Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.
Η συνέχεια της διάσημης σειράς βιβλίων έρχεται στα βιβλιοπωλεία στις 4 Αυγούστου με τίτλο «Midnight Sun» και αφηγείται την ιστορία του «Λυκόφωτος» από την πλευρά του Edward Cullen.
"Bella is with Edward. She's a part of this family, and we protect our family."
Carlisle Cullen, Twilight
Character of the Week
Rosalie Lillian Hale
(born 1915 in Rochester, New York) is a member of the Olympic coven.
She is the wife of Emmett Cullen and the adoptive daughter of Carlisle and Esme Cullen, as well as the adoptive sister of Jasper Hale (in Forks, she and Jasper pretend to be twins), Alice, and Edward Cullen.
Rosalie is the adoptive sister-in-law of Bella Swan and adoptive aunt of Renesmee Cullen, as well as the ex-fiancée of Royce King II.
Στο κατώφλι µιας νέας εποχής για τη Ροδεσία, η Μάντριγκαλ, έχοντας χάσει τον άντρα της λίγες µονάχα ώρες µετά τον γάµο τους, θρήνησε βαθιά την απώλειά του και αποφάσισε να ζήσει µε τη θύµησή του. Όµως δεν φαντάστηκε ποτέ πως θα της ζητούσαν να πάρει τη θέση της συζύγου του βασιλιά.
Ο βασιλιάς Έντουαρντ, αφού γνώρισε την απόλυτη ευτυχία δίπλα στη γυναίκα που λάτρεψε όσο καµία, την Άµπερλιν, δέχτηκε το σκληρότερο χτύπηµα της µοίρας όταν εκείνη πέθανε πριν προλάβει να φέρει στον κόσµο το παιδί τους. Ωστόσο, προκειµένου ν' ανταποκριθεί στα βασιλικά του καθήκοντα και να χαρίσει έναν διάδοχο στη Ροδεσία, είναι υποχρεωµένος να παντρευτεί ξανά και απ' όλες τις υποψήφιες επιλέγει τη Μάντριγκαλ.
Μήπως όµως το όνοµα της νέας του συζύγου κουβαλά µια σκοτεινή µοίρα; Άραγε υπάρχει ελπίδα να αλλάξει το πεπρωµένο; Θα καταφέρει η Μάντριγκαλ να ξυπνήσει την αγάπη στην καρδιά του άντρα και βασιλιά της; Κι εκείνος θα είναι σε θέση να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί τα αισθήµατά του πριν χάσει τα πάντα για άλλη µια φορά;
Η Σάρα ήταν μια δεκαεπτάχρονη πλούσια κοπέλα, που είχε την δυνατότητα να αντιλαμβάνεται διάφορες καταστάσεις, βλέποντας τα άτομα για τα οποία θέλει να μάθει.
Σάρα Τείσερ Τέξας 1886
Εκείνη τη νύχτα είχα έναν άσχημο εφιάλτη. Έβλεπα πως ήμουν μόνη, μέσα σε μια βαθιά υπόγεια σπηλιά και έτρεχα για να σωθώ. Καταλάβαινα πως κάτι ή κάποιος με ακολουθούσε κι εγώ έπρεπε να προστατευθώ, αλλά δεν καταλάβαινα από τι κρυβόμουν. Όταν ξύπνησα, το υπνοδωμάτιο μου φαινόταν πολύ σκοτεινό και αποφάσισα να βγω στο μεγάλο μπαλκόνι του δωματίου μου, για να πάρω λίγο καθαρό αέρα. Πίστευα πως το δροσερό αεράκι του Ιουλίου, θα με βοηθούσε να ηρεμίσω. Είχα πραγματικά χαλαρώσει, όταν άκουσα μια σαγηνευτική φωνή να μου απευθύνει το λόγο, φωνάζοντας το όνομα μου «Σάρα… Σάρα Τείσερ…» ξαφνιάστηκα, αλλά η περιέργεια νίκησε το φόβο και απάντησα «Παρακαλώ;» κάνοντας κι ένα μικρό βήμα μπροστά, πιο κοντά στη φωνή. Τότε, μια γυναικεία, λιγνή κορφή εμφανίστηκε δίπλα μου, στο μπαλκόνι του δωματίου μου. «Ονομάζομαι Μαρία.» είπε η γυναίκα με την απαλή φωνή της να ηχεί γλυκά στα αυτιά μου. Μες στο ημίφως, μπορούσα να ξεχωρίσω μόνο τη σκιά που έκανε το σώμα της στον απέναντι τοίχο και την αδύνατη σιλουέτα της. Μπορούσα να καταλάβω πως κάτι τρομακτικό θα γινόταν, κάτι που θα μου κόστιζε πολλά. Τίποτα δεν φαινόταν λογικό πλέον. Έκανα ένα βήμα προς τα πίσω, γυρνώντας στην αρχική μου θέση. Η Μαρία, με μια απότομη αλλά κατά περίεργο τρόπο ρευστή κίνηση, με έπιασε σφικτά από τους ώμους. Έβαλε υπερβολικά πολύ δύναμη για μια απλή γυναίκα και με πόνεσε πολύ. «Δε μπορείς να ξεφύγεις από εμάς.» είπε η μικρόσωμη γυναίκα. Η φωνή της ακούστηκε τρομακτική και σκληρή. Κάτι τρομερό με περίμενε από αυτό το πλάσμα, που σίγουρα δεν ήταν απλός άνθρωπος. Ήθελα να τρέξω μακριά, να ουρλιάξω ζητώντας βοήθεια, αλλά τα πόδια μου είχαν μείνει ακίνητα και οι μύες του στόματός μου είχαν παραλύσει. Δεν μπορούσα να ξεφύγω από αυτούς. Η γυναίκα το είχε πει και φαινόταν να το εννοεί. Οι ώμοι μου πονούσαν και άρχισα να μιλάω χαμηλόφωνα, προσπαθώντας να φανώ ψύχραιμη «Ποια είστε;» είπα, αλλά η φωνή μου ήταν πνιχτή από το φόβο. Η Μαρία, χωρίς να ξαφνιαστεί, μου απάντησε ψυχρά «Θα μάθεις αργότερα.» Εκείνη έλιξε την συζήτηση αλλά εγώ προσπάθησα να μιλήσω ξανά «Τι…» Η Μαρία, με υπεράνθρωπη ταχύτητα και δύναμη, με σήκωσε ψηλά στον αέρα, λες και ήμουν ένα πουπουλένιο μαξιλάρι σαν αυτά που είχα στο κρεβάτι μου και νόμιζα πως πετούσαμε, καθώς με κουβαλούσε σε μια σπηλιά σαν εκείνη στο όνειρό μου. Σε αυτή τη σπηλιά πέρασα τις χειρότερες μέρες και των δύο μου ζωών. Μετά από έξι μεγάλες, βασανιστικές, μέρες συνεχούς πόνου, ξύπνησα με την μορφή του βρικόλακα. Γνώρισα τον Πίτερ και τον Τζάσπερ, έμαθα για τη Μαρία, τη γυναίκα που με μεταμόρφωσε, το ταίρι του Τζάσπερ. Ο Πίτερ ήταν φανερό πως ήταν κάτι σαν τον υποκόμο που είχα στο σπίτι μου, θα μας ντάντευε. Ήταν ήρεμος και εξυπηρετικός. Ο δεύτερος, το Τζάσπερ, μπορούσα να καταλάβω πως ήταν ο πιο έμπυρος και ο καθοδηγητής του στρατού που έφτιαχνε το ταίρι του, η Μαρία. Αυτός ήταν οξύθυμος και σκληρός. Έμοιαζε αμείλικτος αλλά καταλάβαινα πως μέσα του πονούσε και δεν ήθελε τίποτα από όλα αυτά. Ο Πίτερ μου μίλησε για το τι είμαι και τι θα έπρεπε να γίνω. Με έψαχναν αρκετό καιρό, μου είπε μια μέρα καθώς περιμέναμε μαζί την Μαρία για να πάμε για κυνήγι. Ο Τζάσπερ μου εξήγησε γιατί μεταμόρφωσαν εμένα, πως είχα ένα χάρισμα, να αντιλαμβάνομαι διάφορες καταστάσεις και αυτό θα ήταν χρήσιμο στις μάχες. Θα τους βοηθούσα, είχε πει, στο να αυξήσουν τις περιοχές που έλεγχαν.
Έτσι κι έγινε. Μπορούσα να καταλάβω πως ήταν οργανωμένος ένας στρατός με μία και μοναδική ματιά. Ήξερα τα αδύναμα σημεία τους και τα ατού που έκρυβαν. Ο Τζάσπερ, με τον οποίο είχα αποκτήσει πολύ καλές σχέσεις, σε σχέση με τους υπόλοιπους νεογέννητους, τον πρώτο χρόνο της νέας μου ζωής μου επέτρεπε να ‘γευματίζω’ συχνότερα από τους υπόλοιπους βρικόλακες. Όμως παρά το ιδιαίτερο χάρισμα μου, δεν ήμουν καθόλου καλή στο να μάχομαι και μια μέρα, άκουσα τη Μαρία να λέει στον Τζάσπερ πως κρατούσα πίσω την ομάδα και ήμουν εμπόδιο στην επεκτατική τους πολιτική. Καταλάβαινα ότι ο Τζάσπερ, αργά αλλά σταθερά, με απομάκρυνε από την ομάδα του. Καθένας θα πίστευε πως όλα περνάνε από το χέρια του, αλλά εγώ καταλάβαινα πως στην πραγματικότητα η Μαρία κινούσε τα νήματα κι έδινε τις εντολές στον Τζάσπερ. Και δυστυχώς ούτε ο Τζάσπερ με θεωρούσε χρήσιμη πια. Μάλλον η Μαρία παρακινούσε τον Τζάσπερ εναντίον μου. Και οι δύο ήθελαν ένα δυνατό στρατό. Η Μαρία για να καλύψει τις επεκτατικές τις διαθέσεις και την ματαιοδοξία της και ο Τζάσπερ γιατί έτσι του είχε μάθει η Μαρία να ζει. Όλοι οι βρικόλακες που βρίσκονταν στον στρατό όταν με μεταμόρφωσε η Μαρία, είχαν τώρα αντικατασταθεί. Μόνο η Μαρία, ο Πίτερ, ο Τζάσπερ κι εγώ είχαμε παραμείνει ζωντανοί. Ακόμα και οι άλλες δύο γυναίκες, η Λούσι και η Νέτι, είχαν φύγει από την ομάδα πριν από αρκετό καιρό. Ήξερα πως η ανανέωση των βρικολάκων ήταν δουλειά του Τζάσπερ, αν και του ήταν πολύ δύσκολο να σκοτώνει τους παλιότερους και λιγότερο εξυπηρετικούς βρικόλακες. Αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να σκοτώσει κι εμένα. Δεν ήθελα να του προκαλέσω πόνο. Το χάρισμα μου, ο λόγος για τον οποίο με μεταμόρφωσε η Μαρία, μου έδινε τη δυνατότητα να καταλάβω πως το κλίμα ήταν πολύ βαρύ για εμένα και το τέλος μου πλησίαζε ταχύτατα.
Β. Μεξικό 31 Οκτωβρίου 1867 Είχε περάσει μόλις ενάμιση χρόνος και τρεις μέρες από τη μεταμόρφωσή μου και σήμερα θα έπρεπε να πολεμήσουμε κατά του στρατού του Κάρνε, με σκοπό να κυριαρχήσουμε και στο Βόρειο Μεξικό. Οι μέρες που μου απέμεναν ήταν μετρημένες στα δάκτυλα και ο Τζάσπερ θα αναγκαζόταν να με σκοτώσει. Ήμασταν παραταγμένοι και έτοιμοι για την μάχη. Η θέση μου ήταν ανάμεσα σε δύο καινούριους βρικόλακες, μόλις μερικών εβδομάδων. Είχα ήδη βρει το θύμα μου, μια μικρόσωμη καστανομάλλα κοπελίτσα. Περίμενα απλά να κάνει κάποιος άλλος την πρώτη κίνηση και η μάχη θα άρχιζε.
Μιλούσα με έναν νεογέννητο που βρισκόταν στη γραμμή μου, όταν, με την άκρη του ματιού μου, είδα μια γνωστή φυσιογνωμία. Γύρισα πίσω, λίγους μήνες πριν από εκείνο το τραγικό βράδυ της μεταμόρφωσης. Προσπάθησα να ανασύρω διάφορες εικόνες από τη ζωή μου ως άνθρωπος. Τα πρόσωπα των φίλων και των γνωστών μου, μαζί με τις ευχάριστες στιγμές που είχα περάσει μαζί τους, ήταν θαμπά κάτω από το της θνησιμότητας. Ποτέ μετά τη μεταμόρφωση μου δεν είχα σκεφτεί την παλιά μου ζωή και αυτό έκανε τις αναμνήσεις ακόμα πιο θαμπές. Μου έλειπαν πολύ. Και τότε έγινε η ταυτοποίηση. Τώρα έβλεπα διάφορες εικόνες από την παλιά μου ζωή. Ο τελευταίος γάμος στον οποίο είχα παρευρεθεί. Και η καλύτερη μου φίλη. Η μικρότερη κόρη του συνεργάτη του πατέρα μου στη τράπεζα, το στήριγμα μου στα δύσκολα. Αυτής της οποίας τα μάτια κάποτε ήταν πράσινα, γεμάτα ευτυχία και αγάπη. Τώρα πια, εκείνα τα μάτια είχαν αντικατασταθεί από κάποιας ξένης. Δύο πυρωμένα μάτια που με κοίταζαν γεμάτα μίσος και φθόνο. Τα μάτια της Τσάκι Κόουαν, της κολλητής μου από τα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Θυμήθηκα την τελευταία φορά που την είδα, πριν περίπου δύο χρόνια, στο γάμο του μικρότερου από τους δύο αδερφούς της. ήταν εκθαμβωτική με το λευκό της φόρεμα να αστράφτει στο φως της πανσέληνου. Δεν θα έπρεπε να βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση! Γιατί αυτή; Ήταν στην ηλικία μου, κι όμως είχε παντρευτεί οικιοθελώς. Είχε ερωτευτεί κι έφυγε από το Τέξας για να ζήσει στο βόρειο Μεξικό με τον άντρα της. Μα γιατί η μοίρα παίζει τόσο άσχημα παιχνίδια; Ανατρίχιασα στην ιδέα του ότι καμιά μας, ποτέ δεν θα πραγματοποιούσε τα όνειρα που κάναμε μαζί. Σχέδια για μια οικογένεια, παιδιά, κοινωνική αξιοπρέπεια.
Κυριευμένη από την ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον γνωστό και χωρίς να σκεφτώ τις συνέπειες των πράξεων μου, έφυγα από τη γραμμή μου και κατευθύνθηκα προς το μέρος της. Ο Τζάσπερ με κοίταξε ερωτηματικά και προσπάθησε να με σταματήσει αλλά δεν του έδωσα σημασία και συνέχισα τον δρόμο μου. Ένας βρικόλακας που είχε περάσει τα χρόνια του νεογέννητου, θα μπορούσε να καταλάβει με ευκολία ότι δεν είχα κανένα ίχνος έχθρας στις κινήσεις μου. Μα αυτή ήταν νεογέννητη και δεν έπραττε σύμφωνα με τη λογική.
Ήμουν λίγα μέτρα μακριά της, όταν χωρίς καμία προειδοποίηση και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, η Τσάκι συσπειρώθηκε και μου επιτέθηκε. Μου όρμησε αθόρυβα, δαγκώνοντας με δύναμη και σκίζοντας ταχύτατα το αριστερό μου χέρι από το μπράτσο. Ήξερα πως είχα κάνει λάθος που τη πλησίασα. Θα μπορούσα ακόμα να αντεπιτεθώ και ίσως είχα τη δυνατότητα να τη νικήσω. Μα δεν ήθελα να της κάνω κακό. Δεν ήξερε τι έκανε. Έτσι κι αλλιώς, ο Τζάσπερ θα με σκότωνε πολύ σύντομα. Θα έβγαζα κι αυτόν από τη δύσκολη θέση, αφού του ήταν τόσο δύσκολο.
Η παλιά μου φίλη γρύλισε, και το γρύλισμα της ήταν το εναρκτήριο λάκτισμα της μάχης. Τώρα, γύρω μου, άλλοι βρικόλακες μάχονταν και προσπαθούσαν να επιβιώσουν για άλλη μια φορά. Το γρύλισμα της ακολουθήθηκε από τον φρικτό ήχο των δοντιών της που εισχωρούσαν με βία μέσα στο παγωμένο δέρμα του δεξιού μηρού μου. Μου έσπασε το δεξί πόδι και συνέθλιψε τη γάμπα μου καθώς το αποκολλούσε από το σώμα μου. Και όσο η φίλη μου υπέγραφε τη θανατική μου καταδίκη και γινόταν η δολοφόνος μου, εγώ προσπαθούσα να θυμηθώ όλες εκείνες τις ευχάριστες στιγμές που είχα περάσει μαζί της. δεν με ενδιέφερε εάν θα ζούσα πλέον. Από τη στιγμή που δεν ήμουν άνθρωπος, δεν ήθελα να υπάρχω. Δεν ήθελα τη ζωή του βρικόλακα. Είχα βαρεθεί τις μάχες. Ήθελα την παλιά μου οικογένεια και τους φίλους μου, αποζητούσα το επιβαρυμένο με μαθήματα πιάνου και τσέλου πρόγραμμα μου. Θυμόμουν στιγμές ευτυχίας, παρέα με την καλύτερη φίλη μου, τον λυτρωτή μου, τη δολοφόνο μου. Το καλοκαίρι του 1864, στον πίσω κήπο της εξοχικής μας κατοικίας και τον χειμώνα του 1865, δίπλα στο τζάκι του σπιτιού μεγάλου της σπιτιού, όταν μιλούσαμε για τον επικείμενο, υπερπολυτελή γάμο που θα έκανε. Κι όσο εγώ σκεφτόμουν το παρελθόν, η Τσάκι με ξέσκιζε, αποκολλώντας διάφορα μέλη του σώμα του μου από τον κύριο κορμό. Κι εγώ έμενα σιωπηλή, αναπολώντας τη παλιά μου ζωή. Και τότε αντιλήφτηκα τον Τζάσπερ, που κατευθυνόταν προς το μέρος μου, θέλοντας να με σώσει. Του έριξα ένα ικετευτικό βλέμμα, παρακαλώντας τον να γυρίσει στη μάχη και να με αφήσει να πεθάνω. Δεν υπήρχε περίπτωση να σταματήσει εάν δεν επέμβαινε η Μαρία, πιάνοντας τον από τον ώμο, αποτρέποντας τον να συνεχίσει. Δε είχα φωνάξει καθόλου, μέχρι το τελειωτικό χτύπημα, όταν η Τσάκι μου έσπασε το σβέρκο. Τότε δεν άντεξα και για ένα μοναδικό δευτερόλεπτο, γρύλισα δυνατά. Δεν ήθελα να το κάνω αυτό. Ήθελα, εάν η Τσάκι ζούσε μέχρι τη στιγμή που θα μπορούσε να αντιληφτεί τις πράξεις της, να μην έχει καμία λυπηρή ανάμνηση από εμένα.
Εγώ, ίσως χάρη στη δυνατότητα που είχα, πέρασα πολύ γρήγορα το στάδιο του νεογέννητου. Δεν ενδιαφερόμουν για τις περιοχές που είχαμε στον έλεγχο μας, ήθελα μια απλή ζωή κι αφού δεν μπορούσα να την έχω ήταν καλύτερα να πεθάνω τώρα. Και σίγουρα προτιμούσα να με σκοτώσει οποιοσδήποτε άλλος εκτός από τον Τζάσπερ. Μέχρι και τα τελευταία μου λεπτά, παρακαλούσα να πάω εκεί που πάνε οι βρικόλακες όταν διαμελιστούν και καούν.
Έχει επεξεργασθεί από τον/την emerald eyes στις Τρι 8 Ιουν 2010 - 0:04, 1 φορά
emerald eyes Golden Eyed Vampires
Ηλικία : 37 Τόπος : 9 cycles of hell Αριθμός μηνυμάτων : 2461 Registration date : 18/01/2009
Καθόμουν μόνη στο δωμάτιό μου με κλειστή την πόρτα και πραγματικά ευχόμουν να σταματήσει η καρδιά μου. Ίσως έτσι να σταματούσε κι αυτός ο απαίσιος πόνος κάτω από το αριστερό μου στήθος που με έτρωγε σα σαράκι. Η αναπνοή μου κοβόταν αργά-αργά και ένιωθα πως πνιγόμουν. Αναγκαστικά πήρα μια βαθιά ανάσα σαν αναφιλητό και τα δάκρυα άρχισαν να κυλάνε καυτά πάνω στα μάγουλά μου. Αυτή ήταν η πιο δύσκολη απόφαση που είχα πάρει ποτέ. Ήταν πιο δύσκολη και από την επιλογή μου να ζήσω μαζί με τον πατέρα μου, πιο δύσκολη από το να αρνηθώ τους παιδικούς μου φίλους στην Αριζόνα, πιο δύσκολη από κάθε τι.
Χωρίς να το θέλω, ερωτεύτηκα έναν άνθρωπο που έμοιαζε τέλειος. Ο Edward ήταν γλυκός και τρυφερός, φαινόταν να ξέρει πολύ καλά τι θέλει μια κοπέλα και κάθε φορά που βρισκόμουν δίπλα του, ένιωθα να με τυλίγουν προστατευτικά αόρατα χέρια, τα δικά του χέρια. Ήταν περιποιητικός μαζί μου και δρούσε πριν από μένα για μένα. Μπορούσα να χαθώ ώρες μέσα στο βλέμμα του και αισθανόμουν πάντα πως η καρδιά μου δε θα άντεχε τόση ευτυχία όταν με άγγιζε ή με φιλούσε. Είχα ένα ανεξήγητα ηλίθιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη μου μόνο με μια του ματιά και έμοιαζε να το απολαμβάνει.
Από την άλλη ο Jacob ήταν πάντα ο καλός μου φίλος που με προστάτευε όταν οι άλλοι με αδικούσαν ή με πλήγωναν. Το ίδιο έκανε όταν ο Edward τα έφτιαξε με μια φίλη τη αδερφής του, της Rosalie. Πονούσα και υπέφερα τόσο πολύ αλλά δεν ήθελα να το δείχνω. Προσποιήθηκα πως δε με ένοιαζε και ήμουν πολύ τυπική καθώς αναγκαζόμουν να βγαίνω μαζί τους εφόσον μοιραζόμαστε την ίδια παρέα. Το βλέμμα του Edward κραύγαζε συγγνώμη και σε πολλά του σημειώματα μου έλεγε πως δεν το είχε επιλέξει εκείνος, πως δεν το ήθελε. Έγραφε πως ήταν μια απόφαση των γονιών του και ήταν παγιδευμένος σε κάτι που τον σκότωνε όπως πέθαινα κι εγώ. Όσο κι αν το ήθελα δεν μπορούσα να τον πιστέψω.
Ο Jacob με απομάκρυνε από τον Edward υπενθυμίζοντάς μου συνέχεια τον πόνο που μου προκάλεσε. Υποσχόταν ότι κοντά του δε θα υπέφερα και μου το έδειχνε έμπρακτα. Αυτό το μοναδικό του χιούμορ και η ζεστασιά που διέχεαν τα μάτια του με έκαναν να τον συμπαθήσω. Ή μάλλον για να το θέσω καλύτερα δεν τον συμπαθούσα μόνο ˙ τον αγαπούσα άλλα όχι με τον τρόπο που με αγαπούσε κι εκείνος. Εγώ δεν ήμουν ερωτευμένη μαζί του.
Πριν τέσσερις μήνες και ενώ γύριζα στο σπίτι είδα το αυτοκίνητό του σταθμευμένο στη θέση του δικού μου. Παραξενεύτηκα γιατί ποτέ δεν ερχόταν βραδιάτικα με το αυτοκίνητό του στο σπίτι μου. Μπήκα μέσα γεμάτη περιέργεια και τον είδα να κάθεται δίπλα στο παράθυρο γελώντας. «Μόνος σου είσαι;», τον ρώτησα εμφανώς απορημένη.
«Ναι, ο Charlie μου άνοιξε και έφυγε γιατί έτυχε κάτι έκτακτο στο τμήμα.», είπε γελώντας. Δεν το είχα προσέξει αλλά ο Jake φορούσε κοστούμι.
«Σχεδιάζεις να πας κάπου ντυμένος έτσι;», τον ρώτησα δείχνοντας τον με την παλάμη μου.
«Ουσιαστικά ήρθα να σου πω κάτι και απαιτείται να είμαι κατάλληλα ντυμένος.», είπε με το ίδιο χαμόγελο.
«Τι πράγμα;», ρώτησα και κούνησα το κεφάλι μου.
«Έλα μαζί μου!» Με έπιασε από τα χέρια, με πήγε στο δωμάτιο μου και με κάθισε στο κρεβάτι μου. Υπήρχαν παντού αναμμένα κεριά. Αυτό σήμαινε ότι υπήρχε συνεννόηση μεταξύ του Charlie και του Jake.
Ο Jacob τράβηξε μια καρέκλα και ήρθε πολύ κοντά μου.
«Θέλω να με ακούσεις και να μου δώσεις μια απάντηση.»
«Μια απάντηση;» Φοβόμουν να ακούσω τη συνέχεια.
Πέρασε τα χέρια του μέσα από τα μαλλιά του και μετά έτριψε το πρόσωπό του αναστενάζοντας. «Bella, εγώ σ’ αγαπάω. Και… Θέλω να γίνεις γυναίκα μου.»
Το πρόσωπό μου ξαφνικά σκοτείνιασε.
«Το ξέρω ότι δε νοιάζεσαι για μένα με τον τρόπο που νοιάζομαι εγώ αλλά είμαι πεπεισμένος ότι με τον καιρό θα μάθεις να με αγαπάς κι εσύ. Θα με αγαπήσεις όπως σε αγαπώ.» Δε μου άφηνε περιθώρια να αρνηθώ. «Τι σκέφτεσαι;»
Βρισκόμουν σε πολύ δύσκολη θέση και σκεφτόμουν με προσοχή όσα ήθελα να του πω για να μην τον πληγώσω.
«Δε με ξεγελάς, Bella. Ξέρω ότι δεν είσαι ερωτευμένη μαζί μου αλλά η αγάπη που νιώθω για σένα είναι μεγάλη, τόσο μεγάλη που πιστεύω ότι θα είναι αρκετή και για τος δυο μας.»
Βρήκα επιτέλους τα λόγια και το κουράγιο να απαντήσω. Χαμογέλασα με γλυκύτητα και του χάιδεψα το πρόσωπο.
«Jake, σε αγαπάω πραγματικά…»
«Ναι, αλλά σαν αδερφό ή φίλο.» Το πρόσωπό του σκοτείνιασε. «Δε θέλω να στενοχωριέμαι.»
«Ούτε κι εγώ θέλω να σε στενοχωρώ.» Τα πρώτα δάκρυα άρχισαν να ανεβαίνουν στα μάτια μου.
«Τότε γιατί δε μου απαντάς;»
Έκλεισα για μια στιγμή τα μάτια μου και είδα τον Edward να φιλιέται με εκείνη την άγνωστη. Μια σουβλιά με διαπέρασε. Αμέσως είδα το πρόσωπο του Edward μαραμένο με τα υπέροχα μάτια του να λάμπουν από θλίψη.
«Σου υπόσχομαι ότι θα το σκεφτώ. Αρκεί αυτό;»
«Για σήμερα ναι! Θα περιμένω!»
Όταν έφυγε έπεσα με δύναμη στο κρεβάτι μου και έκλαψα με όλες εκείνες τις εικόνες να με βασανίζουν. Φοβόμουν επειδή τα πράγματα άρχισαν να σοβαρεύουν απότομα και ήταν αναπόφευκτο να ξεφύγω από αυτή την κατάσταση. Αλλά ο Jacob δεν το άξιζε αυτό. Ένιωθα σα μικρό παιδάκι μόνο του κάτω από την καταρρακτώδη βροχή. O Charlie δεν είχε επιστρέψει ακόμη. Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα στο σπίτι του Jake. Μου άνοιξε ο πατέρας του και μπορώ να πω ότι περίμενε την επίσκεψή μου. Με σταθερά βήματα έφτασα μπροστά στην κλειστή πόρτα του και χτύπησα ελαφρά.
