Το στοίχημα
Είμαι κρυμμένος μέσα στα δέντρα και κοιτάζω ψηλά προς το παράθυρο της με την ελπίδα ότι θα τη δω για λίγο έστω και από μακριά.
Δεν ξέρω για πιο λόγο ήρθα εδώ απόψε. Δεν ξέρω γιατί πιστεύω ότι κάτι μπορεί να αλλάξει. Ίσως επειδή σε λίγα λεπτά θα αλλάξει ο χρόνος και αν μου δώσει την ευκαιρία να της εξηγήσω ίσως και να με συγχωρέσει. Αν και δεν αξίζω τη συγχώρεση της, δεν αξίζω τη Μπέλλα…
Μετάνιωσα για ότι έκανα όπως δεν έχω μετανιώσει ποτέ για τίποτα άλλο σε ολόκληρη τη ζωή μου. Και δεν φανταζόμουν ότι θα βρισκόμουν ποτέ σε μία τέτοια θέση. Δεν πίστευα ότι θα υπήρχε κάποια που θα με έκανε να νιώσω διαφορετικά. Δεν ήξερα καν ότι υπήρχαν τέτοιου είδους αισθήματα για να τα νιώσει κανείς.
Πέρασε μία ολόκληρη εβδομάδα και δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα για να αλλάξω τα πράγματα. Το έχω σχεδόν πάρει απόφαση πως τελείωσαν όλα.
Τότε γιατί ήρθα εδώ και κρύφτηκα σαν τον κλέφτη μέσα στο δάσος; Το κρύο είναι τσουχτερό και με τρυπάει μέχρι τα κόκκαλα. Το χοντρό μου μπουφάν δεν μπορεί να με προστατέψει από το κρύο μιας και το χιόνι φτάνει μέχρι τις γάμπες μου.
Για πόσο ακόμα θα καθίσω εδώ και θα περιμένω; Αν ήμουν αρκετά δυνατός, θα πήγαινα, θα χτυπούσα την πόρτα και θα απαιτούσα να τη δω. Όμως αυτό το έχω ήδη κάνει χωρίς αποτέλεσμα μία φορά και αν το ξανακάνω το πιο πιθανό είναι πως ο διοικητής Σουάν θα με κυνηγήσει με την καραμπίνα του απόλυτα δικαιολογημένα.
Κοιτάζω τον ουρανό και τα αστέρια που λάμπουν έντονα και θυμάμαι όλη την ιστορία ξανά από την αρχή, από την πρώτη μέρα που είδα για πρώτη φορά τη Μπέλλα. Και όσο και αν δεν ήθελα να το παραδεχτώ είναι αλήθεια πως την πρόσεξα από την πρώτη στιγμή.
Ήταν προς τα τέλη της προηγούμενης σχολικής χρονιάς όταν η Μπέλλα μετακόμισε στο Φορκς για να μείνει με τον πατέρα της. Τότε δεν ήξερα λεπτομέρειες για το διαζύγιο των γονιών της ούτε με ενδιέφερε ο ψυχολογικός κόσμος ενός άγνωστου κοριτσιού. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής δεν με ενδιέφερε ο ψυχολογικός κόσμος και τα αισθήματα κανενός.
Εντάξει, είναι αλήθεια ότι ήμουν αλαζόνας, υπερόπτης και εγωιστής. Και λέω ήμουν γιατί δεν είμαι έτσι σήμερα. Η Μπέλλα ακόμα και αν δεν το πιστεύει με άλλαξε, τα άλλαξε όλα.
Δεν είχα ερωτευτεί ποτέ μου και δεν είχα αντιμετωπίσει ποτέ κανενός είδους ερωτικό πρόβλημα. Με λίγα λόγια μπορούσα να έχω όποια ήθελα έτσι απλά. Δεν είχε υπάρξει ποτέ ούτε μία φορά που κάποια κοπέλα μου είχε αρνηθεί ραντεβού ή οτιδήποτε κι αν ήταν αυτό. Όποια επέλεγα ήταν κάτι περισσότερο από πρόθυμη να βγει μαζί μου και όχι μόνο.
Είμαι όμορφος και το ξέρω. Και καλώς ή κακώς η εξωτερική εμφάνιση παίζει τον πιο βασικό ρόλο σε αυτό τον κόσμο. Έτσι ήταν εύκολο, πολύ εύκολο… Αλλά και πάλι ουσιαστικά δεν είχα ενδιαφερθεί ποτέ πραγματικά για καμία. Ήταν απλά μέρος της ζωής μου να είμαι με ένα κορίτσι για να περνάω τον καιρό μου.
Εκείνη τη πρώτη μέρα που η Μπέλλα ήρθε στο σχολείο δεν έδωσα καμία απολύτως σημασία. Μπορώ να πω ότι δεν την είχα προσέξει καν μέχρι την ώρα που ήρθε στο μάθημα της βιολογίας και κάθισε δίπλα μου επειδή δεν υπήρχε καμία άλλη ελεύθερη θέση.
Το μόνο που θυμάμαι είναι πως ήταν κάπως νευρική, αμήχανη και αμίλητη. Φυσικά ήταν όμορφη, πολύ πιο όμορφη απ’ όσο επέτρεπε η ίδια στους άλλους να δουν. Ο τρόπος που συμπεριφερόταν δεν μου κίνησε το ενδιαφέρον και απλά αδιαφόρησα.
