της. Η Μπελλα έσφιξε τα χείλη της και τον ακολούθησε. Του ήταν λοιπον ένα βάρος που δεν έβλεπε την ώρα να το ξεφορτωθεί; Ας ήταν. Δεν την πείραζε. Πως αλλιώς να ήταν άλλωστε οταν κι εκείνη ανυπομονουσε να τον δει να φεύγει; Γιατί ομως ξαφνικά ήθελε να βάλει τα κλάματα;
Η αναστάτωση απο της ορμονες της εγκυμοσύνης, σκεφτηκε και ανοιγοκλεισε τα βλέφαρά της για να διώξει τα δάκρυα καθώς παρακολουθούσε τη βαριά μαύρη λουστραρισμενη πορτα ν΄ανοίγει. Εμφανίστηκε μία μικροσωμη γυναίκα με μαύρο φορεμα και κοντοκομμενα , αγορίστικα γκρίζα μαλλιά. Το πλατύ της χαμογελο ομως έσβησε την αυστηρή εντύπωση της εμφανισης της. «Λυπάμαι που αργησα Πεγκι. Είχα κάτι μικροκαθυστερησεις». Η φωνή του Εντουαρντ ήταν ζεστή, οπως ήταν κάποτε οταν μιλούσε και σ΄εκείνη και το χέρι του απλώθηκε στους ώμους της οικονομου. Μετά γυρισε προς το μέρος της. «Να σου γνωρίσω την Μπελλα Σουαν, Πεγκι. Οπως σου είπα χρειάζεται ξεκούραση και βασίζομαι σε σενα για να την φροντισεις».
Η Μπελλα ένιωσε ντροπή που περιμενε απορριψη και αλαζονεία, αλλά αντί γι΄αυτο εισέπραξε ένα θερμο χαμογελο. «Μετά χαράς! Πέρασε μέσα Μπελλα . Έχω κρατήσει το δείπνο ζεστο, αλλά θα θέλεις πρώτα να φρεσκσριστεις, υποθέτω. Θα σε πάω στο δωμάτιο σου καλή μου. Αρνολντ!»
Εμφανίστηκε ένας άντρας μεγαλοσωμος οσο μικροκαμωμένη ήταν η γυναίκα του. Χαμογέλασε στην Μπελλα, πήρε την βαλίτσα της απο τον εργοδοτη του και πήγε στην μεγάλη σκαλα.
«Η Μπελλα θα φάει στο δωμάτιο της οταν τακτοποιηθει» είπε ο Εντουαρντ. «Εγώ θα πάρω ένα σάντουιτς και καφέ στο γραφείο μου. Φεύγω νωρίς το πρωί για τις Ηνωμενες Πολιτείες και μέχρι τοτε έχω δουλειά να κάνω. Μην ασχοληθείς με τη βαλίτσα μου Πεγκι . Θα την τακυοποιησω μονος ». Ούτε μία,προσεξε η Μπελλα παρατηρώντας τον να απομακρύνεται. Δεν ήξερε αν έπρεπε να νιωσει πληγωμένη ή ανακουφισμένη. Τι περιμενε ομως; Έναν γλυκο αποχωρισμό; Την υποσχεση οτι θα πήγαινε αργοτερα στο δωμάτιο της για να βεβαιωθεί οτι είχε βολευτεί και είχε οτι ήθελε;
Συνελθε! Είπε νοερα στον εαυτο της, περιμένοντας την Πεγκι να της πει να την ακολουθησει. Αυτος ο άντρας βρισκοταν σε μία θέση που δεν ήθελε και για να εμποδίσει κάθε πιθανή οικονομική απαιτηση απο μέρους της φροντιζε να σιγουρευτεί οτι δε θα τον κατηγορουσε ποτε κανείς πως είχε αρνηθεί τις ευθύνες του απεναντι στη μητέρα και το παιδί. Θα έβαζε ένα δικηγόρο του να συντάξει ένα χαρτί οπου θα ανέφερε συγκεκριμένα τα δικαιωματα της ίδιας και του παιδιού και τίποτα περισσοτερο.
Γι΄αυτον ήταν ανακουφιση να αγνοεί την ύπαρξή της φεύγοντας για τις Ηνωμενες Πολιτείες. Και ίσως να μην επέστρεφε στο Σιατλ παρά μονο οταν μάθαινε απο τους Παουελ οτι είχε γεννήσει και οτι μητέρα και παιδί είχαν γυρίσει στο Φοίνιξ. Αποκαρδιωμενη η Μπελλα ακολούθησε την Πεγκι. Το να είναι κοντά του ήταν γι΄αυτήν συναισθηματικά τραυματική εμπειρία. Έτσι, η απουσία ήταν καλυτερη απο την παρουσία του. Ούτε λέξη για εκείνη.
nansypap New Moon Victim
Ηλικία : 33 Τόπος : Πάτρα Αριθμός μηνυμάτων : 100 Registration date : 29/09/2011
Μια βδομάδα ακομα περίπου. Ένα ρίγος διεγερσης τη διέτρεξε καταλήγοντας στα δάχτυλα των ποδιών της. Σε λίγο θα κρατούσε το μωρο της στα χέρια της.
Ο κήπος στο πίσω μέρος του σπιτιού ήταν μια ανελπιστη πράσινη οαση ηρεμίας στην καρδιά της πολυβουης πολης. Ο Αρνολντ τον φροντιζε με προσοχή και άφηνε την Μπελλα να τον βοηθάει οπου μπορούσε. Ήταν η μονη δουλειά που έβρισκε κατάλληλη για έγκυο γυναίκα. Οταν ο καιρος ήταν καλος της άρεσε να παίρνει το πρωινο της στην βεράντα και εκείνο το πρωί ήταν εκπληκτικά ομορφο. «Κοιμηθηκες καλά;»τη ρώτησε η Πεγκι ακουμπωντας το σερβίτσιο του τσαγιού, χυμο πορτοκάλι και φρυγανιες πάνω στο τραπέζι απο ξύλο. «Και ναι και οχι», αποκρίθηκε η Μπελλα χαμογελώντας. Σε τοσο προχωρημένη εγκυμοσύνη της ήταν δύσκολο να βολευτεί στο κρεβάτι. «Δεν έχεις πολύ ακομα», είπε η οικονομος και κράτησε τον άδειο τώρα δίσκο μπροστά της.
Καθώς η Πεγκι έφευγε, δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της . Οταν θα έφτανε να έρθει το παιδί της στον κοσμο ο πατέρας του θα έπρεπε να ήταν δίπλα της. Να την πάει αυτος στην κλινική και να μείνει μαζί της!
Μαλωνοντας τον εαυτο της για την ευαισθησία αυτή πήρε το ποτήρι με το χυμο. Τα δοντια της κροταλισαν καθώς το έφερε στα χείλη της. Το άφησε ξανα κάτω. Τι είχε πάθει; Φυσικά θα απευθυνοταν στην Πεγκι και τον Αρνολντ.
Απο τοτε που είχε φτάσει εκεί αυτοί την φροντιζαν , της φέρονταν σαν κάτι μεταξύ αγαπημενης κορης και εκλεκτης φιλοξενουμενης. Ενώ απο την άλλη το χαμένο κορμί ούτε που είχε εμφανιστεί ή είχε έρθει σε κάποια επαφή μαζί της. Προφανώς τηλεφωνούσε κάθε τοσο και ζητουσε πληροφορίες απο την οικονομο του, οπως υποψιαζοταν η Μπελλα , για να ελέγχει οτι δεν ήταν «αγενης και αντιδραστική». Με χέρι που έτρεμε σερβιρισε τσαι στο ομορφο φλιτζάνι απο κινέζικη πορσελάνη. «Δεν θα φας την φρυγανιά σου;»
Η τσαγιέρα ακούμπησε αποτομα πάνω στο τραπέζι και η ανάσα της Μπελλας κοπηκε. Με τους πνεύμονές της να αναζητούν οξυγονο, στράφηκε αποτομα. Ποση ώρα στεκοταν στην μπαλκονοπορτα και την κοιτουσε; Και γιατί ήταν τοσο ομορφος;
Ένας προδοτικος ποθος την κατέκλυσε καταστρέφοντας και τα τελευταία ίχνη του αυτοσεβασμού της. Πως μπορούσε να αντιδρά έτσι το σώμα της στον άντρα που την είχε πληγωσει τοσο;
Παρασυρμένη απο συναισθήματα που δεν μπορούσε να κατονομάσει τον παρακολούθησε να την πλησιάζει με την καρδιά της να χτυπά ξέφρενα. Κοίταζε με κομμένη την ανάσα τα λαμπερά μαλλιά του που ήταν επιμελώς ατημελητα οπως πάντα, τα πράσινα μάτια, το άψογο ντύσιμο που αναδεικνυε το υπέροχο κορμί του. Ήταν τοσο κομψος αλλά και τοσο απίστευτα απομακρος.
Δεν ήταν ομως πάντα απομακρος. Κουνησε το κεφάλι της αρνητικά. Δεν θα άφηνε τον εαυτο της να θυμηθεί πως ήταν κάποτε, γιατί το κάποτε ήταν ψέμα. Ο Εντουαρντ άπλωσε το χέρι του και τράβηξε μια καρέκλα. Κάθισε. «Δε θέλεις να σου κάνω παρεα; Κουνησες το κεφάλι σου αρνητικά». «Δεν μπορώ να σε εμποδίσω», του απάντησε χωρίς να τον κοιτάξει στα μάτια. Της ήταν αδύνατον. Μοναδική της άμυνα ενάντια στον εντονο αισθησιασμο του και στην επιδραση που ασκουσε πάνω της έπρεπε να είναι μία μάσκα αδιαφορίας. «Αυτο είναι αλήθεια». Είχε το θράσος να της κάνει και πλάκα! Η Μπελλα εκοψε το επάνω μέρος του αυγού της σαν να ήθελε να του κοψει το κεφάλι. «Η διάθεσή σου δεν έχει αλλάξει βλέπω, αλλά η εμφανιση σου έχει βελτιωθεί σημαντικά» είπε εκείνος. «Φαίνεσαι πολύ καλύτερα λιγοτερα κουρασμένη. Και ομορφη, φυσικά». «Ναι, εντάξει». Κυνικο τέρας! Ομορφα ήταν τα μοντέλα με τα μακριά ποδια. Οι γυναίκες με τη φουσκωμένη κοιλιά πως ήταν ομορφες; Παρατώντας κάθε προσπαθεια να φάει, η Μπελλα τον αγριοκοιταξε. «Τι ηρθες να κάνεις;» «Σπίτι μου είναι. Ένα απο τα σπίτια μου δηλαδή. Επίσης ήθελα να μάθω αν έχετε υπογράψει την συμφωνία. Αν οι γονείς σου έχουν πειστεί οτι το μέλλον του παιδιού είναι εξασφαλισμενο». «Το μέλλον του παιδιού εξασφαλισμενο», επανέλαβε εκείνη ανίκανη να εμποδίσει ένα χαμογελο να ανθίσει στα χαρακτηριστικά της.
Πολύ σύντομα ο Εντουαρντ θα μάθαινε οτι μολις είχε κοιτάξει την συμφωνία και είχε δει το μηνιαίο ποσο που της προτεινε,είχε δώσει εντολή στον δικηγορο του να το μειώσει κατά τρία τέταρτα και μετά να υπογράψει. Της αρκούσε να ξέρει οτι εάν η δουλειά της δεν πήγαινε καλά οι ανάγκες του θα ήταν καλυμμένες. Δεν ήθελε ομως να ζει μέσα στην πολυτέλεια εις βάρος του! «Ωραία». Ο τονος της φωνής του ήταν σκληρος και κατέβαλε ολοφάνερη προσπαθεια να συγκρατησει το κυνικο του σχολιο, οτι χαιροταν που έμαθε πως είχε αποφασίσει να μειώσει τις απαιτησεις της και να αρκεστεί σε αυτο που μπορούσε να πάρει απο εκείνον.
* * *
Καθώς ο Εντουαρντ κοίταξε το προφίλ της, του ξαναηρθε στο μυαλο η αρχική της ερωτηση. Αν ήθελε να είναι ειλικρινής, δεν ήξερε γιατί βρισκοταν εκεί. Προθεση του ήταν να μείνει μακριά μέχρι να μάθει απο την Πεγκι οτι είχε γεννηθεί το παιδί και οτι μετά απο κάποιο διάστημα η Μπελλα είχε γυρίσει στο Φοίνιξ, κοντά στους γονείς της. Σ΄αυτο το σημείο ξεροντας οτι είχε εκπληρωσει το καθήκον του οσον αφορούσε την οικονομική υποστηριξη, θα ξεχνουσε ακομα και οτι την είχε γνωρίσει ποτέ του. Και ομως τον είχε κάνει να αλλάξει σχέδια. Και να είναι μαζί της στον τοκετο; Να την στηρίξει και να την καθησυχασει; Αποκλείεται! Το σώμα του τεντωθηκε μπροστά σ΄αυτή την ανοητη σκέψη.
Το είχε κάνει για να δώσει στον εαυτο του την ικανοποιηση οτι ολα πήγαιναν καλά, γιατί το παιδί που είχε μέσα της ήταν δικο του και ήθελε να ξέρει παρά τις λεπτομερείς πληροφορίες που έπαιρνε απο την οικονομο του οτι η Μπελλα είχε συνέλθει πια και δεν ήταν πλέον εξαντλημενη οπως οταν την είχε φέρει στο σπίτι. Ναι αυτο ήταν. Πολύ πιθανοτερο απο κάθε άλλη παράλογη σκέψη. Γιατί δεν ήταν ακαρδος. Οχι εντελώς. Ικανοποιημενος με αυτή την εξήγηση για την απρογραμμάτιστη επίσκεψή του, χαλάρωσε και την κοίταξε μισοκλεινοντας τα μάτια του.
Ήταν αλήθεια, μολονοτι εκείνη δεν το πίστευε. Ήταν ομορφη. Τα πλούσια καστανά μαλλιά που πλαισιωναν σαν καταρακτης το γλυκο προσωπο της , η επιδερμίδα της που έλαμπε απο υγεία, τα μεγάλα λαμπερά σοκολατενια μάτια της. Ακομα και το φουσκωμένο σώμα της είχε μια ομορφιά που τον άγγιζε βαθιά. Τα μάτια του κατέβηκαν στο υπέροχο ροζ στομα της, το μοναδικο χαρακτιριστικο που ερχοταν σε αντιθεση με την αγγελική αθωοτητα της μια αθωοτητα που σκοπο είχε να παγιδεψει τον ανυποψίαστο.
Ο ποθος φούντωνε αναπαντεχα μέσα του και έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του, σφιγγοντας τα δοντια του. Εκείνος δεν ήταν πια ανυποψιαστος. Ήξερε ποια ήταν. Μια μάγισσα αρκετά έξυπνη ώστε να χρησιμοποιησει επιδέξια την ψεύτικη αθωοτητη της για να τον παγιδεψει. Οταν την ξανακοιταξε το βλέμμα του ήταν ψυχρο. «Τελείωσε το πρωινο σου»,της είπε και σπρώχνοντας αποτομα πίσω την καρέκλα του σηκωθηκε και έφυγε. Του φαινοταν οτι ο τοκετος καθυστερούσε. Είχε αναθέσει σε έναν άντρα της ασφάλειάς του να προσέχει το παιδί μολις γεννιοταν και να του δίνει αναφορά. Αυτο αρκούσε. Ο Εντουαρντ δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με τη μητέρα του ξανα.
* * *
Οι συστολές έρχονταν τώρα κάθε δέκα λεπτά. Η Μπελλα καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού της, συνοφρυωθηκε. Μπορούσε το πρώτο μωρο να έρθει μια εβδομάδα νωρίτερα; Και πως μπορούσε να το ξέρει αν ήταν λάθος συναγερμος;
Τελικά ομως πήρε την αποφαση της. Φορεσε τις παντοφλες της, πήρε το παλτο της και τη μικρή βαλίτσα που είχε ετοιμάσει απο μέρες. Ήταν ανοητο να σκεφτεται αν θα έπρεπε να ξυπνήσει την Πεγκι και τον Αρνολντ. Δε θα της κρατούσαν κακία αν είχε κάνει λάθος. Ήταν σίγουρη.
Στη μέση του διαδρομου ομως ένιωσε μία σύσπαση τοσο δυνατή, που την έστειλε σοκαρισμενη να γείρει πάνω σε ένά τραπέζι ριχνοντας το κινέζικο μπολ με τα αποξηραμένα αρωματικά άνθη που είχε μέσα. Δεν εκανε λάθος. Συνέβαινε στ΄αλήθεια. Είχε έρθει η ώρα.
Σχεδον ταυτοχρονα δύο πορτες άνοιξαν. Ο Εντουαρντ εμφανίστηκε φορώντας ήδη ένα σκουρο παντελονι και πηδωντας στο ένα του ποδι. Τα χάλκινα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα ενώ η Πεγκι περνούσε επάνω της μία καπιτονέ ρομπα. «Θα την πάω εγώ, Πεγκι. Πήγαινε κοιμησου εσύ». Μία ματια στην Μπελλα με το παλτο της και το μέτωπο της να γυαλίζει απο ιδρώτα του είπε ολα οσα ήθελε να ξέρει. «Θα κερδίσουμε χρονο» είπε στην οικονομο του. «Εσύ μείνε εδώ. Πάω να φέρω το αυτοκίνητο», προσθεσε απευθυνομενος στην Μπελλα.
Χωρίς να την νοιάζει ποιος θα την συνοδευε, η Μπελλα τον είδε να κατεβαίνει τη σκαλα περνώντας μία μπλε κασμιρενια μπλούζα πάνω απο το κεφάλι του και ακολούθησε αργά με την Πεγκι να τη στηρίζει δίπλα της. Ο ανυπομονος μέλλων πατέρας. Ομορφη σκέψη, αλλά εκτος πραγματικοτητας.
* * *
«Είναι υπέροχη!» Η Μπελλα σηκωσε τα μάτια της απο το υπέροχο μωρο της και κοίταξε τον πατέρα του, με τα λάθη του παρελθοντος να έχουν ξεχαστει προς στιγμήν μέσα στην χαρά της.
Με έκπληξη και ευγνωμοσύνη μαζί είχε διαπιστώσει οτι ο Εντουαρντ δεν είχε φύγει απο κοντά της ούτε στιγμή, ενθαρρυνοντας την, καθησυχαζοντας την και δίνοντας εντολές στο προσωπικο του νοσοκομείου σαν να ήξερε εκείνος τι χρειαζοταν και οχι αυτοί. Κρατούσε συνεχεια το χέρι της και σκουπιζε το μέτωπο της. Είχε λοιπον κερδίσει με το σπαθί του αυτή την στιγμή της ανακωχης.
Καταπληκτος ο Εντουαρντ άγγιξε το μάγουλο της νεογεννητης κορης του, βλέποντας τα μεγάλα μάτια του να τον κοιτάνε ορθανοιχτα. Την αγάπησε αμέσως! Η κορη του. Σάρκα απο τη σάρκα του. Ένας κομπος συγκινησης ανέβηκε στο λαιμο του. Πως μπορούσε ποτέ να πιστέψει έστω και για μια στιγμή, οτι μπορούσε να μείνει αμετοχος, να μη δει αυτο το μικρο θαυμα να γεννιέται, το πρώτο χαμογελο της κορης του, ν΄ακούσει την πρώτη της λέξη, να την δει να κάνει τα πρώτα της βήματα, να την οδηγήσει στην παιδική ηλικία και την εφηβεία, να την δει να περνά με ασφαλεια στην ενηλικιωση;
Θα έπρεπε να είχε τρελαθεί αν είχε φανταστεί οτι μπορούσε να παραιτηθεί απο το παιδί του. Δεν ήταν σαν τον πατέρα του. Πρώτα θα πέθαινε και μετά θα έκλεινε την καρδιά του στην κορη του, επειδή η μητέρα του ήταν μια μάγισσα. «Πάω να τηλεφωνησω στους γονείς σου», είπε με βαριά φωνή αφηνοντας την πολύτιμη κορη του με δυσκολία. Το μυαλο του ήδη είχε αρχίσει να φτιάχνει κανονες και σχέδια για το μέλλον.
nansypap New Moon Victim
Ηλικία : 33 Τόπος : Πάτρα Αριθμός μηνυμάτων : 100 Registration date : 29/09/2011
Είχαν περάσει τρεις εβδομάδες. Η Μπελλα άφησε το ακουστικο στη βάση του, στον τοίχο της κουζίνας. Βοηθούσε την Πεγκι να ετοιμάσει το γεύμα, οταν είχε γίνει το τηλεφωνημα. Ήταν η μητέρα της. Την είχε πάρει να δει τι κάνει το μωρο. Είχαν έρθει με τον πατέρα της να την δούνε. Η Αλις ήταν στο ταξίδι του μελιτος αλλά την είχε πάρει. Ολοι την αγαπούσαν τοσο. Και της έλειπαν πολύ.
Απο την άλλη, ο Εντουαρντ είχε εξαφανιστει. Απο την μέρα της γεννησης της κορης τους είχε να τον δει και να του μιλήσει. Τοτε είχε μπει στο δωμάτιο της, είχε πάρει το κοιμισμένο μωρο απο το κρεβατακι του, το είχε κρατήσει στην αγκαλιά του και της είχε πει οτι θα έπρεπε να διαλέξουν μαζί ένα ονομα. Αμέσως.
Η Μπελλα είχε δεχτεί την παράξενη εντολή του και τελικά είχαν καταλήξει στο Ρενεσμι, σαν κανονικοί γονείς. Απο την μητέρα της την Ρενε και την θεία του την Εσμι, ο Εντουαρντ δεν ήθελε να δώσει το ονομα της μητέρας του και δεν είχε συνεχίσει την κουβέντα κάνοντας την Μπελλα να απορεί.
Απο τοτε ούτε τον είχε δει ούτε τον είχε ακούσει. Ο Εντουαρντ είχε κάνει αυτο που εννοούσε πάντα, τους είχε αφήσει πίσω του και είχεφύγει. Έλεγε και ξανελεγε στον εαυτο της οτι το περιμενε. Γιατί λοιπον αισθανοταν σαν να είχε χάσει κατι; Δεν ήταν λογικο.
Ήταν πια καιρος να γυρίσει σπίτι της. «Θα πάρω τις πληροφορίες για τις πτήσεις» είπε στην Πεγκι. Χαμογελώντας βεβιασμενα στην Πεγκι πήγε στη σκαλα. Το πλήρως εξοπλισμένο δωμάτιο του μωρού ήταν η πρώτη έκπληξη που τους περιμενε στο σπίτι του Εντουαρντ, οπου θα έμενε για μια δυο βδομαδες με το μωρο, οπως υπολογιζε οταν ο Αρνολντ και η Πεγκι είχαν πάει να τους πάρουν απο την κλινική. Είχαν περάσει ομως τρεις εβδομάδες απο τοτε και ήταν ακομα εκεί. Έπρεπε να φύγει. Χωρίς να χαιρετήσει τον Εντουαρντ.
Ανεβαίνοντας τα σκαλιά έσφιξε τα χείλη της, εκνευρισμενη με τον εαυτο της. Δεν έπρεπε να θέλει να τον χαιρετήσει. Ποτέ, είπε στον εαυτο της κατηγορηματικά μπαίνοντας στο παιδικο δωμάτιο και έσκυψε πάνω απο την κορη της που κοιμοταν ήρεμα, με την καρδιά της να φουσκώνει απο αγάπη. Δεν ήξερε ομως οτι τη στιγμή που έκλεισε την πορτα της κουζίνας πίσω της η Πεγκι έτρεξε στο τηλέφωνο.
* * *
Μολονότι ήταν ακομα νωρίς το απογευμα η Μπελλα αναδευτηκε ανυπομονα στη βελούδινη πολυθρονα που είχε τραβήξει μπροστά στο παράθυρο του καθιστικού του πρώτου οροφου. Περιμενε τον Αρνολντ να γυρίσει. «Θα σε πάει ο Αρνολντ στο αεροδρομιο», της είχε πει η Πεγκι προβάλλοντας στην πορτα του παιδικού δωματίου οσο η Μπελλα ταιζε την Ρενεσμι. «Προς το παρον έχει βγει για μία δουλειά. Έτσι μπορείς να φας για μεσημέρι πριν φύγετε». «Α, εντάξει αν δεν υπάρχει προβλημα...»είπε η Μπελλα. «Φυσικά οχι! Χαρά του θα είναι. Θα μου λείψετε εσύ και το μωρο» είπε η Πεγκι. «Μολις τελειωσεις κατέβα για φαγητο».
Με το φαγητο, την τακτοποιηση της κουζίνας μαζί με την Πεγκι και τέλος με το μάζεμα των πραγμάτων της είχε περάσει η ώρα. Τώρα ομως η αναμονή ήταν βαριά.
Ο θορυβος αυτοκινητου απέξω την εκανε να σηκωθει ορθια. Περιμένοντας τον Αρνολντ ξαφνιαστηκε και η καρδιά της σκιρτησε οταν είδε τον Εντουαρντ να βγαίνει απο το βολβο.
Τραβήχτηκε απο το παράθυρο και έφερε το χέρι της στο στήθος της. Η καρδιά της χτυπούσε ξέφρενα σαν να είχε τρέξει στο μαραθώνιο. Με γονατα που έτρεμαν διεσχισε το δωμάτιο. Μισούσε το γεγονος οτι την επηρέαζε ακομα, τον μισούσε. ¶νοιξε την πορτα και βγήκε στο διάδρομο του πρώτου οροφου. Θα κατέβαινε και θα του εξηγούσε ευγενικά οτι θα έφευγε με την Ρενεσμι μολις ερχοταν ο Αρνολντ. Και θα τον ευχαριστούσε για την φιλοξενία του.
Εκείνος ομως ήταν μπροστά της. Κυριολεκτικά. Είδε την πλάτη του να εξαφανίζεται μέσα στο παιδικο δωμάτιο που ήταν δίπλα στην κρεβατοκάμαρα της. Η Μπελλα πήρε μερικές βαθιές ανασες και τον ακολούθησε. Ένα συναισθηματικού χάος δημιουργήθηκε μέσα της οταν τον είδε να στέκεται πάνω απο την κούνια με το ένα του χέρι απλωμένο να χαϊδεύει το μάγουλο του μωρού. Έπρεπε να είναι κι εκείνη εκεί, στο πλευρο του. Και οι δύο λατρευαν την πολύτιμη ύπαρξη που είχαν δημιουργήσει, ασφαλείς με την δεσμευση που είχαν αναλάβει ο ένας απεναντι στον άλλο για το μέλλον.
Δεν ήταν έτσι ομως, δεν θα ήταν ποτέ. Δεν ήταν πραγματική οικογενεια. Μπορεί για τον Εντουαρντ η κορη του να ήταν μια υπέροχη καινοτομία στην ζωή του αλλά οσον αφορούσε την μητέρα της δεν ήταν παρά μία ακομα ερωτική συντροφος που είχε απορρίψει. «Μην ανησυχεις, δεν θα εκμεταλλευτώ για πολύ ακομα την φιλοξενία σου. Μολις έρθει ο Αρνολντ θα φύγω! » Η φωνή της ήταν σιγανή αλλά θυμωμενη και η Μπελλα δεν ήξερε το λογο. Ήταν κάτι που είχε βγει βαθιά απο μέσα της, σπρωγμενο απο ένα συναισθηματικού χάος και δεν είχε καμιά σχέση με το οτι ήθελε να τον χαιρετήσει ευγενικά και ήρεμα.