«Μπαμπά δε θέλω να φάω. Δεν πεινάω.», ακούστηκε εκνευρισμένος.
«Εγώ είμαι…»
Η πόρτα άνοιξε σχεδόν αμέσως.
«Να περάσω;»
«Φυσικά, Bella!»
Στεκόμουν όρθια με κατεβασμένο το κεφάλι και ήθελα όσο τίποτα να τελειώνω με αυτό.
«Ναι!», είπα μέσα από τα δόντια μου.
«Τι είπες, Bella;»
«Ναι!», ξαναείπα πιο δυνατά αυτή τη φορά και τον κοίταξα στα μάτια.
«Δηλαδή αυτό σημαίνει ότι..»
«Ναι!», επανέλαβα. «Δέχομαι την πρότασή σου.»
Έμεινε να με κοιτάζει χαμογελώντας έκπληκτος και ταυτόχρονα ευτυχισμένος.
«Είσαι ευτυχισμένη;»
«Ναι.»
«Για όνομα του Θεού, Bella! Δεν μπορώ να το πιστέψω!» Με σήκωσε στην αγκαλιά του στροβιλίζοντάς με. «Δεν το πιστεύω! Πες μου ότι μου λες αλήθεια.»
«Αλήθεια σου λέω!»
«Ονειρεύομαι, σωστά; Είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου.»
«Ηρέμησε λίγο γιατί θα με σκάσεις.»
«Θα σου δώσω όσο χρόνο χρειάζεσαι! Θα σε κάνω ευτυχισμένη.»
Αυτή η τελευταία φράση με τρόμαξε και με γέμισε ξανά με σουβλιές.
«Χωρίς εσένα τίποτα δεν έχει νόημα στη ζωή μου. Θα προτιμούσα να πεθάνω. Το εννοώ!»
«Δε θα χρειαστεί! Θα περάσουμε μαζί το υπόλοιπο της ζωής μας.», είπα με ένα προσποιητό χαμόγελο.
Με άφησε για λίγο από την αγκαλιά του και ώσπου να πάρω μια ικανοποιητική αναπνοή γύρισε με ένα μικρό κουτάκι στα χέρια. Μου πέρασε το δαχτυλίδι και με φίλησε με συνοπτικές διαδικασίες. Για το υπόλοιπο της ώρας μου ανέφερε πόσο σημαντική είμαι για εκείνον και πόσο θα υπέφερε αν με έχανε.
Σήμερα, τέσσερις μήνες μετά την πρόταση γάμου και παραμονή του γάμου μου ζήτησα από τον Charlie να με αφήσει μόνη με τις φίλες μου ως τελευταία μέρα της εργένικης ζωής μου. Φυσικά όλα ήταν μια πρόφαση για να μείνω όλη μέρα μόνη μου και να κατηγορήσω τον εαυτό μου με την ησυχία μου. Το απόγευμα άκουσα τη μηχανή ενός αυτοκινήτου να σταματάει απότομα μπροστά από το σπίτι μας αλλά δεν έδωσα σημασία. Μετά άκουσα χτυπήματα στην πόρτα και τον Edward να ουρλιάζει το όνομά μου. Μια ακαταμάχητη επιθυμία με έκανε να του ανοίξω.
Μπήκε μέσα σα σίφουνας, κοπάνησε την πόρτα πίσω του και με τράβηξε στο δωμάτιό μου. Με ώθησε μέσα και κλείδωσε την πόρτα.
«Δε θα παντρευτείς!»
«Καλύτερα άνοιξε την πόρτα αλλιώς θα μπήξω τα νύχια μου στο πρόσωπό σου.»
«Δεν μπορείς να παντρευτείς!»
«Γιατί ποιος θα με σταματήσει;»
«Δεν μπορείς να παντρευτείς αυτό τον βλάκα!»
«Πρώτα να πλένεις το στόμα σου με σαπούνι πριν μιλήσεις γι’ αυτόν. Πρώτα απ’ όλα αυτός πάντα κρατούσε τις υποσχέσεις του. Θυμάσαι όταν μου έλεγες σ’ αγαπάω, είμαι ερωτευμένος μαζί σου, οι φακίδες σου με τρελαίνουν… Και ύστερα από όλα αυτά με παράτησες για μια άλλη. Λοιπόν, σταμάτα να μου τη χαλάς και δίνε του!» Έλπιζα ότι σε αυτό τον τόνο θα τον έκανα να φύγει. «Άνοιξε την πόρτα τώρα!!» Εκείνος πέταξε το κλειδί από το παράθυρο και έτρεξα να το πιάσω αλλά ευτυχώς με συγκράτησε πριν πέσω.
«Γιατί μου το κάνεις αυτό;», με ρώτησε κοιτάζοντας με στα μάτια.
«Σε εκλιπαρώ, μην το κάνεις πιο δύσκολο Edward!»
«Τελείωσε, φεύγουμε! Θα ξεκινήσουμε μια καινούρια ζωή μακριά από όλους τους!»
«Δε γίνεται! Τέλειωσαν όλα για μας.»
«Πες το!... Πες ότι δε με αγαπάς. Αρνήσου ότι παντρεύεσαι τον Jacob από πείσμα.» Με κοίταζε μέσα στα μάτια και μου ήταν εξαιρετικά δύσκολο να μη λυγίσω.
«Πες μου ότι δε νιώθεις τίποτα όταν σε φιλάω ή όταν σε αγγίζω. Πες το!» Οι κόγχες των ματιών του είχαν στενέψει. «Πες του μου και σου υπόσχομαι ότι θα φύγω και δε θα σε ενοχλήσω ποτέ ξανά.»
«Τι αστείο! Πώς θα φύγεις από δω μέσα εφόσον πέταξες το κλειδί;» Έβαλε το χέρι του στην τσέπη και έβγαλε το κλειδί.
«Είσαι…»
«Σςςς!» Μου έκλεισε το στόμα. «Δε θα σε ενοχλήσω ποτέ ξανά. Θα σου πω μόνο κάτι τελευταίο. Είσαι το μόνο πράγμα για το οποίο νοιάζομαι σε αυτή τη ζωή.» Αυτόματα μου ήρθαν στο μυαλό τα λόγια του Jacob. “Χωρίς εσένα τίποτα δεν έχει νόημα στη ζωή μου. Θα προτιμούσα να πεθάνω. Το εννοώ!”
«Πες το, Bella! Μετά θα χαθώ από τη ζωή σου.» Φίλησε τα χέρια μου.
«Δώσε μου το κλειδί.»
«Σε παρακαλώ, μην το κάνεις!»
«Σε παρακαλώ, φύγε! Αύριο παντρεύομαι!»
«Σε παρακαλώ!» Τα μάτια του Edward με κοίταζαν ικετευτικά γεμάτα δάκρυα.
Ξεκλείδωσε την πόρτα, με αγκάλιασε και μου έδωσε το κλειδί φιλώντας με. Είχε παραδοθεί. Με φίλησε στο μέτωπο, στα μαλλιά και κλαίγαμε μαζί αγκαλιασμένοι. Με έσφιξε στην αγκαλιά του και λίγο πριν φύγει μου είπε: «Δε θα σε ξεχάσω για το υπόλοιπο της ζωής μου.»
Έπεσα στο κρεβάτι μου ξεσπώντας τον πόνο μου στο νυφικό. Μετά σηκώθηκα προς το παράθυρο και τον είδα να κάθεται γονατισμένος στο δέντρο, να κλαίει και να χτυπάει τις γροθιές του στον κορμό.
Ως αυτή τη στιγμή πίστευα πως η καλύτερη λύση για να τιμωρήσω τον Edward, τον εαυτό μου και να κάνω ευτυχισμένο τον Jake που τόσο πολύ με αγαπάει, θα ήταν αυτός ο γάμος. Όμως, συνεχίζοντας αυτή την κωμωδία δε θα τον έκανα τρισευτυχισμένο όπως νόμιζε, αλλά δυστυχισμένο για το υπόλοιπο της ζωής του και δεν του άξιζε.
Αυτή ήταν η διαφορά! Πόσο αλλιώτικα ένιωθα όταν με κρατούσε στην αγκαλιά του ο Edward. Τόση ζεστασιά και γαλήνη που ολόκληρο το κορμί μου μούδιαζε! Όταν με αγκάλιαζε όμως ο Jacob, ένιωθα σα να αγκάλιαζα μια στιβάδα χιόνι εφόσον ένιωθα μόνο ευγνωμοσύνη για εκείνον, όχι έρωτα! Φωτιά και Πάγος. Πώς θα μπορούσαν να συνυπάρξουν αυτοί οι δυο άνθρωποι μέσα μου, τόσο διαφορετικοί; Τι θα υπερνικήσει; Ο έρωτας και η αγάπη μου για τον Edward ή η ευγνωμοσύνη και το καθήκον μου στον Jacob;
emerald eyes Golden Eyed Vampires
Ηλικία : 37 Τόπος : 9 cycles of hell Αριθμός μηνυμάτων : 2461 Registration date : 18/01/2009
Τα χέρια του κατέβηκαν απ' τα μάγουλα στα μπράτσα μου και με κοίταξε με τα ολόχρυσα μάτια που τόσο αγαπούσα και τα χείλη, που τόσο λαχταρούσα να με φιλήσουν συσπάστηκαν..
"Πώς τον αντέχεις;" ρώτησε μια φωνή από πολύ κοντά.
Άργησα, αλλά κατάλαβα, πως οι λέξεις αυτές βγήκαν από το στόμα του Έντουαρντ.
"Πώς μπορείς να είσαι μ' αυτή την αιμορουφήχτρα;"
Εγώ έμεινα ήρεμη και το μόνο που έκανα ήταν να τον φιλήσω απαλά στα καταπληκτικά του χείλη.
Ξαφνικά, μέσα από κάτι δέντρα, εμφανίστηκε ένας τεράστιος, καστανοκόκκινος λύκος. Καθώς ορμούσε προς το μέρος μας, η έκφραση του Έντουαρντ άλλαξε: έγινε πιο απότομη, πιο σκληρή.
"Κάνε πίσω!"με διέταξε με την - δική του αυτή τη φορά - βροντερή φωνή του.
Γύρισε προς το μέρος του λύκου τόσο γρήγορα που ένα ελαφρό αεράκι φύσηξε τα μαλλιά μου.
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα, δεν ήμουν σίγουρη πως είχα προλάβει να πάρω μια ανάσα κι ο λύκος με τον Έντουαρντ συγκρούστηκαν. Αρχικά κυλίστηκαν στο έδαφος, όπως στις ταινίες. Ύστερα άρχισαν να προσπαθούν να ξεσκίσουν ο ένας τη σάρκα του άλλου και μετά...τίποτα.
"Μπέλλα, Μπέλλα;" ακούστηκε μία βελούδινη, ανήσυχη φωνή μέσα στο σκοτάδι. Ο Έντουαρντ με ταρακουνούσε.
"Τ..Τί έγινε;" ψέλλισα. Προσπάθησα να σηκωθώ αλλά δύο δυνατά χέρια με έσπρωξαν πίσω στο στρώμα μου.
"Ουρλιάζεις στον ύπνο σου σαν τρελή" εξήγησε ο Έντουαρντ -ήρεμα αυτή τη φορά. Απλά και σύντομα. Με νόημα στις λέξεις. Ήμουν έτοιμη να του να πω να σταματήσει το λακωνισμό, όταν βήματα ακούστηκαν στις σκάλες. Γύρισα για μία στιγμή να κοιτάξω την πόρτα κι όταν ξαναγύρισα δεν υπήρχε κανείς δίπλα μου.
Λίγες στιγμές αργότερα, μπήκε μέσα στο δωμάτιό μου φουριόζος ο Τσάρλι κι αυτά που μου είπε δεν ήταν αυτά που περίμενα, ήταν απότομα και θυμωμένα:"Τέλος! ΤΕ-ΛΟΣ! Μ' άκουσες; Δεν μπορώ να ξέρω πως κάτι σου συμβαίνει και δεν μπορώ να κάνω κάτι. Θα πας στο Τζάκσονβιλ με την μητέρα σου και τον Φιλ. Ξέρω! Ξέρω πως δεν περνάς καλά εδώ. Εδώ - μαζί μου!"
Έμεινα να τον κοιτάω άφωνη! Δεν είχα ξανακούσει ποτέ να μιλάει έτσι ο Τσάρλι. Μα, τί του συνέβαινε;
"Μπαμπά"ξεκίνησα "είναι η πρώτη φορά μετά από μήνες". Σκέφτηκα το όνειρο και δάκρυα κύλησαν από τα μάγουλά μου. Δεν ήθελα να φύγω από εδώ κι είπα μέσα από λυγμούς: "Και ξέρεις τί είδα; Εσένα να πεθαίνεις! Να σε διαλύει μία αρκούδα! Ήταν φρικιαστικό"
Η έκφρασή του μαλάκωσε λίγο - αν και ποτέ ηρεμήσει, τελείως - κι είπε:
"Μπελς..συγγνώμη..Δεν ήθελα να.." άφησε στη μέση τη φράση του κι βγήκε έξω κοπανώντας με δύναμη την πόρτα η οποίο ξανάνοιξε με ένα σιγανό τρίξιμο.
"Τί είδες πραγματικά;"άκουσα τη φωνή του Έντουαρντ και τον είδα εκεί που ήταν και πριν μπεί ο Τσάρλι. Σαν να μην έφυγε ποτέ!
Δεν μπορούσα να πω ψέματα στον Έντουαρντ κι έτσι του είπα την αλήθεια. Εκείνος δεν αντέδρασε, απλώς είπε:
"Μόλις τελειώσουν όλα και η συμμαχία λήξει, το σκυλί κι εγώ πρέπει να πούμε μερικές κουβεντούλες".
Εγώ τον αγνόησα, διότι, ξαφνικά θυμήθηκα.
"Τί έπαθε ο Τσάρλι;"
Δίστασε, αλλά, τελικά απάντησε:
"Προβλήματα με τη δουλειά. Τον κατηγορούν που δεν βρίσκει τίποτα στο λιβάδι. Εκείνος θύμωσε και τους είπε να το αναθέσουν σε άλλον κι αν το κάνει καλύτερα εκείνος θα παραδώσει το σήμα του"
Δεν ρώτησα τίποτα παραπάνω. Πρώτον δεν ήθελα να τον φέρω σε δύσκολο θέση - πράγμα απίθανο. Και δεύτερον δεν θα διόρθωνα τίποτα. Πάντως ο θυμός του Τσάρλι ήταν δικαιολογημένος αλλά κι ανεξήγητος. Αυτά σκεφτόμουν και με ξαναπήρε ο ύπνος.
emerald eyes Golden Eyed Vampires
Ηλικία : 37 Τόπος : 9 cycles of hell Αριθμός μηνυμάτων : 2461 Registration date : 18/01/2009
Ήταν μια μελαγχολική και μουντή ημέρα. Ιδανική για να κάνουν την εμφάνιση τους τα αδέρφια μου στο μικρό σχολείο του Φόρκς. Η Αλίς,, ο Τζάσπερ, ο Έμμετ και η Ρόζαλι. Έβλεπα τα κοινά χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν το είδος τους καθώς έμπαιναν στην τραπεζαρία και κατευθύνονταν στο τραπέζι που καθόμουνα. Χλωμή επιδερμίδα, εκθαμβωτική ομορφιά, ταχύτητα, μάτια που αλλάζουν χρώμα. Όλα ήταν τόσο οφθαλμοφανή σε μένα εφόσον ήξερα το μυστικό τους. Ήταν βρικόλακες. Θυμήθηκα την πρώτη φορά που είδα του δημιουργό τους. Τον Καρλάιλ. Ήταν ο καινούργιος γιατρός της πόλης. Όλοι μιλούσαν γι αυτόν. Ήταν ένας εξαίρετος γιατρός. Είχε έρθει στην πόλη με την γυναίκα του και τα τέσσερα υιοθετημένα παιδιά του. Δυστυχώς όμως οι καταστάσεις ήταν τέτοιες όταν τον γνώρισα που δεν ενδιαφέρθηκα για τίποτα από αυτά, στην αρχή τουλάχιστον. Θυμάμαι όταν άνοιξα τα μάτια μου, τον είδα μαζί με τους υπόλοιπους γιατρούς που παρακολουθούσαν την κατάσταση μου. Ήταν ανήσυχοι γιατί μετά από το αυτοκινητιστικό δυστύχημα, η κατάσταση μου ήταν αρκετά κρίσιμη αλλά ευτυχώς όλα ξεπεράστηκαν με τη σωστή καθοδήγηση του. Λίγες μέρες αργότερα ήρθε στο θάλαμο μου, στο βλέμμα του ήταν φανερός ο διχασμός που υπήρχε στη ψυχή του. Ένα δίλημμα πέρα από το προφανές να μου πει τι συνέβη, που τότε δεν κατάλαβα.
- «Καλημέρα Έντουαρντ»
- «Καλημέρα Καρλάιλ»
- «Σε βλέπω καλύτερα σήμερα και χαίρομαι γι αυτό. Αλλά…. »
Η φωνή του ράγισε και ένα κακό προαίσθημα με κατάκλυσε.
- «Έχω να σου πω κάτι σχετικά με τους γονείς σου, ξέρω ότι ανησυχείς για αυτούς και ρώτησες για την κατάσταση τους την συνάδελφο που σε παρακολουθεί μαζί μου. Δυστυχώς όμως οι γονείς σου δεν άντεξαν και υπέκυψαν στα τραύματα τους, τα ξημερώματα. Λυπάμαι πολύ. »
Το πρόσωπο του ήταν πραγματικά θλιμμένο. Η λύπη του φαινόταν ειλικρινής και η φωνή του ήταν ζεστή αλλά μπορούσα να διακρίνω από κάτω τον οίκτο. Δεν ήθελα να με λυπούνται. Ότι και να συνέβη στη ζωή μου, εγώ θα φανώ δυνατός. Ποτέ δεν άφησα τη ζωή μου να περνάει μπροστά από τα μάτια μου παραμένοντας αμέτοχος. Πάντα αγωνιζόμουν, πάλευα, το ίδιο θα κάνω και τώρα. Όσο κι αν με έθλιβε το γεγονός, ότι δεν θα ξανά έβλεπα τους ανθρώπους που με έφεραν στον κόσμο. Τους γονείς μου.
Καθώς είδε ότι ήμουν απορροφημένος στις σκέψεις μου θεώρησε σωστό να με αφήσει μόνο μου μία τέτοια ιδιαίτερη στιγμή. Του ήμουν ευγνώμων. Ήθελα λίγο χρόνο να οργανώσω τις σκέψεις μου, να βάλω σε τάξη τα συναισθήματα μου, να κατευνάσω την ψυχή μου, να σκεφτώ λογικά.
Τις επόμενες μέρες ερχόταν και επέβλεπε την κατάσταση μου. Φαίνεται ότι κάτι του είχε εξάψει την περιέργεια σε μένα. Πολλές φορές στο τέλος της ημέρας ερχόταν και μιλούσαμε. Του άρεσε να μοιράζεται τις σκέψεις του και ζητούσε την γνώμη μου σε θέματα που τον απασχολούσαν. Άρχισε σιγά, σιγά να εμπιστεύεται την κρίση μου και εγώ περίμενα τις επισκέψεις του που με έβγαζαν από την ανία της ακινησίας. Τον θεωρούσα ένα πολύ αξιόλογο και ενδιαφέρον άνθρωπο.
Την τελευταία μέρα πριν πάρω εξιτήριο, ήρθε να μου κάνει παρέα, μόλις τελείωσε τη βάρδια του. Ήταν εμφανές ότι κάτι τον απασχολούσε. Τα μάτια του ήταν ανήσυχα και ήταν ιδιαίτερα σιωπηλός, βυθισμένος στις σκέψεις του. Δεν τον πίεσα να μου μιλήσει. Ήμουν σίγουρος ότι θα μιλούσε εκείνος, όταν ήταν έτοιμος. Άλλωστε με απασχολούσαν και μένα ιδιαίτερα πολλά θέματα με κυριότερο τι θα έκανα στην ζωή μου, εφόσον κανένας συγγενής μου δεν ήταν εν ζωή.
- «Έντουαρντ»;
Το όνομα μου με έβγαλε από τις άσχημες σκέψεις που είχε ήδη αρχίσει να κάνει το μυαλό μου, σκεπτόμενος την εκδοχή του ορφανοτροφείου. Τον κοίταξα και τα μάτια του είχαν μια ξαφνική αποφασιστικότητα. Κατάλαβα ότι είχε έρθει η ώρα να μου πει αυτό που τον απασχολούσε.
-«Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα στη ζωή σου » ;
Η ερώτηση του με μπέρδεψε, ίσως είχα κάνει λάθος τελικά δεν ήταν έτοιμος να μιλήσει ακόμα. Με έφερε όμως αντιμέτωπος με το δικό μου πρόβλημα, το οποίο μέχρι εκείνη την στιγμή παρέμενε άλυτο.
- «Ειλικρινά Καρλάιλ δεν ξέρω, το μόνο που δεν θέλω είναι να βρεθώ σε κάποιο ορφανοτροφείο μακριά από εδώ ».
- «Ίσως έχω εγώ την λύση που χρειάζεσαι. Πραγματικά είσαι ένα πολύ συμπαθητικό παιδί και δεν σου κρύβω ότι μου έχει κινήσει την περιέργεια ο τρόπος που σκέφτεσαι. Είσαι ιδιαίτερα διορατικός για την ηλικία σου και θέλω να σε βοηθήσω. Θα μπορούσες να έρθεις μαζί μας. Στο σπίτι μας και αν θέλεις να γίνεις μέλος της οικογένειας μας.»
Η δήλωση του με σόκαρε, δεν χρειάστηκε να το σκεφτώ πολύ, οπουδήποτε θα ήταν καλύτερα από το ορφανοτροφείο.
-«Είναι υπέροχη ιδέα »
Η φωνή μου ήταν βαθιά, γεμάτη συγκίνηση.
-«Μην βιάζεσαι νεαρέ μου, υπάρχουν πολλά που δεν ξέρεις και θα ήταν σωστό μάθεις, πριν πάρεις αυτή την απόφαση».
Έτσι εκείνη την νύχτα με μύησε στον κόσμο των βρικολάκων. Σε ένα κόσμο που η αλήθεια και οι μύθοι ταυτίζονται και το καλό με το κακό συγχέονται. Μου μίλησε για την οικογένεια του, η οποία είναι διαφορετική από τα υπόλοιπα μέλη του είδους τους. Εκείνοι πίνουν αίμα ζώων και όχι ανθρώπων, γιατί δεν θέλουν να είναι τέρατα και να προκαλούν πόνο. Θεωρούν τον εαυτό τους χορτοφάγους. Έτσι έγινα μέλος εκείνης της οικογένειας, χωρίς ποτέ όμως να θελήσω να αλλάξω την υπόσταση μου. Θέλω να παραμείνω άνθρωπος και κανείς δεν θα επιτρέψω να το αλλάξει αυτό.
- «Έντουαρντ»;
H φωνή του Τζάσπερ με επανέφερε στην πραγματικότητα στο ξύλινο τραπέζι της καφετέριας, στα τέσσερα ζευγάρια μάτια που με κοιτούσαν με περίσσια ανησυχία.
- «Που ταξιδεύεις μικρέ»;
Φυσικά και ο Τζάσπερ θα ένιωθε την πολυπλοκότητα των συναισθημάτων μου. Μια αίσθηση χαλάρωσης και ηρεμίας επικράτησε στο τραπέζι, η οποία προήλθε από τον ίδιο, εφόσον εκτός από βρικόλακας είχε και την ιδιότητα να κατευνάσει ή να διεγείρει τα αισθήματα των ανθρώπων που θα επιθυμούσε.
- «Τίποτα όλα είναι μια χαρά, δεν συνέβη τίποτα απλά είχα παρασυρθεί από τις αναμνήσεις.»
-«Απλά ηρέμησε.»επισήμανε ο Τζάσπερ και συνέχισε την κουβέντα που είχε με τον Έμμετ για την διοργάνωση ενός αγώνα πάλης. Η Ρόζαλι και η Αλίς μιλούσαν για ένα ρούχο που σχεδίαζε η Αλίς και διαφωνούσαν για τα κοψίματα στο τέλος του φορέματος.
Άφησα το βλέμμα μου να περιπλανηθεί στην καφετέρια. Τα παιδιά είχαν χωριστεί σε παρέες και απολάμβαναν το διάλειμμα. Ξαφνικά το βλέμμα μου έπεσε σε μία κοπέλα με καστανά μαλλιά που έφταναν μέχρι τους ώμους της, είχε ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα και δύο μεγάλα εκφραστικά μάτια, χρώματος σοκολατί. Καθόταν σιωπηλή στην παρέα και έπλεκε σε τακτά χρονικά διαστήματα τα χέρια της, σημάδι πως ένιωθε αμηχανία. Ήμουν σχεδόν σίγουρος πως δεν την είχα ξαναδεί στο σχολείο. Αποφάσισα να ρωτήσω την Αλίς, η οποία είχε σταματήσει να διαφωνεί με την Ρόζαλι και τελείωνε στο πατρόν το φόρεμα.
-«Αλίς, ποια είναι αυτή η κοπέλα, που κάθεται με την παρέα της στο διπλανό τραπέζι; Δεν την έχω ξαναδεί».
Εκείνη χωρίς να κοιτάξει για να επιβεβαιώσει για ποια ρωτούσα μου απάντησε με σιγουριά.
-«Είναι η Ιζαμπέλλα Σουάν. Κόρη του αρχηγού της αστυνομίας. Τσάρλυ. Ήρθε πριν λίγες μέρες από την Αριζόνα όπου έμενε με την μητέρα της. Είδα την απόφαση της να έρθει πριν λίγες μέρες ».Η Αλίς είχε την ιδιότητα σαν βρικόλακας να βλέπει το παρελθόν και το μέλλον κάποιου.
Συνέχιζα να κοιτάω την κοπέλα με ερευνητικές ματιές όταν το βλέμμα της γεμάτο περιέργεια συνάντησε το δικό μου μόνο για ένα λεπτό και μετά συνέχισε της κουβέντα της με την Τζέσικα. Αδιαφόρησα και άνοιξα ένα νέο θέμα με την Αλίς. Είχα αρχίσει μια μουσική σύνθεση στο πιάνο και ήθελα την γνώμη της για να συνεχίσω. Δυστυχώς όμως εκείνη την ώρα χτύπησε το κουδούνι και διέκοψα την συζήτηση, θα συνεχίζαμε το βράδυ στο σπίτι. Κίνησα προς την δυτική πτέρυγα του κτιρίου αποχαιρετώντας τους υπόλοιπους που κατευθύνθηκαν προς την αντίθετη πλευρά.
Στην διαδρομή μέχρι την τάξη σκεφτόμουν το τραγούδι στο πιάνο προσθέτοντας και άλλες νότες στο μυαλό μου. Ήδη ταξίδευα με τη μουσική χιλιόμετρα μακριά ώστε δεν είδα την κοπέλα που ερχόταν από την αντίθετη πλευρά κρατώντας αρκετά βιβλία, η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη. Σκύψαμε και οι δύο ταυτόχρονα να μαζέψουμε τα βιβλία και τότε είδα ότι είχα πέσει πάνω στην νεόφερτη Ιζαμπέλλα Σουάν.
-«Με συγχωρείς ήταν δικό μου φταίξιμο ήμουν τελείως αφηρημένος ».
Το πρόσωπο της ήταν αρκετά κοντά στο δικό μου, όντας σκυμμένοι ακόμα, μπορούσα να μυρίσω το άρωμα που φορούσε, ένα διακριτικό άρωμα άνθη πορτοκαλιού έκανε τους χτύπους της καρδιά μου να χτυπάνε άρρυθμα. Μάζεψα τα υπόλοιπα βιβλία και της τα έδωσα καθώς σηκωνόμασταν. -«Ω! Δεν πειράζει, δεν ήταν τίποτα μην ανησυχείς».