Εκείνη την εποχή έβγαινα με τη Τζέσικα Στάνλευ. Όχι τίποτα το σοβαρό βέβαια. Είχε ξεκινήσει μία βραδιά μετά από έναν αγώνα μπέιζμπολ. Εγώ ήμουν στην ομάδα, στους αμυντικούς και εκείνη στις μαζορέτες. Ύστερα από μία μεγάλη νίκη είχα πιει τόσες πολλές μπύρες που δεν είμαι σίγουρος ότι θυμόμουν σωστά το όνομα μου. Όταν η Τζέσικα κόλλησε δίπλα μου και μου πρόβαλε επιδεικτικά το μπούστο της δεν δίστασα ούτε στιγμή.
Στη συνέχεια είχαμε βγει απλώς κάποια αδιάφορα ραντεβού όπου την περισσότερη ώρα ασχολιόμασταν με πολύ συγκεκριμένες δραστηριότητες.
Τότε πίστευα πως όλα ήταν μία χαρά και πολύ φυσιολογικά με τη ζωή μου. Ήμουν πολύ καλός μαθητής χωρίς να κάνω ιδιαίτερες προσπάθειες. Απλά έχω το χάρισμα να έχω καλή αντίληψη. Τον ελεύθερο χρόνο μου παίζω μουσική. Είναι κάτι που αγαπούσα από παιδί και μέχρι και σε αυτό τα καταφέρνω πολύ καλά. Θα μπορούσα ίσως να γίνω και μουσικός αν το έβαζα σκοπό.
Γενικότερα δεν υπήρχε ποτέ κάτι το οποίο να ήθελα και να μην το αποκτούσα. Αλλά ποτέ δεν κατέβαλα και ιδιαίτερες προσπάθειες.
Ο πατέρας μου είναι γιατρός και τολμώ να πω ότι τα χρήματα δεν μας έλειψαν ποτέ. Η μητέρα μου ασχολείται με τις αναπαλαιώσεις παλαιών κτιρίων, τη διακόσμηση εσωτερικών χώρων και έχει δικό της μεσιτικό γραφείο.
Η αδελφή μου, η Άλις που είναι μόλις ένα χρόνο μικρότερη από εμένα είναι επίσης χαρισματική. Την γοητεύει ο χώρος της μόδας και έχει πολύ μεγάλο ταλέντο στο σχέδιο. Θέλει να γίνει σχεδιάστρια ρούχων.
Η οικογένεια μου είναι πολύ σεβαστή στην μικρή πόλη που ζούμε και αυτό επειδή ο πατέρας μου είναι στ’ αλήθεια αξιόλογος άνθρωπος και ενώ θα μπορούσε να μεγαλουργεί κάπου αλλού προτιμάει την ησυχία και την ασφάλεια του Φορκς.
Παραδέχομαι ότι προσωπικά πάντα ήθελα να το σκάσω από αυτή τη μικρή, επαρχιακή πόλη. Το όνειρο μου ήταν να γίνω δεκτός σε ένα καλό πανεπιστήμιο σε κάποια μεγαλούπολη και να το σκάσω για πάντα από εκεί.
Κάπως έτσι ήταν τα πράγματα στη ζωή μου πριν από μερικούς μήνες. Και όπως είπα δεν έδινα σχεδόν καθόλου σημασία στην νεαρή κόρη του διοικητή της πόλης.
Από τις πρώτες κιόλας μέρες η Μπέλλα άρχισε να κάνει παρέα με τα πιο μοναχικά και αποστασιοποιημένα παιδιά ολόκληρου του σχολείου. Η Άντζελα Γουέμπερ και ο Τάιλερ Κρόου έγιναν οι καλύτεροι τις φίλοι.
Θυμάμαι στο παρελθόν ότι η Άντζελα είχε υποστεί μεγάλο σοκ όταν είχε ανακαλύψει μία τεράστια αράχνη μέσα σε ένα βιβλίο της που είχε βάλει εκεί για πλάκα ο Έρικ Γιορκ.
Με λίγα λόγια εγώ και οι φίλοι μου ανήκαμε σε αυτή την κατηγορία των παιδιών που όλοι ήθελαν κοντά τους. Το αντίθετο οι φίλοι της Μπέλλα και η ίδια πλέον ανήκαν σε αυτή την κατηγορία που όλοι κορόιδευαν και πείραζαν βάζοντας τους αυτόματα στο περιθώριο.
Δεν έδινα καμία σημασία και ούτε με ενδιέφερε αν υπήρχε μία μερίδα ανθρώπων που δεν περνούσε καλά στο σχολείο. Δεν ασχολιόμουν καν με τους αδύναμους.
Πολλές φορές έπιανα τον εαυτό μου να παρατηρεί τη Μπέλλα την ώρα του μαθήματος όταν εκείνη αμέριμνη έπαιζε με μία τούφα από τα μαλλιά της ή καθώς την έβλεπα να δαγκώνει το μολύβι της και να κοιτάζει στον πίνακα.
Η αθωότητα και η γαλήνη που εξέπεμπε με υπνώτιζαν. Αλλά δεν άφηνα τον εαυτό μου ελεύθερο να αναρωτηθεί περισσότερο γιαυτό.
Θυμάμαι πολύ χαρακτηριστικά μία φορά που εκείνη γύρισε απότομα και κοίταξε μέσα στα μάτια μου όταν το βλέμμα μου ήταν ακόμα πάνω της. Πριν προλάβω να κοιτάξω αλλού είδα για πρώτη φορά το σοκολατένιο χρώμα των ματιών της που με κοιτούσε με έκπληξη και με απορία ψάχνοντας μέσα στα δικά μου μάτια. Και ευθύς αμέσως κοκκίνισε και γύρισε το πρόσωπο της από την άλλη.