Ο Εντουαρντ ανασηκώθηκε και γυρισε αργά αργά προς το μέρος της. Τα μάτια του ήταν δυο παγωμενες πράσινες λίμνες , το λεπτο του προσωπο σκληρο, το στομα αυστηρο. Εντάξει, ήταν αγενης μαζί του και αυτο δεν το ανεχοταν απο κανέναν , προφανώς, ειδικά απο μία πρώην ερωμένη που την είχε απορρίψει σαν σκουπίδι! Τι την ένοιαζε λοιπον; Νιωθοντας τα νευρα της τεντωμένα η Μπελλα προχώρησε μέσα στο δωμάτιο. Προσεχοντας να μην ξυπνήσει το μωρο μίλησε χαμηλοφωνα αλλά κατηγορηματικά. «Κλείσε την πορτα φεύγοντας και ενημερωσεμε οταν έρθει ο Αρνολντ». Έπρεπε να το περιμένει. Με ένα βήμα ο Εντουαρντ εφτασε δίπλα της. Το χέρι του απλώθηκε στο μπράτσο της και την επομενη στιγμή βρέθηκε μαζί του έξω απο το δωμάτιο. «Δε θα μου πεις εσύ τι θα κάνω!» της είπε κλείνοντας απαλά την πορτα πίσω τους. «Απο δω και πέρα εγώ θα λέω τι θα γίνει και σε συμβουλεύω να το δεχτεις κομψά. Διαφορετικά θα υποστεις τις συνέπειες της δυσαρέσκειας μου». «Τρεμω τώρα!»του πέταξε η Μπελλα και προσπαθησε μάταια να ξαναβρεί τον κανονικο ρυθμο της ανασας της. «Μην ξεχνας μονο», του υπενθύμισε καθώς εκείνος την οδηγούσε στο καθιστικο, «οτι μολις έρθει ο Αρνολντ θα φύγω. Έτσι θα λες τι θα γίνει στο κενο!» «Ετοιμασου»είπε ο Εντουαρντ και την τράβηξε στον καναπέ. «Έχω να σου πω κάτι σχετικά με το μέλλον σου . Και της κορης μου».
Τι πράγμα; Νιωθοντας ξαφνικά νευρικοτητα η Μπελλα κάθισε προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε μέσα στο μυαλο του. Τον είδε να την κοιτάζει ανεκφραστος. Είχε πει «η κορη μου» και τον είχε δει πως κοιτουσε πριν το κοιμισμένο μωρο. Αναλογίστηκε ποσο τρυφερά την κρατούσε στην αγκαλιά του στην κλινική. Πάγος κυκλωσε την καρδιά της. Εννοούσε οτι θα της έπαιρνε το μωρο; Δεν μπορούσε να το κάνει αυτο, μπορούσε; Δε θα τον άφηνε! Παραμέρισε με το ένα της χέρι τα μαλλιά απο τα μάτια της. «Πες το λοιπον! Μολις έρθει ο Αρνολντ φεύγω! Με την Ρενεσμι φυσικά!»
Ο Εντουαρντ σηκωσε το χέρι του απορριπτικά και την εκανε να σωπασει. Το ομορφο στομα της έκλεισε υπακουα. Είδε ένα σκουρο ροδισμα να απλώνεται στα ζυγωματικα του οταν τα μάτια του κατέβηκαν στα χείλη της και το στομα του σφιχτηκε. «Μου τηλεφωνησε η Πεγκι και μου είπε οτι φευγεις . Ο Αρνολντ δεν προκειται να σε πάει πουθενά. Μάλλον αρπαξε την ευκαιρία για να πάει να δει τον αδελφο του».
Η Μπελλα έμεινε σοκαρισμενη απο την βομβα που είχε σκάσει μπροστά της , βαθιά πληγωμένη που η Πεγκι της είχε πει ψέματα. «Θα έρθει να μας πάρει ο Τζεικ». Πως δεν το είχε σκεφτει αυτο νωρίτερα; Ο Τζεικ θα εκανε τα πάντα γι΄αυτήν. Της το είχε πει. Τινάχτηκε ορθια και χωρίς να κοιτάξει τον Εντουαρντ κατευθύνθηκε προς την πορτα. Αλλά εκείνος την προλαβε... τα δυνατά του χέρια απλώθηκαν στους ώμους της και την σταμάτησαν. «Δε θα πας πουθενά. Ξέχνα τον ιπποτη σου», της είπε παγερά. «Και μη κατηγορεις την Πεγκι. Έπρεπε να λείψω αλλά της είχα δώσει εντολή να με ενημερώσει αν ετοιμαζοσουν να φυγεις με την κορη μου και να σε κρατήσει εδώ μέχρι να γυρίσω».
Για μια στιγμή τα βλέμματά τους συναντήθηκαν, το δικο της φουρτουνιασμένου και ατσάλινο το δικο του. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι της έλεγε γιατί το άγγιγμα του της είχε προκαλέσει μεγάλη ταραχή. Η ανάσα κοπηκε στο λαιμο της και δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της. Ήξερε τι χαμένο κορμί ήταν κάτω απο εκείνο το άψογο προσωπείο. Γιατί λοιπον ήταν ικανος να την κάνει μονο με ένα του άγγιγμα να νιώθει τέτοιο ποθο; Γι΄αυτον; Κανονικά έπρεπε να έχει ανοσία απεναντι σε αυτον τον ωμο αισθησιασμο. Μισωντας τον εαυτο της που δεν συνέβαινε αυτο η Μπελλα τραβήχτηκε αποτομα. «Γιατί;»
Μολις η ερωτηση αυτή βγήκε απο το στομα της κατάλαβε πως ήταν ατοπη. Ήξερε το γιατί. Ο Εντουαρντ ήθελε την Ρενεσμι. Ολα το έδειχναν. Εκείνος την έσπρωξε μαλακά ξανα στον καναπέ και μετά κάθισε και ο ίδιος στη μία γωνία. Παρατηρώντας την.
Η Μπελλα προσπαθησε να διώξει την ναυτία που την είχε πλημμυρίσει. Τι θα εκανε λοιπον; Θα της προσφερε χρηματα για να παραιτηθεί απο τα δικαιώματά της στο παιδί; Θα προσλάμβανε μια ομάδα δικηγορων για να κερδίσει την κηδεμονία στα δικαστήρια αν αρνιοταν να υπακούσει τις εντολές του; Δε θα τον άφηνε! Θα πάλευε για το μωρο της μέχρι να βγει η τελευταία της ανάσα. Γιατί ήξερε οτι ήταν άδικο και σκληρο να να μπορεί εκείνος να παίρνει ο, τι ήθεΛε με τα λεφτά του. Την κυρίευσε ανησυχία καθώς περιμενε την απάντησή του. Οταν πια εφτασε στο σημείο να θέλει να ουρλιαξει, τολμησε να του ρίξει μια ματια. Δυο ανεκφραστα πράσινα μάτια την κοιτούσαν. «Είσαι προθυμη να ακουσεις;» Πιο απροθυμη δεν γινοταν. Αλλά οσο συντομοτερα μάθαινε τις προθέσεις του, τοσο περισσοτερο χρονο θα είχε να βρει τροπο να τον αντιμετωπίσει. Τα χέρια της έτρεμαν. Έμπλεξε τα δάχτυλά της. Δεν ήθελε να τον αφήσει να καταλάβει ποση νευρικοτητα ένιωθε. Με προσωπο καταχλομο, κουνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Θα σε παντρευτώ». Η ανάσα της κοπηκε στο λαιμο της. Δαγκωσε το κάτω χείλη της, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτο της οτι δεν ονειρευοταν. Ήταν μία δηλωση που είχε γίνει τοσο ανεκφραστα και ψυχρά, σαν να της έλεγε οτι θα πήγαινε για κούρεμα!
Αν δεν ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα θα ξεσπουσε σε γέλια. Την είχε πληγωσει. Ποσες φορές στο νησί οταν την διαβεβαίωνε οτι την αγαπούσε είχε ελπίσει να ακούσει αυτά τα λογια απο το στομα του; Χαμηλωνοντας το κεφάλι της και κρύβοντας το προσωπο της πίσω απο τα μαλλιά της, προσπαθησε να συγκρατησει τα αισθήματά της οσο χρειαζοταν για να του πει οχι.
Παρατηρώντας το χρώμα να έρχεται και να φεύγει απο το προσωπο της και τον τροπο που είχε κρυφτεί πίσω απο τα υπέροχα μαλλιά της το αισθησιακο στομα του Εντουαρντ συσπαστηκε. Κάποτε η προταση αυτή του εκαιγε το στομα και το δαχτυλιδι είχε κάνει τρύπα στην τσέπη του. Είχε διαλέξει ένα υπέροχο καφέ δαχτυλιδι γιατί του θύμιζε τα μάτια της. Αλλά ολα χάθηκαν οταν εκείνη η κοπέλα είχε ανοίξει το στομα της. Τώρα εκανε αυτο που είχε ορκιστεί να μην κάνει ποτέ, προταση γάμου σε κάποια. Ήταν ομως απαραίτητο. Ανακαλυπτοντας μέσα του μια πολύ βαθιά αφοσιωση μολις είχε αντικρίσει την κορη του είχε καταλάβει οτι δεν θα μπορούσε ποτέ να την βγάλει απο την ζωή του.
«Θέλω την κορη μου», είπε δυνατά την σκέψη του μέσα στη σιωπή, με βραχνη φωνή. «Ένα παιδί χρειάζεται και τους δυο του γονείς του. Μονιμα. Νομιζα οτι ήταν αρκετο να κάνω το σωστο και να παρέχω οικονομική υποστηριξη. Αλλά απο την στιγμή που την κράτησα στην αγκαλιά μου, κατάλαβα οτι αυτο δεν ήταν αρκετο. Γι΄αυτο... » Τα λογια του ακούστηκαν τώρα σκληρά. «...Είναι ανάγκη να παντρευτουμε. Γιατί, φυσικά θα χρειαστει και τη μητέρα του». «Οχι», είπε σοκαρισμενη ακομα η Μπελλα. «Δε θα το κάνω. Δεν το αντέχω αυτο.!» «Τέτοιες αντιρρήσεις δεν μετράνε για μένα», είπε ο Εντουαρντ. «Αυτο που ηθελες απο την αρχή ήταν να παντρευτεις τα λεφτά. Προς τι ολη αυτή η αγανακτηση τώρα;»
Η Μπελλα τον κοίταξε και τα καφέ μάτια της πέταξαν φλογες οργής. Οταν ήθελε να περάσει την υπολοιπη ζωή της μαζί του τον αγαπούσε τοσο πολύ που αισθανοταν οτι δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτον. Δεν ήξερε οτι ήταν μεγιστανας. Τώρα το ήξερε ομως οπως ήξερε κι άλλα πραγματα.
«Δε μ΄αγαπάς», του είπε. «Δεν αγαπάς κανέναν εκτος απο τον εαυτο σου», προσθεσε βεβιασμενα νιωθοντας το αίμα να φλογιζει το προσωπο της απροετοίμαστη για την απάντησή του που εκανε το αίμα της να παγώσει. «Αγαπώ την κορη μου». «Δε χρειάζεται να παντρευτουμε », του είπε η Μπελλα πανικοβλητη.
Ο γάμος σημαίνει οτι θα μοιράζονταν το ίδιο κρεβάτι, του έδινε δικαιωματα στο σώμα της. Ο γάμος θα την κατάστρεφε! Ήξερε πολύ καλά τον εαυτο της. Η ερωτική έλξη που αισθανοταν γι΄αυτον ήταν η νέμεση της, γιατί ούτε και η γνώση οτι ήταν ένα άκαρδο κάθαρμα δεν μπορούσε να την λυτρώσει απο αυτή την αδυναμία της. «Αν σε ενδιαφέρει πραγματικά, θα μπορείς να την βλεπεις οποτε θέλεις. Δε θα σε εμποδίσω ποτέ», του είπε απελπισμένη. Ο Εντουαρντ την κοιτουσε με μια ενοχλητική αδιαφορία, σαν να μην τον αφορούσε η προσφορά της. Η Μπελλα ριγησε. «Δε θα λειτουργούσε ποτέ...ένας γάμος, εννοώ. Δεν αγαπιομαστε και ξέρουμε και οι δυο οτι σύντομα θα φυγεις απο το κρεβάτι μου και θα πας στο κρεβάτι κάποιας άλλης καλλονής, απο αυτές που έχεις συνηθισει να κανείς παρεα. Διαβάζω εφημερίδες και ξέρω οτι σπάνια εμφανίζεσαι χωρίς μία κούκλα κρεμασμένη στο μπράτσο σου! Θα καταλήξουμε να τσακωνομαστε, να μισουμε ο ένας τον άλλο. Θα σου πετάω πραγματα και πιθανοτατα θα μου τα πετάς και εσύ πίσω. Σκέψου τι ζημιά μπορεί να κάνει ένας τέτοιος γάμος στην μικρή Ρενεσμι! »
Του είχε δώσει να καταλάβει την άποψή της, σωστά; Ο Εντουαρντ της έριξε μία ματια εύθυμης περιφρονησης. «Δε θα έρθω στο κρεβάτι σου. Οι ανάγκες μου σ΄αυτο το επίπεδο μπορούν εύκολα να καλυφθούν». Αν και δεν υπήρχε ενδιαφέρον απο τη μεριά του γι΄αυτο μετά απο...Αλλά δεν θα έμπαινε σε τέτοιες λεπτομερειες.
Και η οδυνηρή αλήθεια ήταν οτι ήθελε να βρίσκεται στο κρεβάτι της. Την πρώτη φορά που την είχε αντικρίσει είχε μπει σοβαρά στον πειρασμο. Είχε περάσει ολη εκείνη την νύχτα με φαντασιωσεις οτι χανοταν μέσα στο αισθησιακο σώμα της. Και η πραγματικοτητα ήταν πιο ομορφη απο κάθε φαντασίωση. Θα φροντιζε ομως να μην ξαναμπεί ποτέ στον πειρασμο. Ήταν αρκετά δυνατος. Ατσαλινος δεν ήταν ο χαρακτήρας του;
«Ο γάμος μας θα είναι τυπικος. Για να έχει η κορη μας και τους δυο της γονείς». Τα φρύδια του εσμιξαν και τα σμιλεμενα χαρακτηριστικά του σκληρυναν. «Αμέσως μετά την τελετή, θα κάνουμε πολιτικο γάμο φυσικά, θα πάμε στο οικογενειακο μας σπίτι στο Φορκς, οπου η κορη μου θα μεγαλώσει με την ελευθερια και την ευτυχία που της πρέπει. Θα έχει την ανέμελη παιδική ηλικία που δεν είχα εγώ. Εσύ, ως μητέρα της, θα απολαμβανεις τα πλούτη και την κοινωνική μου θέση, οπως και το σεβασμο που συνεπάγονται και σε αντάλλαγμα δε θα παραπονεθεις ποτέ. Αν αποπειραθεις να παρεις την κορη μου μακριά μου ή να βρεις εραστή, θα γίνεις παρελθον ».
Η Μπελλα φούντωσε απο οργή. Μονο ένας σκληρος και απανθρωπος αλαζονας μπορούσε να βάζει τέτοιους ορους. Τα μαγουλά της έγιναν και πάλι κατακοκκινα. «Δηλαδή εγώ θα ζω σαν καλογρια μέσα σε ένα χρυσο κλουβί, μακριά απο την οικογενεια και τους φιλους μου; Οχι, ευχαριστώ. Δε θα πάρω». «Σου αρέσουν τα λεφτά, οπως σου αρέσει και το σεξ. Δεν μπορείς να τα έχεις και τα δύο ομως. Χωνεψε το! » Το ύφος του φούντωσε ακομα περισσοτερο το θυμο της. Ποιος νομιζε οτι ήταν; Η Μπελλα σηκωθηκε ορθια, ανίκανη να μείνει μια στιγμή ακομα ακίνητη. «Στο Ρίο νομιζα οτι ήσουν ο πιο ομορφος και συναρπαστικος άντρας πάνω στον πλανήτη, αλλά τώρα ξέρω οτι δεν είσαι τίποτα! Δεν προκειται να σε παντρευτώ και αποσυρω την προταση μου να βλεπεις οποτε θέλεις την κορη μου. Γιατί θα την μολυνεις!» «Κάθισε!»
Τα λεπτά του δάχτυλα τυλίχτηκαν στον καρπο της και την τράβηξαν δίπλα του. Τα ατσαλινα πράσινα μάτια του συγκρούστηκαν με τα δικά της και η ανάσα της βγήκε μαγκωμενη, μολονοτι η καρδιά της καλπαζε. Η δύναμή του την τρομαζε,αλλά τα μάτια της έμειναν στα δικά του, απροθυμη να του φανερώσει το φοβο της. «Έχεις μία τάση να δραματοποιεις τα πάντα», την κατηγορησε εκείνος και τα σαγηνευτικα χαρακτηριστικά του σκληρυναν. «Οταν αντιληφθείς ποια είναι η περιουσία μου δε θα μπορεσεις να αρνηθείς. Τώρα που θα γινουν τα πλούτη μου δικά σου, σου προτείνω να πάψεις να φέρεσαι σαν κακομαθημένο παιδί και να αντιμετωπίσεις το γεγονος οτι δεν μπορείς να με κάνεις οτι θέλεις. Δέξου το. Ή πες μου τι θέλεις απο το γάμο μας και θα το σκεφτω».
Η Μπελλα έκλεισε το στομα της. Αυτο που ήθελε, αυτο που ήθελε τοτε που πίστευε οτι ο ήλιος ανετελλε και έδυε μαζί του, δεν θα μπορούσε να το έχει ποτέ. Δε θα το έλεγε ομως. Και οσο για να του πει οτι δεν την ενδιέφεραν καθολου τα αναθεματισμενα τα λεφτά του , δεν υπήρχε περιπτωση. Θα τον άφηνε να πιστεύει ο,τι ήθελε. Δε θα απλωνε την ήδη πληγωμένη καρδιά της στα ποδια του, ομολογώντας οτι αυτο που ήθελε πάντα ήταν η αγάπη του . «Δεν έχεις τίποτα να πεις; Το φανταστηκα. Τοτε θα περάσω στις λεπτομερειες της προτασης μου και εσύ θα αποφασισεις ποιο δρομο θέλεις να παρεις».
Η Μπελλα τον κοίταξε,κάνοντας με τα χέρια της νευρικές κινήσεις στα γονατα της. Το στομα της είχε στεγνώσει απο την ένταση και αναρωτήθηκε τι θα της έλεγε τώρα. «Πρώτη επιλογη:Παντρευομαστε με τους ορους που έχω ήδη αναφέρει. Μπορούν οι γονείς σου να έρχονται να σε βλέπουν αλλά δεν θέλω η κορη μου να έχει καμία σχέση με προσωπα οπως ο φιλαρακος σου ο ασήμαντος μηχανικος. Πως τον είπαμε; Τζεικ; ¶ρα κομμένα τα πάρε δώσε μαζί του». Η Μπελλα ήθελε να τον χτυπησει. «Σε μισώ! »του είπε κοφτά. Πως μπορούσε να λέει κάτι τέτοιο; Ο Τζεικ ήταν φιλος της. Επειδή ήταν φτωχος δεν σήμαινε τίποτα. Ήταν πολύ καλύτερος απο αυτο το κάθαρμα.
Ο Εντουαρντ συνεχισε απτοητος. «Αν πάντως αρνηθείς την προταση μου, τοτε σου δίνω τον λογο μου οτι θα σου πάρω την κορη μου. Επίσημα. Και μη νομίζεις οτι αυτο δεν θα συμβεί. Γιατί θα συμβεί». Σηκώθηκε ορθιος με την ανεση και την χάρη που κάποτε την υπνωτιζαν. «Σ΄αφήνω να τα σκεφτεις τώρα». Ανασήκωσε το χέρι του και κοίταξε το λεπτο, χρυσο ρολοι στον καρπο του. «Έχεις μια ώρα καιρο να παρεις την αποφαση σου».
nansypap New Moon Victim
Ηλικία : 33 Τόπος : Πάτρα Αριθμός μηνυμάτων : 100 Registration date : 29/09/2011
Η Μπελλα είχε πει οτι θα τον παντρευοταν. Ήταν κακή αποφαση; Κατά την άποψή της, η χειροτερη! Τι επιλογή είχε ομως; Αν αρνιοταν υπακούοντας το ένστικτο της, θα έχανε το παιδί της, και αυτο δεν το άντεχε. Η Μπελλα γνώριζε πολύ καλά οτι με μερικούς επιτηδειους δικηγορους και τα αμέτρητα χρηματα που διέθετε μπορούσε να τα καταφέρει. Έτσι, δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Τώρα, σχεδον είκοσι τέσσερις ώρες μετά την αποδοχή της προτασης του, ή μάλλον της απαίτησής του, θυμήθηκε την απαντηση του Εντουαρντ. «Σοφή αποφαση». Είχε κουνήσει το καστανοξανθο κεφάλι του καταφατικά κι ύστερα εκανε μεταβολή και βγήκε απο το δωμάτιο, αφήνοντάς τη μονη να συνειδητοποιησει αυτά που θα έφερνε το μέλλον.
Καθισμένη έξω στην βεράντα λουσμένη στο τελευταίο φως του ήλιου, με το μωρο στην αγκαλιά της, η Μπελλα έφερε στο μυαλο της το ξεκινημα της μέρας της. Είχε ξυπνήσει προτού χτυπησει το ξυπνητήρι για το πρωινο τάισμα της Ρενεσμι. Είχε πάει στο παιδικο δωμάτιο και είχε βρει τον Εντουαρντ εκεί, να ταίζει το μωρο με το μπιμπερο.
Με εχθρική διάθεση επειδή της στερούσε την μοναδική ευχαριστηση που της είχε μείνει, να φροντίζει το μωρο της, είχε συνειδητοποιησει οτι εννοούσε αυτο που της είχε πει, οτι είχε σκοπο να γίνει πραγματικος πατέρας. Είχε ξαναγυρίσει στο δωμάτιο της και απο τοτε δεν τον είχε ξαναδεί.
Η Ρενεσμι χαμογέλασε και κουνησε χαρούμενα τα ποδαράκια της στην αγκαλιά της και η καρδιά της σκιρτησε γεμάτη αγάπη. Ναι, είχε κάνει το σωστο συμφωνώντας σε έναν γάμο χωρίς αγάπη. Για την Ρενεσμι. Το μωρο της θα μεγάλωνε με ολα τα πλεονεκτηματα που δεν θα μπορούσε ποτέ να του προσφέρει μονη η ίδια, με την αμέριστη αγάπη και των δυο του γονιών. Ποτέ δεν θα της άφηναν την παραμικρή υπονοια οτι ο γάμος τους ήταν ψευτικος, οτι κάτω απο την ήρεμη επιφανεια κρυβοταν μίσος και έχθρα. Ήταν ένα τίμημα που άξιζε τον κοπο να πληρώσει!
* * *
Ο Εντουαρντ σταμάτησε στη βεράντα,νιωθοντας την καρδιά του να σκιρτα. Δεν είχε ξαναδεί πιο ομορφο θέαμα. Η μητέρα και το παιδί στη σκια μιας ακακιας,με το σώμα της Μπελλα γερμενο ελαφρά πάνω απο το μωρο. Η Μπελλα. Ένα ομορφο αίνιγμα. Αθώα ή έξυπνη,άραγε; Μετά τη συζητηση που είχε εκείνο το απογευμα με το δικηγορο του, τίποτα δεν ήταν πιο ξεκάθαρο απο πριν.
Με σκοπο να δώσει εντολές για τη σύνταξη του προγαμιαιου συμβολαίου,είχε εκπλαγεί οταν εκείνος τον ενημερωσε οτι η μελλουσα γυναίκα του είχε αρνηθεί να υπογράψει την οικονομική συμφωνία,αν πρώτα δεν μειωνοταν σημαντικά το ποσο στο σημείο να καλύπτει μονο τα απαραιτητα.
Ο δικηγορος είχε ζητησει συγνώμη που δεν είχε επικοινωνήσει μαζί του, αλλά δεν του είχε φανεί απαραίτητο να του μεταφέρει την πληροφορία αυτή. Αν η κυρία είχε ζητησει μεγαλύτερο ποσο, τοτε φυσικά το θέμα θα ήταν διαφορετικο. Θα είχε ζητησει αμέσως την έγκριση του πελάτη του.
Τι συνέβαινε λοιπον; Τα φρύδια του Εντουαρντ εσμιξαν και παρατήρησε την μικρή του κορη να αρπάζει μία μπούκλα απο τα υπέροχα ,καστανά μαλλιά της μητέρας της. Δεν την είχε πιστέψει οταν του είχε πει οτι δεν ήθελε τίποτα απο αυτον,αποδίδοντάς το σε κολπο για να του πάρει οσα περισσοτερα μπορούσε ή σε μια προσπάθεια να τον πείσει πως οταν ισχυριζοταν πως τον αγαπούσε, στο νησί,δεν είχε ιδέα ποιος ήταν. Κάτι που ήταν ψέμα. Μολις χθες δεν της είχε ξεφύγει και του είχε πει οτι διάβαζε γι΄αυτον στις εφημερίδες;
Δεν είχε βγει με γυναίκα απο τοτε που η κοπέλα που δούλευε μαζί της του είχε αποκαλύψει,χωρίς να ξέρει ποιος ήταν,ποια πραγματικά ήταν η Μπελλα Σουαν. Δεν είχε κανένα λογο να του πει ψέματα.
Ποιο ήταν,λοιπον το παιχνίδι της; Να προσποιείται πως δε γνώριζε ποιος ήταν, ξεροντας ταυτοχρονα οτι τον κρατούσε στο χέρι με το παιδί του και οτι δε θα ήθελε να φύγει απο κοντά τους, με αποτελεσμα και να της προτείνει γάμο, δίνοντάς της ταυτοχρονα προσβαση στα πλούτη του; Έξυπνο! Στα χείλη του ζωγραφιστηκε ένας κυνικος μορφασμος. Προχώρησε και πήρε την κορη του απο την αγκαλιά της, αγνοώντας την ανάσα της που κοπηκε απο την έκπληξη. «Θα την κρατήσω εγώ. Σε περιμένουν στο δωμάτ«Π... ποιοι;» Το σοκ απο την ξαφνική του εμφανιση την είχε αφήσει άφωνη. Οπως πάντα, ο Εντουαρντ ήταν τοσο γοητευτικος, που της έκοβε την ανάσα και της θολωνε το μυαλο. Ο Εντουαρντ ακούμπησε το χέρι του στην κοιλίτσα της κορης του. «Γεια σου μωράκι! Σε λίγο, οταν τα μικρά σου ποδια γινουν μεγαλύτερα, ο μπαμπας θα σε μάθει να κάνεις ποδήλατο και την επομενη μέρα σκακι!»