-«Το όνομα μου είναι Έντουαρντ Κάλλεν».
- «Χαίρω πολύ, εγώ είμαι η Μπέλλα Σουάν».
Τότε πρόσεξα, ότι κρατούσε ένα χάρτη στο χέρι της.
- «Σε ποιο μάθημα έχεις; Ίσως θα μπορούσα να σε βοηθήσω».
-« Έχω στην 20. Βιολογία. »
- «Και εγώ εκεί έχω και ήδη έχουμε αργήσει, ακολούθησε με».
Στη διαδρομή ήμασταν και οι δύο σιωπηλοί. Υπήρχε έντονη αμηχανία μεταξύ μας. Το ένιωθα στην ατμόσφαιρα. Η διαδρομή ήταν πολύ σύντομη και τόσο μεγάλη ταυτόχρονα. Τι είχα πάθει; Γιατί σκέφτομαι έτσι; Προσπάθησα να ηρεμήσω τον εαυτό μου δεν ήμουν έτοιμος να αντιμετωπίσω τα συναισθήματα μου τώρα. Φτάνοντας στην αίθουσα, κάθισα στην συνηθισμένη μου θέση, πάντα καθόμουν μόνος. Οι υπόλοιποι μαθητές με απέφευγαν, ίσως έφταιγα και εγώ δεν ήμουν ιδιαίτερα κοινωνικός και από την στιγμή που εντάχθηκα στην οικογένεια των Κάλλεν, με απέφευγαν ακόμα περισσότερο. Δεν τους αδικούσα. Το υποσυνείδητο τους τους έλεγε αυτό που δεν μπορούσαν να παραδεχτούν. Οι Κάλλεν ήταν επικίνδυνοι.
Η Μπέλλα στεκόταν στην μέση της αίθουσας, αμφιταλαντευόταν, το έβλεπα καθαρά στα μάτια της, η μόνη κενή θέση ήταν δίπλα μου. Με μία αποφασιστικότητα που δεν ξέρω από πού πήγαζε ήρθε και έκατσε δίπλα μου. Ξαφνικά ένιωσα ένα δυνατό συναίσθημα χαράς με την πράξη της. Γιατί ένιωσα έτσι; Δεν μπορούσα να το εξηγήσω. Η ώρα πέρασε μέσα σε ένα αίσθημα σύγχυσης αλλά και ενός άλλου συναισθήματος. Τι ήταν ακριβώς; Ερωτισμός…Δεν μπορεί και όμως το ένιωθα τόσο καθαρά και ήμουν σίγουρος ότι το ένιωθε και εκείνη. Ένα φλογερό χρώμα είχε εμφανιστεί στα μάγουλα της που πρόδιδε τα συναισθήματα της.
Ευτυχώς το κουδούνι με γλίτωσε, ένιωθα την ατμόσφαιρα αποπνικτική και τα αισθήματα μου σε αναβρασμό. Ο κρύος αέρας έκανε το μυαλό μου να καθαρίσει, ώστε να σκεφτώ λογικά. Κατάλαβα ότι όλο αυτό ήταν αποκύημα της φαντασίας μου και τίποτα παραπάνω. Μπήκα στο αμάξι πιο χαλαρός τώρα που ξεκαθάρισα τι γίνεται μέσα μου. Η σιωπή ήταν τόσο έντονη. Απόλυτη. Θυμήθηκα ότι τα αδέρφια μου θα πήγαιναν για κυνήγι σήμερα, κάτι που με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι δεν θα είχα την βοήθεια της Αλίς όσο αναφορά τη σύνθεση που ετοίμαζα. Αυτό με προβλημάτισε.
Δυνατή βροχή είχε ξεσπάσει έξω, η οποία μαστίγωνε με δύναμη τα τζάμια. Ξεκίνησα προς το σπίτι, πηγαίνοντας πιο αργά από ότι συνήθως, η κίνηση ήταν αυξημένη και οι δρόμοι γλιστρούσαν επικίνδυνα, εξαιτίας της καταιγίδας. Ξαφνικά στα αριστερά του δρόμου παρατήρησα ένα κόκκινο φορτηγάκι με ανοιχτό το καπό. Σταμάτησα το αμάξι και χωρίς να το σκεφτώ βγήκα γρήγορα έξω στην βροχή, μέσα σε ένα λεπτό τα ρούχα μου είχαν ήδη βραχεί, λες και καθόμουν έξω ώρες. Πλησιάζοντας πρόσεξα ότι υπήρχε μια κοπέλα σκυμμένη πάνω από το καπό. Πιθανότατα δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία μου, όχι ακόμα.
- «Να σε βοηθήσω»; Προσφέρθηκα.
Γύρισε το κεφάλι της στο άκουσμα της φωνής μου και τότε με έκπληξη είδα ότι η κοπέλα αυτή ήταν η Μπέλλα.
- «Έντουαρντ τι κάνεις εδώ»;
- «Είδα το αμάξι και φαντάστηκα ότι θα έχεις πρόβλημα, έτσι προσφέρθηκα να βοηθήσω. Να ρίξω μια ματιά»;
-«Και βέβαια σε ευχαριστώ, προσπαθώ πάνω από μισή ώρα να το φτιάξω» . Μισή ώρα, σκέφτηκα, μέσα στη βροχή, πιθανότατα αύριο να κατέληγε στο νοσοκομείο έχοντας πνευμονία, όχι ότι εγώ θα πήγαινα πίσω τώρα που το σκέφτομαι.
Της έδωσα τα κλειδιά του αμαξιού μου χωρίς δεύτερη σκέψη.
- «Πάρ΄τα και περίμενε στο αμάξι, θα προσπαθήσω να το φτιάξω εγώ αυτό.»Κοίταξα το αμάξι. Θα τα καταφέρω πιθανότατα, δεν θα έχει κάτι που να απαιτεί χρόνο.
Δίστασε για ένα λεπτό, αλλά τελικά πήρα τα κλειδιά και έτρεξε προς το αμάξι. Αποφάσισα να κοιτάξω που τυχόν ήταν το πρόβλημα. Δεν μου πήρε ούτε ένα λεπτό για να βρω τι έφταιγε. Δεν είχε βενζίνη. Γέλασα με την αφέλεια της. Κατευθύνθηκα με γρήγορο βηματισμό προς το αυτοκίνητο. Τα ρούχα ήταν μούσκεμα και κολλούσαν πάνω μου με αποτέλεσμα να με διαπερνούν ρίγη. Μπαίνοντας στο αμάξι, είδα τη Μπέλλα να τρέμει και τα χείλη της ήταν ωχρά.
- «Μπέλλα τι ακριβώς σκεφτόσουν, το αμάξι σου απλά έχει μείνει από βενζίνη». Τα μαγουλά της πήραν ένα γοητευτικό ροζ χρώμα, αν και ακόμα έτρεμε. Αυτό με έκανε να ανάψω το καλοριφέρ. Είχα αρχίσει να κρυώνω και εγώ αρκετά.
- «Συγνώμη, δεν έπρεπε να ταλαιπωρηθείς έτσι για χάρη μου και έδειξε με το χέρι της τα βρεμένα μου ρούχα».
-«Μην ανησυχείς για μένα, θα σε πάω σπίτι, θα κρυώσεις. Το φορτηγό μπορώ να στο φέρω εγώ μετά.»
Δεν δίστασε καθόλου, έβγαλε τα κλειδιά και τα εναπόθεσε στην στη παλάμη μου. -«Σε ευχαριστώ πολύ» ψιθύρισε.
Η διαδρομή ήταν σιωπηλή, επικρατούσε πάλι αμηχανία. Δεν ήξερα πώς να ξεκινήσω την συζήτηση. Αρκέστηκα να βάλω μουσική, το αγαπημένο μου συγκρότημα, ώστε να ελαφρύνω την ατμόσφαιρα.
-«Muse»; Αναφώνησε.
Ξαφνιάστηκα. «Σου αρέσουν»;
-«Πάρα πολύ»
- «Αυτό είναι το αγαπημένο μου τραγούδι. Λέγεται love is forever ».
Τα μαγουλά της πάλι πότισαν με αυτό το γοητευτικό ροζ χρώμα. Βλέποντας τα δεν μπόρεσα να συγκρατήσω την ερώτηση που βγήκε αυθόρμητα από τα χείλη μου.
- «Τι σκέφτεσαι αυτή την στιγμή; Πραγματικά θέλω να ξέρω».
Τα λόγια βγήκαν αβίαστα από τα χείλη της.«ακούω το τραγούδι το οποίο είναι πολύ ωραίο και σκέφτομαι ότι δεν υπάρχει πραγματική αγάπη σαν αυτή που περιγράφει. Αυτά υπάρχουν μόνο στα μυθιστορήματα και στα τραγούδια. Η αλήθεια είναι ότι η αγάπη πάντα πληγώνει».
Αναρωτήθηκα, τι την έκανε να φτάσει σε αυτό τον συλλογισμό. Καιγόμουν να μάθω περισσότερα, τι μπορούσε να την έχει πληγώσει τόσο ώστε να απαρνιέται τον έρωτα. Τώρα ήμασταν ήδη έξω από το σπίτι της αλλά δεν έκανε καμία κίνηση να φύγει από κοντά μου, επιθυμούσε την παρέα μου όπως και εγώ την δική της. Ή μήπως εγώ επιζητούσα κάτι περισσότερο; Η απάντηση ήταν μπροστά στα μάτια μου όλη μέρα. Τότε μόνο συνειδητοποίησα την αλήθεια που είχε εμφανιστεί μπροστά στα μάτια μου. Άδικα προσπαθούσα να θάψω τα συναισθήματα μου όλη μέρα. Ήμουν ερωτευμένος με την Μπέλλα από την πρώτη στιγμή που την είδα στην καφετέρια. Η αποκάλυψη αυτή με συγκλόνισε προσπάθησα όμως να κρύψω την ένταση στην φωνή μου.
- «Τι σε έκανε να το λες αυτό»;
- «Τίποτα, ανοησίες, μην δίνεις σημασία στα λόγια μου».
Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Η βροχή είχε σταματήσει και την θέση της είχε πάρει ένα υπέροχο ουράνιο τόξο που δέσποζε στην μέση του ουρανού γεμίζοντας το χρώματα.
-«Πρέπει να φύγω, σε λίγο θα έρθει ο Τσάρλι » είπε.
- « θα σου φέρω αργότερα το φορτηγάκι σου ώστε να μπορείς να έρθεις αύριο σχολείο». Στα μάτια της ξαφνικά επικρατούσε ένταση, ωστόσο δεν περίμενα την ερώτηση που ακολούθησε.
- «Έντουαρντ, θέλεις αύριο να έρθεις να με πάρεις για το σχολείο»;
- «Και βέβαια θα περάσω αύριο στις 7».Ήμουν περισσότερο πρόθυμος από ότι μπορούσε να φανταστεί.
Έτσι άρχισε να χτίζεται μια γερή φιλία μεταξύ μας. Κάθε μέρα ερχόμασταν όλο και πιο κοντά. Πλέον καθόμασταν σε όλα τα μαθήματα μαζί όπως και στην καφετέρια του σχολείου πολλές φορές. Φαινόταν να απολαμβάνει την παρέα μου, χωρίς όμως να δείχνει το παραμικρό δείγμα για κάτι παραπάνω και εγώ βασανιζόμουν βάζοντας τα αισθήματα μου σε δεύτερη μοίρα. Ωστόσο έβγαζα όλο το πάθος και την ένταση που με κυρίευαν στο πιάνο. Δημιουργούσα ώρες ατελείωτες συνθέσεις φαντάζοντας την στην αγκαλιά μου ή ότι και εκείνη έτρεφε αισθήματα για μένα. Ένα βράδυ καθώς καθόμουν στο πιάνο με πλησίασε η Αλίς, πίστευα ότι ήθελε να με βοηθήσει στη σύνθεση αλλά εκείνη έκατσε δίπλα μου σκεπτική.
-«Έντουαρντ δεν μπορώ να σε βλέπω άλλο έτσι, ξέρω ακριβώς πως νιώθεις, φρόντισε να με ενημερώσει ο Τζάσπερ, αν και δεν χρειαζόταν έχω μάθει να σε διαβάζω πολύ καλά πλέον, μην καταπιέζεις άλλο τα αισθήματα σου, πες της πως νιώθεις, ρίσκαρε».
Στο άκουσμα των λόγων της πάγωσα, είχε δίκιο το ήξερα, έπρεπε να ρισκάρω, να της μιλήσω.
-«Σε ευχαριστώ Αλίς, θα το κάνω αύριο κιόλας»
- «Όλα θα πάνε καλά, μην ανησυχείς ».
Η επόμενη μέρα κύλησε μέσα σε ένα δυνατό αίσθημα προσμονής και άγχους. Η Μπέλλα παρατήρησε την αλλαγή στην διάθεση μου αλλά την καθησύχησα ότι δεν συμβαίνει τίποτα ανησυχητικό. Ωστόσο όταν δέχτηκε να έρθει σπίτι μου το απόγευμα η ανυπομονησία μου έγινε πιο έντονη. Το απόγευμα τα αδέρφια μου πήγαν για κυνήγι και εγώ πήγα να πάρω την Μπέλλα. Με περίμενε έξω από το σπίτι της. Φορούσε μια μπλε μπλούζα η οποία έκανε αντίθεση στο δέρμα της. Ήταν πανέμορφη, ένας άγγελος.
Για κάποιο περίεργο λόγο στη διαδρομή ήταν και εκείνη αγχωμένη και τόσο παράξενα λιγομίλητη. Δεν το συνήθιζε. Συνήθως με κατέκλυζε με τις ερωτήσεις της ή απαντούσε εκείνη στις δικές μου. Αποφάσισα να την ρωτήσω.
-«Τίποτα μην ανησυχείς απλά φοβάμαι μήπως δεν με συμπαθήσουν οι δικοί σου».
-«Οι δικοί μου δεν βρίσκονται στο σπίτι θα είμαστε μόνοι μας μην ανησυχείς, εξάλλου ούτε εμείς θα κάτσουμε σπίτι σου έχω μια έκπληξη»
-«Περιμένω με αγωνία.»
Φαινόταν πιο χαλαρή τώρα και η υπόλοιπη διαδρομή μέχρι το σπίτι πέρασε ευχάριστα. Φτάνοντας, της έκλεισα τα μάτια με μια κορδέλα ήθελα όλα να ήταν τέλεια. Την οδήγησα σιγά στο πίσω μέρος του σπιτιού και της έβγαλα την κορδέλα από τα μάτια. Έκπληκτη είδε τα δύο άλογα που θα μας συνόδευαν στην παρέα.
-«Έντουαρντ είναι υπέροχα αλλά…δεν ξέρω να ιππεύω».
-«Μην ανησυχείς θα σε βοηθήσω εγώ».
Τη βοήθησα να ανέβει στο άλογο και ακολουθήσαμε την διαδρομή προς το δάσος. Ένιωθα μια απίστευτη πληρότητα που την είχα κοντά μου και ήμουν σίγουρος για τα αισθήματα μου. Την αγαπούσα μέχρι τα βάθη της ψυχής μου και θα της το έλεγα τώρα, ήταν ιδανική στιγμή. Τέρμα πια οι υπεκφυγές. Σταματήσαμε στο αγαπημένο μου μέρος. Ήταν ένα ξέφωτο γεμάτο αγριολούλουδα διαφόρων χρωμάτων. Τα πουλιά κελαηδούσαν χαρούμενα και το ποτάμι κελάρυζε γεμάτο ζωή, κάνοντας έντονη την παρουσία του.
Ξεπεδέψαμε και κάτσαμε κοντά στο ποτάμι.
-«Σου αρέσει εδώ»?
-«Είναι υπέροχα Έντουαρντ».
Ξάπλωσε δίπλα μου και έκλεισε τα μάτια της. Τα χαρακτηριστικά της ήταν ήρεμα. Κοιτούσα το πρόσωπο της και ήθελα τόσο πολύ να φιλήσω τα χείλη της, να την κρατήσω στην αγκαλιά μου. Λες και άκουσε τις σκέψεις μου άνοιξε τα μάτια της και με κοίταξε με εκείνο το διερευνητικό βλέμμα. Αναρωτιόμουν τι έκφραση είχε το πρόσωπο μου γιατί η Μπέλλα ανασηκώθηκε ανήσυχη. Ακούμπησε το χέρι της στο πρόσωπο μου
-«Τι συμβαίνει Έντουαρντ»?
Η οικειότητα της με ξάφνιασε, δεν το περίμενα, όμως το άγγιγμα της ήταν κάτι που επιζητούσα τόσο καιρό. Έκλεισα τα μάτια μου για να απολαύσω αυτή την ολιγόλεπτη επαφή που για μένα ήταν τόσο σημαντική. Αποφάσισα πως έπρεπε να της μιλήσω τώρα.
-«Μπέλλα θέλω να σου μιλήσω… »
-«Δεν χρειάζεται Έντουαρντ ξέρω ακριβώς τι θες να μου πεις. Έχω παρατηρήσει πως κοιτάς την Τζέσικα αυτές τις μέρες και το πόσο ανήσυχος είσαι. Όπως ξέρω ακριβώς για ποιο λόγο έχεις πλησιάσει την παρέα μας. Σου αρέσει η Τζέσικα και θέλεις να σε βοηθήσω να κάνεις κάτι μαζί της». Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτό που μόλις άκουσα. Η Μπέλλα νόμιζε πως ήθελα μια άλλη κοπέλα, πως έφτασε να σκέφτεται κάτι τέτοιο, πως κατέληξαν έτσι τα πράγματα. Δεν ήξερα πως θα της έδινα να καταλάβει το λάθος των σκέψεων της, ήθελα μόνο εκείνη.
-«Μπέλλα τι λες, πως μπόρεσες να σκεφτείς κάτι τέτοιο. Δεν έχεις καταλάβει τίποτα τόσο καιρό. Πράγματι ήρθα στην παρέα σας γιατί με ενδιέφέρε μια κοπέλα αλλά αυτή δεν ήταν η Τζέσικα, ήσουν εσύ. Σ’ αγαπάω Μπέλλα».
Το βλέμμα της ήταν γεμάτο έκπληξη, και τα μάγουλα της είχαν βαφτεί κόκκινα μια συνήθεια που λάτρευα πάνω της. Χωρίς να το σκεφτώ έσκυψα διστακτικά και την φίλησα, στην αρχή ερευνητικά εκείνη ανταπέδωσε το φιλί και αυτό με έκανε να συνεχίσω πιο σίγουρος και μετά με κατέκλυσε το πάθος. Ένα πάθος αβυσσαλέο, ήθελα να την πάρω μακριά από εδώ αλλά δεν ήθελα να την τρομάξω με τα αισθήματα μου. Διέκοψα το φιλί μας γιατί ήθελα να την κοιτάξω στα μάτια να δω ότι έτρεφε τα ίδια αισθήματα που έτρεφα και εγώ για εκείνη. Τα υπέροχα σοκολατί μάτια της με κοιτούσαν τρυφερά αλλά και με κάποια ανησυχία, έτσι πίστεψα. Ωστόσο τα λόγια της με καθησύχασαν.
-«και εγώ σ’ αγαπάω Έντουαρντ και μην αμφιβάλεις ποτέ γι αυτό.»
Της έδωσα άλλο ένα τρυφερό φιλί στα χείλη και την πήρα στην αγκαλιά μου. Άρχισα να της ψιθυρίζω μια από τις συνθέσεις που είχα γράψει για εκείνη. Το τραγούδι μου την ηρέμησε και σε λίγη ώρα την είχε πάρει ο ύπνος στην αγκαλιά μου. Ήμουν τόσο χαρούμενος, η Αλίς είχε δίκιο, όλα πήγαν καλά άξιζε να ρισκάρω. Πρέπει να την ευχαριστήσω άλλη μια φορά, αν δεν ήταν αυτή δεν θα είχα ένα άγγελο να κοιμάται στην αγκαλιά μου αυτή την στιγμή. Έναν άγγελο που δεν θα τον πληγώσω ποτέ. Την κοιτούσα όση ώρα κοιμόταν κάνοντας σχέδια για το μέλλον χαρούμενος με την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα μεταξύ μας. Μετά από μία ώρα άνοιξε τα μάτια της.
- « Αγάπη μου συγνώμη, αποκοιμήθηκα».
Ήταν η πρώτη φορά που με αποκαλούσε έτσι και αυτή η μικρή λεξούλα φώλιασε μέσα στο μυαλό μου και γλύκανε την ψυχή μου.
- «Δεν πειράζει κοριτσάκι μου, ήταν υπέροχο να σε έχω στην αγκαλιά μου».
Της έδωσα ένα φιλί και πήγαμε να πάρουμε τα άλογα, την βοήθησα να ανέβει και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Είχε περάσει η ώρα και δυστυχώς έπρεπε να την γυρίσω στο σπίτι πριν ο Τσάρλυ αρχίσει να ανησυχεί. Όταν φτάσαμε σπίτι αφήσαμε τα άλογα στον αχυρώνα και πήγαμε στο αμάξι. Της άνοιξα την πόρτα του συνοδηγού και μου χαμογέλασε ως απάντηση. Ήξερα ότι η Μπέλλα δεν ήταν συνηθισμένη σε τόση ευγένεια και ήθελα να της προσφέρω ότι καλύτερο μπορούσα. Μπήκα γρήγορα στο αμάξι και ξεκινήσαμε για το σπίτι της. Στην διαδρομή είχα το χέρι μου περασμένο στην μέση της και ακούγαμε μουσική σιωπηλοί, φτάνοντας στο σπίτι της το βλέμμα της ήταν θλιμμένο. Έβαλα το δάχτυλο μου κάτω από το πηγούνι της και σήκωσα το κεφάλι της, κάνοντας την να με κοιτάξει.
- «Τι συμβαίνει αγάπη μου»?
- «Μου φαίνονται ατέλειωτες οι ώρες μέχρι να σε ξαναδώ»
Της χάιδεψα τα μαλλιά και σιγομουρμούρισα
-«θα είναι μια αργή νύχτα και για μένα αγάπη μου, πήγαινε σπίτι, είσαι κουρασμένη, ξεκουράσου και θα έρθω αύριο νωρίς νωρίς να σε πάρω ».
Με αγκάλιασε και μου έδωσε ένα τρυφερό φιλί στα χείλη και μου ψιθύρισε γλυκά στ’ αυτί.
-«Καληνύχτα αγάπη μου».
Βγήκε από το αμάξι γρήγορα πριν προλάβω να πω τίποτα άλλο. Περίμενα μέχρι να την δω να μπαίνει στο σπίτι και έφυγα. Παρόλα αυτά δεν ήθελα να πάω σπίτι, ένιωθα τρομερή υπερένταση και αποφάσισα να πάω μια βόλτα μέχρι το Πόρτ Άτζελες. Κάτι για το οποίο θα μετάνιωνα αργότερα.
ΤΖΕΙΚΟΜΠ
Ήταν ένα ήσυχο βράδυ και ήμουν κρυμμένος σε μια μισοτελειωμένη πολυκατοικία. Ήμουν πολύ αδύναμος. Από την τελευταία φορά που ήπια ανθρώπινο αίμα έχουν περάσει εβδομάδες. Κάθε φορά που δαγκώνω έναν άνθρωπο μπορώ μέσα σε ένα λεπτό να δω όλο του το παρελθόν, τα αγαπημένα του πρόσωπα, τα όνειρα του, τους στόχους του. Είναι εφιαλτικό. Δύο φορές έχω υποκύψει στη δίψα μου και έχω πιει αίμα ανθρώπων. Οι τύψεις με κυνηγούσαν σαν ερινύες. Η κυκλοφορία έξω ήταν περιορισμένη, ελάχιστοι άνθρωποι περνούσαν απ’ έξω. Ωστόσο ήξερα ότι όσο περνούσε η ώρα υπήρχε πιθανότητα να σκοτώσω κάποιον από αυτούς. Η σκέψη ήταν τόσο ανακουφιστική αλλά και τόσο οδυνηρή.
Κοίταξα το δρόμο, τώρα ήταν έρημος η ώρα ήταν περασμένη άλλωστε. Ο επόμενος που θα εμφανιζόταν θα ήταν το θύμα μου, υποσχέθηκα στον εαυτό μου. Δεν αντέχω άλλο η ανάγκη για ικανοποίηση της δίψας έχει γίνει τόσο επιτακτική μέσα μου που υπερνικάει τα ανθρώπινα ένστικτα. Νάτο το υποψήφιο γεύμα μου, ένα ψηλό ξανθό αγόρι με πράσινα μάτια που τραγουδάει ανέμελα εμφανίστηκε στο δρόμο. Πήρα στάση επίθεσης και χωρίς να το σκεφτώ δάγκωσα το αγόρι.
Οι αναμνήσεις του κατέλαβαν το μυαλό μου. Λέγεται Έντουαρντ Κάλλεν και μένει σε ένα σπίτι….βρικολάκων. Αυτό δεν το περίμενα. Κοκάλωσα. Άφησα κάτω το αγόρι, το οποίο τώρα ούρλιαζε επηρεασμένο από το δηλητήριο που δρούσε στο σώμα του. Αν τον σκοτώσω τα αδέρφια του θα θελήσουν να εκδικηθούν για το θάνατο του. Θα με βρουν και θα με σκοτώσουν. Φόβος με κατέκλυσε, υπερτερούσαν κατά πολύ σε αριθμό. Αποφάσισα να τον αφήσω εκεί και να φύγω γρήγορα, το αίμα του μύριζε υπέροχα και δεν θα άντεχα άλλο κοντά του. Έφυγα τρέχοντας έχοντας ακόμα στο μυαλό μου τα ουρλιαχτά του αγοριού ωστόσο οι αντιστάσεις μου είχαν πέσει αρκετά εξαιτίας της δίψας που μετά το περιστατικό είχε κορυφωθεί. Το επόμενο μου θύμα ήταν ένας νεαρός που ψάρευε στην θάλασσα με την βάρκα του. Τι ανακούφιση.
ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ
Πόνος, βασανιστικός πόνος ήταν το μόνο που ένιωθα. Η αίσθηση ήταν οδυνηρή. Παρακαλούσα τον Καρλάιλ απεγνωσμένα να με γλιτώσει από αυτό το μαρτύριο. Να με σκοτώσει, να τελειώσει την ζωή μου. Το δηλητήριο έκαιγε κάθε μέρος του σώματος μου σαν μια δυνατή φλόγα. Ένα δυνατό κάψιμο είχε κυριεύσει κάθε μέρος, κάθε κύτταρο του οργανισμού μου. Το μόνο που άκουγα ήταν τα ουρλιαχτά μου και την φωνή του Καρλάιλ να μου λέει πως όλο αυτό το μαρτύριο θα περάσει. Παρόλο την μορφίνη που μου χορήγησε ο πόνος, το κάψιμο και το σκοτάδι ήταν τόσο δυνατά. Τίποτα δεν υποχωρούσε αντιθέτως το κάψιμο δυνάμωνε κυρίως στο σημείο που βρισκόταν η καρδιά. Κάποια στιγμή πίστευα ότι ο πόνος είχε αρχίσει να υποχωρεί αλλά το αμέσως επόμενο λεπτό το κάψιμο δυνάμωσε.«Πως ήταν δυνατό αυτό»? Πίστευα ότι ο πόνος δεν μπορούσε να δυναμώσει άλλο. Αλλά δεν είχα αντοχή να φωνάξω πια, έτσι και αλλιώς ήταν ανώφελο. Τα ουρλιαχτά δεν μείωνα τον πόνο. Ωστόσο τώρα η καρδιά μου είχε πάρει φωτιά. Το ένιωθα όμως πως το μαρτύριο τελείωνε. Παρόλο τον πόνο ένιωθα πιο δυνατός. Ο τελευταίος χτύπος της καρδιά μου επιβεβαίωσε αυτό που ήξερα πολλά καλά. Ήμουν πλέον βρικόλακας.
Άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα την οικογένεια μου που περίμενε γεμάτη ανησυχία. Αλλά επικρατούσε τόση φασαρία και σύγχυση μέσα στο μυαλό μου. Άκουγα έξι διαφορετικές φωνές όλες έχοντας το ίδιο συναίσθημα αγωνία. Όλοι περίμεναν σιωπηλοί αλλά μέσα στο κεφάλι μου επικρατούσε μια οχλοβοή. Τι μου συνέβαινε;
Την σιωπή έσπασε πρώτος ο Καρλάιλ.
- «Έντουαρντ αγόρι μου είσαι καλά, ποιος σου έκανε αυτό το πράγμα »;
-«Ναι τώρα είμαι μια χαρά». Προσπάθησα να τον καθησυχάσω, έψαξα στις ανθρώπινες αναμνήσεις μου αλλά επικρατούσε σκοτάδι, ήταν τόσο ενοχλητικό να κοιτάω μέσα στις ανθρώπινες σκέψεις.
- «Καρλάιλ πραγματικά δεν τον είδα, προχωρούσα στο δρόμο τόσο ενθουσιασμένος με την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα με εμένα και την Μπέλλα και τότε ένιωσα τον πόνο να με διαπερνά και κάποιον να με αφήνει στο πεζοδρόμιο. Η επόμενη ανάμνηση μου είναι η φωνή σου να μου μιλάει την ώρα της μεταμόρφωσης ».
- «Λυπάμαι πολύ, πραγματικά. »
Οι φωνές ακόμα αντιλαλούσαν μέσα στο κεφάλι μου, όλες φωνές γνωστές, χαρακτηριστικές. Έντρομος συνειδητοποίησα ότι αυτές οι φωνές αντιστοιχούσαν στις σκέψεις των αδερφών μου. Μπορούσα να ακούσω κάθε ενδόμυχη σκέψη που περνούσε από το μυαλό τους αυτή την στιγμή. Αποφάσισα πως αυτό έπρεπε να το μάθει ο Καρλάιλ.
- «θέλω να σου μιλήσω λίγο ιδιαιτέρως.»
Πήγαμε στο γραφείο του, κάθισε στην καρέκλα και περίμενε να του μιλήσω. Πως θα του έλεγα πως αυτή την στιγμή μπορούσα να διαβάσω τις σκέψεις του. Ήταν ανήσυχος για μένα και αναρωτιόταν τι ακριβώς ήθελα να του πω.
-«Καρλάιλ, ήθελα να σου μιλήσω γιατί νομίζω ότι έχω κάποια ιδιότητα. »
-«Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρων αλλά πως μπόρεσες να το καταλάβεις τόσο σύντομα, ίσως είσαι ακόμα υπό σύγχυση λόγω της μεταμόρφωσης Έντουαρντ. Πήγαινε για κυνήγι, πέρασε λίγο χρόνο με τα αδέρφια σου και θα συζητήσουμε -αργότερα. Άλλωστε πρέπει να πάω στο νοσοκομείο. Τρεις μέρες τώρα με την μεταμόρφωση σου, δεν έφυγα στιγμή από κοντά σου».
- «Σε ευχαριστώ πολύ για αυτό ξέρω ότι έκανες ότι καλύτερο μπορούσες, ναι ίσως έχεις δίκιο, χρειάζομαι λίγο χρόνο να αποδεχτώ την νέα κατάσταση».
Έφυγε, αφήνοντας την πόρτα πίσω του ανοιχτή. Ήμουν αρκετά εκνευρισμένος με την στάση του παρόλα αυτά ότι ήταν αυτές οι φωνές που άκουγα με έκαναν να ηρεμήσω. Βρήκα την Αλίς στα σκαλοπάτια να με περιμένει, ήξερε ότι θα ήθελα να πάμε μαζί για κυνήγι. Κάθισα δίπλα της. οι σκέψεις της, ή ότι ήταν οι φωνές που άκουγα μέσα στο μυαλό μου, μου έλεγαν ότι είναι προβληματισμένη.
- «Τι συμβαίνει Αλίς». Ήξερα την απάντηση πριν καν ρωτήσω.
- «Ανησυχώ για σένα Έντουαρντ. Δεν είμαι σίγουρη αν αυτή η αλλαγή έγινε για καλό, ήσουν έτοιμος να κάνεις μια αρχή με την Μπέλλα. Φαινόσουν αισιόδοξος, φαινόσουν χαρούμενος. Μάλιστα εκείνη την μέρα σε είδα να ακολουθείς την συμβουλή μου, της είπες ότι την αγαπάς κάτι που έκανε και αυτή στη συνέχεια, σωστά»?
Η Μπέλλα, άλλο ένα πρόβλημα ανάμεσα στα υπόλοιπα. Τώρα πλέον ήταν αδύνατο να είμαστε μαζί. Ανά πάσα στιγμή με μια λάθος κίνηση θα μπορούσα να την σκοτώσω χωρίς καν να το καταλάβω. Τελικά αυτή η σχέση δεν έμελλε να ευδοκιμήσει, κάτι που με πλήγωνε τρομερά. Παρόλο που πλέον ήμουν ένας αιμοδιψής βρικόλακας, ακόμα την αγαπούσα, ακόμα ήθελα το καλό της, κάτι που τώρα ήταν αναμφισβήτητα μακριά μου.
- «Καλή μου Αλίς, έχεις δίκιο όλα αυτά συνέβησαν και είναι από τις λίγες αναμνήσεις που θυμάμαι αρκετά καθαρά. Με πληγώνει η όλη κατάσταση αλλά τώρα πια δεν αλλάζει τίποτα, καλό είναι να το αποδεχτώ όσο είναι καιρός. Εγώ και η Μπέλλα δεν θα είμαστε ποτέ μαζί ».
- «Έχεις δίκιο, έχεις αρκετά προβλήματα και εγώ σου φορτώνω και τις δικές μου ανησυχίες. Θες να πάμε κυνήγι, σωστά; Αρκετά καθυστερήσαμε. Πάμε »
Έξω ήταν μια υπέροχη ξάστερη νύχτα. Ένα ολόγιομο φεγγάρι δέσποζε στον ουρανό, σε κάποια άλλη περίπτωση θα απολάμβανα το θέαμα, αυτή την στιγμή όμως με είχε κυριεύσει η επιθυμία για κυνήγι. Δεν θα πηγαίναμε μακριά κάπου κοντά απλά για να ικανοποιήσουμε την δίψα μας με μερικά ελάφια. Η ταχύτητα που μπορούσα να τρέξω ήταν εκπληκτική, σαν νεογέννητος είχα περισσότερη δύναμη, ταχύτητα και αντοχές από τους υπόλοιπους. Έτσι έφτασα πρώτος στο μικρό ξέφωτο προσπερνώντας την Αλίς εύκολα. Φτάνοντας εκεί είδα δύο ελάφια να πίνουν νερό στο ποτάμι.
Ήμουν σίγουρος για τον εαυτό μου και ήξερα πολύ καλά ότι το ένστιχτο θα με οδηγούσε σωστά ώστε να τα σκοτώσω. Μύριζαν υπέροχα και δεν έβλεπα την ώρα να επιτεθώ. Ωστόσο υπήρχε και μια άλλη μυρωδιά στην ατμόσφαιρα, εξίσου γλυκιά. Αν και ήμουν έτοιμος να επιτεθώ στα ελάφια η περιέργεια υπερνίκησε των άλλων και με οδήγησε σε αυτό που μύριζε εξίσου ωραία. Κατευθύνθηκα με αργά βήματα προς το ποτάμι από όπου ερχόταν η μυρωδιά, ο λαιμός μου έκαιγε αρκετά, σημάδι πως διψούσα.
Άκουσα τότε τις φωνές μέσα στο κεφάλι μου να βρίσκονται σε σύγχυση και να μου λένε να μην πλησιάσω.
-«Έντουαρντ μη…»
Άκουσα την φωνή της Αλίς πανικόβλητη και ένιωσα τα χέρια της να έχουν τυλίξει τα δικά μου. Με απομάκρυνε με γρήγορα βήματα από το ποτάμι, σχεδόν τρέχοντας.
- «Αλίς έχεις τρελαθεί τελείως, τι έπαθες, τι ακριβώς σκεφτόσουν»;
Οι φωνές στο κεφάλι μου με σόκαραν πριν προλάβει να μιλήσει. Η μυρωδιά που ερχόταν από το ποτάμι ήταν ανθρώπου. Υπήρχε ένα πτώμα στο ποτάμι , από εκεί ερχόταν αυτή η γλυκιά μυρωδιά, γι αυτό με απομάκρυνε γρήγορα.
- « Ήταν ανθρώπου» ψιθύρισα.
- «Σωστά, αφού το ήξερες γιατί δεν με φώναξες Έντουαρντ »;
Η δήλωση της με ξάφνιασε.
-«Δεν το ήξερα, εσύ το είπες μόλις τώρα, εγώ απλά ήμουν περίεργος και πήγα να δω τι ήταν. Μύριζε εξίσου ωραία με το ελάφι καμία διαφορά ».
Έδειχνε τόσο μπερδεμένη, φαινόταν καθαρά στο πρόσωπο της.
- «Έντουαρντ, εγώ δεν είπα τίποτα τέτοιο θέλεις να μου πεις δηλαδή ότι η μυρωδιά δεν σε αιχμαλώτισε κατευθείαν»;
- «Και βέβαια μίλησες και τώρα ακούω την φωνή σου να αναρωτιέται τι ακριβώς συμβαίνει. Προσπάθησα να μιλήσω στον Καρλάιλ για όλες αυτές τις φωνές που υπάρχουν μέσα στο μυαλό μου αλλά πίστευε ότι όλο αυτό ήταν εξαιτίας της σύγχυσης από την μεταμόρφωση. Όσο αναφορά το πτώμα στο ποτάμι όχι δεν με τράβηξε κατευθείαν η μυρωδιά του, μου μύριζε εξίσου καλά με τα ελάφια όπως σου είπα. Τίποτα το ιδιαίτερο. Πραγματικά δεν καταλαβαίνω τι συμβαίνει».
Κάθισε σκεπτική για ένα λεπτό σε ένα βράχο. Άκουγα τις φωνές να καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα που είχα έρθει και εγώ νωρίτερα. Μπορούσα να ακούσω το μυαλό των άλλων. Κάθε σκέψη.
- « Έντουαρντ, αν κατάλαβα καλά από αυτά που μου λες μπορείς να διαβάζεις τις σκέψεις των άλλων, κάτι το οποίο είναι καταπληκτικό. Έχεις μια σπουδαία ικανότητα και κακώς που ο Καρλάιλ δεν έδωσε περισσότερη βάση στα λόγια σου. Επίσης θα του φανεί πολύ ενδιαφέρουσα η στάση σου απέναντι στο ανθρώπινο αίμα. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ τέτοια αυτοσυγκράτηση από νεογέννητο. Ας κυνηγήσουμε τώρα και μετά θα κάνουμε μια πολύ σοβαρή συζήτηση με όλους στο σπίτι ».
Έτσι και έγινε αφού κυνηγήσαμε πήγαμε σπίτι. Μαζευτήκαμε όλοι στη μεγάλη τραπεζαρία. Η Αλίς ξεκίνησε την συζήτηση παρουσιάζοντας το συμβάν που έγινε νωρίτερα στο ξέφωτο, αφού τελείωσε την αφήγηση όλοι ήταν σκεπτικοί.
Ο Καρλάιλ σκεφτόταν πως οι θεωρίες του πως δεν ήμουν ένα απλό συνηθισμένο αγόρι επαληθεύονταν εφόσον είχα τέτοιες ικανότητες τώρα. Ο Έμμετ το έβλεπε διασκεδαστικό ενώ η Ρόζαλι εκνευριστικό που όλοι ασχολούμασταν με κάποιον άλλον εκτός από αυτήν. Η Έσμε ήταν χαρούμενη με τις νέες μου ικανότητες ενώ αντίθετα ο Τζάσπερ ήταν επιφυλακτικός με όσα είχε ακούσει.
- « Έντουαρντ μπορείς να μου πεις τι σκέφτομαι αυτή την στιγμή ώστε να επιβεβαιώσεις έμπραχτα τα λόγια της Αλίς»; Ρώτησε ο Καρλάιλ.
Αφού του απάντησα και σιγουρεύτηκε για τα λεγόμενα της Αλίς ήρθε στο προσκήνιο το θέμα της συμπεριφοράς μου κοντά στο ανθρώπινο αίμα. Αποφασίστηκε αφού η Αλίς κοίταξε προσεχτικά το μέλλον μου ότι εφόσον είχα τέτοια αυτοσυγκράτηση την επόμενη εβδομάδα θα επέστρεφα στο σχολείο. Ώστε να δαμάσω την επιθυμία μου και να σταματήσουν οι φήμες που είχαν αρχίσει να διαδίδονται για την εξαφάνιση μου.
Αυτή η εβδομάδα ωστόσο πέρασε πολύ γρήγορα. Ο Έμμετ και ο Τζάσπερ τα βράδια μου μάθαιναν διάφορες τεχνικές ώστε να πολεμάω σωστά. Είχα πάρα πολλά να μάθω. Παρόλο τη δύναμη που είχα η τεχνική μου ήταν σχεδόν μηδαμινή. Ακόμα η Αλίς ερχόταν συχνά μαζί μου για κυνήγι, ήταν πολύ ευχάριστη παρέα και με έκανε να ξεχνιέμαι. Ήταν η μόνη που μου συμπαραστεκόταν τόσο πολύ και την ευχαριστούσα γι αυτό. Τις υπόλοιπες ώρες τις περνούσα στο πιάνο ή στη βιβλιοθήκη του Καρλάιλ. Τώρα που είχα ατέλειωτες ώρες στη διάθεση μου μπορούσα να εμπλουτίσω τις γνώσεις σε όλους τους τομείς.
Διάβαζα ιστορία, χημεία, μαθηματικά ,ξένες γλώσσες, τα πάντα.
Παρόλα αυτά η μέρα που θα επέστρεφα στο σχολείο έφτασε. Ήμουν σίγουρος για την αυτοσυγκράτηση μου και ήξερα ότι τα παιδιά δεν κινδύνευαν από μένα. Το αίμα τους δεν θα μου προκαλούσε καμία αίσθηση. Για τις μέρες της απουσίας μου όλοι ήξεραν ότι έπαθα κάποιο σοβαρό αυτοκινητιστικό δυστύχημα και πως ο Καρλάιλ ανήσυχος για την κατάσταση μου αρνήθηκε να με μεταφέρει στο νοσοκομείο, φροντίζοντας με ο ίδιος στο σπίτι. Πραγματικά ο ΄Έμμετ το απόλαυσε στην προσπάθεια του να δημιουργήσει ψεύτικα στοιχεία καταστρέφοντας το αυτοκίνητο μου και βγάζοντας φήμες στο σχολείο για το ατύχημα.
Φτάνοντας στο σχολείο η αίσθηση ήταν εντυπωσιακή. Χιλιάδες σκέψεις κατέλαβαν το μυαλό μου. Πολλές αναφέρονταν στο ατύχημα μου. Επίσης πολλά μάτια με κοιτούσαν περίεργα με την είσοδο μου στο σχολείο. Αδιαφόρησα. Είχα άλλα θέματα να ασχοληθώ. Ανησυχούσα κυρίως για την Μπέλλα και για το πόσο παρατηρητική μπορεί να είναι για την καινούργια μου αλλαγή. Συνέχισα την διαδρομή μου πηγαίνοντας στην αίθουσα. Κοντοστάθηκα στην πόρτα, είχα τόσο άγχος, η καρδιά μου θα μπορούσε να χτυπάει δυνατά αν αυτό ήταν δυνατό. Χωρίς να το σκεφτώ άλλο πήγα να κάτσω στο θρανίο. Η Μπέλλα ήταν ήδη εκεί. Όταν το βλέμμα της έπεσε πάνω μου έκπλήξη και θαυμασμός διαγράφηκε στο πρόσωπο της.
Άραγε τι να σκεφτόταν. Βιάστηκα να επιβεβαιώσω τις υποψίες μου κοιτάζοντας μέσα στις σκέψεις της. Όμως το μόνο που έβλεπα ήταν κενό, σκοτάδι. Αδύνατο δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό. Την κοίταξα ξανά για να σιγουρευτώ πως καθόταν ακόμα εκεί και ναι τα υπέροχα σοκολατί μάτια της με κοιτούσαν ακόμα και μάλιστα γεμάτα αγάπη. Τι τρομερή απογοήτευση ακόμα και τώρα δεν μπορούσα να διαβάσω το μυαλό της. Μου φαινόταν απίστευτο.
Φτάνοντας όμως δίπλα της αυτό το πρόβλημα μου φαινόταν πλέον ασήμαντο. Υπήρχε κάτι πιο σημαντικό τώρα. Το αίμα της. Μύριζε υπέροχα. Ήταν λες και μου τραγουδούσε με παρακαλούσε να το γευτώ. Δηλητήριο γέμισε το στόμα της και ήδη σκεφτόμουν τρόπους να την σκοτώσω.
Με αυτές τις σκέψεις τα ανθρώπινα συναισθήματα μου αντιδρούσαν σθεναρά. Δεν ήθελα να γίνω τέρας πίνοντας το αίμα της αγαπημένης μου. Η αγάπη που ένιωθα για αυτή ήταν που με συγκρατούσε ώστε να μην της κάνω κακό, τουλάχιστον προς το παρόν. Από τις σκέψεις μου με έβγαλε η γλυκιά φωνή της που με αιχμαλώτισε.
Πάντα έλεγα ότι η Μπέλλα έχει εκπληκτική φωνή αλλά μέσα από την υπόσταση του βρικόλακα η φωνή της ακούστηκε σαν μελωδία.
- «Έντουαρντ, αγάπη μου είσαι καλά»;
Αναρωτήθηκα αν μπορούσα να της απαντήσω. Αποφάσισα πως ήμουν. Πήρα ένα άγριο βλέμμα και της απάντησα όσο πιο απότομα μπορούσα.
- «Καλά είμαι».
Η αλλαγή στην διάθεση μου φαίνεται πως την προβλημάτισε αρκετά αλλά ευτυχώς δεν θέλησε να ανοίξει συζήτηση μαζί μου. Αυτή την στιγμή όμως δεν έδινα ιδιαίτερη σημασία, η μυρωδιά της με χτυπούσε σαν σφυρί και το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω μακριά από εδώ. Η ώρα πέρασε βασανιστικά αργά και οι αντοχές μου είχαν αρχίσει να εξαντλούνται, όταν χτύπησε το κουδούνι. Βγήκα έξω τόσο βιαστικά που παραλίγο να έπεφτα πάνω στην Αλίς αν δεν άκουγα τις σκέψεις της που βρίσκονταν σε αναβρασμό.
- «Έντουαρντ, τι έγινε είσαι καλά, είδα ότι σκότωσες την Μπέλλα Σουάν»
Στο πρόσωπο της ήταν ζωγραφισμένη η φρίκη.
- «Όχι, όχι Αλίς ηρέμησε δεν το έκανα, δεν την σκότωσα».
- «Το σκέφτηκες όμως, τι σε έκανε να το σκεφτείς αυτό, εσένα το ανθρώπινο αίμα δεν σε επηρεάζει».
- «Φαίνεται ότι η Μπέλλα αποτελεί εξαίρεση σε όλα. Δεν μπορώ να διαβάσω το μυαλό της και το αίμα της Αλίς, ω δεν μπορείς ούτε καν να το φανταστείς. Είναι σαν με παρακαλάει να το δοκιμάσω».
-«Δεν μπορείς να διαβάσεις το μυαλό της»;
- «Όχι»
- «Ηρέμησε Έντουαρντ σήμερα δεν έχετε άλλο μάθημα μαζί οπότε είναι ασφαλής, ηρέμησε και θα δούμε τι θα κάνουμε. Θα μιλήσουμε στον Καρλάιλ».
Η Αλίς είχε δίκιο έπρεπε να ηρεμήσω αν και ακόμα θυμόμουν τη μυρωδιά της, το άρωμα που ανέδιδε το σώμα της άλλωστε πως θα μπορούσα να το ξεχάσω. Αποφάσισα όμως να ακολουθήσω την συμβουλή της, απέφευγα την Μπέλλα στα διαλείμματα και πάντα καθόμουν αρκετά μακριά της. η μέρα πέρασε πολύ αργά ωστόσο οι εκπλήξεις δεν θα είχαν τελειώσει ακόμα. Στο τέλος της σχολικής μέρας η Μπέλλα βρήκε το θάρρος να με πλησιάσει καθώς καθόμουν με την Αλίς κοντά στο αυτοκίνητο της και μιλούσαμε.
- «Έντουαρντ, μπορώ να σου μιλήσω για λίγο ιδιαιτέρως»;
Η φωνή της όσο και η μυρωδιά της ήταν μεθυστικά. Ωστόσο ανησυχούσα για αυτή την συζήτηση, φοβόμουν ότι μπορούσα να της έκανα κακό. Οι σκέψεις της Αλίς όμως ήταν ενθαρρυντικές και έτσι δέχτηκα με κάποια επιφύλαξη πάλι.
- «Βέβαια για λίγο όμως δεν έχω αρκετό χρόνο. Αλίς μας αφήνεις για λίγο μόνους»;
- «Φυσικά». Αν χρειαστείς κάτι θα είμαι κοντά, σκέφτηκε.
Πήρα ένα ενοχλημένο ύφος για το θέατρο που ετοιμαζόμουν να παίξω. Έπρεπε να είμαι πειστικός ώστε να την πείσω πως δεν την αγαπάω πια, έπρεπε να μην ασχοληθεί μαζί μου ξανά. Όσο και να με πλήγωνε η ιδέα αυτή έπρεπε να καταλάβει ότι πλέον δεν ήμουν ο κατάλληλος γι αυτή. Ήμουν επικίνδυνος.
-«Τι θέλεις Μπέλλα»;
Το ύφος μου φάνηκε να σταματάει τον ειρμό των λόγων της. ότι και να ήταν αυτό που ήθελε να πει, φάνηκε να το ξανασκέφτηκε. Πήγε να με αγκαλιάσει, αλλά τραβήχτηκα πίσω γρήγορα. Η κρύα μου επιδερμίδα θα την τρόμαζε.
- « Έντουαρντ, τόσες μέρες δεν απάντησες σε καμιά από τις κλήσεις μου και τώρα επιτέλους που ήρθες είσαι τόσο απόμακρος, με αποφεύγεις, δεν μου μιλάς καν και θεέ μου είσαι τόσο αλλαγμένος. Τι συμβαίνει Έντουαρντ; Mετάνιωσες»;
Στα μάτια της ήταν κρυμμένη όλη η θλίψη και η στεναχώρια που ένιωθε όλες αυτές τις μέρες και υπαίτιος ήμουν εγώ. Την πλήγωσα και θα την πληγώσω και άλλο τώρα. Αλλά δεν υπήρχε επιλογή έπρεπε να το κάνω.
- «Ναι Μπέλλα έχεις δίκιο, μετάνιωσα, συγνώμη που στο λέω έτσι αλλά τόσο καιρό που ήμουν μακριά είχα χρόνο να σκεφτώ και συνειδητοποίησα ότι δεν ταιριάζουμε καθόλου. Είμαστε δύο διαφορετικοί κόσμοι που δεν συγκλίνουν πουθενά. Δεν θέλω να είμαστε πλέον μαζί, δεν θέλω να είμαστε καν φίλοι».
Έβλεπα καθαρά πως συγκρατούσε τα δάκρυα της με δυσκολία τώρα. Μισούσα τον εαυτό μου για όλο αυτό. Όμως ήμουν ένα τέρας και δεν θα διακινδύνευα ποτέ την ζωή της για την δική μου ευχαρίστηση.
Απομακρύνθηκε με γρήγορα βήματα προς το αμάξι ενώ η Αλίς βρισκόταν κιόλας δίπλα μου. Μπήκαμε στο αμάξι και κατευθυνθήκαμε προς το αμάξι. Εκείνο το βράδυ κάναμε μια καλή κουβέντα με τον Καρλάιλ. Επέμεινε ότι δεν έπρεπε να φύγουμε από το Φόρκς και ότι εφόσον τώρα που έγιναν οι κατάλληλες διευκρινίσεις με την Μπέλλα όλα θα πήγαιναν καλά.
Οι μήνες περνούσαν και όλα πήγαιναν όπως ακριβώς τα είχε πει ο Καρλάιλ. Καθόμουν μαζί με την Μπέλλα στο ίδιο θρανίο αλλά δεν ανταλλάζαμε ούτε λέξη. Την ένιωθα δίπλα μου αλλά δεν είχα το δικαίωμα να την αγγίξω, να της μιλήσω να της πω τίποτα. Η μυρωδιά της είχε την ίδια επιρροή πάνω μου όπως την πρώτη φορά. Ήταν σαν φλόγα που έκαιγε τα πάντα στο πέρασμα της εκτός από τα αισθήματα μου που αυτά όλο και δυνάμωναν χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα.
Τα αδέρφια μου είχαν συνηθίσει πλέον να με βλέπουν λιγομίλητο και θλιμμένο. Μόνο η Αλίς μου μιλούσε και μου έλεγε ότι δεν θα μπορούσα να αντέξω πολύ ακόμα μακριά της. Έβλεπε συχνά οράματα με την Μπέλλα βρικόλακα κάτι που εγώ αρνιόμουν πεισματικά ότι θα κάνω γιατί δεν ήθελα να καταστρέψω την ψυχή της.
Η Αλίς όμως παρόλα αυτά με βοηθούσε αρκετά αν δεν είχα και αυτή δεν θα ήξερα τι μπορεί να είχα κάνει, η παρέα της ήταν καταλυτική στην θλίψη μου. Ακόμα με βοηθούσε να καταλάβω καλύτερα την δυνατότητα μου να διαβάζω τις σκέψεις των άλλων όπως και να πολεμάω σωστά. Κάτι που έκαναν και οι υπόλοιποι με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση. Είχα βελτιωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό και ο Τζάσπερ ήταν πολύ ικανοποιημένος μαζί μου. Ένα απόγευμα όμως αποφάσισα να μην κάνω το συνηθισμένο μάθημα. Ήθελα να περάσω λίγο χρόνο μόνος μου. Αποφάσισα να πάω μια βόλτα στο δάσος, στο ξέφωτο που είχα πάει με την Αλίς για το πρώτο μας κυνήγι. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη και το φως έκανε το δέρμα μου να λαμπυρίζει στον ήλιο. Το τρέξιμο βοηθούσε το μυαλό μου να καθαρίσει και να σκεφτώ λογικά. Πολλοί λίγοι κυκλοφορούσαν τόσο βαθιά στο δάσος οπότε δεν φοβόμουν για τυχόν περαστικούς.
Το μέρος ήταν τόσο ήσυχο, ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν το κελάρυσμα του ποταμού και ξαφνικά συνειδητοποίησα και κάτι άλλο. Ένα ζευγάρι πόδια να προχωράει σιγά σιγά στο χορτάρι και μια χαρτιά να χτυπάει άρρυθμα . Κρύφτηκα στην σκιά κάτω από κάτι δέντρα και τότε τον είδα. Ήταν ένας βρικόλακας το δέρμα του λαμπίριζε στο φως του ήλιου, αυτό όμως που πρόσεξα κατευθείαν εκτός από τα σαν ζαφείρια κατακόκκινα μάτια του ήταν την Μπέλλα φοβισμένη στην άλλη μεριά του χωραφιού.