Δεν συστηθήκαμε ποτέ, δεν μιλήσαμε ποτέ ακόμα και όταν τα βιβλία της έπεσαν μία φορά μπροστά μου και έσκυψα και της τα μάζεψα. Εκείνη τα πήρε βιαστικά, είπε ένα χαμηλόφωνο ‘ευχαριστώ’ και εξαφανίστηκε.
Φυσικά τώρα ξέρω ότι την ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή. Ότι αργά ή γρήγορα, με κάποιο τρόπο θα την πλησίαζα σωστά, θα τη γνώριζα και θα ανακάλυπτα το πόσο υπέροχη ήταν. Αλλά αντί να γίνει έτσι όλα έγιναν με λάθος τρόπο.
Για όλα φταίει ο Τζαζ, ο εγωισμός μου και η κακή οδήγηση της Μπέλλα.
Ο Τζάσπερ, ο καλύτερος μου φίλος που εκείνη την εποχή είχε αρχίσει να γλυκοκοιτάζει την αδελφή μου, ήρθε εκείνο το πρωί απόλυτα εκνευρισμένος για να με συναντήσει για να πάμε στο μάθημα. Ήταν τόσο θυμωμένος που λίγο ακόμα και θα έβγαζε καπνούς από τα αυτιά.
-‘Να πάρει η οργή.’ Βλαστήμησε μέσα από τα δόντια του.
-‘Τι στο καλό έπαθες πρωί, πρωί;’
-‘Αυτή η ηλίθια, η Μπέλλα Σουάν, έξυσε την Πόρσε μου την ώρα που προσπαθούσε να παρκάρει.’ Δεν μπόρεσα να κρατήσω τα γέλια μου.
-‘Πως κάνεις έτσι για μία γρατσουνιά!’ Είπα και σήκωσα τους ώμους μου.
-‘Ω, παράτα με κι εσύ! Αρκετά με εκνεύρισε αυτό το ζόμπι! Ας μην ήταν ο πατέρας της ο διοικητής της πόλης και τα λέγαμε!’
-‘Τι σου είπε;’ Ρώτησα τρέχοντας από πίσω του για να τον προλάβω γιατί από τα νεύρα του δεν έβλεπε μπροστά του.
-‘Μου είπε ότι θα με αποζημιώσει, πως θα μιλήσει στον πατέρα της γιαυτό.’
-‘Ωραία λοιπόν, λύθηκε το πρόβλημα.’
-‘Αν στο είχε κάνει αυτό στο Βόλβο σου τώρα θα ήσουν έξαλλος.’ Μου πέταξε στα μούτρα.
-‘Μπορεί…’ Είπα και δεν ήθελα να σκεφτώ καμία πιθανότητα όπου κάποιος θα ακουμπούσε το Βόλβο μου.
Ο Τζάσπερ ήταν νευρικός κατά τη διάρκεια όλων των μαθημάτων και κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού φαγητού τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα. Ο μεγαλύτερος αδελφός του Τζαζ, ο Έμετ προσπαθούσε να κατευνάσει τα πνεύματα κάνοντας τα συνηθισμένα του αστεία αλλά δεν τα κατάφερνε.
Και στ’ αλήθεια δεν μπορώ να θυμηθώ πως ακριβώς κατέληξε η συζήτηση πάλι στη Μπέλλα και στο τέλος ανακατεύτηκα κι εγώ.
Ο Έμετ άρχισε να λέει διάφορα για τη Τζέσικα Στάνλευ με την οποία εγώ είχα χωρίσει πια διότι είχε αρχίσει να γίνεται υπερβολικά κουραστική και ο Τζαζ μου έκανε καζούρα για την ‘μοναξιά’ μου.
-‘Δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα.’ Είπα αυτάρεσκα. ‘Δεν θέλω να είμαι με καμία.’
-‘Έντουαρντ μερικές φορές με εκνευρίζεις. Συμπεριφέρεσαι λες και όλες οι γυναίκες είναι έτοιμες να πέσουν στα πόδια σου.’ Γέλασε ο Τζάσπερ.
-‘Δείξε μου μία εδώ μέσα! Όποια θέλεις!’ Είπα καλαμπουρίζοντας. Ήμουν πολύ σίγουρος για τον εαυτό μου.
Ο Τζάσπερ δεν απάντησε αμέσως. Με κοίταξε μόνο με ένα δόλιο ύφος που δεν μπορούσα να εξηγήσω. Το ειρωνικό του χαμόγελο απλώθηκε μέχρι την άκρη των χειλιών του και τότε ξεστόμισε το μοναδικό όνομα που δεν θα φανταζόμουν ποτέ.
-‘Την Ιζαμπέλλα Σουάν.’ Με προκάλεσε και ανασήκωσε το φρύδι του. Ο Έμετ τότε ξέσπασε σε ένα τρανταχτό ατελείωτο γέλιο.
-‘Ουάου! Το πράγμα γίνεται πάρα πολύ καλό!’
Είχα παγώσει στη θέση μου. Δεν μπορούσα να χαμογελάσω και δεν ήξερα πώς να αντιδράσω.
Επειδή είχε συμβεί αυτό με το αυτοκίνητο του και ήθελε να πάρει κάποιου είδους εκδίκηση σκέφτηκε να προκαλέσει εμένα.
Κι εγώ ο ηλίθιος αντί να κάνω πίσω και να το σταματήσω εκεί δέχτηκα αυτή την πρόκληση. Δεν ήμουν διατεθειμένος να ταπεινωθώ στους φίλους μου. Ο εγωισμός είχε φουντώσει μέσα μου.
-‘Θέλεις να βγω μαζί της;’ Ρώτησα προσπαθώντας να δείχνω ατάραχος.
