ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το Φορκς ήταν εντυπωσιακο. Με καταπράσινα τοπία, μια μικρή πολη, ήσυχη με τον απλο κοσμο της. Το σπίτι του Εντουαρντ ήταν απομονωμένο μέσα στο δάσος.
«Είναι τέλειο», είπε ξεπνοη η Μπελλα, καθώς ο Εντουαρντ κρατωντας την Ρενεσμι στο ένα χέρι, πήρε εκείνη απο το άλλο και την πήγε να γνωρίσει την Κατερίνα, την οικονομο, και το βοηθητικο προσωπικο, που περίμεναν να τους υποδεχτούν, αλλά δεν κατάφερε να συγκρατησει τοσα ονοματα.
Κοιταζοντας τους χαμογελαστή, υποσχέθηκε στον εαυτο της οτι τις επομενες μέρες θα φροντιζε να μάθει ολα τα ονοματα και να τους γνωρίσει καλύτερα. Ύστερα στάθηκε και κοίταξε περήφανη τον Εντουαρντ να δείχνει στο προσωπικο το μωρο που είχε ξυπνήσει πια και ήταν ολο ζωντάνια.
Πέρασαν το υπολοιπο απογευμα τακτοποιωντας την Ρενεσμι στο καινούριο της δωμάτιο και διαπληκτιζομενοι ευθυμα για το ποιος θα την εκανε μπάνιο. Τελικά την εκαναν μαζί, με αποτελεσμα να γινουν και οι δυο μούσκεμα. Οταν το μωρο κοιμήθηκε ευτυχισμένο στην κούνια του, ο Εντουαρντ την ξεναγησε στο καταπληκτικο σπίτι, ντυμενη πάντα με το νυφικο της και την ουρά να σέρνεται πίσω της.
Μπαίνοντας στο μεγάλο σαλονι, με το περίτεχνο, θολωτο ταβάνι, το μαρμάρινο δάπεδο και τις ανεκτιμητες αντικες, τα πορσελάνινα μπολ με τα πανέμορφα λουλούδια που σκορπιζαν παντού την ευωδιά της και γύρω γύρω υπήρχαν μεγάλα τζάμια που έμπαινε ολο το φως μέσα στο σπίτι, ήταν ανοιχτά και έμπαινε ο ζεστος αερας, η Μπελλα ανασαινε βαθιά. «Ουαου! Ζεις πραγματικά με εξαιρετικο στιλ! »
«Ζούμε με στιλ», τη διορθωσε εκείνος και το χέρι του σφιχτηκε στη μέση της. «Θυμησου ομως, αν υπάρχει κάτι που θέλεις να αλλάξει, θα αλλάξει».
«Ολα είναι τέλεια».
«Χαίρομαι! » Το χαμογελο του τη ζέσταινε. «Το ακίνητο αυτο και οι γύρω χώροι ανηκουν στην οικογένειά μου. Η μητέρα μου ομως το μισούσε, προφανώς. Προτιμούσε τα δυνατά φώτα και τη ζωή στην πολη. Είχαμε χρονια να έρθουμε εδώ. Ολο το μέρος ήταν θλιβερο και παραμελημένο. Οταν το κληρονομησα, φροντισα να ξαναβρεί την παλιά του αίγλη».
Η Μπελλα ελιωσε μέσα της. Τουλάχιστον ο Εντουαρντ. μιλούσε για τη μητέρα του, που τον είχε πονέσει τοσο πολύ, χωρίς ίχνος πικρίας. Απλώς διηγιοταν τα γεγονοτα. Τα τραύματα επουλωνονταν. Υπήρχε ομως κάτι ακομα που ήθελε να μάθει.
Εγειρε το κεφάλι της στο πλάι και τον κοίταξε.
«Πες μου γιατί, με ολη αυτή την πολυτέλεια στη διάθεσή σου, εμενες σ'εκείνη την πέτρινη καλύβα οταν συναντηθήκαμε, ντυμενος σαν φτωχοδιαβολος της παραλίας και φορώντας μια μπρούτζινη αλυσίδα που είχε αφήσει πρασινωπες κηλίδες στο λαιμο σου;»
Ένα πλατύ χαμογελο απλώθηκε στο προσωπο του. «Διάθεση φυγής. Λατρεύω τη θαλασσα. Πάω εκεί για να ξεθυμανω, να προσποιηθω οτι δεν είμαι ένας εκατομμυριουχος που διοικεί μια τεράστια αυτοκρατορία. Είμαι ινκόγκνιτο, ζω σαν χωρικος και ασχολούμαι με μια μικρή βάρκα. Δε θέλω να μ'ενοχλεί κανείς. Την ημέρα ομως που γνωριστηκαμε, ένας απο τους διευθυντές μου είχε παραβιάσει τον κανονισμο αυτο και είχε έρθει να μου μιλήσει για ένα προβλημα που πίστευε πως μονο εγώ μπορούσα να λύσω. Για τιμωρία, τον αναγκασα να έρθει μαζί μου που θα έριχνα τα καλάθια για τους αστακους, οσο θα μου μιλούσε για το προβλημα. Επιστρέφοντας στον ιδιωτικο μου κολπο, βρήκα στην παραλια το πιο ομορφο πλάσμα που είχα δει ποτέ. Και ξέρουμε και οι δυο τι συνεβη μετά».