ΤΖΕΙΚΟΜΠ
Η μέρα ήταν υπέροχη έτσι αποφάσισα να πάω στο δάσος, μέσα στην πόλη οι πειρασμοί ήταν πολλοί και εγώ δεν ήμουν σίγουρος για την αυτοσυγκράτηση μου. Από εκείνη την μέρα που άφησα το παιδί με το δηλητήριο μου να δρα στο σώμα του είχα περάσει εφιαλτικές στιγμές, όπως ακριβώς το περίμενα, οι ερινύες με κυνηγούσαν θυμίζοντας μου το πλάσμα που ήμουν. Ένας αιμοδιψής βρικόλακας. Το πιο δυνατό πλάσμα στον κόσμο που όμως στην περίπτωση μου είχε και κάποιες αδυναμίες. Όλες αυτές οι αναμνήσεις των ανθρώπων που σκότωσα και κυρίως του αγοριού που μεταμόρφωσα σε όμοιο μου με καταδίωκαν. Ευτυχώς εδώ στο δάσος επικρατούσε ηρεμία και έτσι μπορούσα να βάλω τις σκέψεις μας σε μια σειρά. Οι αναμνήσεις του αγοριού ήρθαν πάλι στο μυαλό μου όμως δεν μπορούσα να ξεφύγω.
Όταν τον είχα δει ήταν χαρούμενος και τότε δεν καταλάβαινα το λόγο. Τώρα όμως μπορούσα, ήταν ερωτευμένος με ένα γλυκό κορίτσι και λίγες ώρες νωρίτερα πριν το συμβάν είχαν περάσει τρυφερές στιγμές. Χωρίς μυστικά, απλή αλλά πραγματική αγάπη. Εγώ όμως με την αδυναμία μου του είχα προκαλέσει μεγάλο κακό το οποίο δυστυχώς ήταν ανατρέψιμο.
Ξάπλωσα στο ξέφωτο και υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι δεν θα σκεφτόμουν τίποτα άλλο εκτός από τον ήλιο που έλουζε το σώμα μου. Πέρασα αρκετή ώρα έτσι ώσπου ξαφνικά άκουσα βήματα. Σηκώθηκα γρήγορα και πήγα να δω ποιος ερχόταν, όποιος και να ήταν σίγουρα είχε χαθεί τόσο βαθιά στο δάσος. Πλησίασα λίγο περισσότερο και τότε την είδα. Αυτή η κοπέλα σίγουρα αν μπορούσα να κοιμηθώ θα έβγαινε μέσα από τους χειρότερους μου εφιάλτες. Με τρόμο κατάλαβα ότι ήταν η κοπέλα που ο Έντουαρντ ήταν ερωτευμένος μαζί της. Ποιο ήταν το όνομα της; Α! Ναι Μπέλλα.
Είχα δίκιο φαινόταν χαμένη κρατούσε ένα χάρτη στα χέρια της και μια πυξίδα αλλά από ότι φαίνεται δεν μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει σωστά. Τώρα όσο πλησίαζε η μυρωδιά της γινόταν όλο και πιο έντονη, μύριζε εκπληκτικά, μύριζα έντονα το αίμα της και τότε κατάλαβα γιατί είχε χτυπήσει και τα χέρια της ήταν γεμάτα αίματα. Δεν μπορούσα να αντισταθώ. Ήταν πραγματικά πειρασμός. Αποφάσισα πως έπρεπε να δράσω σιγά σιγά. Τουλάχιστον της το όφειλα για το κακό που έκανα στο αγόρι της. Δεν θα την πονούσα καθόλου. Ο θάνατος θα την επισκεπτόταν φιλικά και θα την έπαιρνε μαζί του για πάντα.
- «Γεια σου Μπέλλα.»
Ακούγοντας με γύρισε ξαφνιασμένη και τότε με είδε. Φαντάστηκα ότι το θέαμα ενός βρικόλακα να λάμπει στον ήλιο θα ήταν τρομακτικό για εκείνη. Με κοιτούσε γεμάτη έκπληξη και λίγο φόβο θα μπορούσα να πω. Θεώρησα ότι δεν θα άντεχα πάνω από δέκα λεπτά με το αίμα της τόσο κοντά μου οπότε καλό θα ήταν να της εξηγήσω.
- «Πώς ξέρεις το όνομα μου»;
Ω! Είναι απλό αγαπητή μου, εγώ ο ίδιος μεταμόρφωσα το αγόρι σου τον Έντουαρντ σε βρικόλακα πριν από αρκετό καιρό. Οι αναμνήσεις του ήταν γεμάτες με σένα.
- «Σε βρικόλακα»;
-«Μάλιστα και ειλικρινά θα σε είχα σκοτώσει ήδη τώρα αν δεν ένιωθα κάποιες ενοχές γι αυτό» Έκανε ένα μικρό βήμα προς τα πίσω, πανικόβλητη, την είχε καταλάβει ο φόβος, φαινόταν τόσο καθαρά στα μάτια της.
-«Λες ψέματα» Η φωνή της δυνατή τώρα.
- «Ω! Μην προσπαθήσεις να το παίξεις γενναία, θα σε σκοτώσω έτσι και αλλιώς. Αν δεν μύριζε τόσο υπέροχα το αίμα σου μπορεί να το ξανασκεφτόμουν αλλά ειλικρινά μυρίζεις θαυμάσια και εγώ είμαι πολύ πεινασμένος».
Όση ώρα της μιλούσα έκανε μεγάλα βήματα προς τα πίσω, ελπίζοντας να το σκάσει, δεν υπήρχε ελπίδα όμως το δάσος ήταν έρημο και εγώ υπερβολικά διψασμένος όπως ακριβώς της είπα.
Τότε άκουσα βήματα πίσω μου, ξαφνιασμένος γύρισα να κοιτάξω ποιος ήταν και τότε αντίκρισα αυτό που πολύ καλά ήξερα. Άκουσα την Μπέλλα να φωνάζει έκπληκτη και να επιβεβαιώνει τις υποψίες μου.
- «Έντουαρντ»
ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ
Η Μπέλλα καθόταν φοβισμένη στην άλλη μεριά του χωραφιού ενώ ο Τζέικομπ της εξηγούσε την όλη κατάσταση. Δεν στάθηκα να ακούσω τίποτα άλλο. Μπήκα στο χωράφι και πλησίασα σιγά σιγά. Βλέποντας με η Μπέλλα φώναξε το όνομα μου κάνοντας τον Τζέικομπ να με κοιτάξει.
-«Αδύνατο. Δεν είναι δυνατό».
- «Και βέβαια είναι. Χαίρομαι που επιτέλους συναντώ αυτόν που με μεταμόρφωσε. Μήνες ολόκληρους ήλπιζα να σε συναντήσω, ξέρεις πόσο πολύ θέλω να σε σκοτώσω. Και τώρα μου δίνεις άλλη μια αφορμή για να το κάνω ».
Δεν στάθηκε να πω τίποτα άλλο πήρα στάση επίθεσης και του επιτέθηκα. Θα τον σκότωνα με όποιο τίμημα. Η μάχη προβλέπεται να ήταν δύσκολη αλλά εγώ είχα το προτέρημα πως μπορούσα να ακούσω τις σκέψεις του. Είχε μόνο μία σκέψη στο μυαλό του να πάρει την Μπέλλα και να φύγει. Κάτι που δεν θα του επέτρεπα ποτέ. Αν και αρχάριος ήμουν πιο δυνατός από αυτόν το ήξερα και θα το εκμεταλλευόμουν στο έπακρο. Μετά από αρκετή ώρα κατάφερα να τον πληγώσω βαθιά στο χέρι. Το χέρι του με ένα δυνατό θόρυβο ξεκόλλησε από το σώμα του. Τώρα ήμουν πιο σίγουρος για τον εαυτό μου, ο Τζέικομπ είχε αρχίσει να υποχωρεί, κάνοντας μια λάθος κίνηση βρήκα την ευκαιρία που έψαχνα. Τα δόντια μου πέρασαν ξυστά το κεφάλι του το οποίο χωρίστηκε από το υπόλοιπο σώμα του.
Γρήγορα, συγκέντρωσα τα κομμάτια του και άναψα μια μεγάλη φωτιά, καίγοντας τα. Όλη αυτή την διάρκεια δεν μπόρεσα να κοιτάξω την Μπέλλα. Πως θα την κοιτούσα στα μάτια. Μόλις είχα σκοτώσει και διαμελίσει ένα βρικόλακα μπροστά στα μάτια της. Όμως δεν μπορούσα να το αναβάλλω άλλο. Γύρισα αργά και την κοίταξα. Τα μάτια της ήταν γεμάτα φόβο. - «Μπέλλα είσαι καλά»;
Η σιωπή της με σκότωνε, δεν ήξερα τι σκεφτόταν για μένα. Δεν ήξερα τι ένιωθε. Σίγουρα με μισούσε της είχα κρύψει τόσα πολλά. Δεν την εμπιστεύτηκα. Όμως φοβόμουν, φοβόμουν για την ασφάλεια της, τόσο πολύ. Η επόμενη κίνηση της όμως με ξάφνιασε. Έτρεξε και με αγκάλιασε. Η διαφορά της θερμοκρασίας μας φαίνεται ότι δεν την επηρέασε καθόλου. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ αυτή η επαφή ήταν κάτι που αναζητούσα μήνες τώρα. Το άρωμα της δεν με επηρέασε καθόλου, την αγαπούσα, την αγαπούσα αληθινά.
- «Έντουαρντ θέλω λίγο χρόνο. Είμαι μια χαρά απλά θέλω λίγο χρόνο να συνειδητοποιήσω όλα όσα έγιναν».
Τότε πρόσεξα πως αιμορραγεί και μάλιστα αρκετά.
- «Μπέλλα αιμορραγείς, πρέπει να σε πάω στον Καρλάιλ να δει το χέρι σου, μην ανησυχείς, έχουμε όλο το χρόνο να μιλήσουμε. Θα σε κουβαλήσω και θα πάμε πολύ γρήγορα. Κλείσε τα μάτια σου».
- «Μα! Έντουαρντ το αίμα…»
- «Μην σε απασχολεί, θα τα καταφέρω».
Την κράτησα στην αγκαλιά μου και πήγαμε γρήγορα προς το σπίτι. Παρόλο το αίμα που έτρεχε στο χέρι της η ένταση της μυρωδιάς είχε υποχωρήσει. Μύριζε εξίσου υπέροχα αλλά όχι με τον ίδιο τόνο. Αυτό με ξάφνιασε, αλλά είχα φτάσει τόσο κοντά στο να την χάσω απόψε που δεν με ένοιαζε τίποτα άλλο αυτή την στιγμή. Ήμουν τόσο χαρούμενος επιτέλους ήμουν ελεύθερος, χωρίς μυστικά, και κυρίως ήμουν σίγουρος ότι δεν θα την άφηνα λεπτό από κοντά μου, φυσικά αν με ήθελε και εκείνη. Ήμουν έτοιμος να κάνω μια σωστή και προσεχτική σχέση μαζί της. Την αγαπούσα και δεν θα άντεχα να την χάσω ξανά .
Φτάνοντας στο σπίτι, η Αλίς είχε ήδη φροντίσει να ενημερώσει τους υπόλοιπους για το συμβάν και ο Καρλάιλ μας περίμενε στην τραπεζαρία με την ιατρική του τσάντα. Αφού της κούραρε το χέρι μας άφησε διακριτικά μόνους ώστε να συζητήσουμε. Οι σκέψεις του όμως με ξάφνιασαν. Ήταν τόσο χαρούμενος και έδειχνε θετικός για την σχέση μου με την Μπέλλα. Αυτό με έκανε πιο σίγουρο για τον εαυτό μου. Η Μπέλλα καθόταν σιωπηλή δίπλα μου, φαινόταν ήρεμη. Αποφάσισα ότι έπρεπε να της εξηγήσω να απολογηθώ.
-« Μπέλλα, θέλω να σου ζητήσω συγνώμη. Συγνώμη που δεν σε εμπιστεύτηκα και δεν σου είπα από την αρχή τι συνέβη. Αλλά πίστεψε με ήταν για το καλό σου. Φοβόμουν ότι θα σου έκανα κακό και ακόμα φοβάμαι ότι μπορεί να σε πληγώσω. Αλλά όλα αυτά γκρεμίστηκαν όταν σε είδα στο λιβάδι τόσο τρομαγμένη στα χέρια εκείνου του αχρείου. Τότε πήρα την απόφαση πως άξιζε να αποκαλύψω το μυστικό μου για να σε σώσω. Μπέλλα ακόμα σ’ αγαπάω και μάλιστα πιο δυνατά από πριν. Θέλω να κάνουμε μια προσπάθεια αν συμφωνείς και εσύ, αν με αγαπάς ακόμη θέλω να μου δώσεις μια ευκαιρία να επανορθώσω. Όλα αυτά που σου είπα εκείνο το πρωί ήταν ένα μεγάλο ψέμα. Είμαι καλός ψεύτης Μπέλλα. Αναγκάζομαι να είμαι. Σου υπόσχομαι ότι θα είμαι πάντα δίπλα σου, φύλακας άγγελος και θα είμαι πάντα προσεχτικός. Ποτέ δεν θα χάσω τον έλεγχο. Είσαι πολύ σημαντική για μένα ».
Την κοίταξα στα μάτια, περιμένοντας να μου απαντήσει , να μου πει τι σκεφτόταν.
Εκείνη χάιδεψε το πρόσωπο μου και είπε
- «Μην φοβάσαι» Μουρμούρισε.
- «Είμαστε φτιαγμένοι για να είμαστε μαζί»
-«Για πάντα», συμφώνησα.
Ήμουν τόσο χαρούμενος είχα την Μπέλλα στο πλευρό μου. Ήταν το πεπρωμένο μου και το πίστευε και εκείνη αυτό και δεν θα άφηνα κανέναν να μου την πάρει.
emerald eyes Golden Eyed Vampires
Ηλικία : 37 Τόπος : 9 cycles of hell Αριθμός μηνυμάτων : 2461 Registration date : 18/01/2009
Ο Εδουάρδος είναι εικοσιπέντε χρονών και δέχεται πιέσεις από τους γονείς του να παντρευτεί. Εκείνος όμως δεν θέλει. Επιθυμεί να αφιερωθεί στην ιστορία. Θέλει να μάθει τους Αρχαίους Πολιτισμούς και να τους γνωρίσει μέσα από λογοτεχνία και τέχνη.
Αδερφός του Εδουάρδου είναι ο Έμμετ, ο οποίος είναι παντρεμένος με την Ρόζαλι Λίλιαν Χέιλ. Η Λίλιαν, όπως προτιμά να την αποκαλούν, είναι η ομορφότερη γυναίκα της Οδησσού σύμφωνα μα τα σχόλια των ανδρών. Το ζευγάρι όμως είναι αγαπημένο και μάλιστα περιμένουν και το πρώτο τους παιδάκι. Η Λίλιαν είναι έξι μηνών έγκυος.
Ο καλύτερος φίλος του Εδουάρδου είναι ένας Έλληνας, ο Παναγιώτης. Έλληνας με όλη την σημασία της λέξης. Έλληνας από την καταγωγή και όχι επειδή είναι έμπορας όπως είχε καταντήσει το όνομα. Μάλιστα ο Παναγιώτης δεν ήθελε να αποκαλούν οι φίλοι του τους εμπόρους Έλληνες όπως συνηθιζόταν γιατί το θεωρούσε προσβλητικό. Έγιναν φίλοι λόγω της αγάπης που είχαν και οι δύο για τον Πολιτισμό της Αρχαίας Ελλάδας. Ο Παναγιώτης αν και έναν χρόνο μικρότερος από τον Εδουάρδο είναι πολύ ώριμος και έχει και καινούριες ιδέες.
Ο πατέρας του Εδουάρδου και του Έμμετ είναι Ρώσος αξιωματικός του στρατού και η μητέρα τους μία από τις πολλές Ελληνίδες της διασποράς.
Η Ιζαμπέλλα είναι ορφανή από γονείς και έτσι την μεγάλωσαν ο θείος και η θεία της. Ο θείος της είναι ένας περίφημος γιατρός και η θεία της αν και ασχολείται με το νοικοκυριό τής έχει περάσει πολλές φιλελεύθερες ιδέες. Για παράδειγμα, αυτή την έκανε να θέλει να βοηθήσει τους Έλληνες που βρίσκονταν για πάνω από τριακόσια πενήντα χρόνια κάτω από τον τούρκικο ζυγό. Βέβαια υπήρχαν και άλλες χώρες που ήταν κατακτημένες αλλά για εκείνην η Ελλάδα έχει προτεραιότητα.
Ξαδέρφη της Ιζαμπέλλας είναι η Λούσι. Εγωίστρια και το μόνο που την νοιάζει είναι να βρει έναν πλούσιο γαμπρό. Στο μάτι έχει βάλει τον Ιάκωβο, τον βοηθό του μπαμπά της αλλά εκείνος έχει μάτια μόνο για την Ιζαμπέλλα. Ξάδερφος της ο Δημήτρης που είναι και συνομήλικος της. Πιο καλά τα πηγαίνει με αυτόν παρά με την Λούσι.
Ο πατέρας και αδερφός της είχαν συμβουλέψει την Λούσι ότι θα ήταν καλύτερα αν άφηνε τον Ιάκωβο στην ησυχία του να διαλέξει. Τελικά την έπεισαν και τώρα συνέχεια ο Ιάκωβος την αποφεύγει και μιλάει μόνο στην Ιζαμπέλλα. Αυτή όμως δεν τον θέλει σαν σύζυγο. Τον συμπαθεί αλλά μόνο ως φίλο.
Την εποχή εκείνη η θεία της Ιζαμπέλλας γνωρίστηκε με μία Ελληνίδα και επειδή ήθελε να την γνωρίσει και στην οικογένεια της, σήμερα, μία κρύα μέρα του Οκτώβρη, η κυρία και ο κύριος Μέισεν είναι καλεσμένοι για δείπνο στο σπίτι των Κάλλεν όπου ζει εδώ και χρόνια μαζί τους και η Ιζαμπέλλα.
Στο σπίτι της Ιζαμπέλλα εδώ και δύο μέρες ετοιμάζονται. Η θεία της είναι όλη μέρα στην κουζίνα και ετοιμάζει.
Της Ιζαμπέλλας της φαίνεται παράξενο γιατί αυτά που μαγείρεψε είναι αρκετά για να ταΐσει έναν ολόκληρο λόχο. Ήταν πληροφορημένη ότι οι επισκέπτες θα είναι μια οικογένεια.
Μα πόσο μεγάλη θα μπορούσε να είναι; αναρωτήθηκε καθώς έφτιαχνε τα μαλλιά της. Έβαλε το βραχιόλι που της είχε χαρίσει ο Ιάκωβος για τα δέκατα ένατα γενέθλια της και κατέβηκε στο σαλόνι.
Εκεί βρήκε τον θείο της και τον Δημήτρη.
«Πού είναι η θεία και η Λούσι;», τον ρώτησε.
«Η θεία σου ετοιμάζει κάτι τελευταία στην κουζίνα και η Λούσι ετοιμάζεται ακόμα. Γιατί δεν πας να την βοηθήσεις;» της απάντησε γλυκά ο θείος της.
«Θα θέλει την βοήθεια μου;», μονολόγησε δυστυχισμένα η Ιζαμπέλλα καθώς κατευθυνόταν στο δωμάτιο της Λούσι.
«Περίμενε λίγο, Μπέλλα.», την σταμάτησε ο Δημήτρης. Ήταν ο μόνος που του επιτρεπόταν να την αποκαλεί έτσι. Φοβόταν να δίνει δικαιώματα και έτσι το επέτρεπε μόνο στον πολυαγαπημένο της ξάδερφο που τον είχε σαν αδερφό.
«Ναι, Δημήτρη;»
«Σήμερα είναι καλεσμένος και ο Ιάκωβος. Προσπάθησε να φερθείς ευγενικά»
«Τι πράγμα; Θέλετε να μου πείτε κάτι;» Όλο αυτό της έμοιαζε σαν να ήταν στημένο και σήμερα θα αρραβωνιαζόταν κάποιον που δεν ήθελε.
«Απλώς λέω ότι εφόσον η Λούσι έκανε πίσω θα μπορούσες να το εκμεταλλευτείς αυτό», διόρθωσε ο θείος της.
«Και να αρραβωνιαστώ κάποιον που δεν αγαπώ;» τον ρώτησε με πικρία και θυμό ταυτόχρονα.
«Μπέλλα, δεν θα βρεις άλλη ευκαιρία. Είναι καλός, όμορφος, γιατρός και σε αγαπάει.»
«Α, ώστε σήμερα θα είναι ο αρραβώνας μου. Γι’ αυτό η θεια έχει τρελαθεί από την χαρά της και η Λούσι έχει να μου μιλήσει εδώ και 2 μέρες! Και τους άλλους τους ανθρώπους τι θα τους κουβαλήσετε;»
«Ιζαμπέλλα, ηρέμησε. Η οικογένεια που θα έρθει έχει και έναν ανύπαντρο 25χρονο γιο. Ίσως αλλάξει γνώμη η Λούσι όταν τον δει. Θα έρθει πάντως μαζί και ένας φίλος του. Είμαι σίγουρος ότι θα καταλάβει ότι ο Ιάκωβος δεν είναι ο μόνος διαθέσιμος.» της είπε ο θείος με χαλαρό τόνο.
«Και πάλι αυτό δεν αλλάζει την άποψη μου. Δεν είναι ανάγκη να με αποκαταστήσετε. Η μαμά και ο μπαμπάς δεν θα με πίεζαν ποτέ» τους πέταξε επιθετικά.
Αυτό σόκαρε τον Καρλάιλ, τον θείο της Ιζαμπέλλας.
«Μπέλλα, αν δεν θες δεν θα σε πιέσουμε», είπε τελικά ο Δημήτρης
«Ευχαριστώ. Και τώρα πάω να εξηγηθώ στην Λούσι. Θα με θεωρεί για εγωίστρια», είπε με έναν τόνο λιγότερο εκνευρισμένο από πριν.
Ανέβηκε την σκάλα και κατευθύνθηκε στο δωμάτιο της Λούσι. Χτύπησε την πόρτα.
«Περάστε.» , ακούστηκε η φωνή της Λούσι από μέσα.
«Θες βοήθεια;» της είπε η Ιζαμπέλλα γλυκά.
«Α, εσύ είσαι; Νόμιζα ότι ήταν η μαμά μου. Όχι, δεν θέλω την βοήθεια σου. Μπορείς να κατέβεις. Σε λίγο θα είμαι έτοιμη.», της είπε με πικρία και εκνευρισμό.
Καθόταν στο γραφείο της και βαφόταν. Κρατούσε το βαζάκι με την πούδρα και το άφηνε για να πιάσει το κραγιόν.
«Λούσι, ήρθα για να μιλήσουμε» ξαναπροσπάθησε η Ιζαμπέλλα.
«Δεν θέλω να μιλήσουμε»
«Σε παρακαλώ, Λούσι» είπε παρακλητικά ξανά η Ιζαμπέλλα.
Αυτό εκνεύρισε την Λούσι ακόμα περισσότερο αλλά δεν μίλησε.
«Μίλα μου σε παρακαλώ»
«Τι να σου πω Ιζαμπέλλα; Είμαι ξαδέρφη σου και αφήνεις τον αδερφό μου τον Δημήτρη να σε φωνάζει χαϊδευτικά Μπέλλα ενώ μαζί μου δεν προσπάθησες ποτέ να αποκτήσεις οικειότητες.»
«Μα-»
«Δεν έχει ‘μα’ και μην με διακόπτεις όταν μιλάω. Δεν προσπάθησες ποτέ! Και θες να μου φας και τον Ιάκωβο. Όλοι σε θεωρούν γλυκιά, καλή, έξυπνη, σωστή και εγώ είμαι απλώς η περιττή. Όλους τους ξεγελάς με το χαμόγελο σου αλλά όχι και εμένα. Σε ξέρω καλά!» και κάπως έτσι η Λούσι τελείωσε τον λόγο της και κοίταξε την Μπέλλα κάπως ανακουφισμένη που έβγαλε όσα κρατούσε τόσο καιρό μέσα της.
«Λούσι, ηρέμησε. Πρώτον, δεν σου απαγόρευσα να με φωνάζεις Μπέλλα. Ίσα ίσα που στεναχωριόμουν που δεν με φώναζες έτσι και κρατούσες τα τυπικά. Δεύτερον εγώ τον Ιάκωβο τον αγαπάω σαν αδερφό μου. Τώρα μου είπαν με πλάγιο τρόπο ότι θα αρραβωνιαστούμε ή κάτι τέτοιο πάντως. Νομίζω τους έπεισα ότι έχουν στο μυαλό τους να ακυρωθεί. Και τρίτον δεν ξεγελάω κανέναν. Μιλάς αλλά δεν ξέρεις πως νιώθω που όλοι έχουν τους γονείς τους να τους νοιάζονται και εγώ έχω μόνο τον θείο και την θεία που το μόνο που θέλουν είναι να με αποκαταστήσουν για να με ξεφορτωθούν. Δεν ξέρεις πόσο άσχημα νιώθω που σας είμαι βάρος. Αλλά δεν πρόκειται να παντρευτώ κάποιον που δεν αγαπώ.»
Η Λούσι ήταν έκπληκτη. Δεν περίμενε να τα ακούσει όλα αυτά.
«Ο μπαμπάς και η μαμά δεν θέλουν να σε ξεφορτωθούν. Σε θεωρούν εσένα κόρη τους και εμένα ξένη. Και….μπορώ δηλαδή να σε φωνάζω Μπέλλα;»
«Ναι, Μπέλλα θέλω να με φωνάζεις. Και το ξέρω και ο θείος και η θεία πάντα με θεωρούσαν ξένη. Πόσες φορές με σύστηναν ως: ‘το ορφανό των Σουάν’; Ε; Δεν θυμάμαι μια φορά να με συστήσουν ως την ανιψιά τους.»
«Αλήθεια το λες; Δηλαδή δεν με μισείς; Αχ Μπέλλα! Σε θεωρούσα σαν την μεγάλη μου αδερφή αλλά ήσουν τόσο κλειστή που με έκανες να σε μισώ.»
Και με αυτά τα λόγια αγκαλιάστηκαν.
«Δεν πρέπει όμως να κλάψουμε. Τώρα που θα έρθει ο Ιάκωβος πρέπει να σε βρει στην εντέλεια»
«Αλήθεια το λες Μπέλλα; Αχ πόσο χαίρομαι!»
«Είσαι έτοιμη δηλαδή να κατεβούμε κάτω;» την ρώτησε με χαμόγελο
«Δεν είμαι έτοιμη. είμαι πανέτοιμη!»
«Πάμε λοιπόν»
Και με αυτά τα λόγια κατέβηκαν κάτω.
«Βλέπω εσείς οι δύο τα βρήκατε» είπε ο Δημήτρης
«Σήμερα δεν θα γίνει αρραβώνας. Μπορούμε απλώς να γνωριστούμε μεταξύ μας. Και για να μην γίνουν άλλες παρεξηγήσεις θα μιλήσω εγώ η ίδια στον Ιάκωβο και θα ξεκαθαρίσω την θέση μου.»
Τότε ήρθε και η Έσμι, η θεία.
«Μαμά, δεν θα γίνει ο αρραβώνας» την πληροφόρησε ο Δημήτρης.
«Δεν πειράζει. Θα γνωριστείτε όλοι οι νέοι και θα δείτε πως θα τα πάτε μια χαρά. Η Λίλιαν είναι πολύ ευχάριστη αλλά δεν πρέπει να την κουράσετε. Και συ Δημήτρη θα ταιριάξεις με τον Έμμετ, τον Εδουάρδο και τον Παναγιώτη. Το ίδιο νομίζω και ο Ιάκωβος. Ας περάσουμε καλά σήμερα. Αυτό είναι που μετράει.»
«Ευχαριστώ θεία. Η Λίλιαν είπες; Η γνωστή Ρόζαλι Λίλιαν Χέιλ, η γυναίκα του Έμμετ Μέισεν;»
«Τίποτα, καλή μου και ναι αυτήν εννοώ»
Η Ιζαμπέλλα και η Λούσι στραβομουτσούνιασαν. Πώς να εντυπωσιάσουν αγόρια όταν στο ίδιο δωμάτιο βρισκόταν η Λίλιαν, η ομορφότερη γυναίκα της πόλης αν όχι της χώρας; Μετά από λίγο ήρθε και ο Ιάκωβος. Πήγανε στο καθιστικό για να μιλήσουν και του τα είπε όλα. Εκείνος επέμεινε ότι θα συνεχίσει να προσπαθεί αλλά η Ιζαμπέλλα τον απείλησε ότι αν δεν σταματήσει να πληγώνει την ξαδέρφη της θα του κάνει την ζωή κόλαση. Και κάπως έτσι τον έπεισε να προσπαθήσει με την Λούσι.