-‘Όχι μόνο!’ Η ειρωνεία ήταν ακόμα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του.
-‘Εννοείς…’ Είπα και τον κοίταξα ερευνητικά για να είμαι σίγουρος. Τότε εκείνος κούνησε απλώς το κεφάλι του λέγοντας μου σιωπηλά αυτό που ήδη ήξερα. Ήθελε να τη ρίξω στο κρεβάτι ή με άλλα λόγια με προκαλούσε γιαυτό.
-‘Μπορώ να το κάνω.’ Είπα και πίεσα τον εαυτό μου να χαμογελάσει ειρωνικά περίπου όπως έκανε κι εκείνος πριν.
Ο Έμετ συμπεριφερόταν λες και έβλεπε μπροστά του το καλύτερο θέαμα. Άρχισε να χτυπάει παλαμάκια και να βγάζει επιφωνήματα χαράς.
-‘Στοίχημα!’ Είπε στο τέλος θριαμβευτικά.
-‘Στοίχημα!’ Συμφώνησε ο Τζάσπερ.
-‘Σύμφωνοι.’ Είπα και έδωσα το χέρι μου.
-‘Ωραία! Αν θα κερδίσω θα μου κάνεις όλη την εργασία των Ισπανικών.’ Είπε ο Τζάσπερ και ήξερα πως είχε τεράστιο πρόβλημα σε αυτό το μάθημα. Επίσης η εργασία αυτή απαιτούσε πολύ χρόνο κάτι που ο Τζάσπερ σε καμία περίπτωση δεν ήθελε να διαθέσει.
-‘Εντάξει. Αν κερδίσω εγώ θα μου υποσχεθείς ότι δεν θα με ξαναπροκαλέσεις ποτέ για τέτοιο θέμα. Και θα βγεις στον προαύλιο χώρο και θα φωνάξεις ‘Ο Έντουαρντ Κάλεν είναι Θεός’!’ Αυτό το τελευταίο δεν ξέρω γιατί το πρόσθεσα. Ουσιαστικά δεν ήθελα τίποτα από τον Τζάσπερ. Αλλά δεν ανεχόμουν να με προκαλεί σε τέτοια θέματα. Ο εγωισμός μου ήταν πάνω απ’ όλα τα υπόλοιπα.
-‘Θα βάλουμε χρονικό όριο όμως.’ Απαίτησε ο Τζάσπερ. ‘Είναι μέσα Οκτώβρη. Σου δίνω το πολύ δύο μήνες.’ Ο Έμετ συμφώνησε πως αυτό ήταν το δίκαιο. Δύο μήνες καιρό μέχρι να ρίξω τη Μπέλλα Σουάν στο κρεβάτι μου.
-‘Ωραία. Μέχρι τον Χριστουγεννιάτικο χορό.’ Είπα τότε και ο Τζαζ με τον Έμετ δέχτηκαν.
-‘Στοιχηματίζω υπέρ του Τζαζ πάντως!’ Είπε στον ίδιο εύθυμο πάντα τόνο ο Έμετ αμφισβητώντας με και αυτός. Και η αλήθεια ήταν πως δεν είχα ιδέα κατά πόσο θα τα κατάφερνα. Και αυτό επειδή ποτέ στο παρελθόν δεν είχα δοκιμάσει να κάνω σχέση με μία κοπέλα σαν τη Μπέλλα. Και το πρόβλημα φυσικά δεν ήταν το ραντεβού, αυτό ίσως να ήταν και το πιο εύκολο.
Σε αυτό το σημείο είμαι σίγουρος ότι όλοι θα έχετε αηδιάσει μαζί μου. Όπως κι εγώ με τον ίδιο μου τον εαυτό από την πρώτη στιγμή. Γιατί μπορεί να είμαι εγωιστής αλλά δεν είμαι κάθαρμα. Δεν μου αρέσει να παίζω με τις ζωές των άλλων και με τα αισθήματα τους.
Αλλά η πρόκληση… Πως μπορούσα να φανώ κότα στους φίλους μου και να πω όχι; Δεν μπορούσα να το κάνω και αυτό επειδή στην πραγματικότητα είμαι ένας δειλός.
Δεν ήμουν απολύτως σίγουρος πως θα το χειριζόμουν όλο αυτό. Δεν μισούσα τη Μπέλλα, δεν μου είχε κάνει τίποτα. Μου ήταν απλώς αδιάφορη. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα μέχρι τότε.
Την ίδια κιόλας μέρα δεν έχασα ευκαιρία. Όταν κάθισε δίπλα μου, στο μάθημα της βιολογίας αποφάσισα ότι έπρεπε να βάλω σε εφαρμογή το σχέδιο μου και να την προσεγγίσω με κάποιο τρόπο. Επιστράτευσα όλη μου τη γοητεία και την κοίταζα με θράσος κατά τη διάρκεια του μαθήματος. Δήθεν τυχαία το χέρι μου, άγγιξε κατά λάθος το δικό της όταν εκείνη προσπαθούσε να φέρει το μικροσκόπιο προς τη δική της πλευρά για να παρατηρήσει μία ρίζα κρεμμυδιού.
Τα μάτια της κοίταξαν αστραπιαία μέσα στα δικά μου και ευθύς αμέσως μέσα στο μικροσκόπιο. Τα μάγουλα της πήραν εκείνο το ροζ χρώμα που είχα δει άλλες δύο φορές στο παρελθόν.
