Η Έμπονυ Βάργκας είναι πουθενά και παντού.
Αόρατη από τους περισσότερους, αλλά τόσο κοντά σε αυτούς.
Έχει μνήμες, έχει ιστορία, έχει παρελθόν. Όπως όλοι.
Είναι μια αριστοκρατική, γοητευτική φιγούρα του σκότους που ξέρει να κρύβεται καλά,
καθώς η αγέρωχη σκιά της, βρίσκει πάντα τον τρόπο να σκαρφαλώνει
στους τοίχους του δικού μας θνητού κόσμου.
Έμπονυ Βάργκας
Νυχτερινοί Ψίθυροι
Σύντομα από τις εκδόσεις Ωκεανός.
Ακολουθεί μία πρώτη γνωριμία μαζί της.
Ένιωσε την σπονδυλική του στήλη να ανατριχιάζει από το κρύο και αυτό ήταν αρκετά παράξενο, μιας και στο όνειρό του έβλεπε πως βρισκόταν χαμένος σε κάποια άνυδρη, αφιλόξενη έρημο. Οι άνθρωποι κάποιες φορές όμως ονειρεύονται περίεργα όνειρα και αυτό το όνειρο ήταν πολύ παράξενο.
Το κρύο δυνάμωσε, μα συνέχισε να κοιμάται, μην δίνοντας καμία σημασία στο υποσυνείδητό του που του έλεγε να σηκωθεί και να πάρει την κουβέρτα, που σίγουρα τα πόδια του θα είχαν πετάξει κάτω από το κρεβάτι, για να σκεπαστεί.
Από την άλλη, δεν ήθελε να ξυπνήσει από την ημι-συνειδητή αυτή νάρκη, σίγουρα με πιασμένη την ανάσα και με την φευγαλέα, μα απατηλή ωστόσο, εντύπωση βαθιά αποτυπωμένη στο μυαλό του, πως τόση ώρα δεν ήταν μόνος μέσα στο δωμάτιο.
Έτσι, συνέχισε ηθελημένα να τρέμει από την επώδυνη αυτή δροσιά, περπατώντας παράλληλα κάτω από μία καυτή, κίτρινη, τεράστια σφαίρα σε μία άγνωστη έρημο, χαμένος μέσα στα σκονισμένα σταυροδρόμια του κοιμισμένου του εγκεφάλου, κυνηγημένος από μία άγνωστη θανάσιμη μορφή, που όσο κι αν την ήθελε κοντά του ελκυόμενος από έναν μαγνήτη απερίγραπτης άκρατης λαγνείας, το ένστικτό του ούρλιαζε να μείνει μακριά της.
Θανάσιμος τρόμος και γλυκιά ηδυπάθεια μαζί. Πράγματι, ήταν ένα πολύ παράξενο όνειρο.
Το ελαφρύ θρόισμα που άκουσε, τον έκανε να αφήσει έναν ήχο παρόμοιο με ερωτικό βογκητό, μα παρόλα αυτά, δεν έκανε την κίνηση να σηκωθεί. Και ήταν τόσο τυχερός για αυτό, γιατί δύο μέτρα μακριά του βρισκόταν ένα πλάσμα που με κάθε βεβαιότητα, είχε δει μόνο στις κινηματογραφικές ταινίες.
Ένα πλάσμα της νύχτας με ψυχή γεμάτη από πηχτό, κατάμαυρο σκοτάδι.
Φορούσε ένα κόκκινο, δερμάτινο παντελόνι που αγκάλιαζε σφιχτά τα γυμνασμένα, μακριά του πόδια. Πάνω από το αδύνατο και ευλύγιστο κορμί του, είχε ρίξει μία μακριά κάπα ίδιου χρώματος και υφάσματος που γυάλιζε από την λάμπα του δημοτικού φωτισμού που έριχνε αχνά το κίτρινο φως μέσα στο δωμάτιο, διαπερνώντας τις λεπτές, άσπρες κουρτίνες του παράθυρου, οι οποίες πήγαιναν ανάλαφρα πέρα δώθε από το απαλό αεράκι που φυσούσε.
Το πλάσμα έκανε λίγα βήματα να τον ζυγώσει και μόλις τον είδε να τρέμει, έπιασε την πεσμένη στο ξύλινο πάτωμα κουβέρτα και την κράτησε στα μακριά, λευκόχρωμα χέρια του με τα περιποιημένα, κόκκινα νύχια.
Δεν χρειαζόταν να την μυρίσει. Αυτός ο άντρας είχε ποτίσει ολόκληρο τον χώρο με την προσωπική του μυρωδιά που ήταν αδύνατο να προσποιηθεί, σαν κάποια ερωτευμένη ηρωίδα ενός φτηνού ρομαντικού βιβλίου, πως έφερνε το ύφασμα στην μύτη και ρουφούσε άπληστα το άρωμα του αντικειμένου της λατρείας της. Το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει με απληστία, ήταν να πίνει την ίδια την ζωή, παρατείνοντας απλά την δική της απέθαντη ύπαρξη.