Παρά το γεγονος οτι ένιωθε παραγκωνισμενη, η Μπελλα ένιωσε το κάτω χείλι της να τρέμει. Το μυαλο της γέμιζε απο εικονες ενος μεγαλωσωμου άντρα κι ενος μικρού κοριτσιού να κάνουν μαζί ποδήλατο. Τα μάτια της πήραν μια μελαγχολική εκφραση. Αναστεναζοντας μαλακά , γιατί στην πραγματικοτητα ήθελε να μείνει κοντά στην κορη της και τον πατέρα της, σηκωθηκε, ισιωσε το φορεμα εγκυμοσύνης που φορούσε και πήγε να δει ποιος την περιμενε. Είχε φτάσει στην βεράντα οταν άκουσε την φωνή του Εντουαρντ. «Παρεμπιπτοντως, νωρίτερα τηλεφωνησα στους γονείς σου. Χάρηκαν με τα νέα του γάμου μας. Είπα στην μητέρα σου να έρθει για τις προετοιμασίες». Η Μπελλα έμεινε για λίγο ακίνητη ακούγοντας τα λογια του και μετά συνεχισε.
Προσπαθώντας να τον βγάλει απο το νου της και να επικεντρωθεί στην πιθανή ταυτοτητα των μυστηριωδων επισκεπτών, να ήταν οι γονείς της άραγε; Ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά και πήγε γρήγορα στο δωμάτιο της. ¶νοιξε την πορτα και αντικρισε δυο γυναίκες.
Ήταν και οι δύο εξαιρετικά ομορφες, μέσα σε μια θαλασσα απο κουτιά. Η μεγαλυτερη απο τις δύο, με τα σκούρα μαλλιά της τραβηγμένα τοσο σφιχτά πίσω που έδειχναν σαν να είχαν βαφτει πάνω στο κεφάλι της, σηκωθηκε απο την την καρέκλα της. «Η δεσποινίς Σουαν;» Τα σκούρα μάτια της γλιστρησαν πάνω στην Μπελλα, που θα ορκιζοταν οτι είδε έναν μορφασμο αποδοκιμασιας. «Ο κύριος Καλεν μας έδωσε εντολή να σας φερουμε μερικά ρούχα να δοκιμασετε». Είχε μια ανεπαίσθητη προφορά. Γαλλική; Τα ανασηκωμενα φρύδια της Μπελλας εσμιξαν. Κι άλλη φιλανθρωπία; Οχι, δεν το ήθελε αυτο. «Λυπάμαι, αλλά χάσατε το χρονο σας», τους είπε κοφτά. «Δε χρειάζομαι καινούρια ρούχα». Ένα λεπτο φρύδι ανασηκώθηκε με απορία ακούγοντας τα λογια της. «Ο κύριος επεμενε». «Οχι». Είχε ένα σωρο ρούχα στο Φοίνιξ. Κάποιος θα της τα έφερνε. Μπορεί να ήταν σπιτωμενη, λογο της μικρής Ρενεσμι, αλλά δεν είχε καμία διάθεση να δείχνει κι έτσι. Κάνοντας ένα βήμα πίσω, σαν να ήθελε να δείξει στις επισκέπτριες την πορτα προσεξε μια ανησυχία στο μακιγιαρισμενο προσωπο της άλλης γυναίκας και η καρδιά της σκιρτησε. Η απίστευτη κατασταση στην οποία είχε βρεθεί δεν ήταν δικο της λάθος, γιατί να υποστεί αυτή τις συνέπειες;
«Καλά εντάξει, θα δοκιμασω ένα δύο», είπε νιωθοντας την ευγνωμοσύνη των δυο γυναικών που χαλάρωσαν και χαμογέλασαν. Τα καπάκια απο τα κουτιά άνοιξαν, τα χαρτιά της συσκευασίας παραμεριστηκαν και αποκαλύφθηκαν πανάκριβα ρούχα σε εκπληκτικά χρώματα. Θα ήταν ωραίο να δοκιμασει ρούχα επωνυμων κατασκευαστων που τα έβλεπε μονο στα περιοδικά. Ο Εντουαρντ μπορούσε να τα αγοράσει ολα, αλλά αυτο δε σήμαινε οτι εκείνη θα τα φορούσε.
Γδυθηκε με τη σκέψη οτι θα τη χαροποιουσε τελικά να αποχωριστεί το φορεμα εγκυμοσύνης, που το φορούσε εδώ και μια αιωνιοτητα, θα έλεγε κανείς, και να αρχίσει σιγά σιγά να χαίρεται τον εαυτο της. Εν μέρει γιατί εκείνες οι γυναίκες της εκαναν κολακευτικά σχολια και εν μέρει γιατί λάτρευε την αίσθηση του μεταξιού, του λινου και του κασμίρ πάνω της, συνεχισε το χαριτωμένο εκείνο παιχνίδι προθυμα. Μονο που οταν η μεγαλυτερη εγειρε το κεφάλι της στο πλάι και ανασήκωσε το ένα της φρύδι εντυπωσιασμενη, λέγοντας «ο κύριος ξέρει, τελικά , πολύ καλά τα νούμερά σας», η Μπελλα κοκκινισε ελαφρά.
Ω, ναι! Ο Εντουαρντ ήξερε το σώμα της! Ανατριχιασε συγκορμη και μια ζεστασιά απλώθηκε σε σημεία που δεν έπρεπε. Το αγνοησε. Δε θα άφηνε το μυαλο της να πάρει αυτο το δρομο. Ξαφνικά δεν τον χαιροταν πλέον. Τα χείλη της σφίχτηκαν καθώς άπλωσε το χέρι της στο τελευταίο κουτι. Ήθελε να τελειώνει. Συνοφρυωθηκε ενοχλημένη τώρα για το χάσιμο χρονου και στάθηκε σαν ξύλινη κούκλα, ενώ η μεγαλυτερη γυναίκα ανέβαζε το φερμουάρ και η μικροτερη τυλιγετο υπέροχο λινο σύνολο στο χρώμα της καραμέλας με την κρεμ μπλούζα που είχε μολις βγάλει. «Ποσο ομορφη...κοιτάξτε...» Έβαλε τα χέρια της στους ώμους της και την γυρισε προς τον καθρέφτη. Τα μεγάλα μάτια της Μπελλας άνοιξαν διαπλατα καθώς αντικρισε το είδωλο της στον καθρέφτη.
Το υπέροχο μαύρο μεταξωτο φορεμα αγκαλιαζε το αισθησιακο της στήθος, κατηφοριζε στη λεπτή της μέση , χάιδευε τις πλουσιες καμπύλες των γοφών της και κατέληγε πάνω απο τα γονατα της που αναζητούσαν τα ψηλοτάκουνα παπούτσια που της προτεινε η νεοτερη γυναίκα. Τα μάτια της κοιταξαν το πανέμορφο φορεμα που εκανε την επιδερμίδα της να φαντάζει αλαβαστρινη και τα μαλλιά της να λάμπουν σαν λιωμενη σοκολάτα. Μια σέξι σειρήνα! Δεν ήταν εκείνη. Δεν ήταν καθολου εκείνη!
Τα μαγουλά της ροδισαν, προσθέτοντας επιπλέον λάμψει στα καφέ της μάτια. Βιάστηκε να βγάλει το φορεμα. Αλλά το κρυφοί φερμουάρ αντιστάθηκε και έτσι γυρισε θέλοντας βοηθεια. Την επομενη στιγμή παγωσε, βλέποντας τον Εντουαρντ να μπαίνει στο δωμάτιο, σαν να ήταν δικο του. Που ήταν δηλαδή .
Έπνιξε μια αποτομη εισπνοή, ανακαλυπτοντας οτι δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα της απο πάνω του. Το υπέροχο προσωπο του, τα μάτια του που την ατενιζαν σαν βαθιές πράσινες λίμνες, το ξεβαμμενο τζιν που αγκαλιαζε τα δυνατά του ποδια και το αμανικο, μαύρο μπλουζάκι του... Ήταν τοσο ομορφος, τοσο εκλεπτυσμενος, που θα εκανε ακομα και τους διασημους σταρ του κινηματογράφου να χλομιασουν μπροστά του. Είναι ακαταμάχητα ελκυστικος, σκεφτηκε η Μπελλα, ξαφνιασμενη απο την αδυναμία της, με τον ποθο που την κατέκλυσε για τον μοναδικο άντρα που μισούσε στον κοσμο.
Ο Εντουαρντ εκανε δυο βήματα μέσα στο δωμάτιο και οταν μίλησε η φωνή του ήταν πιο έντονη απο άλλες φορές.« Μπορείτε μαντάμ Λαρος να περιμένετε με την βοηθο σας κάτω, παρακαλώ; Η οικονομος μου θα σερβίρει καφέ. Σε λίγο θα έρθω κι εγώ». Κινήσεις, καταφατικά γνεψιματα, κεφάλια που εκλιναν. Η Μπελλα ούτε που προσεξε ποτε οι δυο γυναίκες βγήκαν απο το δωμάτιο. Ο Εντουαρντ την πλησιασε κι εκείνη δεν μπορούσε πια να συγκεντρωθεί σε τίποτα άλλο. Στα χαρακτηριστικά του υπήρχε ένταση και στα μάτια του σιγοκαιγε κάτι σχεδον παγανιστικο καθώς την κοίταζε, την σέξι σειρήνα, οχι την αληθινή Μπελλα. Ή μήπως ήταν αυτή η αληθινή Μπελλα; Το κεφάλι της γύριζε. Ήταν δύσκολο να ανασάνει και δεν μπορούσε να σκεφτει λογικά. Οχι οταν χτυπούσε έτσι η καρδιά της. Ριγουσε συγκορμη κάτω απο τον σατανικα ερωτικο μαγνητισμο του. «Η μαντάμ Λαρος εκανε καλή επιλογή», είπε ο Εντουαρντ και σταμάτησε μπροστά της.
Δεν ανασαινε κανονικά. Το φορεμα κολλούσε πάνω στις καμπύλες της αισθησιακά και ο χείμαρρος των μαλλιών της προκαλουσε το αγγιγμα του. Να γλιστρήσει τα δάχτυλά του στις υπεροχες μπουκλες της. «Το φορεμα αυτο είναι σκετος δυναμιτης». Η φωνή του ακούστηκε βραχνη. Η Μπελλα ένιωσε την καρδιά της να σκιρταει στο στήθος της. Απο μονο του το φορεμα ήταν διακριτικά αποκαλυπτικο και κομψο. Αλλά πάνω στο ερεθισμενο της σώμα γινοταν αισθησιακο. Σταυρωσε τα μπράτσα της για να κρύψει το στήθος της που έμοιαζε έτοιμο να δραπετεύσει απο το ντεκολτε, λες και το υφασμα θα μπορούσε να το συγκρατησει. Οι θηλες της είχαν σκληρύνει. Η φωνή της ακούστηκε στριγκη στην προσπάθειά της να κρύψει την αυθορμητη ανταποκριση απέναντί του. «Μπορείς να τα παρεις ολα πίσω. Δεν προκειται να τα φορεσω! » «Γιατί;» Ο Εντουαρντ καρφωσε τα μάτια του στα χείλη της, ξαναζωντας στη φαντασία του τα υπέροχα φιλια της που τον ξετρελαιναν. Ένιωσε το σώμα του να ερεθιζεται και σκεφτηκε οτι αυτο δεν μπορούσε να συνεχιστεί. «Γιατί θες να φοράω τέτοια ρούχα απλώς και μονο για να μην ντρεπεσαι για μένα. Για την καλή δημοσια εικονα σου!»Του πέταξε εκείνη. Για ένα δευτερολεπτο ο Εντουαρντ έδειξε οτι ένιωθε άβολα. Αλλά συνήλθε αμέσως. «Οχι, δεν είναι αυτο το θέμα. Θα μου έδινε χαρά να δω την μητέρα της κορης μου να φορά ομορφα ρούχα». «Κι εμενα πρέπει να με νοιάζει τι σου δίνει χαρά;» Τα φρύδια της Μπελλας εφτασαν σχεδον μέχρι τα μαλλιά της. Ακου θράσος! Ο άντρας αυτος την είχε χρησιμοποιησει και την είχε παρατήσει. Επίσης, αντιπαθούσε την οικογένειά της... και την ίδια προφανώς. Ούτε που θα ασχολιοταν μαζί της αν δεν ήταν μητέρα του παιδιού του. Ούτε και θα της είχε προτείνει γάμο αν δεν αγαπούσε τοσο πολύ την κορη του! Κι ομως περιμενε απο εκείνη να ντύνεται με ρούχα που θα του έδιναν χαρά! «Καλύτερα να σου μαυρισω το μάτι!»του είπε με πάθος. «Δε νομίζω», απάντησε ήρεμα ο Εντουαρντ.«Και μάλιστα υπάρχει μια αλλαγή στα σχέδια, ξερεις». Η Μπελλα χρειαστηκε μερικά δευτερολεπτα για να ηρεμήσει και να συνειδητοποιησει τι της έλεγε. «Δηλαδή;» Μήπως ήθελε να της πει οτι είχε ξανασκεφτεί το θέμα του γάμου και είχε έρθει στα λογικά του; Αυτο κανονικά δεν έπρεπε να την εκανε να νιώθει ταπείνωση αλλά έτσι ένιωθε. «Ο γάμος μας θα είναι πραγματικος». Το προσωπο της έγινε κατακοκκινο. Τα μπράτσα της πλεγμένα πάντα πάνω στο στήθος της, σφίχτηκαν και τα νύχια της μπηχτηκαν στους ώμους της. «Διαπιστωσα οτι θέλω ακομα το σώμα σου», ομολογησε εκείνος με κάποια αυτοπεριφρονηση. «Το φορεμα φταίει!» μουρμούρισε η Μπελλα, κρύβοντας το κοκκινισμα της πίσω απο τα μαλλιά της στην τρελή σκέψη να γινοταν ερωτική του σκλάβα, ξεροντας, προς μεγάλη της ντροπή οτι ο ερωτικος μαγνητισμος του ήταν τοσο έντονος ώστε θα μπορούσε να κάνει για χάρη του οτι της ζητουσε. «Οχι καθολου», είπε ο Εντουαρντ με φωνή βαριά, χωρίς να της πει οτι ήταν η πιο ομορφη γυναίκα που είχε δει ποτε του, ντυμενη ακομα και με εκείνο το απαίσιο φορεμα εγκυμοσύνης. Ποθος ήταν, φυσικά. Δεν μπορούσε να είναι τίποτε άλλο. «¶λλαξα γνώμη σχετικά με το να κάνουμε τυπικο γάμο. Σκεφτηκα οτι θα είναι... αρκετά άβολη κατασταση. Ένας κανονικος γάμος θα κάνει την ζωή και των δυο μας πιο εύκολη ».
Αρχικά είχε σκεφτει οτι θα του έφτανε να έχει την κορη του. Οτι μπορούσε να συγκεντρωθεί σ΄αυτον και να αγνοήσει την ύπαρξή της, εκτος απο περιπτώσεις που θα ήταν απαραίτητη η παρουσία της δίπλα του σε κάποιες κοινωνικές εκδηλωσεις. Αλλά έχοντας χάσει το μυαλο του απο τον ποθο και ξεροντας απο την εμπειρία του οτι θα μπορούσε να την κάνει να πάρει φωτιά απο τον ίδιο ποθο, ο τυπικος γάμος γινοταν αυτοματα αδύνατος. Και αυτο θα έβλαπτε την κορη του.
Η καταπιεσμενη συναισθηματική φορτιση την εκανε να τρέμει σαν το φύλλο. «Σεξ... εννοεις οτι περιμενεις να κάνω σεξ μαζί σου; Πιστευεις οτι το έχεις πληρώσει!»του είπε άγρια.«Θα αισθάνομαι σαν πορνη! » «Ηρέμησε...»ο Εντουαρντ άπλωσε τα χέρια του να την πιάσει, αλλά εκείνη οπισθοχωρησε με τα μπράτσα της σταυρωμένα προστατευτικά πάνω στο στήθος της. Ο Εντουαρντ πήρε μια βαθιά ανάσα. Δε θα ήταν έτσι! Είχε σχέσεις στο παρελθον πριν την γνωρίσει και ήταν καθαρά σεξουαλικές. Ομορφες γυναίκες, που ήξεραν οτι δεν είχαν να περιμένουν απ΄αυτον τίποτα μονιμο, που αποσύρονταν διακριτικά απο το προσκήνιο με ένα ακριβο δώρο οταν εσβηνε το ενδιαφέρον του. Με την Μπελλα ομως δεν ήταν έτσι. Ήταν ένα μυστήριο που δεν είχε διάθεση να προσπαθήσει να το λύσει. Απλώς το ήξερε. «Δε θα είναι έτσι» είπε βαριά και κινήθηκε νιωθοντας σαν να περπατούσε πάνω σε κινουμενη άμμο. Την πλησιασε μέχρι που η πλάτη της ακούμπησε στον τοίχο. «Θα κάνουμε θρησκευτικο γάμο, οχι πολιτικο και θα είναι ολοκληρωμένος». Επιασε τα χέρια της και τα κατέβασε αργά απο το στήθος της. «Οποιες κι αν είναι οι διαφορές μας, δεν μπορεί να έχεις ξεχάσει ποσο καλά είμαστε μαζί». Πως θα μπορούσε να το έχει ξεχάσει αυτο; Τα μάτια του ταξίδεψαν πάνω της. Καμπανάκια κινδυνου χτύπησαν μέσα στο κεφάλι της, αλλά δεν μπορούσε να κοιτάξει αλλού.
Ένα αισθησιακο χαμογελο άνθισε στα χείλη του. «Σου υποσχομαι πως θα είναι πάλι ομορφα», της είπε και τα χέρια του ανηφορισαν στους ώμους της, περνώντας πάνω απο το ερεθισμενο στήθος της. Η Μπελλα ξεροκαταπιε. «Γιατί να ζούμε μέσα στην αγωνία στα χρονια του γάμου μας; Γιατί να αρνηθούμε στους εαυτούς μας την ικανοποιηση που μπορούμε να δώσουμε ο ένας στον άλλο;»συνεχισε εκείνος. «Μονο σεξ» είπε η Μπελλα, παλεύοντας ακομα να κερδίσει μια χαμένη μάχη. Τον ήθελε κι εκείνη, να το αρνηθεί. Στο Ρίο είχε εμμονη μαζί του και τελικά ήταν κάτι που δεν μπορούσε να διώξει απο πάνω της. «Μην το παλευεις!» Το κεφάλι του χαμηλωσε και το στομα του πήρε το δικο της επιδέξια, κάνοντάς τη να βογκηξει απο ποθο και να του παραδοθεί, γαντζωνοντας τα χέρια της στους ώμους του για να κρατηθεί.
Χωρίς να συνειδητοποιει τι εκανε, ανίκανη να σκεφτει λογικά, η Μπελλα καλλησε το σώμα της πάνω στο δικο του, νιωθοντας το κορμί του να ριγει καθώς τα χείλη του σφράγισαν τα δικά της κτητικα. Ο Εντουαρντ την πιεσε με την πλάτη της πάνω στον τοίχο και τα ανυπομονα χέρια του γλιστρησαν στο σώμα της. Στις καμπύλες των γοφών, στην κοιλιά, στο ερεθισμενο στήθος της.
Παραμεριζοντας τις τιράντες απο τους ώμους της, κατέβασε το φορεμα γυμνωνοντας το στήθος της. Με τον ποθο να σκουραινει τα μάτια του, έσκυψε και πήρε τη μια θηλή της στο στομα του. Με την ανάσα κομμένη, η Μπελλα εμπηξε τα νηχια της στους ώμους του και η πραγματικοτητα για μια ακομα φορά έσβησε. Χάθηκε ξανα. Ήταν και πάλι δική του και το σώμα της ούρλιαζε απαιτησεις που μονο εκείνος μπορούσε να ικανοποιησει.
«Σ΄επεισα;» ο Εντουαρντ ανασηκώθηκε και άφησε τα μακριά του δάχτυλα να γλιστρησουν στα μακριά μαλλιά της.«Σου απέδειξα ποσο καλά είμαστε μαζί; Ο γάμος μας δεν θα είναι δοκιμασια». Της χάρισε ένα χαμογελο που της εκοψε την ανάσα και μετά εκανε μεταβολή. «Περιμένει η μαντάμ Λαρος. Για το δείπνο φορεσε κάτι που θα μου δώσει χαρά».
Οταν η πορτα έκλεισε πίσω του, η Μπελλα τύλιξε τα χέρια της γύρω στο προδοτικο σώμα της και αναστεναξε βαθιά. Γινοταν παιχνιδάκι στα χέρια του. Μπορούσε να την αποπλανήσει με μια ματια του μονο, να καταβαλει τη θέλησή της. Της το είχε αποδείξει. Και δεν υπήρχε τροπος να ξεφύγει απο ένα γάμο γεμάτο απο καυτο σεξ, χωρίς αγάπη. Οχι αν ήθελε την κορη της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 «Η Ροζαλι θα φτάσει με το τζετ της εταιρίας αργοτερα σήμερα το απογευμα. Θα την πάρει ο Αρνολντ και πρέπει να είναι εδώ έγκαιρα για το δείπνο». «Η Ροζαλι;» είπε η Μπελλα μετά απο μία μικρή σιωπή. Ο τονος της φωνής του Εντουαρντ είχε έναν ενθουσιασμο για πρώτη φορά εκείνο το πρωί. Το αισθησιακο του στομα ομως ήταν ανέκφραστο και τα μάτια του θολά καθώς γυρισε προς το μέρος της.
Βρίσκονταν στο σαλονι του ισογείου, που ήταν διακοσμημένο με πανακριβες ομορφες αντικες και αυθεντικους πίνακες. Την είχε καλέσει ο Εντουαρντ για να διαλέξει το δαχτυλιδι της απο την υπέροχη συλλογή που είχε έρθει μέσα σε ένα χαρτοφύλακα, δεμένο με αλυσίδα στον καρπο ενος ψηλού και λεπτού άντρα, ο οποίος συνοδευοταν απο έναν γεροδεμένο σωματοφύλακα. Κάτω απο τρία ζευγάρια ανυπομονα μάτια, η Μπελλα κοίταξε επίμονα τα πολύτιμα πετράδια, ενώ οι στιγμές της αμηχανιας περνούσαν. Ο λαιμος της είχε κλείσει. Ένιωθε σαν ηθοποιος που είχε ξεχάσει τα λογια της και που, αν τα θυμοταν, θα δίσταζε να τα πει.
Τελικά ο Εντουαρντ πήρε ένα διαμαντένιο δαχτυλιδι και της το πέρασε στο τρίτο δάχτυλο του αριστερού της χεριού, με τοση τρυφεροτητα οση θα έδειχνε αν έβαζε... χαρτονομίσματα στην τσέπη του. «Η αδερφή μου», της είπε χαμηλοφωνα. «Έρχεται απο τη Ρώμη και θα μείνει μέχρι το γάμο για να σε βοηθησει ». «Δεν ήξερα οτι έχεις αδερφή», είπε η Μπελλα και ανασήκωσε ερωτηματικά τα μάτια της. Τελικά ήξερε πολύ λίγα πραγματα γι΄αυτον. Μονο οτι ήταν παμπλουτος και γυναικας και οτι του άρεσε κάθε τοσο να παίζει το φτωχο και να αποπλανά ανυποψιαστες παρθενες που δεν είχαν ιδέα για τα πλούτη του. Αναλογιζομενη τη φτηνή μπρούτζινη αλυσίδα που φορούσε στο λαιμο του οταν τον είχε πρωτοδει, παραλιγο να του ορμηξει.
Αλλά τα αρνητικά συναισθήματα δε θα την πήγαιναν πουθενά στην κατασταση που είχε βρεθεί μπλεγμένη. Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Μίλησέ μου γι΄αυτήν». Τα χέρια της σφίχτηκαν πάνω στο απαλο παντελονι που είχε συνδυάσει με μια μπλούζα σε σμαραγδι χρώμα, και τα δυο κομμάτια επιλογής της Μαντάμ Λαρος και πληρωμένα με τα χρηματα του Εντουαρντ, και προσπαθησε να διώξει το άλλο γεγονος, οτι ήταν ίσως ο πιο σέξι άντρας στον κοσμο, στο βάθος του μυαλού της. Δύσκολο, οταν εκείνος ανασηκώθηκε απο τον μικρο καναπέ οπου καθοταν και στάθηκε κοιταζοντας τη, με τα ποδια ελαφρά ανοιχτά και τα χέρια στις τσεπες του παντελονιού του άψογου ανοιχτογκριζου κοστουμιου του. Ήταν τοσο ομορφος που της έφερνε λιποθυμία. Και είχε τοσο αναθεματισμενο αυτοελεγχο, που την εκανε να αισθάνεται οτι δεν ήξερε που ήταν. Οπως σ΄εκείνη τη σκηνή στην κρεβατοκάμαρα την προηγουμένη μέρα, οταν της είχε ανακοινώσει την προθεση του να είναι ο γάμος τους πραγματικος και της είχε αποδείξει, με απολυτη ανεση και δική της προσωπική ντροπή, οτι μπορούσε να την κάνει ο, τι ήθελε. Η Μπελλα περιμενε οτι θα πήγαινε στο δωμάτιο της το προηγούμενο βράδυ, αλλά είχε πέσει έξω, κάτι που την εκανε να μην ξέρει αν έπρεπε να νιωσει ανακουφιση ή απογοητευση. «Πρέπει να κανονισω τα θέματα του γάμου», της είπε. «Ίσως θα ηθελες να τηλεφωνησεις στους γονείς σου και να τους προσκαλεσεις να μείνουν εδώ μια δυο μέρες πριν απο την τελετή. Θα σε ενημερώσω για την ημερομηνία».
Έφυγε, αφήνοντάς τη να αισθάνεται τοση αγανακτηση που θα μπορούσε να εκραγεί. Το διαμάντι στο δάχτυλο της ζύγιζε έναν τονο θα έλεγε κανείς και ένιωθε σαν να την τραβούσε προς τα κάτω. Δεν μπορούσε να της κάνει πιο ξεκάθαρο οτι δεν ήθελε να συμμετάσχει στη ζωή του και στη ζωή της οικογένειάς του. Σαν μητέρα της κορης του θα την εντυνε, θα την ταιζε, θα την είχε να ζει στην πολυτέλεια, θα της εκανε σεξ οταν είχε διάθεση, αλλά δε θα της έδινε κανένα κομμάτι του εαυτού του.