Σκέφτηκα πως ο καλύτερο τρόπος για να την προσεγγίσω και να την κάνω να με εμπιστευτεί θα ήταν σιγά, σιγά. Αν της πρότεινα έτσι απλά και ξαφνικά να βγει μαζί μου το πιο πιθανό θα ήταν εκείνη να αρνηθεί.
Έτσι άφησα να περάσουν μερικές μέρες ακόμα με φευγαλέα κοιτάγματα και τυχαία αγγίγματα ενώ προσπαθούσα παράλληλα να βρω έναν τρόπο για να ανοίξω κάποιου είδους συζήτηση μαζί της.
Σε καμία περίπτωση δεν τολμούσα να την πλησιάσω κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού στο τραπέζι που καθόταν με τους φίλους της. Αυτό θα έκανε πολύ κακό στην εικόνα μου και δεν είχα καμία όρεξη να γίνω ο περίγελος του σχολείου. Άσχετα αν μετά από λίγο καιρό δεν μου καιγόταν καρφί για αυτά τα πράγματα. Δεν είχα περάσει εκείνη τη λεπτή, διαχωριστική γραμμή ακόμα τότε.
Η ευκαιρία ήρθε από μόνη της εκείνη την ημέρα που ο Κύριος Μπάνερ αποφάσισε να μας υποβάλει σε τεστ για την ομάδα αίματος.
Πριν καλά, καλά έρθει η σειρά μας για να τρυπήσουμε τα χέρια μας και να κάνουμε τη διαδικασία, η Μπέλλα λιποθύμησε στη θέα του αίματος του μπροστινού συμμαθητή μας.
Αυτή ήταν στ’ αλήθεια μία τέλεια ευκαιρία. Κανείς δεν θα υποψιαζόταν τους πραγματικούς μου σκοπούς επειδή έδειξα καλή θέληση και προθυμοποιήθηκα να μεταφέρω απλώς τη συμμαθήτρια μου μέχρι το ιατρείο του σχολείου.
Τότε για πρώτη φορά εγώ και η Μπέλλα μιλήσαμε στ’ αλήθεια. Την πήγα κρατώντας τη στην αγκαλιά μου μισολιπόθυμη στο ιατρείο ενώ το χρώμα της είχε γίνει άσπρο σαν το κερί. Κατά βάθος μπορώ να πω ότι ανησύχησα λιγάκι. Φαινόταν πολύ χάλια και δεν μου άρεσε αυτό.
Ευτυχώς λίγη ώρα αργότερα και καθώς ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι συνήλθε.
-‘Ωωωω’ Είπε μόλις με αντίκρισε. ‘Πόση ώρα είμαι έδω;’
-‘Όχι πολύ, μόνο λίγα λεπτά.’ Απάντησα.
-‘Συγνώμη που σε έκανα να φύγεις από το μάθημα. Μπορείς να γυρίσεις στην τάξη, είμαι μία χαρά, αλήθεια.’ Είπε και έκανε να σηκωθεί αλλά ευθύς αμέσως ξαναζαλίστηκε και ξάπλωσε απότομα πάλι στο κρεβάτι.’
-‘Δεν υπάρχει λόγος. Θα μείνω εδώ μαζί σου μέχρι να σιγουρευτώ ότι είσαι εντάξει. Άλλωστε μου έκανες χάρη.’ Είπα και της έκλεισα το μάτι. Επιστράτευσα το καλύτερο μου χαμόγελο, αυτό που ήξερα ότι άρεσε στα κορίτσια να βλέπουν. ‘Δεν είχα καμία όρεξη για μάθημα.’ Πρόσθεσα.
Η Μπέλλα δεν μίλησε. Έκλεισε μόνο τα μάτια της και ξεροκατάπιε. Τα χείλη της είχαν γίνει μία λεπτή άσπρη γραμμή. Ευτυχώς η νοσοκόμα ήρθε αμέσως με μία κρύα κομπρέσα και την ακούμπησε στο μέτωπο της.
-‘Σε λίγο θα νιώσεις καλύτερα.’ Είπε και βγήκε πάλι έξω.
-‘Πως είσαι;’ Ρώτησα ενώ προσπαθούσα να κάνω κάπως πιο ζεστή την ανύπαρκτη κουβέντα μας.
-‘Εντάξει.’ Είπε εκείνη. ‘Αν εξαιρέσεις ότι το δωμάτιο γυρίζει ακόμα.’ Ένας ίχνος χαμόγελου διαγράφηκε στα χείλη της.
-‘Σου έχει ξανασυμβεί αυτό;’
-‘Σχεδόν πάντα! Δεν θυμάμαι να έχω ποτέ ολοκληρώσει στη ζωή μου μία τέτοια διαδικασία. Ακόμα και για μία απλή εξέταση. Αυτό που θυμάμαι να βλέπω την τελευταία στιγμή είναι τη σύριγγα και μετά συνήθως ξυπνάω σε μία τέτοια κατάσταση.’ Είπε και έδειξε τον χώρο γύρω της.
-‘Σε φοβίζει η θέα του αίματος;’
-‘Δεν ξέρω, αλήθεια.’ Μιλούσε ακόμα με δυσκολία και αποφάσισα πως θα ήταν καλύτερο να μη την πιέσω να πει κάτι περισσότερο εκείνη την ώρα.
Λίγη ώρα αργότερα και ενώ το κορίτσι έδειχνε να είναι πολύ καλύτερα, τουλάχιστον το χρώμα είχε επιστρέψει στο πρόσωπο της, της πρότεινα να την πάω μέχρι το σπίτι της γιατί δεν ήταν σε καμία περίπτωση σε θέση να οδηγήσει.