Συνέχισε να κρατάει την πράσινη κουβέρτα και περίμενε υπομονετικά. Ο κοιμισμένος άντρας έβλεπε κάποιο όνειρο, μπορούσε να δει τα κλειστά μάτια του να κινούνται με γρήγορους ρυθμούς, σημάδι πως το όνειρό του πρέπει να είχε μεγάλη αγωνία. Κρύωνε κι όμως ήταν λουσμένος στον ιδρώτα. Πυρετό δεν είχε σίγουρα, μα από την άλλη, συμπεριφερόταν λες και η θερμοκρασία του είχε ξεπεράσει τους 100 βαθμούς της κλίμακας Φαρενάιτ.
Ξαφνικά, ο άντρας τινάχτηκε και εκείνη, χωρίς να το θέλει, θυμήθηκε. Θυμήθηκε τις φορές εκείνες που ξάπλωνε και λίγο προτού παραδοθεί στον αδελφό του Μορφέα, ένιωθε να πέφτει από έναν ουρανοξύστη εκατό ορόφων και λίγο προτού σκάσει στο έδαφος, με άσχημες μάλλον συνέπειες, τιναζόταν απότομα, έντρομη από αυτό το συναίσθημα. Και έπειτα, παραδινόταν ξανά στον ύπνο.
Ρεν Στράλλυν...
Δεν πρόλαβε να σκεφτεί το όνομα του άντρα που βρισκόταν αιχμάλωτος μέσα σε ένα όνειρο και τα πόδια της κινήθηκαν σαν από μόνα τους. Ήταν λες και οι δύο αυτές λέξεις έβαλαν τροχούς κάτω από τις δερμάτινες μπότες και τα πόδια κύλησαν αργά και αθόρυβα προς το μέρος του.
Το ίδιο αργά, σήκωσε το πάλλευκο χέρι και έκανε πέρα μία ιδρωμένη τούφα από το πρόσωπό του. Ο Ρεν δεν κατάλαβε τίποτα και συνέχιζε να κοιμάται, σκεπασμένος μέχρι τον λαιμό με αυτό το απαίσιο κάτασπρο σεντόνι που της θύμιζε σεντόνι νεκροτομείου.
Το κρύο χέρι άγγιξε το γεμάτο βαθιές χαρακώσεις καυτό μέτωπο, προσπαθώντας να του μεταφέρει λίγη από την παγωμένη ψυχραιμία που το διέκρινε, χωρίς κανένα όμως αποτέλεσμα. Οι κλειστές κόγχες συνέχιζαν να κινούνται σαν δαιμονισμένες, σημάδι πως το όνειρο του Ρεν γινόταν όλο και πιο αγωνιώδες.
¶θελά της πάλι, έφερε στο μυαλό της τους στίχους από ένα τραγούδι που είχε ακούσει στο κλαμπ του Ντικέϊντ Ντράχεν, το απαγορευμένο για τους θνητούς ''Νοσφερότικ'' :
COLD, SO COLD, WE'RE SO COLD
Και πράγματι, το κρύο είχε εγκατασταθεί μέσα στο κορμί της και ποτέ ξανά δεν θα ένιωθε την θέρμη του αίματος να τρέχει με ταχύτητα μέσα στις φλέβες, ζεσταίνοντας έτσι το σώμα της. Ήταν και θα παρέμενε ένα κρύο, ψυχρό πλάσμα που κρυβόταν πίσω από τις σκιές των άλλων και χωνόταν ανενόχλητα, και με κάποια διαστροφή τις περισσότερες φορές, μέσα στα όνειρα και τους εφιάλτες τους.
Μα ο Ρεν τα είχε αλλάξει όλα. Ο Ρεν ήταν ο γιος του Ξαβιέ. Και ο Ξαβιέ ήταν ο πατέρας που ποτέ της δεν γνώρισε. Και ήταν σαν κι εκείνη. Ένα σαγηνευτικό πλάσμα της νύχτας. Ένας βρυκόλακας. Και ο Ρεν έπρεπε επιτέλους να μάθει.
As vrea sa te...*
Δεν πρόλαβε να αποτελειώσει την σκέψη της και η επιθυμία της έγινε πραγματικότητα. Τα πορφυρά, παγωμένα χείλη άγγιξαν τρυφερά τα δικά του. Έμειναν εκεί, ενωμένα για κάτι περισσότερο από ένα ολόκληρο δευτερόλεπτο, ώσπου ξαφνικά το μετάνιωσε.
Αν ξυπνούσε; Τί στο καλό θα έκανε αν ο Ρεν ξυπνούσε και την έβλεπε να στέκεται από πάνω του; Μέσα στο σπίτι του; Κλέφτης των χειλιών του μέσα στην ίδια του κρεβατοκάμαρα;
Με μία αστραπιαία κίνηση, έκανε στροφή πετώντας ταυτόχρονα πάνω στο σώμα του κοιμισμένου άντρα την κουβέρτα και βγήκε βιαστικά έξω από το ανοιχτό παράθυρο, αφήνοντας πίσω της τον Ρεν να πολεμάει τους δικούς του δαίμονες.