Σφιγγοντας το λεπτο της πιγούνι, η Μπελλα σηκωθηκε ορθια. Ο Εντουαρντ ήταν αποφασισμενος να την κρατήσει μακριά. Αυτο που αισθανοταν δεν ήταν πονος, φυσικά, ήταν πικαρισμα και γι΄αυτο μπορούσε να κάνει κάτι. Εξάλλου δεν την αγαπούσε, ούτε κι εκείνη τον αγαπούσε. Γιατί, λοιπον να νιώθει πληγωμένη;
Βρήκε την Πεγκι στην κουζίνα να καθαρίζει φασολια. Τραβώντας μια καρέκλα, κάθισε στο τραπέζι και πήρε μερικά φασολια. «Αργοτερα σήμερα θα έρθει η Ροζαλι;» ρώτησε οσο πιο αδιάφορα μπορούσε. «Ο Εντουαρντ βιαζοταν και δεν με ενημερωσε με λεπτομερειες. Πως είναι; Μεγαλυτερη ή μικροτερη;» Καλή ή ύπουλη; Αν ήταν να μάθει κάτι για τον άντρα που θα γινοταν σύζυγος της και την οικογένειά του, έπρεπε να χρησιμοποιησει ολα τα μέσα που είχε στη διάθεσή της. «Α, θα σου αρέσει», της είπε η Πεγκι θερμά. «Είναι παντρεμένη με έναν πλούσιο τραπεζίτη, τον Εμετ Ραμος αλλά δεν είναι καθολου σνομπ. Τώρα που το σκεφτομαι, μοιάζουν με τον μικρο της αδελφο, συμπεριφερονται σε ολους σαν να είναι ισοι. Γι΄αυτούς δεν έχει σημασια ποιος είναι ο άλλος και τη περιουσία έχει. Ο άνθρωπος είναι που μετράει ». Αληθεια; Παρά τις προσπάθειές της να δείχνει αδιάφορη, η Μπελλα ανασήκωσε το ένα της φρύδι απορημενη. «Τέλος πάντων», είπε η Πεγκι και σηκωθηκε ορθια.«Μέχρι να τελειωσεις εσύ, θα φτιάξω καφέ. Ω! » Τα μαγουλά της ροδισαν. «Ακου τι λέω! Σε λίγο θα γίνεις εσύ η κυρία εδώ και εγώ σου φερομαι σαν να είσαι βοηθος στην κουζίνα!» «¶στα τώρα αυτά» είπε χαμογελώντας η Μπελλα και πήρε άλλη μια χούφτα φασολια. «Φίλες είμαστε και φίλες θα παραμείνουμε. Φτιάξε τώρα τον καφέ!» Μέσα της συγχωρούσε την Πεγκι που της είχε πει ψέματα για να την καθυστερήσει μέχρι να εμφανιστεί ο Εντουαρντ. Οταν ο εργοδοτης της έδινε μια εντολή, η Πεγκι έπρεπε να υπακούσει, χωρίς ενδοιασμούς και ερωτησεις. Οχι απο φοβο για τη θέση της, αλλά απο πίστη και σεβασμό. Ο Εντουαρντ πρέπει να φεροταν στους Παουελ πολύ καλύτερα απ΄οσο φεροταν σ΄εκείνη για να υπακούν τοσο προθυμα και στην παραμικρή του επιθυμία.
Τελειωνοντας το καθαρισμα των φασολιών, προσεξε την ψυχρή λάμψη του διαμαντιού στο δάχτυλο της. Έβγαλε σκυθρωπη το δαχτυλιδι και το έβαλε στην τσέπη του παντελονιού της. Η αναθεματισμενη η κοτρονα! Αν ήταν μια λεπτή χρυσή βέργα στολισμένη με μια μικρή πέρλα, δοσμένο ομως με αγάπη, γι΄αυτήν θα είχε πολύ μεγαλυτερη αξία απο το εντυπωσιακο, μεγάλο πετραδι που της είχε δοθεί μονο και μονο γιατί έτσι έπρεπε. «Εδώ είμαστε», είπε η Πεγκι και αφηνοντας μια κούπα καφέ μπροστά της, κάθισε κρατωντας τη δική της στα χέρια της, έτοιμη για κουτσομπολιο. «Η Ροζαλι είναι δυο χρονια μεγαλυτερη απο τον αδελφο της. Είναι προσχαρη, ομορφη και έχει μια κορη έξι χρονών, την Κριστινα. Θα την αφήσει με την γκουβερνάντα της και τον κύριο Ραμος μέχρι την ώρα του γάμου». Χαμογέλασε. «Εδώ θα γίνει μεγάλη φασαρία. Η μικρή λατρεύει το θείο της τον Εντουαρντ κι αυτος εκείνη. Την κακομαθαινει! Δεν εκπλησσομαι που ήρθαν έτσι τα πραγματα. Είναι ενθουσιασμενος με τη μικρή Ρενεσμι, αλλά θα πρέπει να προσεχεις να μην την κακομαθει! Και τους δυο σας να μην σας κακομαθει, δηλαδή! Έπρεπε να δεις την έκφρασή του οταν ανακοίνωσε οτι προκειται να παντρευτειτε. Σαν γάτα που ετοιμαζοταν για ένα πλούσιο τσιμπουσι ».
* * *
Η μεγάλη γάτα επιασε τη μικρή, σκεφτηκε λίγες ώρες αργοτερα η Μπελλα. Ήταν μια αναγκαία επιπλοκή. Αναγκαία για την ευτυχία της κορης της, οχι γι΄αυτον. Ποτέ γι΄αυτον. Βηματιζοντας μέσα στο μεγάλο σαλονι του ισογείου, τιναζοντας μαξιλάρια ή μεταφέροντας ένα βάζο σε άλλη θέση, είχε κάτι να κάνει. Είχε κάνει μπάνιο και είχε ταίσει την Ρενεσμι, είχε παίξει μαζί της, την ειχε κρατήσει, την είχε σφίξει στην αγκαλιά της, την είχε βγάλει βολτα στον κήπο να πάρει καθαρο αέρα και τώρα κοιμοταν.
Γεμάτη υπερένταση, είχε δεχτεί με χαρά τη διακοπή της Πεγκι που είχε ανοίξει την πορτα και είχε ανακοινώσει εντυπωσιακά: «Ήρθε ένας κύριος και ζητά να σας δει, κυρία». Χαμογελώντας ακομα με το επίσημο «κυρία», η Μπελλα έμεινε με το στομα ανοιχτο οταν είδε τον Τζεικ να μπαίνει κρατωντας μια τεράστια ανθοδέσμη με πολύχρωμα λουλούδια. «Για σενα», είπε και της τα έδωσε. «Συγχαρητηρια για το μωρο». Το προσωπο του είχε κοκκινισει. «Ολα εντάξει; Οταν τηλεφωνησα στο σπίτι σου η μητέρα σου μου είπε οτι ο πατέρας του παιδιού θα σε παντρευτεί. Είσαι εντάξει τώρα;» «Τζεικ πως και απο εδώ; Χαίρομαι που σε βλέπω!»του είπε η Μπελλα. «Έχω συγγενείς εδώ και αφού ήρθα είπα να σε δω λίγο. Δεν θα κάτσω πολύ. Θα φύγω ομως γιατί έχω δουλειά,ξερεις». Γυρισε κοιταζοντας τριγύρω με αμηχανία. «Αν κρίνω απο το χώρο εδώ είναι ματσωμενος, αλλά τα χρηματα δεν είναι το παν. Δεν χρειάζεται πολύ για να καταλάβει κανείς οτι πρέπει να συνεβη στις διακοπές που είχες πάει... το μωρο, εννοώ. Κι εκείνος δεν έδειξε ιδιαιτερη προθυμία να είναι μαζί σου, σωστά; Μονο οταν έμαθε τυχαία οτι θα γίνει πατέρας. Θέλει να κρατήσει το παιδί; Αυτο είναι; Σε απείλησε να σου το πάρει αν δε συμφωνησεις; Τέτοιος τύπος είναι αυτος που θα παντρευτεις; Πες μου την αλήθεια».
Μεγάλος λογος για τον Τζεικ. Και απολυτα ακριβής. Η Μπελλα σκεφτηκε οτι της είχε κάνει προταση γάμου. Νοιαζοταν για το μωρο της σαν να ήταν δικο του; Αισθανοταν πληγωμενος και αδικημενος κατά κάποιον τροπο απο έναν τύπο που μπορούσε να προσφέρει περισσοτερα υλικά αγαθά;
Η υποψία της επιβεβαιώθηκε στην επομενη φράση του. «Μολις έμαθα τις εξελίξεις σκεφτηκα να έρθω και να σου πω οτι η προταση μου ισχύει πάντα. Αν παντρευτουμε αμέσως κανένα δικαστήριο δε θα του παραχωρησει την κηδεμονία του παιδιού. Είσαι η μητέρα του και αυτο σου δίνει προβαδισμα. Επίσης δείχνει οτι μπορούμε να προσφέρουμε στο παιδί σταθερο, οικογενειακο περιβάλλον. Δε θα πρέπει να ανησυχεις για τίποτα. Δεν μπορώ να σου προσφέρω ακριβή ζωή, αλλά νοιαζομαι για σενα».
Έδειχνε τοσο παθιασμενος που η Μπελλα ένιωσε το λαιμο της να κλείνει απο συγκινηση. ¶σχετα με το προσωπικο κοστος, της προσφερε μια λύση. Η αγάπη που αισθανοταν γι΄αυτον γέμισε την καρδιά της.
Οι δυο τους ήταν σαν αδέρφια. Και πάντα θα φροντιζαν ο ένας τον άλλο. Ο Τζεικ δεν ήταν ερωτευμενος μαζί της, αλλά τώρα είχε σπεύσει να τη βγάλει απο τη δύσκολη θέση. Και δεν μπορούσε να τον αφήσει να σκεφτεται οτι έβλεπε την προταση του σαν δεύτερη λύση, που δεν άξιζε να τη λάβει σοβαρά υποψη της. «Το ξέρω οτι νοιάζεσαι για μένα. Νοιαζομαστε ο ένας για τον άλλο εμείς, Τζεικ. Το έχουμε συζητησει κι άλλη φορά, εντάξει;» Τον πήρε απο το χέρι και τον οδήγησε σε έναν καναπέ. ¶φησε τα λουλούδια στο τραπεζάκι και κάθισε. «Θα κάνεις κάποια κοπέλα ευτυχισμένη μια μέρα, Τζεικ. Εγώ ομως είμαι ερωτευμένη με τον Εντουαρντ. Τον ερωτευτηκα απο την πρώτη μέρα που τον είδα. Και θέλω να γίνω γυναίκα του».
Η ανάσα της σκαλωσε στο λαιμο της. Είχε πει αυτά τα λογια για να κάνει τον καλύτερο της φίλο να νιωσει καλύτερα που απέρριπτε την προταση του, ήταν ομως αλήθεια; Τα σωθικά της σφίχτηκαν. «Σου αξίζει... να ερωτευτεις μια κοπέλα που θα σε ερωτευτεί κι εκείνη το ίδιο».
Κάθε αναστολή που μπορεί να είχε για τη δηλωση της πως ήταν ερωτευμένη με τον άντρα που θα παντρευοταν σύντομα εξαφανιστηκε οταν ο Τζεικ χαμογέλασε και την κοίταξε με ανακουφιση.«Δηλαδή, δεν χρειάζεσαι διασωση; Είσαι ευτυχισμένη, δεν αναγκαζεσαι να κάνεις κάτι που δε θέλεις, έτσι;» «Οχι βέβαια», μουρμούρισε η Μπελλα μπερδεμένη ακομα με το γεγονος οτι συνειδητοποιησε πως ήταν πάντα ερωτευμένη με τον Εντουαρντ , οτι δεν είχε σταματήσει να τον αγαπά ποτέ.
Ήταν κάτι που εκανε το μέλλον της να φαίνεται μουντο. Πως θα ανταποκρινοταν; Πως μπορούσε να ζήσει τα επομενα χρονια που είχε μπροστά της αγαπώντας έναν άντρα που την έβλεπε μονο σαν αναγκαία επιπλοκή; Αλλά ο Τζεικ είχε κοκκινισει ξανα. «Το θέμα είναι οτι αν με χρειαζοσουν θα... ξερεις... θα σε παντρευομουν, οπως σου προτεινα. Και δε θα προχωρουσα». «Δε θα προχωρουσες σε τι;» «Κοίτα, υπάρχει μια κοπέλα, η Μελοντι. Γνωριστηκαμε μολις πριν απο ένα μήνα και... ακομα είναι νωρίς, βέβαια, αλλά νομίζω...»Ανίκανος να επεκταθεί άλλο, άνοιξε τα μεγάλα του χέρια σε μια χειρονομία ανημποριας και στο προσωπο του άνθισε ένα πλατύ χαμογελο.
Η Μπελλα γεμάτη αγάπη γι΄αυτον τον απλο και καλο άντρα, τον παιδικο της φίλο που θα έπνιγε τα αισθήματά του για τη Μελοντι και θα αφοσιωνοταν σ΄αυτήν και το παιδί της, αν τον χρειαζοταν, τύλιξε τα μπράτσα της γύρω του φωνάζοντας χαρούμενα: «Δε σου είπα οτι κάποια μέρα θα βρεις την αληθινή αγάπη; Είμαι πολύ ευτυχισμένη για σενα. Αν είναι η ιδανική για σενα, μην τολμησειςνα την αφησεις να σου φύγει!» «Εντάξει». Ο Τζεικ σηκωθηκε και την τράβηξε να σηκωθει κι εκείνη. «Καλύτερα να πηγαίνω τώρα». «Τοσο γρήγορα; Η Πεγκι μπορεί να μας φτιάξει λίγο τσαι», είπε η Μπελλα.
Της ήταν πιο εύκολο να είναι με τον παλιο της φίλο παρά με τον δύσκολο άνθρωπο που θα γινοταν άντρας της. «Ευχαριστώ, αλλά δε θα πάρω. Τώρα ξέρω οτι είσαι εντάξει και μπορώ να γυρίσω σπίτι». «Τοτε θα σε συνοδεψω μέχρι έξω. Και, Τζεικ;» Η Μπελλα του χαμογέλασε καθώς πήγαιναν προς την πορτα. «Είμαι πραγματικά ευτυχισμένη για σενα. Θυμησου να μου στείλεις προσκληση για το γάμο! » «Θα το κάνω. Κι εσύ ομως». Το μπράτσο του Τζεικ τυλίχτηκε γύρω της σφιχτά και η Μπελλα ένιωσε δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια της στη σκέψη του γάμου. Θα έδινε τους γαμηλιους ορκους και το πιο ανοητο, θα τους εννοούσε. Ενώ ο Εντουαρντ απλώς θα εκανε αυτο που έπρεπε να κάνει.
Για μια στιγμή έκλεισε τα μάτια της, εμποδίζοντας τα δάκρυα να κυλήσουν. Οταν τα άνοιξε ξανα, είδε τον Εντουαρντ να μπαίνει απο την εξώπορτα. Ψηλος και πολύ ομορφος, κομψος και άψογος, εκανε τον Τζεικ με το φτηνο καφέ κοστούμι να δείχνει χωριατης μπροστά του. «Πολύ συγκινητικο», είπε με ψυχρή φωνή.«Μονο που θα προτιμούσα να μη βλέπω τη μνηστή μου αγκαλιά με έναν μηχανικο αυτοκινητων, του οποίου οι υπηρεσίες δεν είναι πια αναγκαίες».
Ο θυμος της Μπελλα καλυφτηκε απο το χαμογελο του Τζεικ. «Φεύγω φίλε. Απλώς ήρθα να δω αν χρειάζονται οι υπηρεσίες μου. Και αφού δεν χρειάζονται...» ¶φησε ένα απαλο φιλί στο μάγουλο της Μπελλα και πήγε βιαστικά στην πορτα που ο Εντουαρντ κρατούσε επιδεικτικά ανοιχτή, αφηνοντας πίσω του μια εκκωφαντική σιωπή. «Ζηλεύεις», είπε εμβροντητη η Μπελλα οταν έμειναν μονοι. Και ο Τζεικ πρέπει να το είχε καταλάβει, γι΄αυτο και χαμογελουσε συνεχεια.
Δεν είχε ξαναδεί ποτέ της τον πάντα αυτοκυριαρχημενο Εντουαρντ να δείχνει τοσο αμηχανος, καθώς έκλεισε την πορτα με ασυνήθιστη δύναμη. «Εγώ; Ζηλεύω;»είπε, λες και αυτο ξεπερνούσε τη φαντασία του. «Τοτε γιατί ήσουν τοσο αγενης μαζί του;» τον ρώτησε η Μπελλα και τα μαγουλά του βαφτηκαν κοκκινα. Μονο η ζήλια θα τον εκανε να χάσει την περίφημη ψυχραιμία του και αυτο την εκανε να λιώνει. Το ομορφο στομα του Εντουαρντ σκληρυνε, αλλά τα πράσινα μάτια του ελαμπαν παράξενα. «Ο καημενος ήρθε απλώς για να μου πει ένα γεια και να μου φέρει λουλούδια», συνεχισε η Μπελλα, ξεροντας οτι θα τον κεντριζε.
Γιατί ο Εντουαρντ δεν εκανε ρομαντικες χειρονομίες. Εκτος απο μια φορά, τοτε που τον είχε πρωτογνωρισει και είχε στολισει με αγριολούλουδα τα μαλλιά της. Έδιωξε ομως βιαστικά αυτή την ανάμνηση απο το μυαλο της και συγκεντρώθηκε στο εδώ και τώρα. «Ο καημενος», είπε ειρωνικά ο Εντουαρντ, «ήταν πολύ τυχερος που δεν του΄σπασα τα μούτρα». Το σώμα του τεντωθηκε καθώς αναλογιστικε πως ήθελε πραγματικά να τον σκίσει στα δυο επειδή την κοιτουσε. Κανένας άντρας δεν μπορούσε να κοιτάζει την Μπελλα και να μη θέλει να κοιμηθεί μαζί της. «Θα γίνεις γυναίκα μου, είσαι μητέρα της κορης μου», της είπε με συγκρατημενη οργή. «Έρχομαι σπίτι και και σε βρίσκω αγκαλιά με έναν μπουνταλα». Σηκωσε αστραπιαία το χέρι του και επιασε το δικο της στον αέρα. «Ο Τζεικ δεν είναι μπουνταλας! » του είπε οργισμένη η Μπελλα. «Παλιοσνομπ! Είναι ο καλύτερος και πιο ευγενικος φιλος που θα μπορούσε να υπάρξει. Αξίζει για δέκα σαν εσένα!» «Ποσες φορές έχεις κοιμηθεί μαζί του;» τη ρώτησε ο Εντουαρντ και τα μάτια του στάθηκαν πάνω του σαν στιλετα. «Ποτέ!» είπε η Μπελλα και προσπαθησε μάταια να τραβήξει το χέρι της απο το δικο του. «Δεν κοιμάμαι απο δω κι απο κει. Ήμουν παρθένα οταν γνωριστηκαμε, το ξερεις! » «Και μετά; Οταν χωριστηκαμε;» Ο Εντουαρντ ανασαινε με βία, καταπιεζοντας το κύμα του ποθου που τον κυριευε πάντα, καθώς προσπαθούσε να διατυπώσει τις κυνικες αμφιβολίες που τον βασάνιζαν. «Οταν ανακαλυψες οτι ήσουν έγκυος ίσως; Τον είχες στην ατζέντα σου σαν ρεζέρβα, για την περιπτωση που τα σχέδιά σου να μου παρουσιάσεις ένα παιδί απαιτώντας μια ανάλογη τακτοποιηση απο μέρους μου ναυαγούσαν;»
Η Μπελλα χλομιασε. Δεν ήξερε πως μπορούσε να τον αγαπά ακομα, αλλά τον αγαπούσε. Κι εκείνος πίστευε οτι ήταν ένα τέρας. Το μέλλον θα ήταν εφιαλτης. Δάκρυα που δεν μπορούσε να συγκρατησει ανέβηκαν στα μάτια της και η φωνή της ακούστηκε στριγκη. «Πως μπορεσες να σκεφτεις κάτι τέτοιο για μένα;» «Δεν είναι κάτι που με γεμίζει χαρά», είπε εκείνος με σφιγμενα δοντια και συνοφρυωθηκε καθώς το βλέμμα του έπεσε στο στομα της. «Αλλά θα πρέπει να δεχτώ τα γεγονοτα. Ανακαλυψες την ιδιωτική μου παραλια, τυλιχτηκες αποπλανητικα μ΄εκείνο το παρεο και περιμενες να εμφανιστώ, ελπιζοντας να σε βρω ακαταμάχητη, οπως και έγινε».
Ώστε αυτο πίστευε. Τίποτα απ΄οσα μπορούσε να του πει η Μπελλα δεν θα του άλλαζαν γνώμη. Τα δάκρυα έτρεξαν απο τα μάτια της και οι λεπτοι της ώμοι άρχισαν να τρανταζονται απο τους λυγμους. Αλλά το σοκ της εκοψε την ανάσα καθώς ξαφνικά εκείνος την τράβηξε στην αγκαλιά του. «Δεν αντέχω να σε βλέπω να κλαις. Δεν υπάρχει λογος». Υπήρχε και παραυπηρχε! Αλλά η Μπελλα δεν μπορούσε να του εξηγησει το συναισθηματικο χάος στο οποίο παραδερνε. Αφέθηκε στα μπράτσα του καθώς τη σηκωσε και την ανέβασε στον πάνω οροφο. «Δε θα έπρεπε να κάνεις σκηνές. Σε αναστατώνουν», της είπε. Αν του έλεγε οτι αυτος το είχε αρχίσει, δε θα είχε κανένα νοημα, γι΄αυτο και έμεινε σιωπηλή. Η υπεροψία του, η πεποίθησή του οτι δεν εκανε λάθος, της προκαλουσε την επιθυμία να βάλει τα γέλια, αλλά η διάθεσή της αυτή έσβησε, οταν εκείνος έκλεισε με τον ώμο του την πορτα της κρεβατοκάμαρας πίσω τους και την άφησε να πατήσει στο δάπεδο, γλιστρώντας τη στο ομορφο, γεροδεμένο σώμα του, με τα χέρια του να την κρατούν πάνω του.
Οι μυες της κοιλιάς της σφίχτηκαν και μια φλογα φούντωσε μέσα της. Μπορούσε να νιωσει τον ερεθισμο του. Η ανάσα της κοπηκε οταν ο Εντουαρντ σκουπισε με τους αντιχειρες του τα δάκρυα απο τα μαγουλά της. Αδύνατον να εμποδίσει τις θηλες της να ορθωθουν κάτω απο το λεπτο υφασμα της μπλούζας της. Ο Εντουαρντ κατάλαβε, φυσικά, την αντίδρασή της και παίρνοντας το προσωπο της ανάμεσα στις παλαμες του, κολλησε το στομα του στο δικο της. Η Μπελλα παραδοθηκε στη γλυκιά αίσθηση, απελπισμένη γι΄αυτον, οπως πάντα.
Δίνοντας τέλος στο φιλί, ο Εντουαρντ στυλωσε τα μάτια του στα δικά της και τα χέρια του κατέβηκαν και σκεπασαν το ομορφο στήθος της. Την ένιωσε να ριγει και τα λεπτά της μπράτσα να τυλιγονται γύρω στο λαιμο του, ενώ η κοιλιά της τριφτηκε πάνω στο ερεθισμενο του οργανο.
Μια άγρια μάχη ξέσπασε μέσα του. Μια μάχη με τον εαυτο του και τον ισχυρο ανδρικο ποθο που του έλεγε οτι ήταν μολις λίγα βήματα απο το κρεβάτι, που του μουρμούριζε αποπλανητικα οτι το μονο που είχε να κάνει ήταν να της βγάλει τα ρούχα που σκεπαζαν το υπέροχο κορμί της και να ξαπλώσει μαζί της, σώμα με σώμα, δέρμα πάνω σε καυτο δέρμα. Μια μάχη ενάντια στις ανάγκες που τον περίμεναν.
Η ανάσα του έκαψε τους πνεύμονές του οταν μίλησε.«Με θέλεις και σε θέλω. Πρέπει ν΄αφήσουμε το παρελθον πίσω μας και να κάνουμε αυτο το γάμο να λειτουργησει, για χάρη της Ρενεσμι. Βασισμένοι σ΄αυτο που έχουμε, να φερθουμε πολιτισμένα». «Εννοεις το σεξ», ψιθύρισε η Μπελλα τρεμοντας απο ποθο, συντριμμενη απο τη σκέψη οτι το μονο που ήθελε ο Εντουαρντ απο εκείνη ήταν μια πολιτισμένη συμπεριφορά μπροστά στους άλλους και έναν ζωωδη ποθο στο κρεβάτι. Εκείνη ομως ήθελε πολύ περισσοτερα. Αλλά παραδομένη στον ποθο της γι΄αυτον, θα αρκούνταν σε ο, τι ήθελε να της δώσει. «Τι άλλο;»
Προς μεγάλη της ταπείνωση το χέρι του κατέβηκε στη ζώνη του παντελονιού της και άρχισε να ανοίγει τα κουμπιά με μεθοδικες κινήσεις που μεγάλωσαν την ντροπή της. Ύστερα πέρασε τα δάχτυλά του μέσα εξερευνώντας τη μεταξενια επιδερμίδα ανάμεσα στους μηρους της. «Μην το πιεζεις. Πέρα απο την κορη μας, αυτο έχουμε μονο». Τα πράσινα μάτια του την κοιταξαν περιπαικτικα. «Και είναι καλο, παραδεξου το».
Την άφησε. «Δυστυχώς, δεν μπορώ να σου το αποδείξω τώρα», είπε και ανασήκωσε τους φαρδιους ώμους του. «Απο στιγμή σε στιγμή θα φτάσει η Ροζαλι και πρέπει να την υποδεχτω. Θα συναντηθείτε στο δείπνο».
Και έφυγε με ανάλαφρα βήματα, αφηνοντας την Μπελλα να τυλιγει τα μπράτσα της στο βασανισμενο κορμί της και να εύχεται να μην τον είχε γνωρίσει ποτέ.
Ο Εντουαρντ μπορούσε να έχει την κορη του και σαν έξτρα δώρο κι εκείνη. Μια σκλάβα του σεξ. Μια προθυμη σκλάβα του σεξ, παραδεχτηκε ριγωντας. Ο Εντουαρντ την ποθούσε. Αλλά ο ποθος περνούσε, ξεθωριαζε. Και οταν γινοταν αυτο, θα μπορούσε να ικανοποιησει τον ποθο του αλλού. Πως θα το αντιμετώπιζε, άραγε, αυτο η Μπελλα;
Περιμένω τα σχολια σας εδώ:http://www.bellandedward.org/t1545p45-topic#331982
Ηγησία
nansypap New Moon Victim
Ηλικία : 33 Τόπος : Πάτρα Αριθμός μηνυμάτων : 100 Registration date : 29/09/2011
Ο Εντουαρντ ήταν απασχολημένος με την οργανωτρια γάμων απο τις οχτώ το πρωί, μια ομορφη ξανθιά που εσταζε απο πάνω μέχρι κάτω εμπειρία και μεθοδικοτητα.
Η Μπελλα είχε γράψει και είχε παραδώσει τη λίστα των καλεσμένων της, οπως της είχε ζητησει, νιωθοντας άβολα με τα ατημελητα μαλλιά της, αποτελεσμα της επιθυμίας της Ρενεσμι να... εξερευνήσει το κεφάλι της, και με τον ώμο της να έχει μουσκέψει απο τα σαλια καθώς την κρατούσε στην αγκαλιά της. Τα ακριβά ρούχα δεν ταίριαζαν με τα μωρά και, άσχετα με την γνώμη του Εντουαρντ πάνω στο θέμα, έπρεπε να έχει μερικά απλά τζιν και μακο μπλουζάκια.