Προσπάθησε να αρνηθεί ευγενικά αλλά επέμενα. Και ήδη από τότε είχα αρχίσει κιόλας να μπερδεύομαι. Δεν ήμουν σίγουρος αν το έκανα λόγω του στοιχήματος ή επειδή ενδιαφερόμουν πραγματικά.
Δεν πίεσα τότε τον εαυτό μου να το σκεφτεί περισσότερο. Αποφάσισα απλά να αφήσω τα πράγματα να εξελιχθούν μόνα τους.
Όταν φτάσαμε έξω από το σπίτι της, η Μπέλλα με ευχαρίστησε και ετοιμαζόταν να βγει από το αυτοκίνητο. Αστραπιαία πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη να βρω έναν τρόπο για να εξελιχθεί η σχέση μας.
-‘Μισό λεπτό.’ Τη σταμάτησα κι εκείνη έμεινε με το χέρι της επάνω στο χερούλι της πόρτας κοιτάζοντας με.
Σκεφτόμουν να της προτείνω να βγούμε έξω αλλά μάλλον αυτό δεν θα έπιανε.
-‘Είσαι πολύ καλή στο μάθημα των Αγγλικών.’ Είπα το πρώτο πράγμα που μου πέρασε από το μυαλό και εκείνη κούνησε απλώς το κεφάλι της. ‘Θα μπορούσες ίσως να με βοηθήσεις με τις ‘Μεγάλες Προσδοκίες’;
Στην πραγματικότητα μάλλον δεν χρειαζόμουν ιδιαίτερη βοήθεια. Αλλά ήταν αλήθεια πως εκείνη ήταν καλύτερη από εμένα.
Με κοίταξε για λίγο ενώ το σκεφτόταν και ύστερα απάντησε αυτό που φανταζόμουν.
-‘Δεν νομίζω ότι θα έχεις πολύ μεγάλο πρόβλημα.’
-‘Τουλάχιστον να μου έλεγες τη γνώμη σου για την εργασία μου.’ Επέμενα.
-‘Ναι, φυσικά, πολύ ευχαρίστως.’ Δέχτηκε και ήξερα ήδη πως κέρδιζα πόντους.
-‘Σε αντάλλαγμα θα μπορούσα να κάνω το ίδιο για εσένα στη Βιολογία. Θέλω να πω..,’ Έτρεξα να προσθέσω γιατί δεν ήθελα να βγάλει λάθος συμπέρασμα, ‘πως είσαι πολύ καλή αλλά θα μπορούσα απλά να σε βοηθήσω να ανεβάσεις κι άλλο τον βαθμό σου.’
-‘Δεν υπάρχει λόγος να μου δώσεις κάποιο αντάλλαγμα.’ Είπε εκείνη και μου φαινόταν κάπως απόμακρη, σαν να φοβόταν κάτι.
-‘Όπως θέλεις.’ Είπα και κατάλαβα πως δεν έπρεπε να πιέσω άλλο τα πράγματα.
-‘Φέρε μου την εργασία σου όποτε θέλεις. Θα τη διαβάσω και θα σου πω τη γνώμη μου.’ Είπε και αυτή τη φορά άνοιξε την πόρτα. Αυτό δεν μου ήταν αρκετό. Ήθελα κάποια πιο προσωπική επαφή μαζί της και όσο πιο σύντομα γινόταν.
-‘Θα μπορούσα να στη φέρω σήμερα το απόγευμα ίσως;’
Έμεινε έκπληκτη να με κοιτάζει με απορία και έβλεπα την ερώτηση που δεν έκανε να διαγράφεται στα μάτια της.
‘Τι θέλεις από εμένα;’ Αντί γιαυτό εξέφρασε την δικαιολογημένη απορία της.
-‘Δεν θα μπορούσε να περιμένει μέχρι αύριο και να μου τη φέρεις στο σχολείο; Άλλωστε έχουμε ακόμα πολλές ημέρες προθεσμία. Την δική μου δεν την έχω καν τελειώσει ακόμα.’
Είχε δίκιο. Ήταν υπερβολικό κατά κάποιο τρόπο αυτό που ζητούσα.
-‘Ναι, φυσικά. Θα στη φέρω αύριο.’ Είπα και κοίταξα ευθεία μπροστά, έξω από το τζάμι του αυτοκινήτου.
-‘Βέβαια αν προτιμάς να έρθεις από εδώ και να το συζητήσουμε δεν υπάρχει πρόβλημα.’
-‘Αλήθεια;’ Έτρεξα να αρπάξω την ευκαιρία.
-‘Ναι. Μετά τις 7:00 καλύτερα που ο Τσάρλι δεν θα είναι εδώ για να μας ενοχλεί.’
Για μία στιγμή αναρωτήθηκα ποιος ήταν ο Τσάρλι. Αμέσως μετά κατάλαβα ότι μιλούσε για τον πατέρα της.
-‘Εντάξει. Σήμερα στις 7:00.’ Συμφώνησα και τότε εκείνη κατέβηκε από το αυτοκίνητο.
Έμεινα εκεί και περίμενα ώσπου την είδα να μπαίνει μέσα στο σπίτι της και να χάνεται.
Και για πρώτη φορά εκείνη την ημέρα επέτρεψα στον εαυτό μου να ονειρευτεί κάτι περισσότερο γιαυτό το κορίτσι. Για πρώτη φορά παραδέχτηκα ότι με ενδιέφερε πραγματικά. Ήθελα να τη μάθω και να τη γνωρίσω.
Κάπως έτσι ξεκίνησε η ιστορία ανάμεσα σε εμένα και τη Μπέλλα. Το ίδιο απόγευμα επέστρεψα στο σπίτι της με την εργασία μου και ένιωσα όμορφα και οικεία όση ώρα βρισκόμουν εκεί.