Γύρισαν στο καθιστικό και ήταν πάνω που η Έσμι άνοιγε την πόρτα.
Πρώτα μπήκαν ο Εδουάρδος και η Ελισάβετ Μέισεν, από πίσω τους ακολουθούσαν ο Έμμετ με την Λίλιαν Μέισεν και από πίσω από αυτούς ήταν ο ‘μικρός’ Εδουάρδος και ο φίλος του ο Παναγιώτης.
Και τότε άρχισαν οι συστάσεις.
Η Έσμι σύστησε την οικογένεια της και τον Ιάκωβο στους επισκέπτες και μετά τον ρόλο της ανέλαβε η Ελισάβετ. Τον σύζυγο τον λένε ‘Εδουάρδος ο Μεγάλος’ και τον γιο ‘Εδουάρδος ο Μικρός’.
Δεν υπήρχε πρόβλημα να τους ξεχωρίσει κανείς. Ο Εδουάρδος ήταν μοναδικός ή τουλάχιστον έτσι έμοιαζε στα μάτια της Ιζαμπέλλας. Χάλκινα μαλλιά και πράσινα σμαραγδί μάτια, όπως η μαμά του αλλά ψηλός όπως ο πατέρας του και ο αδερφός του.
Ο Έμμετ ήταν ψηλός και γεροδεμένος. Σαν αρκούδα, ένα πράγμα. Ο Δημήτρης είχε το ίδιο περίπου ύψος και φαινόταν ότι αυτοί οι δύο θα τα πάνε καλά.
Η Λίλιαν φορούσε ένα φόρεμα εγκυμοσύνης στο χρώμα του ροδάκινου. Η εγκυμοσύνη της πήγαινε, την έκανε να λάμπει από ομορφιά.. Η κοιλιά δεν έπαιζε ρόλο. Η ίδια ήταν ευτυχισμένη και αυτό το μετέδιδε και στους άλλους.
Και τέλος έμεινε ο Παναγιώτης. Είχε σγουρό μαύρο μαλλί και αν και νέος είχε μουστάκι. Αδύνατος αλλά έδινε την εντύπωση πολεμιστή. Η Ελισάβετ τον σύστησε ως Έλληνα όπως και εκείνη. Ήταν περήφανη που ο γιος της ήταν φίλος με έναν Έλληνα. Και με το δίκαιο της. Ήταν Ελληνίδα και ο γιος της γεννήθηκε και μεγάλωσε στην ξενιτιά. Φοβόταν ότι το ελληνικό στοιχείο θα χαθεί. Και όμως οι πεποιθήσεις του Εδουάρδου και η φιλία του με τον Παναγιώτη έδειχναν ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί.
Όλοι έδωσαν τα χέρια και από την πρώτη στιγμή φάνηκε ότι ο Εδουάρδος μόλις απέκτησε άλλον έναν φίλο. Αυτό γιατί αν ο Εδουάρδος δεν σπούδαζε κάτι σχετικό με την ιστορία θα διάλεγε την ιατρική οπότε ανακάλυψαν ότι με τον Ιάκωβο είχαν αρκετά κοινά.
Έκατσαν στο τραπέζι για να φάνε και η Ιζαμπέλλα ένιωσε σαν το σπίτι της. Ο Έμμετ της συμπεριφερόταν και ενδιαφερόταν γι’ αυτήν σαν να ήταν ο αδερφός που έχασε πριν δεκαπέντε χρόνια σε εκείνο το τρομερό ατύχημα. Ο αδερφός του, ο Εδουάρδος πάλι δεν ενδιαφερόταν καθόλου. Ξεροκέφαλος και πεισματάρης. Οι γονείς του κυρίως τον κουβάλησαν μαζί για να γνωριστεί και να αγαπήσει μία από τις κοπέλες. Έτσι αυτός δεν έδινε σημασία σε καμία άσχετα που καθόταν ανάμεσα στην Ιζαμπέλλα και την Λούσι. Η Λούσι το διασκέδαζε αλλά η Ιζαμπέλλα ήταν το ίδιο πεισματάρα και αποδείχθηκε ότι έχουν τον ίδιο χαρακτήρα με την Λίλιαν.
Ο Καρλάιλ ρώτησε τον Παναγιώτη για την Ελλάδα. Και εκείνος άρχισε να λέει για την Ελευθερία και πόσο σημαντική είναι. Αυτό γοήτευσε την Ιζαμπέλλα και άρχισε να δίνει όλο το ενδιαφέρον της πάνω του. Αυτό ήταν και το τελευταίο που άντεξε ο Εδουάρδος. Ήταν πάνω που όλοι σηκώνονταν από τον τραπέζι και την πήρε από το χέρι ως το καθιστικό.
«Τι είναι αυτά που κάνεις;», απαίτησε με ζήλεια.
«Ότι θέλω! Είμαι ελεύθερη και νέα. Και δεν είμαι αναγκασμένη να σου δίνω λογαριασμό»
«Με τον καλύτερο μου φίλο;», συνέχισε αυτός απτόητος
«Ωραία και τι έγινε; Και ποιος είσαι εσύ; Ούτε ο πατέρας μου είσαι ούτε ο αδερφός μου.» και με αυτά τα λόγια ήταν έτοιμη να κλάψει. Δεν ήθελε όμως να δείξει αδυναμία «ούτε ο θείος μου ούτε ο ξάδερφος μου»
Αυτό τον πόνεσε και προφανώς ήθελε να είναι κάτι στην ζωή της και την κοιτούσε με ένα βλέμμα παρακλητικό και γεμάτο αγάπη. Αυτό το βλέμμα ήταν που την μαλάκωσε. Και τότε αντιλήφθηκαν την παρουσία των υπόλοιπων. Ο Ιάκωβος ήταν τόσο εκνευρισμένος που ο Δημήτρης τον κρατούσε για να μην επιτεθεί στον Εδουάρδο και ο Έμμετ με τον Παναγιώτη χαζογελούσαν. Η Λίλιαν, η Έσμι και η Ελισάβετ ήταν συγκινημένες και η Λούσι ανακουφισμένη. Οι άντρες, ο Καρλάιλ και ο Εδουάρδος ήταν σοβαροί.
Πρώτος μίλησε ο Έμμετ.
«Έπεσες στην παγίδα μας Έντι!»
«Τι πράγμα; Και δεν σου έχω πει να μην με αποκαλείς έτσι μπροστά σε κόσμο;»
«Ω, ηρέμησε Έντουαρντ. Το μόνο που θέλαμε ήταν να σε κάνουμε να ζηλέψεις και προφανώς πέτυχε.»
«Δηλαδή όλο αυτό ήταν ένα κόλπο;» ρώτησε έκπληκτος ο Εδουάρδος
«Φυσικά. Είδα πως την κοίταξες στην αρχή όταν μπαίναμε. Το ότι τα βρήκατε με τον Ιάκωβο δεν πάει να πει ότι δεν την θες και ότι είσαι υπεράνω, πάει να πει ότι έχετε τα ίδια γούστα ακόμα και στις γυναίκες. Έτσι καταστρώσαμε αυτό το σχέδιο για να σε εκνευρίσουμε. Μας είπε όμως η Λούσι με τι θα ενδιαφερθεί. Και εσύ Ιάκωβε δεν έχεις καμιά δουλεία μαζί της. Όταν μια γυναίκα σου λέει ότι δεν σε θέλει μην την πιέζεις. Λίγο εγωισμό σαν άντρας δεν έχεις;» και έτσι απλά τους έβαλε όλους στην θέση τους ο Έμμετ.
«Και ποιος είπε ότι εγώ τον θέλω; Δεν θέλω ούτε τον Εδουάρδο ούτε τον Ιάκωβο.» Αλλά κάτι μέσα της τής έλεγε ότι αυτό δεν ισχύει οπότε προσπάθησε να αλλάξει τα λόγια της «ή τουλάχιστον όχι ακόμα. Αυτά τα πράγματα παίρνουν καιρό.»
«Τον αγαπάς.», είπε με σιγουριά ο Δημήτρης. Την ήξερε τόσο καλά. Και με αυτά του τα λόγια η Ιζαμπέλλα κοκκίνισε. Με αυτόν τον τρόπο παραδεχόταν την αλήθεια. Απρόσμενα ο Εδουάρδος την αγκάλιασε και την φίλησε στο μέτωπο και χαμογέλασαν.
Σήμερα θα γινόταν ένας αρραβώνας και τελικά είχε ακυρωθεί πριν καν αρχίσει η βραδιά. Μόλις η Ιζαμπέλλα έμαθε εκείνο το απόγευμα τι επρόκειτο να γίνει αντέδρασε αρνητικά. Αλλά αυτή η νύχτα θα έμενε αξέχαστη σε όλους έτσι και αλλιώς.
Η Λούσι έδωσε την ιδέα να αρραβωνιαστεί η ξαδέρφη της με τον Εδουάρδο και όλοι όσοι ήταν ήδη παντρεμένοι ήταν ενθουσιασμένοι με αυτήν την ιδέα. Ο Παναγιώτης όμως σκέφτηκε ότι θα έπρεπε πρώτα να γνωριστούν λιγάκι. Για να μην βρίσκονται όμως καθημερινά και κινήσουν υποψίες αποφάσισαν να στέλνουν γράμματα και να επικοινωνούν με αυτόν τον τρόπο και μια στο τόσο να βρίσκονται και από κοντά. Κανένας δεν ήθελε να τους κουτσομπολεύουν οι κουτσομπόλες της Οδησσού. Ήταν σαν να έσκαβες τον λάκκο σου
Και κάπως έτσι έκλεισε η βραδιά με έναν δυσαρεστημένο Ιάκωβο.
Τρεις μέρες πέρασαν και ακόμα περίμεναν γράμμα. Ο Εδουάρδος είχε στείλει και ήταν η μέρα για να την επισκεφτεί αλλά το γράμμα δεν είχε φτάσει ακόμα. Ευτυχώς η Ιζαμπέλλα δεν είχε παρεξηγηθεί γιατί ήταν ακόμα νωρίς και μπορεί να είχε αποφασίσει να μην της στείλει κατευθείαν.
Ο Παναγιώτης δεν μπορούσε να έρθει και έτσι ο Εδουάρδος υποτίθεται ήρθε μαζί για να συνοδέψει την ξαδέρφη του την Τζέιν.
Αν και ο Δημήτρης δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω από την Τζέιν και ο Εδουάρδος από την Ιζαμπέλλα όλη την ημέρα, περάσανε ωραία. Είχαν βγει έξω στην αυλή του σπιτιού και συζητούσαν, έλεγαν αστεία…. και κάπως έτσι η Μπέλλα και ο Έντ όπως αποκαλούνταν πλέον μεταξύ τους απέκτησαν αυτό το ‘κάτι’. Ο Εδουάρδος έφτιαχνε την διάθεση της Ιζαμπέλλας, την έκανε να χαμογελάει και την κοιτούσε με ένα βλέμμα γεμάτο τρυφερότητα.
Πέρασαν τρεις μήνες και γράμματα από τον Εδουάρδο στην Ιζαμπέλλα έφταναν ελάχιστα. Όλοι αναρωτιόντουσαν τι συνέβαινε. Κανένας δεν είχε υποψιαστεί ότι ο Ιάκωβος τα έκλεβε… Μετά από μία συζήτηση με τον Δημήτρη ο Εδουάρδος αποφάσισε να ζητήσει την Ιζαμπέλλα σε γάμο.
Γι’ αυτήν την περίσταση ήταν όλοι καλεσμένοι όπως συνηθιζόταν μία φορά τον μήνα στο σπίτι των Μέισεν για δείπνο. Ο μόνος που ήταν στο κόλπο από την οικογένεια της Ιζαμπέλλας ήταν ο Δημήτρης φυσικά. Όλοι όμως από την οικογένεια του Εδουάρδου το ήξεραν.
Η Λίλιαν που τώρα πια είχε γεννήσει ασχολιόταν μόνο με τα μωρά της αλλά εκείνες τις μέρες είπε να κάνει μία εξαίρεση για να βοηθήσει την μέλλουσα κουνιάδα της. Έτσι άφησε τα δίδυμα στην Ελισάβετ και τον Έμμετ και πήγε για ψώνια μαζί με την Ιζαμπέλλα και την Λούσι. Ή τουλάχιστον αυτό ήταν το πρόγραμμα γιατί τελικά ήρθε και η Τζέιν. Η 19χρονη ξαδέρφη του Έμμετ και του Εδουάρδου ήταν πολύ ευχάριστη παρέα. Γενικά όλες οι κοπέλες τα έβρισκαν μεταξύ τους.
Τα αγόρια είχαν ένα μικρό πρόβλημα. Δηλαδή μόνο ο Εδουάρδος με τον Ιάκωβο. Ήταν και αυτός καλεσμένος εκείνη την βραδιά αλλά δεν ήξερε τον λόγο που γινόταν.
Μετά από αρκετές ώρες στην αγορά της Οδησσού τα κορίτσια βρήκαν ότι έψαχναν. Η Λίλιαν εκτός από όμορφη ήταν και πολύ έξυπνη. Όλη αυτήν την εξόρμηση την έκανε να φαίνεται ότι οι υπόλοιπες της έκαναν χάρη για να αποσπαστεί η προσοχή της από μία υποτιθέμενη κατάθλιψη. Επειδή ήταν μια νιόπαντρη γυναικά και δεν αφιέρωνε χρόνο στον σύζυγο της και φοβόταν ότι θα την απατήσει γιατί ήταν άσχημη. Ήταν τόσο καλή ηθοποιός. Η Λίλιαν μπορεί να ήταν ψηλή, αδύνατη, γαλανομάτα και ξανθιά αλλά μετά την γέννα είχε παχύνει φυσικά και μετά από σχεδόν έναν μήνα τα περιττά κιλά δεν είχαν φύγει. Στην πραγματικότητα όμως η Λίλιαν ήταν χαρούμενη γι’ αυτό επειδή της θύμιζε την εγκυμοσύνη της και τον Έμμετ δεν τον πείραζε.
Η Λίλιαν λοιπόν διάλεξε για τον εαυτό της ένα ανοιχτό μοβ φόρεμα ίσιο και κάπως προκλητικό ακόμα και για τα δεδομένα της. Για την Τζέιν διάλεξε ένα φόρεμα στην απόχρωση της σαμπάνιας αλλά το μπούστο ήταν στο χρώμα του σμαραγδιού για να ταιριάζει με τα μάτια της.
Το φόρεμα της Ιζαμπέλλας ήταν γαλανό. Φούσκωνε λιγάκι από την μέση και κάτω και αυτό τόνιζε την μέση της. Αλλά δεν ήταν πολύ ‘φουσκωτό’ όπως συνηθιζόταν τότε. Η Λίλιαν πίστευε ότι όλα αυτά είναι ξεπερασμένα και εξάλλου η Ιζαμπέλλα δεν θα είχε κανένα πρόβλημα να βάλει ακόμα και παντελόνι. Γιατί; Τι παραπάνω είχαν οι άντρες που τα φορούσαν; Άλλα έπρεπε να ακολουθούν και το πρότυπο της μόδας….
Η Λούσι διάλεξε η ίδια για τον εαυτό της, ένα κάπως πιο κλασσικό. Επέμενε ότι στον Ιάκωβο αρέσει να ακολουθεί τις παραδόσεις. Το φόρεμα της ήταν στενό στην μέση και από την μέση και κάτω ‘τεράστια μπάλα’ όπως το χαρακτήρισε η Λίλιαν. Είχε μία ζώνη ανάμεσα στην μέση και διαχώριζε ωραία το σώμα της. Το χρυσό της πήγαινε. Αναδείκνυε το πρόσωπο της και τα μαύρα της μάτια.
Όλα αυτά έγιναν τέσσερις μέρες πριν το δείπνο. Την ημέρα του δείπνου όλοι είχαν ετοιμαστεί και τα παιδιά ήταν αγχωμένα. Το καθένα για τους δικούς του λόγους. Η Λούσι για τον αν θα αρέσει στον Ιάκωβο η εμφάνιση της. Ο Δημήτρης και ο Εδουάρδος για το αν θα δεχτούν η Τζέιν και η Ιζαμπέλλα αντίστοιχα να τους παντρευτούν. Το ότι ο Δημήτρης θα έκανε και αυτός πρόταση γάμου στην Τζέιν το ήξεραν μόνο ο πατέρας του, ο Καρλάιλ και ο Εδουάρδος. Η Ιζαμπέλλα για το αν ο Έντι της την ξαναφιλήσει όπως την άλλη φορά πριν από δύο εβδομάδες. Τον ήθελε τόσο πολύ αλλά φοβόταν ότι θα πληγώσει τον Ιάκωβο. Ο Ιάκωβος για το αν η εγχείρηση που σκεφτόταν να κάνει θα πετύχαινε και αν θα πρέπει για άλλη μία φορά να αποφεύγει την Λούσι.
Ο Παναγιώτης ήταν αγχωμένος για τα λόγια του Νικολάου
Την ίδια ώρα στο σπίτι του Εδουάρδου είχαν φτάσει ο Έμμετ και η οικογένεια του και η Τζέιν με τους γονείς της.
Ο μόνος που έλειπε ήταν ο Παναγιώτης.
«Πού είναι ο Παναγιώτης;» ρώτησε ο Έμμετ τον αδερφό του ενώ έπαιρνε αγκαλιά την μπέμπα.
«Είχε μια συνάντηση και είχε πει ότι μπορεί να αργήσει λίγο»
«Τι συνάντηση πια και αυτός τέτοια ώρα; Κοντεύει 8 το βράδυ. Οι συναντήσεις και οι δουλειές γίνονται με το φως της ημέρας», είπε η Λίλιαν καθώς έπαιζε με τον Εδουάρδο τον 3ο.
Τελικά το αγοράκι θα το ονομάζανε Εδουάρδο και το κοριτσάκι Σάρα.
«Και τι θες να κάνω εγώ Λίλιαν; Δεν μπορώ να του απαγορεύσω να βγαίνει έξω την νύχτα. Δεν είναι γυναίκα μου. Χα! Είναι ειρωνεία… Προς το παρόν δεν μπορώ να διατάζω κανέναν. Δεν είμαι παντρεμένος ούτε έχω αδερφή.»
«Καλά το είπες. Προς το παρόν. Είμαι σίγουρη ότι η Μπέλλα θα δεχτεί.» του είπε γλυκά η Λίλιαν.
«Πώς είσαι τόσο σίγουρη;»
«Έντι, την ξέρω πολύ καλά. Σε λατρεύει», προσπάθησε να τον καθησυχάσει.
«Ναι, αλλά νοιάζεται και για αυτό τον ενοχλητικό Ιάκωβο που κάνει σαν να είναι σκυλάκι της. Έλεος! Ώρες-ώρες μου έρχεται να τον σκοτώσω»
«Τα αισθήματα είναι αμοιβαία Έντι»
«Ωραία. Και για θυμίστε μου γιατί τον καλέσαμε.»
«Δεν θα ήταν σωστό»
«Ω, ναι» είπε ειρωνικά ο Εδουάρδος. «Φέρε μου λίγο την ανηψούλα μου»
Ο Έμμετ του την έδωσε και εκείνος την πήρε στην αγκαλιά του. Μια γλυκιά στιγμή ανάμεσα σε θείο και ανηψιά. Αυτή ήταν και η στιγμή που έκανε τον Εδουάρδο να καταλάβει πόσο πολύ ήθελε να παντρευτεί την Μπέλλα του και να κάνει παιδιά μαζί της.
Τότε ήταν που χτύπησε η πόρτα και η Ελισάβετ άνοιξε κατευθείαν. Η Έσμι και ο Καρλάιλ και από πίσω η Λούσι και η Ιζαμπέλλα. Μόλις είδε τον Εδουάρδο με την Σάρα κατάλαβε ποιο θα ήταν το μέλλον της. Ήταν μαζί με αυτόν τον άντρα. Τα μάτια τους είχαν ένα ιδιαίτερο βλέμμα. Σαν να έλεγαν από μακριά “Σ’ αγαπώ”.Mια παράξενη τηλεπικοινωνία. Αυτό το κατάλαβε και ο Ιάκωβος και άρχισε να τρέμει από την ζήλεια του. Ο Δημήτρης πάλι δεν καταλάβαινε τι γινόταν γύρω του. Είχε μάτια μόνο για την μικρή Τζέιν.
Η Λούσι είδε την αντίδραση του Ιακώβου και αποφάσισε πως ήταν χαμένη υπόθεση να προσπαθεί να κερδίσει μια χαμένη μάχη.
Ο Εδουάρδος έδωσε την Σάρα στον Έμμετ και πήγε κοντά στην Ιζαμπέλλα σαν υπνωτισμένος. Έπιασε το χέρι της και το φίλησε γλυκά, την κοίταξε στα ματιά και της ψιθύρισε με έναν τόνο στην φωνή του ανάμεσα σε πόθο, έρωτα και λατρεία «Καλώς ήρθες». Δεν είπε “καλώς ήρθες σπίτι” αλλά αυτό υπονοούσε ο τόνος του και η λάμψη στα μάτια του.
Ο Δημήτρης έβηξε και τους επανέφερε στην πραγματικότητα γιατί ήξερε που θα κατέληγαν και σίγουρα αυτό που είχαν στο μυαλό τους ήταν ανάρμοστο μπροστά σε κοινό. Χαμογέλασαν και οι δύο και το ίδιο έκαναν και όλοι οι υπόλοιποι εκτός από τον Ιάκωβο.
«Ας περάσουμε στο σαλόνι» έσπασε την αμήχανη σιωπή η Ελισάβετ.
Την ίδια ώρα σε ένα εστιατόρια της πόλης ο Παναγιώτης περίμενε τον Νικόλαο για πάνε στο σημείο συνάντησης. Είχε πει ότι θα βρισκόντουσαν μόλις σκοτεινιάσει και τώρα ήταν πια ολοσκότεινα. Ανησυχούσε ότι κάποιος τους ανακάλυψε και όλη η οργάνωση χάλασε. Λίγα λεπτά αργότερα ήρθε και ο Εμμανουήλ. Μόλις τον είδε ο Παναγιώτης ανακουφίστηκε.
«Νόμιζα ότι ο Κύκλωπας ανακάλυψε τα σύννεφα» του είπε και ο Νικόλαος κατάλαβε αμέσως ότι εννοούσε αν κάποιος κατάσκοπος είχε ανακαλύψει τα μέλη της Εταιρίας.
«Όχι. Δόξα τον παντοδύναμο Θεό όλα είναι μια χαρά» του απάντησε
Και να είχε ακούσει κάποιος δεν θα έβγαζε νόημα από αυτά που έλεγαν. Αυτή ήταν μία από τις δοκιμασίες που είχε περάσει με επιτυχία ο Παναγιώτης. Εξάλλου τώρα πήγαινε για ιερέας.
Τα σχέδια έγιναν όπως τα σχεδίαζαν. Ορκίστηκε και ήξερε ότι σε δύο μέρες πρέπει να έχει αποστηθίσει τον κώδικα. Τουλάχιστον το όνειρο του γινόταν πραγματικότητα. Θα είχε την ευκαιρία να βοηθήσει στην Ελευθερία της Πατρίδας του. Από αύριο θα τον αναγνώριζαν ως ιερέα, ως ηγετική φιγούρα της Φιλικής Εταιρίας.
Στους Μέισεν μιλούσανε στο σαλόνι γιατί περίμεναν τον Παναγιώτη. Όσο σημαντική και να ήταν η μύηση του ως ιερέας θα έπρεπε να είχε ενημερώσει από την προηγούμενη μέρα ότι δεν θα μπορέσει να παρευρεθεί. Επιτέλους μετά από τρία τέταρτα της ώρας αναμονή ήρθε και ο Παναγιώτης και έτσι το δείπνο άρχισε.
Τα φαγητά ήταν καταπληκτικά. Όλοι καταβρόχθισαν το πιάτο τους και κάποιοι ζήτησαν και δεύτερο. Όταν επιτέλους για τον Εδουάρδο τελείωσαν όλοι σηκώθηκε και πήρε την Μπέλλα στο σαλόνι. Γονάτισε και έτσι απλά έβγαλε ένα κουτάκι και το άνοιξε.
«Ιζαμπέλλα Σουαν, θα σε αγαπάω με όλο μου το είναι για όσο ζω. Θέλεις να με παντρευτείς;»
«Τα ίδια ισχύουν και για μένα άρα ‘Ναι’»
Η Έσμι έκλαιγε από συγκίνηση και η Λούσι ήθελε να βρεθεί δίπλα στην ξαδερφούλα της και να της ευχηθεί.
Μόλις η Ιζαμπέλλα είπε το ‘Ναι’ και ο Εδουάρδος της πέρασε στο δάκτυλο το δακτυλίδι όλοι χειροκρότησαν αλλά από ότι φαινόταν οι εκπλήξεις δεν είχαν τελειώσει για αυτήν την βραδιά. Ο Δημήτρης έκανε ένα βήμα μπροστά και αγκάλιασε την ξαδέρφη του και τον μέλλων σύζυγο της και τότε ο Εδουάρδος πήρε την Ιζαμπέλλα και έκαναν στην άκρη για να του δώσουν χώρο. «Θα ήθελα και εγώ να πω κάτι τώρα. Το μόνο που ξέρω είναι ότι αγαπώ την Τζέιν περισσότερο από όλους, τον εαυτό μου, τις αδερφές μου, τους γονείς μου και θέλω να παντρευτούμε και να ζήσουμε ευτυχισμένοι για πάντα με εφόδιο την αγάπη μας. Θα μου κάνεις την τιμή να με παντρευτείς, Τζειν;»
«Η τιμή είναι δικιά μου» απάντησε γλυκά και έτρεξε να τον αγκαλιάσει. Έβγαλε από την τσέπη του ένα δακτυλίδι και της το έδωσε. Της το φόρεσε και την φίλησε τρυφερα στο μάγουλο Τότε μίλησε η Λίλιαν.
«Οι γονείς δεν έχετε καμιά αντίρρηση;» κοίταξε μία θλιμμένη Ιζαμπέλλα, έτσι άλλαξε τα λόγια της «Κανένας δηλαδή δεν έχει καμιά αντίρρηση; Αυτήν την στιγμη είναι αρραβωνιασμένοι και δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα για να τους σταματήσετε από το να παντρευτούν». Η Λιλιαν ήταν πάντα η φωνή της λογικής…
«Όχι, είχαμε αποφασίσει από την αρχή ότι θα δίναμε στην Ιζαμπέλλα να αποφασίσει για αυτό το θέμα.» απάντησε πρώτη η Έσμι και συμφώνησε και η μαμά της Τζειν.
Μετά από αγκαλιές και φιλιά η Λούσι απαίτησε να δει τα δακτυλίδια.
Της Ιζαμπέλλας αν και απλό ήταν αριστοκρατικό. Φτιαγμένο από χρυσό με σχήμα σαν βέρα γάμου αλλά σκαλιστή και στην κορυφή υπήρχε ένα διαμάντι. Της Τζέιν ήταν ασημί και τα μικρά διαμάντια που υπήρχαν στην επιφάνεια του σχημάτιζαν διάφορους ρόμβους σε όλο του το μήκος. Μπορεί να δέχτηκαν αλλά ακόμα δεν το είχαν συνειδητοποιήσει.
Η κακή διάθεση του Ιάκωβου δεν είχε φύγει ακόμα. Ψιλοέφυγε όταν δεν έβλεπε πια τον Εδουάρδο αλλά παρέμεινε κακοδιάθετος. Η Ιζαμπέλλα ήταν χαρούμενη αλλά πονούσε που ο Ιάκωβος πονούσε.