Η ξανθιά είχε βάλει τη λίστα μαζί με την άλλη που της είχε δώσει ο Εντουαρντ μέσα σε ένα κομψο, δερμάτινο χαρτοφύλακα και είχε φύγει. Συνειδητοποιωντας οτι συμμετείχε ελάχιστα στην ετοιμασία του ίδιου της του γάμου, η Μπελλα ξαφνιαστηκε οταν η Ροζαλι την επιασε απο τον αγκώνα. «Η οργανωτρια γάμων έφυγε. Ώρα λοιπον για το καλο κομμάτι! » Η Μπελλα γυρισε και την κοίταξε. «Δε σε είδα να έρχεσαι. Με ξαφνιασες! »
Είχε γνωρίσει την αδελφή του Εντουαρντ στο δείπνο το προηγούμενο βράδυ και την είχε συμπαθησει αμέσως. Ομορφη, με ξανθα μαλλιά που έφταναν μέχρι την λεπτή μέση της, χαρούμενα μάτια, πάντα με ένα χαμογελο στα χείλη, η Ροζαλι απεπνεε μια ζεστασιά που εκανε την Μπελλα να αντέξει το σκυθρωπό βλέμμα του Εντουαρντ οσο έτρωγαν το υπέροχο δείπνο που είχε ετοιμάσει η Πεγκι. Ξαφνικά ομως θυμήθηκε οτι πολύ σύντομα θα ήταν ερωτική σκλάβα του. Ένα ρίγος ανησυχίας τη διαπερασε καθώς της ήρθε τώρα στο μυαλο αυτή η σκέψη. Η Ροζαλι την καθησύχασε. «Κάθε μελλουσα νύφη έχει νευρικοτητα. Εγώ ήμουν τρομοκρατημένη πριν απο τον γάμο μου. Δεν έμενα ακίνητη ούτε ένα στιγμή. Πάρε», είπε και της έβαλε στο χέρι μια πλαστική κάρτα. «Ο Εντουαρντ μου είπε να σου δώσω αυτο. ¶νοιξε ένα λογαριασμό και το μονο που έχεις να κάνεις είναι να υπογράφεις». «Που είναι τώρα;»
Η πιστωτικη κάρτα της εκαιγε την παλάμη. Ήθελε να την πετάξει! Ο λαιμος της έκλεισε. Ήθελε να την πετάξει και να δηλώσει κατηγορηματικά οτι δεν χρειαζοταν τα αναθεματισμενα τα λεφτά του. «Πάει να δει το μωρο και μετά θα κλειστεί στο γραφείο του να δουλέψει. Ξέχνα τον λοιπον. Το ξέρω οτι δεν μπορείτε να πάρετε τα μάτια σας ο ένας απο τον άλλο και πιθανοτατα το ίδιο συμβαίνει και με τα χέρια σας! » Η Ροζαλι γέλασε. «Το έχω δει... αλλά σήμερα το πρωί θα πάμε να... δουλέψουμε λίγο αυτή την κάρτα, γι΄αυτο ετοιμασου. Θα πάμε να ψωνισουμε για τον γάμο, χαζουλα! »είπε οταν είδε την Μπελλα να την κοιτάζει ανέκφραστη. «Ο Εντουαρντ μου είπε οτι έχει κανονισει να έρθουν κάποια νυφικα απο το Μιλάνο. Θα δυσκολευτούμε να διαλέξουμε, ολα είναι υπέροχα».
Τρεις πυρετωδεις ώρες μετά η Μπελλα κατέρρευσε σε ένα τραπέζι έξω απο ένα ακριβο μπιστρό, κάνοντας αέρα στο ιδρωμένο της προσωπο και βγαζοντας τα παπούτσια της κάτω απο το τραπέζι.
Ο ήλιος εκαιγε πολύ για την εποχή και η Ροζαλι την είχε σύρει σε τοσες μοντερνες μπουτίκ, που η Μπελλα είχε χάσει το μέτρημα. Τουλάχιστον ομως είχε αγοράσει δυο βολικες βαμβακερες φουστες και μερικά φτηνά μπλουζάκια, αλλά η πανακριβη ρομπα με το ασορτί νυχτικο και τα αμαρτωλά σέξι εσώρουχα, που η Ροζαλι της είχε πει οτι ήταν αδύνατον να μην πάρει, κοντευαν να της προκαλέσουν μονιμη... δυσπεψία. «Ωραία!» είπε η Ροζαλι και κάθισε ανάμεσα στις σακουλές και τα πακέτα. «Έχουμε ακομα μια ώρα μέχρι να έρθει ο Αρνολντ να μας πάρει». Πήρε τον κατάλογο. «Τι θα φάμε;»
Τελικά παράγγειλαν ομελετα με λαχανικά και πράσινη σαλάτα, μαζί με ένα ποτήρι κρασί. Η Ροζαλι εγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Δεν πίστευα ποτέ οτι θα ερχοταν μια μέρα που θα παντρευοταν ο Εντουαρντ. Χαίρομαι πάρα πολύ που διαπιστώνω οτι εκανα λάθος! » Χαμογέλασε πλατιά και ζεστά. «Εκανε σπουδαία επιλογή. Θα τον κάνεις ευτυχισμένο».
Η Μπελλα εστρεψε την προσοχή της στην ομελετα της. Ευτυχισμένο; Δεν ήταν δική της υποθεση να τον κάνει ευτυχισμένο. Το μονο που μπορούσε να κάνει, ήταν να τον ικανοποιει στο κρεβάτι μέχρι να τη βαρεθεί. Προσπαθώντας να πάρει το μυαλο της απο αυτο τον άσχημο δρομο, άφησε το πιρούνι της στο πιάτο της. «Γιατί δεν πιστευες οτι θα παντρευοταν; Στο κάτω κάτω, είναι το ονειρο κάθε γυναίκας». Ποια γυναίκα δε θα έπεφτε στα γονατα μπροστά σε έναν τέτοιο άντρα; «Ναι, αυτο είναι το προβλημα». Η απαντηση της Ροζαλι εκανε την Μπελλα να συνοφρυωθει. Δεν ήξερε να υπάρχει προβλημα με τον Εντουαρντ. «Δεν είναι κάτι που συζητάμε», είπε η Ροζαλι αναστεναζοντας. «Αλλά εσύ ανήκεις στην οικογενεια τώρα και του έχεις χαρίσει την ευλογία ενος παιδιού». Αποτελείωσε το κρασί της. «Ο αδελφος μου δεν μιλάει ποτέ γι΄αυτο, αρνείται να το κουβεντιάσει, αλλά δεν πρέπει να υπάρχουν μυστικά στην οικογενεια». Τα μάτια της βουρκωσαν και η Μπελλα σκεφτηκε οτι αν ο Εντουαρντ αρνιοταν να μιλήσει για ο,τι και αν ήταν αυτο, την ίδια δυσκολία αντιμετώπιζε και η αδερφή του. «Οταν είμαστε παιδιά συνεβη κάτι δυσάρεστο», συνεχισε τελικά η Ροζαλι. «Λυπάμαι που το λέω, αλλά η η μητέρα μας δεν είχε καρδιά ούτε αγάπη μέσα της. Ήταν μια κούκλα, μια καλλονή και αποτέλεσε το μεγάλο πάθος του πατέρα μας. Είχε εμμονη μαζί της, θα έλεγε κανείς. Οταν μας εγκατέλειψε, εκείνος κατέρρευσε. Μέσα σε μια νύχτα έγινε ψυχρος και απομακρος απέναντί μας. Ήταν σχεδον σαν να μας μισούσε». «Η μητέρα σου σας άφησε;» είπε η Μπελλα αδυνατώντας να βγάλει νοημα. «Είχε δυο ομορφα παιδιά που την είχαν ανάγκη και έναν άντρα που την λάτρευε. Γιατί σας άφησε; Ερωτευτικε κάποιον άλλο; Φοβερο!» «Οχι. Τώρα που μεγάλωσα κατάλαβα. Οταν έφυγε ήταν ολα τοσο άσχημα, πληγωθηκα πολύ αλλά ο Εντουαρντ πιο πολύ. Την λάτρευε. Ο πατέρας μας μετά άλλαξε. ¶ρχισε να πίνει και να μη θέλει τα παιδιά του. Ευτυχώς που είχαμε τον θείο Καρλαιλ και την θεία Εσμι, μας φροντισαν τοσο πολύ». «Ποιοι είναι αυτοί;»ρώτησε η Μπελλα με περιεργεια. «Οι θείοι μας. Δεν τους έχεις γνωρίσει ε; Είναι γιατί λείπουν αλλά θα έρθουν να σε δουν. Έχουν περιεργεια για την γυναίκα που έκλεψε την καρδιά του αγαπημένου τους ανηψιου». «Ωραία! », είπε η Μπελλα μη μπορώντας να προσθέσει κάτι άλλο. Είχε κι άλλη δοκιμασια. ¶ραγε πως να ήταν οι θείοι του Εντουαρντ;
Η Ροζαλι ζητησε απο έναν σερβιτορο να της φέρει άλλο ένα ποτήρι κρασί. «Ο λογος που μας εγκατέλειψε η μητέρα μας ήταν το γεγονος οτι η επιχειρηση του πατέρα μας πήρε την κάτω βολτα. Δεν μπορούσε να της δίνει πλέον την πολυτελή ζωή που τοσο της άρεσε. Έτσι, έφυγε με κάποιον που είχε την δυνατοτητα να της προσφέρει αυτο που ήθελε. Ο ερωτας δεν είχε καμία σχέση μ΄αυτο. Το μάθαμε με τον Εντουαρντ οταν βρήκαμε τα πραγματα του πατέρα μας μετά το θάνατο του και ανακαλύψαμε το σημειωμα που του είχε αφήσει». Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ο Εντουαρντ ήταν ήδη είκοσι χρονών τοτε και οι γυναίκες ήδη τον τριγυριζαν σαν μυγες. Δε θα πιστεψεις μέχρι που εφτασαν μερικές. Κάποια μπήκε μέσα σε μια τεράστια τούρτα,μια άλλη χωθηκε στο κρεβάτι του ολογυμνη! Εκείνος ομως τις αγνοούσε ολες. Διάλεγε τις ερωμενες του προσεχτικά, φροντίζοντας να τους ξεκαθαρίζει οτι δεν είχαν να περιμένουν τίποτα μονιμο απ΄αυτον και αφιερωσε ολη του την ενεργεια στην δουλειά». «Δηλαδή θεωρούσε ολες τις γυναίκες ομοιες με την μητέρα σας; Οτι νοιαζονταν μονο για τα λεφτά;» ρώτησε η Μπελλα και ένιωσε την καρδιά της να σφιγγεται για το μικρο αγορι που το είχε εγκαταλειψει η μητέρα του για χάρη του χρήματος. Δεν ήταν ν΄απορεί λοιπον που ο Εντουαρντ δεν πίστευε οτι μπορούσε να τον αγαπήσει κάποια γι΄αυτο που ήταν και οχι για τα λεφτά του.
«Ακριβώς! Είχε δει πως κατάντησε ο πατέρας μας, που είχε αγαπήσει μια τέτοια γυναίκα και είχε αποφασίσει να μην επιτρέψει να συμβεί ποτέ το ίδιο. Το αποτελεσμα ήταν να μην εμπιστευτεί ποτέ γυναίκα. Τρομερος κυνισμος! » Η Μπελλα χαμογέλασε. «Οχι πια ομως! » Ακούμπησε το χέρι της στο χέρι της Μπελλα πάνω στο τραπέζι. «Εσύ του εμαθες ν΄αγαπά και να έχει εμπιστοσύνη. Δεν ξερεις ποσο ευγνώμων σου είμαι γι΄αυτο... Ο αδελφος μου αξίζει να αγαπήσει και ν΄αγαπηθεί!»
ΠΕΡΙΜΕΝΩ ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΣΑΣ ΕΔΩ:http://www.bellandedward.org/t1545p45-topic#331982
nansypap New Moon Victim
Ηλικία : 33 Τόπος : Πάτρα Αριθμός μηνυμάτων : 100 Registration date : 29/09/2011
Ανίκανη να κοιμηθεί, παρά τα δυο ποτήρια κρασί που είχε πιει με το δείπνο, η Μπελλα έμεινε να κοιτάζει με μάτια ορθανοιχτα το σκοτάδι. Έπρεπε να είναι ένα βράδυ χαλαρωσης. Είχε κάνει μπάνιο την Ρενεσμι μαζί με την Ροζαλι, η οποία φλυαρουσε ασταμάτητα στο δείπνο. Ο Εντουαρντ δεν είχε εμφανιστεί. Η Πεγκι τις είχε ενημερώσει οτι τον είχαν καλέσει εκτάκτως στα κεντρικά γραφεία και θα αργούσε να γυρίσει. Είχαν περάσει ομορφα και έπρεπε να έχει χαλαρώσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Είχε ανακαλύψει σοκαρισμενη οτι της έλειπε αφάνταστα ο Εντουαρντ. «Οταν παντρευτειτε και μένετε στο Φορκς θα είναι διαφορετικά. Ο αδερφος μου δε θα δουλεύει τοσο πολύ. Δε θα θέλει να λείπει απο κοντά σου και απο την ομορφη κορη του ούτε στιγμή!»της είχε πει κάποια στιγμή η Ροζαλι, η Μπελλα ομως είχε πιεστεί πολύ για να μην της απαντησει οτι δε θα ήταν έτσι τα πραγματα.
Έπρεπε να δίνει την εντύπωση οτι ο Εντουαρντ την παντρευοταν απο έρωτα, οπως πίστευε η αδερφή του. Αλλά της ήταν πολύ δύσκολο να προσποιείται. Οταν στις δέκα και μισή η Ροζαλι χασμουρηθηκε και είπε οτι η βολτα τους στα μαγαζιά την είχε εξαντλησει και οτι ανυπομονουσε για το επομενο πρωί που θα έφταναν τα νυφικα απο το Μιλάνο, η Μπελλα την καληνυχτησε και πήγε να ξαπλώσει κι εκείνη. Δεν ήθελε να περιμένει τον Εντουαρντ, γιατί αυτο θα την εκανε να νιωσει μεγάλη ταπείνωση, ξεροντας πως αισθανοταν εκείνος.
Ο Εντουαρντ επεστρεψε μετά τα μεσάνυχτα. Η Μπελλα τον άκουσε να πηγαίνει πρώτα στο παιδικο δωμάτιο και υστερα στο δικο του, στο τέλος του διαδρομου.
Τώρα, με τα μάτια της να προσπαθούν να διαπερασουν το σκοτάδι, ήξερε οτι έπρεπε να πάει να τον βρει. Τα λογια της Ροζαλι της είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση και εξηγουσαν πολλά. Προφανώς μολις είχε περάσει την εφηβεία , τον είχαν βάλει στο μάτι πολλές χρυσοθηρες. Το τραύμα απο την εγκαταλειψη της μητέρας του και ο λογος αυτής της εγκαταλειψης ήταν βαθιά ριζωμενα μέσα του και δυσπιστουσε απεναντι σε ολες τις γυναίκες κάτω απο... ενενήντα!
Της είχε πει ομως οτι έπρεπε να αφήσουν το παρελθον πίσω τους και να φερθουν πολιτισμένα. Να διατηρησουν για το καλο της κορης τους το γάμο τους με το μονο πράγμα που είχαν. Το σεξ.
Σηκώθηκε απο το κρεβάτι και τυλίχτηκε με το γυαλιστερο σκέπασμα, γιατί το νυχτικο της ήταν πολύ αποκαλυπτικο για μια γυναίκα που ήθελε να βάλει τα πραγματα στη σωστή τους θέση κι οχι να αποπλανήσει. Να αφήσουν το παρελθον πίσω τους! Μπορούσαν να δοκιμασουν, αλλά δεν θα γινοταν ποτέ!
¶νοιξε την πορτα της πριν αλλάξει γνώμη και πήγε στο δωμάτιο του. ¶κουσε το νερο να τρέχει στο συνεχομενο μπάνιο. Είπε κατηγορηματικά στον εαυτο της να μην κάνει πίσω. Έπρεπε να γίνει, αν ήταν να έχει η μελλοντική τους σχέση κάποιο νοημα.
Δεν μπορούσε να ζήσει με την εντύπωση που είχε εκείνος για εκείνη, οτι ήταν ασος στις μηχανοραφιες και στην εξαπατηση. Οτι ήταν μια απληστη. Το νερο στο μπάνιο σταμάτησε. Το κορμί της τεντωθηκε αφορητα και τα δάχτυλα των ποδιών της χωθηκαν στο χνουδι του πλουσιου χαλιού. Σε αντιθεση με το δωμάτιο που είχε εκείνη, αυτο εδώ απεπνεε έντονη αρρενωποτητα. Αυτή ήταν η αυθορμητη σκέψη της οταν τον είδε να εμφανίζεται στην πορτα του μπάνιου. Ολογυμνος. Σε μια γελοία αντιδραση, έσφιξε ακομα πιο δυνατά γύρο της το σκέπασμα που κάλυπτε το κορμί της. Ο Εντουαρντ ήταν πολύ ομορφος άντρας. Υπεροχος κορμος, άσπρο δέρμα, επίπεδη κοιλιά, μακριά και δυνατά ποδια. Έπρεπε να κοιτάξει αλλού. Αλλά δεν μπορούσε. Ο λαιμος της είχε κλείσει και δεν μπορούσε να του εξηγησει την παρουσία της στο δωμάτιο του μέσα στη νύχτα. Κάθε σκέψη έπαψε αποτομα καθώς εκείνος άρχισε να την πλησιάζει. Ένα σαρδονιο χαμογελο πλανιοταν στο στομα του καθώς τα χέρια του ακούμπησαν αποφασιστικά τους ώμους της. «Πρέπει να ξεκινήσουμε απο την ίδια βάση, γλυκιά μου» είπε και ελευθέρωσε το σκέπασμα απο τα σφιγμενα δάχτυλά της. Το προσωπο της κοκκινισε. Η Μπελλα αισθάνθηκε εκτεθειμένη με το νυχτικο που τυλιγε το κορμί της , αποκαλυπτοντας τις καμπύλες της, που είχαν κάνει τα μάτια του να θολώσουν. «Τι... τι κάνεις εκεί;»είπε με κομμένη την ανάσα καθώς εκείνος κατέβασε τις λεπτές τιράντες απο τους ώμους της αποκαλυπτοντας τις θηλες του αλαβαστρινου στήθος της. «Εσύ τι λες;» της είπε με μάτια που εκαιγαν. «Κάνω το χατίρι στη μελλουσα γυναίκα μου, παίρνοντας αυτο που μου δίνει τοσο προθυμα». «Αλλά...» Η άρνηση που ήταν έτοιμη να διατυπώσει ξεχάστηκε μέσα στον ποθο καθώς αισθάνθηκε το νυχτικο της να γλιστρα στους γοφους της. Εκείνος αναζήτησε διχασμένα το στομα της, γλιστρώντας τη γλώσσα του ανάμεσα στα ολογλυκα χείλη της. Κάθε έλεγχος χάθηκε.
Οπως είχε συμβεί και την πρώτη φορά. Αυτή ήταν η απελπισμένη σκέψη της, καθώς συνειδητοποιουσε οτι ήταν αυτο για το οποίο είχε πάει τελικά. Ίσως να είχε καμουφλαρει τον ποθο της με την προθεση να του πει οτι δεν είχε ιδέα για την οικονομική του κατασταση.
Με τα ποδια της να τρέμουν , ανταποκρίθηκε στο καυτο φιλί του και πέρασε τα δάχτυλά της ανάμεσα στα χάλκινα, υγρά ακομα μαλλιά του. Ήταν καυτή παντού. Ήθελε να του πει οτι δεν είχε πάψει στιγμή να τον αγαπά, αλλά δεν τολμούσε γιατί εκείνος δε θα την πίστευε. Ο Εντουαρντ άφησε ένα πνιχτο βογκητο και άφησε τα χείλη της. Ύστερα την σηκωσε στα χέρια του και την αποθεσε στο κρεβάτι πέφτοντας κι εκείνος δίπλα της.
¶πλωσε τα ομορφα μαλλιά της πάνω στο σκουρο σκέπασμα και τα χείλη του ακούμπησαν το μέτωπο της, την άκρη της μυτης της. Τα βλέφαρά του χαμηλωσαν πάνω απο τα λαμπερά του μάτια.
«Κάθε φορά που σε βλέπω, σε θέλω. Λαίμαργα», μουρμούρισε και σκύβοντας πήρε τη μια θηλή της στο στομα του. Τα έμπειρα χέρια του ταξίδεψαν στο σώμα της. Η Μπελλα ριγουσε συγκορμη απο ηδονή, κάτω απο τα αισθησιακά χάδια του και τα φλογερά φιλια του. «Κάνε μου έρωτα, Εντουαρντ!» ψιθύρισε με φωνή βραχνη απο τον ποθο.
Ο Εντουαρντ την κοίταξε με παθιασμενο βλέμμα, την ήθελε τοσο πολύ, θα την εκανε δική του ήταν μονο δική του. ¶ρχισε να την φιλαει σε ολο της το σώμα που είχε πάρει φωτιά. Εφτασε ανάμεσα στους μηρους της και άφησε διάσπαρτα απαλά φιλια. Απομάκρυνε το εσώρουχο της και χαιδεψε απαλά την ευαίσθητη περιοχή της. Την ήθελε τοσο που δεν άντεχε άλλο έπρεπε να μπει μέσα της. «Θέλω να σε νιώσω μέσα μου» είπε η Μπελλα αφηνοντας ένα βογκητο. Δεν ήθελε τίποτα άλλο, με μια κινηση βρέθηκε μέσα της. Της έδινε τρυφερά αλλά και άγρια φιλια οση ώρα την κατακτούσε. Τελείωσαν και η δυο ταυτοχρονα, με ενωμένα τα χέρια παραδωμενοι και οι δυο τους στο πάθος που τους είχε κατακλεισει. Ο Εντουαρντ έπεσε δίπλα ξεπνοος, αναρωτιοταν τι ήταν αυτο που ένιωθε, ήταν τοσο μεγάλο που τον είχε πλημμυρησει. Δεν μπορεί να ήταν αυτο που φανταζοταν. Οχι, ήταν αδύνατο απαγορευοταν να νιώθει κάτι. Ήταν απλά ποθος και τίποτα άλλο. Αφού πήρε στην αγκαλιά του την Μπελλα έκλεισε τα μάτια του ησυχος με την εξήγηση που είχε δώσει στον εαυτο του.
Περιμένω τα σχολια σας εδώ:http://www.bellandedward.org/post
nansypap New Moon Victim
Ηλικία : 33 Τόπος : Πάτρα Αριθμός μηνυμάτων : 100 Registration date : 29/09/2011
Ο Εντουαρντ κοιμήθηκε στα τσαλακωμένα σεντονια, ενώ η Μπελλα έμεινε γερμενη, με το μάγουλο της πάνω στο γεροδεμένο στερνο του, ακούγοντας το σταθερο χτύπημα της καρδιάς του, ανασαινοντας το μεθυστικο του άρωμα και προσπαθώντας να κρατήσει οσο γινοταν περισσοτερο την μαγεία.
Η μαγεία της προσποίησης είχε ξαναγυρίσει οπως εκείνες τις ημέρες κάτω απο τον ήλιο, οπου ήταν τοσο ευτυχισμένη πιστεύοντας οτι το εννοούσε οταν της έλεγε πως την αγαπούσε οσο τον αγαπούσε κι εκείνη.
Ήξερε οτι ήταν εκπληκτικος εραστής, εξάλλου είχε μια αξέχαστη εμπειρία, αλλά εκείνο το βράδυ ξεπέρασε κάθε φαντασία. Ήταν κάτι άλλο. Κάτι διαφορετικο. Την είχε κατακτήσει ολοκληρωτικα και η έκσταση που της είχε προσφέρει ήταν τοσο έντονη, που νομιζε πως θα πέθαινε. Ερωτική σκλάβα. Η πραγματικοτητα τη χτύπησε με δύναμη. Και εκανε τα μάτια της να γεμισουν δάκρυα και το λαιμο της να σφιχτει.
Κάποτε είχε πει στον εαυτο της οτι τον μισούσε, αλλά δεν ήταν αλήθεια. Δεν μπορούσε να σταματήσει να τον αγαπά, αλλά αυτο δεν σήμαινε οτι έπρεπε να πέφτει στο κρεβάτι μαζί του ξεδιάντροπα. Απο τη στιγμή μάλιστα που ήξερε οτι εκείνος δεν την αγαπούσε. Αντίθετα, την αντιπαθούσε γι΄αυτο που νομιζε οτι ήταν. «Τι συμβαίνει, μωρο μου;» Ώστε δεν κοιμοταν!
Η φωνή του την τάραξε. Ήταν γεμάτη ικανοποιηση. Στο προσωπο του ήταν ζωγραφισμενη μια εκφραση ικανοποίησης για το γεγονος οτι η ερωτική του σκλάβα ήταν στη διάθεσή του. «Το σώμα σου τεντωθηκε», προσθεσε σχεδον ευθυμα. Γυρισε στο πλάι και το σέξι του κορμί σκέπασε σχεδον το δικο της. «Θα σε χαλαρωσω», της είπε με μια αισθησιακή χροιά στη φωνή του και τα μακριά του δάχτυλα γλιστρησαν στην κοιλιά της μέχρι το τρίγωνο της ηβης της.
Μια καυτή αίσθηση την πλημμύρισε, κάνοντας το κορμί της να λιώσει. Πάντα μπορούσε να της το κάνει αυτο ο Εντουαρντ. Πάντα ήταν έρμαιο στα χέρια του, με τη φλογα της να λαχταρά να ενωθεί με τη δική του. «Οχι!»
Θέλοντας απελπισμένα να σώσει τον εαυτο της απο άλλη μια διαπιστωση οτι ήταν ολοκληρωτικα παραδομένη σ΄εκείνον, οποτε ήθελε να την πάρει, η Μπελλα ανακαθισε στα μαξιλάρια. «Δεν καταλαβαινεις, έτσι;» «Να καταλάβω τι;» Μια ευθυμη λάμψη χορεψε ξανα στα μάτια του έτσι οπως ήταν γερμενος πάνω της. Η Μπελλα ακούμπησε τις παλαμες της στο φαρδύ στερνο του και τον έσπρωξε με ολη της τη δύναμη, χωρίς να καταφέρει ομως να τον μετακινησει έστω και ελάχιστα. «Σ΄αγαπώ! » του είπε με πάθος, κοιταζοντας τον στα μάτια. Ακολούθησε σιωπή. Ύστερα, με βλέμμα εχθρικο ξαφνικά, ο Εντουαρντ τραβήχτηκε. «Δεν υπάρχει λογος να λες τέτοια πραγματα. Αυτο που μολις μοιραστήκαμε ήταν καταπληκτικοί σεξ. Μην το χαλάς λέγοντας ψέματα».
Εξοργισμενη η Μπελλα σηκωθηκε απο το κρεβάτι, για να βάλει κάποια αποσταση ανάμεσά τους. «Τα ψέματα είναι δικος σου τομέας, οχι δικος μου! » τον κατηγορησε, νιωθοντας πληγωμένη και ταπεινωμενη. Του είχε ξεγυμνωσει την ψυχή της κι εκείνος την κατηγορουσε οτι έλεγε ψέματα. «Που σημαίνει;» τη ρώτησε παγερά. «Οτι προσποιηθηκες πως είσαι ένας απενταρος χωρικος και δεν εδειξες απο την αρχή ποιος ήσουν», του πέταξε η Μπελλα.