Η Μπέλλα είχε ετοιμάσει ζεστή σοκολάτα και με άφησε να σερφάρω στον υπολογιστή της για όση ώρα εκείνη διάβαζε απόλυτα προσηλωμένη την εργασία μου.
Στο τέλος κάναμε μία ενδιαφέρουσα και ουσιαστική συζήτηση για τα πραγματικά αισθήματα της Κυρίας Χάβισαμ και για τους λόγους που οδήγησε την Εστέλλα στην καταστροφή.
Και τότε ανακάλυψα πως η Μπέλλα ήταν όχι μόνο ενδιαφέρουσα αλλά αξιόλογη. Με είχε συναρπάσει ο τρόπος με τον οποίο μιλούσε για την Εστελλα και για τον Πιπ. Δεν έχασε ούτε μία στιγμή τα λόγια της λες και ήξερε προσωπικά τους χαρακτήρες του βιβλίου.
Τίποτα περισσότερο δεν συνέβη εκείνο το απόγευμα. Όταν τελειώσαμε πήρα απλά την εργασία μου, έφυγα και γύρισα στο σπίτι μου. Ξέσπασα όλη μου την ενέργεια γρατζουνώντας την κιθάρα μου ώσπου η αδελφή μου άρχισε να φωνάζει για την υπερβολική φασαρία που έκανα.
Ο καιρός πέρασε γρήγορα και εγώ και η Μπέλλα ερχόμασταν όλο και πιο κοντά μέρα με τη μέρα. Άρχισα να τη βοηθάω και να τις δείχνω διάφορους τρόπους για να λύνει ασκήσεις με χρωμοσώματα στη βιολογία ενώ παράλληλα στα πειράματα και στα τεστ συνεργαζόμασταν και παίρναμε πάντα την καλύτερη βαθμολογία.
Κι έτσι λίγες μέρες αργότερα της ζήτησα να βγούμε έξω. Άλλωστε είμαι σίγουρος πως είχε καταλάβει ότι το ενδιαφέρον μου ήταν μεγαλύτερο και πως δεν την έβλεπα απλά ως καλή συμμαθήτρια. Και όταν δέχτηκε να βγούμε ήξερα πως δεν της ήμουν αδιάφορος.
Όσο και αν φαίνεται περίεργο αυτό μου δημιούργησε αντικρουόμενα συναισθήματα. Από τη μία χαιρόμουν που η Μπέλλα ενδιαφερόταν για εμένα. Όχι μόνο επειδή επιβεβαιώθηκε για άλλη μία φορά ο εγωισμός μου αλλά επειδή μου άρεσε πραγματικά και εμένα. Από την άλλη όμως ένιωθα ένα κόμπο στο λαιμό να με πνίγει κάθε φορά που σκεφτόμουν εκείνο το αναθεματισμένο στοίχημα.
Και δεν μπορούσα να το αγνοήσω γιατί ο Τζάσπερ με τον Έμετ μιλούσαν κάθε μέρα γιαυτό όσο έβλεπαν ότι η σχέση μου με τη Μπέλλα εξελισσόταν.
Παράλληλα, είχαν αρχίσει οι ψίθυροι και τα σούσουρα σε όλους τους διαδρόμους του σχολείου για το πώς ήταν δυνατόν εγώ ο δημοφιλής και γοητευτικός τύπος να δίνω σημασία σε μία τόσο ασήμαντη κοπέλα.
Αλλά δεν με ενδιέφερε, δεν καθόμουν πια να δώσω σημασία και να ασχοληθώ με αυτά. Προσπαθούσα μόνο να μάθω και να γνωρίσω καλύτερα τη Μπέλλα. Η παρέα της με διασκέδαζε και η προσωπικότητα της με είχε μαγέψει.
Γιατί κάτω από τα καστανά της μάτια μπορούσα να δω περισσότερα πράγματα από την επιφάνεια. Είχα πάει στο σπίτι της, είχα εισβάλει στον προσωπικό της χώρο και είχα δει το πόσο πολύ λάτρευε τα βιβλία και την τέχνη.
Της άρεσε να φτιάχνει χειροτεχνίες με τα χέρια της και να ζωγραφίζει. Την είχα ακούσει να τραγουδάει μία φορά ενώ ήταν αφηρημένη και ήθελα να της προτείνω να παίξω κιθάρα και να τη συνοδεύσω και ήμουν σίγουρος ότι εκείνη θα κοκκίνιζε όταν θα της το έλεγα.
Την ονειρευόμουν τα βράδια όταν έπεφτα στο κρεβάτι μου για να κοιμηθώ και περίμενα ανυπόμονα την ώρα της βιολογίας για να έρθει και να καθίσει δίπλα μου. Έψαχνα ευκαιρίες κάθε τόσο για να την αγγίξω και να την ακούσω να μου μιλάει.
Και τότε κατάλαβα ότι αυτή ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που είχα κάτι αληθινό και όμορφο με ένα κορίτσι. Δεν είχαμε καν φιληθεί με τη Μπέλλα και όμως ένιωθα μαζί της οικεία και μου ήταν πολύ εύκολο να είμαι ο εαυτός μου. Και ακριβώς έτσι πιστεύω ότι ένιωθε κι εκείνη. Ήταν σαν να επέτρεπε στον εαυτό της να βγει για λίγο από το καβούκι της και με άφηνε να δω πόσο υπέροχη ήταν.
Εκείνο το βράδυ που την πήγα στο Πορτ Άντζελες για να φάμε μαζί στη διαδρομή δεν είπαμε σχεδόν τίποτα. Ακούγαμε μόνο μουσική και μιλάγαμε για τα αγαπημένα μας συγκροτήματα.