«Ερωτευτηκαμε ο ένας τον άλλο», είπε η Μπελλα τρυφερά. «Γιατί ομως φορουσες εκείνη την ψεύτικη αλυσίδα;» Πήρε το προσωπο του ανάμεσα στις παλαμες της και το έφερε προς το μέρος της. Τα καφέ της μάτια έλαμψαν πονηρά.
Ο Εντουαρντ γλίστρησε τα χέρια του στους γοφους της και την τράβηξε πάνω στο ερεθισμενο του οργανο.
«Μου την έδωσε η Κριστινα», της απάντησε με φωνή που παλλοταν. «Η αδερφή μου και η οικογένειά της έμειναν στο ξενοδοχείο μου για μερικές μέρες. Έπρεπε να τη φορεσω. Την είχε αγοράσει με το χαρτζιλίκι της. Θυμάσαι που σου είπα οτι έπρεπε να δείξω σε κάποιους το νησί; Ήταν η Ροζαλι με την οικογένειά της. Εσύ νομιζες οτι ήμουν ξεναγος που μαζευα λίγα έξτρα λεφτά οποτε είχα την ευκαιρία κι εγώ δε σε διεψευσα. Πως μπορούσα, οταν το ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το Φορκς ήταν εντυπωσιακο. Με καταπράσινα τοπία, μια μικρή πολη, ήσυχη με τον απλο κοσμο της. Το σπίτι του Εντουαρντ ήταν απομονωμένο μέσα στο δάσος.
«Είναι τέλειο», είπε ξεπνοη η Μπελλα, καθώς ο Εντουαρντ κρατωντας την Ρενεσμι στο ένα χέρι, πήρε εκείνη απο το άλλο και την πήγε να γνωρίσει την Κατερίνα, την οικονομο, και το βοηθητικο προσωπικο, που περίμεναν να τους υποδεχτούν, αλλά δεν κατάφερε να συγκρατησει τοσα ονοματα.
Κοιταζοντας τους χαμογελαστή, υποσχέθηκε στον εαυτο της οτι τις επομενες μέρες θα φροντιζε να μάθει ολα τα ονοματα και να τους γνωρίσει καλύτερα. Ύστερα στάθηκε και κοίταξε περήφανη τον Εντουαρντ να δείχνει στο προσωπικο το μωρο που είχε ξυπνήσει πια και ήταν ολο ζωντάνια.
Πέρασαν το υπολοιπο απογευμα τακτοποιωντας την Ρενεσμι στο καινούριο της δωμάτιο και διαπληκτιζομενοι ευθυμα για το ποιος θα την εκανε μπάνιο. Τελικά την εκαναν μαζί, με αποτελεσμα να γινουν και οι δυο μούσκεμα. Οταν το μωρο κοιμήθηκε ευτυχισμένο στην κούνια του, ο Εντουαρντ την ξεναγησε στο καταπληκτικο σπίτι, ντυμενη πάντα με το νυφικο της και την ουρά να σέρνεται πίσω της.
Μπαίνοντας στο μεγάλο σαλονι, με το περίτεχνο, θολωτο ταβάνι, το μαρμάρινο δάπεδο και τις ανεκτιμητες αντικες, τα πορσελάνινα μπολ με τα πανέμορφα λουλούδια που σκορπιζαν παντού την ευωδιά της και γύρω γύρω υπήρχαν μεγάλα τζάμια που έμπαινε ολο το φως μέσα στο σπίτι, ήταν ανοιχτά και έμπαινε ο ζεστος αερας, η Μπελλα ανασαινε βαθιά. «Ουαου! Ζεις πραγματικά με εξαιρετικο στιλ! »
«Ζούμε με στιλ», τη διορθωσε εκείνος και το χέρι του σφιχτηκε στη μέση της. «Θυμησου ομως, αν υπάρχει κάτι που θέλεις να αλλάξει, θα αλλάξει».
«Ολα είναι τέλεια».
«Χαίρομαι! » Το χαμογελο του τη ζέσταινε. «Το ακίνητο αυτο και οι γύρω χώροι ανηκουν στην οικογένειά μου. Η μητέρα μου ομως το μισούσε, προφανώς. Προτιμούσε τα δυνατά φώτα και τη ζωή στην πολη. Είχαμε χρονια να έρθουμε εδώ. Ολο το μέρος ήταν θλιβερο και παραμελημένο. Οταν το κληρονομησα, φροντισα να ξαναβρεί την παλιά του αίγλη».
Η Μπελλα ελιωσε μέσα της. Τουλάχιστον ο Εντουαρντ. μιλούσε για τη μητέρα του, που τον είχε πονέσει τοσο πολύ, χωρίς ίχνος πικρίας. Απλώς διηγιοταν τα γεγονοτα. Τα τραύματα επουλωνονταν. Υπήρχε ομως κάτι ακομα που ήθελε να μάθει.
Εγειρε το κεφάλι της στο πλάι και τον κοίταξε.