¶ρπαξε το καλυμμα του κρεβατιού απο το πάτωμα οπου το είχε πετάξει ο Εντουαρντ και το τύλιξε βιαστηκα γύρω της, κρύβοντας την γύμνια της. Η φωνή της εσταζε πικρία οταν προσθεσε περιφρονητικά: «Έξυπνο το κολπο με την μπρουντζινη αλυσίδα που φορουσες στο λαιμο σου! Πολύ πειστικη! Έχεις φυσικο ταλέντο στην εξαπατηση ή έχεις πάρει μαθήματα; Πως τολμάς να κατηγορεις εμενα οτι λέω ψέματα;» Πήγε στην πορτα οσο πιο γρήγορα μπορούσε και κοντοσταθηκε, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. «Ήρθα εδώ για να σε κάνω να καταλαβεις οτι δεν είμαι καμία χρυσοθυρας. Δεν είχα ιδέα οτι είσαι σε θέση να πληρωσεις το... εθνικο χρέος και να σου μείνουν κιολας χρηματα!» του πέταξε και γυρισε ξανα προς την πορτα. «Το ηξερες», είπε ο Εντουαρντ, σταματωντας την αποτομα. «Είχες δει φωτογραφίες μου στον Τύπο. Το παραδεχτηκες, θυμησου το. Και για κακή σου τύχη, κάτι που προφανώς δεν περιμενες, συνάντησα την συνάδελφο σου και μου τα είπε ολα, ποια πραγματικά είσαι χωρίς βέβαια να γνωρίζει ποιος είμαι» Η Μπελλα τον κοίταξε εμβροντητη να ξαπλώνει και να σβήνει τη λάμπα δίπλα στο κρεβάτι, βυθιζοντας το δωμάτιο στο σκοτάδι. «Δέξου αυτο που είσαι», της είπε παγερά. «Εξάλλου, τελικά πήρες αυτο που ηθελες. Κοψε, λοιπον, τις υστεριες και ίσως καταφέρουμε να κάνουμε μια λογική προσπαθεια για μια κοινή ζωή. Πήγαινε να κοιμηθεις τώρα».
* * *
Η Μπελλα πήγε στο δωμάτιο της κορης της το επομενο πρωί νιωθοντας σαν υπνοβατης. Τα μηνίγγια της σφυροκοπουσαν και τα μάτια της ήταν πρησμενα απο το κλάμα. Είχε περάσει την υπολοιπη νύχτα αναλογιζομενη αν αυτο που της είχε πει ο Εντουαρντ μπορούσε να είναι αλήθεια. Πραγματικά του είχε πει ολα αυτά μια συνάδελφος της, που φυσικά ήταν η Τζεσικα, και εκείνος τα πίστεψε; Θυμήθηκε το μίσος που της είχε η Τζεσικα χωρίς να της είχε κάνει κάτι, ήταν τοσο ανταγωνιστική, πως μπορεσε να κάνει κάτι τέτοιο; Ήταν σίγουρη πως το εκανε επίτηδες. Μα οτι κι αν είπε η Τζεσικα πως μπορεσε να την πιστέψει; Η τελευταία της ελπίδα για να κερδίσει το σεβασμο του, αν οχι την αγάπη του, είχε σβήσει. Δεν ήξερε πως θα μπορούσε να περάσει την υπολοιπη ζωή της μαζί του, αγαπώντας τον και ξεροντας οτι είχε τοσο άσχημη γνώμη για εκείνη. Δεν ήξερε πως θα μπορούσε να του αλλάξει γνώμη, φαινοταν τοσο σίγουρος για τα λεγομενα μιας ξένης. Δεν υπήρχε περιπτωση να την πίστευε.
Ο Εντουαρντ είχε δίκιο για ένα πράγμα. Το σεξ που εκαναν ήταν εκπληκτικο. Προς το παρον ήταν ολα εντάξει σ'αυτο το θέμα γι'αυτον, αλλά δεν την αγαπούσε και δε θα την αγαπούσε ποτέ και κάποια στιγμή θα ερχοταν η ώρα να αναζητησει καινουριες εμπειρίες. Τοτε δε θα είχε τίποτα απο εκείνον. Θα ήταν δυο ξενοι και το μονο που θα τους ένωνε θα ήταν το παιδί τους. Και οταν το παιδί τους θα μεγάλωνε και θα είχε τη δική του ζωή, η Μπελλα δε θα είχε τίποτα πια. Και ένα τέτοιο μέλλον δε θα μπορούσε να το αντέξει.
Αλλά πως θα μπορούσε να στερησει απο την μικρή Ρενεσμι δυο γονείς που την λατρευαν; Και ολα τα πλεονεκτήματα που της έδινε το γεγονος οτι ήταν κορη του Εντουαρντ Καλλεν; Πως μπορούσε να αρνηθεί να προχωρήσει σ'αυτο το γάμο και να ζήσει με το φοβο οτι εκείνος θα εκανε τα πάντα για να πάρει την κηδεμονία του παιδιού;
Κάθε στιγμή που περνούσε ο πονοκεφαλος της μεγάλωνε. Αποφασισμένη να σταματήσει να σκεφτεται συνέχεια την κατασταση, τουλάχιστον οσο χρειαζοταν για να κάνει μπάνιο και να ταίσει την Ρενεσμι, φορεσε ένα χαμογελο στο προσωπο της και άνοιξε την πορτα. «Για μια φορά σε προλαβα», είπε ο Εντουαρντ απο την πολυθρονα στο παιδικο δωμάτιο. Η Ρενεσμι, με καθαρή λευκή φορμιτσα, ήταν κουλουριασμενη στην αγκαλιά του και κοιμοταν ευτυχισμένη. «Την άλλαξα και την τάισα», είπε περήφανα. «Δεν ήταν δύσκολο». «Το βλέπω», μουρμούρισε η Μπελλα, με στομα σαν να ήταν απο τσιμέντο. Μπορεί το προηγούμενο βράδυ να μην είχε συμβεί ποτέ. Έπρεπε να το ξεχάσουν. Εκείνος ήδη φεροταν πολιτισμένα! «Μετά τον γάμο θα περνάμε τον περισσοτερο χρονο στο σπίτι μου στο Φορκς, οπου θα έχει ολη την ελευθερια και το χώρο να τρέχει και να παίζει σε καθαρή ατμοσφαιρα. Θα της μάθω να ψαρεύει και να ιππευει». Σηκωθηκε απο την πολυθρονα και άφησε το μωρο ξανα στην κούνια του. «Θα έχουμε γκουβερνάντα», συμπληρωσε.
Έτσι απλά! Μια αντιδραση ξέσπασε μέσα της αλλά προσεξε να μην το δείξει στη φωνή της. «Εγώ δεν έχω λογο σ'αυτο; Δε χρειάζομαι γκουβερνάντα να την προσέχει». Ήδη ένιωθε οτι είχε στερηθεί τη μοναδική ώρα που ένιωθε ευτυχισμένη. Την πολύτιμη εκείνη ώρα του πρωινου που περνούσε κάνοντας μπάνιο, ντυνοντας, παιζοντας και ταιζοντας το μωρο της. Ποσο ανυποφορο θα της ήταν να πάρουν γκουβερνάντα, οσο καλή και ευγενική κι αν ήταν!
Είχε προθεση ο Εντουαρντ να την παραγκωνισει εντελώς; Να τη μετατρέψει σε ένα προσωπο μη σημαντικο, χρήσιμο μονο στο κρεβάτι, μέχρι να τη βαρεθεί; «Ίσως οχι», παραδεχτηκε εκείνος. «Σκέψου ομως... οταν μείνεις ξανα έγκυος, θα χρειαστεις σίγουρα βοηθεια. Ειδικά οταν έχεις να φροντισεις ένα νεογέννητο και ένα μωρο που έχει αρχίσει να περπατά. Και ίσως ένα ακομα στην κοιλιά;» «Δεν το πιστεύω οτι λες τέτοια πραγματα», είπε η Μπελλα με φωνή βεβιασμένη. Εγκλωβισμένη σε μια ξένη χώρα, χωρίς φιλους και οικογενεια να τη στηρίζει, να κάνει το ένα μωρο μετά το άλλο! Και μονο η σκέψη αυτή έφτανε για να της προκαλέσει υστερία! «Θες κι άλλα παιδιά;»
Τα μάτια του στένεψαν και την κοιταξαν με ευθυμία. «Με δεδομένο το ρεκορ μας, μωρο μου, είναι σίγουρο οτι θα συμβεί αυτο. Έχουμε την τάση να παρασυρομαστε απο το πάθος, έτσι δεν είναι;»
Ήταν μια απροκάλυπτη υπενθυμιση της συμπεριφοράς της το προηγούμενο βράδυ, οπου η σκέψη της προφυλαξης δεν είχε περάσει καθολου απο το μυαλο της. Και το δικο του. Σκοπιμα; Είχε σκοπο να την έχει μονιμα σε κατασταση εγκυμοσύνης, τριγυρισμενη απο τοσα παιδιά που δε θα είχε το χρονο ή την ενεργεια να το προσέχει οταν εκείνος θα έλειπε; Το χλομο της προσωπο έγινε κατασπρο τώρα. Σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά στην πραγματικοτητα, ο Εντουαρντ πλαταγισε τη γλώσσα του, την επιασε απο τον αγκώνα και την οδήγησε στην πορτα. «Φαίνεσαι χάλια. Ξαναγυρνα στο κρεβάτι και ξεκουρασου για μια δυο ώρες. Η Πεγκι θα σου φέρει στις δέκα το πρωινο». Ανοίγοντας την πορτα του δωματίου της, ο Εντουαρντ ακούμπησε το χέρι του χαμηλά στην πλάτη της και την έσπρωξε μαλακά μέσα. «Παρεμπιπτοντως, αν φορώντας αυτά τα φριχτά πραγματα πιστευεις οτι θα με εκδικηθεις που κατάλαβα την αποπειρα σου να με κοροιδεψεις, κάνεις μεγάλο λάθος». Εννοούσε το φαρδύ μακο μπλουζάκι και το τζιν που είχε αγοράσει απο ένα φτηνο καταστημα, οπου είχε τραβήξει την απροθυμη και διατακτική Ροζαλι.
Καθώς εκείνος εκανε να κλείσει την πορτα, έξαλλη που της πετούσε πάλι καταμουτρα οτι του είχε πει ψέματα οταν του εξομολογήθηκε οτι τον αγαπούσε, στράφηκε προς το μέρος του με τα χλομά της μαγουλα να γίνονται κατακοκκινα. «Είσαι ο πιο εγωκεντρικος άντρας που έχω γνωρίσει! Ο, τι κι αν κάνω ή λέω πρέπει να είναι για σενα, σωστά; ¶κουσε, λοιπον. Αγορασα αυτά τα φτηνά ρούχα για να γλιτώσω τα πανάκριβα που μου φορτωσες! » Είχε πάρει φορα και το απολάμβανε. «Η Ρενεσμι απολαμβάνει το πρωινο της μπάνιο, πράγμα που σημαίνει οτι πλατσουριζει, στριφογυρνα και με κάνει μούσκεμα. Επιπλέον, οταν την βάζω να ρευτει μετά το φαγητο, με γεμίζει σαλια. Γι'αυτο, σε διαβεβαιώνω οτι ούτε καν περασες απο το μυαλο μου οταν ντυθηκα σήμερα το πρωί! »
Και μ'αυτά τα λογια, του έκλεισε την πορτα στα κατάπληκτα μούτρα του.
nansypap New Moon Victim
Ηλικία : 33 Τόπος : Πάτρα Αριθμός μηνυμάτων : 100 Registration date : 29/09/2011
Είχαν περάσει τέσσερις ώρες απο τοτε που είχε δει τον Εντουαρντ. Είχαν γίνει τοσα πολλά, πλέον ήξερε πως η Τζεσικα ήταν αυτή που τον εκανε να πιστεύει τοσο άσχημα πραγματα για εκείνη. Και αυτος την είχε πιστέψει, ήταν σίγουρη πως και να του ορκιζοταν πως ήταν ολα ψέματα δεν θα της έδινε καμία σημασια, δεν θα την πίστευε. Οποτε ήταν χαμένος κοπος.
Πήγε στο δωμάτιο της Ρενεσμι και την βρήκε να κοιμάται, εκείνος είχε ήδη φύγει. ¶νοιξε την πορτα για να κατέβει στην κουζίνα. «Για που το έβαλες;»της είπε η Ροζαλι που ερχοταν χαρούμενη απο τον κάτω οροφο. «Ερχομουν κάτω» της απαντησε η Μπελλα. «Ωραία! Πάμε λοιπον, σε λίγο θα έρθει το νυφικο σου!»της είπε ολο κέφι η Ροζαλι λες και αυτή ήταν η νύφη. Η Μπελλα αρκέστηκε στο να χαμογελάσει και να την ακολουθησει.
Οταν κατέβηκε τις σκάλες και βρέθηκε κάτω δεν πίστευε στα μάτια της. Στον καναπέ την περίμεναν η μητέρα της και η Αλις. Η Αλις που είχε τοσο καιρο να δει. «Αλις;» είπε και έτρεξε να αγκαλιάσει την καλύτερή της φίλη. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά κλαίγοντας απο χαρά. «Δεν το πιστεύω να παντρευοσουν χωρίς έμενα;» της είπε πειραχτικά. «Συγνώμη που δεν ήρθα πιο νωρίς, ανυπομονω να δω την μικρή!» Η Αλις ήταν τοσο ευδιαθετη. Γεμάτη ζωή. Ήταν η αγαπημένη της, φροντιζαν η μια την άλλη πάντα. «Δεν πειράζει Αλις, καταλαβαίνω! Ο Τζασπερ;» «Είναι με τον Εντουαρντ». Της είπε απλά η Αλις και την κοίταξε δισταχτικά, σαν να περιμενε κάποια αντιδραση στο ονομα του. «Ωραία! Μαμά τι κάνεις; ο μπαμπας;» είπε η Μπελλα. «Θα έρθει κι αυτος» Της είπε η Ρενε. «Είχε κάτι δουλειές. Εγώ έπρεπε να έρθω, δεν μπορούσα να λειπω σήμερα». Η Ρενε πάντα περιμενε την μέρα που θα παντρευοταν η κορη της και τώρα που είχε φτάσει ήταν πολύ συγκινημένη. Η πορτα χτύπησε και η Ροζαλι που τοση ώρα περιμενε ευγενικά πήγε να ανοίξει. Θα ήταν το νυφικο, σκεφτηκε η Μπελλα και τα ποδια της κοπηκαν.
Στην πορτα ομως ξεπροβαλλε ένα ζευγάρι, η Μπελλα δεν τους ήξερε. «Θειε, θεία, ποσο χαίρομαι που ήρθατε!»Είπε η Ροζαλι γεμάτη ενθουσιασμό. Ωστε αυτοί ήταν οι θείοι του Εντουαρντ. «Και εσύ πρέπει να είσαι η Μπελλα». Είπε η Εσμι με ένα τεράστιο χαμογελο. «Ναι! Χαίρομαι που σας γνωρίζω!»είπε συγκρατημένα η Μπελλα. «Λυπούμαστε που δεν καταφέραμε να γνωριστούμε νωρίτερα γλυκιά μου», είπε ο Καρλαιλ. «Να ξερεις οτι πλέον σε θεωρούμε δικο μας παιδί αφού ο Εντουαρντ σε επέλεξε!» Ήταν και οι δυο τοσο ευγενικοί και έδειχναν να συμπαθουν την Μπελλα. Οταν είδαν το μωρο ξετρελαθηκαν και οταν η Μπελλα τους είπε το ονομα της τοσο η Ρενε οσο και η Εσμι άρχισαν να κλαίνε συγκινημενες.
Ο Καρλαιλ έφυγε και πλέον ήταν μονο γυναίκες που περίμεναν το νυφικο. Οταν το έφεραν και το είδαν εντυπωσιαστικαν. Το ίδιο και η Μπελλα της άρεσε πάρα πολύ αλλά δεν μπορούσε να έχει μια ολοκληρωμένη χαρά οταν θυμοταν πως ο γάμος της δεν ήταν αυτος που είχε ονειρευτεί.
Οι ώρες περνούσαν ευχάριστα οταν η Εσμι πήρε στην κουζίνα την Μπελλα για να μιλήσουν. «Μπελλα δεν φαντάζεσαι ποσο ευτυχισμένη νιώθω, οχι μονο ο Εντουαρντ βρήκε την γυναίκα της ζωής του αλλά έχει και ένα υπέροχο παιδί» της είπε τοσο γλυκά η Εσμι. «Ξερεις δεν περιμέναμε να έρθει αυτή η μέρα, το ευχομασταν αλλά δεν το πιστεύαμε. Φαντάζομαι ξερεις την ιστορία». Η Μπελλα κατενευσε χωρίς να μιλήσει. «Ο Εντουαρντ και η Ροζαλι υπέφεραν πολύ. Για την Ροζαλι δεν ανησυχουσαμε αλλά ο Εντουαρντ έδειχνε να μην το ξεπερνά. Βρεθηκες ομως εσύ και θα σε ευγνωμονώ για πάντα, ο Εντουαρντ είναι γιος μας και εσύ του εδωσες την αγάπη σου. Σε ευχαριστώ καλή μου.!Να ξερεις πως και εγώ αλλά κΑι ο Καρλαιλ θα είμαστε εδώ για σενα, είσαι παιδί μας πια! » είπε η Εσμι και την αγκάλιασε σφιχτά. «Σας ευχαριστώ πολύ». Είπε μονο η Μπελλα χωρίς να προσθέσει κάτι άλλο. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν τοσο καλοι. Ποσο θα ήθελε να ήταν αλήθεια ολα αυτά, να μην ήταν ολα ένα καλοστημένο φιάσκο για τα μάτια του κοσμου. Αγκαλιάστηκαν και πήγαν να βρουν τις άλλες.
Είχε αρχίζει να βραδιάζει και η Μπελλα ταιζε την Ρενεσμι. Η Αλις ήταν μαζί της ενώ η μητέρα της κανονιζε με την Ροζαλι τις τελευταίες λεπτομερειες. «Μπελλα εμενα μπορείς να μου πεις την αλήθεια» της είπε σε κάποια στιγμή η Αλις. «Ποια αλήθεια;»ρώτησε η Μπελλα παραξενεμενη. «Σε ξέρω καλά. Εσύ κανονικά θα έπρεπε να λαμπεις απο χαρά, οπως τοτε στο Ρίο. Εσύ ομως είσαι σαν να σε πηγαίνουν για εκτελεσει. Ξέρω την ιστορία Μπελλα οποτε πες μου τι συμβαίνει;» «Τίποτα δεν συμβαίνει Αλις, απλώς είμαι αγχωμένη». Δεν ήθελε να πει κάτι στην Αλις δεν θα ήταν και τοσο καλή ιδέα. «Α! Ναι; Και γιατί ξαφνικά δεχτηκες να παντευτεις αυτον τον άντρα που σε παράτησε και που δεν ηθελες να ξαναδεις;» Της είπε η Αλις ανασηκωνοντας το φρύδι της. «Αλις συνεβησαν πάρα πολλά» είπε η Μπελλα για να την αποφύγει. «Για να ακούσω» απάντησε η Αλις αρνούμενη να παραιτηθεί. «Ο Εντουαρντ κι εγώ μιλήσαμε. Ήταν ολα μια παρεξήγηση, με αγαπάει και τον αγαπάω. Γι'αυτο αποφασίσαμε να παντρευτουμε»είπε η Μπελλα ενώ απο μέσα της ευχοταν να ήταν αλήθεια. «Τον αγαπώ πάρα πολύ Αλις» Η Αλις την κοίταξε για μια στιγμή. «Το ελπίζω! Σου αξίζει να είσαι ευτυχισμένη!» της χαμογέλασε και την πήρε αγκαλιά.
Η Μπελλα έκλεισε τα μάτια και ευχήθηκε να ήταν αλλιώς τα πραγματα. Ο Εντουαρντ να μην είχε πιστέψει την Τζεσικα αλλά εκείνη, να την αγαπούσε οσο αυτή εκείνον. Να ήταν χαρούμενη με τον γάμο της και οχι να θέλει να περάσει γρήγορα. Να ήταν η γυναίκα της ζωής του οπως είχε πει η Εσμι. Αλλά ήξερε πως κάτι τέτοιο δεν υφίσταται, η πραγματικοτητα διέφερε και θα έπρεπε να ζήσει με αυτο, με έναν άντρα που δεν την αγαπούσε. Μα ακομα κι αν γνώριζε πως ο Εντουαρντ δεν αισθανοταν τίποτα για εκείνη, η Μπελλα θα τον αγαπούσε πάντα μη μπορώντας να κάνει αλλιώς.
Περιμένω τα σχολια σας εδώ:http://www.bellandedward.org/t1545p45-topic#331982
nansypap New Moon Victim
Ηλικία : 33 Τόπος : Πάτρα Αριθμός μηνυμάτων : 100 Registration date : 29/09/2011
Ο Εντουαρντ πέταξε το σακάκι του κοστουμιου του πάνω στο φαξ και χαλάρωσε τη γραβάτα του. Το δωμάτιο που χρησιμοποιουσε σαν γραφείο στο σπίτι ήταν η μοναδική οαση γαλήνης. Επιστρέφοντας μετά απο απουσία δυο εβδομάδων περίπου, είχε βρει το μεγάλο σπίτι του γεμάτο απο συγγενείς. Οι γονείς της Μπελλα, οι θείοι του που πλέον είχαν γνωρίσει την μελλουσα νύφη, κοντευε να πέσει κάτω απο το θερμο χαιρετισμό της ανιψιας του και είχε τελικά καταφέρει να ελευθερωθεί απο το κεφαλοκλειδωμα που του εκανε, χάρη στην αφιξη του Εμετ, του γαμπρού του. «Κριστινα! ¶σε το θείο Εντουαρντ να πάρει μια ανάσα!» είχε πει ο Εμετ και είχε πιάσει την εξαχρονη κορη του απο τη μέση, ξεκολλώντας την απο το θείο της. «Θα δει το φορεμα της παρανυμφης αργοτερα, οταν θα έχει χρονο! Τώρα έχει άλλα πραγματα να κάνει!» Ανταλλασσοντας ένα κουρασμένο χαμογελο με τον Εμετ, ο Εντουαρντ είχε βρει την οργανωτρια του γάμου να κανονίζει τα διάφορα θέματα με τη συνηθισμενη της ψυχραιμία στο καθιστικο του ισογείου με τη Ροζαλι, την μητέρα της Μπελλα και την θεία του την Εσμι, που, οπως το περιμενε, εγνεφε καταφατικά και άφηνε θριαμβευτικά επιφωνήματα. Η Μπελλα καθοταν λίγο πιο πέρα σιωπηλή, με το προσωπο σαν απο πέτρα. Ο θείος του καθοταν και συζητούσε με τον μέλλον πεθερο του.
Σε δυο μέρες ήταν ο γάμος. Ο Εντουαρντ ήθελε να τελειώνει αυτο το ζήτημα. Μολονοτι ήταν μολις είκοσι λεπτά που είχε γυρίσει, έβρισκε ήδη τις ετοιμασιες ενοχλητικές. Δεν περιμενε ποτέ οτι θα ερχοταν μια μέρα που θα αντιμετώπιζε την ιδέα ενος γάμου με μια αποδεδειγμένα χρυσοθηρα χωρίς να το βάλει στα ποδια και οτι λαχταρούσε να είναι μονος με την οικογένειά του. Τη γυναίκα του. Τη μικρή κορη του. Αλλά έτσι ήταν. Και αυτο σήμαινε οτι τα πιστεύω του είχαν αλλάξει πολύ! Ή ήταν ένας σοβαρος άνθρωπος, σίγουρος για την ικανοτητα του να χειριστεί το μέλλον και εκανε το σωστο; Το σκληρο στομα του εκανε ένα μορφασμο. Τι έλεγε η παλιά ρήση; Προσεχε τι εύχεσαι, γιατί μπορεί να σου βγει.
Οταν την είχε πρωτογνωρισει, είχε μαγευτεί τοσο πολύ μαζί της, ώστε η μεγαλυτερη του ευχή ήταν να κάνει την Μπελλα γυναίκα του. Και τώρα αυτή η ευχή θα γινοταν πραγματικοτητα. Ποση διαφορα ομως απο τη συζυγική αγαλλιαση που είχε φανταστεί! Και η Μπελλα; Η ευχή της να παντρευτεί κάποιον πολύ πλούσιο είχε εκπληρωθεί. Αλλά εκείνη συμπεριφεροταν σαν να επροκειτο να πάει στον οδοντίατρο για εξαγωγή χωρίς αναισθητικο και οχι στην τελετή του γάμου της, οπου θα πραγματοποιούνταν τα πιο τρελά της ονειρα. Μήπως και η ίδια είχε ζωγραφισει μια ροζ εικονα του μέλλοντος μαζί του; Οτι θα είχε δίπλα της έναν πλούσιο άντρα που θα την κακομαθαινε και θα έτρεχε να ικανοποιησει και την παραμικρή της επιθυμία; Αν ήταν αυτο, είχε κάνει λάθος! Δεν ήταν πατέρας της! Ο Εντουαρντ ξεκουμπωσε ανυπομονα το πρώτο κουμπί στο γιακά του πουκαμισου του. Έπρεπε να ξεκαθαρισει κάτι. Αμέσως.
Τις τελευταίες δυο εβδομάδες είχε επισκεφτεί τα γραφεία της εταιρείας του σ'ολο τον κοσμο. Είχε τοποθετησει τους πιο ικανούς και εμπιστους διευθυντές σε καίριες θέσεις ώστε να πάρουν απο τους ώμους του το βάρος των καθημερινων ευθυνών, για να μπορεί να έχει περισσοτερο ελεύθερο χρονο να περνά με την κορη του. Η μικρή Ρενεσμι θα μεγάλωνε ξεροντας οτι ο πατέρας της την αγαπά, οτι ήθελε να είναι κοντά της, να περνά οσο το δυνατον περισσοτερο χρονο μαζί της, να είναι εκεί σε ο, τι κι αν συνέβαινε. Τώρα το μονο που έπρεπε να γίνει ήταν να βρεθεί ένας τροπος συνεννοησης και με τη μελλουσα σύζυγο του. Τη βρήκε στον κήπο. Η Ρενεσμι ήταν ξαπλωμενη σε ένα χαλακι στη σκια. Τιναζε τα ποδαράκια της στον αέρα γεμάτη χαρά. Δίπλα της ήταν η Μπελλα, στηριγμένη στον ένα της αγκώνα και την γαργαλουσε στην κοιλίτσα της. Είχε σηκωσει τα πλούσια μαλλιά της ψηλά στο κεφάλι της και στο ομορφο προσωπο της ήταν ζωγραφισμενη μια γλυκιά εκφραση τρυφεροτητας. Έμεινε για ώρα ακίνητος, με την καρδιά του έτοιμη να σπάσει. Απο αγάπη για την κορη του. Τίποτε άλλο. Τα εντονα συναισθήματά που τον κατέκλυζαν δεν μπορούσαν να είναι τίποτε άλλο.