Αλλά όλη η υπόλοιπη βραδιά ήταν μία αποκάλυψη για εμένα. Η Μπέλλα για πρώτη φορά μου μίλησε για την οικογένεια της.
Το διαζύγιο των γονιών της, της είχε στοιχίσει πάρα πολύ κι ας είχαν περάσει πάρα πολλά χρόνια από τότε. Ουσιαστικά ένιωθε ότι δεν είχε την ευκαιρία να γνωρίσει και να μάθει πραγματικά τον πατέρα της εφόσον τον έβλεπε πολύ σπάνια τα τελευταία χρόνια.
Παράλληλα, η μητέρα της ήταν κάπως τολμηρή και είχε αλλάξει πολλούς συντρόφους μέχρι να καταλήξει στον σημερινό, νεότερο της σύζυγο. Και παρόλο που η Μπέλλα έβρισκε τον Φιλ μία χαρά κατά βάθος ανησυχούσε για τη μητέρα της και ήξερε ότι έπρεπε να της αδειάσει τη γωνιά γιατί ένιωθε πως είχε αρχίσει να γίνεται βάρος στην ευτυχία της.
Σκέφτηκα πως όλα αυτά ήταν κάπως ‘βαριά’ για μία έφηβη που έψαχνε να βρει κατά κάποιο τρόπο τη δική της ταυτότητα.
Το Φορκς δεν της άρεσε ποτέ εξαιτίας του μουντού του καιρού όλη την ώρα αλλά δεν τη φόβιζε αυτό. Περισσότερο ανησυχούσε για τη σχέση με τον πατέρα της καθώς αυτή ήταν ανύπαρκτη. Η Μπέλλα φυσικά και αγαπούσε τον πατέρα της. Απλώς καμία φορά η επικοινωνία γίνεται δύσκολη χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος. Και μπορούσα να το καταλάβω πάρα πολύ καλά αυτό. Μπορούσα πλέον να καταλάβω κι εγώ καλύτερα τον εαυτό μου.
Δεν βρήκα ποτέ τα λόγια να της πω ότι μου αρέσει, πως τη θέλω αν και τα σκεφτόμουν συνέχεια. Προτίμησα αντί να της το πω να της το δείξω και όταν φτάσαμε έξω από το σπίτι της εκείνο το βράδυ, πλησίασα προς τη μεριά της και έπιασα με το χέρι μου το δικό της. Εκείνη τότε μου χαμογέλασε και νομίζω πως για μία στιγμή η καρδιά μου χτύπησε λίγο πιο δυνατά.
Την κοίταξα στα μάτια σαν να γύρευα τη συγκατάθεση της και μου φάνηκε πως την είδα να παίρνει μία βαθιά ανάσα. Δεν μπορούσα να περιμένω άλλο κι έτσι τότε ακούμπησα απλά τα χείλη μου στα δικά της. Και ήταν τόσο ζεστά και τόσο απαλά. Αυτό ήταν αναμφισβήτητα το καλύτερο φιλί που είχα ανταλλάξει ποτέ. Γιατί είχα παλέψει γιαυτό, είχα προσπαθήσει και είχα επενδύσει. Δεν έμοιαζε με τίποτα με όλα εκείνα τα πεινασμένα φιλιά που αντάλλασα καθαρά και μόνο για να ικανοποιήσω τις σεξουαλικές μου ανάγκες.
Η Μπέλλα ανταποκρίθηκε και άγγιξε με τα χέρια της το πρόσωπο μου. Με έκανε να καταλάβω πως το ήθελε κι εκείνη πολύ, πως το περίμενε όλον αυτό τον καιρό. Χάιδεψε το μάγουλο μου με τη ζεστή της παλάμη και με έκανε να πάρω ολόκληρος φωτιά όταν το χέρι της ανέβηκε λίγο πιο ψηλά και χάθηκε μέσα στις τούφες των μαλλιών μου.
Αλλά πέρα από τη μαγική αυτή επαφή που με έκανε να τη θέλω σαν τρελός, ξαφνικά είχαν ξυπνήσει μέσα μου χιλιάδες άλλα πράγματα τα οποία δεν είχα ξανανιώσει ποτέ σε ολόκληρη τη ζωή μου.
Ενδιαφέρον και προστατευτικότητα σαν να έπρεπε να τη προφυλάξω από τα κακά αυτού του κόσμου και παράλληλα να τη βοηθήσω να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της και τους φόβους της.
Και ταυτόχρονα ήξερα ότι μπορούσε κι εκείνη να κάνει για εμένα το ίδιο. Την είχα ανάγκη και με είχε ανάγκη, μπορούσα να τη βοηθήσω και μπορούσε να με βοηθήσει. Γιατί μόλις τότε κατάλαβα πόσο κενή και ανούσια ήταν η ζωή μου μέχρι τότε. Μόλις τότε κατάλαβα ότι απλώς ξόδευα τον καιρό μου και ουσιαστικά κορόιδευα τον ίδιο μου τον εαυτό.
Τελείωσα το φιλί μας και της υπέδειξα να πάει σπίτι για ύπνο. Δεν ήθελα να το τραβήξω περισσότερο. Δεν ξέρω μέχρι που ήταν η Μπέλλα διατεθειμένη να φτάσει αλλά δεν θα το χάλαγα. Είχα αποφασίσει πως θα τα έκανα όλα σωστά αυτή τη φορά. Και θα έστελνα στα τσακίδια εκείνο το διαβολεμένο στοίχημα.