Το ένιωθε όμως. Ο κόσμος άλλαζε. Όχι μόνο εκείνη. Ήταν σαν να τελείωνε κάτι. Σαν να ήρθε το τέλος μιας εποχής. Αλλά όποτε τελειώνει κάτι καλό, αρχίζει κάτι ακόμα καλύτερο. Αυτό θα το μάθουν όλοι στην πορεία.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1818, η Τζέιν και ο Δημήτρης είχαν παντρευτεί και περίμεναν το δεύτερο παιδάκι τους. Το ίδιο και η Μπέλλα και ο Έντ όπως όλοι τους αποκαλούσαν τώρα πια. Δεν είχαν τσακωθεί ποτέ μεταξύ τους. Ο Ιάκωβος ως εκ θαύματος μετά τον γάμο της Μπέλλας και του Έντ ερωτεύτηκε παράφορα την Λούσι. Αυτή όμως δεν είχε πειστεί αν τα συναισθήματα του ήταν αληθινά και έτσι κάθε μέρα για αυτόν αποτελούνταν από αγώνες και δοκιμασίες. Μετάνιωνε την ώρα και την στιγμή που δεν ήταν ανοιχτόμυαλος και είχε ‘κολλήσει’ με την Μπέλλα.
Η Λίλιαν με τον Έμμετ μόλις βρήκαν όνομα για το τέταρτο παιδάκι τους και ήταν ερωτευμένοι όπως την πρώτη μέρα που συναντήθηκαν.
Και όντως η εποχή είχε αλλάξει με διάφορους τρόπους. Ακούγονται πολλά για μια Αόρατη Αρχή. Κανένας δεν φαίνεται να ξέρει τίποτα και όμως όλοι ξέρουν. Ο Ιωάννης Καποδίστριας μπλεκόταν σε αυτό αλλά τώρα πια έχουν αλλάξει τα πράγματα. Και όλοι υποψιάζονται ότι και ο Παναγιώτης εμπλέκεται. Όλες εκείνες οι βραδινές συναντήσεις και η συμπεριφορά του δείχνουν ότι κρύβει κάτι. Αλλά τι;
emerald eyes Golden Eyed Vampires
Ηλικία : 37 Τόπος : 9 cycles of hell Αριθμός μηνυμάτων : 2461 Registration date : 18/01/2009
Το μέρος το οποίο βρισκόμουν ήταν τόσο γνωστό και τόσο άγνωστο ταυτόχρονα, έκανα μία περιστροφή γύρω από τον εαυτό μου κοιτάζοντας το πανέμορφο λιβάδι. Ήταν ολοστρόγγυλο, ο ήλιος στεκόταν περήφανος για την ομορφιά του και την λάμψη του ακριβώς από πάνω μου σαν ένας προβολέας που προσπαθούσε να με κάνει να ξεχωρίσω από όλα τα υπέροχα πλάσματα που βρίσκονταν μέσα στο δάσος. Το έδαφος ήταν στολισμένο από αγριολούλουδα διαφόρων χρωμάτων σαν ένας υπέροχος πίνακας ζωγραφικής. Το ρυάκι είχε την γνωστή κελαριστή μελωδία που με ταξίδεψε σε άλλους κόσμους πιο γλυκούς, πιο μαγικούς, πιο ξένους. Στο μυαλό μου ήρθε η πρώτη φορά που ήρθα εδώ, ήταν όταν ο Έντουαρντ μου ζήτησε να είμαστε μαζί. Η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου. Αναστέναξα. Το λιβάδι δεν είχε την ίδια μαγεία χωρίς τον Έντουαρντ. «Έντουαρντ». Ψιθύρισα καθώς τα δάκρυα άρχισαν να γεμίζουν τα μάτια μου. Προχώρησα αργά προς ένα αντικείμενο που δεν είχα προσέξει πιο πριν. Ένας καθρέφτης. Ένας υπέροχος ολόσωμος καθρέφτης. Η ασημένια του κορνίζα ήταν σκαλισμένη πάνω με υπέροχα φύλλα. Εδώ και ένα μήνα δεν είχα κοιτάξει τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Δεν το άντεχα να βλέπω τον εαυτό μου. Δεν άντεχα να βλέπω το τέρας που σκόρπιζε πόνο. Κοίταξα το χέρι μου. Το χειροποίητο δαχτυλίδι από ξύλο έλειπε πλέον. Το δαχτυλίδι όπου έδειχνε την φιλία μου με την Άλις… Θυμήθηκα στο παρελθόν όταν ο αδερφός μου, Τζέικομπ, μας έφτιαξε αυτά τα δαχτυλίδια ως δώρο για τον έβδομο χρόνο φιλίας μας. Μας βοήθησε να χαράξουμε πάνω στο δαχτυλίδι την επιγραφή ‘’Μ + Α = Κ. Φ. Γ. Π. ‘’. Τα δάκρυα μου έγιναν πιο έντονα. Σήκωσα το βλέμμα μου στον καθρέφτη απρόθυμα. Έκανα ένα βήμα πίσω καθώς ξαφνιάστηκα με το θέαμα. Δεν ήμουν εγώ… Αναγνώρισα την ψιλόλιγνη σιλουέτα. Τα χάλκινα μαλλιά του ήταν ακατάστατα και τα σμαραγδένια του μάτια με κοιτούσαν με πόνο. Δεν άντεξα στο θέαμα. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου καθώς περίμενα να ξυπνήσω.
«Συγγνώμη» , ψιθύρισα και άνοιξα πάλι τα υγρά μου μάτια. Τώρα η μορφή ήταν διαφορετική. Τα καταγάλανα μάτια της καλύτερης μου φίλης με κοιτούσαν και αυτά πονεμένα και ένα τεράστιο ερωτηματικό κάλυπτε σαν μια μάσκα τα υπέροχα χαρακτηριστικά της. «Άλις, εγώ…» δεν ήξερα τι να πω. Τότε οι λυγμοί μου άρχισαν να φεύγουν ανεξέλεγκτοι από το στήθος κόβοντας μου την ανάσα. Τα δάκρυα κάλυψαν τα μάτια μου εμποδίζοντας με να δω…
«Μπελς. Ξύπνα ένας εφιάλτης ήταν ηρέμησε», άκουσα τον Τζέικ να μου λέει προσπαθώντας να με καθησυχάσει. Οι λυγμοί αντικαταστάθηκαν από ουρλιαχτά. Είμαι ένα τέρας. Η Άλις, με την οποία ήμασταν σαν αδερφές εδώ και δεκαπέντε χρόνια, δεν μου μιλάει πλέον. Με αγνοεί τελείως σαν να μην υπάρχω, σαν να μην υπήρξα ποτέ για εκείνη. Το αγόρι μου, αδερφός της Άλις και καλύτερος φίλος του αδελφού μου, με μισεί και με το δίκιο του. Καταραμένο πάρτι! Καταραμένα γενέθλια!
Πήρα αγκαλιά τον αδερφό μου καθώς εκείνος μου χάιδευε τα μαλλιά. Έφερα ξανά στην επιφάνεια την πιο καταστροφική νύχτα της ζωής μου…
*****************************
Πάτησα απότομα το φρένο μπροστά από το πελώριο σπίτι των Κάλεν. Η Σέβι μου έκανε έναν αποκρουστικό ήχο καθώς εγώ τινάχτηκα μπροστά. Έλυσα με μανία την ζώνη μου και πετάχτηκα έξω από το αυτοκίνητο αρπάζοντας το δώρο του Έμμετ, (ο Έμμετ είναι ο πρωτότοκος της οικογένειας Κάλεν).
Η Άλις με περίμενε στην βεράντα και τα μάτια της έλαμπαν από χαρά. Ήταν πανέμορφη! Το φόρεμα της ήταν υπέροχο, μαύρο στράπλες, στενό στο μπούστο το οποίο της τόνιζε, με μία ζώνη στην μέση που έδειχνε την λεπτή της μέση και μετά ήταν φουντωτό. Ήταν σαν το είχαν ράψει για εκείνη!
Σπόιλερ:
Το μενταγιόν που φορούσε ήταν τόσο κομψό και τα σκουλαρίκια της ασημένια που έφταναν μέχρι το ύψος του πιγουνιού της, της έκαναν ακόμα πιο όμορφο το πρόσωπο! Αν είναι δυνατόν! Το μακιγιάζ της ήταν άψογο, κάτι μου λέει ότι και η Μπρι έβαλε το χεράκι της. Με αγκάλιασε προσεκτικά για να μην τσαλακώσει τα ρούχα της. Κλασσική Άλις! Έκανε ένα βήμα πίσω και με κοίταξε από πάνω ως κάτω και το βλέμμα της έγινε τρομοκρατημένο.
«Ω, που να πάρει η οργή! Αδερφούλα, έχω πολλή δουλειά μαζί σου! Περιμένεις να σε κάνω την πριγκίπισσα του πάρτι σε μία ώρα; Τρελάθηκες!» Στριφογύρισα τα μάτια μου. «Άλις, ηρέμισε. Ξέχνα το δεν φοράω δικά σου ρούχα! Έχω φέρει δικά μου», με κοίταξε καχύποπτα. Προχώρησα αργά προς το φορτηγάκι μου, άνοιξα την πόρτα μου και έβγαλα έξω την σακούλα με τα ρούχα μου. Εύχομαι να αρέσει στον Έντουαρντ η νέα Μπέλλα και να το απολαύσει για όσο κρατήσει…
Το φόρεμα μου ήταν πολύ όμορφο. Δεν το επέλεξα με την Άλις γιατί ήθελα να είναι έκπληξη και έτσι πήγα με τον Τζέικομπ. Έχει πλάκα να πηγαίνεις με τον μεγάλο σου αδερφό για ψώνια. Περάσαμε καλά. Άνοιξα την σακούλα πριν την παραδώσω στην ‘’κυρία Ανακρίτρια’’ και είδα ξανά το περιεχόμενο της. Το μπλε ηλεκτρίκ του φορέματος ήταν που με τράβηξε πιο πολύ. Ήταν στενό στους γοφούς μου και υπερβολικά κοντό. Για αυτόν τον λόγο μου πήρε λίγο παραπάνω χρόνο να πείσω τον Τζέικ να μου το αγοράσει. Το επάνω μέρος ήταν σαν μια φαρδιά μπλούζα με βαθύ ντεκολτέ και με μία πολύ όμορφη ζώνη στην μέση. Το αγάπησα από την πρώτη στιγμή που το είδα!
Σπόιλερ:
Έδωσα την σακούλα στην Άλις και εκείνη άρχισε να με τραβάει στο εσωτερικό του σπιτιού, την ακολούθησα δίχως αντίσταση.
«Ο Έντουαρντ;» ρώτησα διστακτικά.
«Μην ανησυχείς. Ο Ρωμαίος είναι στην ίδια κατάσταση με εσένα, από το πρωί προσπαθούσε να βρει τα κατάλληλα ρούχα για να σε εντυπωσιάσει. Μέχρι και για ψώνια μου ζήτησε να πάμε, λες και δεν έχει ρούχα! Τόσα του έχω πάρει και είναι ακόμα με τις τιμές! Αγόρια!» ψιθύρισε σαν να μην ήθελε να καταλάβει κανείς το θέμα της συζήτησης μας. Ανεβήκαμε και κλειστήκαμε στο δωμάτιο της. Με τράβηξε πάλι και σταθήκαμε μπροστά από το κρεβάτι της. Έβγαλε το φόρεμα από την τσάντα και το ακούμπησε προσεκτικά πάνω στο κρεβάτι. Καθώς το κοίταζε τα μάτια της έλαμπαν. Χοροπήδησε μερικές φορές και μετά ένα τσίριξε από χαρά.
«Είμαι τόσο περήφανη για εσένα!» …
* * * * * * * * * * * * * *
Με αυτή την τελευταία πρόταση οι λυγμοί μου έγιναν πιο έντονοι.
«Σσς… ηρέμισε καλή μου ένα όνειρο ήταν», μου ψιθύρισε στα μαλλιά ο αδερφός μου.
Η αναπνοή του ήταν ζεστή. Ένιωθα να μην μπορώ να αναπνεύσω από το κλάμα. Δεν αισθανόμουν καλά, πετάχτηκα από την αγκαλιά του Τζέικ και έτρεξα προς το μπάνιο. Ένιωσα τον Τζέικομπ να με ακολουθεί. Έσκυψα πάνω από την λεκάνη της τουαλέτας και έκανα εμετό. Ο Τζέικ τράβηξε τα μαλλιά μου πίσω και μου τα έδεσε με ένα λαστιχάκι για να μην γίνουν χάλια. Τα δάκρυα συνέχισαν να κυλάνε σαν χείμαρρος από τα μάτια μου. Μου έδωσε την πετσέτα και σκούπισα κατευθείαν το στόμα μου. Πάτησα το καζανάκι και σηκώθηκα αργά όρθια.
«Που να πάρει οργή Μπέλλα, έχει περάσει ένας μήνας από τότε! Εδώ και έναν μήνα δεν πας σχολείο τρως ελάχιστα και δεν βγαίνεις από το σπίτι! Κάθε βράδυ με αυτό το όνειρο, ο καθρέφτης αυτός, σε βασανίζει κάθε βράδυ. Ξέχνα το επιτέλους! Πρέπει να πας σχολείο να αντιμετωπίσεις την Άλις, τον Έντουαρντ και δεν ξέρω και εγώ ποιόν άλλον. Θα μείνεις στις εξετάσεις δεν το καταλαβαίνεις; Δεν θα αποφοιτήσεις ποτέ με αυτόν τον ρυθμό. Σε πέντε ώρες που ξεκινάει το σχολείο θα σε πάω εγώ με την μηχανή αν χρειαστεί» και με αυτά του τα λόγια βγήκε έξω από το μπάνιο. Προχώρησα προς την πόρτα και την κλείδωσα. Ο πατέρας μου σίγουρα προσπαθούσε να κοιμηθεί δίχως επιτυχία όλον αυτόν τον καιρό. Ο καημένος Τσάρλι.
Εγώ είχα πάρει από τον πατέρα. Του έμοιαζα απίστευτα σε όλα. Ο Τζέικομπ ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος μου και ήταν ίδιος η μητέρα μας. Η μητέρα μας, Σάρα, πέθανε σε ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα όταν ήμουν μόλις τριών χρονών. Ο Τζέικ θυμάται περισσότερα πράγματα από εμένα από ότι εγώ. Ο πατέρας μας θρήνησε για τον θάνατο της… ακόμα πονάει…
Άνοιξα την πόρτα της ντουζιέρας και μπήκα μέσα. Άνοιξα το νερό και το άφησα να πέφτει καυτό πάνω στο πονεμένο μου κορμί. Πραγματικά είχα παρατήσει τον εαυτό μου και τις σπουδές μου. Έπρεπε να αποφοιτήσω γιατί δεν ήθελα να χαραμίσω την υπόλοιπη ζωή μου πληρώνοντας δίδακτρα για το πανεπιστήμιο. Ο Τζέικ είχε δίκιο, έπρεπε να τους αντιμετωπίσω κάποια στιγμή και όχι να κρύβομαι σε ένα κρεβάτι. Είχε έρθει καιρός να επιστρέψω στην ζωή μου προσπαθώντας να την διορθώσω. Έπρεπε να σβήσω τον πόνο από τα μάτια της Άλις κάθε φορά που με κοιτούσε. Έπρεπε να τους αποδείξω την αθωότητα μου. Θα το έκανα ακόμα και αν ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκανα. Με την σκέψη αυτή άφησα τους μυς μου να χαλαρώσουν.
Μόλις τελείωσα το μπάνιο μου βγήκα έξω και τύλιξα το σώμα μου με μία πετσέτα. Προχώρησα και ανάγκασα τον εαυτό μου να κοιταχτεί στον καθρέφτη του μπάνιου. Έδειχνα σαν φάντασμα. Τα χαρακτηριστικά μου ήταν πιο λευκά από το φυσικό. Θα μπορούσα να με χαρακτηρίσω βρικόλακα! Μόνο τα καστανά μου μάτια είχαν μία μικρή λάμψη και την ελπίδα χαραγμένη πάνω τους, την ελπίδα να ξανακερδίσω την παλιά μου ζωή. Μετά από μερικά λεπτά άρχισα να βουρτσίζω προσεκτικά τα δόντια μου. Αργότερα χτένισα τα μαλλιά μου. Μόλις τελείωσα με το μπάνιο κατευθύνθηκα πάλι προς το δωμάτιο μου. Καθώς έβαλα τα εσώρουχα μου έψαξα για τα ρούχα που θα έβαζα. Τελικά κατέληξα σε ένα μαύρο στενό τζίν με το μπλε το κολλητό μου πουκάμισο.
Ντύθηκα και κατέβηκα στο σαλόνι που ο αδερφός μου έβλεπε τηλεόραση.
«Τζέικ, θα πάω στο σχολείο… αλλά θέλω να με πας εσύ» του ζήτησα.
«Φυσικά Μπελς!» είπε και το χαμόγελο του φώτισε ξανά το πρόσωπο του μετά από τόσο καιρό. Ανέβηκα πάλι στο δωμάτιο μου ετοίμασα την τσάντα μου. Έβαλα παπούτσια και ένα μαύρο βραχιόλι και κατέβηκα κάτω. Κοίταξα νευρικά την ώρα. Εφτά παρά είκοσι-πέντε. Ο Τζέικομπ με πείρε στην αγκαλιά του και άρχισε να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Όπως έκανε και παλιά όταν καθόμασταν στον καναπέ μαζί.
Ήθελα να κάνω μία ερώτηση εδώ και τόσες μέρες αλλά δεν ήξερα αν είχα το δικαίωμα ή το κουράγιο να ακούσω την απάντηση. Πήρα όσο θάρρος μου είχε απομείνει και έκανα της λέξεις να βγουν από το στόμα μου.
«Έχεις κανένα νέο από τον Έντουαρντ;» η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα καθώς πρόφερα το όνομα του.
«Αν έχω λέει! Όταν δεν είμαι εδώ που νομίζεις ότι είμαι; Με τον Νιούτον;» άρχισε να γελάει με την σκέψη. «Ο Εντ ήταν άρρωστος πριν τρεις εβδομάδες. Δεν έτρωγε δεν έβγαινε, δεν έπινε, κάτι σαν εσένα μόνο που εκείνος ήταν έτσι για λιγότερο χρονικό διάστημα. Όταν βγαίναμε πάντα του έλειπε κάτι. Πάντα ήταν αλλού, στον κόσμο του. Πραγματικά με τρόμαζε ο μικρός…» έκανε μια παύση και το βλέμμα του γέμισε αγωνία για τον παιδικό του φίλο.
«Πραγματικά λυπάμαι…» ψιθύρισα.
Ο Τζέικομπ κοίταξε στιγμιαία το ρολόι και με τράβηξε.
«Είναι ώρα να φύγουμε!» τα μάτια του γέμισαν ενθουσιασμό. Εμένα πάλι τρόμο. Είχα τέσσερα μαθήματα κοινά με την Άλις και τα υπόλοιπα με τον Έντουαρντ. Με τράβηξε πάλι απότομα σχεδόν βίαια από το χέρι. Βγήκαμε έξω από το σπίτι και είδα πως άρχισε να ψιχαλίζει. Ο Τζέικ έβαλε μπρος την μηχανή.
«Ανέβα!» Σήκωσα διστακτικά το πόδι μου και ανέβηκα πάνω. Την άναψε, εγώ έβαλα την τσάντα μου στους ώμους μου και γαντζώθηκα πάνω του. Ευτυχώς δεν άρχισε να βρέχει όταν φτάσαμε. Κατέβηκα από την μηχανή, ήμασταν στο παρκινγκ του σχολείου. Η ψιχάλα άρχισε να δυναμώνει καθώς κινήθηκα προς το κτήριο που βρισκόταν το πρώτο μου μάθημα. Αμερικανική Ιστορία. Πραγματικά δεν είχα ιδέα που ήμασταν. Προχώρησα και κάθισα στην καρέκλα μου. Η Άλις δεν βρισκόταν εκεί. Ήθελα να βάλω τα κλάματα. Τόσο πολύ με απέφευγε; Έβγαλα το βιβλίο μου και άρχισα να μουτζουρώνω την πρώτη σελίδα. Ο καθηγητής Μολίνα μπήκε στην τάξη. Ήλπιζα να μην προσέξει την παρουσία μου. Το ήλπιζα…
«Δεσποινίς Σουάν. Χαίρομαι που μας κάνατε την τιμή και επιστρέψατε στο σχολείο. Για την ενημέρωση σας είμαστε-» η πόρτα, άνοιξε βιαστικά και η μικροσκοπική μου φίλη, ή τουλάχιστον πρώην φίλη, με τα γαλάζια μάτια και τα μελαχρινά μαλλιά που τώρα έφταναν μέχρι το πιγούνι της μπήκε μέσα. Κοίταξε τον κύριο Μολίνα και τα μάτια της έλαμπαν.
«Συγγνώμη για την καθυστέρηση, ο Έντουαρντ φταίει. Ήθελε να…» η φωνή της έσβησε καθώς το βλέμμα της συνάντησαν τα δικά μου, έριξα το βλέμμα μου πάλι στο βιβλίο μου. Καθώς εκείνη προχωρούσε προς το μέρος μου. Μετακίνησα την καρέκλα μου όσο πιο μακριά από την δική της μου επέτρεπε το θρανίο.
«Δεσποινίς Κάλεν, θα μπορούσατε να ενημερώσετε την δεσποινίς Σουάν για το του βρισκόμαστε;» ρώτησε ευγενικά ο κ. Μολίνα.
«Φυ-φυσικά». Άκουσα την καρέκλα δίπλα μου να κινείται. Τα μάγουλα μου είχαν πάρει φωτιά.
«Είμαστε στην σελίδα 127…» μου ψιθύρισε.
«Ευχαριστώ» απάντησα με τον ίδιο τόνο.
Και έτσι πέρασε η υπόλοιπη ώρα. Με αυτές τις δύο φράσεις μόνο. Κάποτε μιλάγαμε όλη την ώρα στο μάθημα με αποτέλεσμα να είμαστε πάρα πολύ γνωστές στο γραφείο της διευθύντριας και μητέρα της Άλις, Έσμι. Ήταν περίεργο να έχεις μπροστά σου την δεύτερη μητέρα σου και να σου κάνει κήρυγμα για την σωστή συμπεριφορά μαθήτριας εν ώρα μαθήματος. Γέλασα αυθόρμητα στην σκέψη και το κουδούνι χτύπησε. Ξαναγέλασα αυθόρμητα καθώς άρχισα να μαζεύω τα πράγματα μου.
«Τι είναι τόσο αστείο;» με ρώτησε η Άλις και σήκωσε το ένα της φρύδι. Δεν είχε φύγει ακόμα; Παράξενο.
«Θυμήθηκα τις ώρες μας στο γραφείο της κυρίας διευθύντριας» είπα αμέσως κοκκινίζοντας και προσπάθησα να πνίξω ένα γελάκι. Χωρίς να το περιμένω άρχισε και εκείνη να γελάει. Τι στο καλό συμβαίνει εδώ πέρα;
«Δίκιο έχεις, ήταν ωραία. Να ξαναπάμε την άλλη ώρα» είπε και γέλασε πάλι. Χωρίς να σκέφτομαι δάκρυα άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια μου δίχως έλεγχο. Η Άλις άνοιξε τα χέρια της και με τύλιξε στην αγκαλιά της.
«Θέλω να μου πεις την αλήθεια για τρία πράγματα χωρίς να μου παραλήψεις κάτι. Πρώτον, Μπέλλα θα μου εξηγήσεις γιατί κλαίς; Δεύτερον, γιατί έχεις κλειστό το κινητό σου εδώ και έναν μήνα και δεν απαντάς και στα e-mail μου; Ο Τζέικ μου είπε ότι ήσουν άρρωστη, άλλα για τόσο καιρό; Και τρίτον, ο Τζάσπερ μου τα εξήγησε όλα… αλλά θέλω και εσύ να μου πεις την αλήθεια». Αρχίσαμε να προχωράμε προς το επόμενο μας μάθημα καθώς εγώ έφερα τα γενέθλια του Έμμετ ξανά στο μυαλό μου…
* * * * * * * * * * * * * * * *
Είχα ντυθεί και η Άλις μου έφερε τα μαύρα της καλά μποτάκια όπως της ζήτησα, θα πήγαιναν τέλεια με το φόρεμα. Μόλις ντύθηκα η Άλις μου έκανε νόημα να πάμε στο μπάνιο της.
«Έλα! Σε λίγο πρέπει να κατέβουμε και δεν θέλω να σε δει όλο το σχολείο μισοτελειωμένη!» Την υπάκουσα και πήγα σχεδόν τρέχοντας στο τεράστιο μπάνιο της. Έκλεισα τα μάτια μου και ακολούθησα βήμα προς βήμα της απαιτήσεις της. Μόλις τελείωσε η Άλις με τα μαλλιά μου άνοιξα τα μάτια μου. Δεν αναγνώριζα τον εαυτό μου!
«Άλις, είσαι απίστευτη!» της φώναξα καθώς πετάχτηκα από την θέση μου και την αγκάλιασα προσεχτικά. «Το μόνο που μας μένει τώρα είναι αντίδραση του» είπα καθώς άγχος με κατέκλεισε .
«Μην ανησυχείς. Θα σε λατρέψει. Ότι και να κάνεις σε λατρεύει…» είπε με παράπονο.
«Άλις, μην μου πεις ότι…» την κοίταξα με καχυποψία.
«Ναι, Μπέλλα, ζηλεύω! Είναι λογικό από εκεί που το κέντρο του κόσμου του ήμουν εγώ, η μικρή του αδερφή, ξαφνικά έγινες εσύ. Εσύ έγινες τα πάντα για εκείνον!» είπε και το γλυκό της πρόσωπο ζωγραφίστηκε με εκνευρισμό. Κάθισα δίπλα της και την πείρα στην αγκαλιά μου.
«Σε καταλαβαίνω. Και εγώ από τότε που καλός μου αδερφός γνώρισε την Λία με έχει παρατήσει στα κρύα του λουτρού», είπα και τα νεύρα που είχα κάθε φορά που το σκεφτόμουν επέστρεψαν πιο έντονα. Θα ερχόταν εδώ και η κυρία τέλεια σήμερα.
Το ελαφρύ χτύπημα στην πόρτα με έβγαλε από τις σκέψεις μου. Πεταχτήκαμε και οι δύο και τρέξαμε προς την πόρτα. Ήταν ο Τζάσπερ, που κοιτούσε την Άλις με λατρεία. Ένα κύμα ζήλιας με διαπέρασε. Πήρα μια βαθιά ανάσα.
«Γεια Μπέλλα.»
«Γεια σου Τζάσπερ. Εμένα με συγχωρείτε λίγο» απολογήθηκα και τρύπωσα από το κενό που είχε αφήσει ο Τζάσπερ στη πόρτα και βγήκα έξω. Άρχισα να τρέχω στις σκάλες με προορισμό το δωμάτιο του τρίτου ορόφου. Σκόνταψα στο τελευταίο σκαλί. Να πάρει! Αυτό θα μου έκανε μελανιά. Σηκώθηκα και προχώρησα με αργά βήματα προς την πόρτα. Χωρίς να χτυπήσω την άνοιξα αργά λίγο και έριξα μία κλεφτή ματιά μέσα. Περίεργο το δωμάτιο ήταν άδειο. Μα θυμάμαι ξεκάθαρα τα λόγια της Άλις ο Ρωμαίος είναι στην ίδια κατάσταση με εσένα, από το πρωί προσπαθούσε να βρει τα κατάλληλα ρούχα για να σε εντυπωσιάσει. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα σιγά σιγά σε περίπτωση που ο Ρωμαίος μου ήταν μέσα στο μπάνιο. Δεν ήθελα να ενοχλήσω. Το πρώτο πράγμα που κοίταξα όπως και κάθε φορά που έμπαινα μέσα σε αυτό το δωμάτιο ήταν το πελώριο κρεβάτι. Τόσες αναμνήσεις…
Αναστέναξα απαλά. Αναρωτιέμαι αν ο Κύριος Θέλω Να Σε Εντυπωσιάσω, ήθελε να ξανά τσαλακώσουμε αυτά τα σεντόνια το βράδυ, που θα πάνε όλοι να διασκεδάσουν σε κάποιο κλαμπ στο Σιάτλ, μάλλον…
Προχώρησα προς το κρεβάτι, όταν δύο χέρια τυλιχτήκαν γύρω από την μέση εμποδίζοντας με. Γύρισα μέσα στην αγκαλιά του.