«Πες μου γιατί, με ολη αυτή την πολυτέλεια στη διάθεσή σου, εμενες σ'εκείνη την πέτρινη καλύβα οταν συναντηθήκαμε, ντυμενος σαν φτωχοδιαβολος της παραλίας και φορώντας μια μπρούτζινη αλυσίδα που είχε αφήσει πρασινωπες κηλίδες στο λαιμο σου;»
Ένα πλατύ χαμογελο απλώθηκε στο προσωπο του. «Διάθεση φυγής. Λατρεύω τη θαλασσα. Πάω εκεί για να ξεθυμανω, να προσποιηθω οτι δεν είμαι ένας εκατομμυριουχος που διοικεί μια τεράστια αυτοκρατορία. Είμαι ινκόγκνιτο, ζω σαν χωρικος και ασχολούμαι με μια μικρή βάρκα. Δε θέλω να μ'ενοχλεί κανείς. Την ημέρα ομως που γνωριστηκαμε, ένας απο τους διευθυντές μου είχε παραβιάσει τον κανονισμο αυτο και είχε έρθει να μου μιλήσει για ένα προβλημα που πίστευε πως μονο εγώ μπορούσα να λύσω. Για τιμωρία, τον αναγκασα να έρθει μαζί μου που θα έριχνα τα καλάθια για τους αστακους, οσο θα μου μιλούσε για το προβλημα. Επιστρέφοντας στον ιδιωτικο μου κολπο, βρήκα στην παραλια το πιο ομορφο πλάσμα που είχα δει ποτέ. Και ξέρουμε και οι δυο τι συνεβη μετά».
«Ερωτευτηκαμε ο ένας τον άλλο», είπε η Μπελλα τρυφερά. «Γιατί ομως φορουσες εκείνη την ψεύτικη αλυσίδα;» Πήρε το προσωπο του ανάμεσα στις παλαμες της και το έφερε προς το μέρος της. Τα καφέ της μάτια έλαμψαν πονηρά.
Ο Εντουαρντ γλίστρησε τα χέρια του στους γοφους της και την τράβηξε πάνω στο ερεθισμενο του οργανο.
«Μου την έδωσε η Κριστινα», της απάντησε με φωνή που παλλοταν. «Η αδερφή μου και η οικογένειά της έμειναν στο ξενοδοχείο μου για μερικές μέρες. Έπρεπε να τη φορεσω. Την είχε αγοράσει με το χαρτζιλίκι της. Θυμάσαι που σου είπα οτι έπρεπε να δείξω σε κάποιους το νησί; Ήταν η Ροζαλι με την οικογένειά της. Εσύ νομιζες οτι ήμουν ξεναγος που μαζευα λίγα έξτρα λεφτά οποτε είχα την ευκαιρία κι εγώ δε σε διεψευσα. Πως μπορούσα, οταν το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν η ομορφη και σέξι γυναίκα που είχα γνωρίσει ποιος είμαι πραγματικά;»
Σφιγμένη πάνω στο δυνατο του σώμα η Μπελλα ελιωνε, αλλά τελικά βρήκε τη δύναμη να τον καθησυχασει.
«Σ'αγαπούσα οταν πίστευα οτι ήσουν απενταρος. Και αν τα χασεις ολα αυριο, πάλι θα σ'αγαπώ και...»
Ο Εντουαρντ τη σταμάτησε, αιχμαλωτιζοντας το στομα της με μια πείνα που την εκανε να χάσει το μυαλο της. Ο ποθος φούντωσε μέσα της, καθώς εκείνος τη σηκωσε στα χέρια του και βγήκε απο το σαλονι. Ανέβηκε τη μεγάλη σκαλα με αποφασιστικά βήματα, άνοιξε την πορτα της πολυτελεστατης κρεβατοκάμαρας και την άφησε να πατήσει τα τρεμαμενα ποδια της.
«Γυναίκα μου! »
Τα μακριά του δάχτυλα άρχισαν να ξεκουμπωνουν τα μικρά κουμπιά του νυφικού στην πλάτη της. Ο καυτος ποθος μέσα της μεγάλωσε ακομα περισσοτερο καθώς το νυφικο γλίστρησε και έπεσε απο το στήθος της. Ο Εντουαρντ το κατέβασε κι άλλο, αποκαλυπτοντας το μικροσκοπικο εσώρουχο απο δαντέλα και ένα βογγητο βγήκε απο το λαιμο του.
«Οταν σε είδα να μπαινεις στην εκκλησία, υποσχέθηκα στον εαυτο μου να το κάνω αυτο».
Τη σηκωσε στα χέρια του και την ακούμπησε απαλά πάνω στο σατινενιο σκέπασμα του τεράστιου κρεβατιού. Ξάπλωσε δίπλα της.
«Σ'αγαπώ...» της είπε.
«...Για πάντα! » Συμπληρωσε εκείνη επισφραγιζοντας την υποσχεση τους με ένα φιλί.
ΤΕΛΟΣ..
http://m.youtube.com/index?desktop_uri=%2F&gl=US#/watch?feature=mhee&v=vKKA87DsDy0