Είχε αγαπήσει την Μπελλα απο την πρώτηστιγμή. Την είχε αγαπήσει πέρα απο κάθε λογική. Αλλά η αγάπη αυτή είχε σβήσει τη στιγμή που έμαθε ολη την αλήθεια. Την ποθούσε ακομα. Αρκεί να την έβλεπε μονο για να πάρει φωτιά το σώμα του, να λαχταρά να την κατακτήσει. Ο ποθος δεν ήταν ίσως το πιο ομορφο συναίσθημα, ήταν ομως η πραγματικοτητα. Ορθωνοντας τους εντυπωσιακους ώμους του, προχώρησε προς το μέρος της. «Μεγάλωσε μέσα σε δυο εβδομάδες» παρατήρησε, ενοχλημενος με τη βραχνάδα που είχε η φωνή του. Και η ενοχληση αυτή έγινε μεγαλυτερη οταν είδε την Μπελλα να τσιτωνεται μολις τον αντικρισε. Πνιγοντας την επιθυμία του να κάνει κάποια κυνική παρατηρηση, οπως για παραδειγμα οτι δεν ήταν έτσι άκαμπτη σαν ατσάλι οταν την άγγιζε, πήρε την κορη του στην αγκαλιά, χαμογελώντας σαν ανοητος με τους ήχους που έβγαζε. «Μου χαμογελά», είπε ενθουσιασμενος, ξεχνώντας τη μελλουσα γυναίκα του προς το παρον, με τα μάτια καρφωμένα γεμάτα έκπληξη και χαρά μαζί στο μικρο, γλυκο στομα του μωρού. «Μου χαμογέλασε! » Έτσι γίνεται ακαταμάχητος, σκεφτηκε η Μπελλα μελαγχολικά. Αλλά δε θα υποχωρούσε, δε θα άφηνε την καρδιά της να του δοθεί με αγάπη περιμένοντας μετά να τον ακούσει να την κατηγορεί σκληρά. Δε θα ζούσε την υπολοιπη ζωή της περιμενωντας απο το ένα βίαιο συναίσθημα στο άλλο. Σηκώθηκε ορθια, βγαζοντας ένα ανύπαρκτο χνουδι απο τη βαμβακερή φούστα της που είχε συνδυάσει με ασορτί αμανικη μπλούζα σε σμαραγδι χρώμα. «Να μη σε διώξω»,είπε ξερά ο Εντουαρντ. «Κάνει καλο να έχει η κορη μας συντροφιά και τους δυο της γονείς». «Μην κολακευεσαι! Είναι ώρα για το βραδινο της μπάνιο και το δείπνο», είπε κατηγορηματικά η Μπελλα, αρνούμενη να τον αφήσει να την κεντρισει. Δε θα τον άφηνε να πιστέψει οτι η παρουσία του την τρομαζε και το έβαζε στα ποδια σαν φοβισμένο κουνέλι. Δε θα του έδινε την ικανοποιηση οτι μπορούσε να επηρεασει τη συμπεριφορά της. «Μπορείς να την φέρεις στο δωμάτιο της και να μείνεις μέχρι να την πάρει ο ύπνος, αν θες»,του είπε ήρεμα και απομακρύνθηκε προς το σπίτι. Μολονοτι η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, χαιροταν που του είχε δώσει να καταλάβει οτι αδιαφορούσε για την παρουσία του. Αλλά παραλιγο να σκονταψει απο το ξαφνιασμα της οταν εκείνος την ακολούθησε με την Ρενεσμι αγκαλιά. «Θα το ήθελα», της είπε. «Και αποψε θα δειπνησουμε έξω. Είναι κανονισμένο. Θα προσέχει η Ροζαλι το μωρο. Θα πάρει κοντά της τη συσκευή παρακολούθησης. Εμείς οι δυο πρέπει να μιλήσουμε μακριά απο τ'αδιάκριτα μάτια και τ'αυτιά των συγγενών μας».
Περιμένω τα σχολια σας εδώ:http://www.bellandedward.org/t1545p45-topic#331982
nansypap New Moon Victim
Ηλικία : 33 Τόπος : Πάτρα Αριθμός μηνυμάτων : 100 Registration date : 29/09/2011
Καθισμένοι στις θέσεις τους, στο απομονωμένο τραπέζι του μοντέρνου και ακριβού εστιατορίου, η Μπελλα ένιωσε γελοία, σαν εφηβη στο πρώτο της ραντεβού. Ο συνοδος της, με το μαύρο βραδινο σακάκι του, είχε κάνει καθώς πήγαιναν στη θέση τους ολα τα γυναικεία κεφάλια να γυρίσουν προς το μέρος του. Η Μπελλα δεν τις κατηγορουσε. Ο Εντουαρντ Καλλεν ήταν κάτι διαφορετικο.
Το πιθανοτερο ήταν να την ζηλευαν ολες οι γυναίκες εκεί μέσα. Αλλά δε θα το άφηνε αυτο να της πάρει τα μυαλά, γιατί ήξερε οτι τίποτα δεν ήταν οπως φαινοταν. Το αντίθετο. Και δε θα άφηνε τον εαυτο της να κοκκινισει επειδή τα πράσινα μάτια του γλιστρούσαν πάνω της επιδοκιμαστικα. «Είσαι πολύ ομορφη. Σου πηγαίνει πολύ αυτο το φορεμα», είπε ο Εντουαρντ. «Αλλά,οπως εγώ, είμαι σίγουρος οτι ολοι οι άντρες εδώ μέσα θέλουν να σου το βγάλουν».
Οχι, δε θα κοκκινιζε. Ούτε και θα ενέδιδε στην επιθυμία της να αγγίξει το σέξι, χρυσο φορεμα και να πει τάχα αδιάφορα: Α, αυτο το κουρέλι! Η Μπελλα άφησε στο τραπέζι τον κατάλογο. «Δική σου ιδέα ήταν να έρθουμε εδώ, παράγγειλε εσύ για μένα. Είπες οτι θες να μιλήσουμε. Ε, λοιπον, έχω να σου πω κάτι». «Τι πράγμα;» Το ένα φρύδι του ανασηκώθηκε και το ομορφο στομα του χαμογέλασε στραβά με έναν τροπο που πάντα την κεντριζε, γιατί έδειχνε οτι της εκανε το χατίρι.
Ο Εντουαρντ έδωσε την παραγγελία τους και είπε στον σερβιτορο των κρασιών να ανοίξει τη σαμπάνια που περιμενε στον πάγο. «Λοιπον..» είπε ο Εντουαρντ. «Ξερεις να με κάνεις να καταλαβαίνω ποσο αχρείαστη είμαι», είπε με θυμο και πονο μαζί η Μπελλα. Τα καφέ της μάτια άστραφταν και τα μαγουλά της είχαν γίνει κατακοκκινα. «Ακομα και για τον γάμο μου... προσελαβες το ξανθο παγοβουνο. Εμενα δε με συμβουλευτικές σε τίποτα! » «Σε κρατά ενήμερη ομως», είπε ο Εντουαρντ παιζοντας με τα χείλη του ποτηριου του. Απέφευγε να την κοιτάξει, αλλά πραγματικά ένιωθε κάπως άβολα ή ήταν της φαντασίας της; «Ενημερώθηκα για τα λουλούδια, για το φαγητο και το κρασί που θα σερβιριστουν στη δεξίωση και τα άλλα, αν αυτο εννοεις. Και φροντισαν να μου δώσουν την εντύπωση οτι αν ήθελα να αλλάξει κάτι, θα μου έλεγαν να καθίσω στη γωνία φρονιμη και να μη μιλάω αν δεν μου δώσουν το λογο!» Οχι οτι την ένοιαζε τι είχε κανονιστεί, αφού γι'αυτήν η τελετή του γάμου ήταν σαν θανατική καταδίκη. Μια δεσμευση με έναν άντρα που τη θεωρούσε αναγκαίο κακο.
Ο Εντουαρντ εγειρε μπροστά και το ψύχραιμο προσωπείο του έδειξε να παρουσιάζει ρωγμές. «Αν υπάρχει κάτι που δε σου αρέσει, δεν είναι αργά για να το αλλαξεις», της είπε, καταλαμβάνοντας την εξ απροοπτου. «Μου είπαν οτι είναι η καλυτερη οργανωτρια γάμων στην περιοχή, αλλά...» «Οχι», είπε με ηλικρινεια η Μπελλα. «Δεν υπάρχει τίποτα που να μην αρέσει σ'εμενα ή σε κάποιον άλλο». Ωστε ήταν προθυμος να λάβει σοβαρά υποψη τη γνώμη της; Καινούριο αυτο για εκείνη! «Είναι ομως θέμα αρχής και αυτο επισημανα». «Φυσικά. Εγώ.. »Ο Εντουαρντ σταμάτησε καθώς ήρθε ο σερβιτορος με το πρώτο πιάτο. «Λυπάμαι που δε ζητήθηκε η γνώμη σου», συνεχισε μολις έμειναν μονοι. «Λάθος μου. Η αλήθεια είναι οτι τις τελευταίες βδομάδες υπήρχε οργασμος δραστηριοτητας. Έπρεπε να παρθούν αποφάσεις. Τις πηρα, τις εφαρμοσα. Έτσι ενεργώ εγώ. Αλλά... » Της χαμογέλασε, κάνοντας την ευάλωτη καρδιά της να σκιρτησει. «... Θα μάθω να σκεφτομαι δυο φορές για τα πραγματα που σε αφορούν. Δε θα μείνεις άλλη φορά στο σκοτάδι. Αρχής γενομένης απο αυτή τη στιγμή». Τα μάτια του αιχμαλωτισαν τα δικά της και για μια στιγμή η Μπελλα ένιωσε σαν να είχε βγει απο το σώμα της. Μισούσε τον εαυτο της που τον ποθούσε ακομα, που τον αγαπούσε τρελά, μολονότι ήξερε οτι εκείνος την έβλεπε σαν μια απληστη ψεύτρα. «Ήθελα να συζητησουμε για το μέλλον», είπε ο Εντουαρντ, κάνοντας ένα μορφασμο. «Σήμερα είναι σαν να είμαστε δυο εχθροί που ψαχνουν να βρουν ευκαιρία για να ριχτούν ο ένας στον άλλο, πέρα απο κείνη την αξέχαστη νύχτα που ηρθες στο κρεβάτι μου. Αλλά κι αυτο τελείωσε. Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι», είπε με μια ηλικρινεια που την εκανε να ανατριχιάσει. «Θα παντρευτουμε. Έχουμε μια κορη. Το λογικο είναι να ξεχάσουμε ο, τι έχει γίνει και να προχωρήσουμε μαζί αρμονικά». Σηκωσε το ποτήρι με τη σαμπάνια και της χάρισε το χαμογελο που πάντα κατάφερνε να ραγίσει την καρδιά της. «Πίνω στο μέλλον μας. Ας είναι ήρεμο. Οχι άλλοι καυγάδες! » Το βλέμμα του ήταν ζεστο και αισθησιακο. Της θύμιζε εντονα τις μέρες που είχαν περάσει στο νησί, οταν ευτυχία για εκείνη ήταν να βλέπει το προσωπο του, το χαμογελο του, να αισθάνεται το άγγιγμα του. Προσπαθεί να εξασφαλίσει το μικροτερο κακο, συλλογιστηκε η Μπελλα με ένα εσωτερικο ρίγος. Δεν ήταν και η καλυτερη συνταγή για συζυγική ευτυχία,αλλά δεν περιμενε κιολας κάτι τέτοιο, σωστά; Κοίταξε το κεχριμπαρένιο υγρο και τις διαφανες φυσαλιδες και ο λαιμος της έκλεισε. Ύστερα σηκωσε διστακτικά το ποτήρι της. Οχι άλλοι καυγάδες. Κλείσε σ'ένα ντουλάπι τον πονο, το παρελθον. Πάρε ο, τι έχει να σου δώσει το μέλλον με στωικοτητα. Μην παραπονιεσαι ποτέ, μην κοιταζεις ποτέ πίσω. Να μην σε βλέπουν ποτέ χωρίς χαμογελο, χωρίς μια εκφραση ηρεμίας στο προσωπο σου.
Ένας γάμος σε παράλληλες γραμμές, σαν σιδηροτροχες που δε συναντιούνται πουθενά, παρά μονο στο βασικο ένστικτο. Ωραία, ευχαριστώ, κυρία! Πάντα με προσοχή. Με προσοχή να μην πούμε κάτι που μπορεί να θυμίσει κάτι άλλο που έχει ειπωθεί ή έχει γίνει, πραγματα που πρέπει να μείνουν θαμμένα μέσα μας σαν να μη συνεβησαν ποτέ. Η Μπελλα δεν ήξερε αν θα μπορούσε να ζήσει έτσι. Το οφειλε στον εαυτο της να προσπαθήσει ξανα να τον κάνει να την πιστέψει. Αναλογιζομενη ομως με ποσο κυνισμο είχε αντιμετωπίσει τις προσπάθειές που είχε κάνει νωρίτερα, ριγησε.
Αφού άδειασε το ποτήρι της, τον παρακολούθησε να το ξαναγεμιζει, ενώ τους έφεραν ομορφα μαγειρεμένα λαχανικά. Δεν μπορούσε να κατεβάσει μπουκια. «Μπορεί να σου χαλαω την ηρεμία που ξαφνικά την προτιμας απο το να ριχνομαστε ο ένας στον άλλο, αλλά, και είναι σημαντικο για μένα, πρέπει να ξερεις οτι δεν είχα ιδέα για το ποιος ήσουν για αρκετές βδομαδες αφοτου με παρατησες». Δαγκωσε το κάτω χείλι της. Το βλέμμα του ήταν παγερο, τα χείλη του σφιγμενα. Ήταν φανερο οτι δεν την πίστευε, αλλά η Μπελλα το είχε ξεκινήσει και θα το τελείωνε. Με φωνή σταθερή, που δε ταίριαζε με τα συναισθήματά της, συνεχισε: «Η Αλις μου έδειξε ένα περιοδικο που είχε ένα άρθρο για σενα, σχετικά με την επιτυχία σου στον οικονομικο τομέα». Δεν είχε νοημα να μιλήσει για την καλλονή που ήταν κρεμασμένη στο μπράτσο του. «Θέλω να ξερεις κάτι για μένα. Δεν είμαι σαν την μητέρα σου». Σιωπή. «Η Ροζαλι άνοιξε το στομα της», είπε τελικά εκείνος με μια εκνευριστικη ηρεμία. Ύστερα τα χείλη του συσπαστηκαν σε μια εκφραση δυσαρέσκειας. Αλλά το μονο που έβλεπε η Μπελλα ήταν ένα δεκάχρονο αγορι που η αγαπημένη του μητέρα είχε ξαφνικά εξαφανιστει απο τη ζωή του. Και ο πατέρας του, τοτε που τον χρειαζοταν περισσοτερο, είχε γυρίσει την πλάτη του σ'αυτον και τη Ροζαλι,. Εγειρε μπροστά και τον κοίταξε με συμπονια. «Μην εκνευριζεσαι με την Ροζαλι. Χαίρεται πολύ για το γάμο μας. Απλώς είπε οτι δεν περιμενε πως θα ερχοταν μια τέτοια μέρα για σενα. Εγώ, βέβαια, τη ρώτησα γιατί και μου είπε οτι η μητέρα σας παντρευτηκε τον πατέρα σας μονο για τα λεφτά του. Και οτι μετά τον παράτησε για κάποιον πιο πλούσιο, οταν είδε οτι δεν μπορούσε να έχει πια την πολυτέλεια στην οποία είχε συνηθισει. Οτι ο πατέρας σας είχε συντριβει και δεν ήθελε να έχει καμία σχέση ούτε καν με τα παιδιά του. Πως ευτυχώς υπήρχαν οι θείοι σας. Είπε οτι τώρα ανήκω κι εγώ στην οικογενεια και πρέπει να ξέρω». Ανασήκωσε τους λεπτους της ώμους. «Είσαι ο αδελφος της και σ'αγαπά. Είναι πολύ ευτυχισμένη για σενα, γιατί πιστεύει οτι βρηκες επιτελους μια γυναίκα που μπορείς να την εμπιστευτεις και να την αγαπήσεις». Η φωνή της έγινε ανέκφραστη. «Δεν της το χάλασα, να της πω ποσο λάθος κάνει και οτι δε μου'χεις καμιά εμπιστοσύνη. Και οτι δε μ'αγαπάς φυσικά». Ο Εντουαρντ την είχε αγαπήσει κάποτε, η Μπελλα ήταν σίγουρη γι'αυτο. Η καρδιά της πονεσε και ο λαιμος της σφιχτηκε συνειδητοποιωντας τι είχε χάσει. Δεν είχε σκεφτει ιδιαίτερα οταν της είχε ρίξει τη βομβα και της είχε πει τι είχε συμβεί τη νύχτα που την είχε παρατήσει και είχε φύγει. Ήταν το κομμάτι του παζλ που έλειπε. Την αγαπούσε τοτε. Στο νησί της είχε κρύψει την πραγματική του ταυτοτητα γιατί ήθελε να τον αγαπήσει γι'αυτο που ήταν, οχι για τα λεφτά του. Οταν της είχε πει οτι την αγαπούσε, εννοούσε κάθε του λέξη. Αλλά η Τζεσικα τα είχε καταστρέψει ολα. Ήξερε πως την ζήλευε και την μισούσε αλλά δεν περιμενε ποτέ να φτάσει σε αυτο το σημείο. Μα πως γνώριζε για τον Εντουαρντ; Προφανώς θα την είχε ακούσει να μιλάει γι'αυτον. Τι να εκανε; Να πήγαινε να έβρισκε την Τζεσικα; Ματαιος κοπος, δεν θα παραδεχοταν τίποτα. Ο, τι είχε γίνει, είχε γίνει, το αποτελεσμα δεν άλλαζε. «Λυπάμαι, δεν οδηγεί πουθενά».
Εκανε νοημα στο σερβιτορο να φέρει το λογαριασμο. Το βλέμμα του ήταν παγωμένο και η έκφραση του προσώπου του σκληρή και αδιαπεραστη. Ύστερα σηκωθηκε ορθιος σκυθρωπος. Η Μπελλα τον μιμήθηκε, με ποδια που έτρεμαν. Το ραντεβού τους είχε τιναχτει στον αέρα, γιατί είχε ανοίξει το μεγάλο στομα της και του είχε πει πραγματα που δεν ήθελε ν'ακούσει. Δε θα την πίστευε ποτέ οτι δεν ήξερε ποιος ήταν οταν τον είχε γνωρίσει και την αντιπαθούσε που προσπαθούσε να τον πείσει για το αντίθετο. Ήταν εξαλλος γιατί η Ροζαλι της είχε μιλήσει για τη μητέρα τους και για τη συμπεριφορά του πάτερα τους απεναντι στα παιδιά του. Ήταν μια περίοδος της ζωής του για την οποία δε μιλούσε ποτέ και προφανώς δεν του άρεσε που εκείνη ήξερε.
Απέξω τους περιμενε ένα ταξί. Ο Εντουαρντ την έβαλε μέσα. Είχε πολλά να σκεφτει. Ήταν πολύ σημαντικο πια να μάθει την αλήθεια και αυτο συμπεριλάμβανε μια εκτεταμένη συζητηση με την δεσποινίδα Τζεσικα. Έπρεπε να πάει μια βολτα προς το Φοίνιξ. Δεν είχε πολύ χρονο, οποτε θα έπαιρνε το ιδιωτικο του τζετ.
Θα πρέπει να είχε τρελαθεί που πίστευε οτι μπορούσαν να ζήσουν ήρεμα, να ξεπεράσουν τις διαφορές τους, να προσποιηθουν οτι δεν υπήρχαν. Η επιλογή του για το γάμο δεν είχε σχέση με την κορη του. Το θέμα ήταν η Μπελλα. Τουλάχιστον ήταν αρκετά ειλικρινης ώστε να παραδεχτεί πως την αγαπούσε ακομα. Και ήθελε να πιστέψει οτι κι εκείνη τον αγαπούσε. Αν ομως η κουβέντα που θα είχε με την Τζεσικα δεν τον έπειθε, τοτε δε θα ακολουθούσε τα βήματα του δικού του πατέρα και δε θα έμπαινε σε ένα γάμο οπου ο ένας συντροφος αγαπούσε και ο άλλος απλώς έπαιρνε τα προνομια που εξασφάλιζε ο γάμος. Στην αρχή πίστευε οτι μπορούσε να κάνει το γάμο τους να λειτουργησει για χάρη της κορης του. Να αφήσει πίσω του το παρελθον, να αντιμετωπίζει τα πραγματα πολιτισμένα, με δώρο, φυσικά, του καλού σεξ. Αλλά τώρα που είχε τελικά αντιμετωπίσει το γεγονος οτι καμία γυναίκα δεν ήταν ικανή να τον επηρεασει οπως εκείνη, οτι την αγαπούσε, ήξερε οτι κάτι τέτοιο δε θα λειτουργούσε ποτέ. Θα αποτύγχανε οπως είχε αποτύχει και ο γάμος των γονιών του, αφήνοντάς τον πικραμένο και πληγωμένο. «Εγώ θα περπατήσω». Έδωσε τη διευθυνση και ένα χαρτονομισμα στον ταξιτζή και γυρισε ξανα σ'εκείνη. «Θα τα πούμε στην εκκλησία». Ίσως.
Περιμένω τα σχολια σας εδώ:http://www.bellandedward.org/t1545p90-topic#345466
nansypap New Moon Victim
Ηλικία : 33 Τόπος : Πάτρα Αριθμός μηνυμάτων : 100 Registration date : 29/09/2011
«Είσαι πολύ ομορφη». Η Ρενε κοίταξε δακρυσμενη την κορη της καθώς η Ροζαλι, κομψή με το μεταξωτο της σύνολο στο χρώμα του κεχριμπαριου, τελείωσε με τα κουμπιά στην πλάτη του λευκού νυφικού. «Φανταστικο!» Η Ροζαλι αναστεναξε. «Πολύ ρομαντικο... Ο Εντουαρντ είναι πολύ τυχερος άντρας! » Η Μπελλα προσπαθησε να χαμογελάσει. Δύσκολο. Δεν υπήρχε τίποτα το ρομαντικο σ'εκείνο το γάμο. Η Ροζαλι δεν έπαυε να μιλά ενθουσιασμένη και η Κριστινα καμαρωτη σαν παγονι με το μεταξωτο φορεμα της παρανύμφου, να χοροπηδα ανυπομονα και να ρωτά κάθε τοσο αν είχε έρθει η ώρα να πάνε στο γάμο.
Η Ρενε επιβλητικη μέσα στο υπέροχο μπλε και χρυσο μπροκαρ σύνολο της, κρατούσε στην αγκαλιά της την Ρενεσμι. Ολα αυτά ομως δεν ήταν παρά ένα στημένο σκηνικο, με την ίδια να έχει τον πρωταγωνιστικού ρολο σε μια παρασταση σκληρής ουτοπιας. Απο τοτε που είχαν φύγει απο το εστιατοριο δεν είχε ξαναδεί τον Εντουαρντ. «Είναι γρουσουζια να δει ο γαμπρος τη νύφη πριν απο το γάμο», της έλεγε η μητέρα της. «Έχει κλείσει δωμάτιο σε ξενοδοχείο. Θα τον δεις στην εκκλησία! » Απασχολημένη να ψάχνει τα ιδανικά παπούτσια για το σύνολο της, η Ρενε δεν είχε προσέξει τα θολά μάτια της Μπελλα.
Το παγερο βλέμμα του οταν είχαν φύγει απο το εστιατοριο της είχε δώσει την εντύπωση οτι είχε τελειώσει μαζί της. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε, θα ήταν να σταθεί μπροστά στο βωμο της εκκλησίας δίπλα της! Ήταν μια φριχτη κατασταση και ο αυτοσεβασμος της είχε πιάσει πάτο. Ο Εντουαρντ την παντρευοταν μονο για χάρη της μικρής κορης τους που υπεραγαπούσε και γι'αυτο το λογο την είχε αναγκάσει να τον δεχτεί, με την απειλή οτι θα διεκδικούσε την κηδεμονία. Κάτι που δε θα είχε σημασια, αν πραγματικά ήταν η απληστη χρυσοθηρας που εκείνος πίστευε. Δεν ήταν ομως. Επιπλέον, είχε πια παραδεχτεί οτι αγαπούσε αυτον τον αγροικο! Κάτι που τα εκανε ολα πολύ χειροτερα. Είχε κάνει μια τελευταία απέλπιδα προσπαθεια να τον πείσει για την ακεραιοτητα της και το αποτελεσμα ήταν να τον αλλάξει και απο κει που ήταν προθυμος να ξεχάσει το παρελθον και να προσπαθήσουν να ζήσουν ήρεμα, να τον κάνει να εξαγριωθεί, δίνοντάς της την εντύπωση οτι δεν ήθελε να την ξαναδεί ποτέ του! «Σταματα τις ονειροπολησεις! » τη μαλωσε με αγάπη η Αλις, βάζοντας ένα μπουκέτο με λευκά τριαντάφυλλα στα τρεμαμενα χέρια της. «Ήρθαν τα αυτοκινητα! Είσαι σίγουρη;»της είπε η Αλις θέλοντας προφανώς να επιβεβαιωθεί για την αποφαση της. Έβλεπε πως η Μπελλα δεν ήταν πολύ καλά αλλά ίσως και να ήταν το άγχος. «Ναι. Είμαι έτοιμη! » είπε η Μπελλα θέλοντας να καθησυχασει την φίλη της. Ήρθε και ο πατέρας της. Ήταν πολύ κομψος με το μαύρο του κοστούμι. Την κοίταξε με περηφάνια. Μολις έμειναν μονοι, την αγκάλιασε,προσεχοντας να μη χαλάσει την εμφανιση της, φέρνοντας της δάκρυα στα μάτια. Τον αγαπούσε πολύ, οπως κι εκείνος. «Έχεις νευρικοτητα, μικρή μου; Δε χρειάζεται. Θα γίνεις Η Νύφη της Χρονιάς. Και έχεις εδώ τον μπαμπά σου να σε οδηγήσει με ασφαλεια!» της είπε ο Τσάρλι με αγάπη. «Και να ξερεις θα είμαι πάντα εδώ για σενα, και αν τολμήσει αυτος ο νεαρος να σε κάνει να κλαψεις θα έχει να κάνει μαζί μου. Ξερεις πως έχω πολύ καλο σημάδι. Θα ήταν καλο να τον ενημερώσεις! Θα μου λειψεις πολύ, το σπίτι έχει αδειάσει». Είπε ο Τσάρλι που ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. «Θα έρχομαι να σας βλέπω μπαμπά». είπε η Μπελλα. «Πάμε;» «Ναι». Μολις βγήκαν απο την πορτα αντικρισε μια μικρή στρατιά απο φωτογράφους να σπρωχνουν ο ένας τον άλλο, να φωνάζουν και να κάνουν ερωτησεις. Το μυαλο της θολωσε, αλλά ο πατέρας της, με τη βοηθεια του ενστολου οδηγού, την οδήγησε στο αυτοκίνητο, χωρίς να χάσει την αξιοπρέπειά της στη μικρή διαδρομή. Θα είναι κι άλλοι στην εκκλησία, σκεφτηκε η Μπελλα, συνειδητοποιωντας με το στομάχι σφιγμένο οτι ο γάμος ενος απο τους πιο περιζητητους εργένηδες στον κοσμο με μια ασήμαντη ήταν σπουδαία είδηση. Η Σταχτοπούτα! Η καρδιά της σφιχτηκε. Χωρίς την ευτυχή καταληξη!