«Ώστε κάνετε και πλάκες κύριε Κάλεν…» του είπα κοιτάζοντας τα σμαραγδένια του μάτια. Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου, εκείνος έσκυψε ελαφρώς και τα χείλη μας ενώθηκαν. Το φιλί μας ήταν τόσο γλυκό, τόσο τρυφερό. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του απαιτώντας κι άλλα, τα χείλη μου έγιναν πιο πιεστικά, αχόρταγα. Προσπάθησε να με σταματήσει πριν χάσουμε και οι δύο τον έλεγχο και καταστρέφαμε τα γενέθλια του Έμμετ με φωνές.
«Μάλιστα δεσποινίς Σουάν» η γλυκιά του φωνή με έκανε σχεδόν να χάσω τις αισθήσεις μου. Με έσπρωξε μακριά από την αγκαλιά του για λίγο και με κοίταξε από πάνω εως κάτω. Ένα πονηρό χαμόγελο σχηματιστικέ στα χείλη του...
«Τι σκέψεις έχεις βάλει πάλι στο μυαλό σου Έντουαρντ;» ρώτησα καχύποπτα.
«Θα μπορούσα να σου δείξω… μετά όμως το πάρτι» μετά το πάρτι… άρα θα περάσουμε πέντε βασανιστικές ώρες χωρίς ούτε ένα φιλί; Αυτό θα ήταν τραγικό! Με ένα νεύμα του έδειξα ότι ήμουν σύμφωνη.
Έπρεπε να εισπράξω όσα περισσότερα φιλιά μπορούσα πριν το πάρτι. Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου και ακούμπησα απαλά τα χείλη μου πάνω στα δικά που έσκυψε ελαφρός για να τον φτάσω. Τα χείλη μας κινιόντουσαν μαζί τόσο γλυκά. Αυτό το φιλί φανέρωνε την αγάπη μου για εκείνον. Τα πάντα στην ζωή μου είναι ο Έντουαρντ Κάλεν. Τον χρειαζόμουν για να ζήσω.
Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά και μας διέκοψε σε αυτή την μαγική στιγμή. Ο εκνευρισμός που ένιωθα, μετατράπηκε σε ντροπή μόλις είδα το σοκαρισμένο πρόσωπο του αδελφού μου και τον Έμμετ έτοιμο να ειρωνευτεί για άλλη μία φορά. Ένιωσα το πρόσωπο μου να φλέγεται και κατέβασα το βλέμμα μου στο πάτωμα.
«Παιδιά, χτυπάμε πριν μπούμε!» είπε έξαλλος ο Έντουαρντ. Έχω έκρυψα το πρόσωπο μου στο στήθος του και εκείνος με τύλιξε προστατευτικά στην αγκαλιά του.
«Γιατί υπήρχε περίπτωση να σας δούμε και σε πιο προχωρημένο στάδιο;» ρώτησε ο Έμμετ κοροϊδευτικά. Τότε ο Έντουαρντ με άφησε από την αγκαλιά του και προχώρησε προς την πόρτα κοιτώντας απειλητικά τον Έμμετ.
«Αυτό ήταν! Ως εδώ! Έξω!» του είπε και τον έσπρωξε έξω μαζί με τον αδερφό μου κλείνοντας την πόρτα στο πρόσωπο του. Πείρε μία βαθιά ανάσα για να γυρίσει πάλι να με ξανακοιτάξει.
«Λυπάμαι πολύ…» απολογήθηκε.
«Για ποιο πράγμα; Έντουαρντ, αυτός είναι ο Έμμετ, το πολύ, πολύ να με κοροϊδεύει για όλη μου την ζωή» του απάντησα και προχώρησα προς το μέρος του.
«Ναι, αλλά ο αδερφός σου-»
«Ο αδερφός μου, δεν θα μου κάνει τίποτα, μου χρωστάει πολλές χάρες…» τον διέκοψα σκεπτόμενη τις πόσες φορές τον έχω καλύψει και τον έχω μαζέψει από τα μπαράκια που ξενυχτάει. Κοίταξα τον Έντουαρντ στα μάτια του. Ήταν παρακλητικά σαν να μου ζητούσε συγχώρεση.
«Έντουαρντ, δεν έχω τίποτα να σου συγχωρέσω γιατί δεν έκανες τίποτα! Αν θεωρείς έγκλημα ότι φίλησες την κοπέλα σου τότε τι να σου πω;» του είπα καθώς ο εκνευρισμός μου μεγάλωνε.
«Μπέλλα, δεν καταλαβαίνεις. Δεν ήθελα να σε φέρω ποτέ σε δύσκολη θέση. Είσαι τα πάντα για εμένα. Είσαι ο κόσμος μου. Δεν μου αρέσει να σε κάνω να νιώθεις άσχημα. Σ’ αγαπώ.» Ήταν ιδέα μου ή μόλις είπε ότι με αγαπάει; Για πρώτη φορά μετά από δύο χρόνια σχέσης, έκφραζε ελεύθερα τα συναισθήματα του μπροστά μου. Ένιωθα σαν να ήθελα να βάλω τα κλάματα από ευτυχία.
Είμαι ερωτευμένη με τον Έντουαρντ από τα πέντε μου χρόνια. Τον αγαπούσα από τότε. Εκείνος το ανακάλυψε πριν τρία χρόνια όταν ήρθε να κοιμηθεί σπίτι μας, το είπα στον ύπνο μου. Εκείνη την μέρα μου φερόταν περίεργα. Ύστερα από ένα χρόνο στα δέκατα έβδομα γενέθλια μου, πήγαμε μία βόλτα στο λιβάδι που συνηθίζαμε σαν παρέα να κάνουμε εκδρομές. Εγώ με την Άλις, την Ρόζαλι και την Λεία καθόμασταν και κάναμε πικ-νικ και τα αγόρια έπαιζαν μπέιζμπολ. Κάθε Κυριακή κάναμε αυτή την εκδρομή. Ήταν υπέροχα! Σε αυτό το λιβάδι με τις αναμνήσεις μου ζήτησε να γίνω η κοπέλα του. Θυμάμαι που έκλαιγα εκείνη την ημέρα.
Και τώρα ήθελα να αφήσω τα καταπιεσμένα μου δάκρυα να κυλήσουν αλλά δεν το έκανα. Η Άλις θα με έβαζε στο μπάνιο για να με ξαναφτιάξει. Έκλεισα τα μάτια μου.
«Και εγώ σε αγαπώ. Με όλη την δύναμη της ψυχής μου» ψιθύρισα και τον αγκάλιασα. Η πόρτα χτύπησε και η Άλις μπήκε μέσα τραβώντας μαζί της τον Τζάσπερ.
«Παιδιά! Έρχονται σε λίγο ελάτε κάτω!» είπε η Άλις και εγώ άφησα τον Έντουαρντ από την αγκαλιά μου. Με έπιασε από το χέρι και προχωρήσαμε προς της σκάλες.
Μόλις φτάσαμε στο σαλόνι όλοι είχαν πάρει την θέση τους. Παρατήρησα ότι το τεράστιο σαλόνι των Κάλεν ήταν εντελώς διαφορετικό από ότι το είχα συνηθίσει. Το ηχοσύστημα ήταν πιο μεγάλο από όσο θυμάμαι. Τα έπιπλα είχαν μετακινηθεί, ώστε να υπάρχει χώρος για τους μελλοντικούς χορευτές. Ο φωτισμός ήταν χαμηλός και υπνωτιστικός, κάποιες φορές άλλαζε και χρώματα. Ήταν λες και ήταν το σκηνικό κάποιας ακριβοπληρωμένης ταινίας. Όλα ήταν τόσο τέλεια, μου προκαλούσαν την αίσθηση ότι κάτι τραγικό θα συμβεί.
Το κουδούνι χτύπησε και πέντε άτομα φάνηκαν στην πόρτα. Τρία κορίτσια και δύο αγόρια. Αναγνώρισα με ευκολία την Ρόζαλι, την αδερφή του Τζάσπερ και την Λεία την κοπέλα του αδερφού μου. Η Ρόζαλι πραγματικά ήταν πάλι πανέμορφη. Με ένιωθε να νιώθω μειονεκτικά όπως πάντα. Τα κατάξανθα μαλλιά της έπεφταν ελαφρός κυματιστά στους ώμους της και τα γκριζογάλανα μάτια της συμπλήρωναν την ομορφιά του προσώπου της. Ήταν υπέροχη. Ήταν πραγματικά πολύ τυχερός ο Έμμετ που ήταν κοπέλα του. Αναγνώρισα και τα άλλα τρία άτομα. Ήταν ο Σαμ με την Έμιλι και τον αδερφό της Λεία, Σεθ. Προχώρησα το μπαρ που μόλις τώρα παρατήρησα ότι υπάρχει και πήρα ένα ποτό.
Η βραδεία πέρασε έτσι. Με το σαλόνι των Κάλεν να γεμίζει, κορμιά να λικνίζονται και εμένα να πίνω ποτά. Μετά από μερικές ώρες έγινε η κοπή της τούρτας.
Προχώρησα προς την Άλις και της ζήτησα να πάω να κοιμηθώ στο δωμάτιο της μέχρι να τελειώσει το πάρτι γιατί δεν αισθανόμουν και πολύ καλά.
Το μόνο που θυμάμαι μετά ήταν ότι ο Τζάσπερ ήρθε και κάθισε δίπλα μου για να περιμένει την Άλις που θα ετοιμαζόταν και της φωνές της Άλις που με ξύπνησαν.
«Μπέλλα; Πώς μπόρεσες;» την άκουσα να μου λέει.
«Άλις, τι έκανα; Συγγνώμη που έβαλα τις πιζάμες σου θα σου αγοράσω καινούριες.» την κοίταξα προσπαθώντας να ξυπνήσω.
«Δεν με ενδιαφέρουν οι πιζάμες! Έξω από το σπίτι μου τώρα!» μου φώναξε. Την κοίταξα ξαφνιασμένη καθώς είδα πως ο Τζάσπερ είχε ξεκούμπωτο το πουκάμισο του και ο Έμμετ κρατούσε τον Έντουαρντ.
«Πραγματικά, δεν έκανα τίποτα! Απλά κοιμόμουν!» απάντησα μπερδεμένη προσπαθώντας να θυμηθώ αν έγινε κάτι. Τα δάκρυα άρχισαν να γεμίζουν τα μάτια μου και ξεχείλισαν δίχως να μπορώ να τα συγκρατήσω. Έβαλα τα αθλητικά μου παπούτσια και έτρεξα προς την έξοδο.
* * * * * * * * * * *
«Άλις, εγώ… πραγματικά δεν ξέρω τίποτα. Δεν θυμάμαι τι έγινε εκείνο το βράδυ. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι έφυγα τρέχοντας αφού με έδιωξες. Πραγματικά δεν έκανα τίποτα με τον Τζάσπερ. Ακόμα το κινητό μου το είχα κλειστό διότι το έσπασα όπως και τον υπολογιστή μου. Φοβόμουν. Φοβόμουν μήπως με έπαιρνε τηλέφωνο ο Έντουαρντ και μου έλεγε πόσο τέρας είμαι… φοβόμουν, στενοχωριόμουν. Άλις σε απογοήτευσα και εσένα και τον αδερφό σου και πραγματικά λυπάμαι για αυτό» οι λέξεις έφυγαν σαν χείμαρρος προσπαθώντας να της εξηγήσω τα πάντα.
«Μπέλλα, ηρέμισε. Καταλαβαίνω.» Αμέσως έπεσα πάνω της με δύναμη και άρχισα να κλαίω.
«Ήρεμα, όλα θα φτιάξουν, πάμε τώρα στο επόμενο μας μάθημα.» μου είπε καθώς μου χάιδευε την πλάτη για να με ηρεμήσει.
Καθώς προχωρούσαμε στον διάδρομο για το επόμενο μας μάθημα ακούστηκαν βογκητά μέσα από την αποθήκη του επιστάτη. Προχώρησα με αργά και σταθερά βήματα προς την πόρτα και την άνοιξα απότομα.
Πραγματικά δεν πίστευα στα μάτια μου! Ο Έντουαρντ με την Τζέσικα Στάνλεϋ φιλιόνταν. Αυτή ήταν η στεναχώρια και το κενό που ένιωθε; Τα βλέμματα μας συναντήθηκαν και εγώ άρχισα να τρέχω προς την έξοδο για να φύγω. Τον ένιωσα να τρέχει από πίσω μου και να με φωνάζει για να σταματήσω. Συνέχισα να τρέχω με όλη μου την δύναμη και βγήκα έξω από το σχολείο. Χωρίς να σταματήσω βγήκα στον κεντρικό δρόμο. Τα δάκρυα θόλωσαν τα μάτια μου με αποτέλεσμα να μην βλέπω που πηγαίνω.
Τα τελευταία πράγματα που άκουσα ήταν την Άλις να τσιρίζει, τον Έντουαρντ να φωνάζει το όνομα μου και την κόρνα του φορτηγού που ερχόταν κατά πάνω μου.
Έκλεισα τα μάτια μου και το κενό με κατέκλεισε.
Έχει επεξεργασθεί από τον/την emerald eyes στις Δευ 7 Ιουν 2010 - 23:06, 1 φορά
emerald eyes Golden Eyed Vampires
Ηλικία : 37 Τόπος : 9 cycles of hell Αριθμός μηνυμάτων : 2461 Registration date : 18/01/2009
Ήταν νωρίς το απόγευμα και γύριζα απο το σχολείο.Μπήκα σπίτι φωνάζοντας:
“Μπαμπά,μπαμπά που είσαι;”
“Εδώ είμαι Ρόουζ”
Πήγα στο σαλόνι και κάθησα δίπλα του. “Τώρα ηρέμησε και πες μου τι συμβαίνει” “Η μαμά που είναι?”
“Δεν έχει γυρίσει ακόμα,αλλά θα σου πω εγώ οτι θες”
“Σήμερα στο σχολείο μας έβαλαν μια εργασία με θλεμα τους θρύλους που υπάρχουν στα τοπικά σπίτια”
“Ακούγεται ωραίο θέμα,και απο μένα φαντάζομαι οτι θέλεις να σου πω για το δικό μας σπίτι.”
“Ακριβώς!!”
“Πάμε να φάμε τώρα και να μου πεις την ιστορία”
“Εντάξει πάμε”
Σ'όλη τη διάρκεια του φαγητού σκεφτόμουν αν έπρεπε να της πω την ιστορία τώρα η αργότερα,τελικά αποφάσισα οτι ήταν καλύτερα μετά το φαγητό.
Έτσι πήγαμε και καθήσαμε στο σαλόνι,έβαλα ένα μαξιλάρι στα πόδια του και ξάπλωσα για να ακούσω την ιστορία.
“Βολεύτηκες,βλέπω...!!!”
“Πάρα πολυ”
“Λοιπόν......
Αιώνες πριν η πόλη του Ντέβονσερ δε θύμιζε σε τίποτα σημερινή,τα σπίτια ήταν πολύ πιο λίγα και το δάσος πιο πυκνό και σκοτεινό...έτσι η πόλη ονομάστηκε από τους περαστικούς ως η “Πόλη των ζωντανών νεκρών”.
“Οοοοοοο........ωραίο ακούγεται......!!!!!”
“Τα σχόλια μετά μικρή.....λοιπόν που είχα μείνει...Α ναι....Αιώνες πριν η πόλη του Ντέβονσερ δε θύμιζε σε τίποτα σημερινή,τα σπίτια ήταν πολύ πιο λίγα και το δάσος πιο πυκνό και σκοτεινό...έτσι η πόλη ονομάστηκε από τους περαστικούς ως η “Πόλη των ζωντανών νεκρών”.
Εκείνη την εποχή οι άνθρωποι πίστευαν πάρα πολύ στη μαγεία και τις προκαταλήψεις γύρω απο αυτή αφού όλη τους η ζωή περιστρεφόταν γύρω της.
Δεν υπήρχαν τουρίστες ούτε πλανόδιοι πωλητές αφού κανείς δεν τολμούσε να διασχίσει το δάσος και να περάσει τη γέφυρα για να φτάσει στην πόλη.
Η πόλη είχε πολλούς μάγους,έτσι οι κάτοικοι έκαναν ότι αυτοί τους έλεγαν αφού τους φοβόντουσαν.Με αυτό τον τρόπο είχαν πείσει τους κατοίκους ότι για τις μυστηριώδεις εξαφανίσεις και τους φόνους που είχαν γίνει τον τελευταίο καιρό έφταιγαν τα πλάσματα της νύχτας.
Λέγεται ότι υπήρχαν στο δάσος πολύ πιο πριν απο το χτίσιμο της πόλης και ότι αυτοί ήταν η αιτία που κανένας δεν έφευγε απο εκεί.
Έβγαιναν μόνο τη νύχτα και όποιος τύχαινε να διασχίζει το δάσος δεν είχε καλό τέλος.Οι κάτοικοι αποφάσισαν και έκαναν ένα είδος συμφωνίας μαζί τους,όποιος διέπραττε ένα σοβαρό αδίκημα αντί να τον δικάσουν θα τον έκαναν θυσία σε αυτά τα πλάσματα.Όσοι τα είχαν δει και από θαύμα είχαν μείνει ζωντανοί λενε ότι είχαν τρομακτική όψη,σαν τους δαίμονες που είχαν βγει από την κόλαση με φλεγόμενα μάτια,τρομακτικά φτερά που έβγαιναν απο την πλάτη τους,δόντια που μπορούσαν να κόψουν ακόμα και ατσάλι.Ένας μια φορά είχε πει στους χωρικούς ότι μπορούσαν να περπατούν αναμεσά τους απο τη δύση του ηλίου και φυσικά τη νύχτα,όμως δεν μπορούσαν να τους ξεχωρίσουν αφού έπαιρναν ανθρώπινη μορφή την ώρα εκείνη.
Λέγεται ότι γνώριζαν ένα από τα πλάσματα της νύχτας,ήταν η Ιζαμπέλα Σουάν που ήταν μία από τις πιο όμορφες κοπέλες με καστανά μάτια,μακρυά μαλλιά και δέρμα άσπρο σαν το χιόνι.Οι χωρικοί είχαν αυτή τη πεποίθηση αφού η Ιζαμπέλα έβγαινε στο χωριό από τη δύση του ηλίου και μετά ενώ σε πολλούς είχε γεμίσει απορία πως μπορούσε να πηγαίνει στο δάσος το βράδυ και να επιστρέφει ζωντανή.Ένα άλλο γεγονός ήταν ότι παρά το νεαρό της ηλικίας της είχε παντρευτεί και μείνει χήρα ήδη 3 φορές.Οι άντρες της πέθαιναν όλοι μυστηριωδώς μετά από 1 μήνα παντρεμένοι μαζί της.Και ο τελευταίος της γάμο της με τον Έντουαρντ δεν ησύχαζε τα πράγματα που λεγόντουσαν για αυτή,αφού ο Έντουαρντ δεν ήταν kαλοδεχούμενος εκεί και φυσικά όλοι περίμεναν πότε θα πεθάνει,αν φυσικά μπορούσε αφού οι μάγοι του χωριού πίστευαν ότι και αυτός ήταν σαν και εκείνη. Όταν μετά από 1 μήνα που ήταν παντρεμένος μαζί της είδαν ότι δεν είχε πεθάνει όπως οι άλλοι πείστηκαν οτι η Ιζαμπέλα ήταν ένα από τα πλάσματα της νύχτας ή αλλιώς μία βρυκόλακας.Έτσι ένα πρωί όταν ο Έντουαρντ έλειπε,πήγαν σπίτι της και ενώ αυτή κοιμόταν έβαλαν φωτιά και την έκαψαν ζωντανή.Το σπίτι τυλίχτηκε αμέσως στις φλόγες και ουρλιαχτά ακούγοταν από το εσωτερικό.
Λένε ότι κάποιες νύχτες μπορείς να ακούσεις τις φωνές της που καλεί τον άντρα της και τα πλάσματα της νύχτας ώστε να την ζωντανέψουν ξανά και να είναι για πάντα μαζί.”
“Λοιπόν,πώς σου φάνηκε?”
“Πολύ καλή,ανυπομονώ να τη διαβάσω στην τάξη”
“Πιστεύεις ότι ο θρύλος είναι ζωντανός και μπορεί κάποιο βράδυ να την ακούσουμε και εμεις??”
“Ποιός ξέρει μικρή μου....ποιός ξέρει”.
“Σ'ευχαριστώ πολύ μπαμπά μου για την ιστορία αυτή”- “Πάω για ύπνο τώρα,καληνύχτα”
“Καληνύχτα,μικρή μου”
Καθώς κοιμόμουν σκεφτόμουν τον θρύλο που μόλις μου είχε διηγηθεί και σκεφτόμουν πόσο λυπημένη θα πρέπει να ήταν αυτή η Ιζαμπέλα,θα ήταν τρομερό να μην μπορούσε να βρεί την αγάπη και όταν τελικά την έβρισκε να χανόταν έτσι ξαφνικά.
Ξαφνικά άκουσα ένα θόρυβο...στην αρχή νόμιζα πως ήταν το θρόισμα των φύλλων που ακουγόταν από έξω,αλλά κοιτάω έξω από το παράθυρο αλλά δεν υπήρχε αέρας...ακούω καλύτερα και ο θόρυβος έρχεται από το πάνω δωμάτιο....νόμιζα ότι ήταν η μητέρα μου,της αρέσει να πηγαίνει εκεί το βράδυ και να κοιτάει τα αστέρια που και που,έτσι σηκώθηκα και πήγα να τη βρώ.
Καθώς ανέβαινα τις σκάλες ο θόρυβος μου φαινόταν πιο πολύ σαν ένα ουρλιαχτό και όχι σαν ομιλίες...ή....καλύτερα σαν ένα λυπητερό τραγούδι.
Έφτασα έξω από την πόρτα του δωματίου...και τότε ακουγόταν καθαρά ένα λυπητερό κάλεσμα ενός ονόματος “Έντουαρντ....'Εντουαρντ....πού είσαι....?”- “Γιατί με άφησες...?”
Γύρισα το πόμολο και άνοιξα σιγά σιγά την πόρτα και μπήκα στο δωμάτιο...η πόρτα κλείνει ξαφνικά λες και φύσηξε αέρας αλλά τα παράθυρα ήταν όλα κλειστά.....και τότε την είδα μια γυναικεία φιγούρα να στέκεται κοντά στο παράθυρο...προχωράω λίγο πιο κοντά και τι να δω...ήταν ίδια η μαμά μου...Γυρίζει και με κοιτάζει με ένα βλέμμα γεμάτο απορία..Είχα παγώσει,δεν ήξερα τι να κάνω...προχωράει αργά αργά προς το μέρος μου...με πλησιάζει και απλώνει το χέρι της να με ακουμπήσει...Τρομάζω και βάζω τις φωνές....
“Ρόουζ,Ρόουζ είσαι καλά???”,ήταν η φωνή του μπαμπά.
“Ρόουζ γιατί έχεις κλειδώσει?”,ήταν η μαμά μου.
“Μπέλλα κάνε στην άκρη,θα σπάσω την πόρτα.”
Και τότε η πόρτα ανοίγει μυστηριωδώς.....μπαίνουμε στο δωμάτιο και βρίσκουμε τη Ρόουζ στο πάτωμα να κλαίει,να είναι χτυπημένη και να έχει αίματα στα χέρια της.
volturi girl Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 28 Τόπος : London, UK Αριθμός μηνυμάτων : 3819 Registration date : 26/08/2009
Πολύ καλές οι ιστορίες σας!! Έχω βρει και εγώ την αγαπημένη μου πρέπει να δηλώσω.. Παρ'όλα αυτά δεν έχω το δικαίωμα να ψηφίσω, αν θυμάμαι καλά από τους κανόνες, γιατί είμαι νέο μέλος! Καλή επιτυχία σε όλους!!!
vikaki21 Midnight Sun Vampire
Τόπος : Όπου φύσaει ο άνεμος Αριθμός μηνυμάτων : 2263 Registration date : 09/01/2010
εγω προσοπικα ξεχωρισα 3 δεν θα πω ακριβως πια ειναι θα δωσω ομως στοιχεια το ενα μοιαζει με ενα ολοκαινουρι βιβλιο της στεφενι το αλλο ειναι πολυ ιδαιτερο το πιο ιδαιτερο απο ολα θα ελεγα και μου θυμιζει λιγο ελλαδα...το τριτο με τυχαια σειρα τα λεω ειναι ενα που ειναι εμπνευσμενο απο την πρωτη σκηνη της νεας σεληνης αφτη που η μππελλα ειναι στο λιβαδι τωρα ψηφισα ενα απο τα 3 οποιος καταλαβε καταλαβε μπραβο σε ολυς παντως...
volturi girl Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 28 Τόπος : London, UK Αριθμός μηνυμάτων : 3819 Registration date : 26/08/2009
το ενα θα συνεχιστει δοξα το θεο (γι αυτο το εχω και ως αγαπημενο) και το αλλο για το καλο της εγγονης μου (δεν λεω ονοματα) να φροντισει να συνεχιστει!!!!!!
ψηφισα κι εγω!!! καλη επιτυχια σε ολους!!!!!!!!!!!!!
(πολυ καλη ιδεα αυτη με τους διαγωνισμους μολις βρηκα δυο αγαπημενες μου ιστοριες)
volturi girl Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 28 Τόπος : London, UK Αριθμός μηνυμάτων : 3819 Registration date : 26/08/2009
Θέλω να πω ένα μεγάλοοοοοοο μπράβο σε όλα τα παιδιά που έγραψαν τις ιστορίες και ομολογώ ότι μερικές με έκαναν να δακρύσω από το τέλος τους
Έχουμε πόλλα συγγραφικά ταλέντα σε αυτό το forum και εύχομαι και εις ανώτερα!!!!!!
Μόλις έδωσα και γω την ψήφο μου στην ιστορία ( δεν θα το αποκαλύψω βεβαίως βεβαίως ) που με κέρδισε και εύχομαι να είναι και αυτή που θα κερδίσει χιχιχιχιχι!!!!!!!!
Και πάλι ΜΠΡΑΒΟΟΟΟΟΟΟΟ ΣΑΣ...... ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΣΑΣ
kristen4ever Twilight Human
Ηλικία : 31 Τόπος : αθηνα Αριθμός μηνυμάτων : 59 Registration date : 21/10/2009
Ειχα ξεχασει να το πω σε προηγουμενη απαντηση μου εδω μερικες απο τις ιστοριες θα μπορουσαν να συνεχιστουν και μετα το διαγωνισμο...ειναι πολυ καλες..!!!
volturi girl Midnight Sun Vampire
Ηλικία : 28 Τόπος : London, UK Αριθμός μηνυμάτων : 3819 Registration date : 26/08/2009
Από όσο γνωρίζω της Φαίη συνεχείζεται και το επόμενο κεφάλαιο είναι συγκλονιστικό με πολλές ανατροπές! [αυτό έλειπε να μην συνεχηστεί θα την σκότωνα την Φαίη!] Φανταστική ιστορία αξίζει συγχαρητίρια και δεν το κάνω αυτό για να αδικείσω τις άλλες ιστορίες προς Θεού! Μου άρεσαν όλες και ήταν όλες εξαιρετηκές και τις απόλαυσα καθώς τις δίαβασα
Σπόιλερ:
Με εξαίρεση την δική μου που την απολάμβανα καθώς την έγραφα
Ήταν όλες συναρπαστικές και τους αξίζει ένα τεράστιο ΜΠΡΑΒΟ! Τώρα αυτό που ήθελα να πω και σας πρείζω τόση ώρα με το ποστ είναι ότι προσωπικά θα συνεχίστει μία ιστορία ακόμα