Προσπαθώντας να αγνοήσει τους φωτογράφους, η Μπελλα μπήκε στην εκκλησία στο μπράτσο του πατέρα της και είδε τον Εντουαρντ να την περιμένει. Ψηλος, απίστευτα ομορφος, με το μαύρο του κοστούμι να αναδεικνύει κομψά και διακριτικά το αψεγαδιαστο σώμα του. Οι φοβοι της, λοιπον, οτι δεν ήθελε να την ξαναδεί ήταν αβάσιμοι. Το βήμα της επιβραδυνθηκε. Κατά κάποιον τροπο ίσως ήταν καλύτερα να την άφηνε μπροστά στο βωμο της εκκλησίας! Έτσι θα χώριζαν οριστικά και σ'εκείνη θα έμενε να το ξεπεράσει. Το να ζει ομως μαζί του, ξεροντας οτι εκείνος πίστευε πως... «Ψηλά το κεφάλι σου, μικρή μου». Το χέρι του πατέρα της σφιχτηκε στον αγκώνα της σπρώχνοντας την μπροστά. «Ολα θα πάνε καλά!» Ο πατέρας της αποχώρησε διακριτικά αφήνοντάς τη στο πλευρο του Εντουαρντ. Την κοιτουσε. Τα χαρακτηριστικά του ήταν τραβηγμένα και τα μάτια του γεμάτα συναίσθημα καθώς γλιστρούσαν στο χλομο προσωπο της. Η φωνή του ακούστηκε βραχνη και βαριά, οταν της είπε χαμηλοφωνα: «Σ'αγαπώ, Μπελλα. Σ'αγαπώ».
* * *
Η τελετή έγινε μέσα σε μια θολουρα. Η Μπελλα ένιωθε το κεφάλι της να γυρίζει και εκανε διαρκώς στον εαυτο της την ίδια ερωτηση: Το είχε πει πραγματικά αυτο ο Εντουαρντ; Μήπως είχε παρακουσει; Να ήταν μια απελπισμένη αυταπάτη; Και αν το είχε πει, να ήταν επειδή την είχε δει και είχε φοβηθεί οτι θα το έβαζε στα ποδια; Έτσι, είχε πει αυτο που ήταν σίγουρος οτι θα την κρατούσε εκεί;
Σε χρονο μηδέν βρέθηκαν στο αυτοκίνητο που θα τους πήγαινε στην δεξίωση, σε κάποιο ακριβο ξενοδοχείο. Το ξανθο παγοβουνο της είχε πει ποιο ήταν αλλά η Μπελλα δεν είχε δώσει σημασια. «Το εννοουσες αυτο που είπες;» τον ρώτησε σφιγμενα. Καθώς το αυτοκίνητο ξεκινούσε, ο Εντουαρντ κάθισε δίπλα της και τα μάτια του γλιστρησαν πάνω της. «Είσαι απίστευτα ομορφη. Πως θα μπορούσα να μην το εννοώ; Σ'αγαπώ». Έφερε τα χέρια της στα χείλη του και άφησε απαλά φιλια στις παλαμες της. Η Μπελλα ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Μήπως ολα αυτά της τα έλεγε για να την κρατήσει χαρούμενη μέχρι να τελειώσει αυτή η δημοσια δοκιμασια και η δεξίωση; Μπορεί ο εγωισμος του να μην άντεχε την ταπείνωση να είναι η γυναίκα του σκυθρωπη την ημέρα του γάμου τους. Ή μήπως τα εννοούσε; Ήταν δυνατον να τα εννοεί; «Φτάσαμε. Δεν έχω χρονο να σου πω τώρα αυτά που πρέπει. Μπελλα...»Πήρε το προσωπο της ανάμεσα στις παλαμες του. «Έχε μου εμπιστοσύνη. Σ'αγαπώ και σου ορκίζομαι οτι θα σου το αποδείξω σε ολη την υπολοιπη ζωή μας». Η δηλωση του αυτή την αποδιοργάνωσε. Ο Εντουαρντ ακουγοταν και φαινοταν ειλικρινής. Και ο τροπος που της κρατούσε το χέρι και δεν το άφησε παρά μονο οταν κάθισαν για τη δεξίωση, την έπεισε σχεδον οτι το θαυμα είχε γίνει. Ήθελε να πειστεί. Και άφησε τον εαυτο της ελεύθερο σ'αυτο καθώς το υπέροχο γεύμα προχωρούσε και τα μάτια του Εντουαρντ σπάνια άφηναν τα δικά της. Ήταν τα ερωτευμενα μάτια του άντρα που είχε που είχε αγαπήσει σ'εκείνη την ηλιολουστη παραλια πριν απο ένα σχεδον χρονο. Κάθε της αμφιβολία πέταξε οταν, κάτω απο το χειροκροτημα και τα γέλια που ακολούθησαν την προποση του Εμετ, του κουμπάρου, ο Εντουαρντ έβγαλε απο την εσωτερική τσέπη του σακακιού του ένα δαχτυλιδι στο χρώμα της σοκολατας και το πέρασε στο δάχτυλο της, πάνω απο τη χρυσή βέρα. «Προσεξα οτι δε φοράς το δαχτυλιδι που σχεδον σε αναγκασα να φορεσεις με... τοση αναισθησία». «Ήσουν ανυπομονος», του απάντησε και τα σοκολατενια μάτια της φανταζαν τεράστια. «Δεν μπορούσα ν'αποφασίσω». Το πιγούνι της ανασηκώθηκε. «Δεν ήθελα τίποτα που δε μου το εδινες με αγάπη». Τα πράσινα μάτια του συνάντησαν τα δικά της και η φωνή του ακούστηκε βραχνη οταν μίλησε, αγγιζοντας απαλά το δαχτυλιδι στο δαχτυλο της. «Το διάλεξα για σενα γιατί το καφέ μου θυμίζει τα υπέροχα μάτια σου. Το είχα στην τσέπη μου οταν είχα έρθει στο Φοίνιξ τοτε. Είχα σκοπο να σου κάνω προταση γάμου. Το είχα διαλέξει με αγάπη ». Την αγαπούσε τοτε και ήθελε να την παντρευτεί. Αλλά ύστερα ολα είχαν αλλάξει. Είχε επέμβει η Τζεσικα και τα είχε καταστρέψει ολα. Η καρδιά της σφιχτηκε και τα μάτια της βουρκωσαν. Τίποτα δεν είχε αλλάξει.
Πως θα μπορούσε, άλλωστε, οταν κάθε φορά που προσπαθούσε να του πει πως δεν είχε ιδέα ποιος ήταν οταν είχαν γνωριστεί, εκείνος την κατηγορουσε οτι έλεγε ψέματα; Η γνώμη του γι'αυτήν θα έπρεπε να ήταν βαθιά ριζωμένη και αμετακίνητη. Δεν μπορούσε να τον κατηγορησει για την προσπάθειά του να κάνει αυτο που είχε προτείνει στο εστιατοριο, να ξεχάσουν ο, τι είχε γίνει και να προσπαθήσουν να προχωρήσουν μαζί. Αλλά... «Πρέπει να μιλήσουμε. Να μιλήσουμε σωστά», του είπε χαμηλοφωνα, μισωντας τη σκέψη με έναν άντρα που, βαθιά μέσα στην καρδιά του, πίστευε οτι ήταν μαζί του μονο για ο, τι μπορούσε να πάρει απ'αυτον. Της είχε πει οτι την αγαπούσε μονο για να σιγουρεψει οτι ο γάμος τους δεν θα ήταν πεδίο μάχης, ένα περιβάλλον ακατάλληλο για να μεγαλώσει η κορη του. «Φυσικά». Ο Εντουαρντ πήρε ξανα το χέρι της στο δικο του. «Αργοτερα». Το υπέροχο χαμογελο του φώτισε τα εντυπωσιακά χαρακτηριστικά του, καθώς σηκωθηκε και την τράβηξε να σηκωθει κι εκείνη. «Πρέπει να ανοίξουμε το χορο».
Συνειδητοποιωντας τη μουσική που ακουγοταν απο την αιθουσα χορού και τους καλεσμενους που άφηναν σιγά σιγά την τραπεζαρία, η Μπελλα έπνιξε ένα αναστεναγμό. Η παρασταση άρχιζε! Φορώντας ένα χαμογελο στο προσωπο της, αφέθηκε να παρασυρθεί σε ένα αργο βαλς και ένιωσε να λιώνει πάνω στο δυνατο σώμα του, θέλοντας να πιστέψει οτι είχε γίνει το θαυμα και οτι πραγματικά ο Εντουαρντ είχε αλλάξει γνώμη γι'αυτήν, οτι την αγαπούσε πραγματικά. Βγήκε απο τις ονειροπολησεις της οταν ο Εμετ χτύπησε μαλακά στον ώμο τον Εντουαρντ και τη ζητησε για χορο. Ύστερα χορεψε με τον πατέρα της, με τον Τζασπερ αλλά και τον Καρλαιλ.
Αργοτερα και ενώ χορευε με κάποιον που δεν θυμοταν ούτε το ονομα του και ίσως να μην το ήξερε κιολας, ζητησε συγνώμη με τη δικαιολογία οτι τα ποδια της την πεθαιναν, πήρε ένα ποτήρι σαμπάνια και πήγε να βρει κάπου ήσυχα να καθίσει.
Η Πεγκι με τον Αρνολντ είχαν πάει την Ρενεσμι σπίτι, να της κάνουν το μπάνιο της, να την ταισουν και να την βάλουν να κοιμηθεί. Ο Εντουαρντ είχε κάνει το καθήκον του και είχε χορέψει με τη μητέρα της, την αδερφή του, την θεία του αλλά και με την Αλις. Βρίσκοντας μια κενή καρέκλα σε μια άκρη, η Μπελλα κάθισε κι αναζήτησε με τα μάτια τον άντρα της που τώρα χορευε κολλητά με την ξανθιά που ήταν μαζί του εκείνο το αξέχαστο σαββατοκύριακο οπου ήταν ο γάμος της Αλις και του Τζασπερ. Νιωθοντας ναυτία, άδειασε μονορούφι το ποτήρι της. Η εντυπωσιακή ξανθιά ήταν η τελευταία του κατακτηση εκείνο το σαββατοκύριακο. Τώρα είχε πέσει πάνω του, τραβώντας την προσοχή των καλεσμένων πάνω τους. Η Μπελλα ένιωσε το προσωπο της να φλογιζεται. Πως τολμούσε ο Εντουαρντ να προσκαλεί μια πρώην ερωμένη του στο γάμο τους; «Χορεύουμε;» Η Μπελλα σηκωσε τα μάτια της, έτοιμη να αρνηθεί,αλλά είδε τον Τζεικ να την κοιτάζει με προσδοκία. «Γιατί οχι;» «Δεν είμαι και πολύ καλος σ'αυτο», είπε ο Τζεικ και το απέδειξε πατωντας τη. «Μην ανησυχεις». Η προσπαθεια να αποφύγει τα μεγάλα ποδια του θα απασχολουσε το μυαλο της απο τον Εντουαρντ και το τι εκανε μ'εκείνη την γυναίκα! «Που είναι η Μελοντι;» Η προσκληση αφορούσε και τους δυο. «Δεν μπορεσε να έρθει. Ανυπομονουσαμε και οι δυο να έρθει η ώρα και να περάσουμε το Σαββατοκύριακο εδώ. Να κλείσουμε ξενοδοχείο, ολα τα σχετικά. Ω, να πάρει η ευχή, συγνώμη! » είπε ο Τζεικ καθώς την έριξε πάνω σε ένα άλλο ζευγάρι. Την κράτησε τοσο σφιχτά πάνω του που σχεδον της εκοψε την ανάσα και συνεχισε εξηγώντας της: «Είναι βοηθος κτηνιατρου. Υπάρχουν μονο τρεις. Η μια είχε άδεια και αυτή που θα είχε βάρδια αρρώστησε και η καημένη η Μελ αναγκάστηκε να την αντικαταστησει. Έτσι ήρθα μονος μου». «Φτωχέ μου! » είπε με συμπαθεια η Μπελλα και ανασηκωνοντας τα μάτια της είδε τον Εντουαρντ να την κοιτά απο την άλλη μεριά της πίστας. Φαινοταν σοβαρος. Η ξανθιά δεν ήταν μαζί του. Είχε θυμωσει επειδή την έβλεπε να χορεύει με τον Τζεικ; Η καρδιά της σκιρτησε. Της είχε ξεκαθαρισει οτι δεν μπορούσε να βλέπει τον παλιο της φίλο. Και αυτή τον είχε κατηγορησει οτι ζήλευε. Εκείνος το είχε αρνηθεί, φυσικά, αλλά δε νιωθεις κτητικά απεναντι σε κάποιον που δεν έχει σημασια για σενα, έτσι δεν είναι; «Λέω να μη συνεχίσουμε στον επομενο χορο, Τζεικ».
Θα αρπαζε τον άντρα της και θα τον ρωτούσε απροκάλυπτα γιατί χορευε κολλητά με την πρώην του, πληροφορώντας τον οτι αν νομιζε πως θα μπορούσε να ξαναγυρίσει στην παλιά του τακτική οντας παντρεμένος μαζί της εκανε πολύ μεγάλο λάθος! «Καλή ιδέα», απάντησε ο Τζεικ και τη συνοδεψε έξω απο την πίστα, προχωρώντας προς δυο άδειες καρέκλες, με το ένα χέρι χαμηλά στη μέση της. «Περιμενε εδώ». Το προσωπο του ήταν ιδρωμένο. «Πάω να φέρω κάτι να πιούμε. Κάτι μεγάλο και δροσερο. Έχω σκάσει». Η αποπειρα να του πει να μη φέρει για εκείνη, γιατί είχε σκοπο να πάει στον Εντουαρντ παγωσε στα χείλη της, καθώς εκείνος εξεφανιστηκε βιαστικά προς τη μεριά του μπαρ. Κάνοντας μια αδιάφορη κίνηση, γυρισε απο την άλλη και... βρέθηκε αντιμέτωπη με την ξανθιά. «Θα πρέπει να σε συγχαρώ, υποθέτω». «Ευχαριστώ». Η Μπελλα δεν ήθελε να τη γνωρίσει, αλλά η περηφάνια την αναγκασε να απαντησει. «Μη μ'ευχαριστείς». Τα λαμπερά κοκκινα χείλη της μισανοιξαν σε ένα ψεύτικο χαμογελο. «Να ευχαριστείς το σχέδιο σου και τη γονιμοτητα σου. Παγίδα. Έτσι δεν το λένε;» «Δεν το πιστεύω αυτο που ακούω! » Η Μπελλα έτρεμε μέσα της. Έτσι έβλεπε και ο Εντουαρντ την κατασταση; Πιθανοτατα, σκεφτηκε, παρατηρώντας ταπεινωμενη την ξανθιά να ισιωνει το πράσινο μεταξωτο φορεμα με το βαθύ ντεκολτε στους γοφους της. «Δεν είναι έτσι; Ολοι αυτο πιστευουν, παρά το γλυκο προσωπο σου. Αλλά εμενα δεν είναι αυτο το στιλ μου. Εγώ λέω τα σύκα σύκα. Ο Εντουαρντ σε παντρευτηκε γιατί φροντισες να μείνεις έγκυος. Για τι άλλο θα δενοταν με μια μαγείρισσα; Ακου ομως τι έχω να σου πω, εγώ που ξέρω. Δεν προκειται να σου είναι πιστος. Να το θυμάσαι αυτο. Γι'αυτο και με κάλεσε στο γάμο».
Περιμένω τα σχολια σας εδώ:http://www.bellandedward.org/t1545p90-topic
nansypap New Moon Victim
Ηλικία : 33 Τόπος : Πάτρα Αριθμός μηνυμάτων : 100 Registration date : 29/09/2011
Τη στιγμή που εμφανιζοταν ο Τζεικ με δυο ποτήρια στα χέρια εφτασε και ο Εντουαρντ. Τα μάτια του είχαν γίνει δυο παγωμενες σχισμες οταν μίλησε ψυχρά. «Η γυναίκα μου δε θα το χρειαστει αυτο. Φεύγουμε». Η συναισθηματική ταραχή που μαινοταν μέσα της δεν την άφηνε να σκεφτει καθαρά ούτε να αντισταθεί, οταν το δυνατο του χέρι την επιασε απο το μπράτσο και την οδήγησε στη ρεσεψιον. Ο Εντουαρντ μίλησε για λίγο στο κινητο του κοφτά και αυστηρά και μετά το έκλεισε και την κοίταξε. «Τον έχεις εκπαιδεύσει να είναι συνοδος σου στο χορο;» «Μη γίνεσαι ανοητος! » «Αυτο είναι ανοησία», είπε ο Εντουαρντ και τα μάτια του αστραψαν. «Σε κοίταζε σαν ερωτοχτυπημενος καθώς σε τραβολογουσε απο δω και απο κει, σαν αρκούδα που χορευε, λες και δεν μπορούσε να σε αποχωριστεί». Κοιταζοντας τα ομορφα χαρακτηριστικά του, η Μπελλα ένιωσε έναν μικρο θρίαμβο. Ο Εντουαρντ ζήλευε τον Τζεικ! Και αν ήταν έτσι, είχε πράγματι προθεση να συνεχίσει τη σχέση του μ'εκείνη τη γυναίκα; Ήταν κάτι απ'αυτά που λέει κανείς για τα μάτια; Αντιστεκομενη σθεναρά στην επιθυμία να του κάνει τη χάρη και αναλιγιζομενη αυτά που της είχε πει πριν απο λίγο η ξανθιά, μαζί με τον τροπο που στην ουσία είχαν αποπλανήσει ο ένας τον άλλο πάνω στην πίστα, αποφασισε οτι του άξιζε, γι'αυτο και του απάντησε παγερά: «Ο Τζεικ είναι ερωτευμενος με τη Μελοντι, η οποία δεν μπορεσε να έρθει. Σκοπευαν να έρθουν μαζί και να μείνουν μια δυο μέρες εδώ, αλλά εκείνη αναγκάστηκε να αντικαταστησει μια συνάδελφο της που αρρώστησε. Και δε χορευε σαν αρκούδα! Κρατιοταν απο πάνω μου, γιατί έπεφτε πάνω στα άλλα ζευγάρια! Οταν χορεύει είναι σαν να φορά τσιμεντένιες μποτες. Γι'αυτο και μη βάζεις τον Τζεικ κι εμενα στην ίδια μοίρα μ'εσένα και αυτή τη γυναίκα! » «Τι υποτίθεται οτι σημαίνει αυτο;» Ο Εντουαρντ ήταν πραγματικά εκνευρισμενος. Η παύση της αναμονής για την απάντησή της ήταν σαν πετρινος τοίχος που είχε ορθωθει ανάμεσά τους, αλλά η Μπελλα ήταν πολύ θυμωμενη για να κάνει πίσω. «Λέω για την ξανθιά που σχεδον αποπλανησες πάνω στην πίστα και που με κατηγορησε οτι σε παγιδεψα. Επίσης μου είπε οτι την κάλεσες στο γάμο μας για να της πεις πως το γεγονος οτι παντρευτηκες δεν προκειται να επηρεασει τη σχέση σου μαζί της. Μου 'ρχεται να κάνω εμετο!» «Αγάπη μου! » μουρμούρισε σκυθρωπος ο Εντουαρντ. Την επιασε απο τα μπράτσα και τη γυρισε προς το μέρος του. «Αυτο είναι δηλητήριο!» είπε σφιγγοντας τα χείλη του. «Σου ορκίζομαι στη ζωή του λατρευτου μας παιδιού οτι δεν είχα ποτέ σχέση μ'αυτή τη γυναίκα. Ούτε που την ξέρω. Την είχα δει στο γάμο του Τζασπερ και τοτε οπως και τώρα είχε κολλήσει πάνω μου». Ο Εντουαρντ την ταρακούνησε μαλακά και τα πράσινα μάτια του συνάντησαν τα σοκολατενια δικά της. «Δεν ενδιαφερομουν, ομως, και της το είπα. Απο τοτε που σε είχα χάσει, δεν είχα κοιτάξει άλλη γυναίκα. Αρνιομουν να το δεχτώ, αλλά ήμουν ήδη ερωτευμενος μαζί σου. Ποτέ δεν έπαψα να είμαι».
«Ω! » Ζαλισμένη απο ευτυχία μπροστά σ'αυτή την απροσμενη δηλωση, η Μπελλα ένιωσε τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα. «Έχει έρθει για να δημιουργήσει προβλημα», συνεχισε ο Εντουαρντ με πάθος. «Έπεσε πάνω μου στην πίστα και, παρά το γεγονος προ δημιουργούσε μια ανάρμοστη σκηνή στο γάμο μου, δεν μπορούσα να κάνω τίποτα». Ένας μυς σφιχτηκε στο πιγούνι του. «Δεν μπορώ να σου ζητησω να με πιστεψεις. Ούτε εγώ σε πίστεψα και γι'αυτο δε θα συγχωρησω ποτέ τον εαυτο μου. Αλλά μπορούμε να τη βρούμε μαζί και να την αναγκασουμε να πει την αλήθεια». Ούτε ο διαβολος δε συγκρινοταν με μια περιφρονημενη γυναίκα! Οι παλιές ρήσεις ήταν πάντα επικαιρες. Η Μπελλα χαμογέλασε. Ο άντρας που είχε πάντα δίκιο της ζητουσε συγνώμη; «Δεν υπάρχει λογος», είπε κατηγορηματικά. Τα μάτια της ελαμπαν. «Σου έχω εμπιστοσύνη. Αγαπάς την Ρενεσμι και δε θα ορκιζοσουν ποτέ στη ζωή της, αν δεν ελεγες την αλήθεια. Και μια και το συζητάμε, μπορείς να σταματησεις να ζηλεύεις τον Τζεικ. Είμαστε στενοί φιλοι απο τοτε που φορουσαμε πανες. Ναι, μου είχε ζητησει να τον παντρευτώ ». ¶πλωσε το χέρι της και χαιδεψε το συνοφρυωμενο του μέτωπο. «Αλλά μονο και μονο γιατί ανησυχούσε που θα ήμουν ανύπαντρη μητέρα. Ομως, οπως τονισα και τοτε, δεν ήμαστε ερωτευμένοι και μολονότι συγκινήθηκα απο την προσφορά του, δεν είμαι τοσο εγωιστρια ώστε να τον αφήσω να θυσιαστεί, γιατί ήξερα οτι κάποια μέρα θα έβρισκε την κατάλληλη γυναίκα γι'αυτον και θα την ερωτευοταν. Και τη βρήκε. Εξάλλου, εγώ ήμουν ερωτευμένη μαζί σου, μολονοτι, οπως κι εσύ, προσπαθησα να το αρνηθώ ». Το υπέροχο χαμογελο του μεταμορφωσε τα εντυπωσιακά χαρακτηριστικά του καθώς την τράβηξε με δύναμη πάνω του. «Εξακολουθεις να μ'αγαπάς;» «Φυσικά». Η Μπελλα εγειρε πίσω το κεφάλι της. «Προσπαθησα να σου το πω κι άλλη φορά, αλλά δε με πίστεψες». Ο Εντουαρντ βογκηξε. «Τι ανοητος που ήμουν! »
Παραμέρισε μαλακά μια μπούκλα που έπεφτε στο προσωπο της. «Θα περάσω το υπολοιπο της ζωής μου προσπαθώντας να επανορθωσω, σου το υποσχομαι, μοναδική μου αγάπη. Πάμε τώρα!» Τη σηκωσε στα χέρια του, με την ουρά του νυφικού της να κρέμεται κάτω και προχώρησε προς τους βοηθητικούς χώρους. Προσπέρασε τις κουζίνες και βγήκε απο μια στενή πορτα. «Τι κανείς;» Οχι οτι την ένοιαζε. Ο, τι κι αν εκανε, η Μπελλα δεν είχε αντιρρηση! Τα μπράτσα της τυλίχτηκαν στο λαιμο του. Δεν ήξερε πως να αντιμετωπίσει τοση ευτυχία. Ο Εντουαρντ την αγαπούσε! «Για ν'αποφύγουμε τους δημοσιογράφους. Το αυτοκίνητο περιμένει!»
Ο Αρνολντ περιμενε δίπλα στη μεγάλη Λεξους, οπως είδε η Μπελλα καθώς ο Εντουαρντ βγήκε στο πλακοστρωτο μπροστά στο τμήμα τροφοδοσίας του ξενοδοχείου. «Δεν πρέπει να μας δουν που φεύγουμε;» τον ρώτησε εκείνη, καθώς ο ομορφος άντρας της την άφησε να πατήσει στα πλακάκια. «Υποσχέθηκα στην Κριστινα να φροντίσω να πιάσει εκείνη τη γαμήλια ανθοδέσμη. Μονο που...» Η Μπελλα συνοφρυωθηκε. «Την έχω χάσει». «Σσσ». Τα χαμογελαστά του χείλη την εκαναν να σωπασει. «Την τελευταία φορά που είδα την ανιψιά μου χορευε βαλς στην πίστα με συνοδο της την ανθοδέσμη σου. Να είσαι σίγουρη οτι δε θα καταφέρει να της την πάρει κανείς. Επιπλέον, δε θέλω να με δει κανείς να φεύγω. Θέλω απλώς να φύγω. Τώρα. Μαζί σου. Πετάμε για το Φορξ». Η Ρενεσμι είχε κοιμηθεί στο αυτοκίνητο, δεμένη με ασφαλεια στο παιδικο καθισματακι. Η Μπελλα κάθισε δίπλα της και την ακολούθησε ο Εντουαρντ, παίρνοντας τα χέρια της στα δικά του, καθώς ο Αρνολντ, χαμογελώντας πλατιά, πήρε τη θέση του στο τιμονι και έβαλε μπρος το μεγάλο αυτοκίνητο. «Δεν μπορώ να ταξιδέψω με το νυφικο», είπε η Μπελλα απολαμβάνοντας τον τροπο που ο Εντουαρντ έφερε τα χέρια της στο στομα του, αφήνοντας μικρά φιλια στις παλαμες της και στη μέσα πλευρά των καρπών της. «Δεν υπάρχει κανονισμος που να λέει πως δεν πρέπει να το φοράς». «Αυτο είναι αλήθεια». «Μου αρέσει να σε βλέπω με το νυφικο. Μου αρέσει που έχω μια νύφη δίπλα μου. Θα σου το βγάλω εγώ αποψε». Ένας ολοκληρος χείμαρρος υποσχεσεων σε μια μονο φράση. Ένα γλυκο ρίγος διαπερασε το κορμί της Μπελλας. «Δεν μπορώ να το φορώ σε ολο το μήνα του μελιτος», είπε κρυφογελωντας. «Καθώς ο μήνας του μελιτος θα κρατήσει για ολη την υπολοιπη ζωή μας, αυτο πραγματικά δε θα ήταν και πολύ εξυπηρετικο», είπε ο Εντουαρντ. «Η Πεγκι έχει ετοιμάσει τα πραγματα για σενα και την Ρενεσμι. Αν λείπει κάτι είναι εύκολο να συμπληρωθεί. Θα μου αρέσει να πάω τη γυναίκα μου για ψωνια. Να την κακομαθω».
* * *
Το φορεμα της Κριστινα:http://www.provagamou.gr/wp-content/uploads/articles/sinentefkseis/kouklitsa/forema_paranifaki_kouklitsa_3.jpg
Τα παπούτσια της Μπελλα:http://lenagamos.gr/site/wp-content/uploads/laceshoeclip5.jpg
Η ανθοδέσμη της Μπελλα:http://www.ideesgamou.gr/files/2011/02/leykh-nyfikh-anthodesmh-20.jpg